Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2012

Η «Κοίμηση της Θεοτόκου» και οι Παπικοί




Η «ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΠΙΚΟΙ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
    Τη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεο­τόκου» λίαν ευφυώς την ονόμασαν «Πάσχα του καλοκαιριού», αφού μέσα στην καρδιά τού θέρους, στο «κατακαλόκαι­ρο», ακόμη και στο τελευταίο χωριό, ξέρει η Ορθοδοξία μας επάξια να τιμά με τόση λα­μπρότητα και τόσον παλμόν λαού τη Μητέρα του Κυρίου μας, που είναι και «Μάννα» όλων ημών, των Χριστιανών.

Παίρνοντας αφορμήν απ τη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», θα ασχοληθούμε με μίαν αρκετά εντυπωσιακήν παραδοξότητα, σχετικήν μ' αυτήν την γιορτή και με το εννοιολογικό περιεχόμενόν της. Ίσως όμως πει κάποιος: -«Μα, δεν είναι αυτονόητη η σημασία της γιορτής; Δεν γιορτάζουμε μ’ αυτήν εμείς οι Ορθόδοξοι τον θάνατον της Παναγίας μας;». Βέβαια, αυτή η ευθεία, απλή και εύκολη απάντηση είναι και η ορθή. Μ’ αυτήν όμως εμπλέκονται και μερικά ακανθώδη προβλή­ματα, που συνήθως μάλλον δεν έχουν μερικοί υπ' όψη τους. Τέτοια ερωτήματα απασχόλη­σαν, σε δεκάδες βαθυστόχαστων βιβλίων, πραγματειών και άρθρων, ισάριθμους σοφούς και διεθνώς αναγνωρισμένους ειδικούς επι­στήμονες και από διάφορες χώρες και από διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους, όπως της φιλολογίας, της θεολογίας, της ιστορίας, της αρχαιολογίας και άλλων συναφών βοηθη­τικών επιστημών, και οι οποίοι σοφοί προ­σπαθούν, χωρίς βέβαια να το πετυχαίνουν πάντα, να δώσουν υπεύθυνες απαντήσεις. Εμείς πάντως θα επιχειρήσουμε να τους πα­ρουσιάσουμε επί τροχάδην, συνοπτικά και κάπως διαγραμματικά, στο μικρό φυλλάδιο, που κρατάς στα χέρια σου, αγαπητέ αναγνώστα.
- «Και ποιο το παράδοξον, που θα διαβάσου­με σ' αυτές τις γραμμές;» Ίσως, λοιπόν, μας ξαφνιάσει το εξής αξιοπερίεργον, ότι δηλαδή το εννοιολογικόν περιεχόμενον της γιορτής της «Κοιμήσεως», που είναι ο θάνατος της Θεοτόκου, ούτε ήταν πάντοτε και παντού, ούτε και σήμερα φαίνεται να είναι από όλους αποδεκτόν. Μερικοί στο μακρυνό παρελθόν αμφι­σβήτησαν και κάποιοι σήμερα αμφισβητούν, το ότι η Αειπάρθενος κόρη Μαρία πέθανε κάποτε σωματικώς. Ακριβώς δε η μελέτη του ιστορικού παρελθόντος της Εκκλησίας μας οδηγεί σε ανακάλυψη τέτοιων παραβό­λων ιδεών και παραδόξων αντιλήψεων για το πρόσωπον της Αειπαρθένου.
Αρχαίες αιρετικές αντιλήψεις για την «Κοίμησιν της Θεοτόκου»
Έτσι, ανιχνεύοντας την Ιστορία διαπιστώνουμε την ύπαρξη μιας τέτοιας τάσης ήδη από τον 4ον μ.Χ. αιώνα, πληροφορούμενοι, σχετικά, από ένα εκκλησιαστικόν Πατέρα και συγγραφέα, που ζούσε εκείνην την εποχήν, τον άγιον Επιφάνιον, επίσκοπον Κωνστάντιας (Σαλαμίνας) Κύπρου. Στο σύγγραμμά του, λοιπόν, με τίτλον «Κατά αιρέσεων...», άλλως γνωστόν και ως «Πανάριον» (Migne, Patrologia Graeca, τόμος 41, κεφ. 78 § 11), υπεραμυ­νόμενος της Αειπαρθενίας της Παναγίας μας κατά των τότε αιρετικών που ονομάζονταν Αντιδικομαριανίτες, λέγει επίσης και κάτι που σήμερα μάλλον μας ξαφνιάζει: ότι, δηλα­δή, «η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει διόλου εάν η Παναγία μας πέθανε, ή, όχι, εάν ετά­φη, ή, όχι. Αυτό κάνει τον άγιον να διστάζει να υποστηρίξει, εάν η Θεοτόκος ζούσε ακόμη, στην εποχήν του, δηλαδή τον 4ον αιώνα, ή, αν είχε ήδη πεθάνει. Σημειώνει δε ο άγιος επίσκοπος, ότι «αυτή η σιωπή της Αγίας Γραφής αποτελεί ένα βαθύ μυστήριον»! Ολίγον κατωτέρω, στο ίδιο έργον του (κεφ. 78 § 24) ο ιερός Επιφάνιος απαριθμεί τρεις, διαφορετικές μεταξύ τους, δυνατότητες-εκδοχές, σχετικές με τον θάνατον της Αειπαρθένου, που μας απασχολεί: α) Ίσως, λέγει, η Παναγία απέθανεν και ετάφη, β) Ή, πιθα­νόν, υπέστη βίαιον θάνατον, γ) Είτε, τέλος, συνεχίζει να ζει ακόμη πάνω σ' αυτή τη γη, όπως πριν, σ' ένα όμως τόπον που δεν είναι γνωστός σε κανένα.
Τέτοιες πληροφορίες, όπως αυτή του 4ου αιώνα μ.Χ., που μάλλον μας εκπλήσσουν, αποτελούν ενδείξεις, ότι από τότε κι' όλας, αλλά ίσως και ακόμη πολύ πρότερον, υπήρξαν μερικοί, μάλλον εκτός Εκκλησίας, δηλαδή κάποιοι από αιρετικούς κύκλους, οι οποίοι επινοούσαν, προωθούσαν και διέδιδαν απόψεις παράξενες και διδασκαλίες αλλόκο­τες, όπως αυτή, σχετικά με το τέλος της επίγειας ζωής της Θεοτόκου. Ισχυρίζονταν ότι η Παναγία μητέρα του Κυρίου μας δεν «εκοιμήθη», όπως ψάλλει και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου η Ορθόδοξος Εκκλησία μας. Διετείνοντο, δηλαδή, ότι δεν απέθανε, ότι δεν εχωρίσθη η μακαρία και παναγία ψυχή της από το πανάχραντον και άσπιλον σώμα της. Σαν απλούστατον δε λόγον γι' αυτήν την γνώμην πρόβαλλαν το ότι δεν άρμοζε τάχα στην Παναγία μας να ακολουθήσει την κοινήν μοίραν των ανθρώπων, είτε αυτοί ήσαν απόστολοι, ή μάρτυρες, ή άγιοι της Εκκλησίας. Φαίνεται δε, ότι οι διάφοροι αιρετικοί, που πολεμούσαν λυσσωδώς το πρόσωπον της Θεοτόκου, χωρίζονταν σε δύο παρατάξεις: στους αριστερούς, που μείωναν εμφανώς το πρόσωπον και τον ρόλον της, και στους δεξι­ούς, σ' αυτούς που δήθεν εκόπτοντο να εξυ­ψώσουν την προσωπικότητά της και πλειο­δοτούσαν σ' αυτό. Ο στόχος των εχθρών της Εκκλησίας ήταν ένας: είτε δια των δεξιών, είτε δια των αριστερών όπλων, είτε δηλαδή υπερτιμώντας, είτε υποτιμώντας το πρόσω­πον της Παναγίας, τους αρκούσε να εισαγά­γουν πλάνες και αιρέσεις στην Εκκλησίαν.
Έτσι, η δεξιά αιρετική παράταξη, που μας ενδιαφέρει για το θέμα μας, είχε σαν αφετηρίαν της σκέψης της, ότι: η Παναγία μας αποτελούσε μοναδικήν περίπτωση, αποκλειστικήν εξαίρεση και στο σημείο αυτό, το σχετικό με το τέλος της επίγειας ζωής της. Αλήθεια!... Ποιος δεν θα συμφωνούσε με μια τέτοια αντίληψη για την Παναγία μας, εάν δεν είχε διάκριση και δεν ήταν αυστηρά προσκολλημένος στο βράχο της Εκκλησιαστικής πίστης, αφού εκ πρώ­της όψεως φαίνεται, ότι μια τέτοια διδασκα­λία εξαιρέτως τιμά και αναφανδόν εξυψώνει την Αειπάρθενον Μητέρα μας; Δεν είναι ιδιαίτερα γαργαλιστική η εξής ερώ­τηση, που φαίνεται ότι έκαναν οι αιρετικοί στους Ορθοδόξους; - Πως θα ήταν δυνατόν να την αφήσει να πεθάνει, αφού μπορούσε ο Κύριος και υιός της να εμποδίσει τον θάνα­τόν της; Φαίνεται δε, ότι τέτοιοι λογικοφανείς συλλογισμοί, που γίνονταν εκτός Εκκλη­σίας, σε κύκλους αιρετικών, απέβαιναν στη συνέχεια και διαλογισμοί, που μπέρδεψαν ακόμη και μεμονωμένους εκκλησιαστικούς άνδρες, οχι όμως, βέβαια, και την Εκκλησίαν. Ποτέ η επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας δεν ισχυρίστηκε ότι η Παναγία δεν πέθανε.
Οι οπαδοί τέτοιων αντιλήψεων δεν έ­λεγαν απλώς ότι ο θάνατος της Αειπαρθένου δεν είχε τίποτε από τη δριμύτητα, την αγωνίαν, την απόγνωση, την λύπην που έχει ο θάνατος των κοινών ανθρώ­πων και μάλιστα ενδεδυμένων την αμαρτίαν ώσπερ ιμάτιον. Δεν ισχυρίζονταν απλώς, ότι ο θάνατός της ήταν γαλήνιος, μακάριος, πα­νευτυχής, γλυκύτατος σαν ηδύς ύπνος, αφού η ψυχή της θα συναντούσε τον πεφιλημένον της Υιόν. Ούτε, ακόμη, διετείνοντο μόνον, ότι αυτή απέθανε μεν, άλλ' ότι ο γυιός της δεν την άφησε να γνωρίσει την αποσύνθεση του νεκρού της σώματος. Ούτε, πάλιν, εννο­ούσαν, ότι ο γυιός της δεν την εγκατέλειψε στην κυριαρχίαν του θανάτου, αλλά μετ' ολί­γον την ανέστησεν, ή, ότι αφού αυτή πρώτα πέθανε, ακολούθως το σώμα της μετέστη στους ουρανούς. Αυτά τα «λίγα» για τους αιρετικούς και ετεροδοξούντες του απωτέρου παρελθόντος.
Σύγχρονες αιρετικές γνώμες για την «Κοίμηση της Θεοτόκου»:
Όμως αγαπητέ αναγνώστα, αν το  φυλλάδιον αυτό το αφιερώνουμε ειδικά στο θέμα του θανάτου της Παναγίας μας, με αφορμήν την αυγουστιάτικη γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», είναι επειδή, όχι μόνο στο μακρινόν παρελθόν, αλλά και στην εποχή μας μερικοί ανασύρουν απ' τα βάθη των αιώνων και εκσυγχρονίζουν αυτήν την αιρετικήν αντίληψη, ότι η Παναγία δεν «εκοιμήθη», δεν πέθανε πραγματικά και αληθινά. Και ποιοί είναι αυτοί που ανασκάπτουν το πα­ρελθόν, για να εισκομίσουν στη σημερινή ανθρωπότητα μιαν τόσο δεινήν αίρεση; Οι τυμβωρύχοι αυτοί που σαν ύαινες ανασκά­πτουν το παρελθόν και το αναδιφούν, ακούνε στο όνομα «Παπικοί». Αυτοί, λανθανόντως ή ιεροκρυφίως φαίνεται, ότι συμμερίζονται την άποψη, ότι η Παναγία δεν πέθανε σωματικώς, και εργάζονται σκοτεινώς για την εν ευθέτω καιρώ ανακήρυξη της γνώμης τους αυτής σε νέον δόγμα! Να, γιατί το ζή­τημα που μας απασχολεί και θρησκευτικόν ενδιαφέρον αποκτά και εκκλησιαστικήν επι­καιρότητα έχει, ιδιαίτερα τώρα στην περίοδο του δεκαπεντΑυγουστου, το οποίον μας προ­ετοιμάζει ακριβώς για τη γιορτή της «Κοι­μήσεως της Θεοτόκου». Φαντασθείτε τι θα εσήμαινε να γιορτάζουμε την «Κοίμηση» και η Παναγία να μην είχεν «κοιμηθεί».
Πράγματι, είναι εύκολον να παρατη­ρήσουμε το εξής χαρακτηριστικό των Παπικών για το θέμα μας: Αυτοί, κατά κανόνα, μιλούν μόνο για «Μετά­σταση της Αειπαρθένου», και αποφεύγουν να μιλήσουν για «Κοίμηση», δηλαδή για σωμα­τικό θάνατό της. Κάθε δε φοράν, πράγμα σπάνιον, που κατ' εξαίρεση κάνουν λόγο για την «Κοίμηση» (που τη λένε Dormitio), διευκρινίζουν αμέσως, ότι πρόκειται για μιαν βυζαντινήν, δηλαδή ανατολικήν, ορθόδοξον εορτήν. Το αξιοπρόσεκτον είναι, ότι όταν αναφέρουν τη φράση: «ο θάνατος της (αει­παρθένου) Μαρίας», σπεύδουν να εξηγήσουν, ότι πρόκειται για κάτι, το οποίον οι άλλοι, π.χ. οι ορθόδοξοι, δέχονται, ενώ οι ίδιοι, οι παπικοί, αυτόν τον «θάνατον» της Θεοτόκου τον εννοούν με άλλην σημασίαν, του δίδουν άλλο νόημα, μοναδικό, θεωρώντας τον «θάνα­τόν» της μη πραγματικόν, μη σωματικόν θά­νατον. Τον θεωρούν μόνον «κατ' αναλογίαν» προς τον πραγματικόν θάνατον των λοιπών ανθρώπων, που σημαίνει ότι εννοούν τον «θά­νατον» της Θεοτόκου ως... «μη θάνατον»!!! Και για να μη θεωρηθούμε «φιλοκατήγοροι», θα τεκμηριώσουμε τους ισχυρισμούς μας ανα­φερόμενοι σε επίσημα κείμενα του πάπα, κα­θώς και σε εκείνα σημαινόντων παπικών.
