Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 04, 2012

Τυπικόν της 5ης Aὐγούστου 2012


5η Aγούστου 2012

Κυριακή: Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Τά Προεόρτια τῆς
 Θ. Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ 
καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 
Τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Εὐσιγνίου καί τοῦ 
Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ 
καί τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου,
 Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. 
Τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Χρήστου, τοῦ ἐκ Πρεβέζης.
 
᾿᾿Ἦχος πλ. δ΄ – Ἑωθινόν Θ΄.
Ἀπολυτίκιον: «Ἀπόστολοι, Μάρτυρες...».
Κοντάκιον: «Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως...».
Ἀπόλυσις: Μικρά.
Τῷ Σαββάτῳ ἑσπέρας: Θ΄ ΩΡΑ
ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Προοιμιακός – Ψαλτήριον.
Εἰς τό· «Κύριε, ἐκέκραξα...».
Ἑσπέρια: 
1.– Τά 3 Στιχηρά Ἀναστάσιμα· 
«Ἑσπερινόν ὕμνον...
– Κύριε, Κύριε, μή ἀποῤῥίψης ἡμᾶς...
 – Χαῖρε, Σιών ἁγία...».
 2.– Τά 3 Στιχηρά Ἀνατολικά· «Ὁ ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγος... 
– Τήν ἐκ νεκρῶν σου ἀνάστασιν...
 – Δόξα σοι, Χριστέ Σωτήρ...» καί
 3.– Τά 3 Προεόρτια Στιχηρά Προσόμοια· 
«Δεῦτε συνανέλθωμεν... 
–Δεῦτε προχορεύσωμεν....
 –Δεῦτε νῦν τὴν κρείττονα..» εἰς 4, τό πρῶτον δίς.
Δόξα:
 Τό Προεόρτιον Ἰδιόμελον· «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τό ὄρος Κυρίου...». 
Καί νῦν: 
Τό α΄ Θεοτοκίον τοῦ ἤχου· «Ὁ Βασιλεύς τῶν οὐρανῶν...».
Εἴσοδος:
 «Φῶς ἱλαρόν...». Τό Προκείμενον τῆς ἡμέρας.
Ἀπόστιχα:
 Τό Ἀναστάσιμον Στιχηρόν· «Ἀνῆλθες ἐπί Σταυροῦ...»
 καί τά κατ’ Ἀλφάβητον τοῦ ἤχου·
 «Χριστόν δοξολογήσωμεν...
 – Ψαλμοῖς καί ὕμνοις... 
– Ὦ Δέσποτα τῶν ἁπάντων...».
Δόξα, Καί νῦν: 
Τό ἕτερον Προεόρτιον Ἰδιόμελον· «Ὁ ἐν τῷ ὄρει τῷ Θα­βώρ...».
Τρισάγιον.
Ἀπολυτίκια: 
1.– Τό Ἀναστάσιμον· «Ἐξ ὕψους κατῆλθες...» καί 
2. – Δόξα, Καί νῦν, τό Προεόρτιον· «Χριστοῦ τήν Μεταμόρφωσιν...».
Ἀπόλυσις: 
«Ὁ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν...».
Τῇ Κυριακῇ πρωΐ: ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΟΝ
Μετά τόν Ν΄ Ψαλμόν, ὁ Τριαδικός Κανών· 
«Τῷ τρισηλίῳ Βασιλεῖ...», τά Τριαδικά·«Ἄξιόν ἐστιν...».
 Τρισάγιον καί τό Προεόρτιον Ἀπολυτίκιον· 
«Χριστοῦ τήν Μεταμόρφωσιν...».
ΟΡΘΡΟΣ
Ἑξάψαλμος.
Εἰς τό· «Θεός Κύριος...».
Ἀπολυτίκια:
 1.– Τό Ἀναστάσιμον· «Ἐξ ὕψους κατῆλθες...».
 2.– Δόξα, τό αὐτό καί
3.– Καί νῦν, τό Προεόρτιον· «Χριστοῦ τήν Μεταμόρφωσιν...».
Καθίσματα: 
Τά Ἀναστάσιμα τῆς α΄ καί β΄ Στιχολογίας καί εἰς τό Καί νῦν, 
ἀντί τῶν Θεοτοκίων αὐτῶν, ἀνά ἕν Προεόρτιον·
 «Ἡμέρα εὐφρόσυνος,...» καί· «Ἐν τῷ ὄρει τῷ Θαβώρ...».
Τά Εὐλογητάρια – ἡ Ὑπακοή – οἱ Ἀναβαθμοί καί τό Προκείμενον τοῦ ἤχου.
Κανόνες: 
1.– Ὁ Ἀναστάσιμος· «Ἁρματηλάτην Φαραώ...», 
μετά τῶν Εἱρμῶν αὐτοῦ καί
 2.– Ὁ Προεόρτιος· «Ἀστράφθητι κάτωθεν...» ἄνευ Εἰρμῶν μετά 
στίχου˙«Δόξα σοι, ὁ Θεός, ἡμῶν, δόξα σοι», ἀμφότεροι εἰς 4.
Ἀπό γ΄ ᾨδῆς·
Μεσῴδιον Κάθισμα: 
Τό Προεόρτιον· «Ἐπεφάνη ἤστραψε,...», ἅπαξ.
Ἀφ’ ς΄ ᾨδῆς·
Κοντάκιον – Οἶκος: 
Τά Ἀναστάσιμα.
Συναξάριον: 
Τῆς ἡμέρας.
Καταβασίαι: 
«Χοροί Ἰσραήλ...».
Εὐαγγέλιον Ὄρθρου: 
Τό Θ΄ Ἑωθινόν· «Οὔσης ὀψίας...», κτλ.
Ἡ Τιμιωτέρα.
Εἱρμός θ΄ ᾨδῆς:
 «Ὁ τόκος σου ἄφθορος...».
 «Ἅγιος Κύριος...».
Ἐξαποστειλάρια:
 1.– Τό Θ΄ Ἀναστάσιμον· «Συγκεκλεισμένων Δέσποτα...» καί 
2.–Τό Προεόρτιον· «Οἱ δόξης ἐφιέμενοι...».
Αἶνοι: 
1.– Τά 4 Στιχηρά Ἀναστάσιμα· 
«Κύριε, εἰ καί κριτηρίῳ... 
– Κύριε, εἰ καί ὡς θνητόν ἐν μνημείῳ... 
– Κύριε, ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου...
 – Ὁ Ἄγγελός σου, Κύριε...» 
καί 
2.– Τά 3 Προεόρτια Στιχηρά Προσ-όμοια· 
«Τῆς παναγίας ἐνδόξου... 
– Ἐπί τό ἅγιον ὄρος ... 
– Αὕτη ἐστίν ἡ ἡμέρα...»
 εἰς 4, τό πρῶτον δίς, μετά τῶν πρό αὐτῶν στίχων
 εἰς τά δύο τελευταῖα:
 α΄.– «Ἔλεος καί ἀλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη καί εἰρήνη κατεφίλησαν».
 β΄.
«Κύριε, ἐν τῷ φωτί τοῦ προσώπου σου πορεύσονται,
 καί ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται ὅλην τήν ἡμέραν».
Δόξα: 
Τό Θ΄ Ἑωθινόν· «Ὡς ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων...».
Καί νῦν:
 «Ὑπερευλογημένη...».
Δοξολογία: 
Μεγάλη.
«Σήμερον σωτηρία...».
ΕΙΣ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ
«Ἐξ ὕψους κατῆλθες...»
Εἴσοδος.
Εἰσοδικόν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν... ὁ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν...».
Μετά τήν Εἴσοδον.
Ἀπολυτίκια: 
1.– Τό Ἀναστάσιμον· «Ἐξ ὕψους κατῆλθες...».
 2.– Τό Προεόρτιον·«Χριστοῦ τήν Μεταμόρφωσιν...» καί 
3. Τοῦ Ναοῦ.
Κοντάκιον: 
Τό Προεόρτιον· «Ἐν τῇ θείᾳ σήμερον Μεταμορφώσει...».
Τρισάγιον.
Ἀπόστολος:
 Κυριακῆς θ΄ ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν˙ «Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί...»
 (Α΄ Κορ. γ΄ 9-17).
Εὐαγγέλιον: 
Κυριακῆς θ΄ ἑβδομάδος Ματθαίου· «Ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τούς
 μαθητάς αὐτοῦ...» (Ματθ. ιδ΄ 22-34).
Εἰς τό Ἐξαιρέτως: 
«Ἄξιόν ἐστιν...».
Κοινωνικόν: 
«Αἰνεῖτε...».
«Εἴδομεν τό φῶς...», κτλ.
Ἀπόλυσις: 
Ἡ τοῦ Ἑσπερινοῦ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ ΜΑΤΘΑΙΟΥ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου



 
«Θαρσείτε, εγώ ειμί, μη φοβείσθε» (Ματθ. ιδ΄27).

