(Ἀφοῦ δόθηκε ὁ ὁρισμὸς τοῦ φιλοσόφου καὶ καθορίστηκε ἡ ἰδιοσυστασία τῆς ψυχῆς ποὺ ἔχει κλίση στὴ φιλοσοφία, ὁ Σωκράτης ἐπέμεινε στὴν ἄποψή του ὅτι ἡ διοίκηση τῆς πολιτείας θὰ ἔπρεπε νὰ παραδοθεῖ στοὺς φιλοσόφους (βλ. σχετικὰ καὶ ΠΛ Πολ 473b–474c). Τότε ὁ Ἀδείμαντος διατύπωσε τὴν ἔνσταση ὅτι ὅσοι ἀσχολοῦνται γιὰ καιρὸ μὲ τὴ φιλοσοφία καταλήγουν ἀλλόκοτοι καὶ ἄχρηστοι γιὰ τὴν πόλη τους.)
Ἀπόδοση στά Νέα Ἑλληνικά
ΠΛ Πολ 487e–489d
Πῶς λοιπὸν εἶναι σωστὸ νὰ ὑποστηρίζης, πώς δὲ θ' ἀπαλλαχτοῦν πρὶν ἀπὸ τὴν κακὴ κατάντια τους οἱ πολιτεῖες, παρ’ ἀφοῦ πάρουν στὰ χέρια τους τὴν ἐξουσία οἱ φιλόσοφοι, ποὺ παραδεχόμαστε πὼς εἶναι ὁλότελα ἄχρηστοι γι’ αὐτές;
Μοῦ κάνεις μία ἐρώτηση, ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ σοῦ ἀπαντήσω μὲ μιὰ παραβολή.
Μὰ ἐσύ, νομίζω, δὲ συνηθίζεις νὰ μιλᾶς μὲ παραβολές.
Πολὺ καλά· μὲ κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, ἀφοῦ μ' ἔρριξες μὲς σ' ἕνα τόσο δυσκολοαπόδεικτο ζήτημα· ἄκουσε ὁπωσδήποτε τὴν παρομοίωσή μου, γιὰ νὰ δὴς ἀκόμα καλύτερα πόσο λίγο ἐπιδέξιος εἶμαι σ' αὐτὸ τὸ εἶδος. Αὐτό, λέγω. ποὺ παθαίνουν οἱ ξεχωριστοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς πόλεις των εἶναι τόσο βαρύ, ποὺ δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο πάθημα νὰ τὸ συγκρίνῃς καὶ γιὰ νὰ δώση τὴν εἰκόνα του ἕνας ποὺ θὰ ἀναλάβη καὶ τὴν ἀπολογία τους, πρέπει νὰ τὴν συνθέση ἀπὸ πολλὰ πράγματα, ὅπως κάνουν οἱ ζωγράφοι ποὺ ζωγραφίζουν τοὺς τραγελάφους καὶ τὰ παρόμοια.
Φαντάσου λοιπὸν τὸ ἴδιο νὰ γίνεται μὲ ἕνα ἤ μὲ περισσότερα πλοῖα: ὁ καραβοκύρης πρῶτα νὰ εἶναι πιὸ σωματώδης καὶ πιὸ δυνατὸς ἀπ' ὅλους ποὺ εἶναι μὲς στὸ καράβι, μὰ νὰ εἶναι μαζὶ καὶ κάπως κουφός, νὰ μὴ βλέπῃ καὶ πολὺ καλὰ καὶ νὰ μὴ καταλαβαίνῃ καὶ πάρα πολλὰ πράματα ἀπὸ τὴ ναυτικὴ τέχνη· οἱ ναῦτες νὰ μαλώνουν μεταξύ τους γιὰ τὴν κυβέρνηση τοῦ πλοίου καὶ νὰ ἔχῃ ὁ καθένας τὴν ἀξίωση νὰ τὴν πάρη αὐτὸς ἀπάνω του, χωρὶς ποτὲ του νὰ ἔχη μάθει τὴν τέχνη, κι οὔτε νὰ μπορῆ νὰ πῆ μήτε μὲ ποιὸ δάσκαλο μήτε ποιὸν καιρὸ τὴν ἔμαθε, ἀλλὰ μάλιστα καὶ νὰ ὑποστηρίζῃ πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι πρᾶγμα ποὺ διδάσκεται, κι ἂν κανεὶς λέη τὸ ἐναντίον, νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸν κομματιάσουν· φαντάσου