Την 1ην Νοεμβρίου του 1950, ο Πά­πας Πίος ο 12ος εξέδωσε Εγκύκλιον-Βούλλαν παπικήν, η οποία, -όπως συνηθίζεται να ονομάζονται οι παπι­κές Βούλλες απ' τις δύο-τρεις αρχικές λέξεις τους-, είναι γνωστή με την ονομασίαν: «Munificentissimus Deus» (=Ο Μεγαλοδωρότατος Θεός), με την οποίαν ο ρωμαίος Ποντίφηκας ανακήρυσσε σε δόγμα της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την διδασκαλίαν περί της «Μεταστάσεως» της Παναγίας μας στον Ουρανό, με τα εξής ακριβώς λόγια, μεταφρασθέντα από τα λατινικά: «Η άσπιλος και αειπάρθενος Θεομήτωρ Μαρία, μετά την ολοκλήρωση της επίγειας διαδρομής της ζωής της, ανελήφθη μετά του σώματος και της ψυχής της εις την ουρανίαν μεγαλειότητα. Συνεπώς, εάν κάποιος, πράγμα που απευχόμεθα να το επιτρέψει ο Θεός, τολμήσει είτε να αρνηθεί είτε συνειδητά να αμφισβητήσει αυτήν την αλήθεια, η οποία καθορίστηκε από εμάς, να ξέρει ότι είναι παντελώς έκπτωτος από την θεϊκήν και καθολικήν Πίστη». (Ρ. Cattin Ο.Ρκαι Η. Th. Conus Ο.Ρ., Heilslehre der Kirche. Documente von Pius IX bis Pius XII, γερμανική έκδοση Α. Rohrbasser, 1953).
Από το λατινικό κείμενο της παπικής Εγκυκλίου, το ύποπτον όσον και επίμαχον για το θέμα μας σημείον είναι ακριβώς η παπική φράση: «expleto terrestris vitae cursu» (=ολοκληρωθείσης της διαδρομής της επίγειας ζωής» (της Παναγίας).
Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι εδώ, συνειδητά και σκόπιμα αποφεύγει ο Πάπας να κάνει λόγο για τον θάνατο της Παναγίας μας. Είναι σαν να λέει: «Αφού η Παναγία συμπλήρωσε τον κύκλο του βίου της και έφτασε στο τέρμα της επίγειας ζωής της (δεν απέθανεν, αλλ' ακριβώς πριν πεθάνει, δηλαδή χωρίς καν να πεθάνει), ανελήφθη με το σώμα και την ψυχήν της στον ουρανό. Ότι δε, στο σημείο αυτό, ο πάπας ενεργεί όχι τυχαία και συμπτωματικά, αλλά συνειδη­τά και σκόπιμα αποφεύγει να μιλήσει για «Κοίμηση», δηλαδή για θάνατον σωματικόν της Παναγίας, κι ότι δεν είμαστε εμείς οι φιλύποπτοι και ευφάνταστοι και επινοητές και αποδίδοντες στον πάπα προθέσεις, που αυτός δήθεν δεν έχει, θα φανεί στη συνέχεια, απ' τα σχόλια και τις ερμηνείες που παραθέ­τουμε, παρμένες από συγγράμματα των ιδίων των παπικών και μάλιστα των διαση­μότερων απ' αυτούς, του Γερμανού Michael Schmaus, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου, που εθεωρείτο ο μεγαλύτερος σύγχρονος μας παπικός δογματολόγος, και του Γάλλου Gervais Dumeige, του εκ των τα πρώτα κατεχόντων, μεταξύ των σημε­ρινών θεολόγων του γαλατικού παπισμού.
Ο Schmaus, λοιπόν, γράφει σχετικά με την ένοχη αποσιώπηση του πά­πα Πίου του 12ου: «Η Εγκύκλιος της δογματοποίησης λέγει μόνον, ότι η Μαρία μετά την ολοκληρωση της επίγειας πορείας της ζωής της... σωματικώς ανελήφθη στον Ουρανό».(Katholische Dogmatik, Band V, Mariologie, S. 246, Max Hueber Verlag, Munchen 19612).Τι όμως εννοεί ο Schmaus, όταν γράφει αυτό το: «λέγει μό­νον»; Κατωτέρω, ο ίδιος, γίνεται σαφέστερος, όταν σχολιάζει ως εξής: «Η Βούλλα της δογματοποίησης δεν παίρνει καμιάν θέση απέναντι σ' αυτό το θέμα», δηλαδή του θα­νάτου της Παρθένου, (αυτόθι σελ. 242).
Ο δε Γάλλος ομόλογός του, G. Dumeige, είναι εκφραστικότερος, γιατί γράφει γι' αυτήν την παπικήν Εγκύκλιον: «Η Αποστολική Διάταξη, η ο­ποία αφήνει ανοικτό το θέμα, εάν η Μαρία απέθανεν ή όχι, δίνει μιαν γενική άποψη της ιστορίας αυτής της δοξασίας». (G. Du­meige, La Foi Catholique, p. 234, ed. de l' Orante, Paris 1996). Άρα, συνειδητά και σκόπιμα παραλείπεται από τον Πάπα η ανα­φορά στον θάνατον της Αειπαρθένου, διότι, απλούστατα, οι παπικοί δεν πιστεύουν ότι έλαβε χώραν αυτός. Επί πλέον, ο θάνατος της Παναγίας μας χαρακτηρίζεται από τον Dumeige ως μία «δοξασία» (croyance). Ξέρουμε, βέβαια, τι θέλει να πει ο Γάλλος παπικός. Οπωσδήποτε, ότι ο θάνατος της Παρθένου δεν είναι πραγματικόν γεγονός, αλλά μια αστήρικτη κι αδέσποτη γνώμη κι όχι μια αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Δεν είμαστε, λοιπόν, εμείς οι φιλύποπτοι, ούτε και επινοούμε επινοήσεις, άλλ' ούτε και αποδίδουμε στο παπικόν κείμενον ανύ­παρκτες σκοπιμότητες και προθέσεις, που αυτό δεν έχει. Άρα διαπιστώνουμε, πως οι αριστείς του Παπισμού ομολογούν, ότι στο σημείο αυτό της δογματικής διάτα­ξης, ο Πάπας Πίος ο 12ος, συνειδητά και σκόπιμα, κι όχι τυχαία, συμπτωματικά και άδολα παραλείπει να αναφερθεί στην «Κοίμη­ση της Θεοτόκου», και ότι η «Κοίμηση» θε­ωρείται μια απλή «δοξασία» κι όχι αλήθεια της πίστης, κρίνεται δε σαν κάτι το θεολογικώς, τουλάχιστον, «αμφισβητούμενον», ή, μάλλον, κάτι το εμφανώς αθεμελίωτον και παντελώς αστήρικτον. Στο σημείο αυτό, χωρίς να διεκδικούμε προφητική ικανότητα, αφού τα ίδια τα παπικά κείμενα και οι δια­θέσεις, η νοοτροπία και αι παπικές μέθοδοι το δακτυλοδεικτούν, δεν θα κινδυνεύαμε να πέσουμε έξω, εάν προειδοποιούσαμεν, ότι εν ευθέτω χρόνω ένα νέον παπικό δόγμα-έκπληξη θα διατυπωθεί, ότι δηλαδή η Παναγία δεν απέθανε και μάλιστα ότι δεν μπορούσε, και δεν ήταν δυνατόν και δεν έπρεπε να αποθά­νει και γι' αυτό δεν πέθανε.
Όχι ότι ο Πάπας δεν το έχει ήδη φα­νερώσει το δόγμα αυτό. Εννοούμε βέβαια ότι το διετύπωσεν δια της μεθόδου της αποσιώπησης. Σκοπός του Πά­πα την 1ηνΝοεμβρίου του 1950 δεν ήταν τόσο να διατυπώσει το νέον δόγμα της «Μεταστάσεως της Θεοτόκου». Ήθελε περισσότερον να ρίψει σκιάν στον θάνατον της Παρ­θένου. Αυτόν ήθελε να αρνηθεί ουσιαστικά. Είναι πλατειά γνωστόν ότι το δόγμα του 1950 το προετοίμαζαν ήδη από την Α' Σύνοδον του Βατικανού, από το 1870. Όμως λίγα χρόνια πριν το 1950, τα πρωτοπαλλήκαρα του παπισμού προλείαναν το έδαφος με την κυκλοφορίαν ειδικών συγγραμμάτων. Εννοούμεν και άλλα, αλλά κυρίως δύο βασι­κά: Την εργασίαν του Martin Jugie («La mort et l'assomption de la Sainte Vierge», Citta del Vaticano 1944) και του Ο. Faller («De priorum saeculorum silentio circa Assumptionem Beatae Mariae Virginis» Roma 1946). Ο πρώτος απ' τους δύο, ειδικευμένος σε θέματα σχετικά με τη διδασκαλία, τη ζωή, τα συγγράμματα, την ιστορία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, -έγραψε μάλιστα και πεντάτομον έργον ειδικά για την δογματικήν διδασκαλίαν των ανατολικών Χριστιανών-, στο μνημονευθέν ανωτέρω έργον του, εξετάζει τα περί του θα­νάτου της Θεοτόκου και καταλήγει στην άρνησή του, προετοιμάζοντας έτσι, εξ χρόνια πριν, την κήρυξη του δόγματος του 1950.
Ο δε δεύτερος, ο Faller, κι αυτός, τέσσερα χρόνια πριν την διατύπωση του νέου παπικού δόγματος, συμπληρώνει και ενισχύει το έργον του Jugie απελευθε­ρώνονται τον δρόμο για την εμφάνιση του δόγματος αυτού, δεδομένου ότι στον ρωμαιο­καθολικό κόσμο υπήρχαν ενιαχού και αντιδράσεις κατά της προετοιμασίας του καινούρ­γιου θεσφάτου. Στο προμνημονευθέν βιβλίον του, ο Faller, μεταξύ άλλων κειμένων, πα­ραθέτει κι ένα απόσπασμα ομιλίας κάποιου άγνωστου άπ' άλλου πρεσβύτερου Τιμόθεου Ιεροσολυμίτου. Το κείμενο αυτό το χρονολό­γησε ο Faller ως του 4ου αιώνα και το χρη­σιμοποίησε προκειμένου να αποδείξει, ότι απ' τον 4ο αιώνα η Εκκλησία εδίδασκεν επίσημα, ότι η Παναγία δεν πέθανε. Το απόσπασμα της Ομιλίας του Ιεροσολυμίτη Τιμόθεου αυτό έγραφε. Με την δημοσίευση όμως απ' τον Faller αυτού του αποσπάσμα­τος και την χρονολόγησή του, ξέσπασεν η θύελλα μεταξύ των επιστημόνων του παπι­σμού. Δεν συμφώνησαν όλοι ότι το απόσπα­σμα είναι του 4ου αιώνα. Μεγάλοι θεολόγοι, φιλόλογοι, ιστορικοί του Πάπα το θεώρησαν πολύ μεταγενέστερον, κατά δύο αιώνες. Πρώτος διαφωνήσας ήταν ο πολύςΒ. Altaner («Zur Frage der Definibilitat der Assumptio Beatae Mariae Virginis», ενTheologische Revue 44 [1948], 129-140). Με τον Altaner συμφώνησαν και άλλοι κο­ρυφαίοι επιστήμονες όπως ο Α. Mai και ο Bardenhewer. Όλοι τους συμφωνούν ότι το κείμενο είναι μόλις του 6ου αιώνα. Αλλά αφού είναι του 6ου αιώνα, δεν έχει και τη σπουδαιότητα που του αποδίδει ο Faller, για τον λόγον, ότι τον 6ο αιώνα έχομεν πλέον άφθονες μαρτυρίες κειμένων που λύνουν τις τυχόν απορίες μας σχετικά με τη θέση της Εκκλησίας στο ζήτημα του θανά­του της Παναγίας. Και κάτι ακόμη: κι αν το απόσπασμα ήταν του 4ου αιώνα, λέγει ο Al­taner, δεν θα εσήμαινεν ότι η επίσημη Εκ­κλησία απεδέχετο και εκήρυττε τέτοιαν διδα­σκαλίαν, διότι, εκτός των άλλων, ο συγγρα­φέας του είναι και άλλως άγνωστος αλλά και ασήμαντος, για να πούμε ότι εκφράζει την επίσημον Εκκλησίαν, οι δε πηγές που άντλη­σε το περιεχόμενό του είναι και γνωστές και προπαντός ύποπτες. Κατά τον Altaner, μέχρι τον 5ο αιώνα έχομεν σιωπήν των κειμένων για τον θάνατο ή μη της Θεοτόκου. Τέ­λος, γενικώτερα, είναι σίγουρο ότι σωματικόν θάνατον της Παναγίας, δηλαδή χωρισμόν ψυχής εκ του σώματος δεν δέχονται οι παπι­κοί. Περιοριζόμαστε γι' αυτό να παραπέμ­ψουμε στο κεφάλαιον που αφιερώνει ο Schmaus με τον τίτλον: Ο θάνατος της Μα­ρίας (Schmaus, μνημ. έργον, σελ. 241-242).
Πάντως, δεν θα αναπτύξουμε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι παπικοί για να αποδείξουν το γιατί η Παναγία δεν μπορούσε να πεθάνει και το γιατί δεν πρέπει να πέθανε. Ούτε θα αντι­παρατάξουμε ορθόδοξα επιχειρήματα για να αποδείξουμε το γιατί έχουν άδικον οι παπι­κοί. Αυτά είναι ξεχωριστά ζητήματα, που θα μας έδινε μεν χαρά να τα αναπτύξουμε, εάν βέβαια μας το επέτρεπεν η στενοχωρία του φυλλαδίου μας, που και για μας αποτελεί εξ ίσου μεγάλην, προς το παρόν, στενοχωρίαν. Ο κίνδυνος, όμως, απ' τον Παπισμό, δεν είναι μόνον το ότι εισάγει νέα, ανήκουστα, αστήρικτα, καινοφανή και αιρετίζοντα δόγμα­τα στην Εκκλησίαν του. Γιατί, με γειά του, με χαρά του!, όπως στις περιπτώσεις αυτές λέμε. Του Πάπα είναι η παπική Εκκλησία κι ό,τι θέλει την κάνει. Εμάς δεν μας πέ­φτει λόγος. Έχει δικαίωμα να είναι νοικοκύ­ρης στο σπίτι του! Ίσως όμως πει κάποιος: -«Αλλά τότε, τι κάθεσθε και ασχολείσθε με τέτοια θέματα, που δεν αφορούν εμάς τους Ορθοδόξους και είναι εσωτερικά ζητήματα του παπισμού;» Απαντώμεν: Αν ασχολούμε­θα μ' αυτά τα θέματα και τους δίνουμε αυτές τις προεκτάσεις, είναι γιατί και στο παρελθόν, και σήμερα δυστυχώς, αλλά και στο μέλλον, -αλλοίμονον!...-, ο παπισμός ήξερε, ξέρει, και θα ξέρει, απ' την αιωνόβια πείρα του, την μεγάλη τέχνη του «Εξαγωγι­κού Εμπορίου» του. Εννοούμεν, δηλαδή, ότι ο Παπισμός δεν περιορίζεται σε εσωτερική κατανάλωση, αλλά εξάγει τις διδασκαλίες του και τις διαδίδει διεθνώς.
