Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2011

ΣΠΥΡΙΔΩΝ Ο ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ





ΣΠΥΡΙΔΩΝ Ο ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ
Ορθόδοξον Καύχημα
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ‘ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ΄

Πρωτόφαντη κοσμοσύναξη στον αυλόγυρο και στην αίθουσα την ημέρα της συνόδου. Αυτοκράτορας, πατρίκιοι, αυλικοί, πρωτοψάλτες, δομέστικοι, γραμ­ματικοί, αξιωματούχοι, στρατός, αμέτρητοι αριστοκράτες. Ο Θεός δεν είναι πατήρ αιωνίως, βροντοφώναζε με μανία ο Άρειος.
- Διότι εις καθωρισμένον χρόνον έκτισε τον Λόγον, τον υιόν του. Μέσω δε αυτού όλα τα άλλα πράγματα.
- Παραπλανάσαι, βλασφημείς, μπερδεύεσαι, αποκρινόταν με φωνή «αηδόνος» ο νεαρός Αθανάσιος.
-Ησυχία, ησυχία, θα έλθει η σειρά σου. Ησυχία, προσοχή! θα ομιλήσει τώρα ο φιλόσοφος Κρίτων. Εσπούδασε ιατρικήν, αστρονομίαν, ρητορικήν, φιλοσοφίαν. Ποίος δεν γνωρίζει το μέγεθος της μελετηρότητός του; Υπερβαίνει πάσης ανθρωπινής καταβολής.
Υψηλός, ευσχήμων, ευπαρουσίαστος, με θαυμάσια ενδυμασία ανέβηκε ατό βήμα ο Κρίτων.
-Απλούστατα άγιοι πατέρες, άρχισε να λέει. Προσέξετε παρακαλώ. Ο Λόγος δεν είναι τουτ' αυτό Θεός, διότι τυγχάνει ετερογενής και προς την θεότητα όπως και οιονδήποτε άλλο κτίσμα και δεν δύναται να λεχθεί ότι γνωρίζει τελείως τον Θεόν. Τόσον ο Υιός όσον και το άγιον Πνεύμα σαφώς είναι κεχωρισμένοι από τον Θεόν ποιηθέντες εξ ουσίας ήτις δεν είναι του Πατρός. Ο αληθινός Θεός είναι αγέννητος. Δεν δύναται άγιοι Πατέρες να κοινωνηθεί. Ακριβώς λόγω της υπερβατικότητός του. Η υιότης του Λόγου δεν δύναται να θεωρηθεί απολύτως κατά φύσιν. Τυγχάνει απλή υιοθεσία.
Κείνη τη στιγμή ξεπετάχθηκε από τη θέση του ο Επίσκοπος της Τρεμετουσιάς, ο Σπυρίδων. Κινήθηκε, προχώρησε. Ένα, δύο, τρία βήματα. Αχ, τι πήγαινε τάχα να πετύχει;
- Ψυχραιμία γέροντα, που πας; του φώναξαν από την πλευρά των συνετών της Ανατολής.
- Είναι δεινός ρήτωρ. Δεν ακούς; Θα σε κατατροπώσει, θα σε εκσφενδονίσει έξωθεν του τείχους. Προς Θεού, γύρισε, κάθισε.
Περίεργο, δεν τους άκουσε. Δεν έστερξε να συμμορφωθεί.
- Έλα να μιλήσουμε λίγο και μαζί, φιλόσοφε, είπε.
- Θα σε γελοιοποιήσει γέροντα, αάνάκραξε κάποιος.
- Προς τι οι παραπλανητικοί συλλογισμοί, ψιθυρίζει.
Κυττάζει κατάματα τον φιλόσοφο και του λέει: -Άκουσε με, παρακαλώ. Στο όνομα του Κυρίου, του Εσταυρωμένου.
- Τι θέλεις; αποκρίθηκε ο ρήτορας. Περιφρονητικά.
- Ένας είναι ο δημιουργός του σύμπαντος. Αν και είναι τρία πρόσωπα, τρεις υποστάσεις, εν τούτοις ο Θεός μας είναι ένας. Ο νους μας τι θαρρείς, είναι μικρός για να χωρέσει το πέλαγος του μεγαλείου του.
Κοντοστέκεται, κάνει το σημείο του σταυρού με το δεξί. Με το αριστερό κρατάει το κεραμίδι. Και λέει:
- Εις το όνομα του Πατρός...
Συγκλονίζεται η σύνοδος. Κάτι το εξαίσιο γίνεται. Από το χέρι του Τριμυθούντος όπου κρατάει το κεραμίδι, ανεβαίνει ψηλά φωτιά, φλόγα. Θεέ και Κύριε!
- Και του Υιού, συνεχίζει ο Σπυρίδων.
Από το ξερό κεραμίδι τρέχει κάτω νερό. Οι Αρειανοί ζαρώνουν. Οι ορθόδοξοι κρατούν την αναπνοή τους. Στην πλευρά του πλήθους όπου παρακολουθεί, δεν βγαίνει άχνα.
- Και του άγιου Πνεύματος, συμπληρώνει ο αδύναμος και φτωχοντυμένος επαρχιώτης Επίσκοπος.
Στα χέρια του δεν απομένει παρά το χώμα.
-Ήταν τρία τα υλικά, συνεχίζει. Φωτιά, νερό και χώμα. Πως γίνεται κι αποτελούν ένα;
Ο σοφός των βασιλείων βουβάθηκε. Τον έπιασε γλωσσοδέτης.
- Δέχομαι άγιε γέροντα όσα είπες, φώναξε σκύβοντας το κεφάλι. Νικήθηκα. Κι ευθύς αμέσως κατεβαίνει από το βήμα.
Ντροπή κι απογοήτευση απλώνεται στην παράταξη των Αρειανών. Αγαλλίαση και ανακούφιση ατούς πατέρες της Ορθοδοξίας.
Μετά το θαύμα διασπάσθηκαν οι Αρειανοί. ΟΙ ενάρετοι σύνεδροι και προ παντός ο νεαρός Αθανάσιος πλημμύρισαν από ενθουσιασμό, πίστη, ελπίδα, θάρρος. Κατάνυξη. Η αγάπη των αγίων για το Θεό επειδή ακριβώς δεν έχει το όμοιο της μεταξύ των ανθρώπων, έπρεπε να έχει και την καλύτερη ανταπόκριση εκ μέρους τού Θεού. Αυτό πάντα συμβαίνει. «Οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν».
Ο Άρειος φυσικά έχασε στη σύνοδο εκείνη της Νίκαιας τη μάχη. Και συνετάχθη το ιερό σύμβολο της ομολογίας.
Ο Κωνσταντίνος έσπευσε να καλέσει τον Σπυρίδωνα στα βασίλεια να τον τιμήσει.
- Σε θερμοπαρακαλώ κράτιστε Βασιλεύ, προτιμώ το γρηγορώτερο να επιστρέψω στο ποίμνιο μου. Απουσιάζω επί μακρόν. Απόλυσόν με.
- Έτσι ανταποκρίνεσαι άγιε τού Θεού στην πρόσκληση μου; Δεν χρειάζεσαι τίποτα για την Επισκοπή σου;
- Χρειάζομαι την χάρη του Εσταυρωμένου και Αναστημένου μας Θεού. Για την οποία και αγωνίζομαι. Μην επιμένεις.
Τα λόγια τούτα παραξένεψαν τους πάντες. Μερικούς μάλιστα τους σοκάρισαν. Ποιος δεν επιθυμεί να έρχεται σ' επαφή, να συναναστρέφεται τους εστεμμένους, τους πρώτους, τους ισχυρούς; Αιώνες τώρα όλοι ανέκαθεν επιθυμούν την εύνοια τού πρώτου. Οι μάζες ηλεκτρίζονται. Οι Κρείσσοι επωφελούνται και υπερηφανεύονται. Μόνο ο κομποσχοινίτης της ερήμου δεν ξιπάζεται στο χρυσοστολισμένο χέρι. Ή κι ένας ακόμη ιδαλγός του στίβου της ταπεινής πορείας. Ένας φτωχός Επίσκοπος ο οποίος όσο βυθίζεται στα δάκρυα του εξιλασμού τόσο αντιλαμβάνεται κατά που βρίσκεται η ισχύς, το ακατάλυτο μεγαλείο.
Η βασιλεύουσα ωστόσο πήρε στην καθημερινή λαλιά της τ' όνομα του. Ο,τι κατεβαίνει, ανυψώνεται. Όλοι τους θαύμασαν την απλότητα. Μικροί, μεγάλοι. Αρχιερείς, λαός, παλατιανοί, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Ο οποίος και τελικά τον ετίμησε μαγνητισμένος από την αόρατη αξία. Ξεπροβοδίζοντας τον για την επιστροφή στην Κύπρο με τιμές, του ψιθύρισε:
- Να παρακαλείς γέροντα τον Θεό για το έργο μου, για την αποστολή μου.