τους ἀκόμα νὰ κρέμουνται ὅλοι τους ἀπάνω στὸν καραβοκύρη καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦν καὶ νὰ κάνουν τὸ πᾶν γιὰ νὰ τοὺς δώση στὸ χέρι τὸ τιμόνι, κι ἂν δὲν τὸ ἐπιτύχουν καὶ προτιμηθοῦν ἄλλοι, νὰ τοὺς σκοτώνουν καὶ νὰ τοὺς ρίχτουν στὴ θάλασσα, ἔπειτα νὰ μεθύσουν τὸν καλό μας τὸν καραβοκύρη ἤ νὰ τὸν ποτίσουν μὲ κανένα ναρκωτικό, ἤ νὰ τὸν ξεφορτωθοῦν μὲ ὅποιον ἄλλο τρόπο, καὶ τότε πιὰ νὰ γίνουν αὐτοὶ κύριοί τοῦ καραβιοῦ, νὰ ριχτοῦν στὶς προμήθειές του καὶ νὰ τὸ στρώσουν στὸ φαγοπότι καὶ στὸ γλέντι, ἐνῷ τὸ καράβι θὰ πηγαίνη ὅπως φαντάζεται πιὰ κανεὶς πὼς θὰ πηγαίνη· κ' ἐκτὸς ἀπ' αὐτά, νὰ ἐπαινοῦν καὶ νὰ ὀνομάζουν ἄξιο ναυτικὸ καὶ κυβερνήτη καὶ ἔμπειρο σ' ὅλα τὰ ζητήματα τῆς τέχνης ἐκεῖνον ποὺ τὰ καταφέρνει μιὰ χαρὰ νὰ τοὺς βοηθήση νὰ πάρουν μὲ τὸ καλὸ ἤ μὲ τὸ κακὸ τὴ διοίκηση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ καραβοκύρη, ἐνῶ κάθε ἄλλον ποὺ δὲν εἶναι τέτοιος, τὸν κατηγοροῦν γι' ἄχρηστο, χωρὶς νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβουν πὼς ὁ ἀληθινὸς κυβερνήτης πρέπει νὰ τὸ 'χη δουλειά του νὰ ξέρῃ τὰ γυρίσματα τῆς χρονιᾶς, τὶς ὧρες καὶ τὶς ἐποχές, τὸν οὐρανό, τ' ἄστρα, τοὺς ἀνέμους καὶ ὅ,τι ἄλλο σχετίζεται μὲ τὴν τέχνη, ἂν πρόκειται νὰ εἶναι στ' ἀλήθεια κυβερνήτης τοῦ καραβιοῦ· πὼς ὅμως θὰ τὸ κυβερνήση, εἴτε θέλουν εἴτε δὲν θέλουν μερικοὶ ἀπὸ τὸ πλήρωμα, αὐτὸ νομίζουν πὼς δὲν χρειάζεται καμιὰ ἰδιαίτερη μάθηση ἡ τέχνη ποὺ νὰ μπορῆ νὰ τὴν ἀποκτήση κανεὶς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καθαυτὸ κυβερνητική· σ' ἕνα λοιπὸν καράβι ποὺ συμβαίνουν ὅλ' αὐτά, καὶ βρίσκονται σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση τὰ πληρώματα, ποιὰν ἰδέα νομίζεις πὼς θὰ εἶχαν οἱ ναῦτες γιὰ ἕναν ἀληθινὸ κυβερνήτη; δὲ θὰ τὸν ὠνόμαζαν πραγματικὰ μωρολόγο ἄνθρωπο καὶ μετεωροσκόπο καὶ ἄχρηστο γι' αὐτούς;
Βεβαιότατα, εἶπε ὁ Ἀδείμαντος.
Δὲν πιστεύω λοιπὸν πὼς εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιμείνω περισσότερο στὴν παρομοίωσή μου, γιὰ νὰ δῆς πὼς μοιάζει ἀπαράλλαχτα μὲ τὴ διάθεση ποὺ ἔχουν οἱ πόλεις ἀπέναντι στοὺς ἀληθινοὺς φιλοσόφους, γιατί καὶ μόνος σου καταλαβαίνεις βέβαια αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ πῶ.
Καὶ πολὺ μάλιστα.
