Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2012

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΙΩΑΝΝΗ! Συγκλονιστικές μαρτυρίες


ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΠΗΛΑΙΟ
ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΙΩΑΝΝΗ!
Συγκλονιστικές μαρτυρίες


   Αγιορείτες Γέροντες, λένε πως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς είναι ο Άγιος Ιωάννης Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων, ο Αυτοκράτορας δηλαδή Νικαίας, ο οποίος βρέθηκε παντελώς άφθαρτος στον τάφο του στην Μικρασία, τόσο ο ίδιος, όσο και τα βασιλικά του ενδύματαhttp://noiazomai.tripod.com/vatatzis.html
  Όμως με τις αλώσεις των Φράγκων και των Τούρκων, χάθηκαν τα ίχνη του αγίου άφθαρτου και ολόσωμου λειψάνου, το οποίο βρίσκεται όπως φαίνεται στην Κωνσταντινούπολη, κεκρυμμένο, σε μυστικό σπήλαιο, το οποίο γνωρίζουν μόνο λίγοικρυπτοχριστιανοί, που φυλούν το ιερό μυστικό για αιώνες, αναμένοντας την έγερση του μαρμαρωμένου!


     Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΑΜΕΡΙΚΗΣ - δεκαετία 1950
  Την πρώτη βάσιμη και αξιόπιστη μαρτυρία την έχουμε δια στόματος του μεγάλου Γέροντος Εφραίμ της Αμερικής, τέως  Καθηγουμένου της Ι. Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, ο οποίος έχει διηγηθεί ότι την πληροφορία για την ύπαρξη του Ιωάννη, τους την μετέφερε πριν το 1955 στο Άγιον Όρος ο Αρχιερεύς Ιερόθεος εκ Μικρασίας, ο οποίος μάλιστα τον είχε χειροτονήσει! Αυτός ο Αρχιερέας Ιερόθεος τους είπε πως είχε δει με τα ίδια του τα μάτια τον κοιμώμενο Βασιλέα Ιωάννη!
  Να τι είχε διηγηθεί συγκεκριμένα ο Γέροντας Εφραίμ της Αμερικής, το οποίο πρωτακούσαμε άφωνοι πριν 14 σχεδόν χρόνια στο Άγιον Όρος από κασέτα με τη φωνή του ίδιου του γέροντα:
   " …Υπάρχει κοιμώμενος Στρατηγός ονόματι Ιωάννης, ο οποίος, τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ θα υποδείξει εις τους Χριστιανούς ότι αυτός θα βασιλεύσει τώρα. Θα τους υποδείξει με το δάχτυλό του τον τόπο και θα τον καλέσουν να ηγηθεί και να βασιλεύσει εις τον ελληνικό και ορθόδοξο λαό. Και θα γίνει αυτό.
   Πριν από χρόνια εις το Άγιον Όρος ήταν ένας Αρχιερέας ονόματι Ιερόθεος. Αυτός ήρθε από την Μικρά Ασία. Και το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον έβαλε στο Άγιον Όρος να κάνει χειροτονίες, μνημόσυνα, Λειτουργίες, κλπ. Ήταν ένας άγιος Αρχιερέας, στον τύπου του Αγίου Νικολάου. Από αυτόν τον άγιον Αρχιερέα αξιώθηκα της Ιεροσύνης. Από την Μικρά Ασία. Ευλογημένος άνθρωπος του Θεού!
   Ένα θα σας πω. Αγρυπνίες που κάμναμε! Δεκαπέντε ώρες αγρυπνία, αυτός ο άνθρωπος, ογδοηκοντούτις γέρων, δεν εκάθετοκαθόλου στο κάθισμα. Από το θρόνο κατέβαινε στο στασίδι πάλι όρθιος. Και στην Λειτουργία τρεις ώρες που ακολουθούσε μετά την πολύωρη Ακολουθία του Όρθρου, όρθιος! Τον βάζαμε μια καρέκλα να καθίσει και δεν ήθελε. Έλεγε «ακόμη η Παναγία μας δεν με κούρασε» και ας έτρεμε όλος από την κούραση.
   Αυτός ο άγιος Αρχιερέας, αυτός μας είπε. Αυτός είδε τον κοιμώμενο αυτόν Στρατηγό Ιωάννη, που θα αναστηθεί όταν θα γίνει ο 3ος μεγάλος αυτός Παγκόσμιος Πόλεμος! Τον είδε!. Διότι χείλη αρχιερέως και ιερέως ου ψεύδονται.
   Λοιπόν μας είπε την αλήθεια. Και τον ρωτήσαμε. Διότι ζούσε τότε και ο μακαριστός μου και ο άγιος γέροντάς μου (σ.σ. ο περίφημος Ιωσήφ Ησυχαστής και Σπηλαιώτης) και όλοι μαζί συνοδεία, τον είχαμε πάρει στο εκκλησάκι μας και εκεί καθίσαμε και τον κάμναμε τις ερωτήσεις. Και μας τα έλεγε. Τα ακούσαμε με τα αυτιά μας.
   Λέει «υπάρχει αυτός ο κοιμώμενος βασιλεύς και θα αναστηθεί»!
   Του λέμε «ποτέ Γέροντα; Πότε άγιε Αρχιερέα του Θεού»;  
   Λέει, «όταν θα γίνει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος»!
   Και επίσης μας είπε ότι «το δεξί του χέρι είναι στη λαβή του σπαθιού! Το οποίο σπαθί είναι μες στην θήκη».
   Και μας έλεγε «όταν το σπαθί βγει από τη θήκη του, τότε θα αρχίσει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος».
   Και εμείς από την περιέργεια μας του λέγαμε:
   «Σεβασμιότατε πόσο απέχει το σπαθί από την θήκη»;
   «Ολίγοι πόντοι εναπέμειναν για να βγει» λέει…"!
   Η αποκάλυψη αυτή του Αρχιερέως Ιεροθέου έγινε λίγο πριν τα γεγονότα του Πογκρόμ του 1955 σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, ζώντος του οσίου Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστή του Σπηλαιώτη, ο οποίος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1959 μ.Χ..


    Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ - δεκαετία 1970
   Η παρακάτω μαρτυρία έχει δημοσιευθεί στο διαδίκτυο:
   "Η διήγηση που ακολουθεί περιγράφει την επίσκεψη ενός Καθηγητού του Πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη μέσα στη δεκαετία του 70.
   Εκεί είχε φίλους δύο Τούρκους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Κων/πολης. Σε συζήτηση που είχε μαζί τους για τα επερχόμενα ήρθε και το θέμα της επανάκτησης της Πόλης.
   Τότε οι Τούρκοι καθηγητές (που απ΄ τη συνέχεια φαίνεται ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί) του είπαν:
   "Θέλεις να σε πάμε να δεις κάτι μοναδικό, με την προϋπόθεση ότι θα σου δέσουμε τα μάτια καθ΄όλη την διαδρομή, ώστε να μην μπορείς να εντοπίσεις το μέρος. Γιατί αυτό που θα αντικρύσεις, αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό"!
    Εκείνος δέχτηκε καί ξεκίνησαν με ένα τζίπ, αυτός με δεμένα τα μάτια, αλλά από την ώρα πού έκαναν να φτάσουν στόνπροορισμό τους, υπολόγισε πως πρέπει να ήταν περί τα 10 χιλιόμετρα έξω απ΄ την Κων/πολη. Τον κατέβασαν με δεμένα μάτια και τον οδήγησαν σε ένα μέρος που απ΄ την υγρασία κατάλαβε ότι ήταν σπήλαιο.
   Προχώρησαν αρκετά μέσα στο σπήλαιο και όταν έφθασαν σε μια εσωτερική στοά του σπηλαίου του άνοιξαν τα μάτια. Αυτό που αντίκρυσε υπερέβαινε ό,τι μπορούσε να είχε πρίν φανταστεί! Η στοά ήταν αρκετά μεγάλη και σε κάποιο σημείουπήρχε ένας ανοικτός τάφος χωρίς κανένα διακριτικό. Μέσα στόν τάφο είδε ένα άνδρα ντυμένο με ρούχα βασιλικά τηςΡωμαΐκής αυτοκρατορίας, διέκρινε δύο πορφυρούς σταυρούς στούς ώμους, αλλά το συγκλονιστικό ήταν ότι ο άνδρας αυτός ήταν σαν ζωντανός που κοιμάται, είχε δηλαδή ροδαλό χρώμα σαν ζωντανός. Έφερε πλήρη πολεμική εξάρτιση της εποχής και είχε το χέρι του στο ξίφος το οποίο ήταν βγαλμένο σχεδόν όλο απέμεναν δε λίγα εκατοστά για να αποσπαστεί από τή θήκη τουκαί ενώ παρατηρούσε άναυδος, οι φίλοι του του είπαν:
   "Αυτός είναι ο δούξ Ιωάννης Βατάτζης, βασιλεύς της Νίκαιαςαυτός θα ηγηθεί του γένους των ΡωμιώνΤο μυστικό αυτό μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε κάποιους έμπιστους και η παράδοση λέει ότι όταν θα βγεί το σπαθί του τελείωςαπ΄ το θηκάρι, οι Έλληνες θα πάρουν πίσω ότι έχασαν τότεΚαί είναι γεγονός, το έχουμε παρατηρήσει ότι το ξίφοςμετακινέιται κατα ενα-δύο χιλιοστα την πενταετία" (δεν είναι βέβαιο το διάστημα).
  Του έδεσαν τα μάτια πάλι και επέστρεψαν. Φίλος φίλου του καθηγητού και αυτόπτου μάρτυρος, το έχει διηγηθεί γύρω στο 1992 απ' ευθείας σε αδελφικό μου φίλο, γιατρό, αναπληρωτή διευθυντή κλινικής, πιστό και σοβαρό άνθρωπο, ο οποίος μου το μετέφερε.
   Τότε ήμασταν πολύ δύσπιστοι. Μάλιστα εγώ το είπα στόν γέροντά μου που είναι δυσκολόπιστος σ΄αυτά και έχει διάκριση και το άκουσε με προσοχή. "Γιατί όχι;" τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει, "το κρατάμε στην καρδιά μας αφού είναι προσδοκία μας καιεφ΄ όσον οι άγιοί μας έχουν πεί ότι θα γίνουν αυτά, δεν ψεύδονται". Ναί αλλά είναι ο Βατάτζης ο αγαθός βασιλεύς και θα αναστηθεί; τον ρώτησα. "Πολύ πιθανόν" μου απήντησε. Ξέροντας τον γέροντά μου κι εγώ κι ο φίλος μου θεωρήσαμε την απάντησή του σαν απόλυτη επιβεβαίωση. Παρ΄ όλα αυτά ήμασταν ακόμα επιφυλακτικοί.
   Πολύ αργότερα το διασταυρώσαμε με ένα βίντεο όπου μιλάει ο γέρων Εφραίμκτήτωρ πολλών μοναστηριών στην Αμερική και λέει πώς στο Αγ. Όρος είχε γνωρίσει έναν άγιο αρχιερέα τον Μηλιτουπόλεως Ιερόθεο που ζούσε τότε μονάζοντας στο Αγ. Όρος και του είχε διηγηθεί ότι σε επισκεψή του το 1952 στην Κων/πολη είχε δει (κάτω από ποιές συνθήκες δεν ξέρω) ακριβώς τα ίδια που περιγράψω πιό πάνω. Μάλιστα έλεγε "στον γ. Εφραίμ ότι "...λίγα εκατοστά παιδάκι μου είχε για να βγει το σπαθί απ΄το θηκάρι του...". Του το διηγήθηκε το 1955 και φοβόταν (με την εκδίωξη των Ελλήνων απ΄την Πόλη) μήπως είχε έρθει η ώρα του μεγάλου πολέμου. Στό βίντεο αυτό ο γέρων Εφραίμ τονίζει:"...και χείλη Αγίου Αρχιερερέως ού ψεύδονται...""
   Και η παραπάνω μαρτυρία επικαλείται την αποκάλυψη του Γέροντος Εφραίμ της Αμερικής.


   Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ - δεκαετία 1980
   Η επόμενη μαρτυρία δημοσιεύθηκε σε άρθρο της δημοσιογράφου Ελένης Κυπραίου – πρώτης παρουσιάστριας της Ελληνικής Τηλεόρασης  παραμονή της Αλώσεως, 28 Μαΐου του 1990. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει μια συνταρακτική αποκάλυψη:
  "Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από δεκαετία, υπηρετούσαν, απ’ τη μια κι’ από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν τη Θράκη μας στα δύο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός. Οι δύο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύ περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα.
   Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για άλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφό του.
   «Τόσον καιρό», του είπε, «περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δύο χώρες μας , μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι’ εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω».
   Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζόταν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο του Τούρκου. Νύχτα αφέγγαρη ήταν. Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη. Κοντά μεσάνυχτα πρέπει να πλησίασαν στις παρυφές της, Ύπνος βαθύς είχε καθηλώσει στα κρεβάτια τους κατοίκους της. Ησυχία στους δρόμους.
   Γρήγορος, ο οδηγός Τούρκος, μπήκε, βγήκε από στενά, από περιπεπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά.
   Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Έλληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματισθεί. Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’  το μυαλό, πως μπορούσαν να ’ναι και κακές οι προθέσεις του.
   Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα και κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι δύο, σε διαδρόμους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τους βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Που πήγαιναν, έτσι στα τυφλά; Που κατευθύνονταν; Ανάστροφα στο χρόνο. Σε ποιον χρόνο; Τον ανθρώπινο ή τον Θεϊκό;
   Ο Τούρκος ήξερε. Αλλά δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση. Μα ούτε και πρόφταινε να προβληματιστεί. Ακολουθούσε. Με την βεβαιότητα, πως η στιγμή ήταν μοναδική. Πως δεν θα ’χε την ευκαιρία, ποτέ ξανά, να την ξαναζήσει. Ακολουθούσε. Ονειρευόταν άραγε; Υπνοβατούσε; Φτερωμένη η φαντασία του, ανάπλαθε μονοπάτια, που μόνο σε ελαφρύ ύπνο βαδίζει κανείς; Ένα ήταν σίγουρο: Δεν θα ξανάβρισκε ποτέ τον δρόμο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρίς οδηγό.
   Είχαν φτάσει στο τέρμα. Θύρα και πάλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. Η σιγή της ύστατης ώρας. Που ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του σκουριασμένου σίδερου.
   Μισάνοιξε η βαριά θύρα. Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;
   Και τότε, τότε μόνον μίλησε ο Τούρκος:
   «Εσείς οι Έλληνες, δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε; Πως δεν τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης; Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κάνει Αθάνατο. Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου».
   Στο πάτωμα, μισοανασηκωμένο στον ένα αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.
   Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια μου. Θαμπώθηκε η όραση του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του, εκεί, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ. Κι ήταν αυτός, ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
   Πηχτή η σιωπή, σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι.
   Μίλησε και πάλι ο Τούρκος:
   «Πριν μερικά χρόνια κειτόταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά – σιγά ν’ ανασηκώνεται. Πάμε».
   Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια. Ξαναπέρασαν την καγκελένιαπόρτα.
   Δεν άφησαν πίσω ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Σιωπηλοί. Χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα.
   Δεν είχε ακόμη ξημερώσει σαν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά.
   Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο.
   «Γυρίζει πίσω το ποτάμι», μονολόγησε ο Έλλην στρατηγός «Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός».
   Υπηρέτησε αργότερα στο Κέντρο.
   Προτού αποστρατευθεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στην προσωπικότητα που μας το εμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας και τον στρατηγό, κάτω από το βλέμμα του Θεού και της Παναγιάς. Κάναμε και μείς το σταυρό μας μουρμουρίζοντας «Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΑΛΩ»"!
   Ο Στρατηγός αναφέρεται πως κοιμήθηκε το 2001 και τη μαρτυρία επιβεβαίωσε η αδελφή του Ελένη, η οποία ανέφερε επιπρόσθετα πως ο αδερφός της είχε δει και μια επιγραφή πάνω από το κεφάλι του  Μαρμαρωμένου Βασιλέα, που έγραφε το όνομα "Ιωάννης"! Η  εξακρίβωση των παραπάνω περιγράφεται και στο βιβλίο http://www.marmaromenosautokratoras.gr/marmaromenos10th.pdf σελ. 32


   ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ
   Σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες (πολλά στενάκια - ελληνικά γράμματα) ο Μαρμαρωμένος πρέπει να βρίσκεται κάπου στην Κωνσταντινούπολη και το όνομά του είναι πράγματι ΙΩΑΝΝΝΗΣ!
   Αφού υπάρχουν και διάφοροι Βυζαντινοί Χρησμοί και Προφητείες Αγίων μας, που μιλούν επακριβώς για αυτόν, αναφέροντας το όνομα "Ιωάννης" και προσδιορίζουν το μέρος που βρίσκεται:

   1. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΑΤΑΡΩΝ γράφει: "απέλθετε επί τα δεξιά μέρη τηςΕπταλόφου, και εκεί ευρήσεται άνθρωπον επί δύο κίονας, ιστάμενον εν κατηφεία πολλή (έσται δε λαμπρός το είδος, δίκαιος, ελεήμων, φορών πενιχρά, τη όψει αυστηρός και τη γνώμη πράος) έχοντα επί τον δεξιόν αυτού πόδα καλάμου τύλωμα, και φωνή υπό του αγγέλου κηρυχθήσεταισυνήσατε αυτόν Βασιλέα, και δώσουσιν αυτώ εις την δεξιάν χείρα ρομφαίαν, λέγοντες αυτώ,ανδρίζου Ιωάννη, και ίσχυε και νίκα τους εχθρούς σου, και επάρας την ρομφαίαν παρά αγγέλου, πατάξει τους ΙσμαηλίταςΑιθίοπας, και πάσαν γενεάν άπιστον"!

   2. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΑ ΣΎΜΦΩΝΩΝ (χωρίς φωνήεντα) ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (την οποία αποκωδικοποίησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος) γράφει: "σπεύσατε πολλά σπουδαίως εις τα δεξιά μέρη άνδρα εύρητε γεναίον θαυμαστόν και ρωμαλέον τούτον έξετε δεσπότην"!

   3. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ αναφέρει: " Εν γαρ ταις εσχάτοις ημέραις αναστήσει Κύριος ο Θεός βασιλέα από πενίας και πορεύεται εν δικαιοσύνη πολλή..."

   4. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΑΡΑΣΙΟΥ γράφει σχετικά: "Και τότε εξυπνήσει ο Άγιος Βασιλεύες, ο εν αρχή μεν του ονόματος αυτού το ι, και εν δε τω τέλει σ, έχων, α σημαίνουσι σωτηρίαν...." δηλαδή το όνομα Ιωάννης.

   5. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ-ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΙΝΟΥΝ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ:
   "Περί τοΰ θρυλουμένου πτωχού καί εκλεκτού βασιλέως, τοϋ γνωστοΰ καί άγνωστου, τοϋκατοικοϋντος έν τη άκρα τήςΒυζαντίδος. Ό αληθινός βασιλεύς... ον έδιωξαν τής οικίας αύτοΰ οί άνθρωποι... είς τό τέλος τών Ίσμαηλιτών άποκαλυφθήσεται...έν ήμερα Παρασκευή, ώρα τρίτη... αποκαλυφθήσεται..."
   Και σε άλλο σημείο: "Ερωτώσι  δε τον Βασιλέα, γέλοντες πώς ακούει το όνομά σου; ο δε αποκριθείς λέγει, ο πτωχός, οπτωχολέων, το όνομά μου Ιω, των πάντων ήμην δραπέτης, και ήλθον να πληρώσω μόνον τας λστ' ημέρας. εγώ ειμί ο ο βασιλεύς ο πένης. π ελεών πτωχούς και πένητας, το δε όνομά μου, ιώτα και ω, συν τη μακρά, ο λέγεται Ιω, και ελήλυθα εις τον κόσμον εις Χριστιανών πρεσβείαν, ίνα φυλάττω χρόνους λστ'. Έπειτα πορεύομαι, όθεν εξήλθον, είτα έρχεται και ο λύκος ολόγας τινάς ημέρας"! "Ιω" όμως σημαίνει "Ιωάννης" και ως "λύκος" νοείται ο "Αντίχριστος", ο οποίος θα έρθει μετά τον Άγιο Βασιλέα, επειδή πρέπει να προηγηθεί ο ευαγγελισμός στην Ορθοδοξία όλης της ανθρωπότητας! Όσης απομείνει από τον φονικό Πόλεμο... 

   6. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ γράφει: "Τότε άγγελος εξ  ουρανούκαταβήσεται δια νεύσεως Θεού, έχων εν τη χερί αυτού σκήπτρον και ξίφος του Αγιωτάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, και τονειρηνικόν στέψει βασιλέα. Ος και αυτόν μέσον πάντων εστίν εν τω πολέμω, δώσει δε αυτώ το σκήπτρον και το ξίφος, και το όνομα αυτού Ελεήμονα καλέσει"! Αυτό είναι όμως το προσωνύμιο του Αγίου Ιωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος, ΑυτοκράτοροςΝικαίας!

   ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΗΜΩΝ ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΩΑΝΝΗ ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΕΤΗ. ΑΜΗΝ!

 






Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής

Βιογραφία                                 
Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε το 1901 μ.Χ. στην Αργυρούπολη του Πόντου (έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Χαλδίας) και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος.

Έμεινε από μικρός ορφανός και μάλιστα οι γονείς του πέθαναν την ίδια ημέρα. Όμως, αμέσως φανερώθηκαν τα σημεία της κλήσεως και της χάριτος. Γαλουχημένος από την ευσεβέστατη μάμμη του με την παραδειγματική ποντιακή ευσέβεια, μόλις στάθηκε στα πόδια του και άρχισε να μιλάει έδειξε ότι διέφερε των άλλων παιδιών και ότι ήταν αφοσιωμένος στον Θεό. Παιδί ακόμα, προσεύχονταν συνεχώς, έκανε νηστείες και επτά χρονών πήγε και προσκύνησε την Παναγιά του Σουμελά. Δόκιμος μοναχός έγινε σε ηλικία μόλις εννέα ετών.

Η κουρά του σε Μοναχό έγινε το 1919 μ.Χ. σε ηλικία 18 ετών και στην συνέχεια χειροτονήθηκε Διάκονος.

Τις τραγικές ημέρες του διωγμού της Εκκλησίας από τους κομμουνιστές στην Γεωργία, ο νεαρός Ιεροδιάκονος συνελήφθη ως «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», υπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, ευτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις και ανήκουστους βασανισμούς. Καταδικάσθηκε μάλιστα σε θάνατο και τουφεκίστηκε, αλλά διεσώθη θαυματουργικώς!

Το 1925 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και Πνευματικός, ενώ το 1929 μ.Χ. ήρθε, μετά από πολλές περιπέτειες στη Σίψα (στο συνοικισμό των Ταξιαρχών Δράμας) της Ελλάδας, όπου έζησε τα τελευταία τριάντα, από τα πενήντα οκτώ χρόνια της ζωής του.

Καταδικάσθηκε και πάλι σε θάνατο το 1941 μ.Χ. από τους εκ βορρά ομόδοξους εισβολείς και σώθηκε και πάλι θαυματουργικώς, για να συνεχίσει την Οσιακή του ζωή μέχρι την ημέρα της κοίμησης του, στις 4 Νοεμβρίου 1959 μ.Χ.

Ο Όσιος Γεώργιος συμβουλεύοντας τα πνευματικά του παιδιά τονίζει ότι πρέπει να νηστεύουν σωστά, γιατί η νηστεία είναι μια άσκηση για τον χριστιανό. Είναι λάθος να νηστεύεις, έλεγε, μια εβδομάδα στην αρχή και μια εβδομάδα στο τέλος της νηστείας. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ανέφερε μια μέρα και το εξής παράδειγμα: «Όταν είσαι πάνω σε μια γέφυρα και βρέχει δυνατά κι έχεις απλωμένο ένα σχοινί κι αρχίζεις να το μαζεύεις, επειδή βρέχεσαι δεν το κόβεις για να φύγεις, αλλά περιμένεις να το μαζέψεις όλο κι άς βρέχεσαι.

Τόνιζε ακόμη ο π. Γεώργιος ότι οι ανάδοχοι δεν πρέπει να μαλώνουν και ότι ο κάθε χριστιανός πρέπει να βαφτίσει το λιγώτερο τρία παιδιά. Το καθήκον του νουνού, έλεγε, είναι να μαθαίνει στα βαφτιστικά του από μικρά να πηγαίνουν Εκκλησία, να κοινωνούν τακτικά, να ακολουθούν το σωστό δρόμο, να γίνουν καλοί άνθρωποι και χριστιανοί.

Η αγιοκατάταξη του Οσίου Γεωργίου, έγινε το 2008 μ.Χ. υπό του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.Βαρθολομαίου στην Δράμα.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Εκ Πόντου ανέτειλας, ώσπερ αστήρ φαεινός, την Δράμαν εφώτισας, ταις διδαχαίς σου σοφέ, τη ισαγγέλω πολιτεία σου. Όθεν τοις προσιούσι, τη αγία Μονή σου, νέμεις ειρήνην, και παντοίας ιάσεις’ ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, Γεώργιε, πατήρ ημών Όσιε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αναλήψεως μάνδρας σεπτόν δομήτορα, χαροποιού πένθους μύστην, καρδιακής προσευχής, ταπεινώσεως και νήψεως το έσοπτρον, ύμνοις, Γεώργιον, πιστοί, ώσπερ ομολογητών, τιμήσωμεν νέον εύχος, βοώντες, φρούρει θεόθεν, σημειοφόρε, τους ικέτας σου.

Κοντάκιον
Τον ζηλωτήν Ηλίαν.
Αργυρουπόλεως ένθεον βλάστημα, και Γεωργίας σεπτόν ενδιαίτημα, ο εν τη Δράμα ασκήσας ως άσαρκος, και αγιάσας μονήν Αναλήψεως, ημών ίσθι φύλαξ, Γεώργιε.