Γι' αυτό ασχολούμεθα με το θέμα αυτό, και το θίγουμε σε δύο μάλιστα φάσεις: Πρώτον, θέλαμε να αποδεί­ξουμε -και πιστεύομεν ότι ευκρινώς και ικανοποιητικά το πραγματευθήκαμε-, ότι ο πα­πισμός δεν δέχεται σωματικόν θάνατον της Θεοτόκου. Δεύτερον. Θα αποδείξουμε κατω­τέρω, ότι όντως η Ορθόδοξος Εκκλησία δέ­χεται και κηρύττει και εορτάζει και πανηγυ­ρίζει την «Κοίμησιν», διδάσκουσα ότι η Πα­ναγία πρώτον απέθανεν σωματικώς και εν συνεχεία μετέστη εν σώματι στον Ουρανόν, Αυτό το δεύτερον θα αποδειχθεί στη συνέ­χεια.
Γιατί όμως είναι αναγκαίον και χρησιμότατον να αποδειχθούν οι δύο αυτές προτάσεις; Απλούστατα, γιατί οι πα­πικοί στην μανιώδη προσηλυτιστική τους προσπάθεια χρησιμοποιούν αυτές τις δύο φά­σεις: Πρώτον: στην αρχή ισχυρίζονται ότι δεν αρνούνται τον θάνατον της Παναγίας ή, ότι τον εννοούν με άλλην έννοιαν, και ότι, άρα, τους αδικούμε αποδίδοντάς τους ανακριβώς αντιλήψεις που και οι ίδιοι δήθεν απορρί­πτουν. Δεύτερον: στη δεύτερη φάση, όταν δηλαδή, δεν πείσουν με την πρώτη, λέγουν το εξής: - «Ναι, όντως δεν δεχόμεθα ότι η Παναγία πέθανε, άλλ' ούτε η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται τον σωματικόν θάνατο της Παναγίας. Να, γιατί, αγαπητέ αναγνώστα, χρειάζεται να συμπληρώσουμε την έρευνά μας και να δούμε, εάν όντως η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται ή όχι τον σωματικόν της Παναγίας θάνατον πριν από την Μετάστασή της στους Ουρανούς.
Δέχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία τον πραγματικόν και αληθινόν σωματικόν θάνατον της Θεοτόκου, δηλαδή τον χωρισμόν της αγίας ψυχής της από το πανάχραντο σώμα της, πριν απ' την Μετάσταση στους Ουρανούς;
Επειδή είναι γενικά αναγνωρισμένον και αποδεκτόν, ότι η διδασκαλία και το δόγμα εμπεριέχονται στην Λα­τρεία και, επομένως, στην Υμνογραφίαν της Εκκλησίας μας, θα παραθέσουμε όσον το δυ­νατόν συστηματικώς κατανεμημένα αποσπά­σματα από την Υμνολογίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, για να δούμε ποια είναι η επίσημη θέση της στο επίμαχο ζήτημα: Οι παραθέσεις γίνονται από το Μηναίον Αυγού­στου (Έκδ. Αποστολ. Διακονίας, 1989). Οι σελίδες είναι αυτές του Μηναίου. Πρώτον.
Η ορθόδοξος Υμνολογία, για να δηλώ­σει την αποδημίαν της Θεοτόκου, χρησιμοποιεί τους όρους: Κοίμησις, Θάνατος, Νέκρωσις: π.χ. Κοίμησις
- «Και ύμνησε θεοπρεπώς, σου την θείαν Πανάμωμε Κοίμησιν» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή στ', σελ. 78).
- «τους υμνητάς της φαιδράς σου Κοιμήσεως» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή θ', σελ. 80).
- «οι Δίκαιοι, εν τη Κοιμήσει σου, Κόρη, υμνολογούντες σε» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή θ', σελ. 80).
- «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε» (Απολυτίκιον ιε' Αυγ., σελ. 84).
Επομένως, η γιορτή της ιε' Αυγούστου δεν είναι μόνον η Μετάσταση, αλλά και η Κοί­μηση. Το Συναξάριον της ιε' Αυγούστου λέ­γει μεν: «Τη ΙΕ' του αυτού μηνός, Μνήμη της σεβάσμιας Μεταστάσεως...», αλλά αμέ­σως κατόπιν οι στίχοι λέγουν: «Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην, Του κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος Ζη αεί Θεομήτωρ, καν δεκάτη θάνε πέ­μπτη».
Το δε περιεχόμενον της Κοιμήσεως αναλυ­τικώς έχει ως εξής: «Την ζωήν η κυήσασα, προς ζωήν μεταβέβηκας, τη σεπτή Κοιμήσει σου την αθάνατον, δορυφορούντων Αγγέλων σοι, Αρχών και Δυνάμεων, Αποστόλων, Προ­φητών, και απάσης της κτίσεως, δεχόμενου τε, ακηράτοις παλάμαις του Υιού σου, την αμώμητον ψυχήν σου, Παρθενομήτορ Θεόνυμφε» (Στιχηρόν προσόμοιον Αίνων ιε' Αυγ. σελ. 89).
Νέκρωσις:
«Εν τη Κοιμήσει σου, νέκρωσις άφθορος» (Κάθισμα ιε' Αυγ., σελ. 84) «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν» (Κοντάκιον ιε' Αυγ., σελ. 87), αυτό σημαίνει ότι ετάφη, και ενεκρώθη, μεν, αλλά, τελικά, διεξέφυγεν αυτών των καταστάσεων.
- «Νέκρωσιν πως υπέστης, η τον νεκρωτήν του Άδου κυήσασα;» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή α', σελ. 76).
- «Ω θαύματος καινού! ω τεραστίου ξένου! πως νέκρωσιν υπέστη, η ζωηφόρος κόρη» (Στιχηρόν προσόμοιον εσπερ. ιδ' Αυγ. σελ. 75).
Θάνατος - η Παναγία θνητή: «Γυναίκα σε θνητήν, άλλ' υπερφυές και Μητέρα Θεού είδότες...» (Κανών Ίωάν. Δαμασκ. Ωδή γ', σελ. 85).
- «Δια θανάτου γαρ προς την ζωήν μεταβέ­βηκας» (Κανών Ίωάν. Δαμ. Ωδή ζ', σελ. 86).
- «Πως ουν το άχραντον, ζωαρχικόν τε σου σκήνωμα, της του θανάτου πείρας, γέγονεν μέτοχον,» (Κανών Ίωάν. Δαμασκ. Ωδή ζ', σελ. 86).
- «όμως μιμούμενη δε, τον ποιητήν σου και Υίόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσε­ως νόμοις» (Κανών Α', Ωδή α', ιε' Αυγ. σελ. 85).
- «Νόμους της φύσεως λαθούσα, τη κυήσει σου, τω ανθρωπίνω νόμω θνήσκεις μόνη Αγνή» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή ζ', σελ. 79). Δεύτερον:
Στην ορθόδοξη Υμνολογία υπογραμμί­ζεται, ότι η ψυχή της Θεοτόκου εχωρίσθη του νεκρού σώματός της. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο ορθόδοξος ορι­σμός του θανάτου. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι η Παναγία παρέδωσεν την ψυχήν της εις χείρας του Κυρίου και Υιού της. Ψυχή χωρίζεται σώματος - παραδίδεται:
- «Εν ταίς του Υιού χερσί, σήμερον την Παναγίαν παρατίθεται ψυχήν» (Δοξαστικόν αποστίχων Εσπερινού ιδ' Αυγ., σελ. 76). -«Εξίσταντο Αγγέλων αι δυνάμεις, εν τη Σιών σκοπούμεναι, τον οικείον Δεσπότην, γυναικείαν ψυχήν χειριζόμενον» (Κανών Ιω­άν. Δαμ., σελ. 88).
Προηγήθη ο θάνατός της ως αρραβών, δηλα­δή, προϋπόσχεση ζωής. Άρα πέρασε απ' την φάση του θανάτου: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοί, Παρθένε άχραντε..., και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος... και μετά θάνατον ζώσα» (Κανών Ιωάν. Δαμασκ., σελ. 88).
- «Και συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το Πνεύμα» (Εξαποστειλάριον, σελ. 89). Σώμα άψυχον - λείψανον Παναγίας:
- «Ηλάλαζεν Αποστόλων ο δήμος, και δα­κρύων επληρώθη ηνίκα, σου την ψυχήν την αγίαν λιπούσαν, το θεοδόχον τεθέαται σκη νωμα) (Ωδή στ', σελ. 78).
- «Όθεν ανταπέδωκεν, τοις ανόμοις ο Κύ­ριος, δόλον γαρ ειργάσαντο τω τιμίω Λειψάνω σου» (κάθισμα Θεοτόκου του Όρθρου της ιδ' Αυγ., σελ. 76).
- «Οι θεοφόροι Απόστολοι..., καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο» (Δοξαστικόν Μεγ. Ε­σπερινού ιε' Αυγ., σελ. 82).
Τρίτον.
Τελείται η κηδεία της Παναγίας: - «Ήθροισται ο χορός, Μαθητών πα­ραδόξως... κηδεύσαι σου το σώμα, το θείον» (Απόστ. μικρ. Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 81).
- «Εκ περάτων συνέδραμον, Αποστόλων οι πρόκριτοι, θεαρχίω νεύματι του κηδεύσαι σε» (Στιχηρόν προσόμοιον των Αίνων ιε' Αυγ., σελ. 89).
- «Δήμος των μαθητών αθροίζεται κηδεύσαι, Μητέρα Θεοτόκον» (Απόστιχον μικρού Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 81).
- «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε κηδεύσατέ μου το σώμα» (Εξαποστ., σελ. 81).
- «νεφέλαι τους Αποστόλους, αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν, τω αχράντω σου σώματι, οι και κηδεύσαντες σεπτώς...» (Δοξαστ. Αίνων ιε' Αυγ., σελ. 89).
Ακολουθεί ταφή. Γίνεται λόγος για «τάφον» της Παναγίας: - «Ο τάφος σου κηρύττει, Πανάμωμε, την ταφήν σου» (Προεόρτ. Καν. Ωδή ε' σελ. 77). Ενδιαφέρον τούτο. Φαίνεται ότι την εποχήν του υμνογράφου κάποιοι ηρνούντο ότι η Παναγία απέθανεν και ετάφη. Γι' αυτό ο ποιητής επιχειρηματολογεί, ότι: η ύπαρξη του τάφου σου, ω Παρθένε, μαρτυρεί ότι έγινε και ο ενταφιασμός σου σ' αυτόν. Απάντησις σε αρνητές της ταφής της Πα­ναγίας.
- «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής, εν μνημείω τίθεται» (Στιχηρά Προσόμοια μεγ. Εσπερ. ιε' Αυγ., σελ. 82). Και εδώ ύυποδηλούται μάλλον άρνηση εκ μέρους τινών του γεγονότος του ενταφιασμού της Θεοτόκου. Ο ποιητής απορρίπτει κάθε τέ­τοια άρνηση, ακόμη και εκ μέρους της ιδίας της Θεοτόκου!
- «Ει ο ακατάληπτος ταύτης καρπός, δι' ον ουρανός εχρημάτισεν, ταφήν υπέστη, εκου­σίως ως θνητός, πως την ταφήν αρνήσεται, η απειρογάμως κυήσασα;» (Κανών Ιωάν. Δα­μασκ., Ωδή δ', σελ. 86).
- «Ω των υπέρ έννοιαν θαυμάτων, της αειπαρθένου τε και θεομήτορος! τάφον γαρ οικήσασα, έδειξε Παράδεισον» (Κανών Ιωάν. Δαμ. Ωδή θ', σελ. 88).
- «Ήρθη το σώμα μεν του τάφου» (Ωδή ζ', σελ. 79).
- «Μένει κενός ο θείος τάφος, σου του σώ­ματος, της χάριτος δε πλήρης» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή ζ' σελ. 79).
- «Πως... η ζωηφόρος κόρη,... τάφω νυν κα­λύπτεται;» (Στιχ. προσόμ. Εσπερ. ιδ' Αυγ., σελ. 75).
Είναι ποτέ δυνατόν, αγαπητέ αναγνώστα, μετά την ανίχνευση και διακρίβωση αυτή να υποστηρίξει κά­ποιος, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Υμνογραφίαν της, και, επομένως, στην διδασκαλίαν της δεν ομολογεί την θεοτόκον ως: «και θανούσαν και ταφείσαν»; Περιοριζόμεθα σ' αυτό το σημείο και μόνον. Αυτό αρκεί στον σκοπό που θέσαμε για τη φετεινή γιορτή της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», διότι πιστεύομεν ότι αληθεύει εις τας πλείστας των περιπτώσεων, αλλά και στην πα­ρούσα, το «των φρονίμων ολίγα».

