Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2011

Τὸ νηπτικὸ ἔλεος τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη

Κορναράκης 'Ιωάννης (Ὅμότιμος Καθηγητής Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)



Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν γνωστὴ σὲ ὅλους παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 33-37).

Σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ δρόμου ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, κάποιος ἄνθρωπος ἔγινε στόχος σκληρόκαρδων ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν λήστευσαν, τὸν ἄφησαν ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, μισοπεθαμένο! Καταπληγωμένο καὶ ἐμφανῶς θανάσιμα κακοποιημένο.

Ὁ πρῶτος περαστικὸς ποὺ ἔτυχε νὰ ἰδεῖ τὸ τραγικὸ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του αὐτὸ γεγονός, ἦταν ἕνας ἱερέας. Τὸν εἶδε, ποιὸς ξέρει τί σκέφθηκε καὶ συναισθάνθηκε. Πάντως τὸν εἶδε καὶ ἀντιπαρῆλθεν! Ἔφυγε. Τακτοποιημένος ἴσως μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἡ συνείδησή του δὲν λειτούργησε ἱερατικά, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει φιλάνθρωπα τὸν τραγικὸ αὐτὸν ἄνθρωπο!

Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ἕνας ἀκόμα ἄνθρωπος, λευΐτης, ὑπηρέτης καὶ λειτουργός του ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Δηλαδὴ ὁ δεύτερος αὐτὸς περαστικὸς ἄνθρωπος, μπροστὰ ἀπὸ τὸν μισοπεθαμένο συνάνθρωπό του, δὲν πέρασε βιαστικὸς ὅπως ὁ ἱερέας, ἀλλὰ πλησίασε, εἶδε τὴν τραγική του κατάσταση καὶ συνέχισε ἥσυχος καὶ ἀδιάφορος τὸν δρόμο του πρὸς τὸν προορισμό του.

Ἀλλὰ ἀμέσως ἔφθασε κοντὰ στὸ τραγικὸ θύμα τῶν ληστῶν ἕνας Σαμαρείτης. Ἕνας ξένος, ἀπὸ ἄλλη περιοχή, στὴν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἦταν συμπαθεῖς καὶ ἀποδεκτοί, ἀφοῦ τοὺς χώριζαν θρησκευτικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Κι ὅμως αὐτὸς ὁ ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη! Τὸν λυπήθηκε, τὸν περιέθαλψε πρόχειρα καὶ τὸν μετέφερε στὸ πιὸ κοντινὸ πανδοχεῖο. Φρόντισε νὰ μὴ τοῦ λείψει τίποτε καὶ πλήρωσε χρήματα γιὰ τὴ φιλοξενία του στὸ πανδοχεῖο.

Ἐὰν ὁ Σαμαρείτης, ὁ εὐεργέτης τοῦ Ἰουδαίου ὁ ὁποῖος κακοποιήθηκε θανάσιμα ἀπὸ ληστὲς συμπατριῶτες του, ἔδειχνε τὴν ἴδια συμπεριφορὰ ἀσπλαγχνίας καὶ ψυχρότητος ποὺ ἔδειξαν οἱ συμπατριῶτες τοῦ θύματος ἱερεῖς, θὰ ἦταν πλήρως δικαιολογημένος. Γιατί ἄραγε;

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποια ὁδοιπορία του προχώρησε, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας καὶ μπῆκε στὴν περιοχὴ τῆς Σαμάρειας, κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας αὐτῆς, κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ κοντὰ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ πιεῖ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτή. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ εἶχε πλησιάσει τὴν πηγὴ καὶ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι τῆς πηγῆς αὐτῆς. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, διψασμένος, ζητάει ἀπὸ τὴ γυναίκα αὐτὴ νὰ τοῦ δώσει νερὸ νὰ πιεῖ.

Ἀντὶ ὅμως ὕδατος πηγαίου καὶ δροσεροῦ, ἡ Σαμαρείτιδα ἐκείνη συμπεριφέρθηκε ἐπιθετικὰ στὸν Ἰουδαῖο ὁδοιπόρο! Μὲ περιφρονητικὸ ὕφος τοῦ εἶπε:

- Πῶς ἐσὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς ἀπὸ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα νερό; Δὲν ξέρεις ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες δὲν ἔχουν καμία σχέση μεταξύ τους;

Πράγματι μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν δὲν ὑπῆρχε καμία σχέση. Ἀντίθετα, ὁ ἕνας λαὸς περιφρονοῦσε καὶ ἐχθρεύετο τὸν ἄλλο.

Ἡ Σαμάρεια, ἡ ὁποία παλαιότερα ἀποτελοῦσε τὸ βόρειο Ἰσραηλιτικὸ κράτος, ἤδη πολὺ πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶχε προσχωρήσει στὴν εἰδωλολατρεία καὶ εἶχε “ἐθνικῶς” ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ μεγάλες ἐπιμιξίες μὲ ξένους λαούς. Στὴν ἐποχὴ δὲ τοῦ Ἰησοῦ τὸ ὄνομα Σαμαρείτης ἰσοδυναμοῦσε μὲ ὕβρη.

Ὁ Σαμαρείτης ἑπομένως ὁ ὁποῖος περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἦταν δικαιολογημένα φορτισμένος μὲ ἐμπάθεια καὶ ἐχθρικὰ αἰσθήματα ἐναντίον τῶν κατοίκων της. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶχε οὔτε τὴν ψυχολογία οὔτε τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα τῶν συμπατριωτῶν του ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Διαφορετικὰ θὰ αἰσθανόταν χαρὰ μπροστὰ στὸ τραγικὸ θέαμα τοῦ ἐμπεσόντος στοὺς ληστὲς Ἰουδαίου.

Ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου ἐντυπωσιάζει γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ παθογόνες – ἐχθρικὲς ἀντιστάσεις στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Ὅ,τι δὲν ἔκαναν οἱ ἱερεῖς τῆς πατρίδος τοῦ τραγικοῦ θύματος τῶν ληστῶν τὸ ἔκανε ἕνας ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων.

Ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν φύση του καὶ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὡς ἱερέας τῆς ἀγάπης, τελετούργησε τὸ μυστήριο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας στὴ θέση τῶν ἐξ ὁρισμοῦ ἱερέων τοῦ Θεοῦ!

Ὁ νοῦς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, στὴν πράξη τῆς ἀγάπης του, ἐκπέμπει πράγματι ἀνταύγειες φωτιστικὲς μιᾶς ἐντελῶς εὐαγγελικῆς νήψεως. Ἐπειδὴ χρειάζεται, ἀλήθεια, πολλὴ νήψη, φωτιστικὴ διάκριση, γιὰ νὰ ὑπερβεῖ κάποιος καὶ νὰ δαμάσει τραυματικὰ αἰσθήματα ἐχθρικῶν συμπεριφορῶν ἀπὸ φίλους καὶ ἐχθροὺς καὶ νὰ τὰ μεταποιήσει σὲ φίλτρο ἀγάπης καὶ θυσίας γιὰ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῶν τραυμάτων αὐτῶν.

Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εἰκονογράφησε καὶ προσδιόρισε τὴν ὁδὸ τῆς νήψεως ὡς μέσο ἔκφρασης τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας. Ὁ κορυφαῖος λόγος τοῦ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», στὴν πραγμάτωσή του προϋποθέτει νήψη πολλή. Νήψη φωτιστικὴ καὶ ἀναιρετική τῆς κακίας.

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ -Σεβ.Μητροπολίτου Λέρου Καλύμνου και Αστυπάλαιας κκ Παισίου

«και επεμελήθη αυτού»
Ο Κύριος, αγαπητοί μου αδελφοί, στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, την οποίαν ακούσαμε και είναι γνωστή ως η παραβολή του καλού Σαμαρείτη, αποκαλύπτει την αληθινή θρησκεία, την θρησκεία της αγάπης και της απολύτρωσης.
Η εξ’ αποκαλύψεως Θρησκεία του Ναζωραίου Χριστού δεν είναι θρησκεία των τύπων και των μεγαλοπρεπών θυσιών, δεν είναι θρησκεία εξωτερικής μόνο λατρείας, αλλά είναι θρησκεία αγάπης και αγαθότητας, είναι θρησκεία ανυπόκριτης ευσέβειας και έργων φιλανθρωπίας, είναι θρησκεία πίστης δια αγάπης ενεργουμένης.
Ο Απόστολος Ιάκωβος μας λέγει: «θρησκεία καθαρή και αμόλυντη ενώπιον του Θεού Πατέρα είναι αυτή, να επισκέπτεται κανείς ορφανούς και χήρας στην θλίψη τους και να τηρεί τον εαυτό του αμόλυντο από τον κόσμο».
Αυτό το μεγαλείο διδάσκει ανά τους αιώνες η σημερινή ευαγγελική περικοπή της παραβολής του καλού Σαμαρείτη. Η αγάπη είναι η πρώτη των χριστιανικών αρετών, είναι η βάση και το θεμέλιο της αληθινής χριστιανικής ζωής.
«Ταύτα εντέλλομαι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» μας λέγουν οι αψευδείς λόγοι του Θεανθρώπου Ιησού δια του Υψιπέτου αετού της αγάπης, του Ευαγγελιστού Ιωάννου.
Ο των όλων Κύριος, από άπειρο αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο, έγινε άνθρωπος και γεννήθηκε στην φάτνη ταπεινἀ και ο οποίος από αγάπη έπαθε ως άνθρωπος, ο απαθείς την θεότητα, επί του Σταυρού, για να σώσει τον άνθρωπο.Και γίνεται το ερώτημα: ποία αγάπη απαιτεί ο Κύριος της αγάπης, των οικτιρμών και του ελέους από τους χριστιανούς της κάθε εποχής;
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Μέγας Διδάσκαλος επέδειξε ότι απαιτεί αγάπη, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο βάθος της ψυχής, αλλά επεκτείνεται και εξωτερικά σ΄ έργα φιλανθρωπίας, εποποιίας προς τους πάσχοντας αδελφούς και ουχί μόνο αλλά και προς τους εχθρούς.
Ο Δίκαιος Θεός δεν ζητά λατρευτές του αγίου Ονόματός του και τηρητές των τύπων, αλλά χριστιανούς αγνούς, καθαρούς και από αγάπη να τηρούν τις άγιες Αυτού εντολές, «έλεον θέλω και ου θυσία».
Δεν ζητά μόνο πίστη αλλά και έργα, δεν ζητά μόνο προσευχή αλλά και υπακοή στο νόμο της χάριτος Του. Εκείνη την φοβερή ημέρα της κρίσης, της δευτέρας αυτού παρουσίας, που βίβλοι ανοιγήσονται και πράξεις δημοσιεύονται, θα εξετάσει εάν ο άνθρωπος έχει να παρουσιάσει φιλανθρωπία.
Μία, λέγει, και μόνη αρετή είναι για την οποία θα στεφανωθούν αιωνίως οι ευσεβείς, η φιλανθρωπία, η οποία φιλανθρωπία είναι ο γνήσιος καρπός της αγάπης.
Εάν οι χριστιανοί της κάθε εποχής εκδηλώνουν αγάπη «δι΄ έργων ενεργουμένη», τουτέστι φιλανθρωπία τότε γίνονται μιμητές του Σωτήρος Χριστού, ο Οποίος «διήλθεν ευεργετών» την πάσχουσα ανθρωπότητα από τα βάρη της ζωής.
Η ανιδιοτελής αγάπη του καλού Σαμαρείτη, της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, έφερε τον πάσχοντα άνθρωπο στο πανδοχείο της αγάπης «και επεμελήθη αυτού».
Ω! πράξις Ιερή, ω! πράξις αγάπης και ανιδιοτελούς προσφοράς προς τον πάσχοντα άνθρωπο - της οποίας καλούμαστε και εμείς σήμερα, αυτήν την εποχή της άρνησης και της ισοπέδωσης των πάντων που ζούμε να γίνουμε φορείς - αγάπης και προσφοράς σ΄ αυτήν την πολυτραυματισμένη κοινωνία.
Καλούμαστε και εμείς να γίνουμε τραυματιοφορείς αγάπης ως ο καλός Σαμαρείτης, «επιχέοντες έλαιον και οίνον» στον πλησίον μας, στον αδελφό μας, ο οποίος επιζητά και θέλει την προσφορά μας.
Καλούμαστε να πλησιάσουμε και εμείς τον πληγωμένο αδελφό μας, και πολύ περισσότερο τον εχθρό μας, και να δείξουμε αγάπη, βοήθεια, συμπάθεια, φιλανθρωπία, έλεος και ευσπλαχνία.
Καλούμαστε και εμείς να ακούσουμε τον πόνο του κάθε αδελφού μας, χωρίς να σκεπτόμαστε την ανταπόδοση· η ανταπόδοσις θα έλθει παρά του ελεούντος Θεού.
Αγαπητοί μου αδελφοί, η αγάπη είναι η πρώτη και κυρία του Κυρίου εντολή «ταύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους», λέγει στους Μαθητές του, και κατ’ επέκταση στους όπου γής Χριστιανούς, ο Θεάνθρωπος Ιησούς.
Η πραγματική αγάπη δεν είναι μόνο αγάπη την οποίαν εκφράζουν τα χείλη, αλλά πρέπει να είναι και αγάπη της καρδιάς και των έργων.
Η αγάπη - η οποία κατά τον Απόστολο των Εθνών Παύλο: «μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ούκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει, η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» - πρέπει να πηγάζει από την πίστη στον Θεάνθρωπο Ιησού· «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου…και η πίστις άνευ των έργων νεκρά εστίν», μας λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος.
Αγαπητοί μου αδελφοί, Αν είμαστε ψυχροί και αδιάφοροι στις σωματικές και ηθικές πληγές των αδελφών μας, όπως ο Ιερεύς και ο Λευΐτης της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, θα τιμωρηθούμε από την θεία δικαιοσύνη και δεν θα τύχουμε της απείρου αγάπης του Πανοικτίρμονα Θεού και Πατρός.
Ας ομοιάσουμε, λοιπόν, και εμείς εκείνου του καλού Σαμαρείτη και ας βοηθούμε «εν έργοις και λόγοις» τους πάσχοντας αδελφούς μας με αγάπη αγνή, καθαρή και ανιδιοτελή, «επιχέοντες έλαιον και οίνον» γενόμενοι έτσι υιοί φωτός και κληρονόμοι της Ουρανίου Βασιλείας. ΑΜΗΝ.
                 Ο Λ.Κ.Α.Π.

