Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2012

Υπάρχει Θεός ;





Αντώνιος Ουρεϊλίδης

Όπως σε κάθε εποχή, έτσι και σήμερα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, λογικά όντα, που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Η πίστη αυτή προσπαθεί να στηριχθεί στην επιστημονική παρατήρηση και στη λογική σκέψη. Στην ουσία όμως, καταλήγει σε παραλογισμό. Διότι η λογική επιτάσσει ότι κάθε δημιούργημα έχει τον δημιουργό του. Είναι λοιπόν, δυνατόν η γη, οι αστέρες, ο ήλιος, το σύμπαν να δημιουργήθηκε μόνο του;

Η δημιουργός τύχη
Η αθεΐα υποστηρίζει πως το σύμπαν, ο κόσμος, οι άνθρωποι είναι προϊόντα τύχης, συγκυριών! Πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος και ειδικότερα ο ανθρώπινος νους, που είναι προϊόν τυχαίας δημιουργίας, όπως λένε, να δημιουργεί, να εφευρίσκει και να κατασκευάζει δημιουργήματα που δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά που στηρίζονται στην νόηση και την παρατήρηση; Πράγματι ηχεί απίθανο, αφύσικο, παράλογο. Ο άνθρωπος, ό,τι δημιούργησε πάνω στη γη βασίστηκε και σε τυχαίες ανακαλύψεις αλλά και σε πειραματισμούς και εφευρήματα. Ποιος άραγε θα πίστευε ποτέ, πως η μηχανή ενός αυτοκινήτου έγινε τυχαία; Αν το πίστευε κάποιος, σίγουρα δεν θα είχε «σώας τας φρένας». «Εάν κάποιος έχει στη διάθεσή του όλα τα όργανα ενός ωρολογίου και τα ρίχνει τυχαίως μπροστά του για να λειτουργήσει το ωρολόγι αυτό, Η ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ να ΤΟ ΕΠΙΤΥΧΕΙ είναι ένα στο τρισεκατομμύριο και με την προϋπόθεση να το επαναλαμβάνει επί ένα τρισεκατομμύριο χρόνια με ταχύτητα 100 φορές στο δευτερόλεπτο. Πράγμα αδύνατο. Πώς λοιπόν μπορεί να λειτουργεί τυχαίως το (ωρολόγιο) σύμπαν;» και «Καμιά σύμπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύσει την συνεχή και εύρυθμη λειτουργία των φυσικών νόμων του σύμπαντος» (ΜΑΞ ΠΛΑΝΚ). [1]


«Πάντα εν σοφία εποίησας»
Είναι δυνατόν ποτέ το τυχαίο να μπορεί να δημιουργεί; Είναι δυνατόν ποτέ το τυχαίο όχι απλώς να δημιουργεί, αλλά να δημιουργεί σχεδόν τέλεια κατασκευάσματα; Είναι δυνατόν κατά τύχη, να γίνει κάτι τέλειο, το οποίο μάλιστα να μπορεί να προσαρμόζεται συνεχώς στο πέρασμα των αιώνων, ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες; Πώς είναι δυνατόν, τυχαία από το ίδιο χώμα να φυτρώνουν φυτά με πολυποίκιλες ενδυμασίες, μορφές και μυρουδιές; Υπάρχουν πάνω από 3.000 είδη λουλουδιών. Θα μπορούσε ποτέ, να γίνει τυχαία ένα τέλειο εργοστάσιο; Ένα εργοστάσιο σαν τον ανθρώπινο οργανισμό; Ας σκεφτούμε μόνο ότι: « το στομάχι, που, ενώ τρώει κρέας και λυώνει τα κρέατα, με ειδική διεργασία που γίνεται πιο κάτω του, αυτό παραμένει άτρωτο. Είναι σα να βάζεις και καις ξύλα σε μια σόμπα ξύλινη και η σόμπα να μην καίγεται. Μυστήριο!» επίσης, «οι βιολόγοι-δερματολόγοι έχουν υπολογίσει ότι σε κάθε τετραγωνική ίντσα, δηλαδή 6,45 τετραγωνικά εκατοστά ανθρωπίνου δέρματος, υπάρχουν είκοσι φλέβες που μεταφέρουν αίμα, δεκατρία σημεία που αισθάνονται το κρύο, εβδομήντα οκτώ σημεία που αισθάνονται την θέρμανση, εκατόν εξήντα πέντε που αισθάνονται την πίεση, εξήντα πέντε τρίχες και μύες, εκατό αδένες που εκκρίνουν παχιές ουσίες, εξακόσιοι πενήντα αδένες ιδρώτος, είκοσι οκτώ νεύρα, χίλια τριακόσια άκρα νεύρων που αισθάνονται τον πόνο, και δέκα εννέα χιλιάδες πεντακόσια αισθητικά κύτταρα στα άκρα των νεύρων». [2]
Τα δυο αυτά παραδείγματα, διαψεύδουν την τυχαία δημιουργία. Απεναντίας, είναι δοξολογική αφορμή, όπως του Ψαλμωδού: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε` πάντα εν σοφία εποίησας…» (Ψαλμ.103,24), «τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια…» (Ψαλμ.76,14-15). Πράγματι όσο ερευνά κανείς εις βάθος τον ανθρώπινο οργανισμό και τη φύση, τόσο τείνει να θαυμάσει μαζί με τον προφητάνακτα Δαυίδ, τα μεγαλεία του Θεού. Ένα ακόμη μικρό παράδειγμα από το μεγάλο σχολείο της φύσης: «Ποιος δίδαξε τον αρουραίο να συγκεντρώνει τους κόκκους του σιταριού στην υπόγεια φωλιά του, για να έχει να φάει σε περίοδο ανέχειας, και μάλιστα, το πιο καταπληκτικό, οι κόκκοι που φυλάει, να είναι όλοι δαγκωμένοι στο άκρο, εκεί ακριβώς που είναι το φύτρο του κόκκου, ώστε να μη φυτρώνει στη γη;». [3] Σίγουρα όχι η «τύχη».

Γλάροι στο Άγιον Όρος

Ο μακαριστός γέρων Αυγουστίνος, επίσκοπος Φλωρίνης, θαυμάζει τον όμορφο κόσμο μας, τους κάμπους, τα βουνά, τους ποταμούς, τις λίμνες και τις θάλασσες. Θαυμάζει τα ψάρια, τα πουλιά, τα ζώα. Τα χιλιάδες είδη ψαριών, πουλιών και ζώων! «Ω, πόσα είδη από το σπουργίτι μέχρι τον αετό! Τα διάφορα είδη των πουλιών διακρίνονται μεταξύ τους από τη φωνή, το χρώμα, το ράμφος, το πέταγμα, το μέρος που χτίζουν τις φωλιές τους, τις συνήθειές τους, τη διάρκεια της ζωής και άλλα… Όλα δε είνε κατασκευασμένα με τέτοια τελειότητα, που τα θαυμάζουν και οι μεγάλοι επιστήμονες. Το καθένα είνε και ένα εργοστάσιο, που εργάζεται με ακρίβεια θαυμαστή. Τι είνε π.χ. ένα αηδόνι, που το περιμένουμε να κελαηδήση την άνοιξι; Αν το ζυγίσουμε, δεν θα είνε παραπάνω από 30 γραμμάρια. Και όμως η ελάχιστη αυτή ποσότητα ύλης είνε μια μικρή μηχανή, μηχανή όχι νεκρή, αλλά ζωντανή, μηχανή με όλα, όσα χρειάζονται για να κινήται και να εργάζεται. Έχει επίσης στο λάρυγγά του κάτι λεπτές χορδές, που όταν τις παίζη σε μαγεύει. Είνε σαν ν’ ακούς μια κιθάρα. Τι λέω! Σαν να παίζη μια ορχήστρα από διάφορα όργανα. Κανένας μουσικός δεν φθάνει τη μουσική του. και ερωτώ: είνε δυνατόν αυτά, που βλέπουμε εδώ στη γη, να είνε τυχαία; Ποιος έκανε την ύλη; Ποιος τη ζύμωσε για να πάρη διάφορα σχήματα; Ποιος έκρυψε μέσα στην ύλη διάφορες ιδιότητες και δυνάμεις; Ποιος σε ένα μόριο ύλης έκλεισε μια τεράστια τέτοια δύναμι, που αν απελευθερωθή μπορεί να κινήση χιλιάδες βαγόνια και καράβια; Ποιος δίδαξε μουσική στο αηδόνι; Ποιος δίδαξε στη μέλισσα να χτίζη τις κερήθρες της με τέτοια σοφία, σαν να είνε επιστήμων μηχανικός και αρχιτέκτων; Ποιος δίδαξε το μυρμήγκι να κάνη τις υπόγειες κατοικίες και να εργάζεται σαν μια ωργανωμένη κοινωνία; Ποιος;… Μια είνε η λογική απάντησι: Ο ΘΕΟΣ!

Ναι, δημιούργημα του Θεού είνε η γη και όσα υπάρχουν και ζουν πάνω σ’ αυτήν. Αλλ’ η γη είναι το μόνο δημιούργημα του Θεού; Όχι. Η γη, ο τεράστιος αυτός πλανήτης, που τον ζυγίζουν οι αστρονόμοι και βρίσκουν, ότι είνε δισεκατομμύρια τόννοι, και αυτή η γη, αν τη συγκρίνουμε με τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια των άλλων άστρων, θα βρούμε, ότι είνε ένα κουκί άμμου, μια σταγόνα θαλάσσης. Και πάλι ρωτάμε: ποιος δημιούργησε τα αναρίθμητα αυτά αστέρια; Ποιος έδωσε σ’ αυτά την πρώτη κίνησι; Ποιος ρύθμισε τα δρομολόγιά τους, ώστε να κινούνται μέσα στον απέραντο κόσμο και να μη συγκρούωνται μεταξύ τους; Ποιος έδωσε το φως στον ήλιο; Ποιος κανόνισε την απόστασι της γης από τον ήλιο να είνε τόση, ώστε η γη ούτε κάρβουνο να γίνεται από την πολλή ζέστη ούτε να παγώνη ολόκληρη από το πολύ κρύο; Ποιος ώρισε τα δρομολόγια όλων των άστρων; Ποιος;… Και πάλι μία είνε η λογική απάντησι: Ο ΘΕΟΣ!...». [4]

O Κυβερνήτης του σύμπαντος
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταθέτει τη δική του μελιστάλαχτη σοφία: «Δεν βλέπεις, λέει, πως αυτό το σώμα, όταν απομακρυνθεί η ψυχή από αυτό, αμέσως καταρρέει και μαραίνεται και χάνεται, και επανέρχεται κάθε ένα από τα στοιχεία του εις το είδος του; Το ίδιον θα συνέβαινε και επί του κόσμου, εάν τον άφηνεν έρημον η δύναμις της Προνοίας του Θεού, η οποία Πρόνοια διαπαντός κυβερνά τον κόσμον. Διότι εάν ένα πλοίον χωρίς Κυβερνήτην δεν ημπορεί να υπάρξει, αλλά καταποντίζεται εύκολα, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ο κόσμος επί τόσον χρόνον χωρίς κάποιος να τον κυβερνά; Και δια να μη ειπώ περισσότερα, να θεωρήσεις ότι ο κόσμος είναι ένα πλοίον, ότι ως βάσιν (καρίναν), έχει την γην, ως ιστίον τον ουρανόν, ως επιβάτας τους ανθρώπους, ως πέλαγος την άβυσσον που είναι κάτω. Πώς λοιπόν επί τόσον χρονικόν διάστημα δεν έγινε κάποιο ναυάγιον; Άφησε ένα πλοίον μίαν μόνον ημέραν χωρίς κυβερνήτην και ναύτας και θα το ιδείς να καταποντίζεται αμέσως` ο κόσμος όμως τίποτε τέτοιο δεν έπαθε, αν και υπάρχει περισσότερον από πέντε χιλιάδες χρόνια. Και διατί λέγω πλοίον; Κάποιος έστησε μικράν καλύβην εις τα αμπέλια και όταν εμάζευσε τον καρπόν, την άφησε έρημον, και δεν διατηρείται περισσότερον από δύο ημέρας, αλλά διαλύεται και πέφτει αμέσως. Έπειτα, ενώ η καλύβα δεν είναι δυνατόν να σταθεί εις την θέσιν της χωρίς εκείνον που φροντίζει δι’ αυτήν, δημιούργημα δε τόσον μεγάλο, τόσον καλόν, τόσον θαυμαστόν, και νόμοι νυκτός και ημέρας και εναλλαγαί ωρών, και δρόμος της φύσεως ποικίλος και διάφορος εις την θάλασσαν και εις τον αέρα και εις τον ουρανόν, και εις φυτά και εις τα ζώα, που κολυμβούν, που έρπουν, και το σπουδαιότερο όλων αυτών, το γένος των ανθρώπων, πως είναι δυνατόν πες μου, να παραμείνουν επί τόσον μεγάλο χρόνον αδιάπτωτα, χωρίς κάποιος να φροντίζει δι’ αυτά;» [5]

Η γνώση οδηγεί στο Θεό
Η γνώση προκαλεί το θαυμασμό του ανθρώπου. Το λογικό αυτό ον, έχει έμφυτη ροπή στη γνώση, στη μάθηση. Επιζητεί αδιάλειπτα κάτι το πνευματικά ανώτερο. Αυτός είναι και ο λόγος, που ο κάτοχος μιας επιστήμης (μεγάλου μέρους της, διότι στην παρούσα ζωή δεν υπάρχει τελείωση), γεννά στον περίγυρό του, αισθήματα θαυμασμού προς το πρόσωπό του. Μάλιστα, αν κάποιος είναι γνώστης πολλών επιστημών καθώς και κατασκευαστής πολλών και μεγάλων εφευρέσεων, τότε, ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του είναι ακόμη μεγαλύτερος. Θεωρείται σοφός, μεγαλοφυΐα. Κάτι που βεβαίως, είναι και λογικό και φυσικό. Όλα αυτά όμως, διακηρύσσουν κάτι λογικότερο και φυσικότερο: την πανσοφία και παντοδυναμία του Θεού. Διότι, όπως παραδεχτήκαμε, κάθε οικοδόμημα έχει τον κατασκευαστή του και είναι άφρων όποιος δεν το παραδέχεται. Έτσι και το αχανές σύμπαν έχει το δικό του κατασκευαστή. Επομένως, από τη στιγμή που είναι άξιος θαυμασμού ο δημιουργός ενός πίνακα ζωγραφικής, ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός διαστημόπλοιου, πώς να μη μένουν έκπληκτοι και άφωνοι οι άνθρωποι, μπροστά στο Μεγάλο Δημιουργό των πάντων; Δημιουργού ακόμα και αυτής της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι και αυτή δημιουργός μικρότερης κλίμακας, χάρη στον Θεό.


Την αλήθεια αυτή μαρτυρεί ακόμα κι ένα μικρό αγριολούλουδο, προς ταπείνωση των ανθρώπινων υπάρξεων που την αρνούνται. Τη μαρτυρεί το λιτό και συνάμα πανέμορφο φόρεμά του, και την προδίδει το πανάκριβο άρωμά του. Μαρτυρεί τον Πάνσοφο και Παντοδύναμο Δημιουργό του. Κραυγάζει σιωπηλά: «Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου».
Συμπερασματικά, θα λέγαμε, ότι η γνώση οδηγεί στον Θεό ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να οδηγεί στον Θεό.



