Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 04, 2012

Ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Θαυματουργὸς

                                            





Δόξα καὶ τιμὴ στὸ σμαραγδένιο μας νησί. Χαρὰ καὶ εὐλογία στὴν Κύπρο μας.
Ποιὸς θὰ τὸ ἔλεγε ποτέ, πὼς στὸν τόπο τοῦτο, ποὺ κάθε κορφὴ καὶ ρεματιά, μὰ καὶ κάθε σπηλιὰ καὶ βράχος εἶχε γιὰ στολίδι τὸ εἴδωλο κάποιου θεοῦ, θὰ ἔφτανε μιὰ μέρα, ποὺ ὅλα αὐτὰ θὰ γκρεμίζονταν καὶ θὰ χάνονταν;
Ποιὸς θὰ περίμενε ἀκόμη πὼς καὶ ἡ Ἀφροδίτη, τοῦ ἔρωτος ἡ θεὰ καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ προστάτισσα μὲ τὰ τόσα ἀγάλματά της, θὰ ἐξοστρακιζόταν ἀπὸ τὸν τόπο, ποὺ πιστευόταν πὼς τὴν γέννησε, καὶ τὴν θέση της μὰ καὶ τὴν θέση ὅλων θὰ ἔπαιρνε ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς, τῆς Γαλιλαῖος ὁ ταπεινὸς καὶ πρᾶος Διδάσκαλος;
Κι ὅμως αὐτὸ ἔγινε.
«Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Ἡ Κύπρος μας, ποὺ μὲ τὴν λατρεία τῆς Ἀφροδίτης εἶχε ἐξυψώσει τὴν ἀκολασία σὲ τρόπο ζωῆς, πρώτη, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ γνωστοῦ τότε κόσμου, δέχτηκε τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας.
Δύο ἀπόστολοι, ὁ Παῦλος κι ὁ Βαρνάβας μὲ συνοδό τους καὶ τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Βαρνάβα, τὸν μετέπειτα Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ κάποια μέρα τοῦ 45 μ.Χ. φτάσανε στὸ νησί μας. Τὸ κήρυγμά τους βρῆκε εὐνοϊκὴ ἀνταπόκριση. Πολλοὶ ἔσπευσαν ν’ ἀσπασθοῦν τὴν καινούργια θρησκεία.
Στὴν Πάφο ποὺ ἦταν τότε καὶ ἡ ἕδρα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔγινε χριστιανὸς καὶ ὁ διοικητὴς τῆς Κύπρου, ὁ Σέργιος Παῦλος. Καὶ εἶναι ὁ πρῶτος ἄρχοντας, ὁ πρῶτος ἐπίσημος, ποὺ ἀποδέχτηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς νέας ζωῆς. Τὸ παράδειγμά του ἀκολούθησαν σὲ λίγο καὶ ἄλλοι.
Ἔτσι ἡ νῆσος μας ἀπὸ νωρὶς ἐγκατέλειψε ὄχι μονάχα τὴν εἰδωλολατρία μὲ ὅλα τὰ θλιβερὰ γνωρίσματά της, ἀλλὰ καὶ ἄρχισε νὰ παρουσιάζει ἕνα νέο τρόπο ζωῆς. Τρόπο ζηλευτό, ὥστε μὲ τὸν καιρὸ νὰ τῆς δοθεῖ καὶ τὸ τόσο τιμητικὸ προσωνύμιο «Νῆσος τῶν Ἁγίων».

Ναί! «Νῆσος τῶν Ἁγίων».
Ἐδῶ ὄχι μονάχα γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν καὶ διακρίθηκαν ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ἁγίων προσώπων, ἀλλὰ καὶ τὴν Κύπρο μας διάλεξαν ὡς τόπο κατοικίας πολλοὶ ἀπὸ διάφορες χῶρες, ποὺ πόθησαν νὰ ζήσουν μία ἐνάρετη καὶ ἅγια ζωή. Κάτι περισσότερο. Πολλὰ λείψανα ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστεως ποὺ ρίχτηκαν στὴν θάλασσα μὲ τὸν σκοπὸ ν’ ἀφανιστοῦν, τὸ πανάγιο χέρι τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στὸ νησί μας τὸ ὁδήγησε νὰ φτάσουν καὶ νὰ βροῦν φιλοξενία καὶ σεβασμό.


Ἕνας τέτοιος ἅγιος καὶ ἱερομάρτυρας, πού μας ᾖρθε σὲ μία κάσα μέσα, εἶναι καὶ ὁ μακάριος ἐπίσκοπός τῆς Σάμου, ὁ Ἐρμογένης.

Γεννήθηκε σὲ μία παράλια κωμόπολη τοῦ νόμου Ἀττάλειας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὴ Φοινικούντα. Πότε ἀκριβῶς, δὲν γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς οἱ γονεῖς του ἦταν χριστιανοὶ καὶ μάλιστα εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Αὐτοὶ φρόντισαν νὰ ρίξουν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους, ἀπ’ αὐτὴν τὴν περίοδο τῆς βρεφικῆς του ἡλικίας, τὰ σπέρματα τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης στὸν Θεό. Κι ἡ προσπάθειά τους εὐλογήθηκε πλούσια ἀπὸ τὸν Ἐπουράνιο Γεωργό.
Ὁ νεαρὸς Ἐρμογένης στὸ περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς βρῆκε ὅτι ζητοῦσε. Τὴν ψυχαγωγία, τὴν ἀληθινὴ μόρφωση, τὴν ἀρετή, τὴν ἀνώτερη ζωή. Στὰ συνομήλικά του παιδιὰ ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν καλέσουν νὰ βγοῦνε ἔξω, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ παίξουν, ὁ φιλόθρησκος νέος φρόντιζε πάντα κάτι νὰ βρεῖ, γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὴν μελέτη καὶ τὴν ἀπασχόλησή του μὲ τὰ ἱερὰ γράμματα.
Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὴν σωματική του πρόοδο ἀναπτυσσόταν παράλληλα καὶ διακρινόταν καὶ ἡ ἀρετή του. Ἡ καρδιά του εἶχε πυρποληθεῖ κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς ἀρχές του τὶς χριστιανικές, τὶς ἀρχὲς ποὺ ἀπέκτησε τόσο ἀπὸ τὶς συμβουλὲς καὶ τὸ καλὸ καὶ ζωντανὸ παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν γονιῶν του, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη μόρφωσή του, τὶς κράτησε σταθερὰ σὰν τὸν πιὸ πολύτιμο θησαυρό. Καὶ τὸ ἔδειξε ἀπὸ νωρίς.
Νέος ἀκόμη στὴν πιὸ κρίσιμη καμπὴ τῆς ζωῆς του ἔχασε καὶ τοὺς δυὸ γονεῖς του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοὺς κάλεσε κοντά Του. Μόνος καὶ εὐκατάστατος κι εὐπαρουσίαστος καθὼς ἦταν, δοκίμασε τότε δεινοὺς πειρασμούς. Ὅμως ἐπειδὴ θεμελίωσε τὴν ζωή του πάνω στὸν αἰώνιο βράχο, στὴν διδασκαλία καὶ τὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ἔμεινε ἀπρόσβλητος. Συνέβη καὶ μὲ τὸν ἁγνὸ καὶ πιστὸ νέο, ἐκεῖνο ποὺ τονίζει ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του σχετικὰ μὲ τὴν οἰκία τὴ στερεή: «Καὶ κατέβει ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνη καὶ οὐκ ἔπεσε, τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν». (Ματθ. ζ’ 25).
Δηλαδὴ ᾖρθε ἡ βροχὴ καὶ ξεχύθηκαν οἱ ποταμοὶ τῆς νεροποντῆς καὶ φύσηξαν οἱ δυνατοὶ ἄνεμοι καὶ πέσανε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ σπίτι καὶ αὐτὸ δὲν κρημνίστηκε. Δὲν σάλεψε καθόλου, γιατί θεμελιώθηκε στερεὰ πάνω στὴν πέτρα.

Ὦ! ὅση ἀξία ἔχουν τὰ γερὰ θεμέλια σὲ μία οἰκοδομή, ἄλλη τόση καὶ μεγαλύτερη ἀξία ἔχει ἡ γερὴ θεμελίωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία. Καὶ ἡ κατάλληλη θεμελίωση τοῦ χαρακτῆρα ἐνὸς ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται, ἂν στηριχτεῖ αὐτὸς στὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Τὸ «ὃ ἐὰν σπείρει ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» ἔχει πλήρη τὴν ἐφαρμογή του σὲ τούτη τὴν περίπτωση.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία δεχθεῖ στὴν ψυχὴ τὰ σπέρματα μιᾶς ἐνάρετης ζωῆς, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς στὶς δύσκολες ἡμέρες ποὺ θὰ συναντήσει δὲν θὰ κινδυνεύει νὰ λιποψυχήσει καὶ νὰ παρασυρθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ. Γιατί εἶναι φυσικὸ στὴν ζωή μας νὰ δοκιμάσουμε οἱ ἄνθρωποι πειρασμοὺς καὶ θλίψεις καὶ παραγνωρίσεις καὶ διωγμοὺς καὶ δοκιμασίες. Εἶναι ἡ βροχὴ καὶ οἱ νεροποντὲς καὶ οἱ ἄνεμοι ποὺ προσβάλλουν ἕνα σπίτι. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε γερὰ θεμέλια, καὶ στήριξε τὸν χαρακτῆρα του στὴ στερεὴ πέτρα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχει νὰ πάθει τίποτα. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὸν καθένα. Αὐτὸ γίνηκε καὶ μὲ τὸν ἁγνὸ κι ἐνάρετο νέο, τὸν Ἐρμογένη.

Στοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ τὴν ἀφάνειά του ὁ θεοφιλὴς νέος ἀντιτάσσει τὸ ἠθικό του παράστημα καὶ νικᾷ. Διαμοιράζει τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἄφησαν οἱ στοργικοὶ καὶ πλούσιοι γονεῖς του στοὺς πτωχούς, στοὺς ἀδελφούς του Χριστοῦ καὶ κυρίους του, ὅπως τοὺς ὀνόμαζε, καὶ φεύγει.
Ἡ ζωὴ τῶν ἱερῶν ἀγωνιστῶν καὶ μοναστῶν τῆς Αἰγύπτου γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχε ἀκούσει τόσα πολλά, τὸν ὁδηγεῖ στὴ χώρα τοῦ Νείλου. Πάει ἐκεῖ νὰ τοὺς γνωρίσει καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ’ τὸ παράδειγμα καὶ τοὺς ἀγῶνες τους. Πόσο καιρὸ ἔμεινε κοντά τους δὲν ξέρουμε. Ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρει ὁ Συναξαριστής, εἶναι πὼς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἐπισκέφθηκε ἀργότερα τὶς Ἀθῆνες καὶ μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὥριμος πιὰ καὶ ὑπόδειγμα ζηλωτοὺ καὶ χρηστοῦ καὶ ἐναρέτου ἀνδρός, κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἀρχιεπίσκοπο νὰ ἀναλάβει τὸ Ἱερατικὸ ἀξίωμα.
Ὁ θεοφιλὴς ἀσκητὴς θέλησε νὰ ἀρνηθεῖ. Τὸ βάρος τοῦ Ἱερατικοῦ ἀξιώματος καὶ οἱ εὐθύνες μιᾶς ζωῆς ἀφιερωμένης τὸν κάμνουν νὰ δειλιάζει. Ἡ ἐπιμονὴ ὅμως τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου τῆς ἱστορικῆς πόλεως, τὸν πείθει στὸ τέλος. Ὁ ταπεινὸς ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας σὰν ἐντολὴ Θεοῦ καὶ ἀποδέχεται νὰ ἀναλάβει τὴν παρακαταθήκη τῆς Ἱερωσύνης.
Σὲ μικρὸ σχετικὸ διάστημα χειροτονεῖται ἐπίσκοπος καὶ στέλλεται νὰ ποιμάνει τὴν Ἐκκλησία τῆς Σάμου. Ὁ λύχνος εἶχε τεθεῖ πιὰ «ἐπὶ τὴν λυχνίαν».

Ὁ ψυχικὸς πλοῦτος, ἡ πλούσια μόρφωση καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ τοῦ ἱεροῦ ποιμένα ἔκαμαν, ὥστε σύντομα ὁ Ἐρμογένης νὰ ἀναδειχθεῖ ἀντάξιος τῆς μεγάλης τιμῆς, μὰ καὶ τῆς βαριᾶς εὐθύνης τῆς ἱερωσύνης.
Στὸ πρόσωπό του οἱ χριστιανοὶ τῆς Σάμου βρῆκαν ὅτι ζητοῦσαν. Τὸν φιλόστοργο πατέρα, τὸν φλογερὸ διδάσκαλο, τὸν πρᾶο καὶ ἡσύχιο σύμβουλο, τὸν πιστὸ οἰκονόμο τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Νύκτα καὶ ἡμέρα μοχθοῦσε ὁ ἱερὸς πατὴρ στὸ ἔργο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Μὲ λόγια ζωντανὰ δίδασκε τὸν λαό του καὶ πρόβαλλε παντοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ προσέρχονταν στὴ νέα πίστη. Καὶ ὅλους τοὺς κατεύθυνε μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα κι ἀνεξικακία. Πολλὰ θαύματα ἀναφέρεται πὼς ἔκαμε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ παρηγορήσει τὸν πονεμένο λαό του. Πολλὰ συγγράμματα ἀκόμη ἔγραψε, συγγράμματα ἀξιομνημόνευτα, γιὰ νὰ διαφωτίσει καὶ νὰ στηρίξει, μὰ καὶ νὰ ὑπερασπίσει τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, ἡ ὁποία εἶχε ἀκόμη πολλοὺς ὀπαδούς. Σὲ ἀξιοζήλευτο βαθμὸ ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος ὀργάνωσε καὶ τὴν φιλανθρωπία.
Ἔτσι ἀναδείχθηκε κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο «σκεῦος ἐκλεκτὸν ἅγιον τῷ Κυρίῳ, ἱερωσύνης κανών, τῆς ἐγκράτειας ἀληθὲς καταγώγιον, στάθμη τῆς σωφροσύνης, τῶν ἀρετῶν θησαυρός, ἐλεημοσύνης πηγὴ βρύουσα» ἀλλὰ καὶ «ὁ στηρίζων τοὺς πιστοὺς πρὸς εὐσέβειαν καὶ ὁ ἐπακούων ἀσθενῶν ταὶς δεήσεσι καὶ ὁ παρέχων πᾶσι τὴν ὑγείαν καὶ ρώσιν καὶ χάριν πάντοτε».

Ἔτσι ὁ «λύχνος ὁ διαυγέστατος» λάμπρυνε τὴν ἱερὴ στολὴ καὶ ἀναδείχθηκε διαπρύσιος κήρυκας τῶν διαταγμάτων τοῦ Χριστοῦ.
Στὰ μάτια του μπροστὰ εἶχε πάντοτε τὴν σύσταση τοῦ θείου Παύλου, πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Τὴν παρακαταθήκην φύλαξον» (Α’ Τιμοθ. δ’ 20).
Φύλαξε, Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκη τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Φύλαξέ την ἀνόθευτη καὶ ἀκέραιη.
Καὶ τὴν φύλαξε ὁ Τιμόθεος.