Ἐξήγησε λοιπὸν πρῶτα αὐτὴ τὴν παρομοίωση σὲ κεῖνον ποὺ παραξενεύεται γιατί δὲν ἔχουν καμιὰ ὑπόληψη οἱ φιλόσοφοι μέσα στὶς πολιτεῖες καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείσης, πὼς θὰ ἦταν πολὺ πιὸ παράξενο ἂν τοὺς εἶχαν σὲ τιμή.
Μάλιστα, θὰ τὸ κάμω.
Καὶ πὼς ἔχει λοιπὸν δίκιο νὰ λέη, πὼς εἶναι ἄχρηστοι γιὰ τοὺς πολλοὺς αὐτοὶ ποὺ πραγματικὰ ξεχωρίζουν ἀνάμεσα στοὺς φιλοσόφους· μπάσε τους ὅμως καὶ μὲς στὸ κεφάλι τους πὼς ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν ἀχρηστία τους δὲν εἶναι οἱ ξεχωριστοὶ αὐτοὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τοὺς χρησιμοποιοῦν. Γιατί δὲν εἶναι πρᾶγμα φυσικὸ νὰ παρακαλῆ ὁ κυβερνήτης τοὺς ναῦτες νὰ τὸν κάμουν ἀρχηγό τους, οὔτε οἱ σοφοὶ νὰ πηγαίνουν στὶς πόρτες τῶν πλουσίων νὰ τοὺς παρακαλοῦν· εἶναι γελασμένος ἐκεῖνος ποὺ τὸ εἶπε αὐτὸ τὸ ἀστεῖο, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι, εἴτε πλούσιος εἴτε φτωχὸς ἀρρωστήση, αὐτὸς νὰ πηγαίνη στοὺς γιατρούς, καὶ ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἄλλο γιὰ νὰ κυβερνηθοῦν, νὰ πηγαίνουν στοὺς ἱκανοὺς νὰ κυβερνήσουν καὶ ὄχι ὁ ἄρχοντας, ποὺ ἀληθινὰ ἀξίζει αὐτὸ τὸ ὄνομα, νὰ παρακαλῆ τοὺς ἄλλους νὰ δεχτοῦν νὰ τοὺς διοικήση.
Ὅπως ὅμως εἶναι τώρα τὰ πράματα, δὲ θὰ γελαστῆς ἂν παρομοιάσης τοὺς σημερινοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες μὲ τοὺς ναῦτες ποὺ λέγαμε κι αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔλεγαν φλύαρους, μετεωροσκόπους καὶ ἄχρηστους, μὲ ἀληθινοὺς κυβερνῆτες.
Πολὺ σωστά.
Μέσα λοιπὸν σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση καὶ μέσα σὲ τέτοιους ἀνθρώπους καθόλου εὔκολο δὲν εἶναι νὰ ἔχη καμιὰ πέραση τὸ καλύτερο ἐπάγγελμα ἀπὸ μέρους ἐκείνων ποὺ ἀκολουθοῦν ὅλως διόλου ἀντίθετο δρόμο· κι οἱ μεγαλύτερες καὶ χειρότερες συκοφαντίες ποὺ ἀκούει ἡ φιλοσοφία, τὶς χρωστᾶ σὲ κείνους ποὺ λένε πὼς ἔχουν τάχα ἐπάγγελμά τους τὴ φιλοσοφία καὶ ποὺ δίνουν ἀφορμὴ σὲ κεῖνον τὸν κατήγορό της νὰ λέη πὼς οἱ περισσότεροι ποὺ καταγίνονται μ' αὐτὴν εἶναι πανάθλιοι, καὶ οἱ καλύτεροι μεταξύ τους ἄχρηστοι, πρᾶγμα ποὺ κ' ἐγὼ συμφώνησα μαζί σου νὰ τὸ παραδεχτῶ. Ἤ ὄχι;
Μάλιστα.
Δὲν ἀναπτύξαμε λοιπὸν τὴν αἰτία τῆς ἀχρηστίας τῶν ἀληθινῶν φιλοσόφων;
Καὶ πολὺ ἀρκετά.
