Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 02, 2013

Φανατισμός και ανεκτικότητα


 Καθηγητής της Ιστορίας των χρόνων και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης Βασίλειος Στογιάννος 
Στην καθημερινή πράξη των χριστιανών εμφανίζονται σε πολλά ζητήματα, δείγματα δύο διαμετρικά αντίθετων συμπεριφορών: του φανατισμού και της ανεκτικότητας. Αντιπροσωπεύουν, θα έλεγε κανένας, δυο τύπους πιστών σε κάθε λεπτομέρεια της εκκλησιαστικής ζωής. Από την μια μεριά ο φανατικός χριστιανός, που ψάχνει να βρει ευκαιρία για να εκφράσει με τον εντονότερο δυνατό τρόπο τη μισαλλοδοξία του. Κι από την άλλη ο ανεκτικός, που παρά τις επιθέσεις του προηγούμενου διατηρεί πάντα μια διαλλακτική στάση σ’ όλα τα θέματα. Οι δυο τύποι διευρύνονται σε ομάδες πολλές φορές και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο οι μεταξύ τους διαφορές να απολήξουν και σε ένα μικρό πόλεμο λέξεων από τις στήλες των περιοδικών.

 
 Η αφορμή μπορεί να είναι σοβαρή ή και ασήμαντη. Η αντιδικία βασικά οφείλεται σε μια διάφορη αντιμετώπιση των άλλων μέσα σε μια πολύφωνη κοινωνία με ποικίλες ιδεολογίες, όπως η δική μας σήμερα. Είτε για την αλλαγή της αμφιέσεως του ιερού κλήρου πρόκειται είτε για τις σχέσεις με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες είτε για τη χρήση της πολυφωνίας στη λατρεία μας, πάντα ο φανατικός και ο ανεκτικός θα βρεθούν αντίπαλοι, γιατί αντιπροσωπεύουν δυο αντίθετες νοοτροπίες. Επειδή κι οι δυο εμφανίζονται ως γνήσιοι εκπρόσωποι του χριστιανισμού, ο απλός και συνήθως απληροφόρητος πιστός μπερδεύεται, αμφιταλαντεύεται και τελικά δεν ξέρει ποιός έχει δίκιο. Αξίζει, λοιπόν, να ασχοληθούμε λίγο με την τυπολογία αυτών των δύο τύπων και να δούμε ποιός βρίσκεται πλησιέστερα προς το πνεύμα και την παράδοση της Εκκλησίας.
Το πρώτο γνώρισμα του φανατικού είναι η μισαλλοδοξία του. Χωρίς να ενδιαφερθεί καν να μάθει τι ακριβώς υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του, απορρίπτει ευθύς εξ αρχής κάθε θέση τους ως εσφαλμένη και στη συνέχεια ψάχνει να βρει τα επιχειρήματα για την απόρριψη. Άλλωστε βλέπει πάντα τα πράγματα άσπρα – μαύρα, χωρίς καμιά ενδιάμεση απόχρωση. Όλες οι δικές του απόψεις είναι σωστές, ενώ όλες οι διαφορετικές απόψεις είναι εσφαλμένες. Αυτή η στάση του φανατικού προέρχεται από την πεποίθησή του ότι οι δικές του απόψεις και πράξεις είναι απόλυτα σωστές και ορθές. Καμιά αμφιβολία δεν γεννιέται ποτέ μέσα του για ό,τι λέγει και πράττει. Πάντα έχει δίκιο και ενεργεί σωστά. Όχι μόνον οι γενικές αλήθειες, αλλά και κάθε λεπτομέρειά τους είναι αναμφισβήτητα ορθή. Σ’ όλα πορεύεται όπως πρέπει.
Με τέτοιες προϋποθέσεις δεν είναι δυνατόν να ανοίξει διάλογο ο φανατικός. Όταν μιλεί, το κάνει μόνο για να διαφωτίσει τους άλλους και να τους φέρει στο σωστό δρόμο. Όταν μιλούν οι άλλοι, συνήθως κλείνει τ’ αυτιά του και συνεχίζει μετά το δικό του, το ίδιο πάντα τροπάριο, χωρίς καμιά παραλλαγή. Ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για απόψεις που απορρίπτει ευθύς εξ αρχής με μόνη τη δικαιολογία ότι δεν συμφωνούν με τις δικές του!