Γερμανός Β' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Κυριακή Η' Λουκά - Ομιλία εις την παραβολήν του καλού Σαμαρείτου

 

Είναι μεγάλο εμπόδιον προς αρετήν η υπερηφάνεια και η έπαρσις. Και όποιος δεν είναι τίποτε, και νομίζει πως είναι μέγας και άξιος, εύκολα πλανάται και κρημνίζεται. Διότι η υπερηφάνεια και η έπαρσις γίνεται εμπόδιον για κάθε καλό σ’ αυτόν που την έχει και τον κάνει μισητόν και απρόσδεκτον στον Θεόν. Διότι «ακάθαρτος παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος», και «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Η υπερηφάνεια είναι η αιτία όλων των κακών, και όσοι την έχουν εγκαταλείπονται από τον Θεόν. Και υστερούμενοι της Θείας βοηθείας, πίπτουν στα πάθη της ατιμίας. Διότι αρκεί μόνη η έπαρσις να σκορπίση όλον τον πλούτον των αρετών. Επειδή όχι μόνον παρακινεί προς κακίαν, αλλά και στην ίδια την αρετήν υποκρυπτομένη, μας προξενεί πολλήν ζημία, διότι μας αναγκάζει από το ένα μέρος να υπομένωμε τους κόπους και τους πόνους, και από το άλλο μας κάνει να χάνωμε τον καρπόν της αρετής, και έτσι δεν κερδίζουμε τίποτε.


Άκαιρα λοιπόν κοπιάζει ο υπερήφανος και ματαίως βασανίζεται ταλαιπωρούμενος στους ιδρώτες και αγώνες της αρετής. Διότι ως κυριευμένος από την υπερηφάνειαν απομακρύνεται από την Θείαν βοήθεια και μένει ο ταλαίπωρος έρημος και άπορος από κάθε αγαθόν. Αυτό έπαθε και ο σημερινός Νομικός, ο οποίος ετόλμησε να πειράξη τον Χριστόν, ερωτώντας αυτόν με δόλον και έπαρσιν. Ακούστε λοιπόν τον Θεηγόρον Λουκά τί λέγει στο ιερόν Ευαγγέλιον, να μάθετε σαφέστερα την υπόθεση.


«Τω καιρώ εκείνω, νομικός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων. Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Αυτός ο Νομικός ενόμισε ότι θα παγιδεύση και θα παρασύρη τον Κύριον, να τον προστάξη πράγματα που εναντιώνονται στον Νόμο, και του λέγει: τί να κάμω Διδάσκαλε για να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον, την οποίαν διδάσκεις και αναγγέλεις στον λαό συχνά και επιμελέστατα;

Και επειδή ο Δεσπότης εγνώρισε την πανουργία του Νομικού, του αναφέρει για τον Νόμο, διακρίνοντας μεν τον πειρασμόν του, συγχρόνως δε ελέγχοντας και καταδικάζοντας εκείνον, διότι ενόμιζε πως είναι ενάρετος, χωρίς να είναι: «Ο δε είπε προς αυτόν. Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις;». Ερωτά ο Κύριος τον Νομικό να αποκριθή, τί γράφει ο Νόμος, για να το ειπή ο ίδιος με το στόμα του, προς έλεγχο και κατάκρισή του. «Ο δε αποκριθείς είπεν. Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ. Ορθώς απεκρίθης».

Επειδή ο Νομικός απήγγειλε τις δύο μεγάλες εντολές, ο Κύριος του είπεν ότι καλώς και ορθώς απεκρίθη. Πράγματι, πρώτον πρέπει να αγαπούμε τον Θεόν με όλην την ψυχήν και την καρδία μας, και δεύτερον τον πλησίον μας. Και είναι τόσο δεμένες μεταξύ τους αυτές οι εντολές που δεν ξεχωρίζουν. Διότι όποιος αγαπά τον Θεόν αγαπά και τον πλησίον του, για να φυλάξη το Θείον πρόσταγμα. Και όποιος δεν αγαπά τον αδελφόν του, ούτε τον Θεόν αγαπά, και έτσι παραβαίνει την εντολήν του, η οποία λέγει σε άλλο μέρος του Ευαγγελίου του, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται». Αυτές λοιπόν τις δύο εντολές έχουν ως ρίζαν και αιτίαν και αφορμήν όλος ο νόμος και όλοι οι προφήται, και όποιος τις φυλάξει ανελλιπώς και πληρέστατα, έχει εκπληρώσει όλον τον Νόμον. Επειδή ορθώς απεκρίθης, Νομικέ, προτιμώντας αυτές τις δύο μεγάλες εντολές, φύλαξε αυτές και συ καθώς πρέπει, για να ζήσης ζωήν αιώνιον, την οποίαν κληρονομούν όσοι τηρήσουν αυτές τις εντολές.

«Και τις εστί μου πλησίον;». Ο Νόμος ονομάζει πλησίον κάθε άνθρωπον που χρειάζεται βοήθεια, και λέγεται πλησίον επειδή όλοι οι άνθρωποι πλησιάζουμε, είμεθα κοντά ο ένας στον άλλον. Ενώ ο Νομικός εθεωρούσε πλησίον τον ίσον στην αρετή, γι’ αυτό, ως υπερήφανος που ήταν είπε, και ποίος είναι πλησίον μου, δηλαδή ενάρετος σαν εμένα; Και ο Χριστός του αποδεικνύει με ωραιοτάτην παραβολήν σοφώτατα, ότι την εντολήν αυτή την εκπληρώνει όποιος συμπαρίσταται και βοηθεί τον αδελφόν του σε ώρα ανάγκης. «Λαμβάνοντας τον λόγον δε ο Ιησούς είπεν: ένας άνθρωπος κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, και έπεσε πάνω σε ληστάς, οι οποίοι τον εξέδυσαν, τον επλήγωσαν και, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένον, έφυγαν. Συνέβη δε να κατεβαίνη στον δρόμον εκείνον ένας ιερεύς, και όταν τον είδε, αντί να τον βοηθήση, τον άφησε και έφυγεν. Ομοίως και ένας Λευίτης, ερχόμενος στον τόπον εκείνον και βλέποντας αυτόν, τον προσεπέρασε και απεμακρύνθη. Κάποιος δε Σαμαρείτης που περιπατούσε σ’ εκείνον τον δρόμον, ήλθε εκεί, και όταν τον είδε τον ευσπλαγχνίσθη και τον επλησίασε, έβαλε λάδι και κρασί στις πληγές του και, αφού τον ανέβασε στο υποζύγιόν του, τον επήγε σε ένα πανδοχείον και τον επεμελήθη. Και την επαύριον, αναχωρώντας, έβγαλε δύο δηνάρια και τα έδωσε στον πανδοχέα λέγοντας. Επιμελήσου τον και όσα εξοδεύσης τα πληρώνω στην επιστροφήν».

Με την παραβολήν αυτήν ο πολυέλεος Κύριος μας διδάσκει να σπλαγχνιζώμεθα τον πλησίον και να βοηθούμε όσον ημπορούμε τους ενδεείς και πτωχούς, διότι δεν υπάρχει οφελιμωτέρα αρετή από αυτήν, επειδή ωφελούνται και τα δύο μέρη. Ο πτωχός και άπορος ωφελείται σωματικώς, λαμβάνοντας τα αναγκαία της φύσεως, και εκείνος που τον ελεεί, ωφελείται ψυχικώς, πράγμα που είναι καλλίτερον. Πλην όμως το νόημα της παραβολής αυτής είναι ότι ο Κύριος την είπε για τον εαυτόν του, ότι δηλαδή έδειξεν ο φιλάνθρωπος τόσην ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα στον πληγωμένον άνθρωπον. Και ακούστε την εξήγηση, ώστε να λάβετε πολλήν ωφέλειαν και κατάνυξιν.

Η ανθρωπίνη φύσις κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ, η οποία ερμηνεύεται όρασις ειρήνης, δηλαδή από την ειρηνικήν διαγωγήν, στην Ιεριχώ, η οποία είναι χαμηλή και πνιγηρά από τον καύσωνα [Η Ιεριχώ είναι από τα χαμηλώτερα μέρη της γης, ευρισκομένη 270 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Θαλάσσης], που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ήλθε στην εμπαθή και κτηνώδη ζωήν. Και δεν είπε κατέβη, αλλά κατέβαινεν, διότι η ανθρωπίνη φύσις τρέχει και αυτή στον κατήφορον, όπως τα ύδατα των ποταμών, και προσέχει όλως δι’ όλου στην λάσπην και τον βόρβορον της αμαρτίας. Αυτή έπεσε πάνω στους ληστάς δαίμονας, οι οποίοι της αφήρεσαν το ένδυμα της αρετής και έπειτα την επλήγωσαν με αμαρτήματα διάφορα. Διότι οι δαίμονες πρώτα μας απογυμνώνουν από τους καλούς λογισμούς και από την σκέπην και βοήθειαν του Θεού, και τότε μας πληγώνουν με αμαρτήματα και μας αφήνουν ερήμους της θείας χάριτος. Είπε δε ότι οι δαίμονες άφησαν την φύσιν των ανθρώπων μισαποθαμένην, επειδή το σώμα, που είναι το ήμισυ μέρος του ανθρώπου, έγινε θνητόν και απέθανεν, η δε ψυχή έμεινεν αθάνατος. Να το εξηγήσωμε και με άλλον τρόπον: η ανθρωπίνη φύσις δεν έμεινεν εντελώς απεγνωσμένη, ούτε εθανατώθη τελείως, αλλά της έμεινεν η ελπίδα στον Χριστόν, ότι δηλαδή Αυτός θα την θεραπεύση, όπως και έγινε. Επειδή τον θάνατον που επροξένησεν ο πρώτος Αδάμ στην ανθρωπότητα, τον εθανάτωσεν ο αθάνατος Κύριος. Ιερέα και Λευίτην ονομάζει τον Νόμον και τους Προφήτες, οι οποίοι ήθελαν μεν να βοηθήσουν την ανθρωπίνην φύσιν, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα, διότι οι πληγές ήσαν ανίατες για την ανθρωπίνην δύναμη. Όθεν, αντί να βοηθήσουν, υπεχώρησαν. Αυτό σημαίνει το «αντιπαρήλθε».

