Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2012

Κυριακὴ Ε΄Λουκᾶ (Λουκ. ιστ΄19-31) + Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος



 
31 Ὀκτωβρίου 1965


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν κακὸ πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἡ παραβολὴ μᾶς διδάσκει πὼς ἔρχεται μιὰ ὥρα κι ἀλλάζουν τὰ πράγματα στὴ ζωή· ὁ φτωχὸς Λάζαρος, γιὰ νὰ 'χη ὑπομονὴ στὴ φτώχεια του, πάει στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, κι ὁ κακὸς πλούσιος γιὰ νὰ μὴν κάνη καλὴ χρήση τοῦ πλούτου, βασανίζεται στὸν Ἅδη. Αὐτὰ εἶναι λόγια ποὺ τὰ εἶπε ὁ Θεὸς κι ἂς τ' ἀκούσουμε πάλι, ἐξηγημένα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Εἶπεν ὁ Κύριος· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ντυνότανε στὰ κόκκινα καὶ στὰ βυσσινιὰ καὶ τρωγόπινε καὶ καλοπερνοῦσε κάθε μέρα μέσα σὲ μεγάλη πολυτέλεια. Κι ἦταν ἕνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ριγμένος ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ πλουσίου, πληγιασμένος καὶ λιμάζοντας νὰ χόρταση ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου· κι ἦταν σὲ τέτοια ἐγκατάλειψη ὅπου καὶ τὰ σκυλιὰ ἐρχόντανε κι ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Κι ἔγινε καὶ πέθανε ὁ φτωχὸς καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ· καὶ πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. Καὶ στὸν Ἅδη, ἐκεῖ ποὺ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸ Λάζαρο στοὺς κόλπους του. Καὶ φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε· Πατέρα Ἀβραάμ, λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βουτήξη στὴν ἄκρη τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίση τὴ γλώσσα μου, γιατί καίγομαι καὶ λυώνω σὲ τούτη τὴ φλόγα. Κι εἶπε ὁ Ἀβραάμ· παιδί μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ χάρηκες τὰ καλά σου στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος πάλι τὰ κακά· τώρα ἐκεῖνος ἐδῶ χαίρεται καὶ σὺ βασανίζεσαι· κι ἐξὸν ἀπ' ὅλα τοῦτα μεταξὺ μας ἀνοίγεται βαθὺ φαράγγι, ὥστε κεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ δῶ πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ μποροῦν μήτε ἀπ' αὐτοῦ πρὸς ἐμᾶς νὰ περνᾶνε. Τότε ὁ πλούσιος εἶπε· σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ στείλης τὸ Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου· γιατί ἔχω πέντε ἀδέρφια· νὰ πάη καὶ νὰ τοὺς βεβαίωση τί γίνετ' ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τούτη τὴν κόλαση. Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ· ἔχουν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφήτες· ἂς τοὺς ἀκούσουν. Κι ἐκεῖνος εἶπε· ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ· μόνο ἂν πάη σ' αὐτοὺς κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἀβραάμ· ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, οὔτε κι ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἂν κάποιος ἀναστηθῆ θὰ πεισθοῦν.

Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουνε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ στὴν ἄλλη ζωή, αὐτοὶ λένε· «Ἂς φᾶμε κι ἂς πιοῦμε, γιατί αὔριο θ' ἀποθάνουμε». Ἔχουν τὰ καλά τους, ὅπως κι ἂν τὰ 'χουν, καὶ τὰ χαίρονται μόνοι τους. Ντύνονται καὶ στολίζονται, τρῶνε καὶ ξεφαντώνουνε, χτίζουνε σπίτια, ἀγοράζουνε χτήματα, μαζεύουνε χρήματα. Καὶ δίπλα τους εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ γυμνοί, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄρρωστοι, τὰ γηρατειά, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια· ὅλη ἡ ἀθλιότητα τοῦ κόσμου. Μὰ πῶς λοιπὸν ἐσὺ ξεφαντώνεις, ὅταν ὁ ἄλλος δὲν ἔχη οὔτε ψωμί; Πῶς ἐσὺ στολίζεσαι, ὅταν ὁ διπλανός σου εἶναι γυμνός; Καὶ πὼς τοῦ λόγου σου χτίζεις καὶ ξαναχτίζεις, ὅταν ὁ ἀδελφός σου εἶναι στὸ δρόμο; Θὰ πῆς· Ἀπὸ τὰ δικά μου καὶ τρώγω καὶ ντύνομαι καὶ χτίζω. Δὲ λέγω πὼς δὲν εἶναι δικά σου, δὲ λέγω πὼς τὰ 'καμες μὲ κλεψιές, μὲ τοκογλυφίες καὶ μὲ ἀπάτες, γιατ' εἶναι καὶ πολλοὶ ποὺ ἔτσι πλουταίνουν. Μὰ ποιός σοῦ εἶπε πὼς τὰ δικά σου εἶναι μόνο γιὰ σένα; Ὁ ἴδιος Θεὸς ἀφίνει ἐσὺ νὰ 'σαι πλούσιος κι ὁ ἄλλος φτωχός, γιὰ νὰ 'χης ἐσὺ ἀγάπη μέσ' στὸν πλοῦτο σου κι ἐκεῖνος ὑπομονὴ μέσ' στὴ φτώχειά του.

Γιατί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ὁ πλούσιος πῆγε στὴν κόλαση; Μόνο καὶ μόνο γιατ' ἦταν πλούσιος; Πλούσιος ἦταν κι ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὸν βλέπουμε πρῶτο καὶ καλύτερο μέσα στοὺς δικαίους. Πολλοὶ ποὺ βλέπουν καὶ πονοῦν γιὰ τὴν ἀνισότητα στὸν κόσμο, κι ἄλλοι ποὺ καμώνονται πὼς πονοῦν, φωνάζουν καὶ σηκώνουν ἐπανάσταση καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸν πλοῦτο, πὼς τάχα εἶναι καταραμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ 'χουνε τίποτα δικό τους οἱ ἄνθρωποι κι ἄλλα τέτοια. Μὰ δὲ φταῖνε, χριστιανοί μου, τὰ πράγματα· οἱ ἄνθρωποι φταῖνε. Δὲ φταῖνε τὰ ἀργύρια, μὰ ἡ φιλαργυρία. Ὁ πλοῦτος ἀπὸ λόγου του μήτε καλὸς εἶναι μήτε κακός· στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων γίνεται καλὸς ἤ κακός. Ὁ πλούσιος δὲν πῆγε κεῖ μόνο καὶ μόνο γιατί ἦταν πλούσιος, μὰ γιατ' ἦταν κακὸς πλούσιος, ἄσπλαχνος καὶ σκληρόκαρδος ἄνθρωπος. Μποροῦσε μὲ τὸν πλοῦτο του ν' ἀγοράση τὸν παράδεισο, μὰ ἐκεῖνος ἐξαιτίας τοῦ πλούτου ἔπεσε στὴν κόλαση.

Κι ὁ Λάζαρος, τί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, πῆγε τάχα κοντὰ μὲ τὸν Ἀβραάμ, μόνο καὶ μόνο γιατ' ἦταν φτωχός; Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ 'πρεπε νὰ πάη κοντὰ μὲ κάποιο φτωχὸ κι ὄχι μὲ τὸν πλούσιο Ἀβραάμ. Καὶ τότε θὰ 'πρεπε νὰ 'ναι χωριστὴ ἡ θέση τῶν ἀνθρώπων στὴν ἄλλη ζωὴ· οἱ πλούσιοι στὴν κόλαση κι οἱ φτωχοὶ στὸν παράδεισο. Μὰ θὰ 'ναι καὶ πλούσιοι στὸν παράδεισο καὶ θὰ 'ναι καὶ πολλοὶ φτωχοὶ στὴν κόλαση. Γιατί, ἂν εἶναι κανένας πλούσιος, δὲν πάει νὰ πῆ πὼς εἶναι καὶ κακός, καὶ δὲ φτάνει νὰ 'σαι φτωχὸς γιὰ νὰ 'σαι καὶ δίκαιος. Ἡ φτώχεια εἶναι κακό· εἶναι κι αὐτὴ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων κι ὕστερα καὶ τῶν δικῶν μᾶς ἁμαρτιῶν. Γιατί δὲν εἶναι λίγοι ποὺ εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους· τοὺς ἄσωτους, ποὺ φθείρονται στὸ μεθύσι, στὰ χαρτιὰ καὶ στὰ ξενύχτια, τοὺς ἄσωτους καὶ τοὺς τεμπέληδες τοὺς περιμένει φτώχεια. Μὰ ἡ φτώχεια εἶναι καὶ καλό. Γιατί ἡ φτώχεια πρῶτ' ἀπ' ὅλα εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι ἀγαποῦνε νὰ 'ναι φτωχοί, σηκώνουνε μὲ ὑπομονὴ καὶ καύχηση τὴ φτώχεια τους. Μὰ ἐσὺ δὲν ἀγαπᾶς καὶ φοβᾶσαι τὴ φτώχεια; Ἐργάζου λοιπὸν τίμια καὶ κάνε οἰκονομία, γιὰ νὰ 'χης αὐτάρκεια· ἔχε καὶ εὐσέβεια, κι ἀληθινὰ θὰ 'σαι πλούσιος. Πλούσιος εἶναι ὅποιος ἀρκεῖται στὰ λίγα καὶ φτωχὸς εἶναι ὅποιος χρειάζεται πολλά.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς χορτάτους εἶπε· «Οὐαὶ ὑμῖν, οἱ ἐμπεπλησμένοι»· ἀλήμονό σας, οἱ χορτάτοι. Ἐννοοῦσε τοὺς κακοὺς καὶ σκληρόκαρδους πλουσίους σὰν καὶ τοῦτον τῆς παραβολῆς. Καὶ πάλι γιὰ τοὺς φτωχοὺς ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ» κι ἐννοοῦσε κάτι φτωχοὺς σὰν τὸ Λάζαρο· ποὺ δὲν εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους καὶ ποὺ τὴ φτώχεια τους τὴ σηκώνουνε μὲ ὑπομονή. Ἐμεῖς, ἂν ἔχουμε ὑλικὸ πλοῦτο, ἂς ἔχουμε καὶ πλοῦτο καλωσύνης καὶ θησαυροὺς ἀγάπης. Κι ἂν εἴμαστε φτωχοί, ἂς εἴμαστε φτωχοὶ καὶ στὶς κακίες. Νὰ μὴν εἴμαστε πλούσιοι στὰ χρήματα καὶ φτωχοὶ στὴν ἀγάπη καὶ νὰ μὴν εἴμαστε φτωχοὶ στὰ χρήματα καὶ πλούσιοι στὶς κακίες. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ἂς εἰμαστ' ἐδῶ ἀδέρφια, γιὰ νὰ 'μαστε καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ μαζὶ στὸν παράδεισο. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ (Λουκά ιστ' 19-31) του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Άνθιμου

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ
(Λουκά ιστ' 19-31)

