01ΟΚΤ
Σε μια κρίση νοήματος αναζητούμε ένα θείο σκοπό. Αν μπορούμε να καταλαβαίνουμε γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν, θα μπορούμε να ζούμε μ’ αυτά καλύτερα. Κάποιες φορές καταλήγουμε σε παράξενα συμπεράσματα, γιατί είναι ευκολότερο να ζεις με ένα παράξενο συμπέρασμα παρά με κανένα συμπέρασμα. Ένας φίλος του Διομήδη και της Αναστασίας προσπάθησε να τους εξηγήσει γιατί πέθανε το παιδί τους: «Πιθανώς ο Θεός την πήρε τώρα για να την απαλλάξει από μια μεγαλύτερη ταλαιπωρία στο μέλλον», τους είπε. Δεν βρήκαν μεγάλη παρηγοριά σ’ αυτό. Είναι δύσκολο να ζούμε χωρίς απαντήσεις, ιδιαίτερα αν η πίστη μας φαίνεται να εξαρτάται απ’ αυτές.
Μερικές φορές οι κρίσεις μας απαιτούν αποφάσεις από εμάς που αισθανόμεθα ανεπαρκείς για να τις πάρουμε. Τί πρέπει να κάνω; Αν ήξερα μόνο ποιό είναι το θέλημα του Θεού! Για να νοιώσουμε τί πραγματικά θ ’ θελε ο Θεός από εμάς, χρειάζεται και πολλή προσευχή και περισυλλογή και συζήτηση με ανθρώπους με τους οποίους έχουμε μια ουσιαστική σχέση. Αλλά υπάρχουν μερικά πράγματα που ξέρουμε για τους τρόπους του Θεού, που μας δείχνουν μια γενική κατεύθυνση για να κινηθούμε. Το κέντρο αυτής της κατεύθυνσης είναι οι αξίες και οι προτεραιότητες της Βασιλείας του Θεού, όπως τις δίδαξε και τις έζησε ο Ιησούς Χριστός. Ένα προφανές σημείο για να αρχίσουμε, είναι να πάρουμε αποφάσεις που έχουν ως προτεραιότητα τα πρόσωπα και όχι τα χρήματα, τις περιουσίες και άλλα πράγματα. Τα υλικά πράγματα είναι ανάγκη να παίρνουν δεύτερη θέση μετά τις σχέσεις μας με τα πρόσωπα. Αν ένα παιδί κατά τύχη σπάσει ένα ακριβό αντικείμενο που μας αρέσει ιδιαίτερα, πώς αντιδρούμε; Τα πράγματα είναι ασφαλώς σημαντικά και η καταστροφή τους μας λυπεί, αλλά είναι λιγότερο σημαντικά από εκείνον που τα κατέστρεψε. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να απορρίψουμε με την αντίδρασή μας το υπεύθυνο άτομο. Η καταστροφή πραγμάτων είναι κάτι θλιβερό, αλλά δεν είναι η υπέρτατη απώλεια.
Είναι κάτι που μπορεί να κάνει ο καταστροφέας στα πλαίσια της λογικής για να αποκαταστήσει το κατεστραμμένο: Ας γίνουν οι επανορθώσεις ως μια πράξη ευθύνης, όχι ως τιμωρία. Είναι κάτι που μπορούμε να μάθουμε από το περιστατικό που θα μπορούσε να μας βοηθήσει στο μέλλον; Αυτές είναι περιοχές προς εξερεύνηση για ένα θετικό νόημα μιας κατά τα άλλα αρνητικής εμπειρίας.
Επίσης οι σχέσεις μας είναι πιο σημαντικές από την περηφάνια μας. Τα παιδιά μας, οι σύζυγοί μας μπορεί να κάνουν πράγματα που μας εκθέτουν. Πώς λες στους φίλους σου ότι ο γιός σου είναι χρήστης απαγορευμένων ουσιών; Πώς χειρίζεσαι την οργή που αισθάνεσαι γνωρίζοντας ότι ο σύντροφός σου σε απάτησε, ακόμη και αν η περιπέτεια έχει τελειώσει; Όταν η περηφάνια μας τραυματίζεται, θέλουμε να εκδικηθούμε τον δράστη ή να μείνουμε μακριά του ή μακριά της, παρά να πάρουμε την πρωτοβουλία για μια συμφιλίωση. Η γνώση ότι ζούμε σε μια συνθήκη συγχώρησης με τον Θεό μας βοηθάει να βάλουμε τη σχέση πάνω από την περηφάνια μας, καθώς προσφέρουμε τη συγχώρησή μας σ’ αυτούς που μας έχουν πληγώσει. Όταν κρατάμε ανοικτές τις πόρτες των σχέσεών μας, κρατάμε επίσης ανοικτή τη δυνατότητα αλλαγής.
