Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ «μποροῦν καὶ πρέπει ἄμεσα νὰ συνεργαστοῦν» (μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.)



ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»:
 Ἡ φωνὴ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπογραμμίζει ὅτι «γιὰ τὴν ἐθνική μας κατάντια εὐθύνεται ἡ πικράτηση το εδαιμονισμονάρκωση τς καλοπέρασης, ἡ πίδραση τς κκοσμίκευσης, ἡ ξυνση τονεοπλουτισμοξαρση τς διασκέδασης,  φλεγμον τς δονοθηρίας».
.            Ὁ Νεοέλληνας νόμισε πς μπορε ν ζήσει δίχως καρδιά. Αὐτὴ χρειάζεται πάνω ἀπ᾽ ὄλα. Καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀστείρευτα ἀποθέματα καρδιᾶς.

Ἐκκλησία καὶ πολιτεία

Γράφει ὁ μοναχὸς Μωυσῆς, Ἁγιορείτης

.        Οἱ δυσκολίες τῶν καιρῶν θὰ μποροῦσαν νὰ ὁδηγήσουν τὴν πολιτεία στὴν ὑποστήριξη θεσμῶν ἱερῶν, ὅπως εἶναι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἀναγνωρίζουν ἐπιφυλακτικὰ μόνο τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο.
.        Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δύναμη νὰ ἑνώνει, νὰ ἐμπνέει, νὰ παρηγορεῖ, νὰ δίνει ἐλπίδα. Ἐν τούτοις συχνὰ πυκνὰ τὴν χτυποῦν καὶ θέλουν νὰ τὴν ἀπαξιώσουν. Ἡ Ἐκκλησία βεβαίως δὲν φοβᾶται διόλου τὸν πόλεμο. Πολεμουμένη νικᾶ, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν μαρτύρων, τῶν ὁμολογητῶν, τῶν ὁσίων, τῶν ἀγωνιστῶν. Ἡ πολεμικὴ αὐτὴ ὑπῆρχε πάντοτε, σήμερα ὅμως ἔχει ἐνταθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια. Δὲν τὴν ἐπηρεάζει τὸ σκοτάδι καὶ τὸ ψέμα.
.           Ἡ Ἐκκλησία, τὸ Ἅγιον Ὄρος, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ πιστοὶ δὲν θὰ πρέπει συνεχῶς νὰ ἔχουν μία ἀμυντικὴ θέση, ἕναν φόβο, μία ἡττοπάθεια. Ἡ Ἐκκλησία παντοῦ καὶ πάντοτε θὰ πρέπει νὰ ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια, νὰ κηρύττει Χριστὸ Σταυροαναστηθέντα, νὰ προσφέρει θάρρος, ἐλπίδα καὶ αἰσιοδοξία. Ὁ λόγος νὰ ἔχει ἐμπειρία καὶ βίωμα. Ὁ βίος καθαρότητα καὶ ἀνυποκρισία, ὥστε νὰ ἐπηρεάζει. Στὸν πόλεμο δὲν ἀπαντᾶμε μὲ πόλεμο, οὔτε στὸ κακὸ μὲ κακό. Ὁ ἀγώνας μᾶς δοκιμάζει, μᾶς ὡριμάζει, μᾶς καλλιεργεῖ, μᾶς ὡραιοποιεῖ. Ποτ Ἐκκλησία δν θ χρησιμοποιήσει κοσμικ μέσα γι ν πιβληθε. Μερικὲς φορὲς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμα, τὴν διακριτικὴ σιωπή, τὸν νηφάλιο λόγο, τὶς πράξεις καὶ τὰ ἔργα, καὶ ὄχι μὲ τὰ παχιὰ καὶ βροντώδη λόγια.
.         πονεμένη πατρίδα μας,  ρωικ λλάδα, χει μεγάλη νάγκη ποσιαστικς κοινωνικς κα πνευματικς λλαγές. Μόνο ἔτσι θὰ μπορεῖ νὰ ἐμποδιστεῖ ἡ κάθε χρεωκοπία ποὺ τόσο ταλαιπωρεῖ. Ἡ κατάσταση ἔχει φτάσει σὲ ὅρια τραγικά. Ἄνθρωποι παραμιλοῦν, ἔχουν χάσει τὸν ὕπνο τους, παιδάκια λιποθυμοῦν ἀπὸ πείνα, νέοι αὐτοκτονοῦν. Δν φτάνει  Ἐκκλησία ν μοιράζει χιλιάδες πιάτα φαγητό. Δυστυχς πάρχει σοβαρ λλειψη παιδείας ἀπό, ὑποτίθεται, ὑπεύθυνους ἀνθρώπους, ποὺ κινοῦνται δίχως ὑψηλοὺς στόχους καὶ ὁράματα. Ἄνθρωποι σὲ θέσεις-κλειδιὰ δίχως ἔμπνευση, φιλότιμο καὶ μεράκι. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀνακόψουν τὴν ἐξαθλίωση τοῦ τόπου μας καὶ τῶν ταλαίπωρων ἀνθρώπων.
.        Ὅπως λέει εὔστοχα σύγχρονος ἁγιορείτης ἡγούμενος, «στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς συνοχῆς, τῆς θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς, ἡ Ἐκκλησία θὰ εἶχε διαδραματίσει σπουδαῖο ρόλο, ἐὰν ἡ Πολιτεία δὲν ἦταν τόσο στενόκαρδη καὶ κοντόφθαλμη στὴν ἀξιοποίηση τοῦ δυναμικοῦ τῆς Ἐκκλησίας». Πράγματι αὐτὴ ἡ ἐπιφυλακτικότητα τῆς Πολιτείας ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λίαν λυπηρή. Ἡ κρίση εἶναι πρώτιστα πνευματική. Ἔτσι εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας.
.        Δυστυχῶς ἡ ἀπερίσκεπτη ἀπόρριψη τῶν ἠθικῶν καὶ παραδοσιακῶν ἀξιῶν μας εἶχε σοβαρὲς συνέπειεςλληθωρισμς πρς τ ξένα, μιμητισμς πρς τλλότρια, στροφ πρς τ θολά, δὲν φέρνουν καλό. Πληγωθήκαμε ἀπὸ τὸ ἀνίερο, τὸ μοντέρνο, τὸ ξένο. Οἱ παραδοσιακὲς ἀξίες εἶναι γερὲς βάσεις, ἰσχυρὰ θεμέλια, δυνατὴ ἐνέργεια. Ἡ πικράτηση το εδαιμονισμο νάρκωση τς καλοπέρασης, ἡ πίδραση τς κκοσμίκευσης, ξυνση το νεοπλουτισμο,ἡ ξαρση τς διασκέδασης,  φλεγμον τς δονοθηρίας, τορπίλισαν τν γεία τς κοινωνίας. Τὴν ἔθεσαν στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ τῆς δυστυχίας. Θέλησε Νεοέλληνας ν ζήσει δίχως Θεό. Νόμισε πς μπορε ν ζήσει δίχως καρδιά.Δίχως Θεὸ ἡ ζωὴ εἶναι ἄχαρη, θολή, σκοτεινή, μαύρη. Ὁ Θεὸς χαρίζει ἁπλόχερα εἰρήνη, χαρά, εὐλογία, ἰσορροπία, ἁπλότητα, ἐγκράτεια, ταπείνωση καὶ ὑπομονή.
.        Μόνο ἕνας ἀληθινὸς χριστιανὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος στὰ λίγα, τὰ λιτά, τὰ ἀπαραίτητα. Χαίρεται νὰ σέβεται, νὰ τιμᾶ. Νὰ βοηθᾶ, νὰ συνομιλεῖ εὐγενικά. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει παράδοση φιλανθρωπίας, φιλαδελφίας καὶ φιλοτεκνίας. Σέβεται καὶ τιμᾶ τὸ κάθε πρόσωπο ὡς μοναδικό, ἱερὸ καὶ ἀνεπανάληπτο. Ὁ ἀτομισμός, ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ ἔπαρση, τὸ συμφέρον καὶ ἡ ὑποκρισία εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀνήκουν σὲ ἕνα πιστὸ τέκνο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συλλογικότητα, ἡ ἑνότητα εἶναι τὸ γλυκὸ κρασὶ ποὺ χαρίζει «νηφάλια μέθη» στοὺς πιστούς. Οἱ μακρὰν γεύονται πικρὰ ποτά, ἀποτελέσματα τῶν αὐθαίρετων ἐπιλογῶν τους.
.        Εἶναι καιρὸς ἀκόμη ἡ πολιτεία νὰ δεῖ ἀνεπιφύλακτα τὴν Ἐκκλησία. Σήμερα, ποὺ τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἀλληλοβοήθειας καὶ τῆς συνοχῆς, γιὰ τὴν διατήρηση βασικῶν ἀξιῶν. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἑκατέρωθεν γνήσια ἐμπιστοσύνη, εἰλικρίνεια καὶ ὁμοψυχία. Ἡ μικρὴ Ἑλλάδα μπορεῖ ξανὰ νὰ μεγαλουργήσει μὲ τὴν συμφιλίωση.  Ἐκκλησία καλε σ νότητα τος πάντες. Εναι πολυτέλεια οδιοτροπίες, ο διαχωρισμοί, ο ντιπαλότητες κα ο γκρίνιες. Μὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία γίνει κόμματα μὲ περίεργες ἀντιφάσεις. Ἐκκλησία καὶ πολιτεία, ἰδιαίτερα σήμερα, μποροῦν καὶ πρέπει ἄμεσα νὰ συνεργαστοῦν, νὰ συγκλίνουν, νὰ συμφωνήσουν. Ὁ πολιτισμός, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη θὰ δημιουργήσουν ἰσχυρὸ τεῖχος γιὰ ἀνάπτυξη καὶ πραγματικὴ πρόοδο.

ΠΗΓΗ: ἐφημ. «Μακεδονία», 04.02.2012

Τυπικόν της 5ης Mαρτίου 2012



Δευτέρα: Τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Κόνωνος τοῦ ἐν Ἰσαυρίᾳ.
 Τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Παρθενίου τοῦ ἐν Διδυμοτείχῳ ἀθλήσαντος.
 

