Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαρτίου 03, 2013

Γέροντα, στεναχωριέμαι όταν οι άλλοι δεν έχουν καλή γνώμη για μένα.




- Γέροντα, στεναχωριέμαι όταν οι άλλοι δεν έχουν καλή γνώμη για μένα.
- Καλά που μου το είπες! Από σήμερα θα κάνω ευχή οι άλλοι να μην 
πουν ποτέ καλή γνώμη για σένα, γιατί αυτό σε συμφέρει, καλό
 μου παιδί. Οικονομάει ο Θεός να μας αδικήσουνοι άνθρωποι 
ή να μας πουν καμμιά κουβέντα, για να εξοφλήσουμε μερικές 
αμαρτίες μας ή για να αποταμιεύσουμε κάτι στην άλλη ζωή. 
Δεν μπορώ να καταλάβω, πως την θέλετε εσείς την 
πνευματική ζωή; Δεν έχετε καταλάβει ακόμη το πνευματικό
 σας συμφέρον και θέλετε εξόφληση εδώ. Για τον ουρανό 
δεν αφήνετε τίποτε. 
Πως τα παίρνεις έτσι τα πράγματα; 
Τι διαβάζεις; Ευεργετινό διαβάζεις; 
Εκεί δεν σου λέει τι πρέπει να κάνης; 
Ευαγγέλιο διαβάζεις;
 Να διαβάζης κάθε μέρα!!  
Γεροντας Παΐσιος

«Ο άνθρωπος έρχεται εις εαυτόν» (Κυριακή του Ασώτου)