Μία από τις τραγικές ειρωνείες της οικογενειακής ζωής είναι το ότι η τρυφερότητα που θα μπορούσε να είναι άφθονη στην οικογένεια είναι πολύ περιορισμένη. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ο Ιάκωβος Μόνος λέει ότι περιορίζουμε την τρυφερότητα για να βάλουμε περισσότερη ενέργεια στη δουλειά μας και να αποκτήσουμε περισσότερα πολιτιστικά σύμβολα της αξίας μας. Το αυτοκόλλητο «Αγκάλιασες σήμερα το παιδί σου;» είναι στη σωστή κατεύθυνση. Ο Θεός δεν μας έκανε μόνο ψυχές, αλλά και σώματα, και δεχόμεθα την αγάπη και με τα σώματά μας. Έτσι μην περιορίζεις τις αγκαλιές και τα τρυφερά αγγίγματα. Τα έχουμε ανάγκη.
Δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος προς την απογοήτευση από την επιδίωξη πρωτίστως συμβόλων της κοινωνικής καταξίωσης: του ωραίου σπιτιού, του καινούργιου αυτοκινήτου, του υψηλότερου μισθού. Όλα αυτά τα πράγματα μπορεί να είναι καλά καθαυτά και γι’ αυτό επιθυμητά, αλλά η σημασία που τους αποδίδουμε μπορεί να τους δώσει τη δυνατότητα να μας στερήσουν την ουσιαστική ικανοποίηση. Η επιθυμία απόκτησης υλικών πραγμάτων έχει ενσωματωμένη την υπονόμευση της ποιοτικής ζωής. Ψυχολογική έρευνα έχει διαπιστώσει δύο αρχές που μας προδιαθέτουν για το ανικανοποίητο. Η πρώτη είναι το φαινόμενο του επιπέδου προσαρμογής. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, καθορίζουμε την ικανοποίηση ή την μη ικανοποίησή μας στη βάση της προηγούμενης εμπειρίας μας. Είναι το περισσότερο απ’ αυτό που είχαμε που μας ικανοποιεί. Το λιγότερο μας αφήνει ανικανοποίητους. Όμως αφού ζήσουμε για λίγο με την νέα κατάσταση, ανεξάρτητα από το αν είναι θετική ή αρνητική, προσαρμοζόμεθα σ’ αυτή και γίνεται ουδέτερη. Μόνο κάτι παραπάνω απ’ αυτό που έχουμε στο παρόν μπορεί να μας δώσει ευχαρίστηση. Σε μια σχετική επισκόπηση, οι μισοί απ’ αυτούς που είπαν ότι ήσαν ικανοποιημένοι με το τωρινό επίπεδο ζωής τους είπαν επίσης ότι η απουσία περαιτέρω βελτιώσεων θα μπορούσε να είναι απογοητευτική, ακόμη και ενοχλητική. Επομένως μόνο το όλο περισσότερο μπορεί να μας κρατά ικανοποιημένους. Πιθανώς γι’ αυτό η επιδίωξη του περισσότερου είναι αυτή καθαυτή ένας στόχος, εφ’ όσον το περισσότερο όταν αποκτάται παρέχει μόνο πρόσκαιρη ικανοποίηση. Το ταξίδι για την Ιθάκη φαίνεται να συγκινεί περισσότερο από την άφιξη σ’ αυτή την ίδια την Ιθάκη.
Η άλλη αρχή είναι η αρχή της σχετικής στέρησης. Αυτή η αρχή βασίζεται στην τάση να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τους άλλους, ιδιαίτερα τους σημαντικούς άλλους. Συγκρίνουμε τούς εαυτούς μας με αυτούς που έχουν περισσότερα από εμάς, όχι με αυτούς που έχουν λιγότερα. Κατά συνέπεια οι περισσότερο από εμάς δεν είμεθα ικανοποιημένοι με την κοινωνικοοικονομική μας κατάσταση, γιατί υπάρχουν άλλοι που τα καταφέρνουν καλύτερα. Δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος σ’ αυτές τις διαρκώς αυξανόμενες βλέψεις που τελικά μας αφήνουν για πάντα ανικανοποίητους και έτσι επιστρέφουμε και πάλι στο μαγγανοπήγαδο της αναζήτησης ικανοποίησης μέσα από ψευδαισθήσεις.
