Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013

«Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»

πηγή

Ἀ­μα­λί­ας Κ. Ἠ­λιά­δη
 φι­λο­λό­γου-ἱ­στο­ρι­κοῦ
 Δ/ντριας 3ου Γυ­μνα­σί­ου Τρι­κά­λων

Ἀρ­χι­κά, πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ση­μαί­νει μόρ­φω­ση, δη­λα­δὴ συγ­χρο­νι­σμέ­νη καλ­λι­έρ­γεια γνω­στι­κοῦ, βου­λη­τι­κοῦ καὶ συ­ναι­σθη­μα­τι­κοῦ στοι­χεί­ου. Γιὰ νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ἕ­νας ἄν­θρω­πος πνευ­μα­τι­κὰ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος δὲν ἀρ­κεῖ μό­νο ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη ἢ οἱ ξε­ρὲς γνώ­σεις ἀλ­λὰ πρέ­πει αὐ­τὲς οἱ γνώ­σεις ποὺ κα­τέ­χει νὰ εἶ­ναι με­του­σι­ω­μέ­νες σὲ ἀ­ξί­ες ποὺ θὰ τὸν κα­τευ­θύ­νουν στὴν ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια καὶ στὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του.
Στὴ ζω­ὴ μας ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με κα­θη­με­ρι­νὰ δυ­σκο­λί­ες: οἰ­κο­νο­μι­κές, ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κές, οἰ­κο­γε­νεια­κές, δυ­σκο­λί­ες προ­σαρ­μο­γῆς στὴν κοι­νω­νί­α καὶ στὶς ἀ­παι­τή­σεις της. Πάν­τως εἶ­ναι κοι­νὴ συ­νεί­δη­ση ὅ­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­σκο­λί­ες ὀ­φεί­λον­ται σὲ ἄ­γνοι­α καὶ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­π᾿ τὴν ἀ­μά­θεια, τὸν φό­βο, τὴ δει­λί­α ἢ τὴν ἔλ­λει­ψη χει­ρα­φέ­τη­σης ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ­ρι­σμέ­να ἄ­το­μα.
Ὅ­μως ὁ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος ἄν­θρω­πος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει εὐ­κο­λό­τε­ρα τὶς δυ­σκο­λί­ες. Για­τί δι­α­θέ­τει ὥ­ρι­μη σκέ­ψη καὶ κρί­ση. Ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ συγ­κρί­νει, νὰ ζυ­γί­ζει, νὰ ἐ­λέγ­χει καὶ νὰ ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ τὸ κα­θε­τί. Δι­α­κρί­νει εὐ­χε­ρέ­στε­ρα τὸ κα­λὸ ἀ­π᾿ τὸ κα­κό, τὸ ὠ­φέ­λι­μο ἀ­πὸ τὸ ἐ­πι­βλα­βές, τὸ δί­και­ο ἀ­πὸ τὸ ἄ­δι­κο, τὸ ὀρ­θὸ ἀ­πὸ τὸ ἐ­σφαλ­μέ­νο. Ἀν­τι­με­τω­πί­ζει μὲ σύ­νε­ση καὶ ρε­α­λι­σμὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για­τί μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πεῖρα καὶ τὴ βα­θιὰ με­λέ­τη ἔ­χει ἀ­φο­μοι­ώ­σει καὶ ἔ­χει κά­νει κτῆ­μα του ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­λή­θει­ες γε­νι­κοῦ κύ­ρους. Μι­λά­ει κα­λύ­τε­ρα, δι­α­λέ­γε­ται γό­νι­μα καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὰ καὶ κα­τα­φέρ­νει νὰ πεί­θει τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­πί­σης δὲν εἶ­ναι δέ­σμιος τῶν προ­λή­ψε­ων, τῶν δει­σι­δαι­μο­νι­ῶν καὶ τοῦ φό­βου ποὺ γεν­νᾶ ἡ ἄ­γνοι­α για­τί τὴν ἔ­χει νι­κή­σει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά.
Ἐ­πί­σης ἔ­χει δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πα­φῆς καὶ ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μὲ τοὺς ἄλ­λους, μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον του ἄ­με­σο καὶ ἔμ­με­σο δη­λα­δὴ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του καὶ τὴν κοι­νω­νί­α ἀν­τί­στοι­χα για­τί εἶ­ναι προ­ση­νὴς καὶ ἀ­γα­πη­τός. Ἐ­πι­πλέ­ον ὁ ἴ­διος κα­τα­ξι­ώ­νε­ται σὰν ἄ­το­μο για­τί δὲ φέ­ρε­ται οὔ­τε ἄ­γε­ται ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τος, αὐ­τὸς ὁ­δη­γεῖ τὴν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς του. Χά­ρη στὴν ἐ­ρευ­νη­τι­κό­τη­τα καὶ στὸ κρι­τι­κὸ πνεῦ­μα ποὺ τὸν δι­α­κρί­νει πλη­σιά­ζει τὴν ἀ­λή­θεια καὶ τεί­νει νὰ προ­σεγ­γί­σει τὸ φῶς. Ἔ­χει ἑ­τοι­μό­τη­τα, ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, θέ­λη­ση κι ἔ­τσι εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ ξε­πε­ρά­σει κά­θε δυ­σκο­λί­α ποὺ τοῦ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στὴ ζω­ὴ για­τί αὐ­τὰ τὰ τρί­α τὸν ὠ­θοῦν πρὸς τὴ δρά­ση γιὰ τὴν κα­τά­κτη­σή της. Τε­λι­κὰ δι­α­μορ­φώ­νει ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα χω­ρὶς ταμ­πού, δογ­μα­τι­σμούς, ἐμ­πά­θεια καὶ ἀ­κρό­τη­τες. Δὲ στή­νει ἐμ­πρός του οὔ­τε «κου­βα­λᾶ» μὲς στὴν ψυ­χή του Κύ­κλω­πες, Λαι­στρυ­γό­νες κι ἔ­τσι δὲν αἰ­σθά­νε­ται μο­να­ξιά, πλή­ξη, ἀ­νί­α καὶ βα­σα­νι­στι­κὴ ἀ­γω­νί­α για­τί ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὸν θά­να­το θαρ­ρα­λέ­α, «σὰν ἕ­τοι­μος ἀ­πὸ και­ρό». Νοι­ώ­θει τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἐ­λεύ­θε­ρο, αὐ­τό­νο­μο καὶ ὑ­πο­τάσ­σει τὰ πά­θη του χά­ρις στὴν πνευ­μα­τι­κή του καλ­λι­έρ­γεια. Ἐ­πί­σης ἔ­χει φτά­σει σὲ ὑ­ψη­λὸ ση­μεῖ­ο αὐ­το­γνω­σί­ας καὶ  αὐ­το­κρι­τι­κῆς καὶ γιὰ νὰ τὸ πε­τύ­χει αὐ­τὸ δι­α­λε­γό­ταν καὶ συ­νε­χί­ζει νὰ δι­α­λέ­γε­ται μὲ τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να. Κα­τ᾿ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο κα­τα­φέρ­νει ν᾿ ἀ­πο­βάλ­λει τὰ δι­ά­φο­ρα κόμ­πλεξ του καὶ νὰ ἀ­πο­κτή­σει κῦ­ρος. Ἔ­χει μά­θει νὰ ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τὸν πο­λύ­τι­μο χρό­νο του κι ἔ­τσι κερ­δί­ζει τὶς με­γά­λες εὐ­και­ρί­ες στὴ ζω­ή του.
Βέ­βαι­α, ἡ ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἐ­κλέ­πτυν­ση δη­μι­ουρ­γεῖ μαλ­θα­κό­τη­τα καὶ ἀ­βου­λία­ ἐ­νῶ ἡ πραγ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ὄ­χι. Πάν­τως ἐν­δέ­χε­ται με­ρι­κοὶ νὰ εἶ­ναι πο­λὺ θε­ω­ρη­τι­κοὶ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια καὶ λί­γο πρα­κτι­κοὶ ἢ δυ­να­μι­κοί, ἰ­δι­ό­τη­τες ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­π᾿ αὐ­τή. Ὅ­μως γε­νι­κὰ ὁ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος ἄν­θρω­πος προ­χω­ρεῖ στὴ ζω­ὴ μὲ θάρ­ρος, σι­γου­ριά, αὐ­το­πε­ποί­θη­ση, ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ τὸν ὁ­δη­γοῦν στὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ βα­σι­κοῦ σκο­ποῦ του.
Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ μι­λών­τας, πα­ρά­γον­τες τῆς πνευ­μα­τι­κῆς καλ­λι­έρ­γειας εἶ­ναι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια κα­τὰ κύ­ριο λό­γο, μὰ καὶ τὸ σχο­λεῖ­ο καὶ ἡ κοι­νω­νί­α ἐ­πη­ρε­ά­ζουν πο­λὺ τὴ δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου χα­ρα­κτή­ρα. Σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ὅ­μως πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κό, ὅ­τι γνώ­ση καὶ μόρ­φω­ση δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο πρᾶγ­μα. Ἂν καὶ πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι νο­μί­ζουν ὅ­τι γνώ­ση καὶ μόρ­φω­ση εἶ­ναι ἔν­νοι­ες ταυ­τό­ση­μες, εἶ­ναι κοι­νὴ καὶ σω­στὴ ἡ πα­ρα­δο­χὴ ὅ­τι μί­α βα­σι­κὴ δι­α­φο­ρὰ ἀν­τι­δι­α­στέλ­λει τὴ μί­α ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη: Ἡ μόρ­φω­ση εἶ­ναι ἔν­νοι­α εὐ­ρύ­τε­ρη ἐ­νῶ ἡ γνώ­ση εἰ­δι­κή. Για­τί ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι ἕ­νας ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μορ­φω­μέ­νος ἐν­νο­οῦ­με τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἠ­θι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἀν­θρώ­που αὐ­τοῦ, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα γνώ­στη ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ γνω­ρί­ζει ἢ ποὺ κα­τέ­χει κά­τι τέ­λεια. Βέ­βαι­α αὐ­τὸ τὸ κά­τι, εἶ­ναι ἕ­να πρᾶγ­μα πο­λὺ με­ρι­κὸ καὶ ποὺ ἡ ἔ­κτα­σή του πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μέ­σα σὲ αὐ­στη­ρὰ καὶ ὁ­ρι­σμέ­να ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἢ καλ­λι­τε­χνι­κὰ πλαί­σια. Δη­λα­δὴ ὁ γνώ­στης εἴ­τε γνω­ρί­ζει πο­λὺ κα­λά, κά­τι ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη, εἴ­τε γνω­ρί­ζει πο­λὺ κα­λὰ κά­τι ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν τέ­χνη, αὐ­τὸ ποὺ γνω­ρί­ζει ἀ­πο­τε­λεῖ μό­νο ἕ­να κλά­δο αὐ­τῆς τῆς ἐ­πι­στή­μης ἢ αὐ­τῆς τῆς τέ­χνης. Ἑ­πο­μέ­νως ἡ γνώ­ση του δὲν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται σὲ κά­ποι­α γε­νι­κὴ ἀ­παί­τη­ση πα­ρὰ μό­νο κι­νεῖ­ται μέ­σα σὲ  κα­θο­ρι­σμέ­να ὅ­ρια, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα ἡ μόρ­φω­ση ἐ­πε­κτεί­νε­ται σὲ κά­θε πτυ­χὴ τῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄλ­λω­στε ὁ γραμ­μα­τι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε καὶ μορ­φω­μέ­νος καὶ συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ μπο­ρεῖ ἕ­νας πτυ­χι­οῦ­χος ἀ­νώ­τα­της σχο­λῆς νὰ εἶ­ναι ἀ­μόρ­φω­τος καὶ ἕ­νας ἀ­γράμ­μα­τος νὰ εἶ­ναι μορ­φω­μέ­νος για­τί ἡ πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἡ ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πὸ τὴν ἁ­πλὴ συσ­σώ­ρευ­ση γνώ­σε­ων. Βέ­βαι­α δὲν μπο­ροῦ­με ν᾿ ἀ­πο­κλεί­σου­με τὸ ἐν­δε­χό­με­νό του ὅ­τι ἡ γνώ­ση πολ­λὲς φο­ρὲς ὁ­δη­γεῖ στὴ μόρ­φω­ση. Αὐ­τὸ συ­νή­θως συμ­βαί­νει ἔμ­με­σα, για­τί στὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κό­σμο τοῦ ἀ­τό­μου ποὺ ἀ­φο­μοι­ώ­νει τὶς γνώ­σεις θὰ πρέ­πει νὰ προ­ϋ­πάρ­χει τὸ κα­τάλ­λη­λο ἔ­δα­φος, δη­λα­δὴ μί­α εὐ­αί­σθη­τη συ­νεί­δη­ση καὶ μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα, ποὺ θὰ τὸν προ­ω­θοῦν νὰ με­τα­σχη­μα­τί­ζει τὶς γνώ­σεις σὲ μορ­φω­τι­κὸ ὑ­λι­κό. Σύμ­φω­να μὲ τὰ ὅ­σα πα­ρα­δέ­χε­ται σή­με­ρα ἡ Παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ἡ Ψυ­χο­λο­γί­α σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μορ­φώ­σι­μο τῶν γνώ­σε­ων, ἔ­χου­με νὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με τὰ ἀ­κό­λου­θα: α) ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ δι­ά­φο­ρες γνώ­σεις, τό­τε αὐ­τὲς γε­μί­ζουν τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς συ­νει­δή­σε­ώς του μὲ πα­ρα­στά­σεις δη­λα­δὴ δί­νουν σ᾿ αὐ­τὴ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη μορ­φὴ ἢ μ᾿ ἄλ­λα λό­για μορ­φώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο β) ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ ὠ­φέ­λι­μες γνώ­σεις καὶ μὲ μέ­θο­δο παι­δα­γω­γι­κή, τό­τε αὐ­τὲς ἀ­πο­σκο­ποῦν στὴν καλ­λι­έρ­γεια καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κῶν δυ­νά­με­ων καὶ ἱ­κα­νο­τή­των τοῦ ἀν­θρώ­που γ) οἱ γνώ­σεις σύμ­φω­να μ᾿ ὅ­λους τούς Παι­δα­γω­γι­κοὺς πρέ­πει νὰ ἐ­κλέ­γον­ται μὲ τέ­τοι­ον τρό­πο ὥ­στε νὰ βελ­τι­ώ­νουν καὶ νὰ ἠ­θι­κο­ποι­οῦν τὸ χα­ρα­κτή­ρα του. Δη­λα­δὴ μὲ λί­γα λό­για, οἱ γνώ­σεις πρέ­πει νὰ στο­χεύ­ουν στὴ σω­στὴ δι­ά­πλα­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που.
Συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά, σύμ­φω­να μὲ ἐ­ξέ­χον­τες παι­δα­γω­γοὺς δὲν μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­νο­η­θοῦ­με ἀν­θρώ­πους ποὺ ἀ­γα­ποῦν τὴν κα­λαι­σθη­σί­α ἢ τέ­λος πάν­των καλ­λι­τέ­χνες, ποὺ ση­μαί­νει ἀν­θρώ­πους μὲ εὐ­αι­σθη­σί­α ἀ­πέ­ναν­τι στὴ συμ­με­τρί­α καὶ στὴν ἁρ­μο­νί­α, νὰ εἶ­ναι ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­καλ­λι­έρ­γη­τοι. Ἑ­πο­μέ­νως οἱ κα­λὲς τέ­χνες σὲ δι­α­λο­γι­κὴ σχέ­ση μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη, ἀ­πο­τε­λοῦν μέ­σο ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν μόρ­φω­ση. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο πρᾶγ­μα. Λέ­γον­τας πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ἐν­νο­οῦ­με τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των καὶ λει­τουρ­γι­ῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως (λο­γι­κή, δι­ά­νοι­α, κρί­ση, σκέ­ψη, ἀν­τί­λη­ψη, μνή­μη, φαν­τα­σί­α). Ἐ­νῶ λέ­γον­τας ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ἐν­νο­οῦ­με κυ­ρί­ως τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς καὶ συγ­κι­νη­σια­κῆς σφαί­ρας τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ὁ συν­δυα­σμὸς αὐ­τῶν τῶν δύ­ο καλ­λι­ερ­γει­ῶν συν­θέ­τει τὴ μόρ­φω­ση καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ χρυ­σὴ το­μή, τὸ ἰ­δα­νι­κὸ ἐ­φό­διο ἢ κα­λύ­τε­ρα ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἰ­δα­νι­κὰ προ­σόν­τα τοῦ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νου ἀν­θρώ­που γιὰ νὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ θρι­αμ­βεύ­σει ἔ­ναν­τι τῶν δυ­σκο­λι­ῶν τῆς ζω­ῆς.

