Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 05, 2012

«Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις τηνκολυμβήθραν» (Ιωάν. Ε΄,7) Κυριακή του Παραλύτου,† Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης κ. Διονύσιος (ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ)



 
«Κύριε, άνθρωπον ουκ  έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ,
βάλη με εις τηνκολυμβήθραν» (Ιωάν. Ε΄,7)

Στο υπαίθριο νοσοκομείο της Βηθεσδά, μας μεταφέρει το σημερινό Ευαγγέλιο, αγαπητοί μου αδελφοί. Εδώ υπάρχουν τυφλοί, χωλοί, ξηροί και κάθε λογής άρρωστοι που γεμίζουν το υπαίθριο αυτό νοσοκομείο περιμένοντας τη θεραπεία τους. Περιμένουν να ταραχθεί κάποια στιγμή το νερό της δεξαμενής, από ένα άγγελο που κατά διαστήματα κατέβαινε και ανατάραζε το νερό της. Ο πρώτος άρρωστος που έπεφτε στο ταραγμένο αυτό νερό γινόταν υγιής από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Εκεί σ’ αυτό το χώρο του πόνου και της αγωνίας, ανάμεσα σ’ αυτά τα πλήθη των αρρώστων, ο Κύριος διακρίνει ένα πολύ βασανισμένο άνθρωπο. Ένα παράλυτο αφάνταστα ταλαιπωρημένο, αφού για τριάντα οχτώ  ολόκληρα χρόνια είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι παράλυτος. «Θέλεις να γίνεις καλά;» τον ρωτά ο Κύριος και αυτός με παράπονο απαντά: «Κύριε, δεν έχω κάποιο άνθρωπο για να με ρίξει στο νερό, όταν αυτό ταραχθεί. Και ενώ εγώ προσπαθώ να συρθώ μόνος μου, κάποιος άλλος με προλαβαίνει και κατεβαίνει πρώτος». Γεμάτος στοργή τότε ο Κύριος του λέει: «Σήκω πάνω πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Και αμέσως ο παράλυτος γίνεται καλά. Παίρνει το κρεβάτι του και περπατά. Με αφορμή το παράπονο αυτό του παραλύτου, «ότι άνθρωπον ουκ έχω», ας μιλήσουμε σήμερα για τη βοήθεια και τη συμπαράστασή μας προς τους ανθρώπους αυτούς και για τον ατομισμό που μαστίζει δυστυχώς μεγάλη μερίδα του λαού μας.
Αλήθεια πόσο δραματική ήταν η ζωή αυτού του ανθρώπου; Σκεφτήκαμε ποτέ τις δύσκολες συνθήκες που ζούσε τόσα χρόνια; Ποιος του ετοίμαζε φαγητό; Ποιος τον περιποιείτο και ποιος τον διακονούσε στις καθημερινές του ανάγκες; Μπορούμε να φανταστούμε το δράμα του στα τριάντα οχτώ χρόνια της δοκιμασίας του; Μπορούμε να κατανοήσουμε την αγωνία του  εκεί στην κολυμβήθρα;  Μόνος και αβοήθητος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Και από τον τρόπο που αποκρίνεται στον Κύριο, φαίνεται ότι ο παράλυτος αυτός υποφέρει με καρτερία τη δοκιμασία του γι’ αυτό και δεν γογγύζει. Βλέπει την περιφρόνηση και δεν βλασφημεί, ούτε και κατηγορεί κανένα. Αντίθετα περιμένει. Περιμένει την κάθοδο του Αγγέλου και την επίσκεψη της Θείας Χάριτος.
Αν ρίξουμε και σήμερα μια ματιά γύρω μας, θα αντικρύσουμε καταστάσεις παρόμοιες με την κατάσταση του παραλύτου, παρ’ όλον ότι ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Πόσοι και σήμερα, σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες, υποφέρουν όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου. Μόνοι κι εγκαταλελειμμένοι, σ’ ένα απόμακρο χωριό, σ’ ένα γηροκομείο ξεχασμένων ψυχών, σ’ ένα παρατημένο διαμέρισμα, σ’ ένα σπίτι χωρίς αγάπη.  Όλοι αυτοί, ακούγοντας σήμερα το ιερό αυτό Ευαγγέλιο, θα πρέπει να διδαχθούν από δυο μεγάλες αλήθειες. Πρώτον ότι μέσα στην μοναξιά τους,  αντί να κλαίνε για την κατάστασή τους  έχουν χρέος να καλλιεργούν μέσα τους  την αρετή, να συνειδητοποιούν τη μηδαμινότητα μας, και να εξαγιάζουν τους εαυτούς τους. Και δεύτερον να κατανοήσουν ότι στον αγώνα τους αυτό δεν είναι μόνοι. Δίπλα τους είναι ο Κύριος μας ο Ιησούς Χριστός. Μπορεί βέβαια να μην επεμβαίνει στο δράμα τους, αλλά ξέρει τον πόνο τους και τη μοναξιά τους.
Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και σε όλους εμας;  Πόσες φορές κι εμείς δοκιμάσαμε και δοκιμάζουμε μοναξιά και πόνο; Πόσες φορές αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε σοβαρά προβλήματα υγείας, προβλήματα οικογενειακά, εργασιακά, οικονομικά, κοινωνικά. Και σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις και εμείς  στηρίζουμε τις ελπίδες μας σε κάποιους ανθρώπους. Περιμένουμε από αυτούς να μας βοηθήσουν. Δυστυχώς όμως και οι άνθρωποι συχνά μας απογοητεύουν. Δεν μπορούν πάντοτε να μας καταλάβουν  ή δεν θέλουν να μας βοηθήσουν. Αλλά και δεν μπορούν πάντοτε να μας συνδράμουν. Γιατί οι δυνατότητες τους είναι περιορισμένες. Κι εμείς κλεισμένοι στη μοναξιά μας σαν τον παράλυτο του Ευαγγελίου  κραυγάζουμε το «άνθρωπον ουκ έχω». Και τα χάνουμε και πελαγοδρομούμε μόνοι μας, επειδή ξεχνούμε πως έχουμε κοντά μας, όχι ένα άνθρωπο, αλλά τον Θεάνθρωπο Κύριο. Ξεχνούμε ότι έχουμε δίπλα μας τον Χριστό, τον μόνο που μας γνωρίζει στην εντέλεια και θέλει και μπορεί να μας βοηθήσει. Και λησμονούμε ότι  δεν περιμένει να τον βρούμε εμείς. Έρχεται πρώτος Αυτός να μας βοηθήσει και να μας ευεργετήσει. Πέρα από αυτό όμως στέλλει και δικούς του ανθρώπους δίπλα μας για να μας συντροφεύουν στη μοναξιά μας και να μας ενισχύουν στον αγώνα μας. Δεν είμαστε λοιπόν μόνοι. Έχουμε βοηθό τον Παντοδύναμο και Πανάγαθο Κύριο και Θεό μας που αντιστρέφει τις αντίξοες περιστάσεις και κάνει το θαύμα. Όπως τότε με τον παράλυτο του Ευαγγελίου.
Δυστυχώς, πολλοί είναι σήμερα οι άνθρωποι, που πάσχουν από την ψυχική παράλυση του ατομισμού. Πολλοί είναι οι φίλαυτοι και οι άστοργοι (Β΄ Τιμ. Γ, 2-3), οι άνθρωποι που λόγω της κακίας τους εψυχράνθη  η αγάπη. Εκείνοι που αδιαφορούν για τους άλλους και δεν συγκινούνται ούτε από τα δάκρυα των ορφανών, ούτε από το πένθος των χηρών, ούτε από τα πονεμένα βλέμματα των εγκαταλελειμμένων γερόντων.  Έχουν υψώσει πελώρια τείχη γύρω τους και δεν δίνουν καμιά προσοχή ούτε και στο γείτονα τους που τον βλέπουν να υποφέρει. Στόχος και επιδίωξή τους είναι να μη στερηθούν, να μην χαλάσουν την ησυχία τους οι ίδιοι κι ας γίνουν ότι θέλουν όλοι οι άλλοι.
Και ο ατομισμός, με μεγάλη μας λύπη μεταδίδεται σαν άλλο μεταδοτικό νόσημα πολύ εύκολα από τον ένα στον άλλο. Οι συνθήκες της ζωής των μεγαλουπόλεων ευνοούν ιδιαίτερα την εξάπλωσή του. Διπλοκλειδώνεται κανείς στο διαμέρισμα του και ζει άγνωστος μεταξύ  αγνώστων. Σε τούτο συμβάλλουν πολύ ο φόβος εξαιτίας των κακοποιών και η διαφοροποίηση της ζωής μας λόγω του τουρισμού και της επικοινωνίας μας με ξένους ανθρώπους, που δεν έχουν τα ίδια ήθη και την ίδια πίστη μ’ εμάς. Υπάρχει φόβος λοιπόν να γίνουμε ατομιστές γιατί δεν έχουμε μόνο την ευπάθεια και εσωτερική τάση του εγωισμού, που μας κάμνει να φροντίζουμε μόνο για τον εαυτό μας, αλλά  υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που μας ωθούν να περιορισθούμε στο άτομο μας. Μια αποτελεσματική και δυναμική αντίδραση, κατά του ατομισμού είναι η φροντίδα να κάμνουμε κάθε μέρα τουλάχιστον μια πράξη αγάπης. Αν ένας σοφός της αρχαιότητας θεωρούσε χαμένη την μέρα του, όταν δεν έκαμνε κατά τη διάρκειά της κάποια καλοσύνη, πολύ περισσότερο πρέπει να στεναχωρούμαστε εμείς οι χριστιανοί όταν κλείσει η μέρα μας χωρίς έργο αγάπης. Εμείς σαν χριστιανοί έχουμε ακούσει από το στόμα του ίδιου του Ιησού Χριστού, ότι τα έργα αγάπης έχουν πρωταρχική σημασία για την ευτυχία μας στην αιωνιότητα. (Ματθ. ΚΕ΄, 34-40). Έχουμε επίσης διδαχθεί από το θεοφώτιστο Απόστολο Παύλο ότι δεν πρέπει   να φροντίζουμε ο καθένας μας μόνο για ό,τι ενδιαφέρει τον εαυτό του, αλλά και για ο,τι ωφελεί τους άλλους. (Φιλιπ.Β΄,4).
Αδελφοί μου! Ένα άνθρωπο ήθελε να έχει κοντά του ο παράλυτος, για να τον ρίξει στο νερό της κολυμβήθρας. Άνθρωπο περίμενε και βρήκε τον Θεάνθρωπο. Τον Θεάνθρωπο στον οποίο όλα είναι δυνατά. Βρήκε τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, τον Σωτήρα, τον Ιατρό, τον Ευεργέτη και Προστάτη των πονεμένων ανθρώπων. Στον Θεάνθρωπο Κύριο, ας προσκολληθούμε και όλοι εμείς και με ενθουσιασμό ας αναλάβουμε τον καλό αγώνα και τότε να είμαστε βέβαιοι, ότι ο φιλάνθρωπος Κύριος, που θεράπευσε τον άταφο εκείνο νεκρό, τον παράλυτο, θα παρέχει τη Θεία Χάρη Του και θα ευλογεί και όλους εμάς. Αμήν.

† Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης κ. Διονύσιος

Κυριακή του Παραλύτου «Η δύναμη της αγάπης» π. Γεώργιος Σούλος


Τα αναγνώσμα της σημερινής Κυριακής του Παραλύτου μας αφηγούνται το καθένα από μια συγκινητική διήγηση, που είναι ύμνος στην αγάπη.
Το Ιερό Ευαγγέλιο αωαφέρει, ότι στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη, την πύλη δηλαδή άπ’ όπου περνούσαν τα πρόβατα πού επρόκειτο να θυσιαστούν στο ναό, υπήρχε μία δεξαμενή πού λεγόταν Βηθεσδά. Το νερό αυτής της δεξαμενής είχε μία θαυματουργική Ιαματική ιδιότητα, την οποία αποκτούσε, προσωρινώς, όταν Άγγελος Κυρίου ερχόταν και κινούσε το νερό.  Αυτό διαρκούσε πολύ λίγο και κατόπιν το νερό επανερχόταν στην προηγουμένη φυσική κατάσταση, ήταν πάλι απλό νερό όπως όλων των άλλων πηγών. Όποιος λοιπόν μετά την κάθοδο του αγγέλου, προλάβαινε να πέσει πρώτος μέσα στο ταραγμένο νερό, γινόταν υγιής, από οποιαδήποτε ασθένεια από την οποία έπασχε. Έτσι γύρω από το χείλος της κολυμβήθρας, ήταν συγκεντρωμένο ένα πλήθος ασθενών, που έμεναν εκεί ξαπλωμένοι σε κρεβάτια της εποχής.  Ανάμεσα στο πλήθος των ασθενών, που περίμεναν να βρουν τη θεραπεία τους, ήταν και ένας παράλυτος. Τριάντα-οχτώ χρόνια περίμενε εκεί με υπομονή. Αυτός λόγω της παθήσεως του, δεν ήταν ευκίνητος. Πάντα κάποιος άλλος τον
προλάβαινε. Ήταν μόνος και αβοήθητος. Έτσι το μαρτύριο του συνεχιζόταν. Εν τούτοις εξακολουθούσε να ελπίζει, να υπομένει, να παραμένει εκεί. Σαν κάποιον να περίμενε! Κάποιο μυστήριο έκρυβε ή ταλαιπωρία του. Και ήρθε επί τέλους ή στιγμή να λυθεί το δράμα του και τότε βραβεύθηκε η αρετή του. Ήρθε κοντά του ο Χριστός, ο ευεργέτης, του είπε ένα μόνο λόγο, λόγο αγάπης  και μ’ εκείνο
το λόγο ο παράλυτος αμέσως έγινε καλά. Ο παραλυτικός αυτός έμεινε εκεί τόσα χρόνια, για να γίνει το δικό μας παράδειγμα, σύμφωνα με την Ευαγγελική διήγηση.
Αλλά και στο Αποστολικό ανάγνωσμα ακούμε μια εξαιρετική διήγηση. Στην πόλη Ιόππη, ζούσε μια ευσεβής γυναίκα με το όνομα Ταβιθά, που στα Ελληνικά σημαίνει Δορκάς.  Ήταν υπόδειγμα καλοσύνης, αγάπης και ελεημοσύνης. Ήταν το στήριγμα των πτωχών, των χηρών, των ορφανών και όλων των ενδεών. Και όταν πέθανε, έγινε τόσος θρήνος και οδυρμός στην πόλη από τους ευεργετηθέντες,  που έχασαν το στήριγμά τους και την αγαπούσαν τόσο, ώστε ο απόστολος Πέτρος, συγκινημένος από αυτή την εικόνα λατρείας του κόσμου προς την ευεργέτιδα, με τη θερμή του προσευχή προς τον Ιησού, την ανάστησε.
 Η χαρά των ανθρώπων ήταν απερίγραπτη και δόξαζαν το Θεό. Ο Θεός,  δια του Αποστόλου Πέτρου, είχε βραβεύσει την αγάπη. Αγάπη! Μια αρετή τόσο γνωστή και συγχρόνως τόσο άγνωστη.
Αυτό που διακρίνουμε τόσο στο Ευαγγελικό, όσο και στο Αποστολικό ανάγνωσμα είναι η κυριαρχούσα αγάπη.  Του Χριστού στο πρώτο και της Ταβιθά στο δεύτερο.
Είναι αποδεδειγμένο ότι όλοι έχουμε ανάγκη από αγάπη. Όχι μόνο οι πτωχοί, οι άρρωστοι, τα ορφανά, τα γηρατειά και γενικά όσοι υποφέρουν, αλλά όλοι ανεξαιρέτως.  Όπως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τον αέρα, το φως και τη θερμότητα του ήλιου, έτσι δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς αγάπη πάνω στη γη.  «Η δύναμη της αγάπης, είναι φυτευμένη από την αρχή μέσα στην ανθρώπινη ψυχή», γράφει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας.
 Η δύναμη αυτή αποτελεί μέρος της ύπαρξής μας, είναι σφραγίδα του Θεού επάνω μας, ο οποίος «αγάπη εστί» (Α’ Ιωάν. δ 8).
Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, βρίσκεται στην αρχή του δεκαλόγου, αλλά την αληθινή έννοιά  της, μας την έδειξε ο Σταυροαναστημένος Χριστός, που είναι η σαρκωμένη αγάπη, που ήρθε στη γη από αγάπη για την σωτηρία του κόσμου και «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας» (πραξ. ι ,38). Ως θείος διδάσκαλος έδωσε πολλές εντολές. Όμως, επέμενε ιδιαίτερα στην «καινή εντολή της αγάπης» (Ιωαν. ιγ 34).
Ο Απόστολος Παύλος τονίζει, ότι χωρίς την αγάπη, όλα τα πνευματικά χαρίσματα, όλες οι αρετές, ακόμα και αυτό το μαρτύριο, δεν έχουν καμία αξία. (Α’ Κορινθ. ιγ). Ο δε Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, αναφερόμενος στη δήθεν πνευματική ζωή, που κάνουν μερικοί, χωρίς όμως αγάπη, λέγει «όλα αυτά χωρίς αγάπη, είναι ξένα προς τον Θεό. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο τόσο μεγάλο και απαραίτητο, όσο η αγάπη για τους ανθρώπους». Η Αγάπη ήταν παρούσα όταν θεμελιώθηκε ο κόσμος. Η αγάπη πάλι δημιουργήθηκε για δεύτερη φορά, όταν έσωσε τον άνθρωπο  ο Χριστός με την Σταυρική του θυσία.
Αλλά το να ομιλεί κανείς για την αγάπη, ισοδυναμεί με το να ομιλεί για τον ίδιο τον Θεό, αφού ο Θεός «Αγάπη εστί» (Ιωαν. δ 8). Και αυτό το καταλαβαίνει καλύτερα κανείς, όσο φτάνει προς την τελειότητα. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, γράφει ότι αγαπώντας κάποιον, τον βοηθάς να γίνει καλύτερος, γιατί σπέρνεις μέσα του τον σπόρο της αρετής.  Και ο Άγιος Ιωάννης ο συγγραφέας της Κλίμακος, συμπληρώνει, ότι αγαπώντας τον πλησίον μου, η αγάπη επιστρέφει σε μένα και  αλλάζει κι εμένα, και με οδηγεί προς το καλύτερο.
Όταν αγαπά κανείς κάποιον, τον βλέπει με διαφορετικά μάτια. Ας είναι ένα παιδί οσοδήποτε άσχημο. Η μητέρα του το αγαπά και το βλέπει τόσο όμορφο, όσο κανένα άλλο. Ο φίλος δεν βλέπει τα ελαττώματα του φίλου του, από αγάπη. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι είναι προτιμότερο να σβήσει ο ήλιος, παρά να στερηθούμε την αγάπη των φίλων.
Όμως στην εποχή μας η φιλία και κατ’ επέκταση  η αγάπη,  γίνεται όλο και πιο σπάνια μεταξύ των ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι συγκρούσεις, οι ταραχές, τα εγκλήματα και οι πόλεμοι. Η έλλειψη αγάπης, οδηγεί στην αδικία και την εκμετάλλευση των αδυνάτων από τους ισχυρούς.
Η οικογένεια, η φωλιά της χριστιανικής αγάπης, ξεφτίζει όλο και πιο πολύ. Όταν στα μέλη της κυριαρχεί ο εγωισμός και ο ατομισμός, ατονεί η αγάπη και η συνοχή της. Ποιος μισεί πιο πολύ την αμαρτία από τους Αγίους; Κι όμως οι Άγιοι δεν βλέπουν τις αμαρτίες των άλλων, όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά διότι δεν μπορούν να τις δουν εξαιτίας της αγάπης. Αυτοί βλέπουν στο ανθρώπινο πρόσωπο ένα μυστήριο τόσο θαυμαστό, ώστε πιστεύουν πως σ’ αυτό υπάρχουν τόσες και τέτοιες δυνατότητες, που μπορούν να ξεπεράσουν κάθε αμαρτωλή κατάσταση. Και οι δυνάμεις αυτές, ενεργοποιούνται και πραγματοποιούνται μόνο με την δύναμη της αγάπης.
Εάν, λοιπόν,  εφαρμόζουμε την εντολή του Χριστού «Αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς» τί τεράστια  μεταβολή θα γινόταν στην ανθρώπινη κοινωνία!
Αν βλέπουμε ότι υπάρχει στον κόσμο και γύρω μας πολύ κακό, τούτο συμβαίνει «διότι εψύγη η αγάπη των πολλών» (Ματθ. κδ 12). Γι’ αυτό ας μιμηθούμε την Ταβιθά, που έκανε τη μοδιστρική βελόνα της κλειδί και άνοιξε την πόρτα του παραδείσου. Τα έργα της αγάπης προς τον πλησίον μας, είναι εκείνα που θα μας κάνουν να ακούσουμε από τα χείλη του Κυρίου μας «εφ’ όσων εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»(Ματθ. κε 40).
Και εάν ρωτήσει κανείς, ποιο είναι το μέτρο της αγάπης, η απάντηση είναι:
Κοίταξε τον Σταυρωμένο και την Αναστάντα Χριστό και θα βρεις το δικό του μέτρο της αγάπης, που πρέπει να προσφέρεις, όπως την προσέφερε και η Αγία Ταβιθά και όπως δια του Αποστόλου Πέτρου την επανέφερε στη ζωή ο Θεός. Όπως την προσέφερε ο Χριστός μας στον επί τριάντα οκτώ χρόνια παραλυτικό, έτσι και εμάς θα μας επαναφέρει στην «εν αυτώ» ζωή, αν έχουμε την υπομονή και την ελπίδα στη θεραπεία και στη σωτηρία μας.   Και τότε θα ανταμείψει τον καθένα μας με την προσωπική μας ανάσταση. ΑΜΗΝ!

Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω.Κυριακή τοῦ παραλύτου π. Γεώργιος Ρ, Ζουμής