Τὴν φύλαξε ὅμως κι ὁ ἱερὸς Ἐρμογένης. Τὴν φύλαξε μέχρι θανάτου. Στὴν σκέψη του ὁ μακάριος πατὴρ ἔφερνε συχνά, πολὺ συχνὰ, τοῦ Κυρίου τὰ λόγια: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβὰτων (Ἰωάν. ι’ 11). Καὶ τὴν θυσίασε τὴν ζωή του, γιὰ νὰ σώσει καὶ νὰ διαφυλάξει τὰ πρόβατά του. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν χρόνια πολὺ δύσκολα.
Ἀπὸ τὴν μία οἱ αἱρετικοί, καὶ μάλιστα τοῦ Ἀρείου οἱ ὀπαδοί, ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες δίωκαν ἄγρια τοὺς πιστοὺς χριστιανούς. Δὲν τοὺς ἐμπόδιζαν μόνο ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιτελέσουν τὰ Θρησκευτικά τους καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔπιαναν καὶ σὰν ἄκακα ἀρνία τοὺς ὁδηγοῦσαν στὴν σφαγὴ καὶ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο.
Γι' αὐτὸ καὶ πολὺ κακοπαθοῦσαν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ πραγματικοὶ ποιμένες.
Κάθε μέρα ἔβλεπαν «τὴν ζωήν των κρεμαμένην κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν».
Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους ἔπρεπε νὰ τρέχουν παντοῦ γιὰ νὰ ἐνθαρρύνουν, νὰ στηρίζουν, νὰ παρηγορήσουν, νὰ συγκρατήσουν. Αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ ἀληθινὸς ποιμήν, ὁ θεόπεμπτος Ἐρμογένης.
Ἐνθουσιώδης καὶ φλογερὸς καὶ ἀκούραστος κινεῖται μὲ ζῆλο ὅπου τὸν καλοῦσε τὸ καθῆκον, γιὰ νὰ φυλάξει καὶ ἐνισχύσει τὰ πνευματικά του παιδιά. Νύκτες ξαγρυπνᾷ γιὰ νὰ ἐμφυσήσει στὶς καρδιὲς τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐμμονὴ στὰ πνευματικά τους βιώματα. Μὲ ὑπομονὴ καὶ γενναιοψυχία τοὺς τονίζει κάθε στιγμὴ τὴν χαρὰ ποὺ θὰ ἀπολαμβάνουν οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν στὴν οὐράνια καὶ αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς" (Ρωμ. η’ 18).
Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε, αὐτὰ ποὺ θὰ ὑποφέρουμε κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο τῆς ζωῆς τῆς ἐπιγείας, δὲν εἶναι ἄξια κατὰ κανένα τρόπο νὰ συγκριθοῦν πρὸς τὴν δόξα, ποὺ μέλλει ν’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ βραβεῖο σ’ ἐμᾶς. Πιστοὶ στὸν οὐράνιο Ἀρχηγό μας, ἃς μείνουμε μέχρι θανάτου. Κι ἔμεινε πρῶτος αὐτός.

Γιατί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ δράση του δὲν μποροῦσε νὰ μὴ γίνει γνωστή. Φανατικοὶ εἰδωλολάτρες ἔσπευσαν νὰ καταγγείλουν τὸν ζηλωτὴ ἐπίσκοπο στὸν ἡγεμόνα τῆς Σάμου Σαντορνῖνο.
Κι αὐτὸς μανιώδης διώκτης τῆς νέας πίστεως ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία νὰ καλέσει τὸν ἅγιο μπροστά του σὲ ἀπολογία.
Πληροφορημένος γιὰ τὴ μόρφωση καὶ τὴν φιλανθρωπία του δοκίμασε στὴν ἀρχὴ νὰ τοῦ δείξει κάποια καλοσύνη μὲ τὴν ἐλπίδα, πὼς μποροῦσε νὰ τὸν φιλοτιμήσει καὶ τὸν παρασύρει στὴν εἰδωλολατρία.

- Ἔμαθα, τοῦ εἶπε, πὼς ἐσὺ ἕνας τόσο μορφωμένος ἄνθρωπος ἔπαψες νὰ ἀποδίδεις τιμὴ καὶ σεβασμὸ στοὺς μεγάλους θεοὺς ποὺ δεχόμαστε ὅλοι καὶ πιστεύεις καὶ διδάσκεις καὶ ἄλλους νὰ πιστεύουν γιὰ Θεὸ κάποιο Ἰουδαῖο Ἰησοῦ, ποὺ τὸν σταύρωσαν οἱ συμπατριῶτες του.
Ἔμαθα ἀκόμη πὼς εἶσαι καὶ διδάσκαλος τῶν χριστιανῶν καὶ ἀρχιερέας τους. Δυσκολεύτηκα νὰ τὸ πιστέψω. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάλεσα νὰ μάθω ἀπὸ σένα τὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια. Τί λές;

- Ναί! Ἄρχοντά μου. Εἶμαι χριστιανός. Γιατί θεοί, δὲν μποροῦν νὰ εἶναι οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα, ποὺ λατρεύετε. Αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ἔχουν μάτια καὶ δὲν βλέπουν. Ἔχουν αὐτιά, μὰ δὲν ἀκούουν. Δὲν καταλαβαίνουν. Δὲν αἰσθάνονται. Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ Θεός μου εἶναι Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς γιὰ τὴ δική μας τὴν σωτηρία, ἐπειδὴ ξεφύγαμε ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ μᾶς χάραξε, γιὰ νὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν Μονογενὴ Υἱό του, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ πάλι στὸν ἴσιο δρόμο.
Ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς δίδαξε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἔδωκε τὰ μέσα νὰ σωθοῦμε.

- Πάψε, Ἐρμογένη. Ἄφησε τὰ παραμύθια καὶ ἔλα νὰ θυσιάσεις στοὺς μεγάλους θεούς, γιὰ νὰ γλιτώσεις τὴν περιουσία σου καὶ τὴ ζωή σου.

- Περιουσία δὲν ἔχω ἄρχοντά μου. Οἱ βοήθειες ποὺ δίνω στοὺς φτωχοὺς καὶ πεινασμένους δὲν εἶναι δικά μου πλούτη. Ὅσο γιὰ τὴν ζωή μου, ἀνήκει στὸν Κύριό μου.

Μανιασμένος ὁ τύραννος ἀπὸ τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανοῦ ἐπισκόπου νόμισε, πὼς μόνο μὲ τὴ βία θὰ μποροῦσε νὰ τὸν καταβάλει. Ἡ ἀδυναμία του στὰ ἐπιχειρήματα τὸν ἔκαμε ἀκόμη πιὸ ἀδύνατο στὴν καρδία. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ βασανίσουν τὸν ὁμολογητὴ μέχρι ποὺ νὰ μετανιώσει καὶ νὰ ζητήσει συγγνώμη. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει ὁ δυστυχισμένος, πὼς ἡ ἄρνηση καὶ ἡ προδοσία δὲν ἔχουν θέση στὴν καρδιὰ τῶν γνήσιων χριστιανῶν.

Οἱ στρατιῶτες ποὺ στέκονταν ἐκεῖ, στὴν προσταγὴ τοῦ ἄρχοντά τους ἅρπαξαν ἀμέσως τὸν γέροντα ἐπίσκοπο, τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια πίσω, τὸν ἔριξαν κάτω στὴ γῆ καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν κτυποῦν μὲ δερμάτινα μαστίγια. Οἱ σάρκες τοῦ ἱεροῦ ἀθλητῆ ξεσχίζονταν. Τὰ αἵματα τρέχουν καὶ ποτίζουν τὴν γῆ. Μὰ αὐτὸς ἀλύγιστος καὶ ἄφοβος δέχεται τὴν κάκωση μὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.
Κάποια στιγμὴ σ’ ἕνα νεῦμα τοῦ ἡγεμόνα οἱ στρατιῶτες σταμάτησαν. Κι αὐτὸς μὲ ὑποκριτικὴ στενοχώρια ἀπευθύνεται στὸν ἅγιο καὶ τὸν ρωτᾷ:

- Τί λὲς ἐπίσκοπε; Σωφρονίστηκες ἢ ἀκόμη;

Κι ὁ ἅγιος μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα ψυχῆς τοῦ ἁπαντά:
- Ἄρχοντα, τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖς, δὲν μὲ πονοῦν, οὔτε καὶ μὲ τρομάζουν. Ὁ Χριστός μου, μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴ δειλιάζουμε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ κορμί μας, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατοι νὰ βλάψουν τὴν ψυχή μας. Συνέχισε τὰ βασανιστήρια ποὺ ἔχεις στὴ διάθεσή σου. Θαρρῶ, πὼς οἱ ἄνθρωποί σου θὰ κουραστοῦν νὰ βασανίζουν, παρὰ ἐγὼ νὰ ὑπομένω.


Τὰ λόγια του Μάρτυρος προκάλεσαν ἀκόμη περισσότερο τὴν ὀργὴ τοῦ ἡγεμόνα, ποὺ πρόσταξε νὰ κρεμάσουν τὸν ἅγιο ψηλὰ σ’ ἕνα ξύλο καὶ μὲ νύχια σιδερένια νὰ τοῦ σχίζουν τὶς πλευρὲς καὶ ὕστερα μὲ λαμπάδες ἀναμμένες νὰ τοῦ καῖνε τὶς σάρκες.
Καὶ τὸ νέο μαρτύριο τὸ δέχτηκε ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴν ἴδια παρρησία καὶ ὑπομονή.
Στὸ τέλος ὁ ἄρχοντας γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀδυναμία του, διατάζει νὰ ρίψουν τὸν ἱερομάρτυρα στὴν φυλακὴ καὶ ν’ ἀσφαλίσουν τὰ πόδια του στὸ ξύλο, στὸν τράχηλό του δὲ νὰ βάλουν μία βαριὰ ἁλυσίδα. Οἱ δήμιοι ἐξετέλεσαν πιστὰ τὴν προσταγὴ τοῦ κυρίου τους καὶ ἔφυγαν. Διπλὴ φρουρὰ ἀνέλαβε νὰ προσέχει τὸν καταπληγωμένο ἀθλητή.

Μέσα στὸ πηκτὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ κελιοῦ στὸ ὁποῖο ρίχτηκε ὁ ἅγιος, μιὰ γλυκιὰ φωνὴ ἀκούγεται σὲ λίγο:
«Ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνης ἀπ’ ἐμοῦ· ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐκλιπέτωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντες τὴν ψυχήν μου, περιβαλέσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι". (Ψαλμ. ο’ 12 – 13).
Τὸ μεσονύκτιο ἐκεῖ ποὺ ὁ ἅγιος ἔψαλε καὶ προσευχόταν, δυνατὸς σεισμὸς συνεκλόνισε τὴ φυλακή.
Τὰ δεσμὰ τοῦ μάρτυρος λύθηκαν καὶ ἕνα φῶς ἔλαμψε καὶ φώτισε τὰ γύρω. Μέσα στὸ φῶς μία γλυκιὰ μορφὴ πρόβαλε, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ μορφὴ ἀνάμεσα σὲ πλῆθος ἀπὸ ἀγγέλους καὶ μία φωνὴ δυνατὴ ἀκούστηκε νὰ λέγει:
«Χαῖρε, ἱερομάρτυς Ἐρμόγενες· ἀνδρίζου καὶ δυναμώνου καὶ μὴ φοβᾶσαι. Δὲν σὲ ἐγκαταλείπω. Κοντά σου θὰ εἶμαι πάντα».
Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ μορφὴ τοῦ Κυρίου χάθηκε, ἐνῷ μία εὐωδία πλήρωσε ὅλα τὰ κελιὰ καὶ ὁ ἅγιος θεραπεύτηκε ἀπὸ τὶς πληγές, ὥστε νὰ μὴ φαίνεται σημάδι ἀπὸ τὶς κακώσεις.

Τὴν ἄλλη μέρα οἱ στρατιῶτες ποὺ ᾖρθαν νὰ πάρουν τὸν ἅγιο δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους. Τὸ κελὶ ἀνοικτό, οἱ φρουροὶ ἀπ’ ἔξω τρομαγμένοι καὶ ὁ ἐπίσκοπος τελείως καλά.
Ὅταν ὁ ἄρχοντας τὸν εἶδε ταράχθηκε, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν γύρω του.
Ἔκρυψε ὅμως τὴν ταραχή του καὶ μὲ προσποιητὴ λύπη προσπάθησε νὰ δικαιολογηθεῖ γιὰ τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλε τὴν προηγούμενη μέρα.
- Ἔλα, τοῦ λέγει, Ἐρμογένη. Μετανόησε ἔστω καὶ τώρα, γιὰ νὰ πάρεις τὴν ἐλευθερία σου. Ἀλλιῶς...
Στὴ νέα ἀπειλὴ τοῦ ἄρχοντα μὲ φανερὴ ἀηδία καὶ περιφρόνηση, ἀπήντησε ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ:

- Πάψε, ἀλιτήριε, νὰ μὲ κολακεύεις καὶ νὰ μὲ ἀπειλεῖς. Οἱ κολακεῖες καὶ οἱ ἀπειλές σου δὲν μὲ συγκινοῦν. Οὔτε καὶ μὲ τρομάζουν. Καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ καταλάβεις. Καὶ ὁ θάνατος τὸν ὁποῖο μοῦ προβάλλεις σὰν ἐπιστέγασμα τῶν κακώσεών μου, δὲν μὲ ταράζει. Ὁ θάνατος εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς λύτρωση καὶ εὐεργεσία, γιατὶ μᾶς ὁδηγεῖ μία ὥρα πιὸ γρήγορα κοντὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μας. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Εἶμαι χριστιανὸς καὶ θὰ μείνω χριστιανός.

Ὁ Σαντορνῖνος σηκώθηκε ἀμέσως ἐξαγριωμένος καὶ ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ νέα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι ἔφεραν στὴν στιγμὴ ἄγρια ἀλόγα καὶ ἔδεσαν τὸν γέροντα ἐπίσκοπο σ’ αὐτά, γιὰ νὰ τὸν σύρουν στὴν γῆ μέχρι ποὺ νὰ διαλυθοῦν τὰ μέλη του. Τὰ ἄλογα ὅμως σὰν ἔνοιωσαν πίσω τους τὸ θῦμα ἡμέρεψαν καὶ στάθηκαν.


- Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν, φωνάζουν τὰ πλήθη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.

Καὶ ὁ ἅγιος μὲ θρησκευτικὴ κατάνυξη σηκώνει τὰ χέρια του καὶ ψάλλει: «Κύριος ἐμοὶ Βοηθὸς καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος; Οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ Κύριε, μετ’ ἐμοῦ εἰ».

Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ψαλμῳδία δίνει δύναμη στὴν ψυχὴ τοῦ μάρτυρα. Ἕτοιμος εἶναι νὰ δεχθεῖ τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ μυστικὴ καὶ ἀνεξήγητη, ἀπὸ πλευρᾶς ἀνθρωπίνης, γαλήνη ἔχει πλημμυρίσει τὸν ψυχικό του κόσμο, ποὺ τὸν κάνει νὰ μὴν ὑπολογίζει καὶ νὰ μὴ φοβᾶται τίποτα.
Τὸ βλέπει ὁ τύραννος. Δὲν ἔχει χορτάσει ὅμως ἀπὸ αἷμα. Μὲ λύσσα ποθεῖ νὰ ξεσχίσει τὸ θῦμα του καὶ νὰ τὸ κάμει χίλια κομμάτια καὶ τὸ ὑποβάλλει σὲ νέα βασανιστήρια. Τὸν τρυποῦν μὲ πυρωμένες σοῦβλες. Τὸν ρίχνουν κάτω ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφαλίζουν.
Προτοῦ ἀποθάνει ὁ μακάριος ἀθλητὴς ἐκεῖ στὸν τόπο τῆς καταδίκης του γονάτισε. Ἀνέπεμψε θερμὴ μία προσευχή. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο ποὺ τὸν βοήθησε καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ πεθάνει γιὰ τὴ δόξα του. Δεήθηκε νὰ συγχωρήσει τοὺς δήμιούς του καὶ νὰ χαρίσει στὴν Ἐκκλησία του τὴν εἰρήνη καὶ στοὺς πιστοὺς ἀγάπη καὶ παρρησία καὶ πίστη.
Ὕστερα ἔκλινε τὰ κεφάλι. Ἡ μάχαιρα τοῦ δημίου ἔπεσε βαριὰ καὶ χώρισε τὸ σῶμα σὲ δυό.