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΤΟΥ ΑΛΤΡΟΥΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ



Λάμπρος Κ. Σκόντζος
Θε­ο­λό­γος–Κα­θη­γη­τής
Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖ­ο θε­σμὸ στὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἐν­σαρ­κώ­νει ὅ­λες τὶς ὑ­ψη­λὲς ἀ­ξί­ες τοῦ παγ­κο­σμί­ου κώ­δι­κα ἀ­ξι­ῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τοὺς Ἕλ­λη­νες τὴν κύ­ρια μή­τρα, ὅ­που κυ­ο­φο­ρεῖ­ται μὲ ἀ­σφά­λεια ὁ μελ­λον­τι­κὸς «κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς πο­λί­της». Μέ­σα σὲ αὐ­τὴ ἔρ­χον­ται στὸν κό­σμο νέ­α ἀν­θρώ­πι­να πρό­σω­πα καὶ παίρ­νουν τὰ πρῶ­τα ἠ­θι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἐ­φό­δια, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ φέ­ρουν ἐ­σα­εί, ὠ­φε­λών­τας τὸν ἑ­αυ­τό τους καὶ τὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο.
Τὸ θε­μέ­λιο τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς ὑ­πό­στα­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὸ ἀν­δρό­γυ­νο. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ ἰ­σχυ­ρό­τα­τος δε­σμός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἑ­νώ­νει καὶ συν­τη­ρεῖ τὴ γα­μι­κὴ ἕ­νω­ση ὡς τὰ ἔ­σχα­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ζευ­γα­ριοῦ. Γνή­σια ἀ­γά­πη ἐν­νο­οῦ­με τὴν ἀ­γά­πη ἐ­κεί­νη ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ τὸ πρό­σω­πο ποὺ ἀ­γα­πᾶ γιὰ χά­ρη τοῦ ἀ­γα­πω­μέ­νου προ­σώ­που. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι μας πρό­γο­νοι, πα­ρ᾿  ὅ­λες τὶς ἀν­τι­λή­ψεις ποὺ ἔ­τρε­φαν γιὰ τὴ γυ­ναί­κα, κα­τὰ κα­νό­να, τι­μοῦ­σαν τὸ γά­μο. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο πὼς εἶ­χαν ἀ­να­θέ­σει τὴ φύ­λα­ξη τῆς συ­ζυ­γι­κῆς πί­στης στὴ σύ­ζυ­γο τοῦ ὑ­πά­του τῶν θε­ῶν, τὴν Ἥρα. Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς ἔ­χει δώ­σει ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα–πρό­τυ­πα ὑ­πέ­ρο­χων ἀν­δρο­γύ­νων. Ἀ­να­φέ­ρου­με τὸν Ὀρ­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φτα­σε ὡς τὸν Ἅ­δη προ­κει­μέ­νου νὰ συ­ναν­τή­ση τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του νε­κρὴ σύ­ζυ­γοΕὐ­ρυ­δί­κη καὶ μὲ τὸ πά­θος τῆς ἀ­γά­πης του νὰ τὴν ἀ­να­στή­ση. Τὴ Φαί­δρα ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σε τὸ σύ­ζυ­γό της Ἱπ­πό­λυ­το στὸ θά­να­το. Τὴν ἀ­γά­πη τῆς Ἄλ­κι­στης γιὰ τὸ σύ­ζυ­γό της Ἄδ­μη­το, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φτα­σε νὰ πε­θά­νη ἐ­κεί­νη στὴ θέ­ση του, ὅ­πως ὅ­ρι­ζαν οἱ θε­οί. Τὴν παν­το­τι­νὴ πί­στη τῆς Ἀν­δρο­μά­χης στὸν σκο­τω­μέ­νο σύ­ζυ­γό της Ἕ­κτο­ρα καὶ τὴ θαρ­ρα­λέ­α ἀ­πό­κρου­ση ἀ­πὸ μέ­ρους της τοῦ ἔ­ρω­τα τοῦ Πύρ­ρου. Τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση καὶ τὴν πί­στη τῆς ὑ­πέ­ρο­χης Πη­νε­λό­πης, ἡ ὁ­ποί­α γιὰ εἴ­κο­σι χρό­νια πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πε­ράν­θρω­πη καρ­τε­ρί­α τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο της σύ­ζυ­γο Ὀ­δυσ­σέ­α. Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ δι­η­γή­σεις ἦ­ταν πρό­τυ­πα τῆς ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς εἰ­σα­γό­με­νες ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ δι­α­λυ­τι­κὲς θρη­σκευ­τι­κὲς πρα­κτι­κές, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ λε­γό­με­νη «ἱ­ε­ρὴ πορ­νεί­α» καὶ ἡ ἐν­θάρ­ρυν­ση τῆς μοι­χεί­ας, πα­ρέ­μει­νε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ στυ­λο­βά­της τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς στα­θε­ρό­τη­τας καὶ γα­λή­νης. 
Ἀρ­γό­τε­ρα μὲ τὸ μή­νυ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ὁ θε­σμὸς τοῦ γά­μου θὰ πά­ρη ἄλ­λες δι­α­στά­σεις. Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως κι­ό­λας ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν ἕ­νω­ση ἄρ­ρε­νος καὶ θή­λε­ος. Ἡ ἐ­ναλ­λα­γὴ ἑ­νι­κοῦ πλη­θυν­τι­κοῦ στὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που θέ­λει νὰ φα­νε­ρώ­ση αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴ θέ­ση: «Ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν ἄν­θρω­πον, κα­τ᾿ εἰ­κό­να Θε­οῦ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τόν, ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τοὺς» (Γεν. 1,27). Σύμ­φω­να μὲ τὴ βι­βλι­κὴ δι­ή­γη­ση, ὁ ἄν­θρω­πος λο­γί­ζε­ται ὡς ἡ ἀλ­λη­λο­συμ­πλή­ρω­ση ἄν­δρα καὶ γυ­ναί­κας. Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος ὄ­χι μό­νο τί­μη­σε τὸ γά­μο, μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α Του στὴν Κα­νὰ καὶ δί­δα­ξε τὸ ἀ­κα­τά­λυ­το τῆς γα­μι­κῆς ἕ­νω­σης, λέ­γον­τας: «Ὁ ποι­ή­σας ἀ­π᾿ ἀρ­χῆς ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ…ἕ­νε­κεν τού­του κα­τα­λεί­ψει ἄν­θρω­πος τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ τὴν μη­τέ­ρα καὶ κολ­λη­θή­σε­ται τῇ γυ­ναι­κὶ αὐ­τοῦ, καὶ ἔ­σον­ται οἱ δύ­ο εἰς σάρ­καν μί­αν» καὶ συ­νε­χί­ζει ὁ Χρι­στός: «Ὥ­στε οὐ­κέ­τι εἰ­σὶ δύ­ο, ἀλ­λὰ σὰρξ μί­α, ὃ οὖν ὁ Θε­ὸς συ­νέ­ζευ­ξεν, ἄν­θρω­πος μὴ χω­ρι­ζέ­τω» (Ματθ. 19, 4-6), πα­ρ᾿ ἐ­κτὸς λό­γου μοι­χεί­ας, «διὰ τὴν σκλη­ρο­καρ­δί­αν ὑ­μῶν» (αὐ­τό­θι). Τὴν ὀρ­γα­νι­κὴ ἕ­νω­ση τῶν συ­ζύ­γων θὰ ἐ­πα­να­λά­βη ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ ἀ­να­γά­γη τὸ γά­μο εἰς «μέ­γα μυ­στή­ριον εἰς Χρι­στὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν» (Ἐφ. 5,32), εἰς τύ­πο καὶ εἰ­κό­να τῆς ἑ­νώ­σε­ως Χρι­στοῦ καὶ Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ γα­μι­κὴ ἕ­νω­ση ἁ­γι­ά­ζον­ται οἱ σύ­ζυ­γοι, καὶ  ὁ γά­μος δὲν ὑ­στε­ρεῖ ἔ­ναν­τι τῆς παρ­θε­νί­ας,«οἱ ἔ­χον­τες γυ­ναί­κας ὡς μὴ ἔ­χον­τες» (Α΄Κορ. 7,29).          