Πικρό βγαίνει τό παράπονο ἀπό τά χείλη τοῦ παραλύτου. Κύριε, βρίσκομαι κατάκειτος ἐδῶ τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια. Προσπαθῶ νά μπῶ στά νερά τῆς δεξαμενῆς γιά νά θεραπευθῶ, μά δέν τά καταφέρνω. Πάντοτε προλαβαίνει ἄλλος κι᾿ ἐγώ ἐξακολουθῶ νά παραμένω ἀνίατος. Μέ τόν τρόπο μου φωνάζω, ζητάω βοήθεια, ἀλλά κανείς δέν μέ ἀκούει, κανείς δέν μέ προσέχει. Οἱ φωνές μου καί ἡ κάθε μου προσπάθεια πέφτουν στό κενό. Ὁ καθένας κοιτάζει νά βολευτεῖ ὁ ἴδιος, χωρίς νά ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἄλλο.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι τό ἔγκλημα τῆς ἀνθρωπότητας. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν γνωστή παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ πτωχοῦ καί τοῦ πλουσίου Λαζάρου. Ὁ Λάζαρος εἶναι φτωχός καί πεινασμένος, εἶναι ἄρρωστος καί πληγωμένος. Ὁ πλούσιος περνοῦσε καθημερινά ἀπό μπροστά του. Τόν ἔβλεπε, ἀλλ᾿  ἔκαμνε πώς δέν τόν ἔβλεπε. Ἀδιαφοροῦσε γιά τήν παρουσία καί τήν δυστυχία τοῦ Λαζάρου. Αὐτή ἡ περιφρόνηση, αὐτή ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ προξενοῦσε μεγαλύτερο πόνο.
Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τόν σημερινό παράλυτο. Ζοῦσε διπλό δράμα, τήν ἀρρώστια καί τήν περιφρόνηση, τήν ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου. Δέν εἶχε συγγενεῖς; δέν εἶχε φίλους, γνωστούς, γείτονες; Κάτι θά εἶχε. Ὅλοι ὅμως τόν ξέχασαν. Γι᾿ αὐτό εἶπε στόν Ἰησοῦ, Κύριε, δέν ἔχω κανέναν νά μέ βοηθήσει. Αὐτό εἶναι τό δράμα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Τό μεγαλύτερο πρόβλημα τοῦ καιροῦ μας. Νά φωνάζεις καί ἡ φωνή σου, ὁ σπαραγμός σου νά μή φτάνει στά αὐτιάκανενός, ἀλλά νά πέφτει στό κενό.
Σήμερα ἔχουμε τά τελειότερα μέσα ἐπικοινωνίας. Μικρόφωνα, μεγάφωνα, τηλέφωνα, ἀσυρμάτους, ἠλεκτρονικούς ὑπολογιστές καί τόσα ἄλλα. Ζοῦμε σέ πόλεις πολυάνθρωπες. Πετύχαμε καταπληκτικές ἐπιστημονικές προόδους. Ἔχουμε τόσα πολλά μέσα στήν διάθεσή μας, πού πρίν ἀπό λίγο καιρό  μᾶς ἦταν ἀδιανόητα. Τόσες πολλές εὐκολίες καί ὅμως ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἀβοήθητος. Ὁ καθένας ζεῖ  μόνο γιά τόν ἑαυτό του.
Βρισκόμαστε μέσα σέ μία ἀπέραντη λαοθάλασσα ἕξι δισεκατομμυρίων ἀνθρώπων, ἀλλά ζοῦμε παρέα μέ τήν μοναξιά μας. Στεγάζονται οἱ ἄνθρωποι στίς ἴδιες πολυκατοικίες. Βρίσκονται κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Συνεργάζονται στίς ἴδιες ἐπιχειρήσεις, στά ἴδια ἐργοστάσια. Μαζεύονται στίς πλατεῖες, στίς ἀγορές, στά πανεπιστήμια, ψυχαγωγοῦνται σέ κέντρα διασκεδάσεως, στά γήπεδα κατά πολλές χιλιάδες, συμμετέχουν σέ τελετές καί πανηγύρια. Διασταυρώνονται στούς δρόμους, συγκρούονται μεταξύ τους, πέφτει ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο, ποδοπατοῦνται χωρίς νά ἔχουν ἐπικοινωνία, χωρίς νά ἔχουν ἀνθρώπινη σχέση, βοήθεια οὐσιαστική. Ὅλα γίνονται ἐπιφανειακά, συμβατικά, χωρίς εἰλικρίνεια, χωρίς ἀνθρωπιά, δίχως Θεό. Δέν ἔχουμε ψυχική ἐπικοινωνία, ἀντάμωμα τῆς καρδιᾶς.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, γιά νά σπάσει τήν ἀπομόνωσή του, ἀναζητάει ἄλλα ὑποκατάστατα. Λύση ὅμως δέν βρίσκει. Γι᾿ αὐτό ὅλοι φωνάζουν βοήθεια καί ὅλοι ἤ σχεδόν ὅλοι ἔχουν ψυχολογικά προβλήματα, ζοῦν μέ ἠρεμιστικά καί ψυχοφάρμακα.
Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, φωνάζει ἡ ἐπιστήμη. Παρ᾿ ὅτι ἔχω μεγάλους ἐγκέφαλους, δέν μπορῶ νά μορφώσω σωστά τόν κόσμο.
Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, φωνάζει ἡ πολιτεία, γιά νά προσφέρει στό κοινωνικό σύνολο.
Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, παραπονιέται ἡ Ἐκκλησία, γιά νά θυσιαστεῖ γιά τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ.
Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, φωνάζουν οἱ θεσμοί, πού ἰσοπεδόθηκαν καί κινδυνεύουν νά γίνουν ἱστορικά μουσεῖα. Ὅλοι ζητοῦν βοήθεια, ὅλοι ζητοῦν ἄνθρωπο, ἀλλά βοήθεια δέν φαίνεται ἀπό πουθενά.
 Αὐτό εἶναι τό παράπονο τοῦ παραλύτου. Πολλοί περνοῦν ἀπό μπροστά του, μά κανείς δέν συμπάσχει μαζί του. Περνᾶνε ἐπιστήμονες, λέει, καί μέ περιεργάζονται ἐπιστημονικά, σάν νά᾿ μουν πειραματόζωο. Περνᾶνε οἱ καλλιτέχνες καί μέ περιγράφουν καλλιτεχνικά. Γίνομαι θέμα στά ἔργα τους. Περνᾶνε τύποι θρησκευτικοί καί μοῦ εὔχονται περαστικά. Χεῖρα βοηθείας ὅμως δέν μοῦ προσφέρουν. Κανείς ἀπό αὐτούς δέν στάθηκε κοντά μου, δέν ἔσκυψε στόν πόνο μου, νά ἀφουκρασθεῖ τόν χτύπο τῆς καρδιᾶς μου.
Αὐτό εἶναι τό δράμα ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐπιδιώκουμε μέ τήν κωμωδία νά καλύψουμε τήν τραγωδία μας. Κινούμεθα κάτω ἀπό φανταχτερούς τίτλους ἑνώσεων, παγκοσμίων συμβουλίων, πολιτιστικῶν καί θρησκευτικῶν ὀργανώσεων, χωρίς καμμία οὐσιαστική ἐπαφή καί ἑνότητα καί σύνδεσμο. Ὅλα γίνονται τυπικά καί στά ψέματα. Οἱ σύζυγοι ζοῦν σάν ἑτερόζυγοι. Οἱ φίλοι σάν ἐχθροί. Οἱ συγγενεῖς σάν ξένοι. Οἱ συναίτεροι σάν οὐδέτεροι. Οἱ συναγωνιστές σάν ἀνταγωνιστές.
Ὁ ἄνθρωπος πέτυχε νά κάνει τό τριπλό ἔγκλημα: Νά σκοτώσει τήν ἀλήθεια καί νά δεχτεῖ τό ψέμα. Νά χωριστεῖ ἀπό τήν φύση καί νά ζεῖ παρά φύση. Νά ἀρνηθεῖ τόν Θεό καί νά θεοποιήσει τό ἐγώ του. Μέ αὐτά  τό μόνο πού πέτυχε ἦταν νά ἀποκτήσει σάν μόνιμο σύντροφο τήν ἐρημιά του. Ἔγινε διχασμένη προσωποκότητα, τά βάζει μέ ὅλους, ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.
Καί ὅμως, ἀγαπητοί μου, τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου λύθηκε. Ὁ Χριστός συνάντησε τόν παράλυτο. Τοῦ ἔλυσε τήν μοναξιά. Τοῦ χάρισε τήν πολύποθη ὑγεία καί ἀσφάλεια. Ἦρθε στό κόσμο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γιά μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος. Ἦρθε ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός. Αὐτός τάς ἀθενείας ἡμῶν ἔλαβε καί τάς νόσους ἐβάστασεν. Πλέον δέν εἴμαστε μόνοι. Ἔχουμε τόν Χριστό κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν.
Βλέπουμε ἀνθρώπους πού ζοῦν μόνοι τους μέσα στά σπήλαια, στήν ἐρημιά, χωρίς νά δοῦν πρόσωπο ἀνθρώπου καί ὅμως ποτέ τους δέν αἰσθάνθηκαν μόνοι, γιατί εἶχαν παρέα-συντροφιά τόν Χριστό. Καί σάν ἔχεις κοντά σου, μέσα σου τόν Θεό, δέν ἔχεις καμμία ἀνάγκη, ἀφοῦ ὁ Θεός γίνεται τοῖς πᾶσι τά πάντα. Ὅλοι οἱ ἀσκητές, οἱ ἐρημίτες θά ἔπρεπε νά εἶναι τρελοί. Νά τρελαθοῦν ἀπό τήν μοναξιά. Μά δέν εἶναι. Ἴσα-ἴσα τρελαίνονται οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων καί κυρίως τῶν μεγαλουπόλεων. Κάποια κοπέλα ἦταν μοντέλο καί ζοῦσε βουτηγμένη μέσα στήν ἁμαρτία καί στήν ἀθεΐα. Ὅταν γνώρισε τόν Χριστό, ἄφησε τήν ἁμαρτία, ἐγκατέλειψε τήν φανταχτερή ζωή καί ξέρετε τί εἶπε μέ τήν γλῶσσα πού χρησιμοποιοῦν σήμερα οἱ νέοι; Ὁ Χριστός εἶναι ὁ καλύτερος τύπος γιά παρέα. Κάνει τρομερή παρέα.
Ἀγαπητοί μου,
Αὐτή εἶναι ἡ λύση στό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού στέκεται ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας καί χτυπάει νά τοῦ ἀνοίξουμε, γιά νά μπεῖ. Ἐάν συναντηθοῦμε μέ τόν Χριστό, θά πάψουμε νά εἴμαστε μόνοι. Θά ἑνωθοῦμε μέ ὅλο τόν κόσμο, μέ ὅλη τήν κτίση. Θά ἑνωθοῦμε μέ τόν ἑαυτό μας, θά συναρμολογήσουμε τά σπασμένα κομμάτια τοῦ ἑαυτοῦ μας καί αὐτό θά εἶναι ὁ μεγαλύτερος θρίαμβός μας. Ὅποιος βρεῖ τόν Χριστό, ἐκεῖνος ζεῖ ἀληθινά. Βοήθειά μας εἶναι ὁ Χριστός κι᾿ ἐμεῖς πρέπει νά τόν καλέσουμε καί νά τόν βάλουμε γιά πάντα στή ζωή μας. Ἀμήν.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται”-Χριστάκης Ευσταθίου-


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(Ιωάν. ε΄ 1 -15)                                              (Πράξ θ΄ 32 - 42)  Σωτήρια θεραπεία
 
“ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε,  ίνα μή χείρον σοί τι γένηται” 
Xριστός Ανέστη    
Θαυμαστό είναι και το σημερινό γεγονός το οποίο μας περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.  Συγκεκριμένα ο Κύριος θεράπευσε τον παράλυτο της Ιερουσαλήμ, ένα θαύμα που έγινε τον δεύτερο χρόνο της δημόσιας δράσης Του.
Οίκος ευσπλαχνίας   
Ο Κύριος είχε ανεβεί στα Ιεροσόλυμα και βρέθηκε κοντά στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά που στα ελληνικά σημαίνει “οίκος του ελέους ή της ευσπλαχνίας”, δηλαδή το σπίτι της αγάπης.  Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Θεός με ένα υπερφυσικό τρόπο έδειχνε τη μεγάλη αγάπη Του σε πονεμένους συνανθρώπους μας. Ο Χριστός βρέθηκε μπροστά σε μια πονεμένη ύπαρξη που επιζητούσε τη λύτρωση.  Ήταν συγκεκριμένα ένας παράλυτος που για τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου.  Από τον διάλογο του Κυρίου με τον παραλυτικό προκύπτει ότι η δοκιμασία του ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του.  Στο χώρο εκεί παρέμενε για πολλά χρόνια μόνος και αβοήθητος.  Γινόταν πραγματικά ένας μεγάλος αγώνα για το ποιος θα προλάβαινε να πέσει πρώτος στην κολυμβήθρα όταν Άγγελος Κυρίου κατέβαινε και τάρασσε το ύδωρ μια φορά το χρόνο.  
Η λύτρωση  
Θέλεις υγιής γενέσθαι;” Μια τέτοια ερώτηση βέβαια σίγουρα ήταν περιττή.  Ωστόσο, αν κοιτάξουμε λίγο βαθύτερα θα κατανοήσουμε τη σημαντικότητά της για το θαύμα που επιτελέστηκε.    
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εξασφάλιση της υγείας από τον παραλυτικό αλλά και γενικά από τον κάθε άνθρωπο, συνδέεται πολύ στενά με την ελευθερία που μπορεί να απολαμβάνει ο άνθρωπος στην προοπτική πάντοτε και στους ορίζοντες της απάρνησης της αμαρτίας.  Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με τη δυνατότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί την ελευθερία της βούλησής του στην τροχιά της κοινωνίας με την αγάπη του Θεού και σίγουρα όχι σε εκείνη της αποκοπής του από αυτήν που εκφράζεται με την κατάσταση της αμαρτωλής ζωής.  Ουσιαστικά ο Χριστός με την ερώτησή του αυτή είναι σαν να προκαλούσε τον παράλυτο να εκφράσει την πίστη του ως απαραίτητη προϋπόθεση για την θεραπεία του.    
Με το θαύμα ο Χριστός εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού δια της συγχωρήσεως και της αγάπης του απομάκρυνε την αιτία της ασθένειας που ήταν η αμαρτία.  Η αμαρτία είναι η κατάσταση εκείνη που μας εγκλωβίζει πολλές φορές εις τον εαυτό μας, τον οποίο και αυτοθεοποιούμε για να εξορίζουμε από τη ζωή μας τον Θεό που είναι σίγουρα το ασφαλέστερο και μοναδικό στήριγμά μας.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που ο Κύριος επέσυρε λίγο αργότερα την προσοχή στο θεραπευθέντα παράλυτο όταν του είπε “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται”.  Είναι γεγονός ότι πολλές φορές δεχόμαστε τις ευεργεσίες της αγάπης του Θεού και μετά εύκολα τις ξεχνάμε αφήνοντας τον εαυτό μας να κυλίεται και πάλι στη λάσπη της αμαρτίας, η οποία όπως τονίστηκε πιο πάνω είναι η ρίζα και η αιτία κάθε κακού.    
Αγαπητοί αδελφοί, τα μηνύματα που απορρέουν από το περιστατικό της θεραπείας του παραλυτικού είναι τόσο επίκαιρα που αγγίζουν βαθειά και τη δική μας ύπαρξη.  Δεν έχουμε παρά κι εμείς να επιζητήσουμε τη θεραπεία της δικής μας ασθένειας από το μόνο Λυτρωτή και Σωτήρα μας Χριστό, η αγάπη του οποίου μας “κυνηγά” σε κάθε μας βήμα.  Ας έχουμε υπόψιν και την προτροπή του Κυρίου “ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε”.  
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ π. Περικλής Ρίπισης


