Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ Ο συγκεράσας την εν Χριστώ άσκηση με τη ζωντανή θεολογία σοφός διδάσκαλος και πνευματικός καθοδηγητής της Αιγύπτου


Ανάμεσα στους φωτεινούς ασκητές, διαπρεπείς πατέρες και πολύτιμους εκκλησιαστικούς συγγραφείς εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος στις 4 Φεβρουαρίου τόσο από την Ανατολική όσο και από τη Δυτική Εκκλησία Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο «ἱερατικῆς καί ἀσκητικῆς πολιτείας κανών» κατἀ τον Μέγα Φώτιο, ο «ἀγγελικόν ἄντικρυς μετελθών βίον» κατά τον ιστορικό Ευάγριο. 

Ο Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος αναδείχθηκε στύλος και εδραίωμα της Εκκλησίας, γεννήθηκε γύρω στο 350 μ.Χ. στο Πηλούσιο της Αιγύπτου, το οποίο βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο του δέλτα του Νείλου, κοντά στη σημερινή κωμόπολη Τινέχ και το Πορτ Σάιντ. Μάλιστα η ερειπωμένη πλέον σήμερα πόλη του Πηλουσίου του έδωσε και την προσωνυμία«Πηλουσιώτης». Οι ευσεβείς, ενάρετοι και πλούσιοι γονείς του διέκριναν από πολύ νωρίς τη φιλομάθειά του και επιμελήθηκαν την υψηλή μόρφωση και την εξαιρετική ανατροφή του. Γύρω στο 370 μ.Χ. ο Άγιος Ισίδωρος πήγε στην περιώνυμη πόλη της Αλεξάνδρειας για να σπουδάσει. Εκεί γνωρίσθηκε με τον Μέγα Αθανάσιο και φοίτησε στην περίφημη Κατηχητική Σχολή, όπου διευθυντής ήταν ο Δίδυμος ο Τυφλός, ο οποίος υπήρξε και ο διδάσκαλός του. Σπούδασε την αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά παράλληλα μελετούσε και τα έργα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, ενώ καθημερινά εντρυφούσε μέσα στα χωρία της Αγίας Γραφής. Ο Άγιος Ισίδωρος υπήρξε θαυμαστής και υπέρμαχος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και συστηματικός μελετητής των έργων του. Παράλληλα ήταν και ένθερμος μιμητής του ύφους και των ιδεών του και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αγωνίσθηκε με θάρρος για την αποκατάσταση και την επαναγραφή του ονόματος του Ιερού Χρυσοστόμου στα δίπτυχα της Αλεξανδρινής Εκκλησίας ύστερα από τη διαμάχη και τη σύγκρουση του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκθρόνιση και την εξορία του Ιερού Πατρός. Ο Μέγας Αθανάσιος διακρίνοντας την αρετή, την ευσέβεια και την ευρεία θεολογική κατάρτιση του Αγίου Ισιδώρου, τον χειροτόνησε ιερέα. Σε όλη τη μετέπειτα ιερατική και μοναχική του πορεία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στον Θεό, έχοντας ως φωτεινό πρότυπό του τον Τίμιο Πρόδρομο και ως μόνιμο μέλημά του την ανόθευτη διατήρηση της ορθοδόξου πίστεως. Μετά τις σπουδές και την εις πρεσβύτερον χειροτονία του από τον Μέγα Αθανάσιο επέστρεψε στη γενέτειρά του, το Πηλούσιο της Αιγύπτου, όπου ανέπτυξε μεγάλο ιεροκηρυκτικό έργο. Αναδείχθηκε σοφός διδάσκαλος και πνευματικός καθοδηγητής εκατοντάδων ψυχών, οι οποίες κοντά του έβρισκαν την παρηγοριά και την ανακούφιση. Απέκτησε κύρος και πνευματική ακτινοβολία και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί τον θεωρούσαν άνδρα αγιότητος και απαστράπτουσας αρετής. 


Γύρω στο 400 μ.Χ. αποφάσισε να εγκαταλείψει τα «ἐν τῷ κόσμῳ» και να αποσυρθεί σε μοναστήρι της περιοχής. Εκεί υποτάχθηκε σ’ έναν γέροντα και «μόνος πρός μόνον τόν Θεόν γενόμενος» ασκήθηκε στην εγκράτεια, την ακτημοσύνη, την προσευχή, την υπακοή και την περισυλλογή για να γίνει σύντομα «τῶν μοναστῶν τό κλέος». Μελετούσε αδιάλειπτα την Αγία Γραφή, αλλά και τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και έφτασε σε τέτοιο αγιοπνευματικό επίπεδο και σε τέτοια πνευματική ωριμότητα, ώστε εκατοντάδες πιστοί τον αναζήτησαν και αφού βρήκαν το μοναστήρι, στο οποίο μόναζε, τον επισκέπτονταν για να οικοδομηθούν πνευματικά και να βρουν λύση στα προβλήματά τους. Στους πολυάριθμους επισκέπτες πρόσφερε μαζί με την ψυχική ανάπαυση και παροιμιώδη φιλοξενία, προέτρεπε δε τους χριστιανούς να είναι φιλόξενοι, γεγονός που επιβεβαιώνεται και σε επιστολή του, στην οποία επιπλήττει δριμύτατα όσους δεν προσφέρουν φιλοξενία σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη. Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης κατέστη με την ασκητική του ζωή και τον ενάρετο βίο του επόπτης όλων των μοναστηριών και των μοναχών της περιοχής, αφού με τις συνεχείς νουθεσίες του στήριζε και καθοδηγούσε πνευματικά τους μοναχούς. Επιπλέον οδήγησε τα μοναστήρια σε τέτοια πνευματική ακμή και λάμψη, ώστε αναδείχθηκαν φωτεινοί φάροι και ισχυροί προμαχώνες της ορθοδόξου πίστεως. Το ολοένα και αυξανόμενο πλήθος των χριστιανών, το οποίο κατέφθανε στο μοναστήρι για να καθοδηγηθεί πνευματικά, τον ανάγκασε να αποσυρθεί σε ερημική τοποθεσία για να επιδοθεί με περισσότερη ησυχία στην προσευχή, τη μελέτη και την άσκηση. Η πνευματική του ωριμότητα με τη συνεχή άσκηση και προσευχή και η πολυμάθειά του τον ανέβασαν σε τέτοιο υψηλό επίπεδο σοφίας και διανόησης, ώστε απέκτησε το χάρισμα να ερμηνεύει και τα πιο δύσκολα χωρία της Αγίας Γραφής, αλλά και να δίνει την απαιτούμενη λύση και απάντηση σε κάθε απορία και σε κάθε πρόβλημα πιστού, αφού ακόμη και στην έρημο τον αναζήτησαν εκατοντάδες ταλαιπωρημένες ψυχές. Μάλιστα αναπτύχθηκε μεταξύ του Αγίου και των χριστιανών μια μοναδική και αξιομνημόνευτη αλληλογραφία, η οποία επιβεβαιώνεται και από τον μεγάλο αριθμό των σωζομένων επιστολών του που ανέρχονται σε 2.000 και διακρίνονται για τη λακωνικότητα, το κομψό ύφος και συχνά τον ποιητικό τους λόγο. Οι πολυάριθμες αυτές επιστολές, οι οποίες αποτελούν ένα άριστο θησαυροφυλάκιο συμβουλευτικής σοφίας και πείρας, πραγματεύονται δογματικά και απολογητικά θέματα, θέματα ερμηνείας της Αγίας Γραφής, καθώς και θέματα με ηθικοθρησκευτικό περιεχόμενο, απευθύνονται δε σε διάφορες τάξεις: σε αυτοκράτορες, επισκόπους, ιερείς, μοναχούς, πλούσιους, φτωχούς και λογίους. Με τον πύρινο λόγο του στις επιστολές έφτασε ο σοφός και ασκητικός Άγιος Ισίδωρος να επιπλήξει και να ελέγξει με αυστηρότητα ακόμη και αυτοκράτορες και ισχυρούς εκκλησιαστικούς άνδρες με σκοπό να τους παροτρύνει να συναισθανθούν τα λάθη τους και να επανορθώσουν, όπως έγινε με τον Πατριάρχη Θεόφιλο, τον Επίσκοπο Πηλουσίου Ευσέβιο και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Στις επιστολές του απαντούσε πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της ψυχής και με οδηγό την ανιδιοτελή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, τη βαθειά πίστη και τις αρετές της διάκρισης και της σύνεσης. Παρόλο που ήταν αυστηρός και ανυποχώρητος στην αμαρτία, την αδικία, την πλάνη και την αίρεση, ήταν ταυτόχρονα ευαίσθητος, προσιτός και ανθρώπινος. 

