Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιουνίου 12, 2012

Ο Χαλκίδος Χρυσόστομος για το σοβαρό φαινόμενο των αυτοκτονιών



    
(Εγκύκλιος του Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου, η οποία αναγνώσθηκε την Κυριακή 10 Ιουνίου 2012 ):
Χριστιανοί μου ευλογημένοι,
Θλίψη και ανησυχία μεγάλη προκαλούν σε όλους μας οι αυτοκτονίες, που διαρκώς αυξάνονται και φαίνεται να έχουν σαν κύρια αιτία τους την δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία ευρίσκεται τα τελευταία χρόνια η πατρίδα μας.
   Σκοπός της παρούσης επικοινωνίας, δεν είναι να ερευνηθούν διεξοδικά τα αίτια, που σπρώχνουν τον άνθρωπο σ’ αυτό το διάβημα, το οποίο ονομάζουμε απονενοημένο, ούτε βέβαια η ανάπτυξη επιχειρηματολογίας, για να καταδειχθή ότι η οικονομική κρίση είναι μάλλον η αφορμή και άλλη είναι η πραγματική αιτία, σχέσιν έχουσα με την πνευματική μας κατάσταση.

   Επιθυμία μας είναι να τονίσουμε την ιερότητα της ζωής, την οποία πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να διαφυλάξουμε.
   Η  ζωή  είναι   Θείο   δώρο.  Δεν   είναι   δική  μας   κατάκτηση   και συνεπώς δεν μας ανήκει, όπως πολλές φορές εγωϊστικά νομίζουμε και απερίσκεπτα διακηρύττουμε, προκειμένου να δικαιολογήσουμε την απάνθρωπη και τυραννική συμπεριφορά μας απέναντι και στον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι κρίμα, που χάνουμε σε τέτοιο βαθμό την αυτοεκτίμησή μας και δεν αγαπούμε τον εαυτό μας. Ο Χριστός μας, όμως, θεώρησε δεδομένη την σωστή προς τον εαυτό μας αγάπη και την καθώρισε και ως μέτρο της προς τον πλησίον οφειλομένης αγάπης.
   Ακόμη, ο ίδιος ο Κύριος, έδειξε την αξία του ανθρώπου, με την ίδια τη σάρκωσή Του· Γιατί έγινε άνθρωπος; Για τον άνθρωπο και τη σωτηρία του. Γι’ αυτόν -τον άνθρωπο- έδωσε το αίμα Του το τίμιο και τη ζωή Του, προκειμένου να τον απαλλάξη από τον θάνατο και να τον αποκαταστήση στο αρχαίο κάλλος, αναγεννώντάς τον και χαρίζοντάς του την αιώνια Βασιλεία Του.
 Την αξία δε της ανθρώπινης ψυχής, ιδιαιτέρως ετόνισε και την ανέδειξε , συγκρίνοντάς την με ολόκληρο τον κόσμο.
 «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος», ερωτά, «εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. 16, 26).
Η ψυχή, άρα, ενός ανθρώπου, κατά την εκτίμηση του Δημιουργού μας, αξίζει περισσότερο απ’ ο,τι αξίζει ο κόσμος όλος! Αυτός ο παντοδύναμος και φιλεύσπλαγχνος Κύριος μας διαβεβαίωσε ότι θα είναι μαζί μας μέχρι τη συντέλεια των αιώνων και ότι θα φροντίση να μη μας λείψη τίποτε, από τα αναγκαία για τη διαβίωσή μας, αρκεί να Τον πιστεύουμε και να είμεθα μαζί Του.
Την υπόσχεση αυτή φαίνεται μάλλον να τη λησμονή, όποιος βυθίζεται στην απογοήτευσή του και στην κατάθλιψή του, αδυνατώντας να βαστάση άλλοτε το βάρος το συνειδησιακό και άλλοτε το σταυρό των καθημερινών δοκιμασιών και των θλίψεων. Δεν κατακρίνουμε ουδένα άνθρωπο, που ολιγοπιστεί και λυγίζει. Όλοι μας έχουμε τέτοιες στιγμές αδυναμίας και αισθανόμαστε ότι βυθιζόμαστε στο πέλαγος της απογνώσεως.
Μη λησμονούμε όμως ότι, για την πρώτη περίπτωση, που το βάρος των ενοχών είναι δυσβάστακτο, δεν υπάρχει αμαρτία, η οποία να είναι μεγαλύτερη από την ακατανίκητη αγάπη του Θεού, που δέχεται τους μετανοούντες και τους κάνει φίλους Του, και για τη δεύτερη περίπτωση, που είναι αφόρητη από τα βάσανα και τις ασφυκτικές πιέσεις η καθημερινή μας ζωή, δεν αξίζουν τίποτε τα παθήματα του παρόντος βίου, μπροστά στην αιώνια και άφθαρτη δόξα, την οποία  πάλι για μας ετοίμασε ο Θεός.
Αυτός, εξάλλου, είναι και το καταφύγιό μας, και η πηγή της δυνάμεώς μας, για την αντιμετώπιση των ανιαρών και δυσκόλων καταστάσεων της ζωής μας. Ενώ χωρίς Εκείνον τίποτε δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε, μαζί Του μπορούμε τα πάντα! Ο Ίδιος μας διαβεβαίωσε γι’ αυτό και μην ξεχνάμε ότι είναι πιστός στις υποσχέσεις και αδιάψευστος στις επαγγελίες Του. Σ’ Αυτόν, λοιπόν, να ελπίζουμε και δεν θα ντροπιαστούμε.
Η Αγία μας Εκκλησία θεωρεί την αυτοκτονία, ως βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, αμετάκλητα καταστροφική, επειδή ο αυτοκτονών δεν είναι, όπως φαίνεται, γενναίος, αλλ’ απελπισμένος φυγάς, δίχως, δυστυχώς, περιθώρια μετανοίας και επιστροφής. Και η καταδίκη σ’αυτή την περίπτωση είναι αιώνια! Γιατί να αδικήσουμε και να καταδικάσουμε τόσο σκληρά, λοιπόν, τον εαυτό μας; Γιατί να χάσουμε την ψυχή μας, υπέρ της οποίας ο Χριστός απέθανε;
Αγαπητά μου παιδιά!
Είναι αλήθεια ότι η οικονομική κατάσταση πολλών από μας είναι δύσκολη και άλλων συνανθρώπων μας είναι άθλια. Ας επανατοποθετηθούμε. Καλύτερα, ας μετανοήσουμε. Η ζωή μας δεν αποκτά νόημα απ’ αυτά που έχουμε, αλλ’ απ’ αυτό που είμαστε. Οφείλουμε, ακόμη, να δείξουμε αλληλεγγύη. Να επισημάνουμε όσους έφθασαν η κινδυνεύουν να φθάσουν στην απελπισία και να τους στηρίξουμε ηθικά. Επίσης, είναι ανάγκη όλοι μας να περιορίσουμε, όσο μπορούμε, «τα ατομικά μας έξοδα» και να βοηθήσουμε τους έχοντες μεγαλύτερη ανάγκη.
Αν δεν το κάνουμε αυτό, ενώ μπορούμε, τότε έχουμε κι’ εμείς μερίδιο ευθύνης, γι’ αυτές τις απελπισμένες πράξεις των συνανθρώπων μας.
Πρέπει όμως να διερωτηθή και ο σκεπτόμενος την αυτοκτονία. Είναι λύση αυτή που του προτείνει ο διάβολος; Θα λυτρωθή από τα πρόσκαιρα βάσανα, όμως θα αυτοκαταδικασθή στην αιώνια κόλαση!  Περιμένει, μήπως, να δώσει μήνυμα μ’ αυτή του την επιλογή; Σε ποιούς; Η είδηση μιας αυτοκτονίας έγινε πλέον συνήθεια. Όλοι προς στιγμήν στενοχωρούμεθα, αλλά και όλοι σχεδόν αμέσως το λησμονούμε, ισχυριζόμενοι ότι η ζωή συνεχίζεται!
Προς τούτοις, χρειάζεται να ξανασκεφθούμε όλοι μας τη ζωή μας, το σκοπό της υπάρξεώς μας και τις επιλογές μας.
Είναι λάθος τραγικό να ερευνούμε απόλυτα τις ελπίδες μας στους ανθρώπους η στον ίδιο μας τον εαυτό και να στηρίζουμε στα υλικά αγαθά την ασφάλεια μας και τη χαρά μας.
Όταν τα στηρίγματά μας αυτά αποδειχθούν σαθρά και καταπέσουν, τότε βιώνουμε τον μηδενισμό. Κλονιζόμαστε! Είναι κρίσιμη η ώρα αυτή της καταρρεύσεως των ειδώλων, γιατί η στρέφεται ο άνθρωπος προς το Θεό, οπότε η απελπισία του λειτουργεί ως προνόμιο και σώζεται η απογοητεύεται πλήρως και μπορεί να οδηγηθή στην κατάθλιψη και στην αυτοκτονία.
Ευλογημένοι μου Χριστιανοί,
Αγωνιώ, γιατί, διαπιστώνω ότι, αρκετά περιστατικά αυτοκτονιών έχουμε και στον τόπο μας, που ανήκει στο χώρο της ποιμαντικής ευθύνης μου. Προσεύχομαι και παρακαλώ να προσεύχεσθε όλοι, να μας φωτίζη ο Θεός να μην κάνουμε τέτοιες σκέψεις και να μη φθάνουμε ποτέ σε τέτοιες αποφάσεις. Είμαστε απορούμενοι. Προς Θεού, μη γίνουμε εξαπορούμενοι, να μην αποστερηθούμε, δηλαδή, ως απελπισμένοι, ποτέ μέσον και πόρο σωτηρίας! 
Συνιστῶ πίστη καί ἐλπίδα στό Θεό, συμμετοχή στην εκκλησιαστική και μυστηριακή ζωή, υπομονή στις δοκιμασίες και προσφυγή στους πνευματικούς Πατέρες της Εκκλησίας, ιδίως τις δύσκολες ώρες. 
Σκέπτομαι μάλιστα και ήδη έχω αρχίσει, με την βοήθεια των καλών μου συνεργατών, την απαιτούμενη έρευνα και συνεργασία και με άλλους ἁρμοδίους παράγοντες, και για τη δημιουργία Ειδικού Σταθμού, που θα βοηθάει όσους δυσκολεύονται και, πιεζόμενοι ψυχολογικά, υφίστανται αυτό τον πειρασμό της αυτοκτονίας. Για τα αποτελέσματα των ενεργειών αυτών, επιφυλάσσομαι να σας ενημερώσω προσεχώς με νεώτερη Εγκύκλιό μου.
Εύχομαι να μην έχουμε στην Πατρίδα μας και στον τόπο μας άλλο περιστατικό αυτοχειρίας και διατελώ
Μετά πατρικών ευχών και αγάπης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ο Χαλκίδος Χρυσόστομος

Μὲ ἀφορμὴ τὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο «ΠΟΡΕΥΘΕΝΤΕΣ» ΣΥΜΒΙΒΑΣΘΗΤΕ ΜΕ«ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΘΝΗ» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ ΑΥΤΟΥΣΑΘΕΤΕΙΝ «ΠΑΝΤΑ ΟΣΑ ΕΝΕΤΕΙΛΑΜΗΝΥΜΙΝ


   




του Θεολόγου κ. Παν. ΣΗΜΑΤΗ



πισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πώς, κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Ἰουδαίων, ὁ Χριστὸς βρισκόταν συστηματικὰ ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους ποὺ συνέρρεαν στὰ Ἱεροσολύμα, γιὰ νὰ γιορτάσει μαζί τους καί, διὰ τῶν θαυμάτων καὶ τῆς διδασκαλίας Του, νὰ ἑλκύσει τὸν ἄδολο καὶ ἁπλὸ λαό. Διότι ὁ Χριστὸς εἶχε μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον νὰ τοὺς ἰατρεύσει καὶ νὰ τοὺς προσφέρει τὴν σωτηρία, ἀπ’ ὅσο οἱ ἴδιοι ἐπιθυμοῦσαν τὴν θεραπεία.
 
 «Τίνος οὖν ἕνεκεν τὰ Ἱεροσόλυμα συνεχῶς ὁ Χριστὸς καταλαμβάνει, καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς ἐπιχωριάζει τοῖς Ἰουδαίοις; ὥστε ἐπιλαβέσθαι τῶν ἀσθενούντων, ἵνα τὸ πλῆθος ἐπισπάσηται τὸ ἄδολον; Οὐ γὰρ τοσαύτην οἱ κάμνοντες εἶχον ἐπιθυμίαν ἀπαλλαγῆναι τῶν νοσημάτων, ὅσην ὁ ἰατρὸς ἐπεποίητο σπουδὴν ἀπαλλάξαι αὐτοὺς τῆς ἀρρωστίας. Ὅτε τοίνυν πλήρης ὁ σύλλογος αὐτῶν ἦν, τότε εἰς μέσον ἐρχόμενος τὰ πρὸς τὴν σωτηρίαν τῆς ἐκείνων ψυχῆς ἐπεδείκνυτο».
(Χρυσοστόμου Ἰω., Πρὸς Ἀνόμοιους, ὁμιλ. 12, καὶ Ὑπόμνημα εἰς Ἰωάννην).


Ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ βροῦν τὴν Μία Ἀλήθεια, ἀναζητοῦν νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν παράλυση τῆς κάθε ἁμαρτίας καὶ κακοδοξίας. Μὰ τὸ δυστύχημα εἶναι πὼς δὲν ὑπάρχουν οἱ θεραπευτές! Ἡ πλειονότης τῶν συγχρόνων «εἰς τύπον καὶ τύπον Χριστοῦ» ποιμένων ἔχουν καταντήσει ἀπὸ μαθητὲς Χριστοῦ, διεκπεραιωτὲς ἱεροπραξιῶν ἢ ἕνα εἶδος κοινωνικῆς πρόνοιας μὲ θρησκευτικὸ ἐπίχρυσμα, ἐκκοσμικευμένοι καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὴν οὐσία αὐτοῦ ποὺ ἦρθε νὰ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὸν ἄνθρωπο.


Ὑπάρχουν, ἀσφαλῶς, καὶ ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ πατέρες ποὺ δίνουν ὅλες τους τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν καθοδήγηση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀλλὰ περιπίπτουν σὲ ἕνα ἄλλο «ἐκ δεξιῶν» πειρασμό: δείχνουν νὰ «ἀδιαφοροῦν» γιὰ τοὺς σύγχρονους «ἐντὸς τῶν τειχῶν» αἱρετικούς, τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Μία, Ἁγία, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ δυστύχημα, ὅμως, εἶναι, πὼς αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ «ἀδιαφορία», δὲν εἶναι πραγματικὰ ἀδιαφορία, ἀλλὰ μιὰ δειλία νὰ ἀντιπαρατεθοῦν μὲ τὴν ὀλιγομελῆ, ἀλλὰ καλὰ ὀργανωμένη οἰκουμενιστικὴ φατρία· καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ ἀποδοχὴ τῆς συνωμοσίας σιωπῆς ποὺ ἔχει ἐπιβάλει πρωτίστως τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὥστε νὰ μὴν ἐνημερώνονται οἱ πιστοὶ γιὰ τὴν αἱρετίζουσα πολιτικὴ τοῦ Φαναρίου!!! Ἀρνοῦνται, δηλαδή, οἱ πνευματικοὶ πατέρες, ἐπικαλούμενοι τὴν «διάκριση», νὰ προσεγγίσουν, νὰ κηρύξουν καὶ νὰ θεραπεύσουν, ὅσους ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν παραλυσία τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἀλλὰ καὶ τοῦ Παπισμοῦ, καὶ τοῦ Π.Σ.Ε.).


Ἀγνοοῦν ἄραγε τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὅτι ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ μολυσματικὴ καὶ δυσθεράπευτη ἀσθένεια; «Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ...ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περ μετανοίας κα κατανύξεως). «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ). Καί: «Τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον  καὶ γίνεται μεγαλυτέρα πληγή... Διὰ τοῦτο πρέπουν νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. 3ος, σελ. 318-319).


Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατόν, στρουθοκαμηλίζοντας, νὰ ἀντιπαρέρχονται οἱ ποιμένες τὴν ζημίαν ποὺ ὑφίστανται οἱ πιστοί, ἐπικοινωνοῦντες μὲ ἐγχώριους αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὲς (τῶν ὁποίων ἀγνοοῦν τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν αἵρεση), ἀλλὰ καὶ τὴν «βλασφημία» ποὺ ἔγκειται στὴν διαστρέβλωση τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τῆς δογματικῆς ἀλήθειας ποὺ διαπράττουν οἱ Οἰκουμενιστές; Πῶς ἀνέχονται τὴν ἐπίκληση φτηνῶν δικαιολογιῶν, ὥστε νὰ μὴ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικούς, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὲς οἱ «δικαιολογίες» ἐκφράζουν τὴν πεμπτουσία τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἔχουν ὑποβάλει οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές;


1) Λέγουν π.χ. ἔνιοι πνευματικοὶ ὅτι ὁ Πατριάρχης διδάσκει «καὶ» ὀρθόδοξα πράγματα· λὲς καὶ δὲν διάβασαν ποτὲ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, λὲς καὶ δὲν γνωρίζουν ὅτι οἱ περισσότεροι αἱρετικοὶ ξεκίνησαν «κατὰ τὰ ἄλλα» ὡς ὀρθόδοξοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἕνα σημεῖο ποὺ ἐδίδασκαν κακοδόξως· λές καὶ δὲν γνωρίζουν (καὶ μᾶς ἔχουν οἱ ἴδιοι διδάξει), ὅτι ἡ αἵρεση συνίσταται στὴν ἀθέτηση «ἰῶτα ἑνὸς ἢ μιᾶς κεραίας», κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου!


2) Λέγουν, ἐπίσης (ἀναλόγως σὲ ποιοὺς κάθε φορὰ ἀπευθύνονται): ἂς κοιτάξουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη (κι αὐτὸ εἶναι πολὺ σωστό)· τὰ θέματα Πίστεως καὶ τῶν σχέσεών μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι τῆς ἁρμοδιότητος τῶν ποιμένων (αὐτό, ὅμως, εἶναι μεγάλο λάθος καὶ σαφῶς ἀντιπατερικὴ θέση). Πῶς δὲν ἀντιλαμβάνονται, οἱ κληρικοί, ὅτι ἔτσι καταλύουν τὴν ἑνότητα τοῦ ὀρθόδοξου κηρύγματος καὶ τῆς ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς;


Ὥστε, λοιπόν, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ποὺ συνέδεαν ἄρρηκτα τὴν Πίστη καὶ τὸ Ἦθος, ποὺ θεωροῦσαν ἀδιανόητο τὴν πρόοδο στὴν πνευματικὴ ζωή, χωρὶς τὴν προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁμολογία αὐτῆς τῆς Πίστεως καὶ τὴν διατήρηση ἀπαραχάρακτων τῶν Δογμάτων –ἀκόμη καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, λοιπόν, ἔσφαλαν; Ἀσφαλῶς καὶ ὄχι.


Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: Ὁ Κύριος εἶπε: «”Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτούς, οὐχὶ τὰ μὲν τηρεῖν, τῶν δὲ ἀμελεῖν, ἀλλὰ τηρεῖν πάντα», χωρὶς νὰ παραβλέπετε οὔτε καὶ ἕνα μικρό «τῶν διατεταγμένων», ἀφοῦ ὅλα εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία σας. «Ἡμεῖς δὲ μίαν που τῶν ἐντολῶν πεποιηκέναι νομίσαντες (οὐ γὰρ ἂν φαίην ὅτι ποιήσαντες· πᾶσαι γὰρ ἀλλήλων ἔχονται, κατὰ τὸν ὑγιῆ τοῦ σκοποῦ λόγον, ὡς ἐν τῇ λύσει τῆς μιᾶς καὶ τὰς λοιπὰς ἐξ ἀνάγκης συγκαταλύεσθαι), οὐκ ἐπὶ τοῖς παρεθεῖσι τὴν ὀργὴν ἐκδεχόμεθα, ἀλλ' ἐπὶ τῷ κατορθωθέντι δῆθεν τὰς τιμὰς ἀναμένομεν» (Μ. Βασιλείου, Ἠθικοὶ λόγοι, Περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, λόγ. α΄).


Κι ἐδῶ βρίσκεται ὅλη ἡ εὐθύνη, τὸ προσωπικὸ δρᾶμα καὶ ἡ πτώση συγχρόνων κληρικῶν: ἐνῶ τὰ γνωρίζουν αὐτά, ἀποδέχονται σιωπηρὰ τέτοιες ἀντιπατερικὲς «λογικὲς» καὶ υἱοθετοῦν αὐτὴ τὴ στάση, διασπώντας καὶ καταλύοντας ἔτσι ὀφθαλμοφανῶς –καθ΄ ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτοὺς– τὴν ἑνότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὡς ἑνότητα Πίστεως καὶ Ἤθους, ἡ ὁποία μᾶς συνδέει μὲ τὴν διαχρονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐμποδίζοντας –ἀντὶ νὰ διευκολύνουν– τὴν ἀληθινὴ ἕνωσή μας μὲ τὸν Κύριο.


Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Οὐ γὰρ ἀρκεῖ μία μόνον ἀρετὴ παραστῆσαι τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ μετὰ παρρησίας ἡμᾶς, ἀλλὰ πολλῆς δεῖ καὶ ποικίλης καὶ παντοδαπῆς καὶ πάσης αὐτῆς. Ἄκουε γὰρ αὐτοῦ λέγοντος τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς· Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἐκλογαὶ ἀπὸ διαφόρων λόγων).


Ἀρνοῦνται οἱ Ποιμένες ἐπίσημα καὶ –παρὰ τὶς ἐπισημάνσεις– ἐπίμονα, ὅτι ἡ ἑνότητα ὑπάρχει ὅπου συναντᾶται ἡ ὀρθὴ Πίστη καὶ ἐφαρμόζεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, δηλ. στὴν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, ἀφήνοντας ἔτσι νὰ διεισδύουν στὸ σῶμα τῶν χριστιανῶν οἱ πρακτικὲς τῶν ἑκατοντάδων αἱρετικῶν ὁμολογιῶν, συνισταμένη τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ὁ Οἰκουμενισμός. Τοῦτο σημαίνει ὅτι συμβιβάζονται μὲ τὴν αἵρεση καὶ παραδίδονται ἀμαχητὶ στοὺς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.


Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξοικειώνονται οἱ ἀκατήχητοι πιστοὶ μὲ τὴν αἵρεση καὶ ἐμποδίζεται ἡ θεραπεία τῶν αἱρετικῶν. Συμβαίνει, ὅμως, καὶ ἄλλη μιὰ ἀθέτηση· ἀρνοῦνται μιὰ βασικὴ Ἐντολή, ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῶν ἑτεροδόξων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὑπάρχουν πολλοί, ποὺ διψοῦν τὴν γνώση τῆς ἀληθινῆς ὀρθοδόξου ζωῆς καὶ διδασκαλίας.


Ἀρνοῦνται νὰ ἀπευθυνθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν μὲ τὸν ἀγνοοῦντα λαὸ τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως ἔκανε ὁ Κύριος, καὶ ἀντιθέτως –«ἀγαλλομένῳ ποδὶ»– διαλέγονται ἐπὶ δεκαετίες μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ τὶς σκληρυμένες δομὲς τῆς κάθε αἵρεσης, τοὺς «ἀρχιερεῖς» δηλαδή, τοὺς «Σαδδουκαίους» καὶ τοὺς «Φαρισαίους» τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καὶ τοὺς συνδαιτυμόνες τους.


Καὶ ἀρνοῦνται ἐπί δεκαετίες τώρα, νὰ ἀπευθυνθοῦν καὶ νὰ κηρύξουν Χριστὸ πρὸς τοὺς λαούς, γιατὶ δὲν θέλουν νὰ τὰ χαλάσουν μὲ τὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, τοὺς ἄθεους Πάπες καὶ ὁμοφυλόφιλους ἱερεῖς καὶ ἱέρειες τῶν ἑτεροδόξων, αὐτοὺς ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς συνευωχούμενους συνομιλητές τους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν εἰσαγάγει πληθώρα κακοδοξιῶν (ποιά νὰ πρωτομνημονεύσουμε;), ἔχουν καταλύσει πολλὲς ἀπὸ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ οὐδεμία διάθεση δείχνουν νὰ ἐπανορθώσουν καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν Μία Ἐκκλησία. Ἔχουν πάθει ἀμνησία καὶ δὲν ἐνθυμοῦνται τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ,«ὅστις λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».


Ἔχουν, μὲ ἄλλα λόγια, ἐμπιστευθεῖ τὴν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν στοὺς ἀρχηγοὺς τῶν αἱρέσεων(!), κατὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ἐξαπέλυσε τὰ «οὐαί». Ἀρνοῦνται οἱ ἴδιοι νὰ μιμηθοῦν τὸ Χριστό, νὰ παρευρεθοῦν στοὺς χώρους τῶν ἁπλῶν αἱρετικῶν, νὰ διδάξουν πὼς μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσφέρει ἀληθινὴ ζωὴ καὶ σωτηρία, καὶ ἔτσι, νὰ ὁμολογήσουν Χριστό. Καὶ τὸ ἀρνοῦνται, γιατὶ ἔχουν συμφωνήσει μὲ τοὺς συνομιλητὲς τους ἑτερόδοξους, νὰ μὴ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ μὴ καλοῦν πρὸς σωτηρία τοὺς αἰρετικοὺς τῆς Δύσεως!


Κάνουν δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἐδίδαξε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε Ἐντολὴ νὰ πορευτοῦν σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ὄχι συμβιβαζόμενοι εἰς τὰ τῆς Πίστεως, ἀλλὰ κηρύττοντες «Μίαν πίστιν», «ἓν βάπτισμα», «Μίαν Ἐκκλησίαν».


Ἔτσι, ἐμποδίζουν οἱ ἴδιοι οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ μὲ τὴ θεσμικὴ ἐξουσιαστικὴ παρουσία τους, κάποιους ἐλάχιστους Ποιμένες, ποὺ ἐπιμένουν ὀρθόδοξα, καὶ προσπαθοῦν νὰ  ἐφαρμόσουν τὴν Ἐντολὴν τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ πρὸς εὐαγγελισμὸ τῶν μὴ ὀρθῶς πιστευόντων.