 Τῷ πρωί. Αἱ ἀκολουθίαι μεσονυκτικοῦ, ὄρ­θρου, ὡρῶν με­τὰ τῶν
 μακαρισμῶν, καὶ τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑπομένης, ὡς προ­δε­δήλωται.
Περὶ τῶν κανόνων ἐν τῷ μεγάλῳ ἀποδείπνῳ
1. Καθ᾿ ἑκάστην ἑσπέραν ἀπὸ Δευτέρας ἕως Πέμπτης τῶν λοιπῶν 
ἑβδομά­δων τῆς μεγ. Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴν ἑσπέραν τῆς μεγ. Δευτέρας 
καὶ τῆς μεγ. Τρίτης διεξάγεται ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἀποδείπνου ὡς
 ἐν τῷ Ὡρολογίῳ (ἄνευ Εὐαγγελίου) καὶ κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ Τυπι­κοῦ. 
Μετὰ τὴν δοξολογίαν τὸ Τ.Μ.Ε. (τυπικὸν Τριῳδίου §23, ὑποσ. 17) ὁρίζει 
νὰ ψάλλεται ἐκ τοῦ Θεο­τοκαρίου ὁ ὡρισμένος κανὼν τῆς ἡμέρας ὁ εἰς τὸν 
ἦχον τῆς ἑβδομάδος.
2. Κατὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς τάξεως, σημειουμένην εἰς τὸ ἐν χρήσει Τρι­ῴ­διον 
(α΄ Κυρ. τῶν νηστειῶν, εἰς τὸ τέλος τοῦ κατανυκτικοῦ ἑσπε­ρι­νοῦ), ἀπὸ σήμερον 
μέχρι τῆς Πέμπτης πρὸ τοῦ Λαζάρου ἑσπέρας ἐν τοῖς μεγ. ἀποδείπνοις 
ψάλ­λον­ται οἱ κανόνες τοῦ Μηναίου οἱ ἀπὸ τοῦ Σαββά­του τοῦ Λαζάρου 
μέχρι τῆς Κυριακῆς τοῦ ᾿Αντίπασχα (7-22 Ἀπριλίου) ὁμοῦ μετὰ τῶν κανόνων 
τῆς Θεο­τόκου, οἱ ὁποῖοι καὶ προη­γοῦνται. ᾿Απὸ γ΄ ᾠδῆς κάθισμα τοῦ
 Μηναίου καὶ ἀφ᾿ ϛ΄ τῆς Θεοτόκου· μετὰ τοὺς κανόνας, τὰ 4 προσόμοια 
τῆς Θεοτόκου καὶ εἶτα τὰ 3 τοῦ Μη­ναίου μετὰ τοῦ θεο­τοκίου αὐτῶν.
 ῞Οταν συμπληρωθοῦν οἱ κανόνες τοῦ Μηναίου, λέγεται μόνον τὸ Θεοτοκάριον.
Κατὰ ταῦτα ἡ καθ᾿ ἡμέραν σειρὰ τῶν κανόνων τοῦ Μηναίου (ἐκ τῆς
 περιόδου 7-22 ᾿Απριλίου) εἰς τὸ μέγα ἀπόδειπνον ἔχει ὡς ἑξῆς·
Τὸ ἑσπέρας τῆς ψάλλονται κανὼν καὶ προσόμοια τῆς
5 Μαρτίου 7 ᾿Απριλίου (μάρτυρος Καλλιοπίου)
6 Μαρτίου 7 ᾿Απριλίου (ἱεράρχου Γεωργίου)
7 Μαρτίου 8 ᾿Απριλίου (ἁγίων ῾Ηρῳδίωνος κ.λπ.)
8 Μαρτίου 9 ᾿Απριλίου (μάρτυρος Εὐψυχίου)
12 Μαρτίου 10 Ἀπριλίου (μαρτύρων Τερεντίου κ.λπ.)
13 Μαρτίου 11 Ἀπριλίου (ἱερομάρτυρος ᾿Αντίπα)
14 Μαρτίου 12 Ἀπριλίου (ἱεράρχου Βασιλείου)
15 Μαρτίου 13 Ἀπριλίου (ἁγίου Μαρτίνου)
19 Μαρτίου 14 Ἀπριλίου (ἁγίων ᾿Αριστάρχου κ.λπ.)
21 Μαρτίου 15 Ἀπριλίου (μάρτυρος Κρήσκεντος)
26 Μαρτίου 16 Ἀπριλίου (ἁγ. ᾿Αγάπης, Εἰρήνης, Χιονίας)
27 Μαρτίου 17 Ἀπριλίου (ἱερομάρτυρος Συμεών)
29 Μαρτίου 18 Ἀπριλίου (ὁσίου ᾿Ιωάννου)
2 ᾿Απριλίου 19 ᾿Απριλίου (ἱερομάρτυρος Παφνουτίου)
3 ᾿Απριλίου 20 ᾿Απριλίου (ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Τριχινᾶ)
4 ᾿Απριλίου 21 ᾿Απριλίου (ἱερομάρτυρος ᾿Ιανουαρίου)
5 ᾿Απριλίου 22 ᾿Απριλίου (ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ: «ἡ πίστις ὅταν ἐνεργῆται, αὐξάνει καὶ περισσεύει» (Νικηφ. Θεοτόκη) [Α´]



Ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
ΛΟΓΟΙ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΝ
Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»,
Ἀθῆναι 1968, σελ.  25 ἑπ.

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ [Α´](Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν)

Πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει.
(Ἰω. α´ 51)

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.         ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΣ σήμερον, ὦ χριστοφόροι λαοί, ἡ ἁγιωτάτη τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησία πνευματέμφορον ὅρον τῆς ἁγίας οἰκουμενικῆς ἑβδόμης Συνόδου, καί τοὺς μὲν εὐσεβεῖς, καὶ ὀρθοδόξους μακαρίζοντας, τοὺς δὲ ἀπίστους καὶ κακοδόξους ἀναθεματίζοντας, ὑπέρμετρον τὴν ἐπιθυμίαν διὰ τὸν περὶ πίστεως λόγον εἰς τὴν καρδίαν τοῦ καθενὸς ἐγείρει, καὶ ἐξυπνᾷ. Ἀκούοντες σήμερον τόσους μακαρισμοὺς εἰς τοὺς πιστούς, τόσα ἀναθέματα εἰς τοὺς ἀπίστους, ὅλοι, φαίνεταί μου, πὼς ἐπιθυμᾶτε νὰ ἀκούσετε τί εἶναι, καὶ πῶς ἔλαβε τὸ εἶναι, καὶ ἐπάνω εἰς ποῖες ἀρχὲς θεμελιώνεται, καὶ μὲ ποῖον τρόπον παρασταίνεται, καὶ μὲ ποῖες ἀπόδειξες ἀποδείχνεται ἡ πίστις ὁποὺ πιστεύομεν. Ἐπιθυμᾶτε ἴσως ὅλα ἐτοῦτα νὰ τὰ ἀκούσετε, μὰ ὄχι μὲ τὸν τρόπον ὁποὺ οἱ δογματικοὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουσι τοὺς πιστούς, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον ὁποὺ οἱ σχολαστικοὶ φιλόσοφοι καταπείθουσι τοὺς ἀπειθεῖς. Τώρα λοιπὸν ἐγνωρίζω πόσον μεγάλη εἶναι ἡ ὑπόθεσις ὁποὺ ἔχω ἔμπροσθέν μου σήμερον, πόσον βάθος ἔχει ἡ ὕλη, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ἐμβαίνω. Κανένας δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ πρῶτον, καὶ καλὰ νοήσῃ τὸν ὁρισμὸν τοῦ πράγματος. Καὶ ἄν ἐγὼ ζητήσω τὸν ὁρισμὸν τῆς πίστεως, τὸν ἀκούω ναί, ἀπὸ τὸν θεῖον Ἀπόστολον. Μὰ οὐδὲ τὸν χωρεῖ ὁ νοῦς μου, οὐδὲ νὰ τὸν καταλάβω ἠμπορῶ. «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Ἐτοῦτος εἶναι ἕνας ὁρισμός, τόσον ὑψηλός, καὶ ἀκατανόητος ὁποὺ ἀπὸ ὅλα του τὰ μέρη μὲ βιάζει, ὁλοτελῶς νὰ μὴν προσδιαλέγωμαι περὶ τῶν πραγμάτων τῆς πίστεως ἀλλὰ νὰ πιστεύω, καὶ νὰ σιωπῶ, ἐπειδή, ἄν ἡ πίστις ὑπόστασις εἶναι τῶν ἐλπιζομένων πραγμάτων, καὶ ἔλεγχος τῶν μὴ βλεπομένων, τί ἡμπορῶ ἐγὼ νὰ σᾶς παραστήσω διὰ τὰ ἐλπιζόμενα; Τὰ ὁποῖα, ἐπειδὴ «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», ἀκατάληπτα εἶναι, καὶ ἀκατανόητα. Ἄν ζητήσω τὸ ἱερογλυφικὸν τῆς πίστεως, διὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω κἂν συμβολικῶς, καὶ ἀλληγορικῶς, τὸ βλέπω εἰς τὴν ἀποκάλυψιν, καὶ πολὺ φοβοῦμαι, δειλιάζω ὅλος, καὶ ἀπορῶ. Εἶναι αὐτὸ ἕνα βιβλίον μὲ ἑπτὰ σφραγίδες ἐσφραγισμένον, τὸ ὁποῖον κανένας, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐδὲ ἀπό τοὺς ἐν τῇ γῇ, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἐν τοῖς καταχθονίοις νὰ ἀνοίξῃ, καὶ νὰ καταλάβῃ ἐδυνήθη παρὰ μόνον τὸ ἐσφαγιασμένον ἀρνίον τὸ γεννηθὲν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. «Καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐδὲ ἐπὶ τῆς γῆς, οὐδὲ ὑποκάτω τῆς γῆς, ἀνοίξαι τὸ βιβλίον, οὐδὲ βλέπειν αὐτό». Πῶς θέλετε λοιπὸν νὰ τὸ ἀνοίξω ἐγὼ σήμερον, καὶ νὰ τὸ ἀνοίξω εἰς τρόπον ποὺ νὰ τὸ καταλάβω ἐγώ, νὰ τὸ καταλάβουν ὅσοι μὲ ἀκούουν, καὶ νὰ καταπεισθοῦν; Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τόσα μυστήρια, καὶ νὰ ἀνακαλύψω τόσα κεκαλυμμένα, καὶ νὰ φανερώσω τόσα ἀπόκρυφα, καὶ νὰ ἐρευνήσω τόσα βάθη, καὶ νὰ περιλάβω τόσα ἄπειρα, καὶ τόσα ἀναπόδεικτα, πῶς θέλετε νὰ σᾶς τά ἀποδείξω; Ἠξεύρω ἐγὼ τί ἔπρεπε νὰ κάμω εἰς τέτοιαν ὑπόθεσιν. Ἔπρεπε νὰ εἰπῶ εἰς τὸν κάθε ἕνα, ἐκεῖνο ὁποὺ ὁ Θεάνθρωπος σήμερον εἰς τὸν Ναθαναὴλ εἶπε: «Πιστεύεις; Μείζω τούτων ὄψει». Νὰ εἰπῶ ἔπρεπεν εἰς τὸν κάθε ἕναν· χριστιανὲ πιστεύεις; Ἄν πιστεύῃς θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῇς μυστήρια· νὰ ἰδῇς θαυμάσια· νὰ νὰ ἰδῇς μεγαλεῖα, καὶ δόξας ἀπὸ ἐτοῦτα ὁποὺ τώρα βλέπεις ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα, καὶ ἀπό ἐτοῦτα ὁποὺ τώρα πιστεύεις, πολὺ περισσότερα. Μὰ τί; Τὸ βλέπω. Οὐδὲ ἀρκεῖσθε, οὐδὲ πείθεσθε εἰς τοῦτο. Σήμερον ὁποὺ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸν ὅρον τῆς πίστεως, θέλετε καὶ τὸν λόγον νὰ εἶναι περὶ πίστεως. Πείθομαι λοιπὸν εἰς τοιαύτην ἐπιθυμίαν, ἡ ὁποία ὅσον εἶναι ἐπαινετή, ἄλλο τόσον εἶναι ὑψηλή, καὶ δύσκολος. Θέλω ὁμιλήσει κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας, μὰ θέλω ὁμιλήσει ἐν ταὐτῷ ἐναντίον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας. Κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας· ἐπειδὴ θέλω ὁμιλήσει περὶ πίστεως· ἐναντίον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας· διατὶ θέλω σᾶς εἰπεῖ, πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζετε τὴν πίστιν. Διατὶ ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζεται, ὀλιγοστεύει, καὶ φεύγει· ἀμὴ πρέπει νὰ ἐνεργῆτε τὴν πίστιν. Διατὶ ἡ πίστις ὅταν ἐνεργῆται, αὐξάνει καὶ περισσεύει. Τί σᾶς φαίνεται; Οἱ ὅροι εἶναι ἐναντίοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν σας; Ἀληθῶς. Ἀφοῦ ὅμως τοὺς ἀκούσετε, ἴσως καταπεισθῆτε νὰ μὴν ἐπιθυμᾶτε νὰ ἐξετάζετε τὴν πίστιν· ἀμὴ ἀνεξετάστως νὰ πιστεύετε, καὶ νὰ ἐνεργῆτε, ἐκεῖνο ὁποὺ διδάσκει ἡ πίστις.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής!


Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού στις 16 Δεκεμβρίου 2011 με τον κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
Πανοσιολογιότατοι πατέρες, αιδεσιμολογιότατοι, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
η ομιλία μου βέβαια δεν θα κινηθεί στην κατεύθυνση ούτε της υπερασπίσεως της Πίστεως ούτε κατά του αντιαιρετικού αγώνα, αλλά στην υποδομή της χριστιανικής μας ταυτότητας, που είναι υπόθεση ζωής. Τα γεγονότα, που εκκλησιαστικώς θα εορτάσουμε σε λίγες ημέρες, η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, αποτελεί το κορυφαίο εκείνο γεγονός διά του οποίου εγκαινιάστηκε η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό μέσα από την ίδια την θεότητα· ο άνθρωπος διά του Θεανθρώπου έχει πλέον τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της Εκκλησίας, να ζει την ζωή του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ και αυτήν να την φανερώνει στο κοινωνικό του περιβάλλον και στο γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι στο μέτρο αυτής της σχέσης, στο μέτρο αυτής της δεκτικότητας. Αυτό είναι δεδομένο. Εκείνο, το οποίο πολλές φορές παραβλέπουμε και το οποίο είναι η αιτία της δυσλειτουργίας μας στο πλαίσιο της Εκκλησίας, είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε διερευνήσει τα αίτια, τις προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες δυσκολεύουν την φανέρωση αυτής της εν Χριστώ ζωής, αυτής της ζωής, την οποία ζούσε ο Χριστός και η οποία δεν ήταν προσωπική Του απλώς υπόθεση αλλά ήταν και είναι υπόθεση του πληρώματος της Εκκλησίας. Έτσι θεώρησα σκόπιμο να αναφερθούμε σ’ αυτές τις προϋποθέσεις αυτής της ζωής, την οποία χαρακτηρίζω «αγιοπνευματική» σε σχέση με την τρέχουσα σημασία της λέξεως «πνευματική», γιατί πολλές φορές σήμερα το πνευματικό συγχέεται με αυτό που λέγεται, που νοείται πολλές φορές ως ακαδημαϊκό, ως κοινωνικό και γενικότερα ως διανοητικό. Άλλο πράγμα είναι η αγιοπνευματική ζωή και σ’ αυτήν θα αναφερθούμε με την μικρή εισήγησή μας, ζητώντας στο μέτρο του δυνατού, να γίνει και ένας διάλογος, ώστε να απαντηθούν ενδεχόμενα ερωτήματα πάνω σε μια προβληματική, που ίσως ακολουθήσει μετά από την εισήγησή μου.  
Πριν αναφερθούμε γενικότερα στις προϋποθέσεις της αγιοπνευματικής ζωής είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε εννοιολογικά, τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε αγιοπνευματική ζωή. Για να αποφύγουμε κάθε ενδεχόμενη ορολογική σύγχυση θα πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι, άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητας και άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα ως άκτιστη, φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Έτσι, όταν κάνουμε λόγο για αγιοπνευματική ζωή εννοούμε τη ζωή του Αγίου Πνεύματος ως κοινής άκτιστης φυσικής ενέργειας του Τριαδικού Θεού.
Αυτή ακριβώς η άκτιστη ζωή του ίδιου του Θεού, όταν γίνεται και δική μας ζωή τότε μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για αγιοπνευματική ζωή μέσα μας. Συγκεκριμένα μιλάμε για τη μέθεξη της ίδιας της Θεότητας από τον άνθρωπο χαρισματικώς. Αυτός ο άνθρωπος είναι και λέγεται πνευματικός άνθρωπος γιατί έχει εμπλουτισθεί σωματικώς και ψυχικώς με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με την άκτιστη, δηλαδή, φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Είναι ο άνθρωπος, που έχει οικειωθεί το Πνεύμα του Θεού, το οποίο ενώθηκε χαρισματικώς μ’ αυτόν και ενεργεί φυσικώς σ’ αυτόν υπό σαφείς όμως και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σ’ αυτές θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ενώ παράλληλα θα μιλήσουμε αναλυτικότερα για τον χαρακτήρα και την ταυτότητα της αγιοπνευματικής ζωής.  
Το πνεύμα του Θεού στον άνθρωπο τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους, τόσο στις σκέψεις και στους λόγους όσο και στις ενέργειες και στα έργα του ενώ παραμένει, κατά τα άλλα, όμοιος με τους συνανθρώπους του, σε κάθε εποχή. Η αγιοπνευματική ζωή ως Αγιοτριαδική είναι άκτιστη ζωή και παρέχεται χαρισματικώς μόνο μέσα στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν μπορεί κανείς δηλαδή να την εντοπίσει σε καμιά άλλη θρησκεία ή στους ετερόδοξους, αιρετικούς δηλαδή χριστιανούς. Αυτοί άλλωστε δεν μιλούν καθόλου για μετοχή της άκτιστης ζωής ενώ χαρακτηρίζουν σαφώς την θεία Χάρη, που παρέχει αυτήν την αγιοπνευματική ζωή, ως κτιστή, ως δημιούργημα, ως κτίσμα δηλαδή. Έτσι μας βεβαιώνουν οι ίδιοι ότι δεν έχουν προσωπική βιωματική εμπειρία της άκτιστης αυτής θεοποιού ενέργειας του ενός Τριαδικού Θεού.
Η αγιοπνευματική ζωή έχει ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι κατ’ αρχήν μυστηριακές, παρέχονται δηλαδή μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Δεν εξαρτώνται καθόλου από το δικό μας ποιόν και αποκτώνται αμέσως με την ένταξή μας στην Εκκλησία. Συγκεκριμένα, αμέσως μόλις γινόμαστε μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού, με το βάπτισμα, μόλις ερχόμαστε στην εν Χριστώ ύπαρξη, δεχόμαστε το Άγιο Μύρο ή Χρίσμα. Το Χρίσμα μας παρέχει χαρισματικώς το Πνεύμα του Κυρίου μας, την άκτιστη δηλαδή και θεοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που έρχεται και εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην ύπαρξή μας. Από τότε ο άνθρωπος, ως πιστός και οργανικό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας δηλαδή, έχει εμπλουτισθεί με την άκτιστη αυτή ενέργεια και έχει καταστεί χαρισματικός και πραγματικός άνθρωπος· επειδή έχει ένα και το αυτό πνεύμα με το Χριστό. Στο εξής έχει μέσα του εκτός από την κτιστή ανθρώπινη ενέργειά του και την θεία και άκτιστη θεοποιό ενέργεια, όχι βέβαια φυσικώς αλλά χαρισματικώς.
Όπως γνωρίζουμε ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού ήταν να ενώσει στο πρόσωπο του Θεού Λόγου την ανθρώπινη φύση υποστατικά, ώστε στο εξής να παραμένει αιωνίως χαρισματικά ενωμένος με τον Θεό ο κάθε άνθρωπος, που θα εντάσσεται στο μυστηριακό σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Και επειδή κατά την θεία Αποκάλυψη δεν υπάρχει άλλο όνομα εκτός του Χριστού, εν ω δει ημάς σωθήναι (Πράξ, 4, 12), είναι προφανές και αδιάψευστο ότι δεν μπορεί κανείς να γεύεται τον καρπό της σωτηρίας, που νοείται ως αγιοπνευματική ζωή, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω (Ιωάν. 15, 4), οργανικά δηλαδή εξαρτημένος από το Χριστό διά της Εκκλησίας.
Η ίδρυση της Εκκλησίας από το Χριστό διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματός Του την Πεντηκοστή και η προσωπική Πεντηκοστή του κάθε πιστού με το θείο Μύρο, βιωμένη εν πάση αισθήσει στον παρόντα κόσμο εντός της Εκκλησίας, πιστοποιούν κατά τον πιο εμπειρικό και αδιάψευστο τρόπο την αγιοπνευματική ζωή των πιστών σ’ όλες τις εποχές και ιδιαίτερα στην εποχή μας διά πολλών και εμφανών σημείων. Οι πιστοί, με την αγιοπνευματική ζωή τους, επιβεβαιώνουν το λόγο του Χριστού στους μαθητές Του, ότι το Πνεύμα της αληθείας ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό· υμείς γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν εσται (Ιωάν. 14, 17).
Κατά συνέπεια, όταν κάποια θρησκευτική κοινότητα δεν έχει μυστήρια, και δεν έχει μυστήρια όταν δεν είναι Εκκλησία, δεν μπορεί να παρέχει αυτήν την αγιοπνευματική ζωή, για την οποία τώρα μιλάμε· και τούτο επειδή η αγιοπνευματική ζωή δεν αποτελεί επίτευγμα του ανθρώπου, δεν αποτελεί δηλαδή επίτευγμα των κτιστών δυνατοτήτων του, αλλά άκτιστη δωρεά του Τριαδικού Θεού που παρέχεται εκ Πατρός δι’ Υιού εν Πνεύματι Αγίω. Ο πιστός που έχει ενεργό αγιοπνευματική ζωή κυριαρχείται σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του, από την παρουσία του Πνεύματος του Κυρίου του. Γιατί ο Χριστός υπάρχει και ζει μέσα μας διά του Πνεύματός Του. Ο Χριστός διά του Πνεύματός Του γίνεται εν πάσι πρωτεύων (Κολ., 1, 18) μόνο στα ενεργά μέλη του μυστηριακού σώματός Του· στα ενεργά δηλαδή μέλη της Εκκλησίας. Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι ο Χριστός διά του Πνεύματός Του, κυριαρχεί στη σκέψη, στο λόγο και στα έργα αυτού του πιστού. Η Βασιλεία του Θεού, η οποία ταυτίζεται με την αγιοπνευματική ζωή στην καθαρότερη φανέρωσή της είναι εκείνη που κυριαρχεί σε όλες τις εκδηλώσεις του πιστού, στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την περίπτωση ο πιστός βασιλεύεται, κυριαρχείται δηλαδή από το Πνεύμα του Χριστού. Η αγιοπνευματική ζωή κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ(Κολ. 3, 3), μας πληροφορεί ο απόστολος Παύλος. Τούτο σημαίνει ότι δεν είναι φανερή εξωτερικώς, γίνεται όμως ενεργός και φανερή σ’ εκείνους, που έχουν την ανάλογη δεκτικότητα, έχουν δηλαδή πνευματικά αισθητήρια υγιή, γυμνασμένα και καθαρά.