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε για τον χώρο της Εκκλησίας και τους κληρικούς που διακονούν σ’ αυτή, αλλά και δεν δίστασε να καυτηριάσει τους φαύλους κληρικούς της εποχής του, εναντίον των οποίων συνέγραψε ελεγκτικές επιστολές επιδιώκοντας να τους φέρει σε συναίσθηση. Στηλίτευσε με αυστηρότητα τα θλιβερά φαινόμενα της σιμωνίας και της φιλαργυρίας στους κληρικούς όλων των βαθμίδων, φαινόμενα που δυστυχώς ακόμη και σήμερα τραυματίζουν το σώμα της Εκκλησίας, προσβάλλουν την αποστολή και το έργο των αξίων κληρικών και σκανδαλίζουν τους πιστούς. Ενδεικτικός είναι ο μεγάλος αριθμός επιστολών που συνέγραψε ο Άγιος Ισίδωρος για τους μιαρούς, φιλάργυρους, εγωιστές, φλύαρους, πονηρούς, ματαιόδοξους, σιμωνιακούς και απερίσκεπτους κληρικούς, οι οποίοι μόλυναν με τον βίο και τη συμπεριφορά τους το Ιερό Θυσιαστήριο, όπως ο Ζώσιμος, ο Μάρων και ο Μαρτινιανός, ενώ δεν παραλείπει να στιγματίσει και τους υποψήφιους επισκόπους που προσπαθούν να ανέλθουν στον επισκοπικό θρόνο με ανεντιμότητα, διαπράττοντας το φοβερό αμάρτημα της σιμωνίας. Μέσα από τις επιστολές του παρουσιάζει την ιεροσύνη ως θείο αξίωμα και ως ουράνιο αγαθό, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη φύση για να υπηρετεί την πρώτη και να μεταβάλλει προς το ανώτερο τη δεύτερη. Επιπλέον ο υποψήφιος κληρικός πρέπει να έχει ασκηθεί στην υπακοή, την εγκράτεια και την υπομονή και να έχει επιδοθεί ο ίδιος σε πνευματικό αγώνα για να είναι κεκοσμημένος με αρετές και έτσι να μπορέσει ορθά να καθοδηγήσει τις ανθρώπινες ψυχές. Σε μια επιστολή του ο Άγιος αναφέρει τα ακόλουθα για τον ιερέα: «Ἅπτει λύχνον ὁ Θεός Ἱερέα καί τίθησιν αὐτόν ἐπί τήν λυχνίαν τῆς ἑαυτοῦ φωτοφόρου καθέδρας, ἴνα ἐξαστράπτῃ φωτισμόν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ δογμάτων καὶ πράξεων», ενώ για τους ανάξιους κληρικούς, τους οποίους αποκαλεί «επιδρομείς», αναφέρει ότι όταν κάποιος νόθος και ανάξιος εισέλθει με τη βία στο αξίωμα της ιεροσύνης, τότε ο στολισμός του ιερατικού αξιώματος μεταβάλλεται σε απρέπεια. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι το να σφάλει και να αμαρτάνει κάποιος λαϊκός είναι φοβερό, το να σφάλει όμως ιερωμένος είναι φοβερότερο, ενώ θεωρεί αναγκαίο το μέτρο σε όλα, ακόμη και στην τροφή, την κατοικία, την ενδυμασία, τη φωνή και το βάδισμα. Έτσι είναι ανούσιο να νηστεύει κανείς από τη μια και να πλουτίζει από την άλλη. Με αυστηρότητα αντιμετώπιζε ο Άγιος Ισίδωρος και αυτούς που φλέγονται από την επιθυμία να γίνουν επίσκοποι χωρίς να έχουν τη συναίσθηση της βαρύτατης πνευματικής αποστολής τους, αλλά και των πολλαπλών υποχρεώσεων και των πολυεύθυνων καθηκόντων του επισκοπικού αξιώματος απέναντι στον λαό που καλούνται να διαποιμάνουν. 

  

Εκτός από τις πολυάριθμες επιστολές ο Άγιος Ισίδωρος έγραψε και δύο θαυμάσιες πραγματείες, η μία με τίτλο: «Λόγος πρός Ἕλληνας», στην οποία υπερασπίζεται τη Θεία Πρόνοια εναντίον εκείνων που την αρνούνται και η δεύτερη με τίτλο «Περί τοῦ μὴ εἶναι εἱμαρμένην», στην οποία αποδεικνύει την ανυπαρξία της μοίρας. Ο πάνσοφος και πανόλβιος Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο «γράμμασι τῆς θείας σοφίας καί τῆς ἔξω ἐξησκημένος»επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο και στην καταπολέμηση των αιρέσεων, όπως της αίρεσης του Νεστορίου. Μάλιστα ζήτησε μέσω επιστολής του από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να συμμετάσχει ο ίδιος στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431 μ.Χ., ενώ από τον Άγιο Κύριλλο Πατριάρχη Αλεξανδρείας ζήτησε να μετριάσει το μένος του εναντίον του αιρεσιάρχου. Στους λόγους του ο Άγιος Ισίδωρος προβάλλει πάντοτε τη μεγάλη σπουδαιότητα της Αγίας Γραφής και τη διδασκαλία των Μεγάλων Πατέρων και κυρίως του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τον οποίο θεωρεί «τῶν ἐν Βυζαντίῳ καί πάσης Ἐκκλησίας ὀφθαλμόν», ενώ θεωρεί την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού ως «τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας». Κάποια στιγμή έφθασε όμως και η ώρα που ο δικαιοκρίτης Κύριος της ζωής και του θανάτου τον κάλεσε κοντά Του. Έτσι στις 4 Φεβρουαρίου του 437 μ.Χ. και έχοντας επιστρέψει στο αγαπημένο του μοναστήρι, εγκατέλειψε την επίγεια ζωή για να παραμείνει στη συνείδηση των χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης ως ένας ταπεινός, σοφός, ενάρετος και πολυγραφότατος εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού. 

  

Η απαστράπτουσα αρετή, ο ασκητικός του βίος και το πολύπλευρο έργο του οδήγησαν και στη διάδοση της τιμής του με την ανέγερση ιερών ναών επ’ ονόματί του. Αξιομνημόνευτος είναι ο ευρισκόμενος στη νοτιοδυτική πλαγιά του ιστορικού λόφου του Λυκαβηττού των Αθηνών γραφικός και κατανυκτικός ναός του Αγίου Ισιδώρου, όπου το Ιερό του Βήμα βρίσκεται μέσα σε σπήλαιο. Ο ιστορικός αυτός ναός των Αθηνών, ο οποίος ανακαινίσθηκε εκ βάθρων το 1931 και ήταν γνωστός στους παλαιούς Αθηναίους ως «Άγιος Σιδερέας», φέρει την προσωνυμία «Άγιοι Ισίδωροι», αφού σε τρεις φορητές εικόνες του ναού συναπεικονίζονται ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο Άγιος Ισίδωρος ο εν Χίω. Γι’ αυτό και ο ναός πανηγυρίζει τόσο στις 4 Φεβρουαρίου επί τη μνήμη του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου όσο και στις 14 Μαΐου επί τη μνήμη του Αγίου Ισιδώρου του εν Χίω. Στις δύο ετήσιες πανηγύρεις του ναού τελούνται οι ιερές ακολουθίες προς τιμήν των δύο εορταζομένων Αγίων, ενώ λιτανεύεται με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη η παλαιά εφέστια εικόνα των Αγίων Ισιδώρων. Επίσης στο παρακείμενο από τον ναό των Αγίων Ισιδώρων σωζόμενο σπήλαιο του Αγίου Αριστείδου τελείται κατ’ έτος στις 13 Σεπτεμβρίου πανήγυρη επί τη μνήμη του ενδόξου Αθηναίου φιλοσόφου, απολογητού και μάρτυρος του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος σύμφωνα με τον αείμνηστο φιλίστορα Αθηναίο ζωγράφο Αριστείδη Περιστέρη προσερχόταν στο σπήλαιο για να προσευχηθεί και να ενισχυθεί πνευματικά στον αγώνα του υπέρ της υπεράσπισης των διωκομένων χριστιανών. Επ’ ονόματι του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου τιμάται και ο ναός του Β΄ Κοιμητηρίου Αθηνών στην περιοχή των Άνω Πατησίων, ο οποίος ανεγέρθηκε επί των ημερών του Δημάρχου Αθηναίων Αριστείδου Σκληρού εις μνήμην του πατρός του Ισιδώρου. 