Η κοσμική γνώση οδηγεί στην απιστία

Η γνώση βέβαια, όταν δεν συνοδεύεται από ευλάβεια και ταπείνωση, φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Καταντά στεγνή, κοσμική γνώση, η κατά κόσμον σοφία, που συνήθως, οδηγεί στην απιστία. Το γιατί εξηγεί ο Θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος: «Η κοσμική σοφία συνήθως φουσκώνει τα μυαλά, κάνει τον άνθρωπο υπερήφανο. Ο δε υπερήφανος νομίζει, ότι καταλαβαίνει καλλίτερα από τους άλλους, περιφρονεί τη γνώμη των άλλων, και μάλιστα αγανακτεί, αν οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν και δεν τον παραδέχωνται. Τόση πεποίθησι έχει ο υπερήφανος στη λογική του, ώστε, όσα δεν καταλαβαίνει, τα απορρίπτει ως παράλογα! Όλων των πραγμάτων μέτρο η λογική του! Οι ουράνιες αλήθειες, επειδή δεν χωρούν στο μυαλό του, απορρίπτονται. Έτσι η υπερηφάνεια σκοτώνει την πίστι.» [6] Η πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του, η απόλυτη εμπιστοσύνη στη λογική του οδηγεί σε τέτοια εσφαλμένα συμπεράσματα. Διότι «εμείς, πράγματι όντας φυσικά διεφθαρμένοι από την φύσι μας, από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, έχουμε σε μεγάλη υπόληψι τον εαυτό μας, η οποία φύσις, αν και δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα ψέμα, εμείς όμως, νομίζουμε, με μια απατηλή εντύπωσι, ότι είμαστε κάποιοι» [7], και φυσικά «το να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι, αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια (οίησις), η οποία είναι ένα πάθος…τόσο λεπτό και κρυφό… σε τρόπο που, για την πολλή λεπτότητά του, ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι, που το έχουν` όσο όμως είναι λεπτό και κρυφό, τόσο είναι και μεγάλο κακό. Γιατί την πρώτη εκείνη πόρτα του νου, από την οποία πρόκειται να μπη η χάρις του Θεού και να κατοικήση στον άνθρωπο, αυτό το καταραμένο πάθος στέκεται και την κλείνει και δεν αφήνει την χάρι να μπη, η οποία δίκαια αναχωρεί, γιατί πώς μπορεί να έλθη η χάρις να φωτίση ή να βοηθήση τον άνθρωπο εκείνον, που νομίζει πως είναι κάτι μεγάλο; Πώς είναι σοφός; Και πως δεν έχει ανάγκη από άλλη βοήθεια;». [7] Γι’ αυτό ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συμβουλεύει να μην εμπιστεύεται (ο άνθρωπος) τον εαυτό του.
Το ίδιο, με άλλα λόγια, λέει και ο π. Αιμιλιανός,: «… επειδή εμείς οι άνθρωποι συνήθως είμαστε εγωϊσταί, έχομε αλαζονεία, τότε αυτή η αλαζονεία, που υπάρχει στο βάθος της ψυχής μας, προβάλλει σ’ εμάς το είδωλο του εαυτού μας και καθιστά την γνώσι μας περί Θεού άπτερον, να μην μπορεί να πετάη εις τον ουρανό, τμηματική, αποσπασματική και βουτηγμένη μέσα στα πάθη μας και εις τας μερίμνας μας.». [8]

Επιστήμη και Θεός
Μεγάλοι επιστήμονες στο διάβα των αιώνων, όσο βαθύτερα ερευνούσαν τα «μυστικά» του κόσμου μας, τόσο περισσότερο θαύμαζαν τον Θεό. Υπήρχαν όμως, αλλά και υπάρχουν, επιστήμονες που κατέληξαν να απορρίψουν την Ύπαρξη του Θεού, μη δεχόμενοι γεγονότα και αποδείξεις που δεν μπορούσε να εξηγήσει η Επιστήμη, στηριζόμενοι υπέρ του δέοντος σ’ αυτήν, έχοντάς την ως άλλοθι, αλλά και θεοποιώντας την. «Οι σημερινοί σοφοί, έγραψε ο Φώτιος Κόντογλου, πολεμούνε τον Θεό και την πίστη στ’ όνομα της υπέρτατης θεάς Επιστήμης, δηλαδή στ’ όνομα του μυαλού τους, που είναι γι’ αυτούς ο Θεός. Θρησκεία, σήμερα, είναι τα μαθηματικά, η χημεία, η βιολογία, η φυσική, η μηχανική». [9]
Έτσι, κατέληξαν σε λανθασμένα, έως γελοία και παράλογα συμπεράσματα, αφού δεν έλαβαν υπ’ όψιν την διαρκή αυτοαναίρεσή της. Συνεχώς και καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία και ανακαλύπτονται νέες μέθοδοι και διαδικασίες ερευνών, αναιρούνται τα διάφορα συμπεράσματα και θεωρίες. Για παράδειγμα και «με βάση πρόσφατες ανακαλύψεις στη Γκαμπόν, οι πολυκύτταροι οργανισμοί εμφανίστηκαν πριν 2,1 δισ. χρόνια, κι όχι πριν 600 εκ. χρόνια.» [10]. Εύλογα αναφύεται το ερώτημα: «…τι σόϊ Επιστήμη είναι αυτή με αυτοδιαψεύσεις τέτοιας έκτασης;» [10]
Όταν ρώτησαν το σοφό γέροντα π. Ευστράτιο Γκολοβάνσκι από το Κίεβο, πού στηρίζεται η αθεΐα, απάντησε: «Πουθενά. Καμιά ανθρώπινη επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει την ανυπαρξία του Θεού, αφού η θεία ουσία είναι απόλυτα υπερβατική, απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις και ακατάληπτη από την ανθρώπινη διάνοια. Η θεία ενέργεια, ωστόσο, είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία, και γίνεται αντιληπτή από τις ψυχικές αισθήσεις των καλοπροαίρετων ανθρώπων. Η φυσική κτίση εξαγγέλλει την ύπαρξη, τη σοφία και τη δόξα του Θεού, όπως ψάλλει ο Δαβίδ: ‘‘Οι ουρανοί διηγούνται τα μεγαλεία του Θεού και το στερέωμα μας λέει πως είναι των χεριών Του έργο’’(Ψαλμ. 18:1)».[11] Και όπως, σοφά συμπληρώνει ο Φ.Κόντογλου, «Η πίστη είναι δώρο Θεού, και δίνεται σ’ όποιον έχει ταπείνωση και καθαρή ψυχή. Η πίστη δεν έρχεται με συλλογισμούς. Με συλλογισμούς μπορεί να παραδεχτεί ο άνθρωπος εκείνο που είναι πιστευτό, όχι όμως εκείνο που είναι απίστευτο κι απαράδεχτο από τη λογική του, δηλαδή από τις αισθήσεις του». [12]


Αμαρτία και Θεός δεν συμβιβάζονται
Η αμαρτία και τα πονηρά πάθη έχουν σκοτίσει τον νου και την καρδιά του ανθρώπου. Ζούμε σ’έναν διαρκή κυκεώνα, σε μια σύγχρονη βαβελική εποχή στην οποία μας φαίνεται το πικρό σαν γλυκό, το κακό σαν καλώς γενόμενο και το μαύρο σαν άσπρο. Έτσι φαίνεται και η πικρή αμαρτία, σαν κάτι το γλυκύ. «Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν» (Ησαΐας 5, 18-23). Η σκοτοδίνη της αμαρτίας ζάλισε την ανθρώπινη ύπαρξη, φώλιασε στην καρδιά του και συμβιβάστηκε μαζί της. Τα «Ου» του θείου Δεκαλόγου που τριβελίζουν τ’ αυτιά, ακούγονται εφιαλτικά, πλήττοντας την συνείδηση, και με τη συνεργία του εγωϊσμού, την καθιστούν αναίσθητη! Οι αμφιβολίες που σπέρνει ο πονηρός, δια μέσω των υπηρετών του, αρχίζουν να διαφαίνονται σωστές, βολικές. Ταιριάζουν καλύτερα σε μια άσωτη ζωή. Τελικά πιθανόν, δεν υπάρχει Θεός, όπως δήλωσαν και κάποιοι επιστήμονες στην Αγγλία. Είναι δυνατόν να ζήσει έκαστος όπως θέλει τη ζωή του, χωρίς διλλήματα, χωρίς αγώνα εναντίον της αμαρτίας, εναντίον του ίδιου του τού εαυτού, με άλλα λόγια «…αυτό που λένε μερικοί ότι δεν υπάρχει Θεός, το λένε γιατί δεν θέλουν να υπάρχη Θεός, Θεός ο Οποίος θα ελέγχη τις πράξεις τους, Θεός ο Οποίος θα επεμβαίνει στη ζωή τους».[13]
Όμως, «το να προσπαθεί κανείς να κρύψει μέσα στο νερό ένα ξύλο και να πει ότι δεν υπάρχει, είναι μάταιος κόπος. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε τι που ενώ υπάρχει, εμείς προσπαθούμε να το κρύψουμε ή να αποδείξουμε ότι δεν υπάρχει.
Βέβαια το να λες ότι κάτι δεν υπάρχει επειδή έτσι σε βολεύει ή γιατί έτσι σου αρέσει ή γιατί το αντιπαθείς δεν είναι μόνο αναξιοπρεπές, αλλά είναι και στοιχείο υψίστης κακίας. Είναι μια διαβολή και ως εκ τούτου μας κάνει μιμητές τού διαβόλου ο οποίος διαρκώς το μόνο που γνωρίζει και που μπορεί να κάνει είναι να διαστρέφει τις πραγματικότητες. Φυσικά είναι εύκολο να πεις ότι δεν υπάρχει κάτι, αλλά η φύση των αντικειμένων, που πραγματικά υπάρχουν, κάποια στιγμή μας διαψεύδει, γιατί αποκαλύπτονται.
Μέσα βέβαια σ’όλη αυτή την προσπάθεια που κάνουμε για να πούμε το τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει πολλές φορές εντάσσουμε και την άποψή μας ότι ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’. Χρόνια ολόκληρα, αιώνες τώρα διάφορα άτομα ή κοινωνικές καταστάσεις ή άθεα καθεστώτα ή επιστημονικές θεωρίες διακηρύττουν ότι δεν υπάρχει Θεός. Μόλις όμως φεύγει από το προσκήνιο ο ανθρώπινος παράγοντας που ‘‘κρατά το ξύλο κάτω από το νερό’’ τότε ξανανεβαίνει στην επιφάνεια η πραγματική αίσθηση της υπάρξεως του Θεού.
Εύκολα λέμε ότι δεν υπάρχει Θεός. Εύκολα λέμε ότι ο Θεός είναι κατασκεύασμα των ευαίσθητων ή των αδικουμένων. Η σοβαρότητα όμως του θέματος αυτού δεν είναι στο αρνητικό μέρος της προτάσεως ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’, αλλά στην ιδιορρυθμία που έχει η στήριξη αυτής της προτάσεως. Η πρόταση αυτή μοιάζει σαν τον ουροβόρο όφι. Σαν το φίδι που τρώγει την ουρά του, διότι μόλις προσπαθήσει κανείς να στηρίξει το ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ αμέσως καταβροχθίζεται το ‘‘δεν’’ και μένει αναγκαστικά το ‘‘υπάρχει Θεός’’.
Αυτό γίνεται υποχρεωτικά, διότι από την στιγμή που λέμε ότι δεν υπάρχει κάτι σημαίνει ότι γνωρίζω τι είναι αυτό για το οποίο λέω ότι δεν υπάρχει, διότι αν δεν το γνωρίζω τότε πως μπορώ να αποφαίνομαι για κάτι που δεν το γνωρίζω αφού δεν υπάρχει; Αν π.χ. δεν ξέρω τι είναι οι μπανάνες πως μπορώ να ξέρω αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μπανάνες σ’ένα τόπο. Αν δεν ξέρω τι είναι το τηλέφωνο πώς μπορώ να ξέρω ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει; Άρα όταν λέγω ότι δεν υπάρχει Θεός σημαίνει ότι ξέρω τι είναι ο Θεός για να μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει. Αφού όμως ξέρω τι είναι Θεός σημαίνει ότι υπάρχει ο Θεός, διότι πώς μπορώ να λέγω ότι ξέρω αυτό που δεν υπάρχει. Και φυσικά την ύπαρξη του Θεού την ξέρω από τις εκδηλώσεις του Θεού προς τον άνθρωπο, όπως είναι η Γέννησή Του, η Ανάστασή Του και το πλήθος των άλλων εκδηλώσεων, τις οποίες δεν μπόρεσε ποτέ ο άνθρωπος να απορρίψει ως ψευδείς, αφού δεν είναι φανταστικές, αλλά ‘‘ιστορικές πραγματικότητες’’.
Επομένως με το να λέγει κάποιος ότι ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ σημαίνει μόνο ένα πράγμα` ότι δεν τον συμφέρει η παρουσία του Θεού στη ζωή του, γιατί υπάρχει η Ανάσταση, γιατί υπάρχει η κρίση, γιατί υπάρχει η αιώνια ζωή, την οποία η ζωή μας δεν την αντέχει αφού είναι αμαρτωλή. Μόνο ένα πράγμα συμφέρει το ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ για να κάνω στη ζωή μου ό,τι θέλω.
Όμως η πραγματικότητα είναι μία. Υπάρχει Δημιουργός του κόσμου έστω κι αν φαίνεται ότι δεν μιλά, ότι είναι αδύναμος. Έτσι φαινόταν κι επάνω στον Σταυρό, αλλά Αναστήθηκε, αλλά Ανελήφθη, αλλά και θα ξανάλθει ‘‘να κρίνει ζώντας και νεκρούς’’». [14]


Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού
«Αποδείξεις για την ύπαρξι του Θεού υπάρχουν πολλές, αναφέρει ο π. Στέφανος.
  • Όλος αυτός ο κόσμος, ο οποίος μας περιβάλλει είναι μία απόδειξις, και μία μαρτυρία ότι υπάρχει Θεός. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ.3,4).
Το κτίσμα δείχνει τον κτίστη, το πλοίο δείχνει τον ναυπηγό, το δημιούργημα δείχνει το δημιουργό. Τίποτε δεν υπάρχει από μόνο του. Από μόνος Του υπάρχει μόνο ο Θεός. Ο Απόστολος Παύλος μας βεβαιώνει τα εξής: ‘‘τα γαρ αόρατα αυτού (του Θεού) από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης’’ (Ρωμ.1,20). Που σημαίνει: Οι μη βλεπόμενες άπειρες τελειότητες του Θεού, βλέπονται καθαρά, αφ’ ότου εκτίσθη αυτός ο κόσμος που μας περιβάλλει, δια μέσου των δημιουργημάτων, τα οποία υπάρχουν στην κτίσι. Πώς τις βλέπουμε; Όχι μόνο με τα μάτια του σώματος αλλά και με τα μάτια της ψυχής μας. Και έτσι αποκαλύπτεται και φανερώνεται και βλέπεται πόσο μεγάλη είναι η δύναμις του Θεού, που δεν έχει αρχή και τέλος. Η παντοδυναμία του Θεού είναι αιώνια, γιατί είναι αιώνιος και ο Θεός.
Ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει: Κοίτα λοιπόν τα άστρα, άνθρωπε, κοίτα τον ήλιο, την σελήνη, σκέψου τον αέρα, τα σύννεφα, την βροχή, πρόσεξε τη γη, τα βουνά, τους κάμπους, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα φυτά, τις θάλασσες, τις λίμνες, τα νερά των ποταμών, το ατέλειωτο ζωικό βασίλειο. Συλλογίσου ακόμα πώς το καθένα κινείται, πώς ζει, πώς υπάρχει, τι προσφέρει στο σύνολο, τι προσφέρει στον άνθρωπο. Και τότε θα κυριευθής από έκστασι, από θαυμασμό, από φόβο για την τάξι και την αρμονία και για τον σοφό σκοπό που κρύβει μέσα του γενικά ολόκληρος ο κόσμος αλλά και κάθε δημιούργημα.
Είναι λοιπόν ή δεν είναι ο κόσμος στολίδι – κόσμημα του ζώντος Θεού; τον Οποίον η ψυχή αισθάνεται, γιατί Τον αναζητεί, γιατί η σκέψις της υπάρξεώς Του την ανησυχεί. Γιατί ελέγχεται, αν θέλετε, ηθικά, επειδή Τον πολεμεί. Το ότι πολεμείται ο Θεός και η Εκκλησία Του εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια και μέχρι των ημερών μας, αυτό και μόνον είναι απόδειξις ότι υπάρχει Θεός!
  • Υπάρχει κακόν και αδικία στον κόσμο; Βέβαια υπάρχει. Άλλο τίποτε από αδικία και από κακό δεν βλέπουμε. Η ύπαρξις αυτή της αδικίας δημιουργεί την ανάγκη υπάρξεως του Θεού. Γιατί; Για να αποδοθή δικαιοσύνη. Ως πότε θα επικρατή τέλος πάντων αυτή η αδικία; Είναι σωστό εγώ να τρώω κι εσύ να είσαι νηστικός; Να έχω εγώ να σκεπαστώ και να φορέσω ρούχα και συ να είσαι γυμνός; Το παιδί μου να πίνη γάλα και στον τρίτο κόσμο να πεθαίνουν από την πείνα; Είναι δίκαιον αυτό; Δεν πρέπει να αποδοθή κάποτε δικαιοσύνη; Ποιος όμως θα αποδώση δικαιοσύνη, εφ’ όσον δεν την δίνουν οι άνθρωποι; Θα την αποδώση λοιπόν ο Θεός.
  • Η ιστορία της ανθρωπότητος μας βεβαιώνει ότι όλες οι φυλές και τα έθνη, που υπήρξαν μέχρι σήμερα πάνω στη γη, είχαν πίστι στην ύπαρξι θεού. Ασχέτως του πώς τον έφτιαχναν με τα μυαλά τους, πίστευαν όμως ότι υπάρχει θεός. Άθρησκος λαός δεν υπήρξε κανένας, ούτε ένας, έστω κι αν είχαν περιπέσει στην πολυθεΐα και στην ειδωλολατρία.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο, μας είχαν δώσει για μελέτη ένα κείμενο από τον Πλούταρχο, που είναι αρχαίος συγγραφεύς και ιστορικός, και το οποίο αντέγραψα στη μετάφρασί του που είναι: ‘‘Όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθής, κι όλον τον κόσμο κι αν γυρίσης, μπορεί πιθανόν να βρης πόλεις και χωριά χωρίς τείχη, χωρίς σχολεία, χωρίς βασιλιάδες, χωρίς κατοίκους, χωρίς χρήματα, χωρίς θέατρα και γυμναστήρια. Τέτοιες πολιτείες μπορεί να βρης. Αλλά πόλιν άθεον, που να μην έχη ναούς και ιερά και όσια, που οι κάτοικοί της να μην προσεύχωνται και να μην επικαλούνται τον θεόν τους στα δικαστήρια με όρκους, που να μην κάνουν θυσίες και να ζητούν από τον θεόν ευλογίες, κανείς δεν βρήκε ούτε πρόκειται να βρη ποτέ’’, αυτό αποδεικνύει και φανερώνει ότι υπάρχει Θεός».[15]

Έκαστος είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του, τις αποφάσεις του, για τις πράξεις του. Είναι, ο κάθε ένας ξεχωριστά, υπεύθυνος για το στόχο που βάζει στη ζωή του. Εάν υπάρχει θέληση να γνωρίσει τον Θεό. Εάν θέλει να Τον πλησιάσει ή να απομακρυνθεί από Αυτόν. Εάν θέλει να Τον πιστέψει. «Αν είμαστε πτωχοί, αν είναι οι ψυχές μας μαύρες, εάν δεν έχωμεν Θεόν στην ζωή μας, αν δεν έχωμε αίσθησι Θεού, εάν δεν έχωμε αγαλλίασι, εάν σαν τα μυρμήγκια πατάμε επάνω στα χώματα κάθε ημέρα, εάν αντί για ωραιότατες φωτεινές κορυφές μπαίνωμε στις σπηλιές των παθών μας και των θελημάτων μας, στις τρύπες μας, που είναι χειρότερες και πιο ασφυκτικές από τις τρύπες των μυρμήγκων – που είναι παλάτια στην πραγματικότητα αυτές οι τρύπες για τους μύρμηγκας – γιατί; Διότι κάνομε το ίδιο παράπτωμα που έκανε ο Αδάμ: δεν θέλομε να ορώμεν Θεόν, αλλά ορώμεν εαυτούς». [16]
Υπάρχουν ατελείωτες αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, δεν υπάρχει ούτε μία, που να αποδεικνύει το αντίθετο! Υπάρχει όμως, μια σοβαρή δικαιολογία: η πνευματική τυφλότης! Όπως ο σωματικά τυφλός δεν μπορεί να θαυμάσει τον ήλιο, έτσι και ο πνευματικά τυφλός, δεν μπορεί να ατενίσει το Φως του κόσμου!!!


Παραπομπές
(1),(2),(3) «Το Σύμπαν και η Θεωρία της Εξέλιξης – Κατά τη σύγχρονη επιστήμη», Αρχιμ. ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΙΛΙΦΗ.
(4) «Απόστολος», Επισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ.
(5) «250 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
(6) «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», ΜΗΝΙΑΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ.
(7) «Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ.(ΕΚΔΟΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ)
(8) «ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
(9) «ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ», ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(10)Από τα «Αντιφωνήματα» του «Αντιφωνητή», 299/16-7-10
(11) ‘‘ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ’’, Ι. Μ. Παρακλήτου
(12) «ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ», ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(13) «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
(14) «ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗ ΓΑΛΙΛΑΙΑ»
(15) «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
(16) «ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Όπως σε κάθε εποχή, έτσι και σήμερα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, λογικά όντα, που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Η πίστη αυτή προσπαθεί να στηριχθεί στην επιστημονική παρατήρηση και στη λογική σκέψη. Στην ουσία όμως, καταλήγει σε παραλογισμό. Διότι η λογική επιτάσσει ότι κάθε δημιούργημα έχει τον δημιουργό του. Είναι λοιπόν, δυνατόν η γη, οι αστέρες, ο ήλιος, το σύμπαν να δημιουργήθηκε μόνο του;

Η δημιουργός τύχη
Η αθεΐα υποστηρίζει πως το σύμπαν, ο κόσμος, οι άνθρωποι είναι προϊόντα τύχης, συγκυριών! Πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος και ειδικότερα ο ανθρώπινος νους, που είναι προϊόν τυχαίας δημιουργίας, όπως λένε, να δημιουργεί, να εφευρίσκει και να κατασκευάζει δημιουργήματα που δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά που στηρίζονται στην νόηση και την παρατήρηση; Πράγματι ηχεί απίθανο, αφύσικο, παράλογο. Ο άνθρωπος, ό,τι δημιούργησε πάνω στη γη βασίστηκε και σε τυχαίες ανακαλύψεις αλλά και σε πειραματισμούς και εφευρήματα. Ποιος άραγε θα πίστευε ποτέ, πως η μηχανή ενός αυτοκινήτου έγινε τυχαία; Αν το πίστευε κάποιος, σίγουρα δεν θα είχε «σώας τας φρένας». «Εάν κάποιος έχει στη διάθεσή του όλα τα όργανα ενός ωρολογίου και τα ρίχνει τυχαίως μπροστά του για να λειτουργήσει το ωρολόγι αυτό, Η ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ να ΤΟ ΕΠΙΤΥΧΕΙ είναι ένα στο τρισεκατομμύριο και με την προϋπόθεση να το επαναλαμβάνει επί ένα τρισεκατομμύριο χρόνια με ταχύτητα 100 φορές στο δευτερόλεπτο. Πράγμα αδύνατο. Πώς λοιπόν μπορεί να λειτουργεί τυχαίως το (ωρολόγιο) σύμπαν;» και «Καμιά σύμπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύσει την συνεχή και εύρυθμη λειτουργία των φυσικών νόμων του σύμπαντος» (ΜΑΞ ΠΛΑΝΚ). [1]


«Πάντα εν σοφία εποίησας»
Είναι δυνατόν ποτέ το τυχαίο να μπορεί να δημιουργεί; Είναι δυνατόν ποτέ το τυχαίο όχι απλώς να δημιουργεί, αλλά να δημιουργεί σχεδόν τέλεια κατασκευάσματα; Είναι δυνατόν κατά τύχη, να γίνει κάτι τέλειο, το οποίο μάλιστα να μπορεί να προσαρμόζεται συνεχώς στο πέρασμα των αιώνων, ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες; Πώς είναι δυνατόν, τυχαία από το ίδιο χώμα να φυτρώνουν φυτά με πολυποίκιλες ενδυμασίες, μορφές και μυρουδιές; Υπάρχουν πάνω από 3.000 είδη λουλουδιών. Θα μπορούσε ποτέ, να γίνει τυχαία ένα τέλειο εργοστάσιο; Ένα εργοστάσιο σαν τον ανθρώπινο οργανισμό; Ας σκεφτούμε μόνο ότι: « το στομάχι, που, ενώ τρώει κρέας και λυώνει τα κρέατα, με ειδική διεργασία που γίνεται πιο κάτω του, αυτό παραμένει άτρωτο. Είναι σα να βάζεις και καις ξύλα σε μια σόμπα ξύλινη και η σόμπα να μην καίγεται. Μυστήριο!» επίσης, «οι βιολόγοι-δερματολόγοι έχουν υπολογίσει ότι σε κάθε τετραγωνική ίντσα, δηλαδή 6,45 τετραγωνικά εκατοστά ανθρωπίνου δέρματος, υπάρχουν είκοσι φλέβες που μεταφέρουν αίμα, δεκατρία σημεία που αισθάνονται το κρύο, εβδομήντα οκτώ σημεία που αισθάνονται την θέρμανση, εκατόν εξήντα πέντε που αισθάνονται την πίεση, εξήντα πέντε τρίχες και μύες, εκατό αδένες που εκκρίνουν παχιές ουσίες, εξακόσιοι πενήντα αδένες ιδρώτος, είκοσι οκτώ νεύρα, χίλια τριακόσια άκρα νεύρων που αισθάνονται τον πόνο, και δέκα εννέα χιλιάδες πεντακόσια αισθητικά κύτταρα στα άκρα των νεύρων». [2]
Τα δυο αυτά παραδείγματα, διαψεύδουν την τυχαία δημιουργία. Απεναντίας, είναι δοξολογική αφορμή, όπως του Ψαλμωδού: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε` πάντα εν σοφία εποίησας…» (Ψαλμ.103,24), «τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια…» (Ψαλμ.76,14-15). Πράγματι όσο ερευνά κανείς εις βάθος τον ανθρώπινο οργανισμό και τη φύση, τόσο τείνει να θαυμάσει μαζί με τον προφητάνακτα Δαυίδ, τα μεγαλεία του Θεού. Ένα ακόμη μικρό παράδειγμα από το μεγάλο σχολείο της φύσης: «Ποιος δίδαξε τον αρουραίο να συγκεντρώνει τους κόκκους του σιταριού στην υπόγεια φωλιά του, για να έχει να φάει σε περίοδο ανέχειας, και μάλιστα, το πιο καταπληκτικό, οι κόκκοι που φυλάει, να είναι όλοι δαγκωμένοι στο άκρο, εκεί ακριβώς που είναι το φύτρο του κόκκου, ώστε να μη φυτρώνει στη γη;». [3] Σίγουρα όχι η «τύχη».

Γλάροι στο Άγιον Όρος

Ο μακαριστός γέρων Αυγουστίνος, επίσκοπος Φλωρίνης, θαυμάζει τον όμορφο κόσμο μας, τους κάμπους, τα βουνά, τους ποταμούς, τις λίμνες και τις θάλασσες. Θαυμάζει τα ψάρια, τα πουλιά, τα ζώα. Τα χιλιάδες είδη ψαριών, πουλιών και ζώων! «Ω, πόσα είδη από το σπουργίτι μέχρι τον αετό! Τα διάφορα είδη των πουλιών διακρίνονται μεταξύ τους από τη φωνή, το χρώμα, το ράμφος, το πέταγμα, το μέρος που χτίζουν τις φωλιές τους, τις συνήθειές τους, τη διάρκεια της ζωής και άλλα… Όλα δε είνε κατασκευασμένα με τέτοια τελειότητα, που τα θαυμάζουν και οι μεγάλοι επιστήμονες. Το καθένα είνε και ένα εργοστάσιο, που εργάζεται με ακρίβεια θαυμαστή. Τι είνε π.χ. ένα αηδόνι, που το περιμένουμε να κελαηδήση την άνοιξι; Αν το ζυγίσουμε, δεν θα είνε παραπάνω από 30 γραμμάρια. Και όμως η ελάχιστη αυτή ποσότητα ύλης είνε μια μικρή μηχανή, μηχανή όχι νεκρή, αλλά ζωντανή, μηχανή με όλα, όσα χρειάζονται για να κινήται και να εργάζεται. Έχει επίσης στο λάρυγγά του κάτι λεπτές χορδές, που όταν τις παίζη σε μαγεύει. Είνε σαν ν’ ακούς μια κιθάρα. Τι λέω! Σαν να παίζη μια ορχήστρα από διάφορα όργανα. Κανένας μουσικός δεν φθάνει τη μουσική του. και ερωτώ: είνε δυνατόν αυτά, που βλέπουμε εδώ στη γη, να είνε τυχαία; Ποιος έκανε την ύλη; Ποιος τη ζύμωσε για να πάρη διάφορα σχήματα; Ποιος έκρυψε μέσα στην ύλη διάφορες ιδιότητες και δυνάμεις; Ποιος σε ένα μόριο ύλης έκλεισε μια τεράστια τέτοια δύναμι, που αν απελευθερωθή μπορεί να κινήση χιλιάδες βαγόνια και καράβια; Ποιος δίδαξε μουσική στο αηδόνι; Ποιος δίδαξε στη μέλισσα να χτίζη τις κερήθρες της με τέτοια σοφία, σαν να είνε επιστήμων μηχανικός και αρχιτέκτων; Ποιος δίδαξε το μυρμήγκι να κάνη τις υπόγειες κατοικίες και να εργάζεται σαν μια ωργανωμένη κοινωνία; Ποιος;… Μια είνε η λογική απάντησι: Ο ΘΕΟΣ!