Γράφει, ὅμως, ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος:


«...Ἐδίδαξε (ὁ Κύριος) βασιλείαν οὐρανῶν κηρύσσειν ἐν ἀληθείᾳ, ...καὶ λέγων “μαθητεύσατε τὰ ἔθνη”, τουτέστιν μεταβάλετε τὰ ἔθνη ἀπὸ κακίας εἰς ἀλήθειαν, ἀπὸ αἱρέσεων εἰς μίαν ἑνότητα, “βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς ὄνομα πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος”, εἰς τὴν κυριακὴν ὀνομασίαν τῆς τριάδος, ...ἵνα δείξῃ ἐκ τοῦ ὀνόματος μηδεμίαν ἀλλοίωσιν εἶναι τῆς μιᾶς ἑνότητος. ὅπου γὰρ οἱ βαπτιζόμενοι κελεύονται ὑπ' αὐτοῦ <σφραγίζεσθαι> εἰς ὄνομα... ”ἁγίου πνεύματος” οὐ διῃρημένος ὁ σύνδεσμος οὐδὲ ἀπηλλοτριωμένος, τῆς μιᾶς θεότητος ἔχων τὴν σφραγῖδα» (Ἐπιφανίου Κύπρου, Πανάριον).


Καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς Εὐσέβιος: «”Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη”. Βούλεται γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον συντόνῳ καὶ ἀδιαστάτῳ σπουδῇ ἐπιτελεῖν αὐτοὺς τὸ εὐαγγελικὸν ἔργον· τῇ γάρ, “ἡμέρᾳ ἐξ ἡμέρας”, τοῦτο παρίστησι, τὸ διηνεκῶς αὐτοὺς εὐαγγελίζεσθαι τὸ σωτήριον...» (Εὐσεβίου, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, Ἑρμηνεία τινῶν κατ’ ἐπιλογήν).


χω συνείδηση πὼς ἐπιρρίπτω εὐθύνη (μὲ ὅσα, ὄχι γιὰ πρώτη φορά, γράφω) σὲ σεβαστοὺς πνευματικοὺς πατέρες. Πολλὲς φορὲς ἔχω ἀναρωτηθεῖ: ποιός εἶμαι ἐγώ, ποὺ τολμῶ νὰ ἐπισημαίνω κάποιες παραλείψεις τους; Νιώθω, ὅμως, μέσα μου ἰσχυρὴ τὴν πεποίθηση, πὼς ὅ,τι γράφω, δὲν εἶναι δικές μου θέσεις (γιατὶ τότε δὲν θὰ τολμοῦσα νὰ τὶς θέσω κἀν), ἀλλὰ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Καὶ παρόλο ποὺ παρόμοιες σκέψεις ἔχουν γραφεῖ πολλὲς φορές, δὲν ἔχω δεῖ κάποιο ἀντίλογο. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ὅτι οἱ πνευματικοί μας πατέρες, ἢ δὲν ἔχουν νὰ ἀπαντήσουν στὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ παρατίθενται, ἢ ἀδιαφοροῦν, ὡς διδάσκαλοι, νὰ παρουσιάσουν καὶ νὰ διδάξουν τὴν ἀκριβῆ καὶ ἀναντίρρητη τοποθέτηση τῆς Ἐκκλησίας στὸ θέμα, ὡς ποιμένες δὲ καὶ πατέρες νὰ διορθώσουν καὶ μένα μὲ τὸν γνήσιο πατερικὸ λόγο καὶ ὄχι μὲ προσωπικὲς ἐκτιμήσεις ποὺ διαφέρουν ἀπὸ γέροντα σὲ γέροντα, ὥστε νὰ ἀντιληφθῶ (ὅπου σφάλλω) τὴν σωστή θέση.

ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ



Τῌ ΙΒ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ὀνουφρίου.
Τῇ ΙΒ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν
 Ὀνουφρίου τοῦ Αἰγυπτίου.
Καὶ τὴν ἑνὸς χιτῶνος ἐντολήν, Πάτερ,
Ὑπερβέβηκας, γυμνητεύσας εἰς τέλος.
Δωδεκάτῃ ἀχίτωνα Ὀνούφριον ἐκ βίου ἦραν.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Πέτρου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ.
Καὶ σοὶ προτείνει δεξιὰν Χριστός, Πέτρε,
Σωθέντι γυμνῷ ἐκ θαλάσσης τοῦ βίου.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀντωνίνης.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στρατιώτου,
 καὶ τῶν Ὁσίων Ζήνωνος καὶ Τριφυλλίου Ἐπισκόπου, 
καὶ τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ τοῦ ἐν τοῖς Δαγάτου (ἢ Δαγάζου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ



Τῌ ΙΒ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ὀνουφρίου.
Τῇ ΙΒ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν
 Ὀνουφρίου τοῦ Αἰγυπτίου.
Καὶ τὴν ἑνὸς χιτῶνος ἐντολήν, Πάτερ,
Ὑπερβέβηκας, γυμνητεύσας εἰς τέλος.
Δωδεκάτῃ ἀχίτωνα Ὀνούφριον ἐκ βίου ἦραν.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Πέτρου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ.
Καὶ σοὶ προτείνει δεξιὰν Χριστός, Πέτρε,
Σωθέντι γυμνῷ ἐκ θαλάσσης τοῦ βίου.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀντωνίνης.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στρατιώτου,
 καὶ τῶν Ὁσίων Ζήνωνος καὶ Τριφυλλίου Ἐπισκόπου, 
καὶ τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ τοῦ ἐν τοῖς Δαγάτου (ἢ Δαγάζου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ



Τῌ ΙΒ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ὀνουφρίου.
Τῇ ΙΒ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν
 Ὀνουφρίου τοῦ Αἰγυπτίου.
Καὶ τὴν ἑνὸς χιτῶνος ἐντολήν, Πάτερ,
Ὑπερβέβηκας, γυμνητεύσας εἰς τέλος.
Δωδεκάτῃ ἀχίτωνα Ὀνούφριον ἐκ βίου ἦραν.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Πέτρου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ.
Καὶ σοὶ προτείνει δεξιὰν Χριστός, Πέτρε,
Σωθέντι γυμνῷ ἐκ θαλάσσης τοῦ βίου.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀντωνίνης.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στρατιώτου,
 καὶ τῶν Ὁσίων Ζήνωνος καὶ Τριφυλλίου Ἐπισκόπου, 
καὶ τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ τοῦ ἐν τοῖς Δαγάτου (ἢ Δαγάζου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ



Τῌ ΙΒ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ὀνουφρίου.
Τῇ ΙΒ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν
 Ὀνουφρίου τοῦ Αἰγυπτίου.
Καὶ τὴν ἑνὸς χιτῶνος ἐντολήν, Πάτερ,
Ὑπερβέβηκας, γυμνητεύσας εἰς τέλος.
Δωδεκάτῃ ἀχίτωνα Ὀνούφριον ἐκ βίου ἦραν.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Πέτρου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ.
Καὶ σοὶ προτείνει δεξιὰν Χριστός, Πέτρε,
Σωθέντι γυμνῷ ἐκ θαλάσσης τοῦ βίου.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀντωνίνης.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στρατιώτου,
 καὶ τῶν Ὁσίων Ζήνωνος καὶ Τριφυλλίου Ἐπισκόπου, 
καὶ τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ τοῦ ἐν τοῖς Δαγάτου (ἢ Δαγάζου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2012

Ἡ Ἱερωσύνη, οἱ Ποιμένες καὶ τὰ προσόντα αὐτῶν- Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης



 




α) Ἡ φύσις καὶ ἀποστολὴ τῆς Ἱερωσύνης.

Τὴν εὐθύνην καὶ τὸ λειτούργημα τῆς διαποιμάνσεως τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναλαμβάνουν διὰ τῆς χειροτονίας των οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Πρεσβύτερος καὶ ὁ τούτων βοηθὸς ἐν τῇ διακονίᾳ τῶν Μυστηρίων διάκονος (ιη΄ τῆς Α΄ ), χαρακτηριζόμενοι καὶ ὡς «προεστῶτες» αὐτῆς (α΄ Ἀντιοχ.).


Οἱ ἱ. Κανόνες διακρίνουν τάς ἑξῆς τάξεις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ: Ἱερωμένους ἤ ἱερατικοὺς (ἐπισκόπους – πρεσβύτερους – διακόνους), κληρικοὺς (ὑπηρέτας – ψάλτας – ἐφορκιστάς – θυρωροὺς – ἀναγνώστας), (κδ΄ Λαοδ.) καὶ λαϊκοὺς (οζ΄ ΣΤ΄, κζ΄ Λαοδ.). Πρὸς τούτοις ἕτεροι κανόνες προσθέτουν καὶ τοὺς ἀσκητάς. Ἡ διάκρισις αὕτη δὲν εἶναι ὀντολογική, καθ’ ὅσον πάντες διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῶν ἁγίων Μυστηρίων κοινωνοῦν τῆς θείας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμενοι μέτοχοι τῆς σωζούσης χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας Του, καὶ διάκονοι τοῦ θελήματός Του καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλὰ λειτουργικὴ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας διακονίας ἑκάστου εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.


Τὸ ἱερατικὸν λειτούργημα ἀποτελεῖ «Θεοῦ δωρεάν» καὶ «χάρισμα» (στ΄ Μεγαλ. Βασιλείου), δωρηθὲν παρὰ τοῦ Σωτῆρος («παρ’ ἐμοῦ φησίν, ἐδέξασθε τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα» Ἐγκυκλ. Ἐπιστ. Γενναδίου Κων/λεως) μὴ ἐξαρτώμενον ἐκ τῆς δικαιοσύνης τοῦ λαμβάνοντος αὐτό, ἤ ἐκ τῆς κοινότητος ἀντιπροσωπευτικῶ δικαίῳ ἤ ἀκόμη καὶ ἐκ τοῦ χειροτονοῦντος, ὅστις δὲν ἐνεργεῖ ἐξ ἰδίας ἐξουσίας, ἀλλ’ ὡς ἐντελοδόχος τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, καὶ «δώσει λόγον τῷ πάντων κριτῆ» (β’ Κυρίλλου). Διὰ τοῦ διδομένου χαρίσματος ὁ ποιμὴν ἰκανοῦται ἵνα ποιμάνη τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ἱερωσύνη χαρακτηρίζεται ὡς «θεία» (ι΄ Σάρδ.) ἤ ὡς «τὸ θεῖον καὶ σεβάσμιον ὄνομα τῆς ἱερωσύνης» (κ΄ Σάρδ.).


Ὡς χάρισμα ἡ ἱερωσύνη εἶναι συνέχεια καὶ μετοχὴ εἰς τὴν μίαν καὶ μοναδικὴν ἱερωσύνην τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔχει δωρηθῆ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰς μόνον ἱερεὺς ὑπάρχει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Οἱ δὲ «ἄνθρωποι ἱερεῖς» τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες» (Κανὼν Καρχηδόνος).


Λειτουργοί της ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ πρώτον λόγον οἱ ἐπίσκοποι, διό καὶ ὡς ἱερεῖς ἤ «τοῦ Θεοῦ ἱερεῖς» εἰς τοὺς ἱεροὺς Κανόνας χαρακτηρίζονται κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι, (μθ’, ξδ’, πα’ Καρθαγ.). Ὁ ἱερατικὸς χαρακτὴρ τοῦ λειτουργήματος τῶν ἐπισκόπων πιστοῦται ἐκ τῆς προεδρικῆς αὐτῶν θέσεως εἰς τὸ μυστήριόν τῆς θείας Εὐχαριστίας («προεστάναι θείου θυσιαστηρίου» α΄ Κυρίλλου), ὅπερ εἶναι καὶ τὸ κεντρικὸν καὶ συστατικόν της Ἐκκλησίας Μυστήριον. Ἐντεῦθεν καὶ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπεύθυνος διὰ τὴν μετάδοσιν «τῆς προσφορᾶς» (ιγ’ Α΄ ), τὴν ἐπιβολὴν καὶ διακανονισμὸν τῶν ἐπιτιμίων τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τῆς θείας κοινωνίας, τὴν ἀποδοχὴν τῶν μετανοούντων (ιβ΄ Α΄) καὶ ἀποκατάστασιν αὐτῶν εἰς τὴν θείαν κοινωνίαν, ὡς καὶ τὴν χειροτονίαν τῶν λειτουργῶν τῶν θείων Μυστηρίων.


