Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2012

Κυριακή Ε' Λουκά (Λόγος στο Αποστολικό Ανάγνωσμα) Αρχιμανδρίτης Ιερεμίας Γεωργαλής


Κυριακή Ε' Λουκά (Λόγος στο Αποστολικό Ανάγνωσμα)



«Ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»

        Εἶναι ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι ἡ κατά Χριστόν 
ζωή χαρακτηρίζεται ἀπό πολλούς πειρασμούς καί θλίψεις. 
«Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»
 (Πραξ. 14, 22) μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος. Καί φυσικά δέν θά 
μποροῦσε νά ἦταν διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας, 
ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὑπέμεινε ἐκουσίως θλίψεις, 
ἐξευτελισμούς, βασανιστήρια καί τόν ἀτιμωτικό θάνατο τοῦ
 Σταυροῦ, γιά νά μᾶς ἀναστήσει στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ
 Θεοῦ. Ὁ Χριστός προετοίμασε, διά τῶν Ἀποστόλων, τόν 
λαό Του γιά τήν σταυροαναστάσιμη αὐτή πορεία ὅταν εἶπε: 
«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον». 
(Ἰω. 16, 33). Οἱ θλίψεις στήν ζωή μας ἔχουν πολλές αἰτίες. 
Ὅμως ὁ σημερινός ἀποστολικός λόγος γιά τήν θλίψη τῆς ἀσθένειας
 τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀποτελεῖ ὁρόσημα γιά τήν πνευματική 
πορεία τοῦ κάθε πιστοῦ.

  Ἡ ἀσθένεια εἶναι ἕνα ἀπό τά φυσικά ἐπακόλουθα τῆς 
πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων καί τῆς ἀπομακρύνσεώς μας
 ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία ἔφερε πόνο καί ἀσθένεια στήν ψυχή
 καί στό σῶμα καί ὡς μεταδοτική νόσος εἰσῆλθε στήν φύση τοῦ
 ἀνθρώπου. «Ἀπό τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τό σῶμα, 
ἀσθενεῖ μου καί ἡ ψυχή», ὁμολογοῦμε στήν Παράκληση πρός 
τήν Κυρία Θεοτόκο. Ὅμως μέ τόν Σταυρικό θάνατο τοῦ Κυρίου
 ὁ πόνος ἀπέκτησε νέο νόημα καί καινούργια προοπτική. 
Ἡ ἀσθένεια πλέον, στόν συνειδητοποιημένο χριστιανό, γίνεται 
ὅπλο σωτηρίας. Γίνεται ἀφορμή ἐπιστροφῆς στόν Θεό. 
Ὁ κάθε πιστός χριστιανός πρέπει νά κατανοήσει ὅτι ἡ
 ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει μολυνθεῖ ἀπό τά πάθη τά ὁποῖα ὁ 
διάβολος ἐκμεταλλεύεται γιά νά τόν ὁδηγήσει στήν 
αἰώνια ἀπώλεια. Ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν παθῶν καί τοῦ 
διαβόλου δέν εἶναι εὔκολος. Εἶναι διηνεκής καί ἐπίπονος. 
Ὁ ἐπάρατος ἐγωισμός πολλές φορές μολύνει τίς φιλότιμες
 προσπάθειες τοῦ ἀγωνιστῆ καί ἐδῶ ἡ ἀσθένεια ἀναλαμβάνει 
πλέον τόν νέο, ὡφέλιμο ρόλο της.
        Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἀκαλλιέργητος πνευματικά,
 τότε ὁ ἐγωισμός του συνεχίζει νά ἐκτρέφει τά πάθη του. 
Αὐτά θεριέβουν καί ὁ ἄνθρωπος φαντάζεται ὅτι εἶναι ὁ αἰώνιος 
κυρίαρχος τοῦ κόσμου. Τά ἀποτελέσματα εἶναι ἐμφανῆ στήν ζωή
 τοῦ καθενός μας καί ἐμφανέστατα μέσα ἀπό τήν σημερινή 
πολύμορφη παγκόσμια κρίση πού διερχόμαστε. 
Μᾶς ἐπισκέπτεται ὅμως τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός καί μέ τίς 
ἀσθένειες πού ἐπιτρέπει στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς θέλει νά 
διασπάσει τήν καταστροφική συμμαχία ἀνθρώπου καί διαβόλου.
 Γιά τόν πορρωμένο καί ἁμετανόητο ἡ ἀσθένεια γίνεται ἀφορμή 
γογγυσμοῦ καί βλασφημίας. Γιά τόν πιστό χριστιανό ὁ χρόνος 
τῆς ἀσθενείας γίνεται καιρός μετανοίας. Ὁ ἄνθρωπος τότε
 ἀντιλαμβάνεται τήν μικρότητά του καί τίς περιορισμένες
 δυνατότητές του. Τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νά καταλάβει 
ὅτι ὁ μόνος πού νίκησε τόν θάνατο ἦταν ὁ Χριστός. 
Τότε μαλακώνει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναμετρᾶ τά λάθη του,
 ζητᾶ συγχώρηση καί ἡ Χάρης τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στήν 
καρδιά του. Ἡ ὀδύνη τῆς ἀσθενείας λυτρώνει τόν ἀγωνιστή
 χριστιανό ἀπό τήν ἠδονή τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό καί 
ἀγόγγυστα τήν δέχεται. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς βεβαιώνει
 γι’ αὐτό σήμερα. Τρεῖς φορές παρεκάλεσε τόν Χριστό νά τόν
 ἀπαλλάξει ἀπό κάποια σωματική ἀσθένεια. Ὅμως ἔλαβε τήν 
ἀπάντηση ὅτι μέσα ἀπό τήν ἀδυναμία αὐτῆς τῆς ἀσθένειας πού
 τόν κρατᾶ ταπεινό θά ὁλοκληρωθεῖ τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ 
καί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἄς ἀκούσουμε ὅμως ἕναν
 σύγχρονο ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν γέροντα Πορφύριο,
 ὁ ὁποῖος εἶχε πολλές και ἐπώδυνες ἀσθένειες ἀπό μικρό παιδί,
 τί λέγει γιά τό θέμα αὐτό: «Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος. Θά μοῦ πεῖτε: 
Ὅλ’ αὐτά πού σοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός δέν σέ κάνουν ἄξιο; Αὐτά
 μέ κατακρίνουν. Γιατί αὐτά εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. 
Δέν εἶναι τίποτα δικό μου. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε πολλά χαρίσματα, 
ἀλλ’ ἐγώ δέν ἀνταποκρίθηκα, φάνηκα ἀνάξιος. Τήν προσπάθεια, 
ὅμως, οὔτε στιγμή δέν τήν ἄφησα. Ἴσως ὁ Θεός μοῦ δώσει τή 
βοήθειά Του, γιά νά δοθῶ στήν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτό δέν 
προσεύχομαι νά μέ κάνει ὁ Θεός καλά. Προσεύχομαι νά μέ 
κάνει καλό. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός τό ξέρει ὅτι πονάω. 
Προσεύχομαι, ὅμως, γιά τήν ψυχή μου, νά μοῦ συγχωρέσει
 τά παραπτώματά μου».
         Αὐτός λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ὁ τρόπος 
πού ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ νά ἀντιμετωπίσουμε τήν ἀσθένεια. 
Δέν τήν ἐπιδιώκουμε βεβαίως.Εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε
 γιά τήν ψυχική καί σωματική ὑγεία. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός
 ἐπιτρέψει νά μᾶς βροῦν ἀσθένειες τότε ἄς προσπαθήσουμε 
νά μιμηθοῦμε τόν εὐαγγελικό τρόπο τῶν ἁγίων Πατέρων.
 Ἄς προσπαθήσουμε νά μεταβάλλουμε τήν ἀσθένειά 
μας σέ ἀφορμή σωτηρίου μετανοίας καί τότε ἡ ἀδυναμία
 μας θά μεταποιηθεῖ σέ μεταμορφωτική δύναμη ἀπό τήν 
Χάρη τοῦ Θεοῦ πού θά ὡφελήσει ἐμᾶς καί τόν πλησίον μας. Ἀμήν. 

Αρχιμανδρίτης Ιερεμίας Γεωργαλής

Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. ιστ΄19-31) Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης



Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ


Ἀσφαλῶς, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου δὲν ἀπαντᾶ στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας. Δὲν κρίνει, δὲν δὲν ἀξιολογεῖ καὶ δὲν ἑρμηνεύει τὰ οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ μεγέθη τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλωστ, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αὐτὰ καθ΄ ἑαυτὰ κριτήρια γιὰ τὸν Θεό. Ἑστιάζει, ὅμως, στὴ σχέση του μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ στὴν εὐθύνη τῆς διαχείρησής τους. 


Ὁ κίνδυνος τῆς ἐξάρτησης ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ

Τὸ πρόβλημα τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι ὅτι ὑπῆρχε ἕνας πλούσιος καὶ ὁ φτωχὸς Λάζαρος. Ἀναρίθμητοι πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν ὅσο διαρκεῖ τὸ παρεχόμενο σχῆμα τοῦ κόσμου μας, οἱ ἁμαρτωλὲς οἰκονομικές του δομὲς καὶ οἱ ἄδικες κοινωνικές του συνθῆκες. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι σὲ κάθε ἐποχὴ οἱ πλούσιοι συνήθως ἀδιαφοροῦν γιὰ τοὺς φτωχούς. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς δὲν ἔχει ὄνομα, γίνεται ἀπρόσωπος μέσα στὴν ἀδιαφορία του γιὰ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἴσως βέβαια, νὰ μὴν τὸν ἐκμεταλλεύεται, νὰ μὴν τὸν ἀδικεῖ, ὅμως τὸν ἀγνοεῖ καὶ τὸν περιφρονεῖ καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἴδιο ἐπιλήψιμο. Ὀχυρωμένος μέσα στὰ πλούτη του, ἔχει τὴν ψευδαίσθηση καὶ τὴν αὐταπάτη ὅτι μὲ τὰ ἀγαθά του καὶ τὰ δικά του ἀνθρώπινα στηρίγματα θὰ ἐξασφαλίσει μιὰ ζωὴ εὐδαιμονίας. Μιὰ τέτοια πίστη παγιδεύει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα ὑπαρξιακὸ ψέμα καὶ ἔτσι χάνει τὸ νόημα τῆς ζωῆς.

Ἡ ἐπίμοχθη καὶ ἀγωνιώδης προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴ χρήση τῶν ἀγαθῶν ποὺ θὰ τοῦ προσφέρουν εὐτυχία δὲν ἀποδίδει τὸν ἀναμενόμενο καρπό. Ὅποιος ἐπιδιώκει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ στηρίξει τὴ ζωὴ του τὴν χάνει ὁριστικὰ. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη εἶναι ματαιοπονία καὶ παταγώδης ἀποτυχία, ποὺ τὴν πληρώνει κάποτε μὲ τὴν ψυχή του, γιατί "ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πλούτῳ οὗτος πεσεῖτε". Τὰ ἀναποδογυρίσματα τῆς ζωῆς εἶναι ἀπρόβλεπτα καὶ οἱ παραχωρήσεις τοῦ Θεοῦ ἀνερμήνευτες. Ἔρχονται, λοιπόν, στιγμὲς ποὺ οἱ γήινες βεβαιότητες (ἀγαθά, περιουσίες, ἐπενδύσεις καὶ κάθε ἐγκόσμιο στήριγμα) ἐκμηδενίζονται καὶ οἱ ἐκπλήξεις γίνονται τραγικές. Τότε ἡ αὐτάρκεια καὶ ἡ αὐτοπεποίθηση ἀπογυμνώνονται καὶ διαψεύδονται. Γιατί ἡ βεβαιότητα καὶ ἡ ἀσφάλεια δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ νομίζουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιό Του. Ὁ ἄνθρωπος διασώζεται στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, στὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας.


Ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό.

Ἡ περίπτωση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου φανερώνει μιὰ σχέση δυνατῆς ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό. Δὲν ἐγκωμιάζεται ἡ φτώχειά του, ἀλλὰ ἡ ἀρετή του. Μέσα στὶς στερήσεις καὶ τὶς ἄθλιες συνθῆκες τῆς ζωῆς του, δὲν διαμαρτύρεται ποὺ ὑποφέρει. Ἡ καρτερικὴ ὑπομονή του στὸ σκληρὸ καὶ ἄδικο πρόσωπο τῆς ζωῆς δὲν εἶναι ἀδυναμία καὶ παθητικότητα, ἀλλὰ δύναμη ποὺ ἀντέχει χτυπήματα. Ἁπαλαγμένος ἀπὸ συμπλέγματα κατωτερώτητας, δὲν ζηλεύει καὶ δὲν φθονεῖ τὸν πλούσιο, ποὺ ἀπολαμβάνει μιὰ ζωὴ ποὺ αὐτὸς στερεῖται. Δὲν ἀντιδρᾶ βίαια, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ζητᾶ νὰ ἁρπάξει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει. Μέσα στὴν ἐξαθλίωση καὶ τὴ δυστυχία του, δὲν στρέφεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σκληρότητας τῶν ἀνθρώπων. Στηρίζει τὴν ἐλπίδα του σὲ Ἐκεῖνον, γιὰ νὰ ὑπερνικήσει τὴν ἐγκατάλειψη, τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀναλγησία τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ἦταν πράγματι τρομακτική: «ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ», ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Ὁ Λάζαρος γίνεται γιὰ ἐμᾶς ὁ τύπος ἐκεῖνος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀπαγκιστρωμένος ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς πέφτει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐλεύθερος ἀπ' ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ὅταν μᾶς λείψουν μᾶς ὁδηγοῦν στὴ διεκδίκηση, στὴν ὀργή, στὴ βία καὶ τελικὰ στὴν ἀπόγνωση.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ὀρθὴ καὶ ζωντανὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ μᾶς βοηθᾶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καὶ τῆς ἀδιαφορίας μέσα στὴν ὁποία πνιγόμαστε. Ὁ πλοῦτος ἢ ἡ φτώχεια ἢ ἡ εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία μας δὲν εἶναι μόνο εὐμετάβλητες καταστάσεις ζωῆς, εἶναι καὶ εὐκαιρίες, γιὰ νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιατί αὐτὸ εἶναι ἡ καταδίκη μας καὶ ὁ θάνατός μας. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὸν παραβολικὸ λόγο τοῦ πλουσίου, ποὺ ξέχασε τὸν φτωχὸ Λάζαρο καὶ ἔχασε τὸν πραγματικό του ἑαυτὸ καὶ τὴν σωτηρία του.

Κυρια κή Ε Λουκά Ἡ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἀπιστία (Λουκ. ιστ΄19-31) Anthony Bloom

Τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ Λαζάρου

Ὁ πλούσιος της παραβολῆς αὐτῆς (Λκ.16.19-31) εἶχε ζήσει μιὰ ἄσκοπη, ἄδεια καὶ ἀνόητη ζωὴ καὶ ὅταν μπῆκε στὴν αἰωνιότητα ἀνακάλυψε ὅτι δὲν εἶχε ἀποκομίσει τίποτα ἀπὸ τὴ γῆ· μέσα του εἶχε μία ἔρημο, ἕνα κενό. Γεμάτος φρίκη γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μόνοι ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε ἀκολουθοῦσαν τὴν ἴδια πορεία καὶ θὰ κατέληγαν στὸν ἴδιο τόπο τῆς ἀπομόνωσης, στὴν κατάσταση ἐκείνη τοῦ ἐσωτερικοῦ κενοῦ, στρέφεται στὸν Ἀβραὰμ μὲ τὸ αἴτημα νὰ σταλεῖ ἕνας μάρτυρας ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιὰ νὰ προειδοποιήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς συγγενεῖς του.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀβραὰμ ἀπευθύνεται καὶ σ' ἐμᾶς: «Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάνω στὴ γῆ γνώριζαν τὸ Θεὸ καὶ ποὺ ἀνάγγειλαν τὶς ὁδούς Του σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν «ὦτα ἀκούειν». Γιατί δὲν ἀκοῦν ἐκείνους;» Ὁ πλούσιος ὅμως λέει: «Ὄχι, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ· θὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν μόνο ἂν τοὺς ἐπισκεφτεῖ ἕνας ἀπό τοὺς νεκρούς».

Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲ θὰ μπορέσει νὰ πείσει τὸν ἄλλο ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, ἂν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ἔχει παραθεωρήσει ἄλλες μαρτυρίες. Τὰ λόγια αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν τόσο σ' ἐμᾶς ὅσο καὶ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς.

Ἔχουμε πίσω μας χιλιάδες χρόνια ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἔχουμε τὶς μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Καινῆς, ἔχουμε τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, πιστεύουμε ὅμως παρ' ὅλ' αὐτὰ τελείως στὸ μήνυμα τῆς ζωῆς τὸ ὁποῖο ἔφερε στὴ γῆ; Ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, στάθηκε μπροστὰ μας ζωντανὸς δίνοντας μαρτυρία γιὰ τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἄξια τοῦ τώρα καὶ τῆς αἰωνιότητας, ἐμεῖς ὅμως ἀκοῦμε ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρονιὰ σὲ χρονιὰ καὶ ὅλο καὶ περιμένουμε κάτι διαφορετικό.

Πολὺ συχνὰ ἀκούω τοὺς ἀνθρώπους νὰ λένε: «Ἔχω πράγματι διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχω ἀκούσει κηρύγματα, ἔχω διαβάσει αὐτὰ ποὺ ἔγραψαν οἱ ἅγιοι, θὰ πιστέψω ὅμως μόνο ἄν μοῦ συμβεῖ ἕνα θαῦμα». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια ἀλλοίμονο, δὲν εἶναι ἀλήθεια. Δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ πιστέψουμε οὔτε καὶ σ' ἕνα θαῦμα γιατί αὐτὴ ἡ ζωὴ ΕΙΝΑΙ ἕνα θαῦμα, εἶναι γεμάτη θαύματα, γεμάτη ἀπὸ θεϊκὲς ἐνέργειες, τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρ' ὁλ' αὐτὰ ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε.

Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα στὴ γῆ, ἡ ἀγάπη, πάντοτε μᾶς ἐμπνέει μᾶς δίνει χαρά, εὐχαρίστηση καὶ παρ' ὅλ' αὐτὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ζωὴ τῆς γῆς ἤ τῆς αἰωνιότητας δὲν ἔχει ἄλλο νόημα ἀπὸ τὴν ἀγάπη κι ἔτσι ἐξακολουθοῦμε νὰ γεμίζουμε τὶς ζωές μας μὲ πράγματα ποὺ σιγὰ-σιγὰ τὴν καταστρέφουν. Τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη τὴν κάνουμε ρηχὴ ὥστε τίποτα νὰ μὴν ἀπομένει ἀπὸ τὸ ὑπέροχο φεγγοβόλημα τῆς θεϊκῆς ἤ τῆς γήινης ἀγάπης. Αὐτὸ ὅμως εἶναι κάτι ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα τὸ ὁποῖο σὲ κάποιο στάδιο ἔχει ἀγγίξει τοῦ καθενός μας τὴ ζωή: γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη τῶν γονιῶν μας κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία, Ἴσως τὴν ἀγάπη κάποιου γνωστοῦ ἤ πιθανὸν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ν' ἀγαπήσαμε κάποιον εἴτε νὰ συναντήσαμε τὸ Χριστὸ ἔστω καὶ γιὰ μιὰ σύντομη στιγμὴ καὶ νὰ ἐκπλαγήκαμε μὲ τὴν ἀγάπη Του· ἡ ἀγάπη γλυκοχαράζει παντοῦ, παντοῦ ἀκτινοβολάει κι ἐμεῖς χαιρόμαστε καὶ ζοῦμε μέσα της γιὰ μιὰ στιγμὴ - ἔπειτα ξεχνᾶμε ὅτι μὲ τὴν παρουσία της εἶχε γεμίσει τὰ πάντα καὶ ὅτι μόνο ἡ ἀγάπη ἔχει νόημα. Οὔτε καὶ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς πείσει τελείως!

Ἂς μὴν περιμένουμε λοιπὸν ἄλλο θαῦμα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἂς δώσουμε προσοχὴ στοὺς ἀληθινοὺς καὶ ζωογόνους λόγους Του, ἂς θεωρήσουμε ὅλα τ' ἄλλα ἀσήμαντα κι ἂς συγκεντρώσουμε τὶς δυνάμεις μας στὸ ἕνα πράγμα «οὗ ἔστι χρεία» (Λκ.10.42)· ἡ γῆ θὰ ἔχει γίνει τότε οὐρανός, ὁ οὐρανὸς θὰ ’χει ἀγκαλιάσει ὅ,τι τὸ πολύτιμο τῆς γῆς αὐτῆς κι ἡ ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ’χει γίνει δική μας.

Κυριακή Ε Λουκά Ἡ χρήση τοῦ πλούτου (Λουκ. ιστ΄19-31) του Σεβασμιωτάτου Μητροποίτου Εδέσης κ.κ. Ιωήλ




«Πτωχός δὲ τις ὀνόματι Λάζαρος»

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι μία παραβολή. Παρουσιάζει κάποιον ἀνώνυμο πλούσιο, ποὺ εἶναι «ἀφιλοικτίρμων», καὶ ἕναν πένητα, ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα Λάζαρος. Λάζαρος στὰ ἑβραϊκὰ μεταφράζεται «ὁ Θεὸς βοηθεῖ», δηλ. καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμη ὑποδηλώνει τὴ μεγάλη ἔνδεια ποὺ εἶχε. Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὅμως νὰ σημειώσουμε κάποιες παρατηρήσεις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐὰν πράγματι ἡ Ἱστορία αὐτὴ εἶναι παραβολή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πώς, ἐνῶ γιὰ τὸν πλούσιο ὁ Κύριος ἀποφεύγει νὰ ἀναφέρει τὸ ὄνομά του καὶ ἁπλῶς μᾶς λέγει· «ἄνθρωπος δὲ τις ἦν πλούσιος» (Λουκ. 16,19), δὲν κάνει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν πτωχό. «Διά τί γὰρ μὴ εἶπε, Πτωχὸς δὲ τις ἄνθρωπος, ἀλλά, Λάζαρος; Ἵνα τῇ προσηγορίᾳ δείξῃ πείρᾳ καὶ ἀληθείᾳ ταῦτα πεπρᾶχθαι››, δηλαδὴ γιατί νὰ μὴν πεῖ, κάποιος φτωχὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Λάζαρος; Ὀνομάτισε τὸ φτωχό, ὥστε ἀπὸ τὸ ὄνομα νὰ δείξει πὼς ἀληθινὰ ἔχουν συμβεῖ αὐτὰ (τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ διηγηθεῖ). Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς προχωρεῖ ἀκόμη πιὸ πολὺ καὶ λέγει πὼς ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Ἑβραίων ὁ πλούσιος ὀνομαζόταν Νινευὶς κι ὁ φτωχὸς Λάζαρος. Ὅταν πέθαναν καὶ οἱ δυό, «παραβολὴν ὁ Χριστὸς τὰ κατ’ αὐτοὺς ἐποίησε», τότε ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴ ζωὴ τους παραβολή. Τὰ ἴδια λέγει κι ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Ὑπῆρχε στὰ Ἱεροσόλυμα κάποιος Λάζαρος ὀνομαστὸς γιὰ τὴ φτώχεια του.