Απολυτίκιο
Ήχος α'

Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυματουργός, θεοφόρε Σπυρίδων Πατήρ ημών, διό νεκρός συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες˙ και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι, Ιερωτάτε. Δόξα τω σε δοξάσαντι˙ δόξα τω σε στεφανώσαντι˙ δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.

Μεγαλυνάριο

Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός,
Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός,
Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος,
Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή,
Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός,
Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος,
Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com

Άγιος Σπυρίδων του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προικοννήσου κ.κ. Ιωσήφ

 
Σπυρίς (σπυρίδα) είναι το καλάθι. Σπυρίδων αυτός που διαθέτει καλάθι. Spiro στα λατινικά σημαίνει αναπνέω. Spero, στην ίδια γλώσσα, σημαίνει ελπίζω. Dum spiro spero πάει να πει: εφ’ όσον αναπνέω, ελπίζω.
Ο Άγιος Σπυρίδων. Τοιχογραφία από το παρεκκλήσι της Αγίας Ζώνης στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.
Καλάθι, ανάσα, ελπίδα! Ένα καλάθι γεμάτο ανάσα, γεμάτο οξυγόνο, γεμάτο ελπίδα! Όλα τα καλά του Θεού! Μια σπυρίδα γεμάτη ζωή! Ο Σπυρίδων! Ο Άγιος! Ο Τριμυθούντιος, ο Κύπριος, ο Κερκυραίος, ο Πειραιώτης! Ο Σπυρίδων, ο βοσκός των τετραπόδων προβάτων, που έγινε ποιμήν των δίποδων, των λογικών! Ο αγαθός χωριάτης που γεννήθηκε κι αναγιώθηκε[1] στου κοπαθκιού[2] τη μάντρα, έβοσκε και τυροκομούσε, έπαιζε το πιθκιαύλιν[3] του κι εγάλευε[4] τες αίγες του και τες κουέλλες[5] του μαζί με τ’ άλλα βοσκαρούθκια[6] της Τρεμετουσσιάς[7] κι άνοιγε νάαα..! τα μάθκια του να χορτάσει τον ήλιο! Ειρηνικό φτωχόπαιδο, που ήλθε σε γάμο τίμιο «σαν αρμηνεύγ’ η φύση»[8], κι ονόμασε τη θυγατέρα του Ειρήνη για να θυμάται το «επί γης ειρήνη» που ψάλανε οι άγγελοι ένα βράδυ σε κάτι συναδέλφους του στη Βηθλεέμ. Κι ο νους του όλο στον Καλό Τσομπάνο έτρεχε! Σ’ Εκείνον που κατέβηκε στα κράκουρα και τους γκρεμούς του κόσμου ψάχνοντας το παραστρατημένο αρνάκι, το πρόβατον το απολωλός! Κι έβλεπε το κοπάϊν[9] του κ’ είχε μεγάλη εχταγή[10] μην του ξεφύγει κανένα κουελλούϊν[11], μην του χαθεί καμμιά ασυμμάζευτη τσουρούα[12]! Ήταν καλός βλεπάτορας στου κοπαθκιού τη μάντρα, και «μέραν-νύχταν εν είχιεν το πόϊν του αμάντα»[13]!
Ο καλός τσομπάνος, που είχε δώσει την καρδιά του στο κοπάδι του, σκέφτηκαν πώς θα μπορούσε να γίνει και καλός ποιμένας της Εκκλησίας. Έτσι, κατ’ απαίτηση των ενοριτών του, χειροτονήθηκε ιερέας κι ανέλαβε τη λογική μάντρα του χωριού του με αίσθημα ευθύνης και ταπεινώσεως, με αλογάριαστη αγάπη για το ποίμνιό του και για τον Χριστό, που τούκαμε την τιμή να τον προσλάβει μπιστικό Του. Και το καλάθι γέμιζε καθημερινά μ’ όλες τις χάρες και τις καλωσύνες και τις αρετές, κι έγινε η σπυρίδα του Σπυρίδωνος κορώνα στο κεφάλι του ολοπλούμιστη, γιομάτη φώς, που φώτισε το ιερό κολλέγιο των πρεσβυτέρων και τους Επισκόπους της περιοχής, και σαν εχήρεψε ο θρόνος ο επισκοπικός της Τριμυθούντος, «ψήφω κλήρου και λαού» ο Σπυρίδων έγινε Δεσπότης, Επίσκοπος Τριμυθούντος, να σκορπίσει τα ελέη του Θεού που είχε η σπυρίδα της καρδιάς και της ψυχής του στις καρδιές και στις ψυχές του χριστωνύμου ποιμνίου της επαρχίας του. Δεσπότης ταπεινός και άτυφος, «πραΰς και ακέραιος», «της αγάπης ρείθρον μη κενούμενον»! Δεσπότης συμπαθής και φιλόξενος, με χέρια αργασμένα από τις αγροτικές δουλειές, που όταν τα σήκωνε ικετευτικά σε προσευχή, οι άγγελοι έκαναν τούμπες ποιός να του τα πρωτοφιλήσει και ποιός να δείξει θριαμβευτικά την καθαρότητά τους στον Κύριο της Ιερωσύνης και της Ποίμνης! Εχήρεψε κιόλας, πέθανε κ’ η Ρηνούλα η μοναχοκόρη του, κι έγινε όλος έγνοια για όλα τα παιδιά του τα πνευματικά και τους παπάδες του, όλος αγάπη και στοργή, όλος θυσία και υπομονή, όλος ελεημοσύνη, όλος κατάνυξη, όλος προσευχή, λαμπάδα αναμμένη λειτουργικής και ποιμαντικής εγρήγορσης! Αφιλοχρήματος και θεληματικά φτωχός, δεν έκαμε σακκούλα για ριάλια, κι όταν στενεύτηκε στην ελεημοσύνη του, ευλόγησε ένα φίδι και μ’ έναν του λόγο τόκαμε χρυσάφι, να το βάλουν αμανάτι, να βγει από τη δυσκολία κάποιος αναγκεμένος. «Και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες»! Απλά πράγματα! Απλώς προπτωτικά και εν ταυτώ μεταναστάσιμα! Χαρά του να συνάζει το λαό του στην Ευχαριστία, να ιερουργεί, να ψάλλει, να κάνει την πολύπαθη κυπριακή γη ουρανό! Κι όταν καμμιά φορά ξέμενε από ψάλτη, δεν χολοσκούσε! Τούστελνε από πάνω ο Θεός αγγέλους, που τα καταφέρνουνε στην ψαλτική καλλίτερα, και τον ξελειτουργούσαν. «Και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι, Ιερώτατε»! Κι όσο για τους στραβοδασκάλους τους εφταπόνηρους που ξεφυτρώσανε να δασκαλέψουν τους Χριστιανούς στην αίρεση, θυμήθηκε τα παληά ποιμενικά του, άφησε στην άκρη το πιθκιαύλιν της ειρηνικής μελωδίας