Ναι, δημιούργημα του Θεού είνε η γη και όσα υπάρχουν και ζουν πάνω σ’ αυτήν. Αλλ’ η γη είναι το μόνο δημιούργημα του Θεού; Όχι. Η γη, ο τεράστιος αυτός πλανήτης, που τον ζυγίζουν οι αστρονόμοι και βρίσκουν, ότι είνε δισεκατομμύρια τόννοι, και αυτή η γη, αν τη συγκρίνουμε με τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια των άλλων άστρων, θα βρούμε, ότι είνε ένα κουκί άμμου, μια σταγόνα θαλάσσης. Και πάλι ρωτάμε: ποιος δημιούργησε τα αναρίθμητα αυτά αστέρια; Ποιος έδωσε σ’ αυτά την πρώτη κίνησι; Ποιος ρύθμισε τα δρομολόγιά τους, ώστε να κινούνται μέσα στον απέραντο κόσμο και να μη συγκρούωνται μεταξύ τους; Ποιος έδωσε το φως στον ήλιο; Ποιος κανόνισε την απόστασι της γης από τον ήλιο να είνε τόση, ώστε η γη ούτε κάρβουνο να γίνεται από την πολλή ζέστη ούτε να παγώνη ολόκληρη από το πολύ κρύο; Ποιος ώρισε τα δρομολόγια όλων των άστρων; Ποιος;… Και πάλι μία είνε η λογική απάντησι: Ο ΘΕΟΣ!...». [4]

O Κυβερνήτης του σύμπαντος
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταθέτει τη δική του μελιστάλαχτη σοφία: «Δεν βλέπεις, λέει, πως αυτό το σώμα, όταν απομακρυνθεί η ψυχή από αυτό, αμέσως καταρρέει και μαραίνεται και χάνεται, και επανέρχεται κάθε ένα από τα στοιχεία του εις το είδος του; Το ίδιον θα συνέβαινε και επί του κόσμου, εάν τον άφηνεν έρημον η δύναμις της Προνοίας του Θεού, η οποία Πρόνοια διαπαντός κυβερνά τον κόσμον. Διότι εάν ένα πλοίον χωρίς Κυβερνήτην δεν ημπορεί να υπάρξει, αλλά καταποντίζεται εύκολα, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ο κόσμος επί τόσον χρόνον χωρίς κάποιος να τον κυβερνά; Και δια να μη ειπώ περισσότερα, να θεωρήσεις ότι ο κόσμος είναι ένα πλοίον, ότι ως βάσιν (καρίναν), έχει την γην, ως ιστίον τον ουρανόν, ως επιβάτας τους ανθρώπους, ως πέλαγος την άβυσσον που είναι κάτω. Πώς λοιπόν επί τόσον χρονικόν διάστημα δεν έγινε κάποιο ναυάγιον; Άφησε ένα πλοίον μίαν μόνον ημέραν χωρίς κυβερνήτην και ναύτας και θα το ιδείς να καταποντίζεται αμέσως` ο κόσμος όμως τίποτε τέτοιο δεν έπαθε, αν και υπάρχει περισσότερον από πέντε χιλιάδες χρόνια. Και διατί λέγω πλοίον; Κάποιος έστησε μικράν καλύβην εις τα αμπέλια και όταν εμάζευσε τον καρπόν, την άφησε έρημον, και δεν διατηρείται περισσότερον από δύο ημέρας, αλλά διαλύεται και πέφτει αμέσως. Έπειτα, ενώ η καλύβα δεν είναι δυνατόν να σταθεί εις την θέσιν της χωρίς εκείνον που φροντίζει δι’ αυτήν, δημιούργημα δε τόσον μεγάλο, τόσον καλόν, τόσον θαυμαστόν, και νόμοι νυκτός και ημέρας και εναλλαγαί ωρών, και δρόμος της φύσεως ποικίλος και διάφορος εις την θάλασσαν και εις τον αέρα και εις τον ουρανόν, και εις φυτά και εις τα ζώα, που κολυμβούν, που έρπουν, και το σπουδαιότερο όλων αυτών, το γένος των ανθρώπων, πως είναι δυνατόν πες μου, να παραμείνουν επί τόσον μεγάλο χρόνον αδιάπτωτα, χωρίς κάποιος να φροντίζει δι’ αυτά;» [5]

Η γνώση οδηγεί στο Θεό
Η γνώση προκαλεί το θαυμασμό του ανθρώπου. Το λογικό αυτό ον, έχει έμφυτη ροπή στη γνώση, στη μάθηση. Επιζητεί αδιάλειπτα κάτι το πνευματικά ανώτερο. Αυτός είναι και ο λόγος, που ο κάτοχος μιας επιστήμης (μεγάλου μέρους της, διότι στην παρούσα ζωή δεν υπάρχει τελείωση), γεννά στον περίγυρό του, αισθήματα θαυμασμού προς το πρόσωπό του. Μάλιστα, αν κάποιος είναι γνώστης πολλών επιστημών καθώς και κατασκευαστής πολλών και μεγάλων εφευρέσεων, τότε, ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του είναι ακόμη μεγαλύτερος. Θεωρείται σοφός, μεγαλοφυΐα. Κάτι που βεβαίως, είναι και λογικό και φυσικό. Όλα αυτά όμως, διακηρύσσουν κάτι λογικότερο και φυσικότερο: την πανσοφία και παντοδυναμία του Θεού. Διότι, όπως παραδεχτήκαμε, κάθε οικοδόμημα έχει τον κατασκευαστή του και είναι άφρων όποιος δεν το παραδέχεται. Έτσι και το αχανές σύμπαν έχει το δικό του κατασκευαστή. Επομένως, από τη στιγμή που είναι άξιος θαυμασμού ο δημιουργός ενός πίνακα ζωγραφικής, ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός διαστημόπλοιου, πώς να μη μένουν έκπληκτοι και άφωνοι οι άνθρωποι, μπροστά στο Μεγάλο Δημιουργό των πάντων; Δημιουργού ακόμα και αυτής της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι και αυτή δημιουργός μικρότερης κλίμακας, χάρη στον Θεό.


Την αλήθεια αυτή μαρτυρεί ακόμα κι ένα μικρό αγριολούλουδο, προς ταπείνωση των ανθρώπινων υπάρξεων που την αρνούνται. Τη μαρτυρεί το λιτό και συνάμα πανέμορφο φόρεμά του, και την προδίδει το πανάκριβο άρωμά του. Μαρτυρεί τον Πάνσοφο και Παντοδύναμο Δημιουργό του. Κραυγάζει σιωπηλά: «Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου».
Συμπερασματικά, θα λέγαμε, ότι η γνώση οδηγεί στον Θεό ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να οδηγεί στον Θεό.



Η κοσμική γνώση οδηγεί στην απιστία

Η γνώση βέβαια, όταν δεν συνοδεύεται από ευλάβεια και ταπείνωση, φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Καταντά στεγνή, κοσμική γνώση, η κατά κόσμον σοφία, που συνήθως, οδηγεί στην απιστία. Το γιατί εξηγεί ο Θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος: «Η κοσμική σοφία συνήθως φουσκώνει τα μυαλά, κάνει τον άνθρωπο υπερήφανο. Ο δε υπερήφανος νομίζει, ότι καταλαβαίνει καλλίτερα από τους άλλους, περιφρονεί τη γνώμη των άλλων, και μάλιστα αγανακτεί, αν οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν και δεν τον παραδέχωνται. Τόση πεποίθησι έχει ο υπερήφανος στη λογική του, ώστε, όσα δεν καταλαβαίνει, τα απορρίπτει ως παράλογα! Όλων των πραγμάτων μέτρο η λογική του! Οι ουράνιες αλήθειες, επειδή δεν χωρούν στο μυαλό του, απορρίπτονται. Έτσι η υπερηφάνεια σκοτώνει την πίστι.» [6] Η πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του, η απόλυτη εμπιστοσύνη στη λογική του οδηγεί σε τέτοια εσφαλμένα συμπεράσματα. Διότι «εμείς, πράγματι όντας φυσικά διεφθαρμένοι από την φύσι μας, από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, έχουμε σε μεγάλη υπόληψι τον εαυτό μας, η οποία φύσις, αν και δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα ψέμα, εμείς όμως, νομίζουμε, με μια απατηλή εντύπωσι, ότι είμαστε κάποιοι» [7], και φυσικά «το να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι, αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια (οίησις), η οποία είναι ένα πάθος…τόσο λεπτό και κρυφό… σε τρόπο που, για την πολλή λεπτότητά του, ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι, που το έχουν` όσο όμως είναι λεπτό και κρυφό, τόσο είναι και μεγάλο κακό. Γιατί την πρώτη εκείνη πόρτα του νου, από την οποία πρόκειται να μπη η χάρις του Θεού και να κατοικήση στον άνθρωπο, αυτό το καταραμένο πάθος στέκεται και την κλείνει και δεν αφήνει την χάρι να μπη, η οποία δίκαια αναχωρεί, γιατί πώς μπορεί να έλθη η χάρις να φωτίση ή να βοηθήση τον άνθρωπο εκείνον, που νομίζει πως είναι κάτι μεγάλο; Πώς είναι σοφός; Και πως δεν έχει ανάγκη από άλλη βοήθεια;». [7] Γι’ αυτό ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συμβουλεύει να μην εμπιστεύεται (ο άνθρωπος) τον εαυτό του.
Το ίδιο, με άλλα λόγια, λέει και ο π. Αιμιλιανός,: «… επειδή εμείς οι άνθρωποι συνήθως είμαστε εγωϊσταί, έχομε αλαζονεία, τότε αυτή η αλαζονεία, που υπάρχει στο βάθος της ψυχής μας, προβάλλει σ’ εμάς το είδωλο του εαυτού μας και καθιστά την γνώσι μας περί Θεού άπτερον, να μην μπορεί να πετάη εις τον ουρανό, τμηματική, αποσπασματική και βουτηγμένη μέσα στα πάθη μας και εις τας μερίμνας μας.». [8]

Επιστήμη και Θεός
Μεγάλοι επιστήμονες στο διάβα των αιώνων, όσο βαθύτερα ερευνούσαν τα «μυστικά» του κόσμου μας, τόσο περισσότερο θαύμαζαν τον Θεό. Υπήρχαν όμως, αλλά και υπάρχουν, επιστήμονες που κατέληξαν να απορρίψουν την Ύπαρξη του Θεού, μη δεχόμενοι γεγονότα και αποδείξεις που δεν μπορούσε να εξηγήσει η Επιστήμη, στηριζόμενοι υπέρ του δέοντος σ’ αυτήν, έχοντάς την ως άλλοθι, αλλά και θεοποιώντας την. «Οι σημερινοί σοφοί, έγραψε ο Φώτιος Κόντογλου, πολεμούνε τον Θεό και την πίστη στ’ όνομα της υπέρτατης θεάς Επιστήμης, δηλαδή στ’ όνομα του μυαλού τους, που είναι γι’ αυτούς ο Θεός. Θρησκεία, σήμερα, είναι τα μαθηματικά, η χημεία, η βιολογία, η φυσική, η μηχανική». [9]
Έτσι, κατέληξαν σε λανθασμένα, έως γελοία και παράλογα συμπεράσματα, αφού δεν έλαβαν υπ’ όψιν την διαρκή αυτοαναίρεσή της. Συνεχώς και καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία και ανακαλύπτονται νέες μέθοδοι και διαδικασίες ερευνών, αναιρούνται τα διάφορα συμπεράσματα και θεωρίες. Για παράδειγμα και «με βάση πρόσφατες ανακαλύψεις στη Γκαμπόν, οι πολυκύτταροι οργανισμοί εμφανίστηκαν πριν 2,1 δισ. χρόνια, κι όχι πριν 600 εκ. χρόνια.» [10]. Εύλογα αναφύεται το ερώτημα: «…τι σόϊ Επιστήμη είναι αυτή με αυτοδιαψεύσεις τέτοιας έκτασης;» [10]
Όταν ρώτησαν το σοφό γέροντα π. Ευστράτιο Γκολοβάνσκι από το Κίεβο, πού στηρίζεται η αθεΐα, απάντησε: «Πουθενά. Καμιά ανθρώπινη επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει την ανυπαρξία του Θεού, αφού η θεία ουσία είναι απόλυτα υπερβατική, απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις και ακατάληπτη από την ανθρώπινη διάνοια. Η θεία ενέργεια, ωστόσο, είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία, και γίνεται αντιληπτή από τις ψυχικές αισθήσεις των καλοπροαίρετων ανθρώπων. Η φυσική κτίση εξαγγέλλει την ύπαρξη, τη σοφία και τη δόξα του Θεού, όπως ψάλλει ο Δαβίδ: ‘‘Οι ουρανοί διηγούνται τα μεγαλεία του Θεού και το στερέωμα μας λέει πως είναι των χεριών Του έργο’’(Ψαλμ. 18:1)».[11] Και όπως, σοφά συμπληρώνει ο Φ.Κόντογλου, «Η πίστη είναι δώρο Θεού, και δίνεται σ’ όποιον έχει ταπείνωση και καθαρή ψυχή. Η πίστη δεν έρχεται με συλλογισμούς. Με συλλογισμούς μπορεί να παραδεχτεί ο άνθρωπος εκείνο που είναι πιστευτό, όχι όμως εκείνο που είναι απίστευτο κι απαράδεχτο από τη λογική του, δηλαδή από τις αισθήσεις του». [12]