Καρ­πὸς τῆς συ­ζυ­γι­κῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι τὰ παι­διά, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει ὅ­τι «ἅ­για εἰ­σίν»(Α΄Κορ. 7,14). Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὡς «νε­ό­φυ­τα ἐ­λαι­ῶν, κύ­κλῳ τῆς τρα­πέ­ζης» (Ψαλ. 117,3). Ἡ πα­ρου­σί­α τους στὸν κό­σμο εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ, δι­ό­τι Αὐ­τὸς κα­ταρ­τί­ζει ἀ­κό­μα καὶ αἶ­νο «ἐκ στό­μα­τος νη­πί­ων καὶ θη­λα­ζόν­των» (Ψαλ. 8,2). Τὴν πρώ­τι­στη ἀ­ξί­α ποὺ θὰ βι­ώ­ση τὸ βρέ­φος, τὸ παι­δί, ὁ ἔ­φη­βος, θὰ εἶ­ναι ἡ ἄ­δο­λη ἀ­γά­πη τῶν γο­νι­ῶν του καὶ τῶν ἄλ­λων με­λῶν τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Εἰ­δι­κὰ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ξε­πη­δᾶ ἀ­πὸ τὰ μη­τρι­κὰ στή­θη εἶ­ναι κα­θο­ρι­στι­κὴ γιὰ τὴν ζω­ὴ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ πο­λί­τη. Ἡ χρι­στια­νὴ μη­τέ­ρα εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος παι­δα­γω­γὸς τοῦ παι­διοῦ της. Μὲ τὸ γλυ­κὸ της λό­γο καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μά της στα­λά­ζει στὴν ψυ­χὴ τοῦ στα­γό­να–στα­γό­να τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση τῆς ἀ­γά­πης καὶ τοῦ ἀλ­τρου­ϊσμοῦ νὰ τὰ ἔ­χη ἐ­φό­δια στὴ ζω­ή του, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὸν ἀν­θρω­πι­σμό του. Ὁ Στά­ρετς Ζω­σι­μᾶς στοὺς ἀδελ­φοὺς Κα­ρα­μα­ζὼφ τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι τό­νι­σε πὼς «ἐ­κεῖ­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χη κα­λὲς ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α, εἶ­ναι σω­σμέ­νος σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ή».      
Ἀ­γά­πη καὶ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η θὰ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν μέ­σα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα πρό­σω­πα, ὅ­πως εἶ­ναι τὰ γη­ραι­ὰ ἄ­το­μα. Σὲ και­ροὺς ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε καμ­μιὰ κοι­νω­νι­κὴ πρό­νοι­α γιὰ τοὺς ἀ­πό­μα­χους τῆς ζω­ῆς, αὐ­τοὶ βί­ω­ναν τὴν προ­στα­σί­α καὶ τὸ σε­βα­σμὸ τῶν νε­ο­τέ­ρων με­λῶν. Ἀ­ξί­ζει νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Αἰ­νεί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τὰ τὴν ἅ­λω­ση τῆς Τροί­ας, πα­ρά­τη­σε ὅ­λα τὰ πο­λύ­τι­μα ὑ­πάρ­χον­τά του, μα­ζὶ καὶ τὰ σα­κκιὰ μὲ τὸ χρυ­σά­φι καὶ φορ­τώ­θη­κε στὴν πλά­τη του τὸν γέ­ρο πα­τέ­ρα του Ἀγ­χί­ση γιὰ νὰ τὸν σώ­ση ἀ­πὸ τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸ βέ­βαι­ο θά­να­το. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀρ­γό­τε­ρα θὰ στη­λι­τεύ­ση τὰ φαι­νό­με­να ἄρ­νη­σης κά­ποι­ων νὰ πα­ρα­με­λοῦν τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους ὡς ἑ­ξῆς: «Εἰ τὶς τῶν ἰ­δί­ων καὶ μά­λι­στα τῶν οἰ­κεί­ων οὐ προ­νο­εῖ, τὴν πί­στιν ἤρ­νη­ται καὶ ἐ­στίν ἀ­πί­στου χεί­ρων» (Α΄Τιμ. 5,8). Ἡ ὑ­πη­ρε­σί­α μας σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο, πολ­λῷ δὲ μᾶλ­λον πρὸς τοὺς οἰ­κεί­ους μας καὶ μά­λι­στα πρὸς τοὺς ἔ­χον­τας ἀ­νάγ­κη ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­σή μας ὡς χρι­στια­νοὶ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦ­με τὸν πλη­σί­ον μας ὡς τὸ Χρι­στό. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος τό­νι­σε σχε­τι­κὰ πὼς «ἔ­στι και­ρός, Χρι­στὸν ἐ­πι­σκε­ψώ­με­θα, Χρι­στὸν θε­ρα­πεύ­σω­μεν, Χρι­στὸν θρέ­ψω­μεν, Χρι­στὸν ἐν­δύ­σω­μεν, Χρι­στὸν συ­να­γά­γω­μεν, Χρι­στὸν τι­μή­σω­μεν» (Πε­ρὶ φι­λο­πτω­χεί­ας 40, P.G.35,909B).  
Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι ἀ­νοι­κτὴ ἀ­πὸ τὰ ἀρ­χαί­α χρό­νια πρὸς τὴν κοι­νω­νί­α, δι­ό­τι θε­ω­ροῦ­σε ὡς φυ­σι­κό της κα­θῆ­κον νὰ προ­σφέ­ρη τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ες της στὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι εἶ­χαν ἀ­να­γά­γει τὴ φι­λο­ξε­νί­α ὡς ὕ­ψι­στο κα­θῆ­κον, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­πα­γό­ρευ­ε αὐ­τὸς ὁ Ξέ­νιος Ζεὺς. Θε­ω­ροῦ­σαν ὡς ἔ­σχα­τη ἀ­σέ­βεια πρὸς τὸν ὕ­πα­το τῶν θε­ῶν, τὴν ἄρ­νη­ση τῆς φι­λο­ξε­νί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πέ­σει­ε θε­ϊ­κὴ τι­μω­ρί­α. Στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια τὴ θε­ϊ­κὴ προ­στα­γὴ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς θὰ πά­ρη ἡ ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ὡς προ­σφο­ρὰ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο, ὡς ἀ­δελ­φὸ καὶ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Στὶς «κα­τ᾿  οἶ­κον Ἐκ­κλη­σί­ες» τῆς πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κῆς ἐ­πο­χῆς, ὅ­πως ὀ­νο­μά­ζον­ταν οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἔ­βρι­σκαν κα­τα­φύ­γιο, ἀ­γά­πη, συμ­πό­νια καὶ πε­ρι­ποί­η­ση πλῆ­θος ἀ­να­ξι­ο­πα­θούν­των ἀν­θρώ­πων, ἀ­πό­βλη­τα τοῦ ἀ­πάν­θρω­που ἐ­θνι­σμοῦ. Ἡ τρα­γι­κὴ τά­ξη τῶν δού­λων θὰ πά­ρη τὴ θέ­ση ἰ­σό­τι­μων με­λῶν στὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Ὁ πρώ­ην δοῦ­λος Ὀ­νή­σι­μος θὰ πά­ρη θέ­ση ἀ­δελ­φοῦ στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ πρώ­ην κυ­ρί­ου του Φι­λήμο­να. Ὁ ἅ­γιος Ζη­νᾶς πρώ­ην δοῦ­λος τοῦ ἁ­γί­ου Ζή­ννω­να, ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε ἀ­δελ­φός του, ἀλ­λὰ ἀ­κο­λού­θη­σε στὸ μαρ­τύ­ριο τὸν πρώ­ην κύ­ριό του, ἀ­φοῦ πιὰ «οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λεύ­θε­ρος…πάν­τες γὰρ ὑ­μεῖς εἰς ἐ­στε ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ»(Γαλ. 3,28). Ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ὅ­πως ἔ­γρα­ψε ση­μαν­τι­κὸς ἱ­στο­ρι­κός τῆς ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας, «ἦτο κέν­τρον τῆς πο­λυ­ει­δοῦς ἀ­γά­πης, ἄ­συ­λον τῶν πο­νε­μέ­νων, τῶν ἀ­στέ­γων, τῶν τα­ξι­δευ­όν­των. Ἐ­κεῖ ἐ­καλ­λι­ερ­γεῖ­το ἡ πα­ροι­μι­ώ­δης ἀρ­χαί­α φι­λο­ξε­νί­α. Ἐ­κεῖ κα­τὰ τὰ μαῦ­ρα χρό­νια τῶν δι­ωγ­μῶν κα­τέ­φευ­γαν, διὰ νὰ εὕ­ρουν τρο­φὴν καὶ ἀ­νά­παυ­σιν τὰ ὀρ­φα­νὰ καὶ αἱ χῆ­ραι τῶν ἡ­ρώ­ων τῆς πί­στε­ως. Τέ­τοι­α ἦ­σαν τὰ σπί­τια τοῦ Στε­φα­νᾶ εἰς τὴν Κό­ριν­θον, τῆς Τα­βί­ας εἰς τὴν Σμύρ­νην, τοῦ Πού­δεν­τος καὶ τῆς Κλαυ­δί­ας εἰς τὴν Ρώ­μην, τοῦ Νυμ­φᾶ εἰς τὴν Λα­ο­δί­κειαν, τοῦ Φι­λήμο­νος εἰς τὰς Κο­λοσ­σάς καὶ τό­σα ἄλ­λα». (Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Μαρ­τύ­ρων, Ἀ­θῆ­ναι, σελ. 114).
Οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες θὰ ἀ­κο­λου­θοῦν στὸ ἑ­ξῆς αὐ­τὴ τὴν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς. Ἄλ­λω­στε ὅ­πως το­νί­ζει ὁ γέ­ρων Αἰ­μι­λια­νὸς ὁ Σι­μω­νο­πε­τρί­της «ἂν θέ­λου­με νὰ φτά­σου­με στὸ Θε­ό, πρέ­πει νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θοῦ­με κοι­νω­νι­κὰ». Ὑ­πάρ­χουν ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­σύλ­λη­πτης κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀ­να­φέ­ρου­με με­ρι­κά. Τὸν 3ο αἰ­ῶνα, ὅ­ταν οἱ χρι­στια­νοὶ βί­ω­ναν τὸν πρῶ­το με­γά­λο δι­ωγ­μὸ ἀ­πὸ τὸν Δέ­κιο (249-251) ξέ­σπα­σε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς χει­ρό­τε­ρους λοι­μοὺς ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν σὲ ὅ­λη τὴν αὐ­το­κρα­το­ρί­α καὶ οἱ θά­να­τοι θὰ ἀ­νέρ­χον­ταν σὲ πολ­λὰ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια. Τό­τε θὰ ἀ­νοί­ξουν τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ σπί­τια γιὰ νὰ πε­ρι­θάλ­ψουν τοὺς χι­λιά­δες ἀρ­ρώ­στους, τοὺς ὁ­ποί­ους ἐγ­κα­τέ­λει­παν ἄ­σπλα­χνα οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀ­κό­μα καὶ τοὺς οἰ­κεί­ους τους. Ἡ πε­ρί­φη­μη «Βα­σι­λειά­δα» τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου στὴν Καπ­πα­δο­κί­α τὸν 4ο αἰ­ῶνα θὰ εἶ­ναι συλ­λο­γι­κὸ ἔρ­γο τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν τῆς πε­ρι­ο­χῆς, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέ­φε­ραν ὑ­λι­κὰ μέ­σα καὶ ἐρ­γά­ζον­ταν ὡς ἐ­θε­λον­τὲς στὸ τι­τά­νιο κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο τοῦ με­γά­λου ἱ­ε­ράρ­χη. Χι­λιά­δες ἀ­κό­μα χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, θὰ προ­σφέ­ρουν ἀ­πὸ τὸ ὑ­στέ­ρη­μά τους στὸ θαυ­μα­στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, ὥ­στε νὰ τρέ­φε­ται καὶ νὰ πε­ρι­θάλ­πε­ται ὁ­λό­κλη­ρος ὁ φτω­χὸς πλη­θυ­σμὸς τῆς Βα­σι­λεύ­ου­σας. Ἀλ­λὰ καὶ στοὺς μαύ­ρους χρό­νους τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας τὰ σπί­τια τῶν χρι­στια­νῶν Ρω­μη­ῶν ἦ­ταν ἑ­στί­ες κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς πρὸς τοὺς κα­τα­τρεγ­μέ­νους ρα­γιά­δες, ἀ­κό­μη καὶ πρὸς αὐ­τοὺς τοὺς τυ­ράν­νους Ὀ­θω­μα­νούς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε θαυ­μα­στὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ἀ­να­φέ­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὴ με­τα­στρο­φὴ τοῦ δερ­βί­ση τοῦ Βρα­χω­ρί­ου (Ἀ­γρι­νί­ου) Χα­σάν, στὰ 1814, στὸ Χρι­στι­α­νι­σμό, χά­ρη στὴ φι­λό­ξε­νη ἀ­γά­πη τα­πει­νοῦ ἱ­ε­ρέ­α τῆς πό­λε­ως. Ὁ ἰ­σχυ­ρὸς δερ­βί­σης τῆς πε­ρι­ο­χῆς Χα­σάν, θαυ­μά­ζον­τας τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης καὶ ἀ­νε­ξι­κα­κί­ας, ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε χρι­στια­νός, ἀλ­λὰ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ στε­φθῆ μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο, εἶ­ναι ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Ἰ­ω­άν­νης ὁ ἐξ Ἀ­γα­ρη­νῶν! Ἐ­πί­σης ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Μι­χα­ήλ ὁ ἀρ­το­ποι­ός, ποὺ μαρ­τύ­ρη­σε ἐ­δῶ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη τὸ 1542, μοί­ρα­ζε ψω­μὶ σὲ πει­να­σμέ­νους τῆς πό­λε­ως, χρι­στια­νούς, μου­σουλ­μά­νους καὶ ἰ­ου­δαί­ους. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ πρό­σφα­τη ἱ­στο­ρί­α μᾶς μαρ­τυ­ρεῖ τὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­γά­πης, τοῦ ἀλ­τρου­ϊσμοῦ καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Στὰ χρό­νια τῆς Κα­το­χῆς χι­λιά­δες ἑλ­λη­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες προ­σέ­φε­ραν ἀ­νε­κτί­μη­τες ὑ­πη­ρε­σί­ες πρὸς τὸν δο­κι­μα­ζό­με­νο λα­ό. Τὸ λι­γο­στὸ ψω­μὶ τὸ μοι­ρά­ζον­ταν οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς ἴ­διας αὐ­λῆς γιὰ νὰ ἐ­πι­ζή­σουν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ νὰ μὴ χα­θῆ κα­νείς. Δὲ δί­στα­ζαν νὰ κρύ­βουν δι­ω­κό­με­νους καὶ νὰ  πε­ρι­θάλ­πουν τραυ­μα­τι­σμέ­νους. Δὲ εἶ­χαν κα­νέ­να ἐν­δοια­σμὸ νὰ κρύ­ψουν κα­τα­ζη­τού­με­νους ἀ­πὸ τοὺς Γερ­μα­νοὺς κα­τα­κτη­τές, Ἕλ­λη­νες Ἰ­ου­δαί­ους τὸ θρή­σκευ­μα, δι­α­κιν­δυ­νεύ­ον­τες νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν αὐ­τοὶ καὶ τὰ παι­διά τους στὸ ἐ­κτε­λε­στι­κὸ ἀ­πό­σπα­σμα. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ταν κα­τέρ­ρευ­σε ὁ ἄ­ξο­νας καὶ οἱ ἀ­πάν­θρω­ποι Να­ζὶ ἔ­σφα­ζαν ἀ­νη­λε­ῶς τοὺς πρώ­ην συμ­μά­χους τους Ἰ­τα­λούς, οἱ ἑλ­λη­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες ἄ­νοι­ξαν τὰ σπί­τια τους καὶ μὲ θαυ­μα­στὴ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α ἔ­κρυ­ψαν, πε­ρι­έ­θαλ­ψαν καὶ ἔ­σω­σαν χι­λιά­δες ἀ­πὸ αὐ­τούς!
Πα­λι­ὲς μνῆ­μες μᾶς φέρ­νουν με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες πί­σω, ὅ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια δὲν εἶ­χε χά­σει τὴν ἐ­δῶ καὶ αἰ­ῶ­νες ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη μορ­φή της. Με­ρι­κοὶ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται για­τί πρὶν ἀ­πὸ σα­ράν­τα–πε­νήν­τα χρό­νια, σὲ ἐ­πο­χὴ με­γά­λων προ­βλη­μά­των, ἦ­ταν σχε­δὸν ἄ­γνω­στο τὸ ἄγ­χος καὶ ἡ ση­με­ρι­νὴ πρω­το­φα­νής ἀ­γω­νι­ώ­δης προ­σπά­θεια γιὰ ἐ­πι­βί­ω­ση. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὅ­τι λει­τουρ­γοῦ­σε ἀ­κό­μη ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἀ­λη­θι­νὸ κα­τα­φύ­γιο γιὰ τὰ μέ­λη της. Τὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα τοῦ ἑ­νός, ἦ­ταν πρό­βλη­μα γιὰ ὅ­λους!

