Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 05, 2012

Ἔρωτας καί γάμος: μυστήριο ἀγάπης


Θερμός Βασίλειος (Πρωτοπρεσβύτερος, Δρ. Θεολογίας-Παιδοψυχίατρος )

 


Συζητώντας μ' ἕνα ἱερέα γιά τό γάμο...


-Γιατί ὀνομάζουμε τό γάμο μυστήριο; Τί τό μυστηριῶδες ἔχει;

Δέν τό ὀνομάζουμε μυστήριο ἐπειδή ἔχει κάτι τό ἀκατανόητο, ὅπως ἡ κοινόχρηστη σημασία ὑπονοεῖ. Μυστήριο εἶναι κάθε συνάντηση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, δηλαδή Θεοῦ ἀπό τή μία καί ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄλλη. Καί στόν ἐκκλησιαστικό γάμο ἔχουμε μιά τέτοια συνάντηση, μᾶλλον μιά ἕνωση, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι μυστήριο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῡ ἤ ἡ Θεία Λειτουργία. Φυσικά μία τέτοια συνάντηση ὑπερβαίνει τή δυνατότητα τοῦ μυαλοῦ μας νά τήν κατανοήση πλήρως.


-Μπορεῖτε νά ἐξηγήσετε περισσότερο πῶς συναντᾶται ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο στόν γάμο;

Ὅπως ἀκριβῶς στή Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ προσφέρουμε τά ὑλικά δῶρα μας (ψωμί καί κρασί) στόν Θεό καί Αὐτός μᾶς τά ἐπιστρέφει ἁγιασμένα, ὡς Θεία Κοινωνία. Ἔτσι καί στόν γάμο προσφέρουμε τήν ἕνωσή μας στόν Θεό καί τήν λαμβάνουμε πίσω ἁγιασμένη.


-Αὐτό τί σημαίνει στήν πράξη;

Γιά νά τό ἀντιληφθῆτε χρειάζεται νά θυμηθεῖτε τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού διαβάζεται στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου. Πρόκειται γιά τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε στήν Κανᾶ. Ὅπως θά θυμᾶστε, ὅταν τελείωσε τό κρασί ὁ Χριστός ζήτησε νά γεμίσουν ἕξη πέτρινες στάμνες μέ νερό καί κατόπιν νά τό σερβίρουν. Ἦταν πιά κρασί καί ὁ γαμπρός ἀπόρησε. Κάλεσε τόν ὑπεύθυνο τοῦ τραπεζιοῦ καί τοῦ εἶπε: "Ὅλος ὁ κόσμος βάζει στήν ἀρχή τό καλύτερο κρασί καί κατόπιν τό κατώτερο. Σύ γιατί κράτησες τό καλό γιά τό τέλος;" (Ἰωάν. 2, 1 -11).

Τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ὀνομάζονται σημεῖα, δηλαδή σημάδια μιᾶς ἄλλης πραγματικότητας. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ Κύριος μᾶς δείχνει ποιά εἶναι ἡ φυσική φορά τῶν πραγμάτων χωρίς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦκαί ποιά μέ αὐτήν. Χωρίς τή συνάντηση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στόν γάμο, ἡ φυσική του πορεία εἶναι νά φθίνη καί νά κουράζεται. Ὅταν πραγματοποιηθῆ ἡ ἕνωση αὐτή, ὁ φυσικός δεσμός ἐνσωματώνεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία καί λαμβάνει δυναμισμό ἀπροσμέτρητο.


-Καί τόσοι γάμοι ἀνθρώπων πού δέν συνδέονται ἐνεργά μέ τήν Ἐκκλησία ἤ πού τελοῦν πολιτικό γάμο; Εἶναι καταδικασμένοι σέ φθορά καί συμβατικότητα; Ἡ πραγματικότητα δέν τό ἐπικυρώνει αὐτό.

Πολύ σωστά. Στήν περίπτωση αὐτή ἀπομένουν οἱ φυσικές δυνατότητες καί οἱ καλές προθέσεις. Οἱ ἄνθρωποι πού δέν βιώνουν τό γάμο ὡς μυστήριο εἶναι ἐνδεχόμενο νά διαθέτουν πολλές φυσικές δυνατότητες καί πολύ καλές προθέσεις. Ὅμως χωρίς τή συνάντηση μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτές δέν γονιμοποιοῦνται. Στηρίζονται βέβαια στήν ἀγωνιστικότητα τῶν δύο συζύγων, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι ἀξιοπρόσεκτη, μπορεῖ ὅμως καί νά ἐξαντληθῆ.


-Δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ἐντελῶς ἀπών ἀπό ἕνα τέτοιο γάμο;

Ὄχι βέβαια. Ὁ Θεός εἶναι παρών σέ κάθε καλή ἀνθρώπινη προσπάθεια καί τήν στηρίζει. Αὐτό συμβαίνει καί μέ μή Χριστιανούς· πολύ περισσότερο μέ βαπτισμένους. Δέν περιμένει νά Τόν ἐπικαλεσθοῦμε γιά νά σπεύση σέ βοήθεια. Ὅμως, γιά νά καταλάβουμε τή διαφορά πρέπει νά ἀνατρέξουμε πάλι στο ἀρχέτυπο τῶν μυστηρίων τή Θεία Εὐχαριστία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀγωνίζονται στή ζωή τους νά διορθωθοῦν, ἤ ἄλλοι ἐπικαλοῦνται τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά κοινωνοῦν Σῶμα Του καί Αἷμα Του. Δέν εἶναι τό ἴδιο. Μέ τή Θεία Κοινωνία ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται νά ἐνσωματωθῆ στόν Χριστό ψυχοσωματικά "εἰς ζωήν αἰώνιον " ὄχι γιά νά γίνη ἁπλῶς καλός ἄνθρωπος ἀλλά γιά νά ἁγιαστῆ καί νά ζήση αἰώνια μαζί Του.

Τό ἴδιο καί στόν ἐκκλησιαστικό γάμο. Αὐτός πού προσέρχεται μέ ἐπίγνωση δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά Τοῦ ζητᾶ νά ἐσωματώση τήν ἀγάπη του στή δική Του ἀγάπη, νά κάμη τήν ἀγάπη τῶν δύο νά ἀποκτήση μιά ἄλλη ποιότητα πέρα ἀπό τή φυσική, ἀλλά καί νά ζήση αἰώνια. Θυμηθῆτε τή φράση πού λέγει ὁ ἱερέας στό τέλος τοῦ ἀρραβῶνα: "Βεβαίωσον αὐτούς τῇ παρά Σοῦ ἁγίᾳ ἑνότητι", καθώς καί τήν ἄλλη στό τέλος τοῦ γάμου: "Ἀνάλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου, ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων." Ἔτσι ὁ γάμος παίρνει κοσμολογικές καί ὀντολογικές διαστάσεις. Ὁ ἄνθρωπος φανερώνει ἐπάνω τήν ἀλήθεια τοῦ κόσμου: τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.


-Ἡ ἐμπειρία ὅλων μας λέγει πώς ἡ πλειονότητα ὅσων τελοῦν ἐκκλησιαστικό γάμο μᾶλλον δέν σκέπτεται ἔτσι. Ὁ νοῦς τους βρίσκεται στά ἐξωτερικά στοιχεῖα, πού ἄλλωστε δίνουν καί τήν λαμπρότητα.

Αὐτό εἶναι τό θλιβερό γεγονός τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἡ Ἐκκλησία ὑποχωρεῖ στόν κόσμο καί ἀφήνεται νά πάρη τό ἦθος του. Δέν ἀρνεῖται κανείς τό χαρμόσυνο χαρακτήρα τοῦ γάμου, ἀλλά ἡ πραγματική λαμπρότητα βρίσκεται σέ αὐτό ποῦ ζῆ ἐσωτερικά ὁ πιστός, στό "ἄν τό μυστήριο τελεσιουργῆται πράγματι μέσα του. Στόν ψαλμό 44 διαβάζουμε: "Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρός τοῦ βασιλέως ἔσωθεν" (στίχος 14). Δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, ἡ δόξα καί λαμπρότητα τῆς Ἐκκλησίας (θυγατέρας του Θεοῦ - Πατέρα, ἀφοῦ νυμφεύεται τόν Υἱό Του) εἶναι ἐσωτερική, διότι μέσα στό μυστήριο τῆς ἐσωτερικότητας λαμβάνουν χώρα τά σημαντικά.

Ἐπαναλαμβάνω: αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά ἀρνηθοῦμε τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ γάμου, διότι περί γιορτῆς πρόκειται. Ἄλλωστε καί ἡ λαογραφική μας παράδοση τά διαθέτει πλούσια. Σημαίνουν ἁπλῶς πώς ἡ μάχη θά δοθῆ μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά. Στό τρόπο μέ τόν ὁποῖο προσέρχεται κάποιος στό μυστήριο. Ἄν προσέλθη μέ τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα πού περιγράψαμε, τότε ἀξιοποιεῖ τή συνάντηση καί ἕνωση μέ τόν Θεό. Ἄν ὄχι, τότε ἡ Χάρη του Θεοῦ δέν ἐνεργεῖ.


-Δηλαδή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἀλλάζει αὐτόματα τόν ἄνθρωπο.

Ἀκριβῶς, Ἄν τόν ἄλλαζε αὐτόματα παρά τή βούλησή του, θά εἴχαμε μαγικοῦ τύπου δράση. Ὁ Θεός συνεργάζεται μέ μᾶς. Γι' αὐτό καί πλῆθος γάμων πού τελοῦνται στήν Ἐκκλησία ἀποτυγχάνουν. Διότι οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν μόνο στό φολκλορικό μέρος στή "συσκευασία" ἤ μόνο στο πρακτικό - ὀργανωτικό.