Ἡ πνευματική νεύρωση τῆς Δύσης Clement Olivier



Ἀπό τό χριστιανισμό μαθαίνουμε ὅτι τό πρόσωπο, ἀνάλογα μέ τήν πίστη του, ἀδράχνεται σέ μιὰ μεγάλη ἀναστάσιμη κίνηση. Στήν εὐχαριστηριακή καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί στήν πνευματική «καρδιά» κάθε πιστοῦ, ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά νικᾶ τό θάνατο. Ἔτσι, ἡ ἀνθρωπότητα καί, δι' αὐτῆς, τό σύμπαν εἰσάγονται σέ μιὰ πελώρια μεταμόρφωση: τήν ὁποία ἡ ἁγιότητα προλαμβάνει καί σπεύδει στήν ὁλοκλήρωσή της. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν [...] ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». (Ρωμ. 8, 18-22).

Ἡ Δύση ἔμαθε ἀπό τό χριστιανισμό ὅτι τό πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Παρά τίς φιλοσοφίες καί τίς πολιτικές πρακτικές του «θανάτου τοῦ ἀνθρώπου», ὁ χριστιανισμός ἐξακολουθεῖ νά βλέπει κάθε ἄνθρωπο ὡς κάτι τό ἀπόλυτο. Ἀλλά ἡ ἀνάσταση ἔχει λησμονηθεῖ, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τῶν σωμάτων, «τῆς σαρκός», ὅλης τῆς σάρκας τῆς γῆς...

Ἀπό τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ὁ χριστιανισμός τῆς Δύσης τόνισε τή «μερική κρίση», ὡσάν τό πᾶν νά παιζόταν τή στιγμή τοῦ θανάτου τοῦ ἀτόμου. Ἔτσι, ἔγινε μία θρησκεία τῆς «ψυχῆς» μέ τή στενή ἔννοια, τή δυϊστική, πού ἀντιτίθεται στό σῶμα, καί ὄχι θρησκεία τοῦ προσώπου στήν ὁλότητα τῆς ἐνσαρκώσεώς του. Τό μυστήριο τοῦ Πάσχα, πού ἐγκαινιάζει τόν ὕψιστο σταθμό τῆς κοσμογένεσης, ἔχει χάσει σημασία καί σπουδαιότητα πρός ὄφελος τῶν «ἀξιομισθιῶν», πού «ἐκτήσατο ὑπέρ ἡμῶν» ὁ Ἐσταυρωμένος. Τονίστηκε ἰδιαίτερα ὁ Ἄνθρωπος τῶν πόνων, ἡ «ἱκανοποίηση» τῆς θυσίας του (σάν νά ἦταν ὁ χριστιανισμός θυσία γιά τό Θεό καί ὄχι θυσία τοῦ Θεοῦ). Οἱ λατινικοί ὁρισμοί τοῦ 14ου αἰώνα (τούς ὁποίους ἡ Μεταρρύθμιση θά σκληρύνει ἀκόμη, διακόσια χρόνια ὑστερότερα), βεβαιώνουν πώς, εὐθύς μετά τό θάνατο τοῦ ἀτόμου, εὐθύς μετά τή «μερική κρίση», μερικές ψυχές καταδικάζονται ὁριστικά, ριγμένες ἔτσι γιά πάντα στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἄλλες προχωροῦν στή θέαση τῆς θείας οὐσίας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς μακαριότητας. Εἴμαστε μακριά ἀπό τήν κοινωνική καί δυναμική ἀντίληψη τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, πού προσευχόταν (ὅπως κάνει καί σήμερα ἀκόμη στόν ἑσπερινό τῆς Πεντηκοστῆς) ὑπέρ πάντων τῶν νεκρῶν, ἐννοώντας καί ἐκείνους πού βρίσκονται στόν Ἅδη, ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἅγιοι καί ὁ Χριστός ὁ ἴδιος προσμένουν καί προετοιμάζουν τήν ὁριστική καί παγκόσμια νίκη ἐπί τοῦ θανάτου. Μονάχα ἡ προσευχή, στή Δύση, ὑπέρ τῶν ψυχῶν τοῦ Καθαρτηρίου διαφύλαξε κάποιο στοιχεῖο ἀπ' αὐτή τήν ἀρχική δράση, ἀλλά μέ προσθῆκες ἐκτιμήσεων κάπως νομικῶν, ἔπειτα μέ ἀπαίτηση χρημάτων, πράγμα πού εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀπόρριψή της ἀπό τή Μεταρρύθμιση.

Διαμέσου αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς σκέψεως, ἡ ἔμμονη σχεδόν θέαση τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου προκάλεσε αὐτό πού ἕνας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ὁ Ζὰν Ντυβινιό, ὀνομάζει «τραυματισμό τῆς Δύσεως». Κατά τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ἔπειτα σέ μερικά ρεύματα τῆς Ἀντιμεταρρυθμίσεως, τό κήρυγμα μέ ἐπίκεντρο τήν ἀπειλή τῆς κολάσεως, ὁ πολλαπλασιασμός, στήν τέχνη, «τῶν μακάβριων χορῶν», ἔπειτα ἡ ἀλλόκοτη θεατροποίηση τῶν κηδειῶν, μιὰ θεολογία πού, ἐκτός ἀπ' τό Λούθηρο, φαίνεται ν' ἀγνοεῖ τήν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, ὅλα αὐτά συνετέλεσαν νά μετατρέψουν τό χριστιανισμό σέ θρησκεία τῆς τραγωδίας καί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς παρά σέ θρησκεία τῆς πασίχαρης ἀναστάσεως τῶν σωμάτων. Ὡστόσο, τά σώματα ξαναζωντανεύουν, τότε, στ' ἀρχαῖα ἀγάλματα, μέ τή μαρμάρινη γύμνια, πού ξεθάβουν οἱ οὐμανιστές, ἀλλά ὁ χριστιανισμός βαδίζει πλάϊ στήν οὑμανιστική παιδεία χωρίς νά τήν ζωογονεῖ. Τότε, ἐπίσης, τά κινήματα τῆς εὐαγγελικῆς πτώχειας ξαναβρίσκουν στήν Ἀποκάλυψη τήν ὑπόσχεση τῆς ἐπίγειας χιλιετοῦς βασιλείας γιά τούς ἀναστημένους δικαίους. Ἀλλ' αὐτή ἡ βασιλεία δέν ὁδηγεῖ σέ μιὰ δημιουργική ἁγιότητα, ἀναγγέλλεται διά πυρός καί σιδήρου ἄσκοπων ἐξεγέρσεων, πού καταπνίγονται τό ἴδιο ἄσκοπα. Ὁ οὑμανισμός, οἱ οὐτοπίες μέ ὁρίζοντα καθαρά ἐπίγειο καταλήγουν σήμερα στή θέληση νά λησμονηθεῖ ὁ θάνατος.


