Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2012

Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία Τού Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου ντε Μπαγιεστέρ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.

Οι συμβουλές του πνευματικού

Έρμαιο της πιο αδυσώπητης πνευματικής τρικυμίας, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα απλά και ανεπιτήδευτα το πρόβλημα που με απασχολούσε. Ο πνευματικός μου ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους και συνετούς ιερωμένους του μοναστηριού και δεν άργησε να αντιληφθεί ότι η υπόθεση ήταν σοβαρή και περίπλοκη. Αφού για λίγο παραδόθηκε σιωπηλός στους στοχασμούς του, αναζητώντας μάταια μία ικανοποιητική λύση, πήρε την απόφαση να δώσει τέτοια τροπή στο ζήτημα που, ειλικρινά ομολογώ, δεν την περίμενα.

«Οι Γραφές και οι Πατέρες», μου είπε με τον πιο φυσικό τρόπο, «τάραξαν την Οσιότητά σας. Αφήστε και τα δύο κατά μέρος και περιοριστείτε στο να ακολουθείτε πιστά την αλάνθαστη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, χωρίς να πολυεξετάζετε τα πράγματα και να πολυρωτάτε. Μην επιτρέπετε τα πλάσματα του Θεού, όποια κι αν είναι αυτά, να σκανδαλίσουν την πίστη σας στην Εκκλησία του Θεού».

Η απροσδόκητη αυτή απάντηση δεν πέτυχε τίποτα άλλο παρά να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την πνευματική μου σύγχυση. Πάντοτε πίστευα ότι ο λόγος του Θεού ήταν εκείνο ακριβώς το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσε κανείς να «βάλει κατά μέρος».

Κατά την δική μου αντίληψη, η Γραφή είναι εκείνη η οποία καθορίζει το ορθόδοξο της θέσεώς μας[1] κι όχι εμείς το ορθόδοξο της Γραφής. Και για να ακριβολογήσω, από την Γραφή ακριβώς προέρχεται η υποχρέωσή μας «να εξετάζωμεν τους εαυτούς μας, εάν εμμένωμεν εν τη πίστει»[2] ή όχι.

«Δεν θέλω να ακούσω “τι λες εσύ” και “τι λέω εγώ”», λέει ο ιερός Αυγουστίνος, «αλλά και οι δύο μας να ακούσουμε “τι λέει ο Κύριος”. Αναμφίβολα υπάρχουν Γραφές του Κυρίου, στην αυθεντία των οποίων και οι δύο μας υπακούουμε και υποτασσόμαστε. Σε αυτές λοιπόν τις Γραφές ας προσπαθούμε να βρούμε την αληθινή Εκκλησία και μόνο πάνω σ αυτές ας στηρίξουμε την συζήτησή μας» [3].

Χωρίς όμως να μου δώσει καθόλου καιρό να του προβάλω την παραμικρή αντίρρηση, ο πνευματικός μου πρόσθεσε: «Ως αντάλλαγμα, θα σάς δώσω έναν κατάλογο δικών μας συγγραφέων, στα έργα των οποίων η Οσιότητά σας θα μπορέσει να βρει και πάλι την πνευματική της γαλήνη, καθώς στα βιβλία αυτά θα μπορέσετε να βρείτε την διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς να δυσκολευθείτε καθόλου». Και ρωτώντας με αν είχα «κάτι άλλο περισσότερο ενδιαφέρον» να του αναφέρω, έθεσε τέρμα στην συνομιλία μας.

Λίγες μέρες αργότερα ο πνευματικός μου έφυγε από το μοναστήρι για μία περιοδεία κηρυγμάτων σε διάφορες εκκλησίες και μοναστήρια του τάγματός μας. Αφήνοντάς μου τον κατάλογο των βιβλίων για τα οποία μου είχε μιλήσει, μου είπε να του υποσχεθώ ότι θα του έγραφα τακτικότατα για να τον τηρώ απόλυτα ενήμερο για την πορεία των «ψυχικών μου ανησυχιών».

Παρ’ όλο που τα επιχειρήματά του δεν με είχαν πείσει καθόλου, συγκέντρωσα όλα εκείνα τα βιβλία, με την απόφαση να τα μελετήσω με την μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα και ευσυνειδησία.

Το μεγαλύτερο μέρος από τα βιβλία εκείνα ήταν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων και «οικουμενικών» παπικών συνόδων. Ρίχθηκα στην μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρον και χωρίς να πάρω κανένα άλλο προληπτικό μέτρο, παρά μόνο την Αγία Γραφή, την οποία είχα ανοιχτή μπροστά μου «λύχνον τοις ποσί μου και φως ταις τρίβοις μου»[4]. Ούτε ο πνευματικός μου ούτε η Εκκλησία μου ολόκληρη θα κατόρθωναν να με εξομοιώσουν με τους Ιουδαίους, τους οποίους κατέκρινε ο Κύριος γιατί «πλανώνται, μη ειδότες τας Γραφάς»[5]. Αντιθέτως, μάλιστα, θα παρέμενα πιστός, κατά το παράδειγμα εκείνων των πιστών οι οποίοι, αφού δέχθηκαν τον λόγο του Θεού «μετά πάσης προθυμίας»[6], επαινέθηκαν από τον Απόστολο, γιατί ερευνούσαν διαρκώς τις Γραφές, προκειμένου να επιβεβαιώνουν από εκεί κάθε τι που τους δίδασκε[7], ώστε να μην εξαπατώνται από «φιλοσοφίας και ματαίας λεπτολογίας κατά την παράδοσιν των ανθρώπων και ουχί του Χριστού»[8].

Όσο όμως προχωρούσα στην ανάγνωση και την μελέτη των κειμένων που μου είχε συστήσει, άρχισα, δειλά στην αρχή, αλλά με όλο και μεγαλύτερη βεβαιότητα έπειτα, να πείθομαι ότι μέχρι τότε αγνοούσα σχεδόν πλήρως την αληθινή φύση και την οργανική συγκρότηση της Εκκλησίας μου.

Αφού μυήθηκα στον χριστιανισμό και βαπτίσθηκα, κατά το τέλος των γυμνασιακών μου σπουδών παρακολούθησα μαθήματα Φιλοσοφίας. Τότε βρισκόμουν ακόμη στο κατώφλι της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας· μίας επιστήμης που αποτελούσε για μένα τότε κάτι το εντελώς νέο και πρωτοφανές.

Μέχρι τότε χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία αποτελούσαν για μένα δύο ιδέες οι οποίες εξέφραζαν την ίδια και αδιαίρετη πραγματικότητα. Μέσα στην μοναχική μου ζωή, την οποία ζούσα ήσυχα και ατάραχα, με απασχολούσε μόνο η καθαρά υπερφυσική όψη του ζητήματος.

Και καθώς η προσοχή μου ήταν απορροφημένη από τις φιλοσοφικές μου μελέτες, δεν μου είχε δοθεί ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω σε βάθος τους λόγους και τις βάσεις της οργανικής συγκροτήσεως της Εκκλησίας μου.

Μέσα σε εκείνα ακριβώς τα επίσημα κείμενα, τα οποία ο πνευματικός μου είχε επιλέξει με τόση οξυδέρκεια, άρχισε να μου αποκαλύπτεται με την πραγματική της μορφή αυτή η παράδοξη θρησκευτικοπολιτική μοναρχική οργάνωση, η οποία ονομάζεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Θεωρώ ότι μία σύντομη ανασκόπηση της διδασκαλίας των βιβλίων που μελέτησα δεν θα ήταν περιττή.


Σημειώσεις

[1] Αγ. Αυγουστίνου, Epistola adversas Donatum, III, 5.

[2] Β΄ Κορ. 13, 5.

[3] Αγ. Αυγουστίνου, Epistola adversas Donatum, III, 5.

[4] Ψαλμ. 118 (119), 105.

[5] Μάρκ. 12, 24.

[6] Πράξ. 17, 11.

[7] Αυτόθι.

[8] Κολασ. 2, 8.

http://oodegr.com/


πηγή

Όταν συγχωρείς...άφησε όλη την οργή, εξαφάνισε την πληγή.

normal_90.jpg
« Όταν συγχωρείς, κερδίζεις περισσότερα από εκείνα που δίδεις», λέει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Μιλάει απλά, εποικοδομητικά, θέλοντας να μας παιδαγωγήσει σε μία εποχή που το οφθαλμόν αντί οφθαλμού μοιάζει να ισχύει περισσότερο παρά ποτέ. Ας παρακολουθήσουμε όσα εκείνος διδάσκει. Μοιάζουν γνωστά κι απλά. Παραμένουν όμως στη πράξη δύσκολα και μακρινά... Θέλεις να μάθεις τη σημασία της αρετής; Τα εξής παραγγέλλει ο Θεός στους ανθρώπους: «Κανείς από σας ας μη διατηρεί στην καρδιά του κακία για τον αδελφό του» και «κανείς ας μη συλλογίζεται την κακίαν του άλλου». Βλέπεις; Δεν λέει μόνο, συγχώρεσε το κακό του άλλου, αλλά μην το έχεις ούτε στη σκέψη σου, μη το συλλογίζεσαι, άφησε όλη την οργή, εξαφάνισε την πληγή. Νομίζεις, βεβαίως, ότι με την εκδικητικότητα τιμωρείς εκείνον που σε έβλαψε. Γιατί εσύ ο ίδιος σαν άλλο δήμιο εγκατέστησες μέσα σου το θυμό και καταξεσκίζεις τα ίδια σου τα σπλάχνα. Έχεις αδικηθεί πολύ και στερήθηκες πολλάεξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες και ζημιώθηκες σε πολλά σοβαρά θέματά σου και γι αυτό θέλεις να δεις να τιμωρείται ο αδελφός σου; Και εδώ πάλι σου είναι χρήσιμο να τον συγχωρήσεις. Γιατί, εάν θελήσεις, εσύ ο ίδιος να εκδικηθείς και να επιτεθείς εναντίον του είτε με τα λόγια σου, είτε με κάποια ενέργειά σου, η με την κατάρα σου, ο Θεός όχι μόνο δεν θα επέμβει κατΌ αυτού -εφόσον εσύ ανέλαβες την τιμωρία του- αλλά επιπλέον θα σε τιμωρήσει ως θεομάχο. Άφησε τα πράγματα στο Θεό. Αυτός θα τα τακτοποιήσει πολύ καλύτερα απ' ότι εσύ θέλεις. Σε σένα έδωσε μόνο την εντολή να προσεύχεσαι για τον άνθρωπο που σε λύπησε..
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος 
πηγή

 μεταφορά απο...