-Πάντως μοῦ κάνει ἐντύπωση ὁ παραλληλισμός τοῦ γάμου μέ τή Θεία Λειτουργία. Ὑπάρχει καί ἡ σεξουαλικότητα πού ὁ περισσότερος κόσμος θεωρεῖ ἁμαρτωλή, ἤ τουλάχιστον ἀσυμβίβαστη μέ τά ἅγια πράγματα. Εἶναι γνωστή ἡ εὐαισθησία τῆς Ἐκκλησίας γιά τά σεξουαλικά. Μήπως ἡ Ἐκκλησία ἔκαμε τόν γάμο μυστήριο ἁπλῶς καί μόνο προκειμένου νά περιορίση τίς σεξουαλικές παρεκτροπές; Μήπως προτίμησε τόν συμβιβασμό γιά νά ἀποφύγη χειρότερα;

Φυσικά ἔχει καί τέτοιες λειτουργίες ὁ γάμος (ἠθικοποίηση τῆς συμπεριφορᾶς, σταθερότητα τῆς κοινωνίας κ.ἄ.) ἀλλά τίς διαθέτει γενικά ὡς κοινωνικός θεσμός. Κάθε εἴδους γάμος (πολιτικός θρησκευτικός ἄλλων θρησκειῶν) ἐπινοήθηκε γιά νά μειωθῆ ἡ ἀπληστία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά δημιουργηθῆ κατάλληλο περιβάλλον γιά τό μεγάλωμα τῶν παιδιῶν, γιά νά τιθασευθοῦν φυγόκεντρες καί διαλυτικές τάσεις. Αὐτές εἶναι φυσικές λειτουργίες. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀγνοεῖ τό φυσικό ἀλλά τό ὑπερβαίνει. Ἐνδιαφέρεται γιά ἐκεῖνο πρός τό ὁποῖο δείχνει τό φυσικό.

Γιά παράδειγμα, φυσική εἶναι ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου γιά συντροφικότητα. Ὁ Θεός τήν ἀποδέχεται καί τήν εὐλογεῖ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς (Γένεση 1, 27 -28 καί 2, 18 -24). Ἔρχεται ὅμως τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τοῦ μυστηρίου (Ἐφεσίους 5, 20 -33) νά παραλληλίση τό δεσμό τῶν δύο ἀνθρώπων μέ τήν ἕνωση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας. Ἀπό παλιά, στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Θεός χρησιμοποίησε σάν ἀνάλογο γιά νά δείξει τή σχέση Του μέ τούς ἀνθρώπους τόν ἐρωτικό δεσμό (Ψαλμοί 44, 12 Ἱερεμίας 3, 6-9 Ἠσαίας 54, 1 10 καί 62, 4 -5 Ἰεζεκιήλ 16, 163 καθώς καί ὁλόκληρο τό Ἆσμα Ἀσμάτων . Βλ. ἐπίσης στήν Καινή Διαθήκη: Ἰωάννη 3, 29- Ματθαίου 9, 15 καί 22, 114 -Β Κορινθίους 11, 2 -Ἐφεσίους 5, 26-27 Ἀποκάλυψη 21, 9 καί 22, 17). Καί οἱ Πατέρες στή συνέχεια μεταχειρίσθηκαν αὐτό τό παράδειγμα (Κλῖμαξ, λόγος 30, 5).

Ἀντιλαμβανόμαστε πόσο τιμοῦν τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα αὐτές οἱ παρομοιώσεις. Ἡ ἐρωτική συντροφικότητα ἀντιμετωπίζεται ὡς πρωτογενής καί θεμελιώδης ἀνθρώπινη λειτουργία. Αὐτό βέβαια τό πιστεύουν καί ὅσοι βλέπουν τόν γάμο ἀνθρωποκεντρικά. Ἐπί πλέον, ὅμως, ἐδῶ παίρνει νόημα ἀπο τήν οὐράνια πηγή της καί γίνεται στή συνέχεια νοσταλγία της. Πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι "ὁ Θεός τούς ἔρωτας τούτους ἐγκατέσπειρε" ( Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος) ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά καταξιώνεται καί νά συμπληρώνεται, τούς ἔκαμε καί σκαλοπάτια μέ τό ὁποῖα θά ἀνάγεται πρός τά ἀνώτερα καί ἐπουράνια. Ὄχι φυσικά μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτόματα ἡ ἐρωτική ζωή ἀνεβάζει πνευματικά τόν ἄνθρωπο (μέ τήν κακή χρήση της μπορεῖ, ἀντίθετα νά ξεπέση, ) ἀλλά ὅτι ὅταν ὑπάρχει πνευματική ζωή τό γεγονός τοῦ ἔρωτα λειτουργεῖ καί ὡς κίνητρο γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό: ἀφοῦ εἶναι τόσο ἰσχυρός ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας, μπορεῖ κανείς νά φανατασθῆ τόν ἔρωτα πρός τόν Θεό πόσο σφοδρός μπορεῖ νά γίνη. Ἐκτός αὐτοῦ, μέ τήν διαπροσωπική σχέση ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει ν' ἀνοίγεται στόν ἄλλο καί νά κοινωνεῖ μαζί του· χωρίς αὐτή τή βασική προϋπόθεση ἀδυνατεῖ κάποιος νά κοινωνήσει μέ τόν Θεό.

Στήν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ἀφάνταστα τόν ἔρωτα καί τόν γάμο καί μόνο σέ αὐτή τή βάση μπορεῖ κάποιος νά καταλάβη τίς "ἀπαγορεύσεις" της. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά μέτρα προστασίας αὐτῶν τῶν θεϊκῶν δώρων, ὅπως κάποιος προστατεύει τή φλόγα τοῦ κεριοῦ του νά μήν τή σβήση ὁ ἄνεμος, ἤ ὅπως ὑποβάλλεται σέ στερήσεις ὁ ἀθλητής προκειμένου νά γευθῆ τή χαρά τῆς νίκης. Τό ἀρχικό κεφάλαιο τοῦ ἔρωτα χρειάζεται νά αὐξηθεῖ καί νά μεταμορφωθῆ, ὄχι νά ἀναλωθῆ ἀπερίσκεπτα ὅπως συχνά συμβαίνει.

Ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι γεγονός ὅτι διάφορα μέλη τῆς Ἐκκλησίας δυστυχῶς δέν συμμερίζονται τή ζωηφόρο Θεολογία της, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε γιά διάφορους προσωπικούς λόγους. Γονεῖς πού βασανίζονται ἀπό τόν πουριτανισμό τους καί δέν χάρηκαν τόν ἔρωτα ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, κληρικοί καί κατηχητές πού δέν διδάχθηκαν σωστά τήν Ἀλήθεια ἤ πού παρανόησαν τήν Ὀρθόδοξη ἄσκηση, ὅλοι αὐτοί συμβάλλουμε συχνά στήν ἀποξένωση τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἀφοῦ τόν ἐξωθοῦμε νά τή βλέπη σάν τόν θεματοφύλακα τοῦ πουριτανισμοῦ.


-Αὐτή ἡ ἀποκρουστική κατάσταση συνυπάρχει μέ τή σεξουαλική ἀσυδοσία τοῦ καιροῦ μας, ὅπως ἐκφράζεται στά ἔντυπα καί στά μέσα ἐνημέρωσης.

Πολύ σωστά τό ἐπισημαίνετε. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος βρίσκεται ἐγκλωβισμένος ἀνάμεσα στά δύο δεινά: στή φοβία τοῦ παρελθόντος καί στήν σύγχρονη ἐμπορευματοποίηση. Ἡ πρώτη τόν ἐμποδίζει νά χαρῆ μέ εὐχαριστία τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἡ δεύτερη τοῦ τά καταπνίγει. Οἱ πολλοί ὕμνοι στόν ἔρωτα σήμερα δέν εἶναι παρά τό ἄλλοθι γιά τόν ἐξευτελισμό του. Δύσκολο νά συμπεράνουμε ποιά συμφορά εἶναι ἡ σοβαρώτερη: ἡ ἐνοχή καί τό ἄγχος γιά τόν ἔρωτα καί τό σέξ ἤ ἡ τυραννία τοῦ αἰσθησιασμοῦ πού διαστρεβλώνει καί τελικά καταστρέφει τήν ἔμφυτη ἀγαπητική δύναμη; Ἐπί πλέον ζοῦμε μέσα στόν καταιγισμό ἑνός λεξιλογίου πού συγχέει τήν σωματική ἕλξη μέ ἔρωτα καί καθιστᾶ ἀναξιόπιστα τά συναισθήματα. Ἡ ἄσκηση πού προτείνει ἡ Ἐκκλησία συντελεῖ καί στό ξεκκαθάρισμα τοῦ ἐνδοψυχικοῦ κόσμου.


-Ἕνα γνωστό μου ζευγάρι πού πῆγε νά ἐξομολογηθῆ ἐπέστρεψε ἀπογοητευμένο ἐπειδή ὁ πνευματικός δέν τούς ἐπέτρεψε νά κοινωνήσουν. Αἰτία ἦταν οἱ προγαμιαῖες σχέσεις τους. Ἦταν σωστό αὐτό;

Πρόκειται γιά μιά πολύ συχνή αἰτία πικρίας τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων πού καταλήγει στήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γιά νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα αὐτῆς τῆς "ἀπαγόρευσης" χρειάζεται νά θυμηθοῦμε ὅσα ἀναφέραμε ἀρχικά γιά τό μυστήριο τοῦ γάμου.

Ἡ λέξη μυστήριο προέρχεται ἀπό τό ρῆμα μυῶ πού σημαίνει εἰσάγω σέ κάτι, μεταδίδω μιάν ἀλήθεια. Αὐτός πού μυεῖται λέγεται μυημένος. Τό πρωταρχικό νόημα, λοιπόν, αὐτῆς τῆς διαδικασίας βρίσκεται στή Θεία Λειτουργία, τό κατ' έξοχήν μυστήριο. Αὐτός πού βαπτίζεται καί χρίεται γίνεται μυημένος, μέ ἄλλα λόγια μπορεῖ πλέον νά συμμετέχη στά ἄδυτα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία) καί ἀπαντᾶ στόν ἱερέα (σήμερα τό κάνει ὁ ψάλτης ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ λαοῦ), νά ἀκούη τά λεγόμενα, νά μεταλαμβάνη Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Συναποτελεῖ μέ τούς ἄλλους πιστούς τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἐκείνους πού ἐνσωματώθηκαν στήν Ἀλήθεια καί στή Ζωή (πού εἶναι ὁ Χριστός: Ἰωάν. 14, 6).