Ο φανατικός ακόμη δεν διακρίνει ανάμεσα σε ιδέες και πρόσωπα. Όποιος διαφωνεί μαζί του στη θεωρία, είναι καταδικασμένος και στη ζωή του. Αρκεί να διαφωνήσει σ’ ένα σημείο, για να βγει το συμπέρασμα ότι διαφωνεί σ’ όλα θεωρητικά και πρακτικά, θεωρεί επί παραδείγματι κάποιον για αιρετικό με βάση τις δικές του απόψεις; Πολύ σύντομα θα γενικεύσει την κρίση του για κάθε σημείο της πίστεως του άλλου, αλλά και για κάθε σημείο της ζωής του. Η γενίκευση και η αδιαφορία για τις λεπτομέρειες είναι βασικό γνώρισμα του φανατικού. Προέρχεται κι αυτό από την τάση του να μην διακρίνει τις αποχρώσεις. Όποιος διαφωνεί μαζί του θεωρητικά, δεν μπορεί κατά την πίστη του να πορεύεται σωστά στην πράξη. Έτσι συχνά οι επιθέσεις του αναφέρονται όχι στο συζητούμενο θέμα, αλλά στο πρόσωπο και τη ζωή του αντιπάλου του,
Και μια και δεν μπορεί ν’ ανοίξει διάλογο, αρχίζει την πολεμική. Πολεμική εναντίον ιδεών και προσώπων αδιακρίτως.
Φυσικά δεν την ονομάζει πολεμική αυτή τη διαγωγή του. Συνήθως την αποκαλεί έλεγχο, κριτική ή κάπως έτσι. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για πόλεμο χωρίς έλεος στο όνομα της αλήθειας. Για καλόπιστη κριτική σε θέματα ουσίας ούτε λόγος να γίνει. Επίσης δεν μπορεί να γίνει λόγος για μέτρο στη χρήση όρων και λέξεων. Όλα βρίσκονται στο μέτρο της υπερβολής, ανακατεμένα προσωπικά και πραγματικά, αληθινά και φανταστικά, υποκειμενικά και αντικειμενικά, χωρίς καμιά διάκριση. Όπως στον πόλεμο, έτσι και στην πολεμική του φανατικού σκοπός είναι η εξόντωση του αντιπάλου με κάθε τρόπο και κάθε μέσο. Δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιηθεί η συκοφαντία, τα υπονοούμενα που συμπληρώνονται με καλά οργανωμένη εκστρατεία ψιθύρων, η απομόνωση ενεργειών ή λόγων ώστε να βγει το ποθούμενο συμπέρασμα και άλλα παρόμοια.
Όλα αυτά δεν είναι βέβαια γνωρίσματα του θρησκευόμενου φανατικού αποκλειστικά, ούτε παρουσιάζονται όλα μαζί πάντοτε. Η παθολογία που αναφέρουμε ισχύει για κάθε φανατικό, άσχετα προς την ιδεολογική και κοσμοθεωρητική τοποθέτησή του. Είναι εκδηλώματα του φανατισμού σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο φανατικός χριστιανός είναι απλώς μια επιμέρους περίπτωση. Έχει όμως και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του: προσπαθεί πάντα να συνδέσει τον φανατισμό του με τον χριστιανισμό και την ορθοδοξία. Επιχειρεί να καλύψει την όλη τακτική του με λόγους ή πράξεις του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Ό,τι κάνει και λέγει είναι πάντα η συνέχεια του δρόμου που χάραξε ο Χριστός και που οι αντίπαλοι νοθεύουν! Η κριτική του είναι ανάλογη με την κριτική του Χρυσοστόμου, ο έλεγχός του είναι το μαστίγιο του Χριστού εναντίον των συγχρόνων κολλυβιστών, η διαφωνία του με την εκκλησιαστική διοίκηση είναι η ίδια με τη διαμαρτυρία του αποστόλου Παύλου εναντίον του ιουδαίου αρχιερέως. Όλα έχουν την αφετηρία τους στο άγιο παρελθόν της Εκκλησίας μας…
Φυσικά τα επιχειρήματα των φανατικών δεν είναι σωστά ούτε ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα. Ο Χριστός δεν ήταν φανατικός. Αυτό το γνωρίζομε από όλη τη ζωή του, από τη στάση του απέναντι στους αμαρτωλούς, από την αγάπη του για κάθε άνθρωπο. Η περίφημη σκηνή με το μαστίγιο στον ναό έχει τελείως διαφορετικό νόημα: δείχνει ότι αρχίζει μια νέα εποχή που απαιτεί μια ηθική και λειτουργική καθαρότητα ουσιαστική και όχι τυπική. Όσο για τα «ουαί» κατά των φαρισαίων είναι κι αυτά ενδεικτικά: μια μόνο φορά κατακρίνει ανθρώπους ο Χριστός, κι αυτοί είναι οι φανατικοί θρησκευόμενοι της εποχής του!
