Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2011

« ΕΓΓΙΣΟΝ ΗΜΙΝ ΚΥΡΙΕ»

undefined


ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ και η υμνογραφία της ορθόδοξης Εκκλησίας είναι πηγή πνευματικής δύναμης. Μέσα στους ύμνους και τις προσευχές διακρίνουμε και κάποιο είδος θεοπνευστίας, γιατί η Εκκλησία μας, όταν προσεύχεται συγχρόνως θεολογεί και διδάσκει. Οι ιεροί υμνογράφοι δέχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα πλούσιες πνευματικές εμπειρίες οι οποίες έγιναν στη συνέχεια η γλώσσα της προσευχόμενης Εκκλησίας.
Μια τέτοια ωραία και περιεκτική προσευχή περιέχεται στην ακολουθία της Τρίτης Ώρας, η οποία μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Λέγει τα εξής: « ταχείαν και σταθηράν δίδου παραμυθίαν τοις δούλοις σου, Ιησού, εν τω ακηδιάσαι τα πνεύματα ημών. Μη χωρίζου των ψυχών ημών εν θλίψεσιν, μη μακρύνου των φρενών ημών εν περιστάσεσιν, αλλ’ αεί ημάς πρόφθασον. Έγγισον ημίν, έγγισον ο πανταχού ώσπερ και τοις Αποστόλοις σου πάντοτε συνής, ούτω και τοις ποθούσιν ένωσον σαυτόν, οικτίρμων. Ίνα συνημμένοι σοι υμνώμεν και δοξολογούμεν το Πανάγιον σου Πνεύμα».
Αν προσέξουμε τα νοήματα του κειμένου θα δούμε ότι μας ανάγουν στην Αγ. Γραφή που είναι αστείρευτη πηγή ιερών υμνωδιών και προσευχών.
Έτσι η ακηδία στην οποία αναφέρεται η προσευχή είναι ένα δύσκολο πάθος, ένας μεγάλος εχθρός της πνευματικής ζωής, Όταν εμφανισθεί αυτό το παράσιτο της ακηδίας στην ψυχή και δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και σωστά, τότε ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ράθυμος στην πνευματική εργασία. Και αδιάφορος γι τη σωτηρία του.
Η θεραπευτική μέθοδος της Εκκλησίας δεν προτείνει κάποια βοηθητικά λόγια, αλλά γι ’αυτές τις δύσκολες ώρες της ακηδίας προτείνει μετά την εξομολόγηση την επίκληση του Κυρίου: « μη μακρύνου των φρενών ημών», « μη χωρίζου των ψυχών ημών» λέγει ο ιερός υμνογράφος.
Η ακηδία οδηγεί στο σκοτασμό του νου και σε αθυμία με αποτέλεσμα να εμφανίζονται λογισμοί δειλίας και βλασφημίας.
Ενώ ο ι. υμνογράφος επιζητεί γαλήνη λογισμών, ανάπαυση καρδιάς, προθυμίας για πνευματικό αγώνα και απαλλαγή από φόβο, ανησυχία ή ταραχή. Και στη συνέχεια συνοψίζει το αίτημα του στην προστακτική: « έγγισον ημίν. έγγισον ο πανταχού». Μέσα από το βάθος της καρδιάς του αναβλύζει το μέγα αίτημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζητά το άγγιγμα του Κυρίου. Είναι αλήθεια ότι από τότε που ο Χριστός με τη Θ. Ενανθρώπηση Του άγγιξε την ανθρώπινη φύση αντιστοιχίζεται η θέωση του ανθρώπου.
Επειδή γνωρίζει την οντολογική σχέση του Χριστού με την ανθρώπινη φύση, δεν ζητά απλά μια ενίσχυση και παρηγοριά, αλλά αυτή την ίδια τη θέωση.
Το άγγιγμα του Κυρίου στην ανθρώπινη φύση δεν είναι στατικό και ελλιπές. Είναι άγγιγμα τέλειο και σωστικό. Γι ’αυτό πάντοτε η Εκκλησία μας προσευχόμενη βοά: « άγγισον ημίν Κύριε»

Κυριακή Η΄ Λουκά - "Περί ασπλαχνίας"(+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



"Περί ασπλαχνίας"

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς εὐαγγέλιο διαβάζεται, ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Τὴ γνωρίζουν καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ἀλ λὰ τὴ θαυμάζουν καὶ οἱ μεγαλύτεροι σοφοί.Ἐπειδὴ ὅμως στὸ κήρυγμα ὁ σατανᾶς μᾶς κάνει ὅλους βιαστικοὺς καὶ ἀνυπόμονους, θὰ πῶ μόνο λίγα σύντομα λόγια.
Κάποιος ἄνθρωπος ξεκίνησε νὰ πάῃ πεζῇ ἀπὸ μία πόλι σὲ ἄλλη. Εἶχε βαδίσει ἀρκετὰ χιλιόμετρα στὴν δημοσία ὁδό,ὅταν σὲ κάποια καμπὴ τοῦ δρόμου, μέσ᾽ ἀπὸ μιὰ πυκνὴ λόχμη, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ ἕνα βράχο, ξεπήδησαν μπροστά τουλῃσταί. Τοῦ φώναξαν «ἄλτ» καὶ σταμάτησε. Ἔκανε ν᾽ ἀντι σταθῇ, ἀλλ᾽ αὐτοὶ τὸν χτύπησαν, κι ἀφοῦ τοῦ πῆραν ὅ,τι εἶχε πάνω του τὸν ἄφησαν πληγωμένο ἐκεῖ χάμω.Στὴν κατάστασι ποὺ ἦταν ἤθελε βοήθεια.