κι εχούγιαξε με προφητικές φωνάρες τους «βαρείς λύκους» και τους επήρε στο κυνήγι με τη χαχαλόβεργα του θεοσόφου λόγου της χάριτος! Και στην αγία Σύνοδο, την Α’ Οικουμενική, πού έλαβε μέρος, ένας από τους τρακόσιους δέκα και οχτώ Θεοφόρους Πατέρες της, έκαμε σούργελο τον αρχηγό της χριστομίσητης αιρέσεως, τον παράφρονα Άρειο, μ’ ένα τρισμέγιστο στην τρίσβαθη απλότητά του θαύμα, με μια κεραμίδα, πού, επικαλούμενος το όνομα του Πανάγιου Τριαδικού Θεού, τη χώρισε στα εξ ων συνετέθη τρία στοιχεία: χώμα, νερό και φωτιά, αποδείχνοντας, σ’ όσους έχουν μάτια για να βλέπουν, το μέγα της Τριάδος Μυστήριον! «Της Συνόδου της Πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυματουργός, θεοφόρε Σπυρίδων Πατήρ ημών»! Και τι θαυματουργός! «Ο ποταμός των θαυμάτων ο πλημμυρέστατος»! Και εν ζωη, και, πολύ περισσότερο, μετά την αγια κοίμησή του!
Το σώμα του Άη Σπυρίδωνα το σεβάστηκε ο χρόνος κ’ η φθορά, και τόχουμε, κοντά δεκαεφτά αιώνες τώρα, ακέραιο, γαληνόχαρο, ειρηνικό, γεμάτο παρηγοριά κι ελπίδα αναστάσιμη! Αχ!…Όλη η επιστήμη και η φαρμακευτική επιστρατεύονται για να κρατήσουν άλειωτη, μίαν εβδομηνταριά χρόνια τώρα, μίαν αλιβάνιστη μούμια σε κάποια Κόκκινη Πλατεία, με βασιλικά (με το συμπάθειο «εργατικά»!) έξοδα, για να τη βλέπει ο κόσμος, να φρονηματίζεται υπαρκτοσοσιαλιστικώς και να βλαστημάει ενδομύχως το «αβάντι πόπολο» και την «παντιέρα ρόσα τριομφερά», πού τούκαμε τα όνειρα στάχτη και μπούρμπερη! Και το λείψανο του Άη Σπυρίδωνα, χωρίς καμμιά απολύτως ανθρώπινη επέμβαση, χωρίς κανένα φάρμακο, καμμιά ταρίχευση και τεχνική μουμιοποιήσεως, μένει ακέραιο για να μας γλυκαίνει στη θέα του, να μας παρηγορεί, να μας δείχνει τον αιωνίως ζώντα Θεό, να μας βεβαιώνει ότι η άκτιστη Χάρη του Θεού είναι μεθεκτή και σωματικώς, να θαυματουργεί, να θεραπεύει ασθένειες, να διώχνει πνεύματα ακάθαρτα, να κυνηγάει και καμμιά φορά με το αραμπαδόξυλο της αυστηρής φροντίδας του για τα παιδιά του, Αγαρηνούς και Λατίνους, λυτρώνοντας την Κέρκυρα πού τον φιλοξενεί (άμποτες, Άγιέ μου, και την Κύπρο μας, spero, και το χωρκόν σου την Τρεμετουσσιά!) από την απειλή τους! Μένει ακέραιο για να λειώνει τα πασουμάκιά του στα κορφιάτικα καντούνια, τρέχοντας να προλάβει όλους πού επικαλούνται τη Χάρη του και προσκυνούν τ’ άγιο «ξο κορμάκι του»[14], να σπογγίσει δάκρυα, να δώσει χαρά, να χαρίσει ελπίδα και φως! Ναι, «μα τον Άγιο»!…
Οι Πειραιώτες τον νοιώθουν και αυτοί δικόν τους. Στον Πειραιά σταμάτησε κάποτε για λίγο το πλοίο πού τον μετέφερε, κάπου εκεί στη σημερινη Ακτή Μιαούλη. Γι’ αυτό και τούφτιαξαν Μοναστήρι τρανό, πού η περιουσία του μοιράστηκε αργότερα στα θύματα του Αγώνα του ’21, να στεγαστούν τα ορφανά, να βρουν δυο πήχες χώμα να καλλιεργήσουν οι άκληροι, ένα βράχο να κάτσουν να ξαποστάσουν οι ξεθεωμένοι από τον πόλεμο αγωνιστές. Σ’ αυτό ερχόταν κάθε χρόνο ποδαράτα απ’ την Αθήνα ο μπάρμπα-Πίπης ο Κερκυραίος του Παπαδιαμάντη, να κάμει «Πάσχα Ρωμαίϊκο», Δυτικός ο ίδιος κατά το δόγμα, μα πάνω απ’ όλα Κερκυραίος, πού τ’ άρεσε να ξεχωρίζει τον εαυτό του από «τσου Φράγκους» πού είχαν δοκιμάσει στη ράχη τους την «παντοφλιά» του Άη Σπυρίδωνα, «δοξάζω τόνομάν του και τη χάριν του»[15]! Και σήμερα, ο Ναός που στέκεται στη θέση του παληού Μοναστηριού, είναι ο πολιούχος του Επινείου, ο σπιτονοικοκύρης της ναυλόχου Πόλεως, πού φανερώνει την αγάπη του θεοφόρου Πατρός σε Πειραιώτες κι επισκέπτες αξεχώριστα. Κι εμείς τολμούμε και τον ενοχλούμε ασταμάτητα: «Αλλ’ ω Πατέρων αξιάγαστε και Διδασκάλων συνόμιλε, τον Σωτήρα πρέσβευε του σωθήναι τας ψυχάς ημών»!
Σημειώσεις:
1. Κυπριακός ιδιωματισμός = ανατράφηκε.
2. Κυπριακός τύπος. «Οταν το δ ή το τ συνοδεύεται από ι, τρέπεται σε θκι.
3. Πιθκιαύλιν = αυλός, φλογέρα.
4. Γαλεύω (μάλλον από το αγγλικό to milk) = αμέλγω.
5. Κουέλλα, η = το πρόβατο.
6. Βοσκαρούιν = ποιμαινόπαις, βοσκάκι.
7. Τρεμετουσσιά, η = Λαϊκή ονομασία της Τριμυθούντος.
8. Βιτσ. Κορνάρου: Ερωτόκριτος.
9. Κοπάϊν = κοπάδι.
10. Εχταγή = αγωνιώδης μέριμνα, αγωνία. (Κρητικός ιδιωματισμός).
11. Κουελλούιν = προβατάκι.
12. Τσούρα, η = κατσίκα. Τσουρούα = κατσικούλα. (Κυπριακός ιδιωματισμός).
13. Δημοτικό τραγούδι της Κύπρου = Μέρα νύχτα δεν είχε το πόδι του ανάπαυση.
14. Ξο - κ’σο – χρυσό. Επτανησιακός ιδιωματισμός.
15. Κυπριακή έκφραση ευλαβείας για τους Αγίους.
πηγή: Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς «Πειρα¨κή Εκκλησία», Έτος 18ο, Αριθμός Φύλλου 210, Δεκέμβριος 2009

Γέροντας Παΐσιος: Να μην ανοίγουμε πολλά μέτωπα

09.jpg
Οι άνθρωποι σήμερα, επειδή δεν ζουν απλά, έχουν πολύ περισπασμό. Ανοίγουν πολλά μέτωπα και χάνονται με την πολλή μέριμνα. Εγώ ένα-δύο πράγματα τα τακτοποιώ και μετά σκέφτομαι άλλα. Ποτέ δεν έχω να κάνω πολλά πράγματα μαζί. Τώρα σκέφτομαι να κάνω αυτό, το τελειώνω και μετά σκέφτομαι να κάνω κάτι άλλο. Γιατί, αν δεν τελειώσω το ένα και αρχίσω το άλλο, δεν έχω ανάπαυση. Όταν έχη κανείς πολλά μαζί να κάνη, παλαβώνει. Και μόνο να τα σκέφτεται, παθαίνει σχιζοφρένεια.

