Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012

Ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου- π. Γεώργιος Ρ. Ζουμής



Ἀφοῦ μιλήσαμε τήν προηγούμενη φορά γιά τήν περιτομή τοῦ Κυρίου
 καί βγάλαμε τά ἀπαραίτητα διδάγματα, ἐρχόμαστε τώρα νά πᾶμε στό
 ἑπόμενο θέμα, σέ μιά ἄλλη Δεσποτική ἑορτή, τήν Ὑπαπαντή τοῦ 
Χριστοῦ. Ὑπαπαντή σημαίνει ὑποδοχή. Ὁ Συμεών ὑποδέχθηκε τόν
 Χριστό καί τόν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. 
Εἶναι μία σπουδαία ἑορτή μέ πλούσιο περιεχόμενο καί μεγάλη
 ἱστορία καί προϊστορία.
Ἡ βάση της  φτάνει στά χρόνια τοῦ Μωϋσῆ καί τῶν Φαραώ 
τῆς Αἰγύπτου. Οἱ Ἑβραῖοι κακοπερνοῦν, δουλεύουν σκληρά 
γιά τούς Αἰγυπτίους, ὑποφέρουν, ὑφίστανται τά πάνδεινα, γιά
 νά μή σηκώνουν κεφάλι. Ἀποδεκατίζονται, μειώνεται ὁ 
πληθυσμός τους, γιά νά μή κινδυνεύσουν ἀπό αὐτούς οἱ Αἰγύπτιοι.
Ὁ Θεός ἔβλεπε τά βάσανά τους, ἄκουε τούς στεναγμούς τους 
καί τούς λυπόταν. Ἔστειλε τόν Μωϋσῆ νά τούς ἐλευθερώσει, 
νά τούς βγάλει ἀπό τήν δουλεία τοῦ Φαραώ καί νά τούς 
ὁδηγήσει πίσω στήν πατρίδα τους, στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. 
Ἐκεῖνος σκληρός καί ὑπερήφανος δέν θέλησε νά ὑπακούσει. 
Ἔκανε τήν ζωή τους ἀκόμη πιό δύσκολη καί μαρτυρική.
 Ἀναγκάσθηκε ὅμως νά γονατίσει καί νά δεχτεῖ νά τούς 
ἀφήσει νά φύγουν μετά τίς δέκα πληγές, πού τοῦ 
ἔστειλε ὁ Θεός καί κυρίως μέ τήν τελευταία, κατά τήν
 ὁποία ἄγγελος Κυρίου ἐφόνευσε τά πρωτότοκα ἀγόρια
 τῶν Αἰγυπτίων, ὅπως καί τόν πρωτότοκο γυιό τοῦ Φαραώ.
Ἀπό τό θανατικό αὐτό γλύτωσαν τά πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων. 
Ἔτσι, θά λέγαμε, ἦταν χρεωμένοι, τά χρωστοῦσαν στό Θεό. 
Κάθε ἕνας πού ἔφερνε τό πρῶτο παιδί στόν κόσμο, ἔπρεπε
 νά τό ἀφιερώσει στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.  Ἀργότερα, ὅταν
 ἔγιναν οἱ Λευΐτες καί ὑπηρετοῦσαν ἐκεῖνοι στό Ναό, ἔπαιρναν
 τά παιδιά τους πίσω, ἀφοῦ κατέβαλαν κάποιο ἀντίτιμο, πέντε
 σίκλους δηλαδή δέκα πέντε χρυσές δραχμές καί θυσίαζαν ἕνα 
χρονιάρικο ἀρνί. Ἄν ἦταν φτωχοί μποροῦσαν νά προσφέρουν ἕνα
 ζευγάρι περιστέρια ἤ δύο τρυγόνια, ἤ ἀκόμη νά μή δώσουν τίποτε,
 ἄν ἦταν πολύ φτωχοί.
Αὐτό τό προηγούμενο ἀναφερόταν ἀκόμη καί στά πρωτότοκα 
ἀρσενικά τῶν ζώων. Ἔπρεπε νά ξεχωρίζωνται καί νά προσφέρωνται
στό Θεό. Αὐτή ἡ ἀφιέρωση ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως τῆς 
εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ καί ἀπόδειξις, ὅτι ἀνήκουν σ᾿ Αὐτόν. Εἶπε
 ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ: Ἐν γάρ χειρί κραταιᾷ ἐξήγαγέ 
σε Κύριος ὁ Θεός ἐξ Αἰγύπτου.
Ὅταν τό ἀγόρι γινόταν σαράντα ἡμερῶν καί τό κορίτσι 
ὀγδόντα ἡμερῶν τό πήγαιναν στό Ναό, γιά τόν καθαρισμό τοῦ
 παιδιοῦ καί τῆς μητέρας του. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ Χριστός
 ἔγινε σαράντα ἡμερῶν, τόν πῆραν ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωσήφ καί
 ἀπό τήν Βηθλεέμ, πού ἦταν ἀκόμη, πῆγαν στά Ἱεροσόλυμα,
 στό Ναό τοῦ Σολομῶντος, γιά νά κάνουν ὅ,τι ὅριζε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.
Ἀσφαλῶς μποροῦσαν νά μή πᾶνε, δέν ἦταν ὑποχρεωμένοι νά τό 
κάνουν, γιατί δέν ἦταν μία ἁπλῆ γέννησις ἑνός κοινοῦ 
ἀνθρώπου. Ἐδῶ ἔχουμε ὑπερφυσική γέννηση, τήν 
σάρκωση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐφαρμόζουν τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ,
 ὅλες τίς διατάξεις, γιά νά μή τούς κατηγορήσει κανείς σάν 
παραβάτες, ἀλλά καί νά δώσουν σέ μᾶς καλό παράδειγμα, ὅτι
 πρέπει νά σεβώμαστε τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά 
ἐφαρμώζουμε στήν πληρότητά του τό θεῖο θέλημα. 
Ἐμεῖς πολλές φορές σκεφτόμαστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, 
ὅτι θά μπορούσαμε νά μή κάνουμε τό ἕνα ἤ νά ἀποφύγουμε
 τό ἄλλο, κάτι πού εἶναι μεγάλο λάθος.
Ὁ Χριστός πού ἔδωσε τόν νόμο στόν Μωϋσῆ, ὅταν 
προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, ἔπρεπε νά τόν ἐφαρμώσει.
 Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Τό ἔκανε χάριν ὑπακοῆς 
στό νόμο, πού ὁ ἴδιος ἔδωσε. Ἡ ἀνυπακοή τοῦ πρώτου Ἀδάμ 
εἶχε συνέπεια τήν πτώση καί τήν φθορά. Ἡ ὑπακοή τοῦ 
νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, ἐπανέφερε τήν ἀνθρώπινη φύση  
στόν Θεό καί θεράπευσε  τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν εὐθύνη τῆς
 παρακοῆς.
Ἐκεῖ στό Ναό βρίσκεται ἕνας γέροντας, πολύ μεγάλος στήν
 ἡλικία, ὁ πρεσβύτης Συμεών. Πῆγε τήν ἴδια ὥρα μέ τήν 
Παναγία καί τόν Ἰωσήφ, ἐμπνεόμενος καί καθοδηγούμενος ἀπό
 τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀξίζει νά δοῦμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ σεβάσμιος 
Γέροντας.
Ἡ ἱστορία αὐτοῦ ἀρχίζει γύρω στό 280 π.Χ. ὅταν στήν
 Αἴγυπτο ἐβασίλευε ὁ Πτολεμαῖος ὁ Β΄ ὁ Φιλάδελφος. 
Φιλάδελφος κατ᾿ ἐφημισμό. Ἀγαποῦσε τόσο πολύ τόν ἀδελφό 
του, ὥστε τόν σκότωσε, φοβούμενος μήπως τοῦ πάρει τόν θρόνο.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἦταν διαδεδομένη 
σέ ὅλον τόν τότε γνωστό κόσμο. Ἀκόμη καί τό σύνολο τῶν 
Ἑβραίων, πού εὑρίσκοντο σκορπισμένοι σέ ὅλο τόν κόσμο, 
μιλοῦσαν ἑλληνικά καί ὄχι ἑβραϊκά. Δέν μποροῦσαν νά
 διαβάσουν τήν Παλαιά Διαθήκη στή γλῶσσα τους. Γι᾿ αὐτό
 ἔβαλαν στόν Πτολεμαῖο τήν ἰδέα τῆς μεταφράσεως στά ἑλληνικά.
Αὐτό εἶναι καλό δίδαγμα γιά μᾶς. Ὅτι δηλαδή πρέπει νά
μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Καινή Διαθήκη γράφτηκε 
κατ᾿ εὐθείαν στήν ἐλληνική γλῶσσα καί ἡ πρώτη μετάφραση
 τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἔγινε ἀπό τά ἑβραϊκά ἦταν στά
 ἑλληνικά. Αὐτό εἶναι μεγάλη τιμή γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, 
ἀλλά καί μεγάλη εὐθύνη.
 Ἔχουμε τήν ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά μελετοῦμε τήν Ἁγία
 Γραφή ἡμέρας καί νυκτός. Νά μή τήν ἀφήνουμε ἀπό
 τά χέρια μας. Θά μάθουμε πολλά, θά λάβουμε ἀπαντήσεις
 σέ πολλά προβλήματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν. Καί ὅμως 
στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀφιερώνουμε τόν λιγότερο
 χρόνο, ὅπως τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή.  
Μέ τά μαλλιά μας καί τά νύχια μας ἀσχολούμεθα πολύ
 περισσότερο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἀξία οὔτε σάν
 κι᾿ αὐτά.
Ἐπανερχόμαστε στόν Πτολεμαῖο. Ἐκεῖνος κάλεσε ἑβδομῆντα 
δύο μορφωμένους, πού ἤξεραν καλά τά ἑλληνικά καί τά 
ἑβραϊκά, γιά νά κάνουν τήν μετάφραση στόν φάρο τῆς
 Ἀλεξανδρείας, ὁποία χάριν συντομίας ὀνομάσθηκε μετάφρασις 
τῶν ἑβδομήκοντα. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ Συμεών. 
Ἔδωσαν σέ ὅλους νά μεταφράσουν ἀπό ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς
 Διαθήκης. Ὁ Συμεών ἔτυχε νά πάρει τό βιβλίο τοῦ προφήτη 
Ἡσαΐα καί ἡ μετάφραση συνεχιζόταν...
Κάποια φορά ἔφτασε στό σημεῖο πού λέει ὁ προφήτης,
 ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἔξει... Κάποια παρθένος 
θά γεννήσει. Δέν μποροῦσε νά τό πιστέψει, πῶς εἶναι δυνατόν 
νά εἶναι παρθένος καί νά γεννήσει. Δέν τό χωροῦσε ὁ νοῦς 
του. Ἔφτασε στό σημεῖο νά σκεφτεῖ, ὅτι ἔκανε λάθος ὁ προφήτης,
 μᾶλλον θά ἤθελε νά γράψει, ὅτι κάποια γυναίκα θά γεννοῦσε. 
Ἔκανε μάλιστα νά βγάλει ἕνα μικρό μαχαιράκι, γιά νά ξύσει, νά
 σβύσει τήν λέξη. Ἐκείνη τήν στιγμή ἄγγελος Κυρίου τοῦ 
ἔπιασε τό χέρι καί τόν σταμάτησε. Νά μεταφράσεις ὅ,τι βλέπεις,
 ὅ,τι εἶναι γραμμένο, τοῦ εἶπε, γιατί δέν εἶναι λάθος. Ὄντως ἡ 
Παρθένος θά γεννήσει υἱόν κι᾿ ἐσύ δέν θά πεθάνεις πρίν 
γίνουν αὐτά. Θά ἀξιωθεῖς νά τόν δεῖς καί νά τόν γνωρίσεις.
Τό θέμα αὐτό τόν ἀπασχολοῦσε σοβαρά καί συνέχεια.
 Δέν ἔφευγε ἀπό τό μυαλό του. Κάποια μέρα πού ἔκανε
 βαρκάδα στό Νεῖλο ποταμό ἤ κατ᾿ ἄλλους στή θάλασσα,
 πέταξε μέσα στό νερό τό δαχτυλίδι, πού φοροῦσε,  καί εἶπε,
 ὅσο ἐγώ θά μπορέσω νά βρῶ τό δαχτυλίδι αὐτό, ἄλλο τόσο 
καί ἡ παρθένος θά γεννήσει παιδί. Μετά ἀπό μέρες ἀγόρασε
 ψάρια καί τά ἔδωσε νά τά μαγειρέψουν. Στό πρῶτο ψάρι πού
 ἄνοιξε, γιά νά φάει, βρῆκε μέσα τό δαχτυλίδι!
 Τότε πείσθηκε ὅτι, ὅσο παράξενο καί ἄν εἶναι, μπορεῖ
 νά γίνει.
Τελείωσαν οἱ ἐργασίες τῆς μετάφρασης καί οἱ ἑρμηνευταί πῆγαν
 στά σπίτια τους. Ἔφυγε καί ὁ Συμεών γιά τήν πατρίδα του, τά
 Ἱεροσόλυμα. Τά χρόνια περνοῦσαν, ἕνας-ἕνας ὅλοι οἱ δικοί του
, οἱ συγγενεῖς, οἱ γνωστοί  του πέθαιναν, ἀλλά αὐτός ἐξακολουθοῦσε
 νά ζεῖ. Ἔφτασε καί ξεπέρασε τά 270 χρόνια.
Κάποια φορά, πού καθόταν στό σπίτι του, δέχθηκε μία ἐσωτερική 
παρόρμηση. Σάν νά κάποιος τόν ἔσπρωξε καί τοῦ εἶπε νά πάει στό 
ναό τοῦ Σολομῶντος. Σηκώθηκε μέ τρεμάμενα πόδια καί σιγά-σιγά
 πῆγε στό ναό. Ἐκείνη τήν ὥρα ἔφτασαν καί ἡ Παναγία μέ τόν 
Ἰωσήφ καί τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ
 ἀπεκάλυψε, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Παρθένος, γιά τήν ὁποία ἔγραψε
 ὁ προφήτης Ἡσαΐας καί αὐτό εἶναι τό παιδί, πού γέννησε. 
Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, πού περίμενε τόσα χρόνια καί ὁ ἴδιος 
του, ἀλλά καί ὁ κόσμος ὅλος.
Εἶναι συγκινητική ἡ στιγμή πού ὁ Χριστός προσφέρεται
 ὡς νήπιο στό Ναό. Ὁ προαιώνιος Θεός, πού διακρατεῖ καί 
διευθύνει τόν κόσμον ὅλον, τά πάντα, παρουσιάζεται ὡς βρέφος 
στό Ναό, εὑρισκόμενος στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του. 
Εἶναι νήπιο καί ταυτόχρονα προαιώνιος Θεός.
Μέ τήν νηπιότητα αὐτή ἐθεράπευσε τό νηπιῶδες φρόνημα
 τοῦ Ἀδάμ. Εἶχε βέβαια φωτισμό τοῦ μυαλοῦ του, ἀλλά
 ἔπρεπε  νά δοκιμασθεῖ καί νά φτάσει στή θέωση. 
Ἐπειδή ἦταν ἄπλαστος καί νήπιο πνευματικά, ἐπειδή
 εἶχε νηπιῶδες φρόνημα, γι᾿ αὐτό εὔκολα ἀπατήθηκε ἀπό
 τόν πονηρό διάβολο, πού γέρασε στήν ἁμαρτία καί στήν
 πονηρία. Ὁ Χριστός παίρνοντας τήν σωματική νηπιακή ἡλικία
 ἐθεράπευσε τό νηπιῶδες φρόνημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά γενικά τήν
 ἀνθρώπινη φύση. Δέν μποροῦσε ὁ διάβολος νά πλανήσει τήν
 ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τό ἔκανε μέ εὐχέρεια στόν
 πρῶτο Ἀδάμ.
Ὁ ἅγιος Συμεών πῆρε τόν Χριστό στά τρεμάμενα χέρια του καί 
συγκινημένος εὐλόγησε τόν Θεό. Δέν ἦταν ἱερεύς, ὅπως λένε
 κάποιοι, ἀλλά ἀνώτερος τοῦ ἱερέως. Ἦταν πνευματοκίνητος. 
Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἀποκαλύπτει τά θεῖα μυστήρια σέ ἀνθρώπους, 
πού εἶναι ἀκάθαρτοι. Ἐκεῖνο τόν καθοδηγοῦσε καί τόν
 ἐνίσχυε. Λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας:Ἰσχύσατε χεῖρες
 ἀνειμέναι καί γόνατα παραλελυμένα... Ἰσχύσατε,
 μή φοβῆσθε. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνίσχυσε τά πόδια του , 
γιά νά πορευθοῦν στό Ἱερό, ἀλλά ἐνίσχυσε καί τά χέρια
 του, γιά νά κρατήσουν τόν Χριστό. Γι᾿ αὐτόν λέει καί 
ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: Ὡς πρός τήν φύση ἄνθρωπος, 
ἀλλ᾿ ὡς πρός τήν ἀρετήν ἄγγελος.
Ἐκεῖ στό ναό βρισκόταν κάποια Ἄννα προφήτις, πού 
ἀναγνώρισε τόν Θεό καί διεκήρυξε, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ
 λυτρωτής τοῦ κόσμου. Μέρα-νύχτα βρισκόταν
 μέσα στό ναό καί ποτέ δέν ἀπομακρυνόταν ἀπό αὐτόν.
 Λάτρευε τόν Θεό μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί συνεχῆ νηστεία.
Κάποιος ἑρμηνευτής τῶν θείων Γραφῶν νά πῶς ἑρμηνεύει τό 
χωρίο αὐτό τοῦ Εὐαγγελίου. Πήγαινε τό πρωΐ στό ναό γιά τήν
 πρωϊνή ἀκολουθία καί δέν ἔφευγε. Συμμετεῖχε στήν 
λατρεία τοῦ Θεοῦ καί στήν προσευχή, ἀλλά δέν ἔφευγε οὔτε
 κἄν ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν ναό, παρά μόνο ἀφοῦ
 τελείωνε καί ἡ τελευταία βραδυνή ἀκολουθία. Καί αὐτό 
γινόταν κάθε μέρα. Εἶχε συνδέσει ὅλη της τήν ζωή μέ τόν
 ναό καί τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Πόσο πολύ πρέπει νά μᾶς διδάξει τό παράδειγμα αὐτό καί ἡ 
διαγωγή τῆς Ἁγίας Ἄννης τῆς προφήτιδος ὅλους μας καί πολύ
 περισσότερο ἐκείνους, πού ποτέ δέν πατοῦν στήν Ἐκκλησία 
ἤ πηγαίνουν στή θεία Λειτουργία κατά τά τελευταῖα λεπτά, σάν 
νά ἦταν κάποιο πάρεργο, κάτι χωρίς ἀξία. Καί ὅμως στό θέατρο
 ἤ στόν κινηματογράφο ἤ στό ποδόσφαιρο πηγαίνουν ἀπό 
πολύ ἐνωρίς πρίν ἀρχίσει ἡ παράσταση ἤ ὁ ἀγώνας. 
Ἡ θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων οὔτε
 τόσο δέν ἀξίζει; 
καί μετά θέλουμε νά λεγώμαστε καλοί χριστιανοί...
Ὁ πρεσβύτης Συμεών ὁδηγήθηκε στό ναό ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. 
Ἡ Ἁγία  Ἄννα ἔμενε ἐκεῖ συνεχῶς. Ἔτσι καί οἱ δύο 
ἀξιώθηκαν νά δοῦν τόν Χριστό. Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό 
προϋποθέτει καί ἀνάλογο βίο. Ὁ Συμεών ἦταν δίκαιος,
 δηλαδή ἐνάρετος. Ἡ Ἄννα ζοῦσε ἐν χηρείᾳ βίο 
καθαρό καί ἄμωμο.
Μετά ἀπό αὐτά λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πόσο
 μεγάλο κακό κάνει ἡ πορνεία, ἡ ἀκάθαρτη ζωή. Ὁ ἄνθρωπος 
αὐτός δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό. Κρατώντας τόν 
Χριστό στήν ἀγκαλιά του ἐδόξασε καί  εὐχαρίστησε τόν Θεό,
 πού τόν ἀξίωσε νά δεῖ τόν σωτήρα τοῦ κόσμου. Τώρα, Κύριε,
 ἀφοῦ τά εἶδα ὅλα, μπορεῖς νά μέ πάρεις ἀπό αὐτόν τόν 
μάταιο κόσμο. 
Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα...
 Εἶναι συγκλονιστική ἡ σκηνή αὐτή. Ἀσφαλῶς δέν θά
 μποροῦσε νά γίνει αὐτό, ἄν τά χέρια του δέν ἐνισχυόταν 
ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως προείπαμε.
Ζητάει τήν λύση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Λέει ὁ ἱερός
 Θεοφύλακτος, εἶναι δεσμός τό σῶμα γιά τήν ψυχή, εἶναι
 φυλακή, γι᾿ αὐτό οἱ ἅγιοι, οἱ ἐνάρετοι δέν φοβοῦνται τόν
 θάνατο. Ὁ θάνατος θά τούς φέρει κοντά στόν Θεό, πού 
ἀγαποῦν καί ποθοῦν. Αὐτή ἡ λύση εἶναι εἰρήνη, εἶναι εὐλογία. 
Ζητάει τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί τό θεωρεῖ
 ἀνάπαυση.  Ἐμεῖς γιατί τρέμουμε αὐτή τήν λύση; 
Μήπως φταίει ἡ ζωή μας καί ἡ κατάστασή μας; 
Δέν θέλουμε αὐτήν τήν λύση, γιατί ξέρουμε τήν μᾶς 
περιμένει μετά ταῦτα, ξέρουμε τί θά συναντήσουμε,
 τί κρύβεται πίσω ἀπό τόν θάνατό μας. 
Δέν μᾶς συμφέρει, μά καί δέν λέμε νά 
μετανοήσουμε, νά διορθωθοῦμε.