Ιδιαίτερη τιμή απολαμβάνει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης στο παραδοσιακό χωριό της Άνω Κορακιάνας στο καταπράσινο και ευλογημένο νησί της Κέρκυρας, όπου σε μια θαυμάσια εξοχική τοποθεσία με πανοραμική θέα βρίσκεται από τον 17ο αιώνα ένα γραφικό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο. Ο ιστορικός αυτός ναός κτίσθηκε σύμφωνα με το ευρεθέν χειρόγραφο το έτος 1640 από τον ευσεβή γαιοκτήμονα της περιοχής Θεόφιλο Προσαλένδη και έχει μεγάλη θαυματουργική φήμη, αφού άπειρα είναι τα θαύματα που έχει τελέσει ο Άγιος Ισίδωρος με τη χάρη του Θεού και έχουν καταγραφεί τόσο στην προφορική παράδοση της περιοχής όσο και σε παλαιές χειρόγραφες φυλλάδες. Είναι ενδεικτικό ότι σε φυλασσόμενη στον ναό εικόνα του Αγίου, η οποία ιστορήθηκε το 1950 και λιτανεύεται από το 1990 την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου, απεικονίζονται δύο από τα επιτελεσθέντα θαύματα του Αγίου Ισιδώρου, η διάσωση του Ευσταθίου Μεταλληνού το 1875 και η διάσωση του γιου του Επαμεινώνδα από το χωριό Άφρα το 1925. Τα πολυάριθμα θαύματα του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στο χωριό Άνω Κορακιάνα της Κέρκυρας οδήγησαν στην καθιέρωση εκκλησιαστικής πανηγύρεως προς τιμήν του θαυματουργού Αγίου την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου με την αθρόα συμμετοχή του λαού, κατά την οποία λιτανεύεται και η ιερά και θαυματουργή εικόνα του τιμωμένου Αγίου. Γι’ αυτό τον λόγο και εποιήθη το 1993 από τον Ελλογιμώτατο κ. Χαραλάμπη Μπούσια ιερά ακολουθία, η οποία εξυμνεί τα θαύματα του Αγίου στην Άνω Κορακιάνα της Κέρκυρας και η οποία ενεκρίθη το 1996 από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο ίδιος χαρισματικός υμνογράφος έχει ποιήσει Παρακλητικό Κανόνα, Χαιρετιστηρίους Οίκους και Εγκώμια προς τιμήν του Αγίου. 

  

Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια και τιμή και στον ομώνυμο ιερό ναό στον Κάβο Σίδερο της Κρήτης, ο οποίος είναι το ανατολικότερο σημείο της μεγαλονήσου και βρίσκεται σε απόσταση 32 χιλιομέτρων από τη Σητεία. Ο ναός διαθέτει και κελιά, αφού αποτελούσε παλαιά μονή, βρίσκεται δε σε μια άνυδρη περιοχή άγριας φυσικής ομορφιάς. Σήμερα ο ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στον Κάβο Σίδερο αποτελεί μετόχιο της εντυπωσιακής για τον φρουριακό της χαρακτήρα και ιστορικής Ιεράς Μονής Παναγίας Ακρωτηριανής Τοπλού, δέχεται δε πολυάριθμους πιστούς κατά την ετήσια πανήγυρή του στις 4 Φεβρουαρίου, όπου τους δίδεται η ευκαιρία να γευθούν παραδοσιακό κρητικό φαγητό, αλλά και να μαζέψουν τις περίφημες αγριοαγκινάρες που αφθονούν στην περιοχή. 

 

Ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου υπάρχει και στην περιοχή Εψιμιά της Ιεράς Νήσου Πάτμου, ο οποίος ανεγέρθηκε με δαπάνη του αοιδίμου Επισκόπου Τράλλεων κυρού Ισιδώρου Κρικρή του Πατμίου (1938-2007), του και διατελέσαντος Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου κατά τα έτη 1975-1982 και 1986-1997. Ο αοίδιμος κτίτωρ του ναού της Πάτμου και ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου Ισίδωρος Κρικρής ενταφιάσθηκε σύμφωνα με την πατμιακή εκκλησιαστική τάξη στον νάρθηκα του ναού του ομωνύμου και προστάτου του αγίου, του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε και είχε ως φωτεινό πρότυπο σε όλη τη διάρκεια της ιερατικής και αρχιερατικής του διακονίας. 


Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης έρχεται στη σημερινή αλλοπρόσαλλη και εγωκεντρική εποχή να μας διδάξει, να μας αφυπνίσει και να μας παραδειγματίσει, αφού ήταν αυτός που συγκέρασε την εν Χριστώ άσκηση με τη ζωντανή θεολογία, διδάσκοντας τους πιστούς να έχουν σωφροσύνη, ανδρεία, ημερότητα, δικαιοσύνη και προ πάντων αγάπη, η οποία είναι ο θησαυρός όλων των αρετών. Μόνο με την αρετή, την προσευχή και την πίστη θα μπορέσει ο χριστιανός σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αγίου να κερδίσει τα ουράνια αγαθά και να γίνει ευάρεστος στον Θεό, Τον οποίο ο θεοφόρος ασκητής και σοφός διδάσκαλος από το Πηλούσιο της Αιγύπτου Άγιος Ισίδωρος χαρακτηρίζει ως υπέρτατο Ον και ως αΐδιο, παντοδύναμο, αγαθό, δίκαιο, μακρόθυμο, φιλάνθρωπο, αναμάρτητο, αναλλοίωτο και δημιουργό των πάντων. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 

Βιβλιογραφία 

* Δημητρακοπούλου Σοφοκλέους Γ., Ισιδώρου Πηλουσιώτη Επιστολές, Έκδοσις Συλλόγου Διακονίας και Αποπερατώσεως Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, Αθήνα 1998 

* Ενισλείδου Χρήστου Μ., Οι Άγιοι Ισίδωροι του Λυκαβηττού Αθηνών, Έκδοσις Α΄, Αθήναι 1952 

* Θύμη Κωνσταντίνου Π., Βίος του Οσίου πατρός ημών Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Ιστορικόν του εν Κορακιάνα Ιερού Ναού και Θαύματα από την Τοπική μας Παράδοση, Κέρκυρα 1996 

* Μηλίτση Γεωργίου Θ., Διδασκάλου, Ο Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Τρίκαλα 2006 

* Φούσκα Κωνσταντίνου Μ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Αθήνα 1994 

* Ψιλάκη Νίκου, Βυζαντινές Εκκλησίες και Μοναστήρια της Κρήτης, Εκδόσεις Καρμάνωρ, Ηράκλειο Κρήτης χ.χ.

Εικόνες

1. Φορητή εικόνα του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου από τον ομώνυμο Ιερό Ναό στο χωριό Άνω Κορακιάνα Κερκύρας. Στην εικόνα, η οποία ιστορήθηκε το 1950 και λιτανεύεται την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου, απεικονίζονται ο ναός του Αγίου και δύο από τα επιτελεσθέντα θαύματά του.

2. Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης αναδείχθηκε πολύτιμος εκκλησιαστικός συγγραφέας και διδάσκαλος της επιστολικής γραμματείας. Μέχρι σήμερα έχουν διασωθεί και μελετηθεί 2000 επιστολές του διαπρεπούς και σοφού αυτού Πατρός της Εκκλησίας μας.

3. Φορητή εικόνα του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στον ομώνυμο Ιερό Ναό της Άνω Κορακιάνας Κερκύρας.

4. Οι Άγιοι Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και Ισίδωρος ο Μάρτυς ο εν Χίω. Φορητή εικόνα στον επ’ ονόματι των δύο Αγίων ομώνυμο Ιερό Ναό του ιστορικού λόφου του Λυκαβηττού των Αθηνών. Ο ναός είναι γνωστός σήμερα με την προσωνυμία «Άγιοι Ισίδωροι». 

5.  Τοιχογραφία του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου σε παρεκκλήσιο της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων.

6. Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης αναδείχθηκε πνευματικός καθοδηγητής εκατοντάδων ψυχών. Εικονογραφική παράσταση του Αγίου από παλαιά φορητή εικόνα στον Ιερό Ναό Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, όπου συναπεικονίζεται και ο Άγιος Ισίδωρος ο εν Χίω.

7. Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης αναδείχθηκε «των μοναστών το κλέος» και άνδρας απαστράπτουσας αρετής και αγιότητος. (proskynitis.blogspot.gr)

8. Ο Ιερός Ναός των Αγίων Ισιδώρων στον ιστορικό λόφο του Λυκαβηττού των Αθηνών τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου και του Αγίου Ισιδώρου του εν Χίω. Ο ναός ήταν γνωστός στους παλαιούς Αθηναίους ως «Άγιος Σιδερέας». (lycabettous.blogspot.gr)

9. Άποψη από το εσωτερικό του Ιερού Ναού των Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού. (lycabettous.blogspot.gr)

10. Ο ιστορικός Ιερός Ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στην Άνω Κορακιάνα Κερκύρας. Ανεγέρθηκε το 1640 και έχει μεγάλη θαυματουργική φήμη.

