Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2011

Όπου και να είσαι, να προσεύχεσαι.( Αγ. Ιωαν. Δαμασκηνού)




Όταν ο δικαστής οργίζεται εναντίον σου, να προσεύχεσαι!
Μπροστά ήταν η θάλασσα, από πίσω οι Αιγύπτιοι τους καταδίωκαν, και στη μέση ο Μωυσής. Πολλή προσευχή μέσα στη στενοχώρια του. Αλλά μεγάλο το πέλαγος της προσευχής. Από πίσω οι Αιγύπτιοι τους καταδίωκαν, και στη μέση η προσευχή. Και δεν έλεγε τίποτα ο Μωυσής. Και του λέγει ο Θεός: «Γιατί φωνάζεις σε μένα;» (Εξ. 14, /5).Έστω κι αν το στόμα σου σιωπά, όμως η καρδιά σου φωνάζει.
Κι εσύ όταν στέκεσαι μπροστά σε δικαστή οργισμένο που σε τυραννά, αλλά και σ’ αυτούς τους δήμιους, να προσεύχεσαι στο Θεό. Κι όταν προσεύχεσαι τα κύματα καταπραΰνονται.
Έρχεται ο δικαστής εναντίον σου; Φύγε εσύ προς το Θεό!
Ο άρχοντας είναι κοντά σου; Εσύ παρακάλεσε το Θεό. Μήπως είναι άνθρωπος; Πάντοτε βρίσκεται κοντά σου, και βρίσκεται παντού, και γεμίζει τα πάντα. Εάν θέλεις να παρακαλέσεις έναν άνθρωπο και να μάθεις τι κάνει, όταν εργάζεται, δεν απαντά. Στο Θεό όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όπου κι αν πας και τον καλέσεις, ακούει. Ούτε θυρωρός υπάρχει εδώ, ούτε οικονόμος, ούτε μεσίτης, ούτε υπηρέτης, τίποτα απ’ αυτά. Πες, «Ελέησέ με», και ο Θεός έρχεται. «Ενώ εσύ θα μιλάς, θα σου πει: Να είμαι παρών» (Ησ. 58, 9). Πω, πω, λόγος γεμάτος πραότητα, ο οποίος δεν περιμένει να τελειώσεις την προσευχή! Δεν προφθάνεις να τελειώσεις την προσευχή, και ικανοποιείται το αίτημά σου!
«Ελέησέ με»! Ας μιμηθούμε αυτή την Χαναναία. «Ελέησέ με. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο»!
Και τί άκουσε; «Γυναίκα, η πίστη σου είναι μεγάλη. Ας γίνει όπως θέλεις». Ταπεινώθηκες, βρίστηκες από μένα. Σε έδιωξα και δεν έφυγες, αλλά παρέμεινες. Αλήθεια, γυναίκα, η πίστη σου είναι μεγάλη. Η γυναίκα πέθανε, και το εγκώμιό της μένει πιο λαμπερό από διάδημα σ’ όλη τη γη που φωτίζει ο ήλιος. Ακούς το Χριστό να λέγει: «Γυναίκα, η πίστη σου είναι μεγάλη. Ας γίνει όπως θέλεις εσύ». Και βγήκε το δαιμόνιο, «και θεραπεύτηκε η θυγατέρα της». Πότε; Από εκείνη τη στιγμή! Όχι από τότε που ήρθε η μητέρα της, αλλά από τότε που άκουσε από τον Σωτήρα μας «Γυναίκα, η πίστη σου είναι μεγάλη. Ας γίνει όπως θέλεις».Έτσι λοιπόν γύρισε περιμένοντας να βρει τη θυγατέρα της δαιμονισμένη, και την βρήκε να είναι υγιής, θεραπευμένη με τη δική της θέληση, σύμφωνα με την προσταγή του Δεσπότη!».

(Από τα «Ιερά παράλληλα», Αγ. Ιωαν. Δαμασκηνού

Πρωτοπρ. Πολύκαρπος Τύμπας, «Θεέ μου λυπήσου την χώρα μας»



