Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Οἱ κανόνες τιμωρίας στὸ μικρὸ παιδί.


Στά παιδιά, οἱ τιμωρίες λειτουργοῦν ὅπως τά φάρμακα: συχνά βοηθοῦν, δημιουργοῦν ὅμως καί παρενέργειες…

Οἱ τιμωρίες εἶναι τό πιό δύσκολο κεφάλαιο τῆς διαπαιδαγώγησης τῶν παιδιῶν. Κανείς δέν μπορεῖ νά προβλέψει τί ἐπιπτώσεις θά ἔχει στήν ψυχή ἑνός παιδιοῦ μιὰ σωματική τιμωρία (ἕνα σκαμπίλι, ἕνα τράβηγμα τοῦ αὐτιοῦ κλπ.), ἀλλά καί μία ἠπιότερη τιμωρία, ὅπως τό μάλωμα, ὁ περιορισμός στό δωμάτιο, ἡ ἀποβολή ἀπό τό παιχνίδι ἤ ἡ ἀφαίρεση κάποιων «προνομίων» πού τοῦ ἔχετε παραχωρήσει. Ἄλλοτε οἱ τιμωρίες μπορεῖ νά λειτουργήσουν θετικά, ἄλλοτε ὅμως ὄχι. Μερικές φορές τά θετικά ἀποτελέσματα μπορεῖ νά διαρκέσουν μερικές ἑβδομάδες, ἄλλοτε ὅμως μόνο μερικές ὧρες.

Πολύ συχνά, μάλιστα, συμβαίνει νά ἔχουν τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα ἀπό τό ἀναμενόμενο. Ὁ λόγος πού οἱ τιμωρίες εἶναι ἕνα ζήτημα τόσο περίπλοκο ἔχει νά κάνει κυρίως μέ τό ὅτι οἱ προϋποθέσεις καί οἱ συνθῆκες διαφέρουν ἀπό παιδί σέ παιδί καί ἀπό κατάσταση σέ κατάσταση. Ὅ,τι μπορεῖ νά ἦταν σωστό καί ἀποτελεσματικό στήν περίπτωση ἑνός παιδιοῦ, μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ ἐντελῶς λανθασμένο στήν περίπτωση ἑνός ἄλλου. Ὅ,τι εἶχε ἀποτελέσματα χθές, μπορεῖ αὔριο, σέ μία παρόμοια κατάσταση, νά μήν ἔχει τά ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Αὐτό ἔχει νά κάνει κυρίως μέ τό κλίμα μέσα στήν οἰκογένεια, μέ τό πόση ἔνταση ἐπικρατεῖ, ἀλλά καί μέ τό γεγονός ὅτι πολλές φορές γίνεται κατάχρηση τοῦ μέτρου τῶν τιμωριῶν ἀπό τούς γονεῖς.

«Ὅταν ἐπικρατεῖ ἠρεμία μέσα στό σπίτι μας, ὅταν δέν ὑπάρχει γκρίνια, συνήθως ἀρκεῖ νά ὑψώσω λίγο τόν τόνο τῆς φωνῆς μου, γιά νά μέ ἀκούσει ὁ μικρός μας. Ὅταν ὅμως κυριαρχεῖ ἔνταση, ἀκόμα καί ἄν “τοῦ τίς βρέξω”, δέν πρόκειται νά μέ ἀκούσει. Μάλιστα, ἔχω παρατηρήσει ὅτι, μέ τόν καιρό, ἔχει συνηθίσει πιά τά σκαμπίλια», μᾶς διηγεῖται μία μητέρα.



Οἱ σωματικές τιμωρίες ἔχουν ἐπιπτώσεις στήν αὐτοπεποίθηση τῶν παιδιῶν

Στίς σχέσεις μας μέ τά παιδιά, οἱ τιμωρίες ἔχουν ὡς στόχο νά ὑπογραμμίσουν τό ποιός ἔχει «τό πάνω χέρι». Ἰδιαίτερα οἱ σωματικές τιμωρίες, σκοπό ἔχουν νά δείξουν στά παιδιά ὅτι ἐμεῖς, ὡς γονεῖς, ἔχουμε τόν πρῶτο λόγο καί ὅτι αὐτά τό μόνο πού ἔχουν νά κάνουν εἶναι νά ὑπακοῦν καί νά ὑπομένουν τίς ὅποιες σωματικές τιμωρίες γιά τό καλό τους, μιᾶς καί ἐμεῖς εἴμαστε οἱ «αὐθεντίες» πού γνωρίζουν ποιό εἶναι τό σωστό ἀπό παιδαγωγικῆς ἄποψης.

Ὅποιος γονιός, λοιπόν, καταφεύγει στίς σωματικές τιμωρίες, εἶναι σάν τσαλαπατᾶ τό αἴσθημα αὐτοεκτίμησης τῶν παιδιῶν του. Αὐτό, βέβαια, δέν γίνεται ἀπό πρόθεση, μιᾶς καί σήμερα οἱ γονεῖς κάνουν τά πάντα γιά νά ἔχουν τά παιδιά τους αὐτοπεποίθηση καί ἀνεξαρτησία. Ἄρα, λοιπόν, ὅποιος δέρνει τά παιδιά του, ὑπονομεύει μοιραία τίς ἴδιες του τίς προθέσεις.

Οἱ σωματικές τιμωρίες καταστρέφουν τή σχέση ἐμπιστοσύνης μεταξύ τῶν παιδιῶν καί τῶν γονιῶν τους. Ἀπό τή μιὰ προσποιούμαστε ὅτι τά παίρνουμε στά σοβαρά, ρωτώντας τα γιά τήν ἄποψή τους σέ κάποιο θέμα, συζητώντας μαζί τους ὅταν προκύπτει κάποιο ζήτημα, καί ἀπό τήν ἄλλη «τούς τίς βρέχουμε» ὅταν δέν συμμορφώνονται σέ αὐτά πού τούς λέμε. Ἔτσι, δημιουργοῦνται ἀναπόφευκτα ἀνακολουθίες καί, κατά λογική συνέπεια, κρίση στή σχέση μας μαζί τους.

Οἱ σωματικές τιμωρίες ἀφήνουν συχνά ἰσόβια ψυχικά τραύματα στά παιδιά.

Οἱ σωματικές τιμωρίες κάνουν τά παιδιά συνεσταλμένα (μερικά, μάλιστα, καταρρέουν ψυχολογικά).

Οἱ σωματικές τιμωρίες ἀπομακρύνουν συναισθηματικά τά παιδιά ἀπό τούς γονεῖς τους.

Οἱ σωματικές τιμωρίες κάνουν τά παιδιά ἀτίθασα καί ἐπιθετικά.



Οἱ «ἀποβολές» κρύβουν παγίδες

Ἄς μιλήσουμε τώρα γιά τήν ἰδιαίτερα ἀγαπητή στούς γονεῖς, ἀλλά καί ἀποτελεσματική τιμωρία, τήν «ἀποβολή». Σέ αὐτό τό μέτρο καταφεύγουν συνήθως οἱ γονεῖς ὅταν π.χ. τό παιδί τους ἐπιτεθεῖ σέ κάποιο ἄλλο παιδί πάνω στό παιχνίδι (τό ἀπομακρύνουν γιά λίγα λεπτά ἀπό τό ἄλλο παιδί καί τό ὑποχρεώνουν νά κάτσει κοντά στή μαμά μέχρι νά παρέλθει ὁ χρόνος τιμωρίας – ἄν χρειαστεῖ, μάλιστα, ἐπαναλαμβάνουν τήν τιμωρία) ἤ ὅταν ἕνα παιδί γίνεται ἐνοχλητικό γιά τούς γονεῖς καί τά ἀδέλφια του (οἱ γονεῖς τό ὑποχρεώνουν νά μείνει στό δωμάτιό του γιά λίγο).

Οἱ «ἀποβολές», συγκρινόμενες μέ τίς σωματικές τιμωρίες, εἶναι ἕνα ἀθῶο μέτρο, ἔχουν ὅμως κι αὐτά τίς ἐπιπτώσεις τους στήν ψυχολογία τοῦ παιδιοῦ. Γιά τό παιδί πού ἀποβάλλεται ἀπό τό παιχνίδι ἐπειδή ἐπιτέθηκε σέ κάποιο ἄλλο παιδί, δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀνησυχεῖ κανείς. Μπορεῖ μέν νά στερηθεῖ γιά λίγο τήν ἐλευθερία του, κοντά ὅμως στή μητέρα του θά νιώσει σιγουριά καί ἀσφάλεια μέχρι νά παρέλθει ὁ χρόνος τῆς τιμωρίας.

Τά πράγματα γίνονται πιό σοβαρά ὅταν τό παιδί δέν θέλει νά καθίσει ἥσυχο ἤ δέν μπορεῖ νά καθίσει ἥσυχο ἐπειδή κάνει πείσματα ἤ ἐπειδή εἶναι ὑπερκινητικό. Κάποιος πού θά δοκίμαζε νά ἐξαναγκάσει ἕνα ζωηρό παιδί νά ἠρεμήσει, εἶναι σίγουρο ὅτι θά ἀναγκαζόταν νά ἐμπλακεῖ σέ ὁμηρικούς καβγάδες μαζί του καί στό τέλος τό ἀποτέλεσμα πού θά εἰσέπραττε θά ἦταν ἀπογοητευτικό ἀπό παιδαγωγικῆς ἄποψης.

Κι αὐτό γιατί, ἕνα παιδί, τό μόνο πού θά βίωνε σέ μία τέτοια περίπτωση εἶναι τή μητέρα του νά θυμώνει, νά ὀργίζεται καί νά καταφεύγει ἀκόμα καί στή σωματική βία, ἀλλά στό τέλος νά ἀναγκάζεται νά ὑποχωρήσει. Κάτι τέτοιο θά ἀποτελοῦσε βαρύ πλῆγμα γιά τήν ἀξιοπιστία καί τό κῦρος τῆς μητέρας καί θά εἶχε σοβαρές συνέπειες στό μέλλον (ἀκόμα πιό πολλή νευρικότητα ἐκ μέρους τοῦ παιδιοῦ καί ὡς φυσική συνέπεια μεγαλύτερη ἀντιδραστικότητα καί πιό σκληρούς καβγάδες). Κι αὐτό γιατί, τό παιδί, ἔχοντας πετύχει ἤδη μία νίκη, θά κατέβαλλε ἀκόμα περισσότερη προσπάθεια γιά νά κερδίσει καί μία δεύτερη μάχη. Ἀντί, λοιπόν, νά ἐμπλέκονται σέ καβγάδες χωρίς οὐσία μέ τά παιδιά τους, συνιστῶ στούς γονεῖς νά ἀλλάζουν ἀμέσως σκηνικό (νά βάζουν τό παιδί τους στό καροτσάκι ἤ νά τό παίρνουν στήν ἀγκαλιά τους καί νά ἐγκαταλείπουν πάραυτα τήν παιδική χαρά, ἀκόμα καί ἄν τό παιδί τους ἀντιδρᾶ).

Ἀκόμα πιό ἐπιφυλακτικοί πρέπει νά εἶναι οἱ γονεῖς στή χρήση τοῦ μέτρου τῆς «ἀποβολῆς» ὅταν πρόκειται γιά παιδιά λίγο μεγαλύτερης ἡλικίας. Σέ αὐτή τήν περίπτωση, ἡ σκοπιμότητα μιᾶς τέτοιας τιμωρίας θά πρέπει νά σταθμίζεται ἀπό τούς γονεῖς, λαμβάνοντας πάντοτε ὑπόψη τή συγκεκριμένη κατάσταση τοῦ παιδιοῦ. Γιά νά ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα, φανταστεῖτε ἕνα τετράχρονο κοριτσάκι τό ὁποῖο ἐδῶ καί κάποιον καιρό ἐνοχλεῖ συνέχεια τό μικρότερο ἀδελφάκι του ἐπειδή τό ζηλεύει. Φανταστεῖτε, λοιπόν, τώρα ἕνας γονιός νά ἔστελνε στό δωμάτιό του γιά τιμωρία τό κοριτσάκι αὐτό. Μπορεῖ, βέβαια, νά ὑπάρχουν παιδιά πού σέ μιὰ τέτοια περίπτωση θά ὑπέμεναν χωρίς διαμαρτυρία μία τέτοια τιμωρία καί μετά τήν πάροδό της θά γυρνοῦσαν πίσω ἤρεμα καί μέ μειωμένη τήν ἐπιθετικότητά τους, τά περισσότερα, ὅμως, θά σκέπτονταν συνέχεια τρόπους γιά νά ἐκδικηθοῦν καί νά τιμωρήσουν τούς γονεῖς καί τό ἀδελφάκι τους.