11. Η περιοχή Κάβο Σίδερο της Κρήτης εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με την άγρια ομορφιά της. Η ονομασία της περιοχής προέρχεται από τον Ιερό Ναό του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, ο οποίος αποτελούσε τον 15ο αιώνα ομώνυμη ιερά μονή. Σήμερα ο ναός αποτελεί μετόχιο της Ιεράς Μονής Παναγίας Ακρωτηριανής Τοπλού. (www.cretanbeaches.com)

12. Πανοραμική άποψη του Κάβο Σίδερο με τον Ιερό Ναό του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου. Η περιοχή αποτελεί το ανατολικότερο άκρο της Κρήτης.

13. Ο Ιερός Ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στον Κάβο Σίδερο της Ανατολικής Κρήτης. Εκατοντάδες πιστοί προσέρχονται κάθε χρόνο στις 4 Φεβρουαρίου για να τιμήσουν τον θεοφόρο ασκητή και σοφό διδάσκαλο από το Πηλούσιο της Αιγύπτου.  

14. Στιγμιότυπο από την ετήσια πανήγυρη του Ιερού Ναού Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στον Κάβο Σίδερο της Κρήτης. Προεξάρχει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σητείας και Ιεραπύτνης κ. Ευγένιος. (www.anatolh.com)

Η ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΥΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΙΖΟΝΑ ΤΩΝ ΗΠΑ.




ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Τον Νικόλαου Λ. Μωραΐτη ΡΗ.D Καλιφόρνια 2012

Εάν, στο φυσικό κόσμο, ό θάνατος περιγράφει την κατάσταση ενός πράγματος πού είχε ζωή αλλά πού πλέον έχει πάψει να έχει, τότε άμεσα προκύπτει το ερώτημα: Τί είναι ζωή; Ακόμη και στην περιορισμένη έννοια της φυσικής Ζωής, ή Επιστήμη δεν έχει δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Πώς ακριβώς προκύπτει; Μπορεί ή Ζωή να προκύψει από κάτι Άψυχο, χωρίς Ζωή, ή ή Ζωή συνεχίζεται, «μεταφέρεται»; Ή ζωή και ό θάνατος σχετίζονται άμεσα, γιατί ό θάνατος είναι εκείνος πού δίνει νόημα και προοπτική στη ζωή. Ή προοπτική μας στη Ζωή και οι συμπεριφορές μας προγραμματίζονται από τη στάση μας και τις εκτιμήσεις μας, τη φιλοσοφία μας απέναντι στην ανθρώπινη υπόσταση - την προέλευση και το πεπρωμένο του άνθρωπου.


 Το δράμα μας πρέπει να επεκτείνεται πέρα από τα όρια αυτού του φαινομενικού κόσμου προκειμένου να δοθεί μια πλήρης απάντηση στην έννοια της Ζωής. Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης, πρέπει να σκεφθούμε τη φύση και την υπέρβαση από τον σωματικό Θάνατο.
Ή τραγικότητα, όμως, για τον άνθρωπο είναι ότι είναι δεμένος στο βαρύ ζυγό του χρόνου και τού χώρου, με τα βάσανα, τις θλίψεις, τις τραγωδίες, και τούς πόνους. Είναι μια πάλη με τον Θάνατο. «Σύρει τον χρόνο χωρίς να γνωρίζει ούτε το νόημα, ούτε τον σκοπό του. Σύρει και τον χώρον, αλλά ούτε αυτού γνωρίζει το νόημα, τον σκοπό. Συναγωνίζεται το άσκοπο με το παράλογο, τον αγώνα, όμως, κερδίζει πάντοτε το τραγικό». Στον άνθρωπο πού είναι ένα πεπερασμένο Ον ως προς τον χρόνο και τον χώρο, δεν μπορεί να διεισδύσει μέσα του το υπέρ-χρονικό, το υπέρ-τοπικό και το αιώνιο. Π αυτό, το χάσμα μεταξύ χρόνου και αιωνιότητας είναι αγεφύρωτο. Μόνον ό Θεάνθρωπος Χριστός γεφύρωσε αυτό το χάσμα μεταξύ χρόνου και της αιωνιότητας. Ό Χριστός είναι ή οδός από τον χρόνο εις την αιωνιότητα. Αύτη ή οδός Του μας δημιουργεί την πεποίθηση ότι ό άνθρωπος μέσα από το θάνατο και το πεπερασμένο του χρόνου πορεύεται προς την αθανασία και την αιωνιότητα.
Αν και ό άνθρωπος έχει ζωηρά συνείδηση τού φαινομένου της φθοράς του και γνωρίζει τον θάνατον του, σπάνια προβληματίζεται για τη μοίρα πού τον αναμένει στην άλλη όχθη, μετά το τέλος της φυσικής του ζωής. Άμεσα, λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα: Τί είναι Ζωή; Πώς ακριβώς αύτη προκύπτει; Ποιος είναι ό σκοπός τού άνθρωπου; Πώς περνάμε απέναντι; Πώς θα διαβούμε το πέρασμα προς τη σωτηρία με ασφάλεια; Ποιος θα μάς αναμένει στην άλλη όχθη της φυσικής μας ζωής; Τί μέσα χρησιμοποιούμε για να πραγματοποιηθεί ό σκοπός μας;

Ό σκοπός του άνθρωπου είναι θεανθρώπινος. Ό προορισμός του Ορθόδοξου πιστού είναι να φθάσει στη Θέωση, να γίνει «θεός κατά Χάριν». Ό θεανθρώπινος σκοπός πραγματοποιείται μόνον με θεανθρώπινα ορθόδοξα μέσα. Αυτά τα θεανθρώπινα μέσα είναι οι θεανθρώπινες ασκήσεις- αρετές πού θα μάς βοηθήσουν να περάσουμε απέναντι.
Ποιά, όμως, είναι τα μέσα πού θα μάς βοηθήσουν για να περάσουμε με ασφάλεια πέρα από τα όρια του Θανάτου;
Τα μέσα πού θα μάς βοηθήσουν για να διαβούμε με ασφάλεια το πέρασμα προς την σωτηρία είναι: Ή πίστη, ή ταπεινοφροσύνη πού εξολοθρεύει τα πάθη, ή διάκριση πού φωτίζει τον άνθρωπο να έχει επίγνωση του εαυτού του και να διακρίνει το αλάνθαστο, ή προσευχή, ή νηστεία, ή αγάπη, ή πραότητα, ή ευσπλαχνία και ή ελεημοσύνη. "Όμως, ή κορωνίδα όλων των χριστιανικών αρετών από την όποια αντλούνται όλες οι άλλες θεανθρώπινες αρετές είναι ή αρετή της υπακοής. Ή Υπακοή στον Πνευματικό μας Πατέρα, στο Επίσκοπο και στην Παράδοση της Εκκλησίας, στον Νόμο του Θεού και στους Κανόνες της Εκκλησίας.
Δυστυχώς, όμως, ή Υπακοή είναι παρεξηγημένη και άγνωστη στις μέρες μας, γιατί ό σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε πνευματική σύγχυση και την παρεξηγεί με την πειθαρχία.
Ή πειθαρχία είναι ή εκτέλεση μιας εντολής εξωτερικά, τυπικά, δίχως την εσωτερική οικειοθελή αποδοχή της. Σημαίνει παθητική υποταγή της ανθρώπινης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρώπινη θέληση του ανωτέρου. Επομένως, ή πειθαρχία υποτάσσει τον άνθρωπο στον απρόσωπο «Νόμο», το «θεσμό».
Αντιθέτως, ή υπακοή είναι ελευθερία. Είναι πράξη αγάπης του άνθρωπου προς τον Θεό και τούς συνανθρώπους του. «Προϋποθέτει την έξοδο από την φιλαυτία



και την προσπάθεια να εισέλθει μέσα στην υπόσταση του άλλου και να εισαγάγει την υπόσταση του άλλου μέσα στην δική του υπόσταση». Ή υπακοή είναι εκτέλεση μιας εντολής με εσωτερική οικιοθελή αποδοχή.

Υποτάσσει ό άνθρωπος το φρόνημα της ψυχής του για να απαλλαγεί από τον κακό εαυτό του. Με την απελευθέρωση από το ατομικό του θέλημα, μπορεί να γευθεί την αληθινή ελευθερία. Μέσα σε αυτήν καταξιώνεται και επαναπροσδιορίζεται ή ελευθερία του άνθρωπου. Ή υπακοή κόβει το δικό μας θέλημα και προϋποθέτει την έξοδο από τα κακά εσωτερικά στοιχεία του άνθρωπου όπως τη φιλοδοξία, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό τη φιλαυτία, τη φιληδονία και τη φιλαργυρία και γεννάει την ταπεινοφροσύνη, την μετάνοια, την υπομονή και την αγάπη προς τούς ανθρώπους.

 Έτσι, ή υπακοή είναι μια ελεύθερη πνευματική πράξη, πού ενεργεί το υποτακτικό Ον για να λυτρωθεί από τα δεσμά των παθών. Απαρνείται το εμπαθές εγωκεντρικό θέλημα και ακολουθεί το θέλημα του Θεού, πού υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη σοφία.