Ἤθελε λοιπόν νά πορευθεῖ στόν Ἄδη καί γιά ἕναν 
ἀκόμη λόγο, νά ἀναγγείλει τήν χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι
 ἦρθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Λέει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος,
 βιαζόταν νά πάει στόν Ἄδη, γιά νά μή προλάβουν νά ἀναγγείλουν
 τό γεγονός τά νήπια, πού ἐπρόκειτο νά σφαγοῦν ἀπό τόν Ἡρώδη. 
Τά νήπια εἶνα γοργά καί εὐκίνητα, ἐνῷ αὐτός γέρων καί 
βραδυκίνητος.
 Ἑπομένως ὁ Συμεών εἶναι ὁ πρῶτος κῆρυξ τοῦ Ἄδη.
Ἀλλά δέν εἶπε μόνο αὐτά. Φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο
 Πνεῦμα εἶπε καί ἄλλα  προφητικά λόγια. 
Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν 
ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. 
 Ἄλλοι θά τόν δεχτοῦν καί ἄλλοι θά τόν ἀπορρίψουν.
 Πολλές συζητήσεις θά γίνωνται γύρω ἀπό τό πρόσωπό του.
 Κάποιοι θά τόν πιστέψουν καί κάποιοι ἄλλοι θά τόν 
ἀρνηθοῦν. Αὐτό γινόταν καί τότε στήν ἐποχή του, 
γινόταν μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων, γίνεται
 ἀκόμη καί σήμερα. 
Ὅσοι τόν πιστεύουν,
 σώζονται. 
Ὅσοι τόν πιστεύουν ζοῦν ζωή ἀναστημένη, ἁγία
 καί πνευματική ζωή. 
Ὅσοι τόν ἀρνοῦνται πέφτουν καί τσακίζονται. 
Τρῶνε τά μοῦτρα τους, χάνονται, καταστρέφονται.
 Ἡ ζωή τους εἶναι κόλαση καί ἐδῶ καί ἐκεῖ. 
Παράδειγμα ὁ Γολγοθᾶς. Ἕνας ληστής πιστεύει καί
 σώζεται, ἐνῷ ὁ ἄλλος ἀμφισβητεῖ, ἀπιστεῖ καί καταδικάζεται.
Ὁ Χριστός εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ταλαντεύονται οἱ
 ἄνθρωποι γιά τό τί εἶναι ὁ Χριστός, Θεός ἤ ἄνθρωπος; 
Ἐμεῖς εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος
 ἄνθρωπος. Πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται τό μαρτύριο, 
σταυρώνεται, πάσχει, κλαίει στόν τάφο τοῦ φίλου του
 Λαζάρου. Ἀλλά καί κάνει θαύματα, ἐκδιώκει δαιμόνια,
 ἀνασταίνει νεκρούς, ἀνοίγει μάτια τυφλῶν, θεραπεύει
 λεπρούς κ.ἄ.
 Αὐτό ἀναφέρεται καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού 
εἶναι τό πραγματικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι
 σώζονται, ἀφοῦ παραμείνουν στήν Ἐκκλησία καί ἄλλοι
 καταδικάζονται ἀρνούμενοι τό σωτηριῶδες ἔργο του. 
Θά εἶναι εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί στήν
 ἄλλη ζωή. Ὅλοι θά τόν δοῦν, ἀλλά γιά ἄλλους θά εἶναι
 κόλασις, γιά ἄλλους παράδεισος.
Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι ὁ Σταυρός καί τό Πάθος 
θά ἀποκαλύψει τίς ἐσωτερικές διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων.
 Ὁ Πέτρος τόν ἀρνεῖται. 
Οἱ Μαθηταί τόν ἐγκαταλείπουν.
 Ὁ Ἰούδας τόν προδίδει καί πνίγεται. 
Ὁ Πιλᾶτος ἀποφεύγει (νομίζει) τίς εὐθύνες μέ 
τό πλύσιμο τῶν χεριῶν του. 
Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἀποκαλύπτονται καί τόν κηδεύουν. 
Οἱ Ἰουδαῖοι θά δώσουν ἀργύρια στούς στρατιῶτες, γιά νά
 ἀποκρύψουν τήν Ἀνάσταση.
Ἡ δεύτερη προφητεία:
 Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία. 
Ἀλλά καί τήν δική σου καρδιά, Παναγία μου, θά τήν διαπεράσει
 δίκοπο μαχαίρι. Κι᾿ ἐσύ ἔχεις νά πιεῖς πικρό ποτήρι, θά πονέσεις 
καί θά πικραθεῖς. Αὐτό συνέβει πολλές φορές στήν Παναγία. 
Ὅταν ἔφυγαν μέ ἀγωνία στήν Αἴγυπτο, γιά νά ἀποφύγουν τά
 μαχαίρια τοῦ Ἡρώδη, ὅταν τόν κατηγοροῦσαν συνέχεια οἱ
 φαρισαῖοι. Ὅμως κυρίως καί πρό πάντων πόνεσε ἡ Παναγία, 
ὅταν εἶδε τόν Χριστό ἐπάνω στό σταυρό. Τότε ἦταν πού 
σχίσθηκε ἡ καρδιά της καί ἔγινε κομμάτια.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα. Ὅταν ἐμεῖς συναντοῦμε 
 προβλήματα καί θλίψεις στή ζωή μας μή παραπονούμεθα,
 μή γογγύζουμε καί δυσανασχετοῦμε. Πιό πολύ καί ἐντελῶς 
ἄδικα πόνεσε καί πικράθηκε ἡ Παναγία. Ἐμεῖς, ἄν
 δυσκολευώμαστε, γίνεται ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας.
 Ἡ ἁμαρτία, πού διαπράττουμε, ἔχει μέσα της τό δηλητηριῶδες
 κεντρί τοῦ πόνου.
Τέλος ὁ σαραντισμός, πού γίνεται σήμερα, ἔχει ἀρχή καί βάση
 τήν ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου. Εἶναι καθαρισμός τῆς γυναίκας καί 
εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Σαράντα ἡμέρες μετά πού θά
 γεννήσει ἡ μητέρα καί ἀφοῦ καθαρίσει ἀπό τά κατάλοιπα
 τῆς γέννας, καθαρή καί λουσμένη παίρνει τό παιδί καί τό
 πηγαίνει στήν Ἐκκλησία, γιά νά τό προσφέρει στό Θεό. 
Ἐμεῖς τό προσφέρουμε στό Θεό, ἀλλά ὁ Ἱερεύς μᾶς 
τό δίνει πάλι πίσω, γιά νά τό μεγαλώσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός.
 Ὅποιος δέν τό κάνει, θά εἶναι ὑπεύθυνος καί ὑπόλογος στό θεό.
 Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι αὐτούς τούς γονεῖς 
σαν ἐγκληματίες θά τούς καταδικάσει ὁ Θεός. Μή λησμονοῦμε,
 ὅτι εἴμαστε συνεργοί Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. 
Συνεργοί καί στήν γέννηση νέων ἀνθρώπων, ἀλλά 
συνεργοί καί στήν καλή διαπαιδαγώγηση.
Ἀφοῦ ἐτέλεσαν ὅλα ὅσα προέβλεπε ὁ Νόμος, ἡ Παναγία
 μέ τόν Χριστό καί τόν Ἰωσήφ γύρισαν πίσω στήν πατρίδα 
τους. Ἐκεῖ μεγάλωνε καί προέκοπτε σέ ἡλικία καί σοφία 
καί σιγά-σιγά, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία, φαινόταν ἡ σοφία πού 
ὁ Χριστός εἶχε. 
Ἔτσι πρέπει κι᾿ ἐμεῖς νά ζοῦμε, πάντοτε σύμφωνα μέ τό θεῖο θέλημα.
 Νά προκόπτουμε πνευματικά, νά φτάσουμε στό μέτρο ἡλικίας 
τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Μή συγκρίνουμε τούς ἑαυτούς μας
 μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν εἶναι τό μέτρο μας αὐτοί.
Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ἐάν συγκρίνω τόν 
ἑαυτό μου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, νομίζω πώς κάτι 
εἶμαι καί αὐτό μέ ἀναπαύει. Ἄν ὅμως συγκρίνω τόν ἑαυτό
 μου μέ τούς ἁγίους ἤ μέ τόν Χριστό, τότε διαπιστώνω, 
ὅτι εἶμαι τενεκές.
Νά κοιτάξουμε λοιπόν νά προοδεύσουμε κατά Θεόν, 
γιά νά ἐπιστρέψουμε στήν ἀληθινή πατρίδα μας, πού 
εἶναι ὁ οὐρανός.
 Ἀμήν.-