Αμαρτία και Θεός δεν συμβιβάζονται
Η αμαρτία και τα πονηρά πάθη έχουν σκοτίσει τον νου και την καρδιά του ανθρώπου. Ζούμε σ’έναν διαρκή κυκεώνα, σε μια σύγχρονη βαβελική εποχή στην οποία μας φαίνεται το πικρό σαν γλυκό, το κακό σαν καλώς γενόμενο και το μαύρο σαν άσπρο. Έτσι φαίνεται και η πικρή αμαρτία, σαν κάτι το γλυκύ. «Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν» (Ησαΐας 5, 18-23). Η σκοτοδίνη της αμαρτίας ζάλισε την ανθρώπινη ύπαρξη, φώλιασε στην καρδιά του και συμβιβάστηκε μαζί της. Τα «Ου» του θείου Δεκαλόγου που τριβελίζουν τ’ αυτιά, ακούγονται εφιαλτικά, πλήττοντας την συνείδηση, και με τη συνεργία του εγωϊσμού, την καθιστούν αναίσθητη! Οι αμφιβολίες που σπέρνει ο πονηρός, δια μέσω των υπηρετών του, αρχίζουν να διαφαίνονται σωστές, βολικές. Ταιριάζουν καλύτερα σε μια άσωτη ζωή. Τελικά πιθανόν, δεν υπάρχει Θεός, όπως δήλωσαν και κάποιοι επιστήμονες στην Αγγλία. Είναι δυνατόν να ζήσει έκαστος όπως θέλει τη ζωή του, χωρίς διλλήματα, χωρίς αγώνα εναντίον της αμαρτίας, εναντίον του ίδιου του τού εαυτού, με άλλα λόγια «…αυτό που λένε μερικοί ότι δεν υπάρχει Θεός, το λένε γιατί δεν θέλουν να υπάρχη Θεός, Θεός ο Οποίος θα ελέγχη τις πράξεις τους, Θεός ο Οποίος θα επεμβαίνει στη ζωή τους».[13]
Όμως, «το να προσπαθεί κανείς να κρύψει μέσα στο νερό ένα ξύλο και να πει ότι δεν υπάρχει, είναι μάταιος κόπος. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε τι που ενώ υπάρχει, εμείς προσπαθούμε να το κρύψουμε ή να αποδείξουμε ότι δεν υπάρχει.
Βέβαια το να λες ότι κάτι δεν υπάρχει επειδή έτσι σε βολεύει ή γιατί έτσι σου αρέσει ή γιατί το αντιπαθείς δεν είναι μόνο αναξιοπρεπές, αλλά είναι και στοιχείο υψίστης κακίας. Είναι μια διαβολή και ως εκ τούτου μας κάνει μιμητές τού διαβόλου ο οποίος διαρκώς το μόνο που γνωρίζει και που μπορεί να κάνει είναι να διαστρέφει τις πραγματικότητες. Φυσικά είναι εύκολο να πεις ότι δεν υπάρχει κάτι, αλλά η φύση των αντικειμένων, που πραγματικά υπάρχουν, κάποια στιγμή μας διαψεύδει, γιατί αποκαλύπτονται.
Μέσα βέβαια σ’όλη αυτή την προσπάθεια που κάνουμε για να πούμε το τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει πολλές φορές εντάσσουμε και την άποψή μας ότι ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’. Χρόνια ολόκληρα, αιώνες τώρα διάφορα άτομα ή κοινωνικές καταστάσεις ή άθεα καθεστώτα ή επιστημονικές θεωρίες διακηρύττουν ότι δεν υπάρχει Θεός. Μόλις όμως φεύγει από το προσκήνιο ο ανθρώπινος παράγοντας που ‘‘κρατά το ξύλο κάτω από το νερό’’ τότε ξανανεβαίνει στην επιφάνεια η πραγματική αίσθηση της υπάρξεως του Θεού.
Εύκολα λέμε ότι δεν υπάρχει Θεός. Εύκολα λέμε ότι ο Θεός είναι κατασκεύασμα των ευαίσθητων ή των αδικουμένων. Η σοβαρότητα όμως του θέματος αυτού δεν είναι στο αρνητικό μέρος της προτάσεως ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’, αλλά στην ιδιορρυθμία που έχει η στήριξη αυτής της προτάσεως. Η πρόταση αυτή μοιάζει σαν τον ουροβόρο όφι. Σαν το φίδι που τρώγει την ουρά του, διότι μόλις προσπαθήσει κανείς να στηρίξει το ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ αμέσως καταβροχθίζεται το ‘‘δεν’’ και μένει αναγκαστικά το ‘‘υπάρχει Θεός’’.
Αυτό γίνεται υποχρεωτικά, διότι από την στιγμή που λέμε ότι δεν υπάρχει κάτι σημαίνει ότι γνωρίζω τι είναι αυτό για το οποίο λέω ότι δεν υπάρχει, διότι αν δεν το γνωρίζω τότε πως μπορώ να αποφαίνομαι για κάτι που δεν το γνωρίζω αφού δεν υπάρχει; Αν π.χ. δεν ξέρω τι είναι οι μπανάνες πως μπορώ να ξέρω αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μπανάνες σ’ένα τόπο. Αν δεν ξέρω τι είναι το τηλέφωνο πώς μπορώ να ξέρω ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει; Άρα όταν λέγω ότι δεν υπάρχει Θεός σημαίνει ότι ξέρω τι είναι ο Θεός για να μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει. Αφού όμως ξέρω τι είναι Θεός σημαίνει ότι υπάρχει ο Θεός, διότι πώς μπορώ να λέγω ότι ξέρω αυτό που δεν υπάρχει. Και φυσικά την ύπαρξη του Θεού την ξέρω από τις εκδηλώσεις του Θεού προς τον άνθρωπο, όπως είναι η Γέννησή Του, η Ανάστασή Του και το πλήθος των άλλων εκδηλώσεων, τις οποίες δεν μπόρεσε ποτέ ο άνθρωπος να απορρίψει ως ψευδείς, αφού δεν είναι φανταστικές, αλλά ‘‘ιστορικές πραγματικότητες’’.
Επομένως με το να λέγει κάποιος ότι ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ σημαίνει μόνο ένα πράγμα` ότι δεν τον συμφέρει η παρουσία του Θεού στη ζωή του, γιατί υπάρχει η Ανάσταση, γιατί υπάρχει η κρίση, γιατί υπάρχει η αιώνια ζωή, την οποία η ζωή μας δεν την αντέχει αφού είναι αμαρτωλή. Μόνο ένα πράγμα συμφέρει το ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ για να κάνω στη ζωή μου ό,τι θέλω.
Όμως η πραγματικότητα είναι μία. Υπάρχει Δημιουργός του κόσμου έστω κι αν φαίνεται ότι δεν μιλά, ότι είναι αδύναμος. Έτσι φαινόταν κι επάνω στον Σταυρό, αλλά Αναστήθηκε, αλλά Ανελήφθη, αλλά και θα ξανάλθει ‘‘να κρίνει ζώντας και νεκρούς’’». [14]


Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού
«Αποδείξεις για την ύπαρξι του Θεού υπάρχουν πολλές, αναφέρει ο π. Στέφανος.
  • Όλος αυτός ο κόσμος, ο οποίος μας περιβάλλει είναι μία απόδειξις, και μία μαρτυρία ότι υπάρχει Θεός. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ.3,4).
Το κτίσμα δείχνει τον κτίστη, το πλοίο δείχνει τον ναυπηγό, το δημιούργημα δείχνει το δημιουργό. Τίποτε δεν υπάρχει από μόνο του. Από μόνος Του υπάρχει μόνο ο Θεός. Ο Απόστολος Παύλος μας βεβαιώνει τα εξής: ‘‘τα γαρ αόρατα αυτού (του Θεού) από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης’’ (Ρωμ.1,20). Που σημαίνει: Οι μη βλεπόμενες άπειρες τελειότητες του Θεού, βλέπονται καθαρά, αφ’ ότου εκτίσθη αυτός ο κόσμος που μας περιβάλλει, δια μέσου των δημιουργημάτων, τα οποία υπάρχουν στην κτίσι. Πώς τις βλέπουμε; Όχι μόνο με τα μάτια του σώματος αλλά και με τα μάτια της ψυχής μας. Και έτσι αποκαλύπτεται και φανερώνεται και βλέπεται πόσο μεγάλη είναι η δύναμις του Θεού, που δεν έχει αρχή και τέλος. Η παντοδυναμία του Θεού είναι αιώνια, γιατί είναι αιώνιος και ο Θεός.
Ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει: Κοίτα λοιπόν τα άστρα, άνθρωπε, κοίτα τον ήλιο, την σελήνη, σκέψου τον αέρα, τα σύννεφα, την βροχή, πρόσεξε τη γη, τα βουνά, τους κάμπους, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα φυτά, τις θάλασσες, τις λίμνες, τα νερά των ποταμών, το ατέλειωτο ζωικό βασίλειο. Συλλογίσου ακόμα πώς το καθένα κινείται, πώς ζει, πώς υπάρχει, τι προσφέρει στο σύνολο, τι προσφέρει στον άνθρωπο. Και τότε θα κυριευθής από έκστασι, από θαυμασμό, από φόβο για την τάξι και την αρμονία και για τον σοφό σκοπό που κρύβει μέσα του γενικά ολόκληρος ο κόσμος αλλά και κάθε δημιούργημα.
Είναι λοιπόν ή δεν είναι ο κόσμος στολίδι – κόσμημα του ζώντος Θεού; τον Οποίον η ψυχή αισθάνεται, γιατί Τον αναζητεί, γιατί η σκέψις της υπάρξεώς Του την ανησυχεί. Γιατί ελέγχεται, αν θέλετε, ηθικά, επειδή Τον πολεμεί. Το ότι πολεμείται ο Θεός και η Εκκλησία Του εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια και μέχρι των ημερών μας, αυτό και μόνον είναι απόδειξις ότι υπάρχει Θεός!
  • Υπάρχει κακόν και αδικία στον κόσμο; Βέβαια υπάρχει. Άλλο τίποτε από αδικία και από κακό δεν βλέπουμε. Η ύπαρξις αυτή της αδικίας δημιουργεί την ανάγκη υπάρξεως του Θεού. Γιατί; Για να αποδοθή δικαιοσύνη. Ως πότε θα επικρατή τέλος πάντων αυτή η αδικία; Είναι σωστό εγώ να τρώω κι εσύ να είσαι νηστικός; Να έχω εγώ να σκεπαστώ και να φορέσω ρούχα και συ να είσαι γυμνός; Το παιδί μου να πίνη γάλα και στον τρίτο κόσμο να πεθαίνουν από την πείνα; Είναι δίκαιον αυτό; Δεν πρέπει να αποδοθή κάποτε δικαιοσύνη; Ποιος όμως θα αποδώση δικαιοσύνη, εφ’ όσον δεν την δίνουν οι άνθρωποι; Θα την αποδώση λοιπόν ο Θεός.
  • Η ιστορία της ανθρωπότητος μας βεβαιώνει ότι όλες οι φυλές και τα έθνη, που υπήρξαν μέχρι σήμερα πάνω στη γη, είχαν πίστι στην ύπαρξι θεού. Ασχέτως του πώς τον έφτιαχναν με τα μυαλά τους, πίστευαν όμως ότι υπάρχει θεός. Άθρησκος λαός δεν υπήρξε κανένας, ούτε ένας, έστω κι αν είχαν περιπέσει στην πολυθεΐα και στην ειδωλολατρία.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο, μας είχαν δώσει για μελέτη ένα κείμενο από τον Πλούταρχο, που είναι αρχαίος συγγραφεύς και ιστορικός, και το οποίο αντέγραψα στη μετάφρασί του που είναι: ‘‘Όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθής, κι όλον τον κόσμο κι αν γυρίσης, μπορεί πιθανόν να βρης πόλεις και χωριά χωρίς τείχη, χωρίς σχολεία, χωρίς βασιλιάδες, χωρίς κατοίκους, χωρίς χρήματα, χωρίς θέατρα και γυμναστήρια. Τέτοιες πολιτείες μπορεί να βρης. Αλλά πόλιν άθεον, που να μην έχη ναούς και ιερά και όσια, που οι κάτοικοί της να μην προσεύχωνται και να μην επικαλούνται τον θεόν τους στα δικαστήρια με όρκους, που να μην κάνουν θυσίες και να ζητούν από τον θεόν ευλογίες, κανείς δεν βρήκε ούτε πρόκειται να βρη ποτέ’’, αυτό αποδεικνύει και φανερώνει ότι υπάρχει Θεός».[15]

Έκαστος είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του, τις αποφάσεις του, για τις πράξεις του. Είναι, ο κάθε ένας ξεχωριστά, υπεύθυνος για το στόχο που βάζει στη ζωή του. Εάν υπάρχει θέληση να γνωρίσει τον Θεό. Εάν θέλει να Τον πλησιάσει ή να απομακρυνθεί από Αυτόν. Εάν θέλει να Τον πιστέψει. «Αν είμαστε πτωχοί, αν είναι οι ψυχές μας μαύρες, εάν δεν έχωμεν Θεόν στην ζωή μας, αν δεν έχωμε αίσθησι Θεού, εάν δεν έχωμε αγαλλίασι, εάν σαν τα μυρμήγκια πατάμε επάνω στα χώματα κάθε ημέρα, εάν αντί για ωραιότατες φωτεινές κορυφές μπαίνωμε στις σπηλιές των παθών μας και των θελημάτων μας, στις τρύπες μας, που είναι χειρότερες και πιο ασφυκτικές από τις τρύπες των μυρμήγκων – που είναι παλάτια στην πραγματικότητα αυτές οι τρύπες για τους μύρμηγκας – γιατί; Διότι κάνομε το ίδιο παράπτωμα που έκανε ο Αδάμ: δεν θέλομε να ορώμεν Θεόν, αλλά ορώμεν εαυτούς». [16]
Υπάρχουν ατελείωτες αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, δεν υπάρχει ούτε μία, που να αποδεικνύει το αντίθετο! Υπάρχει όμως, μια σοβαρή δικαιολογία: η πνευματική τυφλότης! Όπως ο σωματικά τυφλός δεν μπορεί να θαυμάσει τον ήλιο, έτσι και ο πνευματικά τυφλός, δεν μπορεί να ατενίσει το Φως του κόσμου!!!


Παραπομπές
(1),(2),(3) «Το Σύμπαν και η Θεωρία της Εξέλιξης – Κατά τη σύγχρονη επιστήμη», Αρχιμ. ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΙΛΙΦΗ.
(4) «Απόστολος», Επισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ.
(5) «250 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
(6) «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», ΜΗΝΙΑΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ.
(7) «Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ.(ΕΚΔΟΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ)
(8) «ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
(9) «ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ», ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(10)Από τα «Αντιφωνήματα» του «Αντιφωνητή», 299/16-7-10
(11) ‘‘ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ’’, Ι. Μ. Παρακλήτου
(12) «ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ», ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(13) «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
(14) «ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗ ΓΑΛΙΛΑΙΑ»
(15) «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
(16) «ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ χριστιανική διδαχή στά παιδιά


ΤΙ ΘΑ ΔΙΔΑΞΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ὅταν ἡ οἰκογένεια εἶναι ὑγιής πνευματικά, τότε εἰκονίζει τήν Ἐκκλησία. Τότε εἶναι, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία» ἤ, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι «Ἐκκλησία μικρά». Τότε, μέσα σ’ αὐτήν τήν οἰκογένεια-Ἐκκλησία τό παιδάκι πολύ εὔκολα ἀναπτύσσει τό θρησκευτικό του συναίσθημα, τήν θρησκευτικότητά του καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

«Ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου»[1], μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς ἀκόμη Διαθήκης. Ἡ ἀρχή τῆς ἀληθινῆς σοφίας εἶναι τό νά φοβᾶται, δηλαδή νά σέβεται, ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί νά Τόν ἀγαπᾶ, τηρώντας τίς Ἐντολές Του.

Εἶναι πολύ βασικό νά διδαχθεῖ τό παιδάκι ἀπό μικρό νά φοβᾶται τόν Θεό, δηλαδή νά Τόν σέβεται ὡς Δημιουργό καί Πατέρα του· νά θυμᾶται ὅτι ὅλα Ἐκεῖνος τά γνωρίζει, τά βλέπει, τά παρακολουθεῖ, ὅτι εἶναι ὁ «πανταχοῦ Παρών καί τά πάντα πληρῶν».