Σὲ λίγο περνάει ἕνας καβάλλα σὲ ἄλογο. Ἦταν ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου. Ὁ τραυματίας εἶπε μέσα του· Αὐτὸς θὰ μὲ σώσῃ, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶνε… Ἀλλ᾽ αὐτός, ὅταν πλησίασε, ἔρριξε μιὰ ματιά, κέντησε τὸ ζῷο του κι ἀπομακρύνθηκε. Σὲ λίγο περνάει ἄλλος· αὐτὸς ἦταν λευΐτης, εἶχε δηλαδὴ μικρότερο ἱερατικὸ ἀξίωμα, ἦταν ἂς ποῦμε διάκονος. Ὁ τραυματίας περίμενε μήπως αὐτὸς δείξῃ συμπόνια.Ματαίως ὅμως· ἀπομακρύνθηκε κι αὐτὸς ἀδιάφορος.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ. Καὶ νά τώρα φαίνεται κάποιος ἄλλος. Καθὼς ὅμως πλησιάζει, ὁ πληγωμένος τὸν διακρίνει καὶ ψιθυρίζει· Ὤχ, χάθηκα!… Κρύος ἱδρώτας τὸν ἔπιασε· αὐτὸς ποὺ ἐρχόταν ἦταν ἐχθρός, θανάσιμος ἐχθρός. Ἰουδαῖος ὁ τραυματίας,Σαμαρείτης ἐκεῖνος, καὶ μεταξὺ τῶν δύο ἐθνῶν ὑπῆρχε μῖσος ἄσπονδο. Τώρα αὐτὸς θὰ μ᾽ ἀποτελειώσῃ, μονολόγησε, θὰ μοῦ δώσῃ τὴ χαριστικὴ βολή… Ἔγινε λοιπὸν ἔτσι; Ὄχι. Ἀντιθέ τως· ὁ Σαμαρείτης σταμάτη σε, κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἄλογο
καὶ τοῦ προσέφερε τὶς πρῶτες βοήθειες· τὸν ἔπλυνε μὲ κρασὶ καὶ τὸν ἄλειψε μὲ λάδι ποὺ εἶχε μαζί του, ἔδεσε τὶς πληγὲς μὲ προχείρους ἐπιδέσμους (ποὺ θὰ ἔκανε σχίζοντας ἴσως τὸ πουκάμισό του), μ᾽ ἕνα λόγο τὸν νοσήλευσε.
Μετὰ τὸν σήκωσε στὸν ὦμο, τὸν ἀνέβα σε στὸ ἄλογό του, ἔγινε ἀγωγιά της, καὶ τὸν ὡδήγησε σ᾿ ἕναπανδοχεῖο, σ᾿ ἕνα χάνι. Ἐκεῖ κάθησε ὅλη τὴ νύχτα στὸ προσκέφαλό του καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε. Καὶ τὸ πρωὶ φώναξε τὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ λέει· Περιποιήσου τον, κι ὅ,τι ξοδέψῃς, θὰ γυρίσω ἐγὼ νὰ σ᾽ τὰ πληρώσω.
Τί βλέπουμε ἐδῶ; Ἕνα τραυματία, ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἐπειγούσης βοηθείας, κι ἀπέναντί του τρεῖς ἀνθρώπους· ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δύο πέρασαν ἀδιάφοροι, ἐνῷ ὁ τρίτος, παρ᾽ ὅλο ὅτι ἀνῆκε στοὺς ἐ χθρούς του, ἔδειξε σπλάχνα οἰκτιρμῶν, ἐλέ η σε, βοήθησε καὶ ἔσωσε τὸν τραυματία. Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ«Σαμαρείτης»,ποὺ κατέβηκε ὄχι ἀπὸ τὸ ζῷο του ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐδῶ στὴ γῆ; Ὤ μυστήριο, ὤ θαῦμα ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἄλλο! εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων»(Α΄ Τιμ. 6,15). Καὶ οἱ ἄνθρωποι - οἱ Ἰ ουδαῖοι, κοντὰ στὰ ἄλλα παρωνύμια - παρατσούκλια ποὺ τοῦ ἔδωσαν, τὸν ὠνόμασαν καὶ Σαμαρείτη, γιὰ νὰ τὸν περιφρονήσουν. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο.
Κανείς μὰ κανείς ἄλλος μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο ὅπως ὁ Χριστός. Λέει πὼς σ᾿ ἀγαπάει ἡ γυναίκα σου – ψέματα σοῦ λέει· λένε ὅτι σ᾿ ἀγαποῦν τὰ παιδιά σου – ψέματα λένε· λένε ὅτι σ᾿ ἀγαποῦν οἱ φίλοι σου – ψέματα. Θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ σ᾿ ἀφήσουν ὁλομόναχο. Ἕνας μόνο θὰ μείνῃ κοντά σου, κι αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης, ποὺ προσφέρει τὴ βοήθειά του σὲ κάθε πονεμένο.
Πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος εἴκοσι αἰῶνες, ἀλλ᾽ αὐτὴ ἡ παραβολὴ παραμένει ἐπίκαιρη. Μιλάει ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν του ὄχι μόνο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀλλὰ καὶ τὴ σημερινή. Ὅπως τότε ὑπῆρχαν δυστυχισμένοι ποὺ ζητοῦσαν βοήθεια, ἔτσι καὶ σήμερα ἀναρίθμητοι ἄν θρω ποι εἶνε κι αὐτοὶ τραυματισμένοι καὶ ζητοῦν βοήθεια. Εἶνε φτωχοί, ποὺ δὲν ἔχουν ἕ να κομμάτι ψωμί· εἶνε γυμνοί, ποὺ δὲν ἔχουν ροῦχο νὰ σκεπαστοῦν· εἶνε ἄστεγοι, ποὺ δὲν ἔ χουν καλύβα νὰ στεγαστοῦν· εἶνε χῆρες καὶ ὀρφανά, ποὺ ζητοῦν προστασία· εἶνε ἄρρωστοι, ποὺ βογγᾶνε πάνω στὰ κρεβάτια καὶ δὲν ἔχουν οὔτε γιατρὸ οὔτε φάρμακα· εἶνε νέοι ἄνεργοι, ποὺ χτυποῦν πόρτες καὶ κανείς δὲν τοὺς μισθώνει· εἶνε πρόσφυγες, ποὺ περιπλανῶνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ· εἶνε… Τί ζητοῦν ὅλοι αὐτοί;
«Βοήθεια!» φωνάζουν. Ἀκόμα καὶ στὴν Ἀμερική, ποὺ θεωρεῖται τὸ πλουσιώτερο κράτος,κοντὰ στοὺς οὐρανοξύστες ὑπάρχουν φτωχοὶ ποὺ στεροῦνται καὶ τὰ ἀναγκαῖα. Καὶ στὴ ῾Ρωσία, ποὺ οἱ κυβερνῆτες της κάποτε ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ σβήσουν τὴ δυστυχία, βλέπουμε ὅ τι κ᾽ ἐκεῖ ὑπάρχουν φτωχοί. Πεῖνα λοιπὸν στὴν Ἀμερική, πεῖνα στὴ ῾Ρωσία. Πεῖνα πρὸ παντὸς – ποῦ; Στὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἀφρική· ἐκεῖ πεθαίνουν κάθε μέρα παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες!
Δὲν ὑπάρχουν ἆραγε τρόφιμα; Ὑπάρχουν. Ὑπάρχουν ἀποθῆκες καὶ ψυγεῖα μὲ ἑκατομμύρια τόννους σιτάρι, γάλα, κρέατα καὶ κονσέρβες, βουνὰ ὁλόκληρα ἀπὸ βούτυρο. Καὶ ὅμως οὔτε σπυρὶ οὔτε σταγόνα δὲν προσφέρεται γιὰ τοὺς πεινασμένους τοῦ πλανήτου.
Ἄσπλαχνη κοινωνία. Προτιμοῦν νὰ τὰ κάψουν, νὰ τὰ ῥίξουν στὰ ποτάμια, ἐνῷ μποροῦν τόσο πολλὰ νὰ κάνουν. Μὴν πᾶμε ὅμως μακριά· καὶ ἡ δική μας χώρα, ποὺ ἦταν κάποτε φτωχή, σήμερα δὲν εἶνε· δόξα τῷ Θεῷ εἶνε αὐτάρκης. Τί κάνουμε λοιπόν; Οὔτε ἕνα τόννο δὲν δίνουμε· ποὺ ἔπρεπε νὰ φορτώσουμε καράβια μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία καὶ νὰ πᾶμε ἐκεῖ νὰ δώσουμε τὴ μάχη ἐναντίον τῆς πείνας, τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας, καὶ νὰ δοξάσουν οἱ ἰθαγενεῖς τὸ Θεὸ ποὺ ἐπὶ τέλους μιὰ μικρὴ χριστιανικὴ χώρα τοὺς σπλαχνίστηκε. Ἀλλὰ τί κάνουμε· ἀνοίγουμε κ᾽ ἐμεῖς χωματερὲς καὶ θάβουμε ἐκλεκτὰ προϊόντα.
Κάποτε ὁ τόπος αὐτὸς γεννοῦσε μεγάλους εὐεργέτες. Τὸ οὐράνιο αὐτὸ εἶδος δὲ φυτρώνει πλέον στὰ βράχια μας. Κάποτε παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ἔφευγαν πάμπτωχα, μόνο μὲ τὴν εὐχὴ τῶν γονέων τους, πήγαιναν μακριὰ στὰ ξένα, κ᾽ ἐκεῖ μὲ σκληρὴ δουλειὰ δημιουργοῦσαν μεγάλες περιουσίες. Καὶ προτοῦ νὰ πεθάνουν, ἄφηναν ὅλα τους τὰ ὑπάρχοντα στὸ γένος.
Ἔτσι ἡ πατρίδα μας, ἰδίως ἡ Ἀθήνα, εἶνε γεμάτη ἀπὸ ἱδρύματα τέτοιων εὐεργετῶν.Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Γεώργιος Ἀβέρωφ, φτωχὸ παιδί, ἔφυγε ξυπόλητο ἀπὸ τὸ Μέτσοβο μὲ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας του. Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ἐργάστηκε, κοπίασε τριάντα χρόνια κι ἀπέκτησε πλοῦτο. Καὶ τί τὸν ἔκανε; Γιὰ τὸν ἑ αυτό του δὲν κράτησε οὔτε μία λίρα· πέθανε φτωχός. Ὅλα τά ᾽δωσε γιὰ τὴν Ἑλλάδα! Καὶ μ᾽ ἐκεῖνα τὰ χρήματα ἡ μικρὴ πατρίδα μας, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἔ φτειαξε τὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ»,τὸ θρυλικὸ πολεμικὸ καράβι μὲ τὸ ὁποῖο μαντρώσαμε στὰ Δαρ δανέλλια τὸν τουρκικὸ στόλο.
Ποῦ σήμερα τέτοιοι εὐεργέτες; Στυγνοὶ ἀπέναντι στὴ δυστυχία. Σ᾿ ἕνα χωριὸ βγῆκε ὁ παπᾶς ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι σὲ ἡμέρα ἐράνου γιὰ φιλανθρωπικὸ σκοπό. Τί μάζεψε; οὔτε ἕνα χιλιά ρικο. Λυπημένος μοῦ ἀνέφερε στὸ τηλέφω νο·
Δυστυχῶς ὁ ἔρανος ἀπέτυχε. Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ ἦρθαν μουσικὰ συγ κροτήματα ἀπὸμακριὰ μὲ τραγουδίστριες, ἔστησαν ἐξέδρα στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ, καὶ τραγουδοῦσαν ἀπὸ δύσι τοῦ ἡλίου ὣς τὸ πρωί. Καὶ γέροι ἀκόμα ἀσπρομάλληδες γλεντοῦσαν καὶ ὠρ γίαζαν μαζὶ μὲ τοὺς νέους. Καὶ πόσα μάζεψαν οἱ νυχτερίδες τῆς ἡδονῆς; Ὁ παπᾶς ἕνα χιλιάρικο, αὐτὲς τριακόσες χιλιάδες. Ὦ Θεέ μου, ὅλα γιὰ τὸ διάβολο· τίποτα γιὰ τὸ Χριστό, τίποτα γιὰ τὸν πλησίον!
Θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία ποιά εἶνε; Εἶνε καὶ ἡ πορνεία, καὶ ἡ μοιχεία, καὶ ἡ βλασφημία· ἀλλὰ χειρότερη εἶνε ἡ ἀσπλαχνία, τὸ νὰ στέκεσαι ἀδιάφορος. Τυφλοὶ ὅσοι δὲ βλέπουν τὴ δυστυχία, κουφοὶ ὅσοι δὲ συγκινοῦνται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Ἂς ξερριζώσουμε, ἀδελφοί μου, ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὴν ἀσπλαχνία. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν πονάει τὸν ἄλλο δὲν εἶνε Χριστιανός. Ἡ κυριώτερη ἐντολὴ τοῦ εὐαγγελίου εἶνε ἡ ἀγάπη· εἶνε τὸ ὀξυγόνο τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὴ νὰ καλλιεργήσουμε μιμούμενοι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἂς σκορποῦμε τὸ καλό. Ἐκεῖνο ποὺ σοῦ περισσεύει δὲν εἶνε γιὰ τσιγάρο, γιὰ οὖζο, γιὰ τόσα ἄλλα περιττὰ καὶ ἁμαρτωλά· «εἶνε τῆς χῆρας, τοῦ ὀρφανοῦ καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε». Γιατὶ «τὸν ἄσπλαχνο, μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός».
Γι᾽ αὐτό, ὅταν γίνεται ἔρανος τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ σπεύδουμε πρόθυμα. Ἐκεῖ ἀξίζει νὰ σημειώνωνται τὰ ρεκόρ, καὶ ὄχι τόσο στὰ διάφορα ἀθλήματα καὶ τὶς διασκεδάσεις. Νὰ εἴμαστε πρῶτοι στὴ φιλανθρωπία, πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας˙ ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης - Ἀμυνταίου τὴν 11-11-1984

Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς
Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ.