Πρωτότυπο Κείμενο
[487e] Πῶς οὖν, ἔφη, εὖ ἔχει λέγειν ὅτι οὐ πρότερον κακῶν παύσονται αἱ πόλεις, πρὶν ἂν ἐν αὐταῖς οἱ φιλόσοφοι ἄρξωσιν, οὓς ἀχρήστους ὁμολογοῦμεν αὐταῖς εἶναι;
Ἐρωτᾷς, ἦν δ’ ἐγώ, ἐρώτημα δεόμενον ἀποκρίσεως δι’ εἰκόνος λεγομένης.
Σὺ δέ γε, ἔφη, οἶμαι οὐκ εἴωθας δι’ εἰκόνων λέγειν.
Εἶεν, εἶπον· σκώπτεις ἐμβεβληκώς με εἰς λόγον οὕτω [488a] δυσαπόδεικτον; ἄκουε δ’ οὖν τῆς εἰκόνος, ἵν’ ἔτι μᾶλλον ἴδῃς ὡς γλίσχρως εἰκάζω. οὕτω γὰρ χαλεπὸν τὸ πάθος τῶν ἐπιεικεστάτων, ὃ πρὸς τὰς πόλεις πεπόνθασιν, ὥστε οὐδ’ ἔστιν ἓν οὐδὲν ἄλλο τοιοῦτον πεπονθός, ἀλλὰ δεῖ ἐκ πολλῶν αὐτὸ συναγαγεῖν εἰκάζοντα καὶ ἀπολογούμενον ὑπὲρ αὐτῶν, οἷον οἱ γραφῆς τραγελάφους καὶ τὰ τοιαῦτα μειγνύντες γράφουσιν. νόησον γὰρ τοιουτονὶ γενόμενον εἴτε πολλῶν νεῶν πέρι εἴτε μιᾶς· ναύκληρον μεγέθει μὲν καὶ [488b] ῥώμῃ ὑπὲρ τοὺς ἐν τῇ νηὶ πάντας, ὑπόκωφον δὲ καὶ ὁρῶντα ὡσαύτως βραχύ τι καὶ γιγνώσκοντα περὶ ναυτικῶν ἕτερα τοιαῦτα, τοὺς δὲ ναύτας στασιάζοντας πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς κυβερνήσεως, ἕκαστον οἰόμενον δεῖν κυβερνᾶν, μήτε μαθόντα πώποτε τὴν τέχνην μήτε ἔχοντα ἀποδεῖξαι διδάσκαλον ἑαυτοῦ μηδὲ χρόνον ἐν ᾧ ἐμάνθανεν, πρὸς δὲ τούτοις φάσκοντας μηδὲ διδακτὸν εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὸν λέγοντα ὡς διδακτὸν ἑτοίμους κατατέμνειν, αὐτοὺς δὲ αὐτῷ ἀεὶ τῷ [488c] ναυκλήρῳ περικεχύσθαι δεομένους καὶ πάντα ποιοῦντας ὅπως ἂν σφίσι τὸ πηδάλιον ἐπιτρέψῃ, ἐνίοτε δ’ ἂν μὴ πείθωσιν ἀλλὰ ἄλλοι μᾶλλον, τοὺς μὲν ἄλλους ἢ ἀποκτεινύντας ἢ ἐκβάλλοντας ἐκ τῆς νεώς, τὸν δὲ γενναῖον ναύκληρον μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ἤ τινι ἄλλῳ συμποδίσαντας τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῦσι, καὶ πίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους πλεῖν ὡς τὸ εἰκὸς τοὺς τοιούτους, πρὸς δὲ τούτοις ἐπαι[488d] νοῦντας ναυτικὸν μὲν καλοῦντας καὶ κυβερνητικὸν καὶ ἐπιστάμενον τὰ κατὰ ναῦν, ὃς ἂν συλλαμβάνειν δεινὸς ᾖ ὅπως ἄρξουσιν ἢ πείθοντες ἢ βιαζόμενοι τὸν ναύκληρον, τὸν δὲ μὴ τοιοῦτον ψέγοντας ὡς ἄχρηστον, τοῦ δὲ ἀληθινοῦ κυβερνήτου πέρι μηδ’ ἐπαΐοντες, ὅτι ἀνάγκη αὐτῷ τὴν ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι ἐνιαυτοῦ καὶ ὡρῶν καὶ οὐρανοῦ καὶ ἄστρων καὶ πνευμάτων καὶ πάντων τῶν τῇ τέχνῃ προσηκόντων, εἰ μέλλει τῷ ὄντι νεὼς ἀρχικὸς ἔσεσθαι, ὅπως δὲ κυβερνήσει
[488e] ἐάντε τινες βούλωνται ἐάντε μή, μήτε τέχνην τούτου μήτε μελέτην οἰόμενοι δυνατὸν εἶναι λαβεῖν ἅμα καὶ τὴν κυβερνητικήν. τοιούτων δὴ περὶ τὰς ναῦς γιγνομένων τὸν ὡς ἀληθῶς κυβερνητικὸν οὐχ ἡγῇ ἂν τῷ ὄντι μετεωροσκόπον [489a] τε καὶ ἀδολέσχην καὶ ἄχρηστόν σφισι καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἐν ταῖς οὕτω κατεσκευασμέναις ναυσὶ πλωτήρων;
Καὶ μάλα, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος.