Επομένως, με την υπακοή, αποβάλλουμε το δικό μας θέλημα πού εμποδίζει την χάρη του Θεού να εισέλθει σε μάς, φεύγουμε από την εμπάθεια, νοιώθουμε ελευθερία από την αμαρτία, τα πάθη και τούς κενοδόξους λογισμούς, αποκτάμε την εν Χριστώ ελευθερία, έρχεται ή Χάρη, ρυθμίζονται οι λογισμοί και εκφράζεται ή ταπείνωση, πού είναι το χαρακτηριστικό της τέλειας υπακοής.

Αυτή την ελευθερία την βλέπουμε στα υποτακτικά όντα.' Όταν αυτοί εφαρμόζουν την εντολή του Χρίστου, εφαρμόζουν το Ευαγγέλιο διά της υπακοής, ή όποια φέρνει την Χάρη και ως αποτέλεσμα την ταπείνωση.

 Αγρυπνούν, προσεύχονται, αγαπούν και αποκτούν μια πνευματική ειρήνη και μια νηπιακή πνευματική κατάσταση πού ίσως οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν ότι τη διαθέτουν, γιατί δεν νοιάζονται να την καταλάβουν οι άλλοι, αλλά τούς απασχολεί μόνον πώς να εφαρμόζουν με διάφορους τρόπους αυτή την σωτήριο υπακοή με την όποια κερδίζουν την ήσυχη συνείδηση. Αυτή την υπακοή μπορεί να την δει κάνεις μόνον με τα μάτια της ψυχής του (τον νου).
Επειδή, όμως, ό άνθρωπος ζει εγωκεντρικά, ανθρωποκεντρικά και αυτόνομα, έχει απεμπολήσει τις αρχές της ηθικής και των άξιων, της σχέσης της αγάπης προς τον πλησίον, τα όρια, την υπακοή, πού είναι ό θεμελιώδης κανόνας της ζωής. Αντί αυτών ακολουθεί το πάθος της σωματικής και της πνευματικής φιληδονίας. Το σαρκικό πάθος με κίνητρο την ηδονή, το πνευματικό πάθος με κίνητρο τον εγωισμό, την φιλοδοξία, τον άτομοκεντρισμό και την αδιαφορία για τον πλησίον. Αυτά τα δύο πάθη, της φιληδονίας και της ηδονής, είναι τρόπος ζωής πού έχει να κάνει μόνον με τό'Εγώ. Χαρακτηριστικό είναι ή διαπίστωση του πτωτικού πάθους της ηδονής σε όλα τα επίπεδα.

Το ανθρώπινο σώμα έχει γίνει αντικείμενο πού χάρη της φιληδονίας, ό ένας άνθρωπος χρησιμοποιεί τον άλλον άνθρωπο. Και όταν το ανθρώπινο σώμα γίνεται αντικείμενο, τότε καταργείται ή έννοια της αμαρτίας και της ένοχης και άπενοχοποιούνται τα πάθη. Γι αυτό, ή δομή της αυτονομίας του άνθρωπου, το πάθος και ό άτομοκεντρισμός έχουν να κάνουν μόνον με το 'Εγώ και όχι με την σχέση.

Ή υπακοή, όμως, είναι σχέση, είναι όριο. Και επειδή ό άνθρωπος είναι περιορισμένος σε όρια, αυτά τον κάνουν να είναι ταπεινός. Ταπεινώνεται μπροστά στο όριο της ασθένειας, στο όριο του πόνου, στο όριο της απόγνωσης, στο όριο της απελπισίας, στο όριο του ελέγχου της συνειδήσεως και στο όριο του θανάτου. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα όριο ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο. Το πέρασμα πού θα μάς οδηγήσει απέναντι είναι ό σεβασμός σε αυτό το όριο. Ποιό, όμως, είναι το όριο;

Όριο είναι ή κατά Θεόν υπακοή. Ή υπακοή είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές, είναι «μυστήριο» της εκκλησίας μας, πού την έχουμε ανάγκη όλοι εμείς οι χριστιανοί στον κόσμο για να περάσουμε με ασφάλεια το γεφύρι προς τη σωτηρία της ψυχής μας. Μέσα από αυτήν αντλείται φυσιολογικά ή πλήρης ισχύς της ταπεινοφροσύνης και ακολουθούν όλα τα άλλα μέσα. Με την άσκηση αυτή ό άνθρωπος εγκολπώνεται ένα γνήσιο ταπεινό φρόνημα.
Έτσι, λοιπόν, μιλώντας για την ορθόδοξη υπακοή εννοούμε την κατά Χριστόν υπακοή, πού είναι ή εγκατάλειψη των φυσικών αμαρτιών και των παρά φύσει θελημάτων. Διώχνει την μεγάλη ιδέα πού έχει κανείς για τον εαυτό του και γεννάει μέσα μας την ταπεινοφροσύνη. Από αυτήν εκπηγάζουν ή νηστεία, ή προσευχή και ακολουθούν όλα τα άλλα μέσα.

 Με την υπακοή μεριμνά ό άνθρωπος, για τα παρερχόμενα, και ό νους αδιάσπαστος στρέφεται στην προσευχή. Αποδεσμεύεται από όλα τα κτίσματα και φθάνει στην καθαρότητα του νου. Ή υπακοή είναι το μέσο πού επανασυνδέει τα κτίσματα με τον Κτίστη τους. Είναι το όριο για τον άνθρωπο να παραμένει συνέχεια σε επαφή με τον Θεό.

Ή υπακοή είναι ένα από τα «μυστήρια» της εκκλησίας πού αποκαλύπτεται με την ενέργεια του Άγιου Πνεύματος και πού από αυτό αντλούνται οι άλλες θεανθρώπινες αρετές. Πρώτος ό Χριστός έδειξε τον τύπο και το υπόδειγμα της τέλειας υπακοής. Ήλθε στον κόσμο κάνοντας τέλεια υπακοή στο θέλημα του Πατρός του. Με την υπακοή Του ό Χριστός εγκαινίασε νέο νόμο ζωής και έγινε ή υγιής ρίζα της «καινής ανθρωπότητας». Αυτός πού εκπληρώνει την υπακοή, μιμείται τον Χριστό και τοποθετεί τον εαυτό του στην οδό του θελήματος του Κυρίου.
Ή υπακοή δεν «μαθαίνεται» διανοητικά. Δεν διδάσκεται σήμερα, γιατί λίγοι είναι αυτοί πού την έμαθαν και την βίωσαν. Μπορεί να διδαχτεί μόνον από γνήσιους γέροντες πού έχουν πνευματικά χαρίσματα, πού βρίσκονται σε κατάσταση φωτισμού και πού έχουν Θείες εμπειρίες. Τη διδάσκουν με το σωστό τρόπο, διότι ή ίδια αντικατοπτρίζει το δικό τους βίωμα.
Ή υπακοή παραδίδεται βιωματικά από τον Γέροντα, πού έχει εμπειρία της πνευματικής ζωής, στο υποτακτικό όν. Αυτήν την μέθοδο της ασκήσεως και της αρετής πού θα μάς βοηθήσει να διαβούμε το πέρασμα προς την σωτηρία με ασφάλεια ακολούθησαν και εφάρμοσαν γνήσιοι, θεανθρώπινοι και χριστοφόροι Γέροντες. Επειδή γνωρίζουμε ότι δεν επαρκεί ή δική μας γνώση στο θέλημα του Θεού, γι αυτό καταφεύγουμε στους γνήσιους Γέροντες πού «μέσα στην ταπείνωση και την αγάπη πού έχουν, γίνεται ορατή, αισθητή, ή Χάρις, την όποια φέρουν».
... Συνεχίζεται

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ  Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΗΣ. ΤΕΥΧΟΣ 48.

ΤΙ (ΔΕΝ) ΛΕΕΙ Ο ΣΥΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

15Του  Δημήτρη Ριζούλη
Από το ένθετο της εφημερίδας «δημοκρατία» για την Ορθοδοξία

Κρατικοποίηση της περιουσίας των μοναστηριών θέλουν οι ακραίες συνιστώσες.

Μια γκάφα του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τάσου Κουράκη ήταν αρκετή για να αποκαλυφθούν οι πραγματικές προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ως προς την Εκκλησία και να προκληθούν αλυσιδωτές αντιδράσεις που αποδείχθηκαν εφιάλτης για τους αριστερούς εχθρούς της ορθοδοξίας. Οπως αποκαλύπτει μια πιο προσεκτική έρευνα στις θέσεις που διατυπώνουν εδώ και καιρό οι συνιστώσες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι προτάσεις Κουράκη... για «χριστιανικό φόρο» όχι μόνο δεν ήταν «προσωπικές απόψεις», αλλά αντίθετα αποτέλεσαν την ορθή αποτύπωση των ακραία αντιεκκλησιαστικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και μόνο ένα μικρό μέρος ενός συνολικού σχεδίου εξαφάνισης της Εκκλησίας και δήμευσης της περιουσίας των ιερών μονών!