Ἀπό τό γεγονός αὐτό καί μετά ὅλα εἶναι διαφορετικά, ὅλα (πρέπει νά) λαμβάνουν χώρα κάτω ἀπό τό φῶς αὐτῆς τῆς ἀσύλληπτης δωρεᾶς. Ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ Χριστιανοῦ παίρνει νόημα ἀπό τήν ἔνταξή του στήν Ἐκκλησία. Τίποτε δέν μπορεῖ νά γίνη ἔξω ἀπό τήν εὐλογία της, ὄχι διότι τό ἐπιβάλλει κάποιος κανονισμός ἤ μιά θρησκοληψία, ἀλλά διότι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τρόπο ζωῆς. Ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, γι' αὐτό καί ὑπάρχουν πλῆθος προσευχῶν καί εἰδικῶν ἀκολουθιῶν γιά ὅλες τίς δραστηριότητές της: φαγητό, ἐκπαίδευση, πολτική, μεταφορές, ἐμπόριο, γεωργία, βιομηχανία κ.ἄ. Θά ἦταν ἀδιανόητο νά ἀπουσιάζη ἡ ψυχοσωματική ἕνωση δύο ἀνθρώπων ἀπό τήν ἐκκλησιαστική εὐλογία (ἄν καί μέ τό γάμο συντρέχουν περισσότεροι λόγοι, δέν εἶναι μια ἁπλῆ δραστηριότητα).

Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἐγκράτεια πρίν ἀπό τόν γάμο παίρνει τό νόημα μιᾶς θεληματικῆς ἄσκησης προκειμένου νά παραμείνη κάποιος ἐνταγμένος στήν Ἐκκλησία. Μέ τό βάπτισμα καί τό χρίσμα ὁ πιστός ἀποκτᾶ τήν γενική ἱερωσύνη, τήν ἱερωσύνη τῶν λαϊκῶν. Μετέχοντας καί αὐτός στό ἱερατικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ (πού προσέφερε τόν Ἑαυτό Του θυσία ὡς Μέγας Ἀρχιερεύς) προσφέρει καί αὐτός θυσία τήν ἄσκησή του καί κάθε εἴδους ἄσκηση (ἀφοῦ αὐτή λαμβάνει χώρα στήν ψυχή καί στό σῶμα του), στό δέ συγκεκριμένο θέμα τήν ἐγκράτεια. Ἄν ἀρνηθῆ αὐτή τήν ἄσκηση αὐτονομεῖται ἀπό τό ἐκκλησιαστιό σῶμα, διότι προηγουμένως αὐτονόμησε τήν ἐρωτική -σεξουαλική λειτουργία ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Μέ ἄλλα λόγια, τό νά μήν κοινωνήση δέν ἀποτελεῖ τιμωρία, ἀλλά φανέρωση αὐτοῦ πού ἤδη ἔχει συμβῆ μέσα του.

Βέβαια στήν πράξη πολλές φορές γίνεται ἡ λεγόμενη οἰκονομία, δηλαδή μία ἐπιεικής ἀντιμετώπιση αὐτοῦ τοῦ τόσο γενικευμένου προβλήματος, ἀνάλογα μέ τήν ἀγωνιστικότητα πού δείχνει ὁ πιστός. Εἶναι φανερό ὅτι ἄλλη σημασία ἔχει νά γνωρίζη κάποιος τόν στόχο καί νά ἀγωνίζεται ἀλλά μερικές φορές νά ἀποτυγχάνη στήν ἐπίτευξή του, καί ἄλλη τό νά ἀγνοῆ τόν στόχο ἤ νά τόν περιφρονεῖ κιόλας. Ἡ σημερινή δυσκολία εἶναι ἀποτέλεσμα καί τῆς διχασμένης ταυτότητας τοῦ νεοέλληνα, ὁ ὁποῖος παραπαίει ἀνάμεσα σέ μιά θρησκευτικότητα παραδοσιακή καί χωρίς ἐπίγνωση καί σέ ἕνα ἡδονοθηρικό τρόπο ζωῆς, ἀγνοώντας ἔτσι τί πραγματικά εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Πάντως ἕνα τέτοιο ἐπιτίμιο ἀποχῆς ἀπό τήν Θεία Κοινωνία μέ κανένα τρόπο δέν θά πρέπει νά γίνεται ἀφορμή νά διακόπτει ὁ πιστός τή σχέση του μέ τήν Ἐκκλησία ἤ νά χαλαρώνη τήν προσευχή του καί τήν πνευματική ζωή, ὅπως δυστυχῶς συχνά συμβαίνει.


-Μήπως ξεχνᾶμε τίς σημερινές συνθῆκες ζωῆς πού τόσο ἀπέχουν ἀπό τήν παραδοσιακή κοινωνία; Καθώς ἔχει ἐμπορευματοποιηθῆ ἡ σεξουαλικότητα καί ἀπό τήν ἄλλη καθυστερεῖ ἡ ἡλικία γάμου, ὅλο καί πιό δύσκολη γίνεται ἡ προγαμιαία ἐγκράτεια.

Ἔχετε δίκιο. Θά λέγαμε ὅτι σήμερα ἡ ἐγκράτεια ἰσοδυναμεῖ μέ θαῦμα. Ἀλλά ὅπως ὅλα τά θαύματα ἀπαιτοῦν δύναμη Θεοῦ καί πίστη τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί αὐτή εἶναι ἐφικτή ὅταν ὁ ἄνθρωπος τό θελήση πολύ καί ζητήσει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι, ἀφοῦ ἐκκλησιολογικά μόνο δικαιώνεται αὐτή ἡ ἐγκράτεια μόνο μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ. Μόνο ἕνας συνηδειτά πιστός, πού μελετᾶ, προσεύχεται, ἐξομολογεῖται, κοινωνεῖ, εἶναι σέ θέση νά διατηρήση μέσα του μία ἀτμόσφαιρα ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί πνευματικῆς ἀγωνιστικότητας. Τό μαρτυροῦν οἱ χιλιάδες νεαρῶν πιστῶν πού τό ἐπιτυγχάνουν καί σήμερα. Στήν ἐποχή μας ὑπάρχει πληθώρα βιβλίων σχετικῶν μέ τό νόημα τοῦ γάμου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει μπορεῖ νά ἐμβαθύνη. Ἄλλωστε τό σεξουαλικό ζήτημα δέν ἐξαντλεῖται στήν προγαμιαία ἐγκράτεια. Χρειάζεται μακροχρόνιος ἀγώνας ὥστε νά θέση κανείς τή λειτουργία αὐτή στήν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας, τῆς κατανόησης, τῆς τρυφερότητας, τῆς βαθειᾶς κοινωνίας.

Μπήκαμε σ' ἕναν καινούργιο αἰῶνα πού φιλοδοξεῖ νά καθιερώσει ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας, ἁπλῶς καί μόνο γιά νά ἱκανοποιήση κάθε φτηνή ἐπιθυμία καί γιά νά διαδώση τό ἰδανικό ἑνός "γάμου"- ἁπλοῦ συμβολαίου. Σ' ἕνα κόσμο πού κλυδωνίζεται ἀπό τήν καχυποψία καί τήν ἐχθρότητα, πού ἀποδιοργανώνεται ἀπό τόν ἡδονισμό καί τήν ἐκμετάλλευση, χρειαζόμαστε τόν ἐκκλησιαστικό γάμο περισσότερο ἀπό ποτέ στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ὄχι ὡς ἁπλή τελετή, ἀλλά ὡς κεντρικό ἄξονα τῆς ζωῆς ἀπό τόν ὁποῖο παίρνουν νόημα ὅλες οἱ ὑπόλοιπες πτυχές της. Ὁ κόσμος δέν θά σωθῆ οὔτε ἀπό τόν ἀφελῆ ρομαντισμό τῆς δῆθεν ἀγάπης, οὔτε ἀπό τήν ἀπρόσωπη ἀπόλαυση πού ἦλθε νά τόν ἀντικαταστήση, τά ὁποῖα ἤδη κάποιοι ἐμπορεύονται. Ἐλπίδα του παραμένει ἕνας γάμος πού τρέφεται ἀπό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού διατηρεῖ ὡς ὅραμα τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πού ἀγωνίζεται (σκληρά μερικές φορές) νά μεταποιῆ καθημερινά τό φυσικό σέ θεανθρώπινο. Ἕνας γάμος πού ὑλοποιεῖ τήν αἰώνια βούληση τοῦ Θεοῦ γιά τόν τρόπο τῆς σχέσης: τή βαθειά κοινωνία τῶν προσώπων.

Ἐπιστολὴ πρὸς ἑτοιμοθάνατο /Γέρων Ἐφραίμ Κατουνακιώτης





Ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὴ συνοδεία τοῦ γέροντος στὴ βιογραφία του πoὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας τὸ 2000, καὶ ἀπευθύνεται σὲ ἑτοιμοθάνατο καρκινοπαθὴ μοναχό.



Κατουνάκια 4-2-1993

Ἐν Χριστῷ ἀγαπητὲ ἀδελφὲ π. Ἱερεμία

Μὲ πολλὴν ἀγάπη σὲ ἀσπάζομαι ἀδελφικὰ, εὐχόμενος ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς ἐξαποστείλη τὸν Ἄγγελον Ἀὐτοῦ καὶ σοῦ χαρίση πνεῦμα ὑπομονῆς, πνεῦμα πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεόν.

Χθὲς ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ σήμερα πρωΐ ἔρχομαι νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Πρὸ τριῶν μηνῶν κατέβηκα στὴν Ἀθήνα καὶ ἔκανα ἐγχείρηση καταρράκτου στὰ μάτια καὶ δὲν ἔχει ἀποκτασταθῆ ἀκόμα ἡ ὅρασίς μου καὶ δὲν βλέπω καλὰ, καὶ βάζω τὸν Ν. νὰ σοῦ γράψη ὅ,τι ὑπαγορεύω ἐγώ. Γενοῦ ἄξιος τῆς κλήσεώς σου τῆς «Θεοκλήτου». Μετὰ ἁγίων ἡ κλῆσις σου, μετὰ μαρτύρων ἡ μερίς σου.