Γι’ αὐτό, ποτέ μήν ἐπιβάλλετε τήν τιμωρία τῆς «ἀποβολῆς» σέ παιδιά ἀπό τριῶν χρονῶν καί πάνω, ἐάν δέν εἶστε σίγουροι ὅτι μποροῦν νά τήν ἀντέξουν. Ἐπιπλέον, καλό εἶναι νά τούς μιλᾶτε μέ ὄμορφο τρόπο (π.χ. «Νομίζω ὅτι χρειάζεσαι λίγα λεπτά γιά νά ἠρεμήσεις. Πήγαινε στό δωμάτιό σου γιά λίγο). Τά παιδιά, μπροστά στό ἐνδεχόμενο μιᾶς τιμωρίας, συνήθως προσπαθοῦν νά πετύχουν κάποιο συμβιβασμό. Αὐτό εἶναι καλό, γιατί ἔτσι μαθαίνουν ἀπό μικρά νά διεκδικοῦν. Κι ἐμεῖς καλό εἶναι νά μήν εἴμαστε καί τόσο σκληροί στίς «διαπραγματεύσεις». Ὅσο ἡ σχέση μας μέ τό παιδί μας βασίζεται στήν ἐμπιστοσύνη, θά βρίσκεται πάντοτε μία λύση. Κάτι ἄλλο πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε εἶναι νά προτείνουμε στό παιδί νά τό συνοδεύσουμε στό δωμάτιό του. Μιὰ τέτοια ἐνέργεια ἐκ μέρους μας θά ἔδειχνε στό παιδί ὅτι, παρά τά ὅσα συνέβησαν, ἐμεῖς συνεχίζουμε νά τό ἀγαπᾶμε. Ἄν ὅμως τό παιδί ἀρνεῖται πεισματικά νά πάει στό δωμάτιό του, τότε δέν θά πρέπει σέ καμία περίπτωση νά τό ἐξαναγκάσουμε νά τό κάνει ἀσκώντας βία.

Ὅποιος νομίζει ὅτι ἕνα παιδί μπορεῖ νά ἐξαναγκαστεῖ νά μείνει κλειδωμένο γιά κάποιο χρονικό διάστημα σέ ἕνα δωμάτιο, θά βρεθεῖ πρό δυσάρεστων ἐκπλήξεων ὅταν, ἐπιστρέφοντας, βρεῖ ἀναστατωμένο τό δωμάτιο. Γιά νά ἀποτρέπουμε κάτι τέτοιο, ἡ πιό ἐνδεδειγμένη λύση εἶναι νά ἀλλάζουμε τό σκηνικό, λέγοντας, γιά παράδειγμα, στό παιδί: «Ξέχασα νά ἀγοράσω κάτι, θά ἔρθεις μαζί μου στό σουπερμάρκετ;» ἤ «Θά μέ βοηθήσεις νά ἑτοιμάσω τό βραδινό;» ἤ «Ἔλα νά βάλουμε τόν μικρό γιά ὕπνο». Τό κλείδωμα σέ ἕνα δωμάτιο μπορεῖ ἐπίσης νά προκαλέσει στό παιδί φοβία. Αὐτός εἶναι ἄλλος ἕνας σοβαρός λόγος πού δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε τέτοιου εἴδους τιμωρίες.



Γιά νά ἔχουν οἱ κατσάδες ἀποτελέσματα

Καί τό ἁπλό μάλωμα ἔχει τίς ἐπιπτώσεις του. Μέ λίγη προσοχή, ὅμως, ἴσως εἶναι δυνατό νά ἀποφύγουμε τίς δυσάρεστες συνέπειες. Γι’ αὐτό:

Μήν ὠρύεστε: Αὐτός πού ὑψώνει τή φωνή, οὐρλιάζει ἤ στριγκλίζει «πέφτει» στά μάτια τῶν παιδιῶν καί χάνει τό κῦρος του. Ἕνας πιό μετριοπαθής καί οὐσιαστικός τόνος πείθει περισσότερο. Ἀκόμα καί τά παιδιά.

Ἐπικεντρωθεῖτε στό συγκεκριμένο: Ὅταν μαλώνουμε τά παιδιά, καλό εἶναι νά περιοριζόμαστε στό συγκεκριμένο καί νά μήν ἀναμοχλεύουμε τό παρελθόν.

Μήν τά προσβάλλετε! Μήν ξεχνᾶτε ποτέ τήν παλιά συμβουλή πού μᾶς προτρέπει νά μήν κριτικάρουμε τό πρόσωπο ἀλλά τήν πράξη. Γι’ αὐτό, ἀποφύγετε νά χρησιμοποιεῖτε ἐκφράσεις τοῦ τύπου «Δέν εἶσαι καλό παιδί» καί προτιμῆστε ἐκφράσεις ὅπως «Αὐτό πού ἔκανες δέν εἶναι καλό».

Ὄχι μεγάλες κατσάδες: Μέ τίς συνεχεῖς κατσάδες δέν καταφέρνετε τίποτα. Γι’ αὐτό, μήν γίνεστε ἐπίμονοι. Ὅσο πιό μικρῆς διάρκειας εἶναι ἡ κατσάδα, τόσο πιό γρήγορα ἀποτελέσματα ἔχει. Ὅσο ἡ κατσάδα διαρκεῖ σέ χρόνο, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά μετατραποῦμε σέ κλόουν πού δέν τόν παίρνει κανείς στά σοβαρά.
πηγή

Πολιτιστικὲς ταυτότητες καὶ παγκοσμιοποίηση Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης





('Aπὸ τὸ Συνέδριο «Πολιτιστικὲς ταυτότητες καὶ παγκοσμιοποίηση», Ἀθήνα 2003, ἐκπαιδευτήρια «Κώστα Γείτονα»)




Μὲ πολλὴ χαρὰ συμμετέχω στὸ συνέδριο ποὺ διοργανώνει ἡ Ἑταιρεία Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ, καὶ τὰ Ἐκπαιδευτήρια  ΚΩΣΤΑ ΓΕΙΤΟΝΑ, μὲ ἕνα θέμα τόσο φλέγον καὶ ἐπίκαιρο ὅσο οἱ συνέπειες τῆς λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» γιὰ τὶς πολιτιστικὲς ἰδιαιτερότητες τῶν λαῶν, τὶς λεγόμενες πολιτιστικὲς «ταυτότητες». Εὐχαριστῶ τοὺς διοργανωτὲς τοῦ συνεδρίου γιὰ τὴν τιμὴ νὰ μοῦ ἀναθέσουν τὴν ἐναρκτήρια ὁμιλία τοῦ συνεδρίου.


Ὁ ὅρος «παγκοσμιοποίηση» τείνει πλέον νὰ ἐπικρατήσει στὴ γλώσσα μας καὶ νὰ γίνει τεχνικὸς ὅρος ὡς μετάφραση τοῦ globalization - mondialisation, ἑνὸς νεότευκτου ὅρου μὲ τὸν ὁποῖο δηλώνεται διεθνῶς τὸ φαινόμενο τῆς δημιουργίας μίας παγκόσμιας κοινότητας στὸ ἐπίπεδο κυρίως τῆς οἰκονομίας, μὲ ἀναπόφευκτες ὅμως προεκτάσεις στὴν πολιτική, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα στὸν πολιτισμό. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ ἀπόδοση τοῦ ὅρου αὐτοῦ στὴν ἑλληνικὴ εἶναι εὔστοχη ἢ ὄχι -ἡ ὁρολογία στὴν ἱστορία τῆς γλώσσας δὲν διαμορφώνεται σχεδὸν ποτὲ μὲ βάση τοὺς γλωσσικοὺς κανόνες- ἡ πραγματικότητα, ποὺ δηλώνει, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ οὔτε μὲ τὸν ὅρο «παγκοσμιότητα», οὔτε μὲ τὸν ὅρο «οἰκουμενικότητα», ὅπως ἐπιχειρεῖται ἀπὸ πολλούς. Τὸ φαινόμενο, ποὺ θέλουμε νὰ περιγράψουμε μὲ τὸν ὅρο «παγκοσμιοποίηση», διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ ὅ,τι ὑποδηλώνουν οἱ ὅροι «παγκοσμιότητα» καὶ «οἰκουμενικότητα», καὶ δὲν θὰ ὠφελοῦσε σὲ τίποτε -μᾶλλον θὰ δημιουργοῦσε σύγχυση καὶ ἐπικίνδυνη φυγὴ ἀπὸ τὸ πρόβλημα- τὸ νὰ ἀντικαταστήσουμε τὸν ὅρο «παγκοσμιοποίηση» μὲ τοὺς ὅρους αὐτούς.


Τόσο ἡ παγκοσμιότητα ὅσο καὶ ἡ οἰκουμενικότητα ἀποτελοῦν θεμελιώδεις ὑπαρκτικὲς ἰδιότητες: δηλώνουν τρόπους ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ καταβολῆς τῆς ἱστορίας του. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς τὶς ἰδιότητες αὐτές. Ἡ παγκοσμιοποίηση, ὅμως, ἀποτελεῖ νεότερο ἱστορικὸ φαινόμενο, μία συνειδητὴ κατασκευή, ἕνα κατασκευασμένο ἱστορικὸ μόρφωμα, σύμφωνα μὲ μερικοὺς ἕνα σύγχρονο μύθο, ἕνα ἰδεολόγημα, πράγμα ποὺ καθιστᾶ ἴσως ἐπιτυχῆ τὸν ἑλληνικὸ αὐτὸ ὅρο μὲ τὸ δεύτερο συνθετικό του ( = - ποίηση). Ἡ «παγκοσμιοποίηση» εἶναι μία τεχνητὴ παγκοσμιότητα, μία παραμορφωμένη οἰκουμενικότητα. Πρόκειται γιὰ μία τυπικὴ περίπτωση «φαντασιακῆς θέσμισης τῆς κοινωνίας», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἔκφραση τοῦ Κορνήλιου Καστοριάδη. Ὡς τέτοια πρέπει νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε σὲ σχέση καὶ μὲ τὸ θέμα τοῦ πολιτισμοῦ.


Γιὰ νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὴν παγκοσμιοποίηση καὶ τὶς ἐπιπτώσεις της στὸ χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ, πρέπει νὰ ἀναχθοῦμε στὶς ἱστορικὲς ρίζες, ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν παρήγαγαν. Ἔτσι θὰ ἀντιμετωπίσουμε πιὸ σωστὰ τὰ κύρια χαρακτηριστικά τοῦ φαινομένου, καὶ προπάντων τὶς πολιτιστικὲς ἐπιπτώσεις του.


Ὑπάρχει ἡ γνώμη ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση ἀποτελεῖ φαινόμενο, ποὺ σηματοδοτεῖ τὸ τέλος τῆς «μοντέρνας ἐποχῆς», τῆς ἐποχῆς δηλαδὴ ποὺ ξεκινάει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴ δεύτερη ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση τὸν 17ο αἰώνα καὶ ποὺ ὁδήγησε διὰ μέσου τῆς δεύτερης βιομηχανικῆς ἐπανάστασης τὸν 18ο αἰώνα στὴ σύνδεση τῶν ἐπιστημονικῶν ἀνακαλύψεων μὲ τὴν παραγωγή. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ παγκοσμιοποίηση δὲν εἶναι παρὰ φυσικὴ συνέπεια τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως ἐκφράζεται ἤδη ἀπὸ τὸν Καρτέσιο ὅταν γράφει ὅτι μὲ τὴν πρόοδο τῆς γνώσεως καὶ τῶν ἐπιστημῶν ὁ ἄνθρωπος θὰ καταστεῖ «κύριος καὶ κάτοχος τῆς φύσεως» (maitre et possesseur de la nature), ἀφοῦ θὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ γνώση, γιὰ νὰ παράγει χρήσιμα γι' αὐτὸν ἀποτελέσματα. Τὸ φαινόμενο τῆς παγκοσμιοποίησης δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς ὁρισμένα βασικὰ χαρακτηριστικά τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων κυρίαρχο ρόλο παίζουν τὰ ἀκόλουθα :


α) Ἡ σύνδεση τῆς γνώσης μὲ τὴν παραγωγή: Πρόκειται γιὰ καθαρὰ «δυτικὸ» φαινόμενο, μὲ τὶς ρίζες του βαθιὰ στὴ ρωμαϊκὴ νοοτροπία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὅ,τι δὲν παράγει ἀποτέλεσμα χρήσιμο, ἀγνοεῖται ὡς οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτο. Ἡ ρωμαϊκὴ αὐτὴ ἀντίληψη ἀνέτρεψε τὴν ἀρχαιοελληνικὴ προσέγγιση τῆς γνώσης ὡς μέσου, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ «καλὸν» καὶ τὸ «ἀγαθόν», δηλαδὴ ὡς αἰσθητικῆς καὶ ἠθικῆς ἀξίας, καὶ τὴ συνέδεσε μὲ τὴ χρηστικότητα καὶ τὴ χρησιμοθηρία. Ἀπομακρύνθηκε ἐπίσης ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ θεώρηση τῆς γνώσης ὡς μέσου πραγματώσεως τῆς ἀγάπης. Σύμφωνα μὲ τὴν Παύλειο ἀρχὴ «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Εἶναι πολὺ φυσικὸ μία τέτοια νοοτροπία νὰ γεννήσει τὴν προτεραιότητα τῆς οἰκονομίας στὸν πολιτισμό, καὶ μάλιστα τῆς οἰκονομίας τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς ἀγορᾶς, καθιστώντας ἔτσι τὴν παγκοσμιοποίηση πρωταρχικὰ καὶ κυρίως θέμα οἰκονομικό. Ὅλα σὲ μία τέτοια νοοτροπία ὁδηγοῦν στὴ λογική τῆς ἐλεύθερης οἰκονομίας, μὲ βασικὴ δυναμικὴ τὴ διαρκῆ κερδοφορία.