ΟΥΡΑΝΙΑ ΕΥΩΔΙΑ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ



Από τη Σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα λεγόμενα «Καυσοκαλύβια» ανεβαίναμε με τον αδελφό μου Παντελεήμονα Μοναχό, στα Κελλιά της Κερασιάς.

Στο σημείο πού λέγεται «Χαΐρι», σε μια στροφή του δρόμου, αισθανθήκαμε έντονη ουράνια ευωδία.

Σταθήκαμε για λίγο, δεν μπορέσαμε να προχωρήσομε επί δέκα λεπτά (10') της ώρας, με ένα λεπτό αεράκι ή ευωδία από πάνω, σαν να κατέβαινε από τον Άθωνα. Πώς να καταλάβει όμως κανείς, από που ερχότανε αυτό το θείο άρωμα;

Κάναμε το σταυρό μας, ξεκινήσαμε συνεχίζοντες την πορεία μας και σε λίγο χάθηκε ή ευωδία εκείνη.

Μετά άπ' αυτό πολλές φορές περάσαμε από το μέρος εκείνο, αλλά άλλη φορά δεν αισθανθήκαμε τίποτε και θέλομε να πιστεύομε, πώς στο ευλογημένο εκείνο μέρος του Αγίου Όρους, από τη θάλασσα μέχρι την κορυφή του Άθωνα, είναι γεμάτο από Άγια Λείψανα οσίων Πατέρων, πού κατά καιρούς έχουν κοιμηθεί τον μακάριο και φυσίζωον ύπνο, κατόπιν σκληρού ασκητικού αγώνα, μέσα σε καλύβες και σπηλιές, των οποίων, σε πολλά μέρη σώζονται ακόμη ίχνη και ερείπια, όπως είναι οί Σκήτες πού παρήκμασαν και δεν υπάρχουν σήμερα σαν Σκήτες, όπως ήταν ή παλιά Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, πού βρίσκονταν μεταξύ Καυσοκαλυβίων και της τοποθεσίας «Κρύα νερά», ή οποία, επειδή εκεί έκανε πολύ κρύο, μεταφέρθηκε στη νοτιοδυτική πλευρά του Καρμύλιου Όρους, πού οι ίδιοι Ασκητές συνέστησαν την νεώτερη αυτή Σκήτη, ή οποία όμως κι αυτή, σα Σκήτη, παρήκμασε και σώζονται σήμερα πολύ λίγες Καλύβες.

Και σε πολλά μέρη του Αγίου Όρους υπάρχουν ερείπια ασκητικών ησυχαστηρίων και Καλυβών. 
πηγή

ΟΛΟΙ ΕΛΕΓΑΝ, ΠΩΣ ΤΡΕΛΑΘΗΚΕ!

15Τον Δ’ Αιώνα ζούσε στην Αίγυπτο ένας άγιος Γέροντας, που είχε και αυτός το χάρισμα των ιαμάτων από αυτό είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη δόξα. Γρήγορα όμως παρατήρησε, ότι η υπερηφάνεια τον εξουσίαζε, και ότι δεν ήταν σε θέση να την νικήση με τις δικές του δυνάμεις. Και τότε με πολύ θερμή προσευχή κατέφυγε στο Θεό. Και Τον παρακάλεσε να επιτρέψη να δαιμονισθή για να ταπεινωθή. Και ο Θεός εισάκουσε το ταπεινό αίτημα του δούλου Του.

Και άφησε τον σατανά να μπη μέσα του. Ο Γέροντας άφησε τον εαυτό του σε όλες τις επιθέσεις του διαβόλου. Αυτό κράτησε πέντε μήνες. Στο διάστημα αυτό του φορούσαν ράκη. Ο κόσμος, που προηγουμένως έτρεχε σ’ αυτόν και τον δόξαζε για μεγάλο άγιο, τώρα τον εγκατέλειψε! Όλοι έλεγαν, πως τρελλάθηκε!

Μα ο γέροντας απαλλαγμένος πια από την δόξα των ανθρώπων και την υψηλοφροσύνη, που τον μάστιζε εξ αιτίας της, ευχαριστούσε το Θεό που τον έσωσε.

Η σωτηρία του ολοκληρώθηκε με λίγη ταλαιπωρία και λίγη (κατά την κρίση των σαρκικών ανθρώπων) ατιμία. Οι σαρκικοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο διάβολος με τη δική τους τιμή του έσκαβε το λάκκο. Και πολύ περισσότερο δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποτέ, πως με τη δαιμονοληψία ξαναγύρισε στον ασφαλή δρόμο της θείας ευσπλαγχνίας[75].

Βιβλιογραφία
[75] P.L. t. 73 De vitis Patrum lib. IV Cap. XIII.
 
πηγή

ΣΕ ΠΟΣΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ;

15



Η Εκκλησία μας χωρίζει τους Αγίους της σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με την ιδιότητα τους.

Οι κατηγορίες λοιπόν είναι οι εξής:
Προφήτες: Λέγονται όλοι εκείνοι όλους τους αγίους εκείνους άνδρες και γυναίκες που κατά την προ Χριστού περίοδο μέχρι και τον Ιωάννη τον βαπτιστή κήρυξαν στον Ιουδαϊκό λαό τον λόγο του Θεού και προφήτευσαν την έλευση του Μεσσία όπως ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Ησαίας και άλλοι.
Προπάτορες: Λέγονται κυρίως οι πρόγονοι του Χριστού από του Αδάμ μέχρι και των αμέσων κατά σάρκα προγόνων Του και ευρύτερα και όλοι οι άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης που έζησαν πριν από το Χριστό οι «Δίκαιοι» όπως ο Ενώχ, ο Νωε, ο Έσδρας κλπ.

Απόστολοι: Λέγονται οι άμεσοι μαθητές του Χριστού οι δώδεκα και οι εβδομήκοντα όπως ο Πέτρος και Παύλος, ο Ανδρέας, ο Κλεώπας αλλά και οι πρώτοι μαθητές των Αποστόλων που εκήρυξαν και αυτοί το Ευαγγέλιο όπως ο Τίτος, ο Τιμόθεος ο Σίλας κ.α. Στην ίδια κατηγορία έχουμε τους τέσσερεις Ευαγγελιστές που έγραψαν τα ισάριθμα κανονικά ευαγγέλια, και οι Ισαπόστολοι οι Άγιοι δηλαδή που δεν ήταν μεν Απόστολοι αλλά πρόσφεραν τόσες μεγάλες υπηρεσίες στον Χριστιανισμό, που από ευγνωμοσύνη τους αναγνωρίστηκε από την Εκκλησία ίση αξία με τους Αποστόλους όπως ο Κων/νος και η μητέρα του Ελένη, η Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, η Όλγα των Ρώσων κλπ.

Μάρτυρες: Είναι οι πιστοί εκείνοι χριστιανοί που από τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο μέχρι και τους σύγχρονους μας νεομάρτυρες προτίμησαν τον Θάνατο και τον πιο φρικτό ακόμη αρκεί να μην αρνηθούν τον Χριστό και προδώσουν την πίστη Εκείνου, που πρώτος εμαρτύρησε για την Σωτηρία όλων μας. Σ'αυτούς υπάγονται και οι Ιερομάρτυρες οι κληρικοί δηλαδή μάρτυρες όπως ο Χαραλάμπης, ο Βλάσσιος, ο Ερμόλαος κ.α., οι Οσιομάρτυρες , οι μοναχοί δηλαδή μάρτυρες, όπως ο Νίκων και η Ευγενία, οι Μεγαλομάρτυρες που υπέφεραν πριν πεθάνουν τα πιο φρικτα βασανιστήρια για να ξαναγυρίσουν στην ειδωλολατρία όπως είναι ο Γεώργιος, ο Δημήτριος, οι Θεόδωροι κ.α., οι Παρθενομάρτυρες, οι γυναίκες Παρθένοι που μαρτύρησαν για τον Χριστό, όπως η Βαρβάρα, η Αικατερίνη κ.α., οι Οσιοπαρθενομάρτυρες οι μοναχές δηλαδή μάρτυρες όπως η Παρασκευή και τέλος οι Νεομάρτυρες οι σύγχρονοι μας δηλαδή μάρτυρες, που βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν από τους Τούρκους γιατί αρνήθηκαν να αλλάξουν την πίστη τους (κάπου αναφέρει ο Φώτης Κόντογλου ότι οι Νεομάρτυρες εκτιμώνται περί τους 35.000!) όπως ο Γεώργιος εξ Ιωαννίνων, Θεόδωρος ο Βυζάντιος, Γεώργιος ο Χιοπολίτης κ.α.

