Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΤΟΥ ΑΛΤΡΟΥΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ



Λάμπρος Κ. Σκόντζος
Θε­ο­λό­γος–Κα­θη­γη­τής
Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖ­ο θε­σμὸ στὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἐν­σαρ­κώ­νει ὅ­λες τὶς ὑ­ψη­λὲς ἀ­ξί­ες τοῦ παγ­κο­σμί­ου κώ­δι­κα ἀ­ξι­ῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τοὺς Ἕλ­λη­νες τὴν κύ­ρια μή­τρα, ὅ­που κυ­ο­φο­ρεῖ­ται μὲ ἀ­σφά­λεια ὁ μελ­λον­τι­κὸς «κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς πο­λί­της». Μέ­σα σὲ αὐ­τὴ ἔρ­χον­ται στὸν κό­σμο νέ­α ἀν­θρώ­πι­να πρό­σω­πα καὶ παίρ­νουν τὰ πρῶ­τα ἠ­θι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἐ­φό­δια, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ φέ­ρουν ἐ­σα­εί, ὠ­φε­λών­τας τὸν ἑ­αυ­τό τους καὶ τὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο.
Τὸ θε­μέ­λιο τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς ὑ­πό­στα­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὸ ἀν­δρό­γυ­νο. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ ἰ­σχυ­ρό­τα­τος δε­σμός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἑ­νώ­νει καὶ συν­τη­ρεῖ τὴ γα­μι­κὴ ἕ­νω­ση ὡς τὰ ἔ­σχα­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ζευ­γα­ριοῦ. Γνή­σια ἀ­γά­πη ἐν­νο­οῦ­με τὴν ἀ­γά­πη ἐ­κεί­νη ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ τὸ πρό­σω­πο ποὺ ἀ­γα­πᾶ γιὰ χά­ρη τοῦ ἀ­γα­πω­μέ­νου προ­σώ­που. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι μας πρό­γο­νοι, πα­ρ᾿  ὅ­λες τὶς ἀν­τι­λή­ψεις ποὺ ἔ­τρε­φαν γιὰ τὴ γυ­ναί­κα, κα­τὰ κα­νό­να, τι­μοῦ­σαν τὸ γά­μο. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο πὼς εἶ­χαν ἀ­να­θέ­σει τὴ φύ­λα­ξη τῆς συ­ζυ­γι­κῆς πί­στης στὴ σύ­ζυ­γο τοῦ ὑ­πά­του τῶν θε­ῶν, τὴν Ἥρα. Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς ἔ­χει δώ­σει ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα–πρό­τυ­πα ὑ­πέ­ρο­χων ἀν­δρο­γύ­νων. Ἀ­να­φέ­ρου­με τὸν Ὀρ­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φτα­σε ὡς τὸν Ἅ­δη προ­κει­μέ­νου νὰ συ­ναν­τή­ση τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του νε­κρὴ σύ­ζυ­γοΕὐ­ρυ­δί­κη καὶ μὲ τὸ πά­θος τῆς ἀ­γά­πης του νὰ τὴν ἀ­να­στή­ση. Τὴ Φαί­δρα ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σε τὸ σύ­ζυ­γό της Ἱπ­πό­λυ­το στὸ θά­να­το. Τὴν ἀ­γά­πη τῆς Ἄλ­κι­στης γιὰ τὸ σύ­ζυ­γό της Ἄδ­μη­το, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φτα­σε νὰ πε­θά­νη ἐ­κεί­νη στὴ θέ­ση του, ὅ­πως ὅ­ρι­ζαν οἱ θε­οί. Τὴν παν­το­τι­νὴ πί­στη τῆς Ἀν­δρο­μά­χης στὸν σκο­τω­μέ­νο σύ­ζυ­γό της Ἕ­κτο­ρα καὶ τὴ θαρ­ρα­λέ­α ἀ­πό­κρου­ση ἀ­πὸ μέ­ρους της τοῦ ἔ­ρω­τα τοῦ Πύρ­ρου. Τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση καὶ τὴν πί­στη τῆς ὑ­πέ­ρο­χης Πη­νε­λό­πης, ἡ ὁ­ποί­α γιὰ εἴ­κο­σι χρό­νια πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πε­ράν­θρω­πη καρ­τε­ρί­α τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο της σύ­ζυ­γο Ὀ­δυσ­σέ­α. Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ δι­η­γή­σεις ἦ­ταν πρό­τυ­πα τῆς ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς εἰ­σα­γό­με­νες ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ δι­α­λυ­τι­κὲς θρη­σκευ­τι­κὲς πρα­κτι­κές, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ λε­γό­με­νη «ἱ­ε­ρὴ πορ­νεί­α» καὶ ἡ ἐν­θάρ­ρυν­ση τῆς μοι­χεί­ας, πα­ρέ­μει­νε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ στυ­λο­βά­της τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς στα­θε­ρό­τη­τας καὶ γα­λή­νης. 