Είχε έρθει στο Καλύβι ένας νέος που είχε ψυχολογικά προβλήματα. Μου έλεγε ότι ταλαιπωρείται, γιατί έχει μια κληρονομική ευαισθησία από τους γονείς κ.λπ. "Τι κληρονομικά μου λες; του είπα. Πρώτα, χρειάζεσαι ξεκούραση. Μετά να πάρης το πτυχίο σου, μετά να πας στον στρατό, μετά να κοιτάξης για διορισμό". Με άκουσε ο καημένος και βρήκε τον δρόμο του. Έτσι βρίσκουν και τον εαυτό τους οι άνθρωποι.
- Γέροντα, κι εγώ κουράζομαι εύκολα, όταν δουλεύω. Δεν καταλαβαίνω τι φταίει.
- Αυτό που σου λείπει εσένα είναι η υπομονή. Και αιτία που δεν μπορείς να κάνης υπομονή είναι που καταπιάνεσαι με πολλά. Σκορπάς σε πολλές μεριές και κουράζεσαι. Αυτό και νευρικότητα σου δημιουργεί, γιατί έχεις και φιλότιμο και αγωνιάς.
Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, είχα έναν διακονητή στο μαραγκούδικο, τον Γερο-Ισίδωρο. Ο καημένος δεν είχε καθόλου υπομονή. Άρχιζε ένα παράθυρο, στενοχωριόταν, έπιανε να κάνη πόρτες, στενοχωριόταν και τα άφηνε, έπιανε να κάνη μετά στέγες. Όλα στην μέση τα άφηνε, χωρίς να τελειώνη τίποτε. Άλλα ξύλα χάνονταν, άλλα κόβονταν λάθος. Έτσι σκοτώνεται κανείς, χωρίς να κάνη τίποτε.
Είναι μερικοί που, ενώ έχουν περιορισμένες δυνάμεις και μπορούν να κάνουν μόνον ένα-δύο πράγματα, καταπιάνονται και μπερδεύονται με πολλά και μετά δεν κάνουν τίποτε σωστό και σέρνουν και τους άλλους. Όσο μπορεί κανείς, να κάνη ένα-δυό πράγματα μόνο, να τα τελειώνη σωστά και να έχη το μυαλό του καθαρό και ξεκούραστο και μετά να αρχίζη κάτι άλλο. Γιατί, άμα ο νους του σκορπίση, τι πνευματικά θα κάνη μετά; Πώς να θυμηθή τον Χριστό;

(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Α΄ - ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟα



09.jpg
Οι άνθρωποι σήμερα, επειδή δεν ζουν απλά, έχουν πολύ περισπασμό. Ανοίγουν πολλά μέτωπα και χάνονται με την πολλή μέριμνα. Εγώ ένα-δύο πράγματα τα τακτοποιώ και μετά σκέφτομαι άλλα. Ποτέ δεν έχω να κάνω πολλά πράγματα μαζί. Τώρα σκέφτομαι να κάνω αυτό, το τελειώνω και μετά σκέφτομαι να κάνω κάτι άλλο. Γιατί, αν δεν τελειώσω το ένα και αρχίσω το άλλο, δεν έχω ανάπαυση. Όταν έχη κανείς πολλά μαζί να κάνη, παλαβώνει. Και μόνο να τα σκέφτεται, παθαίνει σχιζοφρένεια.

Είχε έρθει στο Καλύβι ένας νέος που είχε ψυχολογικά προβλήματα. Μου έλεγε ότι ταλαιπωρείται, γιατί έχει μια κληρονομική ευαισθησία από τους γονείς κ.λπ. "Τι κληρονομικά μου λες; του είπα. Πρώτα, χρειάζεσαι ξεκούραση. Μετά να πάρης το πτυχίο σου, μετά να πας στον στρατό, μετά να κοιτάξης για διορισμό". Με άκουσε ο καημένος και βρήκε τον δρόμο του. Έτσι βρίσκουν και τον εαυτό τους οι άνθρωποι.
- Γέροντα, κι εγώ κουράζομαι εύκολα, όταν δουλεύω. Δεν καταλαβαίνω τι φταίει.
- Αυτό που σου λείπει εσένα είναι η υπομονή. Και αιτία που δεν μπορείς να κάνης υπομονή είναι που καταπιάνεσαι με πολλά. Σκορπάς σε πολλές μεριές και κουράζεσαι. Αυτό και νευρικότητα σου δημιουργεί, γιατί έχεις και φιλότιμο και αγωνιάς.
Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, είχα έναν διακονητή στο μαραγκούδικο, τον Γερο-Ισίδωρο. Ο καημένος δεν είχε καθόλου υπομονή. Άρχιζε ένα παράθυρο, στενοχωριόταν, έπιανε να κάνη πόρτες, στενοχωριόταν και τα άφηνε, έπιανε να κάνη μετά στέγες. Όλα στην μέση τα άφηνε, χωρίς να τελειώνη τίποτε. Άλλα ξύλα χάνονταν, άλλα κόβονταν λάθος. Έτσι σκοτώνεται κανείς, χωρίς να κάνη τίποτε.
Είναι μερικοί που, ενώ έχουν περιορισμένες δυνάμεις και μπορούν να κάνουν μόνον ένα-δύο πράγματα, καταπιάνονται και μπερδεύονται με πολλά και μετά δεν κάνουν τίποτε σωστό και σέρνουν και τους άλλους. Όσο μπορεί κανείς, να κάνη ένα-δυό πράγματα μόνο, να τα τελειώνη σωστά και να έχη το μυαλό του καθαρό και ξεκούραστο και μετά να αρχίζη κάτι άλλο. Γιατί, άμα ο νους του σκορπίση, τι πνευματικά θα κάνη μετά; Πώς να θυμηθή τον Χριστό;

(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Α΄ - ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

Αρχ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Η ΥΛΗ: Βάση των βάσεων του κόσμου;

Η ΥΛΗ: Βάση των βάσεων του κόσμου;