Η Υπαπαντή του Κυρίου -π. Χρήστος Πιτυρίνης


Η Υπαπαντή του Κυρίουήμερα η εκκλησία μας εορτάζει την Υπαπαντή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τότε που τον δέχθηκε στις αγκαλιά του ο δίκαιος Συμεών. Η εορτή της Υπαπαντής είναι δεσποτική εορτή, εορτή δηλαδή που είναι αφιερωμένη στο Δεσπότη Χριστό. Όταν πέρασαν σαράντα ημέρες από την γέννηση του Ιησού Χριστού, η Παναγία Μητέρα του και ο δίκαιος Ιωσήφ, σύμφωνα με την διάταξη του παλαιού νόμου, τον πρόσφεραν στο ναό.

Ο νόμος όριζε για τη μητέρα ότι σαράντα ημέρες
 μετά τη γέννηση έπρεπε να παρουσιαστεί στο ναό
 για να καθαριστεί, και για το πρωτότοκο αρσενικό
 παιδί ότι έπρεπε να αφιερωθεί στο Θεό. 
Το συναξάριο της σημερινής εορτής είναι ευαγγελικό,
 ότι δηλαδή ξέρουμε και μπορούμε να πούμε για την
 Υπαπαντή του Κυρίου μας το διηγείται το ιερό ευαγγέλιο.
 Στο δεύτερο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, με πληροφορίες 
που θα πρέπει να είχε από την Υπεραγία Θεοτόκο, 
ο ευαγγελιστής Λουκάς μας διηγείται και μας περιγράφει
 ότι συνέβη στο ναό εκείνη την ημέρα.
Γι’ αυτό το καλύτερο που έχουμε τώρα είναι να επαναλάβουμε
 το ευαγγελικό κείμενο στη δική μας γλώσσα. Ο ευαγγελιστής
 Λουκάς που η παράδοση τον θέλει να ήταν ζωγράφος, είναι
 πραγματικά ζωγράφος στη διήγηση και περιγραφή των γεγονότων
 της ιερής ιστορίας. Όταν συμπληρώθηκαν  οι ημέρες του
 καθαρισμού, λέει το ευαγγέλιο, σύμφωνα με το νόμο του Μωϋσή, 
ο Ιωσήφ και η Μαρία έφεραν τον Ιησού στα Ιεροσόλυμα για να τον 
παρουσιάσουν στο Κύριο, καθώς είναι γραμμένο στο νόμο, ότι
κάθε αρσενικό που ανοίγει μήτρα θα αφιερωθεί στον Κύριο,
 για να προσφέρουν θυσία, σύμφωνα πάλι με το νόμο Κυρίου,
 ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δυο μικρά περιστέρια.
Οι ημέρες του καθαρισμού, για τις οποίες λέει εδώ το ιερό 
κείμενο του ευαγγελίου, είναι σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση 
του παιδιού. Ο σκοπός της παρουσίασης στο ναό ήταν διπλός, 
ο καθαρισμός της μητέρας και η αφιέρωση του παιδιού. Ήταν
 τότε στα Ιεροσόλυμα ένας άνθρωπος που λεγότανε Συμεών, 
και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής και 
περίμενε την εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού για τον
 Ισραήλ. Ήταν επάνω του το Άγιο Πνεύμα και του είχε προφητευθεί 
πως δεν θα πεθάνει αν δεν δει το Χριστό, και με φωτισμό του Αγίου 
Πνεύματος ήλθε στο ναό.
Όταν οι γονείς έφεραν το παιδί Ιησού για να εκτελέσουν γι’ αυτόν
 τα έθιμα του νόμου, τότε ο Συμεών τον πήρε στην αγκαλιά του, 
ευλόγησε το Θεό και είπε «Τώρα Δέσποτα, πάρε με ειρήνη τον
 δούλον σου, σύμφωνα με το λόγο σου, γιατί είδα με τα μάτια
 μου τη σωτηρία σου, που ετοίμασες για όλους τους λαούς
 το φώς που θα φωτίσει τα έθνη και δοξάση το λαό σου τον
 Ισραήλ». Κι ενώ ο Ιωσήφ και η Μαρία θαύμαζαν για όσα 
λέγονταν για τον Ιησού, ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε 
στη Μαριάμ «Αυτός είναι προωρισμένος για να πέσουν και 
για να ανυψωθούν πολλοί ανάμεσα στον Ισραήλ, και
 αυτός θα είναι πρόσωπο αντιλογίας, για να φανερωθεί τι
  σκέφτονται πολλοί μέσα τους, αλλά και τη δική σου ψυχή 
θα περάσει μαχαίρι».
Ήταν εκεί και κάποια προφήτισσα Άννα, θυγατέρα του Φανουήλ
 από τη φυλή του Ασήρ. Αυτή ήταν σε πολύ προχωρημένη ηλικία. 
Είχε ζήση επτά χρόνια και ογδόντα τέσσερα χρόνια ύστερα, ως χήρα,
 δεν έφευγε από το ναό, αλλά σε προσευχές και νηστείες λάτρευε
 μέρα-νύχτα το Θεό. Παρουσιάστηκε λοιπόν εκείνη την ώρα,
 δοξολογούσε το Θεό και μιλούσε για το παιδί σ’ όλους
 που περίμεναν λύτρωση της Ιερουσαλήμ.
Δεν μπορούμε να προσθέσουμε τίποτα στη διήγηση του Ευαγγελιστή
 Λουκά και δεν θέλουμε να σχολιάσουμε ούτε την προσευχή ούτε 
τα προφητικά λόγια του πρεσβύτη Συμεών για τον Ιησού Χριστό.
 Ο Ιησούς Χριστός αγαπητοί μου αδελφοί συμμορφώθηκε προς
 το νόμο και υποβλήθηκε η Παναγία στις διατάξεις του καθαρισμού,
 για να φανεί πως όλοι χωρίς εξαίρεση οφείλουμε να εκτελούμε
 με ταπεινό φρόνημα ότι εντέλλεται ο Θεός και  ότι ορίζει η Εκκλησία
 μας. Αμήν    

Περί Ιερωσύνης και Θείας Λειτουργίας,π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος








Για την Υπαπαντή του Κυρίου έχουμε μιλήσει πολλές φορές, και τονίσαμε ιδιαίτερα τον Άγιο Συμεών το Θεοδόχο, ο οποίος είχε την ειδική ευλογία και χάρη από τον Θεόν, να υποδεχτεί στην αγκαλιά του το Θείο Βρέφος, τότε, ως ιερεύς στο Ναό του Σολομώντος.
Εμάς, δεν μας ενδιαφέρει ο ιερεύς της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά ο ιερεύς της Νέας. Ιερέας και η ιεροσύνη της Νέας Διαθήκης. Ο σημερινός κληρικός παντός βαθμού. Μας ενδιαφέρει ο ιερεύς, που φέρει την ιεροσύνη του Χριστού και είναι διάδοχος των Αποστόλων. Χωρίς την ιεροσύνη, χωρίς τον φτωχό παπά με τα άγια μυστήρια, δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε ένα βήμα στην πνευματική μας ζωή.
Η αγία πείρα και οι μυστικές εμπειρίες αν υπάρχουν από έναν πνευματικό ιερέα ή έναν καταξιωμένο λειτουργό του Υψίστου, είναι αυτές που θα μας οδηγήσουν με ασφάλεια στο δρόμο της σωτηρίας εφόσον βέβαια και μεις κάνουμε υπακοή και εις τον ιερέα, τον πνευματικό, και εις το Άγιον Ευαγγέλιο.
Η ιεροσύνη από μόνη της είναι ένα θαύμα, είναι θαύμα θαυμάτων, που κάνει τον ιερέα φλογερό προφήτη, λειτουργό θεϊκού πυρός, μέσα σ’ έναν κόσμο διεστραμμένο, κακόβουλο, μοχθηρό και άπιστο.
Η Θεία Λειτουργία μεταβάλει τον παππούλη σε άγγελο της Αναστάσεως και ζωής, σε ελπίδα και βεβαιότητα Αναστάσεως μέσα σε αυτήν την φρικτή κοιλάδα του Ιωσαφάτ, των δακρύων και του πόνου, της αμαρτίας και του θανάτου.
Και επειδή τόνισα την λέξη «Ανάσταση», θυμήθηκα τον πατέρα Ιάκωβο, που ευρίσκετο στον Όσιο Δαβίδ Ευβοίας, που είχα την τιμή να γνωρίσω προσωπικά, όπως και ο ίδιος μας διηγείτο, παρουσία της πρεσβυτέρας, του πατρός Λουκά του μοναχού του Φιλοθεΐτου και άλλων επισκεπτών, μας έλεγε λοιπόν για ένα Αναστάσιμο βράδυ που πήγε στη σπηλιά του Αγίου Δαβίδ, για να ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με αναμένη την αναστάσιμη λαμπάδα του. Μπήκε μέσα και αμέσως μαζεύτηκαν χιλιάδες σκορπιοί. Πρώτα πρώτα μαύρισαν τη βραχώδη οροφή και στη συνέχεια κάτω στο δάπεδο. Από πάνω έπεφταν κατά εκατοντάδες προς τα κάτω. Μαζεύονταν γύρω του απειλητικοί και παρόλο που ήτο όπως μας είπε λίγο δειλός, πήρε θάρρος, έγινε γίγαντας και διέταξε τους σκορπιούς να παραμερίσουν, να παραμένουν στις θέσεις τους ακίνητοι πλέον, και να θαυμάσουν και αυτοί ως κτίσματα που ήσαν του Αγίου Θεού διά του Λόγου, να θαυμάσουν το «Χριστός Ανέστη». Στην τρίτη φορά που έψαλε το «Χριστός Ανέστη», ανοίχτηκε δρόμος και έφυγε δοξάζοντας τον Θεόν, ενώ από το βάθος της χαράδρας ακούγονταν να απομακρύνονται τα λυσασμένα ουρλιαχτά των δαιμόνων. Είναι αυτός που πολλές φορές είδε τις αμαρτίες των χριστιανών, να βγαίνουν από τα στόματά τους με μορφή φιδιών κατά την διάρκειαν της Ιεράς Εξομολογήσεως. Αυτό το απαίσιο θέαμα το έχουν δει και άλλοι ιερείς καταξιωμένοι εξομολόγοι. 

Στον ιερέα χριστιανοί μου ειπώθηκε από τον Απόστολο Παύλο, απευθυνόμενος στον Τιμόθεο «Κήρυξον τον λόγον, επίσθητι, κακοπάθησον, έργον ποίησον Ευαγγελιστού, την ιερατική σου διακονία πληροφόρησον», και άλλα. Σ' αυτόν είπε ο Θεός δια του προφήτου «υιέ ανθρώπου, ως σκοπόν και φύλακα σε κατάστησα επί τον οίκον μου.» Για να στέκεσαι άγρυπνος φύλακας και φρουρός στο λογικό μου ποίμνιο, όπως ο τσομπάνος στα πρόβατά του, και να μην επιτρέπεις ακόμα και με θυσία της ζωής σου, τους βαρείς λύκους να μπουν ανάμεσα στις λογικές ψυχές και καταξεσκίσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία ή με αιρέσεις, ή με κρατικούς νόμους αντιθρησκευτικούς και αντιδογματικούς.