Ἔτσι, ἡ Δύση κράτησε ἀπό τό χριστιανισμό τή βεβαιότητα γιά τό μοναδικό χαραχτήρα τοῦ προσώπου, ἤ, καλύτερα, τοῦ ἀτόμου, ἀλλ' ὄχι τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Οἱ ἀρχαῖες ἀποκρίσεις στό αἴνιγμα τοῦ θανάτου εἶναι ἀπαράδεχτες γιά κεῖνον πού ξέρει πώς εἶναι μοναδικός. Δέν μπορεῖ κανείς νά διαλυθεῖ στήν ἀπεραντοσύνη (διάλυση πού μαρτυροῦν ὅσοι πολιτισμοί ἀποτεφρώνουν τά πτώματα), σάν νά ἦταν τό ἄτομο ἕνα σύμφυρμα δανεισμένων στοιχείων στό μεγάλο παιγνίδι τοῦ σύμπαντος. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει κανείς στή μετεμψύχωση (transmigration) — πού μαρτυρεῖται ἀπό παλιά στίς λαϊκές παραδόσεις, στήν Εὐρώπη ἐπίσης — μετεμψύχωση, κατά τήν ὁποία, γιά τούς πνευματικούς τῆς Ἰνδίας κανείς δέν μετεμψυχώνεται, ὁριστικά, παρά μονάχα τό ἀπόλυτο, ὁ μοναδικός Ἑαυτός ὅλων τῶν ὑπάρξεων. Δέν μπορεῖ κανείς νά πεθάνει μέ τή φυτική εἰρήνη τῶν Ἀσιατῶν, καί μάλιστα ἐκείνων τῶν Ρώσων χωρικῶν, πού θαύμασαν ὁ Τολστόη καί ὁ Σολζενίτσυν. Γι' αὐτό ὁ θάνατος ποτέ δέν ἦταν τόσο γυμνός, ἕνας θάνατος τόσο ὠμός, θά λέγαμε, καί συνεπῶς ἀκατανόητος. Ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ, ὅταν ἀγάπησε ἔστω καί γιά μία στιγμή, ξέρει πώς κανείς δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τί σημαίνει τότε, πῶς νά σκεφθεῖ ὅτι κάποιος δέν ὑπάρχει πιά; Ὁ ἀκατανόητος καί ὠμός θάνατος, ἰδού ἡ καθαρή ἀγωνία, ἰδού ἡ κόλαση.

Ὅταν ὁ θάνατος ἔχει θεϊκή διαφάνεια, τότε δίνει κάποιο νόημα στόν ἡλικιωμένο. Ὅπως τό παιδί ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν πατέρα του, ἔτσι κι αὐτός, ἀλλά πατέρας του δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά ὁ Θεός. Τότε ὁ γέρος γίνεται ὅλος μνήμη καί ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐπιτρέπει ν' ἀποκρυπτογραφήσει τά πάντα στή Μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα ὀπισθοχωροῦμε μέ τά νῶτα πρός τό θάνατο, πιστεύουμε πώς βοηθᾶμε τούς γέρους κάνοντάς τους νά μαϊμουδίζουν τούς νέους, ἀλλά οἱ γέροι δέν ἔχουν πιά τίποτα νά μᾶς ποῦν, τίποτα νά διηγηθοῦν στά παιδιά, δέν ἔχουν πιά μνήμη μιᾶς καί δέν ἔχουν πιά ἐλπίδα.


Τό 17ο αἰώνα, τόν καιρό τοῦ θριάμβου τοῦ ὀρθολογισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔκλειναν στά φρενοκομεῖα τούς «ἠλίθιους» καί τούς «ἀγαθιάρηδες», μάρτυρες τῆς εὔθραυστης φυσικῆς ὕπαρξης, μάρτυρες τῶν ἀβύσσων: ἄλλοτε ἀπό ἐνόχληση καί φρίκη, ἄλλοτε γιατί δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τή σοφία τους... Τόν «αἰῶνα τῶν φώτων», σκέπασαν τίς ὀστεοθῆκες πού ἔχασκαν μέσα στό Παρίσι καί μάζεψαν τά λείψανα σέ νεκροταφεῖα γύρω ἀπό τίς πόλεις, κάτω ἀπό τίς βαριές πλάκες τῆς οἰκογενειακῆς ματαιοδοξίας. Στήν ἐποχή μας, κλείνουν τούς γέρους σέ ἄσυλα ὑγιεινῆς, ἄν δέν τούς παρατοῦν νά φυτοζωοῦν καί νά πεθαίνουν ὁλομόναχοι. Ἔτσι τούς λησμονοῦν, γιά νά πείσουν καλύτερα τόν ἑαυτό τους πώς εἶναι ἀκόμη νέοι, μέσα στήν παχυλή βεβαιότητα ἑνός ἀτέλειωτου χρόνου. Ἐπίσης, oἱ βαριά ἄρρωστοι ἀφήνονται στήν ἐπιστημονική ἀπομόνωση τῶν νοσοκομείων, ὅπου πεθαίνουν μόνοι, καταπληγωμένοι ἀπό καθετῆρες καί βελόνες, συχνά χωρίς αὐτοσυνείδηση: χωρίς φίλους, χωρίς προπάντων ἐκείνη τήν προσευχή πού ὁδηγεῖ τήν ψυχή στούς δρόμους τοῦ ἀόρατου. Χωρίς διόλου δυνατότητα, γιά τόν ἑτοιμοθάνατο, ν' ἀφήσει στούς διπλανούς του μία λέξη πού ἔρχεται ἤδη ἀπό ἀλλοῦ καί πού τούς ἑτοιμάζει καί τούς ἴδιους σ' αὐτό τό πέρασμα...

Ἔχουν τά πάντα εἰπωθεῖ γιά τή δόλια ἐξαφάνιση τοῦ θανάτου στή σύγχρονη Δύση, καί τά πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα, φαίνεται, στή Σοβιετική Ἕνωση, ὅπου τά νεκροταφεῖα εἶναι συχνά ἐγκαταλελειμμένα καί εὔκολα καταστρέφονται γιά νά δώσουν τή θέση τους σέ στάδια: τόπο στή ζωή! Στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, μακιγιάρουν τούς νεκρούς γιά μιὰ στερνή τελετή — Keep smile ἀκόμη μία φορά —, τά νεκροταφεῖα ἁπλώνονται σέ μεγάλες πρασιές, ἀθῶες σάν λησμονιά. Σέ κάποιο καντόνι τῆς Ἐλβετίας, οἱ κάτοικοι, γιά νά ξεφύγουν τό ψυχολογικό σόκ τῆς τοποθετήσεως τοῦ νεκροῦ στό φέρετρο, μεταφέρουν τή σορό πάνω σέ φορεῖο, ὅπως ἕναν ἄρρωστο ἤ ἕναν πληγωμένο.

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ' τούς νεκρούς, μολονότι τό πρόσωπο μερικῶν νεκρῶν, εἰρηνικό καί ὄμορφο, θά μποροῦσε ν' ἀνοίξει τά παιδικά μάτια στό μυστήριο. Δέν ξενυχτοῦν πιά τούς νεκρούς οὔτε λένε στούς βαριά ἀρρώστους πώς θά πεθάνουν σέ λίγο. Γιά νά τούς τό ἀνακοινώσουν, γιά νά ξενυχτήσουν, θάπρεπε νά ἤξεραν ν' ἀναλάβουν τόν ἄλλο μέσα στήν τρυφερότητα καί τήν προσευχή, στήν Ἐκκλησία. Παρουσιάζουν τήν ἀρρώστεια, τό θάνατο σάν τυχαῖα γεγονότα, πού δέν ἔχουν καμιά σημασία καί προπάντων τή σημασία πώς αὐτά θέτουν σέ ἀμφισβήτηση τήν ἐπάρκεια τοῦ κόσμου τούτου. Τά πάντα μένουν σέ τοῦτον τόν κόσμο, καί τό μόνο πού ἐπιζητοῦν εἶναι νά ἐξαλείψουν τίς ἀρρώστειες, νά ἐπιβραδύνουν τό θάνατο. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν καί πεθαίνουν, καί, ἐφ' ὅσον τίποτα ἄλλο δέν ὑπάρχει ἐκτός ἀπό τοῦτον τόν κόσμο, οἱ ἐπιζῶντες δέν μποροῦν τίποτα νά σκεφθοῦν καί νά ποῦν. Ἡ βουβαμάρα τῶν νεκρῶν μᾶς προσβάλλει ὅλους. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν σέ διάφορες τεχνικές μεθόδους, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες ἡ «θεραπευτική μανία» εἶναι παράλογος παροξυσμός. Ἀλλ' αὐτή ἡ μανία, ἄν δημιουργεῖ πρόβλημα, τοῦτο ὀφείλεται σέ οἰκονομικούς προπάντων λόγους.

Καί ἡ ἀγωνία φαρμακώνει τά πάντα, προκαλεῖ μία ἀληθινή πνευματική νεύρωση. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου — μέ τή σημασία πού μιλάει ἡ Ἀποκάλυψη, μ' ἕναν τρόπο ὁλότελα θετικό, «γιά τόν ἄνδρα τῶν ἐπιθυμιῶν» — ἀποταμιεύεται ἀντίστροφα σέ μιὰ νευρωτική κατανάλωση. Ἡ ψυχοσωματική ἰατρική γνωρίζει τή βουλιμία τῶν ἀγχοτικῶν. Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας ἔχει προσβληθεῖ ἀπ' αὐτή, βουλιμία γιά τροφή, γιά ἐντυπώσεις, γιά εἰκόνες, γιά ἤχους, καί μάλιστα γιά τέρψεις «πολιτιστικές». Σ' αὐτή τή βουλιμία, ἀναφαίνεται, βγαίνει στήν ἐπιφάνεια, γίνεται ἱστορική δομή τό «προπατορικό ἁμάρτημα», αὐτή ἡ ὑφαρπαγή πού ἀναδιπλώνεται στόν ἑαυτό της, ὥστε ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός, ὁ μεγάλος ὑμνογράφος τοῦ 6ου αἰῶνα, νά ὁρίζει τή συμπεριφορά τοῦ Ἀδάμ σάν μίαν «ἄρνηση τῆς στερήσεως». Ἐπίσης, μπορεῖ κανείς νά ξεγελᾶ τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία μέ τήν προσμονή, λυρική ἤ βίαιη, μιᾶς τέλειας κοινωνίας...