Η ίδια έλλειψη φανατισμού διακρίνει και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Μισαλλόδοξοι και φανατικοί ήταν οι αιρετικοί. Έχει αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις σχετικά ο Μ. Αθανάσιος και δίνει πολύ ζωντανές περιγραφές των διωγμών και των βιαιοπραγιών των αιρετικών κατά των ορθοδόξων. Αιρετικοί κατέστρεψαν τους αρχαίους ναούς κατά τον 4ο  αιώνα από πνεύμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας και αιρετικοί κατέφευγαν ακόμη και σε συμμαχίες με αλλόθρησκους για να βλάψουν τους ορθοδόξους!
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ήταν φανατικοί, γιατί δεν τους συνόδευαν τα γνωρίσματα του φανατισμού που είδαμε πριν λίγο. Η εμμονή τους σε θέματα πίστεως δεν σχετίζεται με τον φανατισμό, αλλά με τον ένθεο ζήλο τους και την πιστότητά τους στην ορθή πίστη της Εκκλησίας του Χριστού. Άλλο ζήλος όμως και ακράδαντη και σταθερή πίστη και άλλο φανατισμός. Ο ζήλος δεν στρέφεται εναντίον προσώπων ή ιδεών, αλλά βασικά σχετίζεται με την ιεραποστολή και τον συνεχή διάλογο με τους συνανθρώπους με τελικό στόχο τον ευαγγελισμό του κόσμου και τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ζήλος δεν φθάνει ποτέ συνειδητά στην υπερβολή του φανατισμού, γιατί ο ζηλωτής αφήνει τον εαυτό του στην καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Ακόμη έχει ο ζηλωτής ζέση και όρεξη για τη διάδοση της πίστεως, που τον κάνει όχι μόνο να ακούει τους άλλους, αλλά και να διαλέγεται μαζί τους. Ο ζήλος άλλωστε όπως ξέρομε από τους Πατέρες ποτέ δεν εκτοπίζει άπα τη ζωή και τη δράση του πιστού την αγάπη του Χριστού.
Η ιστορία της Εκκλησίας δεν είναι ιστορία φανατισμού, αλλά μια πορεία αγάπης για τον κόσμο. Κι η αγάπη έχει ως ένα γνώρισμα και την ανεκτικότητα απέναντι στους άλλους, σ’ όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Όταν ο ίδιος ο Θεός μας ανέχεται όλους, είναι φυσικό να ανεχόμαστε και μείς όσους δεν συμφωνούν μαζί μας. Έτσι δίδαξαν και έτσι έζησαν στον κόσμο οι άγιοι, αυτοί που στερέωσαν την Εκκλησία.
Ανεκτικότητα δεν σημαίνει βέβαια άρση της διαφωνίας ούτε συμφωνία με ιδέες που είναι αντίθετες με την πίστη μας. Σε θέματα πίστεως δεν θα υποχωρήσει ποτέ ο χριστιανός, θα μάθει όμως να σέβεται τον άλλον, προσπαθώντας, όταν το μπορεί, με τον ειλικρινή και έντιμο διάλογο να δείξει που βρίσκεται το λάθος του άλλου. Η σταθερότητα στην πίστη συνδέεται με την ιεραποστολή. Αυτή όμως βασίζεται σ’ ένα καλόπιστο διάλογο με τον συνάνθρωπο. Παράδειγμα ο απόστολος Παύλος, που δεν άρχισε τον λόγο του στην Αθήνα με αφορισμούς κατά των ειδωλολατρών, αλλά με έξαρση των θετικών σημείων που βρήκε. Παράδειγμα επίσης ο Μ. Βασίλειος που έφερε στην Εκκλησία πλήθος ημιαρειανών, δείχνοντάς τους ότι δεν διέφεραν παρά στην ορολογία. Πάντα υπάρχουν κοινά σημεία με τους άλλους. Αρκεί να έχομε αγάπη και πραγματικό ένθεο ζήλο για να τα δούμε, με μάτι καθαρό από κάθε φανατισμό.
Η ανεκτικότητα είναι η χριστιανική στάση απέναντι σ’ όσους έχουν διαφορετικές απόψεις. Κι αυτό σημαίνει ανεκτικότητα για τις ιδέες τους. Σημαίνει ακόμη μελέτη των ιδεών που διαφωνούμε, με σκοπό να βρούμε ό,τι καλό και σωστό περιέχουν, ώστε να οδηγηθούμε σ’ ένα διάλογο με στόχο την αλήθεια. Σημαίνει ακόμη σταθερότητα στην πίστη μας, ώστε να βλέπομε καθαρά με το μάτι της αγάπης που μας δίνει το άγιο Πνεύμα. Σημαίνει αγάπη για τον συνάνθρωπο, ανεξάρτητα από τις όσες και οποίες διαφωνίες μας. Σημαίνει τέλος ζήλο για τον ευαγγελισμό των συνανθρώπων, όχι για να θεριέψει με την τυχόν επιτυχία ο εγωισμός μας, αλλά με στόχο την επικράτηση του Ευαγγελίου και τη θεμελίωση των ανθρωπίνων σχέσεων πάνω στην αγάπη του Χριστού.