Του πρωτ. Πολυκ. Γρ. Τύμπα
Είναι κραυγή του δυναμικού Μητροπολίτου Καλαβρύτων Αμβροσίου. Έχει υπότιτλο: «Ο Χριστός είναι ο μεγάλος εξόριστος από την ζωή μας» και δημοσιεύεται στον «Ορθόδοξο Τύπο» της 14 Μαΐου 2010. Αξίζει να μελετηθεί από όλους τους Έλληνες που αγαπούν την Πατρίδα.
«Γράφει, λοιπόν: Θεέ μου λυπήσου την χώρα μας. Η Ελλάδα κατοικείται από παράφρονες! Δός μας την μεταξύ μας αγάπη! Περίσσευσε το μίσος!
Χωρίς να διεκδικούμε την ιδιότητα του προφήτου εγράψαμε ήδη, ότι μετά τις αποφάσεις του Δ.Ν.Τ. θα ακολουθήσει κοινωνική αναστάτωση! Και δυστυχώς ήλθε τόσο γρήγορα! Όσο οι καταχρηστές του ιδρώτος του Ελληνικού Λαού παραμένουν ελεύθεροι και ατιμώρητοι, τόσο οι αναταραχές στους δρόμους εντείνονται. Όσο συνεχίζεται η φαγωμάρα των Πολιτικών Αρχηγών μέσα στη Βουλή, τόσο περισσότερο η κοινωνική αναταραχή στους δρόμους θα γίνεται πιο σκληρή! Δεν την δικαιολογούμε, απλώς την περιγράφουμε.
Αδελφοί μου Έλληνες, πληρώνουμε το τίμημα της αποστασίας μας από τον δρόμο του Θεού! Η Ελληνοχριστιανική αγωγή των παιδιών μας, την οποία επιβάλλει ακόμη το Σύνταγμα ως ιδεώδες της Παιδείας, εγκαταλείφτηκε πια! Το μάθημα των θρησκευτικών γίνεται μάθημα θρησκειολογίας. Τα θρησκευτικά σύμβολα εξοβελίζονται από τις Αίθουσες Διδασκαλίας! Αντί της καθιερωμένης προσευχής προς τον αληθινό Θεό στα Σχολεία μας, δειλά – δειλά εισάγεται η απαγγελία αποσπασμάτων από ποιήματα του Ρίτσου και το Υπουργείο Παιδείας κωφεύει! Η Χριστιανική μας ιδιώτης απαλείφτηκε από τις ταυτότητες. Η Χριστιανική ηθική καταπατείται φανερά. Όσοι διάγουν ηθικά θεωρούνται αρρωστημένες υπάρξεις! Η αγνότης είναι ξεπερασμένη ιδέα! Χλευάζεται πια! Η ισοβιότης στον γάμο είναι λάθος πορεία. Η ομοφυλοφιλία θεωρείται φυσικός τρόπος ζωής! Η Μύκονος έγινε σύμβολο ακολασίας. Ο Χριστός μας έγινε ο μεγάλος εξόριστος! Έτσι λοιπόν άρχισε η κοινωνική σήψις Κύριε, σώσον τους ευσεβείς! Κύριε σώσον την Ελλάδα μας. Κύριε σώσον τον κόσμον!».
Εμείς θα επαναλάβουμε την επωδό μας. Μόνο η μετάνοια και η επιστροφή στον Ιησού Χριστό μας θα μας σώσει.
«Η ΕΡΕΥΝΑ» 30 Μαΐου 2010

Κυριακή Ζ’ Λουκά – Η ανάσταση της κόρης της Ιαερού

Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. η’ 41-56
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Δυο θαύματα πίστεως

Μια πίστη που σώζει

Μόλις επέστρεψε ο Κύριος στην Καπερναούμ, Τον υποδέχθηκαν πλήθη λαού, διότι όλοι Τον περίμεναν ανυπόμονα. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Ιάειρος, που ήταν άρχοντας της Συναγωγής. Ένα πρόβλημα μεγάλο τον είχε αναστατώσει. Γι’ αυτό και έπεσε γονατιστός στα πόδια του Χριστού και Τον παρακαλούσε να έλθει στο σπίτι του· η μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του ήταν βαριά άρρωστη, ετοιμοθάνατη. Ο Κύριος σπλαχνίστηκε τον πονεμένο πατέρα κι αμέσως τον ακολούθησε.
Στο δρόμο όμως τα πλήθη του λαού Τον πίεζαν ασφυκτικά. Κάποια στιγμή έγινε κάτι που κανείς από τα πλήθη δεν το πήρε είδηση. Μία γυναίκα που υπέφερε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία και είχε ξοδεύσει όλη την περιουσία της σε γιατρούς χωρίς να βρει πουθενά γιατρειά, πλησίασε τον Κύριο κρυφά από πίσω, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερό το νόσημά της, άγγιξε την άκρη του ενδύματός κι αμέσως το θαύμα έγινε, σταμάτησε η αιμορραγία της. Όμως ο Κύριος άρχισε να ρωτά: Ποιος με άγγιξε; Κι επειδή κανείς τριγύρω δεν αποκρινόταν, είπε ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές: Διδάσκαλε, τόσα πλήθη λαού Σε έχουν περικυκλώσει και Σε πιέζουν, κι Εσύ ρωτάς: ποιος με άγγιξε; Μα ο Κύριος επιμένει: Κάποιος με άγγιξε. Αισθάνθηκα να βγαίνει από πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Τότε η γυναίκα, που κατάλαβε ότι δεν έμεινε κρυφή η πράξη της, ήλθε τρέμοντας κι αφού έπεσε γονατιστή στα πόδια του, ομολόγησε μπροστά σ’ όλους το θαύμα που έγινε. Και ο Κύριος της είπε: Κόρη μου, η πίστη σου σε έχει θεραπεύσει. Πήγαινε στο καλό.
Γιατί όμως ο Κύριος ρωτούσε ποιος Τον άγγιξε; Δεν ήξερε; Ασφαλώς ήξερε. Αλλά ήθελε να δείξει ότι δεν αγνοούσε το γεγονός κι ότι η γυναίκα αυτή δεν υπέκλεψε τη θεραπεία της, αλλά την έλαβε από την πανάγαθη θέλησή του. Και την έλαβε επειδή έδειξε μία πολύ μεγάλη πίστη. Αυτήν ακριβώς την πίστη της ήθελε να δημοσιοποιήσει και να επιβραβεύσει· για να διδαχθούν τα πλήθη που ήταν εκεί, και πολύ περισσότερο ο άρχοντας της Συναγωγής που περνούσε μία πολύ μεγάλη δοκιμασία· αλλά και για να κάνει τη γυναίκα αυτή αιώνιο παράδειγμα πίστεως. Και την ονομάζει «κόρη του», διότι με την πίστη της αυτή η γυναίκα δεν βρήκε μόνο τη θεραπεία του σώματός της αλλά και τη σωτηρία της ψυχής της. Έγινε κατά την Παράδοση πιστή χριστιανή. Πίστεψε ολοκληρωτικά στον Κύριο και έγινε αγία της Εκκλησίας μας, η αγία Βερονίκη, και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της διακήρυττε το θαύμα που της έκανε ο Κύριος. Και μας εμπνέει η αγία Βερονίκη να έχουμε κι εμείς την πίστη της, τη βεβαιότητά της ότι μόνο στον Χριστό μπορούμε να βρούμε λύτρωση και σωτηρία. Ακόμη κι όταν τρέχουμε στους γιατρούς, να έχουμε τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός είναι ο μέγας ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας.