Ἡ μοναδικὴ αὐτὴ ἱερατικὴ «λειτουργία καὶ φροντὶς τοῦ λαοῦ» (λστ’ Απ.) καθιστᾶ τούς ἐπισκόπους «ἰθυντάς» ἤ «καθηγητάς» (νγ’ Καρθαγ.), «ἐπιστάτας τῶν τοῦ Σωτῆρος ποιμνίων», «ποιμένας» («τῆς ἀρχιερωσύνης, δι’ ἥς ποιμαίνειν ἐτάχθησαν», ἰστ’ ΑΒ’ ). Οὗτοι εἶναι οἱ «οἰκονομοῦντες» τάς Ἐκκλησίας (στ’ Β ). Ὡς οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ οἱ ποιμένες δέον νὰ ἔχουν βαθείαν συνείδησιν, ὅτι δὲν ἀσκοῦν ἰδὶαν ἐξουσίαν, ὡς χαρακτηριστικῶς διδάσκει καὶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «ὁ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστὸς τις εὑρεθῆ. Τουτέστιν, ἵνα μὴ τὰ δεσποτικὰ σφετερίσηται, ἵνα μὴ ὡς δεσπότης ἐαυτῶ ἐκδικῆ, ἀλλ’ ὡς οἰκονόμος διοικῆ. Οἰκονόμου γὰρ τὸ διοικεῖν τὰ ἐγκεχειρισθέντα καλῶς. Οὒχ αὐτῶ λέγειν εἶναι τὰ δεσποτικά, ἀλλὰ τουναντίον τοῦ δεσπότου τὰ ἑαυτοῦ». Εἶναι ἐπίσης τὰ κέντρα ἑνότητος τῶν ὧν προΐστανται Ἐκκλησιῶν, ὡς εἰκόνες καὶ τύποι καὶ εἰς τόπον Θεοῦ, ἔχοντες τὴν φροντίδα πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων» «ὡς τοῦ Θεοῦ ἐφορῶντος» (λη’ Ἀποστ.).


Ἐντεῦθεν κατανοεῖται καὶ ἡ ἀπαίτησις τῶν Κανόνων περὶ ὑπάρξεως ἑνὸς μόνον ἐπισκόπου ἐν ἑκάστῃ ἐπισκοπῆ. Περισσότεροί του ἑνὸς ἐπίσκοποι θὰ ἐσήμαινε διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ὀργανώσεως τῶν μελῶν αὐτῆς περὶ δυὸ ἤ καὶ περισσοτέρους ἐπισκόπους, κέντρα ἑνότητος. (ιε΄ Ζ΄, η΄ Α΄, ιστ΄ τῆς ΑΒ΄).


Τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ μετέχουν καὶ οἱ πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες καὶ συνδιοικοῦντες μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου τάς ἐπισκοπάς ἐν ταῖς ἐνορίαις. Οὗτοι ἀξιοῦνται ὡσαύτως «καθέδρας» καὶ «προεδρίας» συμμετέχοντες τοῦ χαρίσματος καὶ τῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκόπου διό καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τῶν Κανόνων διὰ τὰ καθήκοντα τῶν πρεσβυτέρων ἐν πολλοῖς συμπίπτουν μὲ τάς ἀφορώσας τοὺς ἐπισκόπους.


Ὁ ἐπίσκοπος, ὡς κέντρον ἑνότητος καὶ ζῶσα εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ ἐν ἑκάστῃ τοπικὴ Ἐκκλησία, μόνος αὐτὸς κέκτηται τὸ δικαίωμα τοῦ χειροτονεῖν τοὺς λειτουργούς τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δικαίωμα τοῦτο καθιστᾶ τὸν ἐπίσκοπον τὸ μοναδικὸν κέντρον ἑνότητος.


Ὁ ἐπίσκοπος συνάπτει οἰονεί γάμον μετὰ τῆς λαχούσης αὐτῶ ἐπισκοπῆς διό καὶ οὗτος ὀφείλει ὅπως μὴ ἐγκαταλείπη «τῆς αὐθεντικῆς αὐτοῦ καθέδρας» καὶ «μὴ ἀμελεῖν τῆς φροντίδος καὶ τῆς συνεχείας τοῦ ἰδίου θρόνου» (οα΄ Καρθαγ.). Ἡ δὲ μετάθεσις ἐπισκόπου θεωρεῖται πνευματικὴ μοιχεία.


Οἱ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι διὰ τῆς χειροτονίας των συνδέονται μετὰ Ναοῦ πόλεως, ἤ κώμης, ἤ Κοιμητηρίου, ἤ Μαρτυρίου, ἤ ἱδρύματος, ἤ Μονῆς, ἐὰν πρόκειται περὶ μοναχῶν. Χειροτονία κληρικοῦ ἀπολελυμένως γενομένη εἶναι ἄκυρος (στ΄ Δ ),ἐφ’ ὅσον δὲν ἐξασφαλίζει ὀργανικὴν σύνδεσιν τοῦ χειροτονουμένου πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπερ πάντοτε ἔχει ὡς κέντρον ἑνότητος καὶ συνάξεων Ναὸν τινά.


Τόσον ὁ ἐπίσκοπος ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ὅσον καὶ ὁ πρεσβύτερος ἐν τῇ κοινότητι, ἐν ἥ διακονεῖ, εἶναι κέντρα, ἀλλὰ καὶ λειτουργοί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας συνάγοντες περὶ τὸν Χριστὸν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν Κ Μουρατίδην «αἱ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διακρίσεις ὑφίστανται ἀκριβῶς πρὸς ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐδόλως εἰς τὴν διαίρεσιν ἤ ἀντίθεσιν αὐτῶν».


Οἱ λαμβάνοντες τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης ὑπέχουν βαρείας εὐθύνας διὰ τὴν κατὰ Χριστὸν καθοδήγησιν καὶ αὔξησιν τοῦ ποιμνίου των.

«…Ἐπεί γάρ, ὡς ἅπαξ ἐγκεχειρισμένον ἱερατικὴν φροντίδα, ταύτης ἔχεσθαι μετ’ εὐρωστίας πνευματικῆς, καὶ οἵον ἀνταποδύεσθαι τοῖς πόνοις καὶ ἱδρῶτα τὸν ἔμμισθον ἐθελοντὶ ὑπομεῖναι».

Ἀποστολὴ τῶν ποιμένων καὶ ἰδίᾳ τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ «οἰκοδομὴ τῶν λαῶν» καὶ ἡ καθοδήγησις αὐτῶν εἰς τὸν κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν ἀγώνα. Ὅ,τι μετ’ ἰδιαιτέρας ἐμφάσεως λέγουν οἱ β΄ καὶ γ΄ Κανόνες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περὶ τῆς διαποιμάνσεως τῶν μοναχῶν ἰσχύει ἀναμφιβόλως καὶ διὰ τὴν διαποίμανσιν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ βιούντων. Ὁ ποιμὴν ἐν πρώτοις δέον, «θεοφιλής» ὤν, νὰ ἔχῃ τὴν «πρόνοιαν τῆς ψυχικῆς σωτηρίας» τῶν ποιμαινομένων «ἀρτίως τῷ Θεῷ» προσάγων τάς ψυχάς αὐτῶν (β΄ ΑΒ). Τοὺς ἀποδιδράσκοντας ἐκ τῆς Μονῆς (ἤ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἐκκλησιαστικῆς ποίμνης) δέον νὰ ἀναζητῆ «μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιμελείας» καὶ νὰ ἀγωνίζεται «τῆ προσηκούσῃ καὶ καταλλήλῳ τοῦ πταίσαντος ἰατρείᾳ τὸ νενοσηκὸς ἀνακτᾶσθαι καὶ ἐπιρρωνύειν». Μὴ πράττων τοῦτο πρέπει νὰ ἀφορίζεται. «Εἰ γὰρ ὁ ζώων ἀλόγων τὴν προστασίαν ἐγχειριζόμενος, καὶ τοῦ ποιμνίου καταμελῶν, οὐκ ἀτιμώρητος καταλιμπάνεται. Ὁ τῶν τοῦ Χριστοῦ θρεμμάτων τὴν ποιμαντικὴν ἀρχὴν καταπιστευθείς, καὶ ραστώνῃ καὶ ραθυμίᾳ τὴν αὐτῶν σωτηρίαν ἀπεμπολών, πῶς οὐ δίκας τοῦ τολμήματος εἰσπραχθήσεται;» (γ΄ ΑΒ΄).


Τὸ ποιμαντικὸν ἔργον δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τάς κατ’ ἄτομον ἐποικοδομητικάς συνομιλίας ποιμένος καὶ ποιμαινομένων, ἀλλὰ τελεῖται καὶ ἐν τῇ ἱερουργίᾳ τῶν θείων Μυστηρίων καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ ἐν τῇ ἐν γένει πνευματικῆ διακυβερνήσει τοῦ ποιμνίου. Οὕτως οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐπιτάσσουν, ὅπως οἱ ποιμένες τελοῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια κανονικῶς καὶ μετὰ κατάλληλον προετοιμασίαν μεταδίδοντες αὐτὰ τοῖς ἀξίοις καὶ οὐδέποτε τοῖς αἱρετικοῖς. Ὅπως κηρύττουν τακτικῶς καὶ ἀνελλιπῶς τὸν θεῖον Λόγον κατὰ τάς θείας Γραφάς καὶ τὴν Πατερικὴν Παράδοσιν (ιθ΄ ΣΤ΄), ρυθμίζοντες τὸν λαὸν «πρὸς πίστιν ὀρθὴν καὶ πολιτείαν ἐνάρετον». Ὅπως μεριμνοῦν «διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν αἱρετικῶν», ἰδίᾳ οἱ ἐπίσκοποι (ρκα΄ Καρθαγ.). Ὅπως διαχειρίζωνται (οἱ ἐπίσκοποι) τὰ οἰκονομικά της Ἐκκλησίας μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν διακόνων καὶ μεταδίδουν τοῖς χρείαν ἔχουσι κληρικοῖς καὶ λαϊκοῖς (κε΄ Ἀντιοχ., νθ΄ Ἀποστ.)., «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πάσης εὐλαβείας» (μα΄ Ἀποστ.), ὡσαύτως ἐπιτάσσουν ὅπως μὴ ἀσχολοῦνται μὲ διοικητικάς καὶ στρατιωτικάς ὑποθέσεις καὶ ἀσχολίας ἐπὶ ἐγκαταλείψει τῶν ποιμαντικῶν των καθηκόντων (ι΄ Ζ΄, πγ΄ Ἀποστ.), μὴ ἐπιλαμβάνωνται οἴκων καὶ κτημάτων ἀλλοτρίων διὰ κέρδος, εἰμὴ χάριν ἐπιμελείας ὀρφανῶν καὶ ἀπροστατεύτων, κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐπισκόπου (γ΄ Δ΄), παρεμβαίνουν δὲ παρὰ τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς ἄρχουσι, ὡς πατέρες πνευματικοί, μόνον πρὸς συνηγορίαν ὑπὲρ ἀδικουμένων, διωκομένων, ὀρφανῶν, χηρῶν καὶ πτωχῶν (ζ, η΄ Σάρδ.), διότι παρεμβάσεις εἰς τοὺς ἄρχοντας δι’ ἰδιοτελεῖς λόγους προκαλοῦν σκανδαλισμὸν καὶ στεροῦν τοὺς ἐπισκόπους τῆς πρὸς αὐτοὺς παρρησίας. Ἔργον τῶν ποιμένων εἶναι καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῶν μετανοούντων καὶ ἐπιστρεφόντων ὡς καὶ ἡ καταλλαγὴ αὐτῶν τῆ Ἐκκλησίᾳ (νβ΄ Ἀποστ., μγ΄ Καρθαγ.).


Ἰδιαιτέρως οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὑπεύθυνοι διὰ τὴν κατήχησιν τῶν Κατηχουμένων καὶ τὴν ἐξέτασιν αὐτῶν πρὸ τοῦ Βαπτίσματος (μστ΄ Λαοδ., οη΄ Πενθ.) ὡς καὶ τὴν προστασίαν τῶν μοναχῶν (δ΄ Δ΄). Εἰς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν δὲ κληρικοὺς ὀφείλει ὁ ἐπίσκοπος ἀγάπην καὶ αὐτοὶ ὀφείλουν εἰς αὐτὸν ὑποταγὴν (ιδ΄ Σάρδ.), ὡς πρὸς «Πατέρα» (η΄ Καρθαγ.), καθ’ ὅσον «αὐτὸς ἐστιν ὁ πεπιστευμένος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος» (λθ΄ Ἀποστ.).


Οὕτως ὁ ἐπίσκοπος εἶναι κυρίως καὶ προεχόντως ποιμὴν καὶ φιλόστοργος πατὴρ τῶν πρεσβυτέρων («οἰκεῖος πατήρ» ιγ΄ ΑΒ΄ ) καὶ πάντων τῶν ὑπ’ αὐτὸν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ οὐχὶ διοικητὴς τις καὶ ἄρχων ἀσκῶν ἀπρόσωπον καὶ ψυχράν διοίκησιν, μὴ ἑδραζομένην εἰς τὴν ἀγάπην καὶ μὴ προάγουσαν τὴν κοινωνίαν τῶν προσώπων. Ὡς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἐπίσκοποι δέον νὰ ἀκτινοβολοῦν καὶ τὰ ποιμαντικὰ χαρίσματα Αὐτοῦ. Ἐνῶ δὲ ὁ βασιλεὺς (καὶ γενικῶς οἱ ἄρχοντες) εἶναι πρόσωπον ἐξωτερικὸν καὶ «σωματικόν», ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει νὰ εἶναι πρόσωπον «ἐσωτερικὸν καὶ πνευματικόν, καὶ τοῦ πρατοτάτου καὶ ἀμνησικάκου Χριστοῦ μιμητής γνησιώτατος». Οὕτως ἠσθάνοντο καὶ οἱ Πατέρες τῆς Σαρδικῆς: «Ἐπειδὴ ἥσυχοι καὶ ὑπομονητικοὶ ὀφείλομεν εἶναι, καὶ διαρκῆ τὸν πρὸς πάντας ἔχειν οἶκτον» (ιη΄ Σάρδ.). Ὁμοίως ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀποστολὴν τοῦ ἐπισκόπου καὶ ὁ βυζαντινὸς πολιτικὸς νόμος: «Ἐπίσκοπος ἐστιν ἐπιτηρητὴς καὶ ἐπιμελητὴς πασῶν τῶν ἐκκλησιαζομένων ψυχῶν τῶν ἐν τῇ αὐτοῦ ἐπαρχίᾳ…. ἴδιον δὲ Ἐπισκόπου, τοῖς μὲν ταπεινοῖς συγκατέρχεσθαι, καταφρονεῖν δὲ τῶν ἐπαιρομένων… Καὶ προκινδυνεύειν τοῦ ποιμνίου, καὶ τὴν ἐκείνων στενοχωρίαν, οἰκείαν ὀδύνην ποιεῖσθαι». Ὡς φιλόστοργος πατὴρ ὁ ἐπίσκοπος δέον νὰ μὴ ἐγκαταλίπη ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα τὴν ἐπαρχίαν του καὶ «λυπεῖν τὸν ἐμπεπιστευμένον αὐτῶ λαόν» (Σάρδ. ια΄).