Μερικές ευαγγελικές περικοπές παρουσιάζουν την εξής δυσκολία: Δεν είναι μόνο δύσκολο να τις αναλύσουμε, είναι αδύνατο ακόμα και να ερμηνεύσουμε το νόημα των λέξεών τους. Παράδειγμα, η σημερινή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Σε μια εποχή μάλιστα, κρίσεως οικονομικής, ποιός θα συμφωνούσε στην οριοθέτηση αυτών των δύο εννοιών; Ποιός θα παραδεχτεί ότι είναι πλούσιος και ποιός θα αποδεχτεί ότι δεν είναι φτωχός, σε σύγκριση με άλλους! Χρειάζεται, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε ότι πλούσιος είναι όποιος αρκείται σε όσα έχει και φτωχός είναι αυτός που κατατρώγεται από τη μανία να αποκτήσει περισσότερα.  Εδώ είναι σαν να ακούω τις αντιρρήσεις σας, που φωνάζουν για τα διακαιώματα των εργαζομένων, για τις κοινωνικές ευθύνες, για τις συντεχνιακές αδικίες, για την άνιση μισθοδοσία, για τις αποκλίσεις του δημόσιου από τον ιδιωτικό τομέα και συμφωνώ μαζί σας. Όμως, η σημερινή παραβολή, δεν αδικεί κανέναν άνθρωπο, δεν ακοκλείει κανένα δικαίωμα, δεν απαγορεύει καμμιά επιδίωξη. Πε-ριγράφει μόνο την έκβαση του βίου στο άνοιγμα της ζωής. Εμφανίζει την προοπτική των πράξεών μας στον ορίζοντα της αιωνιότητος. Επειδή, αυτό είναι το μόνο βέβαιο∙ ότι ο βίος μας που αρχίζει με τη γέννησή μας, θα περάσει κάποτε το πλατύσκαλο του θανάτου και έπειτα θα ανοιχτεί  στην πραγματικότητα της υπάρξεώς της. Την ατέλειωτη αυτή πορεία και την ποιότητά της, καθορίζουν οι πράξεις μας και ιδιαίτερα όσες έχουν να κάνουν με τους συνανθρώπους μας. Επειδή ο άνθρωπος, απέκτησε την αυτοσυνειδησία της υπεροχής του από τα ζώα, μόνο όταν συγκρότησε κοινωνίες, επειδή ο Θεός δεν είναι αυθαίρετη μονάδα αλλά Τριάδα και επειδή η ζωή που ζούμε, μας χαρίστηκε σαν δώρο και την οφείλουμε στους πριν από μας και στους μετά.  
Τ
ο βέβαιο που παρουσιάζει το σημερινό ευαγγελικό κείμενο είναι η ύπαρξη της άλλης ζωής. Η άλλη ζωή, είναι ένας κοινός πνευματικός τόπος όλων σχεδόν των λαών του πλανήτη. Ο άνθρωπος δεν θέλησε να ξεχάσει ποτέ, έναν άλλο κόσμο, από τον οποίο κάποτε ναυάγησε σε αυτόν εδώ. Μιά άλλη ποιότητα ζωής από την οποία ξέπεσε σ’αυτήν που ζούμε τώρα. Εναν κόσμο παραδεισένιο, απ’ όπου μια ξαφνική ανταρσία, επέφερε κοσμοχαλασιά και ανέτρεψε την αρμονία της κτίσεως και την αγαθή επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό. Αυτής της ζωής η διάρκεια και η ποιότητα είναι μειωμένα, σε σχέση με την πρώτη, την μόνιμη και αληθινή. Παρά την σκληρότητα αυτού του κόσμου, ο άνθρωπος, διατήρησε και την ελπίδα της επανάκαμψης, της επιστροφής στην αρχέγονη εκείνη κατάσταση της ξεγνοιασιάς και της αμέριμνης ζωής του.
Στη χριστιανική διδασκαλία, στη Γένεση, περιγράφεται περισσότερο αποκαλυπτικά η Πτώση του ανθρώπου και η θεληματική του απομάκρυνση από τον Παράδεισο και το Θεό. Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, οι όροι της επιστροφής μας στον χαμένο Παράδεισο, δεν καθορίζονται από το Θεό αλλά επιτυγχάνονται από τον ίδιο τον άνθρωπο. Τα κριτήρια της μετοχής μας στην άλλη ζωή μέχρι τον Ιησού Χριστό ανήκαν στο Θεό Πατέρα. Κατά το χρονικό διάστημα της επιγείου δράσεως του Χριστού, η εξουσία της διαχειρίσεως του Παραδείσου, είχε παραδωθεί στον Θεάνθρωπο Ιησού. Λίγο πριν αναληφθεί ο Χριστός, έδειξε στους ανθρώπους τον τρόπο και τον δρόμο μέσῳ του οποίου θα επιστρέψουμε στη Βασιλεία των Ουρανών. Ο τρόπος και ο δρόμος αυτός έχει να κάνει με τους συνανθρώπους μας και περνάει άλλοτε αγαπητικά κι άλλοτε θεραπευτικά από τη ζωή τους, πριν συνταντήσει την πύλη του Παραδείσου.
Ο
 πλούσιος τον οποίο περιγράφει η σημερινή περικοπή του Ευαγγελίου, όσο ζούσε σ’ αυτή τη ζωή, δεν σκέφθηκε ποτέ την άλλη. Οι καθημερινές φροντίδες και οι έγνοιες του ήταν τόσο πολλές, που λησμόνησε να προβληματισθεί τί θα απογίνει μετά το θάνατό του. Ήταν τόσο απορροφημένος στη δίνη των δραστηριοτητων του και δεν σκέφθηκε οτι είναι θνητός άνθρωπος. Ίσως και να ήταν τόσο δειλός που δεν ήθελε καν να συλλογισθεί ή να ακούσει για θάνατο. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο πλούσιος της παραβολής ήταν εγωϊστής. Οτι νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό του.
Μα, δεν ειναι έτσι. Αν νοιάζονταν για τον εαυτό του, θα σκέπτονταν το μέλλον του. Θα εξασφάλιζε τον εαυτό του και για μετά το θάνατο.  Τελικά, ο πλούσιος ήταν ένας αφελής, κοντόφθαλμος άνθρωπος που έτρεχε διαρκώς και φρόντιζε με πάθος για πράγματα που δεν τον συνόδευσαν στο αιώνιο ταξείδι του. Σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για φθαρτά και εφήμερα πράγματα. Μετά το θάνατό του, τα χρήματά του τα μετρούσαν άλλοι. Τα κοσμήματά του τα φορούσαν άλλοι. Τα ρούχα του τα πέταξαν. Τα χωράφια του τα καλλιεργούσαν οι κληρονόμοι του και στα σπίτια του κατοίκησαν ξένοι. Και εκείνος, ο πρώην πλούσιος, βημάτιζε γυμνός στους δρόμους της άλλης ζωής, τελείως προδομένος απ’ όσα αγωνίστηκε, παντελώς έρημος από όσα έφτιαξε. Τα χέρια του άδεια, τσέπες δεν είχε, χωράφια δεν υπήρχαν, τροφές δεν χρειάζονταν πιά. Τί κι αν τον εξυπηρέτησαν τα πλούτη του σε αυτόν τόν κόσμο; Σαν μια ημέρα πέρασε, οσο κρατάει η κίνηση των βλεφάρων, σαν όνειρο έσβυσαν όλα πιά.
Όμως, έπαθε και χειρότερο κακό! Χειρότερο απ’αυτό; Ναί! Μέσα στην αλλοφροσύνη της δράσης του και του πλουτισμού του, δεν πρόσεξε ποτέ κάποιον καμόμοιρο Λάζαρο, που σέρνονταν πεινασμένος και άρρωστος έξω από το αρχοντικό του. Και αυτόν, που εδώ δεν έτυχε να προσέξει, τον είδε εκεί, στον Παράδεισο, να απολαμβάνει όσα του στέρησε σε αυτή τη ζωή ο κόσμος. Ο πρώην πλούσιος προσπάθησε να τον πλησιάσει. Δεν υπήρχαν γέφυρες. Τις είχε γκρεμίσει ο ίδιος. Προσπάθησε να επικοινωνήσει. Δεν υπήρχε κοινωνία. Την είχε ο ίδιος διακόψει γιά πάντα. Έτσι θα ζούσε, λοιπόν, στην αιωνιότητα της Βασιλείας του Θεού. Φτωχός και παντέρημος. Έτσι επέλεξε ο ίδιος να ζήσει. Με τέτοια οικοδομικά υλικά έκτισε την εκεί κατοικία του. Και να του έδινε ο Θεός κάτι άλλο, δεν μπορούσε να το διαχειρισθεί. Δεν είχε καλλιεργήσει το πνεύμα του, δεν είχε εξασκήσει την αγάπη του, δεν είχε συνάψει φιλίες, δεν του όφειλε κανείς, δεν τον γνώριζε κανείς, γι’αυτό ούτε και το όνομά του αναφέρεται στο Ευαγγέλιο.

Το ερώτημα που κάποτε ανεβαίνει στην καρδιά μας, λέει: «Ο Θεός δεν θα τον λυπηθεί ποτέ; θα αντέχει η αγάπη του να βλέπει αιώνια τον πρώην πλούσιο σε εκείνον τον τόπο της συνειδησιακής βασάνου;»
Χρειαζόμαστε πολύ πίστη για να αντέξουμε την απάντηση: υποφέρει ο Θεός με τη αμετανοησία των αδίκων και των αμαρτωλών, όπως οι γονείς υποφέρουν με τις λαθεμένες επιλογές των παιδιών τους. Όμως, συνεχίζει να σέβεται και να μην παραβιάζει την ελευθερία της βουλήσεως των ανθρώπων. Η καρδιά του πλουσίου σκλήρυνε, πάγωσε σε αυτόν τον κόσμο, για πάντα. Όταν η Εκκλησία λέει «μετά θάνατον ουκ έστι μετάνοια», δεν εννοεί ότι θα μετανοούν οι άνθρωποι αλλά δεν θα τους συγχωρεί ο Θεός! Εννοεί ότι δεν θα μετανοούν, επειδή θα έχει παγιωθεί μέσα τους η κακία και η σκληρότητα. Ο σημερινός πλούσιος, βλέπετε, δεν ζήτησε συγνώμη από το Θεό για τις πράξεις του. Και η παράκλησή του να έρθει ο Λάζαρος να του βρέξει τα χείλη, απέβλεπε στο να καεί και ο Λάζαρος, έστω και για λίγο, όπως καίγονταν ο ιδιος, σχολιάζει ο Ιωάννης Χρυσόστομος.
Μακάρι, αγαπητοί, να μας φυλάξει ο Θεός από μια τέτοια στάση της ζωής μας αυτής, που καθορίζει και την άλλη.
Ο Μητροπολίτης
✥ Ο Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος

Κυριακή ε Λουκά Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. ιστ΄19-31)



Ἡ παραβολὴ αὕτη συμπληροῖ τὰ προηγούμενα περὶ πλούτου λεχθέντα ἰδίως δὲ τὴν παραβολὴν τοῦ ἀπίστου οἰκονόμου δεικνύουσα τὴν χρῆσιν τῶν περισσευόντων ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ κάμωσιν οἱ πλούσιοι καὶ ποῦ θὰ καταντήσωσιν οὗτοι, ἐὰν ἀμελήσωσι τὰ πρὸς τοὺς πτωχοὺς καθήκοντά των. Ἐμμέσως δὲ δὲν παύει νὰ ὑπονοοῦνται ὑπὸ τὸν κολαζόμενον πλούσιον τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν Ἀβραὰμ πατέρα, οἱ πλούσιοι Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι θὰ κολασθῶσι, διότι εἶναι σκληροὶ εἰς τοὺς πτωχούς.

Ἡ παραβολὴ αὕτη ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἄνθρωπὸς τις ἦν» ἦτο «πλούσιος καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Πορφύρα ἦτο τὸ ἐξωτερικὸν ἔνδυμα ἀπὸ ὕφασμα βαμμένον μὲ τὸν πανάκριβον ἐρυθρὸν χυμὸν κογχύλης τῆς θαλάσσης ἐκ Τύρου, ἡ ὁποία ὠνομάζετο πορφύρα. Βύσσος δὲ ἦτο τὸ λευκὸν σάν τὸ χιόνι ἐσωτερικὸν φόρεμα ἐκ λεπτοῦ λινοῦ Αἰγυπτιακοῦ ὑφάσματος (1). Ἑπομένως ἔνδυμα καὶ τροφὴ τοῦ πλουσίου τούτου ἦσαν πολυτελέστατα. Ἡ ζωὴ του ἦτο καθημερινὴ ἑορτή! Ὁ πλούσιος εἶναι ἀνώνυμος, διότι «γέγραπται οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου». Ψάλμ. 15,4. Τοὺς ἀσεβεῖς ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὐδὲ νὰ ὀνομάσῃ.

Ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὸν «πτωχὸς τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος» ἦτο κάποιος πτωχός, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Λάζαρος «ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος». Ἡ ἀθλιότης τοῦ πτωχοῦ τούτου συνίστατο εἰς τὸ ὅτι «ἐβέβλητο» ἦτο πεταγμένος «πρὸς τὸν πυλῶνα» εἰς τὴν μεγάλην στοὰν τοῦ ἀνακτόρου τοῦ πλουσίου καὶ «ἡλκωμένος» γεμᾶτος ἀπὸ πληγάς. Ὁ πυλών, ἡ μεγάλη στοά, εἶναι δεῖγμα τοῦ μεγαλείου του ἀνακτόρου τοῦ πλουσίου. Ἐπιτρέπων ὁ πλούσιος οὗτος νὰ μένῃ ὁ πτωχὸς Λάζαρος εἰς τὸν πυλῶνά του εἶχε πρὸς αὐτὸν κάποια συμπάθειαν, εἶχε ὅμως καὶ σκληρότητα, διότι πλὴν τῶν συμφορῶν αὐτῶν ὁ πτωχὸς οὗτος ὑπέφερε καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν, διότι «ἐπεθύμει χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου». Τόση ἦτο ἡ περιφρόνησις τοῦ πλουσίου τούτου πρὸς τὸν πτωχόν, ὥστε οὐδὲ οἱ ὑπηρέται του ὅταν μετὰ τὸ φαγητὸν ἐτίναζαν τὰ τραπεζομάνδηλα εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Λάζαρος, ἐφρόντιζον διὰ τὸν πτωχὸν αὐτόν. Τοὐναντίον μάλιστα! Τὰ τιναζόμενα πλησίον τοῦ Λαζάρου ἀποκόμματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἠδύνατο νὰ λάβῃ αὐτός, εἵλκυον τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἀφῄρουν αὐτὰ ἀπὸ αὐτόν. Μόνον ψίχαλά τινα ἠδύνατο ὁ Λάζαρος νὰ λαμβάνῃ.

Ἀλλὰ τὸ κορύφωμα τῆς δυστυχίας τοῦ Λαζάρου ἦτο ὅτι «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» τὰ σκυλιὰ ἔγλυφον τὰς πληγάς του, προφανῶς, ἵνα πίνωσι τὸ αἷμά του. Πόση ἀηδία δι’ ἡμᾶς καὶ πόση συμφορὰ δι’ ἐκεῖνον ἦτο ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν κυνῶν! Ἀλλὰ τὸ ὕψιστον σημεῖον τῆς συμφορᾶς τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου εἶναι, ὅτι ἑκάστη τῶν συμφορῶν του εἶχεν ἀπέναντί της ἀντίθετον μεγαλεῖον τοῦ πλουσίου. Παλάτιον εἶχεν ὁ πλούσιος, εἰς τὸ ὕπαιθρον ἦτο ὁ Λάζαρος. Χορτασμὸς ὑπῆρχεν εἰς τὸν μέν, πεῖνα εἰς τὸν δέ. Καλπάζουσα ὑγεία εἰς τὸν μέν, πληγαὶ εἰς τὸν δὲ κ.λ.π. Ὁ πτωχὸς ὅμως οὗτος Λάζαρος ὑπέμεινε τὴν συμφοράν του!