Τὴ νύχτα θαρραλέοι χριστιανοὶ πῆγαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν μὲ τὰ μύρα τῆς ἀγάπης τους, τὸ ἕντυσαν καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μιὰ κάσα μαζὶ μὲ τὴν ἁγία κάρα.
Ἔπειτα ἀφοῦ τὸ ἀσφάλισαν, τὸ ἐμπιστεύτηκαν στὴ θάλασσα. Τὸ ἔρριψαν σ’ αὐτή, γιὰ νὰ μὴ τὸ ἀφανίσουν οἱ ἐχθροί.
Καὶ ἡ θάλασσα σὰν στοργικὴ μάνα φύλαξε τὸ ἅγιο σκήνωμα τοῦ ἱερομάρτυρος καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ τὸ ἔφερε μὲ τὰ κύματά της καὶ τὸ ἐναποθέτησε ἁπαλὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ Κουρίου.
Ἐδῶ τὸ βρῆκαν οἱ χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Μὲ δάκρυα καὶ τιμὲς τὸ σήκωσαν καὶ μὲ ἐξόδιους ὕμνους τὸ πήρανε καὶ τὸ θάψανε ἐκεῖ στὴν Ἐπισκοπή.
Δίπλα στὸν τάφο ἡ ἀγάπη τους ἀνήγειρε μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἕνα ὄμορφο ναό, ποὺ ὑπάρχει ὡς τὰ σήμερα. Τὰ θαύματα τοῦ καλοῦ ποιμένος συνεχίζονται σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη προσφεύγουνε στὴ χάρη του καὶ ζητᾶνε τὴ μεσιτεία του.

Προνομιοῦχο τὸ νησί μας.
Εὐλογημένοι καὶ οἱ κάτοικοί του.
Εὐλογημένοι ποὺ ἔχουν τόσους ἁγίους φρουροὺς καὶ πρεσβευτές.
Στὶς ἱερὲς καὶ μακάριες αὐτὲς μορφὲς ἂς καταφεύγει κάθε πονεμένη ψυχή.
Σ' αὐτὲς ἂς καταφεύγουμε τοῦτο τὸν καιρὸ ἰδιαίτερα καὶ ὅλοι ἐμεῖς.
Μὲ πίστη φλογερὴ ἂς καταφεύγουμε κι ἂς τοὺς ζητᾶμε νὰ δέονται θερμότερα γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὶς ποικίλες δοκιμασίες καὶ τοὺς φοβεροὺς ἐχθροὺς ποὺ μᾶς κυκλώνουν.
Ἂς προσπαθοῦμε ν’ ἀντλοῦμε συχνὰ ἀπὸ τὴ ζωή τους παρηγοριὰ κι ἐνίσχυση στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς βρῆκαν.
Στ’ αὐτιά μας ἂς βοᾷ πάντα δυνατὰ καὶ τοῦ θείου Ἀποστόλου ἡ σύσταση:
«Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσούτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθεμένοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ιβ’ 1 – 2).
 Δηλαδή, καὶ ἐμεῖς, ἀφοῦ ἔχουμε γύρω μας ἕνα τόσο μεγάλο σύννεφο ἀπὸ μάρτυρες, ἂς ἀποτινάξουμε μακριά μας κάθε βάρος ἀπὸ τὶς καταθλιπτικὲς μέριμνες τῆς ζωῆς καὶ προπαντὸς τὴν ἁμαρτία, ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει στὰ δίχτυα της.
Ναί! ἂς ἀποτινάξουμε τὴν ἁμαρτία καὶ ἂς τρέχουμε τὸ ἀγώνισμα τοῦ δρόμου ποὺ εἶναι μπροστά μας, μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα στὸν ἀρχηγὸ καὶ ἱδρυτὴ τῆς πίστεώς μας, τὸν Χριστό. Τὸν Χριστὸ ποὺ μὲ τὴ χάρη Του μᾶς προστατεύει καὶ μᾶς χειραγωγεῖ στὸν δρόμο τῆς τελειότητας.

Σὲ τοῦτο τὸ νέφος τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου μας, ἰδιαίτερη ἀκτινοβολία καὶ λάμψη σκορπᾷ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ θυσία του ὁ μακάριος Ἐρμογένης.
Καὶ αὐτός, μαζὶ μὲ τοὺς τόσους ἄλλους ἁγίους, ποὺ περίλαμπρα κοσμοῦν τὸ χριστιανικὸ Πάνθεο, μὲ ξέχωρη ἀγάπη καὶ στοργὴ μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς τονίζει καὶ μᾶς συνιστᾷ νὰ σταθοῦμε ἀλύγιστοι καὶ ἀνυποχώρητοι νὰ συνεχίσουμε πιστοὶ μέχρι θανάτου τὸν ἀγῶνα μας. Τὸν ἱερὸ καὶ ὑπέροχο ἀγῶνα μας γιὰ τὴν ἐπικράτηση στὸν κόσμο τοῦ θησαυροῦ τῆς Ὀρθοδοξίας μας καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
 
Πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Κυπρίους δὲν θ’ ἀνοίξουν τ’ αὐτιά τους σὲ μιὰ τόσο ὡραία πρόσκληση, μὰ καὶ τόσο τιμητικὴ ἀποστολή;
Αλήθεια! Πόσοι;

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Φοίνικος ὁ κλάδος, καὶ Σαμίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, Ἐρμόγενες Πατὴρ ἡμῶν ἀναδειχθεὶς τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου Ἐπισκοπῇ τῇ πόλει κατεστήριξας, δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ ὁδηγήσαντι. Δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Σαμίων καύχημα καὶ τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ἐρμογένη ἅπαντες ἀνευφημήσωμεν ὕμνοις οὗτος γὰρ τὴν τῆς Τριάδος ἔλαβεν αἴγλην, καὶ ὡς ἥλιος φωτίσας τὴν Οἰκουμένην ὃν προθύμως ἀνυμνοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν, λέγοντες χαῖρε, θαυματοφόρε Ἐρμόγενες Ὅσιε.

Ἡ Ἁγία Χαριτίνη




Ἔζησε στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284 – 305).
Ἦταν χριστιανὴ καὶ δούλη ἑνὸς πλουσίου Ρωμαίου, τοῦ Κλαυδίου. Ὅταν ὁ κόμης Δομέτιος ἔμαθε τὴν πίστη τῆς Χαριτίνης ζήτησε ἀπὸ τὸν Κλαύδιο νὰ τοῦ τὴν στείλει γιὰ νὰ τὴν ἐξετάσει ὁ ἴδιος. Ἡ Ἁγία παρουσιάστηκε στὸν κόμη καὶ χωρὶς νὰ δειλιάσει ὁμολόγησε τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Δομέτιος ἐξοργισμένος ἀπὸ τὴν ὁμολογία πίστεως τῆς Χαριτίνης διέταξε τὸν βασανισμό της καὶ στὴν συνέχεια ζήτησε νὰ τὴν ρίξουν στὴ θάλασσα δένοντάς της μία πέτρα στὸ λαιμό.
Ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης ἡ Ἁγία ἐπέζησε καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Δομέτιο γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει τὴν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου. Παραταύτα ὁ Δομέτιος δὲν πείστηκε καὶ ἀπαίτησε τὸν βασανισμό της ξανά.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ Ἁγία Χαριτίνη παρέδωσε τὸ πνεῦμά της εἰς τὸν Κύριο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι, κραταιωθεῖσα, κράτος ᾔσχυνας, τῆς δυσσεβείας, Χαριτίνη ὑπὲρ φύσιν ἀθλήσασα· ὅθεν χαρίτων πηγὴν ἀδαπάνητον, ὡς γλυκασμὸν ἀναβλύζεις τοῖς κράζουσι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μαρτυρίου αἵμασι πεφοινιγμένη, οὐρανίοις κάλλεσι, καθωραΐσθης εὐπρεπῶς, ὦ Χαριτίνη κραυγάζουσα· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτος τρυφήσασα θεϊκῆς, χάριτος Μαρτύρων, ἀπεδρέψω τὴν καλλονήν· ὅθεν Χαριτίνη, τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Λόγου, ἐπόμβρησον τὴν χάριν, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Τυπικόν της 5ης Ὄκτωβρίου 2012


Παρασκευή: Τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης καί
 τῆς Ὁ­σίας Μητρός ἡμῶν Μεθοδίας τῆς ἐν Κιμώλῳ.
 
Ἀπόστολος: 
Τῆς ἡμέρας· Παρασκευῆς ιη΄ ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν (Ἐφεσ. ς΄ 18-24).
Εὐαγγέλιον: 
Ὁμοίως· Παρασκευῆς γ΄ ἑβδομάδος Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄ 31-35).
 

ΟΛΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟΝ «῞Ωσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε….» +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


ΟΛΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟΝ

            «῞Ωσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε….»

᾿Ενθυμεῖσθε, ἀγαπητοί, τὴν σχετικὴν διήγησιν τῆς ῾Αγίας Γραφῆς; ῾Η γενεὰ ἡ ὁποία ἔζη ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε, παρεσύρθη ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ κακοῦ, κατεπάτησε τὸν ἠθικὸν Νόμον, ἔπνιξε τὴν φωνὴν τῆς συνειδήσεως καὶ ἔζη ὡς ἄθεος ἐν τῷ κόσμῳ. ᾿Αποτέλεσμα τῆς ὑλιστικῆς αὐτῆς ἀντιλήψεως ἦτο ἡ παγκόσμιος διαφθορά. ῾Η ἀνθρωπότης ἐπεδόθη εἰς τὴν λαγνείαν, τὴν ἰκανοποίησιν τῶν ἁμαρτωλῶν ὀρέξεων καὶ ἐπιθυμιῶν. Πίστις, ἀγάπη, ἐλπίς, δικαιοσύνη ἐξέλιπον. ῾Η εἰκὼν τοῦ Θεοῦ ἐξηφανίσθη. ῾Η ὕλη ἐκυριάρχησε. Κτῆνος δίπουν κατήντησεν ὁ ἄνθρωπος, σάρξ χωρὶς πνευματικὴν ἰκμάδα. ῞Οπως γράφει χαρακτηριστικῶς ἡ Γραφή «ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας»
῾Η γῆ, ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινεν ἀκάθαρτος. Οἱ δρόμοι, αἱ πλατεῖαι, τὰ σπίτια, τὰ βουνά, οἱ κάμποι, τὰ πάντα ἐμολύνθησαν, ὁ κόσμος ἐβρώμισεν καὶ εἶχεν ἀνάγκην ἑνὸς γενικοῦ καθαρμοῦ. ῾Ο κόσμος«προσώζεσε καὶ ἐσάπησε» κατὰ τὸν ψαλμῳδόν, ἦτο μία πληγή, ἡ ὁποία ἐγέμισεν ἀπὸ πῦον, ἀπὸ ἀκαθαρσίαν, καὶ ὁ ἱατρὸς ἔπρεπε νὰ πάρη τὸ νυστέρι ν’ ἀνοίξη τὸ ἀπόστημα, νὰ καυτηριάση, νὰ καθαρίση τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὁ Πάνσοφος καὶ ὁ Δίκαιος Θεὸς ἔκαμε τὴν ἔγχείρησιν, τὸν καθαρμόν. Τὸν ἔκαμε διὰ τοῦ κατακλυσμοῦ. Τὰ ἐκατομμύρια ἐκεῖνα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔγιναν σάρκες δὲν ἔπρεπε πλέον νὰ ζήσουν. ᾿Αρκετὰ ἐμόλυναν τὴν γῆν. ᾿Εκ τοῦ πλήθους ἐκείνου μόνον ὁ Νῶε μετὰ τῆς οἰκογενείας του ἐσώθη. ᾿Εσώθη διὰ τὴν πίστιν του εἰς τὸν Θεόν. ᾿Εσώθη δὲ διὰ τῆς κιβωτοῦ, τὴν ὁποῖαν κατεσκεύασεν κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. ῞Οτε ἐπρόκειτο ν’ ἀνοίξουν οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ διὰ νὰ βρέχουν 40 ἡμέρας καὶ νύκτας, Κύριος ὁ Θεός εἶπε πρὸς τὸν Νῶε· εἴσελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ οἶκός σου εἰς τὴν κιβωτόν. ῾Ο Νῶε εἰσῆλθε καὶ ἐσώθη. Οἱ ἐκτὸς τῆς κιβωτοῦ, ἄπαντες κατεστράφησαν. ῾Η γῆ ἐκαθαρίσθη ἀπὸ τὰ αἶσχη τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτὸ ἦτο τὸ τραγικὸν τέλος τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅστις εἶχεν ἀποστατήσει ἀπὸ τὸν Θεόν. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ σημερινή μας ἐποχὴ ἔχει πολλὰς ὀμοιότητας μὲ τὴν ἐποχὴν τοῦ Νῶε. ῾Ο Κύριος προφήτευσεν ὅτι θὰ καταντήσωμεν εἰς μίαν τοιαύτην ἐποχήν. «῞Ωσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε»! ῾Η διαφθορὰ ἀτόμων, οἰκογενειῶν, κοινωνικῶν καὶ λαῶν ἔχει αὐξηθῆ εἰς τὸ κατακόρυφον. Εἶνε ἀδύνατον εἰς τὸν μικρὸν τοῦτον χῶρον νὰ ἀναφέρωμεν στατιστικάς, παραδείγματα, νὰ περιγράψωμεν λεπτομερῶς τὴν ἠθικὴν καὶ κοινικὴν ἔκλυσιν τῆς κοινωνίας. Τόσον μόνον γράφομεν, ὅτι οὐδέποτε ἄλλοτε ὁ κόσμος καταπάτησεν τὰς ἐντολὰς τῆς Θεότητος ὅσον σήμερον. ῾Ως πρὸς δὲ τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν ἐγκληματικότητα ἡ ἐποχή μας ὑπερέβη τὴν ἐποχὴν τοῦ Νῶε. Μὲ φρίκην αἱ μέλλουσαι γενεαὶ θὰ διαβάζουν τὰ ἐγκλήματα τὰς ἁδικίας τοῦ 20 αἰῶνος. ῾Η γῆ, παρὰ τ’ ἀναρίθμητα σχολεῖα, Πανεπιστήμια καὶ ᾿Ακαδημίας, «ἐπλήσθη ἀδικίας».
Αἱ ἡμέραι μᾶς κυλοῦν «ὥσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε! Οἱ κήρυκες τοῦ Θείου Λόγου, οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφὴν, ἐμπαίζονται καὶ ζλευάζονται, ὅπως ἐνεπαίζετο καὶ ἐχλευάζετο ὁ Νῶε συνιστῶν μετάνοιαν εἰς τοὺς συγχρόνους του. 120 ἔτη προθεσμίαν εἶχε δώσει ὁ Κύριος διὰ νὰ μετανοήση ἡ γενεὰ τοῦ Νῶε. ᾿Εν τούτοις οὔτε ἕνας μετενόησεν. ῾Η προθεσμία παρῆλθεν ἄπαρκτος διὰ τοὺς ἀνθρῴπους ἐκείνους.
Αδελφοί μου συναμαρτωλοί! ῎Ας τὸ ἐννοήσωμεν, ὅτι συμφώνως μὲ τὴν προφητείαν τοῦ Κυρίου, αἱ ἡμέραι μας εἶνε ὥσπερ αἱ ἡμέραι Νῶε. Δὲν πηγαίνομεν καθόλου καλά. Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν ηὐξήθησαν, ὁ διεθνὴς ὁρίζων θολοῦται, μαῦρα σύννεφα συμπυκνώνονται, κεραυνοὶ πίπτουν, ἀστραπταὶ φαίνονται, ἐκροαὶ πολέμων ἀκούονται, τὰ ἔθνη ἀνάστατα, νομίζεις ὅτι ἀπὸ στιγμὴν εἰς στιγμὴν θ’ ἀνοίξουν οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ διὰ νὰ ρίξουν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀνόμων, ὅλων μας, ὄχι πλέον ὕδωρ, ἀλλὰ πῦρ ποὺ θὰ καίη χιλιάκις τοῦ ἡλίου…’Ολίγος καιρὸς μᾶς δίδεται ὡς προθεσμία. Τὶ πρέπει νὰ κάμωμεν; Νὰ ἀκούσωμεν τὴν φωνὴν τῆς σωτηρίας. Ποία ἡ φωνή; Εἶνε ἡ φωνή, ἡ ὀποία εἶπε εἰς τὸν Νῶε· «εἴσελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ οἷκος σου εἰς τὴν κιβωτόν». ‘Η ἰδία φωνὴ λέγει τώρα καὶ πρὸς ἡμᾶς τούς χριστιανοὺς ῞Ελληνας· ῞Ελληνες! Εἰσέλθετε τὸ ταχύτερον εἰς τὴν κιβωτόν. ᾿Ιδοὺ ἔρχεται παγκόσμιος θύελλα διὰ νὰ σαρώση τὸν κόσμον. — Κιβωτὸς δέ, ὅπως ἀπεδείχθη καὶ εἰς ἄλλας περιστάσεις τῆς φυλῆς μας, εἶνε ἡ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Αὐτὴ εἶνε τὸ πλοῖον ποὺ ὅποιος εἰσέλθη ἐγκαίρως θὰ σωθῆ. Τὸ πλοῖον αὐτὸ ταξειδεύει 20 αἰῶνας. Δὲν φοβεῖται τρικυμίας καὶ θύελλας. Κατάρτι εἶνε ὁ Τίμιος Σταυρός. ῎Αγκυρα ἡ ἐλπίς. Τιμόνι τὸ Εὐαγγέλιον, οἱ Κανόνες, ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων. Καὶ πλοίαρχος ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, ποὺ ζῆ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. ῾Η Κιβωτός!…
᾿Αδελφέ! Τὶ κάθεσαι; Πρὶν ἀνοίξουν οἱ καταρράκται, πίστευσον εἰς τὸν Χριστόν, εἴσελθε σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ θὰ σωθῆς. ῎Εξω αὐτῆς δὲν ὑπάρχει σωτηρία.
____

                          «ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ»  

                                ΚΥΜΗ 3 ΜΑΡΤΙΟΥ 1951,       ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ 11

«Καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε. Καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος ᾿Ιησοῦ» (Ματθ. 26 74,75)

Ε Κ Δ Ι Δ Ε Τ Α Ι

῾Υπὸ ἱεροκήρυκος ᾿Ι. Μητροπόλεως Καρυστίας-Σκύρου ἀρχιμανδρίτου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου καὶ διανέμεται δωρεὰν πρὸς χριστιανικὸν  διαφωτισμὸν τοῦ λαοῦ.