Να αναφερθώ όμως και σε κάποιον άλλον καταξιωμένο κληρικό, άγιο.
Κάποτε μια γυναίκα πήγε να εξομολογηθεί στον πατέρα Γεώργιο Καρσλίδη από τη Σίψα Δράμας, ένα νεοφανή άγιο όπως πιστεύω, τον οποίον είχα την τιμή να γνωρίσω, την ώρα που εξομολογείτο και έλεγε διάφορα, κρατούσε όμως όπως διαπίστωσε απ' τους δισταγμούς της, τα πιο σοβαρά θανάσιμα αμαρτήματα. Γιατί έβλεπε κάποια φιδάκια να βγαίνουν απ' το στόμα της και εν συνεχεία να αποσύρονται πάλι προς τα μέσα. Εκείνη την ώρα παρουσιάστηκε μέσα στο εξομολογητήριο μια ενοχλητική μυίγα. Της λέγει λοιπόν της κυρίας αυτής, η οποία ήτο μορφωμένη γυναίκα, και δασκάλα για κείνη την εποχή.
-«Σκότωσέ τη», είπε στη δασκάλα να σκοτώσει τη μυίγα.
Εκείνη πράγματι τη σκότωσε. Ύστερα της ξαναλέγει επιτακτικά.
-«Τώρα ξαναδώστης ζωή, και να την κάμεις να πετάξει».
-«Μα δε γίνεται αυτό παπά», απάντησε εκείνη, και έκπλήκτη μαζί, «αυτό είναι αδύνατο, τελείως αδύνατο, δε γίνεται πάτερ μου, τι μου λέτε τώρα».
Και ο πατήρ Γεώργιος απάντησε ως εξής.
-«Μα τότε δυστυχισμένη, πώς σκότωσες, πώς σκότωσες εσύ, με τα ίδια σου τα χέρια δια μέσου των εκτρώσεων, τα ίδια σου τα σπλάχνα, μια δυο τρείς, επτά φορές; Μπορείς αυτά να τα ξαναδώσεις ζωή; Με ποιό δικαίωμα τη στέρησες αυτή τη ζωή, και με ποιό δικαίωμα στέρησες αυτά απ' το άγιον Βάτισμα;»
-«Μα δεν μπορούσα να τα ζήσω πάτερ», απάντησε εκείνη, συντετριμμένη και κλαίουσα με το κεφάλι προς τα κάτω.
-«Ε, τότε καλύτερα να τα έπαιρνε ο Θεός με το δικό του τρόπο, παρά που τα σκότωσες εσύ», απάντησε ο πατήρ Γεώργιος, ο Όσιος Γεώργιος και έπεσε βαρύς, πολύ βαρύς ο κανόνας.
Να μείνει ακοινώνητη για είκοσι χρόνια. Δεύτερον, να ντυθεί με κουρέλια, και να ζητιανεύει κάθε καλοκαίρι για δυό μήνες σε επτά χωριά, χωρίς να αφήσει πόρτα ακτύπητη. Και τα λεφτά που θα μαζέψει να τα δώσει στο γηροκομείο της Δράμας, το οποίο για κείνη την εποχή ήτο σε αθλία κατάσταση. 

Δεν είναι εξωπραγματικά αυτά. Όποιος θέλει να δει την αγιότητα του αγίου αυτού ανδρός, αλλά και το πόσο αυστηρά εστέκετο, στη συγκεκριμμένη αμαρτία των εκτρώσεων, ή στην αμαρτία της μαγείας, δεν μπορείτε παρά να διαβάσετε το βιβλίο που αναφέρεται στο βίο του.

Σας αναφέρω επίσης άλλα δύο περιστατικά από την αγιότητά του, όπως μας τα περιγράφει η Ευθυμία Ανανιάδου. Και τα δυό αναφέρονται όταν τελούσε Θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του. Στο πρώτο, όταν λειτουργούσε κάποια στιγμή, βγαίνει από το ιερό, από το Άγιον Βήμα, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τον οποίον ο πατήρ Γεώργιος ευλαβείτο πολύ, και του οποίου το ιερό σκήνωμα όπως είναι γνωστόν, βρίσκεται στη Νέα Καρβάλη, έξω απ' την Καβάλα. Και άρχισε να θυμιατίζει το μικρό ναό, μέσα σε λάμψη πολλή, δορυφορούμενος από αγγέλους, οι οποίοι συνόδευαν και συνέψαλλαν, τις ψάλτριες, τις γυναικούλες εκείνες εκεί, την κυρία Ευγενία και κάποιες άλλες, τη μάνα Ευγενία όπως την έλεγε ο πατήρ Γεώργιος, που έψαλαν εκείνη τη στιγμή το «Άξιον Εστί», διότι το θυμιάτισμα του Γρηγορίου είχε αρχίσει μετά το «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου». Και έτσι συνόδευαν και συνέψαλλαν οι άγγελοι με τοις ουράνιες αγγελικές φωνούλες τους το «Άξιον Εστί». Τελειώνοντας ο ύμνος, τελείωσε και το θυμιάτισμα του Αγίου Γρηγορίου, έσβησε σιγά σιγά η ολόλαμπρη εκείνη φωτοχυσία, χάθηκαν οι άγγελοι, μπήκε μέσα στο Άγιον Βήμα ο Άγιος Γρηγόριος, και συνήλθε από την κατάπληξη, το θαυμασμό και το δέος, η κυρία Ευθυμία Ανανιάδου, από την φωνή του πατρός Γεωργίου που συνέχισε τις εκφωνήσεις.

Το δεύτερο γεγονός όπως μας το περιγράφει η ίδια, αναφέρεται στο πώς είδε κάποτε, και όχι μια φορά, λειτουργούντα τον πατέρα Γεώργιο λέγοντάς του.
Πάτερ μου ξέρεις τι λάμψη έχεις επάνω σου; Σαν τον ήλιο λάμπεις. Και έτσι φώτιζες και σ' ολόκληρη τη Θεία Λειτουργία.
Την φωτεινότητα και την λαμπρότητα του προσώπου του, την έβλεπαν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι, έστω και αν ήσαν ελάχιστοι. Τότε αυτός απάντησε.
«Παιδί μου, εγώ δεν είμαι άξιος για τέτοια πράγματα. Απλώς στη Θεία Λειτουργία ευρίσκετο ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το Θείο Φώς του Κυρίου χτυπούσε πάνω μου, και αυτό στη συνέχεια ανταλακλούσε και σε σας».
Και πως μπορεί να μην ήταν παρών ο ίδιος ο Κύριος, αφού το ψωμί και το κρασί μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Του; Και προσφέρεται εις όλους μας, εις άφεσιν αμαρτιών, εις ζωήν αιώνιον; 


Πράγματι χριστιανοί μου, το Θείο Φώς δεν διέφερε απ' το άκτιστον Θαβώρειον φως της Θείας Μεταμορφώσεως. Έτσι είναι μερικοί από τους λειτουργούς του Υψίστου. Όλοι φως. Ολόκληροι λάμπουν από φως. Άλλωστε υπάρχει και μια μαρτυρία ας το πούμε τρόπον τινά του Κυρίου και παρότρυνσις ταυτόχρονα, η οποία μας λέγει τα εξής. «Υμείς εστέ το φως του κόσμου, ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων». Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει τον κάθε ιερέα λύχνον της Εκκλησίας.

Αυτό το μεγαλείον του φωτεινού υπουργήματος της ιεροσύνης, και την ανυπέρβλητη αξία του ιερέως, μας την παρουσιάζει με κάποιες συγκρίσεις ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέγοντας. Αν συναντήσεις στο δρόμο σου έναν βασιλιά και έναν φτωχό παπά, που μπορεί και τα ράσα του να είναι μπαλωμένα, πρώτα θα τρέξεις και θα φιλήσεις το χέρι του παπά, κι ύστερα θα χαιρετήσεις τον βασιλιά. Κι αν συναντήσεις έναν ιερέα μαζί μ' έναν άγγελο, πρώτα θα φιλήσεις και θα ασπασθείς το χέρι του ιερέως, και ύστερα το του αγγέλου. Αυτό που κάνει ο ιερεύς, δεν το κάνουν όλοι οι άγγελοι μαζί. Εγώ αισθάνομαι την ανάγκη, συνεχίζει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, μα και το χρέος, σα συναντήσω κάποιον ιερέα, χωρίς να εξετάσω ποιός είναι, να σκύψω, να του φιλήσω και τα δυό του τα χέρια, και να τον παρακαλέσω να ικετεύσει το Θεό για τις αμαρτίες μου. Να τον παρακαλέσω ακόμα να με μνημονεύει σε κάθε Θεία Λειτουργία, διότι όλος ο κόσμος να υψώσει τα χέρια και να παρακαλέσει τον Θεόν, δεν μπορούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όσο άγιοι και αν είναι, να κάμουν μια Θεία Λειτουργία και να τελειώσουν τα Άχραντα Μυστήρια. Ενώ ένας ιερέας, ακόμα και ο πιό αμαρτωλός, μπορεί να τα τελειώσει πάντοτε, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που πήρε στη χειροτονία.
Αυτά μας είπε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, και νομίζω ότι τα τόνισα και γω, στην αρχή του πρώτου κηρύγματος.

Μπορεί ένας ιερεύς να είναι αμαρτωλός, αλλά αυτός συγχωρεί των ανθρώπων τις αμαρτίες, και «όσα ιερεύς κάποτε τελεί εκ των άνωθεν ο Θεός επικαιρεί», επισημαίνει ο Ιερός Χρυσόστομος. Έτσι αναβαπτίζει τους χριστιανούς στη μετάνοια, και τους εισάγει πάλι στον Παράδεισο. Είναι δούλος. Και δούλου μορφήν φέρει, αλλ’ ο Κύριος του ουρανούς και της γής, ο Κύριος ο Παντοκράτωρ, ο Θεός Λόγος, τον υπακούει στις αγιαστικές του πράξεις.
Το ακούσαμε καλά αυτό; Δηλαδή κάνει ο Θεός υπακοή στον ιερέα;
Ναι κάνει. Διότι όταν λέγει ο ιερεύς «Κύριε αγίασον το ύδωρ τούτο», Κύριος ο Θεός το αγιάζει. Και όταν του λέγει «κάμε αυτό το ψωμί Σώμα Σου, και αυτό τα κρασί Αίμα Σου», ο Κύριος το κάνει. Και όταν του λέγει «στεφάνωσον αυτόν τον άνδρα μ' αυτή τη γυναίκα», ο Κύριος κάνει υπακοή και τους στεφανώνει. Το ίδιο συμβαίνει και στα υπόλοιπα των αγίων μυστηρίων.

Χριστιανοί μου, ο ιερεύς, δεν είναι ο νεκροθάφτης, που κουβαλά τους νεκρούς ανθρώπους και τους θάβει στη μητέρα γή, αλλά ο καλός Σαμαρείτης, ο παιδαγωγός εις Χριστόν, ο αναμορφωτής των ψυχών, ο προφήτης, ο Απόστολος, ο Ευαγγελιστής, ο Μέγας θεόπτης. Είναι εκείνος που οδηγεί ως καλός ποιμένας τα λογικά του πρόβατα στην ουράνια ποίμνη, βάζοντας σε κίνδυνο και την ψυχή του ακόμη, υπέρ των προβάτων. Είναι εκείνος που παίρνει τις ψυχές και δια μέσου των αγίων μυστηρίων τις εισάγει στην Βασιλεία των Ουρανών. Είθε να δώσει ο Πανάγιος Θεός διά μέσου των ευσεβών ιερέων, των λειτουργών του, που δεν λείπουν ακόμα και στις ημέρες μας, να αξιώνει όλους εμάς να μπούμε στον Παράδεισο και με την προσωπική μας μετάνοια, με τα έργα της μετανοίας μας, με τη συντριβή μας, με την υπακοή μας στο άγιον θέλημά Του, με τη φλογερή μας πίστη, και με την ελπίδα στη Σταυρική Του Θυσία
Αμήν

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (Λουκ. β΄, 22-38)


Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

 

Ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ ὡς Ἑβραία ἔπρεπε διὰ δύο λόγους νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ναόν: Πρῶτον διὰ τὸν ἑαυτόν της καὶ δεύτερον διὰ τὸν πρωτότοκον υἱόν της.

Ὑποχρέωσις πρὸς τὸν ἑαυτόν της ἦτο ὁ νομικὸς καθαρισμός της, ὁ σαραντισμός της, ὅπως θὰ ἐλέγομεν σήμερον. Κατὰ τὸν νόμον δηλαδὴ (1) πᾶσα Ἑβραία λεχὼ τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ ἄρρενος τέκνου της ἔπρεπε νὰ ἐμφανισθῇ εἰς τὸν ναόν, ἵνα καθαρισθῇ. Κατὰ τὸν καθαρισμὸν τοῦτον ἦτο ὑποχρεωμένη αὐτὴ, ἐὰν ἦτο πτωχὴ «τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον (2) ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν». Ὁ καθαρισμὸς οὗτος δὲν ἦτο σωματικός τις καθαρισμὸς διὰ λόγους ὑγιεινούς, ἀλλὰ νομικός. Διὰ τούτου δηλαδὴ ὑπεμιμνήσκετο γενικῶς μὲν ἡ ἁμαρτωλότης τοῦ ἀνθρώπου, εἰδικῶς δὲ ἡ διὰ τῆς γεννήσεως μετάδοσις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἣν ἡ Ἑβραία λεχὼ ἐγέννα κόρην, ἦτο ἀκάθαρτη οὐχὶ ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀλλὰ ἐπὶ ὀγδοήκοντα εἰς ἀνάμνησιν, ὅτι ἡ Εὒα ἦτο πρωτουργὸς τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Ἡ θυσία τῶν προσφερομένων τρυγόνων καὶ περιστερῶν, τὰ ὁποῖα δὲν ἐκαθάριζον ἀλλὰ ὑπενθυμίζον μόνον τὴν ἀκαθαρσίαν, ὑπεδήλωνον τὴν ἀνάγκην τῆς ἐλεύσεως λυτρωτοῦ, τοῦ Χριστοῦ.

Ὑποχρέωσις πρὸς τὸν πρωτότοκον υἱόν της ἦτο ἡ ἑξῆς. Κατὰ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον τὰ πρωτότοκα τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶχον διαφύγει τὴν δεκάτην πληγὴν τοῦ Θεοῦ κατὰ τοῦ Φαραὼ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ διὰ τοῦτο εἶχε διατάξει ὁ Θεός, ὅπως ταῦτα ἀφιερώνονται εἰς τὸν ναὸν πρὸς ὑπηρεσίαν του (1). Κατόπιν ὅμως ἀντικατεστάθησαν ταῦτα ὑπὸ τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ. Ἦσαν ὅμως ὑποχρεωμένοι οἱ γονεῖς τῶν πρωτοτόκων νὰ φέρωσι ταῦτα εἰς τὸν ναὸν «παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» νὰ τοποθετῶσι δηλαδὴ αὐτὰ πλησίον τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Κυρίου. Τοῦτο ἀναφέρεται ρητῶς «ἐν νόμῳ Κυρίου πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν» πᾶν ἀρσενικὸν δηλαδὴ πρωτότοκον «κληθήσεται» θὰ θεωρῆται «ἅγιον τῷ Κυρίῳ» ἀφιερωμένον δηλαδὴ εἰς τὸν Κύριον. Κατόπιν ἐξηγοράζετο τὸ πρωτότοκον τοῦτο ἀντὶ πέντε σίκλων (14,25 γαλλικῶν φράγκων) καὶ ἐλαμβάνετο πάλιν ὑπὸ τῶν γονέων του.