Ὁ πτωχὸς Λάζαρος

Τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Λαζάρου εἶναι πολλά. Ἦταν πτωχός, ἄρρωστος, γεμάτος ἀπὸ πληγές. Ὑπάρχει περίπτωση νὰ εἶναι κάποιος ἄρρωστος, ἀλλὰ νὰ μὴν ἔχει πληγές. Αὐτὸς εἶχε καὶ τὰ δύο. Ἐπίσης, εἶχε τὸ ψυχολογικὸ βασανιστήριο νὰ βλέπει ἄλλους νὰ «ὑπερτρυφοῦν», δηλ. νὰ παραχορταίνουν, αὐτὸς δὲ «λιμώττειν», νὰ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα (ἅγιος Θεοφύλακτος). Ἦταν ξεχασμένος ἀπὸ τοὺς οἰκείους του καί, τὸ ἀκόμη πιὸ τραγικό, ἐνῶ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐρχόταν νὰ τὸν βοηθήσει, «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. 16,21). Ὁ Λάζαρος μπροστὰ στὴν πύλη τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου ἔμοιαζε μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔφτασε στὸ λιμάνι κι ἐκεῖ ναυάγησε. Ἦταν κοντὰ στὴν πηγὴ καὶ ὑπέφερε ἀπὸ δίψα, «δίψῃ χαλεπωτάτῃ τὴν ψυχὴν ἀγχόμενος», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Κατὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, ὑπῆρχε καὶ μία πονηρὴ ὑπόληψη καὶ γνώμη ἀπὸ τοὺς πολλοὺς γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Λαζάρου. Ἴσως ἔλεγαν: γιὰ νὰ ἔχει τόσα κακὰ ἐπάνω του, πιθανῶς νὰ εἶναι πολὺ ἁμαρτωλός.


Τί ἤθελε νὰ διδάξει ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ ταύτη;

Πρῶτα πρῶτα ἤθελε νὰ καταρρίψει τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη τῶν Ἑβραίων, πὼς καθένας ποὺ εἶναι ἄρρωστος καὶ φτωχός, εἶναι στερημένος τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ. Πέθανε ὁ φτωχὸς κι ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους «εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ» (Λουκ. ὅπ.π. στίχ. 22). Ἀντίθετα, μετὰ τὸ θάνατό του ὁ πλούσιος βρέθηκε νὰ εἶναι βασανιζόμενος.

Ὁ ἀδυσώπητος πλούσιος καὶ ζώντας ἦταν μέσα στὸ μνῆμα τῆς στερήσεως τῆς χάριτοςτοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ θάνατο πάλι τὸ ἴδιο. Ἡ ψυχὴ του ἦταν θαμμένη μέσα στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτοὶ ποὺ διαχειρίζονται τὸν πλοῦτο ἰδιοτελῶς καὶ δὲν ἔρχονται ἀρωγοὶ στοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς τους, δὲν θὰ ἔχουν καλὸ τέλος.

Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἤθελε νὰ μᾶς διδάξει νὰ εἴμαστε φιλάλληλοι καὶ φιλόπτωχοι. Πολλὲς φορὲς τὸ εἶχε διακηρύξει: «Πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην» (Λουκ. 12,33). Πράγματι, ἡ ἐντολὴ αὐτὴ εἶναι καλή, ἀγαθὴ καὶ σωτήρια, ἀλλὰ πάρα πολὺ δύσκολη στὴν ἐφαρμογή της. Δυσκολεύονται οἱ πολλοὶ νὰ τὴν παραδεχθοῦν. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συναντάει ἐμπόδια στὶς ἐντολὲς αὐτὲς ποὺ ἀπαιτοῦν «βία» στὴν ἐφαρμογή τους.Ἔτσι ὁ Κύριος, λέγοντας τὴν παραβολὴ αὐτὴ καὶ δείχνοντας τὰ ἀποτελέσματα τῆς ζωῆς τῶν δύο αὐτῶν ἀντίθετων τύπων, μᾶς παρακινεῖ νὰ διαχειρισθοῦμε τὸν πλοῦτο μας μὲ πνεῦμα φιλαλληλίας. Μᾶς ὠθεῖ λέγοντας: «ποιήσατε ἐαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας» (Λουκ. 16,9).

Ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ ρῆμα «ἀπέλαβες». Τὸ ρῆμα «ἀπολαμβάνω» «ἐπὶ τῶν χρεωστουμένων τάττεται», λέγει ὁ Ζιγαβηνός. Τί χρωστοῦσε στὸν πλούσιο καὶ στὸν φτωχὸ ὁ Θεός; Προφανῶς ὁ πλούσιος κάποια ἀρετὴ θὰ εἶχε. Δὲν θὰ ἦταν παντελῶς ἄμοιρος ἀρετῶν. Γι’ αὐτὴ του τὴν ἀρετὴ τοῦ ἔδωσε πλούσια τὰ ἀγαθὰ στὴ γῆ. Ἐπίσης κι ὁ πτωχὸς κάποια κακία θὰ εἶχε. Μὲ τὰ δεινὰ καὶ τὴν ὑπομονὴ του ξεπλήρωσε κάθε χρέος τῆς κακίας. Πέθαναν ἔχοντας ὁ ἕνας ἄκρατη κακία κι ὁ ἄλλος ἄκρατη ἀρετή. Ὅ,τι χρωστοῦσαν, τὸ ξεχρέωσαν στὴ γῆ. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὸ λόγο καθ’ ὁλοκληρίαν τὸν εἶχε ὁ Θεός.


Ἀδελφοί μου, 

Στὴν καθημερινή μας ζωὴ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθειά μας. Ὅπως ἐπίσης καὶ πολλὲς εἶναι οἱ φορὲς ποὺ ἀρνηθήκαμε νὰ βοηθήσουμε κάποιον, ἐνῶ μπορούσαμε. Ἡ ὡραιότατη αὐτὴ παραβολὴ μᾶς βοηθεῖ πολὺ νὰ ξεπεράσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ νιώσουμε τὸν ἄλλο σὰν ἀδελφό μας, ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ θὰ γίνει αἰτία νὰ κατακριθοῦμε αἰώνια.

Κυριακή Ε΄ Λουκά - Σκληροκαρδία †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου


Σκληροκαρδία

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ» (Λουκ. 16,24)
ΚΑΠΟΤΕ, ἀγαπητοί μου, δὲν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ἐγγράμματοι, σχολεῖα, πανεπιστήμια, τὰ σημερινὰ μέσα (ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις κ.τ.λ.). Οἱ ἄνθρωποι κατοικοῦσαν σὲ καλύβες, ἦταν πολὺ φτωχοί. Ζοῦσαν ὅμως εὐτυχισμένοι, γιατὶ εἶχαν κάτι ἀνώτερο καὶ τώρα πλέον σπάνιο. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ πίστις. Ἐκεῖνοι πίστευαν. Ποῦ πίστευαν; Στὰ δόγματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας· ὅτι ὑπάρχει Θεός, ψυχὴ ἀθάνατη, ἄλλος κόσμος, κρίσις, παράδεισος, κόλασις. Τώρα; Ἂν ἀκουστοῦν τέτοια πράγματα, κοροϊδεύουν. Ἡ ἀθεΐα, ποὺ ἦταν ἄγνωστο πρᾶγμα, τώρα πλημμύρισε τὸν τόπο μας καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἔγινε παγκόσμιο φαινόμενο.
Πρῶτα ἔλεγε ὁ πατέρας στὸ παιδὶ καὶ ἡ ἀγράμματη γιαγιὰ στὸ ἐγγόνι· Πρόσεχε, παιδάκι μου, μὴ λὲς ψέμματα, γιατὶ θὰ κολαστῇς· μὴ βλαστημᾷς, θὰ κολαστῇς· μὴ λὲς αἰσχρὰ λόγια, θὰ κολαστῇς· μὴ κάνῃς αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο, θὰ κολαστῇς. Τώρα ὁ διάβολος πῆρε τὴ γομμολάστιχά του κ᾽ ἔσβησε ἀπὸ τὸ λεξικὸ τῶν ἀνθρώπων τὶς ὡραιότερες λέξεις τῆς πίστεώς μας. Κόλασις; σοῦ λέει τώρα· παραμύθια τῆς γιαγιᾶς! τώρα προωδεύσαμε, δὲν τὰ πιστεύουμε αὐτά· ἐδῶ εἶναι ἡ κόλασι, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος…