Νὰ σοῦ πῶ καὶ τὴν ἀλήθεια, καὶ σὲ μακαρίζω καὶ σὲ ζηλεύω, ἀποβλέποντας τὸν καρπὸν αὐτῆς σου τῆς δοκιμασίας. Ἡ πολλὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐσένα ἐκεῖ σὲ ὁδήγησε, εἰς αὐτὸ τὸν Γολγοθά. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πλέκει δύο ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τὸν πολύαθλο Ἰώβ. Δὲν τὸν ἐπαινεῖ εἰς τὸ πρότερόν του βίον, πρὸ τῆς δοκιμασίας ποὺ ἦτο θεοσεβὴς-φιλόξενος-ἀπεχόμενος παντὸς κακοῦ, ἀλλὰ τὸν ἐγκωμιάζει εἰς τὴν ὑπομονὴν ὅπου ἔκαμε εἰς αὐτὴ τὴν δοκιμασίαν ὅπου τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός.

Στὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς ἕνας πατέρας πτωχός, παπουτσής, ἔκανε πολλὰ παπούτσια, καὶ τὰ ἔδινε στὴν κόρη του νὰ τὰ πουλήση στὰ γύρω χωριά. Τὸ κοριτσάκι μὲ διαφόρους καιροὺς καὶ ξυπόλυτο πήγαινε στὰ χωριὰ καὶ τὰ πωλοῦσε. Πότε πεινασμένο, πότε ξυπόλυτο, πότε ἡμέρα καὶ πότε νύκτα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κοριτσάκι νὰ χτικιάση (νὰ πάρη φυματίωσιν).

Προτοῦ νὰ πεθάνη πρόλαβαν καὶ τὸ ἔκαμαν καλογριούλα καὶ τὸ ὀνόμασαν Ἀνυσία μοναχή.

Ὅταν τῆς ἔκαμαν ἀνακομιδὴ, εὐωδίαζαν τὰ λείψανά της. Νὰ, λοιπόν, τί ἀποτέλεσμα ἔφερε ἡ ὑπομονὴ εἰς τὰς θλίψεις.

Στὸ χωριό μου μία ὅμοια ψυχή, Βασιλικὴ τὴν ὀνόμαζαν, ἐπειδὴ ἦταν γερὸ κοριτσάκι, τὴν ἔπαιρνε ὁ πατέρας της στὶς ἐξωτερικὲς δουλειὲς μαζί του. Ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες κλονίστηκε σοβαρὰ ἡ ὑγεία της καὶ στὸ τέλος ἀπέθανε. Ἕνας γείτονάς της, πολὺ εὐλαβὴς ἄνθρωπος, προσευχόμενος μία φορὰ εἶδε πέντε ἕξι ἀγγέλους καὶ ὑμνολογοῦσαν τὸν Θεόν. Καὶ μέσα στὴ μέση ἦταν καὶ αὐτὴ ἡ ψυχή. Νά, λοιπὸν, ἡ ὑπομονὴ τί τὴν ἀξίωσε.

Καὶ ὁ Γέροντάς μας, ὁ παππούς σας, ὁ γέροντας Ἰωσήφ, μᾶς ἔλεγε συχνὰ ὅτι ὅλος ὁ βίος του ἕνα μαρτύριο ἦταν καὶ νὰ τί τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ εὐωδιάσουν τὰ λείψανά του.

Σοῦ εὐχόμεθα δι’ εὐχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντός μας καὶ σ΄ ἐσένα «τὰ ἴδια».

 

Μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη

παπα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης.

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΙΚΙΕΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ




Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΙΚΙΕΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ
Μιχαήλ Χούλη
Θεολόγου