Επ’ αυτού ο Απόστολος λέγει: το αίμα των ταύρων και των τράγων δεν ημπορούσε να συγχωρήση αμαρτήματα. Το δε «κατά συγκυρίαν» έχει την εξής έννοιαν: ότι ο Νόμος εδόθη πρωτύτερα για την ανθρωπίνην ασθένειαν, επειδή οι άνθρωποι δεν ημπορούσαν από την αρχή να δεχθούν το Ευαγγέλιον του Χριστού. Γι’ αυτό λέγει για τον ιερέα και τον Λευίτην «κατά συγκυρίαν», δηλαδή δεν ήλθαν επί τούτου οι Προφήτες για να θεραπεύσουν τον άνθρωπον, αλλά το έφερεν, το απαιτούσε η περίστασις. Ο Κύριος όμως και Θεός μας, που οι Ιουδαίοι τον έλεγαν υβριστικά Σαμαρείτην, ήλθεν επί τούτου, με αυτόν τον σκοπό, να μας θεραπεύσει ως εύσπλαγχνος.

Και αφού εσαρκώθη με τρόπον ανέκφραστον, έγινεν άνθρωπος, όπως ένας ο φιλάνθρωπος από την πολλήν αυτού αγαθότητα. Και δεν άφησε το κακόν αθεράπευτον, αλλά έδεσε καλά τα τραύματα και έβαλε λάδι και κρασί, δηλαδή τον λόγον της διδασκαλίας. Με το έλαιον εννοεί την ευσπλαγχνίαν, και με τον οίνον το στυπτικόν και αυστηρόν της δικαιοσύνης. Όταν ακούης τον Κύριο να λέγη «Δεύτε προς με πάντες, καγώ αναπαύσω υμάς», και άλλα όμοια, αυτά φανερώνουν το έλαιον, την ιλαρότητα δηλαδή και την ευσπλαγχνίαν. Και όταν πάλι λέγει «Πορεύεσθε εις το σκότος» και τα τοιαύτα, φανερώνει τον οίνο, δηλαδή την αυστηρότητα της κρίσεως. Ακόμη, και με άλλον τρόπον, έλαιον νοείται η ανθρωπίνη διαγωγή, και οίνος η θεϊκή. Ο Θεάνθρωπος Κύριος λοιπόν ενεργεί άλλοτε ως Θεός και άλλοτε ως άνθρωπος. Και όταν μεν έτρωγεν, έπινεν, εκοιμάτο και άλλα όμοια έπραττε, εγνωρίζετο ως άνθρωπος. Τούτο είναι το έλαιον, επειδή δεν μετεχειρίζετο ζωήν σκληράν και επίπονον.

Όταν δε πάλιν ενήστευε πολλές ημέρες, περιπατούσε στην θάλασσαν ή άλλα όμοια έκαμεν, εγνωρίζετο Θεός παντοδύναμος. Οίνον λοιπόν να εννοήσης την θεότητα, την οποία δεν ημπορούσε κανείς να την υποφέρη άκρατον, χωρίς το έλαιον της ανθρωπίνης του φύσεως. Επειδή λοιπόν ο Κύριος μας έσωσε ως Θεός και άνθρωπος, γι’ αυτό λέγει ότι μας έβαλεν οίνον και έλαιον, με τα οποία λυτρώνονται όσοι βαπτίζονται και θεραπεύονται από τα ψυχικά τραύματα. Και πρώτα μεν χρίονται με το έλαιον του μύρου, έπειτα μεταλαμβάνουν και το Θείον αίμα, τον οίνον δηλαδή.

Και ανέβασεν ο Κύριος την πληγωμένην μας φύσιν «εις το ίδιον υποζύγιον», την εσήκωσε δηλαδή επάνω του ο φιλεύσπλαχνος, επειδή μας έκαμε μέλη του και κοινωνούς του ιδικού του σώματος και μας ανύψωσε στην προτέραν αξίαν. Πανδοχείον ονόμασε την Εκκλησία, η οποία τους δέχεται όλους. Διότι ο παλαιός Νόμος τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες δεν τους εδέχετο. Αλλά τώρα η Εκκλησία του Χριστού δέχεται κάθε έθνος, και πόρνους και τελείως τους πάντες, όπως έχει γραφεί στις Πράξεις των Αποστόλων.

Επειδή όταν συνεστήθη η Εκκλησία, έγινε δηλαδή το Πανδοχείον από όλα τα έθνη, η πίστις εξηπλώθη. Τότε έγινε και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και η χάρις επληθύνετο. Λοιπόν όλοι οι Απόστολοι και Διδάσκαλοι και Αρχιερείς, λογίζονται ως πανδοχείς, εις τους οποίους ο Κύριος έδωσε τα δύο δηνάρια, δηλαδή την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην, που έχουν και οι δύο την εικόνα και τα λόγια του Βασιλέως. Αυτά τα δύο δηνάρια άφησεν ο Κύριος όταν ανέβαινε στους Ουρανούς, και τα παρέδωσε στους Αποστόλους του και σ’ όλους τους Αρχιερείς, ιερείς και διδασκάλους, λέγοντας «ο εάν προσδαπανήσης εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι».

Και αληθώς πολλά εξώδευσαν οι μακάριοι Απόστολοι, και πολύ εκοπίασαν για να σπείρουν την Διδασκαλία σε κάθε τόπον. Αλλά και οι κατά καιρούς Διδάσκαλοι πολλά εδαπάνησαν και αυτοί και κοπίασαν. Και τον μισθόν όμως μέλλει να τον απολαύσουν πλούσιον όταν επιστρέψη πάλιν ο Κύριος, δηλαδή στην Δευτέραν αυτού Παρουσίαν και επάνοδον. Τότε θα του ειπή κάθε ένας από αυτούς: «Κύριε, δύο δηνάριά μοι έδωκας, ιδού άλλα δύο προσεδαπάνησα», και ο Κύριος θα τους ειπή: «ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας».

Ακούστε την παραβολήν με συντομίαν σαφέστερα και καθαρώτερα. Ο Σαμαρείτης είναι ο Χριστός που εσαρκώθη από την υπερευλογημένην αειπάρθενον Μαρίαν, την υπερένδοξον Μητέρα του, το «ίδιον κτήνος», το ζώον του, είναι το σώμα του Χριστού. Οίνος ο διδασκαλικός λόγος, έλαιον η φιλανθρωπία. Το πανδοχείον είναι η Εκκλησία, ο πανδοχεύς οι Απόστολοι, οι Αρχιερείς και Διδάσκαλοι. Δύο δηνάρια, η παλαιά και η νέα Γραφή και η αγάπη προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Και επάνοδος του Σαμαρείτου, η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία και έλευσις.

Αφού ετελείωσεν ο Κύριος αυτήν την θαυμασίαν παραβολήν, ηρώτησε τον Νομικόν: «Ποίος από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έγινε Πλησίον εκείνου που έπεσε πάνω στους ληστάς; Και αυτός του είπε: εκείνος που του έδειξε ευσπλαγχνία. Τότε του είπεν ο Κύριος: Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο». Με τα λόγια αυτά ο Κύριος μας διδάσκει να γινώμεθα μιμηταί του στην ευσπλαγχνία και την συμπάθεια, να ελεούμε τους ενδεείς και τους πτωχούς και να τους βοηθούμεν όσον ημπορούμε, είτε καλοί είναι είτε πονηροί. Επειδή όπως έκαμεν εκείνος, ο πανοικτίρμων και πολυέλεος προς εμάς τους αχαρίστους και εσταυρώθη και έπαθε για την αγάπη μας, έτσι θέλει να συμπάσχωμε και εμείς με τους αδελφούς και να τους βοηθούμε χωρίς προφάσεις. Και πρέπει να υπακούωμε σ’ αυτόν ως τέκνα γνήσια, εάν ποθούμε να γίνωμε και κληρονόμοι της Βασιλείας του. Όταν λοιπόν ιδούμε τον αδελφόν και πλησίον μας να θλίβεται από την πείναν και δίψαν, και να βασανίζεται από τις συμφορές και τις δυστυχίες, να είναι πληγωμένος και πονεμένος από τις αδικίες, μην τον παραβλέψωμεν όπως ο ιερεύς και τον αφήσωμε αβοήθητον, ούτε να αλλάξωμε δρόμον όπως ο Λευίτης, αλλά ας δείξωμε προς αυτόν συμπάθειαν και καλωσύνην. Ας τον κοιτάζωμε με βλέμμα εύσπλαγχνον, ας ανοίξωμε τα ώτα στους στεναγμούς και τα δάκρυά του, ας κατεβούμε από το υποζύγιον της υπερηφανείας, της αλογίας και της ματαιότητος. Ας σταλάξωμε έλαιον φιλανθρωπίας και ας δέσωμε τις πληγές του με λόγους παρηγορίας. Και ας τον ανεβάσωμε στο καλό υποζύγιο, να τον φέρωμε στον οίκο μας, να παρηγορήσωμε την συμφοράν του, σύμφωνα με το παράδειγμα που μας έδωσεν ο Κύριος, κατά την δύναμή μας. Και αν δεν έχωμε τα απαραίτητα προς εξυπηρέτηση και παρηγορίαν του, μη μας φανή δύσκολο και βαρυνθούμε τον κόπον, αλλά ας τον πάμε στο πανδοχείον, να παρακινήσωμεν εκείνους οι οποίοι έχουν δύναμη να τον βοηθήσουν. Ακόμη ας παρακαλέσωμε τον Θεόν, εάν είναι κατά το θέλημά του, να του ελαφρώση και να σμικρύνη την παίδευση. Και ακόμη ας φροντίζωμε και για την σωτηρία των αδελφών και πλησίον μας, διότι όπως είμεθα χρεώστες να τους βοηθούμε στα σωματικά, έτσι πρέπει να τους νουθετούμε και στα ψυχικά και να τους διδάσκωμε τα ψυχωφελή και σωτήρια, να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον. Έτσι γινόμεθα πρόξενοι της σωτηρίας των, καθώς μας διδάσκει και ο Απόστολος, λέγοντας: «ας έχωμεν φιλαδελφίαν ο ένας προς τον άλλον, να αγαπούμε τον πλησίον, καθώς ο Θεός ηγάπησεν ημάς και έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή λύτρον υπέρ ημών». Ας γίνωμε λοιπόν και εμείς συμπαθείς και αγαθοί προς τους πλησίον και όχι αμελείς και άσπλαγχνοι. Και άλλοτε ας τους βοηθούμε στις ανάγκες του σώματος, άλλοτε ας τους διορθώνωμε και ας τους οδηγούμε στην οδό της σωτηρίας, για να έχωμε περισσότερον μισθόν.

Ακούστε και ένα παράδειγμα ωραιότατον επί του θέματος, για να καταλάβετε ότι ο Θεός θεωρεί ως μεγάλην προς αυτόν υπηρεσίαν και ορέγεται να νουθετούμε τους αδελφούς και να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον.

Στο Πατερικόν, που ονομάζεται Γεροντικόν, φαίνεται ότι σε ένα Μοναστήρι ήταν ένας ηγούμενος πολύ ενάρετος, και ιδιαιτέρως ήταν θαυμάσιος στην φιλοξενίαν και τόσον αγαπούσε τους αδελφούς όλου του Κοινοβίου, που έκαμε πολλές φορές προσευχή στον Θεόν γι’ αυτούς, παρακαλώντας Αυτόν και δεόμενος να τους συναριθμήση και αυτούς μαζί του, να τους βάλη σε έναν τόπον του Παραδείσου να είναι αχώριστοι πάντοτε, καθώς ήσαν και εδώ πρόσκαιρα. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός του έδειξε μίαν οπτασίαν θαυμασίαν, για να γνωρίση το σφάλμα του.