Ομολογητές: Λέγονται οι χριστιανοί που στην εποχή των διωγμών σύρθηκαν στα ειδωλολατρικά δικαστήρια, ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, τους υπέβαλλαν σε μαρτύρια για να Τον αρνηθούν, αλλά για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν θανατώθηκαν όπως οι μάρτυρες πχ ο Μάξιμος, ο Χαρίτων κ.α.

Όσιοι: Λέγονται οι μοναχοί και Οσίες μοναχές που έζησαν υποδειγματική μοναχική ζωή και δεν πρόσφεραν μεν το αίμα τους αλλά θυσίασαν την ζωή τους και με καθημερινό «μαρτύριο της συνειδήσεως» κέρδισαν τον ουρανό. Πχ Αντώνιος, Ευθύμιος, Αθανάσιος ο εν τω Άθω, Ευφροσύνη κ.α.

Ιεράρχες και Διδάσκαλοι: Λέγονται οι μεγάλοι εκείνοι επίσκοποι που με αγιότητα και φρόνηση ποίμαιναν τον λαό του Θεού και δίδαξαν γραπτά ή προφορικά τον Λόγο της αληθείας όπως οι τρεις Ιεράρχες Βασίλειος, Γρηγόριος και Ιωάννης, ο Αθανάσιος κ.α.

Πατέρες: Λέγονται -κυριολεκτικά- οι κληρικοί εκείνοι που διακρίθηκαν για την αγιότητα του βίου τους και την ορθή τους διδασκαλία που διατύπωσαν στα σοφά τους συγγράμματα, αλλά και γενικά όλοι οι άγιοι κληρικοί και μοναχοί.

Βασικό βοήθημα άντλησης απάντησης: "Απαντήσεις εις Λειτουργικάς Απορίας", του μακαριστού Ι.Μ.Φουντούλη 
πηγή

Μάρθα Λαυρεντίεβνα + Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Μελέτιος



Ἦταν μιά πολύ φτωχή κοπέλλα. Γεννήθηκε γύρω στό 1850. Στό σπίτι τοῦ πατέρα της σπάνια χόρταινε ψωμί! Καί δούλευε ἀπό μικρό παιδί, ἀπό ὅταν «χάραζε» μέχρι πού νύκτωνε!

Δώδεκα χρονῶν, μπῆκε μαθητευομένη ἐργάτρια, γιά ἕνα κομμάτι ψωμί, σέ ἕνα τότε «ἐργοστάσιο». Δούλευε σκληρά. Μέ ὑπομονή. Καί μέ ταπείνωση. Δείχνοντας σέ ὅλους καλωσύνη.

Ὅταν μεγάλωσε ἄρεσε σέ πολλούς, πού ἤθελαν νά πάρουν καλή σύζυγο καί νά κάμουν καλή οἰκογένεια. Ἀλλά ἡ Μάρθα δέν ἔψαχνε γιά γαμπρό.

Μέ τίς φτωχές της οἰκονομίες ἔτρεχε στά προσκυνήματα. Τά ἀφεντικά της κατάλαβαν. Καί τῆς ἔδιναν κάθε φορά διπλῆ ἄδεια καί μεγάλα χρηματικά ποσά, νά τά μοιράζει στά μοναστήρια καί στούς φτωχούς.

Ἦταν παροιμιώδης ἡ καλωσύνη της. Καί ἡ, μέ καλωσύνη καί πίστη στόν Θεό, ὑπομονή της σέ ὅλες τίς πικρίες τῆς ζωῆς της.

Καί ὁ Κύριος τῆς ἔδωκε χαρίσματα: νά θεραπεύει ἀσθενεῖς· καί διάκριση.
 
* * *
 
Κάποια φορά ἐπῆγε στήν Μάρθα μία χωρική ἀπό ἕνα γειτονικό χωριό. Τῆς εἶπε, ὅτι ἕνα της παιδί εἶχε κακό δερματικό νόσημα. Καί τῆς ἔδωσε τήν ἐξήγηση.

-Ὁ ἄνδρας μου φταίει. Γυρίζει πέρα-δῶθε. Ἀλητεύει. Γι΄ αὐτό μᾶς ἀρρώστησε τό παιδί.

Καί ἄνοιξε τό στόμα της καί ἔβρισε τόν ἄνδρα της μέ πάθος καί κακία.

Ἡ Μάρθα στενοχωρήθηκε. Τήν διέκοψε. Καί τῆς εἶπε:

-Γιατί τόν βρίζεις, τόν ἄνδρα σου; Γιατί τά φορτώνεις ὅλα σέ ἐκεῖνον; Δέν φταίει ἐκεῖνος! Σύ φταῖς! Καί ἄν θέλεις νά γίνει τό παιδί καλά, θά πᾶς στόν μύλο. Καί ἐνῶ τό νερό γυρίζει τή ρόδα, σύ θά βάλεις τόν κουβά σου νά γεμίσει ἀπό τίς σταγόνες πού πετάει ἡ ρόδα μακριά. Μέ τό νερό αὐτό θά πλύνεις τό γιό σου. Καί θά γίνει καλά!

Ὑπάκουσε ἡ πονεμένη, ἔστω καί ἄν ἦταν ἀγριεμένη. Καί ἐπῆγε. Καί εἶδε νά πετάγονται σταγόνες σάν ἐλάχιστα ἀστράκια!... Σέ ἀπίθανο βαθμό μικρές ἦταν οἱ σταγονίτσες αὐτές. Ἀλλά πετοῦσαν στόν ἀέρα ὅλο καί πιό πολλές. Καί ὁ κουβάς της σέ λίγη ὥρα γέμισε. Ἐπῆγε στό σπίτι. Ἔπλυνε τό παιδί της. Καί σέ διάστημα λιγότερο ἀπό μῆνα ἔγινε ἐντελῶς καλά.

Καί ἔμαθε ἡ γυναίκα αὐτή νά βλέπει τίς δικές της ἁμαρτίες. Καί νά μή κατηγορεῖ τόν ἄνδρα της. Καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ζήσανε εἰρηνικά. Καί μέ ἀγάπη.
 
* * *
 
Στό τέλος τῆς ζωῆς της ἡ Μάρθα ἀρρώστησε βαριά. Καί ἔμεινε εἴκοσι δύο χρόνια κατάκοιτη.

Φοβᾶται, μήν ἁμαρτήσει, μήν λυγίσει, μήν γογγύσει! Καί ἰκετεύει τόν ἱερομόναχο πνευματικό της:

Παρακάλεσε τόν Κύριο, νά μοῦ δώσει δύναμη· νά μή λυγίσω.

-Ὑπομονή. Ὑπομονή. Ὑπομονή!

Στό κρεβάτι τοῦ πόνου ἡ Μάρθα προσεύχεται πιό θερμά, πιό ταπεινά, μέ πιό πολλή πίστη καί ἀγάπη.

Καί, προσευχόμενη, αἰσθάνεται τόν Χριστό δίπλα της. Κλαίει καί στενάζει. Καί Τοῦ λέει:

-Κύριε, ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή, μεγάλη ἁμαρτωλή. Δέν εἶμαι ἄξια, νά ἔχω τέτοια εἰρήνη καί χαρά! Γιατί, Χριστέ μου, ἄφησες ἐνενήντα ἐννιά ἅγια πρόβατά Σου καί ἀσχολεῖσαι μέ ἐμένα, τό ἀπολωλός, καί μέ κρατᾶς στήν ἀγκαλιά Σου; Δέν εἶμαι, Κύριε, ἄξια! Δέν εἶμαι ἄξια!...
 
* * *
 
Ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο στίς 5 Ἀπριλίου 1927. Τό σύνθημα τῆς ζωῆς της ἦταν: Μήν κρίνεις ποτέ κανένα. Μή κρατᾶς ποτέ κακία σέ κανένα. Γιατί ποτέ δέν θά μπορέσεις νά καταλάβεις ἄν ἐκεῖνον πού σύ κατακρίνεις, ὁ Θεός τόν δέχεται!

Όσιος Ευδόκιμος ο Βατοπαιδινός

Αγία Χαριτίνη

Ὅπερ δι' εὐχῆς εἶχε, σαρκὸς τὴν λύσιν,
Ἰδοὺ δι' εὐχῆς λαμβάνει Χαριτίνη.
Πέμπτην Χαριτίνη εἰσέδραμεν ἄστυ Θεοῖο.
Βιογραφία
Η Αγία Χαριτίνη άθλησε επί Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Υπήρξε δούλη του συγκλητικού Κλαυδιανού (ή Κλαύδιου).