Ύστερα από μια δύσκολη και κοπιαστική μέρα μέσα στην έρημο, όπου ο Ιησούς ευεργέτησε πλουσιοπάροχα τους ανθρώπους προσφέροντας τροφή, αλλά και θεραπεία των ασθενειών, ο ίδιος αποσύρεται στο βουνό για να προσευχηθεί, οι δε μαθητές με πλοίο προσπαθούν να περάσουν στην απέναντι ακτή. Η απόσυρση του Ιησού εις το όρος για προσευχή γίνεται πολλές φορές. Θέλει με τον τρόπο αυτό να δώσει ένα μήνυμα σε όλους για την αναγκαιότητα της προσευχής. Παράλληλα τονίζει σε όλους ότι, έστω κι αν δεν είναι σωματικά παρών, εντούτοις οι άνθρωποι βρισκόμαστε στο κέντρο του ενδιαφέροντος του. Ιδιαίτερα όταν οι συνθήκες είναι αντίξοες και τα κύματα προβάλλουν απειλητικά.
Συμβολική η εικόνα της θάλασσας, του πλοίου, των κυμάτων και του ανέμου. Εικόνες που εκφράζουν την καθημερινότητα. Γιατί η ζωή, όπως και η θάλασσα, είναι απρόβλεπτη. Οι ανθρώπινες δυνάμεις ποτέ δεν είναι αρκετές για να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη κατάσταση. Το απρόοπτο προκαλεί φόβο και πανικό ελαχιστοποιώντας και τις οποιεσδήποτε δυνατότητες του ανθρώπου. Στη δύσκολη εκείνη ώρα ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ασφαλή στήριξη. Και αυτή τη στήριξη μπορεί να την προσφέρει μόνο ο Θεός. Όσο δύσκολες κι αν είναι οι συνθήκες, όσο κι αν οι άνθρωποι ολιγοπιστούν, ο Ιησούς δεν τους εγκαταλείπει. Αρχικά τους εμψυχώνει και στη συνέχεια τους στηρίζει.
«Θαρσείτε, εγώ ειμί, μη φοβείσθε». Σύντομη, αλλά περιεκτική η προτροπή του Ιησού. Έχετε θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάστε. «Θαρσείτε». Στις δύσκολες εκείνες ώρες ο άνθρωπος θα πρέπει να ανακτήσει την αυτοπεποίθηση του. Όταν συνέλθει από την κρίση πανικού θα πρέπει να στραφεί προς το Θεό με την ενδυνάμωση της πίστης του. Το «Εγώ ειμί» δεν εκφράζει μόνο την παρουσία του Θεού, αλλά και εγγυάται ασφαλή έξοδο από τα όποια αδιέξοδα. Για τούτο και το «μη φοβείσθε» έρχεται να στηρίξει την πίστη και να απομακρύνει και την ελάχιστη ολιγοπιστία που προκαλεί ο ίδιος ο φόβος.
«Θαρσείτε, εγώ ειμί, μη φοβείσθε», είπε ο Ιησούς στους ταραγμένους μαθητές του. Πολύτιμα λόγια που επαναλαμβάνονται καθημερινά και στον καθένα ξεχωριστά, ανάλογα με τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται. Αυτά τα λόγια θα προσφέρουν διαχρονικά την απαιτούμενη ενίσχυση σε κάθε ταραγμένη ψυχή μέχρις ότου διασχίσει το ταραγμένο πέλαγος της παρούσας ζωής και φτάσει  με ηρεμία και ασφάλεια στο λιμάνι της αιωνιότητας.
Στη διάρκεια αυτής της πορείας η προσοχή του ανθρώπου θα πρέπει να είναι προσηλωμένη στον Ιησού. Θα πρέπει να γνωρίζει ότι οτιδήποτε επιτυγχάνει, είναι με  τη δύναμη του Ιησού. Αν παρ’ ελπίδα εμφανιστεί το στοιχείο της αλαζονείας τότε και πάλι θα αρχίσει να καταποντίζεται, όπως έγινε σήμερα και με τον Πέτρο, που φοβήθηκε τον δυνατό άνεμο και όχι τη θάλασσα.
Αυτό το παράδοξο συμβαίνει στην ανθρώπινη φύση, να επιτυγχάνει τα μεγάλα και να αντιμετωπίζει με δειλία τα μικρά. Και τούτο γιατί, όταν εξασθενήσει η πίστη τότε τον αφήνει η Χάρις του Θεού. Η πίστη είναι ο μαγνήτης που ελκύει τη χάρη του Θεού. Αν αυτή η πίστη ατονήσει τότε σκοτεινιάζει ο ουρανός και γύρω μας και μέσα μας υπάρχει η αίσθηση της ερήμωσης και της μοναξιάς.
Ακριβώς αυτή τη δύσκολη ώρα του υπαρκτού ή και του πιθανού ακόμα κινδύνου χρειαζόμαστε την καταλυτική δύναμη της πίστης που θα μας κρατήσει ζωντανούς. Αυτή η πίστη θα στρέψει τον νου και την καρδιά μας στο Θεό. Αυτή η πίστη θα μας δώσει τη δύναμη να κρατηθούμε και παράλληλα θα μας δημιουργήσει τη βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι και παρών, αλλά και ότι Αυτός είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει διέξοδο στα αδιέξοδα μας.
Ο Ιησούς είναι παρών όχι μόνο την ώρα της πίστης αλλά ακόμα και την ώρα της ολιγοπιστίας, όπως έγινε σήμερα με τους μαθητές και ειδικότερα με τον Πέτρο. Στο κάλεσμα «Κύριε σώσον με» τον κράτησε από το χέρι και τον έσωσε.
Η εικόνα του σημερινού ευαγγελίου επαναλαμβάνεται διαχρονικά στη ζωή των ανθρώπων. Ίσως και στη ζωή του καθενός από μας. Το σκοτάδι της νύχτας και η απειλή του αφανισμού ταλαιπωρούν κατά καιρούς τη ζωή μας. Εκείνη την ώρα σαν βάλσαμο ακούεται ο λόγος του Ιησού «θαρσείτε, εγώ ειμί, μη φοβείσθε». Διώξτε το φόβο, διαγράψετε τη δειλία. Τώρα πια δεν είστε μόνοι. Εγώ είμαι εδώ, δίπλα σας. Σας απλώνω το χέρι. Απλώστε κι εσείς το δικό σας χέρι για να σας σώσω. Αυτό το άπλωμα του χεριού είναι η δύναμη της πίστης που επιστρέφει σαν εμπιστοσύνη στο Θεό και που την δύσκολη εκείνη ώρα γαληνεύει τη ψυχή.
Αυτό το μήνυμα της πίστης και της ελπίδας προσφέρει σήμερα ο Ιησούς τόσο στους μαθητές Του, όσο και σε μας. Ο Θεός είναι έτοιμος να βοηθήσει, αρκεί να ζητηθεί αυτή η βοήθεια. Μας προτρέπει ο ίδιος με σαφήνεια, αλλά και βεβαιότητα: «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄ 7-8). Δηλαδή ζητάτε και θα σας δοθεί, ψάχνετε και θα βρείτε, χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιχτεί. Γιατί όποιος ζητάει λαβαίνει κι όποιος ψάχνει βρίσκεται κι όποιος χτυπά του ανοίγεται.
Εκείνος, λοιπόν που απευθύνεται με πίστη στο Θεό βρίσκει πάντα ανταπόκριση. Και αυτή η πίστη εκφράζεται διαδοχικά με τις λέξεις «αιτείτε», «ζητείτε» και «κρούετε». Πάντα και ιδιαίτερα την ώρα που έχουμε περισσότερη ανάγκη η πόρτα του ελέους του Θεού είναι ανοικτή. Κι αν παρ’ ελπίδα η πόρτα φαίνεται κλειστή, το κλειδί που θα την ανοίξει είναι εκείνο της πίστης και της επίμονη προσευχής.
Αδελφοί μου, σε πραγματικό κίνδυνο βρέθηκαν σήμερα οι μαθητές του Ιησού. Παράλληλα ένιωσαν στην ψυχή τους περισσότερη ταραχή από εκείνη της θάλασσας. Ο Ιησούς γαλήνεψε τόσο την ψυχή όσο και τη θάλασσα. Δάμασε τη φύση, κράτησε τον Πέτρο την ώρα του καταποντισμού και γαλήνεψε την ψυχή όλων με το «θαρσείτε, εγώ ειμί, μη φοβείσθε». Από το «θάρσείτε» προχώρησε στο «ελθε». Για εγγύηση πρόταξε το «εγώ ειμί». Με τον τρόπο αυτό η προτροπή «μη φοβείσθε»  που προσφέρθηκε σαν κατάληξη όχι μόνο αναστήλωσε την πίστη των μαθητών, αλλά απέσπασε και την ομολογία «αληθώς Θεού Υιός ει» Αυτή την ενθάρρυνση κι αυτή την πίστη ας αποκτήσουμε κι εμείς. Αμήν

Θεόδωρος Αντωνιάδης

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


Το Ευαγγέλιο αναφέρεται στην κατάπαυση της τρικυμίας η οποία βασάνιζε το πλοίο στο οποίο βρισκόταν οι Μαθητές. Και αυτή η κατάπαυση έγινε με την θαυματουργική ενέργεια του Χριστού.
Ο Χριστός, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθή, ενώ στο πλοίο οι Μαθητές υπέφεραν από τα κύματα. Σε αυτήν την δύσκολη στιγμή ο Χριστός ήλθε περπατώντας πάνω στα κύματα και πρώτα θεράπευσε την ολιγοπιστία του Πέτρου και μετά κατέπαυσε τον άνεμο με αποτέλεσμα να ηρεμήσουν οι υπόλοιποι Μαθητές.
Αν διαβάσουμε προσεκτικά την περικοπή αυτή θα δούμε πολλούς τρόπους με τους οποίους μας βοηθά ο Χριστός, αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφοροτρόπως στην Χάρη Του. Πάντως για να γίνη συνάντηση, πρέπει να υπάρχη συντονισμός.
Ο Χριστός κινείται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο προς εμάς. Άλλοτε αποσύρεται από την ζωή μας, αναστέλλει την Χάρη Του και μας αφήνει να δοκιμασθούμε, ώστε έτσι να καταλάβουμε και την αδυναμία μας και να εκφρασθή και η ελευθερία μας. Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην ζωή μας που φαίνεται ότι τα προβλήματα είναι πολλά και είμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι και από αυτόν τον Ίδιο τον Θεό. Άλλοτε ο Χριστός έρχεται μέσα στα κύματα της ζωής μας, στους πειρασμούς που μας βασανίζουν και μας ζητά να βγούμε από το πλοίο της ζωής μας, να βγούμε, δηλαδή, από την φιλαυτία και τον εγωϊσμό μας και να βαδίσουμε πάνω στα κύματα γιατί εκεί θα δοκιμασθή η πίστη μας. Όμως εμείς ολιγοπιστούμε, δεν έχουμε την ψυχική ανδρεία να βγούμε από το καταφύγιο του εαυτού μας, και κλεινόμαστε μέσα στην φυλακή του εγώ μας. Και άλλοτε ο Χριστός εισέρχεται μέσα στο πλοίο της ζωής μας και τότε έρχεται μεγάλη γαλήνη και ειρήνη. Ο Χριστός χρησιμοποιεί και τους τρεις τρόπους για να μας βοηθήση και να μας σώση.
Αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφορετικά σε κάθε κίνηση του Χριστού. Άλλοτε απογοητευόμαστε από την φαινομενική απομάκρυνση του Χριστού και χάνουμε το θάρρος μας η στρεφόμαστε εναντίον Του, χωρίς να καταλαβαίνουμε την σημασία αυτής της παιδαγωγικής ενεργείας του Χριστού. Άλλοτε, ενώ Εκείνος μας καλεί να βγούμε από τον εαυτό μας, από τα πάθη μας και να ελευθερωθούμε από την δουλεία τους, εμείς δυσανασχετούμε και διαμαρτυρόμαστε. Λέμε: «Γιατί Θεέ μας ενοχλείς; Άφησε μας στην ησυχία μας. Δεν θέλουμε να σε ακολουθήσουμε». Και άλλοτε τον αφήνουμε να έλθη μέσα στο πλοίο της ζωής μας και της οικογενείας μας, οπότε δοκιμάζουμε την ευεργετική παρουσία Του.
Πολλούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Χριστός για να μας θεραπεύση, αλλά και εμείς χρησιμοποιούμε πολλούς τρόπους για να τον αποδεχθούμε η να τον αρνηθούμε. Το ευτύχημα θα είναι να συντονιζόμαστε πάντοτε στον τρόπο που χρησιμοποιεί κάθε φορά ο Χριστός για να μας βοηθήση, αν υπομένουμε στην σιωπή Του, αν ανταποκρινόμαστε στην κλήση του για έξοδο από την φυλακή των παθών και αν ανοίγουμε την καρδιά μας για να Τον δεχθούμε μέσα σε αυτήν. Γιατί, αν Εκείνος προτιμά την σιωπή και εμείς θέλουμε λόγο, αν Εκείνος ενδιαφέρεται για την ελευθέρωσή μας από τα πάθη και εμείς αρεσκόμαστε στην ζωή των παθών, αν Εκείνος θέλη να έλθη στην καρδιά μας και εμείς του το αρνούμαστε, τότε δεν μπορεί να γίνη η συνάντηση. Κάθε συνάντηση, και η συνάντηση με τον Θεό, πρέπει να έχη το στοιχείο του συντονισμού. Διαφορετικά ο Θεός θα θεωρήται απροσπέλαστος και άγνωστος.