Ἀμφοτέρας τὰς ὑποχρεώσεις ταύτας ἐξετέλεσεν ἡ Θεοτόκος ὡς Ἑβραία κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωυσέως» κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴν δηλαδὴ ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὡς εἶναι εὐνόητον ταῦτα ἔγιναν ὄχι διότι ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ ἦτο μέτοχος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ διότι ὁ Χριστὸς ἐγένετο ὑπὸ νόμον, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (2).

Ἐν Ἱερουσαλὴμ ὅμως ἦτο ἄνθρωπος «ᾧ ὄνομα Συμεὼν» ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Συμεὼν. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἦτο «δίκαιος» ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων καὶ «εὐλαβὴς» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Οὗτος διὰ τῆς μελέτης τῶν Γραφῶν «ἦν προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραὴλ» ἀνέμενε δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἦτο ἡ παρηγοριὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. «Ἐπ’ αὐτὸν» τὸν Συμεῶνα «ἦν Πνεῦμα Ἅγιον». Οὗτος ἦτο προφήτης. «Ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον» εἶχεν οὗτος λάβει τὴν ἀποκάλυψιν ἐκ τοῦ Θεοῦ «μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἂν ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου» δὲν θὰ ἀποθάνῃ δηλαδὴ ἂν προηγουμένως δὲν ἴδῃ τὸν Χριστόν. Ὁ εὐλαβὴς λοιπὸν οὗτος γέρων ὀλίγας ὥρας πρὸ τῆς ἀφίξεως τῆς Ἁγίας οἰκογενείας κινούμενος «ἐν τῷ Πνεύματι» ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθεν «εἰς τὸ ἱερὸν» ἦλθεν δηλαδὴ εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ὅπου ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθωσιν αἱ γυναῖκες καὶ περιέμενε.

Μετ’ ὀλίγον χρονικὸν διάστημα ἡ ἁγία οἰκογένεια ἔρχεται.
«Ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ» ὅταν δηλαδὴ εἰσήγαγον οἱ γονεῖς τὸν Χριστὸν καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐφαρμόσωσι τὸν νόμον τῶν πρωτοτόκων, ὅπως εἴπομεν ἀνωτέρω, ὁ Συμεὼν «ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τὰς ἀγκάλας» ἔλαβεν αὐτὸ εἰς τὴν ἀγκάλην του καὶ «εὐλόγησε τὸν Θεὸν» ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε˙ «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου Δέσποτα κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ» Τώρα ζητῶ νὰ ἀπολυθῶ τῆς παρούσης ζωῆς, λέγει ὁ γέρων Συμεών, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε δεθῇ μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνῃ, ἂν δὲν ἴδῃ τὸν Χριστόν. Θὰ ἀπολυθῶ, θὰ ἀποθάνω προσθέτει χαρακτηριστικῶς ὁ γέρων Συμεὼν ἐν «εἰρήνῃ» ἤτοι εὐχαρίστως, διότι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ «σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν» ἡ σωτηρία δηλαδὴ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου Ἐθνικοῦ καὶ Ἰουδαϊκοῦ. Καὶ συγκεκριμένως τὸ σωτήριόν σου τοῦτο εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν» ἤτοι φῶς πρὸς φωτισμὸν τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, τῶν ἀπίστων καὶ «δόξαν λαοῦ σου Ἰσραὴλ» πρὸς δόξαν δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, διότι ἐξ αὐτοῦ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐγεννήθη τὸ σωτήριόν σου τοῦτο, ὁ Χριστός. «Καὶ ἦν ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ». Ὁ θαυμασμὸς οὗτος τῆς ἁγίας οἰκογενείας δὲν ἦτο κυρίως ἐκ τῶν λεγομένων ὑπὸ τοῦ Συμεῶνος — τοιαῦτα θαυμαστὰ εἶχον ἀκούσει καὶ ὑπὸ τῶν ποιμένων — ἀλλὰ διότι ταῦτα ἐλέγοντο ὑπὸ ἀγνώστου εἰς αὐτοὺς ἀνθρώπου, τοῦ γέροντος Συμεῶνος.

Ὁ Συμεὼν στρέφεται κατόπιν πρὸς τοὺς γονεῖς τοῦ παιδίου τοὺς ὁποίους «εὐλόγησεν» ἐμακάρισεν. Κατόπιν ὁ αὐτὸς εὐλαβὴς γέρων στρέφεται εἰδικῶς «πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἶπε» περὶ τοῦ παιδίου. «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ» ἤτοι οὗτος προώρισται νὰ γίνῃ εἰς ἄλλους μὲν ἀφορμὴ πτώσεως εἰς ἄλλους δὲ αἰτία «ἀναστάσεως» σωτηρίας κατ’ ἀρχὰς ἐν τῷ Ἰσραηλιτικῷ λαῷ καὶ κατόπιν εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Ὁ γέρων Συμεὼν συνεχίζει. Οὗτος θὰ εἶναι «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» θαυμαστὸν δηλαδὴ φαινόμενον ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχῃ φανατικοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἀρνητάς. Μετὰ ταῦτα προφητεύεται ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ὁ μεγάλος πόνος, τὸν ὁποῖον θὰ αἰσθανθῇ ἡ Μαριὰμ ἐξ αὐτοῦ ὡς ἑξῆς: «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία». Ἡ ρομφαία εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ λυπήσῃ κατάκαρδα τὴν Θεοτόκον. Ἀποτέλεσμα δὲ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι, «ὅπως ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί», θὰ φανερωθῶσι δηλαδὴ αἱ διαφορετικαὶ πεποιθήσεις τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς προσωπικότητος τοῦ Χριστοῦ.

Ἐν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκετο γυνή τις ὀνομαζομένη Ἄννα, ἡ ὁποία ἦτο «προφῆτις θυγάτηρ Φανουὴλ ἐκ φυλῆς Ἀσήρ. Αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς» ἦτο προχωρημένη δηλαδὴ πολὺ εἰς τὴν ἡλικίαν. Ἡ γυνὴ αὕτη «ζήσασα μετ’ ἀνδρὸς ἔτη 7 ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς» ἤτοι ζήσασα μετὰ τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὸν γάμον της ἑπτὰ ἔτη, περέμεινεν κατόπιν «χήρα ἕως ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων». Ἡ ἐν λόγῳ αὕτη γυνὴ ἦτο τόσον εὐλαβής, ὥστε «οὐκ ἀφίστατο τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν». Συχνάκις δηλαδὴ διημέρευε καὶ διενυκτέρευεν εἰς τὸν ἱερὸν χῶρον τοῦ ναοῦ νηστεύουσα καὶ προσευχομένη. Αὕτη λοιπὸν «αὐτῇ τῇ ὥρᾳ» κατ’ αὐτὴν δηλαδὴ τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἦλθεν ἡ ἁγία οἰκογένεια εἰς τὸν ναόν, «ἐπιστᾶσα» ἐλθοῦσα καὶ ἰδοῦσα τὸν Ἰησοῦν, «ἀνθωμολογεῖτο τῷ Θεῷ» ηὐχαρίστει τὸν Θεόν. Μετὰ δὲ τὸ πέρας τῶν θυσιῶν τῆς Ἁγίας οἰκογενείας εἰς τὸν ναὸν ἡ Ἄννα «ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν Ἱερουσαλὴμ» ὡμίλει δηλαδὴ ἡ Ἄννα πρὸς πάντας ἐκείνους τοὺς Ἰσραηλίτας ἐν Ἱερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι ἀνέμεναν τὸν Μεσσίαν ὡς Λυτρωτήν, ὅτι οὗτος ἦλθε καὶ εἶναι ὁ Χριστός.
«Καὶ ὡς ἐτέλεσαν πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ».

Ἡ Ἁγία δηλαδὴ οἰκογένεια μετὰ τὸν σαραντισμὸν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα των τὴν Ναζαρέτ. Ἡ ἐπιστροφὴ αὕτη εἰς τὴν Ναζαρὲτ δὲν εἶχεν σκοπόν, ἵνα ἡ Ἁγία οἰκογένεια κατοικήσῃ ἐκεῖ. Τοῦτο, ἡ μόνιμος δηλαδὴ κατοίκησις εἰς Ναζαρὲτ ἔγινε βραδύτερον, ὅτε ἐπέστρεψαν ἐκ τῆς Αἰγύπτου, ὅπως ἀναφέρει ρητῶς ὁ Ματθαῖος. Τώρα ἐπιστρέφουν εἰς Ναζαρέτ, ἵνα πιθανὸν κανονίσωσιν οἰκογενειακάς των τινὰς ὑποθέσεις καὶ κατόπιν μεταβῶσιν εἰς Βηθλεέμ, ὅπου ἐσκόπευον, ὡς θὰ φανῇ κατωτέρω, νὰ ἐγκατασταθῶσι μονίμως, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Διέρχονται λοιπὸν ἐκ Ναζαρὲτ καὶ μεταβαίνουσι καὶ πάλιν εἰς Βηθλεέμ, ὅπου ἔγινεν ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων, φυγὴ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐπάνοδος εἰς Ναζαρέτ.

Ἐκ τῆς ὅλης διηγήσεως τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου διὰ τρία πρόσωπα γίνεται περισσότερος λόγος καὶ τὰ ὁποῖα ἠσθάνθησαν περισσότερον τὴν ἑορτὴν ταύτην: Ἡ Θεοτόκος, ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα. Τὰ πρόσωπα ταῦτα ἔδειξαν τὴν μεγαλυτέραν αὐταπάρνηση ἕκαστον κατὰ ἰδιαίτερον τρόπον. Ἂς ἴδωμεν τὸν ἰδιαίτερον τρόπον τῆς αὐταπαρνήσεως ἑνὸς ἑκάστου προσώπου καὶ τὴν ὠφέλειάν μας ἐκ τῆς αὐταπαρνήσεως ταύτης.
 

Θέμα: α) Ἡ Θεοτόκος : Ἐπιφάνεια — Βάθος
Αον. Ἡ Θεοτόκος. Γνωρίζομεν, ὅτι εἰς πᾶσαν γυναικείαν ψυχὴν δύο πράγματα εἶναι ριζωμένα βαθύτατα: Ἡ ἐντροπὴ καὶ ὁ πόνος. Ἡ ἐντροπή, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται ὡς γυνή, ὡς κόρη καὶ ὁ πόνος, τὸν ὁποῖον αἰσθάνεται ὡς μητέρα. Ἡ Θεοτόκος εἶναι κόρη καὶ μητέρα. Αἰσθάνεται βαθύτατα καὶ τοὺς δύο πόνους. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Αὕτη ἦτο παρθένος, ὁ δὲ Χριστὸς ὁ υἱός της, ἦτο ξένος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Παρ’ ὅλην ὅμως τὴν ἰδικήν της καθαρότητα καὶ τοῦ υἱοῦ της τὴν Θεότητα μεταβαίνει εἰς τὸν ναὸν πρὸς καθαρισμὸν καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνήθης γυνή, ὡς λεχώ. Ἔχει βάθος ἅγιον. Ἐπιφάνειαν ὅμως ἔχει γυναικὸς μολυσμένης. Διὰ μίαν γυναῖκα εἶναι μεγάλος πειρασμὸς ὁ πειρασμὸς τῆς ἐντροπῆς, ὥστε ἐνῶ εἶναι ἁγία νὰ φαίνεται μολυσμένη. Ἰδοὺ ὁ πειρασμὸς τῆς ἐντροπῆς τῆς Θεοτόκου ὡς κόρης. Βάθος ἅγιον, ἐπιφάνεια μολυσμένη.

Ἡ Θεοτόκος αἰσθάνεται καὶ τὸν δεύτερον πειρασμὸν ὡς μητέρα. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Ὁ Συμεὼν προλέγων τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ της παριστᾷ αὐτὸ μὲ ρομφαίαν, ἡ ὁποία θὰ διέλθῃ τὴν ψυχήν της. Ὁ πόνος τῆς Θεοτόκου ὡς μητρὸς εἶναι μεγάλος διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ὁ Συμεὼν δὲν λέγει εἰς τὴν Θεοτόκον ποῖον θὰ εἶναι τὸ εἶδος τῆς μαχαίρας ἐκ τῶν παθημάτων τοῦ υἱοῦ της, ἡ ὁποία μάχαιρα θὰ περάσῃ τὴν καρδίαν της. Ἑπομένως ὁ νοῦς τῆς Θεοτόκου ἠδύνατο νὰ ὑποπτεύεται πλεῖστα εἴδη βασάνων. Ὑπέφερε μὲ τὴν ἐνθύμησιν αὐτῶν ὡς μητέρα. Ἡ ἐνθύμησις τῶν βασάνων αὐτῶν ἤρχισεν ἀπὸ τῆς ἡλικίας τῶν 40 ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ της μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς σταυρώσεώς του. Τὸ ἀκαθόριστον τοῦ εἴδους τῶν βασάνων καὶ ἡ ἐπὶ 30 ἔτη ἐνθύμησις τῶν βασάνων τούτων ἦτο μεγάλος πειρασμὸς διὰ τὴν Θεοτόκον ὡς μητέρα. Πλὴν αὐτοῦ ἡ Θεοτόκος πρώτην φορὰν ἀκούει ἀπὸ τὸν Συμεῶνα τὴν μάχαιραν τῆς καρδίας της ἐκ τῶν βασάνων τοῦ υἱοῦ της. Μέχρι τώρα ἤκουεν ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ ἀπὸ ποιμένας εὐχαρίστους ἀγγελίας διὰ τὸν υἱόν της. Ἠδύνατο λοιπὸν νὰ ὑποπέσῃ εἰς τὸν πειρασμὸν τοῦ μὴ συνδυασμοῦ τῶν εὐχαρίστων ἀγγελιῶν πρὸς τὴν δυσάρεστον ἀγγελίαν τοῦ Συμεῶνος καὶ νὰ εἴπῃ τοῦτο: Πῶς ὁ τόσον σπουδαῖος υἱός μου πρόκειται νὰ στενοχωρηθῇ καὶ νὰ μὲ στενοχωρήσῃ τόσον πολύ; Ὡς ἀδύνατος δὲ γυνὴ καὶ ἀκόμη ὡς μητέρα ἦτο εὔκολον νὰ γίνῃ θῦμα τοῦ πειρασμοῦ τῶν σκέψεων αὐτῶν. Καὶ ὅμως! Ὡς μητέρα ὑπέμεινε μὲ σιωπὴν τὴν δυσάρεστον ταύτην ἀγγελίαν ἔχουσα εἰς τὸ βάθος της πόνον καὶ εἰς τὴν ὄψιν της ἡρεμίαν. Ἔναντι τῶν λογισμῶν τούτων εἶχεν ἐσωτερικῶς μὲν σκέψιν, «συνετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς», ὡς λέγει ρητῶς ὁ Λουκᾶς, ἐξωτερικῶς δὲ εἶχε σιωπήν.