Η ζωή και η ανάσταση

Η ανάσταση της κόρης του ΙαείρουΚαθώς ο Κύριος συνέχιζε την πορεία του, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: Η κόρη σου πέθανε· μην κουράζεις άλλο τον διδάσκαλο. Μπορούμε άραγε να φανταστούμε τι ένιωσε τη φοβερή εκείνη ώρα ο δύστυχος πατέρας; Ο κύριος όμως, μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί η κόρη σου. Όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, αντίκρισε ένα οδυνηρό θέαμα. Έκλαιγαν όλοι και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Κι Αυτός τότε τους είπε: Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Μια εκείνοι Τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι ήταν νεκρό. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, άφησε να μείνουν στο δωμάτιο της νεκρής μόνο ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και οι γονείς του παιδιού. Κι εκείνη τη μοναδική ώρα έπιασε το χέρι του μικρού κοριτσιού και φώναξε: Κόρη, σήκω επάνω! Η στιγμή ήταν συγκλονιστική. Το πρόσωπο της κορούλας ροδίζει, τα δυο μάτια της ζωής και του θανάτου. Οι γονείς κοιτούν εκστατικοί, γεμάτοι ασυγκράτητη χαρά. Κι Εκείνος τους προστάζει να δώσουν στη μικρή φαγητό και να μην πουν σε κανένα το γεγονός.
Γιατί όμως τους έδωσε αυτή την οδηγία; Για να μην ερεθιστεί ο φθόνος των εχθρών του, εξηγούν οι ιεροί ερμηνευτές. Διότι το θαύμα αυτό διαλαλούσε περίτρανα ότι ο Κύριος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά έχει τη δύναμη να ανασταίνει νεκρούς, να νικά το θάνατο. Αυτή η πραγματικότητα είναι ασύλληπτη. Δεν είναι μία λεπτομέρεια στην Πίστη μας αλλά η μεγαλύτερη αλήθεια. Ο Χριστός είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου. Ανέστησε νεκρούς, αναστήθηκε και ο ίδιος για να μας δείξει ότι είναι ο Νικητής του θανάτου και ο καθαιρέτης του Άδη, η ζωή των απάντων.
Η πίστη αυτή πρέπει να κυριαρχεί διαρκώς στη σκέψη μας, να αλλάξει τη ζωή μας. Δεν έχουμε πλέον το δικαίωμα εμείς να τρέμουμε μπροστά στο θάνατο· να τον φοβόμαστε όπως όλοι όσοι ζουν χωρίς ελπίδα. Δεν είμαστε πλασμένοι για τα λίγα χρόνια της επίγειας ζωής μας. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος μας αλλά η αρχή μιας άλλης, ατελεύτητης ζωής. Η ζωή μας εδώ στη γη είναι ένα μικρό επεισόδιο μπροστά στην αιωνιότητα. Κάποτε θα αναστήσει ο Κύριος κι όλους εμάς. Θα ακούσουμε όλοι μας τη φωνή του να μας καλεί και πάλι στη ζωή, στην αιώνια ζωή. Μη φοβόμαστε τον θάνατο. Η ζωή μας έχει νόημα μόνο επειδή υπάρχει ο Χριστός, που είναι «η ζωή και η ανάστασις ημών». Ας ζούμε λοιπόν με προοπτική αιωνιότητας, προσμένοντας και τη δική μας ανάσταση.
Περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τ. 1988

Κυριακὴ Ζ' Λουκᾶ: Δύο θαύματα πίστεως



Γράφει π. Χερουβείμ Βελέτζας
Δύο θαύματα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ χριστοῦ περιγράφει ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, αὐτὸ τῆς θεραπείας τῆς αἱμορροούσης καὶ τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰάειρου. Ἡ μία ἦταν μία ἁπλὴ γυναίκα μέσα στὸ πλῆθος, ὁ δεύτερος ἦταν ἐπιφανής, ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Προσεγγίζουν τὸ Χριστό, ὁ καθένας μὲ διαφορετικὸ τρόπο: ἡ αἱμορροοῦσα δὲν τολμᾶ καν νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὴ θεραπεύσει, ἁπλὰ Τὸν πλησιάζει καὶ ἀκουμπᾶ τὴν ἄκρη τῶν ἱματίων Του, καὶ τὸ θαῦμα γίνεται. Ὁ ἀρχισυνάγωγος ζητᾶ ἀπὸ τὸν Διδάσκαλο νὰ ἔλθει στὸ σπίτι του καὶ νὰ θεραπεύσει τὴ μονάκριβη κόρη του καὶ ὁ Χριστὸς ἔρχεται καὶ ἀνασταίνει τὸ κορίτσι, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε πεθάνει. Καὶ οἱ δύο ὅμως, καὶ ἡ αἱμορροοῦσα καὶ ὁ Ἰάειρος, ἔχουν δύο κοινὰ στοιχεῖα: διαθέτουν πίστη καὶ τόλμη. Πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ παράσχει τὴν ἴαση καὶ τολμοῦν, ὁ μὲν νὰ τὸ ζητήσει καὶ ἡ δὲ νὰ ἀγγίξει τὸν Κύριο.
Δὲν ἦταν μικρὸ πράγμα γιὰ ἕναν ἀρχισυνάγωγο τὸ νὰ μιλήσει μὲ τὸ Χριστό. Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι εἶχαν ἀπαγορεύσει στὸ λαὸ νὰ Τὸν πλησιάζει καὶ νὰ ἀκούει τὴ διδασκαλία Του. Ὁ Ἰάειρος ὄχι μόνο τολμᾶ νὰ βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ ἀκούει τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ...
συζητεῖ μαζί Του καὶ Τοῦ ζητᾶ νὰ ἔλθει στὸ σπίτι του, γιατί πιστεύει ὅτι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ σώσει τὸ παιδὶ τοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ πίστη τοῦ λοιπὸν ὑπερνικᾶ τὸν ὁποιοδήποτε φόβο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ πίστη τῆς γυναίκας, ποὺ ἁπλὰ ἀγγίζει τὰ ροῦχα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, προσδοκώντας νὰ λάβει τὴν ἴαση.

Τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πίστης προκειμένου νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ θαῦμα, τὴν ἐπισημαίνει καὶ τὴν τονίζει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Στὴν αἱμορροοῦσα λέει: “θυγάτηρ, ἡ πίστις σου σέσωκε σε”1 καὶ στὸν Ἰάειρο, ποὺ τὸν εἰδοποίησαν ὅτι ἡ κόρη τοῦ πέθανε καὶ νὰ μὴν ταλαιπωρεῖ ἄλλο τὸν Διδάσκαλο, τοῦ ἁπαντά: “μὴ φοβοῦ, μόνο πίστευσον, καὶ σωθήσεται”2. Τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ κάνει τὸ θαῦμα καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ πιστεύουν τὴ βλέπουμε στοὺς συγγενεῖς του μικροῦ κοριτσιοῦ, ποὺ γέλασαν μὲ τὸν Χριστό, ὅταν τοὺς εἶπε νὰ μὴν κλαῖνε, γιατί τὸ κορίτσι δὲν πέθανε. Ἡ ἀπελπισία τοὺς εἶχε ἐξανεμίσει κάθε ἐλπίδα καὶ πίστη πρὸς τὸν Θεό, καὶ θεωροῦσαν πὼς ὅλα πιὰ εἶχαν χαθεῖ.
“Μόνο πίστευσον, καὶ σωθήσεται”. Τὰ λόγια του Χριστοῦ εἶναι καταλυτικά, ὄχι μόνο γιὰ τὸν πατέρα τοῦ ἄρρωστου κοριτσιοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν καθένα μας. Μέσα στὸ πέλαγος τῆς βιοπάλης καὶ τῆς καθημερινότητας, συχνὰ αἰσθανόμαστε ἀνίσχυροι, ἀδύναμοι, νικημένοι. Νιώθουμε ὅτι δὲν ἔχουμε ἀπὸ ποῦ νὰ κρατηθοῦμε, ποῦ νὰ στηριχτοῦμε καὶ νὰ πάρουμε δύναμη γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθουμε στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Συχνὰ μία ἀσθένεια, μία ἀνυπέρβλητη δυσκολία, μᾶς βυθίζει στὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία. Κι ὅμως, ὁ Χριστὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ πιστέψουμε, καὶ ἡ βοήθειά Του θὰ ἔλθει.
Τί σημαίνει νὰ πιστέψουμε; εἶναι μία ἁπλὴ λέξη, ἀλλὰ χρειάζεται τόλμη καὶ ἀπαιτεῖ ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ μας, προκειμένου νὰ γίνει πράξη στὴ ζωή μας. Εἶναι ἀπαραίτητο πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι δὲν εἴμαστε παντοδύναμοι, πὼς πέρα ἀπὸ τὴ δική μας προσπάθεια ἔχει μεγάλη σημασία καὶ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, ἡ προστασία Του καὶ ἡ εὐλογία Του. Μέσα στὶς δυσκολίες, τὶς ἀστοχίες καὶ τὶς ἀποτυχίες, δύο ἐπιλογὲς μᾶς μένουν: ἢ νὰ βυθιστοῦμε στὴν ἀπόγνωση καὶ νὰ καταστραφοῦμε πνευματικά, ἢ νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴ δική μας ἀνεπάρκεια καὶ νὰ στραφοῦμε μὲ πίστη στὸν Θεό. Ἂν καταφέρουμε ἑπομένως νὰ κάνουμε τούτη τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ ἀποδεχτοῦμε τὴν παντοδυναμία ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, τότε μποροῦμε μὲ ταπείνωση πλέον νὰ ἀπευθυνθοῦμε πρὸς Αὐτὸν καὶ μὲ πίστη νὰ Τοῦ ζητήσουμε νὰ ἔλθει σὲ βοήθειά μας.
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι χαιρέκακος, οὔτε θέλει νὰ μᾶς βλέπει νὰ ταλαιπωρούμαστε. Ἐπειδὴ ὅμως μᾶς ἔπλασε ἐλεύθερους, περιμένει ἀπὸ μόνοι μας, ἐλεύθερα νὰ Τὸν βάλουμε στὴ ζωή μας. Καὶ στὸ μεταξύ, διακριτικά μας σκεπάζει καὶ μᾶς προσφέρει τὶς εὐκαιρίες νὰ πιστέψουμε σὲ Αὐτόν. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, μόλις προστρέξουμε μὲ πίστη σπεύδει καὶ πραγματοποιεῖ τὸ θαῦμα στὴν προσωπική μας ζωή, ὄχι πάντα σύμφωνα μὲ τὴ δική μας ἐπιθυμία, ἀλλὰ μὲ γνώμονα τὸ πνευματικό μας καλὸ καὶ συμφέρον.
Εἶναι ὄντως δύσκολο νὰ στηρίξουμε τὴν ἐλπίδα μας στὸ Θεό. Χρειάζεται ταπείνωση, χρειάζεται τόλμη, χρειάζεται πίστη. “Μή φοβοῦ, μόνο πίστευσον”, μᾶς προσκαλεῖ σήμερα ὁ Χριστός, προκειμένου νὰ κάνει τὸ θαῦμα στὴ ζωή μας. Ἀρκεῖ νὰ Τὸν ἐμπιστευτοῦμε, νὰ τοῦ δώσουμε χῶρο νὰ σταθεῖ μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ προσευχή μας, σὲ κάθε Λειτουργία καὶ σὲ κάθε ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας: “ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἠμῶν Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα”.