Κυριακή Θ' Ματθαίου εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης


(Ματθ. ιδ΄ 22-34)
  «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε»
Μ’ αὐτά τά λόγια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καθησύχασε ὁ Κύριος τούς τρομαγμένους μαθητές, καθώς τόν εἶδαν νά περπατᾶ πάνω στά νερά τῆς λίμνης, ὅπως βαδίζει κανείς ἐπάνω στήν ξηρά. Αὐτή ἡ φωνή, «ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε», ἦταν γνώριμη στούς μαθητές‧ ἦταν ἡ φωνή τοῦ Ποιμένος, τοῦ Κυρίου, πού σκόρπισε ἐμπιστοσύνη στούς φοβισμένους μαθητές, ἔδιωξε τό φόβο καί τήν ταραχή καί ἀναπτέρωσε μέσα τους τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.
Ἀλυσιδωτά καί ἐκπλητικά εἶναι τά θαύματα πού διηγεῖται τό σημερινό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί ὅλα ἔχουν πυκνότητα καί βαθύτητα νοημάτων. Μέσα στήν μικρή περικοπή βλέπουμε νά ἔχουν θέση τό πλῆθος τοῦ κόσμου, ἡ θάλασσα καί μέσα ἀπό ὅλα αὐτά καί ἐπάνω σ’ ὅλα προβάλλει ἡ κυριαρχική μορφή τοῦ Κυρίου γεμάτη ἐξουσία καί θεῖο μεγαλεῖο. Ἡ φωνή τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές, «ἐγώ εἰμι», μᾶς θυμίζει τή φωνή τοῦ Θεοῦ στό Ὄρος Σινᾶ, «ἐγώ εἰμί Κυριος ὁ Θεός σου», ὅταν ὁ Θεός παρέδιδε τόν νόμο στόν Μωϋσῆ.
        Ὁ Κύριος προσεύχεται μέσα στήν σκοτεινή νύκτα, ἐπάνω στο βουνό, στή σιωπή καί στή μόνωση, για τούς μαθητές, οἱ ὁποίοι ἀντιμετωπίζουν τόν σοβαρό κίνδυνο τῆς τρικυμίας. Ἔτσι γίνεται ὁ μεσίτης, ἡ γέφυρα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Καί ἐνῶ οἱ μαθητές, αὐτοί οἱ πεπειραμένοι θαλασσινοί, βρίσκονται στή μέση τῆς θάλασσας καί αγωνίζονται μέ τα κύματα, γιατί ἔχουν κόντρα τόν ἄνεμο, βλέπουν νά δοκιμάζεται ἡ ἀντοχή τους καί βλέπουν πόσο μικρά εἶναι τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης δυνάμεως.
        Ἡ νύχτα αὐτή γιά τούς μαθητές εἶναι νύχτα σημαντικοῦ ἀγώνα, νά ἀντιμετωπίσουν τά κύματα, καί ἀγωνίας ψυχικῆς, ἀπό τή μία νά νικήσουν τό φόβο ἀπό τόν κίνδυνο πού διατρέχουν καί ἀπό τήν ἄλλη νά ξεπεράσουν τίς σκέψεις πῶς τούς ἄφησε μόνους ὁ διδάσκαλος καί δέν ἦλθε μαζί τους στό πλοῖο; Μήπως δέν γνώριζε τί θά συμβεῖ;
        Τή στιγμή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, πού οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις φαίνεται ὅτι ἐξαντλοῦνται καί ὁ φόβος εἶναι ἔτοιμος νά κλονίσει τήν πίστη τους, τότε παρουσιάζεται ὁ Χριστός, κατά τρόπο πού δέν τόν περιμένουν, μέσα στή νύκτα, στόν κόπο τους καί μέσα στή σκοτεινιά τῶν σκέψεων, πού ἀπειλεῖ νά τούς σφίξει τήν ψυχή‧ ἔρχεται πάνω στά κύματα, βαδίζει πάνω στά νερά, ὅπως βαδίζει κανείς στήν ξηρά, καί νομίζουν ὅτι εἶναι φάντασμα.
        Ὁ Ἱερός Εὐαγγελιστής δέν κρύβει τήν ἀδυναμία τους αὐτή. Οἱ μαθητές καταλαμβάνονται ἀπό φόβο καί ἀφήνουν κραυγή δυνατή. Ἀμέσως ὁ Κύριος τούς φώναξε: Ἔχετε θάρρος‧ «Ἐγώ εἰμι‧ μή φοβεῖσθε». Τότε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μέ τήν ἄδεια τοῦ Κυρίου, κατεβαίνει ἀπό τό πλοῖο καί βαδίζει πάνω στά νερά, γιά νά πάει νά τόν συναντήσει. Τό ἰσχυρό ὅμως φύσημα τοῦ ἀνέμου τόν κλονίζει καί ἀρχίζει νά βυθίζεται. Τότε ἐπικαλεῖται τή βοήθεια τοῦ Κυρίου: «Κύριε σῶσέ με». Ὁ Χριστός ἁπλώνει τό χέρι του, τόν πιάνει καί μπαίνουν μαζί στό πλοῖο. Ἡ τρικυμία σταμάτησε ἀμέσως.
        Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἐπιβάλλει τή γαλήνη, διότι εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Λόγος, εἶναι ἡ «φωνή Κυρίου ἐπί τῶν ὑδάτων» κατά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, πού ἐνεργεῖ καί ἡσυχάζει τήν τρικυμισμένη θάλασσα. Συνέβη, δηλαδή, αὐτό πού λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «πᾶν ὕδωρ ἐπείγεται ὑπουργῶν», κάθε νερό βιάζεται νά ὑπηρετήσει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
        Ὑποταγμένοι οἱ μαθητές πέφτουν κάτω καί προσκυνοῦν τόν Χριστό καί ὁμολογοῦν: «ἀληθινά εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἕνας πολύ δυναμικός λόγος: «Εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Φαίνεται ὅτι ὅσα συνέβησαν, τό θαῦμα πολαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τό ἀσφαλές καί ἀκίνδυνο βάδισμα πάνω στή λίμνη, ὁ γεμάτος μεγαλεῖο λόγος Του «ἐγώ εἰμι‧ μή φοβεῖσθε», ἡ διάσωση τοῦ Πέτρου ἀπό τόν καταποντισμό, ἔγιναν γιά νά πεισθοῦν οἱ μαθητές καί νά καταλήξουν σ’ αὐτήν τήν ὁμολογία: «ἀληθινά εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ».
        Αὐτή ἡ σκληρή δοκιμασία τῶν μαθητῶν μέσα στό σκοτάδι, νά παλεύουν μέ τά κύματα, νά ἀγωνίζονται καί νά ἀγωνιοῦν, ἐπαναλαμβάνεται συχνά στή ζωή τῶν χριστιανῶν. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει δοκιμασίες καί θλίψεις στή ζωή μας, γιά νά μᾶς παιδαγωγήσει, γιατί θέλει νά κάνει τόν χριστιανό μέτοχο τῆς θείας χαρᾶς καί τῆς ἁγιότητός Του, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολός Παῦλος: «παιδεύει ἐπί τό συμφέρον, εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἐβρ. 12,10).
        Μέ τή δοκισμασία αὐτή ὁ Κύριος δείχνει ὅτι δέν τούς ἐγκατέλειψε μόνους. Προσευχήθηκε γι’ αὐτούς καί τήν ὥρα τού κινδύνου παρουσιάστηκε κυρίαρχος: «Ἐγώ εἰμί». Ὁ χριστιανός, πού ἀγωνίζεται κατά τῆς ἁμαρτίας, ἀγωνίζεται νά κρατήσει τήν πίστή του μέσα στίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις. Αὐτός, καθῶς προχωρεῖ στό πέλαγος τῆς ζωῆς, θά δεχθεῖ ὁπωσδήποτε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παναγία καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας σκορποῦν παντοῦ τίς θαυματουργικές εὐεργεσίες τους. Δέν μᾶς δίδουν χαρά καί παρηγορία οἱ διασκεδάσεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Μόνο ἡ χάρη καί οἱ δυνάμεις τοῦ Χριστοῦ θά γίνουν αἰσθητές στήν ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ, πού πιστεύει καί ἀγωνίζεται, καί θά νοιώσει μέσα του τήν γνώριμη φωνή τοῦ Κυρίου: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Ἀμήν.
 Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Κυριακή θ΄ Ματθαίου «Μη φοβείσθε, εγώ ειμί» Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου



Το πλοίο βρίσκεται μαζί με τους μαθητές του Χριστού στη μέση της θάλασσας «βασανιζόμενον υπό των κυμάτων ην γαρ εναντίος ο άνεμος». Οι μαθητές φαίνεται να περνούν ώρες κρίσιμες. Ο Χριστός τους υποχρέωσε λίγο πριν να μπουν στο πλοίο χωρίς οι ίδιοι να το θέλουν τώρα καταποντίζονται. Ποιοι διαλογισμοί ταράσσουν και συγκλονίζουν την καρδιά τους. Ο δάσκαλός τους ήθελε να τους πνίξει; Είναι βέβαιο ότι παρά την καθαρότητα της ψυχής των και την απλότητα τους και την πίστη τους, τα πράγματα τους σπρώχνουν σε ακραίες σκέψεις γιατί όχι και μη αγαθούς λογισμούς.
Την προηγούμενη μέρα στην έρημο, εκεί που δεν περίμεναν πέρασαν καλά με το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Στη θάλασσα της Γαλιλαίας που τη γνωρίζουν καλά κινδυνεύουν να καταποντισθούν. Γιατί να μην πέρασε από το νου τους έστω και για μια στιγμή ότι τους εγκατέλειψε ο Θεός. Είναι απίθανα βιώματα αυτά για όλους μας. Πολλές φορές όμως συμβαίνει κι αυτό. Μέσα στη βεβαιότητα μας να νοιώθουμε ότι ο Θεός μας εγκαταλείπει ή νοιώθουμε κάποια οργή του Θεού για μας , όλα αυτά είναι λάθος μας. Γιατί ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Εμείς αρνούμαστε το Θεό. Ο Θεός δεν μας αρνείτε ποτέ. Ο Θεός δεν οργίζεται εναντίον μας και δεν μπορούμε να του αποδίδουμε ανθρώπινες αδυναμίες. Ο Θεός μας αγαπά. Δεν έχει καμιά από τις αδυναμίες μας. Δεν εκδικείται. Δεν τιμωρεί. Είναι στοργή και αγάπη. Είμαστε η αγάπη Του.
Για τούτο μη φοβείσθε.
«Τετάρτη φυλακή της νυκτός», μέσα στα άγρια μεσάνυχτα έρχεται ο Ιησούς προς τους μαθητές του περπατώντας πάνω στα μανιασμένα κύματα όπου κλυδωνίζεται η βάρκα των μαθητών και οι ίδιοι τρέμουν βλέποντας από στιγμή σε στιγμή να καταποντίζονται. Περπατεί ο Χριστός, δεν τρέχει, δεν έρχεται άμεσα όπως θα μπορούσε. Ο Χριστός κάνει τον περίπατό του.
Δεν βιάζεται ο Θεός. Έρχεται. Με την αίσθηση αυτή οικοδομείται η γενναία υπομονή. Η σταθερή προσήλωση. Η τυφλή εμπιστοσύνη. Ο Χριστός περπατεί πάνω στα κύματα. Τον βλέπουν οι μαθητές του. Ο Δαβίδ τον βλέπει να περιπατεί «επί πτερύγων ανέμων».
Και εμείς λέμε δεν υπάρχουν φραγμοί στη στράτα του Θεού. Κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει που να μπορεί να ανακόψει την πορεία του Θεού προς τον άνθρωπο. Στο υπερώο των Ιεροσολύμων εισήλθεν «των θυρών κεκλεισμένων». Όλη η φύση και η κτήση βρίσκεται κάτω από την απόλυτη εξουσία του Θεού και όλα τα χρησιμοποιεί για τον άνθρωπο.
«Και ιδόντες αυτόν οι μαθητές επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν» και δικαιολογημένα.
Η νύκτα, το σκοτάδι, η θαλασσοταραχή, ο φόβος, όλα αυτά αυξάνουν την αγωνία των μαθητών  μάλιστα όταν βλέπουν το Δάσκαλό τους να κάνει βόλτες πάνω στα κύματα.
Είναι σημάδι που προαναγγέλλει τον πνιγμό τους;
Πέθανε ο Χριστός και βλέπουν το πνεύμα του;
Γι’ αυτό και κραυγάζουν κραυγές φόβου, βοήθεια, πνιγόμαστε.
Για να τους έλθει η ηρωική απάντηση.
«Μη φοβείσθε, εγώ ειμί».
Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Οι μαθητές αναγνωρίζουν το δάσκαλο, προπάντων όμως αναγνωρίζουν ότι είναι Υιός του Θεού.
Αυτός είναι ο στόχος του Ιησού. Να πείσει τους μαθητές του για τη θεότητα του. Ένα θαύμα μέσα στα άγρια μεσάνυκτα κάνει φωτεινότερη και από την ημέρα τη Θεϊκή παρουσία. Το μήνυμα είναι σαφές και κρυστάλλινο. Στη ζωή μας αντιμετωπίζουμε φουρτούνες και καταιγίδες και δεχόμαστε κτυπήματα.
Κάποιες στιγμές νοιώθουμε να καταποντιζόμαστε, να χανόμαστε, να χάνουμε το έδαφος ή το νερό κάτω από τα πόδια μας και ότι δεν μας μένει τίποτα άλλο από το θάνατο.
Σε όποια κατάσταση και αν βρισκόμαστε να ξέρουμε και να είμαστε βέβαιοι ότι ο Χριστός έρχεται, ο Θεός έρχεται. Πάντοτε υπάρχει ελπίδα.
Ο Χριστός είναι η ελπίδα μας.
Να μην την χάνουμε.
Και οι χειρότερες δοκιμασίες μαζί με το Θεό έχουν κι αυτές τη γλύκα και την ομορφιά τους.
Πρωτ. Στυλιανός Θεοδωρογλάκης

Κυριακή Θ' Ματθαίου: Ομιλία εις το 'ολιγόπιστε, εις τί εδίστασας;' (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)


Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Κεφ. Ιδ. 22 – 34

Τω καιρώ εκείνω, ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, έως ού απολύση τους όχλους. Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δέ γενομένης, μόνος ήν εκεί. Το δέ πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ήν, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων’ ήν γάρ εναντίος ο άνεμος. Τετάρτη δέ φυλακή της νυκτός, απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επι της θαλάσσης. Και ιδόντες Αυτόν οι μαθηταί επι την θάλασσαν περιπατούντα, εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστί, και απο του φόβου έκραξαν. Ευθέως δέ ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων» θαρσείτε, εγώ ειμί, μή φοβείσθε. Αποκριθείς δέ Αυτώ ο Πέτρος είπε» Κύριε, ει σύ εί, κέλευσόν με προς σε ελθείν επι τα ύδατα. Ο δέ είπεν» ελθέ. Και καταβάς απο του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επι τα ύδατα, ελθείν προς τον Ιησούν. Βλέπων δέ τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων» Κύριε, σώσόν με. Ευθέως δέ ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ» ολιγόπιστε! Εις τί εδίστασας; Και εμβάντων αυτών εις το πλοίον, εκόπασεν ο άνεμος, οι δέ εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν Αυτώ λέγοντες» αληθώς Θεού υιός εί. Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γήν Γεννησαρέτ.


Απόδοση:

Αμέσως ύστερα, ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο καΐκι, και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη. Αφού τους διέλυσε, ανέβηκε μόνος του στο βουνό να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε ήταν μόνος του εκεί. Στο μεταξύ το καΐκι βρισκόταν κιόλας στη μέση της λίμνης και το παίδευαν τα κύματα, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα, ήρθε ο Ιησούς κοντά τους περπατώντας πάνω στη λίμνη. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, τρόμαξαν• έλεγαν πως είναι φάντασμα κι έβαλαν τις φωνές από το φόβο τους. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Θάρρος! Εγώ είμαι• μη φοβάστε». Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, αν πράγματι είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έρθω κοντά σου, περπατώντας στα νερά». Κι εκείνος του είπε: «Έλα». Κατέβηκε τότε από το πλοίο ο Πέτρος κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά για να πάει στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον ισχυρό άνεμο φοβήθηκε, κι άρχισε να καταποντίζεται• έβαλε τότε τις φωνές: «Κύριε, σώσε με!». Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί σε κυρίεψε η αμφιβολία;». Και μόλις ανέβηκε στο καΐκι κόπασε ο άνεμος. Τότε όσοι ήταν στο καΐκι ήρθαν και τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθινά, είσαι ο Υιός του Θεού!». Αφού διασχίσανε τη λίμνη, ήρθαν στην περιοχή της Γεννησαρέτ.

Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.



Ομιλία του Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, εις την πρότασιν του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;», την οποίαν είπεν ο Κύριος εις τον Πέτρον.

Ο κατά του Πέτρου έλεγχος, τον οποίον ηκούσαμε σήμερα στο Ιερόν Ευαγγέλιον, μας δίδει αφορμή να ερευνήσωμε με ακρίβεια τα περί της ολιγοπιστίας, η οποία ψυχραίνει τον πόθο της αρετής, και κατακρημνίζει εύκολα στα βάραθρα της αμαρτίας.

Ο ολιγόπιστος διαφέρει από τον πιστό και από τον άπιστο, όπως το χλιαρό νερό από το θερμό και το ψυχρό. Το χλιαρό νερό έχει πυρ συσσωρευμένο μέσα του, αλλά λίγο, το θερμό έχει πολύ, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει πίστη, όμως ολίγη, ο πιστός πολλή, ο άπιστος καθόλου. Το χλιαρό νερό έχει δύναμη, όμως ολίγη, το θερμό έχει πολλή, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει ζήλον, όμως πολύ ολίγον, ο πιστός έχει πολύν, ο άπιστος καθόλου. Γι’ αυτό ο άπιστος, επειδή καθόλου δεν πιστεύει στον Θεό, χωρίς καμία συστολή περιφρονεί τις εντολές Του. Επειδή δεν έχει κανένα ζήλο, δεν λαμβάνει καμία φροντίδα για την κατόρθωση της αρετής, ο δε πιστός, επειδή και θερμώς πιστεύει και πολύν ζήλον έχει, δύσκολα παραβαίνει τις εντολές του Θεού, δύσκολα αμελεί της αρετής τα έργα. Ενώ ο ολιγόπιστος, επειδή διστάζει στα λόγια του Θεού και έχει ολίγον ζήλον, εύκολα περιφρονεί τους θείους νόμους, εύκολα απογυμνώνεται από το επουράνιον ένδυμα της αρετής. Αυτό μας διδάσκει ο λόγος, αυτό μας δεικνύουν τα πράγματα.