«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ». Ὁ πτωχὸς ἀποθανών μετεφέρθη οὐχὶ ὑπὸ τινος ἀγγέλου ἀλλὰ ὑπὸ πολλῶν ἀγγέλων τιμῆς ἕνεκεν, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. «Κόλπος» τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι ἡ ἀγκάλη τοῦ πεφιλημένου πατριάρχου Ἀβραάμ, ὅπου ὁ πτωχὸς Λάζαρος κλίνει τὴν κεφαλήν του. Τοῦτο ἐκφράζει τὴν στενωτάτην σχέσιν καὶ τὴν τρυφερωτάτην ἀγάπην πλουσίου Ἀβραὰμ καὶ πτωχοῦ Λαζάρου, τὴν μακαριότητα τοῦ παραδείσου, ὅπου ἀναπαύονται ἐλεήμονες πλούσιοι καὶ ὑπομονητικοὶ πτωχοί. «Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη». Εἰς τὸν ἀποθανόντα πλούσιον ἔγινε ἐπίσημος κηδεία, ἐνῷ διὰ τὸν Λάζαρον οὐδὲ ἁπλοῦς ἐνταφιασμός. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν εὐτυχίαν τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, ὁ πλούσιος εὑρίσκεται ἐν τῷ ᾋδη εἰς τὴν κόλασιν. «Ἐν τῷ ᾃδῃ ἐπάρας» σηκώσας «τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ» βλέπει «τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ» εἰς τὴν ἀγκαλιά του «καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε˙ Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με» λυπήσου με «καὶ πέμψον» στεῖλε τὸν «Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ». Οὐδὲν βασανιστικώτερον τοῦ διὰ πυρὸς βασανιστηρίου. Τόση ἦτο ἡ διὰ πυρὸς βάσανος ἐν τῇ κολάσει, ὥστε βάψιμον μόνον δι’ ὕδατος τοῦ ἄκρου τοῦ δακτύλου τοῦ Λαζάρου, θὰ ἐδρόσιζε τὸν τηγανιζόμενον ἐκεῖ πλούσιον! Ὁ πλήρης δούλων ἐδῶ πλούσιος, ἱκέτης ἐκεῖ γίνεται !

Ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾶ˙ «τέκνον μνήσθητι» παιδί μου ἐνθυμήσου «ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά». Σὺ ἐπέρασες καλά εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον καὶ ὁ Λάζαρος ἄσχημα. Ἐκτός τῆς συμπαθοῦς κλήσεως ὁ Ἀβραὰμ ὀνομάζων αὐτὸν «τέκνον» οὐδὲν ἄλλο δύναται νὰ προσφέρῃ. Πόσον τρομερόν! Διὰ λόγους λοιπὸν δικαιοσύνης ὁ μὲν Λάζαρος «νῦν ὧδε παρακαλεῖται» παρηγορεῖται, ἀναπαύεται τώρα ἐδῶ «σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι» σὺ δὲ ὑποφέρεις. Ὁ Ἀβραὰμ συνεχίζει: «Ἐν πᾶσι τούτοις» πλὴν αὐτῶν, ἂν δηλαδὴ εἶχον τὴν ἐπιθυμίαν νὰ σὲ βοηθήσω, δὲν δύναμαι, διότι «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» ὑπάρχει μεταξὺ μας ἀδιάβατον χάος, «ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι» ὥστε ὅσοι θέλουν νὰ περάσωσιν «ἔνθεν» ἀπὸ ἐδῶ «πρὸς ὑμᾶς» πρὸς σᾶς «μὴ δύνωνται» δὲν δύνανται «μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν» οὔτε οἱ ἀπὸ τῆς κολάσεως «πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν» δύνανται νὰ ἔλθωσι πρὸς ἡμᾶς. Ὑπάρχει χάσμα ἀνυπέρβλητον μεταξύ μας. Τὸ χάσμα, τὸ χάος τοῦτο τὸ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἀδιάβατον σημαίνει, ὅτι ἡ καταδίκη τοῦ πλουσίου εἶναι ὁριστική, διότι δὲν δύναται νὰ ἐνδιαφερθῇ οὐδεὶς τῶν ἐν τῷ Παραδείσῳ δι’ αὐτόν.

Ὁ πλούσιος ἀπαντᾷ˙ « ἐρωτῶ οὖν σε» σὲ παρακαλῶ λοιπὸν τουλάχιστον «Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν» νὰ στείλῃς αὐτὸν «εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου». Δὲν τολμᾷ νὰ παρακαλέσῃ τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον. «Ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρεται αὐτοῖς» ἵνα κηρύξῃ εἰς αὐτοὺς ἐντόνως, «ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου». Ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾷ. «Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας» τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ τοὺς προφήτας «ἀκουσάτωσαν αὐτῶν» ἂς τὰ διαβάσουν. Ὁ πλούσιος ἀνταπαντᾷ καὶ λέγει: «Οὐχὶ πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν». Ἡ ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν γνωστοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰσχυρότερα τῶν βιβλίων. Ὁ Ἀβραὰμ ἀπεστόμωσε τὸν πλούσιον καὶ ἔκλεισε τὴν παραβολὴν εἰπών. «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν» ἐὰν δὲν ἀκούωσιν τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ τοὺς προφήτας «οὐδὲ ἐὰν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, πεισθήσονται». Ὅταν παρέλθῃ ἡ πρώτη ἐντύπωσις ἐκ τοῦ θαύματος, κατόπιν εἰς τοὺς μὴ ἔχοντας καλὴν διάθεσιν παραμένει ἡ ἀπιστία. Τόσην δύναμιν δηλαδὴ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή, ὥστε εἶναι ἰσχυρότερα καὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, διότι μετ’ ὀλίγον θὰ ἀναστήσῃ τὸν Λάζαρον, τὸν ἀδελφὸν Μαρίας καὶ Μάρθας, καὶ ὅμως οὐδόλως θὰ πιστεύσωσιν οἱ Φαρισαῖοι. Οἱ Φαρισαῖοι οἱ ἐκτιμῶντες πολὺ τὸν πλοῦτον καὶ ζητοῦντες θαῦμα ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ἵνα πιστεύσωσιν εἰς τὸν Χριστόν, ἀκούοντες, ὅτι ὁ πλούσιος ἐκολάσθη καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερος τῶν θαυμάτων, θὰ ᾐσθάνθησαν ἀρκετὸν κτύπημα.



Θέμα: Πλούσιοι — πτωχοί.

Ὡραιότατη ἡ παραβολὴ αὕτη διὰ τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος τῶν νοημάτων καὶ τὴν φωτεινότητά της. Διά νὰ ἴδῃ τις τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν πρέπει νὰ εἶναι δύτης, τὰ δὲ ὕψη τοῦ Οὐρανοῦ νὰ ἔχῃ τηλεσκόπιον.Ἡ παραβολὴ αὕτη ἔχει μεγάλην φωτεινότητα λόγῳ τῶν ὡραίων ἀντιθέσεων, ἵνα φωτίζῃ τὰ βάθη καὶ ὕψη τῶν νοημάτων. Ἴδωμεν ἀμφότερα.

Α) Ἡ Παραβολή. Ἔχομεν τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν ἀνώνυμον πλούσιον.

α) Ὁ Λάζαρος. Ἦτο πτωχός, ἄρρωστος, ἄστεγος, ἔρημος. Ἦτο τόσον πτωχός, ὥστε ἐπεθύμει νὰ χορτάσῃ ἐκ τῶν ψιχίων. Ἦτο τόσον ἄρρωστος, ὥστε ἦτο καὶ πληγωμένος. Ἦτο καὶ ἀδύνατος, ὥστε « ἐπιόντας τοὺς κύνας ὁρῶν, ἀμύνασθαι δὲ οὐκ ἰσχύων » κατὰ τὸν Χρυσόστομον. Δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποκρούσῃ τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζον αὐτόν. Ἑπομένως εἶχεν ὄχι μόνον πληγάς καὶ ἀσθένειαν, ἀλλὰ καὶ ἐσχάτην ἀδυναμίαν. Ἐπίσης ἦτο τελείως ἄστεγος, ὥστε δὲν εἶχεν οὔτε μίαν καλὺβην. Ἦτο εἰς τὸν πυλῶνα τοῦ πλουσίου δηλαδὴ εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἦτο τόσον ἔρημος, ὥστε δὲν ὑπῆρχε «ὁ λόγῳ παρακαλῶν, ὁ ἔργῳ παραμυθούμενος, οὐ φίλος, οὐ γείτων, οὐ συγγενής, οὐ τῶν ὁρώντων οὐδεὶς » κατὰ τὸν Χρυσόστομον. Παρηγορίαν δὲν εἶχεν ἀπὸ κανένα καὶ τὸ χειρότερον οὗτος ἔβλεπε «παρασίτους» τεμπέληδες, «κόλακας, ἱκέτας δούλους ἀναβαίνοντας, θορυβοῦντας, μεθύοντας, πηδῶντας » εἰς τὸ παλάτιον τοῦ πλουσίου, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ὁ Λάζαρος ἦτο ἕνας ζωντανὸς νεκρός. Ἀπέθανε! Βλέπομεν αὐτὸν μετὰ ταῦτα μεταφερόμενον οὐχὶ ὑπὸ ἑνός, ἀλλὰ ὑπὸ πολλῶν ἀγγέλων, τιμῆς ἕνεκεν, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ ὑπὸ τῶν σκυλιῶν γλυφόμενος φέρεται εἰς τὰ χέρια τῶν Ἀγγέλων, ὁ ἐν πενίᾳ τότε, ἐν τρυφῇ τώρα, ὁ ἐν ἐρημίᾳ τότε, μετὰ Ἀγγέλων τώρα, ὁ ἐν νόσῳ τότε, ἐν ὑγείᾳ καὶ αἰωνίᾳ μακαριότητι τώρα, ὁ ἀγωνιζόμενος τότε, στεφανούμενος τώρα !

β) Ὁ πλούσιος. « Ἱκέτης τοῦ πένητος ἐκεῖ ἐγένετο » ὁ πλούσιος ἔγινε ἐκεῖ ζητιάνος τοῦ ἐδῶ πτωχοῦ! « Καὶ τίνος πένητος;» καὶ τίνος πτωχοῦ ἔγινε ἐπαίτης; «Τοῦ λιμώττοντός ποτε» τοῦ πεινασμένου ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ «τοῦ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου δεομένου» τοῦ ζητιάνου τῆς τραπέζης ἤ «τοῦ τοῖς στόμασι τῶν κυνῶν προκειμένου» τοῦ εὑρισκομένου ἐδῶ μετὰ σκυλιῶν, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ἐδῶ ἀπὸ συχαμάρα ὁ πλούσιος δὲν ἐκυττοῦσε τὸν πένητα, ἐκεῖ ἀπὸ ἐντροπὴν δὲν τολμᾷ νὰ ἀπευθυνθῇ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον, ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ Ἀβραὰμ τὴν ἱκεσίαν ὑποβάλλει. Ὄχι μόνον ἱκέτης, ἀλλὰ καὶ πένης ἐκεῖ εἶναι ὁ πλούσιος. Πενέστερος πάντων καὶ τοῦ ἐδῶ Λαζάρου. Ὁ πλούσιος ἐκεῖ δὲν ἔχει ὄχι σταγόνα ὕδατος, ἀλλ’ οὐδὲ βάψιμον ἄκρου δακτύλου, ἵνα δροσισθῇ. Ὄχι μόνον δὲν ἔχει, ἀλλὰ ζητεῖ καὶ δὲν λαμβάνει.

Ὁ Λάζαρος ἐδῶ ψίχαλα ἐζήτει καὶ δὲν εἶχε. Ὁ πλούσιος ἐκεῖ βάψιμον ἄκρου δακτύλου ζητεῖ καὶ δὲν λαμβάνει. Ποῖον εἶναι πτωχότερον; Ψίχαλον ψωμιοῦ ἤ σταγόνα νεροῦ; Ψίχαλον ἐδῶ δὲν ἔδιδε ὁ πλούσιος. Σταλιὰ νερὸ ἐκεῖ δὲν ἔπαιρνε. Ἐδῶ «πλησίον ὄντα τὸν Λάζαρον παρέτρεχε. Ἐκεῖ πόρρω ὄντα καλεῖ». Πολλάκις ὁ πλούσιος, ὅταν ἔζη, εἰσερχόμενος καὶ ἐξερχόμενος τοῦ παλατιοῦ του δὲν ἔβλεπε τὸν παρὰ πόδας Λάζαρον. Ἐκεῖ μακρόθεν ὄντα καὶ τοιούτου χάους μεταξὺ τῶν εὑρισκομένου μετ’ ἀκριβείας βλέπει. Ἐδῶ ὁ πλούσιος ἐσυχαίνετο νὰ τὸν βλέπῃ. Ἐκεῖ ζητεῖ τὸν δάκτυλον τοῦ Λαζάρου, τὸν ὁποῖον πολλάκις ἔγλυψαν τὰ σκυλιά, νὰ τὸν βάλῃ εἰς τὸ ἄκρον τῆς γλώσσης του. Ὁ πλούσιος θέτων τὸν δάκτυλον τοῦ πτωχοῦ εἰς τὴν γλῶσσάν του ὄχι μόνον συχαμάρα καὶ ἐμετὸν δὲν αἰσθάνεται, ἀλλὰ δροσισμὸν τῆς γλώσσης του! Πορφύραν τότε ἐνεδύετο ὁ πλούσιος, ἐν τῇ φλογὶ τώρα ὀδυνᾶται. Φαγητὰ καὶ ποτὰ ηὔφρανον τότε τὴν γλῶσσάν του, ὀδύνη καίει αὐτὸν τώρα ἐκεῖ. Πόσον φῶς ἐκ τῶν ἀντιθέσεων αὐτῶν! Φῶς τὸ ὁποῖον κάμνει ὁρατὰ νοήματα βαθέα, ὑψηλὰ ὄχι μόνον εἰς ἐγγραμμάτους, ἀλλὰ καὶ εἰς ἀγραμμάτους.