Μοναχικὴ ζωὴ καὶ Ἐκκλησία +Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου





Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο τὰ «ἐκλεκτά του μέλη» ψάχνουν γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν βρίσκουν καὶ δίνουν ντιρεκτίβες στοὺς ἄλλους!! Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀλήθεια. Εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α' Τιμ. 3, 15). Καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὁμολογεῖ πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» (Σύμβολο τῆς Πίστεως).

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιὰ γνώση τοῦ θελήματός Τουˑ καὶ γιὰ ἁγιασμὸ τοῦ κόσμου. Καὶ ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ, τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πράγματα οὐράνια, ἀποκαλύφθηκαν ἀκόμη καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, διὰ τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 3, 10). Αὐτὸ μᾶς λέει: Ὅλοι οἱ μυαλωμένοι, οἱ «γνωστικοί», ποὺ ποθοῦν γνώση καὶ βίωση τῆς ἀλήθειας, πρέπει νὰ κινοῦνται ὄχι αὐτόνομα. Αὐτὸ εἶναι, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἀγώνισμά τους.

Οἱ πιὸ «γνωστικοὶ» (= μὲ τὴν πρωτοχριστιανικὴ καὶ μὲ τὴν λαϊκὴ ἔννοια τῆς λέξης) μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ μοναχοίˑ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ κάνουν πρόγραμμα ζωῆς νὰ βιώσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρη.

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀφιερωμένη στὸν Κύριοˑ μιὰ ἀφιέρωση ὁλοκληρωτική, πιὸ βαθιὰ ἀπὸ ὅ,τι τὴν βίωναν οἱ ναζιραῖοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

1. Ἡ ὁμολογία-ἀφετηρία γίνεται μὲ μιὰ ἐσωτερικὴ διεργασία ἔνδον, ἐν τῇ καρδίᾳˑ ἀλλὰ συντελεῖται ἔξω ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίαςˑ μὲ εἰδικὴ ἀκολουθίαˑ ὡς κατ' ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ γίνεται ἡ ὁμολογία, ἡ ὑπόσχεση, ἡ ἀφιέρωση. Καὶ τὴν δέχεται ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τὸ θεσμικὸ ὄργανο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὁ ἡγούμενος, ἀλλὰ ὁ λειτουργὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἱερέας.
Καὶ ἀρχίζει:
• Τί προσῆλθες, ἀδελφέ, προσπίπτων τῷ ἁγίῳ θυσαστηρίῳ (δηλαδή: στὸν Χριστό, ἀφοῦ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο εἶναι ὁ θρόνος Του) καὶ τῇ ἁγίᾳ συνοδείᾳ ταύτῃ.
• Ἑκουσίᾳ σου γνώμῃ προσέρχει τῷ Κυρίῳ; Ἔγινε ἡ σχετικὴ διεργασία μέσα σου; Πρόσεξε! Τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν τάζει νὰ γίνει μοναχὸς ὁ πατέρας τουˑ οὔτε ὁ κατὰ σάρκα, οὔτε ὁ κατὰ πνεῦμα.
• Θὰ παραμείνεις στὸ μοναστήρι (= τὸ συγκεκριμένο) καὶ στὴν μοναχικὴ ζωή, μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς; Ἡ ἀφιέρωση δὲν γίνεται μὲ προθεσμία. Ἅμα γίνει, δὲν ἀνακαλεῖται ΠΟΤΕ. Ὁ μοναχὸς δὲν δηλώνει ὑπακοή, κρατώντας τὸ δικαίωμα, νὰ τὴν ἀνακαλέσει, ἂν τὰ βρίσκει σκοῦρα!
• Φυλάττεις σεαυτὸν ἐν παρθενίᾳ;
• Σώζεις μέχρι θανάτου τὴν ὑπακοὴ στὸν προεστῶτα καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα; Ποὺ σημαίνει: δὲν ἐπιτρέπεται σὲ μοναχὸ νὰ αὐθαδιάζει καὶ νὰ λέγει: «οὐ θέλω». Ἔχει χρέος πάντοτε νὰ ἀπαντᾶ σὲ ὅλα μὲ ἀγάπη, μὲ ταπείνωση, μὲ προθυμία.
Καὶ καταλήγει:
• Πρόσεξε, παιδί μου: Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι μιὰ πορεία πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ ἀπαιτεῖ συνεχῆ πορεία πρὸς τὴν τελειότητα. Ἡ πορεία αὐτὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ἔξω. Καὶ προχωρεῖ στὰ ἔσω, ὅλο καὶ πιὸ βαθειά.

2. Ἂς τὴν ἀναλύσουμε λίγο.

Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής:
Ὅποιος ἀφήνει πράξεις καὶ πράγματα (γυναῖκα καὶ χρήματα) γίνεται μοναχὸς κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωποˑ σωματικά. Μὰ αὐτὸ δὲν φθάνει: Χρειάζεται νὰ γίνει καὶ κατὰ τὸν ἔσω! Χρειάζεται νὰ ἀφήσει καὶ τὰ ἀνάλογα συναισθήματα καὶ τοὺς σχετικοὺς λογισμούς! Καὶ προσοχή: Κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωπο, εὔκολα γίνεται κανεὶς καλόγεροςˑ ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσει. Μὰ γιὰ νὰ κάμει τὸν ἔσω ἄνθρωπο μοναχὸ (= γιὰ νὰ γίνει μοναχὸς ὅλῃ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ καὶ καρδίᾳ), «οὐκ ὀλίγος ὁ ἀγὼν» (Περὶ ἀγάπης IV, ν', P.G. τ. 90, σελ. 1060 Α-Β).

Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, διαβάζομε στὴν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς, πρέπει νὰ εἶναι ἀπάγαυσμα καὶ ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Πρέπει σ' αὐτὴν νὰ διαδεικνύεται ἡ πολιτεία τοῦ Κυρίουˑ νὰ γίνεται ὁλοφάνερηˑ νὰ μὴν ὑπάρχει περίπτωση νὰ φαντάζεται ὁ συναναστρεφόμενος μοναχό, πιθανότητα ὑπόκρισης, διπλοπροσωπίας κ.ο.κ. Ὁ μοναχός, λέγει ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής, πρέπει νὰ εἶναι ἕνα θυσιαστήριο τοῦ Κυρίουˑ ἕνα θυσιαστήριο, μέσα στὸ ὁποῖο φουντώνουν, καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσφέρονται καὶ ἀναπέμπονται στὸν πανύψιστο Θεὸ προσευχὲς καθαρές, λατρεία καθαρήˑ ἕνα θυσιαστήριο ποὺ μένει γιὰ πάντα ἅγιο καὶ ἀσάλευτοˑ ποὺ ποτὲ δὲν βεβηλώνεται (Ἐπιστ. Γ', 32 P.G. 79 σελ. 388 Α).

Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Κλίμακα λέγει:
«Μοναχός ἐστι τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι» (Λόγος Α, 10)ˑ δηλαδή, ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι τάξη καὶ κατάσταση ἀγγελική.

3. Κορύφωση τῆς ἀφιέρωσης στὸν Χριστὸ εἶναι τὸ φρόνημα, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (107 μ.Χ.): Εἴ τις δύναται μένειν ἐν ἁγνείᾳ, εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, μενέτω» (Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον IV, 2 ΒΕΠ 2, 283, 38-39).

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη καὶ τελειότατη ἀφιέρωση, ἡ σύνδεση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης μὲ τὴν χρεωστικὴ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Χριστό, γιὰ τὸ ὅτι ἐκένωσε ἑαυτὸν καὶ ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη, γιὰ νὰ τὴν προσφέρει θυσία γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μὲ αὐτὴ τὴν σάρκα ἕτοιμη γιὰ θυσία ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα, ἔγινε θυσία, ἱλαστήριο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Στὴν μοναχικὴ πολιτεία, «κατὰ μίμησιν», «διαδείκνυται», πρέπει νὰ «διαδεικνύεται ἡ τοῦ Κυρίου πολιτεία»ˑ νὰ καταλαβαίνει κανείς, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος, ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ. 2, 6-11)ˑ ποὺ σημαίνειˑ ὅτι ἐταπεινώθη μέχρι τοῦ σημείου, ὄχι μόνο νὰ μὴ ζητάει τιμές, ἀλλὰ καὶ ὥστε νὰ δεχθεῖ νὰ γίνει «ὑπὲρ ἡμῶν κατάραˑ γέγραπται γὰρˑ ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου» (Γαλ. 3, 13).

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀγγελική, ζωὴ οὐράνια, ζωὴ ἀναστάσεως, γεμάτη ἀγάπη, γεμάτη ταπείνωση, γεμάτη φῶς.
1. Ὁ ἄνθρωπος ὁ χοϊκὸς ἔχει τὴν τάση καὶ τὸν πόθο νὰ κυνηγάει τὰ μεγαλεῖαˑ καὶ τὸ κάθε τὶ ποὺ προκαλεῖ ἡδονή! Μά, ὅπως λέγει ὁ χρυσορρήμων ἅγιος, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρὰ καὶ ἡδονὴ ἀπὸ τὸ νὰ πάει κανεὶς σὲ μοναστήρι, ἔστω καὶ ἂν εἶναι στὴν χειρότερη ἀκρούλα τοῦ κόσμου καὶ νὰ βλέπει ταπείνωση ἀληθινή, ἀγάπη ἀληθινή, ἐγκράτεια χριστομίμητη.

«Ἥδιον ἰδεῖν ἐρημίαν σκηνὰς ἔχουσαν μοναχῶν συνεχεῖς, ἢ (= παρὰ) στρατιώτας ἐν στρατοπέδῳ παραπετάσματα τείνοντας». (Ἰω. Χρυσοστ. εἰς Ματθ. Ὁμ. 69, γ, P.G. τ. 58, 852).

2. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Οἱ κοσμικοὶ ἔχουν συζήτηση: Ποιός πῆρε ἀξίωμα. Ποιός ξέπεσε ἀπὸ ἀξίωμα. Ποιός πέθανε. Ποιός... Ἐνῶ οἱ μοναχοί, μιλᾶνε γιὰ τὸν παράδεισο σὰν νὰ ἦσαν ἐκεῖ πάνω! Οἱ κοσμικοὶ τὸν νοῦ τους τὸν ἔχουν στὴ γῆ! Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἀπαραίτηταˑ ἀλλὰ καὶ γιὰ πράγματα ἐντελῶς ἄχρηστα καὶ περιττά. Οἱ μοναχοί, αὐτὰ οὔτε ποὺ τὰ θυμοῦνται!

Κάνουν καὶ οἱ μοναχοὶ δουλειέςˑ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆνˑ ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνες ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ψόγο! Οἱ κοσμικοὶ τὸ ρίχνουν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὴν πλεονεξία! Καὶ ὄχι σὰν τὰ μυρμήγκια (= μὲ τὸν κόπο τους)ˑ ἀλλὰ σὰν τοὺς λύκους καὶ τὶς λεοπαρδάλεις! Καὶ ἀκόμη χειρότερα! Ναί, καὶ χειρότερα. Γιατὶ τὰ θηρία, θηρία τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ὅλοι ἴσοιˑ μὲ ἴσα δικαιώματα. Καὶ καταντᾶμε καὶ ἀπὸ τὰ θηρία χειρότεροι!

Οἱ μοναχοὶ μοιάζουν μὲ ἀγγέλους. Ξένοι καὶ περαστικοὶ στὸν κόσμο. Τίποτε δὲν κρατᾶνε ἀπὸ τὰ ἤθη τῶν κοσμικῶν! Οὔτε σὲ ροῦχο, οὔτε σὲ τροφή, οὔτε σὲ τόπο κατοικίας, οὔτε σὲ παπούτσια, οὔτε στὴ μιλιά τους!... Πρέπει νὰ ἀκούσει κανεὶς μοναχοὺς ἀληθινοὺς νὰ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, γιὰ νὰ καταλάβειˑ ὅτι ἐκεῖνοι, εἶναι οὐρανοπολῖτεςˑ ἐμεῖς, οὔτε τῆς γῆς... ἄξιοι! Καὶ τὴν γῆ τὴν μιαίνομε. Καὶ πρέπει μερικοὶ μεγαλόσχημοι, νὰ πάρουν τὰ ποδαράκια τους καὶ νὰ βρεθοῦν σὲ ἀληθινὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ καταλάβουν πόσο λάθος εἶναι ὁ τρόπος ποὺ σκέπτονται καὶ ἐνεργοῦν!... (Ἰω. Χρυσοστ. εἰς Ματθ. Ὁμ. 69, δ P.G. 58, 653-654).

Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος: Μιλᾶμε γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς μοναχούς. Αὐτοί, ἀπὸ τὰ ἔργα τους καὶ μὲ τὸ φρόνημά τους (μὲ τὰ μυαλά τους), εἶναι οὐρανοπολῖτεςˑ ἰσάγγελοιˑ ἀρχάγγελοιˑ σεραφὶμ καὶ χερουβίμ. Καί, ὅταν ψάλλουν στὸ κελλάκι τους μόνοι τους, κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τοὺς καμαρώνουν! Χαρά τους τὸ ἔχουν νὰ ψάλλουν μαζί τους!...

Αὐτὴ εἶναι, αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι, αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι, ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ αὐτά, συμπληρώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὄχι γιὰ μομφή, ὄχι εἰς βάρος τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ γιὰ στήριξή τουςˑ καὶ γιὰ βοήθειά τους!

Μὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι οἱ μοναχοὶ «εἶναι»ˑ καὶ κάποιοι ἄλλοι «δὲν εἶναι»! Καὶ πολλοὶ ἄλλοι, εἶναι. Ὅλοι ὅσοι ἔχουν χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι. Καὶ μέγιστη, καθ' ὑπερβολήν, ὁδὸς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, ὅπως τὴν ζητάει ὁ Χριστός, ὑπέρκειται καὶ ὑπερῇρεν πάντας.