β) Ἡ νοοτροπία αὐτὴ τῆς χρηστικότητας, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι μόνον ὅ,τι παράγει ἀποτέλεσμα δικαιώνει τὴν ἀνθρώπινη πράξη (ἂς σημειωθεῖ ὅτι στὴν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ στοχασμοῦ τὸ εἶναι ταυτίστηκε μὲ τὸ πράττειν), δὲν θὰ παρήγαγε τὴν παγκοσμιοποίηση χωρὶς τὴ βοήθεια ἑνὸς ἄλλου χαρακτηριστικοῦ τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ θεώρηση τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτόμενου ὄντος. Αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ ἔξαρση τῶν νοητικῶν ἱκανοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὑπερτίμηση τῆς νόησης καὶ ἡ ἀπομόνωσή της ἀπὸ τὶς λοιπὲς σωματικὲς λειτουργίες του, ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀνακάλυψη ὅτι ἡ νόηση εἶναι δύναμη, δημιούργησε τὴν τεχνολογία ὡς μέσο ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων χωρὶς τὴν παρέμβαση σωματικῶν καὶ τοπικῶν δεσμεύσεων. Ἔτσι ἡ τεχνολογία, ὡς καθαρὴ νόηση, ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους παρακάμπτοντας τοὺς περιορισμούς, ποὺ συνεπάγεται τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἡ σχέση του μὲ ἕνα συγκεκριμένο φυσικὸ περιβάλλον, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παράγει μία παγκόσμια κοινωνία σὲ βάρος τῶν φυσικῶν καὶ τοπικῶν ἰδιαιτεροτήτων. Γι' αὐτό. τὸ μεγαλύτερο θύμα τῆς τεχνολογίας εἶναι ἡ ἀνθρώπινη σωματικότητα καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, τυχαῖο τὸ ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση χρειάζεται τὴν τεχνολογία, γιὰ νὰ ἑνώσει τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ὅτι στὴν ἕνωση, ποὺ παράγει, θυσιάζονται τόσο ἡ ἀνθρώπινη σωματικότητα (οἱ ἄνθρωποι δὲν χρειάζονται πλέον τὴ σωματικὴ συνεύρεση καὶ παρουσία γιὰ νὰ ἐπι-κοινωνήοουν, ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀντικαθιστᾶ ἡ πληροφορικὴ) ὅσο καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (εἶναι ἁπτὴ πλέον ἡ ἀδιαφορία ἢ καὶ ἡ βλάβη, ποὺ ἐπιφέρει ἡ παγκοσμιοποίηση στὸ φυσικὸ περιβάλλον προβάλλοντας τὰ πρότυπα συνεχοῦς ἀναπτύξεως καὶ καταναλώσεως ἀγαθῶν ὡς πρωταρχικὰ στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ).


γ) Βασικὰ χαρακτηριστικά του πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος γέννησε καὶ τρέφει τὴν παγκοσμιοποίηση, εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου ὀπὸ ἐκείνη τοῦ ἀτόμου. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο ἐννοιῶν εἶναι ριζικὴ καὶ ὁριοθετεῖ τὴ δυτικὴ φιλοσοφικὴ παράδοση, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Βοηθίου τὸν 5ο μ.Χ. αἰώνα, ἀπὸ ἐκείνη τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς Καππαδόκες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ ὅτι τὸ μὲν ἄτομο εἶναι ἔννοια ἀριθμητική, προσφέροντας ἔδαφος τόσο στὴ μόνωση, τὴν αὐτάρκεια καὶ τὴν ἐσωστρέφεια, ὅσο καὶ στὸ ἀντίθετό τους, τὴν ὁμαδοποίηση, τὸν κολλεκτιβισμὸ καὶ τὴν ὁμαδοποίηση. Ἐνῶ τὸ πρόσωπο δηλώνει τὴν ἀπόλυτη μοναδικότητα, ποὺ δὲν αὐτοβεβαιώνεται ναρκισσιστικά, ἀλλὰ πηγάζει ἀπὸ μία ἀδιάρρηκτη σχέση μὲ τὸν ἄλλο. Στὸ ἄτομο δὲν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὕπαρξη τοῦ «ἄλλου», γιὰ νὰ ὑφίσταται, ἐνῶ στὸ πρόσωπο ἡ σχέση μὲ τὸν «ἄλλο», ἡ ἑτερότητα εἶναι προϋπόθεση γιὰ τὴν ὕπαρξή του. Ἡ παγκοσμιοποίηση ἔχει ὡς ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο τὸν ἀτομισμό, τὰ δικαιώματα τοῦ ἀτόμου -ὄχι τοῦ προσώπου-καὶ μάλιστα στὴ χρηστική τους μορφή, δηλαδὴ στὴ μορφὴ τῆς εὐδαιμονίας τοῦ ἀτόμου, ὅπως τὴν προβλέπει καὶ τὴ θεσπίζει ἐπίσημα τὸ Ἀμερικάνικο Σύνταγμα.


Ἡ παγκοσμιοποίηση προσφέρει ἑνότητα ἀτόμων, ὄχι προσώπων, γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τρόπο μυστηριώδη, ἐνῶ προωθεῖ τὴν παγκόσμια ἑνότητα, τὸ κάνει ἐνθαρρύνοντας καὶ καλλιεργώντας τὶς διακρίσεις μεταξὺ ἐκείνων ποὺ εὐδαιμονοῦν καὶ ἐκείνων ποὺ δυστυχοῦν, προκαλώντας συχνὰ εἴτε συγκρούσεις συμφερόντων, εἴτε περιθωριοποίηση, αὐτοεγκατάλειψη καὶ ἐπιτακτικὴ ἀπομόνωση ὅσων δὲν κατορθώνουν νὰ εἶναι ἀρκετὰ παραγωγικοί, ὥστε νὰ ἔχουν δικαίωμα στὴν εὐδαιμονία.


Θὰ μποροῦσε, λοιπόν, συνοπτικὰ νὰ θεωρήσει κανεὶς τὴν παγκοσμιοποίηση ὡς ἕνα ἐπινόημα ἢ κατασκεύασμα τοῦ συγχρόνου δυτικοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δανείστηκε ἀπὸ τὴ φιλοσοφικὴ καὶ πολιτιστικὴ παράδοσή του καὶ συνέθεσε σὲ μία ἑνότητα τὴ γνωσιοκρατία, τὴ χρηστικότητα καὶ τὴν ἀτομοκρατία, προκειμένου νὰ δημιουργήσει μία παγκόσμια κοινωνία ἀτόμων συνδεδεμένων μεταξύ τους μὲ τὴν ἐπιδίωξη τῆς ἀτομικῆς εὐδαιμονίας διὰ μέσου της χρησιμοποιήσεως τῆς γνώσεως ὡς ἐργαλείου αὐξήσεως τῆς παραγωγῆς διὰ τῆς οἰκονομικῆς προόδου. Ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι κατὰ συνέπεια ἄρρηκτα δεμένη μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη ( = παραγωγικότητα), τὴν τεχνολογία (=γνωσιοκρατία) καὶ τὴν εὐδαιμονία τοῦ ἀτόμου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμπεριέχει μία βαθιὰ ἀντίφαση, ἡ ὁποία καθιστᾶ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, τὸν χαρακτηρισμό της ὡς «καλοῦ» ἢ ὡς «κακοῦ» φαινομένου. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ἑνώνει τοὺς λαοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ συντελεῖ στὴν ὑπέρβαση τῶν συγκρούσεων, τὸν ἐκδημοκρατισμὸ τῆς πολιτικῆς μὲ τὴν προώθηση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου, τὴν αὔξηση τοῦ πλούτου μὲ τὴ Βοήθεια τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς παραγωγῆς ἀγαθῶν ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ ὠφεληθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ πλανήτη μας. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, λόγω τῆς ἀτομοκρατίας, καλλιεργεῖ τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαυτία, πράγμα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἄδικη κατανομὴ τοῦ παραγομένου πλούτου, ἐπιτείνει τὸν εὐδαιμονισμὸ μὲ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἀναγκῶν χάρη τῆς μεγαλύτερης παραγωγῆς καὶ κατανάλωσης ἀγαθῶν, καὶ ὑποτάσσει τὰ πάντα στὴν οἰκονομικὴ δύναμη, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖ τὴ γνώση γιὰ τοὺς σκοπούς της, ἐξαγοράζοντάς την μὲ τὴ λογικὴ ὅτι τίποτε, ἄρα καὶ ἡ γνώση, δὲν ἔχει νόημα, ἂν δὲν παράγει ἀποτέλεσμα χρήσιμο γιὰ τὴν εὐδαιμονία τοῦ ἀτόμου.


Ἡ παγκοσμιοποίηση, λοιπόν, βασίζεται στὴν ἀντίληψη ὅτι πολιτισμὸς εἶναι στὴν οὐσία ὅ,τι παράγει ἡ γνώση ὡς «χρῆμα», δηλαδὴ ὡς κάτι «χρήσιμο» γιὰ τὴν εὐδαιμονία τοῦ ἀτόμου. Ὁ «πολιτισμὸς» αὐτός, λόγω τῆς ἀτομοκρατίας του, ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους στὸν κοινὸ ἄξονα τῆς εὐδαιμονίας, ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ οἰκονομικὴ εὐμάρεια, καὶ καθιστᾶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δευτερεύουσα ἤ, ἂν εἶναι ἐμπόδιο, ἐξοβελιστέα κάθε ἄλλη μορφὴ πολιτιστικῆς ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων.


Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναδύεται τὸ πρόβλημα τῶν πολιτιστικῶν ταυτοτήτων.


Εἶναι διάχυτος ὁ φόβος ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση ἀπειλεῖ μὲ ἰσοπέδωση τὶς πολιτιστικὲς ἰδιαιτερότητες καὶ ἀποβλέπει στὴν ἐπιβολὴ μιᾶς ἑνιαίας μορφῆς πολιτισμοῦ σὲ παγκόσμια κλίμακα. Ὁ φόβος αὐτός, μὲ τὴ μορφή, τουλάχιστον, μὲ τὴν ὁποία συνήθως νοεῖται, δὲν ἔχει σοβαρὰ ἐρείσματα. Διότι ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου, στήν ὁποία βασίζεται ἡ παγκοσμιοποίηση, δὲν ἐπιτρέπει τὴ βιαία ἐπιβολὴ κανενὸς εἴδους πολιτισμοῦ. Ἂν οἱ λαοί, γιὰ παράδειγμα, βρίσκουν τὰ κινηματογραφικὰ προϊόντα μίας χώρας πιὸ ἑλκυστικὰ ἀπὸ ὅσα τοὺς προσφέρει ἡ δική τους τέχνη, αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐκτιμήσουν ὅσο ἀξίζει, ἂν ἀξίζει, τὸ δικό τους πολιτισμό. Σημαίνει εἴτε ὅτι ὁ δικός τους πολιτισμὸς εἶναι κατώτερος τοῦ ξένου, εἴτε ὅτι ἡ παιδεία τους δὲν τοὺς ἔμαθε τὴν ἀξία του, ἂν δὲν ἁλώθηκε βέβαια καὶ ἡ ἴδια ἡ παιδεία ἀπὸ τὸν «ξένο» αὐτὸ πολιτισμό. Ἡ παγκοσμιοποίηση, μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ἀπειλεῖ παρὰ μόνο τὶς πολιτιστικὲς ταυτότητες ποὺ ἔχουν ἤδη ἀτονήσει καὶ ἐξασθενήσει ἀπὸ μόνες τους ὡς ὑπαρξιακὰ βιώματα τοῦ λαοῦ, αὐτὲς ποὺ ἔχουν περιπέσει σὲ «φολκλὸρ» καὶ ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν προξενοῦν κανένα πρόβλημα στὴν παγκοσμιοποίηση.