Ἑπομένως ἡ αὐταπάρνησις τῆς Θεοτόκου εἶχε τὰς τρεῖς αὐτὰς μορφάς: 1) Ὡς κόρη εἶχε βάθος ἅγιον καὶ ἐπιφάνειαν μολυσμένην. 2) Ὡς μητέρα εἶχεν εἰς τὸ βάθος της πόνον, ἐπιφάνειαν ὅμως ἤρεμον. Καὶ 3) Ὡς γυναῖκα καὶ μητέρα εἶχεν ἐσωτερικῶς μὲν ἀντιθέτους πληροφορίας περὶ τοῦ υἱοῦ της, εὐχαρίστους δηλαδὴ καὶ δυσαρέστους, ἐξωτερικῶς ὅμως σιωπήν. Ἡ διαγωγὴ αὕτη τῆς Θεοτόκου εἶναι δεῖγμα μεγάλης αὐταπαρνήσεώς της!

Βον.  Ἡ μ ε ῖ ς  ὅμως; Ἡ Θεοτόκος ἦτο ἁγία καὶ ἐφαίνετο μολυσμένη. Ἡμεῖς ὅμως ἐνῶ εἴμεθα βρωμεροί, θέλομεν νὰ φαινώμεθα ἅγιοι. Ἐνῶ εἴμεθα ἄσημοι, θέλομεν νὰ φαινώμεθα σπουδαῖοι. Ἡ Θεοτόκος μεταβαίνει εἰς ναόν, ἵνα ἐκκλησιασθῇ, ἂν καὶ ἡ ἴδια ἦτο ναὸς ἔμψυχος, διότι ἔφερεν εἰς τὰ σπλάγχνα της τὸν ἴδιον τὸν Θεόν. Ἡμεῖς ἀμελοῦμεν τὸν ἐκκλησιασμὸν θεωροῦντες αὐτὸν περιττόν. Ἡ Θεοτόκος ἔχει τόσην αὐταπάρνησιν, ὥστε ἂν καὶ φέρῃ μέσα της τὴν οὐσίαν τοῦ ναοῦ, τὸν Θεόν, ὑποτάσσεται εἰς τὸν πρόσκαιρον τύπον τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, τὸν τυπικὸν καθαρισμόν. Ἡμεῖς ἐντρεπόμεθα νὰ ὑποταχθῶμεν εἰς τὸν αἰώνιον εὐαγγελικὸν νόμον. Ἐκείνη εἶχε τὴν αὐταπάρνησιν νὰ βαδίσῃ ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ μέχρι τῆς Ἱερουσαλὴμ μίαν περίπου ἡμέραν, ἵνα ἐκκλησιασθῇ τυπικῶς. Ἡμεῖς ὅμως εἴμεθα τόσον ἀμελεῖς, ὥστε ἀμελοῦμεν τὸν ἐκκλησιασμόν μας, ἂν καὶ ἡ ἐκκλησία εὑρίσκεται πλησίον μας.

Ἡ Θεοτόκος εἶχεν εἰς τὸ βάθος της πόνον καὶ εἰς τὴν ὄψιν της ἠρεμίαν. Τοῦτο, φαίνεται καθαρά, ὅταν εἶδε τὴν μάχαιραν τῆς καρδίας της, τὸν υἱόν της ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Κατὰ τὴν τραγικὴν ἐκείνην στιγμὴν ἡ Θεοτόκος ἦτο ὄρθια ἐνώπιον τοῦ σταυροῦ. Αὐτὸ μᾶς τὸ λέγει ρητῶς ὁ εὐαγγελιστὴς σημειώνων διὰ τὴν Θεοτόκον, ὅτι «εἱστήκει παρὰ τῷ σταυρῷ». Ἔχεις καὶ σὺ τὸν πόνον εἰς τὸ βάθος σου καὶ τὴν ἠρεμίαν εἰς τὴν ὄψιν σου; Καὶ συγκεκριμένως. Ἴσως νὰ ἴδῃς τὸν υἱόν σου ὡς μητέρα ἐξηπλωμένον νεκρὸν ἐπὶ τοῦ φερέτρου ἢ κρεμάμενον ὑπὸ τῶν ἀντιχρίστων ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Δὲν λέγω, ὅτι πρέπει νὰ μείνῃς ἀναίσθητος εἰς τὸν πόνον, ἀλλὰ ἔχεις τὴν δύναμιν τῆς ὑπομονῆς; Ἡ Θεοτόκος βλέπει τὸν υἱόν της ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ δὲν λιποθυμεῖ, ὥστε νὰ πέσῃ κατὰ γῆς. Ὁ υἱός της εἶναι μονογενὴς καὶ ἀναμάρτητος. Κρέμαται ὅμως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ σὺ μητέρα, ἡ ὁποία ἔχεις καὶ ἄλλα παιδιά, ὅταν ἴδῃς ἕνα ἀπὸ αὐτὰ κρεμασμένον ἢ νεκρὸν εἰς τὸ φέρετρον, θυμήσου τὴν Θεοτόκον, ἡ ὁποία ἦτο ὄρθια, ἤρεμος καὶ μὴ ἀρχίζῃς τὰ ξεφωνητά, λιποθυμίας, ξεμαλλιάσματα καὶ λοιπὰς ἀνοήτους ἐκδηλώσεις. Ὁ πόνος σου μεγαλώνει, διότι τὸ νεκρὸν ἢ κρεμασμένον παιδί σου ἦτο πολὺ καλόν. Ἡ καλωσύνη του τώρα πού εἶναι εἰς τὸ φέρετρον ἢ εἰς τὸν σταυρόν, σὲ κάνει νὰ πονῇς. Ὁσονδήποτε ὅμως καλὸ καὶ ἂν ἦτο τὸ παιδί σου, ποτὲ δὲν φθάνει τὴν καλωσύνην τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεοτόκος ἂν καὶ εἶχε τόσον καλὸ παιδὶ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ὑπέμεινεν.

Ὁ πόνος σου διὰ τὸ κρεμασμένο ἢ νεκρὸ παιδί σου εἶναι ἀκόμη μεγάλος, ὅταν τὸ καλό σου αὐτὸ παιδὶ εἶναι καὶ ἀγόρι. Καὶ ὁ Χριστὸς ἦτο ὄχι μόνον ἁγιώτατος ἀλλὰ καὶ ἀγόρι διὰ τὴν Θεοτόκον. Ὁ Χριστὸς ἦτο ἁγιώτατος καὶ ἀγόρι καὶ μονάκριβος διὰ τὴν Θεοτόκον. Ἡ Θεοτόκος ὑπέμεινεν, ἂν καὶ ἔβλεπεν ἐνώπιόν της ἐσταυρωμένον τὸν μονάκριβον υἱόν της, τὸν ἀναμάρτητον. Δὲν ὑπάρχει θέαμα συγκινητικώτερον ἀπὸ τὸ θέαμα, ὁποὺ συνδυάζονται τρία πράγματα. Πόνος, ἀρετὴ καὶ ὑπομονή! Ἂν πονῇ τις καὶ ὑποφέρῃ, διότι εἶναι ἄξιος τῶν παθημάτων του, δὲν ἔχει ἀξίαν μεγάλην ἡ ὑπομονή του. Ὅταν εἶναι ἐνάρετος καὶ ὑφίσταται δοκιμασίας, ἀλλὰ δὲν ὑπομένει αὐτάς, δὲν ἔχει ἀξίαν ἡ ἀρετή του. Ὅταν ἐπίσης ἔχῃ ἀρετὴν χωρὶς ὅμως πόνον καὶ ὑπομονήν, ἡ ἀρετή του οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει. Ἑπομένως συγκινητικὸν εἶναι ὁ συνδυασμὸς πόνου, ἀρετῆς καὶ ὑπομονῆς, νὰ εἴμεθα δηλαδὴ ἐν δικαίῳ, νὰ ἀδικούμεθα καὶ νὰ ὑπομένωμεν. Ἡ Θεοτόκος ὑπέμεινεν ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τῶν λογισμῶν ἐκ τῶν ἀντιθέτων πληροφοριῶν καὶ σὺ πρέπει νὰ σιωπᾷς καὶ νὰ ἀφίνῃς εἰς τὸν Θεὸν τὰς ἀντιξοότητας τῆς ζωῆς σου, τὰς ὁποίας δὲν δύνασαι νὰ ἐξηγήσῃς.

Σὲ κάποιο θέατρον ἕνας ἠθοποιός, ἐνῶ ἔπαιζε τὸν ρόλον του εἰς κάποιο δρᾶμα, ἔκαμεν αἱμόπτυσιν. Ἔξυπνος προσεπάθησε καὶ ἐνέταξε τὴν αἱμόπτυσιν εἰς τὸ δρᾶμα. Ἔκαμε καὶ δευτέραν αἱμόπτυσιν, τὴν ὁποίαν καὶ πάλιν λίαν εὐφυῶς ἐνέταξε εἰς τὸ ἔργον του. Σὲ λίγον ὅμως κάμνει ἐμετὸν αἵματος. Τώρα ἀδυνατεῖ νὰ ἐντάξῃ αὐτὴν εἰς τὸ ἔργον του καὶ γενόμενος ἀντιληπτὸς ἀποσύρεται τῆς σκηνῆς. Ὁσονδήποτε λοιπὸν καὶ ἂν προσπαθήσωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ ἀποκρύψωμεν τὸ βουρκωμένον βάθος μας, ἐκεῖνο θὰ φανῇ. Ἂς φροντίσωμεν νὰ διορθώσωμεν ὄχι τὴν ἐπιφάνειαν ἀλλὰ τὸ βάθος, ὥστε ὄχι νὰ φαινώμεθα, ἀλλὰ νὰ εἴμεθα καλοί.

Ἰδοὺ ἡ τριπλῆ μορφὴ τῆς αὐταπαρνήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς ἰδικῆς μας τοιαύτης. Πόνος, ἀρετή, ὑπομονή!


Θέμα: β) Ὁ Συμεών. Ὁ Χριστὸς ἰατρὸς ζωῆς καὶ θανάτου

Αον.  Ὁ πρεσβύτης Συμεών. Ὁ Συμεών, ὅταν εἶδε τὸν Χριστὸν καὶ προεφήτευσε τὸν σταυρικόν του θάνατον, ἐξεδήλωσε τὴν ἐπιθυμίαν νὰ ἀποθάνῃ, διότι οὔτε ἡ ζωὴ τὸν ἐγοήτευε πλέον, οὔτε ὁ θάνατος τὸν ἐτρόμαζε. Πῶς συνέβη αὐτό; Ἂς ἴδωμεν τὸ μυστικὸν τοῦ πράγματος τούτου.

Δύο πράγματα εἶναι τρομερά: Ἡ ἁμαρτία ὅταν ζῶμεν καὶ ὁ θάνατος, ὅταν ἀποθνήσκωμεν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι θάνατος, χώρισμα δηλαδὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ θάνατος ὁ σωματικὸς εἶναι χώρισμα ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος. Ἡ ἁμαρτία εἶναι χειροτέρα τοῦ θανάτου, διότι αὐτὴ ἔφερε τὸν θάνατον καὶ αὐτὴ χωρίζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνῶ ἡ ἁμαρτία εἶναι χειροτέρα τοῦ θανάτου, εἶναι εὔκολος νὰ ἀποφευχθῇ. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τόσον κακός, ὅσον εἶναι ἡ ἁμαρτία, διότι οὗτος χωρίζει τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὸ σῶμα μόνον. Πλὴν αὐτοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναπόφευκτος, θὰ ἔπρεπε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φροντίζῃ νὰ ἀποφεύγῃ περισσότερον τὴν ἁμαρτίαν, διότι αὐτὴ εἶναι τὸ χειρότερον κακὸν ἀφ’ ἑνὸς ἀλλὰ καὶ ἀφ’ ἑτέρου δυνάμεθα νὰ τὴν ἀποφύγωμεν. Νὰ φοβώμεθα δὲ ὀλιγώτερον τὸν θάνατον, διότι οὗτος εἶναι μικρότερον κακὸν ἔναντι τῆς ἁμαρτίας ἀφ’ ἑνὸς καὶ εἶναι ἀναπόφευκτος ἀφ’ ἑτέρου. Καὶ ὅμως!

Φρίκη μᾶς καταλαμβάνει ἐνώπιον τοῦ θανάτου καὶ ἀδιαφορία ἐνώπιον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ καλλίτερον ἀκόμη: Ἀγκαλιάζομεν τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ ζωῇ καὶ ἀποφεύγομεν μετὰ φρίκης καὶ τὴν μνήμην ἀκόμη τοῦ θανάτου. Πόση μεγάλη εἶναι ἡ νόσος αὐτή! Ἀλλὰ ἦλθε καὶ ἡ ἀνάλογος ποινή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀγαπητὴ εἰς ἡμᾶς, διότι τὴν θέλομεν. Ὁ θάνατος εἶναι τρομερός, διότι ἦλθε παρὰ τὴν θέλησίν μας. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐξελέξαμεν μὲ τὴν θέλησίν μας τὴν ἁμαρτίαν ὡς βασίλισσαν, ἦλθε παρὰ τὴν θέλησίν μας ὁ θάνατος, ὡς τύραννος. Τρομερὰ εἶναι ἡ τιμωρία αὕτη ἀλλὰ δικαία. Ἰδοὺ ἡ νόσος μας καὶ ἡ ποινή.