Γενικῶς ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι ὀφείλουν νὰ μὴ ἀμελοῦν τοῦ ὑπ’ αὐτοὺς κλήρου καὶ λαοῦ, παιδεύοντες αὐτοὺς εἰς εὐσέβειαν, ἐὰν δὲ ἀμελοῦν αὐτῶν ἀφορίζονται, ἐπιμένοντες δὲ τῆ ἀμελείᾳ καὶ ραθυμίᾳ καθαιροῦνται (νη΄ Ἀποστ.).
Ἐν τῇ ἐνασκήσει τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου οἱ ποιμένες διατρέχουν τὸν κίνδυνον νὰ ἀσκοῦν τοῦτο ἀνθρωποκεντρικῶς, ἤτοι κατὰ τὴν ἰδὶαν αὐτῶν κρίσιν καὶ ὄχι κατὰ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ κινδύνου τούτου οἱ ποιμένες ἐν τῇ διαχειρίσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῆ διακυβερνήσει τῶν ψυχῶν δέον ὅπως ἀκολουθοῦν τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τὴν θεανθρωπίνην βούλησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ ἀμφιβόλων δὲ ἥ καὶ ἀμφισβητουμένων θεμάτων καταφεύγουν εἰς τὴν συνοδικὴν ἐπίλυσιν αὐτῶν. Διό οἱ ἐπίσκοποι ὀφείλουν νὰ μετέχουν εἰς τάς συνόδους διὰ νὰ διδάσκουν ἤ διδάσκωνται «εἰς κατόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν» (μ΄ Λαοδ.). Ὀφείλουν ἐπίσης νὰ ἀπευθύνωνται πρὸς τὸν πρῶτον μεταξὺ αὐτῶν διὰ τὰ γενικώτερα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα (λδ΄ Ἀποστ.). Κατὰ τὸν ιδ΄ τῆς Ζ΄ «ὅτι τάξις ἐμπολιτεύεται τῆ ἱερωσύνῃ, πᾶσιν ἀρίδηλόν ἐστι. Καὶ τὸ σὺν ἀκριβείᾳ διατηρεῖν τάς τῆς ἱερωσύνης ἐγχειρήσεις Θεῶ εὐάρεστον».


Τὸ καθῆκον τοῦτο τῆς συμμορφώσεως τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν βούλησιν τοῦ Κυρίου βαρύνει κυρίως τοὺς ἐπισκόπους, οἵτινες εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλοι τῆς Ἀληθείας χαρακτηριζόμενοι καὶ ὡς «ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκ τῆς καλῆς δὲ ἤ κακῆς καταστάσεως αὐτῶν τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συνδιακινδυνεύει ἤ συνδιασώζεται. Οἱ ἐπίσκοποι, ἔχοντες τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἀληθείας, δέον νὰ εἶναι ὅλως εὐαίσθητοι εἰς πᾶσαν προσπάθειαν λανθανούσης ἤ καὶ φανερᾶς νοθεύσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου διὰ διδασκαλιῶν ἤ κατευθύνσεων ξένων ἤ καὶ ἀντιθέτων πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.


Ἕκαστος ἐπίσκοπος δέον νὰ ἀποτελῆ τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας διακρίνων τὰ «τῆ ἐκκλησιαστικῆ πίστει σύμφωνα» (ι΄ Καρθαγ.), ἤ καὶ ἀντιτιθέμενα, ἀγωνιζόμενος διὰ τὴν «ἐπιστήμην», ἤτοι τὴν ἀκρίβειαν τῶν δογμάτων, διὰ τὴν «ὁμολογίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ διὰ «τὴν τῆς ἀληθείας ἐκδικίαν» (ιζ΄ Σάρδ.) Οἱ μέλλοντες νὰ χειροτονηθοῦν ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι δέον νὰ εἶναι γνῶσται τῶν συνοδικῶς δεδογμένων «ἵνα μὴ ποιοῦντες κατὰ τῶν ὅρων τῆς συνόδου μεταμεληθῶσιν» (ιη΄ Καρθαγ.).


Τὸ λειτούργημα τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἐνεργοποιοῦν οἱ ἐπίσκοποι ἰδιαιτέρως εἰς τάς Συνόδους, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀνάγκῃ πρὸ αὐτῶν διὰ τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν εἰς κατεγνωσμένην αἵρεσιν πεσόντων μητροπολιτῶν ἤ πατριαρχῶν προϋποθέτει γνῶσιν θεολογικήν, ὄχι βεβαίως ἐν διανοητικῇ μόνον ἐννοίᾳ, ἀλλὰ ἐν τῇ ἁγιοπατερικῇ ἐννοίᾳ τῆς μυστικῆς κοινωνίας καὶ γνώσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν αὐτοῦ πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τάς ἐνεργείας τοῦ διαβόλου. Ἄλλαις λέξεσιν οὐχὶ μόνον «μορφωμένοι» ἤ κοινωνικῶς δραστήριοι ἀλλ’ ἅγιοι καὶ χαρισματοῦχοι ἐπίσκοποι ἐκφράζουν τὴν ἀλάθητον συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπερβολικὴ ἐνασχόλησις τῶν ἐπισκόπων μὲ τὰ κοινωνικὰ ἔργα εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορροφήση αὐτοὺς ὁλοτελῶς καὶ νὰ παρασύρη αὐτοὺς εἰς μίαν ἀνθρωποκεντρικὴν ποιμαντικήν, ἥτις δὲν θὰ ἐπιτρέπη εἰς αὐτοὺς νὰ εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγοι, διδάσκαλοι καὶ ὁδηγοὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας.



β. Προσόντα καὶ καθήκοντα τῶν Ποιμένων.

Ἀπαίτησις τῆς Ἐκκλησίας διὰ τοὺς Ποιμένας, ἐκφραζομένη διὰ τῶν ἱ. Κανόνων, εἶναι ὅπως οὗτοι παρέχουν εἰς τοὺς πιστοὺς ὑπόδειγμα ἁγίας ζωῆς, ὄντες «κανόνες πίστεως» καὶ ἁγιότητος ἤ κατὰ τὸν ιβ΄ τῆς Λαοδικείας «ὄντες ἐκ πολλοῦ δεδοκιμασμένοι ἔν τε τῷ λόγῳ τῆς πίστεως καὶ τῆ εὐθέως βίου πολιτείᾳ». Ἡ ἐπὶ πολὺν χρόνον δοκιμασία εἰς ἕκαστον βαθμὸν εἶναι ἀναγκαία διὰ νὰ ἀποδειχθῆ «ἡ πίστις (αὐτῶν) καὶ ἡ τῶν τρόπων καλοκαγαθία, καὶ ἡ στερρότης καὶ ἡ ἐπιείκεια, γνώριμος γενέσθαι δυνήσεται» (ι΄ Σάρδ.). Μετὰ τοιαύτην δοκιμασίαν τὸ ποίμνιον δύναται νὰ ἀναγνωρίση τοὺς ποιμένας ὡς ὁδηγοὺς καὶ διδασκάλους του.


Τὸ ποιμαντικὸ ἔργον δύναται νὰ ἀσκῆται μόνον ὑφ’ ὅσων «ὁ βίος ὀρθός ἐστι καὶ μηδὲν τούτοις ἀντίκειται» (ιβ΄ Θεοφ.). Τὸ δὲ «ἐν λαϊκοῖς ἐπιλήψιμον πολλῶ μᾶλλον ἐν κληρικοῖς ὀφείλει καταδικάζεσθαι» (ε΄ Καρθαγ.). Οἱ «τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες, ἤτοι δουλεύοντες» ὀφείλουν νὰ τηροῦν σωφροσύνην καὶ ἐγκράτειαν (δ΄ Καρθαγ.) διὰ νὰ ἔχουν καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν παρρησίαν «ἵνα ὁ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς αἰτοῦσιν, ἐπιτυχεῖν» (γ΄ Καρθαγ.). Διὰ δὲ «τὴν ὀλίγων ἀναισχυντίαν πλεονάκις τὸ θεῖον καὶ σεβασμιώτατον ὄνομα τῆς ἱερωσύνης εἰς κατάγνωσιν ἐληλυθέναι» (κ΄ Σάρδ.), ἤ λοιδορεῖται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (κστ΄ Δ).


Οἱ ἱ. Κανόνες ἐφιστοῦν τὴν προσοχὴν τῶν κληρικῶν διὰ τὸ ἀνεπίληπτον τῆς συμπεριφορᾶς των. Διὰ τῶν γνωστῶν κωλυμάτων ἐμποδίζονται ἀπὸ τῆς ἱερωσύνης οἱ μετὰ τὸ βάπτισμα ὑποπεσόντες εἰς βαρέα ἁμαρτήματα, ἐνῶ μὴ κωλυτικὰ τῆς ἱερωσύνης ἁμαρτήματα ἐξαλείφονται διὰ τῆς χάριτος τῆς χειροτονίας (θ΄ Νεοκ.).


Ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους κληρικοὺς καθαρότητα βίου ἐπιτρέπουσαν τὴν ἱερουργίαν ἐνώπιον τοῦ καθαροτάτου Κυρίου, «ὥστε τοὺς ἐν κλήρῳ καταλεγομένους καὶ ἄλλοις τὰ θεῖα διαπορθμεύοντας, καθαροὺς ἀποφῆναι καὶ λειτουργοὺς ἀμώμους, καὶ τῆς νοερᾶς τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ θύματος, καὶ ἀρχιερέως, θυσίας ἀξίους». Ἐκτὸς τούτου εἶναι ἀνακόλουθον «εὐλογεῖν ἕτερον τὸν τὰ οἰκεῖα τημελεῖν ὀφείλοντα τραύματα» (γ΄ ΣΤ΄).


Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ὑπὸ τῶν χειροτονούντων ἀκριβής ἐξέτασις τοῦ βίου τῶν χειροτονουμένων καὶ τῶν συνθηκῶν, ὑφ’ ἅς εἰσέρχονται εἰς τὸν κλῆρον, εἶναι ἀπαραίτητος. Μόνον ὅταν εὑρεθῆ ἀδιάβλητος ὁ ὑποψήφιος εἶναι δυνατὸν νὰ χειροτονῆται. Οὕτω θὰ διατηρῆται καθαρὸν τὸ «συνειδός» τῶν χειροτονούντων καὶ ἀδιάβλητος «ἡ ἱερὰ καὶ σεπτὴ λειτουργία». Ὡς κριτήριον δὲ διὰ τὴν ἀνύψωσιν εἰς τὴν ἱερωσύνη δέον νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν μόνον ἡ προσωπικὴ ἀξία καὶ ἀρετὴ τοῦ χειροτονουμένου καὶ ὄχι ἡ ἀπὸ γένους ἱερατικοῦ καταγωγή του.


Οἱ κληρικοὶ πρέπει νὰ εἶναι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητοι εἰς πᾶν ὅ,τι θὰ ἐσκανδάλιζε τοὺς ἀνθρώπους, ἀποφεύγοντες ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι πιθανὸν νὰ μὴ βλάπτουν αὐτούς, ἀλλὰ σκανδαλίζουν τὸ ποίμνιον. Ἐπὶ πλέον οἱ ποιμένες ὀφείλουν νὰ εἶναι «ἀπαθεῖς», διότι ἐμπαθεῖς ὄντες καθίστανται ἀναίσθητοι καὶ ὑπόκεινται εἰς τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς βαρέα ἐπιτίμια, ὡς παραβᾶται τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τῶν Ἀποστολικῶν διατάξεων (δ΄ Ζ΄).