Ας ακούσετε οι ασυμπαθείς και οι άσπλαχνοι, να διορθώσετε την πολιτεία σας, εάν ποθήτε την σωτηρία σας. Στο κοινόβιον αυτό, όχι πολύ μακριά, ήταν ένα άλλο Μοναστήρι στο οποίον, όταν έκαμαν την εορτή, προσεκάλεσαν τον ηγούμενον που αναφέραμε να υπάγη στην πανήγυρη. Αυτός έκαμε προσευχήν στον Δεσπότην Χριστόν να του φανερώση εάν έπρεπε να υπάγη, διότι δεν έβγαινε ποτέ από το Μοναστήρι του χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθή ότι ήταν θέλημα Θεού. Προσευχόμενος λοιπόν στην Εκκλησίαν ήκουσε φωνήν από το θυσιαστήριον η οποία του είπε: πήγαινε, πλήν όμως στείλε τους αδελφούς προτήτερα. Καθώς λοιπόν επήγαιναν οι μοναχοί, ευρήκαν στον δρόμον έναν άνθρωπο τριάντα περίπου χρόνων, χαριτωμένον στην όψη και σεβάσμιον, που εκείτετο κατά γης ως άρρωστος. Και ερωτώντας αυτόν ποίος ήταν και από πού ήρχετο, τους απεκρίθη: πτωχός είμαι, και καθώς επήγαινα καβαλλάρης σ’ εκείνο το Μοναστήρι, με άφησε το ζώον και έφυγε. Και εκείνοι είπαν: ο Θεός να σε βοηθήση, διότι εμείς είμεθα πεζοί και δεν ημπορούμε να σε βοηθήσομε. Αφού λοιπόν επέρασαν όλοι, ήλθε κατόπιν και ο ηγούμενος. Καθώς τον είδε και ήκουσε την συμφοράν που έπαθε, ελυπήθη και του λέγει: δεν επέρασαν από εδώ κάποιοι μοναχοί; Ναι, του απαντά, αλλά είπαν πως είναι πεζοί και δεν ημπορούσαν να με βοηθήσουν. Του λέει ο ηγούμενος: ημπορείς να σηκωθής λίγο, να ανεβής σ’ εκείνη την πέτρα, να σε πάρω στον ώμο μου; Εκείνος είπε, εγώ δεν ημπορώ να σαλεύσω καθόλου, συνέχισε τον δρόμο σου. Του λέγει ο Αββάς: ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν φεύγω αν δεν σε σηκώσω, με όσες δυνάμεις έχω. Τότε λοιπόν εσηκώθη, ανέβηκε στον βράχο και ο ηγούμενος τον εφορτώθη στους ώμους του. Και στην αρχή μεν του εφάνη πολύ βαρύς, έπειτα όμως ελάφραινεν όσον επροχωρούσαν, μέχρι που του εφαίνετο πως δεν εσήκωνε τίποτε. Και καθώς ύψωσε την κεφαλήν, να δει τί έγινεν ο φαινόμενος, τον βλέπει να ανεβαίνη στον αέρα. Ήκουσε τότε φωνή να του λέγη: Αββά, πολλές φορές με παρεκάλεσες να βάλω τους μοναχούς σου στον ίδιον τόπο με σένα, αυτό όμως είναι αδικοκρισία, διότι τα έργα σας δεν ομοιάζουν. Λοιπόν, εάν τους αγαπάς, δίδαξέ τους ό,τι χρειάζεται και νουθέτησέ τους, ώστε να μιμούνται την πολιτείαν σου. Διότι εγώ είμαι Δίκαιος Κριτής, και αποδίδω στον καθένα κατά τις πράξεις του. Αυτά είπεν ο Δεσπότης και ανήλθε στους ουρανούς, ο δε αββάς έμεινε πολύ χαρούμενος, και ηγάλλετο που ηξιώθη να μεταφέρη τον Κύριον στους ώμους του. Όταν αργότερα εδιηγήθη το γεγονός αυτό στους μαθητάς του με δάκρυα, πολύ ωφελήθησαν και εδιώρθωσαν καθώς έπρεπε την προτέραν τους αμέλειαν.

Έτσι ας κάμωμε και εμείς αδελφοί και Πατέρες μου. Ας γίνωμεν εύσπλαχνοι προς τους αδελφούς μας, συμπαθείς και οικτίρμονες, για να ελεύση και σε μας ο Κύριος. Εάν, στα ανδρόγυνα, ο ένας είναι άσπλαχνος, ας τον παρακινή ο άλλος να γίνη εύσπλαγχνος, να μην κολασθή ο τρισάθλιος, και ας δίδει κρυφά ελεημοσύνην όσον ημπορεί. Λόγου χάριν, εάν είναι η γυναίκα άσπλαχνος, ας δίδη κρυφά από αυτήν ο άνδρας της, ή η γυναίκα κρυφά από τον άνδρα της για το ασκανδάλιστον, διότι και οι δύο με τον τρόπον αυτόν κάνουν έργο. Δεν είναι αμαρτία αυτό, εάν κάποιος δώση ελεημοσύνη στον πτωχό κρυφά από τον σύντροφόν του. Εγώ είδα οφθαλμοφανώς και πολλούς Κελλιώτες στο Άγιον Όρος, Ιερομονάχους και απλούς μοναχούς, να δίνουν ελεημοσύνην κρυφά από τον υποτακτικό τους, για να μην τον σκανδαλίσουν. Άλλοι πάλιν υπηρέτες παίρνουν ομοίως και δίδουν κρυφά από τον αφέντη τους, όταν αυτός είναι άσπλαχνος, και με τον τρόπον αυτόν έχουν και τα δύο μέρη μισθόν. Αλλά και τα αγαθά τους πληθύνονται εδώ πρόσκαιρα από την χάριν του Θεού με τρόπον θαυμάσιον, καθώς φαίνεται και στον βίον του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος. Ότι δηλαδή ήταν κάποιος ανελεήμων και άσπλαχνος, όθεν ο Θεός παρεχώρησε να του έλθουν συμφορές και επτώχευσε. Και επειδή κατάλαβε ότι εξ αιτίας της ασπλαχνίας του τον ευρήκαν τόσες δυστυχίες, διέταξε τον δούλο του να παίρνη έξι νομίσματα την ημέρα και να τα δίδη στους πτωχούς για την ψυχήν του, επειδή αυτός τα ελυπείτο και δεν τα έδιδε. Τότε ο καλός δούλος δεν έπαιρνε μόνον έξι, αλλά τριάντα έξι και περισσότερα και τα έδιδε στους πτωχούς. Και όσον έπαιρνεν αυτός και έδιδε, τόσον περισσότερο και ο Θεός ευλογούσε εκείνον τον οίκο, και επλούτισε πάλιν εκείνος ο άνθρωπος, όπως και πριν. Όθεν, επειδή εγνώρισε ότι η ευλογία αυτή προήλθε από την μικράν αυτήν ελεημοσύνην, έδιδε και αυτός περισσότερα. Είπε τότε στον δούλο του, σε ευχαριστώ, διότι για τα έξι νομίσματα που σου είπα να δίδης στους πτωχούς, ο Κύριος μου έστειλεν αναρίθμητα. Του λέγει ο δούλος. Εάν υπάρχη κλέπτης που εσώθη, τότε σώζομαι και εγώ. Επειδή δεν σου έπαιρνα μόνον έξι, αλλά εκατό και περισσότερα, γι’ αυτό και επλούτισες.

Βλέπετε, χριστιανοί μου, πώς και τα βιαίως και ακουσίως διδόμενα προξενούν τοιαύτην ωφέλειαν, όχι μόνον μετά θάνατον, αλλά και εδώ πρόσκαιρα; Μην αμελείτε λοιπόν την αρετήν αυτήν, ως χριστομίμητον. Συμπονείτε και βοηθείτε τους αδελφούς του Χριστού στις ανάγκες τους, ώστε ο πλουσιόδωρος ευεργέτης μας να σας ανταποδώση την χάριν στην δευτέραν αυτού έλευση, λέγοντας προς εσάς και προς όλους τους εναρέτους και ελεήμονες: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».
Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, τη αυτού φιλανθρωπία και χάριτι, πάντοτε, νυν και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

------------------------------------------------------------
(πηγή: 13 αιών, Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β', σελ. 203 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 365 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς

«Ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη»-Κυριακή Η Λουκά



Σκύβει επάνω του με πόνο και παρατηρεί τον πληγωμένο. Δεν τον ξέρει καθόλου. Το μόνο πού κατα λαβαίνει από τη φυσιογνωμία και την ενδυμασία του είναι ότι ανήκει σε φυλή εχθρική: τούς Ιουδαίους.

Μάθετε ν' αγαπάτε όλους ανεξαιρέτως.


Και τούς γνωστούς και τούς άγνωστους σας, και τούς φίλους και τούς εχθρούς σας, μικρούς και μεγάλους, γέρους και παιδιά. Γιατί όλοι είναι παιδιά του Θεού. Αγαπάτε ολόψυχα τον κάθε άνθρωπο, πού βρίσκεται κοντά σας. Και τον απλοϊκό γέροντα της συνοικίας και τον δύστροπο γείτονα σας. Και τον συνεργάτη σας, πού σας φέρεται εγκάρδια, και τον άλλο πού περνάει συνήθως βαρύς. Μάθετε να προσφέρετε πλούσια, χωρίς καμιάαπαίτηση, την αγάπη σας προς όλες τις κατευθύνσεις. Ιδιαίτερα μην την αρνηθείτε ποτέ σ’ όποιον πονεί και θλίβεται και έχει την ανάγκη σας. Μάθετε να αναγνωρίζετε στο πρόσωπο του κάθε άνθρωπου, του μακρινού η κοντινού σας, την εικόνα του Χριστού.


Και προ παντός μη μένετε σ' ένα αόριστο αίσθημα συμπάθειας.


Μάθετε ν' αγαπάτε έμπρακτα και ηρωικά.


Τα έργα αποδεικνύουν τη γνησιότητα της αγάπης. Όποιος αγαπά ειλικρινά ανασκουμπώνεται, ενερ γεί, προσφέρει κάτι: χρόνο, χρήμα, κόπο, έννοια, φροντίδες. Προσέξτε πόσο προσπάθησε και πόσο κο πίασε ό καλός Σαμαρείτης. Μια αγάπη πού δεν στοιχίζει κατά κανόνα είναι νοθευμένη αγάπη. Πόσο συχνά το λησμονούμε αυτό! Προσπαθούμε ν' αγαπάμε, αλλά με το αζημίωτο.
Λοιπόν, ας μη ξεγελάμε τον εαυτό μας. Τα αισθήματα μας είναι ψεύτικα, αν δεν συνοδεύωνται από πράξεις. Ας φροντίσουμε να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικότερο από λόγια. Να κινητοποιήσουμε τα χέρια μας, τα πόδια μας, τα λίγα έστω χρήματα μας, να επιστρατεύσουμε τις γνωριμίες μας, τη δραστηριότητα, την εφευρετικότητα μας.Ή αγάπη μας πρέπει να γίνει πιο συγκεκριμένη, πιο μεθοδική, πιο πρακτική, πιο ηρωική. Και να κάνει σωστό και πλήρες το καλό. Ό Σαμαρείτης δεν ησύχασε προ τού ταχτοποιήσει όσο το δυνατόν καλύτερα τον «έμπεσόντα» στους ληστές.
Και κάτι ακόμη μας τονίζει το παράδειγμα του Καλού Σαμαρείτη

Μάθετε ν' αγαπάτε χωρίς καμιά απαίτηση.