Οὐ δή, ἦν δ’ ἐγώ, οἶμαι δεῖσθαί σε ἐξεταζομένην τὴν εἰκόνα ἰδεῖν, ὅτι ταῖς πόλεσι πρὸς τοὺς ἀληθινοὺς φιλοσόφους τὴν διάθεσιν ἔοικεν, ἀλλὰ μανθάνειν ὃ λέγω.
Καὶ μάλ’, ἔφη.
Πρῶτον μὲν τοίνυν ἐκεῖνον τὸν θαυμάζοντα ὅτι οἱ φιλόσοφοι οὐ τιμῶνται ἐν ταῖς πόλεσι δίδασκέ τε τὴν εἰκόνα καὶ πειρῶ πείθειν ὅτι πολὺ ἂν θαυμαστότερον ἦν [489b] εἰ ἐτιμῶντο.
Ἀλλὰ διδάξω, ἔφη.
Καὶ ὅτι τοίνυν τἀληθῆ λέγεις, ὡς ἄχρηστοι τοῖς πολλοῖς οἱ ἐπιεικέστατοι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ· τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι, ἀλλὰ μὴ τοὺς ἐπιεικεῖς.οὐ γὰρ ἔχει φύσιν κυβερνήτην ναυτῶν δεῖσθαι ἄρχεσθαι ὑφ’ αὑτοῦ οὐδὲ τοὺς σοφοὺς ἐπὶ τὰς τῶν πλουσίων θύρας ἰέναι, ἀλλ’ ὁ τοῦτο κομψευσάμενος ἐψεύσατο, τὸ δὲ ἀληθὲς πέφυκεν, ἐάντε πλούσιος ἐάντε πένης κάμνῃ, ἀναγκαῖον [489c] εἶναι ἐπὶ ἰατρῶν θύρας ἰέναι καὶ πάντα τὸν ἄρχεσθαι δεόμενον ἐπὶ τὰς τοῦ ἄρχειν δυναμένου, οὐ τὸν ἄρχοντα δεῖσθαι τῶν ἀρχομένων ἄρχεσθαι, οὗ ἂν τῇ ἀληθείᾳ τι ὄφελος ᾖ. ἀλλὰ τοὺς νῦν πολιτικοὺς ἄρχοντας ἀπεικάζων οἷς ἄρτι ἐλέγομεν ναύταις οὐχ ἁμαρτήσῃ, καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῖς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις.
Ὀρθότατα, ἔφη.
Ἔκ τε τοίνυν τούτων καὶ ἐν τούτοις οὐ ῥᾴδιον εὐδοκιμεῖν τὸ βέλτιστον ἐπιτήδευμα ὑπὸ τῶν τἀναντία ἐπιτηδευόντων· [489d] πολὺ δὲ μεγίστη καὶ ἰσχυροτάτη διαβολὴ γίγνεται φιλοσοφίᾳ διὰ τοὺς τὰ τοιαῦτα φάσκοντας ἐπιτηδεύειν, οὓς δὴ σὺ φῂς τὸν ἐγκαλοῦντα τῇ φιλοσοφίᾳ λέγειν ὡς παμπόνηροι οἱ πλεῖστοι τῶν ἰόντων ἐπ’ αὐτήν, οἱ δὲ ἐπιεικέστατοι ἄχρηστοι, καὶ ἐγὼ συνεχώρησα ἀληθῆ σε λέγειν. ἦ γάρ;
Ναί.
Οὐκοῦν τῆς μὲν τῶν ἐπιεικῶν ἀχρηστίας τὴν αἰτίαν διεληλύθαμεν;
Καὶ μάλα