Όλα εκείνα, τα οποία υποσχέθηκε και πραγματοποίησε ο Χριστός στους μαθητές Του συνεχίζονται και πραγματοποιούνται ανά τους αιώνες και φυσικά και στην εποχή μας. Συγκεκριμένα, ο Χριστός είπε στους μαθητές πριν τη Σταύρωσή Του, ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν (Ιωάν. 14, 21)· εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιησόμεθα (Ιωάν. 14, 23). Και συνεχίζει, τα άκρως σημαντικά: ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ιωάν. 14, 26). Στο χωρίο αυτό γίνεται εμφανέστατος ο Τριαδικός χαρακτήρας της αγιοπνευματικής ζωής του πιστού, που συνδέεται άρρηκτα με την Θεοφάνεια του Τριαδικού Θεού, η οποία προσεγγίζεται και βιώνεται αγαπητικά διά του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.
Αυτή ακριβώς η αγιοπνευματική κατάσταση είναι η εν ημίν ενεργός Βασιλεία του Τριαδικού Θεού, κατά τη βίωση της οποίας ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα μας διδάσκει τα πάντα.  Όλα, δηλαδή, όσα αφορούν την αλήθεια, που είναι ο Χριστός ως πρόσωπο και ως σκοπός όλων των πραγμάτων του ορατού και του αόρατου κόσμου. Το ίδιο αυτό Πνεύμα της Αληθείας μάς υπενθυμίζει όλα όσα δίδαξε και αποκάλυψε ο Χριστός στους μαθητές Του, κατά την τριετή δημόσια δράση και θεία Οικονομία Του.
Αν όμως αυτή είναι η ταυτότητα της αγιοπνευματικής ζωής και αυτές είναι οι μυστηριακές προϋποθέσεις της, που παρέχονται σ’ όλους τους πιστούς εξίσου, αμέσως μετά την χαρισματική εκ Πνεύματος Αγίου αναγέννησή τους, γεννάται το εύλογο ερώτημα: γιατί αυτή η εν ημίν άκτιστη Βασιλεία του Θεού, αυτή η άκτιστη δωρεά της αγιοπνευματικής ζωής, δεν είναι αισθητή και βιούμενη στους περισσότερους από τους ορθόδοξους πιστούς; Μήπως υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις για την αισθητή βίωσή της; Πραγματικά· υπάρχει και μία άλλη θεμελιώδης προϋπόθεση για τη διατήρηση και φανέρωση της αγιοπνευματικής ζωής. Αυτή είναι η συνειδητή, ελεύθερη και αγαπητική συγκατάθεση του ανθρώπου στην άκτιστη δωρεά του Θεού. Εδώ πρόκειται για την ανθρώπινη συνεργία που συνίσταται ουσιαστικά μόνον στην ελεύθερη αποδοχή της προσφοράς του Θεού· συνίσταται στο υπομείναι την χάριν και μη προδούναι τον θησαυρόν (Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Α', PG 150.501Β), όπως θα πει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας.
Ο πιστός υφίσταται, πάσχει δηλαδή αυτήν την αγιοπνευματική ζωή ως υπέρ φύσιν ούσαν, κατά χάριν (Κεφάλαια περί αγάπης, 1,75, PG 90, 1206C), κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Δεν την πραγματώνει ο ίδιος ούτε και μπορεί να την αυξήσει, γιατί ως θεία καθεαυτήν είναι ανεπίδεκτη αυξήσεως. Ο βαθμός φανερώσεώς της απλώς συνδέεται άρρηκτα με τον βαθμό της αγαπητικής σχέσεως του πιστού με τον χορηγό της άκτιστης αυτής ζωής.
Και τώρα φτάσαμε στο πνευματικό κλειδί της βιώσεως και φανερώσεως της αγιοπνευματικής ζωής. Στο χωρίο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, στο οποίο προηγουμένως αναφερθήκαμε, ο Χριστός μάς πληροφορεί ότι θα εμφανίσει τον εαυτό Του και τον Πατέρα Του, εν Αγίω Πνεύματι και ότι θα εγκατασταθεί μονίμως μέσα σ’ εκείνον, ο οποίος Τον αγαπά πραγματικώς, δηλαδή τηρεί το θέλημά Του, που είναι το ίδιο το θέλημα και του Θεού Πατέρα.
Ήδη από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η αγιοπνευματική ζωή δε λειτουργεί μηχανιστικά, δηλαδή μαγικά στον πιστό. Προϋποθέτει οπωσδήποτε την ελεύθερη και ανά πάσα στιγμή αγαπητική και υπαρξιακή τοποθέτησή του απέναντι στον Τριαδικό Θεό. Κατά συνέπεια μέσα στην Εκκλησία τα πράγματα είναι απλά και τα δυσκολότερα είναι σαφώς δεδομένα από τον Θεό.
Υπάρχουν και κάποια μικρά, ως ζητούμενα, που ο λογισμός μας, με τη συνεργία του πονηρού, μας τα παρουσιάζει από μεγάλα και δύσκολα ως δυσκατόρθωτα και αδύνατα. Το πρώτο ζητούμενο, που συνδέεται με την αγιοπνευματική ζωή, είναι να επιλέξει και να έχει ισοβίως ο πιστός έναν απλανή πνευματικό οδηγό. Απλανής πνευματικός οδηγός είναι εκείνος, που έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων. Ο πνευματικός αυτός μπορεί να διακρίνει σαφώς ποιοι λογισμοί ή ποιες καταστάσεις προέρχονται από τον ίδιο τον άνθρωπο και ποιες προέρχονται από τον Πονηρό ή από τον ίδιο τον Θεό. Ο πνευματικός οδηγός θα βοηθήσει τον πιστό να προσεγγίσει σωστά και να κατανοήσει με σαφήνεια την υπαρξιακή κατάστασή του. Ο πνευματικός απλώς θα τον βοηθήσει. Ο ίδιος ο Θεός διά του Παρακλήτου Πνεύματός Του θα φανερώσει στον πιστό την αλήθεια. Το Πνεύμα του Θεού έχει μια εκπληκτική συμπάθεια προς τον άνθρωπο· δεν του εμφανίζει ποτέ την εσωτερική κατάστασή του διά μιας, γιατί τότε ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην απόγνωση.
Την παρουσιάζει σταδιακά και κάθε φορά σε τέτοιο βαθμό, που παρά τους όποιους υπαρξιακούς κραδασμούς του, να μπορεί με την βοήθειά Του να τους αντέξει, ώστε να μετανοήσει σε βάθος και βαθμηδόν να καθαρίζεται, έως ότου φθάσει στο επόμενο στάδιο, που η Ασκητική Γραμματεία της Εκκλησίας μας ονομάζει «φωτισμό». Και στη συνέχεια να οδηγηθεί και πάλι, διά του Πνεύματος του Θεού, στην αιώνια και ατελεύτητη πρόοδο της κατά χάριν θεώσεώς του, πράγμα που συνιστά και τον κατ’ εξοχήν προορισμό του κάθε ανθρώπου. Η αγιοπνευματική ζωή εκπέμπεται από τον φορέα της στις συχνότητες του Θεού, οι οποίες είναι, κατά την ρήσην του π. Παϊσίου, του Γέροντα Παϊσίου, η ταπείνωση και η αγάπη, και λαμβάνεται από όσους είναι δεκτικοί στο μήνυμα του Θεού.
Το πρώτο αξιολογικά μήνυμα του Θεού σ’ εμάς, τους βαπτισμένους δηλαδή και χρισμένους, είναι να ζητούμε την ενεργοποίηση της εν ημίν Βασιλείας Του. Αυτό είναι το κατ’ εξοχήν ευάρεστο θέλημα του Θεού. Αυτό άλλωστε είναι και το κεντρικό αίτημα της Κυριακής Προσευχής, να έρθει δηλαδή η Βασιλεία του Θεού· να έρθει όχι γενικώς και αορίστως, να έρθει σε μας, να το εκφράσουμε εμείς, υπακούοντας δηλαδή στο θέλημά Του και όχι στο θέλημά μας ή στο θέλημα του οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Όταν εστιάζει ο πιστός με το πνευματικό βλέμμα του στο θέλημα του Θεού και όχι στο δικό του, είτε μιλά είτε κάνει οτιδήποτε, ενεργεί άμεσα μέσα του ο Θεός με το Πνεύμα Του. Τότε έχει άμεση γνώση της αλήθειας των πραγμάτων και των καταστάσεων χωρίς συλλογισμούς· δεν φτάνει δηλαδή διανοητικά, με αφαιρετική διαδικασία του νου σε αυτά τα πράγματα, αλλά απλώς του παρουσιάζονται από τον ίδιο τον Θεό και μιλά πλέον ως πραγματογνώμων πάνω σε πράγματα και όχι σε ιδέες. 
Τότε γίνεται πνευματικά και άμεσα η διάγνωση των καταστάσεων με τα κεκαθαρμένα και γεγυμνασμένα πνευματικά αισθητήρια, που λειτουργούν σαν πνευματική τηλεόραση. Για έναν τέτοιο πιστό δεν έχει σημασία το αν μιλάει ή σιωπά, αλλά το γιατί ενεργεί με τον συγκεκριμένο αυτό τρόπο. Το διαρκώς ζητούμενο ταπεινώς από αυτόν είναι είτε με τον ένα είτε με τον άλλον τρόπο να ενεργεί ο ίδιος ο Θεός δι’ αυτού, όπως εκείνος θέλει, όταν θέλει και όσο θέλει. Η έντονη αγιοπνευματική ζωή προδίδει χαρισματικώς τον φορέα της. Όσο κι αν από ταπεινοφροσύνη επιχειρεί κανείς να κρυφτεί, τον φανερώνει η Χάρις του Θεού. Αν όμως εμπειρικώς γνωρίζουμε ότι η γνήσια αγιοπνευματική ζωή προδίδει τον φορέα της πολύ περισσότερο γνωρίζουμε ότι η αγιοπνευματική ζωή βιούται εν πάση αισθήσει· όλη η ψυχοσωματική ύπαρξη αυτού του πιστού είναι γεμάτη από τέτοιου είδους χαρά, ειρήνη και γλυκύτητα μέχρι μυελού των οστών και του εσώτατου βάθους του προσώπου του, που δεν μπορεί να συγκριθεί, ούτε στο ελάχιστο, με τις αντίστοιχες κοσμικές, βιολογικές ή ψυχικές εμπειρίες του ανθρώπου. Είναι χαρακτηριστική η βεβαία αίσθηση της διευρύνσεως των οντολογικών, των φυσικών δηλαδή ορίων του νου και της ψυχής, και η ενεργοποίηση των πνευματικών αισθητηρίων του, για να γίνουν χωρητικά της άκτιστης ζωής, της ενεργού δηλαδή Βασιλείας του Θεού μέσα του.
Έτσι καθίσταται ο πιστός χαρισματικός και ενεργός, υπαρξιακή χώρα του Αχώρητου Θεού.
Όταν πραγματικά θελήσει ο πιστός να ενεργήσει μέσα του η Βασιλεία του Θεού, θα πρέπει να ακυρώσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, την αυτοπεποίθησή του, να απενεργοποιήσει τη θέλησή του, ώστε να μη κατευθύνεται από το «εγώ» του, να μην είναι αυτός ο κύριός της, να την υποτάξει πλήρως και αγαπητικά στο θέλημα του Κυρίου Του· αυτό να αναζητά και αυτό να θέλει να γίνεται πάντοτε. Στην πραγματικότητα μόνον τότε εμφανίζεται να πιστεύει αληθινά στο Θεό, γιατί πρακτικώς τότε μόνο Τον εμπιστεύεται απολύτως και θέλει να κυριαρχεί μέσα του σε όλα. Αυτά δεν γίνονται πράξη όταν ο νους δεν μάθει να φεύγει όχι μόνο από το πνεύμα της πονηρίας, αλλά και από κάθε προσωπική επιθυμία, όταν δηλαδή δεν είναι σταθερά προσανατολισμένος και προσηλωμένος στην πρώτη εντολή του Δεκαλόγου. Αυτή η πνευματική εργασία είναι εξαιρετικά λεπτή και αυτό είναι το έργο της εν αισθήσει γινομένης αδιαλείπτου νοεράς προσευχής. Αν για λίγο αποστεί ο νους του ανθρώπου από τον Θεό, δεν μπορεί να είναι για τότε ενεργό σ’ αυτόν το Πνεύμα του Θεού. Επειδή τότε ο πιστός παραβιάζει την εντολή του Χριστού που λέει γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν (Ματθ., 26, 41 & Μαρκ., 14, 38). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ο πιστός δεν βλέπει τότε την αδυναμία και την ασθένειά του γι’ αυτό και δεν επικαλείται την θεία βοήθεια, οπότε απενεργοποιείται το πνεύμα του Θεού μέσα του. Κατά συνέπεια τότε συμβαίνει να αστοχεί και να αμαρτάνει· τότε επιβεβαιώνεται βιωματικά η ρήση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ότι του Θεού μη ενεργούντος εν ημίν αμαρτίαι παν το παρ’ ημών γινόμενον (Ομιλία 33, PG 151,416D-417Α).