(Β. Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», φκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νίκη, σ. 117-121)

Ηθοποιοί ομολογούν την πίστη τους στον Θεό


Δύο νέοι δημοφιλείς ηθοποιοί ομολογούν δημόσια σε συνεντεύξεις τους τη βαθιά τους πίστη στον Θεό, το συχνό  εκκλησιασμό τους και την ανάγκη της εξομολόγησης.

www.lifo.gr



Άρης Σερβετάλης
«Πιστεύω στον Θεό. Ο άνθρωπος είναι κατασκευασμένος ως λατρευτικό όν κι έχει το χάρισμα να άναρωτιέται για τα έξω από αυτόν. Πιστεύω στην Ορθοδοξία γιατί είναι η απόλυτα αναρχική θρησκεία. Γιατί σου λέει πως οτιδήποτε θέλεις να πεις στον άλλο πρέπει να το πεις πρώτα στον εαυτό σου. Αντί, για παράδειγμα, να σπάσεις μία βιτρίνα, πρέπει να σπάσεις πρώτα το καθεστώς που έχεις εσύ μέσα σου. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Νομίζω ότι μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε στη ζωή μας και χωρίς Θεό είναι πολύ δύσκολα».
Τί είναι για σένα Θεός;
«Είναι ο Κατασκευαστής μου. Αυτός που μου δίνει αγάπη, που με κάνει να βλέπω τα πράγματα με αισιοδοξία, που μου έχει δώσει τη δυνατότητα να βλέπω τον κόσμο με έναν άλλο τρόπρο, να φωτίζεται διαφορετικά η καθημερινότητά μου».

 
Στην Εκκλησία πηγαίνεις;
«Πηγαίνω συχνά. Πηγαίνω και όταν το έχω ανάγκη και όταν δεν το έχω. Είναι μέρος της ζωής και της καθημερινότητάς μου, όπως το να πλένω τα δόντια μου όταν ξυπνώ το πρωί».
news-piper.blogspot.com - 
Νίκος Άναδιώτης
Κάθε Κυριακή πηγαίνει στην εκκλησία και εξομολογείται μία φορά το μήνα: «Πηγαίνω σχεδόν μία φορά το μήνα ή ίσως και πιο συχνά αν αισθανθώ την ανάγκη να το κάνω. Η πρώτη φορά που πήγα να εξομολογηθώ ήταν στην εφηβεία. Μεγαλώνοντας κάπου χάθηκα σε ερωτήματα σχετικά με το τι είναι θρησκεία, γιατί λειτουργούν έτσι οι κληρικοί, αλλά στα είκοσι πέντε μου αισθάνθηκα την ανάγκη να ξαναπάω». «Δεν μου άρεσε ο τρόπος της ζωής μου. Δεν με οδηγούσε κάπου. Δεν με άφηνε να προοδεύσω, και έτσι πήγα σε πνευματικό. Για να εμπιστευτείς τον ψυχισμό σου πρέπει να βρεις τον κατάλληλο πνευματικό. Ο πατέρας Ιωάννης μου άλλαξε όλη μου τη ζωή, βάζοντάς με στη διαδικασία να γίνω καλύτερος άνθρωπος, να αποβάλω το εγώ μου. Μέχρι τότε θεωρούσα ότι τα κάνω όλα καλά και δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο πέρα από έμένα. Παλιά ήθελα να κάνω λεφτά, να γίνω πλούσιος. Σήμερα θέλω να είμαι αξιοπρεπής και να βγάζω τόσα όσα χρειάζονται για να ζήσω. Ο μόνος που μπορεί να θεραπεύσει την ψυχή ενός ανθρώπου είναι ο Θεός και εν συνεχεία ένας καλός πνευματικός. Μία φορά το χρόνο επισκέπτομαι το Άγιο Όρος για να προσευχηθώ και να ηρεμήσω».