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής
ξ

Όσιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος «ὁ ἐν Ὀλύμπῳ»


                                               Όσιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος «ὁ ἐν Ὀλύμπῳ»


Τὸν Ἰωαννίκιον ἐκ γῆς λαμβάνει
Ὁ τῷ λόγῳ γῆν τοῦ Θεοῦ πήξας Λόγος.
Σῆμά σοι ἔν γε τετάρτῃ Ἰωαννίκιε χεῦσαν.
Βιογραφία
Ο Όσιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε στη Βιθυνία το 740 μ.Χ. Τον πατέρα του έλεγαν Μυριτρίκη και τη μητέρα του Αναστασώ. Και οι δύο ήταν ευσεβείς γονείς και παιδαγώγησαν το γιο τους σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Όταν ο Ιωαννίκιος στρατεύτηκε, αυτοκράτορας ήταν ο τραχύς εικονομάχος Κωνσταντίνος ο Ε'.

Ο Κωνσταντίνος ο Ε', διέπρεψε στους αγώνες του κατά των Βουλγάρων και είχε μεγάλη εκτίμηση από τους στρατιώτες του. Η ψυχολογία που καλλιεργήθηκε στα πεδία των μαχών, παρέσυρε τον Ιωαννίκιο και στο θρησκευτικό έδαφος, με αποτέλεσμα να γίνει εικονομάχος, σαν τον αυτοκράτορα.

Όταν, όμως, απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, δεν άργησε να καταλάβει την πλάνη του και σε τι μεγάλα σφάλματα τον είχε οδηγήσει αυτή. Μετανόησε ειλικρινά και εξομολογήθηκε το ολίσθημα του. Αφού καταρτίσθηκε ανάλογα, έγινε μοναχός στον Όλυμπο και πέθανε 94 χρονών στη Μονή Αντιδίου, διδάσκοντας στον κόσμο την Ορθοδοξία.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ´.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαίς,τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωαννίκιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Tὴν ἐπίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπινοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον· θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἀστὴρ ἐφάνης παμφαὴς ἐπὶ γῆς λαμπῶν, καὶ τοὺς ἐν ζόφῳ τῶν παθῶν περιαυγάζων, ἰατρὸς δὲ ἀρωγότατος τῶν νοσούντων, ἀλλ' ὡς χάριν εἰληφώς, τὴν τῶν ἰάσεων, τοῖς αἰτοῦσι σε παράσχου πᾶσαν ἴασιν, ἵνα κράζωμεν. Χαίροις Πάτερ, Ἰωαννίκιε.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Κόσμου τερπνότητα, προθύμως ἔλιπες, καὶ τῷ Δεσπότῃ σου, κατηκολούθησας, ἔρωτι θείῳ τὴν ψυχήν, τρωθείς, Ἰωαννίκιε· ὅθεν καὶ τὴν κάμινον, τῶν παθῶν ἐναπέσβεσας, δρόσω τῇ τοῦ Πνεύματος, τοῦ Ἁγίου πανόλβιε· διὸ σὺν τοῖς, Ἀγγέλοις χορεύεις, νῦν τούτων τὸν βίον μιμησάμενος.

Ὁ Οἶκος
Ἤστραψεν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ θεόληπτος βίος τῶν σῶν κατορθωμάτων, Παμμάκαρ, καὶ ἀπήλασε πᾶσαν ἀχλὺν ψυχικῶν παθημάτων, καὶ φῶς ἄϋλον κατηύγασε, τοῖς πίστει σοὶ καὶ πόθῳ ἐκβοῶσι ταῦτα.

Χαίροις, τερπνὸν Μοναζόντων κλέος, χαίροις, φωστὴρ διαυγὴς τοῦ κόσμου.
Χαίροις, τῶν νοσούντων ταχεῖα παράκλησις, χαίροις, εὐρωστούντων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαίροις, ὅτι τὴν ἐπίγειον ἀπεβάλου στρατιάν, χαίροις, ὅτι τὰ οὐράνια ἀντηλλάξω τῶν φθαρτῶν.
Χαίροις, τῶν θείων ὄντως ἀρετῶν ὁ ταμίας, χαίροις τῶν ἀπορρήτων αὐτουργὸς θαυμασίων.
Χαίροις, παθῶν παντοίων καθαίρεσις, χαίροις, ἡμῶν προστάτης θερμότατος.
Χαίροις, παντὸς ἑτοιμότατος ῥύστης, χαίροις, παντὸς καταφύγιον κόσμου.
Χαίροις, Πάτερ Ἰωαννίκιε.

Διήγηση στο θρήνο του Προφήτη Ιερεμία



Mάτην τι θρηνείς την υβρίστριαν πόλιν,
Ω των Προφητών πενθικώτατος πέλων;
Βιογραφία
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για το γεγονός αυτό:

«O μέγας ούτος Προφήτης Iερεμίας ήτον από χωρίον ονομαζόμενον Aναθώθ. Πολλά δε επροφήτευσε διά την Iερουσαλήμ και Bαβυλώνα. Oμοίως και διά την ένσαρκον οικονομίαν του Yιού του Θεού, εις την οποίαν φαίνεται όλη η δύναμις και το κράτος της προφητείας. Tούτον τον Προφήτην έδειρε μίαν φοράν δυνατά Πασχώρ ο υιός του Eμήρ, ο προεστώς του οίκου Kυρίου. Kαι εις τον καταρράκτην αυτόν έβαλεν, διατί επένθει και ελυπείτο διά την σκλαβίαν, οπού έμελλε να πάθη η Iερουσαλήμ. Eπειδή δε η του Θεού πρόνοια ελύτρωσε τον Προφήτην από τον καταρράκτην, διά τούτο αυτός λυτρωθείς, επροφήτευσε και είπεν εις τον Πασχώρ· «Tο όνομά σου θέλει γένη μέτοικον και ξένον από την γην ταύτην της Iερουσαλήμ, και εν ταυτώ θέλει σε ελέγξει η αποστασία σου, διότι επικατάρατος είναι εκείνος ο άνθρωπος, οπού κάμνει το έργον του Kυρίου με αμέλειαν». «Eπικατάρατος, ο ποιών τα έργα Kυρίου αμελώς» (Iερ. λα΄, 10).

Eις δε τας ημέρας του βασιλέως Iωακείμ εθρήνει ο Iερεμίας την Iερουσαλήμ. Oι δε ψευδοπροφήται επαρακίνουν τους ιερείς να θανατώσουν αυτόν. O δε υιός Σαφάν, Aχεικάμ, ώντας μαζί με τον Iερεμίαν, εμπόδιζε να μη τον θανατώσουν. Tότε είπεν ο Kύριος προς Iερεμίαν. Kάμε εις τον εαυτόν σου δεσμά ξύλινα και βάλε αυτά εις τον λαιμόν σου. Kαι θέλω σε αποστείλω εις τον βασιλέα Mωάβ και Iδουμαίας και Tύρου και Σιδώνος. Tαύτα δε ποιήσας ο Προφήτης, τα έβαλεν εις τον λαιμόν του. Tότε Aνανίας ο υιός Aζώρ ο ψευδοπροφήτης, εσηκώθη, και λαβών τα δεσμά από τον λαιμόν του Iερεμίου, ετζάκισεν αυτά έμπροσθεν εις τα ομμάτια του λαού, λέγων. Έτζι είπεν ο Kύριος προς με· θέλω συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Bαβυλώνος από τον λαιμόν όλων των εθνών. Tότε είπεν ο Iερεμίας προς τον ψευδοπροφήτην. Δόλια είναι τα χείλη σου, και η καρδία σου ερεύγεται φαρμάκι, διότι τάδε λέγει η αλήθεια και ο Θεός. Δεσμά ξύλινα ετζάκισας; Aντί τούτων δεσμά σιδηρά θέλω κάμω λέγει Kύριος Παντοκράτωρ, και θέλω βάλω αυτά εις τον τράχηλον των εθνών. Eσύ δε Aνανία, ογλίγωρα θέλεις απορρίψεις την ψυχήν σου. Kαι ω του θαύματος! το έργον ηκολούθει εις τον λόγον του Προφήτου, διατί μετά επτά μήνας εκείνος απέθανε. Kατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της βασιλείας του Σεδεκίου βασιλέως Iούδα, επένθει ο Iερεμίας διά την Iερουσαλήμ. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην εβάλθη εις φυλακήν, όταν σχεδόν επλησίασαν οι Xαλδαίοι και Bαβυλώνιοι κοντά εις Iερουσαλήμ. Aλλά δεν ηξεύρω πώς ευγήκεν ο Προφήτης έξω της φυλακής, και επήγεν εις την γην Bενιαμίν διά αναγκαίαν χρείαν οπού είχε. Kαι εκεί επιάσθη από τον λαόν των Xαλδαίων και δαρθείς από αυτούς, ερρίφθη εις την φυλακήν.

Aφ’ ου δε εκεί εδιάτριψεν ικανόν καιρόν ο Iερεμίας, έστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας, και εύγαλεν αυτόν κρυφίως από την φυλακήν και έπειτα λέγει εις αυτόν. Eπειδή και ευεργετήθης από λόγου μου, ειπέ εκείνο οπού μέλλει να γένη εις τον καιρόν της βασιλείας μου. Tότε αποκριθείς ο Προφήτης είπε. Δεν είμαι εγώ οπού σοι λαλώ βασιλεύ. Aλλά είναι το Πνεύμα του Θεού, οπού λαλεί εν εμοί· και εκείνα οπού έγραψα, έγραψα: ήγουν εκείνα οπού έγραψα, είναι αληθινά και αμετάθετα. Όθεν βάλλεται πάλιν ο μακάριος Προφήτης εις την φυλακήν, οι δε διαβαλταί ενώχλουν πάλιν τον βασιλέα λέγοντες, ότι ο Iερεμίας και εις την φυλακήν ευρισκόμενος, ψυχραίνει τας καρδίας των πολεμιστών, με το να μη κηρύττη ειρήνην, αλλά πόλεμον και ταραχήν. Όθεν κάλλιον είναι να θανατωθή ένας διά την σωτηρίαν των πολλών. O δε βασιλεύς είπε προς αυτούς. Iδού αυτός ευρίσκεται εις τας χείρας σας. Tότε λοιπόν έρριψαν τον Iερεμίαν εις τον λάκκον του Mελχίου και εις τον βόρβορον των νεκρών.

Mαθών δε τούτο ο Aβιμέλεχ, είπεν εις τον βασιλέα. Διατί εκακοποίησας, ω βασιλεύ, τον άνδρα Iερεμίαν; O βασιλεύς απεκρίθη. Δεν έκαμα τούτο με το θέλημά μου, αλλά διά τον φόβον του λαού. Όθεν έπαρε μαζί σου τριάντα ανθρώπους δυνατούς, και πήγαινε εύγαλε αυτόν από τον λάκκον. O δε Aβιμέλεχ πορευθείς με ογλιγωρότητα, εύγαλε τον Iερεμίαν αβλαβή διά της δυνάμεως του Θεού. Tότε ο βασιλεύς πέρνωντας τον Iερεμίαν κοντά του λέγει προς αυτόν. Mη κρύψης από λόγου μου εκείνο οπού μέλλω να σου ζητήσω. O δε Iερεμίας απεκρίθη. Διατί αποστρέφεσαι την αλήθειαν ω βασιλεύ; Eγώ δεν είμαι κήρυξ του ψεύδους, καν και πολλαίς φοραίς θανατώσης με. O δε βασιλεύς ώμοσε λέγων. Ζη ο Θεός των πατέρων μου! Δεν θέλω σε φονεύσω, διά κάθε λόγον οπού ήθελές μοι ειπής, ουδέ θέλω σε παραδώσω εις τας χείρας των αιμοβόρων ανδρών. Όθεν ο Iερεμίας είπεν εις τον βασιλέα. Aνίσως φυλάξης την συμβουλήν μου ω βασιλεύ, και εύγης και υποδεχθής τους Bαβυλωνίους, ήξευρε ότι θέλεις γλυτώσεις την ζωήν σου, και η πόλις αύτη των Iεροσολύμων δεν θέλει απολεσθή. Eιδέ και σταθής εναντίος εις αυτούς, ήξευρε ότι δεν θέλεις γλυτώσεις από τας χείρας των, αλλά και η πόλις αύτη θέλει αφανισθή από την φωτίαν. Eπειδή δε ο βασιλεύς ελογίασεν ωσάν φλυαρίαν τα λόγια του Προφήτου, διά τούτο δεν εγλύτωσεν από τον πόλεμον και την ορμήν των Bαβυλωνίων. Όθεν αυτοί ελθόντες επερικύκλωσαν την πόλιν των Iεροσολύμων, και εμποδίσαντες τας τροφάς οπού ήρχοντο έξωθεν μέσα εις αυτήν, επροξένησαν εις την πόλιν μεγάλην πείναν.

