Ἕνας τυφλὸς καθόταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ
καὶ ζητιάνευε. Ἄκουσε ποδοβολητὰ καὶ ζήτησε νὰ μάθῃ τί
συμβαίνει. Τοῦ εἶπαν ὅτι περνᾶ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος.
Τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ τρέξῃ καὶ νὰ Τὸν συναντήσῃ,
γι’ αὐτὸ χρησιμοποίησε τὸ μοναδικὸ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο
ἤλπιζε ὅτι ἴσως ὑπῆρχε μία πιθανότητα νὰ θεραπευθῇ.
Κι αὐτὸ τὸ μέσο ἦταν ἡ δυνατὴ φωνή του.
«Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησέ με».
Καὶ ὁ Κύριος τὸν ἄκουσε καὶ τὸν θεράπευσε.
Πόσο μεγάλη ἡ πίστη τοῦ τυφλοῦ, ἀδελφοί μου!
Στὸ ἄκουσμα καὶ μόνον τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου,
φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του.
Ἦταν σίγουρος πώς, ἂν εἰσακούετο, θὰ
γινόταν καλά. Ὅταν ὁ ἄῤῥωστος πηγαίνῃ
στὸ γιατρὸ καὶ τοῦ λέει «Γιατρέ μου, σῶσε με·
μόνον ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ κάνῃς καλά», εἶναι
σίγουρο πὼς τοῦ ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη.
Κανένα ἄλλον δὲν θέλει, κανένα ἄλλον δὲν
ἐμπιστεύεται, σὲ κανένα ἄλλον δὲν ἐναποθέτει
τὶς ἐλπίδες του. Ἔτσι καὶ στὸ σημερινὸ
εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ τυφλός, εὐχάριστα
ἐκπληττόμενος μέσα στὴ δυστυχία του,
ζητιανεύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Γνώριζε καλὰ τὴν τέχνη τῆς ἐπαιτείας· ἅπλωνε
τὸ χέρι καὶ προκαλοῦσε μὲ περίτεχνες παρακλητικὲς
ἐκφράσεις τὴν ἐλεημοσύνη τῶν συνανθρώπων του.
Δὲν ἦταν ἀγύρτης· ἦταν στ’ ἀλήθεια τυφλός.
Ἀλλ’ ἦταν ἐκείνη ἡ εὐλογημένη στιγμὴ ἡ μία καὶ
μοναδικὴ εὐκαιρία ἀντὶ γιὰ τὸ χέρι νὰ ἁπλώσῃ
στὸν ἀέρα τὴ φωνή του καὶ νὰ παρακαλέσῃ
γιὰ θεία ἐλεημοσύνη. Δὲν ἤθελε πλέον χρήματα.
Ἂν ὑπῆρχε λόγου χάριν κάποια ἰατρικὴ μέθοδος,
γιὰ νὰ βρῇ τὸ φῶς του, θὰ ἦταν σίγουρα
διατεθειμένος νὰ δώσῃ ὅ,τι εἶχε. Ῥωτῆστε ἕνα τυφλὸ
καὶ θὰ σᾶς τὸ ἐπιβεβαιώσῃ. Ἂς ἀντιστρέψουμε τὴν
ὑπόθεση· ποιός θὰ πουλοῦσε τὰ μάτια του γιὰ
ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου; Κανείς!
Ἔχει μεγάλη ἀξία τὸ φῶς γιὰ τὴ ζωή μας.
Τὸ ξέρουν καλύτερα ὅσοι τὸ στεροῦνται·
πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ τὸ ἀπολαμβάνουμε,
δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε κατὰ Θεόν· συνδυάζουμε τὸ
ἐξωτερικὸ φῶς μὲ τὸ ἐσωτερικὸ σκότος, τὸ ὑλικὸ
φῶς μὲ τὸ νοητὸ σκοτάδι, αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει νὰ
βλέπουμε σωματικῶς μὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς τυφλώνει
πνευματικῶς. Μολύνουμε τὰ μάτια μας μὲ ἰοὺς
πορνικούς, μὲ θεάματα καὶ βλέμματα γεμάτα αἰσχρότητα,
κακία, φθόνο. Ἀπὸ τὰ μάτια ξεκινοῦν πολλὰ δεινά,
ἰδιαιτέρως στὴν ἐποχή μας, ἐποχὴ κυριαρχίας τῆς εἰκόνας,
τῶν ψεύτικων φώτων, τοῦ ἐντυπωσιασμοῦ, τοῦ
θεάματος, τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητος,
τῆς καθρεπτιζόμενης ἀνθρωπαρέσκειας.