Ἡ παγκοσμιοποίηση δὲν ἐνοχλεῖται καθόλου ἀπὸ τὴν πολυπολιτισμικότητα. ὅταν αὐτὴ περιορίζεται στὴ φολκλορικὴ ἔκφρασή της. Ἀντιθέτως τὴν ἐνθαρρύνει ὡς ἕνα ἐμπλουτισμὸ τῆς ἀτομικῆς τέρψεως καὶ εὐδαιμονίας. Τὴ χρηματοδοτεῖ μάλιστα, γιὰ νὰ γίνει πιὸ «χρήσιμη» σὲ ὅσους εἶναι σὲ θέση νὰ ἐξαγοράσουν τὰ «ἐνδιαφέροντα» αὐτὰ «ἐξωτικὰ» προϊόντα του πολιτισμοῦ. Ἔτσι, οἱ «φολκλορικὲς» αὐτὲς πολιτιστικὲς ἰδιαιτερότητες μπορεῖ νὰ «πουληθοῦν» ὡς οἰκονομικὰ ἀγαθὰ στὴν παγκόσμια ἀγορὰ καὶ νὰ γίνουν οἱ ἴδιες μέρος τῆς παγκοσμιοποίησης.


Ἡ παγκοσμιοποίηση ἐνοχλεῖται μόνον ὅταν μία συγκεκριμένη πολιτιστικὴ ταυτότητα ἐμποδίζει τὶς πολιτισμικὲς συνιστῶσες, ποὺ περιγράψαμε πιὸ πάνω ὡς βασικὰ συστατικά της. Ὅ,τι, γιὰ παράδειγμα, δὲν θεωρεῖ τὴ γνώση ὡς χρηστικὸ ἐργαλεῖο προωθήσεως τῆς ἀτομικῆς εὐημερίας διὰ τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως. πρέπει νὰ ἐξοβελιστεῖ. Ἕνας λαὸς ποὺ ἀφιερώνει περισσότερο χρόνο στὴ διασκέδαση παρὰ στὴν ἐργασία καὶ δὲν προάγει τὴν οἰκονομία, πρέπει νὰ ἀλλάξει νοοτροπία. Ἕνα κράτος, ποὺ μὲ τὸ ἐκπαιδευτικό του σύστημα δὲν ἐξυπηρετεῖ τὴν παραγωγή, πρέπει νὰ προβεῖ στὶς ἀνάλογες μεταρρυθμίσεις. Κάθε Δίκαιο ποὺ ἐμποδίζει τὴν εὐδαιμονία τοῦ ἀτόμου, τὸ ὕψιστο αὐτὸ πολιτισμικὸ ἀγαθό, πρέπει νὰ ἀναπροσαρμοστεῖ. Αὐτὲς καὶ ἄλλες παρόμοιες ἰδιαιτερότητες, ποὺ ἅπτονται τῶν ἀρχῶν ποὺ γέννησαν τὴν παγκοσμιοποίηση, ὅπως τὶς περιγράψαμε πιὸ πάνω, πράγματι ἀπειλοῦνται ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση. Ἀλλά, ὅταν ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἤδη παραχωρηθεῖ, γιὰ ποιὰ πολιτιστικὴ ταυτότητα μιλᾶμε πλέον ὅτι ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση;


Ἂς ἔλθουμε στὰ καθ' ἠμᾶς. Μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι, ἡ παγκοσμιοποίηση ἀπειλεῖ τὴν πολιτιστική μας ταυτότητα; Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ πολιτιστικὴ ταυτότητά μας, ποὺῦ κινδυνεύει ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση; Ἂς δοῦμε τὸ ζήτημα αὐτὸ σὲ βάθος καὶ μὲ προσοχή.


Πολὺς λόγος γίνεται τὰ τελευταία χρόνια γιὰ τὴν ἑλληνικότητα, τὴν ἰδιαίτερη δηλαδὴ πολιτισμικὴ ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων. Ἀλλὰ σὲ τί συνίσταται ἡ ταυτότητα αὐτή; Τρία στοιχεῖα θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπομονώσουμε ὡς βασικὰ συστατικά τῆς ταυτότητάς μας:


α) Ἡ γλώσσα. Πράγματι, ἡ γλώσσα ἀποτελεῖ συστατικὸ στοιχεῖο κάθε πολιτιστικῆς ταυτότητας. Μὲ ποιὸ τρόπο τὴν ἀπειλεῖ ἡ παγκοσμιοποίηση; Σίγουρα ὄχι μὲ τὴν ἀντικατάστασή της μὲ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο ἢ τὴν κατάργησή της. Τέτοιες ἀπειλὲς δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο στὴ σκέψη φοβισμένων ἢ προκατειλημμένων ἀνθρώπων. Ἂν ἀπειλεῖται ἡ γλώσσα ἀπὸ κάτι, αὐτὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς χρηστικότητας, στὸ ὁποῖο ἀναφερθήκαμε πιὸ πάνω. Αὐτὸ συνεπάγεται δύο πράγματα: πρῶτον, τὴν ἁπλοποίηση καὶ τὸν περιορισμὸ τοῦ λεξιλογίου στὸ ἐλάχιστο, ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἀποτελεσματικὰ τὴν παραγωγή, δείχνει τὴν λεξιπενία, τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων κ.τ.λ., καί, δεύτερον, τὸν ὑποβιβασμό της σὲ δεύτερη μοίρα σὲ σχέση μὲ κάποια ξένη γλώσσα, ποὺ εἶναι πιὸ χρηστικὴ στὴν παγκόσμια κοινότητα. Ξαναγυρίζουμε δηλαδὴ πάλι στὶς βασικὲς πολιτισμικὲς συνιστῶσες τῆς παγκοσμιοποίησης. Ἂν ὁ λαὸς μας ἔχει ἀποδεχθεῖ τὶς συνιστῶσες τῆς χρηστικότητας τῆς γνώσης, τῆς προτεραιότητας τῆς παραγωγικότητας κ.τ.λ., τότε μοιραία ἡ γλώσσα του θὰ ὑποστεῖ κάποιες συνέπειες. Τὸ πρόβλημα, συνεπῶς, δὲν εἶναι στὴν οὐσία τί θὰ γίνει μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ τί θὰ γίνει μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῆς πολιτισμικῆς ἀρχῆς τῆς χρηστικότητας ὡς πρὸς ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ, περιλαμβανομένης καὶ τῆς γλώσσας.


β) Ἡ ἐθνικὴ κυριαρχία. Κρίσιμο πρόβλημα ποὺ θὰ προκύψει στὰ πλαίσια τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι ἡ τύχη τοῦ ἔθνους-κράτους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ τὰ πράγματα εἶναι κάπως περίπλοκα. Ἀποτελεῖ ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους-κράτους συστατικὸ στοιχεῖο μιᾶς πολιτιστικῆς ταυτότητας, κάτι ἀνάλογο μὲ τὴ γλώσσα; Ἡ ἱστορία ἀλλὰ καὶ ἡ σύγχρονη πραγματικότητα δὲν ἐπιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Στὸ Βυζάντιο, γιὰ παράδειγμα, ὑπάρχει ἑνιαία πολιτισμικὴ ταυτότητα, παρὰ τὸ ὅτι στὸ ἴδιο κράτος στεγάζονται διάφορα ἔθνη. Στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας τὸ Γένος μας διατηρεῖ καὶ ἀναπτύσσει τὴν ἰδιαίτερη πολιτιστικὴ ταυτότητά του, χωρὶς νὰ διαθέτει δική του κρατικὴ ταυτότητα. Ἀκόμα καὶ σήμερα ὁ ἑλληνισμὸς τῆς διασπορᾶς διατηρεῖ ἐξ ἴσου, ἂν ὄχι καὶ περισσότερο, μὲ τοὺς Ἕλληνες τῆς μητροπολιτικῆς Ἑλλάδος τὴν ἰδιαίτερη πολιτιστικὴ ταυτότητά του. Ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους-κράτους εἶναι καὶ αὐτὴ σὲ κάποιο βαθμό, ὅπως καὶ ἡ παγκοσμιοποίηση, ποὺ τώρα τείνει νὰ τὴν καταργήσει, τεχνητὸ κατασκεύασμα τῆς ἴδιας πολιτισμικῆς νοοτροπίας, ποὺ γέννησε τὸν 18ο -19ο αἰώνα τὸν ἐθνικισμὸ καὶ ποὺ σήμερα γεννᾶ τὴν παγκοσμιοποίηση. Τώρα, λοιπόν, ποὺ τὰ ἔθνη-κράτη καλοῦνται διαρκῶς καὶ περισσότερο νὰ παραχωρήσουν τὴν κρατικὴ κυριαρχία τους, νὰ ἀνοίξουν τὰ σύνορά τους, νὰ ἐπιτρέψουν τὴν ἐγκατάσταση ξένων στὸ ἔδαφός τους μὲ ἀναπόφευκτη συνέπεια τὴ δημογραφικὴ ἀλλοίωσή τους, ὁ ἑλληνισμὸς ὡς πολιτιστικὴ ταυτότητα θὰ πρέπει νὰ διαχωριστεῖ σαφῶς ἀπὸ τὸν ἑλλαδισμό, καὶ νὰ μὴ συγχέεται ἢ ταυτίζεται μὲ αὐτόν. Ἂν δὲν θέλουμε ἡ παγκοσμιοποίηση νὰ συνθλίψει τὴν ἐθνική μας ταυτότητα, πρέπει νὰ κάνουμε τὸν διαχωρισμὸ αὐτὸ καὶ νὰ ἀναπτύξουμε τὸν ἑλληνισμὸ ὡς πολιτιστικὴ ταυτότητα, ποὺ δὲν θὰ ἐξαρτᾶ τὴν ἐπιβίωσή της ἀπὸ τὴν τύχη τοῦ ἔθνους-κράτους.


γ) Ἡ θρησκεία. Καίριο ζήτημα δημιουργεῖ ἡ θρησκεία στὴν πορεία τῆς παγκοσμιοποίησης. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν περίφημη θεωρία γιὰ τὴ σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν, ὁ εἰσηγητὴς τῆς θεωρίας διαχωρίζει τοὺς πολιτισμοὺς οὐσιαστικὰ μὲ βάση τὴ θρησκεία. Ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνο στρουθοκαμηλισμὸ ἡ τάση πολλῶν πολιτικῶν νὰ ὑποτιμοῦν τὸ ρόλο τῆς θρησκείας στὴ ζωὴ ἑνὸς ἔθνους. Ἡ θρησκεία διαμόρφωσε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ διαμορφώνει, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, πολιτιστικὲς ταυτότητες. Τὸ πρόβλημα σήμερα εἶναι ἂν ὁ ρόλος τῆς θρησκείας στὴ διαμόρφωση τῶν πολιτισμικῶν ταυτοτήτων μπορεῖ νὰ συνεχιοτεῖ, καὶ μέ. ποιὸν τρόπο, στὰ πλαίσια τῆς παγκοσμιοποίησης. Ἡ πείρα τοῦ παρελθόντος, κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ θρησκεία χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ διαιρέσει ἢ νὰ καταπιέσει, ἀντὶ νὰ ἑνώσει καὶ ἐλευθερώσει τοὺς ἀνθρώπους, ὁδηγεῖ στὴν τάση νὰ ἀποχρωματιστεῖ, ὅσο περισσότερο γίνεται, ὁ πολιτισμὸς ἀπὸ τὴ θρησκεία. Αὐτὸ εἶναι ὄχι μόνο ἀνεδαφικό, ἀλλὰ καὶ ἐπιζήμιο. Γιατί ἡ θρησκεία ἀπὸ τὴ φύση της μπορεῖ νὰ συντελέσει στὴν ἀνάπτυξη μιᾶς ὑγιοῦς παγκοσμιότητας, ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὶς στρεβλώσεις τῆς παγκοσμιοποίησης. Ἰδιαίτερα ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία μὲ ἄξονα τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου μπορεῖ νὰ δείξει πρὸς μία παγκοσμιότητα ποὺ θὰ σέβεται τὴ διαφορὰ καὶ τὴν ἑτερότητα, ποὺ δὲν φοβᾶται τὸν «ἄλλο», ὅσο διαφορετικὸς καὶ ἂν εἶναι αὐτός, ἀκόμα καὶ στὴ θρησκεία του, ἀλλὰ θὰ τὸν ἀγκαλιάζει ὡς ἀδελφό. Μία τέτοια Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία θὰ «ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ», κατὰ τὴ φράση τοῦ Παύλου, καὶ ὄχι ἐν ζηλωτικῇ μισαλλοδοξίᾳ, ἡ ὁποία δὲν θὰ ταυτίζει τὴν ὑπόστασή της μὲ μία ἐθνικὴ ἢ κρατικὴ ὀντότητα, ἀλλὰ θὰ διαποτίζει τὸν πολιτισμὸ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας, εἶναι ὄχι μόνο ἀνεκτή, ἀλλὰ καὶ ἄκρως ἀναγκαία στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης.