Ἡ ὅλη στάσις καὶ ἐμφάνισις τῶν κληρικῶν δέον νὰ εἶναι κόσμια, σεμνὴ καὶ ταπεινόφρων. «Πᾶσα βλακεία καὶ κόσμησις σωματική, ἀλλότριαι εἰσι τῆς ἱερατικῆς τάξεως, καὶ καταστάσεως». Διό καὶ οἱ ἱερωμένοι δέον νὰ μὴ κοσμοῦνται «δι’ ἐσθήτων λαμπρῶν καὶ περιφανῶν», νὰ μὴ «χρίωνται μῦρα», καὶ νὰ περίκεινται «μετρίαν καὶ σεμνὴν ἀμφίεσιν», διότι «πᾶν ὅ μὴ διὰ χρείαν, ἀλλὰ διὰ καλλωπισμὸν παραλαμβάνεται, περπερείας (κενοδοξίας) ἔχει κατηγορίαν, ὡς ὁ μέγας ἔφη Βασίλειος» (ιστ΄ Ζ’). Εἰς πᾶσαν δὲ περίστασιν, ἀκόμη καὶ εἰς τάς σεμνάς κοινωνικάς ἀναστροφάς, ὡς εἶναι αἱ συνεστιάσεις μετὰ «θεοφόβων καὶ εὐλαβῶν ἀνδρῶν», δέον νὰ ἀποβλέπη εἰς τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν τῶν μεθ’ ὧν συναναστρέφεται. «Ἵνα καὶ αὐτὴ ἡ συνεστίασις πρὸς κατόρθωσιν πνευματικὴν ἀπάγῃ» (κβ΄ Ζ΄). Χρέος τέλος τοῦ ἱερωμένου εἶναι ὅπως ὁδηγῆ καὶ τὰ τέκνα του εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν ἀποτρέπων ταῦτα ἀπὸ ἐφαμάρτων διασκεδάσεων.


Εἶναι αὐτονόητον ὅτι τὸ ἱερατικὸν ἦθος, ὡς ἀπαιτοῦν καὶ περιγράφουν αὐτὸ οἱ ἱ. Κανόνες, δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ συμμόρφωσις πρὸς ἀντικειμενικὸν τινὰ ἠθικὸν νόμον, ἀλλὰ τὸ ἦθος τῆς ἐλευθέρας καὶ ἐξ ἀγάπης ὑπακοῆς εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἐξ ἄλλου ἀγάπη ὑποχρεοῖ ἔσωθεν τὸν ἱερωμένον ὅπως προσέχη τὴν ἐξωτερικὴν διαγωγήν του, διὰ νὰ μὴ παράσχη ἀφορμάς σκανδάλου εἰς τοὺς ἀδελφούς του, κατὰ τὸ «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει…» (Α’ Κόρ. στ 12). Ὁ ἄξιος ἱερωμένος προσέχει πάντοτε νὰ μὴ προτιμᾶ «τὰ εἴδωλα τοῦ Χριστοῦ», ὑπὸ τὸν ὄρον «εἴδωλα» νοουμένων πάντων τῶν ἀπολυτοποιουμένων καὶ θεοποιουμένων σχετικῶν καθ’ ἑαυτὰς ἀξιῶν (στ΄ Βασιλ.) καὶ νὰ μὴ προδίδη δεύτερον τὸν «ἅπαξ ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθέντα», ἔχων συνείδησιν ὅτι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «πεπιστεύμεθα σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ». Τὸ ἱερατικὸν ἦθος, ὡς καὶ τὸ χριστιανικὸν γενικώτερον ἦθος, ἔχει χριστολογικὴν καὶ ἐκκλησιολογικὴν βάσιν. Ἡ μετοχὴ εἰς τὸ κοινὸν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ δίδει εἰς τὸν ἱερωμένον τὴν δυνατότητα τῆς θεανθρωπίνης ἀγάπης καὶ τοῦ θεανδρικοῦ ἤθους τοῦ Χριστοῦ.

π. Ιωάννης Μέγιεντορφ,Ἡ Ἐκκλησία ὡς κοινότητα



«Οὗ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20). Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν ἕνα ἀπὸ τὰ βασικότερα ἐκκλησιολογικὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Διδάσκουν σαφῶς ὅτι ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, ἡ συγκέντρωση ἑνὸς ἀριθμοῦ χριστιανῶν, ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχει σημασία ἂν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ποὺ συγκεντρώνονται εἶναι μικρὸς ἢ μεγάλος. ἐκεῖνο ποὺ ἔχει πράγματι σημασία εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς σύναξης. Ἐφόσον μία σύναξη γίνεται «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ», παύει νὰ εἶναι ἁπλὴ συνάθροιση ἀνθρώπων καὶ γίνεται ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, πραγμάτωση τῆς ἀρχαίας προφητείας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς θὰ σκηνώσει ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ του καὶ «αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔσται μετ' αὐτῶν, ὁ Θεὸς αὐτῶν» (Ἀπ. 21,3. Ἰεζ. 43,7). 

Τὸν ἀντικειμενικὸ αὐτὸ χαρακτήρα τῆς σύναξης τῶν χριστιανῶν τονίζουν μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. 

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος π.χ. γράφει πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου: «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ, καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοία ὑμῶν τῆς πίστεως. Οὐδέν ἐστιν ἄμεινον εἰρήνης, ἐν ᾗ πᾶς πόλεμος καταργεῖται ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων» (Ἰγνάτιος πρὸς Ἐφεσίους, ΧΙΙΙ).

Κατὰ τὴν ἀντίληψη, λοιπόν, τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου καὶ τῶν συγχρόνων του, ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν χριστιανῶν εἶναι πρωτίστως τὸ ἀντικειμενικὸ σημεῖο τῆς εἰρήνης, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀποκατέστησε μεταξὺ Αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ του ἐν Χριστῷ καὶ στὴν ὁποία καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ κοινωνήσουν. Καὶ ἡ μετοχὴ στὴ σύναξη αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία πράξη χρήσιμη γιὰ τὴν ἀτομικὴ σωτηρία τοῦ καθενός, ἀλλὰ εἶναι κυριολεκτικὰ συμμετοχὴ στὸν ἀγώνα ποὺ διεξάγει ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Ἐναντίον ἐκείνου ποὺ σπέρνει τὴ διαίρεση καὶ τὸ μῖσος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ κατορθώνει νὰ διατηρεῖ τὴν ἄδικη καὶ παράνομη ἐξουσία του πάνω στὸν κόσμο χάρη στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ θάνατο. 

Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἐξηγεῖ γιατί ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἡ Ἐκκλησία θεώρησε τὴ συμμετοχὴ στὴν κοινὴ σύναξη ὡς οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ ζωῆς καὶ γιατί, παρὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων, ἐξακολούθησε νὰ παραμένει αὐστηρὰ προσηλωμένη στὴν ἀρχὴ τῶν τακτικῶν λατρευτικῶν συνάξεων. Ὅταν ὁ Χριστιανισμὸς κηρύχθηκε religio illicita, δηλαδὴ ἀπαγορευμένη θρησκεία, δὲν ἀπέβαλε, ὅπως θὰ περίμενε κανείς, τὸν κοινοτικό του χαρακτήρα καὶ δὲν μεταβλήθηκε σὲ μία ἀτομικὴ θρησκεία. Μία τέτοια θρησκευτικὴ πίστη, ἡ ὁποία δὲν θὰ συνεπαγόταν κανένα σοβαρὸ κίνδυνο γιὰ τοὺς ὀπαδούς της ἀσφαλῶς καὶ θὰ ἦταν ἀνεκτὴ ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος. Καὶ ὅμως, πόσο θὰ ἁπλοποιοῦνταν τὰ πράγματα γιὰ τοὺς διωκόμενους χριστιανούς, ἂν ἀποφάσιζαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς συνάξεις τῆς Κυριακῆς, οἱ ὁποῖες τόσο εὔκολα μποροῦσαν νὰ προδοθοῦν ἢ νὰ ἀποκαλυφθοῦν καὶ ἂν ἀρκοῦνταν σὲ ἕναν «πνευματικὸ» σύνδεσμο μεταξύ τους! Ἀλλὰ τίποτε παρόμοιο δὲν συνέβη. Παρὰ τὴν σκληρὴ καταδίωξη καὶ τὶς τρομερὲς τιμωρίες, οἱ χριστιανοὶ ἐξακολούθησαν νὰ συνέρχονται τακτικὰ «ἐπὶ τὸ αὐτό». Καὶ ὁ λόγος τῆς ἐπιμονῆς τους αὐτῆς ἦταν ἡ πίστη ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι πρώτιστα συγκεκριμένη συμμετοχὴ στὴ ζωὴ μίας ὁρατῆς καὶ ἁπτῆς μυστηριακῆς κοινότητας, μία συμμετοχὴ ἡ ὁποία δὲν ἐπιδέχεται κανενὸς εἴδους «πνευματοποίηση». Μὲ ἄλλα λόγια, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανὸς εἶναι συνώνυμο μὲ τὸ νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, γιὰ νὰ εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ παραδέχεται μία ὁρισμένη κοσμοθεωρία ἢ νὰ ἀγωνίζεται εἰλικρινὰ γιὰ νὰ μεταβάλει τὸν ἀτομικό του τρόπο σκέψης καὶ ζωῆς ἢ ἔστω νὰ ἀνήκει ἀόριστα σὲ μία ἀφηρημένη καὶ ἀπρόσωπη ὀργάνωση. Χρειάζεται, κυρίως, νὰ εἶναι ἐνταγμένος ψυχῇ τε καὶ σώματι σὲ μία συγκεκριμένη τοπικὴ κοινότητα, νὰ μετέχει νόμιμα καὶ ἐνεργητικὰ στὴ ζωή της, νὰ εἶναι μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης ὁ «πλησίον» τῶν ἀδελφῶν του, ὁ «πλησίον» τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ποὺ ἀποτελοῦνται, ὅπως καὶ αὐτός, ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα.

Πράγματι, ὅταν ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ κηρύξει τὴν ἔναρξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ, νὰ ἀναγγείλει τὸν ἐγκαινιασμὸ τῆς νέας πραγματικότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἔκανε λόγο γιὰ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη δὲν εἶναι μία ἀόριστη ἀγάπη τῆς ἀνθρωπότητας. εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀγάπη τῶν συγκεκριμένων ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔταξε ὡς πλησίον μας. 

Εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἀγαπᾶ κάποιος ὅσους βρίσκονται μακριά του ἢ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχει παρὰ μόνο λίγες τυπικὲς σχέσεις. Ὡστόσο, συχνὰ χρειάζεται ἀγώνας γιὰ νὰ ἀγαπήσουμε τὰ πρόσωπα ποὺ βρίσκονται κυριολεκτικὰ γύρω μας, τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους εἴμαστε ὑποχρεωμένοι κάθε στιγμὴ νὰ ἐρχόμαστε σὲ ἐπαφὴ καὶ σὲ σχέση. 

Ἀντίθετα μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον, τὴν ὁποία δίδασκε τὸ Λευϊτικὸν καὶ τὴν ὁποία ἐφάρμοζαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλῖτες, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη δὲν γνωρίζει καμία διάκριση καὶ δὲν ἀποκλείει κανέναν. Ὅταν ὁ Κύριος ρωτήθηκε ποιόν πρέπει νὰ θεωροῦμε ὡς πλησίον μας, ἀπάντησε μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, ὑποδεικνύοντας ὡς πρότυπο ἀληθινῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον τὸν ἐκπρόσωπο ἑνὸς λαοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο κάθε καλὸς Ἑβραῖος τῆς ἐποχῆς του αἰσθανόταν ὄχι ἁπλῶς μῖσος, ἀλλὰ σχεδὸν φυσικὴ ἀπέχθεια. 

Ἑπομένως, οἱ χριστιανοὶ καλοῦνταν νὰ ἀποτελέσουν μία κοινότητα, ἡ ὁποία θὰ ὑπερβαίνει κάθε φραγμὸ φυλῆς, συμφέροντος ἢ προσωπικῶν αἰσθημάτων. Ἡ κοινότητα αὐτὴ θὰ εἶναι θεμελιωμένη, ὄχι σὲ φυσικὲς ἀξίες ἢ στὴν προσωπικὴ συμπάθεια, ἀλλὰ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὄντως, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι χάρη καὶ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἡ
Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο του, ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία τὰ πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος ἀγαπῶνται μεταξύ τους. Αὐτὴν τὴν ἀγάπη του ὁ Θεὸς μεταδίδει σὲ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ «εὐαγγέλιό» του καὶ ἐνσωματώνονται στὸ «σῶμα» τοῦ σαρκωθέντος καὶ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη «καρπὸν τοῦ Πνεύματος» (Γαλ. 5,22) καὶ διδάσκει ὅτι σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἀγάπη καὶ τὰ αἰσθήματα τοῦ θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ κόσμου τούτου, τὰ ὁποῖα ἀλλοιώνονται καὶ παρέρχονται, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α' Κορ. 13,8).

Τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα εἶναι θάνατος καὶ ἀνάσταση. Μὲ τὸ βάπτισμα βιώνουμε τὸν θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί, συνάμα, τὴν ἀνάσταση μίας νέας ζωῆς, ἡ ὁποία δὲν εἶναι πλέον ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἀθάνατου Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, μὲ τὸ βάπτισμα γινόμαστε «σὰρξ» τοῦ δι' ἡμᾶς σαρκωθέντος καὶ ἐκ τῆς Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου τεχθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Χριστὸς καὶ χριστιανοὶ ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα. 

Τοῦτο ἀκριβῶς ἑρμηνεύει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν ἡ σύναξή μας γίνεται «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ» ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου ἀνάμεσά μας. 