O δε βασιλεύς φοβούμενος διά να μη θανατωθή μέσα εις την πόλιν, φεύγει την νύκτα μαζί με τους ανθρώπους του. Oι δε Xαλδαίοι τούτον κυνηγήσαντες, επίασαν, και εθανάτωσαν τους υιούς του έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του. Tου δε βασιλέως Σεδεκία εύγαλαν τους οφθαλμούς, και δεμένον εκατέβασαν αυτόν εις την Bαβυλώνα, και έβαλον μέσα εις ένα μύλον, έχοντες αυτόν ωσάν ένα παίγνιον. Eις την παιδείαν δε ταύτην ευρίσκετο έως εις τας υστερινάς ημέρας της ζωής του. O δε Nαβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρος του βασιλέως Nαβουχοδονόσορ, εμβαίνωντας εις την Iερουσαλήμ, έκαυσεν αυτήν, και τον Nαόν του Θεού έκαμε κονιορτόν, κατά τον λόγον του Iερεμίου. Ύστερον δε από εβδομήντα χρόνους, πάλιν ελύθη η σκλαβία της Iερουσαλήμ, καθώς έμπροσθεν θέλει ρηθή. Πώς δε η άλωσις και σκλαβία έγινε της Iερουσαλήμ, και ποία εισι τα λαληθέντα υπό Kυρίου προς τον Iερεμίαν, λέγομεν τώρα εδώ. Kατά τας ημέρας εκείνας ελάλησε Kύριος προς Iερεμίαν λέγων. Iερεμία, εύγα έξω από την πόλιν μαζί με τον Bαρούχ, επειδή θέλω αφανίσω αυτήν διά το πλήθος των αμαρτιών των ανθρώπων, οπού κατοικούν εις αυτήν. Διότι αι εδικαί σας προσευχαί είναι ωσάν στύλοι ακίνητοι εις το μέσον της πόλεως ταύτης, και κυκλόνουσιν αυτήν ωσάν τείχος αδαμάντινον. Διά τούτο λοιπόν εύγα έξω από αυτήν, προτού να την περικυκλώση η δύναμις και το στράτευμα των Xαλδαίων. Tότε ελάλησεν ο Iερεμίας προς τον Θεόν λέγων. Παρακαλώ σε Kύριε, συγχώρησόν μοι τω δούλω σου να λαλήσω έμπροσθέν σου. Kαι είπε Kύριος. Λάλει. Tότε είπεν Iερεμίας. Kύριε, παραδίδεις την πόλιν ταύτην εις χείρας των Xαλδαίων, διά να καυχηθούν αυτοί, και να ειπούν, ότι ενίκησαν αυτήν; Kύριέ μου, ανίσως είναι θέλημά σου να αφανισθή η πόλις αύτη, ας αφανισθή από τας χείρας σου, και όχι από τους Xαλδαίους. Kαι είπεν ο Θεός, εσύ σηκώσου και εύγα έξω από αυτήν, οι δε Xαλδαίοι δεν θέλουν καυχηθούν, διατί, εάν εγώ δεν ανοίξω τας πόρτας της Iερουσαλήμ εις αυτούς, αυτοί μόνοι να έμβουν εις αυτήν δεν δύνανται. Πήγαινε εις τον Bαρούχ, και ειπέ του αυτά οπού σοι λέγω. Kαι κατά την έκτην ώραν της νυκτός, έλθετε εις τα τείχη της πόλεως και βλέπετε, διατί εάν εγώ δεν ανοίξω εις τους Xαλδαίους, αυτοί μόνοι να έμβουν εις την Iερουσαλήμ δεν δύνανται. Kαι αφ’ ου είπε ταύτα ο Kύριος, εχωρίσθη από τον Iερεμίαν. O δε Iερεμίας επήγεν εις τον Bαρούχ, και εφανέρωσε ταύτα εις αυτόν. Πηγαίνοντες δε και οι δύω εις τον Nαόν, έσχισαν τα ρούχα των, και έβαλαν στάκτην εις τας κεφαλάς των, και εθρήνουν την πόλιν Iερουσαλήμ. Kαι ελθόντες κατά την έκτην ώραν της νυκτός εις τα τείχη της πόλεως, ήκουσαν φωνάς σαλπίγγων. Ήλθον γαρ Άγγελοι εκ του Oυρανού κρατούντες λαμπάδας εις τας χείρας των, και εστάθησαν επάνω εις τα τείχη της πόλεως. Bλέποντες δε αυτούς ο Iερεμίας και ο Bαρούχ, έκλαυσαν και είπον. Tώρα είναι αληθινός ο λόγος οπού ελάλησεν ο Θεός. Kαι είπον εις τους Aγγέλους. Παρακαλούμέν σας, να μη χαλασθή η πόλις, έως οπού να λαλήσωμεν εις τον Θεόν.

Tότε ο Iερεμίας ελάλησε λέγων. Δέομαί σου Kύριε, πρόσταξον να λαλήσω έμπροσθέν σου. Kαι είπε Kύριος. Λάλει. Kαι είπεν Iερεμίας. Iδού επληροφορήθημεν, ότι θέλεις παραδώσεις την Iερουσαλήμ εις τας χείρας των εχθρών της, και ο λαός σου Iσραήλ, θέλει υπάγη σκλάβος εις την Bαβυλώνα. Λοιπόν, τι να κάμωμεν τα άγια σκεύη του Nαού σου; Kαι είπεν ο Kύριος. Παράδοσαι ταύτα εις την γην λέγων. Άκουε γη την φωνήν του Θεού, οπού σε έκτισεν επάνω εις τα νερά, και σε εσφράγισε με επτά σφραγίδας, και με επτά καιρούς. Kαι οπού μετά ταύτα θέλεις λάβης την ωραιότητά σου. Φύλαξον τα άγια σκεύη της λειτουργίας, έως της συναθροίσεως του ηγαπημένου λαού. Έπειτα ελάλησε πάλιν Iερεμίας λέγων. Παρακαλώ σε Kύριε· τι να κάμω εις τον Aιθίοπα Aβιμέλεχ, ότι πολλάς ευεργεσίας εποίησεν εις εμένα τον δούλον σου; Διατί αυτός με εύγαλεν από τον λάκκον του βορβόρου, μέσα εις τον οποίον με έβαλον. Kαι δεν θέλω να ιδή τον αφανισμόν της πόλεως, διά να μη πήξη και αποθάνη από τον φόβον του, επειδή είναι δειλός και μικρόψυχος. Kαι είπε Kύριος προς Iερεμίαν. Aπόστειλον αυτόν εις τον αμπελώνα του Aγρίππα. Kαι θέλω σκεπάσω αυτόν υποκάτω εις την σκιάν του βουνού, έως να γυρίση ο λαός από την σκλαβίαν.

Tότε λοιπόν ο Iερεμίας επήρε τα άγια σκεύη της λειτουργίας, κατά προσταγήν Θεού, και έβαλεν αυτά μέσα εις μίαν πέτραν, σφραγίσας εις αυτήν με το δακτυλίδι του, το όνομα του Θεού, ήτοι το τετραγράμματον Iεχωβά. Tο οποίον δηλοί κατά τους εβδομήκοντα, Kύριος. Kαι ω του θαύματος! ο τύπος της σφραγίδος έγινε τόσον βαθύς, ωσάν να εγλύφη με σμίλην σιδηράν. Eσκέπαζε δε την πέτραν μία νεφέλη, διά να ήναι από τους ανθρώπους δυσκολογνώριστος. Eυρίσκεται δε η πέτρα αύτη εν τη ερήμω, όπου κατεσκευάσθη η κιβωτός του Θεού πρότερον επί Mωυσέως. Tω πρωί δε, λέγει ο Iερεμίας εις τον Aβιμέλεχ. Λάβε το κοφίνι τέκνον, και πήγαινε εις το αμπέλι του Aγρίππα διά μέσου της στράτας του βουνού, και φέρε σύκα διά να φάγουν οι ασθενείς του λαού, ότι εις εσένα είναι η ευφροσύνη αυτών, και εις την κεφαλήν σου στέκεται η δόξα των. Kαι ευθύς επήγεν εις το αμπέλι. Όταν δε εκείνος επήγεν, ο ήλιος εβασίλευσε. Kαι ιδού ήλθον τα στρατεύματα των Xαλδαίων, και επερικύκλωσαν την Iερουσαλήμ. Eσάλπισε δε ο μέγας Άγγελος λέγων. Έμβα εις την πόλιν όλη η δύναμις των Xαλδαίων, διότι ιδού ανοίχθη εις εσάς η πύλη. Tότε ο Iερεμίας λαβών τα κλειδία του Nαού, ευγήκεν έξω από την πόλιν, και έρριψεν αυτά έμπροσθεν εις τον ήλιον και είπε. Λάβε ταύτα και φύλαξον έως την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο Kύριος θέλει σε εξετάσει δι’ αυτά. Eπειδή ημείς δεν ευρέθημεν άξιοι να τα φυλάξωμεν. O δε Aβιμέλεχ λαβών τα σύκα εν τω καύματι, εύρε δένδρον και εκάθισεν υποκάτω εις την σκιάν του, διά να αναπαυθή ολίγον. Kαι κλίνας την κεφαλήν υποκάτω εις το κοφίνι, ω του θαύματος! εκοιμήθη εκεί χρόνους εβδομήντα. Tούτο δε έγινε κατά προσταγήν Θεού, διά τον λόγον, ον είπεν εις τον Iερεμίαν, ότι εγώ θέλω σκεπάσω αυτόν.

Aφ’ ου δε επέρασαν οι εβδομήντα χρόνοι, εξύπνισε και είπε, γλυκά εκοιμήθηκα, πλην ολίγον, και διά τούτο η κεφαλή μου είναι βεβαρημένη, επειδή και δεν εχόρτασα ύπνον. Kαι ανοίξας το κοφίνι, ευρήκε τα σύκα οπού ακόμη έσταζαν γάλα, ωσάν να ήθελε τα κόψη προ ολίγης ώρας. Kαι είπεν. Ήθελα ακόμη να κοιμηθώ, αλλ’ επειδή με σπουδήν και ογλιγωράδα με έστειλεν ο Iερεμίας, εάν κοιμηθώ, θέλω αργοπορήσω, και εκ τούτου έχει εκείνος να λυπηθή. Όθεν ας υπάγω ογλιγωρότερα, διά να χαροποιήσω αυτόν, και εκεί κοιμώμαι. Λαβών λοιπόν τα σύκα, επήγεν εις Iερουσαλήμ. Kαι δεν εγνώριζεν, ούτε την Iερουσαλήμ, ούτε το οσπήτιόν του, ούτε κανένα συγγενή του, ή φίλον. Kαι είπεν. Eυλογητός Kύριος. Έκστασις έγινεν εις εμένα σήμερον. Δεν είναι η πόλις αύτη Iερουσαλήμ; Eπλανήθη ο νους μου, με το να μην εχόρτασα ύπνον. Eυγήκε δε έξω από την πόλιν, και στοχαζόμενος τα σημάδια, έλεγεν. Aύτη αληθώς είναι η πόλις μου, δεν επλανήθηκα. Kαι πάλιν εμβήκεν εις την πόλιν, και ζητήσας, δεν εύρε κανένα από τους συγγενείς και φίλους του. Kαι είπεν. Eυλογητός Kύριος. Mεγάλη έκστασις έπεσεν εις εμένα.

Kαι πάλιν ευγήκεν έξω από την πόλιν και έμενε λυπούμενος, με το να μην ήξευρε τι να κάμη. Bαλών δε κάτω το κοφίνι είπεν. Eδώ θέλω καθίσω, έως οπού ο Kύριος να σηκώση την έκστασιν ταύτην από λόγου μου. Kαθημένου δε αυτού, ιδού ήρχετο ένας γέρων από το χωράφι του, και λέγει εις αυτόν. Eις εσένα λέγω γέρων, ποία είναι η πόλις αύτη; O γέρων απεκρίθη. H Iερουσαλήμ είναι τέκνον. Λέγει ο Aβιμέλεχ. Πού είναι Iερεμίας ο Προφήτης και Iερεύς του Θεού, και Bαρούχ ο αναγνώστης, και όλος ο λαός της πόλεως; Ότι δεν ευρήκα αυτούς. Aπεκρίθη ο γέρων. Δεν είσαι συ από την πόλιν ταύτην; Σήμερον ενθυμήθης τον Iερεμίαν και τον λαόν, και ερωτάς δι’ αυτόν, ύστερα από τόσους χρόνους; O λαός είναι εις την Bαβυλώνα, τέκνον, τώρα εβδομήκοντα χρόνους, επειδή έγιναν σκλάβοι από τον βασιλέα Nαβουχοδονόσορ. Kαι πώς εσύ οπού είσαι νέος, και ακόμη τότε δεν ήσουν γεννημένος, πώς, λέγω, συ ερωτάς διά εκείνους, τους οποίους ακόμη δεν έφθασες να ιδής; Tαύτα δε ακούσας ο Aβιμέλεχ, λέγει προς τον γέροντα. Aν δεν ήσουν γέρωντας, και αν δεν ήτον εμποδισμένον να ατιμάζη τινάς τον μεγαλίτερόν του (λέγει γαρ ο Σειράχ· «Mη ατιμάσης άνθρωπον εν γήρει αυτού», η΄, 6), εξάπαντος ήθελα σε περιγελάσω, και να σοι ειπώ, ότι είσαι τρελός. Eπειδή και λέγεις, ότι ο λαός επήγε σκλάβος εις την Bαβυλώνα. Bέβαια ανίσως ήθελαν ανοιχθούν οι καταρράκται του ουρανού, και αν οι Άγγελοι του Θεού ήθελαν καταβούν, διά να πάρουν αυτούς με δύναμιν και εξουσίαν, πάλιν δεν ήθελαν υπάγουν τόσον ογλίγωρα εις την Bαβυλώνα. Διότι πόση ολίγη ώρα επέρασεν, αφ’ ου με έστειλεν ο πατήρ μου Iερεμίας εις το αμπέλι του Aγρίππα, διά να πάρω ολίγα σύκα, και να δώσωμεν αυτά εις τους ασθενείς του λαού! Eγώ δε πηγαίνωντας υποκάτω εις δένδρον, από το καύμα εκοιμήθηκα ολίγον. Kαι νομίσας ότι αργοπόρησα, εξεσκέπασα τα σύκα, και ευρήκα οπού έσταζον γάλα, καθώς τότε οπού τα έκοψα από την συκήν. Συ δε πώς λέγεις, ότι εις τόσην ολίγην ώραν εσκλαβώθη ο λαός εις την Bαβυλώνα; Kαι διά να γνωρίσης, ότι δεν σοι λέγω ψεύματα, λάβε τα σύκα και ίδε. Bλέπωντας δε ο γέρων τα σύκα, είπεν. Ω τέκνον, δικαίου ανθρώπου είσαι υιός, και διά τούτο δεν ηθέλησεν ο Θεός να σοι δείξη την ερήμωσιν της πόλεως ταύτης. Aλλά έφερεν εις εσένα τοιαύτην έκστασιν. Iδού εβδομήκοντα χρόνους έχει ο λαός εις την Bαβυλώνα, από την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν εσκλαβώθη. Kαι διά να μάθης τέκνον, ότι είναι αληθινά αυτά οπού σοι λέγω, σήκωσαι τα ομμάτιά σου και ίδε τα χωράφια, ότι ακόμη δεν εφάνη η αύξησις των γεννημάτων. Iδέ και τας συκίας, ότι ο καιρός των σύκων ακόμη δεν έφθασε. Kαι πληροφορήσου και πείσθητι εις τα λόγιά μου. Tότε ο Aβιμέλεχ ανανήψας ωσάν από μέθην, ήλθεν εις τον εαυτόν του και στοχασθείς την γην ακριβώς και τα εν αυτή δένδρα, είπεν. Eυλογητός ο Θεός του ουρανού και της γης, η ανάπαυσις των ψυχών των δικαίων. Έπειτα λέγει εις τον γέροντα. Tι μήνας είναι ούτος; O γέρων απεκρίθη. Δωδέκατος, τέκνον, ήτοι ο Φευρουάριος. Eίτα λαβών από τον Aβιμέλεχ ολίγα σύκα και ευχηθείς αυτόν, ανεχώρησεν».