Καί, ἂν κανεὶς θελήσει, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ κάμει σύγκριση, νὰ ἀντιπαραβάλει τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὸ ἔνθεο ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν μοναχῶν, μὲ «τὴν ἁπλὰ καλῶς διοικουμένη ἱερωσύνη», μὲ τὸ ἔργο ἑνὸς ἱερέα, ποὺ φροντίζει νὰ ἀνταποκρίνεται σωστὰ στὸ χρέος τῆς ἱερωσύνης, τότε βλέπει ὅτι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσά τους εἶναι τόση, ὅση ἀνάμεσα σὲ ἕνα βασιλιὰ καὶ σὲ ἕναν ἁπλὸ ἰδιώτη (Περί, Ἱερωσύνης ΣΤ, 5, P.G. τ. 48, σέλ. 682).

1. Ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι (Α' Κορ. 15, 23). Καθένας πρέπει νὰ κινεῖται, νὰ ζεῖ καὶ νὰ σκέπτεται μέσα στὰ πλαίσια τοῦ τάγματός του. Π.χ. ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη ἐστήριζε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἦταν ἁπλὸς μοναχός. Καὶ ἔμενε ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι. Καὶ ἔκλινε μὲ ταπείνωση τὸ κεφάλι, ὄχι μόνο στὸν πατριάρχηˑ στὸν κάθε ἀρχιερέαˑ καὶ στὸν κάθε ἱερέαˑ ἀλλὰ καὶ στὸν κάθε ἀναγνώστη. Μὰ γιατί; Τί ἦσαν μπροστά του; Τίποτε; Ἴσως καὶ κάτι λιγότερο ἀπὸ «τίποτα»! Ὅμως, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος δὲν ἔπαιρνε γιὰ κριτήριό του τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἀρετές του. Δὲν «ἐμέτρει» τὸν ἑαυτό του. Δὲν «ἔπαιρνε» ποτὲ μέτρο κρίσεως τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἀρετές του. Καὶ πρεσβύτερος μποροῦσε τυχὸν νὰ εἶχε γίνει, καὶ ἐπίσκοποςˑ γιατί ὄχι! Μὰ δὲν ἐμέτρει τὸν ἑαυτό τουˑ καὶ δὲν ἔβγαινε ἔξω ἀπὸ τὸ τάγμα του.

2. Ὅταν ὁ μοναχὸς βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ ἴδιο τάγμα, ἀρχίζει τὸ ξέφτισμα: ἀρχίζουν τὰ «πλήν»ˑ ἀρχίζει ἡ ζημία. Ἡ δική του ζημίαˑ καὶ τῆς Ἐκκλησίαςˑ ποὺ χωρὶς τὴν βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ μέλη της, φτωχαίνει.

Πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας καὶ στολίδι της εἶναι οἱ μοναχοί. Καὶ εἶναι κρῖμα νὰ ξεφτᾶνε. Ἡ μοναχικὴ ζωή, μὲ κέντρο της τὴν ἁγνότητα, πρέπει νὰ εἶναι ὁλοκάρδια ἔκφραση εὐγνωμοσύνης στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν θυσία Τουˑ πρέπει νὰ γίνεται εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ.

Ὅποιος ἔχει τέτοια ἀφιέρωση καὶ τέτοιους λογισμούς, εὑρίσκεται, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, στὴν κορυφὴ τῆς ἀφιέρωσης. Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει, ὅτι ἔφθασεˑ ὅτι ἀνέβηκε ψηλά. Γιατί, «ἐὰν καυχήσηται, ἀπώλετο» (ἐ.ἄ.)ˑ γιατί, ἐὰν αἰσθανθεῖ αὐταρέσκεια γιὰ τὸ κατόρθωμά του, καὶ δεχθεῖ τὸν λογισμό του, τὰ ἔχασε ὅλα!...

Μὲ ἄλλα λόγια: ὅσο πιὸ πολὺ ὁ μοναχὸς μετράει ἑαυτόν, καὶ ἐξέρχεται ἔτσι ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἐπαγγέλματός του, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ μὴ διεκδίκηση πλεονεκτημάτων, τόσο χάνει, τόσο ξεπέφτειˑ ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ ἡ ἔξοδος γίνεται μόνον ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ του.

Τὸ μέτρημα γίνεται πάντοτε. Ἀπὸ τὸν καθέναˑ μὲ κριτήριο τὸν ἑαυτό τουˑ μὲ μέτρο τὶς ἐμπειρίες τουˑ καὶ μὲ φυσικὸ ἀποτέλεσμα, ὅτι ὁ ἐρωτῶν καὶ διερωτώμενος ὑποστέλλει τὴν σημαία τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώναˑ βρίσκει ἄλλοθι!...

Μέτρο σύγκρισης δὲν εἶναι ὁ κάποιος, ὁ ὅποιος ἄνθρωποςˑ ἔστω ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς λέγει, ὅτι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ εἶναι υἱοὶ τῆς ἀναστάσεως (Λουκ. 20, 36), πάντοτε ἀναστημένοι, πάντοτε ὄρθιοι! Ὁ λογισμὸς ποὺ ἐπιτρέπει σὲ μοναχὸ νὰ ὑποτιμάει τὸν ἀγώνα ἄλλου, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν δική του ἀβελτηρία, εἶναι δαιμονικός!...

Ἔλεγε ὁ ὅσιος ἀββᾶς Παφνούτιος: «εἰς ὃν ἂν τόπον ἀπέλθῃς, μὴ μετρῇς σεαυτόν». Εἴτε ἔχεις γύρω σου τὶς κορυφὲς ἁγιότητας, εἴτε τὰ ἀπύθμενα βάθη τῆς ἀπώλειας, «μὴ μετρῇς ἑαυτόν»!...

3. Πῶς ἀρχίζει τὸ ξέφτισμα;

Μᾶς τὸ λέγει ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (107 μ.Χ.): «Εἴ τις δύναται μένειν ἐν ἁγνείᾳ, εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, μενέτω» (Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον IV, 2 ΒΕΠ 2, 283, 38-39).

Ὕψιστη θεολογικὰ κατοχύρωση ἀφιέρωσης, εἶναι ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστό. Καὶ μάλιστα μὲ τὴν θυσία Τουˑ μὲ τὴν σάρκα Του, μὲ τὴν ὁποία ἐτελεσιουργήθη ἡ ἐν Σιὼν μυστικὴ ἱερουργία Του. Ὅποιος συνειδητὰ μένει ἁγνός, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν πίστη του καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἐν Σιὼν μυστικὴ ἱερουργία Του, τόσο στὸ Δεῖπνο, ὅσο καὶ στὸν Γολγοθᾶ, αὐτὸς βρίσκεται στὴν κορυφὴ τῆς ἀφιέρωσης. Παρὰ ταῦτα, αὐτός, «ἐὰν καυχήσηται, ἀπώλετοˑ καί... ἔφθαρται» (ἐ.ἄ.)· τὰ ἔχασε ὅλα! Αὐτός, ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ παύει νὰ ἔχει κάτι. Ἢ μᾶλλον, ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔχει ὄχι «σύν», ἀλλὰ «πλήν». Τὰ ἔχασε ὅλα! Αὐτοπεριφρουρεῖται, περιφρουρεῖ τὸν ἑαυτό του, μόνο ὅταν μένει «ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι»ˑ ὅταν ἔχει ταπείνωσηˑ ὅταν δὲν μετρεῖ ἑαυτόν.

Δίκαια λοιπὸν καὶ θεόσοφα λέγει ὁ Εὐάγριος: «Μακάριός ἐστι μοναχός, ὁ «πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος» (Λόγος περὶ προσευχῆς, κεφ. ρκα΄, P.G. 79, 1193C). Ὁ μοναχὸς μένει ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι, ὅταν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του «πάντων περίψημα» (Α΄ Κορ. 4, 13). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ μετράει τὸν ἑαυτό του, ἀρχίζει νὰ ξεπέφτει, καὶ ὅσο πιὸ πολὺ μετράει τὸν ἑαυτό του, ἔστω στὸν ἔνδον λογισμό του, τόσο ξεπέφτει.

4. Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὸν μοναχό, ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἄλλον χαρισματοῦχο.

Ἂς κάμουμε μιὰ τελευταία ἀναφορὰ σὲ κείμενα καὶ σὲ παραδείγματα ὁδηγητικά:

α. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ κάποιους μαθητὲς τουˑ καὶ σὰν νὰ ἀπαντάει στὸ ἐρώτημα «καὶ τί εἶναι αὐτοί», λέγει: «ἀδελφοὶ ἡμῶν, ἀπόστολοι ἐκκλησιῶν, δόξα Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 8, 23).

Τί ἦσαν γιὰ τὸν σύγχρονό τους κόσμο; Ἕνα τίποτε! Ἀνθρωπάκια! Τί ἦσαν γιὰ τὸν Θεό; Δόξα Χριστοῦ. Τί πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους; Τί ἄραγε νὰ ἔλεγαν αὐτοὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαζε στὸν ἑαυτό του μηδὲν (Α΄ Κορ. 13, 2ˑ 15, 9);

β. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος συνομιλώντας μὲ Ἕλληνες φιλοσόφους ἔλαβε χάρισμα γλωσσολαλιᾶς καὶ συνομιλοῦσε μαζί τους ἑλληνικά, ἐνῶ δὲν εἶχε ποτὲ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα! Καβάλησε τὸ καλάμι; Φαντάσθηκε τὸν ἑαυτό του μεγάλο καὶ χαρισματοῦχο; Ὄχι.

γ. Οἱ ἅγιοι Νικόλαος, Σπυρίδων, Βησσαρίων, Νεκτάριος, ἔκαμαν θαύματα πολλά! Τάχα μεγάλωσαν; Τάχα ψήλωσαν; Τάχα ἔπαυσαν, στὸν λογισμό τους, νὰ εἶναι ἀνθρωπάκια; Ὄχι! Καὶ «ἐκτήσαντο τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλάˑ τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».

δ. Οἱ ὅσιοι πατέρες Ἰσαάκιος, Συμεὼν ὁ Στυλίτης, Φαῦστος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀγωνίσθηκαν γενναία κατὰ αἱρέσεων καὶ κακοδιδασκαλιῶν. Ξέφυγαν γι' αὐτὸ ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἰδίου τάγματος; Ζήτησαν ἀπὸ ἀρχιερεῖς καὶ συνόδους νὰ εὐθυγραμμισθοῦν μαζί τους;

ε. Μοναχοὶ ἀξιώθηκαν καὶ χάριτι Χριστοῦ ἔλαβαν χάρισμα γλωσσολαλιᾶς, χάρισμα διορατικό, χάρισμα προορατικό, χάρισμα ἰαμάτων! Ἐπιτρέπεται, θὰ ἦταν γι' αὐτοὺς ἐπιτρεπτό, νὰ ἐφαντάζονταν ὅτι εἶχαν λάβει τὰ χαρίσματα αὐτὰ «ἰδίᾳ δυνάμει» (βλ. Πράξ. 3, 12); Ἔγιναν, ὑπῆρξαν, καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη, ποὺ δὲν θέλησαν οὔτε νὰ τὸ διανοηθοῦν;

στ. Μποροῦν οἱ ὅποιοι ἀρχιερεῖς νὰ καμαρώνουν γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου; Ἀντανακλοῦν καὶ σ' αὐτοὺς τὰ μεγαλουργήματα ἐκείνων, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἔχουν τὸν ἴδιο ἱερατικὸ βαθμό;

ζ. Δικαιοῦνται οἱ ὅποιοι μοναχοὶ νὰ σεμνύνονται γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Χριστοῦ συμμοναστῶν τους; Δικαιοῦνται νὰ κάνουν τοὺς κόπους ἐκείνων καύχημά τους γιὰ διεκδίκηση τιμῶν καὶ ὑπολήψεως; Ὄχι! Μοναχός ἐστιν ὁ πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος.

Ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἀρχιερέα, καὶ γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, καὶ τὸν πατριάρχη; -Πολὺ περισσότερο! Ὅσο πιὸ ψηλὰ στέκει κανείς, τόσο πιὸ πολὺ τοῦ χρειάζεται ἡ ταπείνωση. Ὁ Θεὸς «ἔθετο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α' Κορ. 12, 28). Προκαλοῦν αἴσθηση, ἐντυπωσιάζουν, καταπλήσσουν τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καὶ τὰ γένη γλωσσῶν. Μὰ ἀπὸ τὰ ἀριθμούμενα χαρίσματα εἶναι τὰ τελευταῖα!...

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄμπελος τοῦ Χριστοῦˑ ἢ ἡ μάνδρα Του. Οἱ Χριστιανοί-μέλη της, εἴτε ἔχουν χαρίσματα, εἴτε ὄχι, εἴτε ἁμαρτωλοὶ εἶναι, εἴτε δίκαιοι, εἶναι κλήματα καὶ πρόβατα. Ὅσο μένουν ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι, ὅσο δὲν ζητοῦν περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔδωκε ὁ Χριστὸς στὸ τάγμα τους, ἐργάζονται θετικάˑ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τουςˑ καὶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦˑ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ἀντιπαλότητες στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν προβλέπονται.

Ὁ παρεκβαίνων σφάλλει. Καὶ ὁ νοῶν νοείτω.

Ιουδαισμός , Ελληνισμός και Ορθοδοξία





Σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί!

Κατ’ ἀρχάς ἐκφράζω τά συγχαρητήριά μου καί τή βαθύτατη χαρά μου γιά τό ποιμαντικό ἐνδιαφέρον καί τήν ὀρθή ἐπαγρύπνησι τῶν σεβαστῶν πατέρων, ἱερομονάχων, ἱερέων καί ὑπευθύνων λαϊκῶν αὐτῆς τῆς Ἐνορίας Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς, διότι συνεχίζουν τό πολύμοχθο, δυσχερές ἀλλά καί ἐποικοδομητικό ἔργο πού ξεκίνησε ἀπό ἐδῶ ὁ μακαριστός π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος. Ἐννοῶ βεβαίως τήν ὀρθή ἐνημέρωσι τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου μέ διαλέξεις, ἄρθρα καί βιβλία, πού συμπληρώνουν τό κατηχητικό ἔργο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, τῇ ἐπευλογίᾳ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἀνέκαθεν στήριζε καί ἐνεψύχωνε τή θεάρεστη αὐτή διακονία. Τά τελευταῖα εἴκοσι χρόνια παρακολουθῶ μέ προσοχή καί προσευχή ὅλον αὐτόν τόν ἀγῶνα,  γιά τόν ὁποῖον εἶχα γράψει κάποια ἄρθρα ὡς ἕνα ἐλάχιστο λιθαράκι στήν ἐποικοδόμησι αὐτή, μέ τήν εὐχή τοῦ Σεβαστοῦ Γέροντά μου καί Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου. Μέ τίς εὐχές καί εὐλογίες ὅλων τῶν ὡς ἄνω Πατέρων θά συμβάλλω καί σήμερα στό ἐλάχιστο, ἐλπίζοντας νά καλύψω ἔστω καί ἐν μέρει τίς προσδοκίες σας. Ὁ Θεός βοηθός.

Τό θέμα μου εἶναι «Ἰουδαϊσμός, Ἑλληνισμός καί Ὀρθοδοξία». Δύσκολο θέμα, πολυσχιδές καί εὐρύτατο, φυσικά ἀδύνατον νά ἐξαντληθῆ στά περιθώρια τῆς παρούσης ὁμιλίας. Γι’ αὐτό θά ἀναφέρω ἀκροθιγῶς λίγες σκέψεις ὡς εἰσήγησι καί ἀφορμή γιά περαιτέρω μελέτες πρός οἰκοδομήν.

Ἰουδαϊσμός, Ἑλληνισμός, Ὀρθοδοξία. Τρεῖς κόσμοι, τρεῖς παραδόσεις, τρεῖς πολιτισμοί. Γιά τούς μαθηματικούς, τρία σύνολα, μέ πολλά κοινά καί μή κοινά στοιχεῖα. Ἄς τά δοῦμε κατ’ ἀρχάς ξεχωριστά.