Η (προσεχτικά στημένη) φιέστα της Θεσσαλονίκης με το συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» τινάχτηκε στον αέρα και γκρέμισε το προφίλ της νηφάλιας πολιτικής δύναμης που έχτιζε με κόπο εδώ και καιρό η αξιωματική αντιπολίτευση στοχεύοντας στις ψήφους των χριστιανών. Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να χρησιμοποιήσει το εν λόγω συνέδριο ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να συσφίξει τις σχέσεις του με το ποίμνιο και να κλείσει παλιές πληγές. 

Ωστόσο, επειδή η αλήθεια δύσκολα κρύβεται, η πρόταση Κουράκη για επιβολή «χριστιανικού φόρου» (η οποία στο παρελθόν έχει διατυπωθεί από πολλά αριστερά στελέχη) απλώς δικαίωσε όσους έβλεπαν εκλογικές σκοπιμότητες πίσω από τη «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ. Ψύχραιμοι παρατηρητές, που έβλεπαν με καχυποψία τον ξαφνικό «έρωτα» του κ. Τσίπρα για την Εκκλησία και τον Αρχιεπίσκοπο, υποστήριζαν (σε άρθρα και δημόσιες τοποθετήσεις τους) ότι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση, τότε θα δείξει το πραγματικό πρόσωπό του.Δεν χρειάστηκε καν να φτάσουμε έως εκεί, αφού ο κ. Κουράκης επιβεβαίωσε απλώς την παγιωμένη εικόνα που υπάρχει εδώ και χρόνια για το αριστερό μένος κατά της Εκκλησίας. 

Αυτό που κρύβει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι προτάσεις Κουράκη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προέκταση του προεκλογικού προγράμματος του κόμματος Τσίπρα με τις ακραίες συνιστώσες. «Θα πρέπει να επανεξεταστούν τα χρυσόβουλα και όλοι οι συναφείς τίτλοι με τους οποίους δίνονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην Εκκλησία και στις μονές, και να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών» αναφέρει το προεκλογικό πρόγραμμα του κόμματος που δείχνει τη διάθεση όχι μόνο να τεθεί θέμα μισθοδοσίας των κληρικών αλλά και συνολικά θέμα δήμευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας! Ακόμη σαφέστερα διατυπώνει την ίδια θέση η συνιστώσα Ριζοσπάστες. 

Στην ιστοσελίδα της περιλαμβάνεται το επίσημο κείμενο θέσεων με ημερομηνία 19 Φεβρουαρίου 2012 όπου ζητείται «διαχωρισμός κράτους-Εκκλησίας, κρατικοποίηση της μεγάλης μοναστηριακής περιουσίας, εκτός της αναγκαίας για τη γεωργοκτηνοτροφική κάλυψη των μονών και μισθολογική υπαγωγή των ιερέων όλων των δογμάτων στις αντίστοιχες εκκλησιαστικές Αρχές όπως ίσχυε πριν από τη Χουντα».

Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας σε επιστολή του προς τους αποφοίτους της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ το 2009 ανέφερε: «Διεκδικούμε την εξίσωση όλων των θρησκευτικών δογμάτων και θεωρούμε ανεπίτρεπτη την πρωινή προσευχή στα σχολεία».

Κατόπιν όλων αυτών ξεκάθαρα προκύπτει ότι το «άδειασμα» Κουράκη από την Κουμουνδούρου και η αποδοκιμασία των θέσεων που εξέφρασε, αποσκοπούσαν αποκλειστικά και μόνο στον κατευνασμό των αρνητικών εντυπώσεων μετά τον σάλο που προκλήθηκε. Αυτή η αντίδραση εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια εξαφάνισης των ακραίων (αλλά πραγματικών) θέσεων, που έχει ως μοναδικό στόχο να «αποκοιμήσει» την κοινωνία και να αποτινάξει τους φόβους της πιο συντηρητικής μερίδας των ψηφοφόρων.Ευτυχώς όμως ο ασυγκράτητος Κουράκης είχε «θεία φώτιση» και αποκάλυψε όχι μόνο την αλήθεια, αλλά και την τεράστια υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ: 

Οι ίδιοι που εγκαλούσαν την Εκκλησία και εξύβριζαν τον μακαριστό Χριστόδουλο την περίοδο των ταυτοτήτων λέγοντας ότι η μη διαγραφή του θρησκεύματος καταπατά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, έρχονται τώρα, 10 χρόνια μετά, να υιοθετήσουν πλήρως τις θέσεις του προτείνοντας την καταγραφή όλων των Χριστιανών.

Μπούμερανγκ το συνέδριο για την Αριστερά

Η όλη προσπάθεια πάντως με το συνέδριο της Αριστεράς τελικώς αποδείχθηκε μπούμερανγκ για την αξιωματική αντιπολίτευση, αφού πέτυχε ακριβώς τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αφενός μεν αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου η Εκκλησία και ειδικότερα ο ιερός κλήρος βγήκαν πολύ πιο ενισχυμένοι. 

Η αστραπιαία καταδίκη της πρότασης Κουράκη για τον «χριστιανικό φόρο» συνοδεύτηκε από ομοβροντία δηλώσεων των κομμάτων υπέρ της συνέχισης καταβολής της μισθοδοσίας του κλήρου από το κράτος, κάτι που τελικά ανάγκασε ακόμη και τον κ. Τσίπρα να πράξει το ίδιο, ανοίγοντας μέτωπο με τις συνιστώσες του που ουσιαστικά ένιωσαν να «αδειάζονται». 

Και όχι μόνο αυτό! Τα περισσότερα κόμματα και οι πολιτικοί αρχηγοί έκλεισαν κάθε παράθυρο εφαρμογής αντιεκκλησιαστικών αποφάσεων στέλνοντας αποφασιστικό μήνυμα ακόμη και προς τους ξένους δανειστές που στο παρελθόν είχαν θέσει τέτοια ζητήματα. Τελικά το εν λόγω συνέδριο αποδείχθηκε πραγματικά χρήσιμο!

Το ράσο +Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου


ΤΟ ΡΑΣΟ
Όταν, αγαπητοί μου, όταν ο άνθρωπος βρισκόταν στον παράδεισο, ο πρώτος εκείνος άνθρωπος δεν είχε ανάγκη από ενδυμασία, από ρούχα. Ήταν γυμνός. Αλλ’ όπως τα μικρά παιδιά, ενώ είναι γυμνά, δεν πονηρεύονται καθόλου αλλά παίζουν αθώα κι’ ευτυχισμένα στην αυλή των σπιτιών τους, έτσι και ο άνθρωπος, προτού αμαρτήσει, ήταν αθώος, και η γυμνότητα δεν τον σκανδάλιζε. Ρούχο του ήταν η αθωότητα.
Αλλ’ όταν ο Αδάμ αμάρτησε, τότε έφυγε η αθωότητα και ήρθε η πονηριά. Ο Αδάμ άρχισε να αισθάνεται ντροπή για τη γυμνότητά του κι’ έτρεξε να σκεπάσει το σώμα του με τα πλατιά φύλλα του δέντρου της συκιάς. Αργότερα ο άνθρωπος σκέπαζε τη γυμνότητά του με δέρματα ζώων που σκότωνε. Και όταν προόδεψε και ανακάλυψε τη ρόκα και τον αργαλειό, άρχισε να κατασκευάζει υφάσματα από μαλλί ή από βαμβάκι, και αργότερα από λινό και μετάξι. Έτσι αναπτύχθηκε η βιομηχανία και το εμπόριο των ενδυμάτων.