Σύναξη πάντων των εν Νεαπόλει αγίων Μαρτύρων

Σύναξη πάντων των εν Νεαπόλει αγίων Μαρτύρων

Βιογραφία
Την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου, η Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως έχει καθιερώσει να εορτάζεται η σύναξη των τοπικών της Αγίων, του Αγίου Γεωργίου του Νεαπολίτου (βλέπε 3 Νοεμβρίου), του Αγίου Αθανασίου του Κουλακιώτου (βλέπε 8 Σεπτεμβρίου) και του Αγίου Ακακίου του Ασβεστοχωρίτου (βλέπε 1 Μαΐου). Η πανήγυρις λαμβάνει χώρα στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γεωργίου όπου και μεταφέρονται τεμάχια των λειψάνων των Αγίων και τελούνται καθ' όλη την εβδομάδα πανηγυρικές ακολουθίες προς τιμήν των Αγίων.

Συναξαριστής της 4ης Νοεμβρίου


Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μεγάλος, «ὁ ἐν Ὀλύμπῳ»


Γεννήθηκε στὴ Βιθυνία τὸ 740 μ.Χ. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Μυριτρίκη καὶ τὴν μητέρα του Ἀναστασώ. Καὶ οἱ δυὸ ἦταν εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ παιδαγώγησαν τὸ γιό τους σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὅταν ὁ Ἰωαννίκιος στρατεύτηκε, αὐτοκράτορας ἦταν ὁ τραχὺς εἰκονομάχος Κωνσταντῖνος ὁ Ε´. Αὐτὸς διέπρεψε στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν Βουλγάρων καὶ εἶχε μεγάλη ἐκτίμηση ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του. Ἡ ψυχολογία ποὺ καλλιεργήθηκε στὰ πεδία τῶν μαχῶν, παρέσυρε τὸν Ἰωαννίκιο καὶ στὸ θρησκευτικὸ ἔδαφος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει εἰκονομάχος, σὰν τὸν αὐτοκράτορα.

Ὅταν, ὅμως, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει τὴν πλάνη του καὶ σὲ τί μεγάλα σφάλματα τὸν εἶχε ὁδηγήσει αὐτή. Τί νὰ κάνει ὅμως; Μὰ τί ἄλλο. Νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ποὺ τοῦ πρόσφεραν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του. Ἀμέσως, μάλιστα, ἦλθε στὴ σκέψη του ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον». Θυμήσου, δηλαδή, ἀπὸ ποιὸ ἠθικὸ ὕψος ἔχεις πέσει καὶ μετανόησε καὶ κᾶμε πάλι τὰ ἔργα τῆς πρώτης ἀγάπης σου.

Καὶ ὁ Ἰωαννίκιος μετενόησε εἰλικρινά. Ἐξομολογήθηκε τὸ ὀλίσθημά του, καταρτίσθηκε ἀνάλογα, ἔγινε μοναχὸς στὸν Ὄλυμπο καὶ πέθανε 94 χρονῶν στὴ Μονὴ Ἀντιδίου, διδάσκοντας στὸν κόσμο τὴν Ὀρθοδοξία.


Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Tὴν ἐπίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπινοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον· θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ´.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαίς,τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωαννίκιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἀστὴρ ἐφάνης παμφαὴς ἐπὶ γῆς λάμπων, καὶ τοὺς ἐν ζόφῳ τῶν παθῶν περιαυγάζων, ἰατρὸς δὲ ἀρωγότατος τῶν νοσούντων, ἀλλ' ὡς χάριν εἰληφώς, τὴν τῶν ἰάσεων, τοῖς αἰτοῦσι σε παράσχου πᾶσαν ἴασιν, ἵνα κράζωμεν. Χαίροις Πάτερ, Ἰωαννίκιε.

Ὁ Οἶκος 
Ἤστραψεν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ θεόληπτος βίος τῶν σῶν κατορθωμάτων, Παμμάκαρ, καὶ ἀπήλασε πᾶσαν ἀχλὺν ψυχικῶν παθημάτων, καὶ φῶς ἄϋλον κατηύγασε, τοῖς πίστει σοὶ καὶ πόθῳ ἐκβοῶσι ταῦτα.

Χαίροις, τερπνὸν Μοναζόντων κλέος, χαίροις, φωστὴρ διαυγὴς τοῦ κόσμου.
Χαίροις, τῶν νοσούντων ταχεῖα παράκλησις, χαίροις, εὐρωστούντων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαίροις, ὅτι τὴν ἐπίγειον ἀπεβάλου στρατιάν, χαίροις, ὅτι τὰ οὐράνια ἀντηλλάξω τῶν φθαρτῶν.
Χαίροις, τῶν θείων ὄντως ἀρετῶν ὁ ταμίας, χαίροις τῶν ἀπορρήτων αὐτουργὸς θαυμασίων.
Χαίροις, παθῶν παντοίων καθαίρεσις, χαίροις, ἡμῶν προστάτης θερμότατος.
Χαίροις, παντὸς ἑτοιμότατος ῥύστης, χαίροις, παντὸς καταφύγιον κόσμου.
Χαίροις, Πάτερ Ἰωαννίκιε.

Κάθισμα 
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Κόσμου τερπνότητα, προθύμως ἔλιπες, καὶ τῷ Δεσπότῃ σου, κατηκολούθησας, ἔρωτι θείῳ τὴν ψυχήν, τρωθείς, Ἰωαννίκιε· ὅθεν καὶ τὴν κάμινον, τῶν παθῶν ἐναπέσβεσας, δρόσω τῇ τοῦ Πνεύματος, τοῦ Ἁγίου πανόλβιε· διὸ σὺν τοῖς, Ἀγγέλοις χορεύεις, νῦν τούτων τὸν βίον μιμησάμενος.

 
Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος ἐπίσκοπος Μύρων καὶ Ἐρμαῖος ὁ πρεσβύτερος
 

Μαθητὲς καὶ οἱ δυὸ τοῦ ἀποστόλου Τίτου, τοῦ τόσο ἀγαπημένου συνεργάτη τοῦ ἀπ. Παύλου.

Ἐμπνέονταν ἀπὸ θερμὸ ζῆλο τῶν μεγάλων ἀθλητῶν τῆς πίστης, καὶ ἦταν ἀφοσιωμένοι ὁλόψυχα στὸν ἱερὸ ἀγῶνα της. Μὲ τὸ κήρυγμά τους, πολλοὶ εἰδωλολάτρες δέχτηκαν τὸ ἅγιο βάπτισμα.

Καταγγέλθηκαν λοιπὸν στὸν ἔπαρχο Λιβάνια, ἔμειναν στὴ χριστιανικὴ ὁμολογία τους, καὶ μπροστὰ στὸν ἴδιο ὑπεράσπισαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔλεγξαν τὴν πλάνη τῶν ἐθνικῶν. Τότε ὁ Λιθάνιος διέταξε νὰ σχίσουν τὶς σάρκες τους μὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ κατόπιν τοὺς ἔκλεισε ζωντανοὺς μέσα σὲ τάφο.

Ἐκεῖνοι ὑπέμειναν μὲ καρτερία τὸ τρομερὸ μαρτύριο, καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀνέβηκαν στὰ αἰώνια σκηνώματα τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνῶσιν ἔνθεον, καρποφόρησαν, ὡς ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων, ἐν ἱερεύσι πιστὸς ἐχρημάτισας καὶ μαρτυρίου τοὶς σκάμμασι Νίκανδρε, συγκοινωνὸν τὸν Ἑρμαῖον ἐκέκτησο, μεθ' οὐ πρέσβευε, Κυρίω τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος,τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Νίκανδρε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Μῖμος (ἠθοποιός)

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Αὐρηλιανοῦ (270) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ μίμου, τοῦ ἠθοποιοῦ ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν κόμη Ἀλεξανδρείας. Μαζὶ μ᾿ αὐτὸν λοιπὸν ἔφτασε στὴν Καισαρεία καὶ σὲ κάποια παράστασή του, ὑποκρίθηκε τὴν τελετὴ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ἡ παράσταση ἦταν τόσο ἄψογη, ὥστε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς θεατὲς βαπτίστηκαν χριστιανοί.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πορφύριος, ὁμολόγησε δημόσια πὼς εἶναι πλέον χριστιανός. Ὁ κόμης διέταξε τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ ἀμέσως τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν, πρᾶγμα ποὺ ὁ Πορφύριος δὲν ἔπραξε. Τότε ὁ κόμης διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

(Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, ποὺ ἡ μνήμη του φέρεται τὴν 15η Σεπτεμβρίου).

 
Διήγηση στὸ θρῆνο τοῦ προφήτου Ἰερεμίου

Λεπτομέρειες βλέπε στὸ «Μέγα Συναξαριστή» τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ, τόμος ΙΑ´, σελίδα 147, ἔκδοση 1993. Βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Προφήτη Ἱερεμία βλέπε τὴν 1η Μάιου.

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βατατζὴς ὁ ἐλεήμονας βασιλιάς

Γεννήθηκε στὴν Ἀδριανούπολη της Θρᾴκης ἀπὸ γένος μεγάλο. Γαμπρὸς τοῦ βασιλιᾶ Θεοδώρου Λασκάρεως, παντρεύτηκε τὴν θυγατέρα του Εἰρήνη καὶ τὸν διαδέχτηκε στὸν θρόνο τῆς Νικαίας (1222-1255).

Ὁ Ἰωάννης ἦταν εὐσεβὴς καὶ φιλελεήμων βασιλιάς, καὶ ὁ λαὸς τὸν ἀγαποῦσε πολὺ γιὰ τοὺς χριστιανικούς του τρόπους, τὴν πραότητα, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν χρηστότητα τοῦ ἤθους καὶ τὴν προσήλωσή του στὰ θεῖα. Ἀφοῦ βασίλευσε μὲ χριστοήθεια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1255.

Τὸν ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμὲς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει, τὴν ἐπιλεγόμενη τῶν Σωσάνδρων.

 
Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ὁ Δοῦλος

Πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μ᾿ αὐτὸ τῆς 29ης Ἀπριλίου.

 
Ὁ Δίκαιος Ἀβιμελέχ

Ὄνομα Βασιλέων τῶν Γεράρων. Φιλοξένησε τὸν Ἀβραάμ, ποὺ τοῦ παρουσίασε τὴν γυναῖκα του Σάρα ὡς ἀδελφή του. Ὁ Ἀβιμελὲχ ὅμως δὲν τὴν ἰδιοποιήθηκε, ἐπειδὴ πληροφορήθηκε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε. Τὸ περιστατικὸ στὸ βιβλίο τῆς Π.Δ. Γεν. κεφ. 20, στίχ. 21.
 

 
Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης ὁ Ὁμολογητὴς 


Ὁ Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε τὸ 1901 μ.Χ. στὴν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου (ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης Χαλδίας) καὶ τὸ βαφτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀθανάσιος.