Ἐν τούτοις ὑπάρχει κόλασις. Σὰν ἁμαρτωλὸς ποὺ εἶμαι κ᾽ ἐγώ, θὰ ἤθελα νὰ μὴν ὑπάρχῃ.  Θὰ ἤθελα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ μὴν ὑπάρχῃ κόλασις· ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ, κόλασις ὑπάρχει. Ὅσο εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπάρχει νύχτα, ἄλλο τόσο εἶναι κι ὅτι ὑπάρχει κόλασις.
Ὑπάρχει κόλασις. Ποιός τὸ βεβαιώνει; ἦρθε κανεὶς ἀπ᾽ τὸν ἄλλο κόσμο, βγῆκε κανεὶς ἀπ᾽ τὸ νεκροταφεῖο, νὰ ἔρθῃ νὰ μᾶς πῇ, ὅτι ὑπάρχει κόλασις; Ἔγιναν καὶ νεκραναστάσεις. Ἀλλὰ σήμερα ἀκοῦμε μιὰ ἄλλη μαρτυρία, ποὺ εἶναι ἀσυγκρίτως ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ ν᾽ ἀναστηθοῦν δέκα - δεκαπέντε - εἴκοσι νεκροὶ ἢ κι ὁλόκληρο νεκροταφεῖο. Καὶ ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι – τίνος; τοῦ Χριστοῦ! Ἂς πέσουμε νὰ προσκυνήσουμε! Ὁ Χριστὸς ἦρθε ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο, πάνω ἀπ᾽ τ᾽ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν, καὶ αὐτὸς βεβαιώνει. Ὅλοι ψεύδονται, ἕνας δὲν εἶπε ψέμα· αἰῶνες περνοῦν, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μένουν αἰώνια. Καὶ ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν καὶ ἡ γῆ θὰ καῇ, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλονίσῃ.
Τί εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστός; Μᾶς βεβαίωσε, ὅτι ὑπάρχει παράδεισος καὶ κόλασις. Ποῦ;Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἀκούσαμε καθαρά.
Ζοῦσε, λέει ἡ παραβολή, ἕνας φτωχὸς - πολὺ φτωχὸς ἄνθρωπος. Δραχμὴ δὲν εἶχε στὴν τσέπη. Δὲν εἶχε φαΐ, ροῦχο, σπίτι· ἦταν ἀκόμα ἄρρωστος, μὲ πληγὲς στὸ σῶμα, καὶ δίχως φάρμακα. Γιὰ νὰ ζήσῃ, ἀναγκαζόταν νὰ κάθεται ἔξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι ἑνὸς πλουσίου. Πεινασμένος, περίμενε πότε ν᾽ ἀ νοίξῃ τὸ παράθυρο τοῦ ἀρχοντικοῦ, ποὺ κάθε μέρα εἶχε πλούσιο φαγητό, νὰ τινάξουν οἱ ὑπηρέτες τὸ τραπεζομάντηλο,  κι αὐτὸς σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν· μ᾽ αὐ τὰ ζοῦσε. Ἐν τῷ  μεταξὺ τὰ σκυλιά, πιὸ σπλαχνικὰ ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους, ἔρχονταν κ᾽ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Ἀλλὰ ἦρθε ἡ μέρα ποὺ πέθανε ὁ φτωχός, πέθανε μετὰ καὶ ὁ πλούσιος. Μετά; Τέλος, μηδέν;
Ὄχι! Πέρα ἀπ᾽ τὸν τάφο ἀρχίζει ἄλλη ζωή. Τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη δὲ σβήνει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἀπεράντου ζωῆς· ἀρχίζει παράδεισος γιὰ τοὺς δικαίους – καὶ τὸ φτωχὸ Λάζαρο, κόλασις γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς – καὶ τὸν ἀμετανόητο πλούσιο. Τότε, μέσα ἀπ᾽ τὰ βάσανα τοῦ ᾅδου, σήκωσε ὁ πλούσιος τὰ μάτια καὶ τί νὰ δῇ· στὸ κέντρο τοῦ παραδείσου, στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ (τοῦ προϊσταμένου τρόπον τινὰ τοῦ παραδείσου), βλέπει τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἀπόρησε. Καὶ  φωνάζει· ―Πάτερ Ἀβραάμ, λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο, νὰ μοῦ δροσίσῃ τὴ γλῶσσα μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερὸ, γιατὶ ὑποφέρω μέσα σὲ τούτη τὴ φλόγα. Τοῦ ἀπαντᾷ ἐκεῖνος· ―Δικαίως τιμωρεῖσαι. Στὸν κόσμο ἐσὺ ἀπήλαυσες ὅλα  τὰ εὐχάριστα, ἐνῷ αὐτὸς ὅλα τὰ δυσάρεστα·  τώρα ἔγινε ἀλλαγή. Κ᾽ ἐπὶ πλέον μᾶς χωρίζει  χάσμα ἀγεφύρωτο. ―Σὲ παρακαλῶ τοὐλάχιστον,  πάτερ, στεῖλ᾽ τον στὸ πατρικό μου· ἔχω πέντε  ἀδέρφια, ποὺ ζοῦν κι αὐ τοὶ ὅπως ἐγώ, νὰ τοὺς  εἰδοποιήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τούτη τὴν κόλασι. ―Δὲν εἶναι ἀνάγκη, ἀπαντᾷ ὁ Ἀβραάμ· ἔχουν τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες (τὴ Γραφή), ἂς τοὺς ἀκούσουν. ―Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν πρόκειται ν᾽ ἀκούσουν· ἂν ὅμως πάῃ σ᾽ αὐτοὺς κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν. Τότε ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει· ―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες (τὴν ἁγία Γραφή), οὔτε κι ἂν ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πεισθοῦν· «οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται»(Λουκ. 16,31).
Γιατί, ἀγαπητοί μου, ὁ πλούσιος τοῦ εὐαγγελίου πῆγε στὴν κόλασι; σκότωσε, ἔκλεψε, ἀτίμασε, πόρνευσε, μοίχευσε; – γιατὶ ἔτσι λένε μερικοί· Ἐγὼ δὲ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα, δὲ μοίχευσα, δὲν ἔκανα τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο. Λάθος κάνεις, ἂν νομίζῃς ὅτι λέγοντας αὐτὰ ἀπαλλάσσεσαι. Ὑπάρχει κάτι πιὸ σοβαρό. Ὁ πλούσιος αὐτὸς κολάστηκε ὄχι γιὰ κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ διότι εἶχε μιὰ ἄλλη ἁμαρτία· εἶχε μιὰ μεγάλη ἔλλειψι, ποὺ ὅποιος τὴν ἔχει δὲν εἶναι Χριστιανός· δὲν εἶχε ἀγάπη, ἦταν ἄσπλαχνος, δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸν ἄλλο. Ἤξερε νὰ ζῇ αὐτὸς καλὰ στὸ σπίτι μὲ τὴν οἰκογένειά του, νά ᾿χῃ ροῦχα θέρμανσι φαγητὸ γλέντια χορούς, καὶ δὲν τὸν ἔνοιαζε, καρφὶ δὲν τοῦ καιγόταν, ἂν ὁ κόσμος  χάνεται. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη ἁμαρτία του. Ἀπὸ ᾽δῶ μαθαίνουμε, ὅτι ὅποιος δὲν κάνει τὸ καλό —ὅλοι μποροῦν—, θὰ κολαστῇ, ἔστω κι ἂν  ἔχῃ φυλαχτῇ ἀπὸ ἄλλα μεγάλα ἁμαρτήματα.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶναι καθρέπτης γιὰ τὸν καθένα. Καθρεπτίζεται ἐδῶ ἡ σημερινὴ κοινωνία, ἡ ὁποία εἶνε ἄσπλαχνη, σκληρή. Κλείστηκε ὁ καθένας στὸ καβούκι του, ὅπως ὁ σαλίγκαρος, καὶ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τίποτ᾽ ἄλλο. Οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φίλαυτοι, ἐγωϊσταί·κοιτάζουν τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους, νὰ περνοῦν καλά, νά ᾿χουν ὅλα τ᾿ ἀγαθά, καὶ γιὰ τὸν ἄλλον; τίποτε ἀπολύτως! Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία τοῦ αἰώνα μας, ἡ σκληροκαρδία.
Δὲ βλέπουν;τοὺς τύφλωσε ὁ δαίμονας; Ἂν ἄνοιγαν τὰ μάτια τους, καὶ τί δὲν θά ᾽βλεπαν, ὄχι μόνο στὴν πατρίδα μας ἀλλὰ παντοῦ στὸν κόσμο! Τὴν ὥρα ποὺ ἐσύ, ἀχάριστε ἄνθρωπε, τρῶς καὶ δὲν κάνεις οὔτε σταυρό, στὴν Αἰθιοπία τὰ παιδιὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔχεις θέρμανσι καὶ παπλώματα καὶ ζεσταίνεσαι, ὁ ἄλλος κρυώνει, δὲν ἔχει ροῦχο νὰ φορέσῃ, εἶναι γυμνός. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔχεις ὅλα τὰ μέσα διασκεδάσεως, αὐτὸς δὲν ἔχει οὔτε φάρμακο γιὰ τὴν ἀρρώστια του. Εἶνε ψέμα τὸ λεγόμενο ὅτι δὲν ὑπάρχουν φτωχοί. Ὑπάρχουν χῆρες, ὀρφανά, ἀνάπηροι, ἀσθενεῖς, γέροντες. Πεντάρα δὲ δίνει ὁ ἄλλος. Καὶ ἀναγκάζεται ἡ Ἐκκλησία παραμονὲς Χριστουγέννων καὶ βγάζει δίσκο γιὰ ὅλους αὐτούς. Καὶ τί συλλέγει; ψίχουλα, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ ἔπεφαν ἀπ᾽ τὰ τραπεζομάντηλα τοῦ πλουσίου. Γι᾿ αὐτὸ γίνονται οἱ κοινωνικὲς ἐπαναστάσεις, γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ὁ κομμουνισμός· ἦταν δικαία τιμωρία σὲ μία σκληρὴ κοινωνία. Δὲν μπορεῖς ἐσὺ νὰ τρῶς γιὰ ἑκατό, κι ὁ ἄλλος νὰ μὴν ἔχῃ οὔτε ψωμί.
Δὲν εἶνε αὐτὰ σωστά· τὰ καταδικάζει τὸ Εὐαγγέλιο στὴ σημερινὴ περικοπή. Θὰ ποῦν κάποιοι· Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε… Δὲν κατοικῶ στὸ φεγγάρι, κατοικῶ ἐδῶ καὶ παρακολουθῶ. Λένε, ὅτι δὲν ἔχουν. Πῶς δὲν ἔχουν;
Γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν, γιὰ τὸ φτωχό, τὴ χήρα, τὸν ἀνάπηρο, τὸν ἀσθενῆ. Γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅμως, τὸν κακὸ ἑαυτό τους, ἔχουν. Ἐρωτῶ˙ τί ξοδεύουν γιὰ τὸ τσιγάρο, τὸ ποτό, τὰ ναρκωτικά, τὰ νυχτερινὰ κέντρα, τὶς ντισκοτέκς; Ἑκατομμύρια! Γλεντοκοποῦν καὶ γιὰ νὰ διασκεδάσουν σπᾶνε πιάτα, δεκάδες κ᾽ ἑκατοντάδες, πεντακόσα - ἑξακόσα πιάτα, καὶ μετὰ περνάει τὸ κάρρο τοῦ δήμου, τὰ φορτώνει καὶ τὰ πετάει σ᾿ ἕνα λόφο. Αὐτὴ εἶναι ἡ κοινωνία.
Θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός. Μὴ λὲς λοιπόν, Ἐγὼ  δὲν ἔκλεψα, δὲν σκότωσα… Ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου ἂν κάνῃς τὸ καλὸ ποὺ μπορεῖς. Διότι, ἐπαναλαμβάνω, ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἄλλο καὶ δὲν βοηθάει, δὲν εἶναιΧριστιανός, δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Ἡ σκληροκαρδία εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Προχθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γριούλα καὶ ἔκλαιγε. Ἔχει ἑπτὰ γυιοὺς  καὶ ἑπτὰ νύφες, καὶ τώρα ποὺ γέρασε κανείς δὲν τὴ δέχεται· τὴν πήραμε στὸ γηροκομεῖο.  «Τὸν ἄσπλαγχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός». Ὅταν βλέπῃς τὸν ἄλλο νὰ  πεινάῃ, νὰ δυστυχῇ, νὰ τουρτουρίζῃ, κ᾽ ἐσὺ  δὲν φροντίζῃς γι᾿ αὐτόν, εἶσαι ἄθεος.
Εὔχομαι τὰ λόγια αὐτά, ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς σᾶς εἶπα, νὰ τ᾽ ἀκούσετε καὶ νὰ εἶστε σπλαχνικοί. Κι ὅταν γίνεται ἔρανος γιὰ ἱερὸ σκοπό, νὰ μὴν εἶστε σφιχτοί, ἀλλὰ νὰ δίνετε. Νὰ γίνουμε σπλαχνικοί, φιλάνθρωποι, ἐλεήμονες, γιὰ νὰ ἔλθῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐμᾶς· ἀμήν
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ξινοῦ Νεροῦ - Φλωρίνης τὴν 1-11-1987 μὲ ἄλλο τίτλο. 

Τούς πονεῖς τούς φτωχούς;Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



Ἀργά τά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό τήν πόρτα του!

Καί τότε τό κατάλαβε καλά, τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού λίγο πρίν ποτέ δέν θέλησε νά τό καταλάβει.

Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ, ἀναγκάσθηκε νά ψάξει νά ἰδεῖ, τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει, ἡ κακή του ἐκείνη διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά ἰδεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του: δηλ. ἕναν συνάνθρωπο, πού ἔπρεπε νά τόν περιμένει ὅτι μποροῦσε κάποτε νά βρεθῆ καί ὁ ἴδιος στήν θέση του· καί εἶχε γι᾿ αὐτό χρέος νά τόν συμπονάει.


Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθῆ τότε ὁ πλούσιος. Τώρα εἶχε φθάσει στό ἄκρο ἀντίθετο! Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά εἶχε χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν ἔτσουζε. Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά "βουτήξει" ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλώσσα· γιατί ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).

Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἐκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά ἀνακουφίσει καί νά δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ· ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά· ἀπο τήν αἴσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.

Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι:

Στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου ἡ ποινή θά εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.

Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό!

Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό!

Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι᾿ αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή;

Ζητάει μιά σταγόνα νερό!

Ποῖος;

Ἐκεῖνος, πού στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ψίχουλο ψωμί.

Τόν ἔκαμε ὁ Θεός, νά ποθήσει σταγόνα νερό! Γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια. Καί ποσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί στήν φτώχεια.
Μετάφρ.: Ἀρχιμ. Α.Μ.