Μὲ τὴ σημερινὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Χριστὸς μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ ἀρρώστια ἀποτελεῖ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ φέρνει τὴν ἀρρώστια καὶ ἡ ἀρρώστια τελικὰ τὸ θάνατο. Τὸ ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ διαπιστώνουμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας.
Ὁ παραλυτικὸς λοιπὸν ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ἁμαρτία τοῦ εἶχε ἀφήσει κληρονομιὰ τὴν ἀρρώστια του. Τὸ διαβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν τοῦ λέγει μετὰ τὴ γιατρειά του: «κοίταξε, ἔγινες καλά, μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο...».Ἐτούτη δὲ τὴ στενὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, μερικοὶ δὲν τὴ δέχονται, ἐνῶ ἄλλοι τὴν χλευάζουν, ὅτι τάχατες αὐτοὶ τὰ γνωρίζουν ὅλα.Μά, ἂν καλοεξετάσουμε, θὰ διαπιστώσουμε πὼς καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Καὶ σὰν ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή, τότε καὶ τὸ σῶμα ὑποφέρει. Μιὰ τέτοια ὅμως κατάσταση δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Ἀπεναντίας, ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουμε τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας.
Γι᾿ αὐτό, κάθε τι ἐνάντιο καὶ ἐπιζήμιο γιὰ τὴν ὑγεία μας, πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε. Παρεκτροπὲς ἐπικίνδυνες, καταχρήσεις ἄστοχες, ταλαιπωρίες ἄσκοπες, ἐκθέτουν τὸ σῶμα μας στὸν κίνδυνο τῆς ἀρρώστιας. Καὶ τελικὰ ἀρκετὲς φορές, παραδομένο στὴ φθορά, καταλήγει στὸ θάνατο. Μὰ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε μὲ τὸ σῶμα μας, αὐτὸ τὸ γήϊνο στοιχεῖο, καὶ μᾶς εἶπε νὰ τὸ φροντίζουμε καὶ νὰ τὸ σεβόμαστε. Ἐτούτη δὲ ἡ φροντίδα δὲν σταματάει στὴν ἐξωτερικὴ ἔνδυση καὶ τὸν στολισμό, ἀλλὰ προεκτείνεται καὶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν εὐρωστία. «Χωρὶς γερὸ σῶμα, χωρὶς ὑγεία, εἴμαστε ἄχρηστοι γιὰ ἐργασία καὶ μισοὶ ἄνθρωποι στὴ ζωή».
Τώρα, ἂν ἔρθει ἡ ἀρρώστια καὶ εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, ἂς εἶναι καλοδεχούμενη, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ. Ἐὰν ὅμως ἡ ἀρρώστια εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας ἀσωτείας ἢ καταστροφῆς καὶ μόλυνσης τῆς ζωῆς, «τότε τί λόγο θὰ δώσουμε στὸ Θεὸ καὶ τί δικαιολογία θὰ βροῦμε στὸν ἑαυτό μας;».
Τελικὰ δέ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι, ἄρα θνητοὶ καὶ φθαρτοί, ἡ ἀρρώστια εἶναι ἡ κληρονομιά μας καὶ θά ᾿ρθει ἀργὰ ἢ γρήγορα. Ἔ! Τότε ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε μὲ ὑπομονή, καρτερία καὶ προπάντων ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεό.Σὰν θά ᾿ρθει λοιπὸν ἡ ἀρρώστια, νὰ μὴ τὰ χάσουμε· νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε. Θὰ καλέσουμε βεβαίως τὸ γιατρό· θὰ πᾶμε ἴσως ἂν χρειασθεῖ καὶ στὸ νοσοκομεῖο, μὰ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ μεγάλο γιατρό, τὸν Χριστό, καὶ νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ νὰ σταθεῖ κοντά μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ γιατρειά Του.Νὰ μοιάσουμε δηλαδὴ τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν τριανταοχτὼ χρόνων, τὴν μνημειώδη καρτερία του καὶ τὴ μεγάλη ἐλπίδα, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος κέρδισε. Αὐτὸ ποὺ ἐνδόμυχα ἤλπιζε καὶ πίστευε, τὸ πῆρε καὶ πῆγε πιὰ εὐτυχισμένος στὸ σπίτι του, κουβαλῶντας καὶ τὸ κρεββάτι του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐὰν δὲν καταλάβουμε πὼς ἡ ἀρρώστια εἶναι κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἰσορροπήσουμε μὲ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ βροῦμε μαζί του.Ἐὰν δὲν πολεμήσουμε τὸ κακὸ ποὺ κρύβουμε μέσα μας, δὲν θὰ βροῦμε ἠρεμία στὴ ζωή μας. Καὶ ἔτσι τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ περάσει μέσα μας, γιὰ νὰ σβήσει τὴ σκοτεινιά μας.Καὶ ἐὰν περιμένουμε νὰ τακτοποιήσουμε τὰ πράγματα μὲ τὸν ἑαυτό μας αὔριο καὶ ὄχι τώρα, σήμερα, ἔχουμε χάσει καὶ ἔχουμε ἀποτύχει. Γιατὶ ἐτοῦτο τὸ αὔριο καὶ ἀβέβαιο εἶναι, καὶ δὲν μᾶς ἀνήκει, ἀφοῦ ἄλλος τὸ χορηγεῖ. Ἔτσι λοιπόν, γιὰ νὰ ἔχουμε ὑγεία σωματικὴ καὶ ψυχική, ὀφείλουμε νὰ ξεφορτωθοῦμε τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἁμαρτίας. Εἰδεμή, κοροϊδεύουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ὅμως ἕνα πρᾶγμα νὰ ἔχουμε ὑπόψη καὶ νὰ μὴ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ· ὅτι μπορεῖ τὸν ἑαυτό μας νὰ τὸν ξεγελᾶμε· μπορεῖ καὶ τοὺς ἄλλους· μὰ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ Τὸν ξεγελάσουμε. ΑΜΗΝ.
π. Περικλής Ρίπισης

Κυριακή του Παραλύτου: Λόγος για την συνήθεια της αμαρτίας (Αγ. Μακάριος ο Πάτμιος)


Λόγος του Αγίου Μακαρίου του Πατμίου εις την Κυριακήν του Παραλύτου


Ο άνθρωπος κλίνει φυσικά στο να λυπήται και να πονά στις δυστυχίες και συμφορές των άλλων. Ίσως επειδή είναι κοινές ή επειδή όλοι είμεθα από το ίδιο φύραμα, ή επειδή δεν γνωρίζει ο άνθρωπος «τι τέξεται η επιούσα». Δεν είναι βέβαιος ότι αργότερα δεν θα φυτρώσουν στον ίδιον οι άκανθες των πόνων τις οποίες βλέπει σε άλλους. Γι’ αυτούς τους λόγους δικαίως σύρεται κανείς σε συμπαθή διάθεση, όταν θεωρή τις ασθένειες και τους πόνους των συνανθρώπων του. Ποίος, λοιπόν, θα ήταν τόσο σκληρός στην καρδία, τόσο θηριογνώμων στην διάθεση ώστε να μη συλλυπηθή και να μη συμπονέση σήμερα, ακούγοντας από το ιερόν Ευαγγέλιον τους πολλούς εκείνους χρόνους, τους οποίους επέρασεν ο σημερινός παράλυτος κατάκοιτος, σαν αναίσθητος λίθος, επάνω σε ένα κρεββάτι; Ποίου η ψυχή δεν θα πονούσε ακούγοντας πως αυτός ο ταλαίπωρος ήταν όχι μόνον παράλυτος αλλά και ευρίσκετο σε εσχάτην πτωχεία, και γι’ αυτό ήταν έρημος από φίλους, γυμνός από συγγενείς; Ποίος να μη συλλυπηθή, όταν συλλογισθή όχι μόνον τους πόνους που του προκαλούσε η βαρυτάτη ασθένεια της παραλυσίας, αλλά ακόμη την λύπη και το παράπονο που ησθάνετο όταν έβλεπε τον Άγγελο να ταράσση το ύδωρ της κολυμβήθρας, να ιατρεύεται άλλος και να φεύγη, και ο ίδιος να κείτεται πάντοτε εκεί; Μου φαίνεται, λοιπόν, πως όσοι χρόνοι επερνούσαν και όσοι ασθενείς ιατρεύοντο, τόσες πληγές εδέχετο ο δυστυχισμένος αυτός παράλυτος, συλλογιζόμενος πως οι άλλοι όλοι είχαν συγγενείς και φίλους, οι οποίοι τους εβοηθούσαν στην θεραπείαν τους, ενώ γι’ αυτόν δεν ευρέθη ποτέ σε τόσους χρόνους ούτε φίλος ούτε συγγενής να τον βοηθήση για να ιατρευθή. Ποίος, λοιπόν, είναι που θα συλλογισθή την εσχάτην αυτήν πτωχεία του παραλύτου και δεν θα λυπηθή μαζί του; Και καθώς δεν υπάρχει κανείς που να μην παρακινηθή σε συμπάθεια από αυτήν την εσχάτη δυστυχία του παραλύτου, ομοίως δεν ευρίσκεται κανείς που να μην αγανακτήση και να μην παρασυρθή σε θυμόν και οργήν όταν ιδή ότι κάποιος άλλος παρόμοιος παράλυτος, έχοντας άνθρωπον που στέκεται πάντοτε πρόθυμος, έτοιμος να του δώση την θεραπείαν, αυτός παρακινημένος από την ιδικήν του εθελοκακίαν και αγνωσίαν, αναβάλλει τον χρόνον της θεραπείας του, ημπορεί και δεν θέλει να σηκωθεί μέσα από τον τάφον εκείνον της ασθενείας; Τοιούτον παράλυτον, τοιούτον ασθενή, ποίος θα τον ακούση και δεν θα αγανακτήση; Ποίος θα τον ιδή και δεν θα οργισθή εναντίον του; Αλλά είναι δυνατόν να ευρεθή, θα μου ειπή κάποιος, τοιούτος ανόητος ασθενής, τοιούτος αναίσθητος παράλυτος, που να αποστρέφεται τον ιατρόν του; Να μη θέλη την υγείαν του, αλλά να προτιμά να είναι λεπρωμένος παρά καθαρός, να είναι συζώντανος ενταφιασμένος μέσα στους πόνους, μέσα στην δυσωδία της ασθενείας; Ναι, είναι πολλοί. Τόσοι, όσοι και οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, οι οποίοι μένουν κατάκοιτοι, παράλυτοι, ακίνητοι στην εργασίαν των εντολών του Θεού. Όλους αυτούς εικονίζει ο παράλυτος εκείνος ο οποίος αποστρέφεται τον ιατρόν του, εκείνος που είχε άνθρωπον, τον Υιόν του Θεού, ο οποίος ημπορεί να τον ιατρεύση σε μία στιγμή, χωρίς να χρειάζεται άγγελο να ταράξη το ύδωρ μίαν φορά τον χρόνο, επειδή αυτός ο ίδιος είναι «ο της μεγάλης βουλής Άγγελος», και μάλιστα έχει στήσει πολλές φορές κολυμβήθρες εμπρός στους οφθαλμούς του αμαρτωλού. Όσα μυστήρια, όσοι σταλαγμοί δακρύων της μετανοίας, τόσες και οι θεραπευτικές αναταραχές. Όσες στιγμές έχει η ώρα, τόσες φορές και ο της μεγάλης βουλής Άγγελος είναι έτοιμος να δώση την συγχώρηση για να ιατρεύση την λέπραν της αμαρτίας. Και όμως ο αμαρτωλός, ο πνευματικώς παράλυτος, σφαλίζει τους οφθαλμούς του να μην ιδή τον ιατρόν, προτιμά να είναι νεκρός, κατάκοιτος στην αμαρτία παρά ζωντανός στην αρετή.