Χωρίς να ζητήσετε ποτέ ανταλλάγματα ή τον θαυμασμό των ανθρώπων. Ό τραυματίας και κα ταληστευμένος ζήτημα ήταν, αν θα ζούσε, αν θα τον ξανασυναντούσε ποτέ, για να του πει «ευχαριστώ». Κανένα μάτι δεν έβλεπε την προσπάθεια του ώστε να τον επαινέσει. Αυτή είναι ή γνήσια αγάπη. Κινείται με ζήλο μέσα στη σιωπή και τη σεμνότητα, χωρίς ιδιοτελείς υπολογισμούς. Αυτό πρέπει πολύ να το προσέξουμε όλοι και συν εχώς να εξαγνίζουμε την αγάπη μας, γιατί εύκολα νοθεύεται από εγωιστικά κίνητρα. Να βοηθήσω πρόθυμα τον άλλο, όχι για να έχω στο μέλλον την εύνοια ή την υποστήριξη του. Να γίνω θυσία για κάποιον αδελφό μου, χωρίς καμιά διάθεση να γίνει γνωστό, χωρίς καμιά απαίτηση να μου το αναγνωρίσουν. Μακριά από τις πράξεις καλοσύνης ή οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Διότι κατεβάζει την αγάπη από το ουράνιο ύψος της στη λάσπη της γης. Από βασίλισσα των αρετών την καταντά δούλη του πιο μιαρού πάθους, του εγωισμού.
Μάθετε ν' αγαπάτε γνήσια μας τονίζει ό Καλός Σαμαρείτης.Αυτόν εικονίζει ή παραβολή. Αυτός έσκυψε με γνήσια αγάπη πάνω στην καταληστευμένη από την αμαρτία ανθρωπότητα και την πόνεσε και την έπλυνε «τώ ιδίω του αίματι» και την έσωσε. Ας ανοίξουν λοιπόν διάπλατα οι καρδιές μας και ας τις γεμίσει ή προσταγή του: Μάθετε ν' αγαπάτε όλους τούς ανθρώπους, έμπρακτα και ηρωικά, με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια. Σύμφωνα με το παράδειγμα πού σας έδωσα με την σημερινή παραβολή μου και τη ζωή μου.
«ΖΩΗ»04/11/2010

Παραβολὴ τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη (Λουκ ι, 25-37)

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


Κήρυγμα στὶς 30/11/1997

Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ἐν συντομίᾳ, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἐμπεριέχει ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.

Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας καὶ τὸν πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε σημαίνει νὰ προτιμοῦμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ στὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ σέ μᾶς. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινὰ ἔτσι ὥστε Αὐτὸς νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτα ξένο σὲ Αὐτὸν στὶς ζωές μας.

Καὶ τότε ἔρχεται ἡ δεύτερη ἐντολή, τὴν ὁποία δὲν κατανοοῦσε ὁ νομικός: ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ξανα-ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό μας. Πολὺ συχνὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι χριστιανοί, ἂν αἰσθανόμαστε μία ζεστασιὰ στὴν καρδιά μας, νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἡ δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μοιρασιὰ τῆς μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.

Θυμᾶμαι μιὰ θλιβερὴ στιγμὴ στὴ ζωή, ὅταν ὁ πατέρας μου μὲ ρώτησε ποιὸ εἶναι τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς μου, ἤμουν νέος τότε, κι ἐγὼ εἶπα: «Νὰ εἶμαι μόνο μὲ τὸ Θεό», καὶ αὐτὸς μὲ κοίταξε λυπημένα καὶ μοῦ εἶπε: Δὲν ἔχεις ἀρχίσει ἀκόμη νὰ γίνεσαι χριστιανός. Ἐπειδὴ ἂν ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μαζί του ὅλες τὶς φροντίδες του γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ γιὰ κάθε πρόσωπο ξεχωριστὰ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Ἂς λάβουμε ὑπόψη μας λοιπὸν σὰν γνώμονα αὐτὸ τὸ σύντομο γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν παραβολή. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο πολὺ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Εἶναι δύσκολο, γιατί εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεγελάσεις κάποιον. Ἀκόμα κι ὅταν λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε κάποιον, μπορεῖ νὰ ἔρθει μία στιγμὴ ἐγωισμοῦ, διαφωνίας, ἕνας καυγᾶς μπορεῖ νὰ τελειώσει, τουλάχιστον γιὰ λίγο, μία κοινή μας φιλία καὶ ζεστασιὰ.

Ὑπάρχει ὡστόσο ἕνα ἀντικειμενικὸ κριτήριο. Πῶς συμπεριφέρεσαι στὸν πλησίον; Τί σημαίνει αὐτὸς γιὰ σένα; Ἂν δὲν σημαίνει τίποτα, ἂν εἶναι ἕνας περαστικός, ἂν εἶναι ἁπλὰ κάποιος στὸ δρόμο σου, ἢ ἂν εἶναι κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή σου, ὅταν ἐσὺ εἶσαι σὲ καλὴ διάθεση, τότε δὲν ἀρχίσαμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο μαζὶ μ’ Αὐτόν.

Ἂς τὸ ἀναλογιστοῦμε λοιπόν, ἂς κάνουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας σχετικὲς ἐρωτήσεις, καὶ ἂς διορθώσουμε τὴ ζωή μας. Ἀμήν.


(Ἀπόδοση στὴν νεοελληνικὴ www.agiazoni.gr)


Πρωτότυπο Κείμενο

Metropolitan Anthony of Sourozh

THE PARABLE OF THE MERCIFUL SAMARITAN

LUKE 10: 25-37


Sermon given on 30th November 1997


In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

Today's Gospel in short, contains everything which is the way of the Christian. The first commandment is that we should love our God with all our heart, with all our mind, with all our strength, with all our being, and our neighbour as ourselves. To love means to prefer all that is dear to the beloved person, to what is dear to us. To love God means that we should live, and indeed be such that He could rejoice in what we are, that there should be nothing alien to Him in our lives.

And here comes the second commandment, which the lawyer did not understand: that we should love our neighbour as ourselves. To love again our neighbour, forgetting ourselves. Very often we think that we are worthy Christians if we feel that we have in our hearts a warmth, that we love God. But this is not enough. The test of this love is to share God's own love for every one of our neighbours. I remember a sad moment in my own life, when my father asked me: what was the dream of my life? I was young then, and I said, 'To be with God alone.' And he looked sadly at me and said, 'You have not begun to be a Christian.' Because if we love God we must share with Him all His concerns for the whole world and for each person in this world.

Let us, therefore, take this short event in the life of Christ and the parable as a rule. We will never be able to know how much we love God. It is difficult, because it is so easy to delude oneself. Even when we say that we love someone, a moment may come when selfishness, indifference, a quarrel may make an end, at least for a time, to our mutual friendship and closeness. But there is a criterion which is objective. How do you treat your neighbour? What does he mean to you? If he means nothing, if he is a passer-by, if he is only someone in your way, or if he is someone to whom you can pay attention when you are in the right mood, then we have not begun to love God and to love the world together with Him. Let us therefore think of it, ask ourselves pertinent questions, and redress our lives. Amen.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


Κήρυγμα στὶς 30/11/1997

Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ἐν συντομίᾳ, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἐμπεριέχει ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.

Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας καὶ τὸν πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε σημαίνει νὰ προτιμοῦμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ στὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ σέ μᾶς. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινὰ ἔτσι ὥστε Αὐτὸς νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτα ξένο σὲ Αὐτὸν στὶς ζωές μας.

Καὶ τότε ἔρχεται ἡ δεύτερη ἐντολή, τὴν ὁποία δὲν κατανοοῦσε ὁ νομικός: ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ξανα-ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό μας. Πολὺ συχνὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι χριστιανοί, ἂν αἰσθανόμαστε μία ζεστασιὰ στὴν καρδιά μας, νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἡ δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μοιρασιὰ τῆς μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.

Θυμᾶμαι μιὰ θλιβερὴ στιγμὴ στὴ ζωή, ὅταν ὁ πατέρας μου μὲ ρώτησε ποιὸ εἶναι τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς μου, ἤμουν νέος τότε, κι ἐγὼ εἶπα: «Νὰ εἶμαι μόνο μὲ τὸ Θεό», καὶ αὐτὸς μὲ κοίταξε λυπημένα καὶ μοῦ εἶπε: Δὲν ἔχεις ἀρχίσει ἀκόμη νὰ γίνεσαι χριστιανός. Ἐπειδὴ ἂν ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μαζί του ὅλες τὶς φροντίδες του γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ γιὰ κάθε πρόσωπο ξεχωριστὰ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Ἂς λάβουμε ὑπόψη μας λοιπὸν σὰν γνώμονα αὐτὸ τὸ σύντομο γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν παραβολή. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο πολὺ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Εἶναι δύσκολο, γιατί εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεγελάσεις κάποιον. Ἀκόμα κι ὅταν λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε κάποιον, μπορεῖ νὰ ἔρθει μία στιγμὴ ἐγωισμοῦ, διαφωνίας, ἕνας καυγᾶς μπορεῖ νὰ τελειώσει, τουλάχιστον γιὰ λίγο, μία κοινή μας φιλία καὶ ζεστασιὰ.

Ὑπάρχει ὡστόσο ἕνα ἀντικειμενικὸ κριτήριο. Πῶς συμπεριφέρεσαι στὸν πλησίον; Τί σημαίνει αὐτὸς γιὰ σένα; Ἂν δὲν σημαίνει τίποτα, ἂν εἶναι ἕνας περαστικός, ἂν εἶναι ἁπλὰ κάποιος στὸ δρόμο σου, ἢ ἂν εἶναι κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή σου, ὅταν ἐσὺ εἶσαι σὲ καλὴ διάθεση, τότε δὲν ἀρχίσαμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο μαζὶ μ’ Αὐτόν.

Ἂς τὸ ἀναλογιστοῦμε λοιπόν, ἂς κάνουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας σχετικὲς ἐρωτήσεις, καὶ ἂς διορθώσουμε τὴ ζωή μας. Ἀμήν.


(Ἀπόδοση στὴν νεοελληνικὴ www.agiazoni.gr)


Πρωτότυπο Κείμενο

Metropolitan Anthony of Sourozh

THE PARABLE OF THE MERCIFUL SAMARITAN

LUKE 10: 25-37


Sermon given on 30th November 1997


In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

Today's Gospel in short, contains everything which is the way of the Christian. The first commandment is that we should love our God with all our heart, with all our mind, with all our strength, with all our being, and our neighbour as ourselves. To love means to prefer all that is dear to the beloved person, to what is dear to us. To love God means that we should live, and indeed be such that He could rejoice in what we are, that there should be nothing alien to Him in our lives.

And here comes the second commandment, which the lawyer did not understand: that we should love our neighbour as ourselves. To love again our neighbour, forgetting ourselves. Very often we think that we are worthy Christians if we feel that we have in our hearts a warmth, that we love God. But this is not enough. The test of this love is to share God's own love for every one of our neighbours. I remember a sad moment in my own life, when my father asked me: what was the dream of my life? I was young then, and I said, 'To be with God alone.' And he looked sadly at me and said, 'You have not begun to be a Christian.' Because if we love God we must share with Him all His concerns for the whole world and for each person in this world.

Let us, therefore, take this short event in the life of Christ and the parable as a rule. We will never be able to know how much we love God. It is difficult, because it is so easy to delude oneself. Even when we say that we love someone, a moment may come when selfishness, indifference, a quarrel may make an end, at least for a time, to our mutual friendship and closeness. But there is a criterion which is objective. How do you treat your neighbour? What does he mean to you? If he means nothing, if he is a passer-by, if he is only someone in your way, or if he is someone to whom you can pay attention when you are in the right mood, then we have not begun to love God and to love the world together with Him. Let us therefore think of it, ask ourselves pertinent questions, and redress our lives. Amen.