Β) Ἡ Ζωή μας. Ποῖον τὸ βάθος τῶν νοημάτων; Ὠκεανός! Πανεπιστήμιον! Καὶ συγκεκριμένως: Ποῦ εἶναι οἱ σκληροὶ πλούσιοι καὶ ἀνυπόμονοι πτωχοί; Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ βλέπουν ἀπὸ συχαμάρα, νὰ σκεφθοῦν κἄν ἀπὸ φιλαργυρίαν τοὺς πτωχούς; Ποῦ εἶναι οἱ πτωχοί, οἱ ὁποῖοι βλέπουν καὶ σκέπτονται ἀπὸ ζήλεια καὶ φθόνον τοὺς πλουσίους; «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ζῶντα ἐν πονηρίᾳ μηδὲν δὲ πάσχοντα δεινὸν μηδόλως ὑποφέροντα, μὴ μακαρίσῃς, ἀλλὰ δάκρυσον» κλαῦσον, λέγει ὁ Χρυσόστομος. «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ἀρετῆς ἐπιμελούμενον» ὅταν ἴδῃς ἐνάρετόν τινα «καὶ μυρίους ὑπομένοντα πειρασμοὺς» καὶ ὑποφέροντα πολὺ «ζήλωσον» ζήλεψέ τον, λέγει πάλιν ὁ Χρυσόστομος. «Μὴ δὲ νομίζῃς ὅτι ἀπρονόητα εἶναι τὰ καθ’ ἡμᾶς» μὴ νομίσῃς, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν προνοεῖ. «Ὅταν ἴδῃς ἀσθενῆ ἐν ἕλκει καὶ μεθύοντα οὐ θαυμάζεις, οὐδὲ μακαρίζεις διὰ τὴν τρυφήν, ἀλλὰ δὶ’ αὐτὸ τοῦτο ταλανίζεις». Ὅταν ἴδῃς ἄρρωστον τινα μεθυσκόμενον δὲν μακαρίζεις διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῆς μέθης, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογεῖς. «Οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς λογίζου» ταῦτα σκέψου, ὅταν ἡ ψυχὴ ἀσθενὴς οὖσα τρυφᾷ, ἀσωτεύει.

«Ἡ παραβολὴ τοὺς μὲν πλουτοῦντας σωφρονίζει, τοὺς δὲ πτωχοὺς παραμυθεῖ. Ἐκείνους μὲν παιδεύουσα» τοὺς πλουσίους διδάσκουσα «μὴ μεγαλαυχεῖν» νὰ μὴ ὑπερηφανεύωνται «ὅταν πονηρευόμενοι μὴ δῶσιν ἐνταῦθα δίκην τῶν κακῶν πεπραγμένων» ὅταν δὲν τιμωρῶνται ἐδῶ διὰ τὰς ἀδικίας των. «Τούτους δὲ παραμυθουμένη» τοὺς πτωχοὺς δὲ παρηγοροῦσα «μὴ ταῖς ἑτέρων εὐπραγίαις θορυβεῖσθαι» ὥστε νὰ μὴ ταράσσωνται ὅταν βλέπουν νὰ καλοπερνοῦν οἱ ἄδικοι. «Μηδὲ νομίζειν, ὅτι ἀπρονόητα τὰ καθ’ ἡμᾶς» φωνάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῆς παραβολῆς ταύτης. Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι προσκολλημένοι εἰς τὰς ἀπολαύσεις των νομίζουν, ὅτι ἡ ζωὴ των δὲν ἔχει τέλος καὶ ὅταν τελειώσῃ, δὲν ὑπάρχει τίποτα πέραν τοῦ τάφου ;

Ἂς ἴδωσι τὸν πλούσιον τῆς παραβολῆς !

Ποῦ εἶναι οἱ πτωχοὶ μὲ τὰ πολλὰ βάσανα, οἱ ὁποῖοι νομίζουν, ὅτι δὲν ἔχουν τελειωμόν; Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι καὶ οἱ πτωχοί, οἱ μὲν ἀπὸ τὰς πολλάς ἀνέσεις των, οἱ δὲ ἀπὸ τὰ πολλὰ των βάσανα ἀπιστοῦντες εἰς τὸν Θεόν; Ἂς ἴδουν τὴν παροῦσαν παραβολήν, ὅπου ὅλα θὰ τελειώσουν καὶ διαφορετικὰ πέραν τοῦ τάφου θ’ ἀρχίσουν. Ποῦ εἶναι οἱ ἄδικοι ἰσχυροὶ καὶ οἱ ἀδικούμενοι ἀδύνατοι; Οἱ ἄδικοι ἰσχυροί, οἱ ὁποῖοι νομίζουσιν, ὅτι διαφυγόντες τὴν τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων, θὰ διαφύγωσι καὶ τὴν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι οἱ ἀδικούμενοι, οἱ ὁποῖοι θέλουσι νὰ εὑρίσκωσι πάντοτε τὸ δίκαιόν των ἐδῶ, ἀμέσως, τὴν αὐτὴν ἡμέραν καὶ ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἠδικήθησαν, χειροδικοῦντες, μὴ ὑπομένοντες τὸν χρόνον, τὴν αἰωνιότητα καὶ οὐδὲν τῷ Θεῷ ἀναθέτοντες; Ποῦ εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι πεθαίνουν γιὰ μεγαλεῖα καὶ πάσχουν ἀπὸ μαρασμόν, ὅταν δὲν δύνανται νὰ δράσουν κοινωνικῶς καὶ οὐδόλως βλέποντες τὴν ὑπομονὴν τῶν βασάνων, τὴν ἀφάνειαν, τὴν κρυφὴν ἐργασίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ πτωχὸς Λάζαρος; Ποίαν κοινωνικὴν δράσιν εἶχεν ὁ Λάζαρος; Ποίαν ἐμφάνισιν ὁ πλούσιος; Ποίαν τύχην ἔλαβεν ἕκαστος ἐξ αὐτῶν; Πλούσιε, τὸ ξεύρω, εἶσαι ὑψηλά. Εἶσαι τὰ μάτια τῆς κοινωνίας, διότι ὅλοι σὲ βλέπουν. Πτωχέ, εἶσαι ταπεινός. Εἶσαι ἡ πτέρνα. Τί ὡραιότερον τῶν ὀφθαλμῶν; Τί εὐτελέστερον τῆς πτέρνας; Ὅταν ὅμως δεχθῇ ἡ πτέρνα ἀγκάθι, ὁ ὀφθαλμὸς δὲν καταδέχεται νὰ κύψῃ, ἵνα ἀφαιρέσῃ τοῦτο; Καὶ σὺ πλούσιε, φρόντισε διὰ τὴν πτέρναν σου, τὸν πτωχόν!

Ἡμεῖς; Θαυμάζομεν τοὺς πλουσίους, ἀγαπῶμεν τὸν πλούσιον, ἀποστρεφόμεθα τοὺς πτωχοὺς ἴδιαν τὴν πτωχείαν. Πόσον σφάλλομεν!

Ὅτι ἡ εὐτυχία μας δὲν ὑπάρχει εἰς τὸν πλοῦτον, δεικνύει τὸ ἑξῆς : Ἕνας Ἄραψ, πρὶν ἀποθάνῃ, εἶχε συντάξει τὴν διαθήκην του καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: Ἔθεσα ὅλην μου τὴν περιουσίαν εἰς τὸ μεγάλον χρηματοκιβώτιον τοῦ γραφείου μου. Ὅσα περιέχει τὰ παραχωρῶ εἰς τὸν περισσότερον εὐτυχισμένον ἄνθρωπον τῆς γῆς. Μετὰ τὸν θάνατον του 10.000 πρόσωπα ἔτρεξαν εἰς τὸν δικαστὴν νὰ βεβαιώσουν, ὅτι ἦσαν οἱ πιὸ εὐτυχισμένοι τῆς γῆς καὶ ἑπομένως εἶχον δικαίωμα εἰς τὸν θησαυρόν. Ἤρχισαν οἱ φιλονικίες, τὰ κτυπήματα,οἱ φωνές. Ὁ δικαστὴς διὰ νὰ προλάβῃ χειρότερα, ἔσπευσε νὰ δηλώσῃ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος τῆς γῆς καὶ ἑπομένως ὁ θησαυρὸς ἀνήκει εἰς αὐτόν. Ἀνοίγει λοιπὸν τὸ χρηματοκιβώτιον καὶ εὑρίσκει μερικὰ χαλίκια μὲ ἕνα γράμμα, τὸ ὁποῖον ἔγραφε: «Ἂν ἦσο πραγματικὰ ὁ πιὸ εὐτυχισμένος τῆς γῆς θὰ εἶχες ἀνάγκην ἀπὸ τὰ χρήματά μου;»

Πράγματι ! Ἡ εὐτυχία εἶναι ἀνεξάρτητος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι εἶναι ἐσωτερική, ψυχικὴ καὶ πέραν τοῦ τάφου. Ἑπομένως ἡ εὐτυχία ὑπάρχει πλησίον τοῦ Χριστοῦ ἰδίως μετὰ θάνατον.



(1) Ἔξοδ. 20,1-31. 16,10.

Κυριακή Ε΄ Λουκά (Λουκα 16, 19-31) ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


Κυριακή Ε΄ Λουκά (Λουκα 16, 19-31)

4 Νοεμβρίου 2012

ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ

Απόσπασμα ομιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

_______
______

AN EIMAΣTE ΠAIΔIA TOY, ΓIATI ΔEN TOY MOIAZOYME;

«Πάτερ Ἀβραάμ… (Λουκ. 16, 24,27,30)
Κάποιος, ἀγαπητοί μου, κινδυνεύει. Βοήθεια! φωνάζει· δὲν τὸν ἀκοῦτε; Μὰ οὔτε ἐγὼ οὔτε σεῖς ἐὰν τρέξουμε δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ τοῦ προσφέρουμε κάτι. Ὄχι ἐμεῖς, ἀλ λὰ κι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἂν τρέξουν, δὲνθὰ μπορέσουν νὰ τὸν βοηθήσουν. Φωνάζει κ᾽ ἡ φωνή του ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακριά, ἀπ᾽ τὸν ᾅδῃ. Τὴν ἀγωνιώδη κραυ γή του μεταφέρει ὁ «ἀσύρματος», δηλαδὴτὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε.
Αὐτὸς ποὺ κινδυνεύει εἶνε ὁ πλούσιος, τὸν ὁποῖο ζωγραφίζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴ σημερινή του παραβολή. Παλεύει μὲ τὰ ἄγρια κύματα. Εἶνε στὴν καρδιὰ τῆς κολάσεως. Μὰ γιατί; τί κακὸ ἔκανε; σκότω σε, μοίχευσε, πόρνευσε; Οὔτε σκότωσε, οὔ τε μοίχευσε, οὔτε πόρνευσε. Τότε γιατί τιμω ρεῖ ται; Διότι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ χειρότερο ἀπὸ ἄλλα ἁμαρτήματα –αὐτὸ θέλει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο νὰ στιγματίσῃ–εἶνε ἡ ἀσπλαχνία. Ἦ ταν ἄσπλαχνος. Δὲν ἔκανε ποτέ στὴ ζωή του ἔλεος. Γι᾿ αὐτὸ τώρα βρίσκεται στὴν κόλασι.
«Πάτερ…», φωνάζει(Λουκ. 16,24,27,30). Ποιόν λέει ἔτσι; Τὸν Ἀβραάμ. –Πάτερ, «ἐλέησόν με», λέει, βοήθησέ με· στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξῃ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του μὲ νερὸ καὶ νὰ μὲ δροσίσῃ, γιατὶ φλέγομαι. Καὶ τί τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἀβραάμ· –Ἐσὺ ἐδῶ στὸν κόσμο ἀπήλαυσες ὅλα τ᾽ ἀγαθά, ἐνῷ ὁ Λάζαρος δοκίμασε ὅλα τὰ κακά. Ἔπειτα, δὲν ὑπάρχει γέφυρα νὰ ἑνώσῃ κόλασι καὶ παράδεισο, «χάσμα μέγα»χωρίζει τοὺς δυὸ κόσμους. –Σὲ παρακαλῶ τοὐλάχιστον, πάτερ, στεῖλε τὸ Λάζαρό σου στὸ πατρικό μου σπίτι, νὰ εἰδοποιήσῃ τὰ πέντε ἀδέρφια μου ὅτι ὑποφέρω, νὰ λάβουν τὰ μέτρα τους γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ «εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου». –Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ· ἂς τοὺς ἀκούσουν.
―Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, λέει, ἀλλ᾽ ἐὰν κάποιος ἀπ᾽ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθῇ, τότε θὰ μετανοιώσουν. Κι ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾷ· –«Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται»(Λουκ. 16,26-31).