Ἠκούσαμεν, ἀδελφοί, ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ λέγοντος, ὅτι Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λη­σταῖς περιέπεσεν· οἷ ἐκδύ­σαντες αὐτόν,καὶ πληγὰς ἐπι­θέντες κατέλι­πον ἡμιθανῆ τυ­γχάνοντα. Ἱερεὺς δὲ καὶ Λευ­ΐτης διερχόμενοι διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, καὶ ἰδόντες αὐ­τὸν, ἀντιπαρῆλθον. Σαμαρεί­της δέ τις ἐλθὼν ἐπὶ τὸν τόπον, καὶ ἰδὼν αὐτὸν, ἐσπλαχνίσθη ἐπ’ αὐτόν, καὶ σὺν ἐλαίῳ οἶνον βαλὼν καὶ ἀναμί­ξας ἐπέχεεν αὐτῷ καὶ κατέδησε τὰ τραύ­ματα αὐτοῦ, καὶ ἀναλαβὼν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἔδωκε τῷ πανδο­χεῖ δὺο δηνά­ρια, εἰπὼν· Ἐπιμελήθητι τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ εἴ τι προσδαπανή­σης, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεθαί με ἀποδώσω σοι. Ἴδωμεν οὖν τὴν τούτων παρα­βολὴν, ἵνα συ­νιέντες καρδίᾳ συνετῇ γνωρ­ίσωμεν τοῦ Θεοῦ τὰ μυστήρια. Ἄνθρω­πος ἐστιν ὁ Ἀδὰμ, Ἰερουσαλὴ δὲ ἡ ἐπου­ράνιος πολιτεία καὶ ἡ φρόνη­σις, Ἱεριχὼ δὲ ὁ κόσμος. Ἐφ’ ὅσον τοίνυν ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς παρακοῆς εἶχε τὸ ἐπουράνιον φρόνημα, καὶ τὴν ἰσάγγελον πολιτείαν, ἀκώλυτον εἶχε τὴν εἴδοδον ἐν τῇ ἐπουρα­νίῳ πόλει Ἱερουσαλήμ, καὶ τὴν κατοικίαν καὶ διατριβὴν ἐν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Θεοῦ ποι­ούμενος, ὑπ’ οὐδενὸς ἐνικᾶτο, οὐδὲ ἐτραυματίζετο· ὅτε δὲ παρήκου­σε τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἐντολὴν οὐκ ἐφύλαξεν, ἀλλ’ ἀπηνέχθη τῇ ἀπάτῃ τοῦ ὄφεως, τότε κατέβη εἰς Ἱεριχώ, τοὐτέστιν εἰς τῆν γῆν, καὶ τὰ τῆς γῆς εἰργάζετο· Ἱερουασλὴμ γὰρ ἀνάβασις ἑρμηνεύεται, Ἱερι­χὼ δὲ κατα­κλυσμός. Κατέβη οὖν ὡς ἀπὸ Ἱερουασλὴμ εἰς Ἱεριχώ, οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐπουρανίου πολιτεύ­ματος, ἐπὶ τὸ τῆς ἀπάτης τοῦ διαβόλου πολίτευμα. Ὅτε γάρ τις φυλάσσει τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, τότε ἐν οὐρανοῖς πολι­τεύεται, καθά φησιν ὁ Ἀπόστο­λος · Ἠμῶν δὲ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπά­ρχει. Κατέβη ἀπὸ δόξης εἰς ἀδο­ξίαν, ἀπὸ παραδεί­σου τρυφῆς εἰς ἀκανθηφόρον γῆν, ἀπὸ ζωῆς εἰς θάνατον· Ἐν γάρ, φησί, φάγε­σθε ἐκ τοῦ ξύλου, θανάτῳ ἀποθα­νεῖσθε τοὐτέστι, τῇ ἁμαρτίᾳ· θά­να­τος γὰρ ψυχῆς ἁμαρτία τὸ πα­ρακοῦσαι Θεῷ. Κατέβη ἀπὸ δικαι­οσύνης τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ, ἀπὸ ἁγιωσύνης τῆς ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἦλθεν εἰς Ἱεριχώ, τοὐτέστιν, εἰς τὸ πτῶμα τῆς παρακοῆς, εἰς τὸν θάνατον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐμπίπτει εἰς τοὺς ληστάς, τοὐτέστιν, εἰς τὸν διάβολον καὶ τὰς ἀντικεμένας αὐτῷ δυνάμεις. Ὁδὸς δέ ἐστιν ὁ βίος οὗτος, ὅπου περιπατήσας ὁ Ἀδὰμ ἔπεσεν εἰς τοὺς ληστάς, καὶ ἐκδιδύσκουσιν αὐτόν. Καὶ τί αὐτὸν ἐξέδυσαν; Τὴν στολὴν τῆς ὑπακοῆς, τὴν μετ’ ἀγγέλων φιλίαν, τὴν ἀκήρατον δόξαν, τὴν μετὰ Χριστοῦ διατριβήν, τὴν ἐν παραδείσῳ τρυφήν, τὴν ἐπουράνιον ζωήν. Ταύτην αὐτὸν ἐξέδυσαν τὴν στολὴν. Καὶ πληγὰς αὐτῷ ἐπέθηκαν, τοὐτέστι, τὰς ἁμαρτίας, πορνείας, μοιχείας, εἰδωλολατρείας, φαρμακείας, φόνους, φθόνους, ἔρεις, θυμόν, καὶ πᾶσαν τὴν λοιπὴν τῶν κακῶν ἐργασίαν. Ταῦτα γὰρ τὰ ἔργα μαστιγοῦσι τὸν ἄνθρωπον, ταῦτα δυσωδίαν καὶ φθορὰν ἐμποιοῦσι. Καὶ ὅτι ἔστι τοῦτο ἀκριβῶς,, μάθε παρὰ τοῦ Δαυΐδ, πῶς τὰς τοῦ Ἀδάμ πληγὰς εἰς ἑαυτὸν εἰκονογραφῶν, μώλωπας αὐτὰς καλεῖ λέγων· Προσώζεσαι καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προφώπου τῆς ἀφροσύνης μου. Πᾶσα δὲ ἁμαρτία μώλαπα καὶ τραῦμα ἐργάζεται. Ἑτραυματίσθη τοίνυν διὰ τῆς παρακοῆς, ἐπλήγη διὰ τῶν ἀνομιῶν, ὥς φησιν ὁ προφήτης· Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος, καὶ ἐξη­ράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπε­λαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου· τοὐτέστιν, τοῦ φυ­λάξαι τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ἡμιθανῆ δὲ, φυσί, τοῦτον κατέ­λιπον, οὐχ ὡς μὴ βουλό­μενοι τοῦτον ἀναιρεῖν, ἀλλ’ ὡς τοῦ Θεοῦ μὴ συγχω­ροῦντος. Οὐ βούλομαι γάρ, φησί, τὸν θάνα­τον τοῦ ἁμαρτω­λοῦ, ὡς τὴν μετάνοιαν. Καὶ ποῦ αὐτὸν καταλείπουσιν; Εἰς τὴν ὁδόν, τοὐτέστιν, εἰς τὸν βίον τοῦτον· ὁδὸς γὰρ λέγεται ὁ αἰὼν οὗτος, ἐπειδὴ πάντες ἄνθρωποι δι’ αὐτοῦ διέρχονται. Καταλα­βὼν δὲ, φησίν, ὁ ἱερεῦς ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆ­λθεν. Ἱερέα δὲ λέγει τὸν μακά­ριον Μωϋσῆν καὶ Ἀαρών. Μαρτυ­ρεῖ γὰρ ὁ Δαυΐδ λέγων, Μωϋσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Οὗτος οὖν ὁ θαυμαστὸς Μωϋσῆς ἔνδοξος γενόμενος, ὁ δεκαπλήγῳ μάστιγι τοὺς Αἰγυπτίους ἐτάσας, ὁ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν σχίσας καὶ ἀποξηράνας καὶ διαγὼν τὸν λαὸν δι’ αὐτῆς ὁ τὸ ἐν Μαρρὰ ὕδωρ γλυκάνας, ὁ τῷ Θεῷ διὰ νέφους προσομιλήσας, ὅ πολλὰ θαύματα ἐργασάμενος, ὁδεύων τὴν ὁδὸν τοῦ βίου τούτου, καὶ ἰδὼν τὸν ἄνθρωπον κείμενον τετραυματισμένον, παρῆλθεν αὐτὸν, καὶ οὐκ ἀνέ­στησεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης, τοὐτέστι, τὸ προφητικὸν τάγμα. Καὶ γὰρ ἐκεῖνα ὕστερον μετὰ τὸν Μωϋσῆν γενόμενοι, καὶ τὴν αὐτὴν ὁδὸν τοῦ βίου βαδίσα­ντες, εὑρόντες τετραυμα­τισμέον ἄνθρωπον τὸν Ἀδάμ, οὐκ ἀνέ­στησαν. Οὔτε Μωϋσῆς διὰ νό­μου, οὔτε προφῆται διὰ σημεί­ων, οὐδεὶς αὐτὸν ἤγειρε, οὐδεὶς αὐτῷ ζωὴν ἐχαρίσατο, οὐδεὶς αὐτὸν ἐκ θανάτου ἐλυτρώσατο, οὐδεὶς ἔστειλε τῆς ἁμαρτίας τὸ τραῦμα· καὶ γὰρ αὐτοὶ ἐν ἁμα­ρτίας κατείχοντο. Εἰ διὰ σεμνὴν πολιτείαν Θεοῦ φίλοι ἐγένοντο, ἀλλὰ διὰ τὸ ὁμοσά­ρκους εἶναι τῷ Ἀδάμ, καὶ ἀπὸ τῆς ρίζης τῆς νεκρᾶς φέρε­σθαι, οὐκ ἠδύναντο κλάδου ὄντες τὴν ρίζαν ἀνα­σπάσαι ἀπὸ τῆς ἁμα­ρτίας. Σαμαρείτης δὲ τις, φησί, σπου­δαῖος τοῖς ἔργοις, εὔσπλα­χνος τὴν προαίρεσιν, συμπαθὴς περὶ τοὺς ὁμοδούλους, ἐλθὼν ἐπὶ τὸν τόπον, καὶ ἰδὼν αὐτὸν τετραυ­ματισμένον ἐσπλα­χνίσθη καὶ ἐπέθηκεν, ἔλαιον καὶ οἶνον, καὶ κατέδησε τὰ τραύμα­τα αὐ­τοῦ, τοὐτέστι, τούτου τὰς ἀμα­ρτίας. Πρόσωπον καὶ εἰκόνα ἀναλα­μβάνει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς Σαμαρείτου. Ἀλλ’ ἐρεῖ τις τῶν ἀκροατῶν τί; τὸν Κύριον Σαμαρείτην λέγεις; Ναὶ, Σαμαρείτην λέγων αὐτόν, οὐ τῇ φύσει τῆς θεότητος, ἀλλὰ τῇ μιμήσει τῆς εὐσπλαχνίας. Ὥσπερ γὰρ ὁ Σαμαρείτης τῇ μὲν φύσει τοῦ σώματος ὅμοιος τοῖς ἄλλοις ὑπῆρχε, τῇ δὲ προαιρέ­σει τῆς εὐσπλαχνίας οὐχ ὄμοιος, ἀλλὰ κρείττων ἐφάνη· οὕτω καὶ ὁ Κύριος ἄνθρωπος μὲν τῇ θεωρίᾳ τοῦ σώματος ἐφάνη ὅμοιος προφήταις, πατριάρχαις κατὰ τὸν ἐκ Μαρίας ἄνθρωπον, τῇ δυνάμει δὲ τῆς θεότητος μείζων πάντων ἀνεδείχθη· ἴσο τῷ ἀνθρωπίνῳ σχήματι, οὐκ ἴσος τῇ ὑπερκοσμίῳ ξόξῃ.