Κυριακή Ε' Λουκά: Ομιλία εις τον πλούσιον και τον εις τον Λάζαρον (Οσίου Αστερίου Επισκ. Αμασείας)



undefined
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφ. Ιστ. 19 – 31
Είπεν ο Κύριος: «άνθρωπος τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δέ τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι απο των ψιχίων των πιπτόντων απο της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δέ αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ. Απέθανε δέ και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ απο μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δέ Αβραάμ: τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά. Νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ οδυνάσαι.
Και επι πάσι τούτοις, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ: ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου’ έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ: έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. Ο δέ είπεν: ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις απο νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ: ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.»


Απόδοση:

Είπε ο Κύριος, «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: ‘‘πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά’’. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: ‘‘παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν• ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς’’. Είπε πάλι ο πλούσιος: ‘‘τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων’’. Ο Αβραάμ του λέει: ‘‘έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών• ας υπακούσουν σ’ αυτά’’. ‘‘Όχι, πατέρα μου Αβραάμ’’, του λέει εκείνος, ‘‘δεν αρκεί• αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’’. Του λέει τότε ο Αβραάμ: ‘‘αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν’’».

(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)


Ομιλία του Οσίου πατρός ημών Αστερίου Επισκόπου Αμασείας, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον εις τον πλούσιον και εις τον Λάζαρον

Ο Θεός και Σωτήρ ημών εκπαιδεύει τους ανθρώπους όχι μόνον με αποφατικά και δογματικά θεσπίσματα, ώστε να μισούν την κακίαν και να αγαπούν την αρετήν, αλλά χρησιμοποιώντας και διαφωτιστικά υποδείγματα, παραδίδει με σαφήνεια τα μαθήματα της αγαθής βιοτής. Μας βοηθεί έτσι με έργα και με λόγους, να προαχθούμε στην κατάληψη της αγαθής και φιλοθέου ζωής. Πράγματι, αφού επανειλημμένως μας έχει παραγγείλει με το στόμα των Προφητών και των Ευαγγελιστών, αλλά και με την φωνήν την ιδικήν του, να αποστρεφώμεθα μεν τον υπερήφανον και υπεροπτικόν πλούτον, την δε φιλάνθρωπον διάθεση και την συνδυασμένην με την αρετήν πτωχεία να την αγαπούμε, έτσι και τώρα για να κάμει ακόμη πιο αξιόπιστον την συμβουλή για το καλόν, τεκμηριώνει τον λόγον με πρακτικά υποδείγματα, και με μίαν διήγηση περιγράφει τον πλούσιον και τον πτωχόν. Μας παρουσιάζει την αγάπη του ενός προς τις τιμές και τις απολαύσεις, σε συνδυασμό με την τεθλιμμένην ζωήν του άλλου, αλλά και την κατάληξη που είχε ο καθένας, για να ερευνήσωμε σε ποίον από τους δύο αυτούς αντιθέτους τρόπους ζωής υπάρχει η αλήθεια, και να γίνωμε συνετοί κριταί του εαυτού μας.

«Άνθρωπός τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Με την χρήση δύο συντόμων ονομάτων ο λόγος εμπαίζει και διακωμωδεί την πλαδαρά και άμετρον διάχυσιν όσων πλουτούν κακώς. Διότι της μεν πορφύρας το χρώμα είναι πολυδάπανον και εξεζητημένον, της δε βύσσου η χρήσις τουλάχιστον δεν είναι αναγκαία. Εκείνοι όμως που εχουν εκλέξει τον ορθόν και απερίεργον τρόπον ζωής, αρέσκονται και αγαπούν να χρησιμοποιούν μόνον τα αναγκαία, να αποφεύγουν δε τον συρφετόν της ματαίας κενοδοξίας, καθώς και την πολυδάπανον διαβίωσιν, ως μητέρα της κακίας. Και για να γνωρίσωμε σαφέστατα την δύναμη του λεγομένου, ας καθορισθεί πρώτα η χρήσις των ενδυμάτων, ποία είναι τα οριά της και ποίοι οι κανόνες τους οποίους ακολουθούν οι συνετοί. Τι λέγει λοιπόν ο νόμος του δικαίου; Ο Θεός εδημιούργησε το πρόβατον με πλουσίαν κόμη και πολύ μαλλί. Πάρτο αυτό, κόψτου το μαλλί και δώστο στην υφαντικήν τέχνη. Κατασκεύασε με αυτό χιτώνα και ιμάτιον, ώστε να αποφεύγεις την ταλαιπωρίαν του χειμώνος και την βλάβη από τον καύσωνα. Εάν πάλι χρειάζεσαι και ένα ελαφρότερον ένδυμα κατά την εποχήν του θέρους, ο Θεός έδωσε την χρήσιν του λινού για μεγαλυτέραν άνεσιν. Σου είναι πολύ εύκολον να αποκτήσεις από αυτό το υλικόν όμορφο κάλυμμα για το σώμα σου, το οποίον θα σε ενδύει, και συγχρόνως θα σε δροσίζει με την ελαφρότητά του. Και όταν θα τα απολαύσεις αυτά, απόδωσε στον Κτήστιν ευχαριστία για το ότι όχι μόνο μας εδημιούργησεν, αλλά και για την ασφάλεια της ζωής μας εφρόντισεν. Αν όμως αφήσεις το πρόβατον και το μαλλί του και τα άλλα αναγκαία παρασκευάσματα για τα οποία έχει προνοήσει ο δημιουργός των όλων, και παρεκκλίνοντας σε ανοήτους επιθυμίες επιζητείς την βύσσον και συνάγεις τα νήματα των περσικών σκωλήκων, υφαίνεις δε αέρινον ιστόν αράχνης, και ερχόμενος στον βαφέα του προσφέρεις μεγάλες αμοιβές για να θηρεύσει κοχλίες από την θάλασσα και να βάψει με το αίμα αυτού του ζώου το ενδυμά σου, αυτό είναι χαρακτηριστικόν ανθρώπου υπερβολικά φιλοκτήμονος, ο οποίος σπαταλά την περιουσίαν του, και δεν έχει πού να διαθέσει το περίσσευμά της. Και για τούτο ευλόγως αυτός ο άνθρωπος μαστιγώνεται από το Ευαγγέλιον κατηγορούμενος ως βλαξ και θηλυπρεπής, αφού καλλωπίζεται με στολισμούς αθλίων κορασίων…

Στην πορφύρα δε και την βύσσον προσέθεσε το oτι ετρυφούσε κάθε ημέρα λαμπρώς. Οπωσδήποτε και τα δύο αυτά φανερώνουν μίαν και την αυτήν εσωτερικήν διάθεση, ο άχρηστος δηλαδή και εξεζητημένος στολισμός των ενδυμάτων, και η ηδυπαθής υποδούλωσις στην γαστέρα και τον φάρυγγα.
Η τρυφή λοιπόν είναι πράγμα που αντίκειται στην φιλάρετο ζωήν, φανερώνει δε μαλθακότητα και σύγχυσιν, άμετρον απόλαυση και ήθος δουλοπρεπές. Και όταν μεν αυτό ακούγεται, φαίνεται ωσάν να είναι ένα και το αυτό πράγμα. Όταν όμως εξετάζεται κατά μέρος και προσδιορίζεται ακριβώς, βλέπουμε ότι συνίσταται από πολλήν και ποικίλην και πολυκέφαλον κακίαν. Διότι τρυφή ημπορεί να υπάρξει και χωρίς την παρουσία πολλών υλικών αγαθών. Είναι δε αδύνατον να συσσωρεύσει κανείς υλικόν πλούτο χωρίς να αμαρτήσει, εκτός εάν συμβεί μία σπανία περίπτωσις, να έχει κάποιος και πλούτον άφθονον και να τηρεί με ακρίβεια το δίκαιον, όπως ο Ιώβ. Αυτός λοιπόν που ζει με τρυφήν χρειάζεται πρώτον οικίαν πολυτελή, στολισμένην όπως οι νύμφες με ψηφίδες και λίθους και χρυσόν, με προσανατολισμό κατάλληλον, ανάλογο με τις εναλλαγές των εποχών του έτους. Διότι πρέπει τον χειμώνα να κατοικεί σε μέρος ευήλιον και στραμμένον προς τις ακτίνες του νότου, η θερινή του όμως κατοικία πρέπει να βλέπει προς βορράν ώστε να αερίζεται από λεπτές και συγχρόνως ψυχρές βορεινές αύρες. Εκτός τούτου χρειάζονται πολυτελή καλύμματα για να ενδύουν τα βάθρα, τις κλίνες, τα στρώματα, τις θύρες. Πράγματι, όλα όσα έχουν, και τα άψυχα, τα ενδύουν επιμελώς, ενώ την ίδια στιγμήν οι πτωχοί ενδύονται ελεεινώς. Πρόσθεσε επί πλέον σ’ αυτά και αναλογίσου τον άργυρο των σκευών, τον χρυσόν, την πολυδάπανον προμήθεια των φασιανών, τον οίνον από την Φοινίκη, ο οποίος ρέει άφθονος για τους πλουσίους και πανάκριβος, από τις αμπέλους της Τύρου. Και εκτός τούτων, όλην την προπαρασκευήν της απολαύσεως, την οποίαν μόνον όσοι την μεταχειρίζονται ημπορούν να κατονομάσουν επιμελώς. Αυξανομένη δε καθημερινώς η τρυφή επί το πολυπλοκώτερον, χρησιμοποιεί στα φαγητά αρώματα από την Ινδίαν, ούτως ώστε οι μυροπώλες υπηρετούν τους μαγείρους περισσότερον από ό,τι οι ιατροί. Εδώ βάλε στο νου σου το πλήθος που περικυκλώνει κάθε τραπέζι, τους τραπεζοποιούς, τους οινοχόους, τους ταμίες και όσους πληρώνονται από αυτούς, τους μουσικούς, τις μουσικές, τις χορεύτριες, τους αυλητάς, τους γελωτοποιούς, τους κόλακες, τους παρασίτους, όλον τον συρφετόν που ακολουθεί την ματαιότητα.

Για να αποκτηθούν όλα αυτά, πόσοι πτωχοί αδικούνται! Πόσοι ορφανοί γρονθοκοπούνται! Πόσες χήρες δακρύζουν! Πόσοι σπαράσσονται δεινώς και τρέχουν στην αγχόνη! Και η ψυχή αυτών των ανθρώπων ωσάν να εγεύθη κάποιο νερό της λήθης, λησμονεί ολοτελώς τον εαυτόν της, δηλαδή ποία είναι και με τι έχει συζευχθεί, και ότι κάποτε αυτή η συζυγία της θα λυθεί, και όταν αναδημιουργηθεί το σώμα θα συγκατοικήσει πάλι μαζί του. Όταν έλθει ο κατάλληλος καιρός, και το απαραίτητον πρόσταγμα το οποίον την αποσπά από την κοινωνία με το σώμα, τότε γίνεται απολογισμός όλης της ζωής και ανωφελής μετάνοια, κατόπιν εορτής. Διότι η μεταμέλεια οφελεί τότε, όταν εκείνος που αλλάζει γνώμην έχει εξουσίαν της διορθώσεως. Όταν όμως η διόρθωσις γίνει ακατόρθωτος, η λύπη είναι άχρηστος, και ματαία η μετάνοια.

«Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος». Και συνεχίζοντας ο λόγος τον χαρακτηρίζει όχι απλώς πτωχόν, δηλ. εστερημένον από δαπάνες και από την κτήση των αναγκαίων, αλλά επί πλέον και κατεχόμενον από οδυνηράν ασθένειαν, και σωματικώς καταβεβλημένον, χωρίς οικία, χωρίς οικογένεια, χωρίς θεραπεία, πεσμένον στην πύλη του πλουσίου. Και πολύ επιμελώς διεκτραγωδεί στην συνέχεια της διηγήσεως τις συμφορές του πτωχού, για να στηλιτεύσει την σκληρότητα εκείνου που δεν τον ελεεί.
Διότι όποιος δεν υποφέρει καθόλου, ούτε συμπάσχει εμπρός στην λιμοκτονία και την ασθένειαν, είναι άλογον θηρίον το οποίον κακώς έχει λάβει μορφήν ανθρώπου, και με την προαίρεσή του διαψεύδει την φύση, ή μάλλον είναι και από τα ίδια τα θηρία πιο ασυμπαθής, αφού και οι χοίροι αισθάνονται κάποιαν λύπην όταν σφάζεται ένας χοίρος, και βλέποντας το θερμόν αίμα να ρέει, γρυλλίζουν μελαγχολικά. Και οι βόες περικυκλώνουν τον φονευόμενον ταύρον, εκδηλώνοντας τον πόνο τους με έναν μυκηθμό γεμάτον πάθος. Τα δε σμήνη των γερανών, όταν κάποια σύντροφός τους πίπτει στην παγίδα, πετούν γύρω από την κρατουμένην και γεμίζουν τον αέρα με μία θρηνητικήν κραυγή, ζητώντας την ομόφυλο και σύντροφό τους. Και ο άνθρωπος, το λογικόν και ήμερον ζώον, το οποίον έχει αποστολήν να ομοιωθεί με τον Θεόν προοδεύοντας στην αγαθότητα, φροντίζει τόσον ολίγον για τους συνανθρώπους του στις οδυνηρές περιστάσεις των συμφορών τους!

Εκείτετο λοιπόν ο πονεμένος αυτός και ευγνώμων πτωχός χωρίς πόδια, διότι αν είχε θα έφευγε από τον απεχθή εκείνον και υπερήφανον, θα άλλαζε τόπον αντί της ξενοκτόνου εκείνης πύλης που ήταν κλεισμένη για τους πτωχούς, στερημένος από χέρια, χωρίς να έχει καν παλάμη να απλώσει για ελεημοσύνην, με φραγμένα και αυτά τα όργανα της φωνής, παράγοντας μόνον έναν βραχνό και τραχύν ήχον από το στήθος, με ακρωτηριασμένα όλα τα μέλη του, απομεινάρια κακής ασθενείας, μελαγχολικόν δείγμα της ανθρωπίνης αδυναμίας. Αλλά όμως ούτε ο κατάλογος αυτός των συμφορών κατέστη δυνατόν να συγκινήσει εκείνον τον άκαμπτον, αλλά παρέβλεπε σαν κάποιον λίθο τον άνθρωπον, αμαρτάνοντας χωρίς πρόφαση. Διότι δεν ημπορούσε να προβάλει την κοινήν και πρόχειρον δικαιολογίαν ότι δεν εγνώριζα, δεν είχα πάρει είδηση, διέφευγε της προσοχής μου ότι ο πτωχός υποφέρει. Γιατί εκείνος εκείτετο εμπρός στην πύλη, θέαμα για τους εισερχομένους και τους εξερχομένους, για να καταστήσει αναπολόγητον τoν υπερήφανον εκείνον. Επιθυμούσε και τα ψιχία της τραπέζης, και ούτε αυτά ημπορούσε να απολαύσει, αλλά ενώ ο πλούσιος εκινδύνευε να διαρραγεί από την πλησμονήν, ο πτωχός έλιωνε από την πείνα. Είναι καλόν και δίκαιον να αναθέσωμε σε εκείνην την Χαναναίαν από την Φοινίκη να διδάξει τον μισάνθρωπον πλούσιον, λέγοντάς του εκείνα που έχουν γραφεί, δηλαδή: Ω, αχαρακτήριστε και υπερήφανε, «και τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Και συ δεν εθεώρησες άξιον αυτής της δωρεάς ούτε τον αδελφόν, τoν συνάνθρωπόν σου; Αλλά οι μεν κύνες ετρέφοντο επιμελώς, οι φύλακες ιδιαιτέρως, οι κυνηγοί του χωριστά, και υπό στέγην κατοικούσαν και κλίνην και υπηρέτες διέθεταν, ο καθένας από τους οποίους είχε την αποστολήν του. Η δε εικόνα αυτή του Θεού, είχε ριφθεί στο χώμα παρημελημένη και καταπατουμένη, αυτή που διεπλάσθη από τoν αριστοτέχνην και δημιουργόν των όλων με το ίδιο του το χέρι, όπως αξιοπίστως τεκμηριώνει ο Μωυσής στην Γένεση.

Και αν ετελείωνε μέχρις εδώ το διήγημα του Λαζάρου, και αυτή ήταν η φύσις των πραγμάτων, ώστε η ζωή μας να περιορίζεται στην ανωμαλίαν αυτού του κόσμου, θα άφηνα παραπονούμενος δυνατές φωνές, πως εμείς που δημιουργηθήκαμε ομότιμοι, διάγουμε τόσον άνισα μαζί με τους συνανθρώπους μας. Επειδή όμως πτωχέ μου αδελφέ, τα υπόλοιπα είναι ωραία να τα ακούσει κανείς, αφού πρώτα στενάξεις για τα προηγούμενα, ετοιμάσου να ευθυμήσεις, μαθαίνοντας την μακαρίαν απόλαυση του συμπτώχου σου. Διότι θα ακούσεις για το ακριβές δικαστήριον του δικαίου κριτού, στο οποίο στενάζει αυτός που έζησε μέσα στα πάθη και τις ηδονές, και τρυφά εκείνος που μοχθούσε. Ο καθένας τους αποκομίζει αυτά που του αξίζουν.

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι υπό των αγγέλων εις τoν κόλπον του Αβραάμ». Βλέπεις τους διακονητάς του δικαίου και πτωχού, και τους υπηρέτες της μεταστάσεώς του; Άγγελοι ανέλαβαν να τον προστατεύουν, οι οποίοι βλέποντας προς αυτόν με προσήνεια και πραότητα, προεδήλωναν με το σχήμα τους την απόλαυση και την αίνεση που τον αναμένει. Διότι μετεφέρθη και ετοποθετήθη στις αγκάλες του πατριάρχου Αβραάμ, πράγμα που παρέχει αφορμήν απορίας σε όσους ερευνούν τα βάθη των Γραφών. Πράγματι, εάν όλοι οι δίκαιοι που φεύγουν από την ζωήν αυτήν, μετεφέροντο στoν ίδιον τόπον, η αγκάλη αυτή θα ήταν πολύ μεγάλη, η εκτασίς της θα ήταν άπειρος, εάν βεβαίως έμελλε να χωρέσει όλον το πλήθος των οσίων. Εάν όμως αυτό είναι εντελώς αδύνατον, διότι μια ανοικτή αγκάλη, δύσκολα περικλείει και έναν ακόμη άνθρωπο, το πολύ δε δύο βρέφη, τότε εδώ πρόκειται για κάποιαν θαυμαστήν θεωρίαν, η οποία δια μέσου της εικόνος της αισθητής αγκάλης, μας χειραγωγεί σε κάποια νοητήν πραγματικότητα. Τι εννοεί δηλαδή με αυτό; Ο Αβραάμ, λέγει, δέχεται όσους είχαν θεάρεστον τρόπον ζωής εδώ. Ειπέ μας, λοιπόν, ω θεσπέσιε Λουκά (σου απευθύνομαι σαν να είσαι παρών και να σε βλέπω), γιατί ενώ οι δίκαιοι είναι πολλοί και παλαιότεροι από τoν Αβραάμ, αυτήν την τιμήν την επεφύλαξε γι’ αυτόν που είναι μεταγενέστερος, αποσιωπώντας τoν Ενώχ, τoν Νώε, και όσους άλλους ηκολούθησαν τoν ίδιον τρόπον ζωής;

Αλλά σε αντιλαμβάνομαι νομίζω, και δεν απομακρύνει από το θέμα μας η εξήγηση που έχω στο νου μου. Επειδή δηλαδή ο Αβραάμ ήταν δούλος του Χριστού, και αυτός εδέχθη τις φανερώσεις του Χριστού περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και το μυστήριον της Τριάδος διετυπώθη αρκετά φανερά στην σκηνή τούτου του γέροντος, τότε που εφιλοξένησε τους τρείς αγγέλους ως άνδρες οδοιπόρους. Και γενικώς από πολλά μυστικά αινίγματα, αυτός ο άνθρωπος έγινε οικείος του Θεού, ο οποίος μετά από χρόνια εφόρεσε την σάρκα, και δια μέσου του ανθρωπίνου τούτου παραπετάσματος ομίλησε φανερά στους ανθρώπους. Γι’ αυτό λέγει ότι ο κόλπος, η αγκάλη του, είναι ωσάν γαλήνιος λιμένας και ακύμαντον αναπαυτήριον των δικαίων. Διότι η σωτηρία όλων μας και η ελπίς και η προσδοκία του μέλλοντος αιώνος είναι ο Χριστός, ο οποίος ως γνωστόν εβλάστησεν ανθρωπίνως από την σάρκα του Αβραάμ. Και μου φαίνεται ότι η τιμή που αποδίδει ο λόγος προς τoν γέροντα, έχει αναφοράν στoν Σωτήρα, ο οποίος είναι και κριτής και μισθαποδότης της αρετής, και προσκαλεί τους δικαίους με την ευγενικήν φωνή του λέγοντας: «Δεύτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν». Είναι διπλή η έννοια της πτωχείας του Λαζάρου. Δηλώνει αφ’ ενός μεν την έλλειψη των αναγκαίων, αφ’ ετέρου δε την μετριοφροσύνην και την ταπεινότητα του ήθους. Μην οικειοποιείται λοιπόν τον έπαινον της αρετής εκείνος που είναι άπορος από υλικά αγαθά, και πτωχός σε χρήματα, ούτε να νομίζει ότι θα του αρκέσει η πτωχεία για να σωθεί. Διότι δεν επαινείται ο κατ’ ανάγκην πτωχός, αλλά θαυμάζεται εκείνος που έχει και εσωτερικήν μετριοφροσύνην. Επειδή σε αυτούς που απλώς είναι άποροι, έχουν όμως διαγωγήν ακαλλιέργητον και δεν αγωνίζονται για την αρετήν, η αναγκαστική ακτημοσύνη τους γίνεται εφόδιον πολλών και πονηρών τολμημάτων. Και μάλιστα εγώ, όποτε έχω παρευρεθεί σε επίσημο δικαστήριον, είδα ότι όλοι οι κλέπτες και οι σωματέμποροι, οι λωποδύτες και αυτοί οι δολοφόνοι, είναι πτωχοί, χωρίς οικία και οικογένεια. Ως εκ τούτου είναι ολοφάνερον ότι η Γραφή εδώ μακαρίζει τον πτωχόν εκείνον ο οποίος υπομένει τους μόχθους με ψυχήν φιλόσοφον, καρτερεί δε με γενναιότητα τις διάφορες περιστάσεις της ζωής, και δεν καταφεύγει σε καμμίαν κακουργία για να χαρίσει στην σάρκα την απόλαυση της τρυφής. Αυτόν εννοεί σαφώς ο Κύριος στον πρώτον μακαρισμόν, όταν λέγει «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Ούτε λοιπόν κάθε πτωχός είναι δίκαιος, αλλά εκείνος που είναι σαν τον Λάζαρον, ούτε κάθε πλούσιος είναι καταδικασμένος, αλλά αυτός που ζεί με προαίρεσιν ομοίαν με εκείνην που είχεν ο σύγχρονος του Λαζάρου.

Και ολοφάνεροι μάρτυρες τούτου είναι όσοι είχαν την εμπειρίαν αυτή στην ζωή τους. Πράγματι, ποίος ήταν πλουσιώτερος από τον Ιώβ; Αλλά όμως η περισσή ευπορία ούτε απεξένωσε τον άνδρα αυτόν από την δικαιοσύνην, ούτε, με έναν λόγον, τον εξώρισεν από την αρετήν. Ποίος ήταν πτωχότερος από τον Ισκαριώτη; Και όμως δεν τον οφέλησε καθόλου η πτωχεία στην σωτηρία του, αλλά μολονότι συνανεστρέφετο με τους ένδεκα πτωχούς φιλοσόφους και μάλιστα με τον ίδιον τον Κύριον, ο οποίος επτώχευσεν αυτοπροαιρέτως, παρεξετράπη από την κακήν του προαίρεση στη φιλαργυρία και από αυτήν εραδιούργησε και την προδοσίαν.