* * *

Ἀπ᾽ ὅλη τὴν παραβολή, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ προσέξουμε τὸ ἑξῆς. Κατ᾿ ἐπανάληψιν, ὄχι μία ἀλλὰ τρεῖς φορές, καλεῖ τὸν Ἀβραὰμ καὶ  τὸν λέει «πατέρα». Ἀλλὰ ὁ Ἀβραὰμ φαίνεται νὰ κλείνῃ τὰ αὐτιά του. Γιατί ἆραγε; Τὸν λέει «πατέρα». Καὶ ἦταν πρά γματι, ὄχι ἁπλῶς πατέρας ἀλλὰ πατριάρχης ὁ Ἀβραάμ· ἦταν ἡ ῥίζα, ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ὅλο τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος. Ἐν τούτοις δείχνει δυσαρεστημένος μὲ τὸν πρώην πλούσιο. Γιατί;Ὅπως ἕνας πατέρας ποὺ ἔχει παιδιὰ ἄσωτα, τὰ ὁποῖα τὸν ἐκθέτουν στὴν κοινωνία, δὲν θέλει νὰ τὸν λένε πατέρα τους, γιατὶ ἡ διαγωγή τους ἀμαυρώνει τὸ ὄ νομά του, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ πατριάρχης στενοχωριέται ποὺ ὁ πλούσιος τὸν λέει πατέρα.
Ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔζησε ὅπως ὁ ἄ σπλαχνος αὐτός· ἔζησε πολὺ διαφορετικά. Ὁ Ἀβραὰμ διακρινόνταν κατ᾿ ἐξοχὴν ὄχι μόνο γιὰ τὴ μεγάλη του πίστι στὸ Θεὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν παροιμιώδη φιλοξενία του· ἐξ οὗ καὶ ἀκοῦμε νὰ λένε γιὰ «ἀβραμιαία» φιλοξενία. Ἦταν ὑπόδειγμα. Σὲ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ξενοδοχεῖα κι ὁ ξένος κοιμόταν ἔξω στὰ χωράφια ἢ μέσα στὶς σπηλιές, σὲ τόσο ἄσπλαχνη κοινωνία, ὁ Ἀβραὰμ ἔδειξε μιὰ ἀγάπη ποὺ ξεπερνοῦσε τὰ μέτρα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἔκανε τὸ σπίτι του ξενοδοχεῖο, χάνι. Τέτοια διάθεσι εἶχε νὰ φιλοξενῇ, ὥστε ὅπως ὁ κυνηγὸς κυνηγᾷ τὰ θηράματα, ἔτσι αὐτός, κυνηγὸς τῆς ἀγάπης, ἔβγαινε στὰ σταυροδρόμια, νὰ μαζέψῃ τὴ νύχτα κάθε ξένο, ἀδιαφορώντας τίνος καταγωγῆς καὶ ἐθνικότητος ἦταν αὐτός. Τοὺς μάζευε ὅλους καὶ τοὺς περιποιόταν μὲ ἀγάπη. Μιὰ μέρα μάλιστα, λέει ἡ Γραφή (βλ. Γέν. κεφ. 18), φιλοξένησε στὴ σκηνή του τρεῖς νέους ποὺ τὸ πρόσωπό τους ἔλαμπε. Οἱ τρεῖς αὐτοὶ δὲν ἦταν ἄνθρωποι· ἦταν ἄγγελοι, ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ, γιὰ ν᾽ ἀναγγείλουν στὸν Ἀβραὰμ ἕνα εὐχάριστο κ᾽ ἕνα δυσάρεστο· ὅτι ἡ γριὰ σύζυγός του, ἡ Σάρρα, θὰ γεννήσῃ υἱό, κι ὅτι στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, τὶς ἁμαρτωλὲς πόλεις, θὰ βρέξῃ φωτιὰ καὶ θειάφι νὰ τὶς κατακαύσῃ· ὅπως καὶ ἔγινε.
Σπλαχνικός, ἐλεήμων καὶ φιλόξενος ὁ Ἀβραάμ. Ποιά σχέσι ἔ χει μ᾽ αὐτὸν ὁ ἄσπλαχνος καὶ ἀφιλόξενος πλούσιος, ποὺ ποτέ δὲν ἄνοιξε τὸ σπίτι του στὸ φτωχὸ καὶ σακάτη Λάζαρο, μὴν τοῦ λερώσῃ τὰ χαλιὰ καὶ τὰ μάρμαρα; Τὸν εἶχε ἀπ᾿ ἔξω, νὰ τὸν καίῃ ὁ ἥλιος, νὰ τὸν παγώνῃ τὸ χιόνι. Κ᾽ ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος ἔκανε ὑπομονὴ ἰώβειο σ᾽ ὅλη αὐτὴ τὴ δοκιμα σία, καὶ ζοῦσε σὰν τὸ σπουργίτη περιμένοντας πότε θ᾽ ἀνοίξουν τὰ παράθυρα τοῦ μεγάρου νὰ τινάξουν  τὰ τραπεζομάντηλα, γιὰ νὰ μαζέψῃ τὰ ψίχουλα μὲ σαλιωμένο δάχτυλο. Καμμιά σχέσι μεταξύ τους. Γι᾿ αὐτὸ ἡ λέξι «πάτερ»δὲ συγκινεῖ τὸν Ἀβραάμ. Σὰ νὰ τοῦ λέῃ· Ἂν μὲ λὲς πατέρα, ποῦ εἶνε ἡ ὁμοιότης σου μ᾽ ἐμένα;

* * *

Στηλιτεύουμε τὴ διαγωγὴ τοῦ πλουσίου, ἀγαπητοί μου,καὶ λέμε ὅτι δικαίως ὁ Ἀβραὰμ ἔκλεισε τ᾽ αὐτιὰ στὴ φωνή του; Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ δὲν ἁρμόζουν καὶ σ᾽ ἐμᾶς; Γιατὶ κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε· ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία κι ὅπως ἐκεῖνος ὠνόμαζε πατέρα τὸν Ἀβραὰμ καὶ σὰν Ἰουδαῖος καυχόταν πὼς τὸν ἔχει πατέρα(πρβλ. Ματθ. 3,9) καὶ νόμιζε πὼς αὐτὸ θὰ τὸν σώσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ὀνομάζουμε «πατέρες» τοὺς ἁγίους· μὲ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…»δὲν τελειώνουν οἱ ἀκολουθίες; Ἐσὺ λοιπόν, ποὺ θεωρεῖσαι παιδί τους, ἀνήκεις δηλαδὴ στὴν οἰκογένειά τους, δὲν πρέπει καὶ νὰ τοὺς μοιάζῃς, νὰ ἔχῃς τὰ γνωρίσματά τους; Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ τοὺς λέμε «πατέρες»· πρέπει καὶ νὰ τοὺς μοιάσουμε, σὰν γνήσια παιδιά τους, στὶς ἀρετές.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἐμεῖς τολμᾶ με ν’ ἀνοίγουμε τὸ στόμα καὶ νὰ ὀνομάζουμε «πατέρα»–ποιόν; τὸν ἴδιο τὸ Θεό· «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…», λέμε(Ματθ. 6,9· θ. Λειτ.). Τί δηλώνουμε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν»; Τὸ πρῶτο ποὺ ἐννοοῦμε εἶνε, ὅτι ὁ Θεὸς σὰν πατέρας ἔχει ἀγάπη σ᾽ ἐμᾶς· καν ένας πατέρας δὲν ἀγάπησε τὸ παιδί του ὅπως ὁ Θεὸς ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο. Ἔπειτα· δὲ λέμε «πατέρα μου», ἀλλὰ «πάτερ ἡμῶν». Διότι δὲν εἶνε δικός σου μόνο πατέρας, εἶνε πατέρας ὅλων· ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν εἴμαστε μιὰ οἰκογένεια ποὺ ἔχει πατέρα τὸ Θεό. Τὸ «πάτερ»λοιπὸν δείχνει τὴν ἀγάπη, τὸ «ἡμῶν»δείχνει ὅτι εἶνε πατέρας ὅλων ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό.
Καὶ τὸ «ἐν τοῖς οὐρανοῖς»τί δείχνει; γιατί λέει «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»; Μήπως δὲν εἶνε κ᾽ ἐδῶ στὴ γῆ; Παντοῦ εἶνε. Ἂν ὁ ἀέρας εἰσδύῃ παντοῦ, πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς εἶνε πανταχοῦ παρών. Γιατί λοιπὸν λέει «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»; Τὸ λέει, γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε σὰν τὰ στρείδια κολλημένοι ἐδῶ στὸν κόσμο, ἀλλὰ νά ᾿χουμε τὸ νοῦ μας ψηλά· πλαστήκαμε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»(θ. Λειτ.).
Ἀφοῦ λοιπὸν τολμᾶμε καὶ λέμε τὸ Θεὸ «πατέρα», πρέπει νά ᾽χουμε μέσα μας μιὰ σταλαγματιὰ τοὐλάχιστον ἀπὸ τὰ γνωρίσματά του· πρὸ παντὸς νά ᾽χουμε τὴν ἀγάπη. Λέει ὁ ἱερὸς  Χρυσόστομος, ποὺ ἑρμηνεύει τὸ «Πάτερ ἡμῶν»· Τολμᾷς καὶ λὲς τὸ Θεὸ «πατέρα»; τότε πρέπει καὶ νὰ τοῦ μοιάσῃς· τὰ γνήσια παιδιὰ φέρουν ἐπάνω τους τὴ σφραγῖδα τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα ποὺ τὰ γέννησε. Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω Χριστιανό; Σὲ βλέπω νὰ κάνῃς πράγμα τα ποὺ ὄχι Χριστιανοί, ὄχι ἄνθρωποι, ἀλλ᾽ οὔτε τὰ ζῷα δὲν κάνουν· κλωτσᾷς σὰν μουλάρι, πεισμώνειςσὰν γάιδαρος, δαγκάνῃς σὰν θηρίο· εἶσαι πονηρὸς σὰν ἀλεποῦ, ἅρπαγας σὰν λύκος, ἐπιθετικὸς σὰν γεράκι, αἱμοβό ρος σὰν τίγρις, ἐκδικητικὸς σὰν καμήλα. Τὰ ζῷα ἔχουν ἕνα ἐλάττωμα τὸ καθένα, ἐσὺ τὰ μάζεψες ὅλα μαζί. Σοῦ ἁρμόζει τὸ ψαλμικὸ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»(Ψαλμ. 48,13,21).

* * *

Τὸ συμπέρασμα. Τὰ λόγια τῆς προσευχῆς σου, ἀγαπητέ, νὰ μὴν εἶνε κάλπικα νομίσματα· νά ᾽νε γνήσια, νά ᾿χουν ἀντίκρυσμα ἁγιότητος· μὴ καταντήσουν ξηρὸς τύπος. «Κοντὸς ψαλμὸς ἀλληλούια»· χίλια «Πάτερ ἡμῶν» νὰ λές, χίλιες λειτουργίες νὰ κάνῃς, δὲ σὲ σῴζουν, ἂν δὲν ἔχῃς μέσα σου ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἂν δὲ ζῇς ὅπως θέλει ὁ Χριστός, ὅλοι οἱ ἅγιοι νὰ παρακαλοῦν, δὲν θὰ λάβῃς βοήθεια.
Εἴμαστε ἄθλιοι. Πῶς τολμᾷς καὶ λὲς τὸ Θεὸ «πατέρα», τὴν ὥρα ποὺ ἀτιμάζεται τὸ ὄνομά του κ᾽ ἐσὺ ἀδιαφορεῖς; Ποιός ἀνέχεται νὰ ὑβρίζουν τὸν πατέρα του; πιστόλι βγάζει νὰ σκοτώσῃ. Κι ὅμως ἐμεῖς ἀνεχόμαστε νὰ βλαστημοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Λοιπὸν τί «Πάτερ ἡμῶν»λέμε καὶ τί φωνάζουμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους νὰ βοηθήσουν; Τὸ κακὸ ἔχει πλέον κορυφωθῆ. Δὲ μᾶς σώζουν οὔτε συμμαχίες οὔτε Ἡνωμένα Ἔθνη οὔτε συνασπισμοί. Τὸ ἀπόστημα ὡρίμασε, θὰ μπῇ νυστέρι, σίδερο, φωτιά, καταστροφή! Κι αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ πατοῦμε μᾶς ἔχει σιχαθῆ· μιὰ διαταγὴ περιμένει γιὰ ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ μᾶς καταπιῇ.
Ὁ ΚύριοςἸησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου ἂς ἐλεήσῃ ὅλους μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,  ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος τῶν Ἀθηνῶν πιθανῶς τὴν 30-10-1966.

Κυριακή Ε Λουκά Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. ιστ΄19-31) Anthony Bloom

 Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅπως κάθε παραβολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ μιλάει γιὰ τὴν κρίση, ἡ σημερινὴ παραβολὴ εἶναι πολὺ ἁπλὴ ὡς πρὸς τὸ νόημά της καὶ ταυτόχρονα θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐξετάσουμε βαθύτερα. 

Τὸ ἁπλὸ νόημά της εἶναι τοῦτο: Εἴχατε στὴν γῆ ὅ,τι ἦταν καλό, ὁ Λάζαρος δὲν εἶχε τίποτα· ἑπομένως ἀποκτᾶ στὴν αἰώνια ζωὴ ὅλα τ’ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ εἶχαν λείψει στὴ γῆ καὶ ἐσεῖς τὰ στερῆστε. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν συνιστᾶ τὸ ἀληθινὸ καὶ βαθύτερο νόημα τῆς παραβολῆς.

Ποιὸς εἶναι ὁ πλούσιος; Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν κατεῖχε μόνο ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἡ γῆ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει: πλοῦτο, καλὸ ὄνομα, κοινωνικὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς συμπολίτες του· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν λαχταροῦσε κάτι ἄλλο. Ὅ,τι ἤθελε, ὅ,τι χρειαζόταν ἦταν ὁ ὑλικὸς πλοῦτος, μιὰ καλὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, τὸν θαυμασμό, μιὰ δουλικὴ ὑπακοὴ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦταν κατώτεροί του. 