Η Εκκλησία, προκειμένου να μας ενθαρρύνει στην πορεία της αναγεννήσεώς μας, μας δίδει την ευκαιρία να μελετήσουμε την παραβολή του ασώτου υιού λίγο πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Πρόθεσή της είναι να καταδείξει ότι, όσο σκληρός και αν είναι ο αγώνας μας, η απόγνωση δεν έχει θέση στην εν Χριστώ ζωή. Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον ουράνιο Πατέρα, ο Οποίος μας αναζητεί και μας αναμένει με ανοιχτές αγκάλες. Όχι απλώς μας παρακολουθεί από μακριά, αλλά σπεύδει ακόμη και να μας συναντήσει, επιποθώντας να μας οδηγήσει στη Βασιλεία Του.
Τέτοια είναι η αγάπη του ουράνιου Πατρός. Το τροπάριο που ψάλλουμε στην αρχή της ακολουθίας της μοναχικής κουράς είναι γνωστό ως «αγκάλες πατρικές»: «Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαι μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον αφορών των οικτιρμών Σου Σωτήρ. Νυν πτωχεύουσαν, μη υπερίδης καρδίαν. Σοι γαρ, Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο μοναχισμός αποτελεί φοβερό άλμα πίστεως, στο επίμοχθο έργο της μετανοίας. Ωστόσο, από το ξεκίνημα ακόμη ψάλλουμε τον τρυφερό αυτό ύμνο, ως υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον, εφόσον γευθήκαμε την αγάπη του Θεού.
Ας εξετάσουμε την ίδια την παραβολή. Ο νεότερος γιος απαιτεί από τον πατέρα του: «Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Ο Θεός τρέφει ύψιστο σεβασμό για την ελευθερία των τέκνων Του και τους αποδίδει ανεπιφύλακτα όσα ισχυρίζονται ότι τους ανήκουν. Δεν μας επιβάλλει να Τον αγαπήσουμε, γιατί όποιο έργο αναλαμβάνεται με εξαναγκασμό δεν έχει καμία αξία στην αιωνιότητα. Η αγάπη καταξιώνεται, όταν προσφέρεται ελεύθερα από καρδιά γεμάτη με πίστη, διαφορετικά αποδεικνύεται ευτελής.
«Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόπρισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Εδώ φαίνεται καθαρά η δυναμική του κακού. Μόλις αποδεχθούμε και τον μηδαμινότερο κακό λογισμό, παραχωρούμε στον εχθρό ένα μικρό άνοιγμα, για να εισέλθει. Στη συνέχεια μας παρασύρει ολοένα και πιό κάτω, ενώ η δική μας αντίσταση διαρκώς εξασθενεί. Κατά την πατερική διδασκαλία, πρέπει να καταπνίγουμε τους λογισμούς αυτούς μόλις εμφανισθούν, διαφορετικά είναι αδύνατον να λυτρωθούμε από αυτούς χωρίς τη μεσιτεία των Αγίων της Εκκλησίας μας. Με τον τρόπο αυτό, η δύναμη του κακού επιφέροντας ραγδαία κατάπτωση μας καταποντίζει στο απύθμενο χάσμα της αμαρτίας και της απώλειας. Η τρομακτική μακρινή χώρα, απ’ όπου απουσιάζει ο Θεός αναφέρεται στις Γραφές ως άδης. Οποτεδήποτε εγκαταλείπουμε τον οίκο του Πατέρα, αποξενωνόμαστε από την αγάπη Του. Έχοντας εκλάβει την προστασία Του ως δεδομένη, την απορρίπτουμε και επιχειρούμε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, μακριά από τον εναγκαλισμό της πατρικής αγάπης Του.
«Διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Αυτό σημαίνει ότι εκδαπάνησε άσκοπα την ίδια του την ύπαρξη – την ουσία και την υπόστασή του. Απέρριψε το χάρισμα της υιοθεσίας. Εγκατέλειψε την τιμή της υιότητας του ενός αληθινού Πατέρα του και κατάντησε άγριο θηρίο. Όταν ο άνθρωπος παίρνει αψήφιστα τη χάρη που του απένειμε ο ουράνιος Πατέρας, τα χάνει όλα. Είναι αλήθεια ότι θα ήταν προτιμότερο να μην είχε έλθει στη ζωή αυτή, παρά να αποκοπεί από την ευδοκία της θεϊκής ευσπλαχνίας. Όπως διαβεβαιώνει ο Ψαλμωδός, το έλεος Του είναι πολυτιμότερο από τη ζωή.
«Εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι». Δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο από την ξηρασία που επακολουθεί την υποχώρηση της χάριτος. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόνο του χωρισμού από αυτήν. Και όταν η απομάκρυνση της οφείλεται στην παράβαση και στην ανυπακοή του ίδιου του ανθρώπου, η αγωνία του κορυφώνεται και αυτός αρχίζει να «υστερείται». Υποφέρει από πείνα και δίψα, και ενώ παλαιότερα απολάμβανε τον πατρικό εναγκαλισμό, τώρα βρίσκεται παγιδευμένος στον λιμό της καρδιάς του και μέσα στον τυραννικό κλοιό του θανάτου.
ο άσωτος υιός
Η μακρινη χώρα του λιμού είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει· είναι ο κόσμος ο οποίος απέρριψε τον Θεό και τη χάρη Του, και οι κάτοικοί του ζουν μέσα σε βαθειά ερήμωση. Οι αποθήκες και οι τσέπες τους είναι ίσως ασφυκτικά γεμάτες, αλλά οι ξηρές καρδιές τους πλήττονται από τη φοβερή δυστυχία του λιμού. Καρδιά γεμάτη από τη χάρη του Θεού είναι ανενδεής, γιατί πλούτος της είναι ο Ίδιος ο Κύριος. Ο άνθρωπος τότε υποφέρει τη φτώχεια με χαρά, εκλαμβάνοντας όλες τις θλίψεις ως ευκαιρίες αγαλλιάσεως εν Κυρίω. Η ανέχεια μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του ανθρώπου στο Πνεύμα του Θεού σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απελευθερώσει μέσα του μεγάλη ενέργεια, ικανή να τον στηρίξει σε κάθε μορφή αντιξοότητας. Όσο για την κενή καρδιά, φαίνεται να μην υπάρχει τέλος στη δυστυχία της.
Ο λιμός της μακρινής εκείνης χώρας δεν είναι απλώς η πείνα μιας αποστεγνωμένης και απολιθωμένης καρδιάς που στερήθηκε τη χάρη. Ο ατυχής νέος, αφού απόλαυσε μεγάλη άνεση στον οίκο του πατέρα του, αποστασιοποιήθηκε από τον Θεό και τη Βασιλεία της αγάπης Του τόσο πολύ, ώστε να εξοικειωθεί με το απόκοσμο βασίλειο των δαιμόνων και να υποταχθεί στα καταχθόνια σχέδια τους. Όταν ο άνθρωπος δεν αναλαμβάνει το έργο του Θεού σε συνεργασία μαζί Του για την οικοδόμηση της σωτηρίας του, εύκολα οι δαίμονες τον θέτουν υπό τον έλεγχο και την εκδούλευση τους. Του αναθέτουν να βόσκει χοίρους, δηλαδή τον οδηγούν στο να τροφοδοτεί την ολέθρια φλόγα των παθών. Και η μόνη ανταμοιβή βέβαια από τέτοιο έργο είναι η κατάρα του θανάτου. Στην Παλαιά Διαθήκη η κατάρα επερχόταν ως συνέπεια αμαρτίας αλλά και ως επακόλουθο αμέλειας στην εκπλήρωση των έργων του Θεού. Όπως μαρτυρεί ο προφήτης Ιερεμίας: «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς» (Ιερ. 48,10). Αν ο άνθρωπος επιχειρήσει να επιτελέσει το έργο του Θεού με μισή καρδιά, θα επισύρει επάνω του κατάρα, ακόμη και αν ζει μέσα στον οίκο του Θεού. Ο Θεός μας είναι όντως ζηλωτής και δεν ανέχεται μερισμό στην καρδιά του ανθρώπου. Δεν αρκείται σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο. Ποθεί ολόκληρη την καρδιά όχι από ιδιοτέλεια, αλλά για να την γεμίσει με το πλήρωμα της θεϊκής ζωής Του.
Ο δυστυχής και επικατάρατος άσωτος υιός «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ». Ο στίχος αυτός ρίχνει φως σε μια τρομακτική πραγματικότητα. Όταν ο Θεός μας εγκαταλείψει, τότε οι ανθρώπινες αλλά ακόμη και οι αγγελικές δυνάμεις αδυνατούν να μας συνδράμουν. Φυσικά ο άνθρωπος εκούσια εγκαταλείπει τη θεϊκή Βασιλεία της ζωής και του φωτός, για να προσχωρήσει στο ζοφερό βασίλειο του θανάτου. Υπόκειται έτσι στη δυναμική του κακού και δαπανά εφεξής όλες τις δυνάμεις του μόνο για την επιβίωσή του. Καθώς όμως αγωνίζεται να επιζήσει, καταποντίζεται όλο και πιο βαθιά στην αμαρτία, ενώ η κατάρα που επισύρει επάνω του γίνεται δριμύτερη. Όσο περισσότερο ενδίδει στα πάθη, τόσο επιτείνεται η λιμοκτονία του από την απουσία του Θεού. Η καρδιά του ανθρώπου μένει απαράκλητη από τις πρόσκαιρες ηδονές του κόσμου τούτου. Μόνο η άφθαρτη παρηγοριά του Πνεύματος του Θεού μπορεί να την ικανοποιήσει αληθινά.
Ανεξάρτητα από το πόσο έχει εξαχρειωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία ή πόσο βαθιά έχει βυθισθεί στην άβυσσο της κολάσεως, διατηρεί πάντοτε μέσα του κάποια ευγένεια που δεν μπορεί να απαλειφθεί, δηλαδή την εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε. Ο Θεός εμφύτευσε στην ύπαρξή μας τη δυνατότητα της μετάνοιας, ώστε να μπορούμε να στρεφόμαστε προς Αυτόν και να ικετεύουμε για τη συγχώρηση Του οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας. Όταν ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν», εξετάζει προσεκτικά την καρδιά του και στη συνέχεια καταφεύγει στον Θεό με υπευθυνότητα, δηλαδή με την αλήθεια της μετάνοιάς του. Τότε Εκείνος του απονέμει μεγάλη τιμή, εκχέοντας πάνω του τους αναζωογονητικούς καταρράκτες του ελέους Του. Έχοντας δημιουργήσει τον άνθρωπο κατά την εικόνα και την ομοίωσή Του, εμφύσησε στη φύση του τον πόθο της θεϊκής υιοθεσίας, στον οποίο ο Θεός αποκρίνεται με τους ευλογημένους και σωτηριώδεις λόγους: «Πάντα τα εμά σα εστιν». Αυτό σημαίνει: «Το πλήρωμα της ζωής μου, ώ άνθρωπε, είναι τώρα δική σου ζωή». Όσα ιδιώματα έχει ο Θεός εκ φύσεως τα αποδίδει δωρεάν στον άνθρωπο ο οποίος γίνεται κατά χάριν θεός.