Η πίστις κηρύττει ότι ο Θεός, ως άπειρος, είναι πάντοτε πανταχού παρών και πληροί τα πάντα: «εάν αναβώ εις τον ουρανόν, Συ εκεί εί. Εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει. Εάν αναλάβομαι τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου». Ουδείς τόπος κατ’ ουδένα καιρόν, ούτε καν εν ριπή οφθαλμού, μένει στερημένος της παρουσίας του Θεού. Ο πιστός, ο οποίος το πιστεύει αυτό αδιστάκτως, βλέπει με τα όμματα της πίστεως τον Δεσπότην Σαβαώθ ιστάμενον πάντοτε ενώπιόν του. Όθεν είναι πολύ δύσκολο να τολμήσει εμπρός στο πρόσωπο του Θεού να πράξει την αμαρτία. Ποίος, ευρισκόμενος ενώπιον επιγείου βασιλέως, πράττει, δεν λέγω καν αμαρτίαν, αλλά και μικροτάτην ακόμα αταξίαν; Ουδείς. Ο Προφήτης Δαυίδ, ο οποίος είχε τη θερμότητα της πίστεως, έλεγε: «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ». Για τον ίδιον λόγο, ο Πατριάρχης Ιωσήφ απέφυγε τη μοιχεία και εφύλαξε τη σωφροσύνη. Η ασελγής αιγυπτία τον επίεζε: «Κοιμήθητι μετ’ εμού» του έλεγε. Ο δε Ιωσήφ, πιστεύοντας αδιστάκτως ότι ο Θεός είναι ενώπιόν του, αντέκρουσε την πίεση λέγοντας: «Και πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι ενώπιον του Θεού;».

Ο ολιγόπιστος, επειδή με τους σωματικούς μεν οφθαλμούς δεν βλέπει ότι παρίσταται ο Θεός ενώπιόν του, οι δε οφθαλμοί της ψυχής του μυωπάζουν και σχεδόν είναι κλεισμένοι εξ αιτίας της ολιγοπιστίας του, γι’ αυτό εύκολα κλονίζεται και σαλεύεται από τον άνεμο των παθών, εύκολα τον καταποντίζουν τα κύματα της αμαρτίας. Τί συλλογίζεσθε για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη; Αραγε αυτός δεν επίστευε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός τού Θεού; Και βέβαια επίστευε. Διότι, εάν δεν επίστευε, δεν θα τον ακολουθούσε, ούτε θα εγίνετο μαθητής του. Επίστευε, αλλά λίγο. Επίστευε, αλλά εδίσταζε. Γι’ αυτό την ολίγη πίστη του την έσβησε το πάθος της φιλαργυρίας, και έτσι από μαθητής έγινε προδότης. Είχε η Εύα πίστη στον Θεό. Αλλά η πίστη της ήταν ολίγη και χλιαρή. Ο Θεός είπε σ’ αυτήν και στον Αδάμ: «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, αποθανείσθε». Ο όφις της είπε το αντίθετο, δηλαδή, το «ου θανάτω αποθανείσθε, αλλά έσεσθε ως θεοί». Αυτή επίστευσε περισσότερο στα λόγια του όφεως, παρά στα λόγια του Θεού. Κι έτσι η ολιγοπιστία την κατακρήμνισε στην αμαρτία της παρακοής, την απογύμνωσε από τη Θεία Χάρη, και την εξώρισε σ’ αυτή την αθλία γη.

Κατεφρονήθη παντελώς η εργασία της αρετής, ελύθη της αμαρτίας ο χαλινός, καθένας από εμάς χωρίς καμία συστολή και φόβο αμαρτάνει κάθε είδος αμαρτίας. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών αγαθόν, ουκ έστιν έως ενός». Πού οφείλεται αυτό; Στην ολιγοπιστία. Πώς, λέγετε, είμεθα εμείς ολιγόπιστοι; Εμείς καθημερινώς αναγινώσκουμε και κηρύττουμε το Σύμβολον της Πίστεως. Εμείς καθημερινώς κραυγάζουμε μεγαλοφώνως «Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης», και τα υπόλοιπα όσα περιέχει το «Πιστεύω». Είμεθα λοιπόν ολιγόπιστοι; Τα έργα, αδελφοί, και όχι τα λόγια είναι η απόδειξη της πίστεως, καθώς θεοπνεύστως εδίδαξεν ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος. «Δείξον μοι», λέγει, «την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου».

Ποίαν όμως πίστη δεικνύουν τα έργα μας; Αυτά δεικνύουν φανερά ότι είμεθα υπερβολικά ολιγόπιστοι. Όχι τα λόγια, αλλά τα πράγματα κηρύττουν ότι έχουμε πολύ ολίγη πίστη στον Θεό.

Ο Θεός προστάσσει να αγαπούμε τους εχθρούς μας: «εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας: «ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». Υπόσχεται δε σε όποιους αγαπούν τους εχθρούς των και τους ευεργετούν, μεγάλες ανταμοιβές: «και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί του Υψίστου». Εκτός αυτού, μας αναγγέλλει ότι Αυτός φροντίζει για την εκδίκηση εκείνων που μας αδικούν, αυτός υπόσχεται να τους ανταποδώσει την πρέπουσα τιμωρία. «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος». Ο κόσμος συμβουλεύει το αντίθετο. Κατάτρεχε, λέγει, και βλάπτε, όσον ημπορείς τον εχθρόν σου, διότι εάν τον συγχωρήσεις χωρίς την πρέπουσα εκδίκηση, χάνεις την αξιοπρέπειά σου, όλοι σε καταφρονούν, σου επιτίθενται και σε βλάπτουν με κάθε τρόπο. Και εμείς πειθόμεθα περισσότερο στις συμβουλές του κόσμου παρά στα προστάγματα του Θεού, πιστεύουμε περισσότερο στα λόγια του κόσμου παρά στις υποσχέσεις του Θεού΄ όθεν μισούμε τους εχθρούς μας και τους εχθρευόμεθα έως θανάτου. Και για να τους εκδικηθούμε, χρησιμοποιούμε ύβρεις, επιβουλές, συκοφαντίες, καταδρομές, προδοσίες, πληγές, φόνους, κακά μέγιστα και αμαρτήματα φοβερότατα.

Είναι αυτά έργα πίστεως; Όχι, αυτά είναι έργα ολιγοπιστίας, για να μην ειπώ απιστίας. Βλέπε τι έπρατταν οι άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι είχαν θερμή την πίστη στον Χριστόν. Αυτοί, «υβριζόμενοι, ευλογούσαν. Διωκόμενοι υπέμεναν, βλασφημούμενοι παρεκάλουν» τους εχθρούς των να μετανοούν. Βλέπε από τα έργα τι πίστη είχεν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αυτός, λιθοβολούμενος, έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη υπέρ εκείνων που τον λιθοβολούσαν, λέγοντας: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη».

Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας, «πλην τα ενόντα (τα υπάρχοντα δηλαδή) δότε
ελεημοσύνην». Θρέψε, λέγει, αυτόν που πεινά, πότισε αυτόν που διψά, ένδυσε τον γυμνόν, υποδέξου τον ξένον, επισκέφου τον ασθενή, επιμελήσου τον φυλακισμένο». Ο πτωχός, λέγει, είναι αδελφός μου, ο πτωχός με αντιπροσωπεύει, ό,τι κάμεις στον πτωχό, σ’ εμέ το κάμεις: «αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Υπόσχεται στους ελεήμονες αμοιβές εκατονταπλάσιες στον κόσμον αυτό, και βασιλείαν αιωνία στη μέλλουσα ζωή. «Εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». Τα πιστεύεις αυτά;
- Ναι, λέγεις, πιστεύω και ομολογώ.
- Καλώς. Αλλά έπειτα παρουσιάζεται ενώπιόν σου ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο γυμνός, ο ξένος, ο ασθενής, και συ όχι μόνον αποστρέφεις το πρόσωπο σου από αυτόν, αλλά μερικές φορές τον περιφρονείς και τον ελέγχεις. Αυτά είναι τα έργα της πίστεώς σου; Αυτή είναι η πίστις σου; Αυτή δεν είναι πίστις, αλλά ολιγοπιστία. Ο πεπλανημένος λογισμός της φιλαργυρίας σου λέγει: μη δώσεις, για να μη γίνεις και συ πτωχός όπως εκείνος. Ο αψευδής Θεός σου λέγει: εάν δώσεις ένα, λαμβάνεις εκατό. Και συ πιστεύεις περισσότερο στην πλάνη του νοός σου παρά στον Παντοκράτορα Θεό.

Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμός είναι ο κόκκος του σινάπεως, θα φοβόμουν την ημέρα της κρίσεως και την κόλαση που περιμένει αυτούς που αμαρτάνουν, και έτσι θα συνέστελλα τα χέρια μου από την αρπαγή και την αδικία, θα έφευγα μακριά από την ξένη κλίνη, θα εδάμαζα τα πάθη της σαρκός μου, θα απέστρεφα τους οφθαλμούς μου από κάθε αμαρτία. Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμή ήταν η πίστις των Αγίων, θα άπλωνα τα χέρια μου σε ευεργεσίες πτωχών, θα ηγόραζα τον άγιο χιτώνα της σωφροσύνης, θα απέφευγα τη ματαιότητα του κόσμου, θα εφύλαττα τις εντολές του Θεού, και θα έτρεχα αόκνως τον δρόμο της αρετής.