Πηγή: Παρά τη Λίμνην, Μηνιαία έκδοση Εκκλησία Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, Κύπρου, Περίοδος Γ΄, Έτος ΚΓ΄, αρ.2, Φεβρουάριος 2013

Ο Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Ντι Μπάλλεστερ





Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Επίσκοπο Ναζιανζού Παύλο Ντι Μπάλλεστερ.

Του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου 

« Ο Φραγκίσκος γεννήθηκε στην Βαρκελώνη της Ισπανίας το 1927, από γονείς που προέρχονταν από τις πιο συντηρητικές ρωμαιοκαθολικές οικογένειες της Ισπανικής κοινωνίας. Οικογένεια ευγενών. Μαθητής του γυμνασίου ακόμα, ακολούθησε την γιατρό μητέρα του, στον εμφύλιο ισπανικό πόλεμο στην πρώτη γραμμή των εχθροπραξιών. Ζώντας από κοντά όλες τις φρικαλεότητες του πολέμου. Ορκίστηκε να σπουδάσει και να γίνει κληρικός με σκοπό να κηρύξει το Ευαγγέλιο της ειρήνης και της χριστιανικής αγάπης σε όλο τον κόσμο. 

Ο νεαρός Φραγκίσκος ενεγράφη στο τάγμα του Αγίου Φραγκίσκου και σπούδασε στην φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Βαρκελώνης. Η φιλομάθεια, η αγάπη και η καλοσύνη του είχε εντυπωσιάσει όλους τους συν-μοναστές του, και αυτοί με την σειρά τους τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. 

Στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου ένα από τα ωραιότερα μοναστήρια της βόρειας Ισπανίας, κτισμένο στην ακτή της μεσογείου, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Βαρκελώνη, δέσποζε μια πλούσια και πολύτιμη βιβλιοθήκη με ανεκτίμητα βιβλία και χειρόγραφα. Ο ηγούμενος του μοναστηριού είχε αναθέσει στον μοναχό Φραγκίσκο το διακόνημα, επίπονο και σπουδαίο, της ανασύνταξης των καταλόγων της βιβλιοθήκης και την καταγραφή των απωλειών των βιβλίων από την φωτιά που είχαν προκαλέσει στο μοναστήρι οι κουμουνιστές κατά την διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Ο Φραγκίσκος είχε μεγάλο ζήλο για το διακόνημα του, και μια καθημερινή ακαταπόνητη εργατικότητα που την θαύμαζαν όλοι. 