Η πείνα και η δίψα του ασώτου τον υποχρεώνουν σε βαθειά αυτοεξέταση. Όταν ο άνθρωπος συνέρχεται, απαιτείται μεγάλη ανδρεία, προκειμένου να εξετάσει την καρδιά του και να έλθει αντιμέτωπος με την αληθινή και ολέθρια πτωχεία που τον χαρακτηρίζει. Μόλις όμως αντιληφθεί και εξομολογηθεί την κατάσταση του, ο Θεός σπεύδει να του συμπαρασταθεί. Τον φωτίζει, υποδεικνύοντας του πού ακριβώς βρίσκεται. Με την παράδοξη αυτή όραση, όπως εξηγεί ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος δέχεται τον φωτισμό του Θεού «εκ των όπισθεν». Δεν βλέπει τον Θεό, αλλά μάλλον αποκτά επίγνωση των αμαρτημάτων του. Η χάρη του αποκαλύπτει τα υστερήματα του. Συναισθάνεται τότε την κόλαση στην οποία βρίσκεται, από την οποία απουσιάζει ο Θεός, όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν μία ακτίνα φωτός αποκαλύπτει ξαφνικά τη σκόνη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η επίγνωση της πνευματικής πτωχείας του προσδίδει στον άνθρωπο την ικανότητα να διακρίνει και να επιδιώκει μόνο τα άφθαρτα και θεϊκά πράγματα, ενώ συγχρόνως τον κάνει ικανό να περιφρονεί όλα τα φθαρτά της πρόσκαιρης αυτής υπάρξεως. Αυτή είναι η αρχή της σοφίας, εφόσον η γνώση της αληθινής μας καταστάσεως εμπνέει μέσα μας τον φόβο του Θεού (Ψαλμ. 110,10).
Είναι εξέχουσα η στιγμή, κατά την οποία ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν». Οι ησυχαστές του δέκατου τέταρτου αιώνα έκαναν συχνή χρήση της φράσεως αυτής, που υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η αμαρτία, διαχέει τον νου προς τον εξωτερικό κόσμο. Άσωτος υιός είναι, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, ο νους του ανθρώπου, ο οποίος, όταν αποχωρίζεται από τη μνήμη του Θεού, καθίσταται είτε θηριώδης είτε δαιμονιώδης. Τότε αρχίζει η ζωή της ασωτείας, που είναι αντίθετη προς τη σωφροσύνη και που προκαλεί τη διάσπαση και τη διάχυση του νου, των αισθήσεων και όλης της ζωής του ανθρώπου. Προκειμένου να ενοποιηθεί η φύση του ανθρώπου, ο νους πρέπει να ενωθεί και πάλι με την καρδιά με μια θεραπευτική κίνηση προς τα μέσα. Είναι αναγκαίο να κατεβεί και να αναπαυθεί στην καρδιά, ώστε ενωμένος πάλι με αυτήν να μπορεί να κυβερνά αποτελεσματικά την ύπαρξη του ανθρώπου. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου και του σώματος, συγκεντρωθεί στην καρδιά, συντελείται μια τρίτη κίνηση, αυτή τη φορά προς τον Ίδιο τον Θεό. Το συνολικό σχήμα έχει κυκλικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τους όσιους ησυχαστές. Αφού «διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού» στον εξωτερικό κόσμο (πρώτη κίνηση), ο άσωτος υιός «έρχεται εις εαυτόν» (δεύτερη κίνηση), ούτως ώστε να κατευθύνει όλη την ύπαρξη του προς τον εναγκαλισμό του Πατέρα (τρίτη κίνηση). Προκειμένου όμως ο άνθρωπος να επανασυνδέσει τον νου με την καρδιά του, πρέπει να αντιταχθεί στο πλήθος των λογισμών που του υποβάλλει ο εχθρός. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν τη ρίζα τους στην υπερηφάνεια. Ωστόσο έχοντας ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, αρχίζει να εντοπίζει την προέλευση τέτοιου είδους λογισμών καθώς επίσης και τον σκοπό τους. Δεν τον εξαπατούν οι λογισμοί πια με την ίδια ευκολία όπως παλιά, γιατί μαθαίνει να επιτηρεί την είσοδο της καρδιάς του. Όταν τελικά καταφέρει να ενοικήσει σε αυτήν, τότε μόνο ταπεινοί διαλογισμοί θα αναφύονται στο έδαφος της, που θα τρέφουν και θα ζωογονούν την ύπαρξή του.
Οι περισσότεροι από εμάς ζούμε δυστυχώς έξω από την καρδιά μας, και ο νους μας παραμένει σε διαρκή σύγχυση. Ορισμένοι καλοί λογισμοί αναδύονται κατά καιρούς στην επιφάνεια, αλλά οι σκέψεις μας στην πλειονότητα τους είναι επιβλαβείς. Όσο εξακολουθούμε να αγνοούμε την καρδιά μας θα βρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του ολέθριου αυτού καθεστώτος. Προς το τέλος όμως ο πόνος εντείνεται τόσο πολύ, ώστε ανήμποροι να τον ανεχθούμε αρχίζουμε να ψάχνουμε τον δρόμο της επιστροφής.
Ενθυμούμενος το πατρικό του σπίτι ο άσωτος υιός συνέρχεται και αναλογίζεται: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!» Όλοι έχουμε θαμμένες βαθιά μέσα μας αναμνήσεις από τον οίκο του Πατρός, γιατί η ψυχή μας διατηρεί παντοτινά τα ίχνη της χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος, όταν ενδυθήκαμε τον Χριστό. Επιπλέον, κάθε φορά που μετέχουμε στα Άχραντα Μυστήρια η ύπαρξή μας σημαδεύεται ανεξίτηλα από την αγαθότητα του Θεού. Στην καρδιά του ασώτου άλλη ταπεινή σκέψη αναδύεται τώρα: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου …» Η διαδικασία της ενδότερης αναγεννήσεως έχει πια ξεκινήσει, αφού αποφάσισε να ανασηκωθεί από την πτώση του. Έχοντας αντικρίσει την πραγματικότητα της απώλειάς του, επιστρέφει προς τον εαυτό του και τον Θεό. Αρχίζει η δυναμική εν Θεώ αύξησή του. Είναι έτοιμος να φωτισθεί και να καθαρισθεί, αφού άρχισε να μιλά με ειλικρίνεια στον Θεό από τα βάθη της καρδιάς του. Οι προσευχές μιάς κατακερματισμένης διάνοιας δεν έχουν ούτε ενάργεια ούτε βάθος, αλλά ο νους που επανασυνδέθηκε με την καρδιά ξεχειλίζει από ταπεινή προσευχή με τέτοια δύναμη, που φθάνει στα ώτα του Κυρίου Σαβαώθ. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τώρα την ισχύ της ταπεινώσεως. Διαπιστώνει ότι η μόνη ορθή στάση είναι να αποδώσει όλη τη δόξα και την τιμή στον Θεό, ενώ στον εαυτό του «την αισχύνη του προσώπου» (Δανιήλ 9,7) εξαιτίας των αμαρτιών του. Καταθέτει όλη την εμπιστοσύνη του στο έλεος του Πατρός και όχι πια στο διεφθαρμένο εγώ του, και υιοθετώντας τη στάση αυτή της καρδιάς οδηγείται σε αληθινή μετάνοια. Όπως διαβάζουμε σε μία από τις μεγάλες «ευχές της γονυκλισίας» κατά την Πεντηκοστή: «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Είμαστε αμαρτωλοί και ανάξιοι του ελέους Του, αλλά έχουμε πλήρη πεποίθηση σε Εκείνον τον Οποίο λατρεύουμε. Το «αλλά» αυτό δεν μπορεί να λεχθεί χωρίς πίστη, και ακριβώς η πίστη αυτή είναι ο βράχος πάνω στον οποίο οικοδομούμε την πνευματική ζωή μας.
Ο άσωτος υιός, στη συνέχεια, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο: «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησον με ως ένα των μισθίων σου». Δεν λέει «ένα των υπηρετών σου». Οι υπηρέτες ανήκαν γενικά στην οικογένεια του αφεντικού τους και περνούσαν τη ζωή τους μέσα στο οικιακό περιβάλλον. Απεναντίας οι μισθωτοί υπηρέτες δεν είχαν δικαίωμα να μένουν στο σπίτι του αφεντικού και μπορούσαν να απολυθούν ανά πάσαν στιγμήν. Έτσι ο άσωτος κρίνει ότι του αρμόζει να τοποθετηθεί στην ίδια τάξη με τους προσωρινούς εργάτες, τους πιο ασήμαντους υπηρέτες. Σε όσους μετανοούν αληθινά είναι πολύ χαρακτηριστικές τέτοιες ταπεινές σκέψεις, καθεμιά από τις οποίες εκφράζει βαθύτερη ταπεινοφροσύνη από τις προηγούμενες. Το πυρ της μετάνοιας βυθίζει τον άνθρωπο που μετανοεί στην άβυσσο της μηδαμινότητάς του, απ’ όπου μόνο ο Θεός μπορεί πάλι να τον ανυψώσει. (Ο Ίδιος ο Κύριος μας υπέδειξε την οδό αυτή: προηγήθηκε η κατάβασή Του στον Άδη, και από εκεί η ανάβασή Του υπεράνω όλων των ουρανών). Όσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος, τόσο κερδίζει σε σοφία, καλλιεργώντας αδιασάλευτη πίστη στο έλεος του Θεού και γνωρίζοντας ότι Αυτός θα τον ανυψώσει διαπαντός εν καιρώ ευθέτω (Α’ Πετρ. 5,6). Αφότου ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, μοναδική του μέριμνα είναι να καλλιεργεί τέτοιους λογισμούς, που τον τοποθετούν στην καθοδική πορεία της μετάνοιας. Γνωρίζουμε ότι, όποιος φέρεται από το Πνεύμα το Άγιο, δεν παύει να μέμφεται τον εαυτό του. Μάλιστα όσο περισσότερο οδεύει προς τα κάτω, ακολουθώντας το υπόδειγμα του Χριστού, τόσο υψηλότερα θα ανυψωθεί μαζί Του.