Αλλά προς αυτό αποκρίνονται κάποιοι και λέγουν: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Εμείς επιστεύσαμε και βαπτισθήκαμε, άρα είμεθα σωσμένοι. Ναι, αληθώς. Αλλά γιατί ο ίδιος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλεγξε τον Πέτρον ως ολιγόπιστον; «Ολιγόπιστε», είπε, «εις τι εδίστασας;». Τον ήλεγξε για να μάθωμε ότι άλλο πίστις και άλλο ολιγοπιστία. Πίστιν ονόμασεν ο Κύριος την πίστιν την τελείαν, την μεγάλην, την θερμήν, και η πίστις αυτή ποτέ δεν είναι χωρισμένη από τα καλά έργα. Γι’ αυτό και ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος, έλεγε: «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου». Αυτή είναι η σωτηριώδης πίστις, για την οποίαν ο Σωτήρ είπεν: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Η ολιγοπιστία είναι πίστις νεκρά και πολλές φορές ξένη και εντελώς γυμνή από τα καλά έργα. Είναι αυτή για την οποίαν ο ίδιος Ιάκωβος είπε: «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί».

Εμείς θαυμάζουμε και απορούμε που δεν βλέπουμε σήμερα το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία υπεσχέθη ο Κύριος σε όσους πιστεύουν. «Σημεία» είπε «τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι. Καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν». Ευκολότατα όμως λύεται το θάμβος και η απορία. Διότι ο Κύριος είπεν ότι αυτά τα σημεία θα επακολουθήσουν «τοις πιστεύουσι», όχι «τοις ολιγοπίστοις» . Όταν οι θερμοί στην πίστη ήσαν πολλοί, την εποχή δηλαδή των Αποστόλων και στους μετά ταύτα αιώνες, τότε εγίνοντο καθημερινώς αμέτρητα θαύματα. Σήμερα πολύ ολίγοι είναι αυτοί που έχουν τη θερμή και φλογερή πίστη. Όλοι σχεδόν είναι ολιγόπιστοι. Εάν όμως και σήμερα έχει κάποιος πίστη θερμή σαν τον κόκκο του σινάπεως, «ερεί τω όρει τούτω. Μετάβηθι εντεύθεν εκεί», και μεταβήσεται. Έπαυσε λοιπόν το πλήθος των θαυμάτων, επειδή έσβησεν η θερμότης της πίστεως. «Διατί», είπαν στον Κύριον οι Απόστολοι, «ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν το δαιμόνιον;» «Δια την απιστίαν υμών», τους απεκρίθη ο Κύριος, δηλαδή, «δια την ολιγοπιστίαν υμών». Διότι δεν ήσαν άπιστοι οι Απόστολοι, αλλά ατελείς ακόμη στην πίστη.

Βλέπετε, λοιπόν, αδελφοί, ότι η ολιγοπιστία είναι η ρίζα όλων των κακών, η δε πίστις είναι η ρίζα κάθε αρετής και αγαθοεργίας; Αλλά άραγε ημπορεί ο άνθρωπος να θερμάνει την ψυχράν του πίστη; Ναι, ημπορεί, εάν θέλει. Η πίστις οδηγεί στην αρετή, και η αρετή θερμαίνει την πίστη. Γίνε λοιπόν πράος, ταπεινός, φιλοδίκαιος, εύσπλαχνος, σώφρων, μακρόθυμος, «φρόνιμος ως ο όφις, ακέραιος ως η περιστερά», «οικτίρμων ως ο πατήρ σου ο επουράνιος». Αυτά ανάπτουν στην καρδιά του ανθρώπου εκείνο το πυρ, την πίστη δηλαδή, την οποίαν ήλθε να βάλει ο Ιησούς στη γη, δηλαδή στην καρδία όσων θα πιστεύσουν σ’ Αυτόν.

Κύριε Ιησού Χριστέ, μονογενή Λόγε του Θεού, Συ είσαι και της πίστεως χορηγός, και της αρετής δοτήρ. Εγώ πιστεύω και ομολογώ ότι Συ είσαι αληθώς ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο οποίος ήλθες εις τον κόσμον για να σώσεις τους αμαρτωλούς, ων πρώτος είμαι εγώ, αλλά η πίστις μου είναι ολίγη και ψυχρά, δεν είναι τόσο θερμή όσον είναι αναγκαίο για τη σωτηρία μου. Προς Σε, λοιπόν, πανοικτίρμων, κλίνω τα γόνατά μου και με δάκρυα, όπως ο πατέρας του παιδιού που είχε το πνεύμα το άλαλον, κράζω και βοώ «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία».


(18ος αιών, Κυριακοδρόμιον Νικηφόρου Θεοτόκη, έκδοσις Ζ', τομ. Α' σελ. 260 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 209 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Οἱ πειρασμοὶ στὴ ζωή μας-Μητροπολίτης Ἐδέσσης , Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ



Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου


Ὁ Χριστὸς ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἔκανε θαύματα στοὺς ἀνθρώπους ὅπως π.χ. θεράπευσε τὸν παραλυτικό τῆς Καπερναούμ, τοὺς δέκα λεπρούς, τὸν υἱὸ τῆς χήρας τῆς Ναΐν κ. ἄ. Ἔκανε θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς ἔδειχνε πτυχὲς τοῦ προσώπου Του, ὅπως τὸ θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως, τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ἀναλήψεως. Τέλος ἔκανε θαύματα στὴν ἄψυχη ὕλη, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ καταταράσθηκε τὴν ἄκαρπη συκιά. Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα γαληνεύει τὴ θάλασσα καὶ κάνει νὰ κοπάσει ὁ ἄνεμος.



Ἡ ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ

Μετὰ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν πέντε ἄρτων ἀνάγκασε τοὺς μαθητὲς Του «ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν» (Ματθ. 14,22). Αὐτὸς ἀφοῦ ἀπέλυσε τοὺς ὄχλους, ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς Του τὸ πλοῖο δοκιμάσθηκε, γιατί ἄρχισε σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ καὶ ἦταν «βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων». Τὶς πρωινὲς ὧρες ἐμφανίσθηκε κι ἔλυσε τὴν ταραχὴ τῶν κυμάτων. Οἱ μαθητὲς εἶχαν συνηθίσει στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἤθελε νὰ τοὺς δώσει νὰ καταλάβουν πὼς πρέπει νὰ εἶναι στενὰ συνδεδεμένοι μαζί Του. «Ὅσο ἀνέβαινε ἡ ἀγωνία τους, τόσο περισσότερο ἤθελαν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ», γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Σηκώθηκε θύελλα, ὁ ἄνεμος ἀντίθετος, περνοῦσαν οἱ ὧρες καὶ βοήθεια δὲν εἶχαν ἀπὸ κανέναν.

Ὁ Κύριος ἤθελε νὰ τοὺς δοκιμάσει στὴν ὑπομονή. Ἤθελε νὰ τοὺς δώσει νὰ καταλάβουν «φέρειν τὰ συμπίπτοντα γενναίως», νὰ ἀντιμετωπίζουν μὲ γενναιότητα τοὺς πειρασμούς, γράφει ἕνας Ἅγιος. Ἡ θαλασσοταραχὴ ἦταν μία ἐξάσκηση τῶν μαθητῶν στὴν ὑπομονή, στὴν καρτερία, στὴν προσευχή. Ὁ Χριστός, ὅταν πρόκειται νὰ δώσει σὲ κάποιον ἄφθονη χάρη, τὸν ἐκπαιδεύει προηγουμένως στοὺς πειρασμούς. Οἱ Ἀπόστολοι θὰ κήρυτταν σ’ ὅλον τὸν κόσμο, θὰ ἔκαναν πολλὰ θαύματα, θὰ τοὺς ἔδινε ὁ Χριστὸς τὴ δύναμη νὰ κάνουν σημεῖα καὶ ὑπερφυσικὰ γεγονότα, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἐκπαιδεύει στοὺς πειρασμούς, ὥστε νὰ μὴν ἀπελπισθοῦν, ὅταν θὰ συναντοῦσαν δυσκολίες καὶ ἀντιξοότητες. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ τὶς πρωινὲς ὧρες ἔλυσε τοὺς φόβους τῶν μαθητῶν καὶ γαλήνεψε τὴ θάλασσα.



Οἱ πειρασμοὶ στὴ ζωή μας

Στὴ ζωὴ μας ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πειρασμοί. Ὑπάρχουν πειρασμοὶ ποὺ ἀναφέρονται στὴν πίστη. Ὁ ἄνθρωπος ὀλιγοπιστεῖ ἀπέναντι στὸ Θεό, ἔχει λογισμοὺς βλασφημίας, δὲν παραδέχεται τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρνεῖται τὰ ἱερὰ μυστήρια, εἶναι δίψυχος. Ἐπίσης πολεμᾶται ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ ἀπ’ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ γενικὰ ἀπ’ τὰ μεγάλα πάθη. Στοὺς πειρασμοὺς αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ πολεμήσει σωστά. Μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ νικήσει τὶς καταστάσεις ποὺ περιγράψαμε πιὸ πάνω. Ὅταν ἐμφανισθοῦν τέτοια φαινόμενα στὴ ζωή μας, λέμε τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ• «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμὸν» (Ματθ. 6,13). Οἱ πειρασμοὶ αὐτοὶ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸ Θεό. Κάθε τι ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό, πρέπει νὰ τὸ διώχνουμε ἀμέσως.

Ἀντίθετα ὑπάρχουν ἄλλοι πειρασμοὶ ποὺ μᾶς ὠφελοῦν. Π.χ. Οἱ πειρασμοὶ τῆς στερήσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἡ συκοφαντία εἰς βάρος μας, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν οἰκείων καὶ φίλων μας, ἡ ἔλλειψη συμπάθειας ἐκ μέρους τῶν ἀνωτέρων μας, οἱ ἀσθένειες οἱ ἀνίατες καὶ βασανιστικές, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες ποὺ πρόσκαιρά μᾶς ταλαιπωροῦν κ. ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ πειρασμοὶ δὲν μᾶς κάνουν κακό, ὅταν τοὺς ἀντιμετωπίσουμε μὲ τὸ πνεῦμα τὸ Εὐαγγελικὸ καὶ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς.

«Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμὸν ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἰακ. 1,12), γράφει ὁ Ἀπόστολος. Ὁ ἴδιος λέγει πὼς πρέπει νὰ νιώθουμε χαρά, ὅταν περιπέσουμε σὲ πειρασμό. Αὐτοὶ οἱ πειρασμοὶ εἶναι εὐεργέτες μας καὶ μάλιστα μεγάλοι, γράφει ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος. Κανένας ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ ἀγωνισθεῖ καὶ νὰ ζήσει ἐνάρετα, δὲν εἶναι μόνος του στὸν ἀγώνα του. Τὸ φορτίο του τὸ σηκώνει ὁ Θεὸς καὶ γίνεται ἐλαφρό. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ πιστεύουμε πὼς δὲ θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ὁ Θεός. Δὲν ὠφελεῖ νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἐὰν δὲν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπό Του. Πιστεύουμε ἀκράδαντα πὼς στὸ τέλος θὰ ἐπέμβει ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας καὶ θὰ ἁπαλύνει τοὺς πειρασμούς, ἐὰν δὲν γογγύσουμε καὶ δὲν μεμψιμοιροῦμε καὶ ἔχουμε ὑπομονή.



Ἀδελφοί μου,

Ἔχουμε πάρει ὅπλα ἀπ’ τὸ Θεὸ πνευματικά, γιὰ νὰ πολεμοῦμε τοὺς πειρασμοὺς κι ὄχι νὰ περιπίπτουμε σὲ ἀκηδία κι ἀπελπισία. Ἂς ἔχουμε στραμμένο συνεχῶς τὸ πρόσωπό μας στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴ βουλιάζουμε στὸ πέλαγος τῶν καθημερινῶν πειρασμῶν τῆς ζωῆς μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ ΜΑΤΑΙΟΥ Ὁ νοῦς χωρὶς τὴ νήψη βλέπει φαντάσματα Κορναράκης 'Ιωάννης




Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὅπως ἔδειξαν σὲ κάποιες περιπτώσεις κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τρίχρονης σχέσεώς τους μαζί του, δὲν διέθεταν πάντοτε τὴν ἀναγκαία νήψη, προκειμένου νὰ ἀντιληφθοῦν κάποια σημαντικὰ γεγονότα ἢ νὰ κατανοήσουν ὀρθῶς κάποιους λόγους του ἢ ἐνέργειές του! Αὐτὸ συνέβη καὶ ὅταν τὸν εἶδαν κάποτε νὰ περιπατεῖ στὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα. 

Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, ὁ Κύριος ἀνάγκασε, εὐθὺς ἀμέσως, τοὺς μαθητές του νὰ ἀνεβοῦν στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος, νὰ τὸν περιμένουν ἐκεῖ, μέχρις ὅτου ἀπολύσει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νὰ ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ πολλοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι, ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Ἀλλά, ὅταν πλέον εἶχε ἀρχίσει νὰ νυκτώνει, τὸ πλοῖο μὲ τοὺς μαθητὲς βρέθηκε ξαφνικὰ στὸ μέσον τῆς θαλάσσης, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων, λόγω τοῦ σφοδροῦ θαλάσσιου ἀνέμου. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Κύριος εἶδε τὴν ταλαιπωρία αὐτὴ τῶν μαθητῶν του, πλησίασε κατὰ τὰ χαράματα, πρὶν ἀκόμα τὸ φῶς τῆς ἡμέρας φωτίσει τὰ πάντα, περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.

Ποιὰ ἦταν ἡ πρώτη ἀντίδραση τῶν μαθητῶν σ' αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου τους στὴν καρδιὰ τῆς θαλασσοταραχῆς ποὺ τοὺς ταλαιπωροῦσε; Ἐχάρησαν καὶ ἠρέμησαν; Ὄχι βέβαια! Ἀντίθετα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ποτὲ νὰ φαντασθοῦν ὅτι ὁ Κύριός τους, ἀκόμη καὶ χωρὶς θαλάσσιο μέσον, θὰ μποροῦσε νὰ σπεύσει στὴν βοήθειά τους, μέσα μάλιστα σὲ μιὰ ἀσταμάτητη θαλασσοταραχή, ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν, λέγοντες - μεταξύ τους - ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν! 

Δὲν φαντάζονταν ὅτι μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ Κύριος ἐκείνη ἡ μισοσκότεινη ἀνθρώπινη φιγούρα ποὺ εἶδαν κάποια στιγμὴ μέσα στὰ ἄγρια κύματα. Ἔτσι, μὲ θολωμένο τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ταραχή, ἐνόμισαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν! 

Τί ἔκραξαν ἄραγε; ποιὸ ἦταν τὸ αἴτημα τῆς κραυγῆς τους; Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο δὲν ἀφήνει περιθώρια ἐντοπισμοῦ κάποιου αἰτήματος. Πιθανῶς ἡ κραυγή τους νὰ εἶχε τὸ νόημα μιᾶς ἐκρήξεως ἀπελπισίας θανάτου. Μιᾶς ὁριστικῆς, τελεσίδικης ἀπελπισίας. Χαθήκαμε. 


Ὁ Κύριος, λοιπόν, ἐφάνηκε στοὺς μαθητές του ὡς φάντασμα. Ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν δὲν βρισκόταν, ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ, ΣΕ ΝΗΨΗ. Ἦταν ἑπομένως τυφλός. Μόνο ὁ νηπτικός, ὁ νήφων νοῦς μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸν Κύριον σ' ὁποιαδήποτε κατάσταση. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ αὐτὴ περίπτωση ποὺ ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν ἦταν σκοτισμένος καὶ δὲν ἀνεγνώρισε τὸν Διδάσκαλο. 

Ἀργότερα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάστασή του, ὅταν ξαφνικά, ἐνῶ τὸν θεωροῦσαν νεκρό, θὰ ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν τους, καὶ τότε θὰ τὸν ἐκλάβουν, θὰ τὸν θεωρήσουν ὡς πνεῦμα, ὡς φάντασμα· «πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν! Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατὶ διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν»; (Λουκ. 24, 37-38). 

Καὶ στὴν πρώτη περίπτωση τοῦ πλοίου καὶ στὴν δεύτερη αὐτὴ περίπτωση, οἱ μαθητές, ἰδόντες τὸν Κύριον, ἐταράχθησαν (Ματθ. 14,26). 

Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως προσφέρει χῶρο στὴν ταραχή, ἡ ὁποία προκαλεῖ ποικίλους διαλογισμούς! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶναι νηφάλιος, δὲν φιλοξενεῖ στὸ νοῦ καὶ στὸ πνεῦμα του τὴν ἀρετὴ τῆς νήψεως, εἶναι ἀποδιοργανωμένος ψυχικῶς καὶ πνευματικῶς. Βρίσκεται σὲ σύγχυση καὶ θαλασσοδέρνεται, ἀπὸ τὴν ταραχή, ἡ ὁποία μὲ τὴν παρουσία της ἀποκαλύπτει τὸ ξεσήκωμα ψυχικῶν κινήσεων καὶ διαλογισμῶν, οἱ ὁποῖοι θολώνουν τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ νοῦ καὶ συσκοτίζουν τὸν φακὸ τῆς νήψεως. 

Ἡ τελευταία διαπίστωση δείχνει ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως τελικὰ συσκοτίζει καὶ διαταράσσει τὴν ἀξιολογικὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Ἰησοῦ! Ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ «μαθητοῦ» τοῦ Ἰησοῦ, ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου του φωτοσκιάζεται ἢ συσκοτίζεται καὶ τότε ὁ προβληματισμένος συνειδητὸς πιστὸς βλέπει τὸ Χριστὸ ὡς φάντασμα ἢ πνεῦμα, ἁπλῶς σὰν ἕνα ἐνδιαφέροντα συνοδοιπόρο τῆς ζωῆς. Ὅπως στὴν περίπτωση τῶν δύο μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀμέσως μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁδοιποροῦν μαζὶ του πρὸς Ἐμμαοὺς καὶ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν! Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ «καρδία» αὐτῶν ἦτο καιομένη κατὰ τὴν συνοδοιπορία αὐτή, ὁ νοῦς τους δὲν διέθετε τὴν νήψη, ἡ ὁποία θὰ ἔριχνε φῶς στὸ πρόσωπο τοῦ ἄγνωστου συνοδοιπόρου! 

Ναί! Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως σοῦ στερεῖ τὴν θέα τοῦ πραγματικοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ! 

Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε (Ματθ. 14, 22-34) Anthony Metropolitan of Souroz

«Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅσο πιὸ βαθιὰ βιώνουμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὴν Θ.Λειτουργία ἢ βάσει τῶν καταστάσεων ποὺ μᾶς κάνουν ν’ ἀντιλαμβανόμαστε σαφέστερα τὰ κείμενα, τόσο πιὸ πλατιὰ ξεδιπλώνεται μπρός μας, ἀποκαλύπτοντας τὸ μεγαλύτερο βάθος ποὺ ἀποκτοῦν πράγματα ἀνθρώπινα καὶ θεϊκά. Πόσο συχνὰ ἔχουμε ἀκούσει στὴν ἀρχὴ τῶν Μακαρισμῶν τὶς λέξεις: «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου..»- στὴν δόξα τῆς Βασιλείας Σου… Κι αὐτὲς οἱ λέξεις ἀκούγονται τόσο φυσικὲς κι ἁπλές. Κι ἀκόμα, ἂν φαντασθοῦμε γιὰ ἕνα λεπτό, ὅτι, ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔλθει ἐν δόξῃ, ἔχοντας νικήσει ἐν ὀνόματι ἡμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ, ὑπερισχύοντας τοῦ κακοῦ, καὶ ἔχοντας κάνει αὐτὸν τὸν κόσμο σὲ Βασιλεία τῆς ἀγάπης, τῆς ἁγιότητας, τῆς ἀπόλυτης ὀμορφιᾶς, ἄς φαντασθοῦμε ὅτι κάποιος ἀπὸ μᾶς θὰ μποροῦσε νὰ λησμονηθεῖ: τί θὰ συνέβαινε σέ μᾶς; Λησμονημένοι ἀπ’ τὸν Θεό……Κι αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἀναθυμόμαστε ὅτι ὑπάρχουμε, ὅτι ζοῦμε.! Συμβαίνει μόνο γιατί μᾶς θυμᾶται Ἐκεῖνος ἀκόμα κι ἂν ἐμεῖς λησμονοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, συνεχίζουμε νὰ ὑπάρχουμε χάρη στὴν δύναμη τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι δική Του, χάρη στὴν εὐλογία Του, χάρη στὴν ὅλο θυσία Ἀγάπη Του. Πόσο ὄμορφο εἶναι νὰ σκεφτόμαστε ὅτι εἴμαστε ἀσφαλισμένοι στὴν μνήμη Θεοῦ ποὺ περικλείει ὅλους, ἀκόμα κι ἂν οἱ ἄνθρωποι μᾶς ξεχνοῦν! Καὶ αὐτὸ συνέβη, συνέβη: Θυμᾶμαι μιὰ σκοτεινὴ μέρα ποὺ ἤμουν μὲ μία οἰκογένεια, κι ἄνοιξε ἡ πόρτα, κι ἕνας ἄνδρας ποὺ ἦταν 5 χρόνια στὸν πόλεμο καὶ θεωρεῖτο νεκρὸς, μπῆκε· ἡ γυναίκα του τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε: «Ζεῖς; Σὲ εἴχαμε γιὰ νεκρό…!». Κι αὐτὲς οἱ λέξεις σήμαιναν «ὑπολογίζαμε στὸν θάνατό σου, γιατί ἂν ἤσουν νεκρὸς ἡ ζωὴ θὰ ξαναρχίσει, μ’ ἕνα νέο τρόπο· θὰ συναντοῦσα νέα ἄτομα, θὰ παντρευόμουν ἕναν ἄλλο ἄνδρα· ἦλθες -θὰ μποροῦσες νὰ μὴν ἔρθεις, θὰ μποροῦσες νὰ ’χες παραμείνει νεκρός…» Πῶς φαντάζεσθε ὅτι θὰ ἔνιωσε αὐτὸς ὁ ἄνδρας; Καὶ μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τί θὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας, ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, ἂν καθὼς στεκόμαστε μπροστά Του δοῦμε ὅτι δὲν θυμᾶται οὔτε τὸ ὄνομα, οὔτε τὴν ὄψη, οὔτε τὴν ὕπαρξή μας… Καὶ πόσο ὄμορφο ἀντίθετα εἶναι νὰ συλλογιζόμαστε ὅτι ἀκόμα κι ἂν ὅλος ὁ κόσμος μᾶς ξεχάσει - ὑπάρχει Ἕνας ποὺ ποτὲ – ποτὲ δὲν θὰ μᾶς ξεχάσει: εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος, ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ…. Τὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ (Ματθ. 14, 22-34): ὁ Πέτρος, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, εἶδαν τὸν Κύριο σὰν φάντασμα, σὰν ὀπτασία νὰ περπατᾶ στὰ νερά, καὶ γέμισαν μὲ φόβο: ἕνα φάντασμα! Κι ὅλοι φώναξαν μὲ φόβο. Κι ὁ Κύριος: «Μὴ φοβεῖσθε, Ἐγὼ εἰμί…». Τοὺς χτυποῦσαν τὰ κύματα, ὅπως μᾶς χτυποῦν οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὶς καταιγίδες ποὺ ξεσηκώνονται μέσα μας. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσαν τὴν φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πέτρος εἶπε: «Κύριε ἄφησέ με νὰ ’ρθω πρὸς τὰ σένα, περπατώντας στὰ νερά…» Ἤξερε ὅτι ἦταν ἀνθρωπίνως ἀδύνατο, ἀλλὰ ἦταν δυνατὸν γιατί ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸν Θεό, καὶ μὲ τὸν Θεό…. Κι ὁ Χριστὸς εἶπε: «ἔλα…» Κι ὁ Πέτρος ἄφησε τὴν ἐλάχιστη ἀσφάλεια τοῦ σκάφους πάνω στὸ ὁποῖο βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, κι ἄρχισε νὰ βαδίζει· καὶ ξαφνικὰ κοίταξε στὰ κύματα ἀντὶ νὰ κοιτάξει πρὸς τὸν Χριστό, κοίταξε τὴν καταιγίδα ἀντὶ νὰ κοιτάξει Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ Κύριος τῆς καταιγίδας, ὅπως εἶναι ὁ Κύριος τῆς Εἰρήνης. Κι ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν καταιγίδα, ἄρχισε νὰ βυθίζεται· κι ὅταν ἀκριβῶς εἶχε χάσει ἀπ’ τὰ μάτια του τὸν Κύριο, φώναξε: «βοήθει μοι..», κι ὁ Χριστὸς τὸν ἐπίασε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔφερε στὴν ἀκτή.. Ἐδῶ βλέπουμε πάλι ὅτι ὅταν παρασυρόμαστε ἀπὸ τοὺς φόβους μας, τὶς ἀμφιβολίες μας, παρασυρόμαστε ἀπὸ τὴν καταιγίδα ποὺ μαίνεται μέσα ἢ γύρω μας, εἶναι ὁ Ἕνας ποὺ μᾶς θυμᾶται μὲ ἀγάπη, μὲ συμπόνια, μὲ μιὰ κατανόηση ποὺ φτάνει πέρα ἀπ’ τὴν δική μας κατανόηση. Γιατί Αὐτὸς βυθίστηκε στὰ κατάβαθα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας κι ἔφερε ὅλο τὸ βάρος τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, αὐτὸς μπορεῖ νὰ πεῖ: «μὴ φοβεῖσθε! ..» - καὶ νὰ μᾶς πάρει ἀπ’ τὸ χέρι καὶ νὰ μᾶς σώσει. Ἂς σκεφτοῦμε γιὰ μιὰ στιγμὴ τί σημαίνει αὐτό: νὰ θυμόμαστε τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ ὅλους μας, τὸν καθένα μας ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μᾶς θυμοῦνται, γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχουμε, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχουμε σημασία. Ἕνας Γάλλος συγγραφέας ἔλεγε: Τὸ νὰ πεῖς σ’ ἕναν ἄνθρωπο «Σ’ ἀγαπῶ..» ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ πεῖς «δὲν θὰ πεθάνεις ποτέ…». Ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ μιὰ ἔξοχη δήλωση πρὸς ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προσφωνήθηκε, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπέσει ἀπ’ τὴν αἰωνιότητα, τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὅλη ἡ ἀγάπη ἀνήκει στὸν Θεό. Πόσο ὑπέροχο εἶναι αὐτὴ ἡ σωτηρία νὰ προσφέρεται καὶ νὰ δίνεται, πόσο ὄμορφο νὰ εἴμαστε μέτοχοι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, χαρίζοντάς την στοὺς ἄλλους μὲ τὴν ἀγάπη μας καὶ μιὰν αἰώνια ἀνάμνηση. Ἀμήν. Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr Πρωτότυπο Κείμενο "Remember us, O Lord, when Thou comest into Thy Kingdom" 9th August, 1987 In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost. The more deeply we live in the Holy Liturgy or according to circumstances that make us more perceptive of its words, the more widely it unfolds before us, acquiring a greater depth revealing to us things both human and divine. How often have we heard at the beginning of the Beatitudes the words "Remember us, O Lord, when Thou comest into Thy Kingdom!" — in the glory of Thy Kingship ... And these words sound so natural and simple. And yet, if we imagine for one moment that when the Lord Jesus Christ comes in glory, having conquered for us and for God, overcome all evil, and made this world into His Kingdom of love, of holiness, of perfect beauty — that one of us could be forgotten: what would happen to us? Forgotten of God ... It is only because we are remembered that we exist, that we live! It is only because He remembers us even when w e forget ourselves and one another that we continue to be sustained by the power of life which is His, by His blessing, by His sacrificial love ... How wonderful it is to think that we are secure in God's all-remembrance, even when people forget us! And it happens, it happens: I remember a dark day when I was with a family, and the door opened, and a man who had been five years in the war and was thought to be dead, walked in; his wife looked at him and said "You are alive? We thought you were dead!" ... And these words meant, "we counted on your death, because once you were dead, life had begun anew, in a new manner; I had met other people, I had married another man; you have come — and you should not have come, you should have remained dead" ... Can you imagine what this man felt? And can you imagine what would happen to anyone of us, however sinful, if, standing before God we saw that He did not remember our name, our face, our existence ... And how wonderfully inspiring it is to think that even if the whole world should forget us — there is One Who will never, never forget: it is the Lord Jesus Christ, it is God One in the Trinity, God Who is Love ... Think of what happened in today's Gospel (Matthew 14:22-34): Peter, together with the other disciples, saw Christ as a phantom, as a ghost walking on the waters, he was filled with terror: a ghost! And they all cried out in fear. And Christ said "Fear not! It is I!" ... They were tossed by the sea, as we are tossed by the circumstances of our life, by the storms that arise within us. But when they heard the voice of Christ, Peter said, "Let me come unto Thee, walking on the waters." He knew it was impossible, humanly speaking, but it was possible because all things are possible to God and in God ... And Christ said "Come!" ... And Peter left the frail security of the skiff in which he was with the other disciples, and began to walk; and suddenly he looked at the sea instead of looking at Christ, he looked at the storm instead of looking at Him Who is the Lord of the storm, as He is the Prince of Peace. And because he remembered himself and the storm, he began to drown; and that very moment when he had lost sight of God, he cried "Help!", and Christ took him by the hand and brought him to shore. Here again we see that even at moments when we are carried away by our fears, by our doubts, carried away by the storm that rages within or around us, there is One Who remembers in love, in compassion, in an understanding that goes beyond our own understanding. Because He has plumbed all the depths of human frailty and has carried all the weight of human sin, He can say "Fear not!" — and take us by the hand and save us. Let us think for a moment of what that means: to be remembered, and what it means to all of us, each of us that there should be people who remember us, for whom we exist, for whom we matter. A French writer has said: To say to a person "I love you" is tantamount to saying "you shall never die". Because it is a supreme affirmation of this person, a person who is thus affirmed, cannot fall out of eternity, of God's eternity, because all love is of God. How wonderful that salvation is offered and given, how wonderful that we may be partakers of this gift, granting it to others by our love and by our eternal remembrance. Amen.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...