Ἡ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο (Λουκ. η΄41-56)

Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)




«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τότε ἔτσι καὶ σήμερα, προκαλεῖ τὴ λογική μας καὶ θὰ μᾶς προσκαλεῖ πάντοτε νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ παραδοθοῦμε μὲ ἐλπίδα στὴν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Θὰ μᾶς προσκαλεῖ, γιὰ νὰ δοῦμε μὲ τὴν πίστη τί κρύβεται στὸ σκοτεινὸ καθρέπτη τοῦ θανάτου. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἄλλη βεβαιότητα, παρὰ μόνο ὅτι κάποτε θὰ πεθάνει. Καὶ ὅμως, αὐτὴ ἡ βεβαιότητα παραμένει μιὰ ἄγνωστη ἐμπειρία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐμπειρία τοῦ θανάτου του. Κανεὶς δὲν «ἔζησε» τὸ βιολογικό του θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ τί σημαίνει αὐτό. Κανεὶς δὲν μᾶς εἶπε τί βιώνει, ὅταν εἶναι νεκρός. Βέβαια, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ χαρισματικὰ μέλη τοῦ Σώματός Του, οἱ Ἅγιοί Του, φανέρωσαν τὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ζωῆς, τὴν πραγματικὴ καὶ ἄφθαρτη ζωὴ τῆς αἰωνιότητας μετὰ τὸ θάνατο.

Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα, λοιπόν, εἶναι πίστη καὶ ἀποκάλυψη, εἶναι μιὰ ἄλλη διάσταση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ἡ ὁποία, ὅμως, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὑπερβαίνει πολὺ τὴ γήινη ἐμπειρία μας. Ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ μοναδικὰ σημεῖα στήριξης τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης καὶ ὑποδηλώνουν τὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας. Χωρὶς αὐτά, καμία λογικὴ καὶ καμία ἐπιστήμη, καμία φιλοσοφία καὶ καμία γνώση, καμία δύναμη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια καὶ νὰ διαλύσει τὰ ἀδιέξοδά μας. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται πίστη τοῦ ἄνθρωπου εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον τέρμα, ἀλλὰ ἔγινε ἐν Χριστῷ πέρασμα καὶ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα. Μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ ἄλλου εἴδους γέννηση στὴν ὄντως ζωή.

Ἡ ζωὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ θάνατο

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ ἔλθει τὴν τελευταία μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸ θάνατο. Ἡ σχέση μας μὲ τὸ θάνατο διαδραματίζει καθοριστικὸ ρόλο στὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας, σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε κοσμοθεωρία, δηλαδὴ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι διάλυση καὶ ἀποσύνθεση καὶ ἀφανισμός, τότε ὁδηγεῖται στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸ κενό. Μέσα στὸν παραλογισμὸ ὅτι ζεῖ γιὰ νὰ πεθάνει, δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ τὸ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑλιστής, ἰδιοτελὴς καὶ κυνικός, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ καθημερινή μας πείρα. Ἐδῶ ἡ πίστη εἶναι περιττὴ καὶ γραφική, ἐδῶ ἡ ἠθικὴ παραμερίζεται καὶ ἡ ἁμαρτία γελοιοποιεῖται. Ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος μικραίνει ἐπικίνδυνα καὶ ἐξαφανίζεται. Τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις, ἡ ὕλη καὶ οἱ ποικίλες ἀνάγκες της ἀπολυτοποιοῦνται. Τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιαστεῖ, γιὰ νὰ προλάβει νὰ χαρεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγωνία τοῦ τέλους ποὺ ἔρχεται καὶ διαλύει τὰ πάντα σκιάζει τὴν ὕπαρξή του. Καὶ μετὰ τὸ θάνατο, δὲν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτὴ εἶναι ρίζα τοῦ μηδενισμοῦ σὲ ὅλη τὴ γυμνότητά του. Ὅμως, εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τοῦ θανάτου καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς ὑποδεικνύει μιὰ ζωὴ μὲ νόημα καὶ πληρότητα, μᾶς ὑπόσχεται καὶ μᾶς ἐγγυᾶται τὸ «περισσόν τῆς ζωῆς», τὸ περίσσευμά της καὶ τὴ συνέχειά της στὴν αἰωνιότητα.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι καταπίεση, γιὰ νὰ ὑποτιμήσουμε καὶ νὰ ἀρνηθοῦμε αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ θελήσουμε ἕναν ἄλλον, ποὺ δὲν γνωρίσαμε. Δὲν εἶναι μιζέρια καὶ περιφρόνηση κάθε ὀμορφιᾶς καὶ χαρᾶς, ὅπως συχνὰ τὴν παραμορφώνουμε. Εἶναι ἀγώνας γιὰ ἀλήθεια, πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα. Εἶναι σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μιὰ τέτοια ζωὴ ὑπερφαλαγγίζει τὸ φράγμα τοῦ θανάτου καί, τότε, ὄχι μόνο οἱ χαρὲς καὶ οἱ ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὲς οἱ λύπες καὶ τὰ δάκρυά της μεταμορφώνονται λυτρωτικά. Ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔτσι βλέπουμε τὴ ζωὴ μποροῦμε ἐν Χριστῷ νὰ βιώσουμε τὸ θάνατο σὰν ὕπνο ποὺ θὰ μᾶς ξυπνήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση. Ἀμήν.