*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010

Όσο αδικούμε τους διπλανούς μας, δε μάς σώζουν ούτε οι προσευχές





Το παρακάτω χωρίο από τον προφήτη Ησαϊα διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται τούτες τις μέρες των Θεοφανείων.
Σαν να μάς χτυπάει καμπανάκι συναγερμού η Μάνα -Εκκλησία για τις πρoϋποθέσεις του γιορτασμού της μεγάλης μέρας.
Όσο αδικούμε τους διπλανούς μας, δε μάς σώζουν ούτε οι προσευχές, ούτε οι μεγάλοι σταυροί και οι
 
 
 
επιδεικτικές μετάνοιες, ούτε τα προσκυνήματα,  ούτε οι αγιασμοί και τα τροπάρια, ούτε ακόμη  η Θεία Κοινωνία.
Μάλλον κρίμα και κατάκριμα μάς γίνονται όλες αυτές οι αγιαστικές πράξεις όταν δεν σεβόμαστε τις ζωντανές εικόνες του Χριστού που είναι ολόγυρα μας, δεν διαμαρτυρόμαστε για το άδικο που γίνεται σε βάρος των αδύνατων συμπολιτών μας, και όταν δεν φροντίζουμε να απαλύνουμε τις δυσκολίες τους κατά τη δύναμη μας ο καθένας. 

Προφητείας Ησαϊου τό ανάγνωσμα
(Κεφ. 1, 16-20)
Τάδε λέγει Κύριος.
Λούσασθε, καί καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τάς πονηρίας υμών από τών ψυχών υμών, απέναντι τών οφθαλμών μου, παύσασθε από τών πονηριών υμών.
Μάθετε καλόν ποιείν, εκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε αδικούμενoν, κρίνατε ορφανώ, καί δικαιώσατε χήραν.
Καί δεύτε καί διαλεχθώμεν, λέγει Κύριος, καί εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, εάν δέ ώσιν ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ.
Καί εάν θέλητε, καί εισακούσητέ μου, τά αγαθά τής γής φάγεσθε, εάν δέ μή θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται, τό γάρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα.

Ο θάνατος τών νηπίων και η σωτηρία τους-Γιατί ο Θεός το επιτρέπει;-Του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.