Σ’ ότι μας αφορά για την αγιοπνευματική ζωή, όλα αρχίζουν από το φρόνημά μας και συνοδεύονται μονίμως από αυτό. Το υψηλό φρόνημα που έχουμε εμποδίζει να ενεργήσει ο Θεός. Είναι κοινός τόπος στην Ασκητική Γραμματεία της Εκκλησίας μας ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ενεργό παρουσία της αγιοπνευματικής ζωής είναι το εγωκεντρικό φρόνημά μας. Όπως εύστοχα μου είπε ένας Αγιορείτης Γέροντας χαρισματούχος, δεν θέλουμε να βασιλευόμαστε από το Χριστό αλλά από το θέλημά μας. Δεν θέλουμε να Τον δεχτούμε ως κυρίαρχο στο νου, στη θέληση και στην καρδιά μας. Δεν θέλουμε να είναι Αυτός σε μας εν πάσι πρωτεύων. Γι’ αυτό ουσιαστικά δεν επιβεβαιώνονται από το Θεό με τη ζωή μας όσα λέμε ότι πιστεύουμε και αγαπάμε. Θα κριθούμε από το Χριστό, κατ’ εξοχήν εμείς, επειδή δεν επιδείξαμε αγαθή προαίρεση ώστε να επιχειρήσουμε σοβαρά να τηρήσουμε με συνέπεια το λόγο Του και να επιβεβαιώσουμε εμπειρικά την αξιοπιστία Του· ότι δηλαδή θα εμφανιστεί πραγματικά σε μας και θα ενεργεί μόνιμα μέσα μας, μαζί με τον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.
Η κατάστασή μας είναι εξαιρετικά θλιβερή επειδή στην πραγματικότητα δεν έχουμε πόθο για το Θεό και πρακτικώς δεν Τον θέλουμε στη ζωή μας. Γιατί διαφορετικά θα τηρούσαμε το θέλημά Του, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα και για την ίδια μας τη ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση η μόνη λύση που θα μπορούσε να προτείνει κανείς για να ενεργοποιηθεί άμεσα η εν ημίν Βασιλεία του Θεού είναι να παραιτηθεί η κυβέρνηση που εκφράζει το θέλημά μας. Δύο βασιλείες με δύο κυρίαρχους δεν μπορούν να υπάρξουν μέσα μας ταυτόχρονα. Δεν μπορεί να συσταθεί και να λειτουργήσει μέσα μας μια τέτοια «Οικουμενική Κυβέρνηση». Όταν συμβαίνει πάντως να υπάρχει, γιατί υπάρχει σε ορισμένους, δεν είναι σίγουρα «Οικουμενική» αυτή η κυβέρνηση αλλά γνήσια «Οικουμενιστική», δηλαδή Συγκρητιστική. Η ενεργοποίηση της αγιοπνευματικής ζωής προϋποθέτει οπωσδήποτε την απενεργοποίηση του ιδίου θελήματος και της συνεπαγόμενης κυβερνήσεώς μας. Προϋποθέτει δηλαδή την ταπείνωση του φρονήματος που εκφράζει πρακτικώς με την υποταγή του θελήματός μας στο θέλημα του Θεού, κατά το πρότυπο των δύο θελημάτων του Θεανθρώπου Χριστού· στο Χριστό δηλαδή έχουμε πλήρως το ανθρώπινο θέλημα και το θείο θέλημα. Κι αυτό το έδειξε ο Χριστός στην επίγεια ζωή Του, όπως έδειξε και στην κορυφαία εκείνη στιγμή ενώπιον του θανάτου Του, δηλαδή στη Γεθσημανή, ότι το θέλημα το ανθρώπινο και φυσικό ήταν να μη θέλει να πεθάνει. Και αυτό μην σας φαίνεται περίεργο· δεν πρόκειται για κάποια δειλία. Ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου, της αποστασίας του απ’ το Θεό. Αφού λοιπόν ο Χριστός δεν είχε καμία σχέση απολύτως με την αμαρτία, δεν όφειλε να πεθάνει! Ήταν τελείως παράλογο το να πεθάνει, όχι ένας απλός αθώος αλλά που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που λέγεται θάνατος. Ήταν επομένως φυσικό αυτό το θέλημα και αναμάρτητο αυτό το θέλημα και λογικό αυτό το θέλημα, να μην πεθάνει. Όμως, για την δική μας σωτηρία και κατά το θέλημα του Πατέρα, το οποίο ήτανε και θέλημα δικό Του ως Υιού του Θεού, και θέλημα του Αγίου Πνεύματος, έπρεπε να παραιτηθεί εκουσίως και αγαπητικώς από αυτό το θέλημα το άγιο, το φυσικό, το να μη θέλει να πεθάνει.
Και βλέπουμε λοιπόν εκεί να παραιτείται από αυτό το θέλημα για να γίνει το θέλημα της Τρισηλίου Θεότητας. Γι’ αυτό είπα ότι δεν είναι απλώς να παραιτηθούμε από το κακό θέλημά μας· από κάθε θέλημα. Και επειδή όλα τα έχουμε βαφτίσει, όταν είναι δικά μας θελήματα, ως καλά επειδή προϋποθέτουμε ότι εμείς είμαστε καλοί κι ας μην έχουμε το κάλλος του Θεού κι ας μην έχουμε σχέση με τον Θεό, γι’ αυτό είναι πολύ ασφαλές για τον καθένα μας να παραιτηθεί από κάθε θέλημα δικό του και να ζητά να μάθει ποιο είναι το θέλημα του Θεού και σ’ αυτό και μόνον να κάνει υπακοή. Σε κανέναν δεν κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία, παρά μόνον στον Χριστό· όποιος κι αν είναι αυτός, ο οποίος μεσολαβήσει και μας πει να κάνουμε το θέλημα, κάποιο θέλημα, αυτό πρέπει  να το ανακρίνουμε επειδή εμείς είμαστε βαφτισμένοι, είμαστε λογικά πρόβατα. Έχουμε την αναφορά μας στην κεφαλή. Βεβαίως η Εκκλησία δεν έχει είδη, είναι ιεραρχημένη, έχουμε ποιμένες, οι οποίοι έχουν αυτή την ευθύνη να μας καθοδηγούν στην αλήθεια, και ιδιαίτερα ο Επίσκοπος, να έχει, να κατέχεται από το Πνεύμα της Αληθείας, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε Επίσκοπος κατευθύνει σ’ αυτήν την κατεύθυνση γι’ αυτό και έχουμε Επισκόπους, Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες αιρετικούς. Τι σημαίνει αυτό; Πώς καταλάβαμε ότι είναι αιρετικοί; Γιατί είχαν ενεργό οι άλλοι μέσα τους -λαϊκοί, κληρικοί, δεν έχει σημασία- το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι λοιπόν πρέπει να έχουμε κριτήρια, με τα οποία να ανακρίνουμε, και πρέπει να έχουμε αυτήν την πνευματική ωριμότητα, ό,τι ακούμε, από τον οποιονδήποτε, απ’ το παιδί μας, απ’ τη γυναίκα μας, απ’ τον προϊστάμενό μας, απ’ τους γονείς μας, από τους κληρικούς μας, από τους οποιουσδήποτε, απ’ τους πολιτικούς μας άρχοντες, πρέπει να ανακρίνουμε αν αυτά είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Για να τα ανακρίνουμε όμως πρέπει να έχουμε κριτήρια. Τα κριτήρια είναι το ίδιο το θέλημα του Θεού, το οποίο πρέπει να το γνωρίζουμε. Για να το γνωρίζουμε όμως και πρέπει να έχουμε την μελέτη την πνευματική, και πρέπει να έχουμε την μυστηριακή ζωή, και πρέπει, κυρίως, να απομπαζωθούμε, να βγούνε δηλαδή εκείνα τα μπάζα, που έλεγε ο π. Παΐσιος, που δεν επιτρέπουν αυτήν την χάρη, αυτήν την θεότητα, την οποίαν λάβαμε στο Άγιον Χρίσμα· κι αυτό μπορούμε να το κάνουμε διά της μετανοίας. Τότε θα βλέπουμε! Αν έχουμε πνευματικό οδηγό μπορεί να μας βοηθήσει να το βλέπουμε ευκρινέστερα. Αλλά υπακούουμε μόνον στον Χριστό. Όχι αυθαιρέτως ο καθένας «εγώ νομίζω ότι…»· αυτό είναι καθαρά προτεσταντικό! Πάντοτε εν ταπεινώσει. Αλλά εγώ τώρα μιλώ για την ευθύνη του πιστού, ως λογικού προβάτου, να ανακρίνει αυτά που ακούει και να μην τα καταπίνει αμάσητα. Και μετά να κρίνει αν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Γιατί ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος λέει, ότι και άγγελος εξ ουρανού να έλθει και να σας πει αντίθετα από αυτά που σας είπα, διαφορετικά από αυτά που σας είπα, να μη τον ακούσετε· και εγώ ο ίδιος να έρθω και να σας πω αντίθετα, ανάθεμα να είμαι! Βλέπετε πόσο ευθύνη μας δίνει, στον καθένα μας, για αυτό το οποίο πιστεύουμε για τον τρόπο της ζωής μας;
Αρχίζουμε κατά το πλείστον όμως εμείς στρεβλά την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική μας ζωή, ζητώντας έμμεσα ή άμεσα, ήπια ή ζωηρά να στήσουμε, έστω και φιλτραρισμένα, τη βασιλεία του δικού μας θελήματος. Και όπως είναι φυσικό αποτυγχάνουμε. Η κατάστασή μας αυτή είναι αναστρέψιμη. Έχουμε την πικρή αλλά χρήσιμη πείρα της αποτυχίας μας. Η μετάνοιά μας είναι ο μονόδρομος που οδηγεί στην εν ημίν Βασιλεία του Θεού και το ταπεινωμένο από την οδυνηρή πείρα φρόνημά μας θα γίνει ο απαραίτητος κωδικός, το pin για την ενεργοποίηση της αγιοπνευματικής ζωής. Αυτό το φρόνημα είχαν και οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί, τους οποίους μνημονεύει ο ίδιος ο Χριστός ως προαγωγούς της Βασιλείας Του. Αυτούς τουλάχιστον μπορούμε και πρέπει να τους μιμηθούμε· γι’ αυτό άλλωστε και μας τους πρόβαλλε ο Χριστός, για να μη φτάσουμε στην απόγνωση και την παραίτηση από την εκζήτηση της ενεργοποιήσεως της εν ημίν Βασιλείας Του. Μπορούμε να κάνουμε την έσχατη ανάγκη φιλότιμο, για να αξιοποιήσουμε και την παρούσα ζωή μας ως χρόνο πρόγευσης της μέλλουσας, αιωνίου Βασιλείας, που δεν είναι απλώς εγγύς, αλλά πολύ εγγύς· είναι ήδη μέσα μας, κατά την ρήση του ίδιου του Χριστού, η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν (Λουκ., 17, 21). Αξίζει να την ενεργοποιήσουμε γιατί μόνον έτσι θα ευαρεστήσουμε στο Θεό και μόνον έτσι θα δοξάζεται ο Θεός δι’ ημών, επειδή πρακτικώς Αυτός θα ενεργεί δι’ ημών ακτίστως, και Αυτού θα είναι η αγιοπνευματική εν Χριστώ ζωή μας. Αμέσως μόλις ταπεινωθούμε, ζητώντας μόνον αυτή τη Βασιλεία ενεργό μέσα μας, όλα τα άλλα τα βιοτικά θα μας τα διασφαλίσει ο Χριστός, ως τεκμήρια της αξιοπιστίας των λόγων του: ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν (Ματθ., 6, 33).
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας. 

Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας και οι Αναθεματισμοί.


 Α.Τι είναι το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.
Το συνοδικό υπέρ της Ορθοδοξίας συντάχθηκε από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 843 με πρωτοβουλία του πατριάρχη Μεθοδίου και με τη συναίνεση της Βασίλισσας Θεοδώρας. Χαρακτηρίσθηκε “ως ετήσιος ευχαριστία” και καθιερώθηκε με την εορτή της νίκης και του θριάμβου της Ορθοδοξίας κατά της εικονομαχίας και πασών των αιρέσεων.
Η λέξη «Συνοδικόν» σημαίνει ειδικότερα την απόφαση της Οικουμενικής κυρίως Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία περιλαμβάνει έκτος από τους κανόνες της εκκλησιαστικής ζωής και τις θεολογικές αλήθειες, που καθορίζουν το δόγμα της Εκκλησίας του Χριστού και καταδικάζουν τις αιρέσεις στη διδασκαλία, άλλα και τα ονόματα των αιρετικών, οι όποιοι έχουν συνταράξει την Εκκλησία με την παρανόηση και διαστρέβλωση του περιεχομένου των Γραφών.Το Συνοδικό της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και υστέρα, αναγιγνώσκεται αποσπασματικώς βέβαια, την Κυριακή της Ορθοδοξίας και περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και τον αναθεματισμό αιρέσεων και αιρεσιαρχών, κακοδοξιών της θύραθεν —ελληνικής και άλλης – φιλοσοφίας, και διαφόρων ειδωλολατρικών αντιλήψεων που αναβιώνουν και εμφανίζονται παράλληλα προς τον βίο και τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας.
Το «Συνοδικό» που περιέχεται στο Τριώδιο, στο κυριότερο μέρος του, με τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.) και με μικρές συμπληρώσεις ονομάτων της ενδημούσης Συνόδου του έτους 843 μ.Χ., άλλα και των μετέπειτα τοπικών συνόδων, κατά πα-σών εν γένει των αιρέσεων και ιδιαίτερα κατά της εικονομαχίας.Οι συμπληρώσεις αυτές έχουν γίνει σε αλλεπάλληλα στάδια κατά καιρούς, σύμφωνα με την πορεία των αγώνων της Εκκλησίας εναντίον των αιρέσεων, που προέκυψαν και μετά την εικονομαχία μέχρι και το κίνημα του Ησυχασμού, στα τέλη του 14ου αιώνος, οπότε ολοκληρώθηκαν με την τελική αυτή νίκη οι αγώνες υπέρ της αληθείας και η ορθή κατανόηση των διδαγμάτων του Ιησού Χριστού, με πλήρη θρίαμβο της Ορθοδοξίας.Το «Συνοδικό της Ορθοδοξίας», όπως ονομάσθηκε αυτό, έχει τοποθετηθεί στο τέλος της ακολουθίας της Α’ Κυριακής των Νηστειών, γιατί την ημέρα αυτή (11 Μαρτίου του 843 μ.Χ.) έχει θεσπισθεί και ξεκίνησε, με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, η εορτή της Ορθοδοξίας εις ανάμνηση του θριάμβου της Ορθοδόξου πίστεως, με την οριστική αναστήλωση και την τιμητική προσκύνηση των ιερών εικόνων.
Τα περιεχόμενα του Συνοδικού και η χρήση του.
Στο πρώτο και αρχικό κείμενο του «Συνοδικού της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου» του 9ου αιώνος περιέχονται και ονόματα των διαφόρων αιρεσιαρχών, που είχαν προηγηθεί, όπως ο Άρειος, ο Νεστόριος, ο Σαβέλλιος, Ευτυχής κ.ά.
Στα επόμενα τμήματα με τις συμπληρώσεις καταδικάζονται υπό τοπικών συνόδων οι αιρέσεις και αιρετικοί που εμφανίσθηκαν κατά τους μετέπειτα αιώνες (10ο-14ο).Προφανώς έχουν συμπληρωθεί και τα κατά την περίοδο του Ησυχασμού (14ο αι.) προκύψαντα ονόματα με θέματα διδασκαλίας, όπως τα περί του «ακτίστου φωτός», με αναδρομή στην πατερική διδασκαλία περί της εννοίας των όρων ουσία και ενέργεια του. Μακαρίζονται και εδώ οι Ορθόδοξοι περί τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και αναθεματίζονται οι αιρετικοί περί τον Βαρλαάμ Καλαβρό και τον Γρηγόριο Ακίνδυνο. Η οριστική και τελική διαμόρφωση και σύνταξη του σημερινού κειμένου τοποθετείται στο β’ ήμισυ του 14ου αιώνος. Μετά τη θεία Λειτουργία της ημέρας αυτής τελείται ή λιτάνευση τών ιερών εικόνων εντός και εκτός του ναού, πού επανέφερε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1923-1938), αντί της παλαιότερης απλής «επιμνημόσυνου δεήσεως πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων Ορθοδόξων Βασιλέων, Πατριαρχών κλπ.». Απαγγέλλονται και περικοπές στο τέλος από το «Συνοδικό» τούτο.
Τα μηνύματα του «Συνοδικού» εκφέρονται με αναφωνήσεις και υπό του κλήρου και λαού, όπως είναι οι μακαρισμοί των ευσεβών Βασιλέων, Πατριαρχών, κληρικών και λαϊκών ονομαστικά (με «αιωνία η μνήμη») και ο αναθεματισμός αντίθετα (το «ανάθεμα» των απ’ αιώνος αιρετικών).
Τα αναθέματα και η ιστορική αλήθεια.
Η λέξη «ανάθεμα» (εκ του ρ. ανατίθημι) με την καλή της σημασία εννοεί το αφιερωμένο στο Θεό πρόσωπο (ανάθημα) ή το προσφερόμενο αντικείμενο (το τάμα). Κυριάρχησε όμως περισσότερο η αρνητική σημασία της με το χωρισμένο και απομονωμένο πρόσωπο, τον αιρετικό άνθρωπο, από τον Θεό και τότε σημαίνει την εγκατάλειψη του στο έλεος του Θεού για τη συναίσθηση των ευθυνών του και την καταδίκη της Εκκλησίας και κατάρα.
Στις μέρες μας οι φωνές κατά της Ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως εμφανίζονται κατά πολλαπλασιαστικό τρόπο, αδόκιμες και άλογες. Μόλις γράψει κάποιος εναντίον της Ορθοδοξίας εμφανίζεται πλειάδα συγχορδίας για αναπαραγωγή του θέματος και διαστρέβλωση της αλήθειας. Πολλοί από αυτούς ενοχοποιούν την Ορθοδοξία ότι δήθεν έβλαψε τον ελληνισμό, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι μάλλον το αντίθετο συνέβη. Το λυπηρό είναι ότι στο άρμα αυτό της διαστρέβλωσεως και απαξίωσης της αλήθειας προσδένονται και θεσμικά κορυφαία πρόσωπα του δημόσιου βίου, για να φάνουν ίσως αρεστά και στο χώρο της νεοειδωλολατρίας ή να μην υστερήσουν στον νεοπροοδευτισμό της εποχής μας
.Για λόγους ιστορικής αλήθειας και επιστημονικής δεοντολογίας υπενθυμίζουμε, σε όσους σκόπιμα λησμονούν τη συμβολή του Χριστιανισμού στην ανθρωπότητα και ιδιαίτερα στον ελληνισμό, ότι η Ορθοδοξία διέσωσε τον ελληνισμό• και διότι προσέλαβε την ελληνική γλώσσα, τη μεταστοιχείωσε, την ανέδειξε ως γλώσσα της χριστιανικής αλήθειας και τη διεφύλαξε μαζί με τα ελληνικά κείμενα από του Ομήρου μέχρι σήμερα• άλλα και διότι απάλλαξε τον ελληνισμό από τα ειδωλολατρικά μυθεύματα, τους θεούς του Ολύμπου και προσέλαβε τον περασμένο ορθό λόγο των Ελλήνων και τον υπερέβη —με τη επένδυση του— με τη χάρη του Θεού και την πίστη της θείας Αποκαλύψεως.
Με αυτή την έννοια παρέλαβε και ανέδειξε το Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και πολλούς άλλους σε προ Χριστού χριστιανούς και μάλιστα τους απεικόνισε με το χρωστήρα του αγιογράφου στους νάρθηκες ιερών ναών και μοναστηριών. Ασφαλώς, όμως καταδίκασε τα περί ψυχής και μετεμψυχώσεως και άλλων ελληνικών ειδωλολατρικών θεωριών, αντικειμένων στη χριστιανική διδασκαλία, αμφισβήτησε το θεσμό της δουλείας που υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, καθώς και κάθε ειδωλολατρική εκδήλωση της ζωής.
Αυτή η κάθαρση του ελληνικού πνεύματος από τον χριστιανισμό σε καμία περίπτωση δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως αρνητική. Η Εκκλησία προσέλαβε διακριτικά και επιλεκτικά από τον ελληνισμό ότι ωφέλιμο και απέρριψε τα ειδωλολατρικά μυθεύματα της ελληνοειδωλολατρίας.