Ἐκεῖνοι ἀμε­λείᾳ καὶ ἀσπλαχνία χρησάμενοι, ἀνηλεῶς παρῆλθον τὸν τετραυ­μα­τι­­σμέ­νον· ὁ δὲ Σαμαρείτης εὐσπλαχνότερος καὶ εὐσεβέ­στερος καὶ ἐλεήμων ἐφάνη.
Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς, πατρι­αρχῶν καὶ προφητῶν ὑπεριδό­ντων τὸν διὰ παρακοῆς ἐκπεσό­ντα ἄνθρωπον, μόνος οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ἐφάνη, κατὰ τὸν προφήτην τὸν λέγοντα·
Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ πάλιν, Ὅτι σὺ, Κύριε, εὔσπλαχνος.
Καὶ ὥσπερ ὁ Σαμαρείτης οὐκ ἦν τοῦ ἔθνους τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ἐξ ἄλλης χώρας ὡρμᾶτο, οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐκ ἦν ἀπὸ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἐξ οὐρανοῦ.
Ἦλθεν ἐπὶ τῆς γῆς· Θεὸς ὤν, ἄνθρωπος γέγονε δι’ ἡμᾶς· Δεσπότης ὤν, τὴν τοῦ δούλου μορφὴν ἐνεδύσατο.
Ἐσπλαχνίσθη περὶ ἡμῶν κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, εἶδε ἄνθρωπον ἐρριμμένον, ἐσκυλεμένον, τετραυματισμένον ἐκ πορνείας, εἰδωλολατρείας, μοιχείας, φόνοις· εἶδε, καὶ ἐσπλαχνίσθη ἐπὶ τὸ ἴδιον πλάσμα, καὶ ἐπέβαλεν οἶνον σὺν ἐλαίῳ· τοὐ­τέ­στι, καὶ μίξας ἀμφοτέρα ἐποί­ησεν βροχήν, καὶ ἐπέθηκε τῷ ἀνθρώπῳ.
Τί ἐστι, μίξας οἶνον σὺν ἐλαίω; Τοὐτέστιν, μίξας τὴν θεότητα μετὰ τὴς ἀνθρωπό­τη­τος, μίξας τὴν εὐσπλαχνίαν μετὰ τῆς σωτηρίας, ἔσωσε τὸν ἄνθρωπον. Μίξας οἶνον σὺν ἐλαίῳ, τοὐτέστι, μίξας, Πνεῦμα ἅγιον τῷ αἵματι αὐτοῦ, ἐζωοποίησε τὸν ἄνθρω­πον, Τοῦ γὰρ αἵματος τοῦ Κυρίου στάξαντος ἀπὸ τῆς πλευ­ρᾶς ἐπὶ τὴν γῆν, ἀπέπλυνεν ἡμῶν τὸ χειρόγραφον ἀπὸ τῶν ἁμα­ρτι­ῶν.
Τὶ δὲ ἐστι, Κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ; Τοὐτέστιν, ἔδησε τὸν διάβολον, καὶ ἔλυσε τὸν ἄνθρωπον· ἔδησε τὸ σκάφος, καὶ ἐζωοποίησε τὸ ναυαρχῆσαν πλοῖον· κατέδησε καὶ ἐδούλωσε τὰς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ, καὶ ἠλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπον. Εἰ δὲ θέλεις καὶ ἑτέρως νοεῖν, ἀκουε. Μίξας οἶνον σὺν ἐλαίῳ· ἔλαιον ἐπάγει τὸν παρακλητικὸν λόγον, οἶνον δὲ τὸν στυπτικὸν καταδευόμενος, τὴν διδασκαλί­αν τὴν συνάγουσιν τὴν διεσκο­ρπι­σμένην διάνοιαν, κατὰ τὸ εἰρημένον ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου·
Ἔλεγξον, ἐπτίμησον παρακάλεσον. Ἔθηκε δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος· τοὐτέστι, λαβὼν ὁ Χριστὸς τὴν σάρκα ἐπὶ τοὺς ἰδίους ὤμους τῆς θεότητος, ἀνήνεγκε τῷ Πατρὶ εἰς οὐρανούς. Οὐ γὰρ χρυσὸν, ἤ ἄργυρον, ἤ λίθους τιμίους ἀνήνεγκεν, ἀλλὰ τὸν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνήνεγκεν ἀπὸ τῆς εἰς οὐρανούς, εἰς τὸ μέγα θαυμα­στὸν εὐρύχωρων πανδοχεῖον, εἰς ταύτην τὴν καθολικὴν Ἐκκλησί­αν.
Καὶ παρέδωκε τῷ πανδοχεῖ τῷ μακαρίῳ Παύλῳ τῷ στύλῳ τῶν Χριστιανῶν τῷ γνησίῳ πανδοχεῖ, δοὺς αὐτῷ δύο δηνάρια, διὰ δὲ Παύλου τοῖς καθ’ ἑκάστην Ἐκκλησίαν ἀριχερεῦσι καὶ διδασκάλους καὶ λειτουργοῖς· δύο δηνάρια, Παλαιά τε καὶ Καινὴν Διαθή­κην, εἰπών· Ἐπιμελήθητι τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ εἴ τι δ’ ἄν προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐλθὼν ἀποδώσω σοι.
Ὅ δὲ λέγει, τοῦτό ἐστιν· Ἐπιμέλησαι, φησὶ, τοῦ λαοῦ τοῦ ἐξ ἐθνῶν ὅν σοι παρέδωκα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Ἐπειδὴ ἀσθενοῦσιν οἱ ἄνθρωποι τετραυματισμένοι ὑπὸ τῶν ἁμαρτιῶν, θεράπευσον αὐτούς, ἐπιτιθεὶς αὐτοῖς λίθον ἐμπλά­στρου, τὰ προφητικὰ ρήματα καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα, ὑγιαίνων αὐτοὺς διὰ τῶν τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης νουθεσιῶν καὶ παρακλήσεων, πείθων αὐτοὺς ἀποστῆναι τῆς ἁμαρτίας, καὶ καταλεῖψαι τὴν τοῦ διαβόλου πλάνην.
Ἐὰν δὲ καὶ οὕτως ἀδιόρθωτοι μείνωσι, πεῖσον αὐτοὺς ἀπὸ τῶν σῶν κατορθωμάτων, κάμψον αὐτοὺς διὰ τῶν αὐστηρῶν σου λόγων· τύπος αὐτῶν γενοῦ, καὶ ὑπο­γραμ­μὸς ἀγαθός, ἐν λόγῳ, ἐν ἔργῳ , ἐν ἀναστροφῇ, ἐν πίστει, ἐν ἀγάπῃ, ἐν σεμνότητι, ἵνα τῷ σῷ τύπῳ ἐξακολουθήσῳσι, καὶ μιμηταί σου γίνωνται τῆς ἀγα­θῆς πολιτείας.
Καὶ τοῦτον ἄν ποιήσῃς καὶ ἰδίαν τινὰ προσθήκην λόγων ἤ ἔργων παράσχης, εἴ τι ἄν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐπανελθὼν ἀποδόσω σοι· τοὐτέστιν, ἐν τῇ δευτέρᾳ μου παρουσίᾳ τῆς ἀνταποδόσεως ἄξιον τῶν καμάτων σου ἀποδόσω σοι τὸν μισθόν.
Διὰ τοῦτο Παῦλος θαρρῶν ταῖς ὑποσχέσεσι ταύταις λέγει· Ἐγὼ δὲ ἥδιστα ὑπὲρ Χριστοῦ δαπανήσω, καὶ ἐκδαπανήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν τὴν εἰς τὰ ἔθνη λέγων διδασκαλίαν καὶ τὴν διακονίαν τοῦ λόγου.
Αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐποικοδομῶν καὶ στηρίζων, καὶ πάντας ἀνθρώπους θεραπεύων διὰ τῶν πνευματικῶν νουθεσιῶν, ἑκάστῳ τὰ πρόσφορα νέμων, ὁδηγεῖ τὰς ψυχὰς ἡμῶν εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Τοῖς πᾶσι γάρ, φησί, γέγοναι τὰ πάντα, ἵνα τοῦς πάντας σώσω.
Οὗτός ἐστιν ὁ καλὸς τῆς Ἐκκλη­σίας πανδοχεύων, πάντας δέχεται καὶ πάντας ἐπιμελεῖται· οὐ πόρνον ἀπωθεῖται, οὐκ εἰδωλαλάτρην βδελύσσεται, οὐχ ἔτερον τινα ἀσεβῆ καὶ ἀκάθαρτον ἀποδιώκει, ἀλλὰ τοὺς πάντας δέχεται.
Καθάπερ ἰατρὸς ἀποπλύνει τὰ τραύματα, καὶ διὰ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως ἀποσμήχει καὶ καθαίρει, καὶ προσφέρει τὰ στυπτικὰ ρήματα, ὥσπερ οἶνον πρὸς τὸ μὴ ἄγεσθαι ταῖς κατὰ ἄγνοιαν πραχθείσαις ἁμαρτίαις ἤτοι κακίας.
Καὶ πάλιν θεραπεύει διὰ παρακλήσεως, δίκην ἐλαίου ἀλείφων τὰς ψυχὰς ἡμῶν· λέγει γὰρ οὗτος· Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν.
Ὅσοι τοίνυν τῶν τοῦ Παύλου ρημάτων μαθηταὶ τυγχάνετε, τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ φυλάξωμεν· ἵνα μὴ τῆς ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ ἐκπέσωμεν καὶ πόλεως Θεοῦ ζῶντος.
Γένοιτο δὲ θεραπευθέντας ἡμᾶς καὶ ψυχῆς καὶ σώματος τραύματα, ἐν ὑγείᾳ καὶ τελειότητι πίστεως παραστῆναι τῷ Χριστῷ σώους καὶ ἀνεκλύτους, μὴ λειπομένους ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῶ, καὶ ἀπολαῦσαι τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀγαθῆς ἐπαγγελίας χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ δόξα, σὺν τῶ Παναγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.






Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη: «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο. Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του, τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο. Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε. Περιποιήσου τὸν ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ». Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατα­νοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ. Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς. Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὅταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος· Ἡ δική μας πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό. Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν. Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή. Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα, δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός. Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του. Καὶ ποῦ τὸν ἀφήνουν; Στὸ δρόμο, δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή· δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ λέγοντος ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του. Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης, ἡ τάξη τῶν προφητῶν. Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦμα τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε, τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες του. Τό πρόσωπο καὶ τὴ μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς· Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ σπλαχνικό τρόπο του. Ὁ Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος· φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός. Ὅμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη· Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦθε στὴ γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας Ἦταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες, τοὺς φόνους· εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο. Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας. Τί σημαίνει τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἄν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία, ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε, ἐπιτήμησε, πρακάλεσε. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.
Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς. Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο· Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου, τὴ συμπεριφορὰ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἐνάρετη ζωή σου. Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική· θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει· Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή. Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες. Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ. Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας. Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας. Μᾶς λέει ὁ Παῦλος· Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία. Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.


Αναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com

Τιμωρία και ανταμοιβή, μετά την κοίμηση του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου



(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)

Είναι στα χέρια του Θεοί και τα δύο αυτά. Αλλά, όπως ο επίγειος βίος δεν είναι παρά μια σκιά της αληθινής ζωής στους ουρανούς, αντιστοίχως η τιμωρία και η ανταμοιβή είναι μια σκιά μονάχα της αληθινής τιμωρίας και ανταμοιβής στην αιωνιότητα.
Οι κύριοι διώκτες του αγίου του Θεού, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ήταν ο πατριάρχης Θεόφιλος Αλεξανδρείας και η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου, πικρότατη τιμωρία ανέμενε και τους δύο. Ο μεν Θεόφιλος δαιμονίστηκε, ενώ η Ευδοξία σύντομα αρρώστησε πολύ βαριά με μια ανίατη ασθένεια – όλο το σώμα της γέμισε πληγές από τις οποίες έβγαιναν σκουλήκια. Ήταν τόσο έντονη η δυσωδία που ανέδιδε το σώμα της, ώστε ήταν ανυπόφορο για οποιονδήποτε να περάσει έστω και έξω από το σπίτι της. Οι ιατροί χρησιμοποιούσαν τα πιο ισχυρά αρώματα και ευωδέστατο θυμίαμα για να περιορίσουν τη φρικτή δυσωδία της κακιάς βασίλισσας, αλλά δεν κατάφερναν τίποτα. Στο τέλος, η Ευδοξία πέθανε μέσα σε φρικτή αγωνία και σήψη. Ακόμη και μετά θάνατον το χέρι του Θεού έπεσε βαρύ επάνω της. Η κάσα που περιείχε το σαπισμένο σώμα της έτρεμε μέρα και νύχτα επί τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Σταμάτησε, μόνον όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος τέλεσε την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη.
Απεναντίας, δείτε τι συνέβη στον Χρυσόστομο μετά από την κοίμησή του! Ανταμοιβή! Ανταπόδοση δίκαιη, τέτοια που μονάχα ο Θεός μπορεί να δώσει. Ο Άραβας Επίσκοπος Αδέλτιος, ο οποίος δέχθηκε τον εξόριστο άγιο Χρυσόστομο στην Κουκουσό, προσευχόταν, μετά την κοίμηση του Χρυσοστόμου, στον Θεό να του αποκαλύψει πού είχε πάει η ψυχή του αγίου. Η απάντηση ήλθε, ενώ βρισκόταν σε προσευχή. Ήταν σαν να βρισκόταν έξω απ’ τον εαυτό του και τον καθοδηγούσε στον ουρανό ένας αστραπόμορφος νέος, ο οποίος του έδειχνε έναν-έναν τους ιεράρχες, ποιμένες και διδασκάλους της Εκκλησίας, καλώντας τους με τα ονόματά τους – όμως δεν έβλεπε ανάμεσά τους και τον Ιωάννη. Ύστερα ο άγγελος του Θεού τον οδήγησε στο πέρασμα έξω απ’ τον Παράδεισο και ο Αδέλτιος επέστρεψε στην κανονική κατάσταση. Όταν ο άγγελος τον ρώτησε γιατί ήταν λυπημένος, ο Επίσκοπος απάντησε ότι λυπόταν, επειδή δεν είχε δει τον αγαπημένο του δάσκαλο Ιωάννη Χρυσόστομο. Ο άγγελος του εξήγησε: «Ουδείς άνθρωπος ενδεδυμένος ακόμη τη σάρκα μπορεί να τον δει, διότι είναι στον Θρόνο του Θεού με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ».

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» – Νοέμβριος, εκδ. Άθως

Ύμνος στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)

Η Εκκλησία δοξάζει τον άγιο Ιωάννη,
τον ενθεότατο Χρυσόστομο!
Του Χριστού τον γενναίο στρατιώτη,
το μέγα καύχημα, την κρηπίδα της Εκκλησίας,
το βάθος του χρυσουργού νου και της καρδίας,
τη χρυσοφθόγγο λύρα του πνεύματος!

Βούτηξε ο Ιωάννης στα βάθη των μυστηρίων του Θεού
και αλίευσε το μαργαριτάρι που λάμπει όπως τα άστρα.
Ο υψιπέτης νους του ανήλθε στο ύψος του ουρανού!
Ως θεοφάντωρ απεκάλυψε την θεία αλήθεια·
και όσα είδε επαληθεύτηκαν στον ρου της ιστορίας.

Όλα τα προσέφερε στον Υιό του Θεού!
Αποκάλυψε σ’ εμάς τη φρίκη της αμαρτίας
αλλά και το εγκαλλώπισμα των αρετών,
που κοσμούν τον άνθρωπο.
Ως τα θεια σαφών, ο άγιος Ιωάννης·
μας έδειξε τα πολύτιμα μυστήρια του Θεού,
τους γλυκύτατους θησαυρούς του Παραδείσου.

Ως χρυσορρήμων ερμηνευτής του Ευαγγελίου
και πολέμιος στερρός των αιρέσεων,
ήταν έμπλεως πνευματικής ευφροσύνης
και ζήλου για τον Χριστό,
ως άλλος ευαγγελιστής και απόστολος.

Πολέμησε την αδικία εις βάρος άλλων,
αλλά με ειρήνη δέχθηκε να τον βασανίσουν αδίκως,
όπως κάθε άλλος μάρτυς Χριστού!
Λογιζόταν το μαρτύριό του σφραγίδα της ουρανίου σωτηρίας.
Αυτός, ο διάκονος του Χριστού ακέραιος ανεδείχθη
και αψευδής ποιμενάρχης των πιστών.
Για τούτο η Εκκλησία αξίως μεγαλύνει
τον πανένδοξό της Χρυσόστομο.

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» – Νοέμβριος, εκδ. Άθως)

Η επίδραση των παθών (Κυριακή Η΄ Λουκά) Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ

 

 

« Ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο»

Ο άρχοντας που πλησίασε το Χριστό, δεν ήταν άνθρωπος κακών διαθέσεων. Αντίθετα ήταν καλοπροαίρετος, αυστηρός τηρητής των εντολών του Νόμου και μάλιστα ήταν και τύπος ανθρώπου που είχε ανησυχίες για τη σωτηρία του. Ήθελε να κερδίσει την εύνοια του Χριστού, γι’ αυτό και εξαρχής τον προσφωνεί κολακευτικά: «Διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 18,18). Μάλιστα ο ευαγγελιστής Μάρκος σημειώνει και τη λεπτομέρεια πως τόλμησε μπροστά στο πλήθος να γονατίσει ενώπιον του Χριστού και μετά να του κάνει την ερώτηση (Μάρκ, 10,17). Ο Βίκτωρ ο Πρεσβύτερος Αντιοχείας γράφει πως ο «νεανίσκος» (Ματθ. 19,20) δεν ήταν ύπουλος, αλλά φιλάργυρος. Ας δούμε την προσωπικότητά του.

Τα καλά στοιχεία του νεανίσκου
Πρώτα πρώτα είχε τηρήσει τις εντολές του Θεού από τη μικρή του ηλικία. Βέβαια οι περισσότερες εντολές που είχε φυλάξει, είχαν αρνητικό χαρακτήρα, δηλ. δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε κλέψει κ.ά. Εντύπωση προκαλεί η ομολογία του πως είχε, αν και νεαρός στην ηλικία, νικήσει τα σαρκικά πάθη, που είναι καταστάσεις δυσκαταγώνιστες. Θα μπορούσαμε άνετα να πούμε πως είχε φόβο Θεού. Δεν ήταν αναίσθητος πνευματικά. Ακόμη και η ερώτηση που έκανε: «Τί έτι υστερώ;» (Ματθ. 19,20) δείχνει την αγωνία που είχε για τη σωτηρία του. Στο σημείο αυτό παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «τί έτι υστερώ;» ό και αυτό σημείον ην της σφοδράς επιθυμίας αυτού», δηλ. η ερώτηση ήταν σημάδι της πάρα πολύ μεγάλης επιθυμίας του, για να σωθεί. Αυτή η συναίσθησή του πως πιθανώς κάπου να υστερεί και η επιθυμία του να γίνει καλύτερος, τον κάνει να είναι συμπαθής. Ο Κύριος «εμβλέψας αυτώ ηγάπησεν αυτόν» (Μάρκ.10,21). Ο Κύριος τον αγάπησε, επειδή είδε πως όλα αυτά τα χαρίσματα που είχε, δεν ήταν ψεύτικα, αλλά αληθινά. Ο νεανίσκος είχε νικήσει τη σάρκα του, είχε νικήσει τον εγωισμό του, είχε καταβάλει τις ιδιοτροπίες του και τα διάφορα νεανικά πάθη. Πού όμως είχε νικηθεί;

Το μεγάλο πάθος του νεανίσκου
Μπορεί κάποιος να τηρεί τις εντολές του Θεού και συγχρόνως να είναι δέσμιος των υλικών αγαθών. Το εγώ του ανθρώπου επινοεί πολλές φορές αμαρτωλές καταστάσεις μέσα μας, οι οποίες τις περισσότερες φορές εστιάζονται στις προσπάθειές μας να κατανικήσουμε το φόβο του θανάτου και να σταθεροποιήσουμε τη ζωή μας με τη βοήθεια των υλικών πραγμάτων. Ο Θεός ζητάει από μας την τελεία αποδέσμευση από τα πράγματα που μας κρατούν δέσμιους εντός του κόσμου, γράφει ένας καθηγητής θεολόγος. Ο νεανίσκος είχε νικήσει τον έρωτα των σωμάτων, αλλ’ είχε νικηθεί από τον έρωτα των χρημάτων. Ήταν φιλάργυρος. Η προσκόλληση στον υλικό πλούτο μπορεί να αποβεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την είσοδό μας στη Βασιλεία του Θεού. Η απαγκίστρωσή μας από τα χρήματα θεωρείται χάρισμα και μάλιστα μεγάλο. Ο Κύριος ζήτησε από τον άρχοντα να διανείμει την περιουσία του στους πτωχούς. Αυτό ήταν κάτι ανήκουστο για τους Ιουδαίους. Του είπε να κάνει κάτι μεγάλο, αλλά του έδωσε και μεγάλα έπαθλα· «έξεις θησαυρόν εν ούρανώ» (Λουκ. 18,22). Ο Κύριος του υποσχέθηκε να τον κάνει πιο πλούσιο. Του είπε να δώσει τα φθειρόμενα, για να κερδίσει τα μένοντα και αιώνια. Ο νεανίσκος δεν άντεξε την προτροπή του Κυρίου και «απήλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19,22). Τα κτήματα και τα υπάρχοντα του αφήρεσαν το ζήλο για την αιώνια ζωή. Ο ιερός Χρυσόστομος σε μια ομιλία του λέει πως πιο εύκολα κάποιος δίνει το αίμα του παρά αρνείται τα χρήματα· «ώστε του ρίψαι τα χρήματα πολλώ μείζον τούτο το επίταγμα, το και αυτό το αίμα εκχείν». Ο λαλίστατος νεανίσκος κατάπιε τη γλώσσα του μπροστά στην προσταγή του Κυρίου. Σίγησε, έγινε κατηφής και στυγνός και αναχώρησε για το σπίτι του, χωρίς να παραδεχθεί το σωτήριο λόγο του Χριστού.