09ΙΑΝ

croos-cross-88888

Πολλοί αναρωτιούνται για το λόγο που ο Θεός επιτρέπει το θάνατο νηπίων, καθώς είναι τόσο αθώα για να υποστούν κάτι τέτοιο τόσο πρόωρα! Και τέτοιες απορίες είναι λογικές όταν έχουμε προσηλωμένο το βλέμμα μας στον παρόντα αιώνα ΜΟΝΟ. Αν όμως πάψουμε να βλέπουμε τα πράγματα τόσο υλιστικά, και αναλογιστούμε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά ένα μόνο στάδιο στην αιώνια πορεία τών αθανάτων ψυχών μας, όλες σχεδόν οι απορίες λύνονται…
Τα παρακάτω, αποτελούν απόσπασμα από το βιβλίο: «Η Ζωή μετά τον Θάνατο» του Σεβ. Ι. Βλάχου, σελ. 101 – 116.
Το θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ’ ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό τής ψυχής από το σώμα, αφετέρου δε, θα τονιστούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές που μας απασχολούν.
Η μικρή πραγματεία του  αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για  τα  νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή, πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για  τον Κυβερνήτη τής Καππαδοκίας Ιέριο, o όποιος έθεσε το ερώτημα «τι χρη γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ’ ων μικρού δειν η γένεσις τω θανάτω συναπτεται». Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τι πρέπει  να  γνωρίζουμε για  όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται o θάνατος με την γέννηση τους [Βλ. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και έξης].
Αρχίζοντας o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση  αυτού  του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία  να  επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, που τον αποκαλεί «άριστο» και «τιμία κεφαλή». Πέραν  από  του  να  είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται  από  την εισαγωγή του έργου ότι o Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα, αφού διακρινόταν για  την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για  το ενδιαφέρον του για  τις ψυχές των ανθρώπων, που τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για  ιδιοτέλεια.
Επίσης,  από  την εισαγωγή του  κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο που συνέγραψε την πραγματεία αυτή o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω  από  το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να  ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτη.
Ο Ιέριος μαζί με όλα τα  άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα  να ζητά  να  πληροφορηθεί για  τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα  γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή.
Το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. o Άγιος Γρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. O άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανάπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα  να  ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η “ψυχή του νηπίου θα κριθεί  από  τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Και αυτός o προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση. Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση, γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος  να  κερδίσουν αυτό που ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του  Θεού, τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους. Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς  να  μη ζει πολύ.
Μετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του  προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από  την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα  μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του Θεού, γι’ αυτό αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!  Ως ανεξερεύνητα τα  κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού.  Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α’ Κορ. 2/β΄ 1, 15). Ωστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη που φωτίζει όσους την έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του  θέματος με μία λογική σειρά.
Το πρώτο που λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται  από  τον Θεό. Άλλωστε, όλα τα  όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον εαυτό τους. Η άκτιστη φύση, που ανήκει στον Θεό, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται  από  ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός o χώρος είναι o πιο κατάλληλος γι’; αυτήν την ασώματη φύση. Εδώ o Άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για  το σώμα των αγγέλων, που το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. “Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Γι’ αυτό o Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη  από  την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο, ώστε  να  ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, o άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται  από  νοερό και αισθητό.
Το δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του  ανθρώπου αποβλέπει στο να  δοξάζεται o Θεός μέσα σε όλη την κτίση, διά της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μία νοητή ζωή διά της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η έξοδος της τροφής  από  το σώμα αφήνει μία δύναμη σε αυτό, έτσι και στο  νοερό δίνει ζωή η μετουσία του  όντως όντος.
Επομένως, η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του  Θεού. Για  κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι o οφθαλμός του  ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του  ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του Θεού γίνεται με το νοερό του  ανθρώπου. Η ζωή, λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Θεού. Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του Θεού,στον βαθμό που την χωρεί η ψυχή. Η άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.
Η απομάκρυνση  από  την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του  ανθρώπου o Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του  κακού. Κακό είναι  να  απομακρυνθεί κανείς από τον Θεό και να  μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να  επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του  νοερού της ψυχής, και, φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο τού ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.
Εκείνο που σημειώνει εδώ o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι’ αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την γνώση Του, πού είναι ζωή για  τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι’ αυτό απαιτείται θεραπεία του  νοερού τής ψυχής, ώστε να δει το Φως και να αποκτήσει μέθεξη Θεού.
Η ανθρώπινη φύση πλάσθηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, o σκοπός τής δημιουργίας του  ανθρώπου,  να  ενωθεί με τον Θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής τής ζωής και η εκπλήρωση του  σκοπού του  ανθρώπου, που είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του  Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια τής ψυχής του ανθρώπου και όλης του τής υπάρξεως.
Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Η δυνατότητα των οφθαλμών να  βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην όραση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι’ αυτόν τον λόγο η μακαρία ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα  τής ψυχής αισθητήρια». Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του  Θεού, δεν μετέχουν του  Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση τής ασθενείας του νοερού τής ψυχής.
Το τρίτο σημείο πού συνδέεται με τα  προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Η απόλαυση αυτής τής ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση τής υγείας τής ψυχής. Αυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθεί ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως τής υγείας ή τής ασθενείας τής ανθρώπινης φύσεως.
Αυτό μπορεί  να  κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και o ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη, έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ o άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμιά συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε o πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απολαύσει το φως του, ενώ o δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του.
Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι ή απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ο ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, που είναι ή ακαθαρσία του  διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή. Ο άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται  από  το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής που είναι η κοινωνία με τον Θεό.
Εάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του  ανθρώπου, o οποίος ανάλογα με τον τρόπο τής ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό τής ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο  νήπιο γίνεται κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέ­χθηκε  από  την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθεί και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι’ αυτό, καθώς είναι άπειρο στο  κακό, δεν εμποδίζεται  από  καμιά ψυχική ασθένεια  να  απολαύσει την μετουσία του Φωτός.
Ή διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μάς δίνει την ευκαιρία  να  υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του  ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ο άνθρωπος  από  την γέννησή του βιώνει τον φωτισμό τού νοός. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα  νήπια ακόμη μπορούν να  έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. Ο άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα  όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας εστραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο, σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελό τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των αγίων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά.
Γι’ αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει ή δυτική θεολογία, ότι o άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι o άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, o νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Η κληρονόμηση του  προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα, έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του  χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα  πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής. Πραγματικά, τα  αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτοτητα και την θνητότητα, και o σκοτασμός του  περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών.
Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα  νήπια έχουν καθαρό νου, o οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε; Ή απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι διά τού αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε  από  την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του  Χριστού, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα  να  νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, μέλη του  Σώματος του Χριστού, ώστε  να  υπερβούν τον θάνατο, να  νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται o νους τους  από  τα  πάθη και τον σκοτασμό του  περιβάλλοντος,  να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Χριστώ, να  υπερβούν τα  πάθη και  να  καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής.
Αν έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά  από  τα  πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του νοός. Πέρα  από  αυτά, με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενωμένοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων,  να  νικήσουν τον θάνατο και  να  φθάσουν στην θέωση. Ο βαθύτερος σκοπός του  βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι  να  φθάσουν στην θέωση, που επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.
Επειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι’ αυτό θα μού επιτραπεί να  αναφέρω τον λόγο του  αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των τής ψυχής ομμάτων προς την του  φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον τής εκ του  καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ο νους του  νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για  την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι’ αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του  Θείου Φωτός.
Πάντοτε o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα  από  την παρούσα ζωή για   να  εξηγήσει την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει  μια αναλογία μεταξύ τού  τρόπου τής παρούσης ζωής και του  τρόπου τής μελλούσης. Όπως τα νήπια καταρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια  τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Μετέχει τής ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό το λέγει o Απόστολος Παύλος, o οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους με γάλα, έπειτα  σε  όσους συμπλήρωσαν το μέτρο τής νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή.
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. Ο άνδρας ευχαριστείται  από τις επιχειρήσεις που κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα  δώρα και τις τιμές των άλλων, από  την οικογενειακή ζωή,  από  τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά τής παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο.
Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέσει με τα  πνευματικά αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη πού απέκτησαν  από  αυτήν την ζωή. Η ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη  από την θεωρία του όντος.
Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του Θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία τού Θεού, από την Θεία Του Χάρη, Και, φυσικά, με την θεωρία τού Θεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, o Θεός εμφανίζεται  σε  όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται».
Η σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του Θείου Φωτός. Ο άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την Θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό είναι ανεξάρτητο  από την σωματική ηλικία που βρίσκεται o άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα  σε  αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς  να  βλέπει την μελλοντική κατάσταση του  ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του  νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί  μια τέτοια σύγκριση «άωρος o τοιούτος έστι», δηλαδή είναι o ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.
Το τέταρτο σημείο πού αναλύει o Άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί o Θεός επιτρέπει  να  πεθάνει το νήπιο  σε  τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για  την μετουσία του  Θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα  χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί o Θεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο  από  την ζωή αυτή. Απαντώντας αυτό ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς  να  ενοχοποίηση τον Θεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα  παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως. Τις περιπτώσεις όμως πού τα  νήπια φεύγουν  από  τον κόσμο αυτό  από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη που δεν θεραπεύει απλώς τα  πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο  να  μη γευθεί και εκείνα που πρόκειται  να  γίνουν στο μέλλον. Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό, είναι φυσικό  να  εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να  μην ολοκληρωθεί στο κακό.
Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις o Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει o Θεός  από  αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε  από  τα  μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.
Για  να  κάνη o Άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία τού Θεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα. Ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, o όποιος γνωρίζει αφενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφετέρου δε γνωρίζει πολύ καλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός o επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να  εμποδίζει, ώστε o καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε o άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε o υγιής να περιπέσει στην αηδία, λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν o επιστάτης διαπίστωση ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. Υπάρχει περίπτωση o άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί, ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς που μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομακρύνει  από  το πάθος της αμέτρου πλησμονής.
Το παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή. Τραπέζι είναι o ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Η ζωή, όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μέλι, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο.
Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας  να  φθάσουν  σε  παραφορά,  να  χάσουν, δηλαδή, τα  μυαλά τους, και σε άλλους προκαλούν εμετό. Ο επιστάτης του  τραπεζιού αυτού, που είναι o Θεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε  να  μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν  από  την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.
Έτσι, η Θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή o Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνη κακή χρήση του  κόσμου όταν μεγαλώσει, γι’ αυτό το αποσπά  από  το συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξάσκηση την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φι­λανθρωπία του  Θεού.
Το έκτο σημείο, πού είναι συνέχεια του  προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί o Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει  να  γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός o άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται o πατέρας του, o όποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του; Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις»,  σε  αυτούς, δηλαδή, που είναι ευγνώμονες στον Θεό. Και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα όποια δεν μπορεί  να  κατανόηση η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» τού Θεού είναι διαφορετική από την λογική του  ανθρώπου.
Ισχυρίζεται o Άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί o Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. Ο Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο  από  την αρετή και την αλήθεια. Έτσι, άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα  νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε o Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει  σε ένα καλύτερο σκοπό.
Επιτρέπεται και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε o Θεός  να  παρουσιασθεί o Αιγύπτιος τύραννος για   να  παιδευθεί o Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από  την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε  να  μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και απόκτηση τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα  κτυπήματα και o σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου.
Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα. Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απόλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν  από  τους ίδρωτες της αρετής.  Σε  αυτό o Άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα  δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για  την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για  την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα τής αμαρτίας και των παθών.
Επομένως, τα  νήπια αφαρπάζονται πρόωρα  από  την ζωή με την οικονομία του Θεού, για   να  μην περιπέσουν σε  δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους, που βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια και την σοφία του  Θεού*.
Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού o Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού.
Το γεγονός είναι ότι τα  νήπια πού φεύγουν πρόωρα  από  την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς που αγωνίσθηκαν  να καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια του  Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του  άκτιστου Φωτός είναι φυσική κατά­σταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν  να  στερηθούν τα  νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν  να  φθάσουν στην θέωση.
Μεταγραφή: Θωμάς Δρίτσας.
* Για παράδειγμα, θα μπορούσε κάποιος να διαφυλαχθεί στη ζωή, χάριν τών απογόνων του, που κατά την πρόβλεψη τού Θεού θα σώζονταν, ή θα έσωζαν άλλους. Ίσως κάποιου, χάριν τού κακού του παραδείγματος, που σε καλής προαίρεσης ανθρώπους, θα αποτελούσε αιτία και μέτρο αποφυγής τής κακίας. Ή άλλος θα μπορούσε κατά το τέλος τής ζωής του να έρθει σε μετάνοια και σωτηρία.
Πολλά ακόμα πιθανολογήματα θα μπορούσαμε να πούμε, τα οποία μόνο ο Θεός γνωρίζει πώς ακριβώς εφαρμόζονται στον κάθε άνθρωπο, σε συνάρτηση με τη δική του σωτηρία, ή τών συνανθρώπων του, πάντα προς το καλύτερο συμφέρον τού ιδίου ή τών πολλών