Ὁ Θεός, βεβαίως, δέν τιμωρεῖ οὔτε ἐκδικεῖται γιά τήν ἀπρεπή συμπεριφορά μας πρός Αὐτόν. «Ὄχι, ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ», τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι, ἂς ποῦμε: Ἐδῶ νερό, ἐκεῖ φωτιά. Εἶμαι ἐλεύθερος νὰ διαλέξω. Βάζω τὸ χέρι μου στὸ νερό, δροσίζομαι, τὸ βάζω στὴ φωτιά, καίγομαι»[2].

Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἄπειρη Καλωσύνη. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν λογαριάζει τόν Θεό καί τίς Ἐντολές Του, ὁ «ἀθεόφοβος» ἄνθρωπος, αὐτός εἶναι πού ζημιώνεται πάρα πολύ. Ζημιώνεται λόγῳ τῆς ἀπομάκρυνσής του ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι τό πᾶν γιά τόν ἄνθρωπο.

Δυστυχῶς, ἔχω τήν αἴσθηση, ὅτι πολλά παιδιά σήμερα δέν φοβοῦνται τόν Θεό. Δέν Τόν φοβοῦνται, δέν Τόν σέβονται, διότι οἱ γονεῖς τους δέν τούς ἐνέπνευσαν αὐτόν τόν σεβασμό-φόβο.

Οἱ γονεῖς πρέπει νά μιλοῦν στά παιδιά γιά τόν Θεό μέ σωστό τρόπο. Μέ σεβασμό καί ἀγάπη νά ἀναφέρουν τό Ὄνομά Του. Δέν ἐπιτρέπεται νά λέγουν, λόγου χάριν, ἀνέκδοτα γιά τόν Θεό, γιά τόν Ἀπόστολο Πέτρο, γιά τόν Παράδεισο κι ὅλα αὐτά πού κυκλοφοροῦν ὡς «χριστιανικό» χιοῦμορ, διότι γκρεμίζουν ἔτσι μέσα στό παιδί τους αὐτόν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Ἀναφέρω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἕνα παράδειγμα καλῆς διδασκαλίας: Θυμᾶμαι μιά μητέρα, πού μιλοῦσε στό μικρό της παιδάκι γιά τόν Χριστό, γιά τό ἀκάνθινο στεφάνι Του, τοῦ ἔδειχνε τήν εἰκόνα Του καί ἔκλαιγε. Ἐνέπνευσε ἔτσι στό παιδί της αὐτόν τόν φόβο, αὐτήν τήν ἀγάπη, στόν Θεό. Τό δίδαξε τόν σεβασμό στό Θεῖο Πρόσωπο καί στό Ἅγιο Πάθος Του· τοῦ μετέδωσε τήν δική της εὐγνωμοσύνη γιά ὅλα ὅσα ὑπέφερε ὁ Θεός γιά μᾶς.

Δέν εἶναι τόσο σημαντικό τό τί θά πεῖ ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα στό παιδί, ἀλλά τό τί θά τοῦ μεταγγίσουν μέ τήν ὅλη τους παρουσία καί ζωή, τί βιώματα θά τοῦ ἐμπνεύσουν, τόσο ἡ μητέρα ὅσο καί ὁ πατέρας. Γι' αυτό, θά πρέπει συνεχῶς νά ἁγιάζονται.

«Γίνετε ἅγιοι», ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος ἀπευθυνόμενος στούς γονεῖς, «καί δέν θά ἔχετε κανένα πρόβλημα μέ τά παιδιά σας»[3].

Στό παιδί ὁ γονιός μεταγγίζει αὐτό πού ζεῖ.

Ἄν ἐσύ, πατέρα ἤ μητέρα, δέν ζεῖς τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, δέν ζεῖς τήν γνήσια θρησκευτική ζωή, δέν μπορεῖς νά τήν μεταγγίσεις... Δέν ἔχεις τί νά μεταγγίσεις...

Μπορεῖ νά τοῦ πεῖς:

-Πήγαινε στήν Ἐκκλησία...
Θά σοῦ κάνει ὑπακοή μέχρι τά δέκα-ἔντεκα καί μετά θά σοῦ πεῖ:
-Ἀφοῦ ἐσύ δέν πᾶς, καί ἐγώ δέν πάω. Ἤ, ἀφοῦ ἐσύ πᾶς, ἀλλά εἶσαι ἔτσι ὅπως εἶσαι (δηλαδή πηγαίνεις τυπικά, χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν κοσμική ζωή καί τόν παλαιό ἄνθρωπο τῶν παθῶν), ἐγώ δέν θέλω νά γίνω ἔτσι ὅπως εἶσαι ἐσύ, γι' αὐτό δέν μοῦ χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία.

Ὅταν τά παιδιά βλέπουνε αὐτή τήν ἀσυνέπεια στή ζωή τῶν γονιῶν τους, δέν οἰκοδομοῦνται πνευματικά. Διαπιστώνουν ὅτι ἐσύ, πού ἀποκαλεῖς τόν ἑαυτό σου «θρησκευόμενο», εἶσαι ἕνας ὑποκριτής: Ἀπ΄τή μιά λές ὅτι εἶσαι τοῦ Χριστοῦ καί ἀπ’ τήν ἄλλη δέν μοιάζεις καθόλου στόν Χριστό. Δέν εἶσαι οὔτε πρᾶος, οὔτε ταπεινός, οὔτε ὑπάκουος στόν/στήν σύζυγό σου οὔτε τίποτα ἔχεις ἀπό αὐτά πού ζητᾶ ὁ Χριστός...

Ἀπ΄τήν μιά χτίζεις ἐξωτερικά μία τυπική θρησκευτικότητα καί ἀπ' τήν ἄλλη ἡ ζωή σου καί ἡ ψυχή σου δέν ἀλλάζει καθόλου. Εἶσαι ἕνας ἀμετανόητος Φαρισαῖος.
Τό παιδί, πού τά βλέπει πολύ καλά ὅλα αὐτά, ἔχει τήν ἐπαναστατικότητα καί τήν εἰλικρίνεια, καί σοῦ τό λέει πολλές φορές κατάμουτρα:
-Δέν θέλω νά γίνω σάν ἐσένα. Ἡ Ἐκκλησία βλέπω ὅτι δέν σ’ ἄλλαξε πρός τό καλλίτερο, μᾶλλον σ΄ ἔμαθε νά ζεῖς μιά διπλῆ ζωή. Λοιπόν, δέν μοῦ χρειάζεται αὐτή ἡ Ἐκκλησία.
Βεβαίως, δέν φταίει ἡ Ἐκκλησία ἀλλά ἡ δική μας ραθυμία καί ἀπροθυμία νά μετανοήσουμε εἰλικρινά....

Βλέπετε πῶς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ μεγάλοι, σκανδαλίζουμε καί ἀπομακρύνουμε τά παιδιά ἀπ΄ τήν Ἐκκλησία.

Οἱ γονεῖς, ἑπομένως, πολλές φορές ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ’ τήν Ἐκκλησία, γιατί οἱ ἴδιοι δέν ζοῦνε τόν Χριστό. Δέν Τόν ζοῦν διότι δέν θέλουν νά Τόν ζήσουν. Δέν δίνονται ὁλοκληρωτικά καί ἀπόλυτα σ’ Αὐτόν, ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς τό ζητάει μέ τήν πρώτη Ἐντολή:

«Ν’ ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεό σου μ’ ὅλη σου, τήν ψυχή, μ’ ὅλη σου τήν καρδιά, μ’ ὅλη σου τήν διάνοια, μ’ ὅλη σου τήν δύναμη». Ὅταν τό κάνουν, τότε δημιουργοῦν αὐτό τό εὔκρατο κλίμα, στό ὁποῖο εὐδοκιμεῖ ἡ ἁγιότητα τόσο τῶν ἰδίων ὅσο καί τῶν νεαρῶν βλαστῶν τους.

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

[1] Παροιμίες 9, 10.
[2]Κωνσταντίνου Γιαννιτσιώτη: Κοντὰ στὸ γέροντα Πορφύριο. Ἔκδοση Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου: «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος». Ἀθῆναι 1995 σελ. 383 (στό βιβλίο: Γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ , «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ» , ἐπιμ. Κ. Καρακόλη)
[3] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι» Ἐκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά, Κρήτη, 2003, σελ. 420.

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ

Τῌ Β' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ, καὶ Ἰουστίνης τῆς Παρθένου.


Τῇ Β' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ,

 καὶ Ἰουστίνης τῆς Παρθένου.

Ἀλγεῖ Σατανᾶς, τὸν πάλαι φίλον βλέπων,
Ξίφει φιλοῦντα συνθανεῖν Ἰουστίνῃ.
Τμήθη δευτερίῃ σὺν Ἰουστίνῃ Κυπριανός.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θεοφίλου 

τοῦ Ὁμολογητοῦ.

«Ἐναντίον μου σὴ τελευτὴ τιμία»,
Λέγει Θεὸς σοὶ τῷ φίλῳ Θεοφίλῳ.

Ὁ ἅγιος μάρτυς Γεώργιος, ὁ εἰς τὸ Καρατζασοῦ μαρτυρήσας 

ἐν ἔτει 1794, ξίφει τελειοῦται.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012

«Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε»

Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων στο Άγιο Όρος, για να γίνη Μοναχός. Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που ήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα.

Επειδή εκείνος αναπαυόνταν στην Σκήτη, παρακάλασε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένη ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά. Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία και αμέσως μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πιά στο κρεβάτι και ψυχοραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.

Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος είχε έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα. Οι Πατέρες απορούσαν τι να συμβαίνει! Όταν συνήλθε τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:

Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ' ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:
«Βλέπεις, αυτά εδώ τα έκανες όλα, γι' αυτό ετοιμάσου να πας στην κόλαση»

Τότε εγώ του λέω:
«Για κοίταξε, ανάμεσα σ' αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως» Ψάχνει ο Αρχάγγελος και μου λέει : «Όχι, δεν υπάρχει»
«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος. «Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε».

Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου. Έτσι, Πατέρες μου, θα πάω στον Παράδεισο. Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για Μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και εκκλησιαζόμουν στον Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου «Μη κρίνετε , ίνα μη κριθείτε» και είπα:

«Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσης», και αυτό με έσωσε δίχως άλλον κόπο» Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. 
πηγή

Wikileaks: "H αντικατάσταση του Πατριάρχη Ειρηναίου από τον Θεόφιλο ήταν αποτέλεσμα άφθονης πίεσης...


πηγή

Μαζί με το Άγιο Πνεύμα έβαλε το χέρι του και ο… θείος Σαμ στην εκλογή –και κυρίως στην αναγνώριση– του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλου, σύμφωνα με όσα αποκαλύφθηκαν από τον ιστότοπο WikiLeaks. Πλούσιο παρασκήνιο, που θα το ζήλευε κάθε σοβαρός σεναριογράφος του Χόλιγουντ, αποκάλυψαν τα απόρρητα έγγραφα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών που έφερε στη δημοσιότητα το WikiLeaks. Σύμφωνα με το σημείωμα του τότε αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Τσαρλς Ρις, με το οποίο ενημέρωνε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η αντικατάσταση του Πατριάρχη Ειρηναίου από τον νυν Πατριάρχη Θεόφιλο ήταν αποτέλεσμα άφθονης πίεσης, διπλωματικών συμφωνιών και περίεργων συμμαχιών και στόχος ήταν να αναχαιτιστεί η… προέλαση της Ρωσικής Εκκλησίας στην καυτή περιοχή.


Ο Τσαρλς Ρις είχε προσκληθεί, λένε τα έγγραφα του Wiki- Leaks, από τον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών –κατ' εντολήν της τότε υπουργού Ντόρας Μπακογιάννη– για να πιεστεί ο βασιλιάς της Ιορδανίας Αμπντάλα (ένθερμος φίλος των ΗΠΑ) και να υπογράψει την αναγνώριση του Πατριάρχη Θεόφιλου και να πιεστεί και η κυβέρνηση του Ισραήλ να τον αναγνωρίσει.

Για όσους δεν γνωρίζουν, δεν αρκεί η εκλογή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων από τους ιεράρχες. Λόγω της ευαισθησίας της περιοχής, πρέπει να έχει τρεις υπογραφές: της Ιορδανίας, του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής. «Ο Ροκανάς ζητούσε τη βοήθεια των ΗΠΑ εξαιτίας της πρόσβασης που πίστευαν ότι είχαμε στον βασιλιά. Επιπροσθέτως, οι Έλληνες κατάλαβαν ότι η πρεσβεία μας στο Αμμάν είχε ειδική πρόσβαση στον αρχηγό πληροφοριών της Ιορδανίας Dhahabi. Οι Έλληνες δεν ζητούσαν από εμάς να εξασφαλίσουμε σε αυτούς ή στον Θεόφιλο ακρόαση από τον βασιλιά», έγραφε στο σημείωμά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο αμερικανός πρέσβης. «Περισσότερο ήθελαν από εμάς να συζητήσουμε την κατάσταση με τον βασιλιά σιωπηλά.

Ζήτησαν επίσης από εμάς να συζητήσουμε με τους Ισραηλινούς την αποτυχία τους να αναγνωρίσουν τον Θεόφιλο. Το μόνιμο επιχείρημα για την εμπλοκή των ΗΠΑ ήταν ότι με την αναγνώριση του Θεόφιλου θα αναχαιτιζόταν η αυξανόμενη τάση της Ρωσικής Εκκλησίας για ηγεμονία στην περιοχή του Πατριαρχείου και θα έμενε έξω από τη διαμορφούμενη κατάσταση η Χαμάς».

Το σίγουρο είναι πως η «μετάβαση» από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ειρηναίο (που παραμένει έγκλειστος σε ένα δωμάτιο του Πατριαρχείου τα τελευταία τέσσερα χρόνια!) στον Θεόφιλο μόνο… αγγελικά πλασμένη δεν είναι.

Ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας το δημοσίευμα της έγκριτης εφημερίδας «Haaretz», σύμφωνα με το οποίο ο Ειρηναίος σε καταγγελία του αναφέρει ότι η αναγνώριση του Θεόφιλου το 2007 έγινε στο πλαίσιο «συμφωνίας δωροδοκίας».

Ο Θεόφιλος, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα, υποσχέθηκε στον βοηθό του τότε αρμόδιου υπουργού για τα εκκλησιαστικά θέματα Ραφί Εϊτάν ότι θα πληρώσει 13 εκατ. δολάρια από κεφάλαια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων για να αναγνωριστεί από την ισραηλινή κυβέρνηση.

Ο Πατριάρχης Θεόφιλος διαδέχτηκε στον θρόνο των Ιεροσολύμων τον Ειρηναίο μετά την καθαίρεση του τελευταίου τον Ιούνιο του 2005. Η εκλογή του Θεόφιλου έγινε τον Αύγουστο του 2005, ενώ η αναγνώρισή του από την κυβέρνηση του Ισραήλ ήρθε στις 16 Δεκεμβρίου 2007. Το Ισραήλ έως τότε συνέχιζε να αναγνωρίζει ως νόμιμο προκαθήμενο της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων τον Ειρηναίο, κρατώντας για δυόμισι χρόνια σφραγισμένες τις οικονομικές υπηρεσίες του Πατριαρχείου.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διά τόν σεβασμόν τῆς θρησκευτικῆς διαφορετικότητος καί τήν κατάπαυσιν τῆς βίας.


Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐκφράζει τήν βαθεῖαν λύπην του καθώς ἡ ἀνθρωπότης εἰσέρχεται εἰς περίοδον συγχύσεων καί ρευστότητος, χαρακτηριζομένην διά τάς θρησκευτικάς ἐξάρσεις,ἀποτέλεσμα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐκδήλωσις βίας, καί διακρινομένην διά τήν ἔλλειψιν σεβασμοῦ πρός τήν θρησκευτικήν διαφορετικότητα. Ὅταν ἐνεργῶμεν κατά τρόπον ἀναιδῆ καί βίαιον ἐν ὀνόματι τῶν θρησκευτικῶν προκαταλήψεων ἤ τῶν θρησκευτικῶν μας πεποιθήσεων, τότε ὑποτιμῶμεν αὐτήν ταύτην τήν ζωήν καί τήν πίστιν μας, ἐνῷ ταὐτοχρόνως δημιουργοῦμεν κλίμα θυμοῦ, μίσους καί δυσπιστίας τό ὁποῖον φθείρει τούς ἀπό τῆς συστάσεως τοῦ κόσμου συνεκτικούς δεσμούς τῆς ἀνθρωπότητος.

Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐξέδωκε τόν Αὔγουστον Ἀνακοινωθέν ‘’Περί τῆς ἀναζωπυρώσεως τῆς βίας καί τῆς ἐξαπλώσεώς της ἀνά τήν ὑφήλιον’’ καί ἐκάλεσεν ὅλους τούς ἀνθρώπους τούς ἐμπλεκομένους εἰς καταστάσεις βίας νά καταθέσουν τά ὅπλα των. Λαμβανομένων ὑπ’ ὄψιν τῶν ὅσων συνέβησαν κατά τάς τελευταίας ἑβδομάδας, ἡ ὡς ἄνω ἔκκλησις διά τήν ἀνάληψιν δεσμεύσεων πρός ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης καί τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ δι’ ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα, καθίσταται περισσότερον κρίσιμος παρά ποτέ.

Ἡ Ἁγία Γραφή εἰς τό Βιβλίον τῶν Παροιμιῶν (10.12) μᾶς διδάσκει ὅτι «μῖσος ἐγείρει νεῖκος, πάντας δέ τούς μή φιλονεικοῦντας καλύπτει φιλία». Συνεπῶς, ἄς ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἐπειδή γνωρίζομεν ὅτι ἡ ἀληθινή ἀγάπη προέρχεται ἀπό τόν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἐδημιούργησε πάντα ἄνθρωπον καί ἀγαπᾷ ἕκαστον πρόσωπον ἐν τῇ Θείᾳ Αὑτοῦ Προνοίᾳ. Ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπαγγελλόμεθα ὅτι γνωρίζομεν τόν Θεόν, πρέπει νά ἀναγνωρίσωμεν τό θεόσδοτον δῶρον τῆς ζωῆς εἰς ἕνα ἕκαστον τῶν ἀνθρώπων καί νά σεβασθῶμεν τὸ Θεῖον τοῦτο δημιούργημα. Ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζομεν τόν Θεόν Κύριον ἡμῶν, πρέπει νά περιφρουρήσωμεν τήν ἀνθρωπίνην ζωήν καί νά προσεγγίσωμεν μετά τιμῆς ἀκόμη καί τό πρόσωπον μέ τό ὁποῖον διαφωνοῦμεν.

Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον φρονεῖ ὅτι εἶναι ὑποχρέωσίς μας νά συνδιαλεγώμεθα μέ ὅσους εἶναι διαφορετικοί ἀπό ἡμᾶς, μέ σκοπόν τήν ἐξοικείωσίν μας πρός τά σύμβολα, τάς προτεραιότητας καί τόν τρόπον σκέψεως τῶν ‘’ἄλλων’’. Τά σύμβολα ἀποτελοῦν ἐξωτερικάς χαρακτηριστικάς ἀπεικονίσεις, πρός τάς ὁποίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συνδέουν τάς ἐσωτερικάς των ἐννοίας καί ἀξίας. Διά τῆς ἀναπτύξεως τῆς κατανοήσεως τῶν συμβόλων, δυνάμεθα νά κατανοήσωμεν τό ἀνθρώπινον πρόσωπον. Ἡ καταστροφή τῶν συμβόλων ἀντιστοιχεῖ πρός τήν πρόκλησιν πόνου εἰς τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τιμοῦν τά σύμβολα ταῦτα καί τάς παραδόσεις πού φέρουν ἐντός τῶν καρδιῶν των.

Ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ἐπανειλημμένως ἔχει καλέσει ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα νά υἱοθετήσῃ ‘’μίαν ριζικήν ἀλλαγήν στάσεως, συνηθειῶν καί πρακτικῶν’’ καί νά φθάσῃ εἰς τοιοῦτον ἐπίπεδον δεσμεύσεως ὥστε νά ‘’εἴμεθα ἕτοιμοι νά μοιρασθῶμεν ὅλα τά ἀγαθά μέ ὅλους τούς συνανθρώπους μας‘’. ὉΟἰκουμενικός Πατριάρχης ὑπενθυμίζει τό ρηθέν ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἰπόντος ὅτι ‘’τό μυστήριοντοῦ πλησίον μας δέν δύναται νά ἀπομονωθῇ ἀπό τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας’’. Διά τήν ἐκπλήρωσιν τῶνἀνωτέρω ἀληθειῶν καί διά τήν διακριτικήν ἀναγνώρισιν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ εἰς ἕκαστον τῶν ἀνθρώπων, ἡ Α. Θ.Παναγιότης ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἀποκηρύσσουν τήν ἀντιμετώπισιν τῶνσυνανθρώπων μας μέ ἔλλειψιν σεβασμοῦ, περιφρόνησιν καί καταστροφικόν μῖσος. Ἐν κατακλεῖδι, οὐδένα ὠφελοῦν οἱλόγοι, οἱ πλήρεις μισαλλοδοξίας, αἱ ἀβάσιμοι κατηγορίαι, ἡ ἀδυναμία κατανοήσεως τῶν πολιτιστικῶν διαφορῶν καί ἡκατάκρισις τοῦ ἄλλου ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ εἰς τήν ἀποφυγήν τῶν εὐθυνῶν. Ἀνεξαρτήτως τῆς ὁδοῦ τήν ὁποίαν ὁ καθείςἀπό ἡμᾶς ἐνσυνειδήτως ἐπέλεξε νά ἀκολουθήσῃ, οἱ πάντες εἴμεθα ἀρρήκτως συνδεδεμένοι πρός ἀλλήλους, ὡς τάνήματα τοῦ ἰδίου τάπητος, δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, καί πρέπει νά ἀναγνωρίσωμεν τό κάλλος καί τήν ἐσωτέρανἀξίαν ἑκάστου καί νά παύσωμεν τήν καταστροφήν ὁποιουδήποτε τμήματος τοῦ συλλογικοῦ ἡμῶν κάλλους.

Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 29ῃ Σεπτεμβρίου 2012

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου

«Ουκ έστιν θέλησις ανυπόστατος»: Πρόσωπο και Θέλησις στην Ορθόδοξη Θεολογία

του π. Παντελεήμονος Μανουσάκη, Ph.D., Καθηγητού Φιλοσοφίας στο Κολλέγιο του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ
Υπάρχουν δύο τρόποι θεολογίας, ο ένας σπάνιος και δύσκολος, ο άλλος απαντάται συχνά και είναι ανέξοδος. Κατά τον πρώτον τρόπο θεολόγησαν οι Πατέρες. Παρέλαβαν την πίστη και διατύπωσαν το νόημά της, συνέθεσαν ένα θεολογικό στοχασμό, στον καθέναν απ’αυτούς εν πολλοίς ολοκληρωμένο. Για να το επιτύχουν, όμως, αυτό έπρεπε να καινοτομήσουν, δηλαδή να διατυπώσουν κάτι που δεν είχε πριν ειπωθεί έστω και αν προκατοχοί τους το υπαινίχθησαν η εάν αυτό συναγόταν απο την πίστη της Εκκλησίας. Ως προς αυτό και διεκρίθησαν απο τους προκατόχους τους. Πόσο απογοητευτικό θα ήταν το να διάβαζε κανείς το έργο ενός Βασιλείου η Γρηγορίου, ενός Μαξίμου και να εύρισκε τίποτα περισσότερο παραμόνον ένα απάνθισμα προγενεστέρων παραθεμάτων! Πόσο στάσιμη θα φάνταζε στα μάτια μας η θεολογία, εάν δεν την είχαν προχωρήσει οι Πατέρες στο σημείο το οποίο την γνωρίζουμε σήμερα, απο φόβο μήπως θεωρηθούν νεωτεριστές, παραδίδοντας απλώς ο,τι και παρέλαβαν—επί παραδείγματι, της ομολογίες των Απολογητών του δευτέρου αιώνος; Υπάρχουν δύο τρόποι, λοιπόν, θεολογίας, ο ένας παράγει θεολογία, ο άλλος ανθολογεί καταλογάδην τα ρήματα του παρελθόντος. Ο ένας συνθέτει, ο άλλος, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αναλύει. Φυσικά και αυτός ο δεύτερος τρόπος οφείλει την ύπαρξή του στον πρώτον, για αυτό και αποτελεί έκπληξη όταν ο δεύτερος αυτός τρόπος στρέφεται εναντίον του πρώτου διεκδικώντας μόνο για τον εαυτό του την πιστότητα του θεολογείν. Πως να συγκριθούν αυτοί οι δύο τρόποι, αυτά τα δύο ύφη θεολογίας, όντας τόσο διαφορετικά μεταξύ τους; Και πως να κρίνει κανείς το ένα με τα μέτρα του άλλου;

Τα έργα του Μητροπολίτου Περγάμου χαρακτηρίζονται αδιαμφισβήτητα από το πρώτο ύφος: σκοπό τους έχουν να πουν κάτι, δηλαδή να διατυπώσουν το νόημα αυτού που πιστεύουμε ως Εκκλησία, φέρνοντας έτσι στο φως πτυχές της πίστεως οι οποίες μπορεί να μην είχαν φωτιστεί στο παρελθόν απο άλλους θεολογικούς στοχασμούς. Ορμώμενα από βασικές δογματικές διαπιστώσεις, τόσο βασικές, καθολικά σεβαστές και αδιαμφισβήτητα αποδεκτές ώστε να εκλαμβάνονται ως δεδομένες, αναζητούν να αναδείξουν αυτό που πολλές φορές είχε παραμείνει σ’αυτές άσκεπτο. Είναι ακριβώς η συνθετική δύναμη της σκέψης του Περγάμου που γοητεύει τον αναγνώστη του έργου του. Τα υλικά του είναι πρωτογενή, η διαρρύθμισή τους, όμως, αναδεικνύει άγνωστες σχέσεις και προσφέρει έτσι έναυσμα στον θεολογικό στοχασμό.

Πρόσφατα, όμως, το θεολογικό έργο του Μητροπολίτου Περγάμου έγινε στόχος μιας κακογραμμένης κριτικής που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο στις 18 Ιουλίου του τρέχοντος έτους με τον τίτλο «Βουλησιοκρατικός (βολονταριστικός) Περσοναλισμός». Αφορμάται το κείμενο αυτό από μια (συγκεχυμένη και άκριτη[1]) έκθεση του προβλήματος της θελήσεως στο έργο του αγ. Μαξίμου του Ομολογητού και αποπειράται να καταδείξει πως η θέληση ταυτίζεται με την φύση και όχι με το πρόσωπο και άρα όσοι επιχειρούν την ταύτιση της θελήσεως με το ανθρώπινο πρόσωπο (κατανομάζονται ρητώς ο Περγάμου Ιωάννης και ο Χρ. Γιανναράς) αποκλίνουν στην σοβαρή αίρεση του Αρειανισμού. Ας ειπωθεί εκ προοιμίου ότι για το θέμα αυτό έχουν γράψει με επιτυχία και σαφήνεια άλλοι μελετητές του έργου του αγ. Μαξίμου, όπως, αναφέρουμε ενδεικτικά, ο π. Δημήτριος Μπαθρέλος[2], ο R. A. Gauthier[3], και ο Lars Thunberg[4]. Το εν λόγω κείμενο δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί δίπλα σε οποιαδήποτε απο αυτές τις μελέτες, η δε σύγκρισή του μαζί τους θα απέβαινε μοιραία.

Ας αφήσουμε, όμως, κατά μέρους τα επιμέρους και ας στραφούμε προς το κεντρικό επιχείρημα του εν λόγω κειμένου, δηλαδή, της σχέσεως μεταξύ θελήσεως και φύσεως.

Για μια συστηματική προσέγγιση του δύσκολου προβλήματος της θελήσεως απαιτείται η διάκριση μεταξύ του «ποιός θέλει;», του «τι θέλει», του «πως θέλει;» και της θέλησης καθαυτής ως φαινομένου και δυνατότητας της ανθρώπινης ψυχής. Άλλο, λοιπόν, το υποκείμενο της θελήσεως (ο θέλων), άλλο το αντικείμενό της (το ορεκτό, το επιθυμητό), άλλος ο τρόπος κατά τον οποίον πραγματώνεται η θέληση, και άλλη η θέληση η ίδια. Η σύγχυση αυτών των τεσσάρων παραμέτρων του φαινομένου της θελήσεως δεν μπορεί παρά να παράγει μια εξίσου συγκεχυμένη εικόνα και αντίληψη της θελήσεως, όπως ακριβώς απαντάται στο εν λόγω κείμενο.

Το ερώτημα, συνεπώς, για το αν η θέληση είναι φαινόμενο της ανθρωπίνης φύσεως η του προσώπου θα πρέπει να ειδωθεί στον ορίζοντα αυτών των τεσσάρων ερωτημάτων, αλλιώς είμαστε εκ προοιμίου καταδικασμένοι σε μια μονόπλευρη θέαση του προβλήματος. Πράγματι η θέληση ως δύναμη (με την αριστοτελική έννοια του όρου, ως ικανότητος, δηλαδή, του νοός η της ψυχής), δεν μπορεί παρά να ανήκει στην καθόλου ανθρώπινη φύση, αφού αποτελεί κοινή δυνατότητα του ανθρώπου εν γένει. Παρομοίως, και το αντικείμενο της θελήσεως (το τι θέλω) επίσης προσδιορίζεται απο την ανθρώπινη φύση (ιδιαίτερα, για την Χριστιανική σκέψη, την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση). Μόλις, όμως, θέσουμε το ερώτημα του «ποιός θέλει;» ήδη μεταφερόμαστε πέραν της φύσεως, αφού το ίδιο το ερώτημα μας αναγκάζει να στρέψουμε το βλέμμα μας προς το συγκεκριμένο υποκείμενο, τον υποστασιοποιημένο φορέα της θελήσεως, τουτέστιν, προς το πρόσωπο. Αυτός που θέλει είναι πάντοτε κάποιος. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε το θέλειν σε μία απρόσωπη οντότητα η σε μια αφηρημένη έννοια. Άρα, μόνο το πρόσωπο θέλει και η δυνατότητα της θέλησης φανερώνεται ακριβώς σε αυτό το «θέλω» που αρθρώνει ο άνθρωπος. Είμαστε, όμως, όλοι οι άνθρωποι ως προς την θέλησή μας ίδιοι; Ήδη απαντήσαμε πως ως προς την ικανότητά μας στη θέληση, αλλά και ως προς το τι θέλουμε, κάθε άνθρωπος ακολουθεί τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως. Πλην, όμως, δεν πραγματώνεται το «θέλω» του κάθε ανθρώπου με τον ίδιο τρόπο — το πως, δηλαδή, επιδιώκουμε την πραγμάτωση της θελήσεώς μας διαφοροποιείται απο πρόσωπο σε πρόσωπο και μάλιστα ιδιαιτεροποιεί το κάθε πρόσωπο. Τόσο το υποκείμενο της θελήσεως όσο και ο τρόπος πραγμάτωσής της μας μεταφέρουν από την χώρο της φύσεως σε αυτόν του προσώπου.