Ὁ μέν Ἰουδαϊσμός, μιά μονοθεϊστική παράδοσι πού ξεκινᾶ ἀπό τόν δίκαιο καί θεοσεβῆ Ἀβραάμ, τόν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν καί τίς μεγάλες ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν, καί συνεχίζεται μέ τούς λοιπούς προπάτορες Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, πού μετωνομάστηκε Ἰσραήλ, δηλαδή νοῦς πού βλέπει τόν Θεό, τούς δώδεκα Πατριάρχες, τούς νομοθέτες μέ προεξάρχοντα τόν Μωϋσῆ, τούς Κριτές, τούς βασιλεῖς μέ προεξάρχοντα τόν Προφητάνακτα Δαβίδ, τούς Προφῆτες, τίς Προφήτιδες καί ὅλους τούς πρό Χριστοῦ Δικαίους, τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως.

Πρόκειται γιά ἕνα λαό πολυπαθῆ, μέ πολλές μικρές καί μεγάλες μετοικίσεις στήν Αἴγυπτο, στή Βαβυλῶνα καί στήν Περσία, ὅπου κατά τή διάρκεια τῶν αἰώνων ὁ Θεός ἐπεμβαίνει μέ πολλές εὐλογίες, ἀλλά καί μάστιγες, μέ πολλές ἐνισχύσεις, ἀλλά καί ἐξορίες, μέ πολλές ὑποσχέσεις, ἀλλά καί ἀποστροφές, προκειμένου νά μείνη πιστός λαός στόν Δημιουργό καί προνοητή Θεό του, χωρίς νά παρεκκλίνη στά εἴδωλα ἤ στή σαρκολατρία. Πρόκειται γιά ἕνα λαό πού ἐν μέσῳ πολλῶν κινδύνων καί περιπετειῶν κράτησε τήν μοναδική πίστι στόν ἀληθινό Θεό καί τήν ἐλπίδα νά προέλθη ἀπό τούς ἀπογόνους του ἡ Προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό τόν λόγο ἐπωνομάστηκε ἐκλεκτός λαός.

Βασική γραπτή μαρτυρία πού διά μέσου τῶν αἰώνων διέσωσε τήν σημαντικώτατη αὐτή παράδοσι, στάθηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη, 49 ἐν συνόλῳ βιβλία πού ἄρχισαν νά γράφονται ἀπό τά χρόνια τοῦ Μωϋσῆ καί ὁλοκληρώθηκαν περί τό 150 πρό Χριστοῦ μέ τά δρώμενα τῶν Μακκαβαίων. Τά 39 ἐξ αὐτῶν, τά λεγόμενα πρωτοκανονικά, γράφτηκαν στήν ἀρχαία συμφωνική γραφή τῶν Ἑβραίων, καί μεταφράστηκαν στήν ἑλληνική γλώσσα στήν Ἀλεξάνδρεια περί τό 285 π.Χ. ἐπί Πτολεμαίου τοῦ Β΄, χαρακτηριζόμενα ὡς "Μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα", ἀπό τόν ἀριθμό τῶν πρώτων μεταφραστῶν τῶν πρώτων 5 βιβλίων, δηλαδή τῆς Πεντατεύχου. Τά ὑπόλοιπα 10, χαρακτηριζόμενα ὡς δευτεροκανονικά, γράφτηκαν πιθανόν στήν ἑλληνική γλώσσα τόν δεύτερο καί πρῶτο αἰῶνα π.Χ. Ἡ ἐν λόγῳ μετάφρασις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θεωρήθηκε "ἐξελληνισμός τῆς μονοθεΐας" καί χαιρετίστηκε θερμά ἀπό τούς τότε καί Ἰουδαίους καί ἐθνικούς, μέ συνέπεια πολλοί ἐθνικοί νά γίνουν προσήλυτοι στόν Ἑβραϊσμό.

Μέ τόν ἐρχομό τοῦ Σωτῆρος μας Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅλα ὅσα εἶχαν προλεχθῆ καί προτυπωθῆ στήν Παλαιά Διαθήκη, οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ μετοικίσεις, οἱ κινήσεις, τά σύμβολα καί οἱ προφητεῖες ἐπαληθεύθηκαν καί ἑρμηνεύτηκαν στό πρόσωπο τό δικό Του, τό πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ὡς κεντρικοῦ προσώπου τῆς ἱστορίας καί τοῦ σύμπαντος, «δι’ ὅν τά πάντα καί δι’ οὗ τά πάντα» (Α΄ Κορ. 8, 6. Κολ. 1, 16. Ρωμ. 11, 36) σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἀπό αὐτόν δημιουργήθηκαν τά σύμπαντα, καί σ’ αὐτόν ἀποβλέπει καί ἀποσκοπεῖ ὅλη ἡ κτίσις, ἐκ τῶν ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τῶν ἐσχάτων, διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀποτελεῖ τήν αἰτία καί τόν σκοπό τοῦ σύμπαντος κόσμου. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας ὅτι ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος, γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος θεός» (P.G. 26, 92 καί Μεγ. Ἀθανασίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, κεφ. 54).

Δυστυχῶς ὅμως ὁ Ἰουδαϊκός κόσμος δέν μπόρεσε νά κατανοήση τό μυστήριο τοῦτο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, ὅπου ὁ Θεός Λόγος κατέρχεται ὁ ἴδιος γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο, ἀλλά τόν ἀντιλήφθηκαν καί τόν περίμεναν ὡς ἐπίγειο Μεσσία πού θά λυτρώση μόνο ἕνα λαό, συγκεκριμένα τό δικό τους, ἀπό τίς ἑκάστοτε τυραννίες, εἴτε τῶν Βαβυλωνίων καί Ἀσυρρίων, εἴτε τῶν Μήδων καί Περσῶν, εἴτε τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ρωμαίων, εἴτε τῶν Μουσουλμάνων, εἴτε τῶν Γερμανῶν καί τῆς Ἀρείας φυλῆς μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, καί θά προσφέρη μιά ἐπίγεια εὐτυχία, ἕνα πρόσκαιρο εὐδαιμονισμό. Αὐτοί μέχρι καί σήμερα στηρίζονται δυστυχῶς στό βασίλειο τοῦ Καίσαρος καί στή δύναμι τοῦ χρήματος, χωρίς νά μπορέσουν νά ἀνανεύσουν πρός τήν κρείττονα πολιτεία καί τή γῆ τῶν πραέων, δηλαδή τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πού εἶναι αἰώνια καί ἀμετακίνητη. Καί γι’ αὐτό σταύρωσαν τόν Χριστό, καί μέχρι σήμερα ἀπελπισμένοι περιμένουν κάποιον πού θά τούς λυτρώση, ἄγνωστο γι’ αὐτούς ἀπό ποιούς, ἄγνωστο γι’  αὐτούς ἀπό τί.

Ἔτσι λοιπόν, ἐξαιρουμένου τοῦ ἀγαθοῦ λήμματος πού ἔγιναν χριστιανοί, ὁμολόγησαν καί μαρτύρησαν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί κατατάχθηκαν στή χορεία τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἱερομαρτύρων καί τῶν Ὁσίων, ὁ Ἰουδαϊσμός ὡς συμπαγής παράδοσις ἐν γένει ἀπεμπόλησε τή γνήσια παράδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπ’ ἀναμονῇ τοῦ Κυρίου, καί περίμενε κάποιον ἄλλον Μεσσία πού θά τμήση, θά κόψη τήν ἱστορία στή μέση, θά στηριχθῆ στή δύναμι καί στήν ἐπίγεια ἐξουσία καί θά βασιλεύση πλέον αὐτός, ἐξαλείφοντας καθένα πού θά ἀντιστεκόταν στό θέλημα καί στήν κυριαρχία του. Ἀλλά ἕνας τέτοιος Μεσσίας, πού θά ἀφαιροῦσε κάθε μορφή ἀνθρωπίνου αὐτεξουσίου καί ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως, μόνο δυνάστης καί τύραννος θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ, ὄχι Θεός Πατέρας τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας, ὄχι Θεός Λόγος σεβόμενος τόν ἀνθρώπινο λόγο καί τήν ἀναφαίρετη ἀνθρώπινη θέλησι. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τά λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας: «Ὅστις θέλει ὁπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34), λόγος πού μέχρι καί σήμερα ἀποτελεῖ λίθο προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου. Διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας εἶναι τόσο ἀπέραντη, πού τόν ὁδήγησε μέχρι καί τόν Σταυρό γιά τήν ἀγάπη ὅλων τῶν τέκνων του, ἀκόμη καί ἐκείνων πού τόν σταύρωναν, μή γνωρίζοντας τί κάνουν. Ὡς ἐκ τούτου πάλι ἐξ ἀγάπης περιμένει τούς ἀνθρώπους κοντά του, νά τόν πλησιάσουν καί νά ἐξομοιωθοῦν μαζί Του, χωρίς νά τούς στερήση τήν ἐλευθερία  τῆς βουλήσεως. Γι’ αὐτό καί καθετί πού κάνει ὁ κάθε ἀληθινός χριστιανός, τό πράττει πρῶτα μέ τή συνέργεια τῆς θείας χάριτος καί κατόπιν μέ τή δική του προαίρεσι καί διάθεσι.

Ὅλα αὐτά δέν ἀναφέρονται σάν ἀντισημιτικά κείμενα, προοίμια μιᾶς καταστροφῆς σάν τῆς Ἱερουσαλήμ, σάν τρομοκρατία ἑνός νέου παγκοσμίου πολέμου, σάν ἐσχατολογικά κείμενα ἤ σάν προθεωρία τοῦ Ἀντιχρίστου, μέ τή συνήθη ἔννοια. Καμμιά σχέσι. Ἀναφέρονται μέ πολύ πόνο, πίκρα, ἀγάπη, μά καί προσευχή γιά μετάνοια τοῦ λαοῦ πού ἀπό τά σπλάγχνα του βγῆκε ὁ νικητής τοῦ θανάτου καί ἀναστημένος Χριστός, μά δέν μπόρεσαν νά τόν δεχθοῦν ὅπως θά ’πρεπε, καί ἐφευρίσκουν ἀνά τούς αἰῶνες διάφορα πολιτικοοικονομικά συστήματα, συνθῆκες παγκοσμίου εἰρήνης καί παγκοσμιοποίησης, κοινωνικές φόρμουλες καί καινοφανεῖς νομοθεσίες, πράγματα τά ὁποῖα καταφανῶς ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία διαρκῶς διαψεύδει καί στηλιτεύει μέχρι καί σήμερα. Μέ λίγα λόγια, ἀγάπη χωρίς Χριστό, εἰρήνη χωρίς Χριστό, δικαιοσύνη χωρίς Χριστό, δέν ἔχει κανένα νόημα καί καμμιά ὑπόστασι. Κρατοῦμε ὅμως τήν ἐλπίδα σ’ ἐκείνη τήν ἐσχατολογική προφητεία πού λέγει ὅτι στούς ἐσχάτους χρόνους «πᾶς Ἰσραήλ σωθήσεται» (Ρωμ. 11, 26). Ἀμήν καί πότε!

Ὁ Ἑλληνισμός ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἕνας ἄλλος λαός μέ τό δικό του πολιτισμό, θρησκεία, γλώσσα, τέχνες, ἐπιστῆμες, ἔρευνες καί σημαντικά ἔργα λόγου καί τέχνης πού κινοῦν τό θαυμασμό ὅλου τοῦ κόσμου ἀνά τούς αἰῶνες, ἔζησε καί ζῆ κυρίως στά νότια Βαλκάνια, καί ἀπό τά ἀρχαία χρόνια ἐπεξετάθη στή Μικρά Ἀσία, στή Βόρειο Αἴγυπτο καί ἔφτασε μέχρι τήν Περσία καί τή Βαβυλώνα στά χρόνια τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, εἶναι λαός κατά βάσιν θρησκευόμενος, μέ πολλά πανθεϊστικά καί εἰδωλολατρικά στοιχεῖα. Καί αὐτός ὁ λαός, ὅπως ὅλοι οἱ λαοί, πέρασε πολέμους, δεινά, μετοικίσεις καί πολλές ταλαιπωρίες, καί κατόρθωσε μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ νά ἐπιβιώση διά μέσου τῶν αἰώνων, δίχως νά ἐξαφανισθῆ, ὅπως ἄλλοι.

Στό ἀρχαῖο ἑλληνικό πολιτισμό παρατηροῦμε δύο τάσεις, δύο σχολές, δύο θρησκευτικοφιλοσοφικά συστήματα: Τήν ὁμηρική σχολή καί τήν ὀρφική σχολή. Ἡ ὁμηρική σχολή εἶχε τή βάσι της στήν Ἰλιάδα καί στήν Ὀδύσσεια, πίστευε στό δωδεκάθεο, εἶχε μιά βαθειά καί ἁπλή πίστι, καί ἀπέδιδε στούς θεούς του ἀνθρώπινα διαβλητά πάθη, ὅπως ὀργή, μῖσος, ἀνταγωνισμό, φονικά ἔνστικτα, σαρκολατρία, ὑπερηφάνεια, ἐκδικητικότητα κ.ἄ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ὁμηρικῆς σχολῆς πίστευαν ὅτι οἱ θεοί τους ἀναμιγνύονταν στήν ἀνθρώπινη περιπέτεια, σαρκώνονταν καί συμμετεῖχαν ἐνεργά μαζί μέ τούς θνητούς στήν πορεία τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, ὅπως στά ὁμηρικά ἔπη. Ἐπίσης θεωροῦσαν ὅτι μποροῦσαν νά ἐρωτεύονται τούς θεούς καί τό ἀντίστροφο, μέ τή μορφή βέβαια τοῦ ἀνθρωπίνου καί ἐμπαθοῦς ἔρωτα, πίστευαν στήν τυφλή θεά τύχη καί στή μοῖρα, καί μέσα στήν Ὀδύσσεια τῆς ζωῆς τους νοσταλγοῦσαν τραγικά τή ζωή καί τή λύτρωσι ἀπό τά βάσανα καί τόν θάνατο. Τό σημαντικό στήν ὁμηρική σχολή εἶναι ὅτι ἀπό πολύ νωρίς ἡ θεοποίησις τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως στηριζόταν κυρίως σέ πρόσωπα. Βέβαια καί ἄλλοι λαοί εἶχαν θεοποιημένα πρόσωπα προστάτες τῆς φύσεως, ὅπως π.χ. οἱ Ἰνδοί. Ἡ διαφορά ὅμως ἦταν στό ὅτι στούς ἄλλους λαούς κυριαρχοῦσε ἡ φύσις στό πρόσωπο, ἐνῶ στόν Ἕλληνα κυριαρχοῦσε τό πρόσωπο στή φύσι, καί αὐτό τό θεοποιημένο πρόσωπο ἦταν προστάτης καί φροντιστής τοῦ ἀντιστοίχου φυσικοῦ στοιχείου, καί ὄχι καταστροφέας τῆς φύσεως.

Ἡ ὀρφική σχολή ἀπό τήν ἄλλη μεριά, μέ κεντρικούς φιλοσόφους τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη, εἶχε μιά πιό ἐξευγενισμένη ἀντίληψι περί Θεοῦ. Ἦσαν μονοθεϊστές, κρυφά ἤ φανερά, καί πίστευαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὄχι δημιουργός, ἀλλά διακοσμητής τοῦ σύμπαντος, ἀπαθής, χωρίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ἀλλά συγχρόνως ὅτι δέν ἀνακατευόταν μέ τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἔλεγε ἡ ὁμηρική, καί γενικῶς δέν συμμετεῖχε στήν ἀνθρώπινη περιπέτεια.