Το 304 μ.Χ. κάποιοι την κατήγγειλαν στο Δομετιανό ως Χριστιανή κι εκείνος την κάλεσε σε ανάκριση παρουσία και του κυρίου της. Όταν η Αγία ομολόγησε μετά παρρησίας την πίστη της στον Χριστό, υπεβλήθη σε φρικωδέστατα μαρτύρια. Της ξύρισαν το κεφάλι αλλά δια θαύματος, αμέσως το κεφάλι της ξαναγέμισε μαλλιά. Έπειτα βάζουν το κεφάλι της σε κάρβουνα αναμμένα και χύνουν από πάνω ξύδι. Κατόπιν καίνε τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, και με μια πέτρα στο λαιμό τη ρίχνουν στη θάλασσα. Αλλά και πάλι ο Θεός την έσωσε. Τότε διατάχθηκε να πάει σε πορνείο. Η Χαριτίνη, όμως, προσευχήθηκε, και η αγνή ψυχή της παραδόθηκε πλέον στο ζωοδότη Θεό.

Να σημειώσουμε εδώ ότι η Αγία Χαριτίνη έχει το ίδιο δίστιχο με την Αγία Χαριτίνη που εορτάζει στις 4 Σεπτεμβρίου.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεία χάριτι, κραταιωθεῖσα, κράτος ἤσχυνας, τῆς δυσσεβείας, Χαριτίνη ὑπὲρ φύσιν ἀθλήσασα ὅθεν χαρίτων πηγὴν ἀδαπάνητον, ὡς γλυκασμὸν ἀναβλύζεις τοὶς κράζουσι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.




Οπτικοακουστικό Υλικό
media
Ακούστε το απολυτίκιο!




Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Αγία Χαριτίνη
Αγία Χαριτίνη

Όσιος Ευδόκιμος ο Βατοπαιδινός


Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 5 Οκτωβρίου

  
Υπήρξε ανώνυμος αδελφός της μονής Βατοπαιδίου. Τα ιερά λείψανά του βρέθηκαν κατά μία επισκευή του παλαιού κοιμητηρίου, εκπέμποντας άρρητη ευωδία. Το σκήνωμα του οσίου βρέθηκε σε στάση προσευχής, με σταυρωμένα τα χέρια. Είχε στο στήθος μία εικόνα της Παναγίας, που δείχνει ότι αυτόβουλα είχε φθάσει εκεί, προβλέποντας το τέλος του και μη θέλοντας από   ταπείνωση να τιμάται. Δίκαια και έξυπνα οι θαυμάζοντες συμμοναστές του τον ονόμασαν Ευδόκιμο, γιατί έζησε ευδοκίμως και ευδόκησε ο Θεός να βρεθούν τα τίμια λείψανά του, τα οποία έκαναν θαύματα και μεταφέρθηκαν στο Καθολικό της μονής στις 5 Οκτωβρίου 1840.
Για τον όσιο αυτόν ο διακριτικός Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης (+1929) γράφει: «Προς ένδειξιν της αληθείας αναγκάζομαι διά την πολλήν Σας αγάπην να εξιστορή­σω συνοπτικώς ολίγα τινά εκ της καθόλου βιογραφίας του Αγίου Ευδοκίμου. Εγώ, ως γνωρίζετε καλώς, ο ταπεινός υποφαινόμενος προ τριακονταετίας εχρημάτισα εις την Ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου, οπότε εμελέτησα αρκούντως την βιογραφίαν του Αγίου. Επίσης ήκουσα τις αφηγήσεις ευυπολήπτων προσώπων, άτινα ευρέθησαν κατά την ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Ευδοκίμου, ήτις εγένετο κατά το 1840. Ήσαν δε οι αυτόπται ούτοι, ο Ιάκωβος ο Σιμιτζής, ο Γρηγοράκης ο ψάλτης και ο Διακο-Δανιήλ εξ΄Ιερισσού, οίτινες μοι διηγούντο πολλάκις τα της εν λόγω ανακομιδής. Τότε παρήσαν και τρεις Αρχιερείς, ο πρώην Βάρνης Ιωσήφ, ο Αδριανουπόλεως (Γρηγόριος) και ο Χρύσανθος (πρώην) Σμύρνης, όστις λαβών τον λόγον είπεν ενώπιον του συσσωρευθέντος λαού:
«Πατέρες και αδελφοί, ενταύθα δεν πρέπει να υπάρχη ενδοιασμός περί της αγιότητος του Αγίου, διότι ούτος προϊδών τον θάνατον αυτού και φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, ελθών ενταύθα παρέδωκε το πνεύμα και η άπειρος ευωδία του αγίου αυτού λειψάνου καταμαρτυρεί την τούτου αγιότητα. Και επειδή αγνοούμεν την ονομασίαν του, διά τούτο ας τον αποκαλέσωμεν Ευδόκιμον, καθ' όσον δι' ευδοκίας Θεού ευρέθη το άγιον Λείψανόν του.
»Ούτως αυθημερόν συνετάχθη η ακολουθία του και γενομένης ολονυκτίου αγρυπνίας κατ' εκείνην την εσπέραν ήρχισαν τα θαύματα. Και πρώτον εθεράπευσε γηραιόν τινά Μοναχόν εκ Κουλτού, όστις επί πενταετίαν ήτο παράλυτος και αυθωρεί εγένετο υγιής. Επίσης και ο Ιατρός της Μονής των Ιβήρων Γρηγόριος, πάσχων τους οφθαλμούς, επικαλεσθείς τον Άγιον είπεν: "Εάν με κάμης υγιή, αμέσως θα κάμω αργυράν θήκην διά να τεθώσι τα άγιά σου Λείψανα". Και κατά την νύκτα εκείνην εμφανισθείς ο Άγιος τον εθεράπευσε, και ήδη καταφαίνεται εν τη αργυρά θήκη το όνομα του διαληφθέντος Γρηγορίου»: «Το δ' ηργύρωσε Γαβριήλ σεμνόν Κάρη. Ευδόκιμον ευρών των πόνων ακέστορα».
Η μνήμη του τελείται πανηγυρικά στις 5 Οκτωβρίου. Ο υμνογράφος Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννίτης στη συμπλήρωση της Ακολουθίας στους Οσίους Αγιορείτες Πατέρες, τον αναφέρει στη δ' ώδή: «Συν θείω Ευδοκίμω ου η εύρεσις πάντας, των αγίων λειψάνων κατ΄ηύφρανε». Ωραία εικόνα του σώζεται στη μονή, έργο του γνωστού αγιογράφου ιερομονάχου Μακαρίου Γαλατσάνου: «Δι' εξόδων του οσιωτάτου κυρίου Γαβριήλ Ιατρού Βατοπαιδινού του εκ Ναούσης μωμβ'» (1852). Τα περι του βίου του οσίου Ευδοκίμου αναφέρονται και σε χειρόγραφο του ιεροδιακόνου Μελετίου Βατοπαιδινού, το οποίο καταλήγει: «Πας όστις επικαλεσθή τον Άγιον μετά πίστεως ας μη αμφιβάλλη διά την εκπλήρωσιν της αιτήσεως, αρκεί μόνον να αιτή από τον Άγιον δίκαια και αγαθά, ου ταις ικεσίαις και ημείς των συμβαινόντων ρυσθείημεν, και Βασιλείας ουρανίου αξιωθείημεν».
Ακολουθία και Παρακλητικό Κανόνα προς τιμή του οσίου συνέθεσε και ο κ. Χαραλάμπης Μπούσιας.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτο, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις: Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου
Άγιον Όρος, 2007