Γράφει ο Αρχ. Κύριλλος Κωστόπουλος
Ιεροκήρυκας Ι. Μ. Πατρών
Δρ Θεολογίας, Καθηγητής ΕΑΠ (ΣΕΠ)
Ο άνθρωπος ακολουθεί κυρίως μία από τις δύο τάσεις της Φιλοσοφίας. Ή παραδέχεται την ύλη σαν πρωτεύον γεγονός στην ζωή του και ακολουθεί τον υλισμό (materialismus) ή προκρίνει την νόηση, τον ιδεαλισμό (idealismus) και απαρνείται τα υλικά πράγματα.
Η αλήθεια, εντούτοις, βρίσκεται στο «πάντρεμα» των δύο αυτών τάσεων. Το πνεύμα πρέπει να νοηματοδοτεί την ύλη, καταξιώνοντάς την, ενώ η ύλη οφείλει να φανερώνει το πνεύμα, ως παράγοντα δημιουργίας και καταξιώσεως.
Δυστυχώς, όμως, στην σημερινή εποχή πιστεύεται ότι όλα τα όντα και όλα τα γεγονότα ημπορούν να υπάρξουν και να εξηγηθούν μέσω της ύλης, του υλισμού και έτσι ακολουθείται ο υλοζωισμός (hylozoismus)...
Δεν έχει τόση σημασία το τι «είναι» ο άνθρωπος, αλλά το τι «έχει», εφόσον η κοσμοθεωρία του είναι υλιστική. Θεωρεί, και τούτο το αποδεικνύει «εν έργοις» και «λόγοις», ότι η ύλη είναι η βάση των βάσεων του κόσμου.
Το μόνο που επιδιώκει και επιθυμεί ο υλιστής άνθρωπος είναι να υπερέχει, να επιβάλλεται και να προβάλλεται.
Βεβαίως, σ’ αυτό συντείνει και ο σημερινός ουμανιστικός-υλιστικός πολιτισμός. Έτσι ενισχύεται η άποψη ότι πρέπει ο άνθρωπος να αγωνίζεται στην ζωή αυτή για τα υλικά αγαθά, πώς να πλουτίσει και όχι πώς να καταξιωθεί ως ανθρώπινη προσωπικότητα, ως εικόνα Θεού.
Παρά ταύτα, η στιγμή της ανθρώπινης φθοράς έρχεται και για τον υλιστή άνθρωπο. Και τότε κατανοεί ότι η τοποθέτηση της ύλης αντί του πνεύματος στην υψηλότερη βαθμίδα των αξιών ήταν τραγικό λάθος, αφού η ύλη δεν είναι η βάση των βάσεων του κόσμου και ότι
Κάποτε όλα καταλήγουν στο θάνατο.
Είναι προφανές, ωστόσο, ότι η ποιότητα της ζωής δεν εξαρτάται από το τι έχει και το τι προβλέπεται να αποκτήσει ο άνθρωπος, όπως υποστηρίζει ο υλοζωισμός, αλλά από το ποιός είναι και τι είναι. Ο Σωκράτης, χωρίς να έχει υλικά αγαθά, επειδή ήταν αξία, λάμπει ως φωτεινό άστρο στο στερέωμα της ανθρώπινης Ιστορίας.
Ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος στην οικία της Μάρθας και της Μαρίας προβάλλει το πέρασμα από το υλιστικό πνεύμα, από την φυσική πείνα στο πνευματικό συμπόσιο, στην πείνα του «ενός εστί χρεία» (Λουκ. 10, 42).
Το ίδιο ισχύει και για τους Αγίους μας. Τίποτε δεν είχαν κατά κόσμο, είχαν, όμως, τα πάντα κατά Θεό. Είναι, κατά τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, «οι μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β΄Κορ. 6, 10).
Πρέπει, επομένως, να κατανοήσουμε, όπως ήδη έχει λεχθεί, ότι η ύλη δεν είναι η βάση των βάσεων και ότι ο μεγαλύτερος πλούτος που δεν πρόκειται να μας αποχωρισθεί ούτε στην ζωή αυτή, αλλ’ ούτε στην άλλη, είναι η αγάπη.

* Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «Πελοπόννησος» των Πατρών στις 4/12/2011.

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων

Κόντογλου Φώτης



Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον τιμημένους ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοὶ στὶς περιστάσεις ὅπως τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν ἅγιο Γεώργιο καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔχει ἡ Κέρκυρα, ὅπως ἡ Ζάκυνθος ἔχει τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Διονυσίου κ' ἡ Κεφαλληνία τὸν ἅγιο Γεράσιμο.

Γεννήθηκε στὸν καιρὸ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου στὸ νησὶ τῆς Κύπρου, ἀπὸ γονιοὺς φτωχούς. Γι' αὐτὸ στὰ μικρὰ χρόνια του ἤτανε τσομπάνης καὶ φύλαγε πρόβατα. Ἤτανε πολὺ ἁπλὸς στὴ γνώμη σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς κάνει μαθητές του. Σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία, παντρεύθηκε, καὶ μετὰ χρόνια χήρεψε, καὶ τόση ἤτανε ἡ ἀρετή του, ποὺ τὸν κάνανε ἐπίσκοπο σὲ μία πολιτεία λεγόμενη Τριμυθούντα, μ' ὅλο ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἀγράμματος. Παίρνοντας αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἀξίωμα ἔγινε ἀκόμα ἁπλούστερος καὶ ταπεινός, καὶ ποίμανε τὰ λογικὰ πρόβατα ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐστηρότητα ὡσὰν ὑπεύθυνος ὅπου ἤτανε γιὰ τὴ σωτηρία τους.

Ἤτανε προστάτης τῶν φτωχῶν, πατέρας τῶν ὀρφανῶν, δάσκαλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ εἶχε τέτοια καθαρότητα καὶ ἁγιότητα, ποὺ τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἄνωθεν νὰ κάνει πολλὰ θαύματα, γιὰ τοῦτο ὀνομάσθηκε θαυματουργός. Μὲ τὴν προσευχὴ του μάζευε τὰ σύννεφα κ' ἔβρεχε σὲ καιρὸ ξηρασίας, γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, τιμωροῦσε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἔκανε μὲ κάποιους μαυραγορῖτες ποὺ γκρέμνισε τὶς ἀποθῆκες ποὺ φυλάγανε τὸ σιτάρι, ἐνῷ ὁ κόσμος πέθαινε ἀπὸ τὴν πεῖνα, καὶ καταπλακωθήκανε μαζὶ μὲ τὸ σιτάρι: "καὶ μελετώμενον λιμὸν παρὰ τῶν σιτοκαπήλων, ἔλυσε, συμπεσουσῶν αὐτοῖς, τῶν ἀποθηκῶν αἷς τὸν σῖτον συνέσχον". Καὶ μ' ὅλα αὐτὰ ἐζοῦσε μὲ τόση φτώχεια, ποὺ σὰν πῆγε κάποτε ἕνας φτωχὸς νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος του, δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει τίποτα, καὶ μὲ θαῦμα ἔκανε μαλαματένιο ἕνα φίδι ποὺ βρέθηκε σ' ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ τὸ ἔδωσε στὸν φτωχό, κ' ἐκεῖνος τὸ ἔλιωσε καὶ πλήρωσε τὸ χρέος του.