Όπως ακριβώς η ενέργεια του κακού ωθεί τον άνθρωπο στην απώλεια, έτσι και η ενέργεια της θείας χάριτος τον μετασχηματίζει, αν αυτός συμμορφώνει τη ζωή του με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος δέχεται τη σωτηρία, κάθε ταπεινός λογισμός γεννά άλλον ταπεινότερο, που αιχμαλωτίζει κάθε κακή σκέψη στην υπακοή των εντολών του Χριστού (Β’ Κορ. 10,15). Η χάρη του Θεού ανιστά τον άνθρωπο στη δόξα του εναγκαλισμού του από τον ουράνιο Πατέρα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία.
Η μεγάλη οδύνη βοήθησε τον άσωτο υιό να βρει την καρδιά του. Μέσα από τη δυναμική αλληλοδιαδοχή των ταπεινών λογισμών που αναζωογονούν την ψυχή του, οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του πνευματικού χώρου της μετάνοιας. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Τόσο μεγάλη είναι η ισχύς ενός ταπεινού λογισμού. Με λίγες μόνο λέξεις η Αγία Γραφή εστιάζει την προσοχή μας στη μεγαλειώδη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί και τον κεκρυμμένο σκοπό της παραβολής αυτής. Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στην καρδιά του και αρχίζει να αυξάνει μέσα του τη χάρη ταπεινώνοντας τον νου του, αποκτά ανδρεία λέοντος στη μετάνοιά του. Επιπλέον ο αυτοκαθορισμός του ενδυναμώνεται, ώστε είναι έτοιμος να υπομείνει ακόμη και την κάμινο του ίδιου του άδη. Όπως και αν διαμορφώνονται οι περιστάσεις του βίου του, είναι πια οπλισμένος με τέτοιο θάρρος και τόση παρρησία, που προσφεύγει πάντοτε στον Θεό με ακλόνητη ετοιμότητα για άλματα της πίστεως.
«Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαγχνίσθη». Ποιός άλλος πατέρας εκτός από τον ουράνιο έχει την ικανότητα να διακρίνει τόσο καθαρά και από τόσο μακριά, ακόμη και πίσω από τα βουνά των αμαρτιών μας; Αληθινά καταπλήττει το γεγονός ότι ο Θεός έφθασε ακόμη και στην άβυσσο της κολάσεως και της αμαρτίας για να αναζητήσει τα ίχνη του ανθρώπου. Πράγματι, η επισκοπή Του δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Μας παρατηρεί και καρτερεί υπομονετικά να έλθουμε εις εαυτόν και τότε μόνο μας ανιστά στο ύψος της δικής Του δόξας.
Ο πατέρας «ευσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» (Λουκ. 15,20). Τρέχει, πέφτει και καταφιλεί: τρία ρήματα που μεταδίδουν μεγάλη δύναμη. Ο Θεός τρέχει να συναντήσει τον άνθρωπο που μετανοεί, ώστε να του χορηγήσει τη δύναμη που απαιτείται, για να ολοκληρώσει την καλή πρόθεση της επιστροφής του. Πέφτει στον τράχηλο του ανθρώπου, για να τον καταστήσει θεοφόρο, «άλογο» που έχει καβαλάρη τον Θεό. Το Ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τις θαυμάσιες αυτές εικόνες, για να καταδείξει την άπειρη αγάπη και ταπείνωση του Θεού. Τι Θεό έχουμε! Έχοντας υπερβεί τον θάνατο της αμαρτίας, ταπεινώθηκε ενώπιόν μας από αγάπη. Χάρη στην υπερβάλλουσα αγάπη Του γίνεται υπηρέτης του ανθρώπου, συγκαταλέγοντάς τον στη ζωή και τη Βασιλεία Του. Ο Θεός επιχέει τα ελέη Του πάνω στον άνθρωπο που μετανοεί σηματοδοτώντας μαζί Του το προοίμιο της αιώνιας ζωής, η οποία δεν γνωρίζει ούτε φθορά ούτε τέλος. Καθώς ο άνθρωπος γίνεται θεοφόρος, μεταβαίνει από δύναμη σε δύναμη, ενώ η αγαλλίασή του μεγαλώνει συνεχώς από ένα πλήρωμα χαράς σε άλλο ακόμη μεγαλύτερο.
Δεν αργεί ο εύσπλαγχνος πατέρας να ακούσει τα λόγια του υιού του, και αμέσως τον σφίγγει στην αγκαλιά του και τον καταφιλεί. Ο πατέρας γνωρίζει την αλλοίωση της καρδιάς του και μέσα στη χαρά του ούτε καν ακούει την εξομολόγησή του. Ποθεί τόσο φλογερά να αποκαταστήσει τον μεταμελημένο γιο του, ώστε διατάζει τους υπηρέτες να φέρουν την πιο εκλεκτή στολή. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν στεκόμαστε με μετάνοια ενώπιον του Θεού και πενθούμε. Ο Θεός μας συγχωρεί, πριν ακόμη να το καταλάβουμε. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι η αλήθεια της μετάνοιάς μας επισφραγίζεται, μόνο όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον ενός «ομοιοπαθούς» ανθρώπου (Πράξ. 14,15), ενός ιερέα της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο πατέρας, όταν αγκαλιάζει τον υιό του, του μεταδίδει την ίδια τη ζωή του και του προσφέρει όλα τα πλούτη του, όπως ακριβώς θα έκανε, αν εκείνος δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ την πατρική εστία. Θεωρώντας τα αμαρτήματα του ως ελάχιστα ίχνη σκόνης πάνω σε έναν καθρέφτη τα εξαλείφει όλα, αφήνοντας τη γυάλινη επιφάνεια ολοκάθαρη, όπως ήταν στην αρχή. «Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην …» Ο πατέρας τον ενδύει με την περιβολή της τιμής και της δόξας και του φορεί δαχτυλίδι στο χέρι και υποδήματα στα πόδια. Σύμφωνα με τους Πατέρες η ενδυμασία δηλώνει την τιμή της υιοθεσίας. Το δαχτυλίδι συμβολίζει τη δύναμη που του παρέχεται, ώστε να ζήσει στο εξής αναμάρτητη ζωή, ενωμένος με τον Θεό και τηρώντας τις εντολές Του. Επιπλέον, στα αρχαία χρόνια, όταν κάποιος έδιδε το δαχτυλίδι του σε κάποιον άλλο, σήμαινε ότι του μεταβίβαζε την εξουσία του. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Θεός κατά την επιστροφή του αμαρτωλού. Του παραδίδει την εξουσία του κληρονόμου της ίδιας της ζωή Του. Τα υποδήματα αποτελούν επίσης σύμβολο υιοθεσίας. Μόνο οι υπηρέτες περπατούσαν ανυπόδητοι, ενώ τα υποδήματα συνιστούσαν το διακριτικό σημείο ελευθερίας του ανθρώπου.
«Ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν». Ο πατέρας, γεμάτος αγαλλίαση, ετοιμάζει λαμπρή εορτή για την επιστροφή του υιού του. Όπως βεβαιώνει ο Κύριος: «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι». Πράγματι, ζούμε στη γη μεταξύ δύο κόσμων: Καταυγαζόμαστε από τις ακτίνες φωτός της επουράνιας Βασιλείας και απειλούμαστε από τις ζοφερές σκιές του Άδη. Ανάλογα με την ελεύθερη επιλογή μας να ασπασθούμε είτε τον ένα κόσμο είτε τον άλλο, η στιγμή της διαβάσεώς μας θα αποδειχθεί πύλη εισόδου στην αιώνια μακαριότητα ή στο τυραννικό σκότος του ίδιου του παραλογισμού μας. Ο ουράνιος Πατέρας όμως έχει μία μόνο σκέψη: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη». Η χάρα του ουρανίου Πατρός είναι ανεκλάλητη, γιατί ανεξάντλητη είναι και η δίψα Του για τη σωτηρία μας! Στην ουσία είναι ο δικός Του σφοδρός πόθος για την επιστροφή μας που απεργάζεται τη δική μας μετάνοια.
Η επιστροφή του ασώτου υιού δεν χαροποίησε, ωστόσο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος εργαζόταν στους αγρούς, έξω από την πατρική οικία. Αυτός εκπροσωπεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι ποτέ δεν υποδέχονταν με χαρά τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού, θεωρώντας ότι του αξίζει η κόλαση. Εμπιστεύονταν μόνο τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά με την αυτοδικαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι βρίσκονταν στους αγρούς, δηλαδή έξω από τον οίκο της καρδιάς τους. Είχαν την πίστη ότι ανήκουν στον Θεό, όπως ο μεγάλος γιός της παραβολής, χωρίς να εννοούν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν δώσει ποτέ την καρδιά τους στον επουράνιο Πατέρα. Δεν είχαν καμιά γνώση του Θεού ούτε ήλθαν ποτέ σε κοινωνία με το Πνεύμα Του. Έτρεφαν μάλλον την πεποίθηση ότι η τυπική από μέρους τους τήρηση του Νόμου θα υποχρέωνε κατά κάποιον τρόπο τον Θεό να τους αποδώσει τη σωτηρία.
«Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα». Επειδή ήταν αδύνατον να εννοήσει ο μεγάλος γιός τι συνέβαινε, αναγκάσθηκε να ρωτήσει έναν υπηρέτη, ο οποίος και τον πληροφόρησε: «Ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν». Εκείνος τότε, υπό το κράτος της εγωιστικής ηθικής του, οργίσθηκε και αντέδρασε ως ακάρδιος ή μάλλον ως λιθοκάρδιος. Αρνήθηκε να μπει στο σπίτι σαν να δήλωνε στον Θεό: «Αν υποδέχεσαι αμαρτωλούς στη Βασιλεία σου, εγώ προτιμώ να μείνω έξω». Δυστυχώς η στάση αυτή χαρακτηρίζει πολλούς χριστιανούς. Λίγοι από μας χαιρόμαστε αληθινά για την επιστροφή ενός αδελφού που έζησε αμαρτωλή ζωή και πολύ συχνά μάλιστα αντιμετωπίζουμε με δυσφορία την πνευματική του σταθερότητα και πρόοδο.
«Ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Όπως ακριβώς ο πατέρας έσπευσε νωρίτερα να προϋπαντήσει τον άσωτο γιο του, έτσι εξέρχεται τώρα να συναντήσει και τον μεγάλο γιο του. Ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά στο καθένα από τα τέκνα Του, προκειμένου να τα οδηγήσει όλα κοντά Του. Πόσοι από μας όμως αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στη χαρά του επουράνιου Πατέρα μας! Αντιλέγουμε με αλαζονική αναισθησία: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολην σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Η απάντηση αυτή δείχνει ότι η σχέση μας με τον ουράνιο Πατέρα μας δεν αποτελεί σύνδεσμο αληθινής αγάπης. Αν όμως δεν συνδεόμαστε με τον Χριστό με ταπεινή αγάπη, απέχουμε πάρα πολύ από την τελειότητα και η σωτηρία μας είναι αβέβαιη. Τα λόγια του μεγάλου γιου συνιστούν σαφή ένδειξη ότι η καρδιά του στερείται του «άλατος» της αγάπης. Συνεχίζει τον λόγο με ακόμη εντονότερη πικρία: «Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Πόση αγανάκτηση αισθάνεται εναντίον του αδελφού του! Τον κατηγορεί, καταδικάζοντάς τον για τις αμαρτίες του, ανίκανος να διακρίνει τη μεταμόρφωση που επήλθε στην ψυχή του.
Τότε ο εύσπλαχνος πατέρας, μέσα στην άφατη αγαθότητά Του, αποκρίνεται: «Τέκνον, ου πάντοτε μετ’ εμού εί, και πάντα τα εμά σα εστιν;». Αυτή είναι ίσως η πιο συγκινητική ρήση σε όλη την παραβολή. Ο πατέρας κατακλύζεται από τον πόθο να θεραπεύσει τον φθόνο του γιου του και του θέτει τον προβληματισμό: «Σε σένα έχω δώσει ήδη όλη μου την περιουσία. Γιατί φθονείς τον αδελφό σου; Το μόνο που σου ζητώ είναι να με αγαπάς ως γιος μου». Αν η καρδιά του μεγαλύτερου υιού ήταν ενωμένη με την καρδιά του πατέρα του, τότε η χαρά του πατέρα θα ήταν και δική του χαρά. Η δόξα του αδελφού του θα ήταν και δική του δόξα, όπως ακριβώς το φως ενός κεριού δεν ελαττώνεται, όταν ανάβονται από αυτό άλλα κεριά. Όταν αποδεικνύουμε στον Θεό ότι Τον αγαπάμε ως αληθινοί υιοί, γινόμαστε ικανοί να λάβουμε όλα όσα είναι δικά Του, την ίδια τη ζωή Του και όλο τον ακένωτο πλούτο των χαρισμάτων Του.
Οι λόγοι του Κυρίου, διατυπωμένοι με εξαιρετική ευγένεια, φανερώνουν τον σφοδρό πόθο Του να μας θεραπεύσει από τη μικροπρέπεια της ζηλοτυπίας. Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου, μετά την Ανάστασή του Κυρίου, ο Πέτρος ζητεί να ενημερωθεί για τον Ιωάννη. Είχε δει τον αγαπημένο μαθητή να γέρνει στο στέρνο του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο και διατήρησε την εικόνα αυτή στη μνήμη του. Νιώθοντας ο ίδιος μεγάλη ντροπή για τη δική του προδοσία, ρωτά τον Χριστό: «Ούτος δε [ο Ιωάννης] τί;» Και ο Κύριος αποκρίνεται: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί προς σε; Συ ακολούθει μοι» (Ιωάν. 21,22). Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να μας απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να Τον ακολουθούμε με πίστη και αφοσίωση, ώστε να αξιωθούμε να ακούσουμε τον μακάριο λόγο: «Πάντα τα εμά σα εστι». Και πραγματικά, όταν η καρδιά μας ανήκει στον Θεό, δεν υστερούμε σε τίποτα, αφού ό,τι δωρίζει στους αδελφούς μας αποτελεί συγχρόνως και δικό μας χάρισμα.
«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη». Αν ακολουθούμε τα ίχνη του Κυρίου με πιστότητα, η σωτηρία όλων των ανθρώπων θα είναι η μόνη μας επιθυμία. Τότε και η δική μας σωτηρία θα αποτελεί φυσικό επακόλουθο, εφόσον η επιθυμία μας θα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόθο του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Γνώρισα έναν μοναχό που προσευχόταν για πολύ καιρό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε όλο τον κόσμο, και μένα». Με άλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε όλους τους ανθρώπους στον Παράδεισο, και ίσως τότε υπάρξει και για μένα κάποια ελπίδα».
Όταν ακολουθούμε τον Κύριο, μοναδική μας μέριμνα είναι να Τον ευαρεστούμε και να Του αποδίδουμε ευχαριστία σε ό,τι κάνουμε. Προηγουμένως όμως είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε αυθεντική σχέση μαζί Του, καλλιεργώντας την ταπείνωση του τελώνη και την αποφασιστική μετάνοια του ασώτου υιού. Ο Θεός δημιούργησε κάθε άνθρωπο με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ιδιαίτερος και μοναδικός σύνδεσμός του με τον Δημιουργό του να τον ολοκληρώνει και να τον τελειοποιεί. Έτσι αποτελεί ύψιστη αποστολή και σκοπό μας η δημιουργία ισχυρής σχέσεως με τον Χριστό και ο αδιάλειπτος διάλογος μαζί Του. Τότε όλες οι ανθρώπινες σχέσεις μας θα αντλούν δύναμη από τον σύνδεσμό μας με τον Θεό και θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τα πάντα, κάθε στοιχείο του κτιστού κόσμου, στο φως της σχέσεως αυτής. Αν η βελτίωση της σχέσεώς μας μαζί Του καταστεί η μοναδική φροντίδα μας, τότε βαθειά μετάνοια θα εκπηγάσει από τα βάθη του είναι μας. Όσο περισσότερο αυξανόμαστε εν Χριστώ, τόσο εναργέστερα θα προβάλλει μπροστά μας η πτωχεία μας ανανεώνοντας διαρκώς την έμπνευσή μας. Δεν θα φοβόμαστε τίποτα, γιατί τίποτα δεν θα είναι ικανό να μας χωρίσει από την αγάπη Του.
Η σχέση που οικοδομήσαμε με τον Σωτήρα μας στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και στον μέλλοντα κόσμο. Θα κριθούμε ανάλογα με την αγάπη μας και σύμφωνα με κάθε λογο του Χριστού που είναι αποθησαυρισμένος στο Ευαγγέλιο. Όπως ακριβώς ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του έθεσε στον Πέτρο το ερώτημα: «Φιλείς με;», το ίδιο ερώτημα θα θέσει στον καθένα από μας στον μέλλοντα αιώνα: «Και συ, φιλείς με;» Και εμείς θα απαντήσουμε: «Ναι, Κύριε, Συ γνωρίζεις ότι φιλώ Σε». Ο δυναμισμός όμως και η παρρησία της αποκρίσεώς μας θα εξαρτηθούν εξ ολοκλήρου από το βάθος του συνδέσμου μας με το Πρόσωπο του Χριστού. Όποια στάση υιοθετήσουμε στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και μετά το μνήμα, γεγονός που γίνεται σαφές στην ευαγγελική αφήγηση περί της κρίσεως των δικαίων. «Κύριε, πότε πράξαμε κάτι καλό πάνω στη γη; Σε Σένα πρέπει δόξα, σε μας αισχύνη» (Ματθ. 25,37-39) είναι η ταπεινή σκέψη που προφέρουν οι δίκαιοι ενώπιον του Κριτού και η οποία έθρεψε τη μετάνοιά τους στη ζωή αυτή. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε και εμείς να μαθητεύσουμε στη στάση αυτή της ταπεινώσεως από τώρα, ώστε να αξιωθούμε της αιώνιας ζωής με τον Κύριο. Η αλαζονεία και η αυτοδικαίωση δεν έχουν θέση στη ζωή Του, μπορούν όμως να μας συνοδεύσουν τραγικά στην αιωνιότητα, καταδικάζοντάς μας σε αιώνιο χωρισμό από Αυτόν.
Για μας Παράδεισος είναι ο Χριστός. Ο άγιος Σιλουανός διαβεβαιώνει: «Αν όλοι οι άνθρωποι μετανοούσαν και τηρούσαν τις εντολές του Θεού, ο παράδεισος θα ήταν στη γη, γιατί η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν. Η Βασιλεία του Θεού είναι το Άγιο Πνεύμα και το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο στον ουρανό και στη γη». Ο Παράδεισος αρχίζει στη γη με την αγάπη προς τον Θεό και τους αδελφούς μας. Εδώ έγκειται όλος ο πλούτος της αιώνιας ζωής, γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, για να μεγαλύνει τον Θεό αποδίδοντάς Του αιώνια δόξα. Εκείνος πάλι αγάλλεται με την επιστροφή της δόξας αυτής στην εικόνα Του, τον άνθρωπο, ο οποίος τότε απονέμει ακόμη μεγαλύτερο αίνο στον Δημιουργό του. Έτσι εισχωρούμε στην αέναη αυτή ανακύκλωση της αγάπης και της δοξολογίας. Η «κατά Θεόν αύξηση» συνιστά την αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, ο οποίος κλήθηκε να ομοιωθεί με τον Ίδιο τον Θεό.
(Αρχιμ. Ζαχαρία, Πιστοί στη διαθήκη της Αγάπης, εκδ. Ι. Σταυροπηγιακής Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ Ἀγγλίας 2012, σ. 171-190)
πηγή