Το κενόδοξο ντύσιμο των ανθρώπων - Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Στην εποχή μας το κενόδοξο ντύσιμο των ανθρώπων είναι φαινόμενο με ιδιαίτερη έξαρση. Αυτός που δεν έχει κάτι άλλο για να καμαρώσει, καυχιέται για το ντύσιμό του. Όμως ο άνθρωπος που έχει κάτι πολυτιμότερο από τα ρούχα για να καμαρώσει, δεν γίνεται υπερήφανος. Όπως το χρυσάφι δεν βρίσκεται στην επιφάνεια της γης, έτσι και η πνευματική αξία ενός ανθρώπου δεν προβάλλεται εξωτερικά. Λέγεται πως, κάποτε, κάποιος διακεκριμένος φιλόσοφος είδε ένα νέο άνδρα που καυχιόταν για την αμφίεσή του. Τον πλησίασε λοιπόν ο φιλόσοφος και του ψιθύρισε στ’ αυτί: «Την ίδια προβιά φορούσε προηγουμένως ένα κριάρι• κι όμως κριάρι παρέμεινε!». Το να είσαι χριστιανός και να καυχιέσαι για τα ρούχα σου είναι πιο παράλογο και απ’ το να είσαι αυτοκράτορας και να υπερηφανεύεσαι για τη σκόνη κάτω απ’ τα πόδια σου. Τον άγιο Αρσένιο, όσον καιρό ήταν ενδεδυμένος χρυσοποίκιλτη φορεσιά στη βασιλική αυλή, ουδείς τον αποκαλούσε Μεγάλο! Επονομάστηκε Μέγας μόνον όταν με αυταπάρνηση παραδόθηκε απολύτως στο θέλημα του Θεού ντυμένος με κουρέλια.
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Συναξαριστής 6 Νοεμβρίου 2011

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ.

Ἔγινε διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ γραμματέας τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξάνδρου. Ὅταν πέθανε ὁ Ἀλέξανδρος, Πατριάχης ἐξελέγη -τὸ 340- ὁ Παῦλος. Ἡ χειροτονία του ἔγινε ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ ἀρειανόφιλου αὐτοκράτορα Κωνσταντίου, ποὺ ἔλειπε τότε στὴν Ἀντιόχεια.

Ὅταν ὁ Κωνστάντιος ἐπέστρεψε στὴν Πόλη, ἐξεδίωξε ἀπὸ τὸ θρόνο τὸν Παῦλο καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ τοποθέτησε τὸν ἀρειανιστὴ Εὐσέβειο Νικομήδειας. Τότε ὁ Παῦλος πῆγε στὴ Ῥώμη, ὅπου ἦταν ἐξόριστος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἔπειτα, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ πάπα Ῥώμης Ἰουλίου, οἱ ἐξόριστοι ἀνέκτησαν τοὺς θρόνους τους. Ἀλλὰ καὶ πάλι, μὲ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν, ὁ Παῦλος ἐκδιώκεται ἀπὸ τὸ θρόνο. Κατόπιν καὶ πάλι, μὲ ἀπειλὲς τοῦ Κώνσταντα στὸν ἀδελφό του Κωνστάντιο, ὁ Παῦλος ἐπανέρχεται στὸ θρόνο του, καὶ γιὰ τρία χρόνια ἀδιάλειπτα ἐργάζεται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὅμως, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κώνσταντα, ὁ Κωνστάντιος ἐξόρισε καὶ πάλι τὸν Παῦλο στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας, ὅπου μὲ πανουργία οἱ Ἀρειανοὶ τὸν ἔπνιξαν μὲ τὸ ἴδιο του τὸ ὠμοφόριο. Ἔτσι, ὁ μέγας αὐτὸς Ὁμολογητής, μέσα σὲ ταλαιπωρίες καὶ βάσανα, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ Χριστό, χωρὶς νὰ καμφθεῖ.

Καὶ τήρησε ἀπόλυτα τὴν ἐντολὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λέει, «κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας», ἂς κρατᾶμε, δηλαδή, καλὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας πρὸς τὸ Χριστό.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Αὐτόμελον.
Θείας πίστεως ὁμολογία, ἄλλον Παῦλόν σε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζηλωτὴν ἐν ἱερεῦσιν ἀνέδειξε· συνεκβοᾷ σοι καὶ Ἄβελ πρὸς Κύριον, καὶ Ζαχαρίου τὸ αἷμα τὸ δίκαιον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀστράψας ἐν γῇ, ὡς ἄστρον οὐρανόφωτον, τὴν καθολικήν, φωτίζεις Ἐκκλησίαν νῦν, ὑπὲρ ἧς καὶ ἤθλησας, τὴν ψυχήν σου Παῦλε προθέμενος, καὶ ὡς Ζαχαρίου καὶ Ἀβελ τρανῶς, βοᾷ σου τὸ αἷμα πρὸς Κύριον.