Ὁ Λάζαρος δὲν κατεῖχε τίποτα· ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παραβολὴ μαθαίνουμε ὅτι δὲν παραπονιόταν, δεχόταν ὅ,τι δὲν ἤθελε ὁ πλούσιος· ἔτρωγε τὰ ψίχουλα ἀπὸ τὸ τραπέζι του. Ἀλλὰ εἶχε μία ζωντανὴ ψυχή· ἴσως νὰ λαχταροῦσε κάτι περισσότερο: ποιὸς ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ ἔχει μία στέγη, νὰ ἔχει ἐξασφαλισμένη τροφή; Ἀλλὰ ἐκεῖνος δεχόταν ὅ,τι τοῦ ἔδιναν μὲ εὐγνωμοσύνη.

Καὶ ὅταν πέθαναν, τί πῆραν μαζί τους; Ὁ πλούσιος δὲν εἶχε τίποτα νὰ πάρει, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν νοιαζόταν γιὰ ὁ,τιδήποτε δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει ὁ κόσμος. Ὁ Λάζαρος πάντα ποθοῦσε περισσότερα ἀγαθὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἡ γῆ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει: ἐπιθυμοῦσε δικαιοσύνη, εἰρήνη, ἀγάπη, συμπόνια, ἀλληλεγγύη- ὅλα ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Ὁ πλούσιος ζοῦσε μιὰ ζωὴ παρόμοια μ’ αὐτὴν ποὺ περιγράφεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς προφητεῖες: Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπαχύνθη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ λησμόνησε τὸν Θεό… Ὁ φτωχὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο· ἦταν τόσο φτωχὸς γιὰ νὰ ριζώσει στὴν γῆ- ἦταν ἐλεύθερος.

Αὐτὴ ἡ παραβολὴ λοιπὸν ἀφορᾶ ὅλους μας· διότι ὅλοι μας ἔχουμε μέσα μας τὸν πλούσιο καὶ τὸν Λάζαρο. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ πόσο πλούσιοι, πόσο ἀσφαλεῖς εἴμαστε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐὰν βρισκόμαστε τώρα ἐδῶ, πάει νὰ πεῖ ὅτι στὴν ψυχή μας, ὑπάρχει μία ἄλλη διάσταση ποὺ λαχταρᾶ κάτι ἄλλο. Ἀλλὰ μένει νὰ κάνουμε μία ἐρώτηση: Ἐὰν ἔπρεπε νὰ διαλέξουμε, τί θὰ διαλέγαμε; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ θεωροῦμε πολύτιμο; Εἶναι ἡ ἀσφάλεια ποὺ μέχρι τώρα ἡ γῆ μᾶς ἔχει προσφέρει- ἢ εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη, τὸ βάθος στὸ ὁποῖο κατανοοῦμε τὸν Θεό, ἡ κοινωνία μας μαζί Του, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον, ἡ συμπόνια – τόσα ἄλλα πράγματα ποὺ μᾶς ἔχει διδάξει τὸ Εὐαγγέλιο; 

Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο ὅπου ἀναφέρεται ἡ παραβολή, δὲν ἀναφέρεται μόνο σὲ δύο ἄνδρες ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἢ σὲ ἄλλους, ἀλλὰ ἀναφέρεται σὲ μᾶς προσωπικά: ποιὸς εἶμαι- ἢ ἐὰν προτιμᾶτε, καὶ ποὺ εἶναι τὸ πιὸ σωστὸ – ποιὸς ὑπερισχύει μέσα μου; Μοιάζω περισσότερο μὲ τὸν πλούσιο, τόσο ριζωμένος στὴ γῆ, ὥστε τὰ πράγματα ποὺ ἀφοροῦν τὸ πνεῦμα, τὴν αἰωνιότητα, ἢ πιὸ ἁπλὰ ὅ,τι εἶναι ἀληθινὰ ἀνθρώπινο ἔρχεται δεύτερο –ἢ εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους σημασία ἔχει ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινο, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο; 

Κι ἔπειτα, ὑπάρχει κάτι ἄλλο στὴν παραβολή. Ὁ πλούσιος βλέποντας τὸν ἑαυτὸ του στερημένο ἀπὸ τὰ πάντα, στρέφεται στὸν Ἀβραὰμ καὶ λέει: «Στεῖλε τὸν Λάζαρο στοὺς ἀδελφούς μου ποὺ εἶναι ἀκόμα στὴ γῆ νὰ τοὺς εἰδοποιήσει, γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν σὲ τοῦτο τὸν τόπο τῆς βασάνου». Καὶ ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος ἐπιστρέψει ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἐὰν δὲν ἄκουσαν ὅ,τι ἀποκαλύφθηκε στὸ παρελθόν, δὲν θὰ πιστέψουν, θὰ χαθοῦν μέσα στὶς ἁμαρτίες τους. 

Πῶς, αὐτὴ ἡ παραβολὴ δὲν ταιριάζει κατὰ τρόπο τραγικὸ μὲ τὴν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων ὅταν στέκονταν συνωστισμένοι ὅπως τὸ ἄλεσμα γύρω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ὅπου πέθαινε ὁ Κύριος. Κάποιοι ἦταν πιστοί, ὁ δικός Του λαὸς - ἀλλὰ ποῦ βρίσκονταν; Εἶχαν σκορπίσει. Κάποιοι ἦταν μαθητές Του, μὲ πίστη ποὺ ἔφτανε στὸ βάθος τῆς ὕπαρξής τους, μὲ καρδιακὴ πίστη, οἱ γυναῖκες ποὺ Τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει – στάθηκαν σὲ ἀπόσταση· μοναχὰ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Ἰωάννης, στάθηκαν δίπλα στὸν Σταυρό.

Ἀλλὰ μέσα στὸ πλῆθος, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιερέα, τοὺς Φαρισαίους ποὺ εἶχαν καταδικάσει τὸν Θεό, ἔλεγαν: «Κατέβα τώρα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ – καὶ θὰ πιστέψουμε…» Πόσοι πολλοὶ σκέφτηκαν: μόνον ἐὰν κατέβαινε ἀπὸ τὸν Σταυρό, θὰ πιστεύαμε χωρὶς νὰ παίρναμε κανένα κίνδυνο, θὰ πιστεύαμε μὲ ἀσφάλεια, μὲ σιγουριά· θὰ πιστεύαμε καὶ θ’ ἀκολουθούσαμε Κάποιον ποὺ τώρα ἡττημένος, στιγματισμένος, ἔχοντας δεχθεῖ τὴν ἀπόρριψη τῶν ἀνθρώπων, κρέμεται στὸν Σταυρὸ ἀνάμεσα σὲ δύο ληστές; Δὲν μποροῦμε…

Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς παραβολῆς· καὶ ποὺ μᾶς ἀποδεικνύει ἡ ζωὴ τόσων πολλῶν ἀνθρώπων. 

Ποῦ βρισκόμαστε; Εἴμαστε προετοιμασμένοι νὰ πιστέψουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ; Εἴμαστε ἕτοιμοι, αἰχμάλωτοι τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἀνείπωτης, ἀνέκφραστης ὀμορφιᾶς τῆς προσωπικότητας τοῦ Χριστοῦ, νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ κάθε κίνδυνο; Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ κίνδυνος εἶναι πολὺ μεγάλος: Θὰ στιγματιστοῦμε, θὰ μᾶς κοροϊδέψουν, θὰ εἴμαστε ξένοι, οἱ ἄνθρωποι θὰ μᾶς θεωροῦν ἀλῆτες τῆς γῆς, ὄχι προσκυνητὲς τοῦ Οὐρανοῦ· εἴμαστε ὅμως ἕτοιμοι νὰ τὸ κάνουμε αὐτό; 

Πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὶς δύο αὐτὲς ὄψεις τῆς παραβολῆς· γιατί διαφορετικὰ ἡ παραβολὴ εἶναι ἄσχετη μέ μᾶς - καὶ ὅμως, ἔχει τόσο πολὺ σχέση μὲ τὴ ζωή μας. 

Ἂς τὴν σκεφτοῦμε βαθιά, κρίνοντας τὴν συνεχῶς. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς κρίνει μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς καταδικάσει. Ὁ Θεὸς μᾶς προετοιμάζει πραγματικὰ καὶ μᾶς ζητᾶ ἕνα πράγμα: Ν’ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀλήθεια! Δὲν ἀποδεχόμαστε ἕναν κόσμο ποὺ εἶναι μία χίμαιρα! Μὴν ἀποδέχεστε τὸν ἑαυτό σας, ἐνῶ ἡ ζωὴ σας παραμένει μιὰ ζωὴ ἀπατηλή: νὰ εἶστε ἀληθινοὶ καὶ τότε θὰ γίνετε παιδιὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ σπουδαῖο, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές τοῦ Χριστοῦ, υἱοὶ καὶ κόρες τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ· καὶ ἀγγελιοφόροι τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ κάτι μεγαλύτερο; Καὶ ὅμως αὐτὸ εἶναι ποὺ προσφέρεται σὲ ὅλους μας καὶ στὸν καθένα χωριστά. Τί θαῦμα! Τί χαρά! Πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ἀρνηθοῦμε; Ἀμὴν

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ Κυριακής Ε΄ Λουκά Γαλάτας ΣΤ΄ 11-18 Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος






Οι Απόστολοι στο έργο του Ευαγγελισμού των ανθρώπων, είχαν ν' αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους, πολλές θλίψεις και ποικίλους πειρασμούς. Και αν αυτά ίσχυαν για όλους τους Αποστόλους, πολύ περισσότερο τις καταστάσεις αυτές τις βίωνε ο Απόστολος των εθνών, ο Παύλος.
Ένας μεγάλος πειρασμός για το Αποστολικό του έργο ήταν οι ίδιοι οι Εβραίοι, οι οποίοι, όταν έφευγε από μια περιοχή που εκήρυττε, πήγαιναν στη συνέχεια αυτοί για να του κλονίσουν το έργο. Ακριβώς λοιπόν για ν' αντιμετωπίσει αυτές τις πλάνες και τις αιρέσεις που διέσπειραν, και για να αποστομώσει τους Ιουδαίους, γράφει μεταξύ των άλλων «με μεγάλα γράμματα, με το ίδιο του το χέρι» στους Γαλάτες ότι, «όσοι θέλουν να αρέσουν σε ανθρώπους, αυτοί σας παρακινούν να περιτέμνεσθε, μόνο και μόνο για να μην καταδιώκονται από τους Ιουδαίους».
Και για να αποδείξει ότι έτσι έχουν τα πράγματα, στη συνέχεια τους ξεσκεπάζει, αποκαλύπτοντας στους χριστιανούς πως ούτε και αυτοί που έχουν περιτμηθεί τηρούν τις τελετουργικές διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Δεν πραγματοποιούν δηλαδή τις επιβαλλόμενες καθάρσεις και τις ζωοθυσίες. Όλη δε αυτή η επιμονή για την περιτομή, γίνεται για να καυχηθούν ότι έπεισαν τους Χριστιανούς να δεχθούν τελικώς την περιτομή.
Η καύχησή τους δηλ. είναι ανθρώπινη, ρηχή και ταπεινή.
Εγώ, όμως, τονίζει ο Απόστολος, ποτέ να μη συμβεί να καυχηθώ για τίποτε άλλο, παρά για το ότι ο Ιησούς Χριστός σταυρώθηκε για τη σωτηρία μου. «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι ου εμοί κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω». (Γαλάτας, ΣΤ΄ 14). Δηλ. Όσο για μένα δεν θέλω άλλη αφορμή για καύχηση, εκτός από τον Σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τώρα πλέον έχει νεκρωθεί και έχει χάσει τη δύναμή του για μένα ο κόσμος. Αλλά κι εγώ έχω νεκρωθεί γι αυτόν.
Η αποστολική συνείδηση, με τη φράση αυτή, δίνει και σ΄εμάς ένα υψηλό κριτήριο. Μια στάση ζωής που θα πρέπει να διατηρούμε πάντοτε και να προσέχουμε μήπως, χωρίς να το θέλουμε, χάσουμε  το πνευματικό αυτό κριτήριο. Αυτή την όντως Χριστιανική και Ευαγγελική στάση ζωής. Δηλ. Δεν θα πρέπει σε καμμία των περιπτώσεων να θέλουμε ν' αρέσουμε στους πολλούς. Να μας ενδιαφέρει τι θέλει από εμάς όχι ο κόσμος, αλλά ο Σταυρωθείς και Αναστάς Κύριος.
Δυστυχώς, σε κάθε εποχή,  πολύ περισσότερο όμως στις ημέρες μας, πολλοί χριστιανοί (κληρικοί και λαϊκοί), υπολογίζουν πάρα πολύ στην συμπεριφορά τους και τη ζωή τους, το τι θα πει ο κόσμος. Ο μακράν του Θεού κόσμος. Το δε τραγικό για τις περιπτώσεις αυτές είναι, ότι δεν αντέχουν οι άνθρωποι αυτοί την διαφοροποίηση. Δεν τολμούν  στο να ξεχωρίζουν από τους άλλους. Τρέμουν να εκδηλώσουν την πραγματική χριστιανική τους ιδιότητα, μόνο και μόνο για να αρέσουν στους πολλούς. Και η νοοτροπία αυτή ξεκινά από τα μικρότερα έως και τα μεγαλύτερα, τα  «βαρύτερα του Νόμου». Από την ενδυμασία (που δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, τουλάχιστον για ένα Χριστιανό), αφού αποτελεί εντολή του Θεού να μη ξεγυμνώνεται αδιάντροπα ο άνθρωπος, αλλά και στο να μη φορούν οι γυναίκες ανδρική και οι άνδρες γυναικεία ενδυμασία (θέαμα όντως εξευτελιστικό για τον άνθρωπο), έως και το σοβαρότατο θέμα της τεκνογονίας (που η συνειδητή αποφυγή της, αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα). Και όλος αυτός ο ξεπεσμός πραγματοποιείται για να φαίνεται ο άνθρωπος αρεστός και για να τα έχει καλά με όλους.
Όμως, για λόγους δικαιοσύνης και αντικειμενικότητος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ανθρωπαρέσκεια και το καταραμένο πνεύμα του κόσμου και της μόδας, δεν χτυπά μόνο από τα αριστερά (που επιτέλους ο πειρασμός αυτός, εξευτελίζει μεν τον άνθρωπο, στα βάθη όμως της καρδιάς του συνειδητοποιεί την αστοχία του, το αμάρτημά του και την προσβολή στον ίδιο τον Θεό και τον Νόμο Του),  ο πειρασμός αυτός της ανθρωπαρέσκειας, χτυπά και από δεξιά και μάλιστα τους ανθρώπους που διακονούν την ίδια την Εκκλησία.
Κλασσικό παράδειγμα επί των όσων αναφέρουμε, αποτελεί το θέατρο του οικουμενισμού και οι συγκρητιστικές παραστάσεις του θιάσου της «αγαπολογίας και της ενώσεως».
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, φίλοι μου, και να αναλύσουμε τα όσα είναι ήδη γνωστά σε όλον τον κόσμο. Τώρα μάλιστα μέσω της τηλοψίας και του διαδικτύου, τώρα που «ο Νόμος ησθένησεν και αργεί το Ευαγγέλιον», τώρα που «θέατρον εγεννήθημεν και αγγέλοις και ανθρώποις», ο καθένας έχει την δυνατότητα να ελέγχει και να κάνει την κριτική των παραστάσεων.
Η ατμόσφαιρα όμως, η Ορθόδοξη Χριστιανική, είναι γεμάτη από το πνεύμα της πικρίας, ου μην αλλά και της αγανακτήσεως. Και τούτο, διότι, ναι μεν όσοι εν ψυχρώ καταπατούν τους θείους και ιερούς κανόνες, αποδεικνύουν οι ίδιοι ξεκάθαρα ότι έχουν αποβάλλει την πίστη του Χριστού και έχουν καταντήσει «κακοί επαγγελματίες». Τούτο δε είναι το μόνο βέβαιο από την όλη τους συμπεριφορά. Το ερώτημα όμως και το παράπονο παραμένει γι αυτούς που βρίσκονται σε υψηλές θέσεις, και ενώ βλέπουν τα άτοπα και απρεπή, γνωρίζουν δε το απαράδεκτο των πράξεων, παραμένουν ωστόσο σιωπώντες μέσα στην «ησυχία τους» καταντώντας τον εαυτόν τους, όχι απλώς μακάριο, αλλά και κάτι παρά πάνω...
Αγανακτεί επίσης κανείς, όταν σε άλλες απλές περιπτώσεις «διυλίζεται ο κώνωπας» ενώ σε αυτές τις όντως απαράδεκτες καταστάσεις «καταπίνεται η κάμηλος» και έτι πλέον, όταν κάποιοι, κάπου και κάποτε, λαμβάνουν την παπική «ευλογία» (αλογία μάλλον και κατάρα), από τον πολιτικό αρχηγό του κράτους του Βατικανού, εντός μάλιστα Ορθοδόξων Ναών. (Φρίξον ήλιε, στέναξον γη). Φυσικά, η απάντηση σε όλα αυτά είναι, διότι υπάρχει αφ' ενός μεν η επάρατος ανθρωπαρέσκεια, αφ' ετέρου δε η αισχρή δειλία στους «καλούς καγαθούς».
Το ζητούμενο γι αυτούς τους «ποιμένες» είναι, όχι ποιά θα ήταν σε ανάλογες περιπτώσεις η στάσις των Αγίων Πατέρων, αλλά τί θα πει ο κόσμος. Πώς θα μας κρίνουν οι κοσμικόν το φρόνημα έχοντες, κληρικοί και λαϊκοί. Δεν μας ενδιαφέρει πλέον τώρα το τι θα πει ο Θεός, αλλά το τι θα πει ο αμαρτωλός κόσμος. (Νέα και χαλκευμένη θεολογία).
Τα δε περί συνέσεως, ταπεινώσεως, πραότητος κ.λ.π. που ακούγονται κατά καιρούς ως αδικαιολόγητες δικαιολογίες, αποτελούν αστειάκια για τα μικρά παιδιά...
Αλλά τι να περιμένει κανείς, αγαπητοί μου, όταν, ενώ υβρίζεται κατά τον πλέον αισχρό τρόπο η Θεανδρική προσωπικότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, βρίσκονται «ποιμένες» οι οποίοι αδιάντροπα δηλώνουν την «παγερή τους αδιαφορία»;
Τους ερωτούμε όμως, ευθέως, τους κυρίους αυτούς. Εάν αντί του ονόματος του Χριστού υπήρχε υβριζόμενο το όνομα του εκκλησιαστικού τους προϊσταμένου ή το δικό τους και των συνεργατών τους. Εάν τους παρουσίαζαν και αυτούς ως διεστραμμένους όπως παρουσιάζει η εμετική θεατρική διαβολοπαράσταση τον Κύριο και τους Αποστόλους (ο Θεός ας μας συγχωρέσει για όσα από αγανάκτηση γράφουμε... «Συ Κύριε οίδας ότι φιλώ σε»), θα έδειχναν και τότε την «παγερή τους αδιαφορία» ή θα είχαν κηρύξει την Εκκλησία εν διωγμώ;
Και εάν αντί του ονόματος του Κυρίου μας υπήρχε το όνομα του αρχηγού του κράτους ή της Κυβερνήσεως ή των αρχηγών των κομμάτων, των «πτωχωτάτων εθνοπατέρων μας», θα έκαναν τότε οι «κύριοι» αυτοί λόγο περί «καλλιτεχνικής ελευθερίας» και περί «δημοκρατικής εκφράσεως» ή αυθωρεί και παραχρήμα θα είχαν διατάξει την δικαστική και εκτελεστική εξουσία να σταματήσει εν τω άμα την παράσταση που υβρίζει τις προσωπικότητες και μάλιστα αυτές τις εκλεγμένες προσωπικότητες του Έθνους;
 Ορίστε το ερώτημα που προκαλεί σήμερα. Εάν δε διαθέτουν στοιχειώδη ευαισθησία και ανδρισμό, ας δώσουν λοιπόν την απάντηση.  Ας μας πουν τι θα έπρατταν στα όσα ανωτέρω αναφέρουμε.
Αλλά, γιατί επιμένουμε; Και ποιά απάντηση αναμένουμε; Αφού για τους ανθρωπάρεσκους είναι μεγάλοι, πολύ μάλιστα μεγάλοι οι πολιτικοί και θρησκευτικοί άρχοντες, ενώ ο Κύριος Ιησούς είναι μικρός, πολύ μικρός!
Ας προσέξουν όμως όλοι αυτοί οι κύριοι, ας ανοίξουν για λίγο τα ώτα τους, που για το θέλημα του Θεού και για την ομολογία, τα έχουν φράξει με  βουλοκέρι, ας ακούσουν αυτό που ήδη ακούγεται ολονέν και ισχυρότερο. Ήδη ακούγεται και οσονούπω θα σκεπάσει κάθε φωνή ανθρωπαρέσκων... «Συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως»!!!
Οπωσδήποτε, αδελφοί μου, όπως μας αναφέρει αλλού ο Απόστολος Παύλος, όποιος ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αρέσει στον κόσμο, αυτός δεν είναι γνήσιος δούλος του Χριστού. Ένας μάλιστα που, ενώ υβρίζεται  το όνομα του Θεού, το «υπέρ πάν όνομα»,  αυτός σιωπά για να τα έχει καλά με τον κόσμο, αυτού,  δεν του αναγνωρίζουμε προσωπικότητα. Είναι «άνθρωπος» χωρίς στόχο και πορεία. Όταν μάλιστα δηλώνει ότι κρατά την «παγερή αδιαφορία», τότε αυτός δεν είναι καν άνθρωπος, διότι ένας άνθρωπος και μάλιστα πιστός, έχει ζεστή την καρδιά και φλέγεται για την αγάπη και την δόξα του Χριστού. Εάν δεν είμασταν ζωόφιλοι, τις καταστάσεις αυτές της βλασφημίας θα τις χαρακτηρίζαμε ως «κτηνώδεις». Αλλά  οι  βλάσφημοι  με τη στάση τους αυτή, καταντούν τώρα χειρότεροι  και αυτών των αλόγων ζώων. Γίνονται  χειρότεροι και του διαβόλου, αφού επιτέλους και αυτά τα δαιμόνια δεν τολμούν να βλασφημήσουν το όνομα του Θεού. Το δε κατάντημα των υπανθρώπων βλασφήμων, συνακολουθεί και αυτός που δεν διαμαρτύρεται και εναρμονίζεται με το πνεύμα του κόσμου. Ναι, ο ανθρωπάρεσκος καταντά δούλος των άλλων. Ό,τι δηλαδή χειρότερο θα μπορούσε να υποστεί. Και στην αρχή μεν θα κάνει αβαρίες στα εξωτερικά. Όσο όμως περνά ο χρόνος, ο ξεπεσμένος αυτός δήθεν πιστός, φτάνει σιγα-σιγα στο βαρύτατο αμάρτημα. Στο να περιφρονεί δηλ.τον Θεό και το Νόμο Του. Έτσι, πολύ σύντομα χάνει την πίστη του και την ορθοδοξία του, αφού πρώτα βεβαίως έχει χάσει την ηθική του υπόσταση... δικαιολογώντας στην κυριολεξία τα πάντα. Τελικά εξευτελίζονται στα μάτια των άλλων, και, εάν αλλοίμονο, δεν μετανοήσουν όσοι ακολουθούν τον δρόμο της απωλείας έως τέλους, αυτή η ανθρωπαρέσκεια, συν τοις άλλοις, θα τους οδηγήσει στον αιώνιο και φρικτό θάνατο.
Ο θεόπνευστος Προφητάναξ, είναι ξεκάθαρος επί του θέματος: «Ότι ο Θεός διεσκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων. Κατησχύνθησαν, ότι ο Θεός εξουδένωσεν αυτούς» (Ψαλμ. ΝΒ', 5).
Εδώ ο Αόριστος, κατά προφητική συνήθεια εκλαμβάνεται αντί Μέλλοντος χρόνου. Προφητεύει λοιπόν ο Θεός ότι αυτούς τους ανθρωπάρεσκους και ασεβείς, θα διαλύσει και θα διασκορπίσει όπως το χνούδι το οποίο «εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης». Αυτοί δε θα γεμίσουν ατιμία και αισχύνη, διότι ο Θεός θα εξουθενώσει αυτούς, ελέγχοντας την κακία, και όπως σημειώνουν οι ερμηνευτές «και του αξιώματος της Αρχιερωσύνης αυτούς καθελών».
Αδελφοί μου, δεν είναι απλή υπόθεση και απλή αδυναμία η ανθωπαρέσκεια και η συν αυτή επικατάρατος δειλία. Πρόκειται περί φοβερών δαιμονίων που στραγγαλίζουν την εν Χριστώ Ελευθερία, την οποία μας χάρισε διά του Σταυρικού του θανάτου ο Κύριός μας και Θεός μας!
Άνευ αντιλογίας, φίλοι μου, παντοτινό καύχημά μας είναι, πρέπει να είναι ο Σταυρός του Χριστού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη ζωή μας και στην καθημερινότητα. Επιπλέον δε με παρρησία να δίνουμε προς κάθε κατεύθυνση και σε κάθε πρίπτωση την ομολογία της αμωμήτου πίστεώς μας, εκφράζοντας έτσι την αγάπη μας προς τον Σωτήρα Χριστό.
Τούτο να γίνει και αίτημα θερμής προσευχής και το έλεος του Κυρίου, είθε να μας «καταδιώκει πάσας τάς ημέρας της ζωής ημών».

Αμήν

 Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα

ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΤΟΠΕΔΙΝΟΣ

1Ο κατά κόσμον Δημήτριος Καζάνης γεννήθηκε στη Νικήτη της Χαλκιδικής το 1899. Προσήλθε στη μονή Βατοπεδίου το 1914 κι εκάρη μοναχός σε αυτή το 1916.

Το 1926 αναχώρησε της μονής και περιφερόταν στα όριά της επί 35 χρόνια. 
Ο ιερομόναχος Χρυσόστομος Μουστάκας, που τον συντάντησε, γράφει στο ωραίο βιβλίο του για το Άγιον Όρος γι’ αυτόν, πως ο σκούφος του από την πολυκαιρία και τον ιδρώτα ειχε χάσει το πρώτο του χρώμα. Ήταν πάντοτε μονοχίτων και ανυπόδητος και ποτέ δεν λούσθηκε.

Μόνιμη θερινή τροφή του κυρίως τα σύκα και τον χειμώνα καρύδια, κάστανα, κούμαρα και βελανίδια. Οι χυμοί των σύκων ένωναν τα γένεια του και τα νωπά καρύδια μαύριζαν τα χέρια του με τα’ άκοπα νύχια. Δεν μαγείρευε ποτέ. Αν πήγαινε σε κανένα πανηγύρι έτρωγε με βουλιμία για να τον κατηγορούν ως γαστρίμαργο και άφηνε αβγά στα γένεια του για να τον περιγελούν.