Ἔτσι, ἀναπτύσσεται ὁ πολιτισμός τῶν ναρκομανῶν: χάπια εὐφορίας ἤ ἠρεμιστικά, τά ὁποῖα συνεχῶς αὐξάνει ἡ ἰατρική βιομηχανία, προβολή στούς ἄλλους, στούς ἐχθρούς, τούτης τῆς σκιᾶς πού μᾶς κυνηγάει καί στήν ὁποία οἱ ἀρχαϊκοί πολιτισμοί ἔβλεπαν τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπινου εἰδώλου ἤ τῆς ψυχῆς. Καί οἱ μεγάλοι φόβοι καί τά μεγάλα θεωρητικά μίση τῆς πολιτικῆς. Ὁ ἐρωτισμός, τά ναρκωτικά, μία κάποια χρήση τῆς μουσικῆς καί τῆς ταχύτητας, τεχνικές μέθοδοι ἐκστάσεως ξεριζωμένες ἀπ' τό ἀρχικό τους περιβάλλον: Οἱ ἄνθρωποι θάθελαν νά δώσουν στή ζωή τέτοια ἔνταση πού νά μήν ὑπῆρχε πιά σ' αὐτή οὔτε σκιά οὔτε θάνατος. Ὅμως ὁ θάνατος ἔχει πάντα τήν τελευταία λέξη. Τίποτα δέν τούς ἀφήνει τόσο μόνους, σέ μία παγερή μοναξιά, ὅσο ἕνας παροξυσμός. Ἀπομένει τό παιχνίδι μέ τήν αὐτοκτονία —τό ἀντίστροφο ἴσως μιᾶς καταφυγῆς σέ βοήθεια— ἤ, ἡ ἐπιθυμία νά δολοφονήσουν τήν κοινωνία. Γιατί ὄχι μόνον ἀπ' τήν ἐποχή τοῦ Ρουσσώ, ἀπ' τήν ἐποχή τοῦ Μάρξ κυρίως, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τήν κοινωνία ὡς ὑπεύθυνη γιά κάθε κακό, ἀλλά γιατί ἀνακαλύπτουν ξαφνικά, ὅταν πέσουν οἱ μάσκες, πώς αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς εὐτυχίας εἶναι στήν πραγματικότητα ἕνας πολιτισμός τοῦ θανάτου.

Στό τέλος τό παιγνίδι γίνεται πραγματικότητα. Πόσοι νέοι αὐτοκτονοῦν σήμερα γιατί, κατά τή γνώμη τους, δέν ὑπάρχει πουθενά νόημα; Πόσες νευρικές καταπτώσεις πού γίνονται γρήγορα χρόνιες, μένουν ἀθεράπευτες ἀπ' τή μέθοδο τοῦ Φρόϋντ καί ἑρμηνεύονται μονάχα μ' αὐτή τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος; Ὁ πειρασμός τῆς αὐτοκτονίας ἐξαπλώνεται ὁλοένα, ἀπειλεῖ τό ἀνθρώπινο εἶδος. Μέ τόν τεχνικό χωρισμό τῆς παιδοποιίας ἀπ' τή σεξουαλικότητα, ἡ γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα στίς βιομηχανικές χῶρες, στήν Ἀνατολή περισσότερο ἀπ' ὅ,τι στή Δύση. Ἡ τάση αὐτή φτάνει σήμερα ὥς τήν Ἰαπωνία, τήν Κίνα, τή νοτιανατολική Ἀσία. Ἡ αὔξηση τοῦ μηδενισμοῦ καθιστᾶ ἔκτοτε δυνατή, κατά τόπους, τήν αὐτοκτονία τοῦ εἴδους.

Σήμερα ἡ σιωπή ἔσπασε. Τό θέμα τοῦ θανάτου ἐμφανίζεται ἔντονα στή φιλοσοφική, ἱστορική καί ἰατρική σκέψη. Καταγγέλλεται τό σκάνδαλο ὅτι τόσοι ἄνθρωποι πεθαίνουν μοναχικοί καί χωρίς αὐτοσυνείδηση, ὅτι τόσοι γέροι ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ μέσα στήν ἀγωνία πού τούς λυσσοτρώει. Ἔτσι, ἑτοιμάζεται, ἴσως, μία μεταμόρφωση τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Φαίνεται πώς ἔρχεται ὁ καιρός μιᾶς λεπτῆς καί θλιμμένης τρυφερότητας, χωρίς ἐλπίδα, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι, ὀρφανοί, θά σιμώνουν ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο μέ ρίγος, περιβάλλοντας τούς ἑτοιμοθάνατους μέ τρυφερή, κι ὡστόσο, ἄδεια στοργή, ἀφοῦ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἄνθρωποι θά πεθαίνουν μέσα σ' ἕνα εἶδος ἔκστασης, πού θά προκαλοῦν τά ναρκωτικά, περιτριγυρισμένοι ἀπό φίλους. Αὐτή ἡ ἐπιστροφή στό μηδέν θά τελειώνει σάν μία αἱμομιξία: Πραγματικά, ἀκόμα κι ἐκεῖ στήν ἔσχατη ἀπογύμνωση, δέν θά ὑπάρχει θέση γιά τόν Πατέρα...

Πρέπει νά τό ποῦμε; Κάτι τέτοιο δέν θά σημαίνει τή θεραπεία τῆς μεγάλης νεύρωσης τῆς Δύσης. Θά σημαίνει τήν ἐποχή μεγάλων πνευματικῶν κρίσεων, πού θά σημαδεύονται ἀπό ἀπόπειρες σάν τίς προχριστιανικές, ἀλλά καί ἀπό ἀνανέωση τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἀναστάσεως.

Ἤδη, οἱ γιατροί πού μελέτησαν λόγια καί συμπεριφορά προσώπων πού ξαναγύρισαν ἀπ' τά σύνορα τοῦ θανάτου, μᾶς θυμίζουν ἐκεῖνο πού ὅλοι οἱ πολιτισμοί ἤξεραν, ἐκτός ἀπ' τό δυτικό πολιτισμό τῶν δύο τελευταίων αἰώνων: Ὅτι τό πλησίασμα τοῦ θανάτου δέν προξενεῖ μονάχα μίαν ἀπότομη ἀλλαγή (εἶναι μιὰ στιγμή ποὺ δέν διαρκεῖ πολύ, τουλάχιστο στούς ἡλικιωμένους), ἀλλ' ἀκόμη τήν εἰρηνική ἀποδοχή, τό ἐνδιαφέρον, τήν περιέργεια· ὅτι ἡ ψυχή, ἀφοῦ, χωριζόμενη τοῦ σώματος, ἀκολουθήσει μία μακριά σήραγγα, παρόμοια μ' ἐκείνη πού ἀπεικόνισε ὁ Ἱερώνυμος Μπός, βγαίνει σ' ἕνα ὁλότελα διαφορετικό φῶς, ὅπου τήν περιμένουν, γιά νά τήν καλωσορίσουν καί νά τήν συντροφέψουν, ἀγαπημένες ὑπάρξεις πού πέθαναν πρίν ἀπ' αὐτήν ὅτι τότε ἡ ψυχή ξαναβλέπει καί κρίνει τό παρελθόν της μέσα σέ τοῦτο τό φῶς, ὅπου κάθε λέξη, κάθε χειρονομία ἀνακεφαλαιώνονται καί βρίσκουν ἕνα ἀπροσδόκητο νόημα. Καί μετά; Ποτέ κανείς, σ' αὐτές τίς μαρτυρίες, δέν ὑπερπήδησε τό τελευταῖο σύνορο, ἀφοῦ πρόκειται γιά ἄντρες καί γυναῖκες πού ξαναγύρισαν στή ζωή. Μήπως ἡ ψυχή πηγαίνει τότε νά διαλυθεῖ μέσα στό φῶς ἤ καταφεύγει σ' αὐτό γιά ν' ἀναγεννηθεῖ, μέσα σέ μιὰ μήτρα, ὅπως ὑποσημαίνει τό «Βιβλίο τῶν Νεκρῶν» του Θιβέτ; Ἤ μήπως πηγαίνει στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιά νά καθαρθεῖ, νά εἰρηνεύσει, νά προετοιμασθεῖ καί ἴσως νά συνεργασθεῖ στήν τελική μεταμόρφωση τοῦ σύμπαντος, σ' αὐτή τήν ἀνακαίνιση τοῦ «οὐρανοῦ» καί τῆς «γῆς», τήν ὁποία ἡ ψυχή θά πραγματοποιήσει σ' ἕνα «σῶμα δόξης», ποὺ τό σπέρμα του φέρνει ἀπ' ἐδῶ κάτω;

Σ' αὐτές τίς προοπτικές, προαισθανόμαστε πώς ἡ δυτική ἀγωνία, πού ἀποβαίνει οἰκουμενική (ἕνας ἀπελπισμένος Κινέζος ἐθνοφρουρός φαίνεται τό ἴδιο μηδενιστής μ' ἕναν Δυτικό), συνιστᾶ καθαρά σήμερα τήν κόλαση, ὅπου κατεβαίνει ὁ Χριστός. Ἐκεῖ, ἀπό κεῖ καί ἀπό κανένα ἄλλο μέρος, μᾶς ἀνασταίνει ὁ Ἀναστάς. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό ποτήριο τῆς εὐχαριστίας, ὅπου ὑπεραφθονοῦν οἱ θεῖες ἐνέργειες «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ἄλλως ζῶν, πού δρασκέλισε ἤδη τό θάνατο καί μεταλαμβάνει τήν ἀνάσταση. Στήν παλαιοχριστιανική ἐποχή, οἱ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν ἕναν μεγάλο πνευματοφορο ὡς ἕναν ἀναστημένο. Καί ὁ λαός χαρακτήριζε τούς χριστιανούς, ὅταν ὁ διωγμός ηὔξανε τό μαρτύριο, ὡς «ἐκείνους πού δέν φοβοῦνταν τό θάνατο».

Ἔτσι, ὁ θάνατος ἄλλαξε σημασία. Δέν εἶναι πιά τεῖχος τῆς ἀγωνίας, ἀλλά, διαμέσου τῆς ἀδημονίας πού ἐξομοιώνεται μ' ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ὑπόσχεται εἰρήνη. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν», λέει ὁ Χριστός, «εἰρήνην πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», «οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν»: μιὰ εἰρήνη πού δέν εἶναι πιά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.

Τό νά ζεῖ κανείς ἐν Χριστῷ, σημαίνει νά ζεῖ πέραν τοῦ θανάτου, νά κάνει νά βλασταίνει μέσα του τό «σῶμα τῆς δόξης».

Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνει πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τή βασιλική τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου, ἀλλά κλειστοῦ, χριστιανικοῦ πολιτισμού· καί καταλήγει φτάνοντας, στά προάστεια, στή μικρή ἐκκλησία τῆς Χώρας, δηλαδή τῶν ἀγρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν ἀπό κεῖ (ὅπως λέμε, στό Παρίσι, ἡ Παναγία τῶν Ἀγρῶν - Notre Dame des Champs), ἀλλά δείχνει ἐπίσης τό «σύνορο»; ἐκεῖνο τῆς πόλης, ἐκεῖνο ἑνός πολιτισμοῦ, τό σύνορο κυρίως τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Σ' ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, τό ὕστερο Βυζάντιο πού βάδιζε πρός τό θάνατο, ἔγραψε γιά μᾶς τό μήνυμά του: στήν τοιχογραφία τῆς ἁψίδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅδη γιά νά τόν συντρίψει· εἶναι λαμπροφορεμένος, ἀλλά δέν βρίσκεται πιά ἐπί τοῦ ὅρους τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι στόν ἴδιο τό βυθό τῆς ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μία ἀπίστευτη βία, θραύει τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, σέ μία κίνηση χοροῦ, σάν σέ κολύμπι, ἀρχίζει τήν ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τό βυθό, τόν «χτυπᾶ» γιά ν' ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.

Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος: «σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ», μπόρεσε νά πεῖ, τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, στό ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του. Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα. Καί νά ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι τοῦ Χριστοῦ πιάνει ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ (καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μιὰ διαπραγμάτευση) τόν Ἄνδρα καί τή Γυναίκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ' τά μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο καί σ' αὐτή τήν τέχνη, τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό. Κανένας χωρισμός: ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιᾶς. Καί ὁ σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ψυχῶν· ἀθάνατες, εἶναι ἤδη καί στόν Ἅδη, σ' αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ ἡ ἀγωνία: κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ' αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ' τόν οὐρανό.

Ὁ Ἐγωισμός



Μᾶς λέγουν οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας ὅτι ρίζα κάθε ἁμαρτίας εἶναι o ἐγωϊσμός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος o Διάλογος τήν ὀνομάζει βασίλισσα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν.

Ὅσο πιό πολύ ὑπερηφανευόμαστε, ὅσο πιό πολύ κυνηγᾶμε τή δόξα καί τόν ἔπαινο καί τήν τιμή, τόσο πιό τιποτένιοι εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους, ἐνῶ στούς ταπεινούς δίνει τή χάρη του» (Παροιμ. 3,34).