Πως άρχισαν οι διωγμοί κατά των Αγίων Εικόνων



Διηγείται ο Δαμασκηνός Στουδίτης ότι τον 7ο αιώνα μ.Χ. βασίλευε στην Περσία ο ειδωλολάτρης και εχθρός των Χριστιανών Ιζήθ, τον οποίον επισκέφτηκαν τρεις Εβραίοι μάγοι, διαβάλλοντάς τον ότι εάν προστάξει τους Χριστιανούς να βγάλουν τις Εικόνες από τις Εκκλησίες τους, τότε εκείνος θα ζήσει υγιής για πολλά χρόνια. Όμως, αν και όρισε ο βασιλιάς να μην προσκυνούνται οι Εικόνες, μετά από έναν χρόνο απέθανε και στη θέση του ανήλθε ο ειδωλολάτρης γιος του, τον οποίο πληροφόρησαν οι Χριστιανοί ότι η μόνη αιτία του ξαφνικού θανάτου του πατρός του ήταν ότι άκουσε τους Εβραίους και απαγόρευσε την προσκύνηση των Εικόνων...
Έπεισαν έτσι τον νεαρό βασιλιά να επιτρέψει την προσκύνηση των Εικόνων, ενώ οι τρεις Εβραίοι έφυγαν κρυφά στην Ισαυρία, όπου καθώς πορευόταν βρήκαν να κοιμάται ένας βοσκός όνων, ονόματι Λέων, και επειδή την ώρα εκείνη είδαν να πετάει από πάνω του ένας αετός, κατάλαβαν ως μάγοι που ήταν ότι ο Λέων θα γίνει βασιλιάς. Ξύπνησαν τότε τον βοσκό και του είπαν ότι μπορούν να τον κάνουν βασιλιά, αλλά όταν συμβεί αυτό θα τους το ανταποδώσει με ότι του ζητήσουν!
Οι δόλιοι Εβραίοι αναχώρησαν και ο Λέων στρατολογήθηκε για να πολεμήσει τους Δαλμάτες. Βλέποντας ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Δ΄ ο Πωγωνάτος και οι επόμενοι βασιλείς ότι ήταν γενναίος, τον προήγαγαν σε ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα, φθάνοντας σε σημείο να κηρύξει επιτυχή πόλεμο κατά του Θεοδοσίου Γ΄ και να ανακηρυχθεί εκείνος βασιλιάς! Μαθαίνοντας οι Εβραίοι ότι ο Ίσαυρος Λέων ο Γ΄ έγινε βασιλιάς, προσήλθαν σ’ αυτόν και του υπενθύμισαν ότι είναι εκείνοι που με τις μαγείες τους τον βοήθησαν να γίνει βασιλιάς, ζητώντας το χάρισμα που τους έταξε. Εκείνος ορκίσθηκε τότε να τους δώσει ότι του ζητήσουν και εκείνοι οι χριστιανομάχοι του ζήτησαν να καθαιρέσει τις Άγιες Εικόνες από τους Ναούς των Ορθοδόξων Χριστιανών!
Κατόπιν ο δόλιος βασιλιάς σκέφτηκε να καλέσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον Άγιο Γερμανό (715-730) για να τον πείσει με πονηρό τρόπο να κατεβάσει απ’ τους Ναούς τις Εικόνες. Τότε ο Άγιος άρχισε να του εξηγεί ότι οι Άγιες Εικόνες δεν είναι είδωλα αλλά είναι μορφώματα των Αγίων και του Χριστού που όποιος τις προσκυνεί δεν τις μολύνει, αλλά αγιάζεται και φωτίζεται περισσότερο. Και όπως ο άνθρωπος που υποφέρει από το ψύχος, όσο πλησιάζει προς την φωτιά τόσο πιο πολύ θερμαίνεται, έτσι και με τις Άγιες Εικόνες, όσο πλησιάζει ο άνθρωπος προς αυτές, τόσο περισσότερο λαμπρύνεται από την χάρη των Αγίων, που είναι ζωγραφισμένοι. Του φανέρωσε επίσης, ότι προορατικοί Άγιοι έχουν πει ότι θα βασιλεύσει κάποιος βασιλιάς που θα τον λένε Κόνων, ο οποίος θα εγείρει αίρεση κατά των Εικόνων. Τότε ο βασιλιάς παραδέχτηκε ότι στην παιδική του ηλικία, τα άλλα παιδιά τον φώναζαν Κόνων και ο Πατριάρχης αναγνώρισε τότε ότι εκείνος ο βασιλιάς ήταν αυτός που θα εγείρει την αίρεση.
Κατόπιν ο Άγιος προσπάθησε να πείσει τον ασεβή βασιλιά ότι είναι δίκαιο και άγιο το να προσκυνούνται οι Άγιες Εικόνες οι οποίες είναι και Θαυματουργές. Του είπε λοιπόν μερικές ωφέλιμες διηγήσεις, ότι στην Έδεσσα της Συρίας ήταν βασιλιάς κάποτε ο Αύγαρος, που ήταν βαριά ασθενής πάσχων από λέπρα και επιθυμούσε πολύ να δεί τον Ιησού Χριστό και Αληθινό Θεό, που κατεδέχθη ως άνθρωπος τέλειος να κατέβει επί της γης, διδάσκοντας τον κόσμο. Έγραψε τότε ο βασιλιάς επιστολή προς τον Χριστό και την απέστειλε με έναν ζωγράφο, ονόματι Ανανία, ώστε αν δεν μπορέσει να πάει ο Χριστός στην Έδεσσα όπως τον προσκαλούσε, τότε ο Ανανίας να τον ζωγραφίσει! Πράγματι αφού πήγε στον Χριστό την επιστολή, προσπάθησε να τον ζωγραφίσει, αλλά μάταια επιχείρησε διότι Εκείνος μετάλλασσε την όψη Του και δεν μπορούσε να δει την μορφή Του ο Ανανίας. Τότε ο Χριστός ζήτησε νερό να νιφθεί και όταν έλαβε μανδήλιο για να σκουπισθεί, τυπώθηκε σ’ αυτό η όψη του προσώπου Του, δίνοντας αυτό το Άγιο Μανδήλιο στον Ανανία να το πάει στον βασιλιά του! Λαβών αυτό ο Αύγαρος το προσκύνησε και ευθύς γιατρεύθηκε η ασθένειά του και βαπτίσθηκε. Στη πύλη δε της πόλεως κατέβασε ένα μεγάλο είδωλο και στη θέση του έστησε το Άγιο Μανδήλιο για να το προσκυνούν όλοι. Αυτό το Μανδήλιο στα κατοπινά χρόνια όταν λιτανεύθηκε στα τείχη της πόλεως, καθώς εκείνη είχε πολιορκηθεί από τους Πέρσες, έστρεψε την φωτιά εναντίον των εχθρών που ετράπησαν σε φυγή.
Μετά απ’ αυτή την διήγηση ο Άγιος Γερμανός ρώτησε τον βασιλιά Λέων, πως θα μπορέσει να καταστρέψει τις Εικόνες, αφού ο ίδιος ο Χριστός είχε τυπώσει το πρόσωπό Του στο Μανδήλιο με το οποίο είχε γιατρευθεί ο Αύγαρος όταν το προσκύνησε; Στη συνέχεια του ανέφερε και άλλες μαρτυρίες και συγκεκριμένα στη Λύδδα (Διόσπολη), μια πόλη έξω από τα Ιεροσόλυμα, όπου οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης έκτισαν Εκκλησία για να τιμάται η Παναγία όταν ακόμα ζούσε, και της ζήτησαν να έλθει για να ευλογήσει την Εκκλησία της στα εγκαίνια. Εκείνη τους είπε να πάνε και θα την βρουν εκεί! Πήγαν τότε οι Απόστολοι και είδαν την Παναγία ζωγραφισμένη σε μια μαρμάρινη στήλη της Εκκλησίας. Κατόπιν πήγε και η Παναγία και βλέποντας το ομοίωμά της ευχαρίστησε τον Υιό της. Η εικόνα αυτή φυλάχτηκε για πολλά χρόνια και όταν βασίλευε ο δυσεβής Ιουλιανός ο Παραβάτης έστειλε Εβραίους τεχνίτες να βγάλουν την εικόνα. Όμως, όσο εκείνοι έξυναν το μάρμαρο, τόσο λαμπρότερο γινόταν το πρόσωπο της Παναγίας, ενώ ο αλιτήριος Ιουλιανός φονεύθηκε αοράτως στον πόλεμο της Περσίας!