Ὁ Οἶκος
Ὁμολογίας στύλος ὑπάρχεις, καὶ ὁμώνυμος Παύλου τοῦ φωστῆρος τῆς γῆς, ὁμότροπός τε καὶ σύναθλος, τὰ στίγματα τοῦ Ἰησοῦ βαστάζων ἐν τῷ σώματι, Παῦλε ἰερομύστα· καὶ ἐν αὐτοὶς ἐντρυφῶν, καὶ καυχώμενος πάντοτε, ἐνώπιον βασιλέων κακοδόξων ὤφθης ἱστάμενος, καὶ μὴ πτοούμενος, μᾶλλον δὲ δυναμούμενος. Ὅθεν τρανώτερον βοᾷ σου τὸ αἷμα πρὸς Κύριον.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Ὡς τοῦ σκεύους ὑπάρχων τῆς ἐκλογῆς, καὶ ὁμώνυμος Πάτερ καὶ μιμητής, κινδύνους ὑπέμεινας, καὶ διωγμοὺς ὑπὲρ πίστεως, καὶ ὡς αὐτὸς τὴν Ῥώμην, κατέλαβες Ὅσιε, πανταχοῦ κηρύσσων, Τριάδος τὸ ὁμότιμον· ὅθεν καὶ τὸν δρόμον, ἐν Ἀρμενίᾳ τελέσας, ἀξίως ἀπείληφας, ἐκ Κυρίου τὸν στέφανον, καταισχύνας τὸν Ἄρειον· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Τῇ αὑτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας κατενεχθείσης κόνεως ἐπὶ Λέοντος τοῦ Μεγάλου

Λεπτομέρειες βλέπε στὸν «Μέγα Συναξαριστή» τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ τόμος ΙΑ´, σελίδα 171, ἔκδοση 1993.

Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς

Ξένος πρὸς τὶς μάταιες κλήσεις καὶ ἐπιθυμίες, καταγινόταν ἥσυχα μὲ τὴν ἐργασία του καὶ τὸν ὑπόλοιπο καιρὸ χρησιμοποιοῦσε γιὰ λογικὴ ἀνάπαυση, μελέτη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον του.

Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἦταν ἀπὸ τὸ Ταυρομένιο τῆς Σικελίας καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ζωντανὴ εὐσέβειά του. Ἀπὸ τὸν ἱδρώτα του ἔδινε στοὺς φτωχοὺς καὶ πολλὲς φορὲς ἀγρύπνησε κοντὰ στὰ κρεβάτια δυστυχισμένων, ποὺ χωρὶς οἰκογένεια περνοῦσαν τὴν ἀσθένεια μέσα στὴ θλίψη καὶ τὴν μόνωση.

Οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν, ἀλλ᾿ ὁ Λουκᾶς δὲν δέχτηκε. Δὲν περιφρονῶ, ἔλεγε τὸν γάμο, ἀφοῦ τόσο τὸν τίμησε ὁ Κύριός μας καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλ᾿ εἶναι τάχα ἀνάγκη νὰ παντρευτοῦμε ὅλοι; Ὑπάρχουν τόσες διακονίες πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκτελεῖ ὁ ἄγαμος μὲ περισσότερη εὐκολία. Ἐπίσης εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς παιδιά; Καὶ μήπως τάχα δὲν εἶναι ἱερὸ καὶ ὡραῖο νὰ δώσει κανεὶς ψωμὶ καὶ νὰ φέρει κάποια ἀκτίνα παρηγοριᾶς στὶς καρδιὲς ἀπόρων ὀρφανῶν;

Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτευε σὲ κάποια τοποθεσία τῆς Αἴτνας. Στὴ συνέχεια ταξίδεψε στὸ Βυζάντιο, ὅπου ὑπῆρχαν τόσοι θησαυροὶ τῆς Ἐκκλησίας. Τελικὰ τὸν τράβηξε ἡ Κόρινθος, ὅπου δίδασκε καὶ οἰκοδομοῦσε μὲ τὶς εὐσεβεῖς ὁμιλίες του καὶ τὶς πατρικὲς συμβουλές του. Ἐκεῖ ἐπίσης τὸν βρῆκε καὶ ὁ εἰρηνικὸς θάνατος τοῦ δικαίου.

Ὁ Ὅσιος Νίκανδρος

Μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ μαχαῖρι.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς (τρελός)

Δὲν γνωρίζουμε πὼς ἀπεβίωσε. Ξέρουμε μόνο ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ ὅτι ἔγινε σημειοφόρος.

Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ πρεσβύτερος

Κατὰ κόσμον Ἀσημάκης Λεονάρδος, γνωστὸς ὡς Ἀγάπιος ὁ πρεσβύτερος. Διαπρεπὴς λόγιος καὶ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας (Δημητσάνα, 1740-Ἄργος, 1812).

Ὁ νεαρὸς Ἀσημάκης ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του - πιθανῶς στὴ σχολὴ Φιλοσόφου, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ Δημητσάνα - καὶ ἀργότερα στὴν Τρίπολη, ὅπου ἄκουσε τὰ μαθήματα τοῦ ἱεροδιδάσκαλου Παρθενίου.

Τὸ 1759, σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ του τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου δίδασκε τότε ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης. Τελικὰ ὅμως κατέληξε στὴ Σμύρνη, ὅπου σπούδασε στὴν τότε Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς ἰωνικῆς μεγαλουπόλεως. Ἔκαρη μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ἱερατικὸ ὄνομα Ἀγάπιος.

Ἵδρυσε τὸ 1764 μαζὶ μὲ τὸν συμπατριώτη του λόγιο ἱερομόναχο Γεράσιμο Γοῦνα, τὴν σχολὴ τῆς Δημητσάνας, ποὺ κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς λειτούργησε ὡς τὸ 1770.