***
Στην αρχή οι ενδυμασίες ήταν απλές. Σκοπό είχαν να σκεπάσουν τη γυμνότητα και να προφυλάξουν τον άνθρωπο απ’ τις καιρικές μεταβολές του χειμώνα και του καλοκαιριού.
Η ενδυμασία είναι μια από τις ανάγκες του ανθρώπου. Γυμνός δεν μπορεί να περπατήσει στο δρόμο, εκτός αν έχασε το μυαλό του ή – ακόμα χειρότερο – αν έχασε τη ντροπή και έγινε ένας ξετσίπωτος άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα.
Αλλ’ όπως τις ανάγκες του φαγητού και του πιοτού η αμαρτία τις διέστρεψε, και το φαγητό έγινε πολυφαγία και γαστριμαργία και το πιοτό έγινε μέθη και ασωτία, έτσι διέστρεψε και τη φυσική ανάγκη της ενδυμασίας. Η κενοδοξία σπρώχνει τον άντρα ή τη γυναίκα να ντύνεται με φανταχτερά και ακριβά ρούχα, για να επιδεικνύεται στους ανθρώπους. Όπως λέει ο Χριστός στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, ο πλούσιος εκείνος ντυνότανε πορφύρα και βύσσο, ρούχα δηλαδή πανάκριβα που φορούσαν μόνο οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες (Λουκ. 16, 19).
***
Αλλ’ εκτός απ’ αυτό το σκοπό η ενδυμασία, απ’ την πιο αρχαία εποχή, χρησιμεύει και για άλλο σκοπό.
Χρησιμεύει και για να γίνεται κάποια διάκρισης. Άλλη δηλαδή ενδυμασία φορούν οι άντρες, άλλη οι γυναίκες. Κανόνας της Εκκλησίας μας απαγορεύει να ντύνονται οι άντρες με γυναικεία ρούχα και οι γυναίκες με αντρικά. Η απαγόρευσης δε αυτή στηρίζεται και πάνω στην ψυχολογική παρατήρηση, πως μαζί με την αλλαγή των ενδυμάτων γίνεται και μια σχετική αλλαγή σκέψεων και αισθημάτων γύρω από το φύλο.
Επίσης στρατιωτικοί, αξιωματικοί και οπλίτες όλων των εθνών, απ’ την ώρα που θα καταταγούν στο στράτευμα βγάζουν την πολιτική τους ενδυμασία και ντύνονται την καθορισμένη στολή του στρατιωτικού. Αλλιώς διατίθεται ο άνθρωπος όταν βλέπει τον αξιωματικό ή το στρατιώτη ντυμένο με τη στρατιωτική στολή και αλλιώς όταν τον βλέπει με τα πολιτικά. Αλλά και οι δικαστικοί σε ορισμένες χώρες όταν ανεβαίνουν στην έδρα για να δικάσουν παρουσιάζονται με ειδική στολή, τη στολή του δικαστικού.
***
Τα λέμε για να δώσουμε μια απάντηση σ’ εκείνους τους μοντέρνους που θέλουν να καταργήσουν την ειδική στολή των κληρικών. Αυτοί θέλουν τον παπά χωρίς ράσο, τον θέλουν με σακάκι και γραβάτα. -Έτσι ο παπάς λένε, θα μπορεί να μπαίνει παντού, σε θέατρα και κινηματογράφους, σε γήπεδα και σε άλλες κοσμικές συγκεντρώσεις και να κινείται ελεύθερα!… Αλλά ποιος μπορεί να αρνηθή, πως το ράσο, που αποτελεί ένα εξωτερικό γνώρισμα του κληρικού, συντελεί κατά κάποιο τρόπο να συστέλλεται ο κληρικός και να μην εκτρέπεται δημοσίως; Μπορείτε να φαντασθήτε τον Ιερέα μας χωρίς ράσο; Θα μοιάζει, όπως είπε κάποιος, σαν μαδημένος κόκορας!
Βέβαια το ράσο δεν κάνει τον παπά, αλλά η ειδικά αυτή περιβολή συντελεί στη διατήρηση κάποιου σεβασμού, τουλάχιστον σε χώρες που δεν κατήργησαν επίσημα τη θρησκεία και δεν έγιναν τυπικά και ουσιαστικά άθεα καθεστώτα. Σε καιρό διωγμών, όπως ήταν οι διωγμοί των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, οι κληρικοί δεν φορούσαν ιδιαίτερη ενδυμασία, γιατί θα συλλαμβάνονταν αμέσως όλοι, θα εκτελούνταν και οι χριστιανοί θα έμεναν ορφανοί. Θα ήταν μια αφροσύνη. Οι κληρικοί τότε ήταν ντυμένοι όπως και οι λαϊκοί. Κανένας ειδωλολάτρης δεν θα μπορούσε να τους διακρίνει από την εξωτερική τους περιβολή. Οι ήρωες εκείνοι κληρικοί των πρώτων αιώνων δεν διακρίνονταν από την ενδυμασία τους, αλλ’ απ’ την υπέροχη ζωή τους.
Και στους δικούς μας χρόνους σε κράτη άθεα και ολοκληρωτικά, που έχουν κηρύξει φοβερό πόλεμο εναντίον της Χριστιανικής πίστεως και απαγορεύουν την εμφάνιση των κληρικών με την ιδιαίτερη ενδυμασία τους, οι κληρικοί δεν φορούν ράσο. Στην Τουρκία, όπου μισείται θανάσιμα ο χριστιανισμός, ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή απαγορεύθηκε το ράσο. Μόνο μια εξαίρεσης έγινε για τον Πατριάρχη να φοράει ράσο, όταν βγαίνει έξω από το Πατριαρχείο. Έτσι οι Τούρκοι θέλησαν να εκδικηθούν την Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί ξέρουν πολύ καλά πως ο κλήρος ήταν εκείνος που κράτησε 400 χρόνια και δεν άφησε να πεθάνει η εθνική συνείδησης όχι μοναχά στην Ελλάδα αλλά και των άλλων Βαλκανικών λαών.  Οι Τούρκοι μισούν το Πατριαρχείο, μισούν τους Ιερείς μισούν και αυτό ακόμα το ράσο. Κυριολεκτικός δαιμονίζονται αν δουν ράσο. Είναι σα να βλέπουν την Ελληνική σημαία. Και πράγματι ράσο και φουστανέλα έκαναν την Ελληνική σημαία!
Και όχι μόνο οι Τούρκοι, αλλά και οι Αμερικανοί  και οι Αυστραλοί και άλλοι λαοί δεν θέλουν να βλέπουν ράσο στους δρόμους. Τι τραβούν οι δικοί μας κληρικοί, όταν παρουσιάζονται στα «πολιτισμένα» αυτά κράτη με το ράσο! Μαζεύονται ανάγωγα παιδιά, τους κοροϊδεύουν και τους πετροβολούν. Γι’ αυτό οι περισσότεροι κληρικοί που υπηρετούν στο εξωτερικό αναγκάζονται να φορούν πολιτικοί ενδυμασία.
***
Καλά, θα πει κανείς, καλά οι Τούρκοι, οι Αμερικάνοι και άλλοι δεν θέλουν να βλέπουν τους ιερείς μας να φορούν ράσο αλλά οι Έλληνες, που ξέρουν τι πρόσφερε στην πατρίδα το ράσο, που στους δρόμους και στις πλατείες βλέπουν αγάλματα ιερέων και ιεραρχών που θυσιάστηκαν για γένος, οι Έλληνες πως τολμούν να περιφρονούν και να υποτιμούν το ράσο;
Το ράσο, η ιδιαίτερη αυτή ενδυμασία των ορθοδόξων κληρικών, έχει την ιστορία του, μια ιστορία ζυμωμένη με δάκρυα και αίματα, μια ιστορία που δεν πρέπει ποτέ να την ξεχνάμε.
Μ’ αυτά που λέμε δεν θεωρούμε το ράσο δόγμα τις πίστεως μας κάτι δηλαδή το αμετάβλητο. Αλλά κι όσοι νομίζουν, πως καταργώντας το ράσο και ντύνοντας τους ιερείς με μοντέρνα ενδυμασία θα εκσυγχρονισθεί και θα προοδεύσει η εκκλησία, σφάλουν οικτρά. Δεν φταίει το ράσο για τυχόν αποτυχίες και σκάνδαλα των σημερινών κληρικών. Αυτά, αν καταργηθεί το ράσο όχι μόνο δεν θα λιγοστέψουν, αλλά και θα αυξηθούν. Η εκκλησία μας στις μέρες τις πονηρές που ζούμε δεν έχει ανάγκη εξωτερικών μεταρρυθμίσεων, αλλ’ έχει ανάγκη εσωτερικών αλλαγών. Έχει ανάγκη αγίων και εμπνευσμένων κληρικών που θα φορέσουν και θα τιμήσουν το ράσο και θα το κάνουν λάβαρο των πιο ωραίων αγώνων για τη θρησκευτική, ηθική και εθνική αναγέννηση του Γένους μας.
Από το βιβλίο  «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ» +Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου σελ.168 -172

Οι καρποί της Θείας Κοινωνίας.


πηγ'η
Εάν ο πιστός συμμετέχει στην θεία Κοινωνία με την κατάλληλη προετοιμασία, με καθαρή εξομολόγηση, με νηστεία, με αγάπη προς τους αδελφούς, με πίστη και φόβο Θεού, τότε η συμμετοχή του είναι καρποφόρος πνευματικά. Ο άνθρωπος ενούται με τον Χριστό, ενούται με τους εν Χριστώ αδελφούς του. Δια της θείας Κοινωνίας ο πιστός γίνεται «σύσσωμος και σύναιμος» του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός, όταν για πρώτη φορά μίλησε για το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είπε: Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ.