Επίσης, ο Απόστολος Πέτρος στη Λύδδα γιάτρευσε έναν ασθενή, τον Αινέα, ο οποίος μετά εξόδευσε τα χρήματά του κτίζοντας Εκκλησία για να τιμάται η Παναγία. Επειδή όμως οι Έλληνες (ειδωλολάτρες) και οι Εβραίοι φιλονικούσαν με τους Χριστιανούς διεκδικώντας την Εκκλησία, απεφάσισε ο άρχοντας του τόπου να κλειδώσει την Εκκλησία, διατάσσοντας να την ανοίξουν μετά από τρεις ημέρες, και τότε όποιου εκ των τριών γενών σημείο βρεθεί εντός του Ναού, εκείνων θα είναι ο Ναός. Σφράγισαν τότε την Εκκλησία και όταν την άνοιξαν όλοι μαζί, είδαν εντός αυτής ζωγραφισμένη την εικόνα της Παναγίας και έτσι ο Ναός εδόθη στους Χριστιανούς!
Στη νότια Κύπρο υπήρχε κάποτε ένας Ναός της Παναγίας και έξω από αυτόν υπήρχε εικόνα της Παναγίας κρατώντας στην αγκαλιά της τον Χριστό ως Βρέφος, καθώς και δύο Άγγελοι που στέκονταν εκατέρωθεν. Μία ημέρα καθώς περνούσε ένας αράπης, τόξευσε την Εικόνα της Θεοτόκου στο δεξιό γόνατο και ευθύς εχύθη άφθονο αίμα από την πληγή. Ο αράπης τότε, φεύγοντας για το σπίτι του τρέμοντας, ξεψύχησε καθ’ οδόν!
Στην Κωνσταντινούπολη ένας ναύτης, ονόματι Θεόδωρος, έχασε σε ναυάγιο όλο του τον πλούτο κατορθώνοντας να γλιτώσει ο ίδιος από πνιγμό. Πήγε τότε σε έναν Εβραίο φίλο του, παρακαλώντας τον να του δανείσει χρήματα για να μπορέσει να ζήσει. Εκείνος ζήτησε εγγυητή και ο Θεόδωρος τον πήγε μπροστά στην Εικόνα του Ιησού Χριστού που είχε στήσει ο Μέγας Κωνσταντίνος στα χαλκοπρατεία και με πίστη έβαλε εγγυητή τον Χριστό! Πεισθείς τότε ο Εβραίος, του έδωσε όσα χρήματα ήθελε. Ο Χριστιανός κατόπιν εμπορεύθηκε και βοηθούμενος από τον Θεό κέρδισε αρκετά χρήματα. Απεφάσισε λοιπόν να αποστείλει από την Σικελία το όφελος προς τον φίλο του, βάζοντας το ποσό που του όφειλε μέσα σε πισσαρισμένο κιβώτιο, και προσευχόμενος στον Χριστό, Του ζήτησε να φθάσει εκείνο στα χέρια του φίλου του, ρίχνοντας το κιβώτιο στη θάλασσα. Πράγματι, με τη βοήθεια του Θεού, το κιβώτιο το βρήκε ο Εβραίος καθώς περιπατούσε στον αιγιαλό, και ανοίγοντας αυτό, βρήκε ακριβώς το ποσό, καθώς και επιστολή του Θεόδωρου που του διεμήνυε την εξόφληση του χρέους! Όμως, όταν επέστρεψε ο Θεόδωρος στην Πόλη, ο φίλος του ζητούσε τα δανεικά λέγοντας ότι δεν παρέλαβε ποτέ τα χρήματα. Τότε ο πιστός Χριστιανός πήρε τον Εβραίο και πήγαν μπροστά στην εικόνα του «εγγυητή» Χριστού, και όταν τον ρώτησε ο Θεόδωρος αν έλαβε τα χρήματα ο φίλος του, ακούσθηκε φωνή από την Αγία Εικόνα (από τότε ονομάσθηκε «Αντιφωνητής») να λέγει: «Ναι τα πήρε»! Τότε ο Χριστιανός χάρηκε, ενώ ο Εβραίος τυφλώθηκε, όμως πίστευσε και βαπτίσθηκε μαζί με την οικογένειά του.
Στην Βηρυτό, έμεινε κάποιος Χριστιανός σ’ ένα σπίτι που το ξενοίκιασε, ξεχνώντας σ’ αυτό μία εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού. Το σπίτι αυτό το νοίκιασε ένας Εβραίος και όταν γέννησε η γυναίκα του, τους επισκέφτηκαν κάποιοι Εβραίοι για να τους ευχηθούν. Αυτοί είδαν την Εικόνα και αμέσως σηκώθηκαν θυμωμένοι να φύγουν, κατηγορώντας τον ομοεθνή τους ότι ήταν Χριστιανός. Εκείνος τότε για να πιστεύσουν αυτοί ότι δεν ήταν Χριστιανός, έβγαλε μια μαχαίρα και την κάρφωσε με θυμό στην δεξιά πλευρά του Χριστού, που σα να ήταν ζώσα σάρκα έρευσε πολύ αίμα, κάνοντας τους Εβραίους να πιστεύσουν!
Με αυτές τις νουθεσίες προσπάθησε ο Πατριάρχης να πείσει τον βασιλιά Λέοντα, επιπλήττοντάς τον για την απιστία του. Θυμωθείς τότε εκείνος χτύπησε τον Άγιο και τον έδιωξε. Κατόπιν, ο βασιλιάς ζήτησε να συμβουλευθεί έναν καλό Χριστιανό και σοφό Διδάσκαλο, τον οποίο συμβουλεύονταν όλοι οι Χριστιανοί βασιλείς. Ούτε τότε όμως επείσθη και αφού κατέκαυσε τον Διδάσκαλο, τους μαθητές και την βιβλιοθήκη τους που περιείχε 700.000 βιβλία, διέταξε να καθαιρέσουν από όλες τις Εκκλησίες τις Άγιες Εικόνες, εδίωξε τον Πατριάρχη Γερμανό καί βασάνισε με απερίγραπτα μαρτύρια όσους τιμούσαν τις Εικόνες. Όταν πέθανε ο Λέων, τον διαδέχθηκε ο μιαρός και αντίχριστος γιός του ο Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος που συνέχισε στα χνάρια του πατρός του, καθώς και ο επόμενος εικονομάχος Λέων ο Δ΄.
Ώσπου, εβασίλευσαν οι ευσεβείς βασιλείς Κωνσταντίνος και η μητέρα του Ειρήνη (780-802), οι οποίοι καθοδηγούμενοι από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον Άγιο Ταράσιο, συνεκάλεσαν την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο των 365 Αγίων Πατέρων κατά την οποία στερεώθησαν τα δόγματα για την προσκύνηση των Αγίων Εικόνων

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...