Η επίδραση των παθών
Αντί άλλων σχολίων ας αναφέρουμε τη γνώμη του Μεγάλου Βασιλείου για τη φιλαργυρία που δείχνει τη φοβερή επίδραση του πάθους πάνω μας. «Γνωρίζω (γράφει ο άγιος) πολλούς νηστευτές, προσευχομένους, στενάζοντες, που δείχνουν όλη την αδάπανη ευλάβεια, ενώ δεν προτίθενται να δώσουν ελεημοσύνη ούτε έναν οβολό. «Τί το όφελος τούτοις της λοιπής αρετής», δηλ. ποιό είναι σ’ αυτούς το όφελος από την υπόλοιπη αρετή; Κανένα όφελος δεν έχουμε, εάν κυριαρχεί ένα πάθος και μάλιστα θανάσιμο, επάνω μας, από την υπόλοιπη αρετή μας.
Αδελφοί μου,
Αν δεν είναι στραμμένη η καρδιά μας στα μη βλεπόμενα, αν δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε στην πρέπουσα θέση τη γη απέναντι στον ουρανό κι αν δεν καταλάβουμε ότι είμαστε στη γη, αλλά ο προορισμός μας είναι ο ουρανός, είναι αδύνατο να εννοήσουμε αυτά που λέγει η Εκκλησία μας για τον πλούτο. «Ας προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από τα διάφορα πάθη μας.

Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Βίος θλίψεων (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



Βίος θλίψεων

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε»(Ἰω. 16,33)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ἕνας μεγάλος ἅγιος, ἑορτάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ὅταν μιλοῦσε νόμιζε κανεὶς ὅτι ἀπ᾽ τὸ στόμα του βγαίνει χρυσάφι κι ὅταν ἔπαψε νὰ μιλάῃ ὁ κόσμος εἶπε ὅτι προτιμότερο νὰ ἔσβηνε ὁ ἥλιος παρὰ νὰ κλείσῃ τα ὸ στόμα του.
Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἀκούγεται ἡ ὁμιλία του«Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς κα λῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως…»(Κατηχ. λόγ.), ἐκεῖνος ποὺ ὅλες σχεδὸν τὶς Κυριακὲς ἀκούγεται ἡ Λειτουργία του.
Νὰ τὸν ἐπαινέσουμε, νὰ τὸν ἐγκωμιάσουμε; Τὸν ἐγκωμίασε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ᾄσματα τῆς ἀκολουθίας του. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο γράφτηκαν βιβλία ὁλόκληρα. Ἐδῶ ἂς προσέξουμε μόνο μία ὄψι τῆς πολυκυμάντου ζωῆς του· ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἦταν ἄνθρωπος τῶν δακρύων, τῶν βασάνων καὶ τῆς θλίψεως. Ὁ Κύριος εἶπε·«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε…»(Ἰω. 16,33). Παιδιά μου, ὅσοι πιστεύετε σ᾿ ἐμένα καὶ θέλετε νὰ βαδίσετε στὰ ἴχνη μου, θὰ δοκιμάσετε θλῖψι στὸν κόσμο. Κι ὁ λόγος τουεἶνε ἀληθινός· τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὸν βίοτοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ τὴν κούνια μέχρι τὸν τάφο ὁ βίος του ἦταν βίος θλίψεων.

Νήπιο ἦταν, ὅταν ὁ στρατηγὸς πατέρας του πέθανε καὶ τὸν ἄφησε ὀρφανό. Ὅσοι μείνατε ὀρφανοί, ξέρετε τί θὰ πῇ ὀρφάνια. Αὐτὴν λοιπὸν δοκίμασε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀλλὰ εἶχε μητέρα ὑπέροχη, τὴν Ἀνθοῦσα. Ἐκείνη, μολονότι ἦταν νέα, ὡραιοτάτη καὶ κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, δὲν ἔμοιαζε μὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς σημερινὲς γυναῖ κες, ποὺ μόλις χηρεύσουν σπεύδουν σὲ δεύτερο καὶ τρίτο ἢ καὶ τέταρτο γάμο· ἔμεινε πιστὴ στὴ μνήμη τοῦ ἀνδρός της κι ἀφωσιώθηκε στὴν ἀνατροφὴ τοῦ μικροῦ Ἰωάννου. Γι᾽αὐτὸ σήμερα, κοντὰ στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο,τιμοῦμε καὶ τὴ μητέρα του. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτή, δὲν θὰ ὑπῆρχε Χρυσόστομος. Δοκίμασε λοιπὸν τὴν ὀρφάνια ἀπὸ τὸν πατέρα .Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὁ μικρὸς Ἰωάννης διακρινότανγιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὰ ἄλλα χαρίσματά του κ᾽ἦταν τὸ καύχημα τῶν διδασκάλων του, μόλις τελείωσε τὶς σπουδές του κι ἄρχισε τὴν καριέρα του ὡς δικηγόρος στὴν Ἀντιόχεια, δοκίμασε ἄλλη θλῖψι. Ἡ ἁγία μητέρα του δὲν πρόλαβε νὰ δῇ τὴν ἐξέλιξί του· ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης δοκίμασε τὴν ὀρφάνια καὶ ἀπὸ τὴ μητέρα. Εἶχε ὅμως πίστι στὸΘεὸ πού, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ» (Ψαλμ. 145,9). Θεὸς προστάτευσε καὶ τὸ ὀρφανὸ τῆς Ἀντιοχείας κατὰ τρόπο θαυμαστό.Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα του καὶ τὴν ἔθαψε στὸ κοινὸ μνῆμα μὲ τὸν πατέρα, ὁ Ἰωάννης δὲν ἔμεινε στὴν πόλι. Δὲν σκεπτόταν πλέον κοσμικά, μολονότι μποροῦσε νὰ ἔχῃ λαμπρὴ ἐξέλιξι. Πιστεύοντας στὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε τὰ λεφτὰ καὶ ἡ δόξα, μιὰ μέρα —ἂς τ᾽ ἀκούσουν οἱ πλούσιοι―, πούλησε ὅλη τὴν περιουσία του, τὴ μοίρασε στοὺς φτωχούς, κ᾽ ἔμεινε μόνο τὸ κορμί του καὶ τὸ ῥασάκι του. Στὸ ἑξῆς θὰ ζοῦσε μὲ φτώχεια , τὴν ὁποία διάλεξε ἑκουσίως.Ἐν συνεχείᾳ, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ βιωτικὲς μέριμνες, ἔφυγε στὴν ἔρημο, 25 ἐτῶν. Τὸ πλουσιόπαιδο, ποὺ εἶχε ζήσει στὶς ἀνέσεις τῆς πόλεως, μπῆκε τώρα σὲ ἄσκησι μέσα στὶς σπηλιὲς ἐπὶ 5-6 ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ γονάτιζε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ προσευχόταν. Ἡ δίαιτά τουἦταν ἁπλῆ, πολὺ λιτή. Ἀσκήτευε καὶ σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του, μελετώντας μέρα καὶ νύχτα τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς.Ἀποτέλεσμα τῆς μεγάλης σκληραγωγίας ἦταν ὅτι ἀσθένησε. Δὲν ἦταν ἐκεῖ ἡ μανούλα του νὰ τὸν περιποιῆται. Ζοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, σὰν τὸν Ἠλία τὸν Θεσβίτη καὶ σὰν τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Κλονίσθηκε λοιπὸν ἡγεία του καὶ παρὰ λίγο νὰ πεθάνῃ. Ἔπαθε ἕλκος στομάχου, καὶ ἡ ἀσθένεια αὐτὴ τὸν συνώδευε μέχρι τέλους. Ποτέ ὅμως δὲν γόγγυσε. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» , ἔλεγε.Μὰ περισσότερο ἀπ᾽ τὴν ὀρφάνια, τὴ φτώχεια, τὴν ἄσκησι καὶ τὴν ἀσθένεια, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δοκίμασε ἄλλου εἴδους θλίψεις, ποὺ πολὺ τὸν στενοχώρησαν. Ὅταν ἔγινε ἱεράρχης ἔλαμψε μὲ τὰ χαρίσματά του. Ποτέ ἄλλοτε ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν δοξάστηκε τόσο ὅσο ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του. Ἀλλὰ ἡ ἱκανότης καὶἡ ἐπιτυχία, τὸ θάρρος καὶ ἡ παρρη-σία προκαλοῦν ἀντίδρασι. Καὶ ὅπως τὰ νυχτοπούλια δὲν μποροῦν ν᾿ ἀντικρύσουν τὸ φῶς, ἔτσι καὶ ἄν θρωποι τοῦ σκότους δὲν ἀνέχθηκαντὴ λάμψι τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ἡλίου. Ἄρχισε διωγμὸς καὶ συκοφαντία . Κακοὶ ἀρχιερεῖς σὲ συμμαχία μὲ τὰ ἀνάκτορα παρουσίασαν καταγγελία μὲ 22 κατηγορίες (!) ἐναντίον του. Καὶ τὸν δίκασαν σὲ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο. Ἂν σᾶς διαβάσω τὶς κατηγορίες, θ᾿ ἀγανακτήσετε. Καὶ ἡ ἀπόφασις;
Ἐξορία . Τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔβαλαν σὲ πλοῖο καὶ τὸν πέρασαν στὴν ἀπέναντι ἀσιατικὴ ἀκτή. Ὅλη ἡ Πόλις ἦταν ἀνάστατη· κανένα μάτι δὲν ἔκλει σε, ὅλοι προσεύχονταν. Τὴν ἴδια ὅμως μέρα ὁ Χρυσόστομος ἐπέστρεψε ἐν τιμῇ καὶ θριάμβῳ. Πῶς; Τὴ νύχτα ἔγινε σεισμός! Σείσθηκε ὅλη ἡ Πόλις καὶ περισσότερο τὰ ἀνάκτορα. Σηκώθηκε ἔντρομη ἀπ᾽ τὸν ὕπνο ἡ βασίλισσα Εὐδοξία, ἡ νεώτερη αὐτὴ Ἰεζάβελ τὴν ὁποία ἤλεγχε ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν πολυτελῆ καὶ φαύλη ζωή της, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν παρακαλοῦσε· Στεῖλε νὰ ἐπαναφέρῃς τὸν Ἰωάννη, μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός,
θὰ μᾶς σβήσῃ, καταδιώξαμε τὸν ἀθῷο. Πῆγαν πράγματι μὲ πλοῖα καὶ τὸν ἐπανέφεραν. Καὶ τὸ πρωὶ ὁλόκληρη ἡ Πόλις ὑποδέχθηκε ἐν θριάμβῳ καὶ ἐνθουσιασμῷ τὸν ἅγιο ποιμενάρχη.Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ στὸ θρόνο. Ἡ κακία δὲν ἡσύχασε καί, στὴν τελευταία φάσι τοῦ δράματος, νίκησε. Ἐν καιρῷ νυκτὸς ὁπλοφόρα στρατεύματα, ποὺ ἔχυσαν αἷμα καὶ πάτησαν πὶ πτωμάτων, συνέλαβαν τὸ Χρυσόστομο καὶτὸν ὡδήγησαν σὲ νέα ἐξορία . Ὅσοι δοκιμάσατε τὴν ἐξορία καὶ τὴν ἀπαγωγή, μπορεῖ τε νὰ καταλάβετε τί ὑπέφερε ὁ ἅγιος. Ἄρχισε πορεία ποὺ βάσταξε πέντε μῆνες. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πόλι, πέρα σε ἀπέναντι στὴ Νικομήδεια, πέρασετ ὸ Σαγγάριο, ἔφτασε στὴν Ἄγκυρα πεζῇ παρα-καλῶ, μὲ συνοδεία στρατιῶτες - θηρία. Ἀπὸ᾿κεῖ τὸν ὡδήγησαν στὴν Ἀραβισὸ καὶ στὴν Κουκουσό. Κι οὔτε ἐκεῖ σταμάτησαν. Τὸν ἀνάγκασαν νὰ συνεχίσῃ σὲ δύσκολο δρόμο ἀκόμα μακρύτερα, πρὸς τὰ Κόμανα, ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας. Ἐξαντλημένος –60 ἐτῶν πλέον–ἀπὸ τὴνἄσκησι, τὸν κόπο, τὴν ἀσθένεια, ἐξαπέστειλε σὰ λαμπάδα ποὺ λειώνει τὶς τελευταῖες του ἀκτῖ νες σ᾽ ἕνα κόσμο ζοφερό, τοῦ ὁποίου κέντρο ἦταν ἡ διεφθαρμένη κλίκα τῶν ἀνακτόρων.Ἀπὸ ἐκεῖ εἶπε τὰ τελευταῖα του λόγια.Εἶνε συγκινητικὸ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του .Ἔφτασαν σ᾿ ἕνα ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου. Εἶχε πυρετό, ἀλλ᾽ οὔτε γιατρὸς οὔτε φάρμακο ὑπῆρχε. Τὰ χείλη του ψέλλιζαν προσευχές. Τὴν νύχτα εἶδε ὅραμα. Ἦρθε ὁ ἅγιος Βασιλίσκος καὶ τοῦ λέει· «Ἀδελφὲ Ἰωάννη, θάρσει (ἔχε θάρρος), αὔριο θὰ εἴμαστε μαζί». Ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος, τὸν παίρνουν καὶ τὸν ὁδηγοῦνπιὸ πέρα. Σὲ 10-15 χιλιόμετρα πέφτει. Ξαναγυρίζει πίσω. Φορεῖ λευκά, προσεύχεται, καὶκλείνει τὰ χείλη του μὲ τὰ λόγια ποὺ ἔλεγεπάντοτε· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Τιμῶ, ἀγαπητοί μου, ὅλους τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους ἀγαπῶ τὸ Χρυσόστομο. Εἶνε ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Ἂς τὸν στεφανώσουμε, ὄχι μὲ λουλούδια ἀλλὰ μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὴν προσευχή μας. Ὅσες εἶστε μανάδες, δῶστε στὴν Ἐκκλησία τέτοια παιδιά. Οἱ ὀρφανοὶ παρηγορηθῆτε ἀπὸ τὸν ὀρφανό. Οἱ φτωχοὶ παρηγορηθῆτε ἀπὸ τὸνἑκούσιο φτωχό. Οἱ πλούσιοι μιμηθῆτε τὸ παράδειγμά του. Κι ὅσοι φέρετε ῥάσο, πρὸπαντὸς οἱ ἀρχιερεῖς, μιμηθῆτε τὴν παρρησία του.
Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕ ξετε». Τὸ εἶπε κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται»(Β΄ Τιμ. 3,12). Τὸ βεβαιώνει σήμερα τὸ μαρτύριοτοῦ Χρυσοστόμου. Δεῖξτε μου ἕναν ἅγιο ποὺδὲν πέρασε μέσα ἀπ᾽ τὸ καμίνι τῆς θλίψεως.« Διὰ πολλῶν θλίψε ων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22).Ἂν θέλῃς νὰ ζῇς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ πᾷς κόντρα μὲ ὅλους, καὶ θά ᾽νε μαζί σου ὁ Χριστός.
Χίλιες φορὲς φτωχὸς μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ ἑκατομμυριοῦχος μὲ τὸ διάβολο. Χίλιες φορὲς τί- μια ὑπηρέτρια παρὰ φαύλη καὶ ἀνήθικη κυρία.Χίλιες φορὲς διᾶκος καὶ καλόγερος μὲ Χριστὸ παρὰ πατριάρχης ποδοπατῶν θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας. Χίλιες φορὲς ἐξόριστος καὶ στὰ μπουντρούμια γιὰ τὴν ἀλήθεια παρὰ ἄθλιος ῥασοφόρος κηρύττων τὸ ψεῦδος.Ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναστήσῃ στὴν Ἐκκλησία μας ἱεράρχες τοῦ ὕψους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, διὰ τῶν εὐχῶν τοῦ ὁποίου εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀρτεμίου Γούβας - Ἀθηνῶντὴν 13-11-1966