Ἀπό αὐτές τίς δύο σχολές κατά τούς ἀλεξανδρινούς καί ἑλληνιστικούς χρόνους προέκυψε μιά κοινή πορεία, μιά κοινή φιλοσοφία μέ ἕνα βασικό ὑπαρξιακό ἐρώτημα: Τό πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ὁ Ἕλληνας στά χρόνια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας δέν ἐπαναπαύθηκε στό γεγονός τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ὅπως οἱ ἀνατολικοί λαοί πού πίστευαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ ἕνα κύκλο ζωῆς καί θανάτου, καί σκοπός του ἦταν ἡ ἀπαλλαγή καί ἀπό τή ζωή καί ἀπό τό θάνατο. Ὁ Ἕλληνας πίστευε καί ἤλπιζε ὅτι κάποιος ἄλλος βαθύτερος εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, γιαυτό διψοῦσε γιά τή ζωή καί δέν συμβιβαζόταν μέ τόν θάνατο. Κυρίαρχο κέντρο τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος τότε ἦταν ἡ Ἀλεξάνδρεια, ὅπου συναντήθηκαν γιά πρώτη φορά ἡ ἑλληνική γλώσσα μέ τόν ἰουδαϊκό μονοθεϊσμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πρᾶγμα τό ὁποῖο, ὅπως ἀναφέραμε, χαιρετίστηκε μέ πολύ ἐνδιαφέρον, ἐνθουσιασμό καί θαυμασμό καί ἀπό τούς Ἑβραίους καί ἀπό τούς Ἐθνικούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Μέσα σ’ αὐτό λοιπόν τό κλῖμα τῆς φαινομενικά ρωμαϊκῆς εἰρήνης μέ τήν ἀνθρώπινη ἀγωνία Ἑλλήνων, ἐθνικῶν καί Ἰουδαίων, γεννήθηκε ὁ Χριστός ἁπλά καί ἀπέριττα ἀπό τήν Παρθένο καί Θεοτόκο στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας καί ἔζησε τά περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του ταπεινά καί ἁπλά, χωρίς αὐτοκρατορικούς θορύβους καί βασιλικές πομπές. Διάλεξε δώδεκα μαθητές γιά τό εὐαγγελικό του ἔργο, δίδαξε, θαυματούργησε, ἀνέστησε, γιά νά δείξη τήν ἀπέραντη εὐσπλαγχνία καί φιλανθρωπία του καί νά μάθη στούς ἀνθρώπους ὅτι σκοπός τῆς ζωῆς τους εἶναι ἡ ἐξομοίωσις μέ τόν Θεό. Σταυρώθηκε, πέθανε καί ἀναστήθηκε, γιά νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεινά τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου, καί νά τόν καλέση ἀναστημένο σέ μιά καλύτερη ζωή, στήν οὐράνια Βασιλεία Του.

Ἐδῶ λοιπόν εἶναι καί ἡ σημαντική συμβολή τῶν δύο λαῶν, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ καί τοῦ Ἑλληνικοῦ. Ἀπό τούς Ἰουδαίους, τόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, ὡς συνέπεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὡς ἐκπλήρωσι τῶν προφητειῶν περιμέναμε τή σάρκωσι τοῦ Θεοῦ Λόγου γιά τή λύτρωσι καί τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό τό μυστήριο τῆς κενώσεως ὑπηρέτησε μέ ἀπόλυτη ὑπακοή καί ταπείνωσι ἡ Παρθένος Μαριάμ ἐκ τοῦ γένους τοῦ Ἰσραήλ, καταγομένη ἀπό τή βασιλική φυλή τοῦ Δαβίδ καί τήν ἱερατική φυλή τῶν Λευϊτῶν καί τοῦ Μωυσῆ. Ἀπό αὐτήν λοιπόν τήν ταπεινή Ἑβραιοπούλα τῆς Ναζαρέτ - ἐπιτρέψατέ μου τή φράσι – προῆλθε ὁ Μεσσίας Χριστός. Αὐτή λοιπόν, ἡ μία καί μοναδική, Παρθένος καί Ἀειπάρθενος σέ ὅλα, μέ τήν ἄκρα καθαρότητα σώματος, ψυχῆς καί νοῦ, προκηρυχθεῖσα ἀπό τόν Προφήτη Ἠσαΐα καί ὅλους τούς λοιπούς Προφῆτες, ἔγινε τό ἐκλεκτό σκεῦος, τό ἁγιαστήριο τοῦ Θεοῦ, ἡ μυροθήκη τοῦ Πνεύματος καί ὁ μυστικός Παράδεισος, στήν κοιλία τῆς ὁποίας ἑνώθηκαν ἀπορρήτως, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως οἱ δύο φύσεις στόν ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, γιά τή θεραπεία, τήν ἀθανασία καί τή θέωσι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Μακάρι λοιπόν νά μποροῦσαν νά καταλάβουν καί τά σημερινά τέκνα τῶν Ἑβραίων τήν ἀξία καί τή σημασία τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου, σάρκα ἀπό τή σάρκα τους καί τέκνο ἀπό τά σπλάγχνα τοῦ λαοῦ τους, ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἔγινε ἡ μετά Θεόν θεός, τό μεθόριο κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως, ἡ ὁποία κατέστησε τόν Θεό υἱό ἀνθρώπου, καί τούς ἀνθρώπους υἱούς Θεοῦ (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Λόγος ΝΓ΄ Εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἐν: ΕΠΕ, Ἔργα Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τ. 11, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (1986), σελ. 268, 309 καί 343). Καί ὅπως εἶπε κάποιος χαρακτηριστικά, ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο, γιά νά βρῆ μιά μάνα. Μιά μάνα ἀπό τό ἐκλεκτό γένος τοῦ Ἀβραάμ καί τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί. Ἄν λοιπόν ἀντιλαμβάνονταν ὅλα αὐτά οἱ σημερινοί ὁμογενεῖς Της, θά ἔψαλλαν μαζί μας: «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ . . . ».

Ἐδῶ λοιπόν ἔγκειται ἡ ἀξία καί ἡ σημασία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πάνω στήν ὁποία στηρίχθηκε καί ἐπαληθεύθηκε τό Εὐαγγέλιο, καί ἔγινε «παιδαγωγός εἰς Χριστόν». Δίχως τήν Παλαιά Διαθήκη, δέν θά εἶχαν βάσι οἱ προφητεῖες, οἱ προτυπώσεις καί τά σύμβολα γιά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ. Δίχως τήν Παλαιά Διαθήκη δέν θά ἦταν τόσο ἐμφανής ὁ ἀνθρώπινος πόθος γιά ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες, γιά σωτηρία, γιά ἀθανασία, γιά θέωσι. Καί δίχως τήν Παλαιά Διαθήκη δέν θά γνωρίζαμε σαφῶς τό πρόσωπο τῆς μίας καί μοναδικῆς Παρθένου καί Ἀειπαρθένου σέ ὅλα, ἡ ὁποία στάθηκε, στέκεται καί θά στέκεται προστάτις καί μεσίτρια γιά τή σωτηρία ὅλων μας.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἔχουμε καί τό ἀρχαιοελληνικό πνεῦμα μέ τίς δύο σχολές ἑνωμένες σέ μία, καί μέ τήν ἀγωνία τοῦ Ἕλληνα πάνω στό ὑπαρξιακό ἐρώτημα καί τό πρόβλημα τοῦ θανάτου. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τά βασικά αἰτήματα τοῦ Ἕλληνα κατά τούς ἑλληνιστικούς καί ρωμαϊκούς χρόνους ἦσαν πέντε.

Πρῶτο εἶναι τό αἴτημα τοῦ προσώπου. Πῶς τό ἀνθρώπινο πρόσωπο πρέπει νά διασωθῆ μέσα στόν χῶρο καί στήν ἱστορία. Ὁ μεγάλος κίνδυνος τοῦ προσώπου, μέ κύρια χαρακτηριστικά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη, εἶναι ἤ νά μαζοποιηθῆ καί νά διαλυθῆ μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία, ἤ νά ἀτομοποιηθῆ καί νά ἀποξενωθῆ ἀπό τόν πλησίον του. Μαζοποίησις ὑπῆρξε πολλές φορές μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχει, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἀνελέητα χάνονταν καί χάνονται μέσα στίς κοινωνίες κάτω ἀπό τά πόδια ἑνός ἀδιστάκτου μονάρχη καί τυράννου, ἤ μιᾶς βάναυσης ὁλιγαρχίας, ἤ ἑνός ὁλοκληρωτικοῦ πολιτικοοικονομικοῦ συστήματος, μή ἔχοντας ψῆφο ἤ λόγο δημοκρατικό, ἤ θρησκευτική ἐλευθερία, ἤ ἔστω τό ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης γνώμης. Οἱ ἑλληνικές λέξεις "δημαγωγός" καί "δημαγωγία" αὐτό ἀκριβῶς σημαίνουν, τή μετατροπή τῆς κοινωνίας σέ ἄβουλη καί φανατική ἀγέλη πού παρασέρνεται ἀπό τίς ἀξιώσεις ἑνός ἐπιτήδειου δικτάτορα ἤ ἑνός αὐλοκόλακα-φερέφωνου τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας. Μαζοποίησι ἔχουμε στίς ἀρχαῖες ἐπεκτατικές διεκδικήσεις καί στήν ἐν γένει παγκοσμιοποίησι, ὅπως καί στά νεώτερα συστήματα τοῦ Ναζισμοῦ, τοῦ Κομμουνισμοῦ καί τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Ἀτομοποίησις ὑπῆρξε μέσα στήν ἱστορία ὅταν οἱ ἄνθρωποι ξέφευγαν ἐν γένει ἀπό τήν εἰρήνη, καθένας ἔπραττε κατά τό δοκοῦν καί ἐπικρατοῦσε παρανομία καί πολιτικοκοινωνική ἀναρχία. Κλασσικό παράδειγμα ἀτομοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ γαλλική ἐπανάστασις καί ὁ Καπιταλισμός, ὅπου χάριν τόν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν καί τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀνεξαρτησίας ὁ ἄνθρωπος ἀπομονώθηκε ἀπό τό σύνολο τῶν συνανθρώπων του καί ἔγινε ἐγωπαθής, φιλάργυρος, σαρκολάτρης, ἀτομιστής καί ἀλαζών.

Ἐδῶ ὁ Ἕλληνας ζητεῖ τό πρόσωπο νά διασωθῆ, χωρίς νά γίνη οὔτε μάζα, οὔτε ἄτομο. Γιαυτό καί ἡ δημοκρατία καί τό συνοδικό φρόνημα γεννήθηκαν ἐδῶ, στόν ἑλληνικό χῶρο. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική γραμματεία: Ὁ Σωκράτης στόν "Κρίτωνα" τοῦ Πλάτωνα ἀρνεῖται νά δραπετεύση ἀπό τή φυλακή καί δέχεται νά πιῆ τό κώνειο, γιά νά μήν ἀκολουθήση τή γνώμη τῶν πολλῶν, γιά νά μήν κάνη ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος τῆς μάζας. Γιά τόν ἴδιο λόγο καί ἡ Ἀντιγόνη τοῦ Σοφοκλέους ἀρνεῖται νά πειθαρχήση στούς ἀνθρώπινους νόμους τοῦ Κρέοντα, ἐφ’ ὅσον συγκρούονται μέ τά θεῖα θέσμια. Καί γιά νά μή γίνω καί τόσο καυστικός, σήμερα μέ τίς νεώτερες ἐξελίξεις, τίς μεταθεωρίες, τήν τηλεόρασι καί τά μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, ὅπου ἀποχαυνωθήκαμε καί ἀπεμπολήσαμε κάθε τί χριστιανικό καί ἑλληνικό, παράλληλα χάσαμε καί καταστρέψαμε καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέ τή σύγχρονη μαζοποίησι καί ἀτομοποίησι τῶν κοινωνιῶν μέσω τῆς νέας τάξης πραγμάτων.

Δεύτερο αἴτημα τοῦ Ἕλληνα καί συνυφασμένο μέ τό πρῶτο εἶναι ἡ ἀθανασία. Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας διψᾶ γιά τή ζωή. Κυρίαρχη θεότης εἶναι ὁ πατέρας καί προστάτης τῆς ζωῆς, ἐξ οὖ καί τό ὄνομα Ζεύς, πού δείχνει πόσο ὁ Ἕλληνας θέλει νά ζήση, καί δέν συμβιβάζεται μέ τή σκέψι τοῦ θανάτου. Οἱ θνητοί ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦσαν νά ἀνακραθοῦν μέ τούς θεούς, ἀπ’ ὅπου προέκυπταν ἡμίθεοι, πού μετά θάνατο ζοῦσαν ἀθάνατοι καί νυμφεύονταν τήν νεότητα. Ὁ Σωκράτης ὀνειρευόταν νά φθάση στήν «ἐρίβωλον Φθίην». Ὁ δεσμώτης Προμηθέας, ἡ Ἄλκηστις καί ἡ Εὐρυδίκη εἶναι τά τραγικά πρόσωπα πού δείχνουν τόν ἀνθρώπινο πόθο καί τήν ἀγωνία νά ξεπεραστῆ καί νά νικηθῆ ὁ θάνατος, νά ἐξαλειφθῆ ἡ φθορά καί νά ἐπανέλθη ἡ ἀνάστασις καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Συγχρόνως καί ὁ μῦθος τοῦ Κρόνου πού ἔτρωγε τά παιδιά του, ἡ ἐκθρόνισις καί ἡ ἐξορία του, αὐτό ἀκριβῶς ἀποδεικνύει, τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ξεπεράση τόν χρόνο καί τή φθορά, νά παραμείνη ἀθάνατος. Γιά νά ἐπιτευχθῆ ὅμως ἡ ἀνάστασις, ἀνθρωπίνως ἦταν ἀδύνατον. Γι’ αὐτό ὄχι μόνον οἱ Ἰσραηλῖτες, ἀλλά καί οἱ Ἕλληνες περίμεναν κάποιον Λυτρωτή, κάποιον Μεσσία, πού θά σώση τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν αἰχμαλωσία. Χαρακτηριστικά αὐτό τό βλέπουμε στήν Ἀπολογία τοῦ Σωκράτους καί στίς Βάκχες τοῦ Αἰσχύλου.

Πρέπει βέβαια νά ἀναφέρουμε ὅτι καί σέ ἄλλες θρησκεῖες, πλήν τῆς Ἰουδαϊκῆς καί τῆς Ἑλληνικῆς, παρατηρεῖται ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου γιά λύτρωσι, ὅπως π.χ. στόν Κομφουκισμό καί στόν Βουδισμό, ὄχι ὅμως τόσο πεντακάθαρα, ὅσο στήν Παλαιά Διαθήκη.

Τρίτο αἴτημα εἶναι τό φῶς. Στό πλατωνικό σπήλαιο φαίνεται καί πάλι ὁ ἀλυσοδεμένος ἄνθρωπος πού δέν ἐπαναπαύεται στίς σκιές τῶν πραγμάτων, ἀλλά στό φῶς καί στήν ἀλήθεια. Καί θά χρειαστῆ νά σπάση τίς ἁλυσίδες πού τόν δεσμεύουν, γιά νά ἀντικρύση τό λυτρωτικό φῶς τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας. Ἀκόμα καί οἱ λέξεις φώς (μέ ὀξεῖα) πού σημαίνει ἄνθρωπος, καί ἡ λέξις φάσκω πού σημαίνει λέγω, προέρχονται ἀπό τή ρίζα φάος = φῶς, πού σημαίνει γιά τόν ἕλληνα ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος καί ὁ λόγος του ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τό φῶς τῆς ἀληθείας. Αὐτό τό φῶς ὅμως ὁ Ἕλληνας δέν ἐπιθυμοῦσε νά τό κρατήση γιά τόν ἑαυτό του σωβινιστικά καί ἐθνικιστικά, ἀλλά νά τό προωθήση καί στούς ἄλλους λαούς μεταδοτικά καί φωτοδοτικά.

Τέταρτο αἴτημα ἦταν ὁ ἔρωτας μέ τή γενική του μορφή, εἴτε ὁ ἀνθρώπινος εἴτε ὁ θεϊκός, ὁ ὁποῖος εἶχε θεοποιηθῆ. Ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ ἔρωτας γιά τήν ὁμηρική σχολή περιέχει στοιχεῖα πάθους, ἰδιοτελείας καί ἀνταγωνισμοῦ. Γιά τήν ὀρφική σχολή ἔρωτας σημαίνει ἔλλειψις, σύμφωνα μέ τό Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνος, πρᾶγμα πού δείχνει κι αὐτό στοιχεῖα ἐμπαθείας καί ἀνθρωπίνης μεταβολῆς. Γιά τήν ὀρφική σχολή ὅμως δέν φαίνεται νά ὑπάρχη ἔρωτας ἀνθρώπου πρός τόν Θεό ἤ καί τό ἀντίστροφο, ἐφ’ ὅσον τό θεῖον παραμένει ἀπαθές καί ἄμικτον στά ἀνθρώπινα.