Ἔμεινε ἀπὸ μικρὸς ὀρφανὸς καὶ μάλιστα οἱ γονεῖς τοῦ πέθαναν τὴν ἴδια ἡμέρα. Ὅμως, ἀμέσως φανερώθηκαν τὰ σημεῖα τῆς κλήσεως καὶ τῆς χάριτος. Γαλουχημένος ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη μάμμη του μὲ τὴν παραδειγματικὴ ποντιακὴ εὐσέβεια, μόλις στάθηκε στὰ πόδια του καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει ἔδειξε ὅτι διέφερε τῶν ἄλλων παιδιῶν καὶ ὅτι ἦταν ἀφοσιωμένος στὸν Θεό. Παιδὶ ἀκόμα, προσεύχονταν συνεχῶς, ἔκανε νηστεῖες καὶ ἑπτὰ χρονῶν πῆγε καὶ προσκύνησε τὴν Παναγιὰ τοῦ Σουμελᾶ. Δόκιμος μοναχὸς ἔγινε σὲ ἡλικία μόλις ἐννέα ἐτῶν.

Ἡ κουρά του σὲ Μοναχὸ ἔγινε τὸ 1919 μ.Χ. σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν καὶ στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε Διάκονος.

Τὶς τραγικὲς ἡμέρες τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς κομμουνιστὲς στὴν Γεωργία, ὁ νεαρὸς Ἱεροδιάκονος συνελήφθη ὡς «ἐχθρός του λαοῦ», ὑπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, εὐτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις καὶ ἀνήκουστους βασανισμούς. Καταδικάσθηκε μάλιστα σὲ θάνατο καὶ τουφεκίστηκε, ἀλλὰ διεσώθη θαυματουργικῶς!

Τὸ 1925 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ Πνευματικός, ἐνῷ τὸ 1929 μ.Χ. ἦρθε, μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες στὴ Σίψα (στὸ συνοικισμὸ τῶν Ταξιαρχῶν Δράμας) τῆς Ἑλλάδας, ὅπου ἔζησε τὰ τελευταία τριάντα, ἀπὸ τὰ πενήντα ὀκτὼ χρόνια της ζωῆς του.

Καταδικάσθηκε καὶ πάλι σὲ θάνατο τὸ 1941 μ.Χ. ἀπὸ τοὺς ἐκ βορρᾶ ὁμόδοξους εἰσβολεῖς καὶ σώθηκε καὶ πάλι θαυματουργικῶς, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν Ὀσιακὴ του ζωὴ μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοίμησής του, στὶς 4 Νοεμβρίου 1959 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος συμβουλεύοντας τὰ πνευματικά του παιδιὰ τονίζει ὅτι πρέπει νὰ νηστεύουν σωστά, γιατί ἡ νηστεία εἶναι μία ἄσκηση γιὰ τὸν χριστιανό. Εἶναι λάθος νὰ νηστεύεις, ἔλεγε, μία ἑβδομάδα στὴν ἀρχὴ καὶ μία ἑβδομάδα στὸ τέλος τῆς νηστείας. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα ἀνέφερε μία μέρα καὶ τὸ ἑξῆς παράδειγμα: «Ὅταν εἶσαι πάνω σὲ μία γέφυρα καὶ βρέχει δυνατὰ κι ἔχεις ἁπλωμένο ἕνα σχοινὶ κι ἀρχίζεις νὰ τὸ μαζεύεις, ἐπειδὴ βρέχεσαι δὲν τὸ κόβεις γιὰ νὰ φύγεις, ἀλλὰ περιμένεις νὰ τὸ μαζέψεις ὅλο κι ἂς βρέχεσαι.

Τόνιζε ἀκόμη ὁ π. Γεώργιος ὅτι οἱ ἀνάδοχοι δὲν πρέπει νὰ μαλώνουν καὶ ὅτι ὁ κάθε χριστιανὸς πρέπει νὰ βαφτίσει τὸ λιγώτερο τρία παιδιά. Τὸ καθῆκον τοῦ νουνοῦ, ἔλεγε, εἶναι νὰ μαθαίνει στὰ βαφτιστικά του ἀπὸ μικρὰ νὰ πηγαίνουν Ἐκκλησία, νὰ κοινωνοῦν τακτικά, νὰ ἀκολουθοῦν τὸ σωστὸ δρόμο, νὰ γίνουν καλοὶ ἄνθρωποι καὶ χριστιανοί.

Ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσίου Γεωργίου, ἔγινε τὸ 2008 μ.Χ. ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ.Βαρθολομαίου στὴν Δράμα.
 


 

Ο Χριστός με σκουλαρίκι; (Παναγία Αρακιώτισσα)


Στον νότιο τοίχο* υπάρχει η μεγάλη τοιχογραφία της Παναγίας της Αρακιώτισσας, όπου άγγελοι δεόμενοι στα δεξιά και στα αριστερά της με συγκλονισμό κρατούν τα σύμβολα του πάθους, τον Σταυρό, τον σπόγγο και τη λόγχη. Πρόκειται για πρώιμη απεικόνιση της Παναγίας του Πάθους.
Η Παναγία είναι θλιμμένη και στην κεφαλή φορά ένα βαθύ κόκκινο μαφόριο, το οποίο φτάνει μέχρι τα πόδια. Πίσω από τη Θεοτόκο υπάρχει ένας μεγαλοπρεπής θρόνος με πολλές επιγραφές και προσευχές γραμμένες στους τοίχους.
Τα χρώματα είναι σκούρα, ενώ τα αμυγδαλόσχημα μάτια της είναι τόσο γραμμικά και επιτηδευμένα που η ματιά της Θεοτόκου ενώνεται με τη ματιά του βρέφους Ιησού. Φαίνεται δηλαδή να μη βλέπει εμάς, αλλά να συνομιλεί, ως εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους, με το βρέφος Ιησού.
Σε αυτή τη βαθυστόχαστη συνομιλία των χρωμάτων και των κινήσεων, υπάρχει και μια λεπτομέρεια που προσδίδει γραφικότητα. Αν προσέξουμε καλά τον Ιησού θα δούμε ότι στο αφτί Του φοράει ένα σκουλαρίκι. Το ίδιο κόσμημα βλέπουμε και στην τοιχογραφία που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Παναγία, όπου ο Ιησούς αγκαλιάζεται «χερσί πρεσβυτικαίς» από τον Συμεών. Το σκουλαρίκι στο Βυζάντιο ονομαζόταν σχολαρίκιον και το φορούσαν οι μαθητές της Στρατιωτικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως για να διακρίνονται, αφού προορίζονταν για μέλη της αυτοκρατορικής φρουράς. Επειδή ονομάζονταν σχολάριοι, τα ενώτια που έφεραν ως διακριτικό τους γνώρισμα ονομάστηκαν σχολαρίκια. Έτσι, από το σχολάριον φτάσαμε στο σημερινό σκουλαρίκι.
Τώρα, γιατί να φορεί σκουλαρίκι ο Χριστός; Διότι είναι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και το μοναχοπαίδι της Παναγίας. Κι αυτό παραπέμπει σ’ ένα πολύ παλιό έθιμο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Μυροφόρα που έζησε 97 χρόνια, που μου έλεγε ότι όταν ήταν νέα στο χωριό της, την Κάτω Ζώδεια, οι πλούσιες οικογένειες είχαν το έθος να βάζουν χρυσό σκουλαρίκι στο δεξί αφτί του μοναχογυιού τους. Όταν το παιδί μεγάλωνε και παντρευόταν του έβγαζαν το σκουλαρίκι και του έλεγαν: «Γυιε μου, τώρα εσύ θα πάρεις γυναίκα με σκουλαρίκι, δεν θα φοράς σκουλαρίκι.»
Όταν τη ρώτησα «γιατί έβαζαν σκουλαρίκι στον μοναχογυιό, γιαγιά;», μου έδωσε μια άκρως παιδαγωγική απάντηση: «Του έβαζαν σκουλαρίκι διότι δεν είχε άλλα αδέλφια για να ξεχωρίζει μέσα στο χωριό και έτσι να τον προσέχουμε, να τον φροντίζουμε, να μην τον πληγώνουμε και να τον αγαπούμε περισσότερο. Είχε ανάγκη από ειδική σημασία, αφού δεν είχε αδέλφια και αδελφές για να του τη δώσουν. Κι όταν έβρισκε σημασία και αγάπη από τη γυναίκα του όταν παντρευόταν, έβγαζε το σκουλαρίκι.»
Θυμάμαι, σε μια επίσκεψή μου στο Γυμνάσιο Κάτω Πύργου, μοίραζα στα παιδιά της Γ’ Λυκείου την εικόνα της Παναγίας της Αρακιώτισσας. Οπόταν, ένα παιδί μου λέει χαμηλόφωνα: «Πάτερ, είναι αμαρτία να φορείς σκουλαρίκι; Θυμώνει η καθηγήτρια και λέει ότι είναι αμαρτία.» Του λέω: «Γυιε μου, αφού και ο Χριστός, ο Θεός, που τώρα σου έδωσα, φορεί σκουλαρίκι.» «Μα πού πάτερ;» μου λέει το παιδί. «Κοίταξε την εικόνα καλά» του απαντώ. Τότε αυτός βγάζει μια φωνή θριαμβευτική: «Κυρία και ο Χριστός φόρεσε σκουλαρίκι.» Του λέω: «Θες να μάθεις και γιατί;» Και αφού του είπα την ιστορία της γιαγιάς Μυροφόρας, στο τέλος του λέω: «Εάν και εσύ γυιε μου έχεις ανάγκη από ειδική σημασία, από περισσότερη αγάπη, φόρεσε σκουλαρίκι. Εάν όμως έχεις αυτή την αγάπη από τους συμμαθητές σου, από το περιβάλλον σου και την οικογένειά σου είναι περιττό.»
Βλέπουμε λοιπόν ότι και οι χαριτωμένες λεπτομέρειες έχουν τη δική τους ιστορία στη λαϊκή παράδοση και στη θεολογία.
Πηγή: Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα, εκδ. «Θεομόρφου», σ. 23-27
* Σημείωση: Το απόσπασμα αναφέρεται στην Ι.Μ. Παναγίας του Άρακα που βρίσκεται στο χωριό Λαγουδερά της επαρχίας Λευκωσίας. Οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στο 1192.

Κυριακή Ε Λουκά -Ἀνισότητα καὶ Προφητεία «Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος… πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος». (Λουκ. ιϛ´ 19-20)-του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου κ.κ. Ιερόθεου


νισότητα κα Προφητεία 

Ἀπὸ τὸ βιβλίοτοῦ Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου
(νῦν Μητρ. Ναυπάκτου)
«Ὀσμὴ Γνώσεως»κδόσεις «Τέρτιος»,
Κατερίνη 1985, σελ. 193-197

 «Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος…
πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος»
. (Λουκ. ιϛ´ 19-20)

.         Πρέπει κανεὶς νὰ εἶναι πολὺ ἄρρωστος ἢ πολὺ φανατισμένος γιὰ νὰ μὴ βλέπη ἕνα μεγάλο κοινωνικὸ πρόβλημα, ποὺ μαστίζει τὶς σύγχρονες κοινωνίες. Τὸ κείμενο τοῦ σημερινοῦ κηρύγματος γράφεται σὲ μία ἀτμόσφαιρα ἀποπνικτική, ποὺ θέλει νὰ δίνη αὐθαίρετες λύσεις, ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν φανατισμὸ τῆς μονοδιάστατης ζωῆς. Πάντως ἡ Ἐκκλησία βλέπει τὴν ὕπαρξι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος, ἀλλὰ ἔχει μία «στενοκεφαλιὰ» νὰ τὸ βλέπη στὴν πληρότητά του. Δὲν τὸ ἀπομονώνει ἀπὸ τὴν πνευματική του πλευρά. Ἔχει τὴν τόλμη καὶ τὴν παρρησία νὰ διακηρύττη ὅτι ἡ ὁριζόντια διάστασι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνάρτησι τῆς καθέτου διαστάσεώς του καὶ ὅτι ἀπὸ τὴν δεύτερη ἐξαρτᾶται ἡ λύσι τῆς πρώτης. Σὲ μία κοινωνία ποὺ ὑπάρχει ἀναζήτησι νέων τρόπων ζωῆς, ποὺ ἐπιδιώκεται ἡ ἐξωτερικὴ ἐπιφανειακὴ ἀλλαγή, ποὺ ἐπιχειρεῖται ἀπὸ κοινωνιολόγους κλπ., ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν τόλμη νὰ κηρύττη ὅτι ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταμόρφωσι καὶ ἡ πραγματικὴ ὀργάνωσι γίνεται διὰ τῶν ἁγίων. Ἀξίζει τὸν κόπο, μέσα στὴν στενότητα τοῦ χώρου ποὺ διαθέτουμε, νὰ δοῦμε μερικὲς ἐνδιαφέρουσες πλευρὲς τοῦ θέματός μας.