Ἀδιαφορία: Ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης (Λουκ. ι΄27-35)

 
Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)




Ἡ περίοδος τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀνοίγεται μπροστὰ μας μέσα ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν, στοχεύει κυρίως στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης γιὰ τὸν «περιπεσόντα εἰς τοὺς ληστὰς» ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς λέει μὲ τὸν παραστατικό, ἀλληγορικὸ καὶ δυνατό της λόγο καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Σὲ αὐτή, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπελευθερώνει τὴν ἀγάπη ἀπὸ ὅρους καὶ προϋποθέσεις, ποὺ ἐμεῖς συνήθως θέτουμε, ἀνταλλάγματα καὶ ὑπολογισμούς, κρατούμενα καὶ ἐπιφυλάξεις, ποὺ κάποτε μᾶς δεσμεύουν καὶ μᾶς πολιορκοῦν.

Ὁ Σαμαρείτης, ἂν καὶ ἦταν ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐχθρός τοῦ Ἰουδαίου, «ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη». Ἀπαγκιστρώνεται ἀπὸ ἐχθρικὲς ἀγκυλώσεις καὶ συμπλέγματα ἐμπάθειας καὶ μὲ μιὰ καθαρότητα νοῦ καὶ καρδίας ποὺ μᾶς ἐκπλήσσει, ζεῖ καὶ προσφέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εὐεργεσία τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης.

Τὸ μήνυμα, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, εἶναι σαφὲς καὶ αὐτονόητο. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ὀδυνηρὴ παραίτηση ἀπὸ πράγματα πού, ἴσως δικαιωματικά, μᾶς ἀνήκουν, χρόνος, ἄνεση, ἀσχολίες, χρῆμα καὶ ἄλλα. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει στὴν ποιότητα τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πέρα ἀπὸ γεωγραφικὲς καὶ ἐθνικὲς συναρτήσεις, πάνω ἀπὸ θρησκευτικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ κοινωνικὲς προκαταλήψεις. Τὸ κομβικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος πλησίον, ἀλλὰ πῶς θὰ γίνουμε πλησίον γιὰ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθεια μας· καὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοί. Εἶναι πολλοὶ καὶ ἐμεῖς, θὰ πρέπει νὰ τὸ παραδεχθοῦμε, εἴμαστε «μικροί», «λιγοστοὶ» καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Γι' αὐτό ταπεινωνόμαστε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μας.


Τὸ προσπέρασμα τῆς ἀδιαφορίας

Ἡ ἀδιάφορη στάση τοῦ ἱερέα καὶ τοῦ λευίτη ἀπέναντι στὸν πληγωμένο συνάνθρωπο εἶναι μιὰ κριτικὴ στὸ ἦθος πολλῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Πολλῶν ἀπὸ ἐμᾶς πού, ἐνῶ θεωροῦμε τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἱερὴ ὑπόθεση, στὴν καθημερινότητά μας προσπερνᾶμε μὲ ἀδιαφορία τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ πνευματική μας φθορά.

Ἡ ὀργάνωση καὶ οἱ ρυθμοὶ τῆς ζωῆς μας, τὰ πυκνὰ προγράμματα καὶ οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες ἀσχολίες μας εἶναι τέτοια καὶ τόσα, ποὺ ἐξανεμίζουν καὶ ἐξασθενοῦν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ ἀφορμὲς καὶ οἱ προφάσεις εἶναι πολλὲς καὶ εὐλογοφανεῖς, ὅπως ὑπαινίσσονται οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς παραβολῆς. Ὁ φόβος, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἡ ἀνάγκη αὐτοπροστασίας ἀπὸ ἐνδεχόμενο κίνδυνο ἢ ἀπειλὴ συντελοῦν ἀναπόφευκτα στὴν παράλειψη τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ ἡ προσκόλληση στὸν τύπο, ποὺ συχνὰ ἐπικαλύπτει τὴν οὐσία πολλῶν πραγμάτων, συμπνίγει τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης. Πολλὲς φορὲς ἰσχυριζόμαστε ὅτι θέλουμε ἢ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι δὲν πρέπει, γιατί ἴσως νὰ παρεξηγηθοῦμε. Ἀκόμη, τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ οἱ ἀσχολίες μας, τὰ ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα καὶ οἱ προσωπικές μας προτεραιότητες στέκονται, κάποτε, ἐμπόδια στὸ νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο στὴ ζωή μας καὶ χῶρο στὴν καρδιά μας, στὸ νὰ σταθοῦμε κοντὰ καὶ δίπλα στὸν ἄλλον.

Ἡ συναισθηματικὴ ἀπάθεια καὶ ἡ ἠθικὴ ἀναλγησία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι πλέον κραυγαλέες, ἀποτέλεσμα καὶ σύμπτωμα τῆς τραγικῆς ἀδιαφορίας του. Ἀπορροφημένος, λοιπόν, ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν προσπάθεια νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀτομικὲς καὶ ἰδιοτελεῖς του ἀνάγκες, προσπερνᾶ τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἀνθρωπιά. Ἐπιδιώκει μόνο τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ὠφέλιμο. Δὲν διακρίνει ποιὸ εἶναι τὸ πλαστὸ καὶ ποιὸ τὸ νόθο, ποιὸ τὸ σαθρὸ καὶ ἐφήμερο καὶ ποιὸ τὸ γνήσιο στοιχεῖο τῆς ζωῆς. Μέσα στὸ τέλμα τῆς ἀδιαφορίας του, συμβάλλει στὴν ἐπικίνδυνη προσαρμογὴ τῶν σταθερῶν καὶ διαχρονικῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν. Δὲν ἀγωνίζεται, ὅσο θὰ ἔπρεπε, γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης.

Στὴ φοβερὴ ἀδιαφορία καὶ φυγὴ τῶν πολλῶν, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀναλαμβάνουμε τὶς εὐθύνες μας, γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ὄχι μόνο ὅταν διαπράττουμε τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ ὅταν μὲ τὴν ἀδιαφορία, τὴν παθητικότητα καὶ τὴν οὐδετερότητά μας, ἀφήνουμε τοὺς ἄλλους νὰ τὸ διαπράξουν. Ἡ ἀδιαφορία φυγαδεύει τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ διαστρέφει τὴν ἀνθρωπιὰ σὲ κυνικὴ ἀπανθρωπιὰ καὶ σκληροκαρδία.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ θυσίες καὶ κόποι. Ἐκεῖ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ γενναιότητα καὶ μόνο τότε μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι συνάντησε τὸν Θεό, γιατί πρῶτα συνάντησε, ἐνδιαφέρθηκε, πρόσφερε καὶ ἀγάπησε τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο. Ἀμήν.

Κυριακή Η Λουκά – Η παραβολή Του καλού Σαμαρείτη

25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν·ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;30 ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,
34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

Ποιός είναι ο «πλησίον»;
Βιαστικά και ανυποψίαστα κατέβαινε το βραχώδη κατήφορο. Από την Ιερουσαλήμ είχε ξεκινήσει και στην Ιεριχώ πήγαινε. Είχε φθάσει στη βαθιά και άγρια κοιλάδα, που ήταν γνωστή ως «κοιλάς αίματος».Εκεί δέχτηκε ξαφνικά την επίθεση. Είχε πέσει σε «καρτέρι» ληστών.
Δεν ήταν ένας για να μπορέσει – αν ήταν και τούτο δυνατό – να ξεφύγει ή να αντισταθεί. Ήταν πολλοί οι ληστές που τον περικύκλωσαν: «λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.»
Δεν τους έφθανε που του πήραν ότι είχε μαζί του. Του έβγαλαν και τα ενδύματάτου. Τα πήραν και αυτά. Και τον χτύπησαν, όπου ο καθένας ήθελε. Όταν πλέον είδαν ότι ήταν τελείως εξαντλημένος από τα χτυπήματα, και από τις ανοιχτές πληγές έτρεχε άφθονο το αίμα, τον άφησαν εκεί πεταμένο στο δρόμο και έφυγαν, για να συνεχίσουν αλλού το ληστρικό τους έργο. Ο άνθρωπος αυτός ζει και δε ζει. Μισοπεθαμένος κείτεται. Δε θα βρεθεί άραγε γι΄ αυτόν κάποιος να τον σπλαχνισθεί; Να του δώσει κάποια βοήθεια;
Και να, τι σύμπτωση! Από τον ίδιο κατηφορικό δρόμο περνούσε εκείνη την ώρα ένας ιερέας της Ιουδαϊκής θρησκείας. Όμως τι παράξενο! Περνά βιαστικά και φεύγει. Μη νομίσει κανείς ότι δεν τον είδε. Τον είδε καλά. Αλλά σκέφθηκε τη δική του τη ζωή. Φοβήθηκε μήπως πάθει τα ίδια. Και αφού μάτι ανθρώπου δεν τον έβλεπε, τον εγκατέλειψε άσπλαχνα «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.»
Έπειτα από λίγο, εκεί στο λιμνασμένο από αίματα τόπο, έφθασε ένας δεύτερος οδοιπόρος. Αυτός ήταν Λευΐτης. Είχε έργο του να διακονεί μέσα στο ναό, να βοηθεί στα έργα της λατρείας τους ιερείς… Όμως, και αυτός το ίδιο σκληρός φάνηκε. Πήγε κοντά, τον είδε γυμνό και καταπληγωμένο και … έφυγε!
Να, όμως που φτάνει εκεί ένας τρίτος διαβάτης. Αυτός δεν είναι πατριώτης όπως οι προηγούμενοι. Είναι Σαμαρείτης. Και οι Σαμαρείτες, με τους Ιουδαίους δεν βρίσκονται σε αγαθές σχέσεις. Θεωρούνται εχθροί.
Όμως τι έκπληξη! Αυτός ακούει το βογγητό του τραυματισμένου και η καρδιά του πονά. Πλησιάζει με συμπόνια. Βλέπει την ελεηνή κατάστασή του και αμέσως σκύβει επάνω του με αγάπη. Ξεκρεμά από το ζώο του το σακούλι με τις προμήθειές του και αρχίζει να περιποιείται τα τραύματά του. Τα πλένει με κρασί. Τα αλείφει με λάδι για να γλυκάνει τους πόνους. Σχίζει λωρίδες από δικά του ενδύματα και τα δένει… Του προσφέρει κάτι τονωτικό. Δε φοβάται μήπως επιτεθούν και σε αυτόν οι ληστές. Δε σκέπτεται την καθυστέρηση…
Και ύστερα με κόπο πολύ μεγάλο προσπαθεί να τον σηκώσει και να τον ανεβάσει στο ζώο του, ενώ συνεχώς, καθώς προχωρεί για να τον φέρει σε κάποιο εξοχικό ξενοδοχείο, τον συγκρατεί να μην πέσει.
Εκεί τον περιποιήθηκε όλη τη νύχτα. Δε λογάριασε κόπους και αγρυπνία… Και δεν έφθανε αυτό. Όταν το πρωί τον αποχαιρέτησε με αγάπη, έδωσε στον ξενοδόχο χρήματα- δυο δηνάρια- με την εντολή να τον περιποιηθεί, όσο καιρό χρειασθεί. Και αν τα έξοδά του είναι περισσότερα, υπόσχεται ότι θα του τα εξοφλήσει, όταν επιστρέψει από το ταξίδι του.
Εδώ ο Κύριος τελείωσε την ωραιότατη διήγηση της παραβολής του «Καλού Σαμαρείτου». Αμέσως κοίταξε τον νομοδιδάσκαλο, που είχε προσπαθήσει λίγο πριν να Τον φέρει σε δύσκολη θέση και είχε ρωτήσει τάχα να μάθει ποιόν μπορεί να θεωρεί ως πλησίον του, και Τον ρωτά: «τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;»
-Ποιος από τους τρεις- ο ιερέας ή ο Λευΐτης ή ο Σαμαρείτης- έκανε το προς τον πλησίον καθήκον και έδειξε με την συμπεριφορά του ότι είναι πλησίον και αδελφός εκείνου που έπεσε στους ληστές;
Ο νομικός, από διδάσκαλος έγινε εξεταζόμενος, σαν μαθητής. Αναγκάζεται να απαντήσει ότι αποδείχθηκε πλησίον προς τον δυστυχισμένο εκείνος που τον πόνεσε και τον ελέησε «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ». Απέφυγε έτσι ούτε καν να προφέρει το όνομα του Σαμαρείτη. Διότι δεν τον συμπαθούσε.
-Λοιπόν, κι εσύ, είπε ο Κύριος, φρόντιζε να είσαι το ίδιο σπλαχνικός όπως εκείνος.
«Πλησίον…» Αναρίθμητα ερωτηματικά ξεπροβάλλουν στο νου και απασχολούν τη σκέψη μας με το νόημα της λέξεως «πλησίον».
Ο εαυτός μας θέλει σωστά να την κατανοήσει και να αναλογισθεί τα προς τον πλησίον καθήκοντα. Δηλαδή τις υποχρεώσεις μας.
Και να, ο Κύριος με την υπέροχη παραβολή του Καλού Σαμαρείτη δίνει σε όλα αυτά την απάντηση.
Στην περίπτωση της παραβολής, εκείνοι που ήταν κατά φυσικό λόγο «πλησίον», οι πατριώτες του τραυματισμένου, απομακρύνονται άσπλαχνα. Δεν εφώλησε ούτε το ότι είχαν την ίδια θρησκεία, -ήταν Ιουδαίοι και αυτοί- όπως φαίνεται ότι ήταν και ο τραυματισμένος από τους ληστές. Ήξεραν καλά τι διέτασσε ο Μωσαϊκός νόμος. Τον είχαν μελετήσει και ήξεραν πως έπρεπε να φερθούν. Και όμως δεν το έκαναν. Δεν είχαν μέσα τους καρδιά σπλαχνική που να λυπάται και να πονά για τον κάθε άνθρωπο, όπως θα περίμεναν να κάνουν και οι άλλοι για αυτούς, εάν βρίσκονταν σε παρόμοια θέση.
Η καρδιά σου, εάν την φροντίζεις να είναι σπλαχνική, θα σου δείχνει ποιος είναι ο «πλησίον». Είναι ο κάθε άνθρωπος που έχει την ανάγκη σου. Μπορεί να είναι ο αδελφός σου ή κάποιος άλλος συγγενής σου κοντινός ή μακρινός, αλλά και κάποιος ξένος και άγνωστος.
Είναι ο γείτονάς σου που τον ξέρεις καλά, αλλά και κάποιος άλλος άγνωστός σου, που θα χρειασθεί να κάνεις κόπο πολύ για να τον βοηθήσεις.
Είναι ο φίλος σου και ο συμμαθητής που στέκει παράμερα πονεμένος από την ανέχεια ή το πένθος που βύθισε σε λύπη και πόνο το σπίτι σου…
«Πλησίον» σου είναι εκείνος που σε αγαπά, αλλά και εκείος που αισθάνεται αντιπάθεια απέναντί σου. Κάποιος που ίσως σε ζηλεύει ή σε εχθρεύεται, όπως οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες.
Μην εξετάσεις, σε μια τέτοια δύσκολη ώρα, ποιος είναι αυτός που βρίσκεται σε ανάγκη και κρέμεται από τη δική σου ευσπλαχνία. Το παράδειγμα το Καλού Σαμαρείτη σου δείχνει μέχρι ποιον βαθμό αυταπαρνήσεως να φθάνει η αγάπη σου. Τόση, όση θα ήθελες και οι άλλοι να δείχνουν σε εσένα. Μην ξεχάσεις ποτέ ότι είναι δυνατό κι εσύ κάποτε να βρεθείς στην ανάγκη να ζητήσεις έλεος από κάποιους άλλους.
Δείξε αγάπη. Και θα σε φυλάξει από κινδύνους ο Μεγαλοδύναμος Κύριος.
Είναι ευτύχημα για την εποχή μας την τόσο υλιστική και ψυχρή ότι δε λείπουν τα παιδιά και οι νέοι που τη στολίζουν με μεγάλες πράξεις αυταπαρνήσεως και θυσίας. Καθημερινά υπάρχουν «Καλοί Σαμαρείτες», που ρίχνονται ηρωικά με κίνδυνο τη ζωή τους άλλοτε στη φωτιά για να σώσουν κάποια βρέφη ή κάποιους ανήμπορους και γέροντες, κι άλλοτε στο ποτάμι ή στη θάλασσα για να σώσουν από πνιγμό τη ζωή κάποιου αγνώστου που τον συμπονούν και τον αισθάνονται τόσο πλησίον όσο και τον εαυτό τους.
Συχνά διαβάζουμε στις εφημερίδες τέτοιες ηρωικές πράξεις, τις οποίες, δυστυχώς, τις αναφέρουν με πολλή συντομία και με ψιλά γράμματα, ώστε πολλέ φορές οι αναγνώστες δεν τις παίρνουν είδηση.
Τι σημασία έχει όμως αυτό; Ο Κύριος τους γνωρίζει όλους αυτούς τους νέους, τους «Καλούς Σαμαρείτες» της εποχής μας, που χαρίζουν ένα ανώτερο νόημα στη ζωή μας και τους χαριτώνει και τους ευλογεί πλούσια.
Κάνε λοιπόν κι εσύ το ίδιο.
«Ποίει ὁμοίως» !
Περιοδικό «Προς την Νίκην»