Δυστυχῶς, ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα δυσχεραίνεται στὸν πολιτισμικό της ρόλο ἀπὸ διαφόρους ἐνδογενεῖς, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, παράγοντες. Ἕνας τέτοιος παράγων εἶναι ἡ διάρθρωση καὶ ἡ δόμησή της σὲ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες μὲ βάση τὴν ἔννοια τοῦ ἔθνους-κράτους. Αὐτὸ σημαίνει πολλὲς φορὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία δίνει προτεραιότητα στὴν ἐθνική της ταυτότητα καὶ ὄχι στὴν οἰκουμενικότητά της. Κινδυνεύει ἔτσι νὰ συμπαρασυρθεῖ μὲ τὸ ἔθνος-κράτος στὴ δίνη τῆς παγκοσμιοποίησης.

Ἄλλος παράγων ἀνασταλτικός της πολιτισμικῆς συνεισφορᾶς της εἶναι ἡ ἀδυναμία, ποὺ συνήθως ἐπιδεικνύει, νὰ βρεῖ τὴ χρυσὴ τομὴ μεταξύ τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι. Πολλὲς φορὲς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴν ἱστορία μετερχόμενη κοσμικὲς μεθόδους, ἀντιγράφοντας ἢ καὶ ἀνταγωνιζόμενη τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν οἰκονομικὴ δύναμη, μὲ κίνδυνο νὰ ἐκκοσμικεύσει τὸ μήνυμά της καὶ νὰ τὸ καταστήσει ἕρμαιο τῆς ἐφήμερης δημοσιότητας. Ἄλλοτε, πάλι, ἀποσύρεται στὸ κελὶ τῆς προσευχῆς της καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ ταλανίζουν τὸν ἄνθρωπο, ἀρνούμενη νὰ παράγει πολιτισμό. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς τάσεις εἶναι ἄκρως ἐπιζήμιες τὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀνέκαθεν δημιούργησε πολιτισμό, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκανε ὄχι ταυτιζόμενη μὲ ἐφήμερες κοσμικὲς δυνάμεις ἀλλὰ προβάλλοντας αἰώνιες πνευματικὲς ἀρχὲς καὶ ἐνδιαφερόμενη γιὰ τὴ διείσδυση τῶν ἀρχῶν αὐτῶν στὸν πολιτισμό. Τέτοιες βασικὲς καὶ θεμελιώδεις πνευματικὲς ἀρχὲς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀκεραιότητα καὶ μοναδικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου, ἡ ἱερότητα καὶ ὁ σεβασμὸς τοῦ σώματος καὶ τῆς φυσικῆς δημιουργίας τοῦ θεοῦ, καὶ ὅλα ὅσα συναφῆ μὲ αὐτὰ ἐκφράζουν τὸν πολιτισμὸ ἑνὸς λαοῦ.

Ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει χρέος νὰ πάρει θέση ὡς πρὸς τοὺς κινδύνους ποὺ ἐγκυμονεῖ ἡ παγκοσμιοποίηση γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν ἐλευθερία του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ φυσικὸ περιβάλλον (ἂς σημειωθοῦν ἐδῶ οἱ πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου), τὸ ὁποῖο κινδυνεύει ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης καὶ τὴν παντοδυναμία τῆς τεχνολογίας.


Ἡ θέση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ εἶναι κριτικὴ στὸ ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν, ἀλλὰ κυρίως πρέπει νὰ εἶναι ἐποικοδομητικὴ στὴν καλλιέργεια ἑνὸς ἤθους, ποὺ θὰ σέβεται τὴν ἑτερότητα κάθε προσώπου καὶ κάθε πολιτισμοῦ, κρίνοντας ἔτσι στὴν πράξη καὶ ὄχι στὸ λόγο κάθε ὁλοκληρωτικὴ καὶ ἰσοπεδωτικὴ τάση τῆς παγκοσμιοποίησης. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ διαμορφώνει ἦθος ὄχι τόσο μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει ὅσο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ὁ χῶρος δηλαδὴ μέσα στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ βρεφικὴ μέχρι τὴ γεροντικὴ ἡλικία ἐθίζεται μὲ τὴ λατρεία, τὴν προσευχή, τὴν ἄσκηση κ.λ.π. στὸ σεβασμὸ τοῦ ἄλλου, τοῦ κάθε ἄλλου, στὴν ὀμορφιὰ τῆς τέχνης. στὴν προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἀπὸ τὴν ἀπληστία τῆς ἀτομικῆς εὐδαιμονίας, στὴν ὑποταγὴ τῆς γνώσης, στὴν ἀγάπη. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἰσχυρὸ ἀντίδοτο σὲ κάθε παρενέργεια τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ ἀνάπτυξης πολιτισμοῦ.


Ἡ πολιτιστικὴ ταυτότητα δὲν εἶναι μουσειακὸς θησαυρὸς ἢ φολκλορικὴ ἰδιαιτερότητα. Δὲν εἶναι πατρογονικὴ κληρονομιὰ καὶ ἀγώνας γιὰ τὴ διάσωση ἢ συντήρησή της. Εἶναι κυρίως στάση ζωῆς, τρόπος τοῦ ὑπάρχειν. Ἐκεῖ θὰ πρέπει νὰ στραφεῖ ἡ προσοχή μας σὲ σχέση μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση. Τί νὰ τὴν κάνουμε τὴν κληρονομημένη ἰδιαιτερότητά μας, ὅταν ἡ στάση ζωῆς μας ἔχει πλήρως εὐθυγραμμιστεῖ μὲ τὴ νοοτροπία ποὺ δίνει προτεραιότητα στὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, θυσιάζοντας σ' αὐτὴν τὴν ἱερότητα τοῦ προσώπου καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς φύσεως; Κατὰ τί μπορεῖ νὰ ἀπειλήσει ἡ παγκοσμιοποίηση τὴν πολιτιστικὴ ταυτότητα ἑνὸς λαοῦ, ποὺ τῆς ἔχει ἤδη παραδοθεῖ ἐνδίδοντας στὶς δελεαστικὲς σειρῆνες τῆς ἀτομικῆς εὐδαιμονίας, ὁτιδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὸ τίμημα γι’ αὐτό;


Στὴν ὁμιλία μου αὐτὴ προσπάθησα νὰ δείξω ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση πηγάζει ἀπὸ κοσμοθεωριακὲς καὶ πολιτισμικὲς προϋποθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξέθρεψεν ὁ δυτικὸς πολιτισμός, κυρίως κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς νεωτερικότητας, καὶ οἱ ὁποῖες δὲν ἐξαφανίζονται ἀλλὰ ἐπιβιώνουν μὲ κάποια τροποποίηση στὴ λεγόμενη μετανεωτερικὴ ἐποχή. Κυρίαρχο στοιχεῖο παραμένει ἡ ἀτομοκεντρικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία μὲ τὴ βοήθεια τοῦ μετανεωτερικοῦ πλουραλισμοῦ καὶ τῆς σχετικοποιήσεως τῶν πάντων διαχέεται πλέον σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Στὸν ἀντίποδα τοῦ ἀτομοκρατικοῦ αὐτοῦ πολιτισμοῦ βρίσκεται ἡ ἑλληνικὴ πολιτισμικὴ ταυτότητα, ἀσφαλῶς στὸ βαθμὸ ποὺ τὴν ἐπηρεάζει ἡ Ὀρθοδοξία. Ἡ δαιμονοποίηση τῆς πανκοσμιοποίησης θὰ ἦταν ἄδικη, ἂν μάλιστα προέρχονταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀποδέχονται τὴν ἀτομοκρατία ὡς στάση ζωῆς καὶ κεντρικὸ ἄξονα πολιτισμοῦ. Ἡ παγκοσμιοποίηση κάνει τὸ πᾶν νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀτόμου. Χάρη σ' αὐτὴν θὰ αὐξηθεῖ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ εὐημερία τῶν ἀνθρώπων, ἂν μάλιστα ἐπιτευχθεῖ μία δικαιότερη κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν. Ἀλλὰ «οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος».

Μία παγκόσμια οἰκονομία, ἀκόμα καὶ μία παγκόσμια κυβέρνηση εἶναι νοητά. Ἀλλὰ ἕνας παγκόσμιος πολιτισμὸς εἶναι καὶ θὰ παραμένει ἀδιανόητος. Ὁ πολιτισμὸς εἶναι δημιουργία τοῦ προσώπου καὶ ὄχι τοῦ ἀτόμου. Ὁ πολιτισμὸς προϋποθέτει σχέση ἐλεύθερη καὶ ἀγαπητικὴ μὲ τὸν ἄλλο καὶ μὲ τὸ φυσικό μας περιβάλλον. Αὐτὴ ἡ σχέση δὲν μπορεῖ νὰ προσφερθεῖ σὲ παγκόσμια κλίμακα· τὸ internet δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ δημιουργήσει πολιτισμό. Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἀντιλαμβάνονται τοὺς ἑαυτούς τους ὡς «εἰκόνες θεοῦ», θὰ δημιουργοῦν πολιτισμὸ μέσα ἀπὸ τὶς σχέσεις τους μὲ ὅσα τὸ σῶμα τους μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ, εἴτε ὡς ἀνθρώπινες εἴτε ὡς φυσικὲς παρουσίες. Ὅλα αὐτὰ προϋποθέτουν τοπικοὺς καὶ χρονικοὺς περιορισμούς. Ἀκόμα καὶ ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν στὸν ἴδιο θεό, ἡ πολιτισμικὴ ἔκφραση τῆς πίστεώς τους θὰ ποικίλλει. Καμιὰ παγκοσμιοποίηση δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαφανίσει τὶς πολιτιστικὲς ταυτότητες, παρὰ μόνον ἂν οἱ λαοὶ παύσουν νὰ δημιουργοῦν.


Ἂν αὐτὸ εἶναι ἀληθινό, τότε ἴσως ἡ παγκοσμιοποίηση νὰ προσφέρει τὸ πλαίσιο γιὰ δημιουργικὴ συνάντηση τῶν πολιτιστικῶν ταυτοτήτων, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν θὰ προκύψει ἕνας παγκόσμιος πολιτισμός, ἀλλὰ μία ὤσμωση πολιτισμῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ὠφεληθοῦν ποιοτικὰ ὅλες οἱ πολιτιστικὲς ταυτότητες. Αὐτὸ συνέβη πάντοτε στὴν ἱστορία. Στὴν ἐποχή, λοιπόν, τῆς παγκοσμιοποίησης θὰ ἦταν λάθος κάθε περιχαράκωση τῶν πολιτιστικῶν ταυτοτήτων ἢ ἀντιπαλότητα μεταξὺ των καὶ εὐλογία ἡ συνύπαρξη καὶ ὤσμωσή τους. Ἀπὸ τὴν ὤσμωση αὐτὴ καμιὰ πολιτισμικὴ ταυτότητα, ποὺ ἔχει περιεχόμενό της τὴν ἀλήθεια, δὲν κινδυνεύει.


Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὴν δική μας πολιτιστικὴ ταυτότητα, ἂν δὲν τὴν παραδώσουμε ἀντὶ τοῦ «πινακίου φακῆς» τῆς οἰκονομικῆς εὐημερίας.

Τὸ βάρος τῆς δόξας C.S. Lewis


Ἂν ρωτήσετε σήμερα εἴκοσι ἀνθρώπους ποιὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀρετή, οἱ δεκαεννέα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀπαντήσουν ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ἂν ὅμως ρωτούσατε ὁποιονδήποτε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Χριστιανοὺς τοῦ παρελθόντος, αὐτὸς θὰ ἀπαντοῦσε ἡ Ἀγάπη.

Βλέπετε τί συνέβη; Ἕνας ἀρνητικὸς ὅρος ἀντικατέστησε ἕναν θετικό, καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ξεπερνᾶ τὴν ἁπλὴ φιλολογία. Ὁ ἀρνητικὸς ὅρος τῆς ἀνιδιοτέλειας κουβαλάει μέσα του τὴν πρόταση, ὄχι πρωτίστως τῆς διαφύλαξης καλῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου χωρὶς τοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι τὸ σημαντικὸ σημεῖο ἡ ἐγκράτειά μας καὶ ὄχι ἡ εὐτυχία τους. 

Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς Ἀγάπης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ὄχι ὅμως ὡς αὐτοσκοπό. Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ σχεδὸν κάθε περιγραφὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε στὸ τέλος, ἂν τὰ καταφέρουμε, περιέχει ἕνα ἔρεισμα στὴν ἐπιθυμία μας.. Ἂν στὴ σύγχρονη σκέψη ἐλλοχεύει ἡ ἀντίληψη πὼς τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ δικό μας καλὸ καὶ νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς ἀποφέρει εἶναι κακὸ πρᾶγμα, πιστεύω πὼς ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔχει παρεισφρήσει ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Ἀπεναντίας, ἂν σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὶς συγκλονιστικὲς ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς ὑπόσχεται τὸ Εὐαγγέλιο, φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκει τὶς ἐπιθυμίες μας ὄχι πολὺ δυνατές, ἀλλὰ πολὺ ἀδύναμες. Εἴμαστε χλιαρά, ἀπρόθυμα πλάσματα ποὺ χαζολογᾶνε ὁλόγυρα πίνοντας ἀλκοόλ, κάνοντας σὲξ καὶ κυνηγώντας τὶς μάταιες φιλοδοξίες μας, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα μᾶς προσφέρεται ἡ ἀστείρευτη εὐτυχία. Ὅπως ἕνα μικρὸ ἀνυποψίαστο παιδὶ ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει νὰ παίζει στὴ λάσπη γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει τὸ κάλεσμα γιὰ μιά ἐκδρομὴ στὴ θάλασσα.. Εὐχαριστιόμαστε πάρα πολὺ εὔκολα.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς κάνει τὴν χριστιανικὴ ζωὴ μιά μισθοφορικὴ σχέση. Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη ἀνταμοιβῶν. Ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ δὲν ἔχει καμία φυσικὴ σύνδεση μὲ ὅ,τι ἔχει κάνει κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση, καὶ εἶναι σχεδὸν ξένη στὶς ἐπιθυμίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συνοδεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα. 

Τὰ λεφτὰ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγάπης, γι’αὐτὸ ἀποκαλοῦμε ἕναν ἄντρα μισθοφόρο ἂν παντρευτεῖ μιά γυναίκα γιὰ τὰ λεφτά της. Ὅμως ὁ γάμος εἶναι ἀντάξια ἀνταμοιβὴ γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἐρωτευμένο, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεωρεῖται μισθοφόρος. 

Ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται ἄξια μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσει κάποιον τίτλο τιμῆς εἶναι μισθοφόρος, ἐνῷ ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι. Ἐδῶ ἡ νίκη εἶναι ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ μιᾶς μάχης ὅπως καὶ ὁ γάμος εἶναι ἡ ἀντάξια ἀμοιβὴ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ δὲν εἶναι προσκολλημένη πάνω στὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία δόθηκε, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια σὲ πληρότητα. 

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη περίπτωση, ποὺ εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ἡ εὐχαρίστηση τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης εἶναι σίγουρα ἀντάξια καὶ ὄχι μισθοφορικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ νὰ μάθει κανεὶς ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὡστόσο αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μποροῦν νὰ εὐχαριστηθοῦν τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ὁ μαθητὴς ποὺ μόλις ξεκίνησε νὰ μαθαίνει ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὴν μετέπειτα ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Σοφοκλῆ, ὅπως ἕνας ἐρωτευμένος λαχταρᾶ τὸ γάμο καὶ ἕνας στρατηγὸς τὴ νίκη. 

Πρέπει νὰ ξεκινήσει κοπιάζοντας στὴν ἀρχὴ γιὰ βαθμούς, ἤ γιὰ νὰ μὴν τὸν τιμωρήσουν, ἤ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς γονεῖς του, ἤ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐλπίζοντας γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλὸ ποὺ στὴν παροῦσα φάση δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ οὔτε νὰ ἐπιθυμήσει. Ἡ θέση του ἑπομένως μοιάζει μὲ αὐτὴ τοῦ μισθοφόρου. Ἡ ἀμοιβή του θὰ εἶναι ἀντάξια του κόπου του ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ξέρει μέχρι νὰ τὴν πάρει. Προφανῶς, ἡ ἀνταμοιβή του θὰ εἶναι σταδιακή. Ἡ εὐχαρίστηση θὰ ἀντικαθιστᾷ σιγὰ σιγὰ τὴν ἁπλὴ ἀγγαρεία, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πότε ξεκίνησε τὸ πρῶτο καὶ πότε σταμάτησε τὸ δεύτερο. Ὅμως μόνο ὅταν φτάσει ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ἀνταμοιβὴ θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει.

Ὁ χριστιανός, σὲ σχέση μὲ τὸν Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολὺ στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν μαθητή. Ὅσοι κέρδισαν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἔχουν ἄμεση θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν εἶναι μιά ἁπλὴ δωροδοκία, ἀλλὰ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση τῆς γήινής τους ὑπακοῆς. Ὅμως ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε φτάσει ἐκεῖ ἀκόμα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε ὅπως ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν θὰ ἀρχίσουμε ποτὲ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἂν συνεχίσουμε νὰ ὑπακοῦμε καταφέρνοντας νὰ συναντήσουμε τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ὑπακοῆς μας, τὴν αὐξανόμενη δύναμη νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἀνταμοιβή. 

Ἀναλογικὰ καθὼς θὰ αὐξάνει ἡ ἐπιθυμία μας, οἱ φόβοι μας, ἐκτὸς καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς μισθοφόρου, θὰ ἀρχίσουν νὰ διαλύονται καὶ στὸ τέλος θὰ ἀποδειχτοῦν ἀβάσιμοι. Ὅμως πιθανότατα αὐτὸ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ γίνει μέσα σὲ μία μέρα. Ἡ ποίηση ἀντικαθιστᾷ τὴν γραμματική, τὸ εὐαγγέλιο ἀντικαθιστᾶ τὸ νόμο, ἡ προσμονὴ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπακοή, ὅπως ἡ παλίρροια σηκώνει ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ ἔδαφος.

Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ σὲ ἐμᾶς. Ἂν εἶναι ἕνα παιδὶ μὲ φαντασία θὰ ἀρχίσει νὰ μεθάει, πιθανότατα, μὲ τοὺς Ἄγγλους ποιητὲς καὶ ρομαντικοὺς ποὺ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἡλικία του, πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑποπτεύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ περισσότερες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ μάλιστα νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἑλληνικά του καὶ νὰ διαβάζει Shelley καὶ Swinburne στὰ κρυφά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἑλληνικά, ὑπάρχει ἤδη μέσα του καὶ εἶναι προσκολλημένη σὲ ἀντικείμενα ποὺ τοῦ μοιάζουν ἀρκετὰ διαφορετικὰ γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ρήματα. 

Ἂν εἴμαστε φτιαγμένοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία γιὰ αὐτὸν θὰ εἶναι ἤδη μέσα μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι προσκολλημένη στὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, καὶ μπορεῖ πιθανότατα νὰ μᾶς φαίνεται καὶ σὰν ἀνταγωνιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς νομίζω ὅτι μᾶς συμβαίνει. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ἀναλογία μὲ τὸν μαθητὴ καταρρέει. Ἡ ἀγγλικὴ ποίηση ποὺ διαβάζει ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει τὶς ἀσκήσεις ἑλληνικῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο καλὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση στὴν ὁποία τὸν ὁδηγοῦν οἱ ἀσκήσεις, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ νὰ καταπιάνεται μὲ τὸν Μίλτον ἀρνούμενος ἕνα ταξίδι στὴν ποίηση τοῦ Αἰσχύλου, ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀγκαλιάζει ἕνα μικρὸ ὑποκατάστατο. Ἡ περίπτωσή μας ὅμως εἶναι διαφορετική. Ἂν ἕνα ἄχρονο, ἀτελείωτο καλὸ εἶναι ὁ πραγματικός μας σκοπός, τότε ὁποιοδήποτε ἄλλο καλὸ στὸ ὁποῖο προσκολλᾶται ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ὡς ἕνα βαθμὸ ἀπατηλό, καὶ ἔχει στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο μία συμβολικὴ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι ἱκανὸ νὰ τὴν χορτάσει.

Σχολιάζοντας τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Παράδεισο, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀκόμα καὶ τώρα μέσα μας, αἰσθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδὸν μία ἀτιμία. Προσπαθῶ νὰ φανερώσω σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς τὸ ἀπαρηγόρητο μυστικό, ποὺ μᾶς πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τὸ ἐκδικούμαστε δίνοντάς του ὀνόματα ὅπως Νοσταλγία καὶ Ρομαντισμὸς καὶ Ἐφηβεία· ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ποὺ μᾶς διαπερνᾷ μὲ τέτοια γλυκύτητα ποὺ ὅταν, σὲ ἀνοικτὲς συζητήσεις, ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ εἶναι ἄμεση, ἀντιδροῦμε περίεργα καὶ καταλήγουμε νὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας· τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κρύψουμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ποῦμε, ἂν καὶ θέλουμε νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιατί εἶναι μία ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἄμεσα γνωστὸ στὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε γιατί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τὸ προτείνει συνεχῶς, καὶ προδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι στὸ ἄκουσμα ἑνὸς ὀνόματος. Τὸ ποιὸ συχνὸ ὑποκατάστατο εἶναι νὰ τὸ ὀνομάζουμε ὀμορφιὰ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε καλύψει ἔτσι τὸ θέμα…. 
πηγή

Ἐπιφυλακή St John Maximovich




 

 


Τήρησε σθεναρά τήν πνευματική ἐπιφυλακή, ἐπειδή δέν γνωρίζεις πότε θά σέ καλέσει ὁ Κύριος κοντά Του. Κατά τήν ἐπίγειο ζωή σου, νά εἶσαι ἕτοιμος ἀνά πάσα στιγμή νά Τοῦ δώσεις λογαριασμό. Πρόσεχε νά μήν σέ πιάσει στά δίχτυα του ὁ ἐχθρός, ἤ νά σέ ξεγελάσει, προκαλώντας σε νά πέσεις σέ πειρασμό. Καθημερινά ἐξέταζε τήν συνείδησή σου, δοκίμαζε τήν καθαρότητα τῶν λογισμῶν σου, τίς προθέσεις σου.

Κάποτε ἦταν ἕνας βασιλιάς, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα γιό πονηρό. Ἔχοντας χάσει κάθε ἐλπίδα γιά ἀλλαγή πρός τό καλύτερο, ὁ πατέρας καταδίκασε τόν γιό του σέ θάνατο. Τοῦ ἔδωσε ἕνα μήνα περιθώριο γιά νά προετοιμαστεῖ.

Πέρασε ὁ μήνας, καί ὁ πατέρας ζήτησε νά παρουσιασθεῖ ὁ γιός του. Πρός μεγάλη του ἔκπληξη, παρατήρησε πώς ὁ νεαρός ἦταν αἰσθητά ἀλλαγμένος: τό πρόσωπό του ἦταν ἀδύνατο καί χλωμό, καί ὁλόκληρο τό κορμί του ἔμοιαζε νά εἶχε ὑποφέρει.

«Πῶς καί σοῦ συνέβη τέτοια μεταμόρφωση, γιέ μου;» ρώτησε ὁ πατέρας.

«Πατέρα μου καί κύριέ μου,» ἀπάντησε ὁ γιός, «πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν ἔχω ἀλλάξει, ἀφοῦ ἡ κάθε μέρα μέ ἔφερνε πιό κοντά στόν θάνατο;»

«Καλῶς, παιδί μου», παρατήρησε ὁ βασιλιάς. «Ἐπειδή προφανῶς ἔχεις ἔρθει στά συγκαλά σου, θά σέ συγχωρήσω. Ὅμως, θά χρειαστεῖ νά τηρήσεις αὐτή τήν διάθεση ἐπιφυλακῆς τῆς ψυχῆς σου, γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή σου.»

«Πατέρα μου,» ἀπάντησε ὁ γιός, «αὐτό εἶναι ἀδύνατο. Πῶς θά μπορέσω νά ἀντισταθῶ στά ἀμέτρητα ξελογιάσματα καί τούς πειρασμούς;»

Ὁ βασιλιάς τότε διέταξε νά τοῦ φέρουν ἕνα δοχεῖο γεμάτο λάδι, καί εἶπε στόν γιό του: «Πάρε αὐτό τό δοχεῖο, καί μετάφερε τό στά χέρια σου, διασχίζοντας ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλεως. Θά σέ ἀκολουθοῦν δύο στρατιῶτες μέ κοφτερά σπαθιά. Ἐάν χυθεῖ ἔστω καί μία σταγόνα ἀπό τό λάδι, θά σέ ἀποκεφαλίσουν.»

Ὁ γιός ὑπάκουσε. Μέ ἀνάλαφρα, προσεκτικά βήματα, διέσχισε ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλεως, μέ τούς στρατιῶτες νά τόν συνοδεύουν συνεχῶς, καί δέν τοῦ χύθηκε οὔτε μία σταγόνα.

Ὅταν ἐπέστρεψε στό κάστρο, ὁ πατέρας τόν ρώτησε: «Γιέ μου, τί πρόσεξες καθώς τριγυρνοῦσες μέσα στούς δρόμους τῆς πόλεως;»

«Δέν πρόσεξα τίποτε.»