Το Ευαγγέλιον της Κυριακής του Ασώτου

Λουκ. 15,11Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς.
Λουκ. 15,11Είπε δε ακόμη και την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς.
 
Λουκ. 15,12καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
Λουκ. 15,12Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα· πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν του.
 
Λουκ. 15,13καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
Λουκ. 15,13Και ύστερα από ολίγας ημέρας ο νεώτερος υιός εμάζευσεν όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας και εταξίδεψε εις μακρυνήν χώραν. Και εκεί εσπατάλησε την περιουσίαν του ζων ένα βίον άσωτον, παραλυμένον και ασυλλόγιστον.
 
Λουκ. 15,14δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
Λουκ. 15,14Οταν δε εξώδευσε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα εις την χώραν εκείνην και αυτός ήρχισε να στερήται και να πεινά.
 
Λουκ. 15,15καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
Λουκ. 15,15Και από την πείναν πλέον ζαλισμένος επήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος εις ένα από τους κατοίκους της χώρας εκείνης. Και αυτός τον έστειλε εις τα χωράφια του, να βόσκη χοίρους.
 
Λουκ. 15,16καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
Λουκ. 15,16Και επιθυμούσε να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδιδε, διότι οι υπηρέται τα προώριζαν δια τους χοίρους.
 
Λουκ. 15,17εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
Λουκ. 15,17Καποιαν όμως ημέραν συνήλθεν από την ζάλην και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του και είπε· Ποσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά, εγώ δε χάνομαι από την πείναν;
 
Λουκ. 15,18ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.
Λουκ. 15,18Και αμέσως επήρε την απόφασιν της επιστροφής και είπε· Θα σηκωθώ, θα υπάγω προς τον πατέρα μου και θα του πω· πατέρα μου, ημάρτησα στον ουρανόν εμπρός στον Θεόν και τους αγγέλους του· ημάρτησα και ενώπιόν σου, διότι περιφρόνησα την πατρικήν σου αγάπην και δεν ελογάριασα την λύπην, που θα σου προξενούσα με την φυγήν μου.
 
Λουκ. 15,19οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Λουκ. 15,19Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου· κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτας σου.
 
Λουκ. 15,20καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
Λουκ. 15,20Και έθεσε εις εφαρμογήν την καλήν του απόφασιν. Εσηκώθη και ήλθε προς τον πατέρα του. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο εις μακρυνήν απόστασιν, ο πατέρας του, που από καιρόν τώρα τον επερίμενε και παρατηρούσε πάντοτε με λαχτάρα στον δρόμον, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθη, έτρεξε εις προϋπάντησίν του, έπεσε με στοργήν απέραντον στον τράχηλον του παιδιού του, το αγκαλιασε και το εγέμισε φιλήματα.
 
Λουκ. 15,21εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Λουκ. 15,21Συντετριμμένος ο υιός από την απέραντον αυτήν στοργήν είπε στον πατέρα του· Πατέρα, ημάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονομασθώ υιός σου.
 
Λουκ. 15,22εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας,
Λουκ. 15,22Ο δε πατέρας τον διέκοψε, εστράφη προς τους δούλους, που είχαν μαζευθή εκεί, και είπε· Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ενδύσατέ τον, και δώστε του το δακτυλίδι εις τα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι. Δώστε του υποδήματα εις τα πόδια, δια να μη περπατή ξυπόλητος όπως οι δούλοι.
 
Λουκ. 15,23καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
Λουκ. 15,23Και φέρτε το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το και ετοιμάστε το πιο πλούσιο τραπέζι, δια να πανηγυρίσωμε το εξαιρετικά χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε όλοι.
 
Λουκ. 15,24ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
Λουκ. 15,24Διότι ο υιός μου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος ήτο και ευρέθηκε. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται. (Αγγελοι και δίκαιοι καλούνται από τον Θεόν να χαρούν και να ευφρανθούν, όταν ένας αμαρτωλός, που εγκατέλειψε τον Θεόν και εσπατάλησε τα θεία δώρα εις την αμαρτίαν και εβυθίσθη στον εξευτελισμόν και την κοινήν περιφρόνησιν, μετανοήση ειλικρινώς, επανέλθη προς τον Πατέρα και ξαναπάρη την υιοθεσίαν και την πρώτην του θέσιν).
 
Λουκ. 15,25Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,
Λουκ. 15,25Αλλά ο μεγαλύτερος υιός ευρίσκετο στο χωράφι και καθώς την ώραν που ήρχετο επλησίασε στο σπίτι, ήκουσε μουσικά όργανα και τραγούδια και χορούς.
 
Λουκ. 15,26καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
Λουκ. 15,26Και αφού εκάλεσε ένα από τους υπηρέτας, τον ηρώτησε τι άραγε είναι αυτά που γίνονται.
 
Λουκ. 15,27ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
Λουκ. 15,27Εκείνος δε του είπε ότι· Ηλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεπτό μοσχάρι, διότι με μεγάλην χαράν τον είδε και τον υπεδέχθη υγιή.
 
Λουκ. 15,28ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
Λουκ. 15,28Εθύμωσε δε αυτός και δεν ήθελε να εισέλθη στο σπίτι και να παρακαθίση στο χαρμόσυνο τραπέζι. Οταν ο πατέρας επληροφορήθη αυτό, εβγήκε έξω προς τον μεγαλύτερον υιόν και με στοργήν πολλήν τον παρακαλούσε.
 
Λουκ. 15,29ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·
Λουκ. 15,29Εκείνος όμως πικραμένος απεκρίθη με δυσφορίαν μεγάλην και του είπε· Ιδού τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν κατεπάτησα την εντολή σου. Και όμως εις εμέ δεν έδωσές ποτέ ένα κατσίκι, δια να εφρανθώ με τους φίλους μου.
 
Λουκ. 15,30ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
Λουκ. 15,30Οταν δε ήλθε το παιδί σου αυτό, που κατέφαγε το βιο σου με πόρνας, έσφαξες προς χάριν του το θρεπτό μοσχάρι.
 
Λουκ. 15,31ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·
Λουκ. 15,31Είπε δε εις αυτόν ο πατέρας· Παιδί μου, συ πάντοτε είσαι μαζή μου και όλα τα υπάρχοντά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίποτε δεν σε εστέρησα.
 
Λουκ. 15,32εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Λουκ. 15,32Επρεπε δε και συ να ευρανθής και να χαρής, διότι ο αδελφός σου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος και ξαναβρέθηκε”. (Αγανακτούσαν οι υψηλόφρονες Φαρισαίοι, όταν έβλεπαν τον Κυριον να δέχεται με στοργήν τους μετανοούντας αμαρτωλούς και να τους ανακηρύσση πολίτας της βασιλείας του. Εγωπαθείς και ιδιοτελείς, καθώς ήσαν οι Φαρισαίοι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπικώς μόνον και εξωτερικώς τιμώντες τον Θεόν, απεξένωσαν τον ευατόν των από την αγάπην του Θεού και από την χαρμόσυνον επικοινωνίαν με τους πολίτας της βασιλείας των ουρανών).
 