«Καθολικές», «Επιστολές της Εκκλησίας» (όπως λέγονται στην Γερμανία) ή «Γενικές Επιστολές» (όπως κάποιοι τις αποκαλούν στην Αγγλία) ονομάζονται επτά επιστολές στην Καινή Διαθήκη (Κ.Δ.) που απευθύνονται στην καθολική (Οικουμενική) Εκκλησία (συνολικά δηλαδή στους πιστούς) και φέρουν το όνομα του συγγραφέα τους και όχι το όνομα των παραληπτών (όπως συμβαίνει στις υπόλοιπες επιστολές της Κ.Δ.). Αυτές είναι: Η επιστολή του Ιακώβου, Α΄ και Β΄ Πέτρου, Α΄, Β΄ και Γ΄ Ιωάννου και η επιστολή Ιούδα (όχι του προδότη). Από την πρώτη έκδοση του Έρασμου και μετά (1516) –αν και μαρτυρούνται από τον Κανόνα ήδη του Μουρατόρι- επικράτησε να τοποθετούνται όλες μαζί μετά την προς Εβραίους επιστολή του απ. Παύλου. Σε πολλά πάντως αρχαία χειρόγραφα τοποθετούνται αμέσως μετά τις «Πράξεις των αποστόλων», επειδή προέρχονται από τους άμεσους μαθητές και αδελφούς του Χριστού.
Η πρώτη από τις καθολικές επιστολές φέρει το όνομα του Ιακώβου, αδελφού του Κυρίου (το πιθανότερο από προηγούμενο γάμο του Ιωσήφ), ο οποίος πίστεψε αφού αναστήθηκε ο Ιησούς, και μάλιστα αυτοχαρακτηρίζεται από ταπείνωση ως «Ιησού Χριστού δούλος». Ο απ. Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του αναφέρεται στην εμφάνιση του αναστημένου Χριστού στον Ιάκωβο (15,7), ενώ τον ονομάζει «στύλο» της Εκκλησίας (όπως και ήταν άλλωστε μαζί με τον απ. Πέτρο και τον Ιωάννη), διότι ανέλαβε σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της πρώτης αποστολικής εκκλησίας των Ιεροσολύμων (βλ. και Πράξεις 15, 6-29· Γαλάτες 2,9). Από τον ιστορικό Ευσέβιο μαθαίνουμε ότι ο «δίκαιος», όπως επίσης ονομαζόταν, Ιάκωβος υπήρξε άνθρωπος της προσευχής και της δικαιοσύνης, πολύ ολιγαρκής στην ενδυμασία και την τροφή του, ενώ τα γόνατά του είχαν ιδιαίτερα σκληρύνει επειδή συνεχώς προσευχόταν γονατιστός υπέρ του λαού. Μαρτύρησε με λιθοβολισμό από τους Ιουδαίους το 62 μ.Χ., όπως καταγράφει ο ιστορικός Ιώσηπος και ο Ευσέβιος στην εκκλησιαστική του ιστορία.
Η επιστολή είναι φιλολογικά πολύ αξιόλογη, με πλούσια λογοτεχνικά σχήματα και άπαξ λεγόμενες λέξεις στην καθ’ όλου ελληνική γραμματεία. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για ομιλία εκφωνηθείσα μεταξύ του 40-50 μ.Χ. προς Ιεροσολυμιτικό ακροατήριο με παρηγορητικό και συμβουλευτικό περιεχόμενο (οι αποδέκτες καταπιέζονταν και διώκονταν από πλούσιους γαιοκτήμονες και εργοδότες), τους οποίους καταπιεσμένους ο αδελφόθεος Ιάκωβος στηρίζει στην πίστη και περιγράφει το τέλος των σκληρών πλουσίων. Φαίνεται ότι, η αρχικά στα αραμαϊκά γραφείσα αυτή επιστολή, μεταφράστηκε μετέπειτα από ελληνιστή χριστιανό σε πολύ καλή ελληνική γλώσσα, αφού πρώτα «κοιμήθηκε» ο αρχιερέας Ιάκωβος. Το ύφος της επιστολής είναι επηρεασμένο έντονα από τους προφήτες της Π.Δ., το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και την Επί του Όρους Ομιλία (Μτθ. 5-7) του Κυρίου  [βλ. Ιω. Καραβιδόπουλου, «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1998, σελ. 416-425]. Ο απ. Ιάκωβος τιμάται από την Λουθηρανική, την Επισκοπελιανή, την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία (στις 23 Οκτωβρίου και τις 26 Δεκεμβρίου).
Θεολογία της Επιστολής Ιακώβου και προειδοποιήσεις κατά των αδίκων
Μέσα από τη δοκιμασία της πίστεως γεννιέται η υπομονή, που πρέπει να κρατήσει ως το τέλος για να είναι κανείς τελειοποιημένος. Ο Θεός χορηγεί τη σοφία, χωρίς να περιφρονεί κανέναν, αν βέβαια ζητηθεί με πίστη και χωρίς αμφιβολίες. Τον φτωχό και άσημο ο Θεός θα εξυψώσει. Ο πλούσιος να είναι ταπεινός γιατί θα μαραθεί σαν λουλούδι. Όπως ο λίβας ξεραίνει το χορτάρι, έτσι θα αφανιστεί και ο σκληρός πλούσιος και οι επιχειρήσεις του. Οι δοκιμασίες οδηγούν στο άνω βραβείο. Ο Θεός δεν βάζει σε πειρασμό κανέναν, αλλά πειραζόμαστε όλοι από τις δικές μας επιθυμίες. Η επιθυμία είναι που συλλαμβάνει το κακό και γεννάει την αμαρτία, η δε αμαρτία όταν ολοκληρωθεί φέρνει το θάνατο. Κάθε τέλειο δώρο έρχεται από ψηλά, από το δημιουργό Θεό. Εκείνος ως Πατέρας, μας οδήγησε στην αλήθεια.
Κάθε άνθρωπος πρέπει να μην βιάζεται να μιλάει και να οργίζεται, αλλά να είναι πρόθυμος στο να ακούει. Διότι ο οργισμένος άνθρωπος δεν πράττει το δίκαιο και το σωστό, όπως θέλει ο Θεός. Ας διώξουμε λοιπόν κάθε κακία από μέσα μας και ας δεχθούμε με ταπεινοφροσύνη το λόγο της χάριτος, που φύτεψε μέσα μας ο Θεός. Όποιος ακούει το λόγο του Θεού και δεν τον εφαρμόζει μοιάζει με εκείνον που βλέπει τον εαυτόν του σε καθρέπτη. τον βλέπει και φεύγοντας ξεχνάει πώς ήταν. Όποιος όμως εφαρμόζει το λόγο του Θεού (τις εντολές του Χριστού), αυτός θα είναι μακάριος. Δεν έχει περιεχόμενο η θρησκεία κάποιου αν αυτός δεν βάζει χαλινάρι στο στόμα του.  Θρησκεία καθαρή και αμόλυντη είναι να συμπαραστεκόμαστε στα ορφανά και τις χήρες όταν υποφέρουν και να διατηρείται κανείς σώφρων από τις αμαρτίες του κόσμου.
Αν δίνουμε σημασία και πρωτοκαθεδρίες μόνο στους καλοντυμένους και στους έχοντες χρυσά δακτυλίδια και τη δεύτερη θέση στους φτωχούς και άσημους, τότε μεροληπτούμε και κάνουμε κακές σκέψεις. Όμως ο Θεός διάλεξε τους φτωχούς να γίνουν πλούσιοι στην πίστη και να κληρονομήσουν τη βασιλεία του. Πολλοί εξευτελίζουν τους φτωχούς, αν και οι πλούσιοι είναι αυτοί που καταδυναστεύουν το λαό. «Να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου», λέει η Γραφή. Όποιος μεροληπτεί όμως και παραβεί έστω και μία εντολή, είναι παραβάτης όλου του νόμου. Γιατί, αυτός που είπε «μη μοιχεύσεις», είπε και να «μην φονεύσεις». Κάποιος που δεν φονεύει π.χ., αλλά μοιχεύει, είναι παραβάτης όλου του νόμου. Στην τελική κρίση πάντως είναι βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει έλεος σε εκείνους που δεν έδειξαν ευσπλαχνία. Δεν υπάρχει όφελος αν κάποιος λέει ότι έχει πίστη, αλλά δεν την αποδεικνύει με έργα. Σε όσους δεν έχουν να φάνε και να ντυθούν, αν μόνο με λόγια τους προπέμψεις, ποιο το όφελος; Η πίστη καταντά έτσι νεκρή! Πίστη και έργα μαζί, είναι που δικαιώνουν τον άνθρωπο.
Βάζοντας χαλινάρι στο στόμα των αλόγων τα κάνουμε να πειθαρχούν. Το τιμόνι επίσης οδηγεί όπου θέλει το πλοίο, ακόμα και σε δυνατή καταιγίδα. Η γλώσσα όμως, που είναι σαν τη φωτιά, είναι ένας ολόκληρος κόσμος αδικίας. Όλα τα θηρία τα δάμασε ο άνθρωπος, τη γλώσσα του αντίθετα δεν μπορεί να δαμάσει. Μ’ αυτήν ευλογούμε και μ’ αυτήν καταριόμαστε. Είναι όμως διαστροφή κάτι τέτοιο, αφού η ίδια πηγή δεν βγάζει γλυκό και πικρό νερό μαζί, ούτε η συκιά κάνει ελιές και το αμπέλι σύκα.      
Όποιος έχει φθόνο μέσα του και έριδα, έχει και δαιμονική σοφία. Εκεί υπάρχει κακό και αναστάτωση. Η ουράνια σοφία είναι όμως ειρηνική, ευσπλαχνική, αγαθή, ειλικρινής. Οι πόλεμοι και οι διαμάχες προέρχονται από τα πάθη που μάχονται μέσα μας. Για να αποκτήσει κάποιος αυτό που επιθυμεί μισεί και φονεύει. Αν ζητηθεί όμως από το Θεό, όχι για ικανοποίηση των παθών, θα δοθεί. Εχθροί του Θεού είναι οι φίλοι του κόσμου (των κακών ροπών). Ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, ενώ δίνει τη χάρη του στους ταπεινούς. Ο ταπεινός εξυψώνεται. Όποιος κακολογεί και κρίνει τον αδελφό του κακολογεί τον ίδιο τον θείο νόμο.
Η ζωή είναι σαν τον ατμό που σε λίγο εξαφανίζεται. Έτσι πρέπει να νοιώθουν και οι έμποροι και οι επιχειρηματίες. Πρώτος στα σχέδιά μας πρέπει να μπαίνει ο Θεός, διότι αν εκείνος θέλει θα ζήσουμε. Η καύχηση και η αλαζονεία είναι πτώση. Επίσης, εκείνος που ξέρει ποιο είναι το καλό και δεν το κάνει, αμαρτάνει.
Οι πλούσιοι να κλάψουν γοερά για τα βάσανά τους, που σε λίγο έρχονται. Ο πλούτος σαπίζει και ο σκόρος τον τρώει. Το χρυσάφι και το ασήμι κατασκούριασαν και η σκουριά είναι μαρτυρία εναντίον τους, που θα καταφάει τις σάρκες τους σαν από φωτιά. Ενώ πλησιάζει η κρίση τους, εκείνοι μαζεύουν θησαυρούς. Ο μισθός των εργατών που τον στερήθηκαν κραυγάζει εναντίον τους και φτάνει ως τα αυτιά του παντοδύναμου Κυρίου. Οι πλούσιοι σπατάλησαν και πάχυναν σαν τα ζώα που πάνε για σφάξιμο. Καταδιώκουν και φονεύουν τους αθώους, οι οποίοι δεν έχουν τη δύναμη να προβάλουν αντίσταση. Πάρτε θάρρος, αδελφοί! Ο Κριτής στέκεται κοντά στην πόρτα. Ο Ιώβ βραβεύτηκε με την υπομονή του. Ο Θεός είναι γεμάτος ευσπλαχνία και έλεος.  
Το «ναι» των πιστών να είναι ναι και το «όχι» να είναι όχι, χωρίς να ορκιζόμαστε. Ο ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση να προσεύχεται. Ο χαρούμενος να υμνεί το Θεό. Οι άρρωστοι να προσκαλούν τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας για να τους αλείβουν με άγιο λάδι (Ευχέλαιο), επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου. Και η προσευχή που γίνεται με πίστη θα σώσει τους ασθενείς. Ο Κύριος θα τους κάνει καλά. Και όποιος έχει αμαρτίες θα του συγχωρηθούν. Οι πιστοί θα πρέπει να εξομολογούνται και να προσεύχονται για να θεραπεύονται. Η παράκληση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη και αποτελεσματικότητα. Έτσι και ο προφήτης Ηλίας προσευχήθηκε και θεραπεύτηκε η παρατεταμένη ανομβρία.
Τέλος, αν κάποιος ξεστρατίσει από την αλήθεια και κάποιος άλλος τον επαναφέρει, πρέπει να ξέρουμε ότι αυτός που επανέφερε έναν αμαρτωλό από τον πλανεμένο δρόμο του θα σώσει μια ψυχή από το θάνατο και θα την απαλλάξει από πλήθος αμαρτιών.

 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Στην οργή Του και στο έλεός Του οι άνθρωποι Τον γνωρίζουν καλύτερα! Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς




Ο Θεός επιτιμά και ο Θεός πάλι ευδοκεί σε αγαλλίαση. Μία σκέψη μετανοίας μας αρκεί για να κατευνάσει την οργή του Θεού· διότι ο Θεός δεν οργίζεται με τους ανθρώπους όπως οργίζεται ένας που εχθρεύεται, αλλά η οργή Του προς τους ανθρώπους είναι όπως του πατέρα προς τα παιδιά του. Η οργή Του είναι στιγμιαία ενώ το έλεός Του άπειρο και αιώνιο. Εάν ο Θεός σε επιτίμησε το βράδυ, ορθρίζοντας όμως το πρωί θα σε κάνει να αγγέλλεσαι: στην οργή Του και στο έλεός Του οι άνθρωποι Τον γνωρίζουν καλύτερα.
Ω αδελφοί μου, εάν οι άνθρωποι γνώριζαν διαρκώς και αναγνώριζαν τον Θεό ως τον Ποιητή κάθε αγαθού, ως Αγαθοποιό, δεν θα Τον γνώριζαν ποτέ ως Κριτή ο οποίος επιτιμά. Ο Θεός ευαρεστείται περισσότερο όταν Τον αναγνωρίζουμε στο έλεός Του μάλλον, παρά στην οργή Του! Ωστόσο υπάρχουν και άνθρωποι εξαιρετικά αγνώμονες και άφρονες, οι οποίοι ποτέ δεν θυμούνται τον Θεό, όταν δείχνει το ελεός Του  απεναντίας Τον θυμούνται όταν τους επιτιμά και τους νουθετεί μέσα από αρρώστιες, θανάτους αγαπημένων, απο¬τυχίες και ονειδισμούς, φωτιές, ξίφη, σεισμούς, πλημμύρες, και πλήθος άλλων τιμωριών, με τις οποίες ο Θεός φρονηματίζει «δια της ράβδου» όσους δεν αφυπνίστηκαν, υπενθυμίζει στους αγνώμονες την παρουσία Του, φέρνει σε συναίσθηση τους σφάλλοντες και υπενθυμίζει σε όλους ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός και Κύριος, ο Δωρεοδότης και ο Κριτής.
«Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εν τω πρωί άγαλλίασις» Τα λόγια αυτά σημαίνουν επίσης ότι το βράδυ είναι για δάκρυα και προσευχή, μετάνοια και θεία περισυλλογή. Το βράδυ ενδείκνυται ιδιαιτέρως για τη μετάνοια· και δεν υπάρχει αληθινή μετάνοια χωρίς δάκρυα.
Το βράδυ ο άνθρωπος αναλογίζεται ανεμπόδιστα τα λόγια, τα έργα και τις σκέψεις του  και μετανιώνει για όλα όσα έχει κάνει ενάντια στον νόμο του Θεού.