Ὁ Χριστὸς ἦλθεν ὡς ἰατρὸς τῆς νόσου ταύτης διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου. Πῶς; Ἰδού. Ὁ Χριστὸς ἀγκαλιάζει τὸν θάνατον καὶ μισεῖ τὴν ἁμαρτίαν. Ὅσην λατρείαν ἔχομεν ἡμεῖς διὰ τὴν ἁμαρτίαν, τόσην φρίκην ἠσθάνθη ὁ Χριστὸς δι’ αὐτήν. Ὅσην φρίκην ἔχομεν ἡμεῖς πρὸς τὸν θάνατον, τόσην λαχτάραν εἶχεν Ἐκεῖνος νὰ ἀποθάνῃ χάριν ἡμῶν. Ἡ λαχτάρα διὰ τὸν θάνατον φαίνεται ἐκ τῆς ἠρεμίας, μετὰ τῆς ὁποίας ἀποθνήσκει καὶ ἐκ τῆς ἐπιπλήξεως, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε πρὸς τὸν ἀπόστολον Πέτρον ὀνομάσας αὐτὸν Σατανᾶν, διότι ὁ ἀπόστολος Πέτρος συνέστησε εἰς Αὐτὸν νὰ μὴ σταυρωθῇ. Ὁ μεγάλος πόθος τοῦ Κυρίου νὰ ἀποθάνῃ φαίνεται ἀκόμη ἐκ τοῦ ὅτι ὀνομάζει τὸν σταυρικόν του θάνατον δόξαν του. Πόσον δὲ μῖσος εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ἦτο ἀναμάρτητος.

Διὰ τοῦ τρόπου λοιπὸν τούτου, τοῦ μίσους δηλαδὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ἀφῃρέθη ἡ γλυκύτης τῆς ἁμαρτίας. Διὰ δὲ τῆς λαχτάρας του πρὸς τὸν θάνατον ἀφῃρέθη ἐκ τοῦ θανάτου ὁ τρόμος καὶ ἡ φρίκη αὐτοῦ. Μὲ δύο λόγια ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ θανάτου του ἀφαιρεῖ τὴν ἁμαρτωλὸν γλυκύτητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀπαισίαν μορφὴν τοῦ θανάτου. Πλὴν αὐτοῦ ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ θανάτου του μετέβη εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν καὶ εὑρίσκεται εἰς ἐκείνην ἀναμένων ἡμᾶς. Ὁ Συμεὼν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποθάνῃ ἀφοῦ εἶδε τὸν Χριστόν, διότι δὲν τὸν γοητεύει ἡ γλυκύτης τῆς ζωῆς οὐδὲ τὸν τρομάζει ἡ φρίκη τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὸν ἑλκύει ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου εὑρίσκεται εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωήν. Ἰδοὺ τὸ μυστικὸν τῆς νόσου καὶ τῆς θεραπείας ταύτης.


Boν.  Ἡ μ ε ῖ ς;  Πρέπει καὶ δι’ ἡμᾶς τὸ ἴδιον νὰ συμβαίνῃ. Ὅταν γνωρίσωμεν τὸν Χριστόν, δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ ἡ ἁμαρτία τῆς παρούσης ζωῆς οὐδὲ ὁ θάνατος νὰ μᾶς τρομάζῃ. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἑλκύῃ ἡ ἁμαρτία, διότι τὴν ἐμίσησεν ὁ ἀρχηγός μας καὶ μᾶς χωρίζει ἀπὸ Αὐτόν. Δὲν πρέπει νὰ ἀδιαφορῶμεν διὰ τὴν ἁμαρτίαν, διότι εἶναι τὸ χειρότερον κακὸν ἀλλὰ καὶ δυνάμεθα νὰ τὴν ἀποφεύγωμεν. Πόσον ὑπεύθυνοι εἴμεθα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, διότι ἀδιαφορῶμεν πρὸς ἕνα τόσον μεγάλον κακὸν τὴν ἁμαρτίαν, τὸ ὁποῖον δυνάμεθα νὰ ἀποφύγωμεν! Δὲν πρέπει νὰ τρομάζωμεν τὸν θάνατον, διότι δὲν εἶναι τόσον μεγάλον κακόν, ὅσον εἶναι ἡ ἁμαρτία. Πλὴν αὐτοῦ ὁ θάνατος εἶναι καὶ ἀναπόφευκτος. Τρίτος δὲ λόγος σπουδαιότατος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ τρομάζωμεν τὸν θάνατον, εἶναι, ὅτι τὸν θάνατον ἀγκάλιασεν ὁ Χριστός. Ἑπομένως τὸ ἀναπόφευκτον τοῦ θανάτου τὸ ἀγκάλιασμά του ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μικρότης τοῦ κακοῦ του ἔναντι τῆς ἁμαρτίας πρέπει νὰ μᾶς κάνῃ νὰ βλέπωμεν αὐτὸν μετὰ ἠρεμίας. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον δι’ ἡμᾶς τοὺς πιστούς, ἀφ’ ὅτου τὸν ἀγκάλιασεν ὁ Χριστός, τέλος ἀλλὰ ἀρχὴ νέας ζωῆς. Εἶναι γέφυρα, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει ἐκ τῶν προσκαίρων εἰς τὰ αἰώνια. Εἶναι τὸ σταυροδρόμι παρούσης ζωῆς καὶ μελλούσης αἰωνιότητος. Ὁ θάνατος εἶναι κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ, ἀπὸ ὅπου βλέπομεν τὸ τέλος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς αἰωνιότητος.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ ὄχι μόνον ἡ ἁμαρτία τῆς παρούσης ζωῆς, διότι ἐμίσησε τὴν ἁμαρτίαν ταύτην ὁ Χριστός μας, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ μᾶς γοητεύῃ καὶ αὐτὴ ἡ παροῦσα ζωή, διότι ὅσον ὡραία καὶ ἂν εἶναι, εἶναι ὅμως πρόσκαιρος. Δὲν εἶναι καθόλου λογικὸν νὰ γοητεύεται καὶ νὰ προσκολλᾶται ὁ ἄνθρωπος εἰς κάτι τὸ πρόσκαιρον, εἰς κάτι τὸ ὁποῖον φεύγει ἀπὸ τὰ χέρια του, νὰ πατᾷ σὲ σάπια σανίδα.

Ποῖος λοιπὸν τώρα γνωρίζων τὸν Χριστὸν δὲν θὰ θελήσῃ νὰ μισήσῃ τὴν ἁμαρτίαν; Ποῖος γνωρίζων τὸν Χριστὸν θὰ τρομάζῃ καὶ θὰ φρικιᾷ πρὸ τοῦ θανάτου; Ποῖος γνωρίζων τὸν Χριστὸν δὲν θὰ θελήσῃ νὰ πετάξῃ ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα εἰς τὰ αἰώνια, ἵνα μεταβῇ πλησίον τοῦ Χριστοῦ; Ἀφοῦ ὁ Συμεὼν ἄφινε τὸν Χριστὸν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν καὶ ἤθελε νὰ μεταβῇ εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου θὰ μετέβαινεν ἀργότερα ὁ Χριστός, πολὺ περισσότερον πρέπει ἡμεῖς σήμερον νὰ ποθῶμεν νὰ μεταβῶμεν εἰς τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὸν οὐρανόν. Ποῖος θὰ θελήσῃ νὰ σύρεται ἐδῶ εἰς τὰ πρόσκαιρα καὶ δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ πετάξῃ ἐκεῖ εἰς τὰ αἰώνια;

Ἴσως εἴπῃ τις. Καὶ ὁ κόσμος οὗτος εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ. Οὐδεμία ἀντίρρησις. Ἀλλ’ ἐρωτῶ: Ποῖος θὰ ἤθελε νὰ βλέπῃ τὸ ἀνάκτορον ἑνὸς βασιλέως, νὰ μένῃ εἰς αὐτὸ ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπῃ προσωπικῶς τὸν βασιλέα; Ὁ κόσμος εἶναι ἀνάκτορον τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὐρανὸς εἶναι τὸ μέρος, ὅπου μένει ὁ Θεός, ὁ βασιλεύς. Ἑπόμενον εἶναι νὰ ποθῶμεν νὰ μεταβῶμεν ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκεται ὁ βασιλεύς.
Ἰδοὺ ὁ Συμεὼν καὶ ἡμεῖς. Ἰδοὺ ἡ φρίκη, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἔχωμεν διὰ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἡ ἀδιαφορία διὰ τὸν θάνατον. Ἕνας εὐσεβὴς ὁ Ἰγνάτιος Λαϊόλα εἶχε μάθει, ὅτι ἕνας ἁμαρτωλὸς σύχναζεν εἰς ἕνα ἁμαρτωλὸν μέρος. Ἀπεφάσισε νὰ τὸν σώσῃ. Πῆγε στὸ δρόμο ἀπ’ ὅπου ἐπρόκειτο νὰ περάσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ στὸν ὁποῖον ἦτο ἕνα ποτάμι. Ἔβγαλεν ἐκεῖ τὰ ροῦχα του ὁ Ἰγνάτιος καὶ ὅταν εἶδε νὰ περνᾷ ὁ ἁμαρτωλός, ρίχτηκε στὸ ποτάμι ἕως τὸ λαιμό. Ἦτο χειμών. Ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν τὸν εἶδε, φώναξε. Τί κάνεις; Θὰ παγώσῃς. Ὁ Ἰγνάτιος ἀπαντᾷ. Δὲν βγαίνω, ἂν δὲν μετανοήσῃς. Ὁ ἁμαρτωλὸς λυπήθηκε τὸν εὐσεβῆ αὐτὸν ἱερέα καὶ συναισθανθεὶς τὴν βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας του μετενόησε. Τὸ παράδειγμα αὐτὸ συνδυάζει τὴν φρίκην τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἀδιαφορίαν πρὸς τὸν θάνατον. Τοιοῦτοι ἦσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἂς φροντίσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Συμεῶνα νὰ μισήσωμεν τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ ζωῇ, νὰ μὴ μᾶς τρομάζῃ ὁ θάνατος. Ἂς ποθήσωμεν δὲ νὰ πετάξωμεν ἐκ τῆς ἁμαρτωλοῦ καὶ προσκαίρου ζωῆς μέσῳ τοῦ θανάτου εἰς τὴν αἰωνιότητα, ὅπου εὑρίσκεται ὁ Χριστός, ὁ Συμεών, ἡ Θεοτόκος, ἡ Ἄννα καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἀμήν.


Θέμα: γ) Ἡ Ἄννα. Ἑκούσιοι περιορισμοὶ

Ἡ Θεοτόκος ἔδειξε τὴν αὐταπάρνησίν της, διότι, ὡς εἴδομεν, ὑπετάχθη εἰς τὸν νόμον τοῦ καθαρισμοῦ καὶ εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς ρομφαίας, τοῦ σταυρικοῦ δηλαδὴ θανάτου τοῦ υἱοῦ της. Ὁ Συμεὼν ἔδειξε τὴν αὐταπάρνησίν του, διότι ἰδὼν τὸν Χριστὸν δὲν γοητεύεται πλέον ὑπὸ τῆς ζωῆς, δὲν τρομοκρατεῖται ἐκ τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἄννα ἠξιώθη νὰ ἴδῃ τὸν Χριστόν, ὅτε ὑπεβάλλετο εἰς ἄλλο εἶδος αὐταπαρνήσεως, νηστείας δηλ. καὶ προσευχάς, ὅπως λέγει ρητῶς ὁ Λουκᾶς «οὐκ ἀφίστατο τοῦ Ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν». Εἶχε δηλ. τοὺς ἑκουσίους περιορισμούς. Ἰδοὺ τὸ τρίτον εἶδος τῆς αὐταπαρνήσεως.