Με την θεία Κοινωνία γινόμαστε ένα κράμα με το πανάγιον Αίμα του Χριστού, γινόμαστε ένα φύραμα με το πανάγιο Σώμα Του. «Δέχεσαι μέσα σου τον Χριστό, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, αναμιγνύεσαι με το άγιο Σώμα Του, αναφύρεσαι με το Σώμα του Κυρίου που βρίσκεται στον ουρανό». Η αγάπη του Χριστού για μας, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν αρκέστηκε στο γεγονός της σαρκώσεως, στα άχραντα πάθη και στην ταφή. Προχώρησε στην προσφορά της θείας Κοινωνίας: «Δεν ήρκεσε στον Χριστό το να γίνει άνθρωπος, να ραπισθεί και να σφαγεί για μας, αλλά και συμφύρει τον εαυτό Του με μας. Και όχι μόνο με την πίστη, αλλά και στην πραγματικότητα μας κάνει σώμα δικό Του... Σκέψου ποιας τιμής αξιώθηκες! Ποια τράπεζα απολαμβάνεις! Αυτό το οποίο οι άγιοι Άγγελοι όταν το βλέπουν φρίττουν και δεν τολμούν να το κοιτάξουν χωρίς δέος, εξαιτίας της λάμψεως που εκπέμπεται από εκεί, με αυτό εμείς τρεφόμαστε, με αυτό συμφυρόμαστε και έχουμε γίνει ένα σώμα Χριστού και μία σάρκα. Τις λαλήσει τας δυναστείας Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις Αυτού;».

Σε άλλη πάλιν ομιλία του ο θεοφώτιστος Χρυσόστομος, τοποθετεί στο στόμα του Κυρίου τούτα τα λόγια: «Για σένα, άνθρωπε, εμπτύστηκα, ραπίστηκα, κενώθηκα από την δόξα, άφησα τον Πατέρα και ήλθα σε σένα που με μισείς και με αποστρέφεσαι και δεν θέλεις ούτε το όνομα μου να ακούσεις. Έτρεξα προς εσένα και σε κατεδίωξα, για να σε κάμω δικό μου. Σε ένωσα και σε συνέδεσα με τον εαυτό μου. Σου είπα: Φάγε το Σώμα μου και πιες το Αίμα μου. Και στον ουρανό σε έχω και κάτω στην γη είμαι ενωμένος μαζί σου... Όχι απλώς συνδέομαι μαζί σου, αλλά συμπλέκομαι, τρώγομαι, λεπτύνομαι λίγο-λίγο, για να γίνει μεγαλύτερη η ανάμειξη, η συμπλοκή και η ένωση. Γιατί εκείνα που ενώνονται διατηρούν τα όρια τους, εγώ όμως συνυφαίνομαι μαζί σου. Δεν θέλω δηλαδή να υπάρχει κάτι ανάμεσα μας. Θέλω να είναι ένα τα δύο, Εγώ και συ».Ανάμεσα στον Χριστό και στον πιστό που άξια κοινωνεί δεν παρεμβάλλεται πλέον τίποτε. Όλα λιώσανε μέσα στην φωτιά της αγάπης Του. «Ημείς και ο Χριστός εν εσμέν», λέει ο θεοφόρος Χρυσόστομος. Τόσο τολμηρά μόνον ένας Άγιος μπορεί να μιλήσει. Και πράγματι έτσι μίλησαν οι Άγιοι: Μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δε και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου και χειρ Χριστού και πους Χριστού ο άθλιος εγώ δε... Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου Σώτερ;

Με την συμμετοχή μας στην θεία Κοινωνία ενούμεθα με τους αδελφούς μας και όλοι μαζί οικοδομούμε το Σώμα του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: Ότι είς άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν. Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. Και ο άγιος Ιωάννης παρατηρεί ότι όπως ο άγιος Άρτος που κοινωνούμε είναι Σώμα Χριστού, έτσι και όσοι κοινωνούμε γινόμαστε Σώμα Χριστού. «Όχι πολλά σώματα, άλλα ένα σώμα. Διότι όπως ο άρτος, ενώ αποτελείται από πολλούς κόκκους, είναι ένας, ώστε πουθενά να μην φαίνονται οι κόκκοι, ενώ υπάρχουν,... έτσι ενούμεθα και μεταξύ μας και με τον Χριστό. Διότι δεν τρέφεσαι από άλλο σώμα εσύ και από άλλο εκείνος, αλλά όλοι από το ίδιο σώμα τρεφόμαστε. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος προσέθεσε Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν».

Με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος γίναμε, κατά Χάριν, παιδιά του Θεού και μέλη της αγίας οικογενείας Του, της Εκκλησίας. Με την θεία Κοινωνία τρεφόμαστε με το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ο Χριστός, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «αναμειγνύει τον εαυτόν Του με τον καθένα από τους πιστούς δια των αγίων Μυστηρίων, δηλαδή δια της θείας Κοινωνίας. Και εκείνους που γέννησε ο Χριστός δια του αγίου Βαπτίσματος τους τρέφει με τον εαυτόν Του». Δημιουργείται έτσι μεταξύ των πιστών ένας δεσμός πνευματικός, δεσμός αγάπης αληθινής. Αυτή η αγάπη πρέπει πάντα να διακρίνει τους πιστούς στις σχέσεις τους. Λέει σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Εγίναμε κοινωνοί της πνευματικής Τραπέζης. Ας γίνουμε κοινωνοί και της πνευματικής αγάπης. Διότι αν ληστές μοιράζοντας τα λάφυρα τους ξεχνούν τους ληστρικούς τρόπους τους, ποια δικαιολογία θα έχουμε εμείς που συνεχώς κοινωνούμε του αγίου Σώματος του Κυρίου και δεν μιμούμεθα ούτε των ληστών την ημερότητα; Αν και σε πολλούς ανθρώπους όχι μόνον η συμμετοχή στην κοινή τράπεζα, αλλά και το ότι κατάγονται από την ίδια πόλη, υπήρξε αρκετό για να συνάψουν φιλία. Εμείς όμως οι πιστοί όταν έχουμε την ίδια πόλη και το ίδιο σπίτι και την ίδια τράπεζα και οδό και θύρα και ρίζα και ζωή και κεφαλή και τον αυτό ποιμένα και βασιλέα και διδάσκαλο και κριτή και δημιουργό και πατέρα και όταν όλα τα έχουμε κοινά, ποιας συγχωρήσεως θα ήταν δυνατόν να τύχουμε, εάν διαιρούμεθα ο ένας από τον άλλο;». Για τους πιστούς που κοινωνούν το άγιο Σώμα του Χριστού τα πάντα τους ενώνουν, επειδή τους ενώνει ο Χριστός. Η αγία μας Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και ο Ναός είναι ο πατρικός μας Οίκος. Όσοι έρχονται στην θεία Λειτουργία είναι αδελφοί μας εν Χριστώ και η αγάπη πρέπει να υπάρχει πάντα ανάμεσα μας. Εάν ο Χριστός δίνει για μας το πανάγιο Σώμα Του, οφείλουμε και μείς από καρδίας να αγαπούμε τους αδελφούς μας και να τους βοηθούμε σε κάθε τους ανάγκη. Σ’ εκείνους που παρέβλεπαν τους πεινώντας αδελφούς, ο ιερός Χρυσόστομος απηύθυνε τούτα τα λόγια: «Ο Χριστός έδωσε εξίσου σε όλους το άγιο Σώμα Του και συ ούτε κοινό ψωμί δεν δίνεις ελεημοσύνη εξίσου σε όλους;». Αυτό είναι πράξη ανάξια για όσους κοινωνούν τον Χριστό.Η θεία Λειτουργία είναι η φανέρωση του μυστηρίου της Εκκλησίας. Η κοινωνία των πιστών είμαστε ο ευλογημένος λαός του Θεού, ενωμένοι μέσα στην αγάπη του Χριστού. « Ένα είμαστε όλοι και μεταξύ μας και εν Χριστώ. Διότι ο Χριστός είναι ο σύνδεσμος της ενότητας, επειδή είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος», γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.

Δια της σαρκώσεως Του ο Χριστός «εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» και «ήρθε στο δικό της σπίτι. Την βρήκε λερωμένη, λιγδωμένη, γυμνή, βουτηγμένη στα αίματα και την έλουσε (με το Βάπτισμα), την άλειψε με αρώματα (με το Χρίσμα), την έθρεψε (με την θεία Κοινωνία) και την έντυσε ιμάτιο που όμοιο του δεν είναι δυνατόν να βρεθεί: Αυτός ο Ίδιος έγινε στολή της και την πήρε από το χέρι και την ανεβάζει στα ύψη». Την οδηγεί στην ουράνιο Βασιλεία όπου ιερουργείται η θεία Λειτουργία.


Πηγή: \\\\Ι.Ν. Αγίων Χαραλάμπους & Αντωνίου Κρύα Ιτεών Πατρών: Οι καρποί της Θείας Κοινωνίας http://agiosharalabos.blogspot.com/2013/02/blog-post_7498.html#ixzz2Jmr3qcYB

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...