Η μετάβαση αυτή είναι σημαντική. Όσο μιλάμε για την φύση μιλάμε για το καθόλου—μιλάμε, δηλαδή, για την ουσία των πραγμάτων, δίχως να ενδιαφερόμαστε αν αυτά υπάρχουν η όχι. Η συζήτησή μας έτσι παραμένει μια αμιγώς αφηρημένη ενασχόληση. Ακόμα και ως τέτοια, όμως, προϋποθέτει την εμπειρία, την εξοικείωση με το φαινόμενο της θελήσεως το οποίο δεν θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο της οποιαδήποτε εποπτείας αν δεν μας το φανέρωνε η ίδια η ύπαρξη. Όταν, λοιπόν, καταφύγουμε στο υπαρξιακό πεδίο, όπως είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε, εκεί δεν συναντάμε τέτοιες αφαιρέσεις όπως η ανθρώπινη φύση αλλά συγκεκριμένα πρόσωπα, δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε την θέληση ως δυνατότητα, αλλά το ανθρώπινο «θέλω» σε όλο του το δράμα και την παραδοξότητά του τα οποία διετύπωσε η κλασσική πια αποστροφή του αποστόλου Παύλου στην Προς Ρωμαίους επιστολή του:

…το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω• ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω. Ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία. Ευρίσκω άρα τον νόμον τω θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, ότι εμοί το κακόν παράκειται• συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου. Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; (7:18-24)
Πως μπορεί να ερμηνευθεί η αποστασιοποίηση του ανθρώπου από την ίδια του την θέληση, την οποία περιγράφει η Προς Ρωμαίους επιστολή, αν η θέληση ταυτιστεί πλήρως με την φύση; Και δεν συνιστά αυτή ακριβώς η αποστασιοποίησή μου την ελευθερία μου ως πρόσωπο, ελευθερία είτε προς την αμαρτία είτε από την αμαρτία; Είναι, εν τέλει, ο άνθρωπος ελεύθερος από την φύση του η από την θέλησή του η και απο τα δύο αν υποτεθεί πως ταυτίζονται;

Πόθεν η ανθρώπινη ελευθερία; Διότι η εμπειρία της πεπτωκυίας φύσεώς μας δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για ελευθερία κατά φύσιν: δεν επιλέγω να φάω, εφ’όσον δεν μπορώ να επιλέξω να μην φάω δίχως να υποστώ τις συνέπειες της φύσεως. Επιλέγω το τι θα φάω (σχετική ελευθερία της θελήσεως/προαίρεση), αλλά μπορώ να επιλέξω, επίσης, να μην επιλέξω και να απέχω της τροφής, του ύπνου, και των άλλων όσων καταναγκαστικών λειτουργιών μου επιβάλει η φύση.

Αν η θέληση ορισθεί ως φυσική ενέργεια και μόνον, πως μπορώ να αντισταθώ τον καταναγκασμό της θέλησης της ίδιας; Πως μπορώ να πω «γενηθήτω το θέλημά σου;» Μπορεί η φύση να αντιστρατευθεί την φύση; Αν όχι, τότε που είναι η ελευθερία του ανθρώπου; Αν ο άνθρωπος—ταυτισμένος πλήρως με την φύση του—είναι ανελεύθερος, τότε πως κολάζεται και γιατί επιβραβεύεται; Η ταύτιση φύσεως και θελήσεως, δίχως αναφορά στο πρόσωπο, απειλεί ολόκληρη την ασκητική της Εκκλησίας.

Το κείμενο, όμως, «Βουλησιοκρατικός Περσοναλισμός» διαπράττει μια—εσκεμένη άραγε;—σύγχυση μεταξύ, από την μία, της δυνατότητας και, απο την άλλην, της πράξεως του θέλειν. Οπως, ήδη, είδαμε, η θέληση ως δυνατότητα αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό της ανθρωπίνης φύσεως. Ως πράξη, όμως, η θέληση, είναι πάντοτε θέληση κάποιου προσώπου και κάποιου τρόπου, δηλαδή θέληση που υποστασιοποιείται σε συγκεκριμένο πρόσωπο. «Το γνωμικό θέλημα είναι ο δικός μας τρόπος θελήματος και είναι ο μοναδικός τρόπος κατά τον οποίον μπορούμε να εκφράσουμε την φυσική μας θέληση» σημειώνει ο πατήρ Louth[5]. Το να προσπαθούμε, λοιπόν, να αποδώσουμε την θέληση σε όλη της την πολυπλοκότητα στην φύση αποτελεί ένα άχρηστο εγχείρημα, αφού μπορούμε να μιλάμε για θέληση μόνο επειδή υπάρχει εκείνος που θέλει, όπως επίσης μιλάμε για ανθρώπινη φύση επειδή υπάρχουν συγκεκριμένοι άνθρωποι. Δίδοντας και πάλι προτεραιότητα στην ουσία έναντι του προσώπου, και θυσιάζοντας τοιουτοτρόπως τα προσωπικά χαρακτηριστικά της θελήσεως, επιτρέποντάς της να βυθιστεί και πάλι στην ανωνυμία της φύσεως, δεν οδηγούμε την θεολογία πίσω στην πλατωνική της αιχμαλωσία απο όπου οι Πατέρες—και ο άγιος Μάξιμος κυρίως—εργάστηκαν τόσο σκληρά για την απελευθερώσουν;

Τέλος, εάν η θέλησις είναι φυσική και ενέργεια της φύσεως και μόνον, και εάν επιτραπή η «μετάβασις εις άλλον γένος» την οποίαν απροβλημάτιστα πραγματοποιεί ο συντάκτης του εν λόγω κειμένου, μεταφέροντας την συζήτηση απο τον άνθρωπο στον Τριαδικό Θεό—τότε θα πρέπει να αποδεχθεί και την ταύτιση μεταξύ γενήσεως και εκπορεύσεως απο την μία και δημιουργίας απο την άλλη, αφού θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο Πατήρ γενά τον Υιό θελήσει και δημιουργεί τον κόσμο φύσει. Πως να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να επιστρέψει την κατηγορία του Αρειανισμού σε εκείνον που πρώτος την εισηγήθηκε, αφού ο σχέση του Πατρός με τον Υιόν και του Πατρός με την κτίση δεν θα διέφερε χάριν στην ταύτιση φύσεως και θελήσεως, και άρα είτε ο Υιός θα ήταν κτίσμα η η κτίσις, ως προϊούσα εκ της φυσικού και αναγκαίου θελήματος του Θεού, άκτιστος;

Σημείωσις: Τα σημαντικά θέματα αυτά θα αποτελέσουν το αντικείμενο επιστημονικού συνεδρίου στο έργο του αγίου Μαξίμου, με την συμμετοχή εικοσιτεσσάρων διεθνώς αναγνωρισμένων θεολόγων που πρόκειται να συγκληθεί στο Βελιγράδι από τις 18 έως τις 21 Οκτωβρίου. Θα ακολουθήσει κοινό ανακοινωθέν.

Yποσημειώσεις

1. Απολείπει η οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένα κείμενα του αγ. Μαξίμου ή άλλων Πατέρων. Γράφει, για παράδειγμα, ο συγγραφέας «ο άγιος Μάξιμος σε κείμενό του» δίχως, φυσικά, να αναφέρει ποιό κείμενο έχει κατά νού. Αναφέρεται στο «γνωμικό θέλημα» χωρίς να λαμβάνει υπ’όψιν του την εξέλιξη του όρου αυτού στο έργο του αγ. Μαξίμου. Για παράδειγμα, ο αγ. Μάξιμος σε πρώϊμα έργα του δεν διστάζει να αποδίδει τον όρο «γνώμη» στο πρόσωπο του Χριστού (όρα το υπόμνημα στην Κυριακή Προσευχή, Corpus Christianorum, Series Graeca, τομ. 23, σελ. 34), θέση την οποία ανακαλεί αργότερα υπό την επήρεια της μονοθελητικής έριδος.
2. Bathrelos, D., The Byzantine Christ: Person, Nature and Will in the Christology of St Maximus the Confessor (Oxford: Oxford University Press, 2005).
3. Gauthier, R.A., “S Maxime le Confesseur et la Psychologie de l’Acte Humain” στο Recherches de Théologie Ancienne et Médiévale, τομ. 21 (1954), σελ. 51-100.
4. Thunberg, Lars, Microcosm and Mediator: The Theological Anthropology of St Maximus the Confessor, Chicago: Open Court, 1995.
5.  “Such ‘gnomic’ willing is our way or mode of willing, it is the only way in which we can express our natural will…” Όρα την εισαγωγή του στο έργο Maximus the Confessor (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge, 1996), σελ 61.

Άγιος Θεόδωρος Ουσακώφ-Ο ναύαρχος που αγίασε!(+2 Οκτωβρίου)



Εικόνα 3 από 224
Δύο ρώσοι άγιοι είναι γνωστοί με το όνομα Θεώδωρος του Σαναξάρ.Ο 
ένας στις 19 Απριλίου και 21 Φεβρουαρίου και έζησε μεταξύ του 1717-1791.
Ο άλλος ήταν ρώσος ναύαρχος,γεννήθηκε το 1743 κοιμήθηκε το 1817,η
 μνήμη του τιμάται στις 2 Οκτωβρίου ενώ είναι γνωστός και ως 
Άγιος Θεόδωρος Ουσακώφ το οποίο ήταν και το όνομά του.
 Θεωρεῖται ὁ θεμελιωτὴς τοῦ Α΄ Ἑλληνικοῦ Κράτους, 
τῆς Ἑπτανήσου Πολιτείας

* * * * *


 Ο Άγιος Θεόδωρος ο ναύαρχος ήταν διάσημος στην Ρωσία πριν ακόμη
 αγιοποιηθεί.Ήταν εκλεκτός πολεμιστής και ήρωας του ρωσοτουρκικού
 πολέμου(1787-1791)ενώ πολέμησε και τους Γάλλους.Ήταν αήττητος 
χωρίς ποτέ να πληγωθεί.

 Ανακυρήχθηκε άγιος όχι μόνο επειδή ήταν ήρωας.αλλά και επειδή
 έκανε πολλές ελεημοσύνες ενώ το 1807 αποτραβήχθηκε στην Μονή
 Σαναξάρ όπου επιδόθηκε σε ασκητικούς αγώνες.
 Αγιοκατατάχθηκε το 2004 και τιμάται εξίσου με τους αγίους
 ήρωες Αλέξανδρο Νέφσκι και Δημητρίο του Ντον.
Φωτογραφία ΤΕΕΣ Επικοινωνίας Υπηρεσία.  Επίσημη ιστοσελίδα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας /
Το λείψανο του Αγίου Θεοδώρου Ουσακώφ
 Ὁ Ναύαρχος Θεόδωρος Οὐσακώφ  επαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν ιστορία
 της σύγχρονης Κέρκυρας, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας,
 ἀφοῦ εἶναι ὁ ἐλευθερωτὴς τῆς Ἑπτανήσου ἀπὸ τοὺς Γάλλους κατακτητὲς 
καὶ θεμελιωτὴς τοῦ πρώτου Ἑλληνικοῦ κράτους- τῆς Ἑπτανήσου Πολιτείας
 (1800-1807) – 347 χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ 1453 τῆς Πόλης
Ἐκκινῶντας ἀπὸ τὴν Μαύρη θάλασσα ὡς στόλαρχος τῆς Μεσογείου μὲ τὰ πλοῖα
 τοῦ στολου (ποὺ δημιούργησε ὁ πρίγκιπας Ποτέμκιν), διαπλέει τὸ Αἰγαῖο καὶ
 στὶς 13 Σεπ 1788 ἐλευθερώνει τὰ Κύθηρα, στὶς 14 Ὀκτ τὴν Ζάκυνθο, 
στὶς 23 Ὀκτ τὴν Κεφαλλονιά, στὶς 1 Ἰαν 1799 τὴν Λευκάδα. 
Τέλος στὶς 21 Φεβ 1799 ἔρχεται ἡ σειρὰ τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς 
Κέρκυρας, κάτω ἀπὸ τὶς ἔντονες ἐκδηλώσεις ἐνθουσιασμοῦ τῶν
 Ἑπτανησίων . Μετὰ ἀπὸ ἕνα  χρόνο, τὸ 1800 ἰδρύεται
 ἡ Ἑπτάνησος Πολιτεία, μὲ τὴν βοήθεια καὶ καθοδήγηση τοῦ Ναυάρχου
 συμφιλιώνεται ὁ λαὸς καὶ γνωρίζει νέες καὶ ὄμορφες στιγμὲς μὲ ἐλπίδα
 γιὰ τὸ μέλλον του. Ἐπίσης σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ κίνηση νὰ 
ἐπαναγκατασταθῆ ὁ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος στὴν Κέρκυρα,
 εἶχε ἐκδιωχθῆ  γιὰ  αἰῶνες ἀπὸ τοὺς λατίνους καὶ ἀπὸ τοὺς
 ἄθεους γάλλους     
Ρώσοι ναυτικοί καταθέτουν στεφάνι στο μνημέιο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν του Αγ.Θεοδώρου Ουσακώφ στο Νέο Φρούριο της Κέρκυρας
Ἡ παρουσία τοῦ Ναυάρχου Θεοδώρου Οὐσακὼφ καὶ τοῦ Ῥωσσικοῦ στόλου 
εἶναι ἐγγύηση γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ Α΄ Ἑλληνικοῦ Κράτους,
 καθὼς οἱ περιπολίες τοῦ Ῥωσσικοῦ Ναυτικοῦ στὴν Μεσόγειο κρατοῦν μακρυὰ 
τοὺς ἐπίδοξους κατακτητὲς ἀπὸ τὴν δύση, ὅπως κρατοῦν ἐπίσης μακρυὰ καὶ τοὺς τουρκαλβανοὺς τοῦ Ἀλῆ πασᾶ.
Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος μονάζει στὴν Ἱ.Μονὴ Σαναξάρ,
 μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά του σὲ ἀπόρους ναυτικοὺς τῆς Σεβαστουπόλεως.
Δίκαια θεωρεῖται ὁ θεμελιωτὴς τοῦ Α΄ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τῆς Ἑπτανήσου
 Πολιτείας καὶ γι’ αὐτὸ τιμᾶται ἀπὸ τοὺς Ἑπτανήσιους καὶ ἰδιαίτερα 
ἀπὸ τοὺς Κερκυραίους.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...