Από που προέρχεται αυτή η εσχάτη αναισθησία; Από πού αυτή η αξιοδάκρυτος καταδίκη στον αμαρτωλόν; Από την πονηράν συνήθεια της αμαρτίας. Αυτή είναι που έχει δεμένον τον αμαρτωλό στο κρεβάτι της αναισθησίας, αυτή είναι που τον παρακινεί να προτιμήση τον θάνατον από την ζωήν. Και για να βεβαιωθής πως είναι τόσο δυνατή αυτή η συνήθεια, πρόσεχε: Εκείνος που έχει ανοικτές τις ακοές του στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και δέχεται με τόσην προθυμία τα κηρυττόμενα, ωσάν επιστολές που του στέλλει ο Ουράνιος του Πατήρ, εύκολα αντιλαμβάνεται πως ο σημερινός παράλυτος παριστάνει μίαν εικόνα εκείνου που είναι δεμένος από την συνήθεια της αμαρτίας. Διότι καθώς η παράλυσις, επειδή διαλύει τα νεύρα του σώματος, κάμνει το σώμα νεκρόν και ακίνητον, τοιουτοτρόπως και η συνήθεια της αμαρτίας, κόπτει τα νεύρα της ψυχής και γι’ αυτό την κάμνει ακίνητον σε κάθε εργασία της αρετής, στην οποίαν δεν έχει δύναμιν η ψυχή να ανεβή, επειδή σύρεται πάντοτε κάτω από το βάρος των αμαρτημάτων. Όθεν και ο μέγας Βασίλειος γράφει: «η συνήθεια που επαγιώθη, με την πάροδο μακρού χρόνου, λαμβάνει ισχύν φύσεως. Γι’ αυτό δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση κάποιος την συνήθεια». Ας κοπιάση όσον θέλει, ας προσπαθήση όποιος θέλει με ό,τι τρόπον ημπορεί να κόψη ένα φυσικόν ιδίωμα του ανθρωπίνου σώματος, ας ειπούμεν το γελαστικόν ή το επιθυμητικόν. Ματαίως κοπιάζει. Κατά τον ίδιον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας, όταν γηράση, μεταβάλλεται σε φύσιν, αποκτά ιδιότητες φυσικής δυνάμεως. Και βεβαίως, ο μέγας Πατήρ που αναφέραμε δικαίως λέγει ότι δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση κάποιος την παλαιάν συνήθεια. Τρισόλβιος λοιπόν και άξιος πολλών εγκωμίων όποιος, πριν να γηράση η αμαρτία, της κόπτει τα νεύρα και πριν τον νεκρώση αυτή, την θανατώνει. Καθώς σε ένα καινούργιον αγγείον, ό,τι βάλεις στην αρχή και το αφήσεις να πολυκαιρίση, παίρνει εκείνου την οσμή, είτε καλή είναι είτε κακή, και ύστερα όσον και αν πλύνης εκείνο το αγγείον, δεν ημπορείς με τίποτε να αφαιρέσης εκείνην την ευωδίαν ή δυσωδίαν, κατά τον ίδιον τρόπον και η αμαρτία, όταν πολυκαιρίση στην καρδία, όταν γίνη συνήθεια, δύσκολα πλέον ή παντελώς δεν χωρίζεται από τον άνθρωπον, αλλά όσον πολυκαιρίζει τόσον ριζώνει η συνήθεια του κακού και της αμαρτίας. Όθεν επαινώ εκείνον τον σοφόν, όποιος και αν είναι, ο οποίος θέλοντας να φανερώση το πλάτος και βάθος της πονηράς συνηθείας, της έδιδε τοιούτον σύμβολον. Εζωγράφιζεν ως ιερογλυφικόν ένα σπήλαιον υπόγειον με την επιγραφήν: «το εύρος τόσον, όσον και το βάθος». Θέλοντας με τούτο να φανερώση ότι η πονηρά συνήθεια αυξάνοντας κάθε ημέρα με το γάλα της κακίας και της πονηρίας, όσον πολυχρόνιον πάθος είναι, τόσο είναι και χειρότερον. Διότι καθώς και τα άλλα πράγματα αρχίζουν από μικρά και αυξάνουν με την πολυκαιρίαν, με ανάλογον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας φθάνει με την πολυκαιρία σε τόσην αύξηση, ώστε γίνεται ακατανίκητος. Γράφει με πολύν πόνο στο χρυσόν βιβλίον των Εξομολογήσεών του ο μέγας Αυγουστίνος: ανεστέναζα δεμένος. Από ποίον ω άνθρωπε του Θεού; Όχι από άλλον, λέγει, όχι από ξένην αλυσίδα, αλλά με την ιδικήν μου σιδηράν συνήθεια, η ιδική μου θέλησις ήταν ο τύραννος. Η άρρηκτος άλυσις ήταν η συνήθεια, η οποία με έδεσε τόσον που με έφερε σε ακολασίαν, πράγμα το οποίο, μην ημπορώντας να αποκόψω, έγινεν ανάγκη, και η ανάγκη κατέληξε να γίνη φύσις. Όθεν μετά από όλα αυτά φωνάζει: κανείς δεν ημπορεί να καταλάβη πόσην δυσκολίαν έχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, το να αποκόψη κάποιος μίαν παλαιάν συνήθεια, εκτός από αυτόν που έχει αγωνισθή. Για ποίον λόγον όμως, εξήγησέ μας καθαρώτερα, διδάσκαλε της οικουμένης; Διότι, λέγει, ο πονηρός λογισμός γεννά ηδονήν, από αυτήν πάλι γεννάται η συγκατάθεσις, και από την συγκατάθεσιν η πράξις, και από την πράξιν η συνήθεια, και από την συνήθεια γεννάται η ανάγκη, και αυτήν ακολουθεί ο θάνατος. Όθεν δεν σφάλλεις αν παρομοιάσης τον αμαρτωλόν εκείνον που άφησε την αμαρτία να γίνη στην ψυχή του συνήθεια, δεν σφάλλεις λέγω, εάν τον παρομοιάσης με κάποιον που έπεσε στα χέρια ενός ασπλάχνου και ανελεήμονος τυράννου, τον οποίον, θέλοντας εκείνος ο τύραννος να θανατώση, τον έκλεισε σε μία σκοτεινήν φυλακήν, χωρίς να τον κλειδώση. Πλην όμως έχασε την πόρτα και δεν ευρίσκει από πού να εξέλθη. Όθεν τριγυρίζοντας αποθνήσκει εκεί μέσα. Το ίδιο συμβαίνει και σ’ εκείνον για τον οποίον η αμαρτία έχει γίνει συνήθεια. Αισθάνεται πως ευρίσκεται σε μία σκοτεινή φυλακή και τριγυρίζει να εύρη την πόρταν, πλην όμως την έχει κλεισμένην η πονηρά συνήθεια. Γι’ αυτό, αφού αναβάλλει συνεχώς να εύρη την πόρτα της ελευθερίας, ευρίσκει τον θάνατον της παντελούς απωλείας, καθώς έχει γραφή: «συνήθειαν λαβούσα η αμαρτία, έλκει εις παντελή απώλειαν». Ήλθε σε μεγάλην ανάγκην ο βασιλεύς Σαούλ, στον πόλεμον εκείνον που εκήρυξεν εναντίον του ο υπερήφανος Γολιάθ, γι’ αυτό ηναγκάσθη να ενδύση με τα ιδικά του βασιλικά άρματα τον Δαβίδ. Εκείνος τα εφόρεσε μετά πολλής χαράς, όμως εκεί που έκαμε να σαλεύση για να υπάγη εναντίον του Γολιάθ, βλέπει ότι από τα άρματα εκείνα περισσότερον εμποδίζεται παρά βοηθείται. Ενθυμούμενος λοιπόν ο Δαβίδ ότι αυτός δεν εσυνήθιζε ποτέ να νικά εχθρούς με τοιαύτα όπλα, αλλά με την βοήθειαν του Θεού, σε συνδυασμό με την ιδικήν του ποιμαντικήν σφενδόνα, λέγει στον βασιλέα: «Υψηλότατε βασιλεύ, ευχαριστώ για την τιμήν που μου έκαμες. Λαμπρά και πολύτιμα είναι τα άρματά σου, αλλά δεν είναι για εμένα, διότι εγώ δεν εσυνήθισα να νικώ εχθρούς με τοιαύτα άρματα.

Βλέπεις πόσην δύναμιν έχει η συνήθεια, ώστε να υπερβαίνη και την δύναμη των βασιλικών αρμάτων; Πόσοι ευγενείς, πόσοι βασιλικού αίματος, πόσοι βασιλικού νοός, πόσοι σοφίας θρέμματα; Και όμως δεν ημπορούν να αντιπαλαίσουν έναν Γολιάθ, ένα πάθος, έναν θυμόν, μίαν μέθην, μίαν παλλακίδα, μίαν φιλαργυρίαν, μίαν κενήν δόξαν; Αλλά αρματωμένοι με βασιλικά και λαμπρά όπλα σύρονται στο σκότος της αμαρτίας, από την πονηράν συνήθειαν των καταφρονεμένων εκείνων παθών, τα οποία και αυτοί οι ίδιοι το ομολογούν ότι είναι επονείδιστα, πως είναι θανατηφόρα. Αναστενάζουν αυτοί οι βασιλικοί άνδρες, οι λαμπροφορεμένοι γίγαντες, κάτω από τα πόδια ενός υβριστού και βλασφήμου Γολιάθ, αναστενάζουν κάτω από την τυραννία μιας πολυκεφάλου Ύδρας, την οποίαν ο νέος Ηρακλής Δαβίδ θανατώνει ευκολότατα με μίαν σφενδόνα, με μίαν φυγήν, με μίαν γρήγορον αποκοπήν της αμαρτίας. Ω κατηραμένη συνήθεια της αμαρτίας, ποίος θα αναλογισθή την δύναμη που έχεις και δεν θα αναστενάξη; Ποίος θα αναλογισθή την καταφρόνηση και το όνειδος που προξενείς στους βασιλικούς και ευγενικούς άνδρες, και δεν θα ειπή με τον μεγαλοφωνότατον Ησαϊαν «Ουαί οι επισπώμενοι τας αμαρτίας αυτών ως σχοινίω μακρώ»’;

Ας σας απαριθμήσω όμως με συντομίαν τα άλλα όσα προξενεί στην ψυχή αυτή η πονηρά συνήθεια: Πρώτον, κάμνει τα αμαρτήματα βαρύτερα, επειδή οι ρίζες τους, τα πάθη, προχωρούν όλο και βαθύτερα. Είναι φανερόν για κάθε σκεπτόμενον άνθρωπον αυτό που λέγω, ότι δηλαδή κάθε αμαρτία, όσον αργοπορεί στον άνθρωπο, τόσο γίνεται βαρυτέρα, τόσον αυξάνει η κακία της. Δεύτερον, η πονηρά συνήθεια σμικρύνει τα έμφυτα αγαθά, και τούτη η ζημία δεν χρειάζεται απόδειξιν σε κάποιον που στοχάζεται την ευλάβειαν, την αγάπην που είχε προς τον Θεόν κάθε ψυχή πριν να κυριευθή από κάποιο θανάσιμον πάθος, ή και την κλίσιν που είχε στο να ελεή και να σπλαχνίζεται τους άλλους πριν να κυριευθή από την φιλαργυρίαν. Αυτές τις αρετές που έχει ο άνθρωπος πριν να πέση στις αντίθετες αυτών των αρετών αμαρτίες, εάν τις μετρήσης ύστερα, ευρίσκεις ότι εξέπεσαν πολύ από τον πρώτον τους βαθμόν. Τρίτον, κάμνει η συνήθεια τον άνθρωπον ευάλωτον στα λοιπά αμαρτήματα, επειδή ανοίγει δρόμον η μία αμαρτία στην άλλη, το ένα βοηθά το άλλο. Τέταρτον, με το βάρος που δίδει στην ψυχήν η συνήθεια, δεν παρακινεί πλέον όπως στην αρχήν, αλλά εξαναγκάζει, βιάζει, στενοχωρεί τον άνθρωπο, πολλές φορές, και χωρίς να το θέλη, να αμαρτάνη. Πέμτον αποτέλεσμα της συνηθείας είναι η απελπισία, και τελευταίον η αιώνιος κόλασις. Όθεν ο ιερός Αυγουστίνος παρομοιάζει την κακήν συνήθεια της αμαρτίας, με έναν ύπνο βαθύ, από τον οποίον, όταν ξυπνήση ο άνθρωπος, θέλει να περιπατήση, αλλά δεν ημπορεί, επειδή εμποδίζεται από το βάρος του ύπνου. Έτσι και αυτός που είναι κυριευμένος από την πολυκαιρινήν συνήθεια της αμαρτίας, ακούει τον λόγον του Θεού που λέγει: «απολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού, και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού, και επιστράφητε προς με, και ελεήσω υμάς, και αφήσω τας αμαρτίας υμών». Θέλει να επιστρέψη στον Θεόν, επιθυμεί να αφήση τις αμαρτίες, όμως δεν ημπορεί, εμποδιζόμενος από την συνήθειαν. Και εάν καμμίαν φοράν φαίνεται πως επιστρέφει προς τον Θεόν, η επιστροφή του δεν είναι αληθινή, αλλά επίπλαστος. Και καθώς, όταν πέση η βροχή στην γη, φαίνονται πως βρέχονται και οι πέτρες, αλλά από έξω, και εάν τις ιδής στο εσωτερικόν τους είναι κατάξηροι και έρημοι από την δρόσον της βροχής, το ίδιο γίνεται και σ’ εκείνους που η καρδία τους εσκληρύνθη από την πονηράν συνήθειαν. Εξωτερικώς φαίνονται πως εδέχθησαν την θείαν δρόσον της μετανοίας, όθεν πολλές φορές και αναστενάζουν και κλαίουν, όμως από μέσα η καρδία τους είναι ξηρά και έρημος από την δρόσον της Θείας μετανοίας, επειδή η πονηρά συνήθεια δεν επιτρέπει στην δρόσον του Θείου λόγου να φθάση μέχρι τα ενδότερα μέρη της ψυχής.

Ένας διδάσκαλος παρομοιάζει εκείνους οι οποίοι είναι κυριευμένοι από συνήθεια μιας αμαρτίας, με ένα παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά. Πιάνουν πολλές φορές κανένα άγριον πουλί και το δένουν από το πόδι με κλωστήν. Το αφήνουν να πετάξη, και αυτό πετά στο ύψος για να φύγη, αλλά εκείνα το σύρουν πάλι χαμηλά. Το ίδιο παιγνίδι φαίνεται πως κάμνει και ο διάβολος με εκείνους που έχει δεμένους με το σχοινί της συνηθείας. Πολλές φορές τους αφήνει να πετάξουν στο ύψος της αρετής, και βλέπεις ότι, ενώ ευρίσκονται ακόμη μέσα στα πάθη, στα δεσμά των προηγουμένων αμαρτιών, αρχίζουν να εγκρατεύωνται, να νηστεύουν, να κατηγορούν την ζωή που έκαμαν, να ψέγουν την δουλεία της αμαρτίας, να επαινούν την ελευθερία της αρετής. Όμως, ενώ κάμνουν αυτό το καλόν προοίμιον της αρετής, τους βλέπεις πάλι να κρημνίζωνται στο βάραθρον της κακίας, επειδή ο διάβολος τους έχει δεμένους με το σχοινί της συνηθείας, γι’ αυτό τους αφήνει να πετάξουν λίγο μόνον στο ύψος της αρετής, προς αισχύνην και όνειδός τους, και προς ηδονήν και χαράν ιδικήν του, διότι ποτέ δεν εγνώρισεν άλλην απόλαυσιν, άλλην ηδονήν από τότε που εξωρίσθη από τα κάλλη του ουρανού, από το να εμπαίζη τον ταλαίπωρον άνθρωπον με την συνηθειαν της αμαρτίας.