Δεν γνώριζε τι να κάνει δύο εκατόδραχμα, που του έδιναν τον χρόνο από το μοναστηριακό ταμείο, στη δεκαετία του 1950. Θεμέλια του μοναχού, αν τον ρωτούσες, απαντούσε πως είναι: «πρώτον υποταγή και συνάμα ταπείνωση». Και αν του έλεγες, γιατί τόση ευτέλεια στην ενδυμασία του, θ’ άκουγες πως: «Όταν σε σκεπάσει το χώμα τα πολυτελή ενδύματα δεν έχουν να σε βοηθήσουν τίποτε».

Κουρέλια σκέπαζαν το σώμα του. Ανάμεσα στα βάτα που κρυβόταν, όπου τον διέκρινες με ανοιγμένα χέρια, έμοιαζε με αητό. Κάποτε έκανε τον σαλό και απόφευγε έτσι τους περίεργους θαυμαστές. Έφευγαν εκείνοι, έφευγε και αυτός από τις ρεματιές στα δάση και από τις πλαγιές στα υψώματα. Κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων με δάκρυα. Σιγόψελνε στις αγρυπνίες, παγώνοντας στους νάρθηκες. Τον θεωρούσαν σαλεμένο και τρελό και αυτός χαιρόταν αφάνταστα.

Γέροντες με προορατικό χάρισμα τον θαύμαζαν για τη μεγάλη του ταπείνωση.

Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του για τους Αγιορείτες πατέρες γράφει περί αυτού:«ζούσε σαν πραγματικό πετεινό του ουρανού μέσα στο Άγιον Όρος, κάτω από τον ουράνιο τρούλο του Θεού, γιατί δεν είχε καλύβι, όπως οι άλλοι πατέρες. Ελευθερωμένος λοιπόν από την ματαιότητα,με την αρετή της ακτημοσύνης και σκλαβωμένος από την αγάπη του Θεού, γύριζε στον Άθωνα σαν “καλό αλητάκι” του Χριστού. 

Όλη του η περιουσία ήταν τα τριμμένα ρούχα που φορούσε, τα ίδια χειμώνα-καλοκαίρι. Στα δε πόδια του είχε τυλιγμένα φαρδιά κουρέλια για κάλτσες, για να μη κατεβαίνει κάτω το λίγο αίμα του από την ορθοστασία στην προσευχή και από τις πορείες του στις κορυφές και λαγκαδιές όπου πήγαινε για να μένη άγνωστος από τους ανθρώπους.

Η μεν ψυχή του όλο ενωνόταν με τον Θεό, τα δε ρούχα του όλο και κουρελιαζόταν, αλλά φαίνοταν σαν φτερά, γιατί ο Γέροντας είχε Χάρη Θεού».

Πολλοί τον θεωρούσαν, όπως είπαμε, ανόητο, αλλά ήταν ανόητοι αρκετά. Άνθρωπος μεγάλης αυταπάρνησης, ανιδιοτέλειας και ταπεινώσεως. Γι’ αυτό ήταν πάντοτε μόνος. Μόλις αντιλαμβανόταν ότι καταλάβαιναν την κ| απομακρυνόταν αμέσως για τα βουνά, που φύλαγαν τα μυστικά του. Κορόιδευε έτσι την ανθρώπινη ματαιοδοξία, είχε βαθιά αίσθηση της ματαιότητας της ζωής. Ήταν ένας διά Χριστόν σαλός.

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ



15Γιορτάζουμε σήμερα 3 Νοεμβρίου, ημέρα μνήμης του Οσίου και Μέγα Ιωαννικίου, του εν Ολύμπω, ας πούμε λίγα λόγια:

Ο Όσιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε στη Βιθυνία το 740 μ.Χ. Τον πατέρα του έλεγαν Μυριτρίκη και τη μητέρα του Αναστασώ.Και οι δύο ήταν ευσεβείς γονείς και παιδαγώγησαν το γιο τους σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Όταν ο Ιωαννίκιος στρατεύτηκε, αυτοκράτορας ήταν ο τραχύς εικονομάχος Κωνσταντίνος ο Ε'.

Ο Κωνσταντίνος ο Ε', διέπρεψε στους αγώνες του κατά των Βουλγάρων και είχε μεγάλη εκτίμηση από τους στρατιώτες του. Η ψυχολογία που καλλιεργήθηκε στα πεδία των μαχών,παρέσυρε τον Ιωαννίκιο και στο θρησκευτικό έδαφος, με αποτέλεσμα να γίνει εικονομάχος, σαν τον αυτοκράτορα.

Όταν, όμως, απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, δεν άργησε να καταλάβει την πλάνη του και σε τι μεγάλα σφάλματα τον είχε οδηγήσει αυτή. Μετανόησε ειλικρινά και εξομολογήθηκε το ολίσθημα του. Αφού καταρτίσθηκε ανάλογα, έγινε μοναχός στον Όλυμπο και πέθανε 94 χρονών στη Μονή Αντιδίου, διδάσκοντας στον κόσμο την Ορθοδοξία.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Tην επίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθείς τη ελλάμψει της επινοίας Θεού, όθεν έφανας εν γη ως άστρον άδυτον, θείας φωνής γαρ ως Μωσής μυστικώς αξιωθείς, ισάγγελος ανεδείχθης και δωρημάτων ταμείον, Ιωαννίκιε μακάριε.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Με πληρ. από τον Ορθόδοξο Συναξαριστή 

Ο ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

151. Τα κυριακάτικα κηρύγματά μας, αδελφοί μου χριστιανοί, είναι αφιερωμένα στους αγίους Πατέρες, στην άγια ζωή τους και την ωραία τους διδασκαλία. Σ᾽ αυτά τα δύσκολα χρόνια πού ζούμε, χρόνια προφητευμένα από την Αποκάλυψη του Ιωάννου, έχουμε ξεφύγει και από την ζωή και από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων.

Εμείς ζούμε με έναν άλλο τρόπο ζωής, όπως μας το ζητάει η εκσυγχρονισμένη εποχή μας, και δεν ζούμε κατά το παράδειγμα των αγίων Πατέρων. Και εμείς πάλι σήμερα έχουμε και διδάσκουμε μια άλλη θεολογία, που την λέμε «μεταπατερική θεολογία». Γι᾽ αυτό λοιπόν κρίναμε ως απαραίτητο τα κηρύγματά μας να είναι από την ζωή και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Ας το ομολογήσουμε με ταπείνωση, αδελφοί χριστιανοί, ότι δεν γνωρίζουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, γιατί δεν την διαβάζουμε.

Μας «μπούχτησαν» κάτι θρησκευτικά περιοδικά, πού λένε απλά ωφελιμιστικά πράγματα και διαφημίζουν την δράση του συγγραφέως τους και δεν γράφουν τίποτε, μα τίποτε δεν γράφουν από την πατερική θεολογία. Γι’ αυτό, ξαναλέμε, θεωρήσαμε ως ανάγκη της εποχής μας την στροφή στις πηγές μας, στους αγίους Πατέρες!

2. Στο προηγούμενο κήρυγμά μας, αδελφοί χριστιανοί, μιλήσαμε για ένα πατερικό κείμενο πού ονομάζεται Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων ή, απλούστερα, Διδαχή. Το κείμενο αυτό, είπαμε, ήταν άγνωστο, αλλά ανακαλύφθηκε στα Ιεροσόλυμα το 1883 και αυτή η ανακάλυψη ήταν η σπουδαιότερη τον 19ο αιώνα και έκανε εντύπωση σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Το έργο αυτό δεν είναι βέβαια των αγίων Αποστόλων, όπως μπορεί να νομίσει κανείς από τον τίτλο του, γιατί, αν ήταν των αγίων Αποστόλων, θα είχε την θέση του στην Αγία Γραφή. Είναι έργο κάποιου αγνώστου συγγραφέως, κοντινού πιθανώς στα χρόνια των αγίων Αποστόλων και εκφράζει την διδασκαλία τους. Γι᾽ αυτό και είναι πολύ σπουδαίο.

Είπαμε στο προηγούμενο κήρυγμά μας ότι η Διδαχή αποτελείται από 16 κεφάλαια και έχει ποικίλο περιεχόμενο. Το πρώτο μέρος της ομιλεί περί των δύο οδών, περί των δύο δηλαδή τρόπων ζωής πού μπορούμε να ακολουθήσουμε. Η μια είναι η οδός της ζωής και η άλλη είναι η οδός του θανάτου. Δηλαδή, ο ένας τρόπος ζωής είναι να ζούμε κατά το θέλημα του Θεού και ο άλλος τρόπος είναι να ζούμε αντίθετα προς το θέλημα του Θεού. Είμαστε ελεύθεροι, αδελφοί χριστιανοί, να εκλέξουμε όποιον τρόπο ζωής θέλουμε.

Κάπου λέει ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη: Έχεις, άνθρωπε, μπροστά σου το νερό και την φωτιά. Αν απλώσεις το χέρι σου στο νερό, θα δροσιστείς. Και αν το απλώσεις στην φωτιά, θα καείς (Σ. Σειρ. 15,16). Στο προηγούμενο κήρυγμα είπαμε τι λέει η Διδαχή για την οδό της ζωής. Και σήμερα θα μιλήσουμε τι λέει η Διδαχή για την οδό του θανάτου.

3. Η οδός του θανάτου, αγαπητοί μου, έχει ακριβώς τα αντίθετα παραγγέλματα από την οδό της ζωής, όπως είναι άκρως αντίθετος ο θάνατος από την ζωή. Οδός θανάτου, όπως το λέει το κείμενο πού εξετάζουμε, είναι: «Φόνοι, μοιχείες, κακές επιθυμίες, πορνείες, κλοπές, ειδωλολατρίες, μαγείες, αρπαγές, ψευδορκίες, υπερηφάνεια, αυθάδεια, πλεονεξία, αισχρολογία, ζηλοτυπία... αλαζονεία», ένα μαύρο κομπολόι του Διαβόλου... Σ᾽ αυτήν την οδό, λέγει η Διδαχή, ανήκουν και «οι φονείς τέκνων, οι φθορείς πλάσματος Θεού» (κεφ. 5). Προσέξτε αυτό το τελευταίο, αδελφοί μου, πού λέγει ἡ Διδαχή: «Φονείς τέκνων» και «φθορείς πλάσματος Θεού». Είναι όσοι κάνουν εκτρώσεις, γιατί αυτοί πραγματικά φονεύουν τα ίδια τα τέκνα τους και φθείρουν τα πλάσματα του Θεού.

Όσοι ακολουθούν την φρικτή αυτή οδό, την οδό του θανάτου, είναι «πανθαμάρτητοι», λέει η Διδαχή. Διαπράττουν δηλαδή κάθε είδος αμαρτίας, πέρα από τις αμαρτίες που αναφέραμε στον παραπάνω κατάλογο. Η οδός του θανάτου είναι «πονηρά και κατάρας μεστή» (5,1), είναι θάνατος, όπως το λέει και η ονομασία της, γι᾽ αυτό και εύχεται η Διδαχή να σωθούν τα τέκνα της από την οδό αυτή.

4. Είπαμε και ξαναλέμε, αδελφοί μου, ότι είμαστε ελεύθεροι να βαδίσουμε όποια οδό θέλουμε. Αν βαδίσουμε την οδό του Θεού, θα ζήσουμε, γιατί είναι οδός ζωής. Αν βαδίσουμε όμως την οδό του Διαβόλου, θα πεθάνουμε, γιατί είναι οδός θανάτου. Η Διδαχή μας συμβουλεύει να είμαστε προσεκτικοί, ώστε να μην παραστρατήσουμε από την οδό της ζωής (6,1). Ας μη μας παραπλανήσει η σκέψη ότι, επειδή δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε όλες τις εντολές της οδού της ζωής, ας ακολουθήσουμε λοιπόν την αντίθετη οδό. Όχι! Η Διδαχή είναι πολύ επιεικής. Καλό θα είναι, μας λέει, να εφαρμόζουμε όλες τις εντολές του Θεού, οπότε θα είμαστε και τέλειοι.

Αλλά αυτό μας είναι δύσκολο, ίσως και αδύνατο. Καθένας λοιπόν ας κάνει ό,τι μπορεί και ας αναπαύεται σ᾽ αυτό πού κάνει. Και για παράδειγμα φέρει η Διδαχή το θέμα της νηστείας. Ο χριστιανός οφείλει να νηστεύει όλες τις καθορισμένες από την Εκκλησία μας νηστείες. Αλλά αν δεν έχει την αντοχή αυτή και δεν μπορεί να νηστέψει, δεν πρέπει να πει, ας παραβώ και τις άλλες εντολές του Θεού, αφού παραβαίνω την εντολή της νηστείας. Όχι! Η Διδαχή λέει, ας νηστεύσει καθένας κατά την δύναμή του: «Ει μεν δύνασαι βαστάσαι όλον τον ζυγόν του Κυρίου, τέλειος έσῃ• ει δ᾽ ου δύνασαι, ο δύνη τούτο ποίει. Περί δε της βρώσεως, ο δύνασαι βάστασον» (6,2-3).

Στο επόμενο κήρυγμά μας θα μιλήσουμε για το δεύτερο μέρος της Διδαχής, που είναι πολύ ωραίο, γιατί ομιλεί για λειτουργικά θέματα.

Με πολλές ευχές,
† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...