Ὁ ἐγωϊσμός εἶναι τό ἐμπόδιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν καί ἡ αἰτία ὅλων τῶν παραπτωμάτων. Γιά τή θεραπεία τοῦ ἐγωϊσμοῦ παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτομε σέ ἄλλες μεγάλες ἁμαρτίες, πράγμα ποὺ δέν θά ἐπέτρεπε ὁ πάνσοφος Γιατρός τῶν ψυχῶν μας, ἄν αὐτός δέν ἦταν ἡ χειρότερη ἀπ’ ὅλες. Ἔτσι, ὅταν ὁ βασιλιάς Δαβίδ καυχήθηκε – ὅπως δείχνουν τά λόγια του, «ἐγώ, βυθισμένος στά πλούσια ὑλικά ἀγαθά, εἶπα: «Δέν θά μετακινηθῶ ποτέ ἀπό τούτη τήν εὐτυχία»» (Ψαλμ. 29,7) – ὁ Κύριος, γιά νά τόν θεραπεύσει, τόν ἄφησε κι’ ἔπεσε σέ μοιχεία καί φόνο. Ὅπως καί ὁ ἅγιος Πέτρος ὑπερηφανεύτηκε ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς ἀποστόλους ὅτι ὅλοι θά χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Αὐτόν καί θά διασκορπιστοῦν, κι’ ἐκεῖνος μέ αὐτοπεποίθηση βεβαίωσε: «Κι’ ἄν ὅλοι χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Ἐσένα, ἐγώ ὅμως ὄχι» (Μάρκ. 14,29). Γιά τήν ἔπαρσή του ἐκείνη, ὁ Κύριος παρεχώρησε νά Τόν ἀρνηθεῖ τρεῖς φορές, κι’ ἔτσι νά ταπεινωθεῖ, νά κλάψει καί νά μετανοήσει (Μάρκ. 14,66-72).

Ἀλλά καί τόσοι μεγάλοι ἀσκητές τῆς ἐρήμου, ποὺ ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀνθρώπους τά δαιμόνια, ποὺ ἔκαναν σημεῖα καί τέρατα, ἔπεσαν μέ θεία παραχώρηση σέ βαριά παραπτώματα, ἀκόμα καί σέ φόνους καί σέ πορνεῖες, ὅπως διαβάζουμε στό Γεροντικό, στό Λαυσαϊκό, στά Συναξάρια καί σέ ἄλλα πατερικά βιβλία. Ἀκόμη καί συκοφαντίες καί δυστυχίες καί βάσανα πολλά βρίσκουν συχνά τόν ἄνθρωπο, ἀκόμα καί σωματικές ἀρρώστιες, γιά νά τόν λυτρώσουν ἀπό τήν ἔπαρση. Εἶναι σαφής ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστ. Παύλου: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν ὑπερηφανεύομαι» (Β’ Κορ. 12,7).

Τό γεγονός, λοιπόν, ὅτι o Θεός ἐπιτρέπει νά βροῦν τόν ἄνθρωπο τέτοιες συμφορές γιά νά τσακιστεῖ ἡ σκληροτράχηλη ὑπερηφάνειά του, φανερώνει πὼς αὐτή εἶναι τό μεγαλύτερο, τό χειρότερο πάθος. Καί δέν εἶναι μόνο τό χειρότερο, μά καί τό πιό γερά ριζωμένο μέσα μας. Γι’ αὐτό, ὅταν μέ ἀγώνα σκληρό καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ ἀρετές νικήσουν τίς κακίες καί διώξουν ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά ἐλαττώματα, μόνο ἡ ὑπερηφάνεια μένει ἀνυπότακτη καί ἐπιμένει νά πολεμάει τόν ἄνθρωπο ὡς τό θάνατό του. Αὐτό ἔπαθε ὁ φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς, ποὺ κατόρθωσε πολλές ἀρετές, καί ἔχοντας ὑπερήφανη πεποίθηση στήν εὐσέβειά του, κατακρίθηκε ὁ ταλαίπωρος (Λουκ. 18,9-19).

Ἀλλά γιατί, ἀλήθεια ὑπερηφανευόμαστε καί καμαρώνομε καί ἐξουθενώνομε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ νομίζομε πὼς εἶναι τάχα κατώτεροί μας; Γιά τή σοφία μας; Γιά τήν ἀρετή μας; Γιά τά πλούτη μας; Γιά τήν ὀμορφιά μας; Ὅλ’ αὐτά ὅμως, καί ὅσα ἄλλα ἔχομε, δέν εἶναι παρά εὐεργετήματα καί δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα θά δώσομε λόγο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅσο πιό χαρισματοῦχοι εἴμαστε, τόσο πιό αὐστηρά θά κριθοῦμε. Ἔτσι, ἄν στή ζωή αὐτή ἀξιωθήκαμε νά ἔχομε περισσότερα ἀγαθά ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀγαθά ὑλικά ἤ πνευματικά, ὀφείλουμε νά ταπεινωνόμαστε πιό πολύ καί νά εὐγνωμονοῦμε τό Θεό ποὺ μᾶς εὐεργέτησε.

Μόνο οἱ ἁμαρτίες καί οἱ πτώσεις εἶναι δικές μας. Ἄν θέλομε γι’ αὐτές νά καυχιώμαστε, δείχνομε τήν ἀφροσύνη καί τήν ἀγνωσία μας. Ἄν εἴμαστε ὅμως λογικοί ἄνθρωποι, θά βλέπομε τήν ἀναξιότητα καί τήν ἀθλιότητά μας, καί θά συντριβόμεθα ταπεινωμένοι.

Ἄς μήν ξεχνᾶμε ἐπίσης, πὼς ὁ ἐγωϊστής ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή κολάζεται, μά καί στήν παροῦσα μισεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιατί δέν ὑπάρχει πιό ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος εἶναι συνεχῶς ἀνήσυχος. Πασχίζει νά προβληθεῖ καί νά συγκεντρώνει ἐπάνω του τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ κόσμου. Ἄν δέν τόν τιμήσουν, ταράζεται καί θλίβεται. Βρίσκεται συχνά σέ φιλονικίες καί διαμάχες μέ τούς ὁμοίους του, ποὺ ζηλεύουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ζητάει ὅλο καί μεγαλύτερη δόξα. Ἀντίθετα τόν ταπεινό ὅλοι τόν ἀγαποῦν, ἀκόμα κι’ ἄν ἔχει ἄλλα ἐλαττώματα. Αὐτός νικάει τόν κακό μέ τήν ὑπομονή, τόν ὀργίλο μέ τήν πραότητα, τόν ἐγωϊστή μέ τήν ταπείνωση.

Ὁ Θεός ὑψώνει ἐκείνους ποὺ ταπεινώνονται, ὄχι ἐκείνους ποὺ ποθοῦν τά μεγαλεῖα. Ὕψωσε τόν Ἰακώβ πάνω ἀπό τόν Ἠσαῦ (Γεν. 27-28), τόν Ἰωσήφ πάνω ἀπό τούς ἀδελφούς του (Γεν. 37-41), τόν τελώνη πάνω ἀπό τόν Φαρισαῖο (Λουκ. 18,14), τόν φτωχό Λάζαρο πάνω ἀπό τόν πλούσιο (Λουκ. 16,19-31). Κατεξοχήν ὅμως ὕψωσε ὁ Θεός Πατέρας τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ταπεινώθηκε ἑκούσια πιό πολύ ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Θεός ἀθάνατος καί παντοδύναμος καί ἀνενδεής Ἐκεῖνος, καταδέχθηκε νά ἐναθρωπήσει μέ ἄκρα ταπείνωση, νά γεννηθεῖ σέ σπήλαιο, νά σπαργανωθεῖ σέ φάτνη ἀλόγων ζώων, νά ζήσει μέσα στή φτώχεια καί τήν ἀφάνεια, νά καταφρονηθεῖ, νά νίψει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του, νά χλευαστεῖ, νά μαστιγωθεῖ, καί τελικά νά ὑποστεῖ, ὄντας ὁλότελα ἀθῶος, τόν μαρτυρικό σταυρικό θάνατο, καί ὅλ’ αὐτά γιά μᾶς τούς ἐνόχους καί ἁμαρτωλούς, γιά τή σωτηρία καί τή λύτρωσή μας.

Ἄς μιμηθοῦμε τόν Κύριό μας, νά μισήσουμε τόν ἐγωϊσμό καί νά ποθήσουμε τήν ταπείνωση. Νά ἐπιδιώκομε τή συναναστροφή μέ ἀνθρώπους ἄσημους καί ταπεινούς, καί νά μή μεγαλοπιανόμαστε. Πάντοτε νά ζητᾶμε τήν τελευταία θέση. Στήν ἐνδυμασία, στή διατροφή, σ’ ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος, νά ἀποφεύγομε τά περιττά καί ἐξεζητημένα. Μόνο τά ἀπαραίτητα νά ἔχομε. Καί γενικά, ὅσο μποροῦμε, νά μιμούμεθα πάντοτε τόν Κύριο, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ποὺ πολιτεύθηκαν μέ βαθειά ταπείνωση. Γιατί, ὅπως τά καρπερά δένδρα, ὅσο περισσότερο εἶναι φοφτωμένα μέ καρπούς, τόσο χαμηλότερα κλίνουν πρός τή γῆ τά κλωνάρια τους, ἔτσι καί οἱ πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἀποκτοῦν τίς εὐεργεσίες καί δωρεές Του, τόσο ταπεινώνονται, γνωρίζοντας πὼς αὐτό εἶναι τό χρέος τους, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅταν κάνετε ὅλα ὅσα σᾶς προστάξει ὁ Θεός, νά λέτε: «Εἴμαστε ἀνάξιοι δοῦλοι, κάναμε αὐτό ποὺ ὀφείλαμε νά κάνουμε».» (Λουκ. 17,10).

Ἄν ἡ θεία μεγαλοσύνη ταπεινώθηκε τόσο, «μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8) πῶς τολμάει νά ὑψηλοφρονεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία; Ὁ Ἄβελ μᾶς δίδαξε τήν ἀθωότητα, ὁ Ἐνώχ τήν καθαρότητα, ὁ Νῶε τήν μεγαλοψυχία καί τήν ἐλπίδα, ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπακοή καί τή φιλοξενία, ὁ Ἰακώβ τή μακροθυμία, ὁ Ἰωσήφ τήν ἁγνεία, ὁ Μωϋσῆς τήν πραότητα, ὁ Ἰώβ τήν ὑπομονή, ὁ Δαβίδ τήν ἀγάπη στούς ἐχθρούς, ὁ Ἠλίας τόν ἔνθεον ζῆλον καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τήν ταπείνωση «Διδαχθεῖτε ἀπό τό δικό μου παράδειγμα, γιατί εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, καί οἱ ψυχές σας θά βροῦν ἀνάπαυση» (Ματθ. 11,29). Ὅλες τίς ἀρετές μᾶς τίς διδάσκει o Κύριος, σ’ αὐτήν ὅμως μᾶς παρακινεῖ περισσότερο, γιατί εἶναι τό δοχεῖο, τό θησαυροφυλάκιο τῶν ἄλλων ἀρετῶν.

πηγή

Παρουσία καὶ Ἀπουσία Γέρων Θεόφιλος Παραϊάν





 



Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους γεροντάδες τῶν τελευταίων χρόνων εἶναι καί ὁ ρουμάνος ἱερομόναχος Θεόφιλος. Παρ᾿ ὅτι τυφλός, θαυμαστός γιά τίς πολλές καί μεγάλες του ἀρετές.

Ἄς ἀκούσουμε κάτι ἀπό τόν λόγο του.
 