Ἄλλη φορὰ πάλι ἔγινε κατακλυσμός, καὶ τὰ ποτάμια ξεχειλίσανε καὶ πλημμύρισε ἡ χώρα, κι' ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε καὶ τραβήξανε τὰ νερὰ καὶ στέγνωσε ὁ νεροπατημένος τόπος. Γιάτρεψε καὶ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ κάποια ἀγιάτρευτη ἀρρώστια, ἕνα διάκο ποὺ βουβάθηκε τὸν ἔκανε καλά, κακοὺς καὶ πλεονέκτες ἀνθρώπους ἐτιμώρησε μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ πλῆθος ἄλλα θαύματα ἔκανε, ὥστε νὰ τὸν φοβοῦνται οἱ ἄδικοι κ' οἱ ἀδικημένοι νὰ τὸν ἔχουνε γιὰ προστάτη καὶ καταφύγιο. Ἀλλὰ πάντα εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ συμπάθεια στοὺς ἁμαρτωλούς, γι' αὐτὸ κάποιοι κλέφτες ποὺ πήγανε μία νύχτα νὰ κλέψουνε πρόβατα ἀπὸ τὴ μάνδρα του, ποὺ τὴ συντηροῦσε γιὰ νὰ βοηθᾷ τοὺς πεινασμένους, τυφλωθήκανε καὶ δὲν μπορούσανε νὰ φύγουνε, καὶ πιάσανε καὶ φωνάζανε νὰ τοὺς ἐλεήσει. Κι' ὁ ἅγιος ὄχι μοναχά τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους, ἀλλὰ τοὺς χάρισε κ' ἕνα κριάρι, γιατί, ὅπως τοὺς εἶπε, εἴχανε κακοπαθήσει ὅλη τὴ νύχτα, κι' ἀφοῦ τοὺς νουθέτησε νἄναι καλοὶ ἄνθρωποι, τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τους χωρὶς νὰ μάθει τίποτα ἡ ἐξουσία γιὰ τὴν κλεψιὰ ποὺ θέλανε νὰ κάνουνε.

Προέλεγε δὲ καὶ ὅσα ἤτανε νὰ γίνουνε μὲ ἀκρίβεια, ὥστε νὰ τὸν θαυμάζει ὁ κόσμος σὰν ἕνα ὑπεράνθρωπο πρόσωπο, ἀφοῦ ἀπὸ τσομπάνης ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβεῖ σὲ τέτοιο ὕψος. Καὶ στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, ἤτανε κι' ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνάμεσα στοὺς τριακοσίους δέκα ὀκτὼ θεοφόρους πατέρας καί, παρ' ὅλο ποὺ δὲν γνώριζε γράμματα, ἀποστόμωσε τὸν αἱρεσιάρχην Ἄρειο ποὺ ἤτανε ὁ πιὸ σπουδασμένος στὰ γράμματα ἀπὸ ὅλους τοὺς δεσποτάδες.

Ὅλον τὸν καιρὸ ποὺ ἔζησε δὲν ἔπαψε νὰ κάνει θαύματα. Τὸ μεγαλύτερο ἤτανε ἡ ἀνάσταση τῆς πεθαμένης κόρης του ποὺ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ μαρτύρησε σὲ ποιὸ μέρος εἶχε φυλάξει τὰ χρήματα ποὺ τῆς ἐμπιστεύθηκε κάποια γυναῖκα, καὶ πάλι ξανακοιμήθηκε. Κάποτε πῆγε στὸν ἅγιο μία γυναῖκα ποὺ εἶχε ἕνα παιδάκι καὶ τῆς πέθανε, καὶ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα πολλὰ νὰ τὸ ἀναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ἤτανε οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν γνωρίζανε, στὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος. Καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀνάστησε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἡ μητέρα του σὰν τὸ εἶδε ζωντανό, ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρὰ της πέθανε ἡ ἴδια. Κι' ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνέστησε καὶ τὴ γυναῖκα.

Αὐτὰ τὰ μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στὸν κόσμο, κι' ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ζώντας ἀκόμα, τιμήθηκε σὰν ἅγιος καὶ θαυματουργός. Καὶ ἕως τώρα κάνει πολλὰ θαύματα τὸ σκήνωμά του ποὺ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν Κερκυραίων.

Ὅταν ἐλειτουργοῦσε, παραστεκότανε Ἄγγελοι ποὺ τοὺς βλέπανε μὲ τὰ μάτια τους πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, καὶ ποὺ ἔλεγε τὸ "Εἰρήνη πᾶσι", οἱ Ἄγγελοι ἀντιφωνούσανε "Καὶ τῷ πνεύματί σου" ἀντὶ τῶν ψαλτάδων, καὶ τὸν περιέλουζε κάποια ὑπερφυσικὴ φωτοχυσία.

Μὲ τέτοια ἀγγελικὴ πολιτεία ἀφοῦ ἔζησε κ' ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας ποιμαίνοντας τὰ λογικὰ πρόβατα, μετέστη πρὸς Κύριον. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό του ἔμεινε κάμποσον καιρὸ στὴν Τριμυθούντα κι' ἀπὸ κεῖ τὸ πήγανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐβάλανε στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὅπου φυλαγότανε τὰ ἅγια λείψανα πολλῶν ἁγίων. Κατὰ τὴ βασιλεία τῶν Τούρκων εὑρέθη εἰς τὰ χέρια ἑνὸς εὐλαβοῦς χριστιανοῦ ποὺ τὸν λέγανε Βούλγαρη, κι' αὐτὸς μὲ μεγάλα βάσανα καὶ κόπους τὸ ἔφερε ἕως τὴν Ἀλβανία κρυμμένο μέσα σὲ τσουβάλια, κι' ἀπὸ κεῖ τὸ πέρασε μ' ἕνα καΐκι στὴν Κέρκυρα ποὺ τὴν κρατούσανε οἱ Βενετσιάνοι, κι' ἀπὸ τότε βρίσκεται σ' αὐτὸ τὸ νησί, ἀπείραχτο ἀπὸ τὸν καιρό, μὲ ὅλο ὅπου περάσανε 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του.

Στὸ κουβούκλιο στέκεται ὄρθιος ὁ ἅγιος, μὲ χέρια σταυρωμένα, ντυμένος μὲ τὰ ἄμφιά του καὶ τὸν βγάζουνε σὲ λιτανεία δύο φορὲς τὸ χρόνο. Οἱ Κερκυραίοι ἔχουνε τὸ ἱερὸ σκήνωμα σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τὸ θεωροῦνε θησαυρὸ τοῦ νησιοῦ τους. Τὸν καιρὸ ποὺ δούλεψα στὸ Μουσεῖο τῆς Κέρκυρας γνώρισα τὸν πάπα-Βούλγαρη, ποὺ ἤτανε ἐφημέριος του ναοῦ, κατὰ κληρονομικὸ δικαίωμα, ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα. Τὸ ἅγιο λείψανο θαυματουργεῖ πάντα ἕως σήμερα σὲ ὅποιους ἐπικαλεσθοῦνε μὲ πίστη τὸν ἅγιο.

Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος μὲ γυριστὴ μύτη καὶ μὲ διχαλωτὸ κοντὸ ἄσπρο γένι, "γέρων διχαλογένης φορῶν σκοῦφον". O σκοῦφος του εἶναι παράξενος, σὰν κινέζικος, μυτερὸς στὴν κορυφή. Δὲν ζωγραφίζεται ποτὲ ξεσκούφωτος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἀπάνω σὲ σανίδι εἴτε σὲ τοῖχο σὲ ἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνὰ στὸ ἅγιο Βῆμα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἱεράρχας Βασίλειο, Χρυσόστομο καὶ Γρηγόριο κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα. Στὸ χαρτὶ ποὺ βαστᾶ εἶναι γραμμένο: "Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον θυσίαν".

Ἡ ὑμνολογία μας τὸν στόλισε μὲ τὰ ἀμάραντα ἄνθη της, ποὺ πολὺ λίγοι ἀπὸ μᾶς τὰ μελετήσανε γιὰ νὰ δοῦνε πὼς ἀληθινὰ εἶναι ἀμάραντα.