Αν ένας άνθρωπος κλαίει με δάκρυα μετανοίας το βράδυ, κατά τη διάρκεια της ημέρας θα αγάλλεται. Θα ευφραίνεται αγαλλόμενος σαν αρτιγέννητο βρέφος, όπως αυτός που λούστηκε και ξεπλύθηκε και ανακουφίστηκε από τον ζυγό της αμαρτίας. Αν όμως περνά το βράδυ μέσα στην αμαρτία και το ξέφρενο γλεντοκόπι, τότε ξημερώνει γι αυτόν μια μέρα γεμάτη δάκρυα θλίψεως.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Σωτήρα και Διδάσκαλέ μας, επιτίμησέ μας, αλλά συγχώρησέ μας, συνέτισε και σώσε μας.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος»-Οκτώβριος, εκδ. Άθως)

fdathanasiou.wordpress.com/᾿Αναβάσεις

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟ ΡΗΤΟ: «τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» ΑΠΟ ΤΟΝ π. ΙΩ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟ (ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΑΡΑΓΕ ΔΕΝ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;)





 ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΑΡΑΓΕ ΔΕΝ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ; 



 ΣΧΟΛΙΟΝ «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ»: Σήμερα, Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, διαβάζεται (στὴν Θ. Λειτουργία) ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Νικόδημο. Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς λέει ὅτι «τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ». Αὐτὴ ἡ φράση παρερμηνεύεται συχνὰ καὶ ἐξάγονται λαθεμένα συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα παρασύρουν τοὺς χριστιανοὺς σὲ «πανθρησκειακὲς» κατανοήσεις καὶ στρεβλὲς ἀντιλήψεις.
.       Ἡ «Χρ. Βιβλ.» ἐνετόπισε μιὰ προσεκτικὴ προσέγγιση τοῦ θέματος ἐπὶ τῇ βάσει τῶν πατερικῶν ἑρμηνειῶν στὸ βιβλίο τοῦ πρωτ. Ἰωάννου Φωτοπούλου: «Θεανθρώπινη Καθολικότητα ἢ Πανθρησκειακὴ Παγκοσμιότητα», Ἀθήνα 2003, (σελ. 119-130), τὴν ὁποία προσέγγιση παραθέτει στοὺς ἀναγνῶστες της κατωτέρω. Σ᾽ αὐτὴν διευκρινίζεται ὅτι τὸ Πνεῦμα πνεῖ ὅπου θέλει ἀλλὰ αὐτὴ ἡ Ἐνέργειά Του εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν εἰς Χριστὸν Πίστη καὶ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα.

Tί σημαίνει ἡ Κυριακή ρῆσις «τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. γ´8);