* * *

Ἐγώ ἐπιμένω σέ ὅλους, νά πηγαίνουν, ἄν ὄχι σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες, τουλάχιστον στήν θεία λειτουργία. Καί ἄν συμβεῖ κάποιος νά μήν πηγαίνει στή θεία λειτουργία, οὔτε πού κάθομαι νά συνομιλήσω μαζί του! Γιατί δέν ἔχω νά τοῦ πῶ τίποτε! Γιά παράδειγμα:

Κάποιος, ὅταν τόν ρώτησα τί κάνει τήν ὥρα πού θά ἔπρεπε νά βρίσκεται στήν ἐκκλησία, μοῦ ἀπάντησε: «Βλέπω τηλεόραση»! Καί τότε τοῦ εἶπα: «Πρόσεξε, αὐτό σημαίνει ὅτι μπροστά σου ἔχεις τήν τηλεόραση, ἐνῶ στό Θεό ἔχεις γυρίσει τήν πλάτη σου. Ἄλλαξε λοιπόν. Πήγαινε στήν ἐκκλησία, ὥστε νά ἔχεις μπροστά σου τό Θεό, καί πίσω σου τήν τηλεόραση».

Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές κάνουν ἀπρόσεκτα κάποια πράγματα. Ἄν ρωτήσεις κάποιον, γιατί δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία, σπάνια θά ἀκούσεις ὅτι δέν πιστεύει καί γι᾿ αὐτό δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία. Στήν πραγματικότητα ὅμως, αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία.

Δέν πηγαίνει, γιατί:

• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση τοῦ χρειάζεται, γιά νά πάει στήν ἐκκλησία·

• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παραμείνει στήν ἐκκλησία·

• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παρακολουθεῖ τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας.
 

* * *
 
Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει πρόοδος πνευματική χωρίς ἔργα τῆς πίστης. Ἡ πίστη αὐξάνει μέ τά ἔργα τῆς πίστης.

• Ἄν οἱ πιστοί νηστεύουν, τότε καί οἱ λιγότερο πιστοί πρέπει νά νηστεύουν, γιά νά ἔχουν ἔμπρακτη πίστη πού θά τούς ἐνισχύει στήν πίστη.

• Ἄν οἱ πιστοί πηγαίνουν στήν ἐκκλησία, πρέπει καί ὁ λιγότερο πιστός νά πάει, γιά νά ἔχει, ἔστω, μία παρουσία στήν ἐκκλησία!

Κάποιος μοῦ εἶπε:

«Πάτερ, μοῦ λέτε νά πηγαίνω στήν ἐκκλησία. Ἀλλά δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε, πόσες κακές σκέψεις, πόσα μολυσμένα πράγματα κουβαλάω μέσα μου».

Ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ διαφορετικοί.

Ἀλλά ξέρω καί ὅτι, χωρίς νά πηγαίνεις ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ δωρεά καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖς νά δεχτεῖς χάρη Θεοῦ. Ἑπομένως: Νά πηγαίνεις ὅπως εἶσαι, ὅσο καί ἄν οἱ σκέψεις σου εἶναι μολυσμένες, ὅσο καί ἄν εἶναι κατώτερες! Νά πηγαίνεις. Διότι μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἔλθει ὁ καιρός πού θά καθαρίσει τό μυαλό σου καί δέ θά ἔχεις πιά τίς βρώμικες σκέψεις πού ἔχεις τώρα μέσα σου.
 

* * *
 
Ἡ συμμετοχή στίς ἱερές ἀκολουθίες εἶναι μία διδασκαλία, εἶδος σχολείου! Μόνο ὅταν φοίτησα στή Θεολογική Σχολή διαπίστωσα, τί θησαυροί ὑπάρχουν στίς ἱερές ἀκολουθίες.

Αγιορείτικος μοναχισμός. Ομιλητής ο Γέρων Παύλος Λαυριώτης



Αγιορείτικος μοναχισμός.
Ομιλητής ο Γέρων Παύλος Λαυριώτης.

Η ευχή της μάνας!


undefined
(του Γερ. Παϊσίου)
Η ευχή των γονέων είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά για τα παιδιά.
Για αυτό φροντίζουν να έχουν την ευχή των γονέων. Δεν είδες ο Ιακώβ, μέχρι πού έφθασε, για να πάρη την ευλογία του πατέρα του; Και προβιά φόρεσε!
Ειδικά η ευχή της μάνας είναι μεγάλο πράγμα! Κάποιος έλεγε: «Κάθε λόγος της μητέρας μου είναι και μια λίρα χρυσή».

Να, και πριν από καιρό πόση εντύπωση μου έκανε κάποιος από το Γιοχάνεσμπουργκ! Ήρθε στο Καλύβι το φθινόπωρο. «Γέροντα, η μάνα μου αδιαθέτησε, μου λέει, και ήρθα να την δω». Τρεις μήνες δεν πέρασαν, τα Χριστούγεννα ξαναήρθε. «Πώς πάλι εδώ;», τον ρωτάω. «Έμαθα, μου λέει, πως πάλι αδιαθέτησε η μάνα μου και ήρθα να φιλήσω το χέρι της, γιατί είναι ηλικιωμένη και μπορεί να πεθάνει.Για μένα η μεγαλύτερη περιουσία είναι η ευχή της μάνας μου».Εξήντα χρονών άνθρωπος ξεκίνησε από το Γιοχάνεσμπουργκ και ήρθε στην Ελλάδα, για να φιλήση το χέρι της μάνας του! Και τώρα τέτοια ευλογία έχει, που σκέφτεται να κάνει ένα γηροκομείο μεγάλο για τους κληρικούς και να το χαρίση στην εκκλησία. Δηλαδή τις ευλογίες δεν έχει που να τις βάλη κατά κάποιον τρόπο.
Για μένα είναι φάρμακο μια τέτοια ψυχή.Είναι σαν να είμαι στην έρημο Σαχάρα και να βρίσκω ξαφνικά λίγο νερό. Αυτά χάνονται σιγά-σιγά.
Ένας άλλος ήρθε μια μέρα με κλάματα στο Καλύβι. « Πάτερ, με καταράστηκε η μάνα μου. Στο σπίτι έχουμε όλο αρρώστιες, στεναχώριες, η δουλειά μου δεν πάει καλά», μου είπε. «Κι εσύ δεν θα ήσουν εντάξει» του λέω. Δεν μπορεί η μάνα σου άδικα να σε καταράστηκε». « Ναι, μου λέει. Ήμουν κι εγώ». «Να πας να ζητήσης συγχώρηση από την μάνα σου», του λέω. «Θα πάω, Πάτερ, μου λέει. Δώσε μου την ευχή σου». «Την ευχή μου την έχεις, του είπα, αλλά να πάρης και την ευχή της μάνας σου». «Δύσκολο να μου δώση την ευχή της», μου λέει. «Να πας, κι αν δεν σου την δώση, να της πης: "Μου είπε ένας Γέροντας πως κι εσύ θα παραδώσης ψυχή". Πήγε, και η μάνα του του ευχήθηκε: "Παιδί μου, να έχης την ευλογία του Αβραάμ!".

Ήρθε μετά από λίγο καιρό στο Όρος με βυσσινάδες, με λουκούμια. Ήταν γεμάτος χαρά. Τα παιδιά του ήταν καλά, η δουλειά του πήγαινε καλά. Συνέχεια βούρκωνε και μου έλεγε: «δόξα τω Θεώ». Άλλαξε η ζωή του και μιλούσε όλο πνευματικά. Πόσο μάλλον όταν κανείς έχη εξ αρχής σεβασμό προς τους γονείς! Πώς να μην έχει την ευλογία του Θεού;

π.Παϊσιος 

πηγή

Από το Περιβόλι της Παναγίας μια διδακτική ιστορία


πηγή




Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων στο Άγιο όρος, για να γίνει Μοναχός. Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που ήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα. Επειδή εκείνος αναπαύονταν στην Σκήτη, παρακάλεσε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένει ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά.

Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πια στο κρεβάτι και ψυχοραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.
Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος είχε έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα. Οι Πατέρες απορούσαν τι να συμβαίνει...

Όταν συνήλθε τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:
Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ' ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:
«Βλέπεις, αυτά εδώ τα έκανες όλα, γι' αυτό ετοιμάσου να πας στην κόλαση».

Τότε εγώ του λέω:
«Για κοίταξε, ανάμεσα σ' αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως»;

Ψάχνει ο Αρχάγγελος και μου λέει: «Όχι, δεν υπάρχει».
«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος». «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε».

Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου. Έτσι, Πατέρες μου, θα πάω στον Παράδεισο...

Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για Μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και Εκκλησιαζόμουν στον Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε»  και είπα: «Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσεις, και αυτό με έσωσε δίχως άλλον κόπο». Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ...

Ο Άγιος νεομάρτυρας Τριαντάφυλλος



Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 8 Αυγούστου 1680
Ο άγιος καταγόταν από τη Ζαγορά της Μαγνησίας. Εργαζόταν ως ναύτης στα πλοία, διακρινόμενος για την καθαρότητα του βίου και την σεμνότητα του ήθους του και τηρώντας άσβεστη μέσα στην καρδιά του την φλόγα της αγάπης προς τον Χριστό. Αυτό βλέποντας με φθόνο ο βάσκανος εχθρός ωρυόταν κατ’ αυτού.
Έτσι σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών συνελήφθη, για άγνωστη σε μας αιτία, από τους Τούρκους ,που θέλησαν να τον εξαναγκάσουν να αρνηθεί την πίστη των προγόνων του. Τον οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπέμεινε κάθε είδους βασανιστήρια, Όμως ο άγιος ούτε τη νεότητά του υπολόγισε ούτε τα θελκτικά αγαθά που του πρότειναν οι άπιστοι .Δεν πρόδωσε την πίστη του . Συνεχώς επαναλάμβανε : Χριστιανός είμαι, δεν αρνούμαι τον Σωτήρα μου Χριστό, ομολογώντας τον Χριστό όπως και ο Κύριος θα τον ομολογήσει ενώπιον του Πατέρα Του και μυριάδων αγγέλων , κατά την επαγγελία Του.
Τελικά θανατώθηκε στο μέρος του Ιπποδρομίου κερδίζοντας τον στέφανο του μαρτυρίου από τον αθλοθέτη Κύριο .

Άγιος Αιμιλιανός 8 Αυγούστου







Ο άγιος Αιμιλιανός έζησε μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα και ήταν Επίσκοπος Κυζίκου, από το 787 μέχρι το 815. Υπήρξε ένθερμος ζηλωτής και ομολογητής της Ορθοδόξου πίστεως. Αγωνίσθηκε με σθένος εναντίον της αιρέσεως των εικονομάχων και πρωτοστάστησε στην αναστήλωση των ιερών εικόνων. Δοκίμασε ποικίλους πειρασμούς, θλίψεις, διωγμούς και εξορίες, αφού οι αιρετικοί τον πολέμησαν με κάθε τρόπο. 
Ως Επίσκοπος, παράλληλα με τους αγώνες του για την διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίσεως, ασχολήθηκε ουσιαστικά με το λογικό ποίμνιο, που του εμπιστεύθηκε ο Χριστός, δια της Εκκλησίας, και ανέπτυξε μεγάλο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο, το οποίο ήταν καρπός της γνήσιας αγάπης του προς όλους τους ανθρώπους και κυρίως προς τους πάσχοντες και πονεμένους. Επίσης, ενίσχυε παντοιοτρόπως και όλους εκείνους οι οποίοι υπέφεραν εξ αιτίας του σκληρού διωγμού των εικονομάχων.
Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και κακουχίες, ο άγιος Αιμιλιανός τελείωσε τον επί γης βίο του στην εξορία.

Τυπικόν της 9ης Aὐγούστου 2012



Πέμπτη: Τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ματθία καί
 τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Κωνσταντίνου,
 Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. 
Τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Εὐθυμίου, Μητροπολίτου Ρόδου.
 
Ἀπόστολος:
Τοῦ Ἀποστόλου· (Πραξ. α΄ 12,17, 21-26), ζήτει τοῦτον 
τῇ Δευτέρᾳ Διακαινησίμου.
Εὐαγγέλιον: 
Τῆς ἡμέρας· Πέμπτης ι΄ ἑβδομάδος Ματθαίου (Ματθ. κα΄ 43-46).
Τῷ ἑσπέρας τῆς αὐτῆς ἡμέρας ὁ
 Μέγας Παρακλητικός Κανών.
Τρισάγιον.
Ἀπολυτίκιον: 
Τῆς Ἑορτῆς· «Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει...», ἅπαξ.
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...