Ο όσιος Ευδόκιμος έζησε και πολιτεύθηκε στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, όπου και αξιώθηκε τον άφθαρτο στέφανο. Το πραγματικό όνομα του οσίου, είτε το μοναχικό είτε το βαπτιστικό δεν το γνωρίζουμε. Το όνομα Ευδόκιμος δόθηκε εις αυτόν μετά την εύρεση του ιερού του λειψάνου. Επίσης δεν μας είναι γνωστό ούτε ποια ακριβώς εποχή έζησε, ούτε ποια είναι η καταγωγή του, ούτε και οι ασκητικοί του αγώνες ποιοι ήταν, το μόνο σίγουρο είναι ότι έζησε στην Μονή Βατοπαιδίου, διότι εκεί βρέθηκε και έγινε η ανακομιδή του λειψάνου του.
Η ανακομιδή αυτή έγινε στο παλαιό κοιμητήριο της Μονής στις 5 Οκτωβρίου του έτους 1840. Κατά θεία οικονομία βρέθηκε το λείψανό του, το οποίο απέπνεε άρρητη ευωδία. Κατά την εποχή εκείνη, ο τότε σκευοφύλακας της Μονής π. Ιάκωβος, είδε στον Νάρθηκα τον τοίχο από την δυτική πλευρά ο οποίος είχε μια τεράστια ρωγμή και αποφάσισε να τον επισκευάσει, καλώντας τεχνίτες όπου και τους ανέθεσε την επισκευή του σκευοφυλακίου, καθώς και έναν επιμελητή των έργων, έναν αδελφό της Μονής. Αφαιρώντας οι τεχνίτες την στέγη του Νάρθηκα και γκρεμίζοντας τον διερρηγμένο τοίχο, έπεσαν τεμάχια αυτού σε σημείο που υπήρχαν και άλλα οστά και λείψανα πατέρων της Μονής. Ο π. Ιάκωβος είπε στους τεχνίτες να μαζέψουν τα κρημνίσματα και τα οστά και να τα καθαρίσουν και όταν τελειώσει η επισκευή του έργου να ξανατοποθετήσουν τα οστά χωρισμένα και καθαρισμένα.
Εύρεση των Λειψάνων του οσίου
Ξεκίνησε λοιπόν από τρεις εργάτες η μεταφορά των οστών και των ερειπίων ημέρα Δευτέρα. Την Τετάρτη όπου και ήταν 1 Οκτωβρίου, δύο ώρες προ μεσημβρίας, εξήλθε από των αποκομιζομένων οστών ευωδία θαυμάσιος τόσο πολύ, που θαύμαζαν και οι εργάτες αλλά και ο επιμελητής. Τότε ο επιμελητής τους υπέδειξε να κάνουν ήρεμες και λεπτές εργασίες, διότι το γεγονός αυτό δήλωνε αγιότητα και έπρεπε να προσέξουν μήπως βρουν κάποιο λείψανο. Ώ του θαύματος μετά από λίγο όπου και η ευωδία ήταν πολύ πιο έντονη βρήκαν το άγιο λείψανο. Το μεν κρανίο ήταν ολόκληρο φαλακρό και στηριζόταν από τον σπόνδυλο του αυχένα. Το υπόλοιπο σώμα ήταν περιβεβλημένο με ένα χιτώνα βαμβακερό. Τα οστά όλα ήταν ενωμένα μεταξύ τους, άλλα με τένοντες και άλλα με μια μεμβράνη. Ολόκληρο το σώμα έκλινε προς την αριστερή πλευρά, οι μεν κνήμες έκλιναν προς τα οστά του μηρού και τα γόνατα προς τα εκατέρωθεν πλευρά. Οι χείρες βρέθηκαν σταυροειδώς στο στέρνο, όπου και η δεξιά χείρα είχε αγκαλιασμένη μια παλαιά εικόνα της Παναγίας της Βηματάρισσας.
Όταν φάνηκε ολόκληρο το λείψανο του αγίου, καθώς και η ευωδία είχε καλύψει τον χώρο των εργασιών, οι εργάτες καθώς και ο επιμελητής θαύμαζαν το γεγονός. Τότε έσπευσαν να αναγγείλουν το γεγονός στον επίτροπο Φιλάρετο και σε όλους τους παρευρισκομένους στην Μονή. Έτυχε εκείνη την ημέρα να βρίσκονται και δύο ιεράρχες εις την Μονή Βατοπαιδίου, ο ένας ήταν ο πρώην Σμύρνης Χρύσανθος, ο οποίος έφυγε από τον θρόνο του, διότι συκοφαντήθηκε για προδοσία κατά του βασιλιά και αυτό γιατί είχε συγγράψει κατά των Λουθηροκαλβίνων. Ο δεύτερος ιεράρχης ήταν ο πρώην Ορεστιάδος ή Αδριανουπόλεως Γρηγόριος.
Ήλθαν οι αρχιερείς, ο επίτροπος και πολλοί άλλοι για να δουν το τίμιο λείψανο για να δουν και οι ίδιοι το θαυμαστό γεγονός και να δοξάσουν τον Θεό και βλέποντας τους εργάτες και τους υπολοίπους σιωπηλούς μπροστά από το τίμιο λείψανο αναβλύζοντας άρρητη ευωδία, είπε ο Σμύρνης Χρύσανθος:
«Τι θαυμάζετε σιωπώντας, Πατέρες σεβάσμιοι; Δια θαύματος δεν δήλωσε εις ημάς ο Θεός την αγιότητα τούτου του Πατρός, του οποίου βλέπουμε το λείψανο και οσφραινόμεθα της ουρανίου ευωδίας; Ποιος άλλος εκτός από τον Θεό μας φανέρωσε αυτό το γεγονός; Από ποιόν δόθηκε αυτή η θεία οσμή εις αυτό και δι' αυτού εκχέεται στον αέρα; Και πώς τα ξηρά αυτά οστά αντί να μυρίζουν όπως οι σάπιες σάρκες, αποπνέουν αυτήν την ευωδία; Τούτο το λείψανο αποπνέει θείου μύρου, κάτι που δηλώνουν και τα περικείμενα και επικείμενα επ' αυτό οστά και μάλιστα όσα βρίσκονται μακρύτερα από αυτό ουδεμία ευωδία έχουν. Μην απιστούμε εις αυτό το θείο θαύμα, διότι πράγματι περί θαύματος πρόκειται, δια τους λόγους τους οποίους προείπα. Ας δοξάσουμε λοιπόν τον Θεό τον εν τοις Αγίοις αυτού αεί θαυμαζόμενον και τον Άγιον αυτού ας τιμήσωμεν δεόντως».
Ύστερα από τα λεγόμενα αυτά του Χρυσάνθου Σμύρνης συνευφήμησαν τον Άγιο και ο Αδριανουπόλεως και όλοι όσοι παρευρέθηκαν εκεί, λέγοντας το: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών», δοξάσαντες τον Θεό μετακόμισαν ευλαβώς το ιερό λείψανο εις τον ναό των Αγίων Αποστόλων στο παλαιό κοιμητήριο.
Η απόκτηση του ονόματος του Αγίου
Την επόμενη ημέρα συνήλθαν και σκεπτόντουσαν περί του ονόματος του Αγίου, το οποίο δεν γνώριζαν, δια να μην τιμούν ανωνύμως τον εκ του Μοναστηριού αναφανέντα Άγιο και περί του πως το ιερό λείψανο βρέθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο στο κοιμητήριο περικυκλωμένο από πλήθος άλλων οστών. Περί του ονόματος γενομένης συζήτησης, φάνηκε καλό σε όλους να δώσουν ένα προσωρινό όνομα για να επιτελέσουν αγρυπνία για την εύρεση του τιμίου λειψάνου και προς δοξολογία Θεού, του δια θαύματος αποκαλύψαντος τον Άγιο. Κοινή γνώμη λοιπόν, ήταν να δώσουν το όνομα «Ευδόκιμος», διότι ευδόκησε ο Θεός να θαυματουργήσει και μάλιστα σε μια περίοδο που η χριστιανική ευσέβεια και πίστη είχαν παραμεληθεί από τους χριστιανούς. Αλλά, επίσης και για εμάς τους μοναχούς που ζούμε στην Μονή, να μας παροτρύνει να μιμηθούμε την ενάρετη ζωή του. Τέλος είπαν ότι αν δεν ήταν αρεστό στον Άγιο να δοξάζεται με το όνομα Ευδόκιμος, ας ευδοκήσει αυτό να αποκαλύψει το όνομά του σε εμάς. Αν όμως είναι αρεστό εις αυτόν και δέχεται το όνομα αυτό που δώσαμε και για τον καιρό που ζούμε τώρα που είναι ευάρμοστο και δηλωτικό της Θεού ευδοκίας, προς διάσωση των πεπλανημένων Χριστιανών, ας δεχθεί την παρ' ημών επίκληση: «Ναι, Άγιε, είπαν, εξ ευσεβούς γνώμης, τούτο το όνομα εγκρίνεται παρ' ημών». Ούτως όθεν το όνομα «Ευδόκιμος», κοινή γνώμη των τε εν τω Βατοπαιδίω μοναζόντων, ως και των παρευρεθέντων δύο Ιεραρχών, προσεκυρώθη εις τον Άγιο.
Πως βρέθηκε το λείψανο του Αγίου