Αξίζει όμως να εξετάσωμε συνετώς και την εκφορά που έγινε στον καθένα τους όταν απέθαναν. Ο μεν πτωχός λοιπόν όταν εκοιμήθη είχεν αγγέλους να τον προστατεύουν και να τον υπηρετούν, οι οποίοι τον οδηγούσαν με καλές ελπίδες στον τόπον της αναπαύσεως. «Ο δε πλούσιος αποθανών», λέγει, «ετάφη». Με κανένα καταλληλότερον τρόπον δεν θα ημπορούσε η Γραφή να περιγράψει, και μάλιστα μονολεκτικώς, την άδοξο κατάληξη του πλουσίου. Διότι όταν ο αμαρτωλός αποθνήσκει, όντως θάπτεται, επειδή είναι χοϊκός κατά το σώμα, γήινος δε και κατά την ψυχήν, αφού με την συμπάθεια προς την σάρκα, έχει υποβιβάσει την φυσικήν υπεροχή της ψυχής προς τα υλικά, και δεν αφήνει καμμίαν αγαθήν ανάμνηση της ζωής του, αλλά καλύπτεται από άδοξο λήθη, και έχει το ίδιο τέλος με τα βοσκήματα. Διότι όπως ο τάφος δέχεται το σώμα, έτσι και ο άδης την ψυχή: δύο σκοτεινά δεσμωτήρια που μοιράζονται του πονηρού ζώου την τιμωρίαν. Και ποίος δεν θα κατηγορούσε τον άθλιον για την απερισκεψία του; Όσον ευρίσκετο επάνω από το χώμα, εκαυχάτο, υπερηφανεύετο, περιφρονούσε όλους τους οικείους και συνανθρώπους του, και θεωρούσε σχεδόν σαν μύρμηκες και σκώληκες όποιους συναντούσε, έτοιμος να διαρραγεί από την κενοδοξίαν. Όταν όμως απεσπάσθη από την ζωήν αυτή, και εστερήθη σαν μαστιγωμένος δούλος από εκείνα που δεν του ανήκαν, των οποίων από μωρίαν ενόμιζε πως είναι κύριος, τότε κρημνίζεται στην αντίρροπο της υπερηφανείας ταπεινότητα, και εκφωνώντας γραώδεις οδυρμούς επικαλείται διαρκώς και ανωφελώς τον Πατριάρχην, λέγοντας: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψει το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξει την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη», ζητώντας έλεος, το οποίον δεν έδωσε τότε που είχε πρόχειρον την εξουσία να ευεργετεί. Και είχε την αξίωση να έλθει βοηθός του κατά του πυρός ο Λάζαρος, επιθυμώντας να απομυζήση τον δάκτυλο του λεπρού, δροσισμένον με λίγο νερό. Αυτές είναι οι απερισκεψίες των φιλοσωμάτων, αυτό είναι το τέλος των φιλοπλούτων.

Οφείλει λοιπόν όποιος είναι συνετός και ανησυχεί για το μέλλον, να αποφύγει την πείραν των ομοίων κακών, θεωρώντας την παραβολήν, ως φάρμακον που μας προφυλάσσει από την ασθένεια, και να ασκήσει την συμπάθεια και την φιλανθρωπίαν ως αιτίαν της μελλούσης ζωής. Διότι ο λόγος μας εξέθεσε δραματικώς την νουθεσίαν, αναφερόμενος σε ορισμένα πρόσωπα, ώστε να διδαχθούμε εμψύχως, με ζωντανά υποδείγματα, τον νόμον της αγαθής βιοτής και ποτέ να μη καταφρονήσωμε τα παραγγέλματα της Γραφής, ωσάν να εκφοβίζουν δήθεν μόνον λεκτικώς, χωρίς να προάγουν την απειλήν σε τιμωρία. Γνωρίζω πράγματι, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δελεάζονται από παρόμοιες υποψίες, και χαρίζουν στον εαυτόν τους ανεμπόδιστον την εξουσία του να αμαρτάνουν. Αλλά από ό,τι είδαμε εδώ, η Γραφή διδάσκει ότι καμμία συγγνώμη δεν ημπορεί να ελαφρύνει εκείνην την κόλασιν, ούτε εκείνη η φιλανθρωπία ελαττώνει την ορισμένην τιμωρίαν, εάν μάλιστα πρέπει να τεκμηριώσωμε τον λόγον από αυτά που είπεν ο Πατριάρχης.

Διότι αν και τόσο πολλές ικεσίες και μύριες ελεεινές φωνές ήκουσε από τον πλούσιον, ούτε από τους οδυρμούς του εκάμφθη, ούτε τον εξέβαλε από την οδύνην, εκείνον που πικρώς εμαστίζετο, αλλά με αυστηρόν φρόνημα επεκύρωσε την δικαίαν κρίσιν, λέγοντας ότι ο Θεός ετοποθέτησε τον καθένα εκεί που του άξιζε. Και σε σένα μεν, ο οποίος απελάμβανες την ζωήν σου εις βάρος των ξένων συμφορών, ορίσθησαν αυτά τα βασανιστήρια ως καταδίκη για τα πλημελήματά σου. Σε εκείνον δε, ο οποίος εμόχθησε εκεί και κατεπιέσθη, και εγεύθη την πικρία σε όλην την ένσαρκο ζωήν του, απενεμήθη εδώ γλυκεία και ευφρόσυνος κατάστασις. Όμως εκτός αυτού, υπάρχει και χάσμα μέγα, το οποίον τους εμποδίζει να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους, και χωρίζει τους τιμωρούμενους από τους τιμώμενους, για να διάγουν ξεχωριστά, έχοντας καθαράν την απόλαυση των αγαθών και των κακών.

Πιστεύω δε ότι η αισθητή παραβολή, αποτελεί υπαινιγμό νοητής θεωρίας. Δεν πρέπει δηλαδή να εννοήσωμε κάποιαν τάφρο την οποίαν έχουν ανοίξει οι άγγελοι, όπως γίνονται τα χαρακώματα μεταξύ των εχθρικών στρατοπέδων, αλλά ο Λουκάς έθεσε την εικόνα του χάσματος για να τονίσει την σαφή διάκριση, το ότι δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ αυτών που έζησαν ενάρετα και των άλλων. Επισφραγίζει δε αυτήν την εξήγησή μας και ο Ησαίας λέγοντας «Μη ουκ ισχύει η χείρ Κυρίου του σώσαι, ή εβάρυνε το ους αυτού του μη ακούσαι; Αλλά τα αμαρτήματα υμών, διϊστώσιν ανά μέσον υμών και ανά μέσον του Θεού».


(4ος αιών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 237 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 337 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2047

Κυριακή Ε Λουκά Πλουσίου και Λαζάρου Ο πλούτος καταστρέφει



Ο πλούσιος της Παραβολής του σημερινού Ευαγγελίου φορούσε πανάκριβα αρχοντικά ενδύματα και διασκέδαζε κάθε τόσο με πλούσια συμπόσια. Ούτε που νοιαζόταν καθώς έβλεπε στην εξώπορτά του εκείνον τον φτωχό Λάζαρο παραπεταμένο και γεμάτο πληγές. Πόσο υπέφερε ο δύστυχος! Ήθελε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς ήταν σχεδόν γυμνός, έρχονταν οι σκύλοι κι έγλυφαν τις πληγές του. Όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του παράπονο εναντίον του πλουσίου ή του Θεού.
Πόσο μεγάλες οι αντιθέσεις των δύο αυτών ανθρώπων που βρίσκονταν τόσο κοντά μεταξύ τους! Ο πλούσιος ήταν ντυμένος με πολυτέλεια, κι ο Λάζαρος με τα έλκη του και τα κουρέλια του, ο πλούσιος καθόταν σε πολυτελή ανάκλιντρα, κι ο πτωχός πεταμένος στη γη. Ο πλούσιος περιβαλλόταν από επίσημους συνδαιτυμόνες, κι ο πτωχολάζαρος από σκυλιά.
Πόσο ανάλγητος αλήθεια ήταν ο πλούσιος! Πόσο κακό του έκανε ο πλούτος! Τον έκανε δούλο στη σάρκα, αδιάφορο για κάθε φτωχό γύρω του. Η πολυτέλεια τον οδήγησε στην αλαζονεία, την κοιλιοδουλία, την ασπλαχνία. Βέβαια η αμαρτία του πλουσίου δεν ήταν τόσο στα ενδύματά του ή στις τροφές του, όσο στο ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του. Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια διαρκής υπόμνηση και ευκαιρία αγάπης. Πώς μπορούσε ο πλούσιος να βλέπει τον άλλον να λιμοκτονεί και να μένει τόσο ανάλγητος; Αλλά ο πλούσιος της Παραβολής ενδιαφερόταν μόνο για τα πλούτη του. Δεν είχε ανώτερα ιδανικά και αξίες. Από έξω η εμφάνισή του μεγαλόπρεπη, από μέσα όμως η ψυχή του αραχνιασμένη. Από έξω αρώματα, και μέσα δυσωδία. Το σώμα του καλοπερνούσε στις ανέσεις, η ψυχή του όμως αργοπέθαινε μέσα στη φθορά.
Το ίδιο παθαίνουμε οι άνθρωποι, όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά όσοι προσκολλώμαστε στα υλικά αγαθά μας, λίγα ή πολλά. Και νομίζουμε πως μ’ αυτά θα ευτυχήσουμε αδιαφορώντας για τους γύρω μας, τους ενδεείς, τους πεινασμένους. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σκληραίνει η καρδιά μας, αγριεύει η ψυχή μας. Η προσκόλληση στα υλικά αγαθά είναι μεγάλος πειρασμός για τη ζωή μας. Κινδυνεύουμε όλοι μας.