.        (…) Ἀφοῦ εἴδαμε τί λέγουν τό Εὐαγγέλιο καί οἱ Πατέρες περί τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄς δοῦμε τί σημαίνουν καί τά Κυριακά λόγια «Τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ». Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνευτική ἐπιβάλλει κάθε ἁγιογραφικό χωρίο νά τό βλέπουμε καί νά τό κατανοοῦμε στή συν­άφειά του.
.          Τά λόγια λοιπόν αὐτά λέγονται ἀπό τόν Κύριο πρός τό Νικόδημο στή νυκτερινή τους συνομιλία (Ἰω. γ´ 1-21). Κατ᾽ ἀρχάς ὁ Κύριος χωρίς περιστροφές τόν διδάσκει περί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ λέγοντάς του:«Ἀμήν, ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὁ Νικόδημος μέ τόν κοσμικό του λογισμό τόν ἐρωτᾶ: «πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ἀ παντᾶ λοιπόν ὁ Κύριος στήν ἀπορία τοῦ Νικοδήμου τονίζοντάς του ὅτι χωρίς τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος», δηλ. χωρίς τό ἅγιο Βάπτισμα, δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί συνεχίζει: «τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ Πνεύματος πνεῦμα ἐστί», ἐξηγώντας τίς συνέπειες τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως.
.        Ἐπειδή ὅμως ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς Κύριος εἶ δε ἀκόμα ἀποροῦντα τόν νυκτερινό του μαθητή, τοῦ ἐξηγεῖ μέ κάποια εἰκόνα τά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: 
«μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν. τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾽ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει. οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος», δηλ. «ὁ ἄνεμος ὅπου θέλει φυσάει κι ἀκοῦς τή βοή του ἀλλά δέν ξέρεις ἀπό ποῦ ἔρχεται καί ποῦ πηγαίνει. Ἔτσι εἶναι καί καθένας ἀναγεννημένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα»
.       Ἄς δοῦμε τώρα καί τούς ὀρθοδόξους ἑρμηνευτές. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τόν στίχο «ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» λέγει: «…λέγω ὡς ἀναγκαῖον εἶ ναι (ἐνν. τό Βάπτισμα) καὶ μηδὲ δυνατὸν ἄλλως σωθῆ ναι… ἡ μὲν γὰρ γηΐνη γέννησις ἡ κατά σάρκα ἀπὸ τοῦ χοὸς ἐστί… ἐκείνη δέ, ἐκ Πνεύματος οὖσα, ῥαδίως ἡμῖν τὰς ἁψίδας ἀναπετάννυσι τὰς ἄνω». Καί συνεχίζει ἀπευθυνόμενος πρός τούς κατηχουμένους: «Ἀκούσατε ὅσοι τοῦ φωτίσματος ἐστὲ ἐκτός, φρίξατε, στενάξατε, φοβερὰ γὰρ ἡ ἀπειλή, φοβερὰ ἡ ἀπόφασις. Οὔκ ἐστι, φησί, τὸν μὴ γεννηθέντα ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐ ρανῶν, διότι τοῦ θανάτου φορεῖ ἔνδυμα, τὸ τῆς κατάρας, τὸ τῆς φθορᾶς, οὐδέπω τὸ Δεσποτικόν ἔλαβε σύμβολον, ξένος ἐστὶ καὶ ἀλλότριος, οὐκ ἔχει τὸ σύνθημα τὸ Βασιλικόν». Μεταφράζουμε: «Λέγω ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο τό Βάπτισμα καί δέν γίνεται ἀλλιῶς νά σωθεῖς. Ἡ μέν γήϊνη γέννηση, ἡ σαρκική, εἶναι ἀπό τό χῶμα, ἐκείνη δέ πού εἶναι ἐκ τοῦ Πνεύματος εὔκολα μᾶς ἀνοίγει τίς οὐράνιες ἁψίδες. Ἀ κοῦστε τα αὐτά ὅσοι εἶστε μακριά ἀπό τό Φώτισμα (τό ἅ γιο Βάπτισμα). Τρομάξτε, στενάξτε, γιατί ἡ ἀπειλή εἶ­ναι φοβερή, φο‚ερή καί ἡ ἀπόφαση. Δέν εἶναι δυνατόν ὁ μή ἀναγεννηθείς δι᾽ ὕδατος καί Πνεύματος νά εἰσέλθει στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιατί φορεῖ τό ἔνδυμα τοῦ θανάτου, τό ἔνδυμα τῆς κατάρας, τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς. Δέν ἔλαβε ἀκόμα τό σύμβολο τοῦ Δεσπότου, εἶναι ξένος καί ἀλλότριος. Δέν ἔχει τό Βασιλικό γνώρισμα».
.       Ὥστε τό βάπτισμα εἶναι αὐτό πού ἀνοίγει τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ. Χωρίς αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι ντυμένος τό φό ρεμα τοῦ θανάτου, τῆς κατάρας καί τῆς φθορᾶς. Πολύ περισσότερο, ὁ ἀβάπτιστος καθήμενος ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου, εἶναι ἀδύνατον νά δεχθεῖ «σπινθήρα φωτός», «ἀ κτῖνα ζωῆς καί ἀληθείας» καί νά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν οὐράνια πραγματικότητα μέσα ἀπό θρησκεῖες δαιμονικές. Γι᾽ αὐτό ὁ Χρυσορρήμων ὁμιλεῖ γιά «φοβερά ἀπειλή» στερήσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στήν περίπτωση τῆς μή «δι᾽ ὕδατος καὶ Πνεύματος» ἀναγεννήσεως. Λέγει κάτι πού σήμερα θά ἑρμηνευόταν ὡς ἄσκηση «τρομοκρατίας» κατά τῆς «ἐλευθέρας θρησκευτικῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου», ὡς πράξη ἀποκλεισμοῦ τοῦ ἄλλου. Ἀλλά ὁ Κύριός μας, ὁ σταυρωθείς καί ἀναστάς χάριν ἡμῶν γνωρίζει τήν ὀντολογική ἀδυναμία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο στήν ἡσυχία τοῦ θανάτου. Μέ ποικίλους τρόπους τόν ὁδηγεῖ στήν Ἀλήθεια καί τή Ζωή.
.        Παρόμοια λέγει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στόν Γ´ Ἀντιρρητικό του λόγο πρός Ἀκίνδυνον: «Tίς δ᾽ οὐκ οἶδε τῶν μεμυημένων τὰ Χριστιανῶν καὶ τοῖς εὐαγγελικοῖς θεσπίσμασι συνετὴν ὑπεχόντων ἀκοὴν ὡς “τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος Πνεῦμά ἐστι” παρὰ τοῦ Κυρίου εἴρηται πρὸς τὸν Νικόδημον καὶ ὡς περὶ τῶν εἰς αὐτὸν πιστευόντων εἴρηται καὶ τῶν διὰ τοῦ εἰς αὐτὸν βαπτίσματος χάριτι γεγεννημένων ἐκ τοῦ Πνεύματος καὶ Πνεῦμα γεγονότων, δηλαδή πνευματικῶν, διὰ τῆς ἐκ τοῦ ἁγίου Πνεύματος υἱοθεσίας; Διὸ καὶ συνᾴδων τοῖς ἐκεῖ μικρὸν ἀνωτέρω εἰρημένοις, πρὸς τὸν αὐτὸν Νικόδημον λέγει προϊών. “μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπον, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν. Τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ…”». Μετάφραση: «Ποιός ἀπό τούς μεμυημένους στή χριστια νική πίστη καί ἀπό ὅσους συνετά ἀκούουν τά εὐαγγελικά θε σπίσματα δέν γνωρίζει ὅτι τά λόγια: “τό γεγεννημένον ἐκ Πνεύματος Πνεῦμα ἐστί” λέχθηκαν πρός τό Νικόδημο γι᾽ αὐτούς πού πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καί γι᾽ αὐτούς πού βαπτίσθηκαν σ᾽ Αὐτόν καί ἀναγεννήθηκαν ἐκ τοῦ Πνεύματος διά τῆς Χάριτος κι ἔγιναν Πνεῦμα δηλ. πνευματικοί διά τῆς υἱο θεσίας ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;Γι᾽ αὐτό συμφωνώντας καί μ᾽ αὐτά πού εἶπε λίγο πρίν, λέει στό Νικόδημο: μήν ἀπορεῖς πού σοῦ εἶπα ὅτι πρέπει νά ἀναγεννηθεῖτε. Τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ..» (ἀκολουθεῖ ἡ ἁγιογραφική συνέχεια).
.       Κι ἀπό τήν συνάφεια λοιπόν τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου κι ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίων Πατέρων, εἶναι φανερό ὅτι ἡ δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ πνεῦσις Του, σχετίζεται ἐδῶ μέ τή διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἀναγέννηση ὄχι μέ μιά ἀκαθόριστη πνοή τοῦ Παρακλήτου πού δίνει «ἐμπνεύσεις» καί «μεγαλειώδεις συλλήψεις» στίς διάφορες θρησκεῖες.
.        Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά ἰδοῦμε καί τούς ἄλλους ἑρμηνευτές Πατέρες εἰδικώτερα γιά τό συγκεκριμένο χωρίο, «Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ».
.        Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σχολιάζοντας τό ὡς ἄνω χωρίο λέγει ὅτι ὁ Κύριός μας σάν πολύ καλός Διδάσκαλος χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τοῦ ἀνέμου ὡς παράδειγμα γιά νά φανερώσει «τοῦ μυστηρίου τὸν τύπον». Τό παράδειγμα αὐτό εἶναι ἕνας ἀπό τούς ποικίλους τρόπους μέ τούς ὁποίους «μεθοδεύει τῶν ἀκροωμένων τὸν νοῦν», καί συνεχίζει: «Τοῦτος ὁ ἄνεμος, πού βρίσκεται στόν κόσμο, στήν ἀτμόσφαιρα, πνέει παντοῦ, σ᾽ ὅλη τήν οἰκουμένη, τρέχει ὅπου θέλει καί ἡ παρουσία του γίνεται ἀντιληπτή μόνο μέ τό “χτύπημά” του, τό θόρυβό του. Ξεφεύγει μέν ἀπό τά μάτια ὅλων, ἀλλά καθώς ἔρχεται σέ ἐπαφή, σάν λεπτή αὔρα, μέ τά σώματα, δίνει κάποια αἴσθηση τῆς σύμφυτης σ᾽ αὐτόν, τῆς φυσικῆς ἐνεργείας πού τό χαρακτηρίζει. Ἔτσι —λέγει ὁ Κύριος στό Νικόδημο— πρέπει νά ἐννοήσεις τήν διά Πνεύματος ἀναγέννηση. Ἀπό τά μικρά παραδείγματα νά χειραγωγεῖσαι στά “μείζονα” καί νά χρησιμοποιεῖς σάν εἰκόνα τό λόγο μου, γιά νά ἐννοεῖς “τά ὑπέρ αἴσθησιν”». Μ᾽ αὐτή τήν εἰκόνα λοιπόν, ὁ Κύριος, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο, θέλει νά δηλώσει τή μυστική καί ὑπερφυᾶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
.        Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τό ἴδιο χωρίο στήν συνέχειά του λέγοντας: «Ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά ἑρμηνεύσεις, νά κατανοήσεις τήν ὁρμή καί τόν δρόμο πού ἀκολουθεῖ ὁ ἄ νεμος, ἄν καί τόν αἰσθάνεσαι μέ τήν ἀκοή καί τήν ἁφή, πῶς τολμᾶς νά περιεργάζεσαι τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;». Καί πιό κάτω συνεχίζει: «Ἡ φράση “τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ” ἐλέχθη πρός παράστασιν τῆς ἐξουσίας τοῦ Παρακλήτου κι αὐτό σημαίνει ὅτι… τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος δέν μποροῦν νά τήν περιορίσουν οὔτε οἱ νόμοι τῆς φύσεως, οὔτε οἱ ὅροι τῆς σωματικῆς γεννήσεως, οὔτε ὁτιδήποτε ἄλλο παρόμοιο». Λέγει δέ ὁ ἱερός Πατήρ κάτι πολύ σημαντικό ὅτι δηλ. ἡ φράση «τὴν φωνήν αὐτοῦ ἀκούεις» εἰπώθηκε στό Νικόδημο περί τοῦ ἀνέμου. «Οὐ γὰρ ἄν, ἀπίστῳ διαλεγόμενος, καὶ οὐκ εἰδότι τοῦ Πνεύματος τὴν ἐνέργειαν, εἶπε “τὴν φωνήν αὐτοῦ ἀκούεις”».
.         Τί μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ ἅγιος; Ὅτι ὁ Κύριος ἐπιμένει στό παράδειγμα τοῦ ἀνέμου, γιατί αὐτή μόνο τήν ἐμπειρία εἶχε ὁ Νικόδημος. Δέν τοῦ ὁμιλεῖ περί τῆς βιαίας πνοῆς τοῦ Παρακλήτου, διότι ὁ Νικόδημος ὡς «ἄπιστος», ἀφώτιστος, δέν γνωρίζει, δέν μπορεῖ νά «ἀκούσει» τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Κι ἄν ὁ νυκτερινός μαθητής τοῦ Χριστοῦ δέν γνωρίζει, ὡς ἄπιστος, τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πολύ περισσότερο οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, ὁ Φραγκολατῖνος, ὁ λουθηροκαλβῖνος, ὁ Ἰνδουϊστής, ὁ Ἑβραῖος, ὁ Μουσουλμάνος δέν μποροῦν νά ἀπορροφήσουν ἀκτῖνες τῆς θείας ἀκτινοβολίας, καθό ἀβάπτιστοι καί ἀφώτιστοι. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ κι αὐτός γιά τήν ἐξουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Δέν νοιώθεις καμμιά αἰδώ», λέγει ὁ Θεολόγος στούς ἀρνητές τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «γιά τήν ἐξουσία τοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖο πνέει σ᾽ ὅσους θέλει, ὅταν θέλει, ὅσο θέλει; Ἐπιδημεῖ στόν Κορνήλιο καί στούς ἀνθρώπους του πρό τοῦ Βαπτίσματος, σ᾽ ἄλλους μετά τό βάπτισμα διά τῶν Ἀποστόλων, ὥστε κι ἀπό τά δύο δηλ. κι ἀπό ὅσους ἐπιφοιτᾶ ὡς Δεσπότης, ὄχι δουλικά, κι ἀπό ὅσους ἐπιζητεῖται πρός τελείωση τοῦ βαπτίσματος νά μαρτυρεῖται ἡ θεότης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
.          Μέ τούς πυρίνους αὐτούς καί θεοπνεύστους λόγους του ὁ ἅγιος Γρηγόριος κηρύττει τήν θεότητα καί κυριότητα, τήν ἐξουσία καί ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μήπως μέ ὅσα λέγει περί τῆς ἐπιδημίας Του στόν Κορνήλιο πρό τοῦ βαπτίσματος ὁ ἅγιος Γρηγόριος θέλει νά πεῖ ὅτι τό Παράκλητον Πνεῦμα ἐνεργεῖ χωρίς τήν εἰς Χριστόν πίστη, χωρίς τήν Ἐκκλησία; Mήπως τό Ἅγιο Πνεῦμα δρᾶ ἀνεξάρτητο, ἔχει τό δικό Του ἔργο, τήν δική Του Οἰκονομία; μήπως τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους ἀπαραιτήτως στόν Χριστό; Μήπως ἐνεργεῖ δίνοντας «ἐκπληκτική δύναμη πίστεως — δηλαδή σχέσεως ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο», χωρίς αὐτή ἡ πίστη νά εἶναι ἡ πίστις στόν ἐν Τριάδι Θεό; (…) Ἁπλῆ ἀνάγνωση τῶν ἀνωτέρω περικοπῶν πείθει τόν ἀναγνώστη ὅτι ἡ πίστις ὅλων τῶν ἀνωτέρω προσώπων δέν εἶναι ψυχολογικῆς τάξεως δύναμη στρεφομένη σέ κάποιο Θεό, ἀλλά πίστις στόν Χριστό, δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δωρημένη ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων, λόγῳ τῆς ἀγα θῆς τους προαιρέσεως. Συγκεκριμένα ὁ Κορνήλιος, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «οὔκ ἐστι Ἰουδαῖος, οὐδὲ ζῶν κατὰ νόμον, ἀλλ᾽ ἤδη προειλήφει τήν ἡμετέραν πολιτείαν» δηλ. δέν εἶναι Ἰουδαῖος, οὔτε ζεῖ σύμφωνα μέ τόν Νόμο ἀλλά ἤδη ἀκολουθοῦσε τήν Χριστιανική πολιτεία (ζωή)». Προσευχόταν λοιπόν στόν Θεό κι ὄχι στούς θεούς τῶν εἰ δώλων, ἀναζητώντας τον. Ἔτσι ὁ Τριαδικός Θεός βλέπον τας τήν ἀγαθή προαίρεσή του ἀποστέλλει ἄγγελο γιά νά τόν φέρει σέ ἐπαφή μέ τόν Πέτρο καί δι᾽ αὐτοῦ νά γνωρίσει τόν Χριστό. Κατά τήν ἐπικοινωνία μαζί του, ἀκούει τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου περί τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας καί γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν πού δίδεται διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ σ᾽ ὅσους πιστεύσουν σ᾽ Αὐτόν.
.        Κι ἐνῷ μιλοῦσε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος «ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπί πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον» καί «οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοὶ …ἤκουον …αὐτῶν λαλούντων γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν Θεόν». (Πράξ. ι´ 44-46) Γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «…ἐπειδή τὴν διάνοιαν αὐτῶν ἔδειξαν θαυμαστὴν οὖσαν καὶ τῆς διδασκαλίας ἀρχὴ γέγονε, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι πάντως τὸ βάπτισμα ἄφεσίς ἐστιν ἁμαρτημάτων, τότε ἐπῆλθε τὸ Πνεῦμα». Πίστευσαν λοιπόν στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν διά τοῦ βαπτίσματος καί τότε ἐπέπεσε τό Ἅγιο Πνεῦ μα. Ἔτσι λοιπόν ἡ χάρις ἐπῆλθεν στούς πιστεύσαν τας στόν Χριστό. Καί γιατί πρό τοῦ Βαπτίσματος;«Ἐκ περιουσίας παρά τοῦ Θεοῦ, ἵνα δειχθῇ καὶ ἡ ἀρχὴ οὐ παρὰ τοῦ Ἀποστόλου» δηλ. ἐπιπλέον, μέ ἀφθονία (ἐδόθη τό Ἅγιο Πνεῦμα) ἀπό τόν Θεό γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ ἀρχή τῆς κλήσεως τῶν Ἐθνῶν δέν ἔγινε ἀπό τόν Ἀπόστολο, ἀλλά ἀπό τόν Θεό. Ἦταν δηλαδή ἡ ἔλευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἕνα θαυμαστό σημεῖο, πρίν ἀπό τό Βάπτισμα, γιά νά φανεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στούς ἐκ περιτομῆς Χριστιανούς καί νά δοθεῖ ἔτσι ἕνα ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα στόν Πέτρο κατά τήν ἀπολογία του πρός αὐτούς.
.        Παράλληλα ἀποδεικνύεται ἡ ἐξουσία καί ἡ Θεότης τοῦ Παρακλήτου, τό ὁποῖο δρᾶ πρό τοῦ Βαπτίσματος ὄχι ὅ μως ἀνεξάρτητα ἀπ᾽ αὐτό. Γι᾽ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἀκολουθεῖ ἀμέσως τό ἅγιο Βάπτισμα. Γράφεται στήν συνέχεια τῶν Πράξεων: «τότε ἀπεκρίθη Πέτρος· μήτι τὸ ὕδωρ δύναται κωλῦσαι τοῦ μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔλαβον ὡς καὶ ἡμεῖς; προσέταξεν δὲ αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ βαπτισθῆναι» (Πράξ. ι´ 47-48). Ἄν δεχθοῦμε ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χωρίς τήν πίστη στόν Χριστό, χωρίς τόν Χριστό, ἐνέργεια πού φωτίζει καί δίνει κοινές ἐμπειρίες σέ ἀπίστους καί χριστιανούς (κι αὐτό δεχόμαστε ἄν πιστέψουμε ἀπορρόφηση ἀκτίνων τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς θρησκεῖες-μπαταρίες(!), ἀπό τίς θρησκεῖες πού μάλιστα μάχονται τόν Χριστό καί κατασφάζουν τούς Χριστιανούς) τότε διασπᾶμε τό Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες εἶναι κοινές, εἶναι τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί τῶν τριῶν θεαρχικῶν Ὑποστάσεων.
.         Ἐν πάσῃ περιπτώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἔχει καμμιά ἀπολύτως σχέση, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπό τίς προηγούμενες πατερικές καί ἁγιογραφικές μαρτυρίες, μέ «τίς ὑψηλότερες θρησκευτικές ἐμπνεύσεις τῆς ἀνθρωπότητος». Φωτίζει ὁ Χριστός «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. α´ 9) γιά νά τόν ὁδηγήσει στό Φῶς τῆς Βασιλείας του. «Κέκληται γὰρ τῶν ἐθνῶν ἡ πληθὺς οὐ διὰ τῆς τοῦ νόμου παιδαγωγίας, οὐ διὰ προφητῶν ἁγίων· ἀγείρει δὲ μᾶλλον αὐτὰ θεία καὶ ἀπόρρητος χάρις νοερῶς ἐλλάμπουσα καὶ τῆς διὰ Χριστοῦ σωτηρίας ἐντιθεῖσα τὴν ἔφεσιν», γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Μετάφραση: «ἔ χει κληθεῖ (στή σωτηρία) τό πλῆθος τῶν ἐθνῶν ὄχι μέ τήν παιδαγωγία τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου οὔτε διά τῶν ἁγίων προφητῶν. Τά διεγείρει μᾶλλον ἡ θεία καί ἀπόρρητη χάρις πού λάμπει νοερά καί βάζει μέσα τους τήν ἐπιθυμία τῆς σωτηρίας διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τό Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζει τά ἔθνη, γιά νά τά ὁδηγήσει στήν σωτηρία μόνο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, βγάζοντάς τα ἀπό τήν πλάνη καί τό σκότος τῶν ψευδοθρησκειῶν τους. Δέν ρίχνει τό φῶς του μέσα στήν λατρεία τῶν εἰδώλων (δαιμόνων) στό ἀκάθαρτο Ἰσλάμ ἤ κατά τήν διάρκεια τοῦ γκουρουϊστικοῦ διαλογισμοῦ κ.λ.π.
.          Βλέποντας τήν προαίρεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πονών τας τόν «κατ᾽ εἰκόνα» Του πλασθέντα ἄνθρωπον τόν φωτίζει γιά νά τόν ὁδηγήσει σέ κοινωνία μαζί Του. Δέχεται τήν δίψα του, τήν ἀναζήτησή του καί ὅπως ἔκαμε μέ τόν Κορνήλιο τόν δέχεται εἰς τούς κόλπους Του, εἰς τήν Ἐκκλησία Του. Ἔτσι κάμει καί σήμερα ὁδηγώντας, Φράγκους, μουσουλμάνους, Ἰνδουϊστές, ἀφοῦ ἀρνηθοῦν τήν πλάνη τους, στήν κοινωνία τοῦ Σώματός Του. Ἔξω ἀπό αὐτήν τήν ἐν Τριάδι ζωή ὑπάρχει τό βαθύ σκότος τῆς ἀποστασίας, ἡ χώρα καί ἡ σκιά τοῦ θανάτου.
.           Τό τί θά κάμει ὁ Θεός γιά τούς ἀβαπτίστους μᾶς τό λέει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου. Θά κρι θοῦν κατά τό νόμο πού εἶναι γραμμένος στίς καρδιές τους, ὡς πλασθέντες κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ «συμμαρτυρούσης αὐ τῶν τῆς συνειδήσεως» (Ρωμ. β´ 14-16). Πουθενά δέν γράφεται ὅτι θά κριθοῦν σύμφωνα μέ τίς «θρησκευτικές τους ἐμπειρίες», τήν «προφητική ἐνόραση» ἤ «τούς πνευματικούς θησαυρούς πού ἔχουν διατηρήσει». Ὅλα αὐτά εἶ ναι ὄχι μόνο ἄχρηστα ἀλλά καί δαιμονικά, ὅπως ἀπεδείχθη.