Γράφουν οι Ιστορικοί για τον Μιθριδάτην, εκείνον τον περιβόητον τύραννον, ότι μεταχειριζόμενος συχνά για τροφήν το δηλητήριο που λέγεται κώνειον, έφθασε σε τοιαύτην έξιν, ώστε και αναγκαζόμενος κάποτε να θανατωθή από την μεγάλην του δυστυχίαν, εζήτησε αυτό το δηλητήριο και έφαγε πολύ. Όμως αυτό δεν ενήργησε, δεν του επέφερε εκείνο που επιθυμούσε, δηλαδή τον θάνατον, τον οποίον εθεωρούσε προτιμότερον από το να πέση στα χέρια των εχθρών του και να γίνη παιγνίδι ιδικό τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον ταλαίπωρον αμαρτωλόν. Επειδή η καθημερινή μεταχείρισις της αμαρτίας γίνεται γι’ αυτόν δευτέρα φύσις, συμμετέχει χωρίς όρεξη και πόθο στα Μυστήρια. Όμως με την συχνή καταφρόνηση που κάμνει σ’ αυτά, παρακινημένος από την συνήθεια, τελικά τα ευρίσκει ανενέργητα. Του συμβαίνει κάτι παρόμοιον καθώς σε έναν διαβάτην, ο οποίος ερχόμενος να περάση ένα ποταμόν, ευρίσκει στην αρχή μια μικρή ξύλινη γέφυρα, αλλά την καταφρονεί και προχωρεί νομίζοντας ότι θα εύρη άλλην μεγαλύτερη γέφυρα πέτρινη. Κοπιάζει όμως πολύ και δεν την ευρίσκει, γι’ αυτό αναγκάζεται να γυρίση πίσω, για να τον περάση τάχα από εκείνη την ξύλινη. Όμως μέχρι να έλθη αυτός, ο ποταμός αυξάνει από την βροχή, κατεβαίνει ρεύμα πολύ, σκεπάζεται η γέφυρα εκείνη η ξύλινη, οπότε ο διαβάτης απομένει στην ερημία και ακολούθως στον θάνατο. Το ίδιο γίνεται και στον δυστυχισμένον αμαρτωλόν, ο οποίος δεμένος με την συνήθεια στην αμαρτίαν, ευρίσκει στην αρχήν εύκολο να λυθή με την ουράνιο γέφυρα της μετανοίας. Επειδή όμως στην αρχή την καταφρονεί, παρακινείται ύστερα να την ζητήση, αλλά δεν την ευρίσκει, επειδή η συνήθεια έχει κατεβάσει πολλά ρεύματα παθών και αμαρτιών, και σκεπάζει την συντριβή της καρδίας, παχύνει τον νου, ψυχραίνει την θείαν αγάπην, οπότε δεν απομένει άλλο στον ταλαίπωρον αμαρτωλόν από του να κρημνίζεται από το μικρότερο βάραθρο της αμαρτίας στο μεγαλύτερο, και τελικώς στα τάρταρα του άδου. Για να πληροφορηθής αυτό που σου λέγω, γύρισε μίαν φορά το βλέμμα σου στην αυλήν του Καϊάφα. Θα ιδής εκεί τον Πέτρον, ο οποίος, όταν ηρωτήθη στην αρχή αν είναι και αυτός μαθητής του Χριστού, λέγει: «Ουκ οίδα τον άνθρωπον», και πάλιν, όταν μετά από λίγην ώραν ηρωτήθη για δευτέρα φορά, κάμνει και όρκον ότι δεν γνωρίζει. Την δε τρίτην φορά που ηρωτήθη, προσθέτει και ανάθεμα. «Τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον». Ω κατηραμένη συνήθεια, και τι δεν ημπορείς να κάμης; Ποίον δεν ημπορείς να κρημνίσης; Ας αποφύγωμε λοιπόν, ω αγαπημένοι μου, την συνήθεια της αμαρτίας, ας μην καταφρονήσωμε την μικρά συνήθεια, για να μην κυριευθούμε από την μεγάλη. Ο Πέτρος, αν δεν άφηνε να χωρέση στην ψυχή του αυτή η παραμικρή πρότασις «ουκ οίδα τον άνθρωπον», δεν θα έφθανε σε τόσην ανάγκη, ώστε σ’ εκείνο το «ουκ οίδα τον άνθρωπον», να προσθέση όρκον και ανάθεμα. Είναι αξιέπαινον, αν και φαίνεται αξιοκατάκριτον, το έργον που έκαμε ο νέος εκείνος, τον οποίον παίρνοντας οι δήμιοι για να τον κρεμάσουν, επειδή ήταν κλέπτης, παρεκάλεσε τους δημίους να τον αφήσουν να πλησιάση την μητέρα του, η οποία ήταν εκεί κοντά και έκλαιε. Εκείνοι, αν και άσπλαχνοι στις συμφορές των άλλων, όμως τότε δεν γνωρίζω πώς, εφάνησαν συμπαθητικοί και έδωσαν άδεια στον καταδικασμένον εκείνον νέο να πάει κοντά στην μητέρα του, νομίζοντας ότι θέλει ίσως να την ασπασθή και να της ειπή το τελευταίον «υγίαινε», αφού εκείνη την ώρα επρόκειτο να αποχωρισθούν με τοιούτον χωρισμόν. Άφησαν λοιπόν οι δήμιοι τον νέον, αν και δεμένον, και επλησίασε την μητέρα του, και εκεί που έκαμε πως θέλει να της ειπή ένα λόγον κρυφόν, αυτός αρπάζει με τα δόντια το αυτί της μητέρας και το κόπτει. Αυτό το ασεβές έργον ετάραξε πολύ τους παρευρισκομένους εκεί, οι οποίοι έλεγαν ότι αυτός ο νέος ήταν άδικος όχι μόνον στους άλλους, αλλά και στην ιδία την μητέρα του. Εκείνος όμως αποκρίνεται «αυτή είναι αίτιος τούτου του θανάτου μου και όλης της άλλης μου κακίας. Διότι εάν μου έκοπτε την συνήθεια που είχα στην νεότητά μου να κλέπτω τις πλάκες που είχαν για να γράφουν οι συμμαθηταί μου, δεν θα τολμούσα να κλέψω και την Οκτώηχο εκείνη, και ακολούθως τα μεγαλύτερα, και έτσι να έλθω σε αυτήν την συμφορά.»

Βλέπει ο Πλάτων ένα φίλον του που έπαιζε κύβους, και αρχίζει ευθύς να τον κατηγορή δριμύτατα και να τον υβρίζη χωρίς έλεος. Και εκείνος ο φίλος του Πλάτωνος, απορώντας για την υπερβολικήν αντίδρασή του, το μόνο που απήντησε ήταν: «ως επί μικροίς» σαν να του έλεγε: «ω σοφότατε Πλάτων, για ένα τόσο μικρόν αμάρτημα μου κάμεις τόσες ύβρεις; Για τόσην ολίγην άνεσιν, που δίδω στο σώμα μου με το αθώον αυτό παιγνίδι, μου πλέκεις τόσους ονειδισμούς; Μου δίδεις τόσες ύβρεις; Τόσες πολλές κατηγορίες; Και μάλιστα εμπρός σε τόσους πολλούς ανθρώπους; Μεγάλη αντίδρασις, για μικρά πραγματα. Με υβρίζεις για τόσο μικρόν πράγμα». Και εκείνος του αποκρίνεται: «Όταν όμως θα γίνη συνήθεια, δεν θα είναι μικρόν». Ακούεις λόγον από στόμα έλληνος, ακούεις διδασκαλίαν χρυσήν ευαγγελικήν; Μικρόν είναι το αμάρτημα που κάμεις, φίλε μου, όμως η συνήθεια της αμαρτίας δεν είναι μικρόν πράγμα, αλλά θανατηφόρον, το οποίο κάμνει πολλούς να κλείνουν τους οφθαλμούς, για να μη ιδούν τον ιατρόν της ψυχής τους. Αυτό έχει θανατώσει και καθημερινώς θανατώνει πολλούς και μάλιστα γίγαντες. Πράγματι, η αμαρτία όταν γίνη συνήθεια δεν είναι μικρόν πράγμα. Διότι αυτή είναι η παράλυσις της ψυχής, είναι η αλυσίδα με την οποίαν ο διάβολος δένει τον άνθρωπον επάνω στο κρεβάτι της αναισθησίας. Δεν είναι μικρόν πράγμα η συνήθεια, αλλά μέγα και φοβερόν, επειδή προξενεί στον άνθρωπον την φοβεράν εκείνην και απαρηγόρητον κόλασιν. Δεν είναι κάτι μικρόν η συνήθεια, διότι είναι ανίατος σε εκείνους που δεν γνωρίζουν τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία είναι:

Το πρώτον που χρειάζεται για να κόψη τις ρίζες και τα νεύρα μιας πονηράς συνηθείας, δεν είναι άλλο από την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτή είναι που αχρόνως και ακόπως θεραπεύει αυτό το ανίατον πάθος, όπως κηρύττει ο σημερινός παράλυτος με τον κράββατο στον ώμο. Αυτή όμως η παντοδυναμία δεν ενεργεί μόνη της. Όχι πως δεν ημπορεί, ούτε πως δεν θέλει, αλλά για να μην αναιρέση εκείνο που εχάρισεν άπαξ δια παντός στον άνθρωπο, το προαιρετικόν. Χρειάζεται λοιπόν πολλά η παντοδυναμία αυτή του Θεού για να ενεργήση σ’ εμάς: την αποχήν του κακού, το μίσος κατά της αμαρτίας, την συντριβήν της καρδίας, την ικανοποίησιν, το μυστήριον της μετανοίας και αληθινής εξομολογήσεως. Και μαζί με όλα αυτά, την προσευχή και την θέληση του ανθρώπού να κλίνη τον αυχένα, και με θερμά δάκρυα να ζητά την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτό που λέγω γίνεται φανερόν από τον σημερινόν παράλυτον. Εγνώριζεν ο καρδιογνώστης μας Χριστός και τους πολλούς χρόνους που τον είχεν η ασθένεια δεμένον στον κράββατον επάνω, εγνώριζεν επίσης και τους πόνους και την ταλαιπωρίαν την πολλήν που υπέμεινε. Δεν αγνοούσε ούτε την επιθυμίαν που είχεν ο ταλαίπωρος εκείνος να ελευθερωθεί από την ασθένειαν, ούτε την έλλειψη των αναγκαίων, ούτε την ερημία των φίλων και των συγγενών. Παρ’ όλα ταύτα όμως τον ερωτά: «θέλεις υγιής γενέσθαι;» για να του δώση αφορμή να τον ομολογήση Κύριον και Παντοδύναμον, και μαζί με την ομολογία να ζητήση και την θεραπείαν του. Αλλά για να δώσει και σ’ εσέ, άνθρωπε, να καταλάβης πόσην δύναμη έχει η πονηρά συνήθεια της αμαρτίας, ώστε να χρειάζεται την παντοδυναμίαν του Θεού για να την κόψη.

Δεύτερον θεραπευτικό μέσον είναι η επιθυμία και η αγάπη των αντιθέτων της αμαρτίας, πράγμα που συμφωνεί και με τον ορισμόν που δίδουν οι ιατροί, «τα εναντία τοις εναντίοις ιάματα». Θέλεις λοιπόν να κόψης την πονηράν συνήθειαν της μέθης και της πολυφαγίας; Βάλε σαν δραστικό βότανον επάνω στο πάθος την αγάπην και επιθυμίαν της νηστείας. Σε κυριεύει πάθος σαρκικόν, είσαι δεμένος από την συνήθεια της κτηνώδους πορνείας και μοιχείας; Αγάπησε, ζήτα να αποκτήσης την καθαρότητα και την παρθενίαν των Αγγέλων, και με αυτήν την επαινετήν και αγίαν όρεξιν, κόπτεις την πρώτην, την βδελυκτήν και βρωμεράν. Σε κυριεύει το πάθος της μνησικακίας και έχθρας; Αγάπησε την αμνησικακίαν του Θεού και την αγάπην της Ευαγγελικής ζωής, και με τον τρόπον αυτόν κόπτεις εκείνην την συνήθεια. Σε κυριεύει το πάθος της φιλαργυρίας και ασπλαχνίας; Αγάπησε την Ευαγγελικήν αυτάρκεια και τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του ουρανίου σου Πατρός, και τοιουτοτρόπως κόπτεις εκείνο το πάθος της Ιουδαϊκής αναισθησίας. Σε κυριεύει η διαβολική αλαζονεία και η υπερηφάνεια; Αγάπησε την ταπεινοφροσύνην του Δεσπότου σου, και με τον τρόπον αυτόν ιατρεύεις τα πονηρά μαθήματα του εωσφόρου.