Πέμπτο αἴτημα καί συνυφασμένο πρός τά προηγούμενα εἶναι τό αἴτημα τοῦ λόγου. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ζητεῖ μορφές νά ἐκφραστῆ, νά δικαιωθῆ, νά φωτιστῆ. Λόγος σημαίνει καί αἰτία ἀπ’ ὅπου προῆλθε ὁ κόσμος, σημαίνει καί σκοπός καί τέλος. Κάθε ὄν ἔχει τόν λόγο του, καί ὅλα ἔχουν ἕνα κοινό λόγο, ὁδεύουν σέ κάποιο κοινό τέλος καί ἀποτέλεσμα.

Αὐτά τά πέντε αἰτήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦλθε νά καλύψη, νά ἐπαληθεύση καί νά πραγματοποιήση ὁ ἴδιος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ τή σάρκωσί του. Τό αἴτημα τοῦ προσώπου πραγματοποίησε ὁ Χριστός στό ἴδιο τό πρόσωπό του ἐξαγιάζοντας καί θεώνοντάς το, καί τέλος ἐνθρονίζοντάς το στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ἔτσι ἔμαθε στόν ἄνθρωπο νά μή μαζοποιεῖται, χαρίζοντάς του ἐλευθερία καί ἀποδέσμευσι ἀπό κάθε γήινο καί πρόσκαιρο, νά μή καταστρέφεται μέσα στό κοινωνικό γίγνεσθαι, ἀλλά οὔτε καί νά ἀτομοποιεῖται, διδάσκοντάς του τήν ἀγάπη πρός κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμα καί πρός τούς ἐχθρούς του. Ἔτσι διασώζεται καί ἡ προσωπική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν τόν ἀτομοποιεῖ, δέν τόν ἀπομονώνει, ἀλλά τόν ἑνώνει μέ τόν πλησίον του, μά διασώζεται καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη, μακρυά ἀπό κάθε μαζοποίησι, δουλοπρέπεια, ὑποκρισία καί φανατισμό.

Ὅλως ἰδιαιτέρως τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου σώζεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί στά μυστήριά της, μέ κυρίαρχα τό ἅγιο Βάπτισμα καί τή θεία Κοινωνία. Στό Βάπτισμα ἑνωνόμαστε μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν Ἐκκλησία του, φωτισμένοι καί ἀνακαινισμένοι. Στή θεία Κοινωνία γινόμαστε σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ, ἑνωνόμαστε ἐλεύθερα καί ἀγαπητικά μέ τόν Θεό Πατέρα καί μεταξύ μας καί πορευόμαστε πρός τή θέωσι.

Ἀλλά καί ἡ τελική σωτηρία μας δέν εἶναι ὑπόθεσι μόνο θείας ἐνεργείας καί χάριτος, ἀλλά συμμετοχή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέ τήν ἐλεύθερη βούλησί του, εἰλικρινῆ διάθεσι καί ἐλεύθερη ὑπακοή στό θεῖο θέλημα. Πάλι τό πρόσωπο καί ἡ σωτηρία εἶναι τό ζητούμενο.

Συνάμα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀνιστώντας τό σῶμα Του, εἶναι ὁ νικητής τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, χαρίζοντας στόν ἄνθρωπο ζωή καί ἀθανασία. Μέ τή σταυρική του θυσία ἀγκάλιασε τό πλανεμένο πρόβατο, τόν χαμένο, συγχυσμένο καί τραγικό ἄνθρωπο, τόν ἀπελευθέρωσε ἀπό τά δεσμά τοῦ ἅδου καί τοῦ διαβόλου, τόν ἀνακαίνισε νικώντας τόν φθαρτό χρόνο, τόν διεβίβασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, τόν ἔβαλε στόν Παράδεισο καί τόν κατέστησε κοινωνό θείας φύσεως. Ὅπως χαρακτηριστικά εἶπε κάποιος, ὁ Χριστός πῆρε τόν μεταξοσκώληκα τῆς ἀρχαίας σοφίας καί τόν ἔκανε γόνιμη πεταλούδα. Κι ἐδῶ λοιπόν μόνον ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός με τή ζωοποιό Του Ἀνάστασι πραγματοποίησε τό ἀρχαιοελληνικό ὅραμα περί ἀθανασίας καί ζωῆς.

Τρίτον, ὁ ἴδιος ὡς τό Φῶς τό ἀληθινό πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο, λύνει τά δεσμά τοῦ ἁλυσοδεμένου στό σπήλαιο τῆς ἁμαρτίας, τόν ἀπαλλάσσει ἀπό  τίς σκιές  καί τοῦ χαρίζει τό φῶς τῆς θεογνωσίας. Πέμπει τό ἄκτιστο φῶς του στόν κτιστό ἄνθρωπο καί τόν θεώνει, καθιστώντας τον ὁμοτράπεζο μέσα στή λαμπρότητα τῶν Ἁγίων του. Ἔτσι ξεδίψασε τό αἴτημά του στήν ἀναζήτησι τοῦ φωτός.

Τέταρτον, τοῦ δίνει τή δυνατότητα μέσω τοῦ θείου ἔρωτος νά πλησιάση καί νά συνανακραθῆ μέ τόν ἴδιο. Ὁ θεῖος αὐτό ἔρωτας εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε τι σαρκικό καί γήινο, εἶναι ἔρωτας ἀπαθής. Ἐδῶ πλέον ὁ Κύριός μας καλύπτει τό αἴτημα τοῦ ὁμηρικοῦ Ἕλληνα νά ἐρωτευθῆ τόν Θεό, ἀλλά καί τό αἴτημα τοῦ ὀρφικοῦ Ἕλληνα νά παραμείνη ἀπαθής, χωρίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ὅπως καί ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής. Ἔρωτας μανικός, θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μά ἔρωτας ἀπαθής.

Πέμπτον ὁ ἴδιος ὡς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, λογοποιεῖ τά πάντα, ἐξάγει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀλογία τῶν παθῶν, καί τοῦ χαρίζει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Λόγος καί Σοφία Θεοῦ ὁ ἴδιος, ὡς δημιουργός καί αἰτία τοῦ σύμπαντος κόσμου, Λόγος ὁ ἴδιος πάλι, ὡς σκοπός καί τέλος τοῦ σύμπαντος, τό Α καί τό Ω. Ἔτσι κάλυψε καί τό πέμπτο αἴτημα τοῦ Ἕλληνα γιά τόν λόγο, φωτίζοντας καί ἀνακαινίζοντας τόν λόγο του. Ἀκόμη καί τό γεγονός ὅτι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη γράφτηκαν στήν ἑλληνική γλώσσα, δέν πρέπει νά θεωρηθῆ τυχαῖο καί συμπτωματικό. Φάσκω σημαίνει φωτίζω. Μόνον ἡ λεπτότητα καί ἡ φωτεινότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μπόρεσε νά ἀποδώσει μέ ἀκρίβεια καί πιστότητα τά μεγάλα μυστήρια καί τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, ἐκεῖ πού ἄλλες γλῶσσες, ὅπως ἡ ἑβραϊκή μέ τή συμφωνική γραφή, ἐκφραζόταν κωδικά, μυστηριωδῶς καί μυστικοπαθῶς, ὄχι μυσταγωγικῶς. Ἀκόμη μέχρι καί σήμερα οἱ ραββίνοι πασχίζουν νά ἑρμηνεύσουν και λύσουν τά μυστηριώδη νοήματα τῆς σύγχρονης ἑβραϊκῆς βίβλου μυστικιστικά, πού ἀπέχει πολύ ἀπό τή φωτεινή, ἀκριβή καί πασιφανῆ μετάφρασι τῶν Ἑβδομήκοντα.

Συνοψίζοντας λοιπόν, μόνον ὁ Χριστός πραγματοποίησε καί δικαίωσε τά πέντε ἀρχαιοελληνικά αἰτήματα, κι ἔτσι ὁ Ἕλληνας τῶν μέσων χρόνων, ἀποβάλλοντας κάθε παγανιστικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ του, ἔγινε ἀβίαστα Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Καί τονίζω τό "ἀβίαστα", διότι πολλάκις γίνεται προσπάθεια ἀμφισβητήσεων ἀπό τούς δῆθεν ἀρχαιολάτρες. Ὁ Ἕλληνας διψοῦσε γιά πρόσωπο, γιά ἀνάστασι, γιά ζωή, γιά σωτηρία, γιά φῶς, γιά ἔρωτα, γιά σοφία καί γιά λόγο. Ἦρθε πλέον ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τά ἴδια Του τά λόγια, εἶναι ὁ ἴδιος καί Πρόσωπο καί Ἀνάστασις καί Ζωή καί Σωτηρία καί Φῶς καί Ἔρως καί Σοφία καί Λόγος συνάναρχος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, καί δίνει τόν ἑαυτό του στόν Ἕλληνα δεσμώτη, γιά νά τόν ἀπελευθερώση ὀντολογικά, νά τόν θεώση καί νά τόν κάνη εὐαγγελιστή καί φωτοδότη, ὄχι σωβινιστή, ἀτομιστή καί ἰμπεριαλιστή. Δίνει τό σῶμα Του καί τό αἷμα του σέ κάθε ἄνθρωπο πεινασμένο γιά ζωή καί διψασμένο γιά φῶς, γιά νά τόν καταστήση ἄφθαρτο καί ἀθάνατο. Δίνει τά πάντα γιά τό πλάσμα Του, γιά νά τόν κάνει συγκοινωνό τῆς Βασιλείας Του.

Σάν ἐπίλογο τῆς ὅλης ἐργασίας θά ἐπιχειροῦσα μιά σύγκριση τοῦ 'Αρχαίου ῾Ελληνισμοῦ μέ τόν σύγχρονο παγανιστικό ῾Ελλαδισμό. Προσωπικῶς, δέν βρίσκω τίποτα τό κοινό, ἐκτός ἀπό κάποιες ἐξωτερικές ἀπηρχαιωμένες τελετές πού ψάχνουν κάποια χαμένα κλειδιά τῶν μυστηρίων. Κατά τά ἄλλα οἱ καυχησιολόγοι ῾Ελλαδιστές οὔτε κἄν ἄγγιξαν, οὔτε κἄν ὑποψιάστηκαν τό πνεῦμα τῆς κλασσικῆς σοφίας.

῎Ισως ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως οἱ σύγχρονοι αὐτοί εἰδωλολάτρες ν' ἀκούσουν τό «Οὐαί» ὄχι ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀπό τούς ἴδιους τούς ἀρχαίους ῞Ελληνες πού ἐκχριστιανίστηκαν. Ὑποθετικά λοιπόν, ἄν σήμερα ζοῦσε ἕνας ἀπό αὐτούς, θά ἔλεγε στούς ῾Ελλαδιστές: «Τό νά καυχιέστε πώς εἶστε ῞Ελληνες μέ ἔνδοξο πολιτισμό, αὐτό οὔτε οἰκοδομεῖ, οὔτε ὁδηγεῖ πουθενά. Τό νά βαυκαλίζεστε ρατσιστικά σάν κάποιους ἄλλους, λέγοντας "τέκνα 'Ιαπετοῦ ἐσμέν", αὐτό δέν σᾶς λυτρώνει ἀπό τόν θάνατο. Τό νά εἶστε ῞Ελληνες χωρίς νά εἶστε 'Ορθόδοξοι, εἶστε οὐσιαστικά νεκροί, σάν τήν πίστη χωρίς ἔργα. Τό νά κατηγορεῖτε βιβλικούς ῾Εβραίους, συμμαχώντας παράλληλα μέ τούς συγχρόνους ῾Εβραίους, αὐτό σᾶς κάνει πατραλοῖες 'Εφιάλτες. Τό νά υἱοθετεῖτε τήν παγκοσμιοποίησι, τή μαζοποίησι καί τόν ἔλεγχο τῆς ἀνθρώπινης βουλήσεως, σημαίνει πώς ἀθετεῖτε τήν ἐλευθερία πού σᾶς παραδώσαμε. Τό νά συνεργάζεστε μέ τόν διεθνῆ παγανισμό, ἀφήνοντας ἔξω τούς 'Ορθοδόξους συμπατριῶτες μας, σημαίνει ἀπεμπόλησι τῆς φιλοπατρίας σας. Τό νά ἀρνεῖσθε τήν ταυτότητά σας σέ μιά χώρα πού παλαίψαμε γιά τή Δημοκρατία καί τή Συνοδικότητα, αὐτό μόνο ῞Ελληνες δέν σᾶς κάνει. 'Εμεῖς θέσαμε τό πανανθρώπινο ἐρώτημα τῆς ζωῆς, καί ὁ Χριστός μᾶς ἀπάντησε μέ τή ἴδια τή ζωή του. 'Εμεῖς πήραμε τήν ἀπάντηση, γίναμε Χριστιανοί καί σωθήκαμε. 'Εσεῖς γιατί ξαναγυρνᾶτε στό ἐρώτημα; Γιατί μένετε στό τραγικό ἀδιέξοδο; Γιατί σταματᾶτε στόν τάφο; Γιατί δέν ἀνασταίνεστε, ὅπως ἔπρακτα ἐμεῖς σᾶς δείξαμε;»

Καλούμαστε πλέον οἱ σύγχρονοι Νεοέλληνες, χωρίς στείρους βαυκαλισμούς καί πομπώδεις κορυβαντισμούς πού μυρίζουν ἀποσύνθεσι, νά ἀνασκουμπωθοῦμε καί νά ἀναλάβουμε τίς εὐθῦνες μας ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας, στά ῾Ελληνόπουλα καί στήν ἀνθρωπότητα. Δέν μᾶς σώζουν οἱ ἀρχαῖες παγανιστικές τελετουργίες, οἱ ἀρχαιολατρικοί πανσέληνοι περίπατοι καί οἱ ὀλυμπιακές χρηματοδοτήσεις. Χρειαζόμαστε πιό δυναμικές λύσεις: Νά ἀντιτάξουμε τήν πίστι καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔναντι στόν ὀρθολογισμό, στή βία καί στή δύναμι. Νά προβάλλουμε τίς ἀρχές τῆς Δημοκρατίας καί τῆς Συνοδικότητος στό σύγχρονο οἰκουμενισμό καί στήν παμφάγο παγκοσμιοποίησι. Νά προτάξουμε τήν ἑλληνική βούλησι στόν ἐλεγχόμενο ἐξευρωπαϊσμό. ῾Η προσωπική 'Αλήθεια καί Ζωή δέν εἶναι οὔτε ἀποκλειστικότητα τῶν ῾Εβραίων, οὔτε προνόμιο τῶν ῾Ελλήνων, οὔτε καύχημα τῶν ῾Ελλαδιστῶν, ἀλλά Φῶς πού μεταδίδεται στά ῎Εθνη, «Φῶς Χριστοῦ πού φαίνει πᾶσι».

Τί προτιμᾶμε, τή δύναμι, ἤ τήν ἀγάπη; Τή βία, ἤ τήν ἐλεύθερη βούλησι; Τόν ἰμπεριαλισμό, ἤ τόν φωτισμό; Καί ἐπί τέλους, τόν 'Αντίχριστο, ἤ τόν Χριστό;

῾Η 'Ανάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἱστορικό γεγονός πού ἔγινε στόν ἄνθρωπο καί γιά τόν ἄνθρωπο, καί γίνεται καί θά γίνει πραγματικότης σέ καθένα πού καθημερινά ἐλεύθερα ἀνακαινίζεται καί καταφατικά ἀποδέχεται τό μυστήριο μέσα του. ῾Ο ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ, σύμφωνα μέ τό αἴτημα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδείας, σώθηκε, σώζεται καί θά σωθεῖ. «Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν»-«Ναί, ἔρχου Κύριε 'Ιησοῦ» (Πράξ. 16, 9 καί Ἀποκ. 22, 20).

῾Ιερομόναχος 'Αρτέμιος Γρηγοριάτης
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...