"Χαίροις ἀρχιερέων κανών, τῆς Ἐκκλησίας ἀδιάσειστον ἔρεισμα• τὸ κλέος τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ τῶν θαυμάτων πηγή, τῆς ἀγάπης ρεῖθρον μὴ κενούμενον...". "Πρᾶος καὶ κληρονόμος τῆς γῆς, Σύ, τῶν πραέων ἀληθῶς ἀναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ὁ ταῖς νευραῖς τῶν σοφῶν καὶ ἁπλῶν σου λόγων, θεία χάριτι, ἐχθρὸν τὸν παμπόνηρον καὶ παράφρονα Ἄρειον ἐναποπνίξας, καὶ τὸ δόγμα τὸ ἔνθεον καὶ σωτήριον ἀνυψώσας ἐν Πνεύματι...". "Ἐκ ποιμνίων ὥσπερ τὸν Δαυΐδ, σὲ ἀναλαβόμενος ὁ Πλαστουργός, λογικῆς ποίμνης ἔθετο ποιμένα πανάριστον, τῇ ἁπλότητι καὶ πραότητι λάμποντα καὶ τῇ ἀκακίᾳ, ὅσιε, Ποιμὴν καλλωπιζόμενον". "Μωυσέως τὸ ἄπλαστον, Δαυΐδ τὸ πρᾶον, Ἰὼβ τοῦ Αὐσίτιδος τὸ ἄμεμπτον κτησάμενος, τοῦ Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Ἱερώτατε. Ὁ ὤν εὐλογημένος καὶ ὑπερένδοξος". "Σὲ ἐξ ἀλόγου ποίμνης μετήγαγεν εἰς λογικὴν τὸ Πνεῦμα, πνευματοφόρε, ὡς τὸν Μωσέα καὶ Δαυΐδ, ὧν ἐμιμήσω τὸ πρᾶον, Σπυρίδων, φῶς οἰκουμένης". Τὸ ἀπολυτίκιον λέει: "Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων, πατὴρ ἡμῶν. Διὸ νεκρὰ Σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες• καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας Σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς Σοι, Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι• δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι• δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα".

Ο βοσκός - θαυματουργός δεσπότης με το άφθαρτο λείψανο



Ο άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός
Το καύχημα των ορθοδόξων
(12 Δεκεμβρίου)

Προσωπικότητα φωτεινή, μορφή οδηγητική, αληθινός κολοσσός αρετής και φυσιογνωμία παγκόσμια είναι της Τριμυθούντος ο επίσκοπος, ο άγιος Σπυρίδων. Η εξηγιασμένη ζωή του πολλά μπορεί να δώσει και να διδάξει και σήμερα στον καθένα, που απροκατάληπτα θα θελήσει να σκύψει και να μελετήσει τη θαυμαστή ζωή του.

Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν.

Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. κι έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) και του γιου του Κωνστάντιου (337-361).
Γενέθλια πατρίδα του ο άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και που σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσιά, αλλά τη γειτονική της κωμόπολη Άσσια.
Αυτό μας λέγει ο άγιος Τριφύλλιος, πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ούν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά.
Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα, του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου, Και τέτοιος πραγματικά ήταν ο άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι' αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει κι ο θείος Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα κι η μητέρα του Ευνίκη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

Μόρφωση και ζωή

Γράμματα ο άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του θεού, ήταν ο καθημερινός κι αχώριστος σύντροφος του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του κι όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός ["Ν": όπως και ο σύγχρονος άγιος Γέροντας Κλεόπας Ελίε]. Μέσα στο σακκίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιο του. Πόσο συγκινητική, μα κι άξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθεια του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:

Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή κι αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, κι αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.

Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα κι η αγάπη κι η ταπείνωση του τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ήμερες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στόν διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια στους χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη κι ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός κι υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του κι είχε βλαβεί και το ένα του μάτι.

Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (προς Ρωμαίους 8, 18), έλεγε κι επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.

Ο άγιος δημιουργεί οικογένεια

Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωση του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεως Του στον Χριστό έμεινε αμείωτη κι η αγάπη του πάντα υποδειγματική.

Είπα στις ήμερες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ 1, 21). Παρηγοριά στή θλίψη του βρήκε πάλι στά λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία.

Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια κι αρετή του κατέστησε τον άγιο σεβαστό κι αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στό πρόσωπο του ήταν βέβαιοι πώς θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.

Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών

Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. 11, 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.

Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλωσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθήσει να ξεκουρασθεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σέ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητα του υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό κι ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του θαυματουργού. Μερικά από τα θαύματα θα αναφερθούν κι εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα κι ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους.

Θαύματα (ενώ ζούσε ακόμη ο άγιος)

1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά.

Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του.

2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα».

Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν.

— «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα».
Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να.

3 (το χρυσό φίδι). Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.

- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.

4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός.

Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:

— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.

Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος!
Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια.

Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις:

Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω τόσες ανάγκες.

-Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα;

- Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου;

- Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (προς Εβραίους, 13, 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη. Με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος.

— Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει.

- Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του.

Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου... Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών.

5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα:
-«Κυρά μου, μη με εγγίσεις».

Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.

6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.

Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:

— Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός.

- Ναι, παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς.
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27).

7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία.

Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος.

Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε στο τέλος να λάμψει η αλήθεια.

«Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.

Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο.

Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια:

-Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας.

-Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός, Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε:

— «Εις το όνομα του Πατρός».

Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω.

- «Και του Υιού»,

Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω.

— «Και του Αγίου Πνεύματος».

Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του [γι' αυτό κρατάει το κεραμίδι με τη φωτιά & το νερό στην εικόνα στην αρχή του post].

- Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός, όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε:

- Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.

Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. 76, 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του:

-Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα.

Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.

Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορινθ. 2, 4). Δηλαδή όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος.

8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε πως η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:

- Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε:
- Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.
Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του.
[...]

15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!

Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.

Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.

Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του.

Το λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα

Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι' αυτό κι ο Πολύευκτος κατέφυγε σ' ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πώς εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος Βρήκε ένα πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το Ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το Ιερό σκήνωμα του αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. Επίσης και τα μάτια του αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο.
Της αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας. Είναι ακέφαλο και εορτάζεται η μνήμη της στις 11 Φεβρουαρίου. Η αγία Θεοδώρα είναι αυτή που αναστήλωσε μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τις αγίες εικόνες την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843. Την αναστήλωση έκαμε μετά τον θάνατο του συζύγου της Θεοφίλου. Ο κόσμος του νησιού με βαθύτατο σεβασμό υποδέχθηκε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ' όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. 15, 3).

Πολλά θαύματα έγιναν κι εδώ στην Κέρκυρα και γίνονται κάθε χρόνο σε όσους με πραγματική πίστη καταφεύγουν στη χάρη του και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση εκζητούν τίς πρεσβείες του, γιατί «ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ εληξεν εισέ τι». Δηλαδή, ο θαυματουργός Σπυρίδων κι αν απέθανε, δεν έπαψε όμως κι από του να θαυματουργεί. Στόν άγιο αυτό επαναλήφθηκε πραγματικά ο λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός». (προς Γαλάτας, 2, 20).

Μερικά από τα θαύματα του αυτά θα αναφερθούν κι εδώ για ψυχική ενίσχυση όλων μας και διδασκαλία.

Θαύματα

1. Βρισκόμαστε στίς αρχές του 17ου αιώνα. Τρομερή ανομβρία κτύπησε και του Ιόνιου Πελάγους τα νησιά. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Ό,τι βρίσκει τα τρώγει. Έλειψαν και του βουνού τα λίγα χορταράκια. Στούς δρόμους και τα σπίτια μια παραπονιάρικη φωνή ακουόταν συνεχώς: «Πεινούμε...»

Πεινούσαν τα παιδιά. Πεινούσαν οι νέοι. Πεινούσαν κι οι γέροι. Όλοι πεινούσαν. Κι αυτών των πλουσίων τα κελλάρια άρχισαν να αδειάζουν. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί;

Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (
Ησαΐα, ν', 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στήν εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Κλαίνε τα παιδιά. Σπαράζει η καρδιά των μητέρων. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.

Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές.

- Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα.
Τα ιστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωρούν. Σε λίγο νάτα στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και να. Το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.

Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μ. Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.

2. Γύρω στα 1629-30 καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει στ' αλήθεια ολόκληρο το νησί. Εδώ που άλλοτε έσφυζε η ζωή κι αντηχούσαν τραγούδια χαράς και γέλια, τώρα ακούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα από ανθρώπους που λειώνουν από τον πόνο ανάμικτα με κλάματα κουκουβάγιας και κρωγμούς κοράκων.

Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.

— Άγιε, λυπήσου μας, κραυγάζουν μικροί και μεγάλοι. Άγιε, σώσε μας.

Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.

Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πώς η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πώς ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.

Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.

Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.

Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου, όπως είπαμε. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Θαύματα που αναφέρονται στη θεραπεία κάποιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και θαύματα που αναφέρονται στη βοήθεια και σωτηρία ολόκληρης πόλεως και λαού. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και το παρακάτω, που αξίζει πολύ να το προσέξουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα οι άρχοντες κι οι αρχόμενοι της μαρτυρικής αυτής νήσου, που φέρει το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων».

Ύστερα από την πτώση της βασιλίδος των πόλεων η τούρκικη βουλιμία προχωρεί και ένα - ένα κατακτά όλα τα τμήματα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια για τα οποία ο λαός τραγουδώντας τα θα λέει: «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»... [...]



Μία εκδήλωση σεβασμού και ευγνωμοσύνης Τούρκου ναυάρχου προς τον Άγιο Σπυρίδωνα

Του φιλόλογου Σπύρου Σταμ.Μεσημέρη
περιοδικό ''Απολύτρωση''/ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Ο γαλήνιος Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου, ο "των ορθοδόξων υπέρμαχος και των κακοδόξων αντίπαλος" Άγιος και θαυματουργός Σπυρίδων (270-350), είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της Χριστιανοσύνης. Και, όπως είναι γνωστό, έχει συνδεθεί αδιάσπαστα και αρμονικά το όνομα του με το όνομα της Κέρκυρας, από τότε που μεταφέρθηκε το Σεπτό του Σκήνωμα στο νησί από την Κωνσταντινούπολη το 1456, τρία χρόνια δηλαδή μετά την άλωση της από τους Τούρκους.
Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ότι η παρουσία του Σεπτού του Σκηνώματος στην Κέρκυρα, την σκλαβωμένη στους καθολικούς κατακτητές (από το 1267 μέχρι το 1386 στους Γάλλους Ανδηγαβούς και από το 1386 μέχρι το 1797 στους Ενετούς), ήταν θείο Δώρο για τον καταπιεζόμενο θρησκευτικά και εθνικά κερκυραϊκό Ορθόδοξο λαό. Και τούτο γιατί ο Κάρολος ο Ανδηγαβός, αδελφός του Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου του Β', όταν κατέλαβε την Κέρκυρα, κατήργησε πραξικοπηματικά τον ορθόδοξο νόμιμο Μητροπολίτη Κερκύρας, για να ευχαριστήσει τον Πάπα Κλήμη τον Β', ο οποίος τον είχε βοηθήσει να γίνει βασιλιάς της Νεαπόλεως. Και από τότε μέχρι το 1800, δηλαδή 533 χρόνια, συνεχώς η Κέρκυρα μόνο Καθολικό Αρχιεπίσκοπο είχε, ο οποίος προσπαθούσε μαζί με τους λοιπούς καθολικούς να ξερριζώσει από την ψυχή του ελληνικού Κερκυραϊκού λαού, την ελληνορθόδοξη συνείδηση του.
Επίσης πρέπει να θυμίσουμε ότι τον περιφρονημένο ορθόδοξο κλήρο αντιπροσώπευε ο λεγόμενος Μέγας Πρωτοπαπάς, ο οποίος δεν είχε το δικαίωμα να χειροτονεί. Οσοι ορθόδοξοι ήθελαν να γίνουν κληρικοί, επήγαιναν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, συνήθως στην Ήπειρο, και εκεί έχειροτονουντο από Έλληνες Επισκόπους. Επομένως ο Άγιος Σπυρίδων ήταν ο προστάτης, η ελπίδα και ο Παρήγορος Αγγελος των περιφρονημένων ορθοδόξων, Αντικαθιστούσε στη σκέψη και στη καρδιά των Κερκυραίων τον νόμιμο ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Μητροπολίτη, τον οποίο τους είχαν στερήσει παράνομα οι κατακτητές.
Έτσι δικαιολογείται η ιδιαίτερη αγάπη και ο άπειρος σεβασμός του κερκυραϊκού ελληνορθόδοξου λαού προς τον προστάτη του νησιού Αγιο Σπυρίδωνα, του οποίου το Σεπτό Σκήνωμα έγινε ιερό εθνικοθρησκευτικό λάβαρο και ελπίδα για την θρησκευτική και εθνική μελλοντική του αποκατάσταση.
Για όλα αυτά δεν είναι παράδοξο, που η φήμη, ο σεβασμός και η αγάπη προς τον Άγιο Σπυριδωνα απλώθηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, αλλά ακόμα και στους αλλόθρησκους Τούρκους. Ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα εδώ με συντομία θα αναφέρουμε. Το διηγείται στον Α' τόμο των περιηγήσεών του ένας ξένος συγγραφέας, ο BARHTOLOΖ.


Το άφθαρτο λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα

Κάποτε, στις αρχές του 19ου αιώνος, ο Τούρκος Αρχιναύαρχος Κατήρ Μπέης έπλεε με το στόλο του έξω από το Παλέρμο της Σικελίας. Εκεί αντιμετώπισε μια πρωτοφανή σε αγριότητα τρικυμία, στην οποία "είδε τον Χάρο με τα μάτια του", όπως λέει ο λαός μας... Μέσα σ' αυτό τον τρομερό κίνδυνο θυμήθηκε τον Άγιο Σπυρίδωνα. Είχε πολλές φορές ακούσει να μιλούν για τα θαύματα του. Για τούτο και με όλη τη δύναμη της ψυχής του τον παρεκάλεσε να τον βοηθήσει.
Τελικά η σφοδρότατη αυτή θαλασσοταραχή εκόπασε και σώθηκαν τα πλοία του από τον καταποντισμό. Επιστρέφοντας κατόπιν στην Τουρκία πέρασε από την Κέρκυρα, για να εκφράσει στον Αγιο Σπυρίδωνα την ευγνωμοσύνη για την σωτηρία του. Ήταν όμως πολύ άρρωστος και δεν μπορούσε αμέσως να πάει ο ίδιος στον Ναό του Αγίου. Ανέλαβε να τον θεραπεύσει ο Κερκυραίος Ιατρός Ιωάννης Καποδίστριας, ο μετέπειτα Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας και τέλος ο Πρώτος Κυβερνήτης του απελευθερωμένου από τους Τούρκους Ελληνικού Κράτους. Στον Ιωάννη Καποδίστρια λοιπόν διηγήθηκε τον φοβερό κίνδυνο, που είχε διατρέξει έξω από το Παλέρμο, και τον παρεκάλεσε να πάει στον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και να ανάψει μεγάλες λαμπάδες σε ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης για την σωτηρία του.
Αυτή με λίγα λόγια ήταν η περιπέτεια του Τούρκου Αρχιναυάρχου Κατήρ Μπέη, δείγμα λαμπρό του σεβασμού και αλλοθρήσκων ακόμη προς την σεπτή μορφή του Κυπρίου Ιεράρχου και Προστάτου της Κερκύρας Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...