Αον Οἱ ἑκούσιοι περιορισμοί. Ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει πρὸς ποταμόν. Ὁ ποταμός, τὸ πολυτιμότερον τὸ ὁποῖον ἔχει εἶναι τὸ ὕδωρ του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ πολυτιμότερον τὸ ὁποῖον ἔχει, εἶναι ἡ ἐλευθερία του. Ὅπως ὁ ποταμὸς ἔχει τὸ ρεῦμά τοῦ ὕδατός του, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ὁρμήν, τὴν ἐλευθερίαν του. Ὁ ποταμὸς ἔχει τὰς ὄχθας του, αἱ ὁποῖαι συγκρατοῦν τὴν ὁρμὴν τοῦ ρεύματος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τοὺς νομικοὺς ἀκουσίους καὶ προσωπικοὺς ἑκουσίους περιορισμούς του, οἱ ὁποῖοι συγκρατοῦν τὴν ὁρμὴν τῆς θελήσεώς του. Ἐκτὸς τῶν ποταμῶν ὑπάρχουσι χωράφια, τὰ ὁποῖα καταστρέφονται μὲ τὴν πλημμύραν τοῦ ποταμοῦ, ἐὰν δὲν ὑπάρχωσι ὄχθαι πρὸς συγκράτησιν. Ποτίζονται ὅμως ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ, ὅταν τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ συγκρατῆται ὑπὸ τῶν ὀχθῶν καὶ καταλλήλως διοχετεύεται δι’ ἀρδευτικῶν μέσων. Κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν μὲν δὲν συγκρατῆται ὑπὸ περιορισμῶν νομικῶν καὶ προσωπικῶν καταστρέφει μὲ τὴν πλημμύραν της τὸ περιβάλλον, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται καὶ τὸ ὁποῖον περιβάλλον δὲν εἶναι δένδρα καὶ φυτὰ ὅπως εἰς τὴν πλημμύραν τοῦ ποταμοῦ, ἀλλὰ ἄνθρωποι. Ὅταν τοὐναντίον ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἄλλο ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, συγκρατῆται ὑπό τινων περιορισμῶν καὶ διοχετεύεται ἐκεῖ ποὺ πρέπει, ἡ καρποφορία εἶναι μεγαλυτέρα τῆς καρποφορίας τῶν χωραφιῶν, τὰ ὁποῖα ποτίζονται διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ, διότι τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου τότε εἶναι πρὸς ὠφέλειαν ὄχι μόνον δένδρων καὶ φυτῶν ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ἄνευ περιορισμῶν εἶναι θηρίον, ἡ δὲ χώρα εἰς τὴν ὁποίαν μένει γίνεται ζούγκλα.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον μέλος μίας κοινωνίας, ὥστε νὰ ὑποβάλλεται εἰς περιορισμοὺς κοινωνικοὺς καὶ νομικούς. Εἶναι ἰδιαιτέρα προσωπικότης. Ἔχει ἑπομένως ἀνάγκην καὶ ἰδιαιτέρων προσωπικῶν περιορισμῶν, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἐπιβάλλῃ ὁ ἴδιος πρὸς τὸν ἑαυτόν του, διότι οἱ νόμοι καὶ οἱ λοιποὶ κοινωνικοὶ περιορισμοὶ εἶναι πολλάκις ἐπιφανειακοὶ καὶ δὲν ἐγγίζουν τὸ βάθος τῆς προσωπικότητάς μας. Διὰ τοῦτο οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι δὲν ἠρκοῦντο νὰ εἶναι μόνον κοινωνικοὶ καὶ νομοταγεῖς, ἀλλὰ πρὸς περισσότερον καταρτισμόν των ἐπέβαλλον εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἰδιαιτέρους προσωπικοὺς περιορισμούς. Παραδείγματα ἔχομεν τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν προφήτιδα Ἄνναν. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἔχωμεν τοὺς προσωπικούς μας περιορισμούς.
Βον Οἱ προσωπικοί μας περιορισμοί. Εἷς ἕκαστος ἐξ ἡμῶν ἔχει ἰδιαιτέρους περιορισμούς, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλει εἰς τὸν ἑαυτόν του ἀναλόγως τῶν προσωπικῶν του ἀναγκῶν. Ὑπάρχουσιν ὅμως καὶ ἀσκήσεις τινές, αἱ ὁποῖαι ἔχουσι γενικὸν μὲν χαρακτῆρα καὶ χωρὶς νὰ εἶναι νομικοὶ ἢ κοινωνικοὶ περιορισμοί, ἔχουσι προσωπικήν τινα ἀξίαν. Ἂς εἴπωμεν μερικοὺς ἀπ’ αὐτούς. Ἐπιστρέφεις ἀπὸ μίαν ἐκδρομὴν εἰς τὸ σπίτι σου διψασμένος. Δύνασαι νὰ πίῃς ὕδωρ μετὰ ἓν τέταρτον; Ὅταν τὸ φαγητὸν εἶναι ὀλίγον καμένον δύνασαι ἔστω καὶ μίαν φορὰν νὰ τὸ φάγῃς χωρὶς νὰ προφέρῃς λέξιν; Διέρχεσαι ἔμπροσθεν μίας προθήκης ἑνὸς Ζαχαροπλαστείου μὲ χρήματα ἀρκετὰ εἰς τὸ πορτοφόλιόν σου. Δύνασαι μερικὲς φορὲς νὰ εἴπῃς τὸ ὄχι; Δένεις τὰ ὑποδήματά σου καὶ κόπτεται τὸ γορδόνιον τῶν ὑποδημάτων σου. Δύνασαι νὰ μὴ θυμώσῃς; Εἰς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἐλύπησαν, δύνασαι νὰ εἶσαι ἀνοικτόκαρδος, μειλίχιος ἢ τουλάχιστον μεγαλόκαρδος; Δύνασαι τὸ πρωί, ὅταν εἶναι πλέον καιρὸς νὰ σηκωθῇς, νὰ πεταχθῇς ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεββάτι σου καὶ νὰ μὴ στρέφεσαι εἰς αὐτὸ ἀγκομαχῶν, ὅπως ἀγκομαχεῖ ἡ στρεφομένη πόρτα εἰς τοὺς σκουριασμένους στροφάλους της; Ψάχνεις νὰ εὕρῃς πρᾶγμα τι, τὸ ὁποῖον ἔχασες. Ἐὰν δὲν τὸ εὕρῃς, δύνασαι νὰ μὴ ἐκνευρισθῇς; Ὅταν σὲ ἐμπαίζουν, δύνασαι νὰ μὴ ἀπάντησῃς δι’ ἐμπαιγμῶν; Ὅταν ἀνοίξῃ ἡ πόρτα, δύνασαι νὰ πολεμήσῃς τὴν περιέργειάν σου, νὰ μὴ κοιτάξῃς εἰς τὸ ξένο σπίτι; Ὅταν φέρῃ ὁ πατήρ σου διπλωμένον δέμα, δύνασαι νὰ πολεμήσῃς καὶ ἐκεῖ τὴν περιέργειάν σου; κ.λπ. Οἱ περιορισμοὶ οὗτοι δὲν ὑπάγονται εἰς οὐδένα περιορισμὸν κοινωνικὸν ἢ νομικόν. Εἶναι ἀσκήσεις προσωπικαὶ ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν.

Μαντεύω ἀπορίαν τινά. Θὰ εἴπῃ τις αὐταὶ εἶναι λεπτομέρειαι ἀφορῶσαι πράγματα μικρᾶς βαρύτητος κακοῦ, εἶναι πράγματα ἐπιτρεπόμενα καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχει λόγος περιορισμῶν εἰς αὐτὰ ἐκ μέρους μας. Ἀπαντῶ: Οἱ περιορισμοὶ τῆς θελήσεώς μας εἰς ἁμαρτήματα μικρᾶς βαρύτητος ἢ καὶ ἐπιτρεπόμενα, κατὰ περίεργον τρόπον ἐνισχύουν τὴν θέλησίν μας. Οἱ περιορισμοὶ οὗτοι εἶναι γυμναστικὴ τῆς θελήσεώς μας. Οἱ συμβιβασμοὶ τοὐναντίον μὲ τὸν ἑαυτόν μας χαλαρώνουν πολὺ τὴν θέλησίν μας. Πλὴν αὐτοῦ αἱ λεπτομέρειαι εἶναι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι συνιστοῦν τὰ μεγαλεῖα. Λ. χ. Ποῖοι εἶναι μεγάλοι καλλιτέχναι μουσικοί; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέχουν εἰς τὰς ἐλαχίστας παραφωνίας. Ποῖοι εἶναι λεπτοὶ εἰς τοὺς τρόπους; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέχουν εἰς τὰς λεπτομερείας τῆς ζωῆς των. Ποῖοι εἶναι ἠθικαὶ προσωπικότητες; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποβάλλονται εἰς θυσίας, τὰ ὁποίας οὐδεὶς νόμος διατάσσει. Τὰ μικρὰ ἄνθη τοῦ Ἀπριλίου ἀπαρτίζουν τὸν ὡραῖον τάπητα τῆς γῆς. Οἱ οὐρανοξύσται τῆς Ἀμερικῆς ἀπαρτίζονται ἀπὸ μικρὰ τοῦβλα.

Ἕνας βασιλεὺς διὰ νὰ ἐκδικηθῇ κάποιον ἀντίπαλόν του διατάσσει νὰ κλεισθῇ ὁ ἐχθρός του οὗτος εἰς ἕναν ὑψηλὸν πύργον. Ἡ φυγή του ἀπὸ ἐκεῖ ἦτο ἀδύνατος. Οἱ φίλοι του ἤρχοντο ἀλλὰ ἀπήρχοντο ἀπηλπισμένοι. Ἐπέρασαν χρόνια. Τὰ μαλλιά του ἐμεγάλωσαν. Τότε ἐσκέφθηκε καὶ ἔκαμε τὸ ἑξῆς. Βγάζει μερικὰ μαλλιά του. Δένει μία τρίχα μὲ τὴν ἄλλην καὶ κάμνει ἕνα λεπτότατο σχοινί. Τὸ κρεμᾷ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ πύργου πρὸς τὰ κάτω. Ἕνας ἔξυπνος φίλος του δένει μία μεταξωτὴ κλωστή, τὴν ὁποίαν σύρει πρὸς τὰ ἄνω ὁ κατάδικος. Κατόπιν ρίπτει ταύτην πρὸς τὰ κάτω καὶ ὁ φίλος του δένει χονδρὸν σπάγγον καὶ τὴν τρίτην φορὰν ἕνα χονδρὸ σχοινί. Μὲ αὐτὸ κατεβαίνει, ἀφοῦ ἐστερέωσε τὴν μίαν ἄκρη του εἰς τὸν Πύργον. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς πρέπει νὰ διορθώνωμεν τὸν χαρακτῆρα μας ἀρχόμενοι ἀπὸ τῶν ἐλαχίστων. Αἱ λεπτομέρειαι λοιπὸν καὶ οἱ προσωπικοὶ περιορισμοὶ ἀπαρτίζουν τὸ μεγαλεῖον τοῦ ἀνθρώπου.
Ἰδοὺ τὸ τρίτον εἶδος αὐταπαρνήσεως τῆς προφήτιδος Ἄννης καὶ ἡμῶν οἱ προσωπικοὶ περιορισμοί.

(1) Ἔξοδ. 13, 2.
(2) Γαλάτ. 4, 5.

  

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου


Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))




Σήμερα, 2 τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ποὺ τὸν δέχθηκε στὶς ἀγκάλες του ὁ δίκαιος Συμεών. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς εἶναι Δεσποτικὴ ἑορτή, ἑορτὴ δηλαδὴ ἀφιερωμένη στὸ Δεσπότη Χριστό. Ὅταν πέρασαν σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ παναγία Μητέρα του καὶ ὁ δίκαιος Ἰωσήφ, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ παλαιοῦ νόμου, τὸν πρόσφεραν στὸ ναό. Ὁ νόμος ὥριζε γιὰ τὴ μητέρα ὅτι σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴ γέννηση ἔπρεπε νὰ παρουσιαστῆ στὸ ναὸ γιὰ νὰ καθαριστῆ, καὶ γιὰ τὸ πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀφιερωθῆ στὸ Θεό.

Τὸ Συναξάριο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς εἶν’ εὐαγγελικὸ· ὅ,τι δηλαδὴ ξέρομε καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου μας τὸ διηγεῖται τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Στὸ δεύτερο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του, μὲ πληροφορίες, ποὺ θὰ πρέπει νὰ εἶχε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται καὶ μᾶς περιγράφει ὅ,τι συνέβη στὸ ναὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Γι’ αὐτὸ τὸ καλύτερο ποὺ ἔχομε τώρα εἶναι νὰ ἐπαναλάβωμε τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο σὲ ἀπόδοση στὴ δική μας γλώσσα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ ἡ παράδοση τὸν θέλει νὰ ἦταν ζωγράφος, εἶναι πραγματικὰ ζωγράφος στὴ διήγηση καὶ περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς ἱερῆς ἱστορίας.

Ὅταν συπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τοῦ καθαρισμοῦ, λέγει τὸ εὐαγγέλιο, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Μωϋσῆ, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία ἔφεραν τὸν Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ τὸν παρασουσιάσουν στὸν Κύριο, καθὼς εἶναι γραμμένο στὸ νόμο, ὅτι κάθε ἀρσενικὸ ποὺ ἀνοίγει μήτρα θὰ ἀφιερωθῆ στὸν Κύριο· καὶ γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία, σύμφωνα πάλι μὲ τὸ νόμο Κυρίου, ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δυὸ μικρὰ περιστέρια. Οἱ ἠμέρες τοῦ καθαρισμοῦ, γιὰ τὶς ὁποῖες λέγει ἐδῶ τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ. Ὁ σκοπὸς τῆς παρουσίασης στὸ ναὸ ἦταν διπλός· ὁ καθαρισμὸς τῆς μητέρας καὶ ἡ ἀφιέρωση τοῦ παιδιοῦ.

Ἦταν τότε στὰ Ἱεροσόλυμα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ λεγότανε Συμεών, κι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν δίκαιος καὶ εὐλαβὴς καὶ περίμενε τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν Ἰσραήλ. Ἦταν ἐπάνω του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τοῦ εἶχε προφητευτῆ πὼς δὲν θὰ πεθάνη πρὶν δῆ τὸ Χριστό, καὶ μὲ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦλθε στὸ ναό. Ὅταν οἱ γονεῖς ἔφεραν τὸ παιδὶ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ἐκτελέσουν γι’ αὐτὸν τὰ ἔθιμα τοῦ νόμου, τότε ὁ Συμεὼν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, εὐλόγησε τὸ Θεὸ καὶ εἶπε· «Τώρα, Δέσποτα, πάρε μὲ εἰρήνη τὸ δοῦλο σου, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σόν, γιατί εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὴ σωτηρία σου, ποὺ ἑτοίμασες γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, τὸ φῶς ποὺ θὰ φωτίση τὰ ἔθνη καὶ θὰ δοξάση τὸ λαό σου τὸν Ἰσραήλ».





Κι ἐνῶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία θαύμαζαν γιὰ ὅσα λέγονταν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ὁ Συμεὼν τοὺς εὐλόγησε καὶ εἶπε στὴ Μαριάμ· «Αὐτὸς εἶναι προωρισμένος γιὰ νὰ πέσουν καὶ γιὰ νὰ ἀνυψωθοῦν πολλοὶ ἀνάμεσα στὸν Ἰσραήλ, κι αὐτὸς θὰ εἶναι πρόσωπο ἀντιλογίας, γιὰ νὰ φανερωθῆ τί σκέφτονται πολλοὶ μέσα τους, ἀλλὰ καὶ τὴ δική σου ψυχὴ θὰ περάση μαχαίρι». Ἦταν ἐκεῖ καὶ κάποια προφήτισσα Ἄννα, θυγατέρα τοῦ Φανουὴλ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἀσήρ. Αὐτὴ ἦταν σὲ πολὺ προχωρημένη ἡλικία. Εἶχε ζήσει μὲ τὸν ἄνδρα της ἑπτὰ χρόνια κι ὀγδοντατέσσερα χρόνια ὕστερα, ὡς χήρα, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ ναό, ἀλλὰ σὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες λάτρευε μέρα-νύχτα τὸ Θεό. Παρουσιάστηκε λοιπὸν ἐκείνη τὴν ὥρα, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ παιδὶ σ’ ὅλους ποὺ περίμεναν λύτρωση τῆς Ἱερουσαλήμ.

Δὲν μποροῦμε νὰ προσθέσουμε τίποτε στὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστῆ καὶ δὲν θέλομε νὰ σχολιάσουμε οὔτε τὴν προσευχὴ οὔτε τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ πρεσβύτη Συμεὼν γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Θὰ ἐπαναλάβωμε μόνο τὰ λόγια της Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ὕμνο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς· «Ὁ παλαιὸς ἡμερῶν, νηπιάσας σαρκί, ὑπὸ Μητρὸς παρθένου τῷ Θεῷ προσάγεται, τοῦ οἰκείου νόμου πληρῶν τὸ ἐπάγγελμα». Συμμορφώθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸς τὸ νόμο καὶ ὑποβλήθηκε ἡ Παναγία στὶς διατάξεις τοῦ καθαρισμοῦ, γιὰ νὰ φανῆ πὼς ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεση ὀφείλομε νὰ ἐκτελοῦμε μὲ ταπεινὸ φρόνημα ὅ,τι ἐντέλλεται ὁ Θεὸς καὶ ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία. Ἀμήν.




  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...