Σε αντίθεση με την αναζήτηση της ευτυχίας στην απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών πραγμάτων, ο συγγραφέας της Α΄ Προς Τιμόθεον επιστολής λέει: «Έστι σε πορισμός μέγας η ευσέβεια μετά αυταρκείας, ουδέν γαρ εισηνέγκαμεν εις τον κόσμον, δήλον ότι ουδέ εξενεγκείν τι δυνάμεθα• έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα, οι δε βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν» (Α΄ Τιμ. 6, 6-9). Ο Εκκλησιαστής καταλήγει στα ίδιο συμπέρασμα: «Διαπίστωσα ακόμη ότι σε κάθε κόπο και σε κάθε επίτευγμα υπάρχει η αντιζηλία του ανθρώπου προς τον πλησίον του» (4, 41). Η απλή ζωή ελευθερώνει την καρδιά και δημιουργεί χώρο για τα πράγματα εκείνα που έχουν την ύψιστη αξία. Αυτό είναι το γνήσιο χριστιανικό ήθος και όχι οι νομικισμοί και οι ηθικισμοί που χρησιμοποιούμε εμείς «οι νομίζοντες πορισμόν είναι την ευσέβειαν» (Α΄ Τίτ. 6, 5) παλιάτσοι της χριστιανοσύνης.
Όταν ο συγγραφέας της Γραφής λέει ότι η ευσέβεια μετά αυταρκείας είναι μεγάλο κέρδος, δεν περιγράφει μόνο την πηγή των πραγμάτων που έχουν ύψιστη αξία, αλλά μας δείχνει επίσης από που αλλού χρειάζεται να αρχίσουμε σε σχέση με το θείο θέλημα. Ο Θεός μας καλεί να βασισθούμε στην αφοσίωσή μας σ’ αυτόν στις κρίσεις, για να μπορέσει να μας προσφέρει την ασφάλεια και την ελπίδα που έχουμε ανάγκη για να αντέξουμε την κρίση. Με άλλα λόγια ο Θεός μας καλεί να του έχουμε εμπιστοσύνη. Η πιο δύσκολη στιγμή για να εμπιστευόμαστε τον Θεό είναι όταν περνάμε μια κρίση. Ωστόσο είναι ακριβώς σ’ αυτή τη στιγμή που έχουμε περισσότερο ανάγκη αυτής της εμπιστοσύνης και είναι σ’ αυτή τη στιγμή που η εμπιστοσύνη βοηθάει περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε.
Όταν όλα πηγαίνουν καλά, ενισχύεται πάρα πολύ το αίσθημα του νοήματος από αυτά που συμβαίνουν. Στις ώρες της κρίσης αυτή η ενίσχυση δεν υπάρχει. Αλλά όταν έχουμε πραγματική σχέση με τον Θεό, τότε αυτή η πίστη κάνει απτά αυτά που δεν είναι ορατά (Εβρ. 11, 1). Δυστυχώς σε στιγμές κρίσης τείνουμε να μην εμπιστευόμαστε αυτά τα μη ορατά που η ζωντανή σχέση με τον Θεό, δηλαδή η πίστη, τα κάνει απτά και θέλουμε αυτά που είναι ορατά. Η εμπιστοσύνη αρχίζει όταν βιώνουμε την αντίστασή μας να εμπιστευθούμε και επιλέγουμε να ενεργοποιήσουμε αυτή τη διάσταση της ύπαρξής μας που μας φέρνει σε επαφή με το μυστήριο της ζωής ή το μυστήριο του Θεού. Είναι το Πνεύμα του Θεού που μας καλεί σ’ αυτές τις στιγμές της κρίσης να κάνουμε αυτή την υπέρβαση και η δική μας επιλογή είναι ακριβώς η ανταπόκριση σ’ αυτή την κλήση.
Συχνά ακούμε κάποιους να λένε σε ανθρώπους που περνούν μια κρίση και κάποτε ίσως το έχουμε πει και εμείς: «Τώρα είναι η ώρα να δείξεις την πίστη σου». Κάποτε το λέω αυτό και στον ίδιο τον εαυτό μου. «Τώρα είναι η στιγμή να έχεις εμπιστοσύνη αντί να σε απασχολούν αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα. Αυτό όμως δεν είναι ευκολότερο για μένα απ’ όσο είναι για σένα· στην πραγματικότητα να εμπιστεύομαι τον Θεό σε στιγμές έντασης είναι το πιο δύσκολο πράγμα που κάνω. Όλα μέσα μου και έξω από εμένα φαίνεται να συνωμοτούν ενάντια σ’ αυτό. Ταυτόχρονα όμως βλέπω ότι να εμπιστεύομαι τον Θεό μπορεί να είναι και το ευκολότερο πράγμα να κάνω, αφού αρκεί μόνο να δεχθώ την κλήση Του να ρίξω σ’ Αυτόν όλες μου τις έγνοιες. Όταν το κάνω αυτό, φαίνεται να τα αναλαμβάνει όλα Εκείνος και να μου δίνει την ειρήνη «την πάντα νουν υπερέχουσαν», τουλάχιστον μερικές φορές.
(π. Φιλόθεος Φάρος, «Στου δρόμου τα μισά», εκδ. Αρμός, σ. 136-142)