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Άξιοι αρχιερείς


Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011
Αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 4/11/2011
ΑΞΙΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Ὑψηλὸ εἶναι τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μέγας Ἀρχιερεύς, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ μιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφερόμενος στὸν Χριστό, τὸν μεγάλο Ἀρχιερέα, λέει καὶ τὰ ἑξῆς: «τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος,
ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν». Αὐτὸ προφανῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν ἦθος καὶ πνευματικότητα δὲν πρέπει νὰ ἐκλέγονται ἀρχιερεῖς. Ἡ εὐθύνη τῶν ἐκλεκτόρων εἶναι πολὺ μεγάλη...

Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ὑπάρχουν ἀρχιερεῖς ἀσεβεῖς, πονηροί, μολυσμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, φιλόδοξοι, φιλήδονοι, φιλόσαρκοι, μὲ ἀδυναμίες καὶ κοσμικὴ νοοτροπία. Καὶ ὅμως ὑπάρχουν. Αὐτοὶ γίνονται πρωταγωνιστές σκανδάλων καὶ ἀπομακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Διαμορφώνουν στὴν περιοχή ποὺ ὑπηρετοῦν ἕνα κλίμα ἀποπνικτικὸ καὶ δυσῶδες καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ παρέμβει καὶ νὰ βελτιώσει τὰ πράγματα. Συνήθως, τὴ νοοτροπία τοῦ ἀνάξιου ἀρχιερέα εὔκολα παίρνουν καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ἡ πνευματικὴ βλάβη ποὺ ὑφίστανται οἱ ἁπλοὶ πιστοί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπολογιστεῖ. Αὐτοὶ τὴν ἀπαράδεκτη κατάσταση εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ διορθώσει ἕνας ἄλλος ἀρχιερέας, ὅσο ἅγιος καὶ νὰ εἶναι. Οἱ ἁμαρτωλὲς συνήθειες δεκαετιῶν στοὺς ἱερεῖς δὲν ἀλλάζουν. Ἡ βελτίωση μπορεῖ νὰ ἐπέλθει μὲ τὴν ἀλλαγὴ προσώπων, κάτι ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ γίνει. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὴ στὶς χειροτονίες τόσο ἀρχιερέων ὅσο καὶ ἱερέων. Νὰ τηροῦνται οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ νὰ μὴ παραθεωροῦνται τὰ κωλύματα τῆς ἱερωσύνης, γιατὶ ἐκεῖ συνήθως βρίσκεται τὸ πρόβλημα.
Μόνο μὲ ἄξιους ἀρχιρεῖς καὶ κληρικοὺς ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐπιτελέσει ἀποδοτικὰ τὸ ἔργο της. Διαφορετικὰ θὰ διασύρεται, θὰ χάνει τὸ πνευματικό της κῦρος καὶ θὰ ἀποξιώνεται.

Ἱερὸς Χρυσόστομος - Τοῦ Ἄρχ. Π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρου

Ἱερὸς Χρυσόστομος

Johnchrysostom.jpg
Τοῦ Ἄρχ. Π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρου
Ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία, εἶναι ὁμολογουμένως ὁ χῶρος ἐντός του ὁποίου ἀνθίζει ἡ Ἁγιότητα.
Ἕνα δὲ τέτοιο μοναδίκο μυρίπνoον ἄνθος τοῦ Παραδείσου, ἕνας ἀστέρας πρώτου μεγέθους εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 13 Νοεμβρίου.
Δὲν θὰ σταθοῦμε τώρα στὰ βιογραφικά του στοιχεῖα τὰ ὁποῖα εὔκολα κανεὶς μπορεῖ νὰ τὰ βρεῖ καὶ νὰ τὰ μελετήσει. Ἁπλῶς ἐδῶ σημειώνουμε ὅτι γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 347 καὶ ἐκοιμήθη στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 ὡς ἐξόριστος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ζώντας μία ζωὴ στὴν κυριολεξία μαρτυρικὴ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ προσπαθήσουμε ὅμως μὲ δέος καὶ συγκίνηση νὰ ἑστιάσουμε σὲ ὁρισμένες βασικὲς πτυχὲς τῆς ἁγίας του βιοτῆς καὶ ποὺ ἀποτελοῦν κώδικες ὀρθῆς Πνευματικῆς πορείας, τόσο γιὰ τὸν καθένα πιστό, ὅσο κυρίως γιὰ τοὺς ποιμένες καὶ μάλιστα αὐτοὺς ποὺ εὑρίσκονται στὶς κορυφὲς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ πρύτανις τῶν Ἱεροκηρύκων καὶ ὁ κορυφαῖος ἑρμηνευτὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ( ἐξ’ οὐ καὶ Χρυσόστομος ), ἀλλὰ στὴν δυναμική του προσωπικότητα συνδυάζει τρία χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα συγκινοῦν κάθε ἕναν ποὺ ζητᾶ νὰ συναντήσει αὐθεντικὸ ποιμένα.
Ά) Τὴν ἄσκηση. Δὲν ἦταν ὁ ποιμένας ποὺ ἔζησε μέσα στὸν Ἐκκλησιαστικὸ πλοῦτο καὶ στὴν Αὐτοκρατορικὴ χλιδή. Οὔτε φυσικὰ ἔφερε στὴν ψυχὴ τοῦ παιδικὰ πλέγματα στερήσεων, ποὺ ἂν δὲν προσέξει κανεὶς ὄχι μόνο δὲν ἐξαλείφονται, ἀλλὰ προϊόντος του χρόνου, ὁλονὲν καὶ περισσότερον βασανίζουν αὐτὸν ποὺ τὰ φέρει, καὶ ποὺ ἂν κατέχει ἐξουσία, παρουσιάζεται ὡς ἄλλος κοσμικὸς ἄρχοντας, μὲ ὅ,τι ἀρνητικὸ αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ...

τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία γενικώτερα.
Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἦταν ὁ γνήσιος ἀσκητής, ἀπὸ τὰ πρῶτα νεανικά του χρόνια, ἕως καὶ τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν ἐξορία. Στὴν ἐξορία ποὺ τὸν ἔστειλε ὁ ἀνήθικος συνασπισμός, τόσο τῆς διεφθαρμένης ἐξουσίας, μέσω τῆς Εὐδοξίας, ὅσο καὶ τὸ «λόμπυ» τῶν ψυχικῶς διεστραμμένων Ἀρχιερέων, μέσω τῶν ληστρικῶν συνόδων.
Βίωνε τὴν ἄσκηση σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ μπροστά του ἐκπλήσσονται καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἀσκητὲς τῆς Χριστιανοσύνης. Καὶ ἑπόμενο εἶναι μία τέτοια γνήσια προσωπικότητα νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ «Ἠρωδιανὰ γενέθλια» καὶ τὴν κοσμικὴ ἐθιμοτυπία...
Β) Ἱεραποστολή. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀδιστάκτως μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἦταν ἡ προσωποποίηση τῆς Ἱεραποστολῆς. Τόσο τῆς ἐσωτερικῆς, ὅσο κυρίως τῆς ἐξωτερικῆς, ἀφήνοντας αἰώνιο Ἀρχιερατικὸ παράδειγμα, γιὰ τὸ τί εἴδους φλόγα θὰ πρέπει νὰ κατακαίει τὴν καρδιὰ τοῦ Χριστιανοῦ ποιμένα.
Οἱ ἐπιστολὲς τοῦ «Ἱεραποστολὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία» ( ποὺ θὰ πρέπει νὰ μελετηθοῦν ἀπ’ ὅλους μας), ἀποτελοῦν ἕνα εὐωδιαστὸ λιβανωτὸ στὸ θυμιατήριον τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς. Τῆς πράξεως αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. (Δυστυχῶς ἀπὸ ὁρισμένους ἡ Ἱεραποστολὴ θεωρεῖται ὡς εἶδος πολυτελείας ἢ ἀκόμα χειρότερα ἀπὸ κάποιους ἄσχετους, ὡς Προτεσταντικὴ πρακτική!). Ἀποδεικνύει λοιπὸν ξεκάθαρα ὁ Ἱερὸς Πατὴρ ὅτι «ἅμα Χριστιανός, ἅμα Ἱεραπόστολος» καὶ ἀναδεικνύει τὰ ὕψη τῆς τελευταίας ἐντολῆς τοῦ κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη...» ( Μὰτθ ΚΗ΄ 19).
Καὶ ὅπως στοιχεῖο γνησιότητας εἶναι ἡ ἄσκηση καὶ ὁ ἡσυχασμός, ἔτι πλέον, γιὰ ἕνα ποιμένα ἀλλὰ καὶ ποιμενόμενο, στοιχεῖο ὀρθῆς πορείας εἶναι ὁ ζῆλος πρὸς τὴν Ἱεραποστολή.
Ἡ μεγαλύτερη ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου Πατρός, ἦταν τὸ νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν Χριστό, νὰ ἐνταχθοῦν στὸ Σῶμα Του ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ ἐπεκτείνεται συνεχῶς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὄντως, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος εἶναι πρωτοπόρος καὶ στὸν τομέα αὐτό. Ὅταν μάλιστα βλέπει κανεὶς καὶ τὶς ἀφάνταστες δυσκολίες, ἐντὸς τῶν ὁποίων ἐργαζόταν, μὴ χάνοντας ποτὲ τὸ θάρρος του καὶ κυρίως ὅταν μὲ πόνο ὁ μελετητὴς τοῦ βίου του καὶ τῆς πολιτείας του, ἀτενίζει τὸν ἀνελέητο πόλεμο ποὺ ὑφίσαστο ἀπὸ τοὺς ψευδαδέλφους, τότε συνειδητοποιεῖ ὅτι βρίσκεται μπροστὰ σὲ μία μοναδικὴ προσωπικότητα. Μπροστὰ σὲ ἕνα ἐκ τῶν μεγαλυτέρων Ἁγίων της Ἐκκλησίας μας.
Γ) Κοινωνικὸς ἔλεγχος. Οὐδεὶς ἤλεγξε τὶς κοινωνικὲς παρανομίες τῆς ἐποχῆς τοῦ τόσο ὅσο ὁ Ἀσκητὴς καὶ Ἱεραπόστολος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ λόγος του, ἐνῶ ἔρρεε ὡς μέλι καὶ χρυσάφι στὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, μετατρεπόταν σὲ τρίπλοκο φραγγέλιο ὅταν ἀναφερόταν στὴν κοινωνικὴ ἀδικία. Ἡ δὲ γραφίδα τοῦ πετοῦσε φωτιὲς ὅταν χάραζε τὸν βαθύ του πόνο γιὰ τὶς Ἐκκλησιαστικὲς ἀντικανονικότητες καὶ ὅταν ἀποκάλυπτε τὴν ἀνάλγητη στάση τῆς πλουτοκρατίας καὶ τὶς ἐν γένει κοινωνικὲς πληγὲς τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἀξίζει ἀγαπητοί μου ν’ ἀφήσει κανεὶς ὁποιαδήποτε ἄλλη μελέτη καὶ νὰ πάρει στὰ χέρια τὰ οἰκουμενικὰ πλέον συγγράμματα τῆς «χρυσῆς σάλπιγγος» τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀναμφιβόλως, ἐὰν στὴν κάθε Χριστιανικὴ γενιὰ ὑπῆρχε ἕνας Χρυσόστομος, ἡ κατάστασις θὰ ἦταν ἐντελῶς διαφορετική, τόσο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅσο καὶ γιὰ τὴν Πολιτεία. Ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι ὄχι ἁπλῶς δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ καθοδηγούμαστε ἀπὸ ἀκέραιους κι ἀτρόμητους πνευματικοὺς ταγούς, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἔχουμε καὶ τὴν κατάρα νὰ ἐκδιώκουμε, σὲ κάθε ἐποχή, ἀναπολόγητα τὰ τέκνα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου... Τοὺς ἀνθρώπους δηλαδὴ ποὺ ἀρνοῦνται τὴν διαπλοκὴ καὶ παραμένουν σταθεροὶ καὶ ἀσυμβίβαστοι. Σταθεροὶ στὸ νὰ μὴ καταντοῦν ἐπίορκοι τόσο τῶν Μοναχικῶν, ὅσο καὶ τῶν Ἀρχιερατικῶν τους ὅρκων καὶ ὑποσχέσεων, ἀποδεικνύοντας στὴν πράξη τί ἐστὶ Ἐκκλησιαστικὴ ἀξιοπρέπεια. Δυστυχῶς ἡ ταλαίπωρη ἐποχή μας, ἔχει πικρὰ πείρα καὶ στὸ σημεῖο αὐτό. Φαίνεται ὅτι ἡ Ἱστορία καὶ δὴ ἡ ἐκκλησιαστική, ἀρέσκεται στὸ νὰ ἀντιγράφει τὶς μελανές της σελίδες. (Καὶ τὸ πλέον τραγικὸ καὶ συνάμα ἐξοργιστικὸ εἶναι ὅτι ἐπιμένουμε στὸ νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ ἑορτάζουμε τὸν δεδιωγμένον ἕνεκεν δικαιοσύνης Ἱερὸ Χρυσόστομο...Ὄντως κακόγουστο θέατρο καὶ πολιτικοεκκλησιαστικὸς ἐξευτελισμός...).
Ἀλλὰ ὅσο θὰ κατορθώσει ἕνας ἐκ γενετῆς τυφλὸς νὰ περιγράψει τὴν ἁρμονία τῶν χρωματικῶν συνδυασμῶν, ἄλλο τόσο θὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ τυφλοί της πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἁγιαστικῆς βιοτῆς νὰ περιγράψουμε τὶς Χρυσοστομικὲς ἀρετές.
Δὲν ἔχουμε λοιπὸν παρὰ ἐν ταπεινώσει νὰ παρακαλέσουμε τὸν «χρυσοῦν ὠκεανὸν» τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει μὲ τὸν ὅλον βίον τοῦ τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης, νὰ πρεσβεύει γιὰ ὅλους μας. Νὰ πρεσβεύει ὥστε τελικῶς νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Πνευματικότητος, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ταυτοχρόνως δὲ νὰ δέεται ὁ Ἱερὸς Πατὴρ ὥστε νὰ ἐξέλθουμε ἀπὸ τὴν «Βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν», χαρίζοντάς μας ὁ Ἅγιος Θεὸς ποιμένες αὐθεντικούς, ἀξίους, ὁσίους, ἀσκητικούς, ἀκτήμονες καὶ ἱεραποστολικούς. Ποιμένες ποὺ θὰ εἶναι ἕτοιμοι ὡς ἄλλοι Χρυσόστομοι νὰ καθαρίσουν τὴν «κόπρον τοῦ Αὐγείου» καὶ τέλος φέροντας τὸ «ἀπόκριμα τοῦ θανάτου», νὰ ἐργάζονται ἰσοβίως πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας.
Ἀμήν.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι ἀρχιεπίσκοπος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καί ὄχι τῶν Ἑλλήνων ἀθρήσκων καί ἀλλοθρήσκων.




Διαμαντοπούλου εναι πάνω πό τήν εραρχία;

πόσπασμα πό τήν παρουσίαση το βιβλίου το αδεσ. π. Βασίλειου Βολουδάκη " Ποιμαντική εναι Πολιτική" πού παρουσιάστηκε τήν Κυριακή 9 κτωβρίου 2011 στό Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτν
http://www.kapodistrias.info/

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...