 Πλούσιος καὶ Λάζαρος

 .            Ὁ Κύριος στὴν σημερινὴ παραβολὴ παρουσίασε ἐκφραστικὰ τὴν ἀβυσσαλέα διαφορὰ μεταξὺ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἀνωνύμου θὰ λέγαμε κεφαλαιοκράτη, ποὺ εἶχε μεταβάλει τὸν ἑαυτό του σὲ πράγμα, πρὸς χάριν τοῦ πλούτου, ποὺ ἦταν γι’ αὐτὸν πρόσωπο καὶ τοῦ ἐπωνύμου πτωχοῦ, πού, παρὰ τὴν φτώχια του, ἦταν πρόσωπο. Ὀνομαζόταν Λάζαρος. Χαώδης ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο ἀνθρώπων. Ὁ πλούσιος εἶχε καθημερινὰ φαγοπότια, ἐνῶ ὁ φτωχὸς ζοῦσε μὲ τὰ ψυχία τῆς τραπέζης. Ὁ πλούσιος ἦταν εὔρωστος σωματικά, ἐνῶ ὁ φτωχὸς «ἡλκωμένος». Ὁ πλούσιος ἔμενε σὲ ἀρχοντικὸ καὶ ἐκεῖ διασκέδαζε μὲ τοὺς φίλους του, ἐνῶ ὁ φτωχὸς ζητιάνευε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πρώτου, συντροφιὰ μὲ τὰ σκυλιά. Ὁ πλούσιος φοροῦσε καθημερινὰ «πορφύραν καὶ βύσσον», ἐνῶ ὁ φτωχὸς ζητιάνευε, ἦταν ρακένδυτος καὶ γυμνός. Ὁ Κύριος ζωγράφισε κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν μεγάλη ἀνισότητα μεταξὺ τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχιας.
.            Τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου φανερώνει τὸ δράμα ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ φυσικὰ καὶ τῆς δικῆς μας ἐποχῆς. Βλέπουμε τὴν τέλεια ἐφαρμογὴ τῆς παραβολῆς στὸν χῶρο τῆς πατρίδος μας καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἄλλοι πεινοῦν καὶ ἄλλοι μεθοῦν. Πολλὰ συστήματα ἀφιερώνονται μὲ πάθος στὴν λύσι αὐτοῦ τοῦ τεραστίου προβλήματος. Δὲν παραγνωρίζουμε τὴν προσφορά τους, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ μὴ σημειώσουμε καὶ τὶς μεγάλες ἀδυναμίες τους. Διότιὅλα τὰ ἀνθρώπινα συστήματα δὲν μποροῦν νὰ ξεφύγουν τὸν πειρασμὸ τῆς ὑπαγωγῆς τοῦ προσώπου στὴν ἀπρόσωπη ἀρχὴ καὶ στοὺς ἀπρόσωπους νόμους. Ἐπιδιώκουν τὴν καλυτέρευσι τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι τὸ πρόσωπο θὰ δῆ καλύτερες μέρες. Ἀλλὰ τὸ πρόσωπο, ὅταν ὑποτάσσεται βίαια σὲ ἀπρόσωπες ἀρχές, κυριολεκτικὰ ἀλλοτριώνεται.
.            Ἡ Ἐκκλησία ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος μεταμορφώνει μὲ ἐλευθερία τοὺς κοινωνικοὺς θεσμούς. Βοηθᾶ ἀποτελεσματικὰ στὴν λύσι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος. Στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα, ποὺ εἶναι ὑπέρβασι τῆς ὁποιασδήποτε ἀνισότητος.

 Παράδεισος καὶ Κόλασι

.            Ἡ παραβολὴ μᾶς δείχνει καὶ τὴν μετὰ θάνατον ἀντίστροφη ἀνισότητα, ποὺ ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ θεραπεύση ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή. Ὁ πτωχὸς Λάζαρος βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ τόπος τῶν σεσωσμένων. Ὁ πλούσιος «ὑπάρχων ἐν βασάνοις» βλέπει τὸν Ἀβραὰμ καὶ ζητᾶ βοήθεια. Πρέπει καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ διατυπώσουμε μερικὲς ἁπλὲς σκέψεις, σχετικὰ μὲ τὴν Κόλασι καὶ τὸν Παράδεισο, ἀφοῦ ἔχουν σχέσι μὲ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ συναντήση τὴν Ἀγάπη.
.            Ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλασι εἶναι δύο διαφορετικοὶ τρόποι ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἑνωθεῖ αἰώνια μαζί Του καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὴν ἀγάπη Του. Μὲ τὴν ἁμαρτία ἔγινε ἡ διάσπασι τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε πρόσληψι ὅλης της ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁπότε ὑπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς θεώσεως. Ἔτσι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἔχουμε ἀποκατάστασι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὄχι ὅμως καὶ τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ φύσι τοῦ ἀνθρώπου θὰ ἀποκτήση τὸ «ἀεὶ εἶναι», ἀλλὰ τὸ «ἀεὶ εὖ εἶναι» ἢ τὸ «ἀεὶ φεῦ εἶναι» εἶναι θέμα τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν στάσι μας ἀπέναντι στὸν πάσχοντα ἀδελφό. Κατὰ τὸν θεοφόρο Μάξιμο «οὐκ ἴσως μεθέξουσι τοῦ Θεοῦ… ἀλλ’ ἀναλόγως ἑαυτοῖς». Ὅσοι ἔκαναν καλὴ χρῆσι τῶν φυσικῶν δυνάμεων αὐτοὶ θὰ βλέπουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, ἐνῶ ὅσοι ἔκαναν κατάχρησι τῶν φυσικῶν δυνάμεων θὰ βλέπουν τὸν Θεὸ ὡς πῦρ, φωτιά.
.             Ἑπομένως κόλασι δὲν εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς φωτιά. Καὶ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ὡς φωτιά, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς τυφλώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι γίνεται μὲ τὴν θεία Κοινωνία. Οἱ ἀξίως μετέχοντες τῆς Ἁγίας Τραπέζης λαμβάνουν τὸ Φῶς, ἐνῶ οἱ ἀναξίως μετέχοντες τῆς Ἁγίας Τραπέζης λαμβάνουν φωτιὰ καὶ καταδίκη. Αὐτὸ θὰ ἔχη αἰώνιες συνέπειες.
.            Αὐτὴ εἶναι ἡ κοινὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῶ οἱ Δυτικοί, ἀφοῦ ἀλλοίωσαν τὴν πατερικὴ Παράδοσι, ἔφθασαν στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ κολασμένοι δὲν θὰ βλέπουν τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι ἐξέλαβαν τὸ αἰώνιο πῦρ τῆς Ἁγίας Γραφῆς σὰν κτιστό. Θὰ ἀρκεσθοῦμε στὴν παράθεσι τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ: «Οἱ κολαζόμενοι εἰς τὴν γέεναν διὰ τῆς μάστιγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τιμωροῦνται… Ἄτοπον εἶναι τὸ νὰ νομίζη τις ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν κόλασιν στεροῦνται τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ… δίδεται κοινῶς εἰς πάντας, ἐνεργεῖ ὅμως διὰ τῆς δυνάμεως τῆς φύσεως αὐτῆς κατὰ δύο τρόπους, τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς κολάζη, τοὺς δὲ δικαίους εὐφραίνει».

Προφῆτες καὶ προφητικὸ κήρυγμα

 .            Στὴν παράκλησι τοῦ πλουσίου νὰ στείλη ὁ Ἀβραὰμ τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ μετανοήσουν οἱ ἀδελφοί του, ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾶ: «ἔχουσι Μωυσέα καὶ Προφήτας. Ἀκουσάτωσαν αὐτῶν», δηλαδὴ ἔχουν τοὺς λόγους τῶν Προφητῶν, τὴν Ἁγία Γραφή, ποὺ πρέπει νὰ ἐφαρμόζουν, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν γέεννα τοῦ πυρός.
.            Ἀλλὰ Προφῆτες δὲν ὑπῆρξαν κάποτε. Ὑπάρχουν πάντοτε.Προφήτης εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐν Χριστῷ ἀποκρυπτογραφεῖ ὅλα τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ γιὰ τοὺς ὑπολοίπους ἀνθρώπους εἶναι τυλιγμένα στὸ σκοτάδι. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κάτω ἀπὸ κάθε γεγονὸς βλέπει τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες, ποὺ μαζὶ μὲ τὸ προφητικὸ χάρισμα συνδυάζουν τὸ Βασιλικὸ καὶ τὸ Ἱερατικό, εἶναι οἱ κριτὲς τῆς ἱστορίας, ποὺ ἀναλύουν τὰ γεγονότα, μιλοῦν προφητικὰ γιὰ νὰ μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι. Ἑπομένως δὲν χρειάζονται νὰ ἀναστηθοῦν νεκροὶ γιὰ νὰ μιλήσουν, ἀφοῦ ὑπάρχουν ἅγιοι, ποὺ ἤδη ἔχουν ἀναστηθῆ καὶ μποροῦν νὰ μιλήσουν.
.            Γι’ αὐτὸ ὁ κάθε μεταμορφωμένος κήρυκας καὶ ὁ κάθε μεταμορφωμένος πιστός, ὡς Προφήτης, δὲν πρέπει νὰ κινῆται καὶ νὰ ἀναλύεται ἀπὸ τὰ φαινόμενα, δὲν μπορεῖ νὰ «συμβιβάζεται μὲ συμβιβασμούς». Πρέπει νὰ μιλᾶ γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ τὴν ἐκμετάλλευσι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὸ προφητικὸ κήρυγμα, ὡς κήρυγμα ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ κάθε τυραννία, ποὺ κατὰ βάσιν εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Σατανᾶ, πρέπει νὰ λάβη τὴν θέσι του στὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Σήμερα χρειάζονται Προφῆτες ποὺ εἰρηνικὰ καὶ ἤρεμα, δηλαδὴ θυσιαστικὰ θὰ κρίνουν τὴν ἱστορία καὶ θὰ ἀνοίγουν δρόμους γιὰ τὴν βίωσι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία εἰρηνικὰ θὰ πάρη θέσι στὰ φλέγοντα προβλήματα, ποὺ μαστίζουν τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Θὰ φανῆ τὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καὶ τὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου.
.             Τέτοιοι Προφῆτες, ποὺ ἐξασκοῦν τὸ προφητικὸ κήρυγμα καὶ ποὺ ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν πολλοὶ σήμερα καὶ ἐργάζονται ἤρεμα καὶ ἀθόρυβα. Κινοῦνται πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ βάθος αὐτὸ ποὺ ἐργάζονται ἢ ἀπὸ τὸ στενό τους περιβάλλον θὰ διαλύσουν κάθε ἀνθρώπινη ἐπιφάνεια καὶ θὰ φανερώσουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ δὲν θὰ καταργήσουν τὴν ἀνισότητα τῆς θελήσεως, ἀλλὰ θὰ μεταμορφώσουν τὴν ἀνθρώπινη φύσι, ἀπαλλάσσοντας τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγχώδη καθημερινότητα.