Τὸ ἔτος αὐτὸ ξέσπασαν στὴν Πελοπόννησο μεγάλοι διωγμοὶ καὶ ἄγρια τρομοκρατία ὡς ἀντίποινα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στὸ κίνημα τοῦ Ὀρλόφ. Στίφη Ἀλβανῶν διέτρεχαν τὸν Μοριά, λεηλατῶντας καὶ ἐρημώνοντας τὴν χώρα. Ἀνάμεσα στὶς πόλεις ποὺ καταστράφηκαν τότε ἦταν καὶ ἡ Δημητσάνα.

Ἡ σχολή της ἔκλεισε καὶ ὁ Ἀγάπιος κατέφυγε στὴ Ζάκυνθο, ἐνῷ ὁ Γεράσιμος στὴ Σμύρνη. Ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο ὁ Ἀγάπιος πέρασε στὴν Πάργα, ὅπου καὶ δίδαξε.

Τὸ 1780, ὅταν στὴν Πελοπόννησο ἀποκαταστάθηκε σχετικὴ ἠρεμία, ἐπέστρεψε στὴ Δημητσάνα καὶ ἀνέλαβε πάλι τὰ διδακτικά του καθήκοντα στὴν ἀνασυσταθεῖσα σχολή της. Τὸν ἑπόμενο χρόνο τὸν κάλεσαν νὰ ἀναλάβει τὴν διεύθυνση τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς. Ἀλλὰ καὶ στὴν θέση αὐτὴ δὲν παρέμεινε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα.

Μεταξὺ 1783-1786 ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους τόπους καὶ ἀπὸ τότε πῆρε καὶ τὴν προσωνυμία Χατζη-Ἀγάπιος. Ἔκτοτε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο ἔγινε ὁ κύριος σκοπὸς τῆς ζωῆς του.

Ἐπισκέφθηκε κατὰ καιροὺς τὴν Θεσσαλία, Μακεδονία, Θρᾴκη, τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν Μ. Ἀσία, Παλαιστίνη, Ἀραβία, Αἴγυπτο, Ἤπειρο, Πελοπόννησο καὶ νησιά.

Τὸ 1812 ἐπέστρεψε στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὸ Ἄργος, ὅπου καὶ πέθανε.

Ὁ Ἅγιος Δημητριανός ἐπίσκοπος Κηθηρίας Κύπρου
undefined

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, γνωστὸς ὅμως στὴν ἐκκλησία τῆς Κύπρου σὰν ἐπίσκοπος Κηθηρίας (ἢ Κυθραίων ἢ Χυτρῶν).

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου (829-843) καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Συκὰ τῆς Κυθρίας.

Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Χυτρῶν Εὐστάθιο, ποὺ τὸν διαδέχτηκε στὸ θρόνο. Ὁ Δημητριανὸς συμμετεῖχε τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ ποιμνίου του ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ κατόπιν ἐπέστρεψε μ᾿ αὐτὸ στὴν Κύπρο, ὅπου ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε, πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα.

Οἱ Ὅσιοι Βαρλαάμ «ὁ ἐν Χουτινῇ» καὶ Λουκᾶς «ὁ ἐν Σπηλαίῳ» (Ρῶσοι)

Ὁ Ἅγιος Iltud (Οὐαλλός)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Πες το μ' ένα σκίτσο γιατί χανόμαστε!

Η καρέκλα μουυυυυυ!!!


ισχύς τους η απάτη!...


undefined
Το καθεστώς της απάτης συνεχίζεται!…
Η πολιτική έπρεπε να είναι η τέχνη και η επιστήμη της αλήθειας και του δίκιου.
Και οι τωρινοί πολιτικάντηδες του χειρίστου είδους την κατάντησαν καθεστώς απάτης και ληστείας.Έτσι ώστε να εξυπηρετούνται οι σκοποί και τα συμφέροντα τα δικά τους και των πατρώνων τους τοκογλύφων.
Έβαλαν-προεκλογικά-οι απατεώνες, προκειμένου να εξαπατήσουν το λαό, το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Και επέβαλαν σε βάρος του οι αδίστακτοι το δολοφονικό καθεστώς της χείριστης νομικής, αστυνομικής και οικονομικής βαρβαρότητας.
Και, όταν διαπίστωσαν ότι η βαρβαρότητά τους δεν μπορούσε να αναχαιτίσει τη δίκαιη οργή και την ιερή αγανάκτηση του λαού προσέφυγαν στην απάτη του δημοψηφίσματος. Προκειμένου να τον παγιδεύσουν και να τον αναγκάσουν να σκύψει και να γονατίσει μπροστά στην κατοχική τους ιταμότητα.
Για να υπαναχωρήσουν, στη συνέχεια, στην απάτη μιας μεταβατικής (συναινετικής, κλπ), τάχα, διακυβέρνησης, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και να συνεχίσουν το ληστρικό τους καθεστώς.
Διακυβέρνηση, που απέρριψαν ομοθυμαδόν όλα τα υπόλοιπα κόμματα. Ακόμη και εκείνα, που, σε τελική ανάλυση, συμπορεύονται με το τοκογλυφικό καθεστώς του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων. Επειδή, προφανώς, έμειναν κατάπληκτοι μπροστά το σήριαλ και το όργιο του χειμάρρου ακατάσχετης συρροής απατών.
Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν όλα φωνάζουν ότι η μοναδική διέξοδος, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οι εκλογές.
Διέξοδο, που οι αρχιτέκτονες του αδιεξόδου χαρακτηρίζουν καταστροφική. Προφανώς για τα συμφέροντα τα δικά τους και των τοκογλύφων…
Κι έτσι το γαϊτανάκι της νομικής οικονομικής και αστυνομικής βαρβαρότητας και απάτης συνεχίζεται και διαιωνίζεται.
Πάντοτε καταστροφικό για την Ελλάδα και εξολοθρευτικό για τους Έλληνες…
παπα-Ηλίας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...