Κυριακή Η΄Λουκά – Από τη θεωρία στην πράξη




samaritis.jpg
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Τοῦ Ἁγίου: Ἑβρ. ζ΄ 26 - η΄ 2
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ι΄ 25-37
ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
«Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»
Μὲ ἀφορμὴ τὰ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ ἔθεσε ἕνας νομοδιδάσκαλος, ὁ Κύριος διηγήθηκε τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει πόσο μεγάλη σημασία ἔχει νὰ ἐφαρμόζει κανεὶς στὴν πράξη τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του, τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐθνικότητά του. Γι’ αὐτὸ καὶ συνέστησε στὸ νομοδιδάσκαλο νὰ κάνει τὸἴδιο: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως», τοῦ εἶπε.
Ἂς δοῦμε καὶ ἐμεῖς λοιπὸν τώρα: Τί σημαίνει νὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ θεωρία στὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τῆς ἀγάπης;

1. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ Η ΘΕΩΡΙΑ
Ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Νὰ μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς φωτισμένους λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ βρίσκουμε καθοδήγηση καὶ λύση στὰ προβλήματά μας. Ὡστόσο μόνη ἡ γνώση δὲν ἀρκεῖ. Ὁ νομικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἤξερε, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι συνάδελφοί του Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, νὰ ἀπαγγέλλει κάθε πρωὶ καὶ βράδυ τὴν πρώτη καὶ βασικὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ἡ πρακτική της ὅμως τοῦ ἦταν ἄγνωστη. Νόμιζε πὼς χρωστοῦσε νὰ ἀγαπάει μόνο τοὺς ὁμοεθνεῖς του. Ἴσως κι ἐμεῖς εὔκολα ὁμιλοῦμε καὶ συζητοῦμε γιὰ θεολογικὰ θέματα, ἀναλύουμε τὶς διάφορες ἑρμηνεῖες τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων, ἐξετάζουμε τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες τῶν γεγονότων τῆς Βίβλου, θαυμάζουμε τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ὅμως δὲν ἀφήνουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπηρεάσει δραστικὰ τὴ ζωή μας. Μιὰ τέτοια θεολογία, ποὺ δὲν ἀγ γίζει τὴ ζωή μας, καταντᾶ ἀνώφελη φιλοσοφία. Μιὰ πίστη ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἔργα, εἶναι νεκρή.
Δὲν ὠφελεῖ λοιπὸν νὰ καυχιόμαστε ὅτι γνωρίζουμε τὸ θεῖο Νόμο, ὅταν δὲν ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸν ἐφαρμόζουμε. Ὑπάρχει ἄλλωστε κάτι ἐπίσης σημαντικό: ἡ εὐθύνη ποὺ βαραίνει αὐτὸν ποὺ γνωρίζει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἐ κεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ δὲν τὸ κάνει, «δαρήσεται πολλάς» θὰ τιμωρηθεῖ περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δὲν τὸ γνωρίζει (Λουκ. ιβ΄47-48). Ἂς μὴν ἐπαναπαυόμαστε λοι πόν, ἂν τυχὸν γνωρίζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. «Εἰ ταῦ τα οἴδατε, μακάριοί ἐστε ἐὰν ποι ῆτε αὐτά», μᾶς εἶπε ὁ Κύριος (Ἰω. ιγ΄ 17). Ἀληθινὰ εὐτυχεῖς καὶ μακάριοι θὰ γίνουμε μόνον ἐφόσον ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ ἐφαρμόσουμε τὸν θεῖο Νόμο στὴ ζωή μας.
2. " Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ"
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ κατεξοχὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ θείου Νόμου;... Ἡ τήρηση δύο ἐντολῶν ποὺ τοποθετοῦνται μαζὶ στὴν πρώτη θέση. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Σ’ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς στηρίζονται «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται», σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου (Ματθ. κβ΄ 38-40).
Πρῶτον λοιπὸν καλούμαστε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Θεό. Μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις. Κι ἡ ἀγάπη μας αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι θεωρητικὴ ἀλλὰ ἔμπρακτη. Νὰ ἐκδηλώνεται «ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α΄ Ἰω. γ΄ 18). Μᾶς τὸ ζήτησε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. ιδ΄ 15). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἀγαποῦμε εἰλικρι νὰ τὸν Θεό· ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἁγίων ἐντολῶν του.
Δεύτερον, ν’ ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον ὅπως ἀγαπᾶμε τὸν ἑαυτό μας. Τὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο προβάλλει ἕ να ἐξαίρετο πρακτικὸ παράδειγμα εἰλικρινοῦς καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης: τὸν Καλὸ Σαμαρείτη. Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν λογάριασε κόπο καὶ χρόνο, οὔτε ἐπηρεάστηκε ἀπὸ προκαταλήψεις καὶ τοπικισμούς, ἀλλὰ στάθηκε δίπλα στὸν ξένο καὶ πληγωμένο συνάνθρωπό του ὡς ἄνθρωπος, ὡς φίλος, ὡς ἀδελφός.
Ἀναρίθμητες εἶναι οἱ εὐκαιρίες ποὺ παρουσιάζονται καὶ στὴ δική μας ζωὴ γιὰ νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους ποὺ ἔχουν κάποια ἀνάγκη. Ἂς ἀφήσουμε κατὰ μέρος τυχὸν ἐπιφυλάξεις καὶ ἐμπάθειες. Ἐκεῖ θὰ φανεῖ ἡ γνησιότητα τῆς πίστεώς μας: στὸ βαθμὸ τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας.
Τὴ γνώριζε βέβαια τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ὁ νομοδιδάσκαλος. Πόσο εὐτυχὴς ὅμως θὰ ἦταν ἂν τὴν ἐφάρμοζε κιόλας! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν προτρέπει: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».
Αὐτὸ παραγγέλλει καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς: Μὴ μένεις στὴ θεωρία καὶ στὴν ἁπλὴ γνώση... Ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Ὁ δρόμος γιὰ νὰ κληρονομήσεις τὴν αἰώνια ζωὴ ἔχει συγκεκριμένο ὄνομα: ἀγάπη. Ἀγάπησε κι ἐσὺ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον σου καὶ τότε θὰ ζήσεις αἰωνίως στὴ Βασιλεία του, κοντὰ σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀνεξάντλητη πηγὴ τῆς Ἀγάπης.
«Ο ΣΩΤΗΡ»

Κυριακή Η΄ Λουκά-Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη -Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού


Η παραβολή του καλού Σαμαρείτου είναι ευρέως γνωστή, αδελφοί μου. Ο Κύριος την ανέφερε ερωτώμενος από έναν νομομαθή πώς μπορεί να κερδίσει την αιώνια ζωή. Η ερώτηση αποσκοπούσε στο να ελέγξει τις γνώσεις του Ιησού γύρω από τον νόμο του Μωυσή, προκειμένου να Τον εκθέσει στα μάτια των ακροατών Του. Ο Χριστός δεν περιορίστηκε στην υπενθύμιση της γνωστής εντολής της Π. Διαθήκης περί της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον. Ανέλυσε την έννοια του πλησίον, παραθέτοντας την περιπέτεια του Σαμαρείτου. Ένας άνθρωπος, πηγαίνοντας από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, έπεσε θύμα ληστρικής επίθεσης και κειτόταν στην άκρη του δρόμου ημιθανής. Από δίπλα του πέρασαν ένας ιερέας της Ιουδαϊκής θρησκείας και ένας Λευίτης οι οποίοι αδιαφόρησαν προκλητικά. Πέρασε και ένας Σαμαρείτης, ο οποίος τον σπλαχνίστηκε. Περιποιήθηκε τα τραύματά του. Τον πήρε στους ώμους και τον μετέφερε στο πλησιέστερο πανδοχείο. Έδωσε χρήματα στον πανδοχέα προκειμένου να περιθάλψει τον τραυματία. Με αυτή τη διήγηση περιέγραψε τον πλησίον ο Ιησούς, κάνοντας ένα βήμα παραπέρα στον προσδιορισμό της αγάπης, όπως την εκλάμβανε ο κόσμος της Π. Διαθήκης, καθώς αποκάλυψε τα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά της αληθινής εν Χριστώ αγάπης.
Το πρώτο χαρακτηριστικό της εν Χριστώ αγάπης είναι η έμπρακτη εφαρμογή της. Ο Σαμαρείτης δεν περιορίστηκε σε λόγια συμπόνιας και παρηγοριάς. Ανέλαβε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, πήρε πάνω του τον πόνο του αδελφού και έκανε τα πάντα για να βελτιώσει την κατάστασή του. Αυτό είναι ένα μήνυμα για τους ανθρώπους της εποχής μας που είναι εύκολοι στα λόγια, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να περιορίσουν στο ελάχιστο τα προσωπικά τους συμφέροντα και τη βολή τους για να σταθούν δίπλα στον πάσχοντα αδελφό.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της εν Χριστώ αγάπης είναι η ανιδιοτέλεια. Ο Σαμαρείτης δεν είχε να κερδίσει τίποτα από το ενδιαφέρον που επέδειξε στον χτυπημένο συνάνθρωπό του. Αντιθέτως, εγκατέλειψε τις εργασίες του, βγήκε από το πρόγραμμά του και έκανε τις ανάγκες του αδελφού του δικές του. Δεν αποσκοπούσε ούτε στον έπαινο, ούτε στην αναγνώριση των ανθρώπων. Δε ζήτησε το παραμικρό αντάλλαγμα για να εκφράσει την ανθρωπιά του.
Το τρίτο χαρακτηριστικό της εν Χριστώ αγάπης είναι η έλλειψη διακρίσεων. Ο Σαμαρείτης θα μπορούσε κάλλιστα να αδιαφορήσει καθώς ο τραυματίας ήταν Ιουδαίος, ανήκε δηλ. σε άλλη θρησκευτική πίστη. Είναι γνωστή δε η διαμάχη που επικρατούσε μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών εκείνη την εποχή. Έφθανε σε επίπεδα σκληρότητας και μίσους. Δεν έκανε, όμως, μέσα του τη διάκριση που άλλοι, ενδεχομένως, θα έκαναν στη θέση του. Δεν αρνήθηκε τον συνάνθρωπό του, επειδή τους χώριζαν θρησκευτικές διαφορές. Αλίμονο αν αυτές γίνονται αιτία να χάσουν οι άνθρωποι τα αισθήματα της συμπόνιας και της φιλανθρωπίας. Στη σκέψη της Εκκλησίας κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως θρησκευτικών, φυλετικών ή πολιτιστικών καταβολών, είναι εικόνα του Θεού. Και όλους οφείλουμε να περιβάλουμε με αδιάκριτη, ως προς την ποιότητα, αγάπη, γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού.
Το τέταρτο, τέλος, χαρακτηριστικό της εν Χριστώ αγάπης είναι το στοιχείο της θυσίας. Ο Σαμαρείτης από την υπόθεση αυτή βγήκε ζημιωμένος οικονομικά. Όλα τα χρήματά του έθεσε στη διάθεση του τραυματία συνανθρώπου του. Δε σκέφθηκε τις προσωπικές ή τις οικογενειακές του ανάγκες. Τα θυσίασε όλα προκειμένου ο άνθρωπος να ξανασταθεί στα πόδια του υγιής. Κι όμως, υπάρχουν στην εποχή μας πολλοί που αποταμιεύουν χρήματα και πλούτη, για τις δύσκολες, δήθεν ώρες της ζωής τους, ενώ δίπλα τους άνθρωποι υποφέρουν επειδή δεν έχουν τα στοιχειώδη για να καλύψουν τα προς το ζην ή τα έξοδα για την θεραπεία των ασθενειών τους. Αρνούνται να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια, επιδεικνύοντας απάνθρωπη αδιαφορία και αναλγησία. Το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτου, αγαπητοί μου, ας μιλήσει, επιτέλους, στις καρδιές μας, κυρίως στις μέρες μας που η ανάγκη για έμπρακτη και όχι θεωρητική αγάπη είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Μόνο μια τέτοια αγάπη μπορεί να γίνει το εισιτήριο για την κατάκτηση της αιώνιας ζωής. ΑΜΗΝ!
www.imd.gr/Αρχιμ. Ε.Ο.

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ - π. Ιωήλ Κωνστάνταρος


undefined

H΄ Κυριακή Λουκά
(Ι΄ 25-37)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ

Όλοι μας λίγο-πολύ γνωρίζουμε την θαυμάσια παραβολή του καλού Σαμαρείτη, την οποία ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, διηγήθηκε εξ αφορμής των ερωτήσεων ενός Νομικού.
Ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής Λουκάς, με την αριστοτεχνική του γραφίδα, μας μεταφέρει μπροστά στο γεγονός και αισθανόμαστε ότι βλέπουμε τα γεγονότα που περιγράφει, με τα ίδια μας τα μάτια.
Έχουμε μπροστά μας, τον ταλαίπωρο εκείνο άνθρωπο, που καθώς κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, έπεσε επάνω στους φοβερούς ληστές, με αποτέλεσμα, αφού τον λήστεψαν και τον κακοποίησαν, να τον αφήσουν «ημιθανή τυγχάνοντα».
Πόσο, αλήθεια, προσβάλλεται ο ανθρωπισμός μας, και πόσο υποφέρει η θρησκευτική συνείδηση, όταν παρατηρούμε ότι οι δύο άνθρωποι που πέρασαν, ο Ιερεύς και ο Λευίτης, «αντιπαρήλθαν» αφήνοντας τον συμπατριώτη τους και ομόθρησκό τους στην αξιοθρήνητη εκείνη κατάσταση!
Αλλά ευτυχώς, ο τρίτος που πέρασε, αν και αλλόδοξος και Σαμαρείτης (εχθρός δηλαδή), όχι μόνο δεν έδειξε την ίδια αχαρακτήριστη συμπεριφορά με τους δύο προηγούμενους, αλλ’ απεδείχθη ο Σωτήρας του τραυματισμένου ανθρώπου!
Σε πολλά σημεία της παραβολής θα μπορούσαμε να σταθούμε, και πάρα πολλές αλήθειες θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε φίλοι μου.
Όμως θα μείνουμε στο υπόλοιπο τμήμα της Ευαγγελικής μας περικοπής, όπου αναδεικνύεται η αγάπη του Σαμαρείτη στον άγνωστό του (στον εχθρό του) και στα όσα έκανε για να τον σώσει.
Φυσικά, είναι ανάγκη μόνοι μας να μελετήσουμε και να εμβαθύνουμε στα αποκαλυπτικά λόγια του Σωτήρος μας Ιησού.
Να δούμε τον Σαμαρείτη που καθαρίζει και προσδένει τις αιματηρές πληγές, να τον δούμε κατόπιν να ανεβάζει τον ετοιμοθάνατο στο ζωντανό του, να τον προσέχει να μη πέσει από την αφαίμαξη και την εξάντληση, και στη συνέχεια να τον αποθέτει στο πανδοχείο και να καθιστά υπεύθυνο τον πανδοχέα για την θεραπεία του εχθρού του. Τέλος να τον θαυμάσουμε όταν τονίζει την συγκλονιστική φράση «επιμελήθητι αυτού και ό,τι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι» (Λουκά ια΄ 35). Δηλ. Περιποιήσου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι ξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέφω στην πατρίδα μου και περάσω πάλι από εδώ, θα σου τα εξοφλήσω.
Οπωσδήποτε η παραβολή θέλει να τονίσει την αγάπη που πρέπει να έχουμε μεταξύ μας οι άνθρωποι. Αν ένας Σαμαρείτης έδειξε τέτοια συμπεριφορά, ποιά αλήθεια, συμπεριφορά, θα πρέπει να δείχνουμε οι χριστιανοί, όχι μόνο μεταξύ μας, αλλά και σ’ αυτούς που μας θεωρούν εχθρούς;
Τονίζουμε ότι ενδεχομένως, άλλοι ίσως να μας θεωρούν εχθρούς. Και τούτο διότι, αν ένας πιστός ισχυρίζεται ότι ο ίδιος έχει εχθρούς, ότι δηλαδή μισεί κάποιους ανθρώπους, για διαφόρους λόγους, αυτός, ξεκάθαρα δεν μπορεί να έχει σχέση με τον Χριστό. Απλούστερα; Ένας τέτοιος τύπος, παρά την ίσως καλή εξωτερική του συμπεριφορά, δεν είναι καν χριστιανός.
Αλλά στον λόγο του Θεού, υπάρχει και η βαθύτερη θεολογική σημασία. Κατ’αυτήν, ο άνθρωπος είναι όλη η ανθρωπότητα. Ληστές είναι οι δαίμονες. Φοβερές πληγές είναι οι αμαρτίες που πραγματικά καταρρακώνουν και τελικώς θανατώνουν τον άνθρωπο. Οι πρώτοι διαβάτες είναι οι άνθρωποι που οσοδήποτε μεγάλοι και αν φαίνονται δεν έχουν την δύναμη να σώσουν τον δυστυχισμένο άνθρωπο από τα πάθη και τις αμαρτίες. Και φυσικά, Σαμαρείτης είναι Αυτός ο Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός που ήρθε για να σώσει τον άνθρωπο.
Πανδοχείο, δεν είναι παρά η Εκκλησία που δέχεται όλη την ανθρωπότητα για να την θεραπεύσει. Και όπως σε ένα πανδοχείο υπάρχει το προσωπικό, έτσι και στο πανδοχείο-πνευματικό αυτό νοσοκομείο, υπάρχουν οι κληρικοί που έχουν εντολή από τον Ίδιο τον Χριστό να προσφέρουν στην ανθρωπότητα κάθε βοήθεια η οποία συντελεί στην σωτηρία τους.
Σε μας τώρα δεν μένει παρά να ακούσουμε τον Σωτήρα μας και να παραμένουμε μέσα στο πανδοχείο, στην Εκκλησία, για να βρούμε την θεραπεία που ποθούμε, αφού δεν υπάρχει αυτοκάθαρσις και προσωπική αυτοθεραπεία και ακόμα, δεν υπάρχει στον δρόμο μας και άλλο πανδοχείο!
Για τούτο και έχει λεχθεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι η θαυμάσια αυτή Ευαγγελική παραβολή, δείχνει όχι μόνο τον δρόμο που οδηγεί τον άνθρωπο (το σύνολο των ανθρώπων), στην κοινωνική ευτυχία, αλλά και την μόνη ασφαλή οδό που οδηγεί τον άνθρωπο στον ουρανό.
Να δώσει, αδελφοί μου, ο Σωτήρας και Λυτρωτής μας Ιησούς, να εννοούμε τις θείες του αλήθειες και ταυτοχρόνως να εκτιμούμε ολοένα και περισσότερο την μοναδική αξία του Πανδοχείου του, που όπως τονίσαμε, δεν είναι άλλο από την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν Του.
Αμήν.
Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...