Δρομολογούμε το μέλλον μας

Η πρώτη σκηνή τελείωσε. Ήταν η σκηνή πάνω στη γη. Στη συνέχεια όμως έχουμε τη δεύτερη σκηνή, επάνω στον ουρανό. Πρώτος πέθανε ο φτωχός. Κανείς ίσως να μην έδωσε σημασία στο θάνατό του. Άγγελοι του Θεού όμως κατήλθαν αμέσως από τα ύψη του ουρανού για να μεταφέρουν την υπομονετική ψυχή του στους κόλπους του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος και τάφηκε με μεγαλοπρέπεια. Όμως την ψυχή του δεν την παρέλαβαν άγγελοι του Θεού, αλλά την άρπαξαν με μανία δαίμονες φοβεροί και την οδήγησαν στα ζοφερά σκοτάδια του Άδη. Εκεί τώρα ο πλούσιος υπέφερε φρικτά και άρχισε να κραυγάζει και να παρακαλεί: —Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με. Στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι τυραννιέμαι μέσα σ’ αυτή την ανυπόφορη φωτιά. —Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη γη, κι ο Λάζαρος τα κακά της δυστυχίας του, απάντησε ο Αβραάμ· τώρα όμως εδώ αντιστρέφονται οι ρόλοι, ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε, εσύ όμως βασανίζεσαι διαρκώς. Και έπειτα ανάμεσά σας υπάρχει μεγάλο χάσμα αδιαπέραστο. Αλλά ο πλούσιος επιμένει: —Στείλε τουλάχιστον τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου να πει στα πέντε αδέλφια μου τι γίνεται εδώ στον άλλον κόσμο, για να προλάβουν να μετανοήσουν και να μην έλθουν κι αυτοί εδώ στην κόλαση. Κι ο Αβραάμ του απάντησε: Έχουν στη γη τα βιβλία του Νόμου και των προφητών που μιλούν γι’ αυτά. —Όχι, πάτερ, συνεχίζει ο πλούσιος, δεν θα υπακούσουν στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους πεθαμένους ανθρώπους, θα μετανοήσουν. Ο Αβραάμ όμως έκλεισε το διάλογο λέγοντας: Εάν δεν έχουν καλή διάθεση να υπακούσουν στον Νόμο και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν, ακόμη και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς.
Από την Παραβολή αυτή παίρνουμε όλοι μας ένα μεγάλο δίδαγμα, ότι ο τόπος της αιώνιας κατοικίας μας προσδιορίζεται από τις επίγειες επιλογές μας. Ό,τι κάναμε θα το βρούμε μπροστά μας. Διότι ο καθένας μας προετοιμάζει την ψυχή του για τον αντίστοιχο τόπο. Κι αυτό που έχει μεγάλη σημασία για όλους μας είναι ότι όταν οι άνθρωποι αμαυρώνουμε καθημερινά την ψυχή μας με τις απολαύσεις των αισθήσεων, την καθιστούμε ακατάλληλη για τις ανώτερες πνευματικές απολαύσεις του πνευματικού κόσμου. Πώς να χωρέσει στον Παράδεισο η ψυχή μας, εάν εδώ στη γη ήταν απορροφημένη στην ύλη; Πώς να δοκιμάσει τις απερίγραπτες πνευματικές ηδονές του Παραδείσου μία ψυχή που ξέρει μόνο τις απολαύσεις της σαρκός και έχει περιορίσει την ευτυχία της στα φαγητά, στα γλέντια, στα ρούχα; Πώς να γευθεί τον Παράδεισο μία ψυχή σκληρόκαρδη και άπονη ανάμεσα στις εξαγιασμένες ψυχές τόσων ανθρώπων δοκιμασμένων από τον πόνο και τις θλίψεις της ζωής; Η αιώνια λοιπόν ευτυχία μας ή η ατελεύτητη δυστυχία μας μετά τον θάνατο καθορίζονται από τη διαγωγή που δείχνουμε πριν από τον θάνατό μας. Σήμερα δρομολογούμε το αιώνιο μέλλον μας. Τις επιλογές τις ξέρουμε. Οι προορισμοί ξεκάθαροι. Ας ετοιμαζόμαστε για το αιώνιο ταξίδι μας.

Κυριακή ε' Λουκά εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου



Ἦταν  ἕνας πλούσιος πού ζοῦσε καθημερινά τήν πολυτέλεια τοῦ πλούτου του ἀπολαμβάνοντας τά ἀγαθά του χωρίς νά ἐνδιαφέρεται γιά τόν φτωχό, τόν Λάζαρο, ὁ ὁποῖος καθόταν ἔξω ἀπό τήν πόρτα του γεμάτος πληγές.
Ἦλθε ὅμως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καί γιά τούς δυό. Καί ὁ μέν πλούσιος βασανιζόταν μέ τή μορφή τῆς δίψας ἐνῶ ὁ φτωχός ὁ Λάζαρος ἀπολάμβανε στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ τήν χαρά πού εἶχε στερηθεῖ στήν ἐπίγεια ζωή του.
Ὁ πλούσιος παρακαλεῖ τόν Ἀβραάμ καί νά ἀφήσει τόν Λάζαρο νά τόν δροσερεύσει στά χείλη του καί στόν ἴδιον νά τοῦ ἐπιτρέψει νά ἐμφανισθεῖ στούς δικούς του γιά νά πιστέψουν γιά τήν ὕπαρξη τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ὁ Ἀβραάμ ὅμως ἀρνεῖται λέγοντας ὅτι ὑπάρχει χάσμα μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Λαζάρου καί ὅτι ἐάν δέν ὑπάρχει ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό, ἡ ἐμφάνιση ἀναστημένου νεκροῦ στούς ζῶντες δέν θά ὠφελήσει.
Ἀδελφοί μου, σήμερα ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή αὐτή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου ρίχνει ἄπλετο φῶς, στήν αἰώνια ζωή γεγονός πού ἔχει ἀνυπολόγιστη ἀξία καί σημασία γιά μᾶς. Μᾶς ἀποκαλύπτει λοιπόν, ὄχι μόνο τήν ὕπαρξη τῆς αἰώνιας ζωῆς ἀλλά καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦν οἱ ψυχές τήν αἰώνια ζωή.
Ἔτσι ἀνάλογα μέ τόν τρόπο ζωῆς τους στήν ἐπίγεια ζωή ἄλλες ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά της καί ἄλλες τά στεροῦνται γί’ αὐτό καί βασανίζονται καί ὑποφέρουν. Ἑπομένως ὁ Κύριός μας ἀποκαλύπτει ὄχι δυό τόπους ἀλλά δυό τρόπους τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὁ ἕνας εἶναι τῆς ἀπόλαυσης τῶν ἀγαθῶν καί ὁ ἄλλος τῆς στερήσεως πού ἀποτελεῖ καί τή κόλαση.
Ἐκεῖνο ὅμως πού ἐντυπωσιάζει εἶναι ἡ ὕπαρξη ἑνός χάσματος ἀνάμεσα στίς ψυχές πού ἀπολαμβάνουν καί στίς ψυχές ποῦ στεροῦνται. Τί εἶναι ἄραγε αὐτό τό χάσμα;
Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας ἀπό μέρους τῆς ψυχῆς ἀπέναντι στήν ἀγάπη καί τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο περισσότερο ἔντονη εἶναι αὐτή ἡ συναίσθηση τόσο καί ἡ ψυχή αἰσθάνεται νά τή χωρίζει ἀπό τόν Θεό ἕνα χάσμα γιατί δέν τόν πίστευσε καί δέν τόν ἀγάπησε.
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συναίσθησης εἶναι νά στερεῖται τή ζωή τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τή δόξα του καί τή μακαριότητά του καί νά μή μπορεῖ νά ἐπικοινωνεῖ μέ τίς ψυχές τῶν πιστῶν καί τῶν δικαίων. Βλέπει ὁ πλούσιος τόν Λάζαρο ἀλλά δέν ἀπευθύνεται σέ αὐτόν ἀλλά στόν Ἀβραάμ.
Πέραν ὅμως αὐτοῦ ἡ ἁμαρτωλή ψυχή ἐνῶ βλέπει καί ἀναγνωρίζει τούς πιστούς καί τούς δικαίους πού ζοῦν τόν παράδεισο π.χ βλέπει ὁ πλούσιος τόν Λάζαρο καί τόν Ἀβραάμ, ὅμως δέν μπορεῖ νά δεῖ καί νά ἀναγνωρίσει τίς ἄλλες ἁμαρτωλές ψυχές. Δηλαδή δέν ἀναγνωρίζει ἡ μία τήν ἄλλη ὅπως μας λέει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γιατί εἶναι στερημένες αὐτῆς τῆς παραμυθίας λέει ὁ Ι. Χρισόστομος. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μας λέει ὅτι « αὐτό εἶναι τό αἰώνιο πῦρ καί ὁ ἀτελεύτητος σκώληκας»
Ἀντίθετα, οἱ ψυχές τῶν πιστῶν καί τῶν δικαίων ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη γεγονός πού αὐξάνει τήν εὐφροσύνη τους «στούς σωζομένους ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό ἡ χάρη νά εἶναι μαζί καί νά συνευφραίνονταί» μας τονίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Ἑπομένως χαρά καί εὐφροσύνη ἀποτελοῦν τόν παράδεισο, στέρηση καί ἀφόρητη μοναξιά τήν κόλαση. Εἶναι λοιπόν ἤ δέν εἶναι ἀνυπολόγιστης ἀξίας καί σημασίας γιά μᾶς ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου; Ἀποκαλυπτική, διαφωτιστική, καί ἐνημερωτική.
Ἀδελφοί μου, ἕνας σεβάσμιος ἀσκητής διηγήθηκε σέ ἕνα ἀμελῆ μοναχό τό ἑξῆς ὅραμά του. Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς τοῦ ἀνηρπάγη ὁ νοῦς του καί εὑρέθηκε στήν αἰώνια ζωή. Σέ μία μεγάλη καί πολυάνθρωπη πόλη τῆς ὁποίας τό κάλλος καί ἡ ἀρχιτεκτονική δέν μποροῦσαν νά περιγραφοῦν ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη.
Τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀναρίθμητο, στολισμένοι μέ λαμπρές ἐνδυμασίες διαφόρων εἰδῶν καί χρωμάτων, ἐνῶ στίς κεφαλές τούς ἦταν ἀδαμαντοστόλιστα στεφάνια. Μερικά ἦταν σάν τό κρύσταλλο, ἄλλα χρυσοειδή καί ἄλλα μαργαροειδή.
Πλησίασε ὁ ἀσκητής ἕνα ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς καί τόν ἐρώτησε: «Ποιό τό ὕψος τῆς ἀρετῆς σου στόν πρόσκαιρο κόσμο καί γιά τά ὁποία τιμήθηκες ἐδῶ τόσο ὑπέρλαμπρα;»
«Ἐγώ ἀδελφέ μου ἤμουν φτωχός, ταλαίπωρος ἀσθενῆς καί χωλός ἀπό μικρή ἡλικία. Ἐπειδή ὅμως ὑπέμενα καρτερικά καί ἀγόγγυστα τό καμίνι τῆς φτώχιας μου καί τῆς μακρόχρονης ἀσθένειάς μου, ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά ζῶ αὐτή τή δόξα καί λαμπρότητα πού βλέπεις».
Κατόπιν πῆγε σέ ἄλλον πού ὁ στέφανος τοῦ ἦταν ἀπό μαργαρίτες καί ἄλλους πολύτιμους λίθους. Τοῦ ἔκανε τήν ἴδια ἐρώτηση καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε.
«Ἤμουν ἐπίσκοπος καί μέ θεῖο φόβο ἐκυβέρνησα τό ποίμνιό μου καί ὅλα τά ἀρχιερατικά μου καθήκοντα καλῶς ἐτέλεσα, γί’ αὐτό καί ἦλθα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ σέ αὐτή τή χαρά καί εὐφροσύνη».
Μετά πῆγε σέ ἕνα ἄλλο πού φοροῦσε ἀργυροῦν στέφανο, τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἡ δέ ἐνδυμασία τοῦ ἦταν λευκή σάν τό χιόνι, τοῦ ἔκανε τήν ἴδια ἐρώτηση καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε.
«Ἐγώ ἀδελφέ μου, ἤμουν λαϊκός ἄνθρωπος καί ἐξοικονομοῦσα τά τῆς ζωῆς μου μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μου. Ἔλαβα γυναίκα, ἀπέκτησα παιδιά, ὅσα ὁ Θεός μου ἔδωσε, καί σέ ὅλη μου τήν ζωή δέν ἐγνώρισα ἄλλη γυναίκα. Δέν ἐπείραξα κανένα, οὔτε ἀδίκησα, οὔτε ἐπίκρανα καί οὔτε ἐσυκοφάντησα. Ἔκανα ἐλεημοσύνη ὅσο μποροῦσα καί δέν ἀπουσίαζα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήριά της, γί’ αὐτό καί ἡ ψυχή μου ἦλθε ἐδῶ καί ἀναπαύεται μαζί μέ τούς δικαίους ὅπως βλέπεις».
Λοιπόν ἀδελφοί μου ἄς ἀποφασίσουμε νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Κύριος γιά νά χαροῦμε κι ἐμεῖς τήν δόξα καί τήν εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου καί ὄχι τή στέρηση καί τή μοναξιά τῆς κολάσεως. Καλή ἀπόφαση καί ὁ Κύριος νά εἶναι βοηθός σας.
Π.Β.Μ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...