«Τί ἐννοεῖς, ‘τίποτε’;» τόν ρώτησε ὁ βασιλιάς. «Σήμερα ἦταν μεγάλη γιορτή - σίγουρα θά εἶδες τούς πάγκους πού ἦταν φορτωμένοι μέ πολλές πραμάτειες, τόσες ἅμαξες, τόσους ἀνθρώπους, ζῶα…»

«Δέν εἶδα τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά» εἶπε ὁ γιός. «Ὅλη ἡ προσοχή μου ἦταν στραμμένη στό λάδι μέσα στό δοχεῖο. Φοβήθηκα μήν τυχόν μου χυθεῖ μία σταγόνα καί ἔτσι χάσω τή ζωή μου.»

«Πολύ σωστή ἡ παρατήρησή σου» εἶπε ὁ βασιλιάς. «Κράτα λοιπόν αὐτό τό μάθημα κατά νοῦ, γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή σου. Νά τηρεῖς τήν ἴδια ἐπιφυλακή γιά τήν ψυχή μέσα σου, ὅπως ἔκανες σήμερα γιά τό λάδι μέσα στό δοχεῖο. Νά στρέφεις τούς λογισμούς σου μακριά ἀπό ἐκεῖνα πού γρήγορα παρέρχονται, καί νά τούς προσηλώνεις σέ ἐκεῖνα πού εἶναι αἰώνια. Θά εἶσαι ἀκολουθούμενος, ὄχι ἀπό ὁπλισμένους στρατιῶτες, ἀλλά ἀπό τόν θάνατο, στόν ὁποῖον ἡ κάθε μέρα μᾶς φέρνει πιό κοντά. Νά προσέχεις πάρα πολύ νά φυλᾶς τήν ψυχή σου ἀπό ὅλους τοὺς καταστροφικούς πειρασμούς.»

Ὁ γιός ὑπάκουσε τόν πατέρα, καί ἔζησε ἔκτοτε εὐτυχής.

«Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α’ Πρός Κορινθίους 16:13).

Ὁ Ἀπόστολος δίνει αὐτή τήν σημαντική συμβουλή, γιά νά στρέψει στήν προσοχή τους πρός τόν κίνδυνο τοῦ κόσμου τούτου, νά τούς καλέσει σέ συχνή ἐξέταση τῆς καρδιᾶς τους, ἐπειδή χωρίς αὐτό, εἶναι εὔκολο κανείς νά καταστρέψει τήν καθαρότητα καί τό πάθος τῆς πίστεώς του καί χωρίς νά τό ἀντιληφθεῖ, νά περάσει στήν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ πονηροῦ καί τῆς ἀπιστίας.

Ὅπως εἶναι βασική μας μέριμνα νά προσέχουμε ἐκεῖνα πού μποροῦν νά ζημιώσουν τήν φυσική μας ὑγεία, ἔτσι ὀφείλουμε νά ἔχουμε σάν πνευματική μας μέριμνα νά προσέχουμε ἐκεῖνα πού μποροῦν νά ζημιώσουν τήν πνευματική μας ζωή καί τό ἔργο τῆς πίστεως καί τῆς σωτηρίας. Συνεπῶς, πρέπει νά ἐλέγχετε προσεκτικά καί μέ προσήλωση τά ἐσωτερικά σας ὁρμέμφυτα: εἶναι ἐκ Θεοῦ, ἤ ἀπό τό πνεῦμα τοῦ πονηροῦ; Νά φυλάγεσθε ἀπό τούς πειρασμούς τοῦ κόσμου τούτου, καί ἀπό τούς κοσμικούς ἀνθρώπους. Νά φυλάγεσθε ἀπό τούς κρυφούς ἐσωτερικούς πειρασμούς πού προέρχονται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀδιαφορίας καί ἀπροσεξίας τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἐξ αἰτίας τῆς φθίνουσας Χριστιανικῆς ἀγάπης.

Ἄν στρέψουμε τήν προσοχή μας στόν νοῦ μας, θά παρατηρήσουμε ἕνα χείμαρρο ἀλλεπάλληλων λογισμῶν καί ἰδεῶν. Ὁ χείμαρρος αὐτός εἶναι ἀδιάκοπος, τρέχει γοργά πρός κάθε κατεύθυνση καί κάθε στιγμή – στό σπίτι, στήν ἐκκλησία, στήν ἐργασία, ὅταν διαβάζουμε, ὅταν συζητοῦμε… Συνήθως τό ὀνομάζουμε «σκέψη», γράφει ὁ Ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι μία διαταραχή τοῦ νοός, ἕνα σκόρπισμα, μία ἔλλειψη συγκέντρωσης καί προσοχῆς.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν καρδιά. Ἔχετε ποτέ παρατηρήσει τήν ζωή τῆς καρδιᾶς; Δοκιμάστε νά τό κάνετε, ἔστω γιά ἕνα μικρό διάστημα, καί παρατηρῆστε τί θά ἀνακαλύψετε: Προκύπτει κάτι δυσάρεστο, καί ταράζεστε. Σᾶς βρίσκει κάποια δυστυχία, καί νοιώθετε λύπηση γιά τόν ἑαυτό σας. Βλέπετε κάποιον πού δέν συμπαθεῖτε, καί ἀμέσως ἀναβλύζει μέσα σας ἡ ἐχθρότητα. Συναντιέστε μέ κάποιον ἰσότιμό σας, ὁ ὁποῖος ἐν τῷ μεταξύ σᾶς ἔχει προσπεράσει κοινωνικά, καί ἀρχίζετε νά τόν φθονεῖτε. Ἀναπολεῖτε τά ταλέντα σας καί τίς ἱκανότητές σας, καί ἀρχίζετε νά νοιώθετε ὑπερηφάνεια…. Ὅλη αὐτή ἡ σαπίλα: ματαιοδοξία, σαρκική ἐπιθυμία, λαιμαργία, ἀκηδία, κακία… ἡ μιὰ στοιβαγμένη πάνω στήν ἄλλη, τελικά καταστρέφουν τήν καρδιά. Καί ὅλα αὐτά μποροῦν νά διαπεράσουν τήν καρδιά μέσα σέ λίγα μόνο λεπτά. Γιά τόν λόγο αὐτό, κάποιος ἀσκητής πού ἀσκοῦσε αὐστηρό ἔλεγχο στόν ἑαυτό του, εἶπε -πολύ σωστά- ὅτι «ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτη ἀπό δηλητηριώδη φίδια. Μόνο οἱ καρδιές τῶν ἁγίων εἶναι ἀπαλλαγμένες ἀπό αὐτά τά φίδια: τά πάθη.»

Τέτοια ὅμως ἀπαλλαγὴ ἀποκτᾶται μονάχα μέσω μιᾶς μακροχρόνιας καί δύσκολης διαδικασίας αὐτογνωσίας, προσωπικῆς ἐνασχόλησης καί ἐπιφυλακῆς πρός τήν ἔσω ζωή μας, δηλαδή, τήν ψυχή.

Νά εἶστε προσεκτικοί. Νά εἶστε σέ ἐπιφυλακή γιά τήν ψυχή σας! Νά στρέφετε τούς λογισμούς σας μακριά ἀπό ἐκεῖνα πού γρήγορα παρέρχονται, καί νά τούς προσηλώνετε σέ ἐκεῖνα πού εἶναι αἰώνια. Ἔτσι θά βρεῖτε τήν χαρά πού ποθεῖ ἡ ψυχή σας, καί γιά τήν ὁποία διψᾶ ἡ καρδιά σας.

Λόγος ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Νικόλαος





Φεβρουάριος τοῦ 1988. Στίς Καρυές κάνει ἀρκετό κρύο. Ἔχει σημαντικό ὑψόμετρο· ἔχει καί ὑγρασία πού δυσκολεύει τά πράγματα. Σήμερα ὅμως εἶναι ξερός ὁ καιρός. Ἔχει κι ἕνα ἀεράκι πού ἄν εἶσαι καλά ντυμένος τό ἀπολαμβάνεις. Εἶναι ἀπόγευμα. Μόλις ἔπεσε ὁ ἥλιος πίσω ἀπό τό βουνό. Προχωροῦμε στό μονοπάτι μαζί μέ τόν π. Παΐσιο. Στόν δρόμο συναντοῦμε τόν π. Καλλίνικο ἀπό τή Σκήτη τοῦ Κουτλουμουσίου.

Φθάνουμε στό ξύλινο γεφυράκι του. Γύρω μας φουντουκιές γυμνές χωρίς φύλλα. Μόνο κλαδιά.

«Μπά, ποιός ἔφερε μανταρίνια;», ρωτᾶ ἔκπληκτος ὁ π. Παΐσιος.

Στό βάθος, σέ ἀπόσταση μεγαλύτερη ἀπό ἑξήντα μέτρα, διακρίνεται ἡ πόρτα τῆς αὐλῆς του καί κάτι πού ροδίζει στή βάση της, ἴσως νά ‘ναί χρώματος πορτοκαλί. Ἡ ἀπόσταση δέν ἀφήνει περιθώρια γιά περισσότερες λεπτομέρειες.

Σέ λίγη ὥρα πλησιάζουμε. Πράγματι, βλέπουμε μία μεγάλη σακούλα διαφανή, πορτοκαλί χρώματος, γεμάτη μανταρίνια. Ποῦ τά εἶδε ὁ ἄνθρωπος! Πῶς διέκρινε ὅτι εἶναι μανταρίνια καί ὄχι πορτοκάλια! Ἀφοῦ δέ καί ἡ σακούλα εἶναι πορτοκαλί, θά μποροῦσε νά περιεῖχε καί μῆλα.

«Πῶς μ’ ἀρέσουν τά μανταρίνια!», λέει μέ ἐμφανῶς προσποιητή λαιμαργία, ὁ γέροντας. «Θά κρατήσω γιά τόν ἑαυτό μου τρία… Καλύτερα, ἄς τά κάνω πέντε… Μιὰ πού βρῆκα τήν εὐκαιρία, θά πάρω ἑπτά», λέει μέ ἕνα πολύ χαριτωμένο χαμόγελο καί σταματᾶ.
«Πάρε τά ὑπόλοιπα, π. Καλλίνικε, καί πήγαινέ τα ἀπέναντι στόν γερό-Ἰωσήφ».

Ὁ γερό-Ἰωσήφ ἦταν ἕνα γεροντάκι στήν Κουτλουμουσιανή Σκήτη, 103 ἐτῶν, πού ὅμως καθημερινά καλλιεργοῦσε τόν κῆπο του.

Ὁ π. Καλλίνικος ἔβαλε σχῆμα, ζήτησε εὐλογία καί ἔφυγε. Ἐμεῖς μέ τόν π. Παΐσιο μπήκαμε στό καλυβάκι του. Καθίσαμε στό ἕνα κελλί καί μοῦ ζήτησε νά τοῦ διαβάσω κάτι χειρόγραφα κείμενά του.

Πέρασαν περίπου εἴκοσι λεπτά καί χτυπάει τό σίδερο τῆς αὐλόπορτας. Κάποιοι ἦλθαν γιά νά τόν συναντήσουν.

«Νά ἀνοίξω, γέροντα;», ρωτῶ.

«Ἄσε καλύτερα. Ἄν εἶναι περίεργοι θά φύγουν. Ἄν εἶναι πονεμένοι ἤ διψασμένοι θά ἐπιμείνουν».

Συνεχίζουμε τήν ἀνάγνωση. Σέ λίγα λεπτά ξαναχτυπάει τό σίδερο.

«Τί κάνουμε τώρα, γέροντα;». ξαναρωτῶ.

Στό παράθυρό του, ἀντί κουρτίνας κρεμόταν ἕνα κομμάτι ἀπό σεντόνι.

«Κοίτα λοξά, νά μήν σέ δοῦν καί δές πόσοι εἶναι», μοῦ λέγει.

«Δέν μπορῶ νά τούς μετρήσω, δέν φαίνονται», ἀπαντῶ.

«Καλά, δέν ξέρεις οὔτε ἀριθμητική; Τί ἔκανες τόσα χρόνια στήν Ἀμερική; Ἄς περιμένουμε, αὐτοί θά ξαναχτυπήσουν».

Πράγματι, σέ λίγα λεπτά, χτυποῦν γιά τρίτη φορά.

«Τώρα θά προσπαθήσω ἐγώ νά τούς μετρήσω. Μπορεῖ νά μήν τελείωσα τό Δημοτικό, ἀλλά θά τά καταφέρω», μοῦ λέγει.

Σηκώνεται καί ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς καλύβας.

«Τί πάθατε. παλικάρια, τέτοια ὥρα; Τί ἤλθατε νά κάνετε;».

«Πάτερ, θέλουμε λίγο νά σᾶς δοῦμε. Γίνεται;».

«Νά μέ δεῖτε γίνεται. Ἀλλά τί θά βροῦμε νά σᾶς κεράσουμε. Πόσοι εἶστε; Γιά νά σᾶς μετρήσω ἕνας, δύο… ἑπτά. Γιά νά δῶ τί θά βροῦμε στό μαγαζί, τέτοια ὥρα».

Μπαίνει μέσα καί ἐπιστρέφει μέ τά ἑπτά μανταρίνια.