Τρίτον θεραπευτικό μέσον είναι η πλήρης υποταγή του σώματος, το οποίον δεν ημπορείς να το νικήσης με άλλον τρόπο από αυτόν που σου έδειξεν ο εσταυρωμένος Ιησούς επάνω στον Γολγοθά, και με όλον το παράδειγμα της παναγίας ζωής του. Καθώς, λοιπόν, εκείνος παρέδωσε την παναγίαν του σάρκα στο πικρότατον εκείνο πέλαγος των φρικτών παθών, με τον ίδιο τρόπον και συ μη λυπηθής την σάρκα, για να κερδίσης την ψυχήν. Γνώρισε πως αυτό το σώμα είναι δούλος, και η ψυχή είναι κύριός του. Μή λυπήσαι τον δούλο μήπως πεινάση, μην ιδρώση και κοπιάσει, και θα τιμηθή έτσι ο κύριός του. Μη λυπηθής τον δούλον, την σάρκα σου, αν καταφρονηθή και γυμνωθή προσκαίρως, διότι έτσι θα ενδυθή με το ένδυμα της αθωότητος και θα δοξασθή αιωνίως η ψυχή.

Αυτά είναι τα μέσα με τα οποία ημπορεί κανείς να κόψη τα νεύρα κάθε πονηράς συνηθείας. Στοχάσου, άνθρωπε, και την ευκολίαν, αλλά και την τιμήν και την δόξαν που έχουν αυτά. Εάν λοιπόν τα αποστραφής, γνώριζε ότι είσαι ένας παράλυτος, ο οποίος και άνθρωπον έχει για να τον βοηθήση να εισέλθη στα ύδατα της κολυμβήθρας, και θεραπευτικά μέσα για να τον ελευθερώσουν από εκείνο το αξιοδάκρυτον πάθος, και με το ιδικόν του θέλημα τον αποστρέφεται. Συ είσαι που με το ίδιο το χέρι σου υπογράφεις στην διαθήκην του ουρανίου Πατρός να είσαι απόκληρος της Βασιλείας Του.

Γράφει ο Αριστοτέλης στα «πολιτικά» του, πως στους Σκύθες υπήρχε νόμος που όριζε να μην έχη δικαίωμα στις πανηγύρεις να χρησιμοποιή το ποτήρι με το οποίον έπιναν όλοι όποιος δεν έχει θανατώσει έστω έναν εχθρόν της πόλεως. Αυτό γνώριζε, άνθρωπε, ότι θα συμβή και σ’ εσέ, αν δεν θανατώσης, αν δεν κόψης την πονηράν συνήθειαν της αμαρτίας, στην οποίαν ευρίσκεσαι δεμένος από την έχθρα και την συμβουλή του εχθρού σου διαβόλου. Δεν πρόκειται να αξιωθής ποτέ να πίης το ποτήριον εκείνο της Καινής Διαθήκης, το ποτήριον εκείνο της ουρανίου ζωής, την κληρονομία της άνω δόξης. Και από αυτήν την δυστυχίαν, από αυτήν την συμφοράν, ημπορεί να ευρεθή ή να εννοηθή άλλη μεγαλυτέρα;

Λοιπόν, εσύ ταλαίπωρε άνθρωπε, το υποφέρεις για μίαν κακήν συνήθεια να χάσης την ουράνιο Βασιλείαν; Είναι τούτο έργο ψυχής λογικής, να πωλή για τόσο λίγο, για μίαν πρόσκαιρον ηδονήν, την δόξαν, την παρρησίαν, την αγάπην της τρισυποστάτου Θεότητος; Είναι τούτο έργον φρονίμου ανδρός, να αφήση την συντροφίαν των Αγγέλων, την συνοδείαν των Αποστόλων, την χαράν των Προφητών, τις σκηνές των δικαίων, για μίαν συνήθειαν κακήν και διεστραμμένην; Μη, παρακαλώ, ας μην ευρεθή κάποιος από εμάς τόσον ανόητος, αλλά όλοι, με τα θεραπευτικά μέσα που είπα, ας κόψωμε κάθε πονηράν συνήθεια, για να αξιωθουμε των επηγγελμένων ημίν αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.


(18ος αιών - "Ευαγγελική Σάλπιγξ", σελ. 162. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 59 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

«Σάββατον εστιν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράββατον». Κυριακή του Παραλύτου του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λέρου,Καλύμνος και Αστυπάλαιας


«Σάββατον εστιν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράββατον».
Ο δυστυχής παραλυτικός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, αγαπητοί μου αδελφοί, τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε να βρει την υγεία του.
Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια αν και ευρίσκετο κοντά στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά, μόνος και έρημος, δεν μπορούσε να μπει μέσα και να γίνει καλά, όταν ο άγγελος Κυρίου ετάραττε το ύδωρ, κατ’ έτος, την εορτή την μεγάλη της Πεντηκοστής.
Έρημος από συγγενείς και φίλους, δυστυχής, άθλιος και πονεμένος, περνούσε τις μέρες της πολυμόχθου ζωής του χωρίς να έχει την ελπίδα να μπει στην κολυμβήθρα και να βρεί το πολυτιμότερο αγαθό, την υγεία του· και ώ του θαύματος! ο Μέγας ιατρός της ψυχής και του σώματος, ο πλήρης  αγαθότητος, ελέους και ευσπλαχνίας Κύριος με ένα λόγο Του θεραπεύει τον πολυπαθή ασθενή, «έγειραι», λέγει, «άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει».
Η θεραπεία αυτή, όμως, τάραξε τους αυστηρούς τηρητές του Μωσαϊκού νόμου, τάραξε τους τηρητές των τύπων και του γράμματος του νόμου, και τούτο γιατί η θεραπεία αυτή έγινε την ημέρα του Σαββάτου από τον Κύριο, ο οποίος δεν ήλθε να καταλύσει τον Νόμο και τους Προφήτες «αλλά πληρώσαι».
«Σάββατον εστίν έλεγον, ούκ έξεστί σοι άραι τον κράββατον». Ω πλάνη, ώ κακότης! Η θεραπεία του παραλυτικού δεν ήταν παράβαση της αγίας εντολής της τήρησης της ημέρας του Σαββάτου, και τούτο γιατί δεν ήταν εργασία υλική, εργασία κέρδους, αλλά ήταν εργασία ηθική, εργασία ελέους, ευσπλαχνίας  οικτιρμών  και φιλανθρωπίας.
Ο Κύριος ερμήνευσε ορθώς την αγίαν εντολή της αργίας του Σαββάτου και με το σωτήριο δια τον παράλυτο της σημερινής ευαγγελικής  περικοπής  παράδειγμά Του, εδίδαξε οποία είναι η σημασία της εορτής.
Αυτός ο αληθής Θεός ώρισε στους Ιουδαίους ως ημέρα ανάπαυσης την αργία του Σαββάτου, και η αγία αυτή εντολή  ετηρείτο πιστά και κατά γράμμα από τους Ιουδαίους.
Με την Ανάσταση του Θείου Λυτρωτού η ημέρα αυτή αντικαταστάθηκε από την Κυριακή, γιατί την Κυριακή ημέρα ο  Ζωοδότης Κύριος αναστήθηκε από τον τάφο και κατήργησε την δύναμη της αμαρτίας και του θανάτου και ανακαίνισε και ζωοποίησε την ανθρωπότητα. «Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, εορτών εορτή και πανήγυρις εστι πανηγύρεων, εν ή ευλογούμεν Χριστόν εις τους αιώνας».
Η Κυριακή αργία είναι τά μέγιστα ωφέλιμος για τον άνθρωπο, κυρίως από θρησκευτικής και ηθικής απόψεως, και ας μην ακούμε τις διάφορες θεωρίες του κόσμου τούτου λέγοντος, ότι όλες οι μέρες είναι του Θεού.
Βεβαίως, όλες οι μέρες του Θεού είναι και η εργασία είναι ωφέλιμος, όμως ο άνθρωπος χρειάζεται και να αναπαυθεί από τον κόπο, τον μόχθο της καθημερινής βιοπάλης.
Χρειάζεται ο άνθρωπος να σκεφθεί και για την ψυχή του, γιατί όταν η ψυχή μένει ακαλλιέργητος, τότε φυτρώνουν και την πνίγουν αγκάθια και τριβόλοι και τότε είναι ανίκανος ο άνθρωπος να αντιμετωπίσει τις ενέδρες του Διαβόλου και των αγγέλων αυτού, και έτσι ο άνθρωπος πέφτει στο βούρκο της αμαρτίας και απομακρύνεται από τον Θεό Πατέρα, τον Πλάστη και Δημιουργό.
Αγαπητοί μου αδελφοί, η Κυριακή αργία είναι εντολή του Θεού Πατρός, οφείλουμε να την τηρούμε προς ίδιο όφελος της ψυχής μας.
Η Κυριακή αργία δεν είναι τελεία ανάπαυση ή ασωτία, αλλά εργασία ηθική και φροντίδα για την σωτηρία της ψυχής μας.
Η Κυριακή αργία ηθικά  και θρησκευτικά ωφελεί και συνάμα συντελεί στην υγεία του σώματός μας και προάγει οικονομικώς τά συμφέροντά μας με την ευλογία του ελεούντος Θεού.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας λέγει: «Αύτη αληθής εορτή, ένθα ψυχών σωτηρία, ένθα ειρήνη και ομόνοια και γαλήνη».
Ας αγιάσουμε και ας τηρούμε, λοιπόν, αδελφοί μου τις άγιες εορτές με ανυπόκριτο ευσέβεια, χαρά, σεβασμό, αγάπη και δικαιοσύνη.
Ας μελετούμε τον λόγο του Θεού κατ’ αυτές τις άγιες ημέρες, ας διαπαιδαγωγούμε τά παιδιά μας «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», ας βοηθούμε τους πάσχοντας, τους ασθενείς, τους φτωχούς και ας παρακαλούμε τον Αναστάντα Κύριο να κατευθύνει τά βήματά μας σε έργα αγαθά και ευάρεστα στον Θεό των Φώτων του ελέους και των οικτιρμών, παρά του Οποίου «πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον». ΑΜΗΝ.

Κυριακή του παραλύτου Το νοσοκομείο του Θεού Δεν είμαστε μόνοι



Δίπλα στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ βρισκόταν η Βηθεσδά, η κολυμβήθρα του ελέους. Είχε γύρω της πέντε στοές πλημμυρισμένες από λογής – λογής αρρώστους, ένα νοσοκομείο του Θεού ήταν. Διότι όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει κάθε τόσο ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε! Ω τότε! Όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Μα σήμερα κάτι άλλαξε στη ζωή του. Δεν είναι μόνος. Τον πλησίασε ο Χριστός, ο Θεός που έγινε άνθρωπος για να θεραπεύσει τον πληγωμένο άνθρωπο. Ο Κύριος λοιπόν μόλις αντίκρισε τον παράλυτο, του είπε: «Θέλεις να γίνεις καλά»; Κι εκείνος με πόνο του απάντησε: «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Πόσο δραματική ήταν αλήθεια η ζωή αυτού του ανθρώπου! Πώς ζούσε τόσα χρόνια; Πού έβρισκε φαγητό; Ποιος τον διακονούσε στις καθημερινές του ανάγκες; Μπορούμε να τον φαντασθούμε στα τριανταοκτώ αυτά χρόνια της δοκιμασίας του; Μπορούμε να κατανοήσουμε το δράμα του εκεί στην κολυμβήθρα; Μόνος, έρημος κι αβοήθητος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Κι από τον τρόπο που αποκρίνεται στον Κύριο φαίνεται ότι ο παράλυτος αυτός υποφέρει, μα δεν γογγύζει. Βλέπει την περιφρόνηση και δεν βλασφημεί ούτε τον Θεό ούτε την ώρα που γεννήθηκε. Δεν κατηγορεί κανένα. Δεν μιλάει με οργή. Αντίθετα περιμένει. Περιμένει την κάθοδο του αγγέλου, την επίσκεψη της θείας χάριτος.
Πόσοι άνθρωποι αλήθεια και σήμερα, σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες υποφέρουν όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου. Μόνοι κι εγκαταλελειμμένοι, σ’ ένα απόμακρο χωριό, σ’ ένα Γηροκομείο ξεχασμένων ψυχών, σ’ ένα παρατημένο διαμέρισμα, σ’ ένα σπίτι χωρίς αγάπη. Όλοι αυτοί ακούγοντας σήμερα το ιερό αυτό Ευαγγέλιο, θα πρέπει να διδαχθούν από δυο μεγάλες αλήθειες. Πρώτον ότι μέσα στη μοναξιά μας, αντί να κλαίμε για την κατάστασή μας, έχουμε χρέος να καλλιεργούμαστε στην αρετή, να συνειδητοποιούμε τη μηδαμινότητά μας, να εξαγιαζόμαστε. Και δεύτερον να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι αοράτως ο Χριστός. Μπορεί βέβαια να μην επεμβαίνει ακόμη στο δράμα μας. Αλλά ξέρει τον πόνο μας και τη μοναξιά μας. Ας Τον παρακαλούμε λοιπόν να σταθεί σύντροφος στο πρόβλημά μας και στη δυστυχία μας και να μας στείλει ανθρώπους του να μας συμπαρασταθούν και να γλυκάνουν τη μοναξιά μας και τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι ο Θεάνθρωπος έτοιμος να μας βοηθήσει.