Πηγή: http://christianvivliografia.wordpress.com/

Ή Μυρωδιά του Λιβανιού


πηγή





Του Σπύρου Χιόνη, αναδημοσίευση από την «Αγία Ζώνη».


Ήταν πολύ κουραστικό αυτό  ο ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη
γιαγιά του. την κυρά-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να πού ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τί τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ό ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πώς πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τούς γονείς, απ' όλους. Ένιωθε πώς κάνεις δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτηση του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη ή χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από εκεί. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.

Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Έξαλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και εύσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή πού ή ίδια του ή επιστήμη, αλλά και ή έμφυτη τάση του γι' αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή.
Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πώς είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ό ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο. Και να πού ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ό ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να 'ρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ό άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε ή γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:
-           Μαριγώωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ό Αλέκος!
Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι ή γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:
-           Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της.

Τί ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του 'φύγε όλη ή αντάρα του μυαλού του. Ξαφνικά
άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.
-           Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
-           Κοπίασε, γιέ μου, να ξαποστάσεις.
Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε ή μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. Σίγουρα ή γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.
-           Πάλι λιβάνι γιαγιά;
-           Ά.! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
-           Και σαν τί λες;
-           Μνήσθητί μου, Κύριε! Ότι λέει ή Σύνοψη.
-           Και τα εννοείς;
-           Γιε μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ό Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ό Διάολος και καίγεται.
-           Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.
-           Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειο της.
Ό Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πώς, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Ή καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της. Μέρα - νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του 'ρχεται πάντα ή ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, ή γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά πού της ανέφερε τον ΗEIDEGGER. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:
-           Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ό Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας!
Ή καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή.

Ό Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Ή γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας.
-           Γιαγιά, τί τις θές τόσες εικόνες;
-           Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Άγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά πού γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

Και τότε, άγνωστο γιατί, ό Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιο Όρος όπου βρισκόταν συχνά - πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας Κάι του ήθικισμού, ώστε να 'έρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. 

Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε ... και τί δεν της είπε. Ακολούθησε μία μεγάλη παύση. Ή κυρά-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά - αργά και είπε:
-           Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πώς τα 'χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
-           Ορίστε;
-           Εκκλησία πάς;
-           Δεν καταλαβαίνω ...
-           Την προσευχή σου την κάμεις;
-           Τί εννοείς, γιαγιά;
-           Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
-           Θαρρώ πώς δε με κατάλαβες.
-           Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πώς τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πώς τη λένε ... την ξέχασα, δεν πειράζει, Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ό Χριστός. Είναι δικές Του δουλειές. Άσε Τον. Ξέρει τί κάνει.

Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια - δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. 

Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. Μυστήρια του Θεού!
Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα, στριμωγμένος σ' ένα κάθισμα, κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι της γιαγιάς), σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μία μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη Κάι μία φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

-           Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...