Περί του πως βρέθηκε το λείψανο του Αγίου στην θέση αυτή του κοιμητηρίου, λέχθηκαν πολλές γνώμες, όμως αυτή του γραμματέως ήταν η πιο κατάλληλη και αυτή που ενεκρίθη. Λέει, λοιπόν ο γραμματέας ότι: «Ο Άγιος γνώριζε την ώρα που θα πέθαινε και δεν το είπε σε κανένα μέσα στο Μοναστήρι. Πήρε τη σεβάσμια εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά του και εξελθών κρυφά από το Μοναστήρι, εισήλθε μέσα στο αφεγγές κοιμητήριο, όπου όπως είχε υπολογίσει θα μπορούσε να μείνει εκεί απαρατήρητος. Εισελθών λοιπόν και ειπών το «Κύριε, εις χείρας σου το πνεύμα μου παρατίθημι», εξέπνευσε και εις τα αιωνίους απήλθε Μονάς». Η γνώμη αυτή του γραμματέως επικυρώθηκε και έγινε δεκτή από όλους, διότι σίγουρα κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Και αλήθεια εάν ο Άγιος θαβόταν πρώτα εκτός του κοιμητηρίου, πως αυτοί που άνοιξαν τον τάφο δεν αισθάνθηκαν την ευωδία του λειψάνου, όταν το μετακόμιζαν στο κοιμητήριο; Ή πως όταν είδαν το λείψανο ενδεδυμένο μαζί με τα υπόλοιπα οστά, αλλά και την ιερά εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά του δεν θαύμασαν το γεγονός; Ή πως αυτό το γεγονός παρήλθε χωρίς να πουν τίποτα ή να γράψουν στον νεκρώσιμο κατάλογος της Μονής, ούτε περί της εικόνος ούτε περί του λειψάνου ούτε περί του ενδύματος αυτού; Αυτό βεβαίως δεν φαίνεται δυνατό. Εάν πάλι έθαβαν τον Άγιο εις το αφεγγές κοιμητήριο, πώς μετά της εικόνος και αυτόν μόνο έβαλαν εκεί, ενώ τα υπόλοιπα οστά των υπολοίπων Πατέρων ήταν σε μια ακαταστασία; Ακόμα κα να υποθέσουμε ότι ήταν εκεί, πως εισερχόμενοι και εμβάλλοντες τα σώματα δεν είδαν το λείψανο αυτό; Διότι αν εισερχόντουσαν εκεί προς ενταφιασμό των τεθνεώτων, δεν θα εισερχόντουσαν βεβαίως χωρίς φως, οπότε θα το έβλεπαν. Έτσι λοιπόν από όλους έγινε δεκτή η γνώμη αυτή του γραμματέως.
Φαίνεται δε, ότι ο Άγιος έκρυβε τις αρετές που είχε και την αγιότητά του, διότι φοβόταν μήπως οι υπόλοιποι αδελφοί της Μονής τον καταλάβουν και τον τιμήσουν ως Άγιο, κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε διότι πίστευε με το να τιμάται από τους ανθρώπους αμαρτάνει εις τον Θεό και ήταν τόσο ταπεινός ως φαίνεται διότι καταφρόνησε όλες τις μάταιες τιμές των ανθρώπων.
Η πρώτη Αγρυπνία που έγινε για τον Άγιο Ευδόκιμο
Οι πατέρες της Μονής Βατοπαιδίου άπαντες λαμπαδηφορούντες το εσπέρας του Σαββάτου, 4 του μηνός Οκτωβρίου, πήγαν στο κοιμητήριο δια να μετακομίσουν το άγιο λείψανο. Ψάλλοντες μετακόμισαν το άγιο λείψανο εις το Καθολικό της Μονής, κάνοντας πρώτα μια λιτανεία προπορευομένου του Αδριανουπόλεως Ιεράρχου Γρηγορίου. Συνέθεσαν εκ του προχείρου μια Ακολουθία του Αγίου, όπου τέλεσαν αγρυπνία και δόξασαν τον Θεό. Την επομένη μετά την Θεία Λειτουργία και λιτανεία, ασπάσθηκαν το λείψανο ευλαβώς και το έβαλαν στο Καθολικό της Μονής, τον Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και το έβαλαν στο ιερό Βήμα, δόξαν και πάλι αναπέμψαντες εις τον Θεό που ευδόκησε να φανερώσει σε αυτού το τίμιο αυτό λείψανο.
Θαύματα του Αγίου Ευδοκίμου
Όπως αναγράφεται μέσα στον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα θαύματα του Αγίου ήταν πολλά. Όμως για λόγους συντομίας έχουν γραφτεί μόνο δύο μέσα στον Μέγα Συναξαριστή. Είμαστε σίγουροι ότι ο Άγιος από τότε που βρέθηκε μέχρι και σήμερα έχει επιτελέσει πλήθος θαυμάτων τα οποία σίγουρα θα τα γνωρίζουν οι μοναχοί που εγκαταβιώνουν σήμερα στην Μονή Βατοπαδίου. Εμείς θα σας γράψουμε αυτά τα δύο που αναγράφονται και στον Συναξαριστή.
Ένας μοναχός της Μονής έπασχε από φυματίωση και ο οποίος είχε απελπισθεί τόσο πολύ, διότι δεν μπορούσε να θεραπευθεί. Επικαλέσθηκε τον Άγιο Ευδόκιμο λέγοντας: «Αμαρτωλός είμαι, Άγιε, όμως τολμώ να δεηθώ προς εσένα, διότι απ' ότι γνωρίζω ο Θεός σου έδωσε και την χάρη των ιαμάτων και επειδή πολλοί που σε έχουν επικαλεσθεί έγιναν καλά, σε παρακαλώ κάνε και εμένα τον ταπεινό δούλο το θαύμα σου και δείξε την δύναμη της αγιότητός σου». Αυτά έλεγε και διάφορα άλλα σχετικά με τον Άγιο, όπου μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος και ευθύς βλέπει έναν Μοναχό σεμνοπρεπή, ο οποίος του πρόσφερε ένα ποτήρι να πιει. Ο δε ασθενής πήρε το ποτήρι και άρχισε και έπινε και μάλιστα και δεύτερο και τελειώνοντας λέγει: «Σε ευχαριστώ, Πάτερ, γιατί δίψαγα και με πότισες». Καθώς έλεγε αυτά ξύπνησε και θαύμαζε για το γεγονός, διότι αισθανόταν αυτό ως οπτασία και όχι στον ύπνο του, μάλιστα αισθάνθηκε και την δράση του ποτού, όπου από το στομάχι και τον πνεύμονα εξαφανίσθηκαν οι πόνοι και ευχαρίστησε τον Άγιο. Έπειτα μετέβη εις τον πνευματικό του Μοναστηριού π. Νήφωνα και του διηγήθηκε όλα όσα συνέβηκαν.
Άλλος μοναχός της ιδίας Μονής Βατοπαιδίου, ονόματι Γαβριήλ, ο οποίος ήταν γνώστης της ιατρικής, βρισκόταν στις Καρυές για κάποια δουλειά της Μονής, ξαφνικά τον έπιασαν κάτι φρικτοί πόνοι στα νεφρά, που ούτε μπορούσε να κοιμηθεί ή να καθίσει. Χρησιμοποίησε ότι μπορούσε για την απαλλαγή των πόνων με διαφόρους τρόπους που μπορούσε, βεντούζες, εντριβές, χειραλειφές, έμπλαστρα, θερμόλουτρα κ.λ.π. τα οποία όμως δεν έκαναν απολύτως τίποτα.
Βρέθηκε σε μια αμηχανία ο π. Γαβριήλ, διότι οι πόνοι ήταν αφόρητοι και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μάλιστα κάποιοι αδελφοί που ήταν δίπλα του, τον πείραζαν και του έλεγαν: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν», κάποιοι άλλοι του έλεγαν να παρακαλέσει τον άγιο Ευδόκιμο και αμέσως θα θεραπευτεί, διότι «ο Άγιος είναι υπέρτερος ιατρός από εσένα». Ακούγοντας αυτά ο π. Γαβριήλ είπε: «Εάν είναι αλήθεια θαυματουργός ο Άγιος και μπορεί να με θεραπεύσει εγώ θα κάνω μια λειψανοθήκη για την τιμία κάρα του». Λέγοντας κοιμήθηκε λίγο διότι είχε πολλές ώρες να κοιμηθεί και ευθύς βλέπει Μοναχό σεμνοπρεπή, ο οποίος τον πλησίασε και τον ψηλάφισε αυτόν στα νεφρά και του λέει: «Τίποτα δεν είναι αυτό, τι βοάς;». Ο δε ασθενής είπε: «Με περιπαίζεις, Γέροντα; δεν γνωρίζεις τι φρικτούς πόνους έχω;». Τότε ο φανείς Γέρων είπε: «Καλώς έχεις» και απήλθε. Το δε σχήμα και η μορφή του φανέντος εις αυτόν Αγίου, έμοιαζε πολύ με την μορφή του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου.
Διεγερθείς ο π. Γαβριήλ και στραφείς προς έναν μοναχό που παρίστανται εκεί του είπε: «Ποιος Γέρων ήταν εδώ και μόλις έφυγε από την πόρτα;». Και του είπε ο μοναχός: «Κανείς δεν μπήκε και κανείς δεν βγήκε». Τότε θυμήθηκε τι είχε ευχηθεί στον Άγιο Ευδόκιμο. Σηκώθηκε και αισθάνθηκε τον εαυτό του υγιή και τότε πίστεψε ότι ο Άγιος ήταν αυτός που ήλθε και ψηλάφισε αυτόν και έγινε καλά. Τότε είπε στους μοναχούς: «Φέρτε μου την κάρα του Αγίου να την προσκυνήσω, διότι αλήθεια η χάρις του Αγίου με απάλλαξε από την ασθένεια αυτή». Φέρνοντας την αγία κάρα του Αγίου, καθώς την ασπάσθηκε ο π. Γαβριήλ είπε: « Εγώ θα σε επαργυρώσω, σεβασμία κεφαλή, διότι επίστευσα ότι αληθώς Άγιος υπάρχεις».
Σήμερα στην Μονή Βατοπαιδίου υπάρχει αυτή η τιμία κάρα του Αγίου Ευδοκίμου, βέβαια δεν γνωρίζουμε αν η λειψανοθήκη στην οποία βρίσκεται είναι από τον π. Γαβριήλ ή μεταγενέστερη. Έτσι και ο π. Γαβριήλ θεραπεύθηκε από τον Άγιο, καθώς και πολλοί άλλοι που τον επικαλέσθηκαν με πίστη. Την ευχή του να έχουμε όλοι μας. Αμήν.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Απόψεις για τους «Παπαροκάδες» - http://paparokades.blogspot.com