Ἀρ­γό­τε­ρα μὲ τὸ μή­νυ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ὁ θε­σμὸς τοῦ γά­μου θὰ πά­ρη ἄλ­λες δι­α­στά­σεις. Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως κι­ό­λας ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν ἕ­νω­ση ἄρ­ρε­νος καὶ θή­λε­ος. Ἡ ἐ­ναλ­λα­γὴ ἑ­νι­κοῦ πλη­θυν­τι­κοῦ στὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που θέ­λει νὰ φα­νε­ρώ­ση αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴ θέ­ση: «Ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν ἄν­θρω­πον, κα­τ᾿ εἰ­κό­να Θε­οῦ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τόν, ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τοὺς» (Γεν. 1,27). Σύμ­φω­να μὲ τὴ βι­βλι­κὴ δι­ή­γη­ση, ὁ ἄν­θρω­πος λο­γί­ζε­ται ὡς ἡ ἀλ­λη­λο­συμ­πλή­ρω­ση ἄν­δρα καὶ γυ­ναί­κας. Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος ὄ­χι μό­νο τί­μη­σε τὸ γά­μο, μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α Του στὴν Κα­νὰ καὶ δί­δα­ξε τὸ ἀ­κα­τά­λυ­το τῆς γα­μι­κῆς ἕ­νω­σης, λέ­γον­τας: «Ὁ ποι­ή­σας ἀ­π᾿ ἀρ­χῆς ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ…ἕ­νε­κεν τού­του κα­τα­λεί­ψει ἄν­θρω­πος τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ τὴν μη­τέ­ρα καὶ κολ­λη­θή­σε­ται τῇ γυ­ναι­κὶ αὐ­τοῦ, καὶ ἔ­σον­ται οἱ δύ­ο εἰς σάρ­καν μί­αν» καὶ συ­νε­χί­ζει ὁ Χρι­στός: «Ὥ­στε οὐ­κέ­τι εἰ­σὶ δύ­ο, ἀλ­λὰ σὰρξ μί­α, ὃ οὖν ὁ Θε­ὸς συ­νέ­ζευ­ξεν, ἄν­θρω­πος μὴ χω­ρι­ζέ­τω» (Ματθ. 19, 4-6), πα­ρ᾿ ἐ­κτὸς λό­γου μοι­χεί­ας, «διὰ τὴν σκλη­ρο­καρ­δί­αν ὑ­μῶν» (αὐ­τό­θι). Τὴν ὀρ­γα­νι­κὴ ἕ­νω­ση τῶν συ­ζύ­γων θὰ ἐ­πα­να­λά­βη ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ ἀ­να­γά­γη τὸ γά­μο εἰς «μέ­γα μυ­στή­ριον εἰς Χρι­στὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν» (Ἐφ. 5,32), εἰς τύ­πο καὶ εἰ­κό­να τῆς ἑ­νώ­σε­ως Χρι­στοῦ καὶ Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ γα­μι­κὴ ἕ­νω­ση ἁ­γι­ά­ζον­ται οἱ σύ­ζυ­γοι, καὶ  ὁ γά­μος δὲν ὑ­στε­ρεῖ ἔ­ναν­τι τῆς παρ­θε­νί­ας,«οἱ ἔ­χον­τες γυ­ναί­κας ὡς μὴ ἔ­χον­τες» (Α΄Κορ. 7,29).          