Ἐξηγεῖ ἀκόμη γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀπαγόρευσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν συμμετοχὴ τῶν μὴ βαπτισμένων προσώπων στὶς συνάξεις (βλ. τὴν ἀπόλυση τῶν κατηχουμένων). Ἀντικειμενικά, οἱ μὴ βαπτισμένοι δὲν ἔχουν ἐγκεντρισθεῖ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί, συνεπῶς, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μετέχουν σὲ συνάξεις ποὺ γίνονται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. 

Τέλος, ἐξηγεῖ γιατί ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀποκλείει ἀπὸ τὴν σύναξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας καὶ γιατί δημιουργεῖ τὴν ἀνάγκη τῆς συμφιλίωσής μας μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα διὰ τῆς ἐξομολόγησης, καθόσον ἡ ἁμαρτία εἶναι πάντοτε ἄρνηση ἢ ἀπόκρουση τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ σύναξη εἶναι φανέρωση καὶ ἐνσάρκωση αὐτῆς τῆς Ἀγάπης. 

Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, προκειμένου νὰ περιγράψουν τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ τὸν ἑλληνικὸ ὄρο «ἀγάπη». Πράγματι, ὁ Θεὸς Ἀγάπη ἐστί. Καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συνέρχεται «ἐπὶ τὸ αὐτὸ» γιὰ τὴν Εὐχαριστία, δὲν εἶναι παρὰ ἡ φανέρωση αὐτῆς τῆς Ἀγάπης σὲ ὁρισμένο τόπο καὶ χρόνο.


Ἡ εὐχαριστιακὴ ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας

Ἐφόσον οἱ χριστιανοὶ ἀποτελοῦν μυστηριακὰ ἕνα Σῶμα, εἶναι φυσικὸ ἡ χριστιανικὴ κοινότητα νὰ ἔχει ἰδιαίτερη ὑφή, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπὸ τὸν μυστηριακό της χαρακτήρα. Ἐπίσης, ἐφόσον τὸ μυστηριακὸ αὐτὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πλήρως καὶ ἐξ ὁλοκλήρου παρὸν σὲ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη, εἶναι πολὺ φυσικὸ ἡ ἰδιάζουσα ὑπόστασή του, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπὸ τὸν μυστηριακό του χαρακτήρα, νὰ φανερώνεται πλήρως καὶ ἐξ ὁλοκλήρου σὲ κάθε Θεία Εὐχαριστία.

Κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ὅλες οἱ τυπικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες εἶχαν τὴν ἴδια δομή. Παντοῦ ὁ λαὸς συγκεντρώνονταν γύρω ἀπὸ ἕναν ἐπίσκοπο, τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε ἕνα σῶμα πρεσβυτέρων. Ἀργότερα, ποικίλοι λόγοι ἀνάγκασαν τοὺς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε προΐσταντο πάντοτε αὐτοπροσώπως σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις, νὰ ἐπιτρέψουν στοὺς πρεσβυτέρους νὰ προΐστανται καὶ αὐτοὶ σὲ ὁρισμένες συνάξεις. Ὡστόσο, ὁ ἐπίσκοπος ἐξακολούθησε νὰ παραμένει ὁ μοναδικὸς καὶ ἀναμφισβήτητος ἀρχηγὸς τῆς ἐκκλησίας του. 

Ἀκόμη καὶ σήμερα κανένας ἱερεὺς δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει ἔγκυρα τὴν Εὐχαριστία, ἂν δὲν ἔχει ρητὴ καὶ προσωπικὴ ἐξουσιοδότηση ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, στὸν ὁποῖο θέλει νὰ ἱερουργήσει.

Πῶς ἑρμηνεύεται ἡ ἐξαιρετικὴ καὶ μοναδικὴ αὐτὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία; Ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη εἶναι οὐσιαστικὰ τὸ Πάσχα, τὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς συνέφαγε μὲ τοὺς μαθητές του στὸ ἀνώγειο. Συνάμα, εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ Πεντηκοστή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἐξαπέστειλε τὸ Πνεῦμα του στοὺς Ἀποστόλους καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συναγμένοι στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ. Σὲ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου ἀντηχεῖ καὶ μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ κατέχει στὴν σύναξη τὴν θέση ποὺ κατεῖχε ὁ Χριστὸς κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο εἶναι ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἀντ' αὐτοῦ προϊστάμενος πρεσβύτερος. 

Κοντολογὶς καὶ σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ὁ ἐπίσκοπος εἶναι γιὰ τὴ συνηγμένη Ἐκκλησία ἡ «εἰκὼν» τοῦ Θεοῦ, ὁ «τύπος» τοῦ Χριστοῦ, ἡ «κεφαλὴ» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὅλα αὐτὰ «μυστηριακῶς», «ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ» καὶ ὄχι ἔξω ἢ ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἔξω ἢ ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει κεφαλὴ χωρισμένη ἀπὸ τὸ σῶμα. 

Τὸ λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου -καὶ σ' αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ διαφορά του ἀπὸ τὴν διακονία τοῦ ἀποστόλου- ὑπῆρξε πάντοτε λειτούργημα ἑνότητας, συντονισμοῦ καὶ συνέχειας τῆς ζωῆς μίας ὁρισμένης τοπικῆς ἐκκλησίας. Συνεπῶς, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀσκηθεῖ παρὰ μόνο σὲ ὀργανικὴ συνάρτηση πρὸς μία συγκεκριμένη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Βέβαια, ὑπάρχουν σήμερα καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ λεγόμενοι βοηθοὶ ἐπίσκοποι. Ὡστόσο, οἱ τίτλοι τῶν ἐπισκόπων τοὺς ὁποίους ὑποχρεωτικὰ φέρουν οἱ βοηθοὶ αὐτοὶ ἐπίσκοποι μαρτυροῦν -ἔστω καὶ κατ' ὄνομα μόνο- τὴν θεμελιώδη ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ ὅτι δίχως τὴν τοπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἐπίσκοπος.

Κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας του, ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐπίσης ὁ φύλακας καὶ ἐγγυητὴς τῆς ἱστορικῆς συνέχειας καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε τόπο. Ἡ συνέχεια καὶ ἡ ἑνότητα αὐτὴ ἀποτελοῦν γνωρίσματα καὶ τεκμήρια τῆς μυστηριακῆς φύσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ. Φανερώνουν ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνα Βάπτισμα καὶ μία μόνη Εὐχαριστία, ποὺ συνεχίζονται μέσα στὸν χρόνο ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ καὶ τελοῦνται σὲ συγκεκριμένο τόπο σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες. 

Ἑπομένως, στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει παρὰ μία μόνη παράδοση καὶ μία μόνη ἀλήθεια, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ πιστεύονται ἀπὸ ὅλους, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε ἐποχή. Καὶ τοῦτο εἶναι πολὺ φυσικό, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει παρὰ ἕνας μόνος Κύριος καὶ ἕνα μόνο Πνεῦμα καί, κατὰ συνέπεια, μία μόνη Ἐκκλησία. Ἡ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱστορία ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν λεγόμενη «Ἀποστολικὴ Διαδοχή», ἡ ὁποία εἶναι μυστηριακὴ διαδοχὴ καὶ συνάμα πιστότητα στὴν διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων. 

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται διὰ τῆς συμφωνίας τῶν ἐπίσκοπων, τῶν φυλάκων καὶ μαρτύρων τῆς πίστης τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι μυστηριακὰ ἰσότιμες καὶ διοικητικὰ συντονισμένες. Στὸ πλαίσιο τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ρωμαϊκοῦ Κράτους, οἱ γειτονικὲς ἐκκλησίες ἐντάχθηκαν σὲ μεγαλύτερες ἑνότητες, τὶς ἐπαρχίες, μὲ κέντρα ὁρισμένες μεγάλες πόλεις, οἱ ἐπίσκοποι τῶν ὁποίων ἔλαβαν τὸν τίτλο τοῦ μητροπολίτη ἢ τοῦ πατριάρχη. 

Σήμερα οἱ διαιρέσεις αὐτὲς συμπίπτουν συνήθως μὲ τὰ πολιτικὰ ἢ ἐθνικὰ σύνορα τῶν διαφόρων ὀρθοδόξων λαῶν, πράγμα ποὺ δημιουργεῖ καὶ τὶς γνωστὲς συγχύσεις, οἱ ὁποῖες καταλήγουν δυστυχῶς σὲ ἀληθινὲς καταχρήσεις. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐμφανίζεται πρὸς τὰ ἔξω ὡς μία ὁμοσπονδία ἐθνικῶν ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἀπὸ πλευρᾶς Κανονικοῦ Δικαίου οἱ διάφορες ἐθνικὲς ἢ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες δὲν εἶναι παρὰ ἐπαρχίες ἢ ὁμάδες ἐπισκόπων μίας μοναδικῆς καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. 

Μία ἰδιαίτερη εὐθύνη γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀναγνωρίσθηκε πολὺ νωρὶς ἀπὸ ὅλους στὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης, στὸ πρῶτο καὶ στὸ ἀρχαιότερο ἀπὸ τὰ πατριαρχεῖα. Ἡ εὐθύνη αὐτὴ φυσικὰ δὲν συνεπάγονταν καμία «οἰκουμενικὴ δικαιοδοσία» καὶ δὲν εἶχε σχέση μὲ κανένα «ἀλάθητο» στὸ δογματικὸ τομέα. Καμία τοπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχει παρόμοια προνόμια, γιατὶ καμία τοπικὴ ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ διαθέτει μυστηριακὴ χάρη διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν χάρη τῶν ἄλλων τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι θεμελιῶδες γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι ἀλάθητη, γιατὶ εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε πιστὸς στὴν Διαθήκη ποὺ σύναψε μὲ τὸν λαό του καὶ τὴν ὁποία σφράγισε μὲ τὸ αἷμα τοῦ σταυρωθέντος Υἱοῦ του. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς Ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, εἶναι πλήρως καὶ ἐξ ὁλοκλήρου παροῦσα παντοῦ -ποὺ τελεῖται ἡ Εὐχαριστία. 

Ἐπομένως, τὸ ἀλάθητο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο γνώρισμα μίας μόνης τοπικῆς κοινότητας καὶ ἀκόμη λιγότερο ἑνὸς μόνου ἀτόμου. Κανένας ἄνθρωπος –οὔτε ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος ποὺ λαμβάνει μὲ τὴν χειροτονία τὸ ποιμαντικὸ καὶ διδακτικὸ χάρισμα τῆς Ἐκκλησίας- δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὡς ἄτομο ἀλάθητος. Τὸ ἀλάθητο εἶναι γνώρισμα ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μεταδίδεται σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ δέχονται τὴ χάρη καὶ τὴ ζωή του. 

Ἡ πιστότητα, λοιπόν, τῆς Ἐκκλησίας στὴν διδασκαλία καὶ στὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ ἕνα θαῦμα ποὺ ὀφείλεται ἐξολοκλήρου στὴν συγκατάβαση τοῦ ἐλεήμονος καὶ φιλάνθρωπου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τηρεῖ πιστὰ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στὸ λαό του ὅτι θὰ τὸν διαφυλάσσει πάντοτε ἐντὸς τῆς ἀληθείας του καὶ ὅτι θὰ παραμένει μαζί του πάσας τὰς ἡμέρας.


Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ κόσμος

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, θεμελιωμένη πάνω στὴν χάρη καὶ στὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διαφέρει ὀντολογικὰ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη κοινότητα. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν φύση του ἀνήκει σὲ διάφορες κοινωνικὲς ὁμάδες. Τὴν οἰκογένεια, τὸ ἔθνος, τὴν κοινωνική του τάξη. Ὁρισμένες ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὁμάδες, ὅπως τὴν οἰκογένεια, ὁ Θεὸς τὶς θέλησε καὶ τὶς εὐλόγησε ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅμως ἀκοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ διακηρύσσει ὅτι ἦλθε «διχᾶσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς» καὶ ὅτι «ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου» ἔσονται οἱ «οἰκιακοὶ αὐτοῦ», διότι ὁ «φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ Αὐτὸν οὐκ ἔστιν Αὐτοῦ ἄξιος» (Ματθ. 10,35-37). 

Μὲ τὸ κήρυγμά του αὐτό, ὁ Χριστὸς θέλει νὰ δείξει ὅτι ὅλες οἱ φυσικὲς κοινωνικὲς ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑποταγοῦν στὴ νέα πραγματικότητα τῆς Βασιλείας. Ἡ ὑποταγὴ αὐτὴ στὴν περίπτωση τῆς οἰκογένειας ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀνύψωση ἢ ἀκριβέστερα μὲ ἐξαγιασμό. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ νόημα τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. 

Στὴν περίπτωση, ὅμως, ἄλλων φυσικῶν ὁμάδων σημαίνει μᾶλλον τὴν ὑποκατάστασή τους ἀπὸ τὴν νέα πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουν βεβαίως ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει πλέον διαφορὰ μεταξὺ τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας. Κατὰ μείζονα λόγο δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνα, ἐλεύθερου καὶ δούλου, «πάντες γὰρ εἷς ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28). Οἱ φυσικὲς κοινότητες τῶν ἀνθρώπων μὲ τὶς διαφορὲς καὶ τὶς διακρίσεις τους ἀνήκουν στὸν «παρόντα αἰώνα» ποὺ καταργεῖται, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι πραγματικότητα τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος», τοῦ αἰώνα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς χάρης.

Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία μολονότι ποιοτικὰ ἀνήκει στὸν «μέλλοντα αἰώνα», εἶναι παροῦσα στὴν ἱστορία καὶ κρίνει τὴν ἱστορία. Μᾶς ζητεῖ νὰ ἀκολουθήσουμε καὶ νὰ ἐφαρμόσουμε ἀπὸ τώρα τοὺς νόμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων πουλοῦσαν τὶς περιουσίες τους καὶ μοίραζαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ «εἶχον ἅπαντα κοινὰ» (Πρ. 2,44-45). Ἡ ἐνέργειά τους αὐτὴ δὲν ὑπαγορεύονταν ἀπὸ καμία χριστιανικὴ κοινωνικὴ ἰδεολογία, δὲν ἦταν ἕνα εἶδος χριστιανικοῦ κομμουνισμοῦ ἢ σοσιαλισμοῦ. Ἦταν μία αὐθόρμητη ἔκφραση τῆς πίστης τους ὅτι μὲ τὸ βάπτισμά τους εἶχαν γίνει πλέον «τέκνα» καὶ «οἰκεῖοι» τοῦ Θεοῦ, μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἐπρόκειτο, δηλαδή, γιὰ κάποια «χριστιανικὴ λύση» τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος οὔτε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ μίας «χριστιανικῆς δημοκρατίας», ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ ἐγκατάλειψη τῶν νόμων τοῦ κόσμου τούτου καὶ γιὰ τὴν πλήρη ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τῆς θείας Ἀγάπης.

Τὸ παράδειγμα τῶν πρώτων χριστιανῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ μᾶς δείχνει σαφῶς ὅτι σκοπὸς τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι -ὅπως συχνὰ νομίζουμε- νὰ «λύσει» τὰ ποικίλα προβλήματα ποὺ θέτει κάθε στιγμὴ ἡ κοινωνία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Τὸ Εὐαγγέλιο ἔρχεται νὰ θέσει νέα ἐντελῶς δικά του προβλήματα καὶ νὰ προτείνει νέες ἐντελῶς δικές του λύσεις. 

Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, προτοῦ ἀναζητήσουμε τὴν «χριστιανικὴ λύση» τοῦ κοινωνικοῦ ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου ἀνθρώπινου προβλήματος, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ πιστεύσουμε -μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης- τὸ «Εὐαγγέλιο», τὴν χαρμόσυνη εἴδηση ποὺ ἀναγγέλλει ἡ Ἐκκλησία, καὶ νὰ δεχθοῦμε τὴν «χάρη» ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ. Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ παραδοθοῦμε ὁλόψυχα ἢ ἀκριβέστερα ψυχῇ τε καὶ σώματι στὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δεχθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος στὴν Βασιλεία του, φανέρωση καὶ ἐνσάρκωση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. 

Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι οὐσιαστικὰ μία «κλήση». ὁ Θεὸς καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἐν Χριστῷ γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Ἀλλὰ ἡ κλήση αὐτὴ ἀπευθύνεται σὲ πρόσωπα καὶ ὁ ἁγιασμὸς ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεὸς στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἁγιασμὸς προσώπων. Τὰ μεγαλύτερα καὶ θλιβερότερα δράματα τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας ὀφείλονται σὲ συγχύσεις καὶ παρεξηγήσεις ποὺ ἐπικράτησαν στὸν τομέα αὐτό, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσαίωνα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἐκχριστιανίσει καὶ νὰ ἐξαγιάσει τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία προτοῦ νὰ ἐκχριστιανίσει καὶ ἁγιάσει ὅλα τὰ μέλη της.

Ἡ ἄρνηση αὐτὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ ἐξαγιάσει τὶς φυσικὲς κοινότητες τῶν ἀνθρώπων -ἐκτὸς τῆς οἰκογένειας- δὲν σημαίνει ὅτι οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν πορεία του. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Συχνὰ ἡ προσπάθεια νὰ ἐξαγιάσουμε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξαγιασθεῖ, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία καθαρὰ παθητικὴ στάση. Μᾶς δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση ὅτι πράττουμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ πράξουμε καὶ ὅτι δὲν μᾶς ἀπομένει νὰ κάνουμε τίποτε ἄλλο. Ἀλλὰ οἱ φυσικὲς κοινότητες τῶν ἀνθρώπων -καὶ γενικὰ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν παρόντα κόσμο- εἶναι καὶ θὰ παραμείνουν μέχρι τὴν Δεύτερη Ἔλευση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἕνα ἀπέραντο πεδίο δράσης γιὰ τοὺς χριστιανούς. 

Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία ἁγιογραφικὴ εἰκόνα, εἶναι καὶ θὰ παραμείνουν τὸ φύραμα μέσα στὸ ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ζύμη καὶ τὸ ἅλας. Τὸ ἔργο τῆς ζύμωσης τοῦ φυράματος αὐτοῦ, τὸ ἔργο, δηλαδή, τῶν χριστιανῶν στὸν παρόντα κόσμο, δὲν πρόκειται νὰ τελειώσει πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Χριστὸς παρουσιασθεῖ, κάθε χριστιανὸς θὰ κριθεῖ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία ποὺ θὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξει στὸν τομέα τοῦ ἔργου ποὺ ὁ Χριστὸς τοῦ ἔχει ἐμπιστευθεῖ. 

Εἶναι, ὅμως, ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ εὐκρινῆ ἀντίληψη σχετικὰ μὲ τὴν φύση τοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖο ὀφείλουν νὰ ἐργασθοῦν οἱ χριστιανοὶ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς ἀναμονῆς καὶ τῆς προσδοκίας τοῦ ἐρχόμενου Κυρίου. Ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι σύμφωνη ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν συνίσταται σὲ μία προσπάθεια ἐξαγιασμοῦ ἀφηρημένων καὶ ἀπρόσωπων ἐννοιῶν, ὅπως π.χ. τοῦ κράτους, τῆς κοινωνίας, τοῦ ἔθνους, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς τεχνικῆς, ἀλλὰ ἔγκειται στὴν προσπάθεια νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὑπαρκτὰ καὶ συγκεκριμένα πρόσωπα. Δηλαδή, ἄνθρωποι ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα, εἴτε ἀμέσως μέσω τῆς ἱεραποστολῆς, τοῦ κηρύγματος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἐμμέσως μέσω τοῦ ἀγώνα, τὸν ὁποῖο διεξάγουν κάθε στιγμὴ οἱ χριστιανοὶ μέσα στὴν κοινωνία, στὸ πλαίσιο τοῦ ἐπαγγέλματος ποὺ ἀσκοῦν, στὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζοῦν, γιὰ νὰ ἀνοίξουν στοὺς συνανθρώπους τους -στοὺς «πλησίον» τους- τὸν δρόμο τῆς χάρης καὶ τῆς ζωῆς. 

Ἀρκεῖ νὰ ρίξει κανεὶς ἕνα βλέμμα σὲ ὅ,τι συμβαίνει σήμερα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ πόσο ὀρθὴ καὶ σύμφωνη μὲ τὰ πράγματα εἶναι ἡ ὀρθόδοξη αὐτὴ ἀντίληψη. Πράγματι, ἡ κατάκτηση καὶ ἡ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου, τῆς ὁποίας εἴμαστε σήμερα μάρτυρες, δὲν γίνεται ἀπὸ ἀφηρημένες ἔννοιες οὔτε κὰν ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνική, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα ποὺ χειρίζονται αὐτὲς τὶς ἔννοιες, ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἀνθρώπους ποὺ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνική. Ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἐξαρτᾶται ἂν οἱ συγκεκριμένοι καὶ ζωντανοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι θὰ κατακτήσουν καὶ θὰ μεταμορφώσουν τελικὰ τὸ σύμπαν στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ ἀληθινοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὸν ἀληθινὸ σκοπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἢ ἂν θὰ τὸ πράξουν στὸ ὄνομα ἰδεῶν ἐμπνευσμένων ἀπὸ τὴ σοφία καὶ τὴ σύνεση τοῦ κόσμου τούτου.

Γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦν, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι στὴν Ἐκκλησία, πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ παρουσιασθεῖ σὲ αὐτοὺς μὲ τὴν πραγματική της μορφὴ καὶ ὑπόσταση, πρέπει, δηλαδή, νὰ παρουσιασθεῖ ὡς ἡ κοινότητα ἡ ὁποία εἶναι θεμελιωμένη πάνω στὴν Ἀγάπη καὶ ἡ ὁποία ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἡ εὐθύνη μας ὡς Ὀρθόδοξων στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι πολὺ μεγάλη, γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς πιστεύουμε, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ποὺ διατήρησε μέχρι σήμερα ἄθικτη τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὑπόστασης καὶ διάρθρωσης, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὸν μυστηριακὸ χαρακτήρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ δὲν ἐπέτρεψε νὰ χαθεῖ ἢ νὰ μεταβληθεῖ ἡ ὑπόσταση καὶ ἡ διάρθρωση αὐτὴ σὲ ἕνα εἶδος ἐποικοδομήματος ξένου πρὸς τὴ μυστηριακὴ φύση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ.

Ἀλλὰ ἂν ἡ πίστη μας αὐτὴ εἶναι ὀρθή, τότε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι κατέχουμε σήμερα τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ἐκκλησιολογία. Καὶ αὐθόρμητα τίθεται τὸ ἐρώτημα: πῶς χρησιμοποιοῦμε τὴν ἱερὴ αὐτὴ παρακαταθήκη; 

Ἀρκεῖ νὰ θέσει κανεὶς τὸ ἐρώτημα αὐτό, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ ἀμέσως τὸ μέγεθος τοῦ σκανδάλου. Κομματιασμένοι σὲ πολυάριθμες ἐθνικὲς ὁμάδες, διαιρεμένοι σὲ ἀναρίθμητες ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες, καλλιεργώντας περίεργους μεσσιανισμοὺς καὶ ἄτοπους φυλετισμούς, μὲ τὴν θεολογική μας σκέψη σκοτισμένη ἀπὸ ἰδέες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμὸ ἢ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ -παρὰ τοὺς ρητορικοὺς κομπασμοὺς περὶ αὐστηρῆς προσήλωσής μας στὴν πίστη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων Συνόδων- διαψεύδουμε καθημερινὰ τὶς ἐλπίδες, τὶς ὁποῖες πολλοὶ ἐκ τῶν μὴ Ὀρθόδοξων ἀδελφῶν μας ἐναποθέτουν σὲ μᾶς. 

Καί, ὅμως, ἂν κατορθώναμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὶς ἀντιζηλίες καὶ τὶς ἀντιθέσεις μας, ἂν κατορθώναμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐθνική μας ὑπερευαισθησία καὶ τοὺς ἐθνικούς μας ἀνταγωνισμούς, ἂν πετυχαίναμε νὰ καταργήσουμε τὸ τελείως ἀντορθόδοξο σύστημα τῶν πολλαπλῶν καὶ συχνὰ ἀλληλο-ὑποβλεπόμενων καὶ ἀλληλο-πολεμούμενων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, ἂν ἀποφασίζαμε νὰ ὀργανώσουμε τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστική μας διοίκηση σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ἂν ἀγωνιζόμασταν εἰλικρινὰ παντοῦ ὅπου βρισκόμασταν, νὰ διατηροῦμε τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ φανερώνουμε τὴν ἀληθινὴ φύση τῆς ἐν Χριστῷ ἕνωσης καὶ κοινωνίας, κοντολογίς, ἂν ἐφαρμόζαμε παντοῦ καὶ πάντοτε τὶς ἀρχὲς τὶς ὁποῖες θεωρητικὰ ὑποστηρίζουμε καὶ γιὰ τὶς ὁποῖες συχνὰ περηφανευόμαστε καὶ καυχόμαστε, τότε θὰ ἀνακαλύπταμε ἀσφαλῶς ὅτι οἱ ἱστορικὲς δοκιμασίες, τὶς ὁποῖες γνώρισε ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ τὶς ὁποῖες καθημερινὰ ἐπικαλούμαστε γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν σημερινὴ κατάστασή μας καὶ τὴν σημερινή μας ἀδυναμία, δὲν θὰ ἦταν παρὰ μία θαυμαστὴ προετοιμασία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια γιὰ τὸ μέγα ἔργο ποὺ ἔχει νὰ ἐπιτελέσει στὴν ἐποχή μας.

( Πρόκειται γιὰ εἰσήγηση τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννη Μέγιεντορφ (1926-1990), σπουδαίου πατρολόγου καὶ ἱστορικοῦ τῆς Ἐκκλησίας, στὸ θεολογικὸ Συνέδριο «Ἔφεσος» ποὺ συνῆλθε τὸ θέρος τοῦ 1961 στὴν Ἁγία Παρασκευὴ Ἀττικῆς καὶ εἶχε ὡς θέμα «Ἡ Ἐκκλησία Σῶμα Χριστοῦ». Τὸ κείμενο παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν π. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλο καὶ ἡ γλωσσικὴ ἐπιμέλειά του στὴ δημοτικὴ ἔγινε ἀπὸ τὸν Σταῦρο Γιαγκάζογλου.)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...