Τί φοβερός ἄνθρωπος, σκέπτομαι ἔκπληκτος ἀπό μέσα. Ποῦ τό ἤξερε καί κράτησε τά μανταρίνια ! Τό προγνώριζε; Τόν φώτισε ὁ Θεός χωρίς αὐτός νά τό συνειδητοποιεῖ;

«Ἀπό ποῦ ἔρχεσθε, παλικάρια;», ρωτάει μέ ἐνδιαφέρον.

«Εἴμαστε ἀπό τήν Ἀθήνα. Καί ὁ Βruce μέ τόν John ἀπό τήν Ἀμερική».

«Ἀπό τήν Ἀμερική; Μά ἄν τούς κεράσουμε ἕνα μανταρίνι, αὐτοί θά μᾶς ρεζιλέψουν σέ ὅλο τόν κόσμο. Γιά νά βροῦμε κάτι Ἀμερικάνικο στό… supermarket».

Ξαναμπαίνει μέσα καί ἐπιστρέφει μέ ἕνα πακέτο ἀμερικάνικα μπισκότα καί ἕνα κουτί ξηρούς καρπούς διαφόρων εἰδῶν Ρlanters, τῆς πιό φημισμένης δηλαδή μάρκας στήν Ἀμερική. Ἔκπληκτοι αὐτοί ἐκφράζουν τόν θαυμασμό καί τόν ἐντυπωσιασμό τους.

«Πάτερ, τί συμβολίζει τό τάλαντο ποὺ χτυποῦν στά μοναστήρια;», ρωτάει δειλά ὁ ἕνας.

«Δέν ξέρω τί συμβολίζει. Οὔτε καί ἔχει καμιά σημασία. Αὐτό πού ἔχει ἄξια δέν εἶναι νά χτυπάει κάνεις τό τάλαντο τοῦ μοναστηρίου, ἀλλά νά πολλαπλασιάζει τό τάλαντο τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦστε, παιδιά! Ἐπειδή ἡ ὥρα πέρασε, πρέπει νά πηγαίνετε. Ἕνα μόνο νά πῶ: τό πρόβλημα μέ τούς Ἀμερικάνους εἶναι ὅτι στά Ἀγγλικά τό “ἐγώ” γράφεται πάντοτε μέ κεφαλαῖο, ἐνῶ ἐμεῖς στήν Ἑλλάδα τό γράφουμε πότε-πότε καί μέ μικρό».

Γέλασαν μέ τή χαριτωμένη παρατήρηση καί ρωτοῦν οἱ Ἀμερικάνοι:

«Αὐτό τί σημαίνει; Ἐμεῖς τί πρέπει νά κάνουμε;».

«Νά διαγράψετε τό “ἐγώ” ἀπό τό λεξιλόγιό σας, παιδιά. Ὁ ἐγωισμός εἶναι ὁ μεγάλος μας ἐχθρός. Αὐτόν πρέπει νά πολεμήσουμε ὅλοι ἀνεξαιρέτως»

Ἡ ἁγιότητα ἔχει μία εὐγένεια, μία λεπτότητα, μία χάρη πάνω της. Δέν εἶπε σοφίες οὔτε θεολογίες οὔτε ἔκανε ἐντυπωσιακές ἀποκαλύψεις. Γέμισε ὅμως ὅλων τήν καρδιά. Προνόησε διακριτικά, κάλυψε τό χάρισμά του, εὐγενικά κέρασε τούς ἐπισκέπτες του, ὄμορφα πρωτοτύπησε μέ τόν τρόπο του, οἰκοδόμησε μέ τόν λόγο του, ἀνέπαυσε μέ τήν παρουσία του. Χωρίς νά προσπαθεῖ νά πείσει γιά κάτι κανέναν, πείθει γιά τά πιό μεγάλα ὅλους. Δίπλα του φωτίζεσαι, χαίρεσαι, ἀναπαύεσαι. Αἰσθάνεσαι σάν τή Μαρία «παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Σάν τούς ἀποστόλους στό ὄρος τῆς θείας Μεταμορφώσεως -δέν θέλεις νά ξεκολλήσεις μέ τίποτα.

Το μικρό κεράκι...



Μια φορά κι ένα καιρό, ένα μικρό κεράκι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλα κεριά, τα περισσότερα από τα οποία ήταν πολύ μεγαλύτερα και πολύ ομορφότερα από αυτό. Μερικά ήταν δεμένα με κορδέλλες πολύχρωμες άλλα ήταν πιο απλά, σαν κι αυτό. Δεν ήξερε τον λόγο που βρισκόταν εκεί, και τα άλλα το έκαναν να αισθάνεται μικρό και ασήμαντο.
Όταν έπεσε ο ήλιος και σκοτείνιασε το δωμάτιο, είδε έναν άνθρωπο να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Έρχονταν προς το μέρος του κρατώντας ένα αναμμένο σπίρτο. Κατάλαβε οτι θα του έβαζε φωτιά.
- Μη!! φώναξε, σε παρακαλώ μη!
Όμως ήξερε οτι δεν μπορούσε να ακουστεί και ετοιμάστηκε να υποφέρει τον πόνο, που ήταν σίγουρο οτι θα ακολουθούσε.
Προς μεγάλη του έκπληξή το δωμάτιο γέμισε με φως. Αναρωτήθηκε από που έρχεται το φως, αφού ο άνδρας είχε σβήσει το σπίρτο. Κατάλαβε ότι προερχόταν από τον εαυτό του.
Ύστερα ο άνδρας άναψε κι άλλα σπίρτα για να ανάψει με την σειρά του και τα άλλα κεριά. Όλα τα κεριά έδιναν το ίδιο φως με εκείνο.
Καθώς περνούσαν οι ώρες παρατήρησε ότι το κερί άρχισε να λιώνει. Κατάλαβε ότι σύντομα θα πέθαινε. Με την παρατήρηση αυτή, ανακάλυψε και τον λόγο είχε δημιουργηθεί.
- Ίσως ο λόγος που βρίσκομαι στη Γη, είναι για να δίνω φως μέχρι να πεθάνω, ψιθύρισε.
Και αυτό έκανε.

πηγή

Ἡ Ἐκκλησία


 
Ἐκκλησία

       
Λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ΄ ὁ Πατὴρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγώ δὲ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτροςκαὶἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίανκαὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆςκαὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶνκαὶ ὅ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆςἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖςκαὶ ὅ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆςἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς(Ματθκεφ. ιστ΄, στίχ. 15-19)

       
Ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶνεἶπέ τῇ ἐκκλησίᾳ· ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης.Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. (Ματθ κεφ. ιη΄, στίχ. 17-18).

Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης

Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης 


Οὐκ ἐκ πέτρας νῦν, ουδ᾿ ὀπισθίων μέρει,
Μωσῆ θεωρεῖς, ἀλλ᾿ ὅλον Θεὸν βλέπεις.
Βιογραφία
Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1569 π.χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ' ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.

Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών (βλέπε εδώ). Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.

Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.

Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).

Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.

Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).

Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.

Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.

Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.

Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου....» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ' αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Μωϋσέως τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνόφον ἄυλον, τεθεαμένος, νόμον ἔνθεον, πλαξὶν ἐδέξω, ὡς θεάμων μυστηρίων τοῦ Πνεύματος καὶ καταπλήξας τὴν Αἴγυπτον θαύμασι, δημαγωγὸς Ἰσραὴλ ἐχρημάτισας. Μωυσῆ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.




Οπτικοακουστικό Υλικό
media
Ακούστε το απολυτίκιο!




Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης

Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης

Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης

Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης

Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης

Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης

Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης - Καζακίδου Μαρία© (byzantineartkazakidou. blogspot.com)
Προφήτης Μωυσής ο Θεόπτης - Καζακίδου Μαρία© (byzantineartkazakidou. blogspot.com)

Άγιος Βαβύλας ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Αντιοχείας και τα Τρία Παιδιά που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν Αμμώνιος, Δονάτος και Φαύστος

Άγιος Βαβύλας ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Αντιοχείας και τα Τρία Παιδιά που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν Αμμώνιος, Δονάτος και Φαύστος





Εἰς τον Βαβύλαν
Ὁ Χριστὸν αὐτὸν Bαβύλας θύων πάλαι,
Χριστῷ προθύμως θύεται διὰ ξίφους.

Εἰς τοὺς παῖδας
Ὑπὲρ μεγίστου Δεσπότου Θεοῦ Λόγου,
Τρέχουσι θερμῶς πρὸς ξίφος τὰ παιδία.

Παῖδας καὶ Βαβύλαν πέφνε ξίφος ἀμφὶ τετάρτην.
Βιογραφία
Ο Άγιος Βάβυλας έζησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Νουμεριανός (284 μ.Χ.) και διαδέχθηκε το Σεβίνο στον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας. Τον καιρό εκείνο, ο Νουμεριανός δολοφόνησε το γιο του βασιλιά των Περσών τον οποίο κρατούσε αιχμάλωτο. Την ενέργεια αυτή ο επίσκοπος Αντιοχείας Βάβυλας την αποδοκίμασε έντονα. Και όταν κάποια στιγμή θέλησε ο Νουμεριανός να παρακολουθήσει τη λειτουργία στον Ιερό Ναό της Αντιοχείας, του απαγόρευσε την είσοδο λέγοντάς του ότι στο ναός δεν έχουν θέση κοινοί εγκληματίες σαν αυτόν. Ο αυτοκράτορας οργισμένος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φυλακίσουν. Την επόμενη μέρα τον αποκεφάλισαν. Τρεις μαθητές του Βαβύλα έτρεξαν να του συμπαρασταθούν. Συνελήφθησαν και αυτοί, και αποκεφαλίστηκαν αφού δεν δέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχίας τῷ φωτὶ ἀπαστράπτων, δικαιοσύνης φυτοκόμος ἐδείχθης, ἀποτεμῶν τὴν ἄκανθαν τῆς πλάνης ἀληθῶς, ὅθεν τῶν αἱμάτων σου, φοινιχθεῖς ταὶς ρανίσι, τῷ Χριστῷ παρέστηκας, ἀνακράζων Βαβύλα, ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδὶα Ἰησοῦ ὅθεν προσδέχου, ἠμᾶς ὡς ηὐδόκησας.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ ἀθλητῶν ἑδραίωμα, ἡ Ἐκκλησία δοξάζει σε ἔνδοξε, λαμπρυνομένη σήμερον, ἀλλ᾽ ὡς ἔχων παῤῥησίαν, ἐν εἰρήνῃ τελεία, τοὺς ἀνυμνούντάς σε, τὸν Χριστὸν φυλαχθῆναι δυσώπησον, ὦ Πολύαθλε.




Αγιογραφίες / Φωτογραφίες


Άγιοι Κέγουρος, Σεκενδίνος, Σέκενδος και η μητέρα τους Ιερουσαλήμ, οι εν Βεροία μάρτυρες


Άγιοι Κέγουρος, Σεκενδίνος, Σέκενδος και η μητέρα τους Ιερουσαλήμ, οι εν Βεροία μάρτυρες 

Βιογραφία
Η Αγία Ιερουσαλήμ καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Μετά το θάνατο του συζύγου της, γύρισε πολλούς τόπους κηρύττοντας τον Χριστό και φθάνοντας μέχρι τη Ρώμη.

Στη συνέχεια πήγε στη Βέροια, έγινε μοναχή, φέρνοντας το μοναχισμό στην περιοχή. Ανέπτυξε και ιεραποστολική δράση οδηγώντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Έτσι την κατήγγειλαν στον δούκα της Θεσσαλονίκης Κινδιανό, ο οποίος ήρθε αυτοπροσώπως στη Βέροια για να την ανακρίνει. Βλέποντας τη σταθερότητά της διέταξε να βασανιστεί. Εκτελέστηκαν τα παιδιά της με βασανιστικό τρόπο, αφού ο ένας σύρθηκε πίσω από άλογα, ο δεύτερος ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου και ο τρίτος υποχρεώθηκε να φορέσει πυρωμένη περικεφαλαία. Τέλος απεκεφάλησαν και την αγία μητέρα ανάμεσα στα έτη 276 - 282 μ.Χ. Η κάρα της σώζεται στον προσκυνηματικό Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου και εορτάζεται πανηγυρικά στις 4 Σεπτεμβρίου τόσο στο ναό αυτό, καθώς και στο Καμποχώρι Αλεξανδρείας.

Σχετική έκδοση έχει γίνει από το Σεβ. Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονα και κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Ιεράς Μητροπόλεως μαζί με την πανηγυρική ακολουθία της.


Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Άγιοι Κέγουρος, Σεκενδίνος, Σέκενδος και η μητέρα τους Ιερουσαλήμ, οι εν Βεροία μάρτυρες
Άγιοι Κέγουρος, Σεκενδίνος, Σέκενδος και η μητέρα τους Ιερουσαλήμ, οι εν Βεροία μάρτυρες

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...