Η άποψη του Στήβεν Ράνσιμαν για την Δ΄ Σταυροφορία


Ένας από τους κορυφαίους Βυζαντινολόγους παγκοσμίως είναι ο Στήβεν Ράνσιμαν. Στο έργο του «Ιστορία των Σταυροφοριών» (Εκδόσεις Γ.Ε.Σ. 1979) στον τρίτο τόμο αναφέρεται στην Δ’ σταυροφορία με τον τίτλο «Η σταυροφορία εναντίον χριστιανών». Τις απόψεις του Ράνσιμαν για τους σταυροφόρους αλλά και για τον Πάπα θα παραθέσουμε παρακάτω βοηθώντας τον αναγνώστη να κατανοήσει τη νοοτροπία των δυτικών, για τους οποίους θα αναφερθούμε στο κύριο μέρος του έργου μας.
Όσον αφορά την αλλαγή πορείας των σταυροφόρων και την κατεύθυνσή τους προς την Κωνσταντινούπολη, ο Ράνσιμαν αναφέρει τα εξής: «Όταν η πρόταση ετέθη ύπ’ όψη των σταυροφόρων, υπήρξαν μερικοί που αντέδρασαν, όπως ο Ρεϋνάλδος του Μονμιράιγ, ο οποίος θεωρούσε ότι είχαν πάρει το σταυρό για να πολεμήσουν εναντίον των μωαμεθανών και δεν έβλεπε καμία δικαιολογία για άλλη αργοπορία. Αυτοί λοιπόν εγκατέλειψαν το στρατό και έπλευσαν στη Συρία. Άλλοι παρέμειναν με το στρατό διαμαρτυρόμενοι, άλλοι πάλι σώπασαν με επίκαιρες ενετικές δωροδοκίες. Αλλά ο μέσος σταυροφόρος είχε διδαχθεί να πιστεύει οτι το Βυζάντιο υπήρξε συνεχώς προδοτικό έναντι της χριστιανοσύνης σε όλους του ιερούς πολέμους. Θα ήταν φρόνιμη και αξιέπαινη πράξη να του επιβάλουν τώρα τη συνεργασία του με τη βία. Οι ευλαβείς άνθρωποι μέσα στο στρατό ήταν ευτυχείς να βοηθήσουν σε μία πολιτική που θα έφερνε τους σχισματικούς Έλληνες στους κόλπους της εκκλησίας. Οι πιο κοσμικοί σκέφτονταν τα πλούτη της Κωνσταντινουπόλεως και τις ευημερούσες επαρχίες της και πρόσμεναν τη δυνατότητα λαφυραγωγίας. Μερικοί από τους βαρώνους, ένας από τους οποίους ήταν και ο Βονιφάτιος, μπορεί να περίμεναν ακόμα περισσότερα και είχαν υπολογίσει ότι τα κτήματα που υπήρχαν στις ακτές του Αιγαίου, ήσαν πιο ελκυστικά από εκείνα που θα μπορούσαν να βρεθούν στην ταλαιπωρημένη γη της Συρίας. Όλη η μνησικακία την οποία έτρεφε η δύση από μακρού εναντίον της ανατολικής χριστιανοσύνης διευκόλυνε τον Δάνδολο και τον Βονιφάτιο να παρασύρουν την κοινή γνώμη να τους υποστηρίξει».
Για τη στάση του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ όσον αφορά την αλλαγή πορείας των σταυροφόρων, ο Ράνσιμαν αναφέρει τα παρακάτω: «Η ανησυχία του Πάπα για τη σταυροφορία δεν λιγόστεψε όταν έμαθε την απόφαση που είχε παρθεί. Ένα σχέδιο που εκπονήθηκε μεταξύ των Ενετών και των φίλων του Φιλίππου της Σουηβίας ήταν απίθανο ότι θα περιποιούσε τιμή στην εκκλησία. Επιπλέον είχε γνωρίσει το νέο Αλέξιο και τον είχε ζυγίσει ως ένα ανάξιο νεαρό. Αλλά ήταν πολύ αργά γι’ αυτόν να προβεί σε αποτελεσματική διαμαρτυρία και αν η εκτροπή επρόκειτο πραγματικά να εξασφαλίσει ενεργό βυζαντινή βοήθεια εναντίον των απίστων και συγχρόνως να πετύχει την ένωση των εκκλησιών, θα ήταν δικαιολογημένη. Αρκέσθηκε στην έκδοση μιας διαταγής να μη γίνει άλλη επίθεση εναντίον χριστιανών, εκτός μόνον στην περίπτωση που θα εμπόδιζαν ενεργώς τον ιερό πόλεμο. Όπως φάνηκε από τα πράγματα, θα ήταν φρονιμότερο γι’ αυτόν να είχε εκφράσει, οσοδήποτε εις μάτην, φανερή και χωρίς συμβιβασμούς αποδοκιμασία. Στους Έλληνες, πάντοτε υποψιαζόμενους τις παπικές προθέσεις και αγνοούντες τις περιπλοκές της δυτικής πολιτικής, η χαλαρότητα της εκ μέρους του καταδίκης φάνηκε ως απόδειξη ότι αυτός ήταν η δύναμη πίσω από την όλη μηχανορραφία». Σε άλλο σημείο του έργου του παραθέτει για τον Πάπα τα εξής: «Ο Πάπας Ιννοκέντιος παρ’ όλη τη δυσπιστία που ένιωσε για την εκτροπή της σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη, στην αρχή ήταν κατευχαριστημένος. Απαντώντας σε μία εκστατική επιστολή από το νέο αυτοκράτορα Βαλδουίνο, που καυχιόταν για τα μεγάλα και πολύτιμα αποτελέσματα του θαύματος που είχε κάνει ο Θεός, ο Ιννοκέντιος έγραψε ότι “έχαιρε εν Κυρίω” και έδωσε την έγκριση του χωρίς επιφύλαξη».
Όσον αφορά την άλωση και τη λεηλασία της βασιλεύουσας ο Ράνσιμαν ιστορεί τα παρακάτω: «Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει το αντίστοιχό της στην ιστορία. Επί εννέα αιώνες, η μεγάλη πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα του χριστιανικού πολιτισμού. Είχε γεμίσει με έργα τέχνης, που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα, και με τα αριστουργήματα των δικών της έξοχων καλλιτεχνών.
»Οι Ενετοί ήξεραν την αξία αυτών των πραγμάτων. Όπου μπόρεσαν άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν για να στολίσουν τις πλατείες και τις εκκλησίες και τα παλάτια της πόλεώς των. Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μία μανία καταστροφής. Ξεχύθηκαν, ένας ωρυόμενος όχλος, στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ο,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν η για να βιάσουν, η για να ανοίξουν κελάρια για να πιουν. Δεν γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια ούτε οι εκκλησίες ούτε οι βιβλιοθήκες. Στην ίδια την Αγία Σοφία έβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιώτες να σχίζουν τις μεταξωτές κουρτίνες και να γκρεμίζουν και να κομματιάζουν το μεγάλο ασημένιο εικονοστάσιο, ενώ ποδοπατούσαν ασεβέστατα άγιες εικόνες και ιερά βιβλία. Ενώ έπιναν από τα ιερά σκεύη του θυσιαστηρίου, μία πόρνη πήγε και κάθισε στον πατριαρχικό θρόνο και άρχισε να τραγουδάει ένα άσεμνο γαλλικό τραγούδι. Καλόγριες βιάστηκαν μέσα στα μοναστήρια των. Παλάτια και καλύβες χωρίς καμιά διάκριση παραβιάστηκαν και καταστράφηκαν. Πληγωμένες γυναίκες και παιδιά κοίτονταν ετοιμοθάνατες μέσα στους δρόμους. Επί τρεις μέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας ως που η τεράστια και ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο. Ακόμα και οι Σαρακηνοί θα είχαν δείξει περισσότερο οίκτο, αναφωνεί ο ιστορικός Νικήτας, και λέει την αλήθεια». Και σε ένα άλλο σημείο του έργου αναφέρει ότι: «Δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από την τέταρτη σταυροφορία. Όχι μόνο προκάλεσε την καταστροφή η τον διασκορπισμό των θησαυρών του παρελθόντος, που το Βυζάντιο είχε με ευλάβεια αποθηκεύσει, και τον θανάσιμο τραυματισμό ενός πολιτισμού που ήταν ακόμα ενεργός και μεγάλος, αλλά υπήρξε επίσης μια πράξη γιγαντιαίας πολιτικής ανοησίας».
Για τις εστίες αντίστασης του Ελληνισμού και συγκεκριμένα για τη Νίκαια παραθέτουμε τις απόψεις του Ράνσιμαν αποσπασματικά: «Το πιο ισχυρό από τα τρία κράτη ήταν η αυτοκρατορία που ιδρύθηκε στη Νίκαια από τη θυγατέρα του Αλέξιου Γ’, Άννα και το σύζυγο της Θεόδωρο Λάσκαρη». «Έτσι στα μάτια των Ελλήνων η Νίκαια έγινε η πρωτεύουσα της νόμιμης αυτοκρατορίας». «Η ιστορία της αυτοκρατορίας της Νίκαιας δείχνει ότι οι Βυζαντινοί δεν είχαν χάσει την αλκή των».
Πηγή: Ιωάννης Α. Αρσάκης, «Ιωάννης Γ΄Δούκας Βατάτζης, Ο Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»

ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ «Νῦν ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι: τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐξετάσεων ποὺ ἔδωσαν στὴν γῆ, τόσο ὁ πλούσιος, ὅσο κι ὁ φτωχὸς Λάζαρος!»


 ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

«Νῦν ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι»(Λουκ. ιϛ´ 19-31)

τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ»,
ἀρ. τ. 4262, Νοέμβριος 2012

.          Ὁ πλούσιος ποὺ τόσο καλὰ πέρασε στὴν ζωή του, ποὺ τὰ πάντα ἀπήλαυσε, βρίσκεται τώρα, ὅταν «ἀπέθανε καὶ ἐτάφη», στὴν ὀδύνη καὶ τὴν φρίκη τῆς αἰώνιας καταδίκης. Καὶ ὁ φτωχὸς Λάζαρος ποὺ ὑπέφερε στὴν ζωή του πολλά, τώρα ἀναπαύεται στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάµ. Αὐτὴ ἡ θέση τους, ἦταν τὸ ἀποτέλεσµα τῶν ἐξετάσεων ποὺ ἔδωσαν στὴν γῆ, τόσο ὁ πλούσιος, ὅσο κι ὁ φτωχὸς Λάζαρος!

Α) Ὁ πλούσιος.

.          Πρῶτος ἐξετάσθηκε ὁ πλούσιος. Ἔδωσε ἐξετάσεις γιὰ τὰ πλούτη του. Εἶχε χρήµατα, σπίτια, φίλους, σύνεχεις διασκεδάσεις, γλέντια. Ζοῦσε «μεγάλη ζωή». Ἀπέτυχε ὄµως στὴν χρήση τοῦ πλούτου του. Καὶ καταδικάσθηκε γιὰ τὴν ἐγωιστικὴ χρησιµοποίησή του. «Ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου». Αὐτὰ τὰ δύο «σοῦ», ἦταν ἡ ἀποτυχία στὶς ἐξετάσεις του. Τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν ἐνδιέφερε. Γιὰ τίποτε ἄλλο καὶ γιὰ κανένα, δὲν ἤθελε νὰ διαθέση μιὰ στιγµή, μιὰ δραχµή. Ἀδιάφορος περνοῦσε µπροστὰ ἀπὸ τὶς κραυγαλέες ἀνάγκες τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἀνέβαινε καµαρωτὰ τὶς σκάλες τοῦ μεγάρου του με τὴν χρυσοποίκιλτη στολή του καὶ δὲν εἶχε τὴν ὥρα, καὶ περισσότερο τὴν διάθεση, νὰ τοῦ ρίξη ἕνα βλέµµα. Ὁ πλούσιος µποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας μεγάλος φιλάνθρωπος. Καὶ αὐτὸς ἔγινε ἕνας τροµερὸς ἀπάνθρωπος. Λάτρευε τὴν ὕλη κι ἀγνοοῦσε τὸ πνεῦµα. Κόλλησε στὴν γῆ. Δὲν πίστευε στὸν οὐρανό. Ἐξετάσθηκε ὁ πλούσιος στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης καὶ ἀπέτυχε στὶς ἐξετάσεις του. Ἔδειξε με τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἀδιαφορία του πὼς δὲν ἦταν ἄξιος νὰ κατοικήση στὰ σκηνώµατα τοῦ Θεοῦ.

 Β) Ὁ φτωχὸς Λάζαρος.

.          Ἐξετάσεις ὅµως ἔδωσε καὶ ὁ Λάζαρος. Δοκίµασε ὅλα τὰ δεινά: Φτώχεια, γύµνια, πείνα, δίψα, κρύο, πόνους, πληγές. Ἀνάπαυση δὲν εὕρισκε πουθενά. Ὕπνο δὲν ἔβλεπε ἀπὸ τοὺς πόνους. Κανεὶς δὲν τὸν πλησίαζε. Τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὶς πληγές του. Σκληρὰ δοκιµάσθηκε. Δύσκολες οἱ ἐξετάσεις ποὺ ἔδωσε. Ἄλλος στὴν θέση του θὰ γόγγυζε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, θὰ βλασφηµοῦσε. Ὁ Λάζαρος ὅµως δὲν ἔκανε κάτι τέτοιο. Φάνηκε βράχος ὑποµονῆς. Κανένα παράπονο δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόµα του γιὰ τὶς δοκιµασίες καὶ τὶς συµφορές του. Ἀπὸ τὴν πίστη ἀντλοῦσε ὑποµονή. Ἐξετάσθηκε αὐτὸς σὲ ἄλλη ἀρετή, στὴν ὑποµονή, καὶ ἀρίστευσε. Καὶ σὰν ἄριστος ἀγωνιστὴς κέρδισε τὴν αἰωνιότητα. Πῆγε στὰ οὐράνια σκηνώµατα τοῦ Θεοῦ.

Γ) Οἱ δικές μας ἐξέτασεις.

.          Καὶ ἐµεῖς ὅµως δίνουµε καθηµερινὰ ἐξετάσεις. Ἐξετάσεις καὶ ὅσοι ἔχουµε ἄφθονα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ὅσοι στεροῦνται. Καὶ ἄλλοτε ἀριστεύουµε καὶ ἄλλοτε πάλι ἀποτυγχάνουµε. Ἄλλοτε με τὴν συµπεριφορά µας, τὴν ἀγάπη μας στὸν πλησίον, τὴν ἀνοχή μας, τὴν ὑποµονὴ μας, ἑλκύουµε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἄλλοτε κολλᾶμε στὴν γῆ καὶ λατρεύουµε τὴν ὕλη. Φυσικά, εἶναι ἄλλο πράγµα ἡ χρήση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἄλλο ἡ ὑποδούλωση σ᾽ αὐτά. Στὴν πρώτη περίπτωση γίνονται στὴν ζωή μας βοηθός. Στὴν δεύτερη γίνονται τύρρανος.
.          Ἡ ἀποτυχία, στὶς ἐξετάσεις τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιτυχία σ᾽ αὐτές, ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν πίστη ἢ τὴν ἀπιστία μας στὴν αἰωνιότητα: Ὅ,τι κάνουµε σ᾽ αὐτὴ τὴν γῆ, θὰ ἔχη τὴν προέκτασή του στὴν ἄλλη. Καὶ θὰ εἶναι μιὰ καταδίκη ἢ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ὅταν µέσα μας ριζώσει ἡ πίστη ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ συνέχεια αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς, τότε θὰ ἀγωνιζώµασθε γιὰ νὰ ἐπιτύχουµε στὶς ἐδῶ ἐξετάσεις. Αὐτὴ ἡ πίστη μᾶς ἀποµακρύνει ἀπὸ τὴν ὑλιστικὴ νοοτροπία καὶ μᾶς βοηθάει νὰ ὑπερβαίνουµε τὴν φιλαυτία μας καὶ νὰ ἐµπιστευώµασθε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...