Η επιστροφή στην οικία του αγαθού πατέρα του Ιωάννη Καραβιδόπουλου


Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ' αυτούς είπε στον πατέρα του: “πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί”· κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. 'Υστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. 'Οταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. 'Εφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: “πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! 18Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σ' εσένα· δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του.
Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του του είπε: “πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σ' εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου”. Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: “βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. 'Ετσι άρχισαν να ευφραίνονται.
Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: “γύρισε ο αδερφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός”. Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: “εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου· κι όμως σ' εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. 'Οταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι”. Κι ο πατέρας του του απάντησε: “παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. 'Επρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”»  (Λουκ. 15, 1-32).
Η ωραία παραβολή που διαβάζεται τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου και που ονομάζεται συνήθως «παραβολή του ασώτου υiού», χαρα­κτηρίστηκε ως «ο μαργαρίτης μεταξύ των παραβολών». Η Εκκλησία μας, θέλοντας να προτρέψει τους ανθρώ­πους στη μετάνοια, εν όψει μάλιστα της Μ. Τεσσαρακο­στής και της Μ. Εβδομάδας, προβάλλει το παράδειγμα του μετανοήσαντος «ασώτου υιού». Ας μη ξεχνούμε όμως και τη μορφή του άλλου παιδιού της παραβολής, του με­γαλύτερου παιδιού, που επικρατεί στο δεύτερο μέρος της διηγήσεως. Αυτός μας θυμίζει οπωσδήποτε τον Φαρισαίο, για τον οποίο έγινε λόγος στην περικοπή της προηγούμε­νης Κυριακής: Όπως ο Φαρισαίος, επαινεί και αυτός τον εαυτό του για την εργασία που προσφέρει, ζητεί την αμοιβή του, αισθάνεται υπεροχή έναντι του ασώτου αδελφού του και τέλος δεν μετέχει στην πατρική χαρά για την επιστροφή και μετάνοια του νεότερου αδελφού. Ασφαλώς σε τέτοιους ανθρώπους απευθυνόταν ο Ιησούς, όταν έλεγε την παρα­βολή αυτή, σε ανθρώπους οι οποίοι, ικανοποιημένοι από τη δική τους θρησκευτική αυτάρκεια, δεν έβλεπαν την αγάπη του Θεού που απευθύνεται προς όλους, ακόμη και προς τους αμαρτωλούς.
Βέβαια, η συμπεριφορά του μεγαλύτερου παιδιού έχει μέσα της κάτι το πολύ ανθρώπινο: εκφράζει την απαίτηση του ευσεβούς ανθρώπου να φέρεται ο Θεός με δικαιοσύνη, τιμωρώντας τον αμαρτωλό και αμείβοντας τον ενάρετο. Βρίσκεται όμως μακριά από τη θρησκεία της αγάπης που αποκαλύπτει στον κόσμο ο Χριστός. Αυτήν την αγάπη ενσαρκώνει ένα πρόσωπο της παραβολής που δεσπόζει απ’ αρχής μέχρι τέλους της διηγήσεως, το πρόσωπο του καλού πατέρα. Μπορεί στο πρώτο μέρος της διηγήσεως να προέχει η μορφή του ασώτου που μετανοιωμένος επι­στρέφει στο πατρικό σπίτι και στο δεύτερο μέρος η μορ­φή του «ενάρετου» μεγαλύτερου παιδιού. Σε ολόκληρη όμως τη διήγηση κυριαρχεί η μορφή του αγαθού και εύσπλαγχνου πατέρα.
Ας φέρουμε στο νου μας τα εξής σημεία από τη διήγηση της παραβολής:
α. Ήδη στην αρχή της διηγήσεως ο πατέρας, σεβό­μενος την ελεύθερη απόφαση του νεότερου παιδιού του, ικανοποιεί το αίτημά του και του δίνει το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκει.
β. Περιμένει την επιστροφή του παιδιού του. Κι όταν πρώτος αυτός το αντικρίζει να επιστρέφει, τρέχει να το προϋπαντήσει, το αγκαλιάζει και το «καταφιλεί».
γ. Δεν συζητεί καν το αίτημα του παιδιού του να γίνει δούλος στο πατρικό σπίτι, αλλά το αποκαθιστά στην προηγούμενή του θέση, το ντύνει, του βάζει δακτυλίδι στο χέρι και πανηγυρίζει χαρούμενος για την επιστροφή του, δίνοντας το σύνθημα ενός γενικού εορτασμού για το χαρούμενο γεγονός.
δ. Την ίδια στοργή δείχνει στη συνέχεια και απέναντι του μεγαλυτέρου παιδιού του που δυσανασχετεί για τον εορτασμό· το παρακαλεί με αγάπη να πάρει μέρος στη χαρά για την επιστροφή του χαμένου αδελφού του.
ε. Τέλος, και στο μέρος ακόμη της διηγήσεως, όπου περιγράφεται η ασωτεία και η απόφαση μετάνοιας του νεότερου παιδιοΰ, στο υπόβαθρο βρίσκεται η μορφή του πατέρα. Θα σκεπτόταν ποτέ να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι ο άσωτος, εάν μέσα στη μνήμη του δεν διατηρόταν ζωηρή η γλυκιά ανάμνηση ενός πατέρα γεμάτου στοργή και καλοσύνη;
Μετά από τη σύντομη σκιαγράφηση της μορφής του αγαθού πατέρα μπορούμε να διατυπώσουμε το διπλό μήνυ­μα της σημερινής παραβολής ως εξής:
1. Η αγάπη του Θεού αποτελεϊ κίνητρο για τη μετά­νοια του ανθρώπου και την επιστροφή του στην πατρική οικία, στην κοινωνία με τον Πατέρα. Η παράσταση του Θεού σαν οργισμένου τιμωρού εμβάλλει φόβο στον άν­θρωπο και τον απομακρύνει περισσότερο, ενώ ο τονισμός της θείας αγαθότητας ανταποκρίνεται στη χριστιανική αντίληψη περί Θεού και ενθαρρύνει τον άν­θρωπο να τον πλησιάσει.
Και 2. Το επίπεδο της πνευματικής τελειότητας του χριστιανού φαίνεται από τη στάση του και τη συμμετοχή του στη χαρά του αδελφού. Πολλές φορές μετέχει κανείς πιο εύκολα στη θλίψη του άλλου, μια και η θλίψη αυτή ευτυχώς δεν είναι δική του. Στη χαρά όμως δυσκολότερα μετέχει με ειλικρίνεια, επειδή ακριβώς δεν είναι δική του. Στην περίπτωση της παραβολής μας η χαρά για τη μετά­νοια του αδελφού δείχνει το μέτρο της πνευματικής μας ωριμότητος. 
- See more at: http://www.amen.gr/article12681#sthash.5NdKzoFx.dpuf

Ο άσωτος, η αγκαλιά και η δυσκολία! Του π. Χρήστου Αιγίδη


Την  δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου  συναντάμε την όμορφη Ευαγγελική Περικοπή της Παραβολής του άσωτου Υιού ή καλύτερα του ευσπλάχνου πατέρα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν  οι Πατέρες της Εκκλησίας  την συγκεκριμένη περικοπή "το Ευαγγέλιο των Ευαγγελίων". Αν όλο το Ευαγγέλιο χανόταν και έμενε μόνο τούτη η περικοπή, θα ήταν αρκετή για να καταλάβουμε  το μέγεθος της Αγάπης και της Φιλανθρωπίας του Θεού. 
Δεύτερη προϋπόθεση για την καλύτερη προετοιμασία μας  στο ταξίδι της Μεγάλης Σαρακοστής, ύστερα από το δίδαγμα περί ταπείνωσης και της αποφυγής του εγωισμού που είχαμε την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου είναι η αναγκαιότητα της Μετανοίας, η χρησιμότητα της Εξομολόγησης, η σπουδαιότητα της ανανέωσης του Βαπτίσματος, η επιστροφή μας στην αγκαλιά του Θεού – Πατέρα.  
Ο μικρός υιός ζητάει το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογεί και φεύγει σε χώρα μακρινή. Αισθάνεται πως μακριά από την πατρική εστία θα ζήσει ελεύθερος, χαρούμενος και ευτυχισμένος. Στη πορεία όμως κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο. Δαπανάει όλη του τη περιουσία, ζει στην κραιπάλη και στην ανομία. Βιώνει την απόλυτη αποτυχία και αστοχία φθάνοντας στο σημείο να προσπαθεί να επιβιώσει τρώγοντας τροφές ζώων .
Μέχρι που «ήλθε εις εαυτόν», ήλθε σε επίγνωση, κατάλαβε το λάθος του, μετάνιωσε. Πόση τόλμη δύναμη και αγωνιστικότητα θέλει αυτή η διαπίστωση; Άραγε πόσο δυσκολεύτηκε στο να γυρίσει πίσω; Από τη στιγμή που σκέφτηκε το γυρισμό έχει ήδη μετανοήσει. Και μετανοώ σημαίνει αλλάζω τρόπο σκέψης, αλλάζω προσανατολισμό. Το πρώτο στάδιο της μετανοίας είναι η διαπίστωση του λάθους μας. Να καταλάβω και να αισθανθώ τι με χωρίζει από την αγάπη του Θεού. Είναι η κατανόηση και η δυσφορία που δημιουργεί στη ζωή μου η αμαρτία. Είναι τελικά η πικρή γεύση, η έλλειψη της χαράς, η παρουσία της θλίψης ,η αγωνία του άγχους που επιφέρει στην καθημερινότητά μου η κάθε μου αμαρτία χωριστά.
Ο πατέρας πίσω περιμένει. Κάθε μέρα ζει  για την επιστροφή του χαμένου παιδιού του. Μέχρι που έφτασε η ευλογημένη στιγμή. Και τότε; Το μόνο που έχει για το γιό του είναι μια μεγάλη ανοιχτή αγκαλιά. Δίχως λόγια, ούτε έλεγχο. Δίχως ανακρίσεις, ούτε ερωτήσεις. Δίχως φωνές μα ούτε και απαιτήσεις. Μόνο μια ανοικτή αγκαλιά ! Τούτη η στιγμή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή του πατέρα. Γι’ αυτό αμέσως ξεκινάει το γλέντι, η χαρά και ο χορός. Για τον γιό του που ήταν χαμένος και βρέθηκε, για τον γιό του που ήταν νεκρός και αναστήθηκε.
Και ερχόμαστε στο πρεσβύτερο υιό και στην αρνητική του συμπεριφορά. Ήταν πάντοτε το καλό παιδί, ο υπάκουος, ο εργατικός και συνετός. Αντί να χαρεί για την επιστροφή του χαμένου του  αδελφού, εκείνος δυσκολεύεται. Αντί να εορτάσει τον γυρισμό εκείνος θυμώνει. Είναι θλιβερή η στάση του. Δυσκολεύει τον ίδιο αλλά και τον πατέρα του. Μάλλον το ίδιο αισθανόμαστε όλοι μας όταν βλέπουμε να έρχονται στην Εκκλησία άνθρωποι που ήταν στην αμαρτία. Μένουμε ανυποψίαστοι στο ενδεχόμενο της μετανοίας τους. Αισθανόμαστε δυσκολία να χαρούμε για την αλλαγή τους. Ενώ στον ουρανό γίνεται μεγάλο πανηγύρι για την επιστροφή κάθε ψυχής στην αγκαλιά του πατέρα. Ο μεγάλος γιός θα μένει πάντα φιγούρα γραφική της ανθρώπινης μικρότητας. Λίγοι αντιλαμβανόμαστε  το μήνυμα του Χριστού μας, που απορρέει από την συμπεριφορά αυτή του μεγάλου υιού.
Στην πορεία της ζωής μας  ερχόμαστε στην ίδια θέση και με τα τρία πρόσωπα της παραβολής. Τις περισσότερες φορές στη θέση του Άσωτου υιού ( μακάρι να μην μένουμε μόνο στην αμαρτία, αλλά να προχωράμε και στην μετάνοια ). Πολλές φορές ίσως στην θέση του μεγάλου αδελφού. Καμιά φορά τέλος, ενδεχομένως να είμαστε και στη θέση του πατέρα. Όπου και αν βρισκόμαστε όμως ας μη λησμονούμε οτι όλοι μας έχουμε ανάγκη το έλεος του Θεού, και οτι είναι ουσιαστική η διαπίστωση του λάθους, η ειλικρινής διατύπωση και η παραδοχή του΄ ουσιαστικότερη όμως είναι η καθημερινή προσπάθειά μας να μην το επαναλάβουμε. 
Αυτή είναι η έννοια της ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ!
πηγή