Ευγνωμοσύνη

Ο Κύριος εκεί στη δεξαμενή της Βηθεσδά, αφού άκουσε τα πονεμένα λόγια του παραλύτου, του είπε: «Σήκω επάνω. Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Πώς έγιναν όλα τόσο ξαφνικά! Πώς αυτός που δεν μπορούσε να περπατήσει τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια σηκώθηκε υγιέστατος; Πώς σήκωσε το κρεβάτι του και περπάτησε και διάβαινε ολόρθος τους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Κάποιοι που τον είδαν, αυτόν τον πασίγνωστο παράλυτο, να περπατά, αντί να χαρούν για το πρωτοφανές θαύμα που έβλεπαν, παραλογίσθηκαν. Κι άρχισαν να τον κατηγορούν, διότι δεν ήταν επιτρεπτό σύμφωνα με το νόμο ημέρα Σάββατο να σηκώνει το κρεβάτι του. Αυτός όμως με θάρρος τους απαντά: «Εκείνος που με θεράπευσε, εκείνος μού ‘πε να σηκώσω και το κρεβάτι μου». «Και ποιος είναι αυτός;», τον ρωτούν. Ο πρώην παράλυτος όμως δεν ήξερε ποιο ήταν το όνομα του Κυρίου, ο Οποίος μετά το θαύμα είχε απομακρυνθεί διακριτικά. Κάποια ημέρα όμως ο Κύριος Ιησούς τον συναντά στο ιερό και του λέει: «Κοίταξε, έγινες καλά. Πρόσεξε όμως να μην αμαρτάνεις στο εξής, για να μην πάθεις χειρότερο κακό». Κι εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη και χαρά, ψάχνει και βρίσκει ξανά τους Ιουδαίους που τον είχαν ρωτήσει, για να τους αποκαλύψει με ενθουσιασμό τον ευεργέτη του:  Ο Ιησούς είναι αυτός που με έκανε υγιή, τους είπε χαρούμενος.
Αυτή η πηγαία ομολογία του ανθρώπου εκείνου που εκδήλωνε τη βαθιά του ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη του πρέπει να μας διδάξει πολύ. Διότι κι εμείς δεχόμαστε καθημερινά τις μεγάλες και θαυμαστές ευεργεσίες του Θεού που μυστικά ή φανερά ενεργεί στη ζωή μας από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι σήμερα. Μπροστά στις αναρίθμητες ευεργεσίες λοιπόν που δεχόμαστε τόσα χρόνια, να μάθουμε να λέμε καθημερινά μέσα από την καρδιά μας το «δόξα σοι ο Θεός». Χωρίς να γκρινιάζουμε γι’ αυτά που μας λείπουν και χωρίς να ερμηνεύουμε τα γεγονότα της ζωής μας ως αποτέλεσμα συγκυριών ή ως συνέπειες των προσωπικών μας προσπαθειών. Αλλά να έχουμε μέσα μας κυρίαρχο το αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς τον Κύριο για όλες τις δωρεές που δεχόμαστε. Να Τον ευχαριστούμε με όλη μας τη δύναμη για όλα όσα γνωρίζουμε και όσα δεν γνωρίζουμε, για τις αφανείς και φανερές ευεργεσίες που έχει κάνει σε μας. Και να ομολογούμε στους γύρω μας ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο ευεργέτης της ζωής μας, ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων» μας, ο Πατέρας μας και ο κυβερνήτης της ζωής μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ: Η ανάσταση της Ταβιθά ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ,




Αγαπητοί αδελφοί,

Την χαρμόσυνη αυτή περίοδο του Πεντηκοσταρίου διαβάζουμε καθημερινά αποστολικά αναγνώσματα από το βιβλίο της Καινής Διαθήκης πού ονομάζεται Πράξεις των Αποστόλων. Και αυτό γιατί κέντρο και πυρήνας του βιβλίου είναι να φανερώσει την δυναμική της Αναστάσεως του Κυρίου πού εμπνέει και κινεί την πρώτη Εκκλησία και τον ευαγγελισμό της Ανάστασης από τους  αγίους Αποστόλους από Ιουδαίας έως και την Ρώμη, ενώπιον του Καίσαρα.

Το αποστολικό ανάγνωσμα των Πράξεων της σημερινής Κυριακής αναφέρεται σε δύο θαυμαστά σημεία πού επιτέλεσε ο Απόστολος Πέτρος σε δύο πόλεις της Ιουδαίας : την θεραπεία ενός παραλύτου , του Αινέα και την ανάσταση της φιλοπτώχου Ταβιθάς της ελεήμονος. Τα θαύματα των Αποστόλων στο όνομα του Κυρίου Ιησού είναι παράλληλα και ανάλογα με αυτά πού επετέλεσε ο Κύριος στα Ευαγγέλια και αυτό μας φανερώνει πώς ο Αναστημένος Ιησούς, είναι παρών συν Πνευματι αγίω στην ιστορική Εκκλησία και μετά την Ανάληψη Του και ότι η βασιλεία Του παγιώνεται επί γης με τα έργα των πιστών του Αποστόλων και των Αγίων Του ως την σήμερον.
Θα σταθούμε στο δεύτερο θαύμα της σημερινής περικοπής : την νεκρανάσταση της Ταβιθάς και επ’ ευκαιρία θα αναφερθούμε στην αξία και την ανταμοιβή της  υψηλής αρετής της ελεημοσύνης.
Η Ταβιθά υπήρξε ένα αξιόλογο πρόσωπο της πρώτης Εκκλησίας της Ιόππης της σημερινής Γιάφας. Αφιέρωσε την ζωή της στην αξία και αποστολή της χριστιανικής αγάπης,  υφαίνοντας αφιλοκερδώς χιτώνες και ιμάτια για τους φτωχούς της Ιόππης και κυρίως για την τάξη των χηρών πού εμαστίζετο εκείνη την εποχή από την έσχατη φτώχεια. Ήταν λοιπόν αξιαγάπητη ανάμεσα στους αγίους της Ιόππης, ώστε όταν ασθένησε βαρειά , οι εκεί χριστιανοί έστειλαν αντιπροσωπεία από την Ιόππη ως την Λύδδα όπου ασκούσε ιεραποστολή εκείνω τω καιρώ ο Απόστολος Πέτρος και του ζήτησαν να έρθει εσπευσμένα μέχρι την Ιόππη και να γιατρέψει την αγαπημένη τους παρηγοριά , την ασθενούσα υφάντρια Ταβιθά.  Όταν ο Απόστολος έφτασε στην Ιόππη η Ταβιθά είχε ήδη εκπνεύσει. Όμως αυτή η κοίμηση όπως πρωτύτερα με την περίπτωση του Λαζάρου ήταν όχι προς θρήνο αλλά προς την δόξα του Θεού.  Μεγάλος οδυρμός και θρήνος  λοιπόν ξέσπασε στην Εκκλησία και οι χήρες και οι λοιποί αδελφοί έδειχναν στον Απόστολο Πέτρο τα ιμάτια και τους χιτώνες πού είχε υφάνει και τους είχε δωρήσει η Ταβιθά. Ο Απόστολος Πέτρος πλήρης Πνεύματος Αγίου και στο όνομα του Αναστημένου Ιησού , ανέβηκε στο δωμάτιο πού εβρίσκετο το άψυχο σώμα, πού είχε τύχει ήδη περιποίησης και τιμών από την Εκκλησία, γονάτισε , προσευχήθηκε και πρόσταξε την Ταβιθά να αναστηθεί. Εκείνη τότε αύθις αναστήθηκε ,ανεκάθησε και ο Απόστολος Πέτρος  την απέδωσε ζωντανή και υγιή στην Εκκλησία, ώστε να συνεχίσει το φιλανθρωπικό της έργο, το έργο της φιλοπτωχείας και της παρηγοριάς. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν πολλοί Ιουδαίοι να πιστέψουν στην Ανάσταση και στον Αναστάντα Χριστό και διά του βαπτίσματος να προσέλθουν στην Εκκλησία, γιατί το γεγονός της νεκρανάστασης της Ταβιθά , διαδόθηκε αστραπιαία σε όλα τα μέρη εκείνα.

Πολλά τα θαυμάσια πού αναφέρονται στα Ευαγγέλια και τα Ιερά Βιβλία της Εκκλησίας μας και σκοπό σίγουρα δεν έχουν να εντυπωσιάσουν ή να παραστήσουν ακόμα ένα ιστορικό, ακόμα μια διήγηση. Τα θαύματα ονομάζονται σημεία στην βιβλική γλώσσα και η εξιστόρηση και παράσταση τους έχουν θεολογικό, πνευματικό και εποικοδομητικό χαρακτήρα. Πολλοί ήταν οι ασθενείς τω καιρώ των Αποστόλων , πολλοί οι κεκοιμημένοι χριστιανοί και ίσως  πολλοί οι αναστημένοι από τον Χριστό και τους μαθητές Του . Κατά την μαρτυρία του Ιωάννου στο ευαγγέλιο πού συνέγραψε είναι πολλά σημεία πού επιτέλεσε ο Ιησούς πού δεν αναφέρονται στις Γραφές και αυτό γιατί είναι αναρίθμητες οι ευεργεσίες και οι ιάσεις πού επιτέλεσε εντός και εκτός Ιουδαίας. Όμως οι Πράξεις αναφέρονται μόνο στην νεκρανάσταση της Ταβιθάς. Γιατί; Διότι η Ταβιθά ήταν ελεήμων, φιλόπτωχη, είχε πίστη έμπρακτη, πίστη με έργα, ήταν πιστή στα ευαγγελικά παραγγέλματα της ελεημοσύνης και της φιλαδελφίας. Το έργο της ήταν σημαντικό, αξιοθαύμαστο και ζωντανό παράδειγμα της δύναμης και δυναμικής πού είχε η πρώτη Εκκλησία στο φιλανθρωπικό της άνοιγμα στον κόσμο και αυτό το παράδειγμα έπρεπε να παραμείνει ζωντανό ενώπιον των αδελφών , αλλά και των Ιουδαίων και των εθνών.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος βασικός λόγος: αυτή η νεκρανάσταση ήταν μια θεϊκή ανταμοιβή. Η Ταβιθά ελεήθηκε από τον Θεό γιατί υπήρξε ελεήμων. Έτσι δοξάζει ο Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν. Ελέησε τους φτωχούς, ελεήθηκε και από τον Θεό των πτωχών και μάλιστα εξ Άδου κατωτάτου και εκ σκιάς θανάτου. Αμέσως μετά το περιστατικό της Ταβιθάς, συναντάμε στις πράξεις και την περίπτωση του Ρωμαίου στρατιωτικού Κορνηλίου. Άγγελος Κυρίου τον διαβεβαιώνει πώς οι ελεημόσυνες, τα καλά έργα και οι ευεργεσίες του έφτασαν έως τον θρόνο του Θεού. Έτσι αξιώνεται και εκείνος την δική του προσωπική ανάσταση: από το σκότος της ειδωλολατρείας , γνωρίζοντας τον Χριστό διά του βαπτίσματος από τον Απόστολο Πέτρο , ζεί εν Χριστώ και ανίσταται και γίνεται Χριστιανός, πράγμα πού σημαίνει πώς γεννάται ξανά και ανασταίνεται στην νέα εν Χριστώ ζωή.
Αυτή είναι η αξία και το μέγεθος της ελεημοσύνης, αγαπητοί αδελφοί. Ο ελεήμων ανταμοίβεται και δοξάζεται από τον Θεό. Η αγάπη, η φιλαδελφία, η προσφορά όχι μόνο δεν παραθεωρούνται, όχι μόνο δεν πάνε χαμένες αλλά όταν εμπνέονται από ιλαρότητα, ειλικρίνεια και γνησιότητα ψυχής και επαινούνται και ανταμοιβή βρίσκουν από τον Θεό και όπως πολύ καλά φαίνεται στην περίπτωση της Ταβιθά και του Κορνηλίου , όχι μόνο στην μετά θάνατον ζωή , αλλά και σε αυτήν εδώ την ζωή.
Ας αντικαταστήσουμε λοιπόν την πνευματική μας ραθυμία και αδιαφορία με έργα αγάπης και ειλικρινούς προσφοράς για να κατακτήσουμε την εύνοια του Θεού και να αντλήσουμε τα ελέη της φιλανθρωπίας Του. 

ΑΜΗΝ

 π παντελεήμων κρ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...