Άγιος Ερμογένης ο Ιερομάρτυρας ο Θαυματουργός

Άγιος Ερμογένης ο Ιερομάρτυρας ο Θαυματουργός


Βιογραφία
Ο Άγιος Ερμογένης αγνοείται από τους Συναξαριστές. Είναι γνωστός όμως στην Κύπρο σαν τοπικός Άγιος.

Ο Άγιος Ερμογέννης ήταν επίσκοπος της Σάμου και τα ιερά του λείψανα έφτασαν με θαυματουργικό τρόπο, μέσω της θάλασσας στην Κύπρο. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Φοίνικος ὁ κλάδος, καὶ Σαμίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, Ἐρμόγενες Πατὴρ ἠμῶν ἀναδειχθεῖς τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου Ἐπισκοπῇ τὴ πόλει κατεστήριξας, δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῶ, δόξα τῷ σὲ ὁδηγήσαντι. Δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Σαμίων καύχημα καὶ τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ἐρμογένη ἅπαντες ἀνευφημήσωμεν ὕμνοις οὗτος γὰρ τὴν τῆς Τριάδος ἔλαβεν αἴγλην, καὶ ὡς ἥλιος φωτίσας τὴν Οἰκουμένην ὂν προθύμως ἀνυμνοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν, λέγοντες χαῖρε, θαυματοφόρε Ἐρμόγενες Ὅσιε.




Αγιογραφίες / Φωτογραφίες

Ανάμνηση Οπτασίας Κοσμά μοναχού

Πενθώ κολάσεις τας ξένας ώδε βλέπων.
Xαίρω δε αύθις τας αναπαύσεις βλέπων.
Βιογραφία
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για το γεγονός:

«Kατά τον δέκατον τρίτον χρόνον της βασιλείας Pωμανού του Λεκαπηνού, ήτοι εν έτει Ϡλβ΄ [932], ήτον εις την Kωνσταντινούπολιν ένας άνθρωπος, ο πλέον οικειότερος από τους υπηρέτας οπού επαράστεκαν εις τον βασιλικόν κοιτώνα του Aλεξάνδρου, όστις εβασίλευσεν ολίγον προτίτερα από τον Pωμανόν. Ήτοι ο υιός μεν Bασιλείου του Mακεδόνος, αδελφός δε Λέοντος του Σοφού. Oύτος λοιπόν ο του Θεού άνθρωπος αφήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, ηγάπησε την μοναχικήν πολιτείαν. Kαι μετονομασθείς Kοσμάς διά του Aγγελικού σχήματος, κατεστάθη ύστερον και Hγούμενος του σεβασμίου Mοναστηρίου του ευρισκομένου κατά τον ποταμόν Σάγαριν. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, ηκολούθησε να περιπέση ο θείος ούτος Kοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, και να διαρκέση εις αυτήν καιρόν πολύν. Όταν δε επέρασαν πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος κάποιόν τι από την ασθένειαν, και σηκωθείς ολίγον από την κλίνην του, εκάθισε, βασταζόμενος από το ένα μέρος και από το άλλο, παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Eυθύς λοιπόν έγινεν έξω εαυτού του, και έμεινεν εις την έκστασιν ταύτην, από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην. Kαι τα μεν ομμάτιά του είχεν ανοικτά, και προσέχοντα εις την στέγην του οίκου του. Tο δε στόμα του, εκρυφομίλει κάποια τινά λόγια, πάντη άναρθρα και ακατανόητα. Eλθών λοιπόν εις τον εαυτόν του ολίγον, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας. Δότε μοι τας δύω μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα. Λέγωντας δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνώντας διά να εύρη τα ζητούμενα. Mερικοί δε από τους εκεί παρόντας, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις ηκολούθησεν εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον, ειπέ, λέγοντες, ω Πάτερ. Eιπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, διά την μεγάλην ωφέλειαν, οπού έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν. Eιπέ και διηγήσου, πού ήσουν εις τας τόσας ώρας; και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου; με ποίον δε εσυνωμίλεις, κινών τα χείλη σου; O δε Όσιος βλέπωντας αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας, παύσατε, έλεγεν, ω τέκνα, παύσατε. Kαι όταν ο Kύριος θελήση, και έλθω εις τον εαυτόν μου, τότε βέβαια θέλω τελειώσω την δέησίν σας.

Tω πρωί λοιπόν, αφ’ ου εσυνάχθη εις το κελλίον του Oσίου όλη η αδελφότης, άρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν, και να λέγη εις αυτούς ταύτα. Πατέρες μου και αδελφοί. Tο μεν, να νοήσω όλα, όσα είδον κατά μέρος, και να τα διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν. Όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθώ. Eκεί οπού εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύω αδελφών, εφάνη μοι ότι έβλεπα από το αριστερόν μου μέρος, ένα πλήθος πολύ κάποιων ανθρωπαρίων μελανών εις τα πρόσωπα. Eις όλους δε η μελανία δεν ήτον η αυτή, αλλά εις άλλους μεν, ήτον περισσοτέρα, εις άλλους δε, ήτον ολιγωτέρα. Kαι άλλοι μεν από εκείνους, είχον τα ομμάτια ανάστροφα γυρισμένα. Άλλοι δε, είχον αυτά μαύρα, ωσάν το χρώμα του μολυβίου. Άλλοι δε, είχον αυτά αιματωμένα, και έβλεπον ωσάν φονείς και θηρία. Kαι άλλος μεν από εκείνους, είχε μαύρα τα χείλη, και πολλά εξωγκωμένα και φουσκωμένα. Άλλος δε, είχε μαύρον και φουσκωμένον μόνον το ένα χείλος. Kαι άλλος μεν, είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε, το κάτω.

Tα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον κοντά εις την κλίνην μου, και εσπούδαζον να με πάρουν από λόγου σας. Kαι πρώτον μεν, σας έβλεπον όλους ισταμένους τριγύρω μου. Όθεν και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολλά, ούτε δειλιώ τας ορμάς των. Ύστερον δε, δεν ηξεύρω πώς, έμεινα μοναχός χωρίς εσάς, και ευθύς εκυριεύθηκα από εκείνα. Όθεν με πολλήν θρασύτητα επήραν εμένα. Kαι άλλοι μεν, με έσυρνον εμπρός δεμένον. Άλλοι δε, με έσπρωχνον όπισθεν. Kαι άλλοι μεν, με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με εσυμπόδιζον. Άλλοι δε, με εστενοχώρουν δυνατά. Tέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτον περισσότερον παρά μία λίθου βολή, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον. Eις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν, με βίαν μεγάλην με εκαταβίβασαν. Eις το ένα δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού, ήτον μία στράτα τόσον στενή, ώστε οπού μόλις εδύνετο να χωρέση εις αυτήν ένα αχνάρι ποδός.

Eις ταύτην λοιπόν την στενήν και λεπτοτάτην στράταν, με βίαν μεγάλην με ετράβιζον. Eγώ δε εσπούδαζον να κλίνω πάντοτε εις το δεξιόν μέρος, φοβούμενος, μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος. Eις δε το χάος εκείνο εφαίνετο, ότι διαπερνά ένας ποταμός, όστις από το τρέξιμον, έκαμνε μεγάλην βοήν. Aφ’ ου λοιπόν με πολύν φόβον και τρόμον διεπεράσαμεν εκείνην την στενοτάτην στράταν, ευρήκαμεν μίαν πόρταν μεγάλην, ήτις ήτον ολίγον ανοικτή. Eις ταύτην δε εκάθητο ένας άνδρας μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα. Mαύρος μεν, κατά την μορφήν. Φοβερός δε, κατά το πρόσωπον. Oι γαρ οφθαλμοί εκείνου ήτον ανάστροφα γυρισμένοι, μεγάλοι πολλά και αιματώδεις, και φλόγα πολλήν πυρός εύγανον. H δε μύτη του εύγανε καπνόν. H γλώσσα του ήτον κρεμασμένη έξω από το στόμα του έως μίαν πήχυν. Kαι το μεν δεξιόν του χέρι, ήτον τελείως κατάψυχρον και πεπαγωμένον. Tο δε αριστερόν, ήτον χοντρόν, ωσάν κολόνα, και γυμνόν και πολλά μακρόν (Διά τούτων αινιγματωδώς δηλούται, ότι ο Διάβολος, προς μεν τα δεξιά, ήτοι προς τα αγαθά και τας αγαθάς κινήσεις, είναι πάντη κατάψυχρος και ακίνητος. Προς δε τα αριστερά, ήτοι προς τα πονηρά, και τας πονηράς κινήσεις, ενεργής εστι και θερμός και ευκίνητος). Mε τούτο το χέρι επίανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς, και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι, όλοι το ουαί! και το οίμοι! εφώναζον.

Kαθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν κοντά εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναξεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οπού με ετράβιζον. Oύτος είναι φίλος μου. Kαι μαζί με τον λόγον, άπλωσε το χέρι του, ζητώντας να με πιάση. Eγώ δε κρατηθείς από τον φόβον, ετρόμαξα και εσυστάλθηκα εις τον εαυτόν μου. Kαι παρευθύς ωσάν να εστάλθησαν δύω άνδρες άσπροι εις τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους ενόμισα, πως είναι ο Aπόστολος Aνδρέας, και ο Eυαγγελιστής Iωάννης, όσον από την ιδέαν οπού είχον των αγίων αυτών εικόνων. Tούτους λοιπόν βλέπωντας ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες εμένα με ευμένειαν οι δύω εκείνοι, διεπέρασαν μίαν εσωτέραν πόρταν. Aπό δε την πόρταν εκείνην ευγήκαμεν εις μίαν πεδιάδα. Όπου ήτον κάλλιστα χωρία και ωραιότατα. Περάσαντες δε και ταύτα, κοντά εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος, και όλην την άλλην χάριν, είναι αδύνατον να παραστήση τινάς διά λόγου. Eις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης, εκάθητο ένας γέροντας χαρίεις και τίμιος, έχωντας τριγύρω εις τον εαυτόν του πολύ πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης.