Καρ­πὸς τῆς συ­ζυ­γι­κῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι τὰ παι­διά, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει ὅ­τι «ἅ­για εἰ­σίν»(Α΄Κορ. 7,14). Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὡς «νε­ό­φυ­τα ἐ­λαι­ῶν, κύ­κλῳ τῆς τρα­πέ­ζης» (Ψαλ. 117,3). Ἡ πα­ρου­σί­α τους στὸν κό­σμο εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ, δι­ό­τι Αὐ­τὸς κα­ταρ­τί­ζει ἀ­κό­μα καὶ αἶ­νο «ἐκ στό­μα­τος νη­πί­ων καὶ θη­λα­ζόν­των» (Ψαλ. 8,2). Τὴν πρώ­τι­στη ἀ­ξί­α ποὺ θὰ βι­ώ­ση τὸ βρέ­φος, τὸ παι­δί, ὁ ἔ­φη­βος, θὰ εἶ­ναι ἡ ἄ­δο­λη ἀ­γά­πη τῶν γο­νι­ῶν του καὶ τῶν ἄλ­λων με­λῶν τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Εἰ­δι­κὰ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ξε­πη­δᾶ ἀ­πὸ τὰ μη­τρι­κὰ στή­θη εἶ­ναι κα­θο­ρι­στι­κὴ γιὰ τὴν ζω­ὴ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ πο­λί­τη. Ἡ χρι­στια­νὴ μη­τέ­ρα εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος παι­δα­γω­γὸς τοῦ παι­διοῦ της. Μὲ τὸ γλυ­κὸ της λό­γο καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μά της στα­λά­ζει στὴν ψυ­χὴ τοῦ στα­γό­να–στα­γό­να τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση τῆς ἀ­γά­πης καὶ τοῦ ἀλ­τρου­ϊσμοῦ νὰ τὰ ἔ­χη ἐ­φό­δια στὴ ζω­ή του, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὸν ἀν­θρω­πι­σμό του. Ὁ Στά­ρετς Ζω­σι­μᾶς στοὺς ἀδελ­φοὺς Κα­ρα­μα­ζὼφ τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι τό­νι­σε πὼς «ἐ­κεῖ­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χη κα­λὲς ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α, εἶ­ναι σω­σμέ­νος σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ή».      
Ἀ­γά­πη καὶ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η θὰ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν μέ­σα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα πρό­σω­πα, ὅ­πως εἶ­ναι τὰ γη­ραι­ὰ ἄ­το­μα. Σὲ και­ροὺς ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε καμ­μιὰ κοι­νω­νι­κὴ πρό­νοι­α γιὰ τοὺς ἀ­πό­μα­χους τῆς ζω­ῆς, αὐ­τοὶ βί­ω­ναν τὴν προ­στα­σί­α καὶ τὸ σε­βα­σμὸ τῶν νε­ο­τέ­ρων με­λῶν. Ἀ­ξί­ζει νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Αἰ­νεί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τὰ τὴν ἅ­λω­ση τῆς Τροί­ας, πα­ρά­τη­σε ὅ­λα τὰ πο­λύ­τι­μα ὑ­πάρ­χον­τά του, μα­ζὶ καὶ τὰ σα­κκιὰ μὲ τὸ χρυ­σά­φι καὶ φορ­τώ­θη­κε στὴν πλά­τη του τὸν γέ­ρο πα­τέ­ρα του Ἀγ­χί­ση γιὰ νὰ τὸν σώ­ση ἀ­πὸ τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸ βέ­βαι­ο θά­να­το. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀρ­γό­τε­ρα θὰ στη­λι­τεύ­ση τὰ φαι­νό­με­να ἄρ­νη­σης κά­ποι­ων νὰ πα­ρα­με­λοῦν τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους ὡς ἑ­ξῆς: «Εἰ τὶς τῶν ἰ­δί­ων καὶ μά­λι­στα τῶν οἰ­κεί­ων οὐ προ­νο­εῖ, τὴν πί­στιν ἤρ­νη­ται καὶ ἐ­στίν ἀ­πί­στου χεί­ρων» (Α΄Τιμ. 5,8). Ἡ ὑ­πη­ρε­σί­α μας σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο, πολ­λῷ δὲ μᾶλ­λον πρὸς τοὺς οἰ­κεί­ους μας καὶ μά­λι­στα πρὸς τοὺς ἔ­χον­τας ἀ­νάγ­κη ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­σή μας ὡς χρι­στια­νοὶ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦ­με τὸν πλη­σί­ον μας ὡς τὸ Χρι­στό. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος τό­νι­σε σχε­τι­κὰ πὼς «ἔ­στι και­ρός, Χρι­στὸν ἐ­πι­σκε­ψώ­με­θα, Χρι­στὸν θε­ρα­πεύ­σω­μεν, Χρι­στὸν θρέ­ψω­μεν, Χρι­στὸν ἐν­δύ­σω­μεν, Χρι­στὸν συ­να­γά­γω­μεν, Χρι­στὸν τι­μή­σω­μεν» (Πε­ρὶ φι­λο­πτω­χεί­ας 40, P.G.35,909B).  
Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι ἀ­νοι­κτὴ ἀ­πὸ τὰ ἀρ­χαί­α χρό­νια πρὸς τὴν κοι­νω­νί­α, δι­ό­τι θε­ω­ροῦ­σε ὡς φυ­σι­κό της κα­θῆ­κον νὰ προ­σφέ­ρη τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ες της στὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι εἶ­χαν ἀ­να­γά­γει τὴ φι­λο­ξε­νί­α ὡς ὕ­ψι­στο κα­θῆ­κον, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­πα­γό­ρευ­ε αὐ­τὸς ὁ Ξέ­νιος Ζεὺς. Θε­ω­ροῦ­σαν ὡς ἔ­σχα­τη ἀ­σέ­βεια πρὸς τὸν ὕ­πα­το τῶν θε­ῶν, τὴν ἄρ­νη­ση τῆς φι­λο­ξε­νί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πέ­σει­ε θε­ϊ­κὴ τι­μω­ρί­α. Στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια τὴ θε­ϊ­κὴ προ­στα­γὴ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς θὰ πά­ρη ἡ ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ὡς προ­σφο­ρὰ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο, ὡς ἀ­δελ­φὸ καὶ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Στὶς «κα­τ᾿  οἶ­κον Ἐκ­κλη­σί­ες» τῆς πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κῆς ἐ­πο­χῆς, ὅ­πως ὀ­νο­μά­ζον­ταν οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἔ­βρι­σκαν κα­τα­φύ­γιο, ἀ­γά­πη, συμ­πό­νια καὶ πε­ρι­ποί­η­ση πλῆ­θος ἀ­να­ξι­ο­πα­θούν­των ἀν­θρώ­πων, ἀ­πό­βλη­τα τοῦ ἀ­πάν­θρω­που ἐ­θνι­σμοῦ. Ἡ τρα­γι­κὴ τά­ξη τῶν δού­λων θὰ πά­ρη τὴ θέ­ση ἰ­σό­τι­μων με­λῶν στὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Ὁ πρώ­ην δοῦ­λος Ὀ­νή­σι­μος θὰ πά­ρη θέ­ση ἀ­δελ­φοῦ στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ πρώ­ην κυ­ρί­ου του Φι­λήμο­να. Ὁ ἅ­γιος Ζη­νᾶς πρώ­ην δοῦ­λος τοῦ ἁ­γί­ου Ζή­ννω­να, ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε ἀ­δελ­φός του, ἀλ­λὰ ἀ­κο­λού­θη­σε στὸ μαρ­τύ­ριο τὸν πρώ­ην κύ­ριό του, ἀ­φοῦ πιὰ «οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λεύ­θε­ρος…πάν­τες γὰρ ὑ­μεῖς εἰς ἐ­στε ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ»(Γαλ. 3,28). Ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ὅ­πως ἔ­γρα­ψε ση­μαν­τι­κὸς ἱ­στο­ρι­κός τῆς ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας, «ἦτο κέν­τρον τῆς πο­λυ­ει­δοῦς ἀ­γά­πης, ἄ­συ­λον τῶν πο­νε­μέ­νων, τῶν ἀ­στέ­γων, τῶν τα­ξι­δευ­όν­των. Ἐ­κεῖ ἐ­καλ­λι­ερ­γεῖ­το ἡ πα­ροι­μι­ώ­δης ἀρ­χαί­α φι­λο­ξε­νί­α. Ἐ­κεῖ κα­τὰ τὰ μαῦ­ρα χρό­νια τῶν δι­ωγ­μῶν κα­τέ­φευ­γαν, διὰ νὰ εὕ­ρουν τρο­φὴν καὶ ἀ­νά­παυ­σιν τὰ ὀρ­φα­νὰ καὶ αἱ χῆ­ραι τῶν ἡ­ρώ­ων τῆς πί­στε­ως. Τέ­τοι­α ἦ­σαν τὰ σπί­τια τοῦ Στε­φα­νᾶ εἰς τὴν Κό­ριν­θον, τῆς Τα­βί­ας εἰς τὴν Σμύρ­νην, τοῦ Πού­δεν­τος καὶ τῆς Κλαυ­δί­ας εἰς τὴν Ρώ­μην, τοῦ Νυμ­φᾶ εἰς τὴν Λα­ο­δί­κειαν, τοῦ Φι­λήμο­νος εἰς τὰς Κο­λοσ­σάς καὶ τό­σα ἄλ­λα». (Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Μαρ­τύ­ρων, Ἀ­θῆ­ναι, σελ. 114).
Οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες θὰ ἀ­κο­λου­θοῦν στὸ ἑ­ξῆς αὐ­τὴ τὴν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς. Ἄλ­λω­στε ὅ­πως το­νί­ζει ὁ γέ­ρων Αἰ­μι­λια­νὸς ὁ Σι­μω­νο­πε­τρί­της «ἂν θέ­λου­με νὰ φτά­σου­με στὸ Θε­ό, πρέ­πει νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θοῦ­με κοι­νω­νι­κὰ». Ὑ­πάρ­χουν ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­σύλ­λη­πτης κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀ­να­φέ­ρου­με με­ρι­κά. Τὸν 3ο αἰ­ῶνα, ὅ­ταν οἱ χρι­στια­νοὶ βί­ω­ναν τὸν πρῶ­το με­γά­λο δι­ωγ­μὸ ἀ­πὸ τὸν Δέ­κιο (249-251) ξέ­σπα­σε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς χει­ρό­τε­ρους λοι­μοὺς ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν σὲ ὅ­λη τὴν αὐ­το­κρα­το­ρί­α καὶ οἱ θά­να­τοι θὰ ἀ­νέρ­χον­ταν σὲ πολ­λὰ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια. Τό­τε θὰ ἀ­νοί­ξουν τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ σπί­τια γιὰ νὰ πε­ρι­θάλ­ψουν τοὺς χι­λιά­δες ἀρ­ρώ­στους, τοὺς ὁ­ποί­ους ἐγ­κα­τέ­λει­παν ἄ­σπλα­χνα οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀ­κό­μα καὶ τοὺς οἰ­κεί­ους τους. Ἡ πε­ρί­φη­μη «Βα­σι­λειά­δα» τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου στὴν Καπ­πα­δο­κί­α τὸν 4ο αἰ­ῶνα θὰ εἶ­ναι συλ­λο­γι­κὸ ἔρ­γο τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν τῆς πε­ρι­ο­χῆς, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέ­φε­ραν ὑ­λι­κὰ μέ­σα καὶ ἐρ­γά­ζον­ταν ὡς ἐ­θε­λον­τὲς στὸ τι­τά­νιο κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο τοῦ με­γά­λου ἱ­ε­ράρ­χη. Χι­λιά­δες ἀ­κό­μα χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, θὰ προ­σφέ­ρουν ἀ­πὸ τὸ ὑ­στέ­ρη­μά τους στὸ θαυ­μα­στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, ὥ­στε νὰ τρέ­φε­ται καὶ νὰ πε­ρι­θάλ­πε­ται ὁ­λό­κλη­ρος ὁ φτω­χὸς πλη­θυ­σμὸς τῆς Βα­σι­λεύ­ου­σας. Ἀλ­λὰ καὶ στοὺς μαύ­ρους χρό­νους τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας τὰ σπί­τια τῶν χρι­στια­νῶν Ρω­μη­ῶν ἦ­ταν ἑ­στί­ες κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς πρὸς τοὺς κα­τα­τρεγ­μέ­νους ρα­γιά­δες, ἀ­κό­μη καὶ πρὸς αὐ­τοὺς τοὺς τυ­ράν­νους Ὀ­θω­μα­νούς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε θαυ­μα­στὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ἀ­να­φέ­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὴ με­τα­στρο­φὴ τοῦ δερ­βί­ση τοῦ Βρα­χω­ρί­ου (Ἀ­γρι­νί­ου) Χα­σάν, στὰ 1814, στὸ Χρι­στι­α­νι­σμό, χά­ρη στὴ φι­λό­ξε­νη ἀ­γά­πη τα­πει­νοῦ ἱ­ε­ρέ­α τῆς πό­λε­ως. Ὁ ἰ­σχυ­ρὸς δερ­βί­σης τῆς πε­ρι­ο­χῆς Χα­σάν, θαυ­μά­ζον­τας τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης καὶ ἀ­νε­ξι­κα­κί­ας, ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε χρι­στια­νός, ἀλ­λὰ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ στε­φθῆ μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο, εἶ­ναι ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Ἰ­ω­άν­νης ὁ ἐξ Ἀ­γα­ρη­νῶν! Ἐ­πί­σης ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Μι­χα­ήλ ὁ ἀρ­το­ποι­ός, ποὺ μαρ­τύ­ρη­σε ἐ­δῶ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη τὸ 1542, μοί­ρα­ζε ψω­μὶ σὲ πει­να­σμέ­νους τῆς πό­λε­ως, χρι­στια­νούς, μου­σουλ­μά­νους καὶ ἰ­ου­δαί­ους. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ πρό­σφα­τη ἱ­στο­ρί­α μᾶς μαρ­τυ­ρεῖ τὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­γά­πης, τοῦ ἀλ­τρου­ϊσμοῦ καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Στὰ χρό­νια τῆς Κα­το­χῆς χι­λιά­δες ἑλ­λη­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες προ­σέ­φε­ραν ἀ­νε­κτί­μη­τες ὑ­πη­ρε­σί­ες πρὸς τὸν δο­κι­μα­ζό­με­νο λα­ό. Τὸ λι­γο­στὸ ψω­μὶ τὸ μοι­ρά­ζον­ταν οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς ἴ­διας αὐ­λῆς γιὰ νὰ ἐ­πι­ζή­σουν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ νὰ μὴ χα­θῆ κα­νείς. Δὲ δί­στα­ζαν νὰ κρύ­βουν δι­ω­κό­με­νους καὶ νὰ  πε­ρι­θάλ­πουν τραυ­μα­τι­σμέ­νους. Δὲ εἶ­χαν κα­νέ­να ἐν­δοια­σμὸ νὰ κρύ­ψουν κα­τα­ζη­τού­με­νους ἀ­πὸ τοὺς Γερ­μα­νοὺς κα­τα­κτη­τές, Ἕλ­λη­νες Ἰ­ου­δαί­ους τὸ θρή­σκευ­μα, δι­α­κιν­δυ­νεύ­ον­τες νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν αὐ­τοὶ καὶ τὰ παι­διά τους στὸ ἐ­κτε­λε­στι­κὸ ἀ­πό­σπα­σμα. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ταν κα­τέρ­ρευ­σε ὁ ἄ­ξο­νας καὶ οἱ ἀ­πάν­θρω­ποι Να­ζὶ ἔ­σφα­ζαν ἀ­νη­λε­ῶς τοὺς πρώ­ην συμ­μά­χους τους Ἰ­τα­λούς, οἱ ἑλ­λη­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες ἄ­νοι­ξαν τὰ σπί­τια τους καὶ μὲ θαυ­μα­στὴ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α ἔ­κρυ­ψαν, πε­ρι­έ­θαλ­ψαν καὶ ἔ­σω­σαν χι­λιά­δες ἀ­πὸ αὐ­τούς!
Πα­λι­ὲς μνῆ­μες μᾶς φέρ­νουν με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες πί­σω, ὅ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια δὲν εἶ­χε χά­σει τὴν ἐ­δῶ καὶ αἰ­ῶ­νες ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη μορ­φή της. Με­ρι­κοὶ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται για­τί πρὶν ἀ­πὸ σα­ράν­τα–πε­νήν­τα χρό­νια, σὲ ἐ­πο­χὴ με­γά­λων προ­βλη­μά­των, ἦ­ταν σχε­δὸν ἄ­γνω­στο τὸ ἄγ­χος καὶ ἡ ση­με­ρι­νὴ πρω­το­φα­νής ἀ­γω­νι­ώ­δης προ­σπά­θεια γιὰ ἐ­πι­βί­ω­ση. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὅ­τι λει­τουρ­γοῦ­σε ἀ­κό­μη ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἀ­λη­θι­νὸ κα­τα­φύ­γιο γιὰ τὰ μέ­λη της. Τὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα τοῦ ἑ­νός, ἦ­ταν πρό­βλη­μα γιὰ ὅ­λους!

*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...