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΑΘΕΟΥ


 

 
Μία μοναδική συζήτηση καταπέλτης μεταξύ του Γέροντα Επιφανείου και ενός άθεου, τέτοια που εμείς, ακόμα και ως κατηχητές, δύσκολα θα κάναμε.
 
Την Κυριακή μετά τα Φώτα γίνεται λόγος για τον φωτισμό του ανθρωπίνου γένους από τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους, Προφήτες, Ευαγγελιστές, Ποιμένες, Διδασκάλους.

Αυτό είναι ο ανθρώπινος βίος. Άμμος… (Αγ.Γρηγορίου Νύσσης)



09ΙΑΝ

 AMMOS
«Εάν κάποιος, κυριευθεί από την πλεονεξία, και σαν άλλη θάλασσα, επεκτείνει την υπερβολική επιθυμία για τα κέρδη, που τρέχουν μέσα σε αυτήν από παντού με τρόπο άπληστο, αυτός, βλέποντας προς την πραγματική θάλασσα, ας θεραπεύσει το πάθος του.
Γιατί, όπως εκείνη δεν ξεπερνάει το όριό της, μολονότι δέχεται αμέτρητες ποσότητες υδάτων, που εισρέουν σε αυτήν, αλλά παραμένει στο ίδιο σημείο, σαν να μην έχει προστεθεί σε αυτήν καμία νέα ποσότητα νερού, κατά τον ίδιο τρόπο και ο άνθρωπος, όταν παραμένει στα όριά του, απολαμβάνοντας τα αγαθά, τα οποία αποκτά, δεν μπορεί να συναυξάνει μαζί με τον πλούτο των αγαθών και τη λαιμαργία της απόλαυσης.
Αλλά, ενώ δεν σταματά η εισροή των αγαθών μέσα του, διατηρεί στα μέτρα της την επιθυμία της απόλαυσης. Εφόσον, λοιπόν, δεν μπορεί η απόλαυση να ξεπεράσει τα φυσικά της όρια,
για ποιο λόγο να επιδιώκουμε τις πλέον αυξήσεις των εσόδων, τη στιγμή που ποτέ δεν προσφέρουμε από το πλεόνασμα, το οποίο προκύπτει από τα νεότερα κέρδη, προκειμένου να ελεήσουμε τους άλλους;
Επειδή όμως, όπως ερμηνεύσαμε την έννοια της ματαιότητας, ματαιότητα είναι ή λόγος ανόητος, ή πράγμα ανώφελο, νομίζω ότι καλά αρχίζει ο Εκκλησιαστής από αυτό το σημείο το λόγο. Και αυτό για να μην θεωρήσουμε ως υπαρκτό τίποτε από όσα γίνονται, ούτε και από όσα λέγονται, εφόσον αποβλέπει προς αυτόν εδώ το σκοπό, δηλαδή στην παρούσα ζωή.Γιατί κάθε ανθρώπινη προσπάθεια που καταβάλλεται για κάτι πέρα από τη ζωή, μοιάζει με τα παιχνίδια που παίζουν στην άμμο τα νήπια. Γι’ αυτά η απόλαυση των έργων σταματά μαζί με την προσπάθεια για τα έργα. Γιατί μόλις σταματήσουν να χτίζουν, σωριάζεται και η άμμος γύρω της, χωρίς να αφήσει κανένα σημάδι των κόπων, που κατέβαλαν τα παιδιά.
Αυτό είναι ο ανθρώπινος βίος. Άμμος η φιλοδοξία, άμμος η εξουσία, άμμος ο πλούτος, άμμος καθετί που απολαμβάνουν σωματικά οι άνθρωποι με κόπο. Μέσα σε αυτά τα ανύπαρκτα ματαιοπονούν τώρα οι μικρόψυχοι και υποβάλλονται σε πολλούς κόπους για το κάθε ένα από αυτά, και μόνο όταν εγκαταλείψουν το χώρο της άμμου, εννοώ τη σωματική ζωή, τότε θα καταλάβουν καλά την ματαιότητα της εδώ διαμονής. Γιατί η απόλαυση μένει πίσω μαζί με τη υλική ζωή, ενώ δεν παίρνουν μαζί τους τίποτε άλλο εκτός από την συνείδηση μόνο».
(Από τον πρώτο λόγο του αγ. Γρηγορίου Νύσσης, «Εις τον Εκκλησιαστήν», Π. Μπρούσαλη).-Εχ Protestant

Όσιος Αντίπας ο Αθωνίτης


Όσιος Αντίπας ο ΑθωνίτηςΒιογραφία
Ο Όσιος Αντίπας γεννήθηκε το 1816 μ.Χ. στο Καλαποδέστι Ρουμανίας, στην περιοχή του Μπουζάου από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους, το διάκονο Κονσταντίν Λουτσιάν και την Αικατερίνη Μανάσε, που αργότερα έγινε μοναχή με το όνομα Ελισάβετ. Το κοσμικό όνομα του Οσίου ήταν Αλέξανδρος. Από την παιδική του ηλικία αγαπούσε το μοναχικό βίο, γι' αυτό έγινε μοναχός. Ασκήτεψε για πολλά χρόνια στο Άγιον όρος, στη Μονή Τιμίου Προδρόμου της Μολδαβίας της Ρουμανίας και κατέληξε στο νησί Λάντογκα, κοντά στη Φιλανδία, όπου μόνασε στη Μονή Βάλαμο. Εκεί ο Όσιος Αντίπας μετέφερε το ησυχαστικό πνεύμα του Αγίου Όρους και αφού έζησε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη το 1882 μ.Χ.




  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...