Ἀπὸ τὰ μάτια ὅμως ξεκινοῦν καὶ καλὰ πράγματα·
τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ἡ εὐσπλαχνία πρὸς τὸν
πλησίον, ἡ ὑπεράσπιση τοῦ δικαίου, ἡ δικαία κρίση,
ἡ θέα τοῦ νοητοῦ φωτός. Τὰ μάτια μᾶς τὰ χάρισε ὁ
Θεός, γιὰ νὰ πορευόμαστε τὴν ὁδὸ τῆς δικαιοσύνης,
ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θέα τῶν ἀθεάτων μυστηρίων Του.
Καὶ ἀπὸ ἄλλους τὰ στέρησε γιὰ τὸν ἴδιο λόγο
κατ’ ἀνεξερεύνητον πρόνοιαν.
Ὁ τυφλὸς τῆς περικοπῆς βρίσκει τὸ κτιστὸ φῶς μέσα
στὸ ἄκτιστο. Καὶ μᾶλλον ἤδη βλέπει μέσα του· βλέπει
ἴσως καλύτερα ἀπὸ ὅλους τοὺς διαβάτες τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν
πόλη, καλύτερα ἀπὸ τοὺς κατοίκους της Ἱεριχοῦς,
διότι διακρίνει μὲ μάτι φωτεινὸ τὸν Μεσσία, τὸν Σωτῆρα,
τὸν Ἰατρὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ποὺ
φωτίζει καὶ ἁγιάζει. Ἂν δὲν Τὸν ἔβλεπε τέτοιο, ἴσως καὶ
νὰ μὴν ἐθεραπεύετο. Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ γεννᾶ τὸ
θαῦμα· πίστη συχνὰ ἀπαιτητική, ἀλλ’ ὄχι ἐνοχλητικὴ γιὰ
Ἐκεῖνον, γιατὶ θέλει νὰ Τοῦ ζητοῦμε, νὰ Τοῦ ἁπλώνουμε
τὸ χέρι καὶ νὰ Τοῦ φωνάζουμε γιὰ βοήθεια στὶς ὅποιες
ἀνάγκες μας.
Ἐνοχλοῦσε τοὺς περαστικοὺς μὲ τὶς φωνές του·
φώναξε· τὸν μάλωσαν· ξαναφώναξε πιό δυνατά· δὲν τὸν
ἔνοιαζε τί θὰ τοῦ ἔλεγαν· τὸν ξαναμάλωσαν·
Ἀλλ’ ἡ σαρκωμένη Ἀγάπη ἔβαλε στὴ θέση του τὸν
ἐνοχλημένο ὄχλο. Ἡ ἐπιμονὴ προσείλκυσε τὸ ἔλεος,
ἡ κραυγὴ ἐξευτέλισε τὴν κατακραυγή, δίνοντας τὴ
θέση της στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Εἶχε μόνον ἀκούσει ὁ τυφλὸς γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου,
ἀλλὰ δὲν τὰ εἶχε δεῖ μέχρι τότε. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε,
ἀφοῦ ἦταν τυφλός; Ποιός πιστεύει μὲ σιγουριὰ κάτι ποὺ
δὲν ἔχει δεῖ; Συνήθως, γιὰ νὰ πιστέψουμε, πρέπει πρῶτα
νὰ δοῦμε. Ὁ τυφλὸς κάνει τὸ ἀντίθετο, ἀνατρέπει αὐτὸ
τὸ συμβατικὸ πρέπει· πιστεύει, γιὰ νὰ δῇ. Καὶ αὐτὴ ἡ
πίστη «σέσωκε αὐτόν», κατὰ τὴν θεία διαβεβαίωση.
Καθισμένοι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἰεριχὼ τοῦ ἐσωτερικοῦ μας σκότους,
ἂς μὴν ντραποῦμε νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἐπαῖτες καὶ νὰ
ζητιανεύσουμε, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὸν Φωτοδότη Χριστὸ
νὰ χαρίσῃ καὶ σ’ ἐμᾶς τὸ φῶς τῆς ἐπιγνώσεώς Του,
νὰ ἀναδύσῃ ἀπὸ τὴν ἐρεβώδη ἄβυσσο τῆς ψυχῆς μας
τοῦτο τὸ ἐσώτερον φῶς, γιὰ νὰ τὴν φωτίσῃ καὶ νὰ τὴν
πλημμυρίσῃ ἀπὸ αἰώνια χαρὰ καὶ δοξολογία.