Συναξαριστής της 3ης Μαρτίου


Οἱ Ἅγιοι Εὐτρόπιος, Κλεόνικος καὶ Βασιλίσκος

 


Ἡ καταγωγὴ αὐτῶν τῶν τριῶν πνευματικῶν βλασταριῶν ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου (ὁρισμένοι συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ἦταν καὶ συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος).

Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀσκληπιοδότης ἀμέσως τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς ἀνέκρινε ἂν πράγματι ἦταν χριστιανοί. Καὶ οἱ τρεῖς, χωρὶς κανένα δισταγμό, ὁμολόγησαν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Ἀμέσως, ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν ἀνελέητα. Τὰ βασανιστήρια δὲν ἐπηρέασαν καθόλου τὸ θάῤῥος καὶ τὴν συνείδησή τους. Ἐνῷ τοὺς ἔδερναν καὶ τοὺς ἔκαιγαν ἀλύπητα, αὐτοὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ὑμνοῦσαν.

Ἔτσι, οἱ μὲν Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος πέθαναν μὲ σταυρικὸ θάνατο, ὁ δὲ Βασιλίσκος, ἀφοῦ φυλακίστηκε, πέθανε μετὰ ἀπὸ μύριες στερήσεις καὶ κακουχίες, χωρὶς νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του καθόλου. Παρέμεινε μέχρι τελευταίας πνοῆς πιστὸς στὸ Χριστό.

 


Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ οἱ τρεῖς τεκμηρίωσαν τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἰωάννη στὴν Ἀποκάλυψη, ὅτι «οὐκ ἤγαπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἄχρι θανάτου». Γιὰ τὴν μαρτυρία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἀγάπησαν τὴν ζωή τους, ἀλλὰ τὴν περιφρόνησαν μέχρι θανάτου.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ τρίστοιχον ἄθροισμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Εὐτρόπιον μέλψωμεν, σὺν Βασιλίσκω ὁμού, τὸν θεῖον Κλεόνικον οὗτοι γὰρ τῆς Τριάδος, τὸ ὑπέρθεον κράτος, ἄθλοις ὑπερφυέσιν, ὠμολόγησαν πάσιν ἡ πάντοτε πρεσβεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἁρμονίᾳ πίστεως συνδεδεμένοι, τοῦ ἐχθροῦ διέλυσαν, τάς παρατάξεις ἐμφανῶς, σύν Εὐτροπίῳ Κλεόνικος, καί Βασιλίσκος γενναίως ἀθλήσαντες.

 
Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ἱερομάρτυρας, πρεσβύτερος Ἀντιοχείας

 


Ἦταν τὰ θλιβερὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτη, ποὺ ὁ ἀσεβὴς αὐτὸς αὐτοκράτορας ἐξεδίωκε τὴν Ἐκκλησία, προσπαθώντας ν᾿ ἀναστηλώσει τὴν εἰδωλολατρία. Οἱ διωγμοὶ αὐτοὶ βέβαια, ἐπεκτάθηκαν καὶ στὴν Ἀντιόχεια τὴν Μεγάλη.

Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς κληρικούς της, ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν παράταξή τους, προστατεύοντας καὶ ἐνθαῤῥύνοντας τὸ ποίμνιο μὲ τὴν παρουσία τους. Μεταξὺ τῶν ἡρῴων αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Θεοδώρητος. Συνελήφθη λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς πόλης (Ἰουλιανὸ ὀνομαζόμενο, ποὺ κατὰ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη ἦταν θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη), ἀλλὰ διατήρησε ὅλη τὴν ἀκεραιότητα τοῦ θάῤῥους του.

Ὁ ἔπαρχος στὴν ἀρχὴ τὸν περιποιήθηκε. Καὶ τόνισε τὴν μεγάλη ἀξία τοῦ Θεοδωρήτου, τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν παιδεία του. Κατέληξε δὲ προτρέποντας τὸν Θεοδώρητο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Χριστό, καὶ νὰ προσέλθει στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ὁ Θεοδώρητος τὸν ἄκουσε μὲ ὑπομονή, καὶ κατόπιν μεταξὺ ἄλλων εἶπε στὸν ἔπαρχο: «Πῶς νὰ προδώσω τὴν ἀλήθειαν, πῶς νὰ λιποτακτήσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, πῶς νὰ ἀφήσω τὴν χριστιανικὴν ἐλπίδα, τὴν χύνουσαν τόσον φῶς καὶ τόσην παρηγοριὰν εἰς τοὺς ζοφώδεις ὁρίζοντας τοῦ βίου, πῶς νὰ φανῶ τόσον ἀχάριστος πρὸς τὸν Χριστόν μου, ὁ ὁποῖος ὑπὲρ ἐμοῦ ἔχυσε τὸ αἷμα του; Εἶμαι καὶ θὰ μείνω χριστιανός».
Ὁ ἔπαρχος, ἐξεπλάγη μὲν ἀπὸ τὸ θάῤῥος του, διέταξε ὅμως καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

 
Οἱ Ὅσιοι Ζήνων καὶ Ζωΐλος

Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

 
Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν ἡ Παρθένος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Νωρὶς στερήθηκε τὸν πατέρα της, ἀλλὰ ἡ μητέρα της τὴν ἀνέθρεψε καὶ τὴν πότισε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μητέρα καὶ κόρη δόθηκαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ σὲ ἔργα εὐσπλαχνίας καὶ φιλαδελφίας.

Μὲ τὸ μικρὸ τοὺς εἰσόδημα καὶ μὲ κόπους τῶν χεριῶν τους, παρηγοροῦσαν ἀσθενεῖς καὶ θλιβομένους. Ἐπίσης στήριζαν τὴν κλονισμένη πίστη τῶν γυναικῶν καὶ ἡ διαγωγή τους ἐνέπνεε ἀγάπη καὶ σεβασμό.

Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα της, ἡ Πιαμοῦν αὔξησε τοὺς κόπους της στὶς ὑπηρεσίες τῶν εὐαγγελικῶν ἀγαθῶν. Ἡ ἁγιότητά της εἶχε φθάσει καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. Κάποτε μάλιστα, κατάφερε μόνη της νὰ σώσει τὴν γενέτειρα πόλη της ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ὅταν δήλωσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ ὄνομά της. Στὸ ἄκουσμα ἐκεῖνοι θυμήθηκαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποχώρησαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία πέθανε μέσα σὲ ἄπειρες εὐλογίες καὶ γενικὸ ἦταν τὸ πένθος τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας της.

 
Ὁ Προφήτης Ἰωὰδ ἢ Ἰωήλ

Περιττῶς ἐδῶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του. Βλέπε βιογραφία του τὴν 30η Μαρτίου, ὅπου καὶ ἡ κυρίως μνήμη του.

 
Ἡ Ὁσία Ἀλεξάνδρα ἡ ἐξ Ἀλεξανδρείας (4ος αἰ.)
 

 
Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Γεωργίας 
 



Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατριάρχευσε στὴ Γεωργία ἀπὸ τὸ 1033 μέχρι τὸ 1048. Πρὶν τὴν ἐκλογή του, ὡς Πατριάρχου, εἶχε μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Καλίπου, στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ὅπου μόναζαν πολλοὶ Γεωργιανοὶ μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1048.

 

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...