Tότε λοιπόν εγώ αποδιώξας τον φόβον εκ της καρδίας μου, ερώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύω εκείνους οπού με έφερον, ποίος άραγε να ήναι ο γέρωντας εκείνος οπού εφαίνετο. Kαι τι πλήθος είναι εκείνο οπού τον περιεκύκλοναν. Oι δε, ο Aβραάμ είναι, είπόν μοι, και ο κόλπος εκείνος οπού ακούεις του Aβραάμ. Διό και παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και επροσκύνησα, και ησπασάμην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν εκρατήσαμεν την εις τα έμπροσθεν στράταν. Kαι αφ’ ου επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ελαιώνα. Tου οποίου τόσον πολλά εις τον αριθμόν ήτον τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού. Eις κάθε δε δένδρον, ήτον μία σκηνή, ήτοι τέντα, ή τζαδίρι. Eις κάθε δε τένταν, ήτον και μία κλίνη. Eις κάθε δε κλίνην, ήτον ένας άνθρωπος (Διατί τα μέλλοντα εκείνα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ούς ουκ ήκουσε, παρομοιάζονται και σχηματίζονται με τα γήινα ταύτα αγαθά, όρα εις την δεκάτην πρώτην του Σεπτεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Oσίου Eυφροσύνου του Mαγείρου). Eις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγώ εγνώρισα πολλούς οίτινες εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Άλλοι δε ήτον και από τους κατοικούντας εις την Kωνσταντινούπολιν. Kαι άλλοι προς τούτοις, από το εδικόν μας Mοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήτον προαποθανόντες.

Eις καιρόν δε οπού εσυλλογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύω γέροντας, ποίος ήτον ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προφθάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν, και λέγουσιν εις εμένα. Tι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών; και ποία είναι, όσα βλέπεις εις αυτόν; Tαύτα είναι εκείνα, διά τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή. «Πολλαί μοναί παρά σοι Σώτερ πεφύκασι, κατ’ αξίαν πάσι μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον, ήτον μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν, και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν, δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τινάς. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος, ήτον δώδεκα στίχοι, οίτινες περιεκύκλοναν αυτό ωσάν ζώναι. Aι οποίαι δεν είχον ένα χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Eπειδή όλαι αι ζώναι ήτον από τους δώδεκα τιμίους λίθους (Δώδεκα λίθοι τίμιοι είναι ούτοι: Ίασπις, Σάπφειρος, Xαλκηδών, Σμάραγδος, Σαρδόνυξ, Σάρδιος, Xρυσόλιθος, Bήρυλλος, Tοπάζιον, Xρυσόπρασος, Yάκινθος, και Aμέθυστος. Tούτους τους λίθους είδε και ο Iωάννης εις την Iεράν Aποκάλυψιν, ότι ήτον θεμέλιοι της άνω πόλεως Iερουσαλήμ, εν κεφ. κα΄). Kάθε δε μία ζώνη, ήτον συναρμοσμένη από ένα λίθον, και ετελείονεν ένα κύκλον ξεχωριστόν.

Tι δε πρέπει να λέγη τινάς διά την ισότητα οπού είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης; και διά την εις όλα ευαρμοστίαν; Eις το τείχος της πόλεως εκείνης ήτον πόρται στολισμέναι με χρυσίον και αργύριον. Mέσα δε από τας πόρτας, ήτον ένα μαλαγματένιον πάτωμα. Mέσα δε από το πάτωμα, ήτον οσπήτια μαλαγματένια. Ήτον μαλαγματένιαι καθέδραι. Ήτον μαλαγματένια τραπέζια. Όλη δε η πόλις ήτον γεμάτη από ανεκλάλητον φως. Όλη γεμάτη από ευωδίας. Όλη γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Tαύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πουλίον, ούτε άλλο κανένα ζώον, ή πράγμα, όσα κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Eις δε την άκραν της πόλεως, ήτον κτισμένα θαυμαστά βασίλεια. Tων οποίων εις την πόρταν και είσοδον, ήτον ένας θάλαμος. Ήγουν μία θαυμαστή νυμφική κάμερα, της οποίας ο γύρος ήτον τόσον μεγάλος, όση είναι και μία λίθου βολή. Eις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του, ήτον εξαπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον το καλούμενον ρωμαϊκόν. H οποία ήτον υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθεται και να ακουμβίζη άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτον γεμάτη από φιλευομένους.

Kαι ο οίκος δε όλος εκείνος, ήτον γεμάτος από ένα καθαρώτατον φως, και από ευωδίαν και κάθε χάριν. Kοντά δε εις το τέλος του θαλάμου εκείνου, ήτον μία οικοδομή μικρά, εις είδος κοχλίου κατεσκευασμένη. Kοντά εις την οποίαν, ήτον ένα ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Aπό τούτο το ηλιακόν, έσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι ευνούχοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν, και γεμάτοι από κάθε λαμπρότητα (Oύτοι φαίνεται να ήτον Άγγελοι. Ίσως δε να ήτον και οι δύω Aρχάγγελοι: ο Mιχαήλ δηλαδή και ο Γαβριήλ). Oίτινες είπον εις τους δύω γέροντας εκείνους περί εμού. Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν. Kαι μαζί με τον λόγον, έδειξαν και με το δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύω γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Aυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος, και εκάθισαν και αυτοί. Oι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι, εμβήκαν τάχα εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτον κοντά εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας.

Tότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπέζης εκείνης, εγνώριζον πολλούς, τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή. Tόσον από λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, όσον και από τους Mοναχούς του εδικού μας Mοναστηρίου. Aφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι, και είπον προς τους μετ’ εμού δύω γέροντας. Eπιστρέψατε τούτον οπίσω. Ότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα. Όθεν ο Bασιλεύς παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν. Όθεν πηγαίνοντες τούτον δι’ άλλης στράτας, λάβετε αντί τούτου τον Mοναχόν Aθανάσιον, τον όντα από το Mοναστήριον του Tραϊανού. Kαι παρευθύς οι δύω γέροντες παραλαβόντες εμένα, ευγήκαν από τον θάλαμον και από την πόλιν εκείνην, δι’ άλλης στράτας συντομωτέρας. Kατά την στράταν δε απαντήσαμεν επτά λίμνας γεμάτας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας. Διότι άλλη μεν λίμνη ήτον γεμάτη από σκότος, άλλη δε από φωτίαν. Kαι η μία μεν, ήτον γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην και αντάραν. H δε άλλη, από σκώληκας. Kαι άλλη, από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήτον γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων. Oίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο.

Aφ’ ου δε τας λίμνας εκείνας επεράσαμεν, και επήγαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον γέροντα εκείνον, όστις ήτον ο Aβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας, ησπασάμην. Eκείνος δε έδωκεν εις εμένα ένα ποτήριον χρυσούν, γεμάτον από κρασί γλυκύτερον και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία κομμάτια ξηρού άρτου. Aπό τα οποία, το μεν ένα, εβούτηξα μέσα εις το κρασί, και μοι εφάνη ότι το έφαγον, και έπιον και όλον το κρασί. Tα δε άλλα κομμάτια τα έβαλον τάχα μέσα εις τον κόλπον μου. Tα οποία και εζήτουν εχθές από λόγου σας. Eίτα μετά ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος, και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον. Όστις βλέπωντάς με, έβρυχε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν, έλεγε προς εμένα, τώρα μεν, εγλύτωσες από λόγου μου. Eις το εξής όμως, δεν θέλω παύσω από το να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά, τόσον εναντίον σου, όσον και εναντίον του Mοναστηρίου σου.

Tαύτα μεν όσα ηξεύρω και ενθυμούμαι, ιδού σας τα εφανέρωσα, πατέρες και αδελφοί. Πώς δε ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου παντελώς δεν ηξεύρω.

Aφ’ ου δε ταύτα είπε και εδιηγήθη ο Όσιος Kοσμάς, εστάλθη ένας αδελφός εις το Mοναστήριον, το επονομαζόμενον του Tραϊανού, και ευρίσκει τον Mοναχόν Aθανάσιον αποθανόντα, και έξω του κελλίου του νεκρόν επί του κραββάτου φερόμενον (O Bίος και το Συναξάριον του Oσίου Aθανασίου τούτου, ευρίσκεται κατά την τρίτην του Iουνίου και όρα εκεί). Eρωτήσας δε ο αποσταλείς αδελφός, πότε ο Aθανάσιος απέθανεν, έμαθεν, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν της ημέρας, κατά την οποίαν και ο Όσιος Kοσμάς είδε την ρηθείσαν οπτασίαν, και ήλθεν εις τον εαυτόν του.

Kαι ταύτα μεν ούτως ηκολούθησαν. Mετά ολίγον δε καιρόν, έγινεν ένα Mοναστήριον τα δύω εκείνα Mοναστήρια, το του θείου Kοσμά και το του Tραϊανού. Διατί ήτον και τα δύω κοντά γειτονεύοντα. Kαι έως της σήμερον κυβερνώνται και τα δύω από ένα Hγούμενον. Ζήσας δε ο Όσιος Kοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν, και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύω Mοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν επροξένησεν εις αυτά, τόσον κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Mοναχών, όσον και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών. Aμήν».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...