Μια βραδιά που ήταν πνιγμένος στην δουλειά, κρυμμένος πίσω από βουνά παλιών βιβλίων και μισό-καμένων χειρογράφων, έκανε μια ανακάλυψη που του προξένησε μεγάλη έκπληξη και που στο τέλος του άλλαξε ολοκληρωτικά τη ζωή. Μέσα σε έναν φάκελο που περιείχε έγγραφα αναφερόμενα στην ιερά εξέταση του έτους 1647 βρήκε κάποιο αντίγραφο ενός διατάγματος του πάπα Ιννοκέντιου Ι΄ στα λατινικά, στο οποίο αναθεματίζονταν ως αιρετικός κάθε χριστιανός που θα τολμούσε να πιστέψει, να ακολουθήσει η να μεταδώσει την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου περί της αυθεντίας του αποστολικού αξιώματος. Το παράδοξο αυτό έγγραφό το γνωστό Διάταγμα του Sancti Officii υποχρέωνε όλους τους πιστούς, με την απειλή της μεταθανάτιας τιμωρίας, να πιστέψουν ότι ο Απόστολος Παύλος σε ολόκληρη την αποστολική του δράση και ζωή, δηλαδή από τότε που έγινε χριστιανός μέχρι και τον θάνατό του, δεν είχε ασκήσει το αποστολικό του έργο ελεύθερα και ανεξάρτητα από επίγεια εξουσία. Ο Παύλος συνέχιζε το διάταγμα βρισκόταν κάθε στιγμή υπό την μοναρχική εξουσία του Αποστόλου Πέτρου, εξουσία την οποία κληρονόμησαν αποκλειστικά και μόνο, μέσω απ’ ευθείας διαδοχής, οι επόμενοι Πάπες, Επίσκοποι Ρώμης. Το διάταγμα του πάπα Ιννοκέντιου Ι΄ του φάνηκε τόσο απίστευτο ώστε στην αρχή προτίμησε να εξετάσει την εκδοχή κάποιου τυπογραφικού λάθους η ίσως κάποιας ολέθριας παραποιήσεως του αυθεντικού κειμένου του, πράγμα το οποίο συνέβαινε αρκετά συχνά την εποχή κατά την οποία εκδόθηκε το έγγραφο εκείνο. Το ενδιαφέρον του Φραγκίσκου για αυτό το κείμενο μετατράπηκε σε σύγχυση, όταν ύστερα από παραβολή του κειμένου στην κεντρική βιβλιοθήκη της Βαρκελώνης διαπίστωσε ότι το έγγραφο αυτό όχι μόνο ήταν απόλυτα αυθεντικό, αλλά δεν ήταν μοναδικό στο είδος του. Και το έτος 1327 και το 1351, οι Πάπες Ιωάννης ΚΒ΄ και Κλήμης ΣΤ΄ είχαν αναθεματίσει και καταδικάσει κάθε άνθρωπο και θεωρία που θα τολμούσε να αρνηθεί ότι ο Απόστολος Παύλος υπάκουε στις διαταγές του πρώτου των Παπών, Αποστόλου Πέτρου. Αφού απέκλεισε κάθε πιθανότητα λάθους η πλαστογραφήσεως, δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι με όλη αυτή την υπόθεση άρχισε να γεννιέται μέσα του ένα οδυνηρό συνειδησιακό πρόβλημα. Έπρεπε να διαλέξει η να ενταχθεί με το Ευαγγέλιο και την παράδοση η με την διδασκαλία της εκκλησίας του. Ο πνευματικός του στον οποίο και εμπιστεύτηκε τους προβληματισμούς και τα συνειδησιακά του διλλήματα του συνέστησε υπακοή στην ρωμαιοκαθολική εξουσία. Μελετώντας καλύτερα και ποιο βαθειά την εκκλησία του, συνειδητοποίησε ότι ήταν θεμελιωμένη από πράξεις και κείμενα μακριά από το Ευαγγέλιο και τη Αποστολική Παράδοση. Όταν άρχισε να κοινοποιεί τις απόψεις του, ταυτόχρονα άρχισε να κυκλοφορεί και η φήμη ότι ήταν ένας ύποπτος για αίρεση μοναχός. Ένας καρδινάλιος μάλιστα σε μια του επιστολή τον προέτρεπε να σιωπά γιατί αν ζούσε σε μια άλλη εποχή οι θεωρίες του θα τον έστελναν στο πυρ της ιεράς εξέτασης. Από τότε έρχονταν συχνά σε φραστικές διαμάχες με τους άλλους μοναχούς του μοναστηριού, που τον ρωτούσαν επίμονα, πως αυτός ο ελάχιστος μοναχός τολμούσε να κρίνει και να ονομάζει πλανεμένους ολόκληρη την εκκλησία του με όλους τους πάπες, τις συνόδους και τους θεολόγους της. Ο Φραγκίσκος απαντούσε πως κάθε διδασκαλία που αντιτίθεται στην αλήθεια που έχει διδάξει η Εκκλησία, οι Απόστολοι και ο Χριστός, πρέπει να κρίνεται λανθασμένη. Οι συν μοναστές του τον έβριζαν, τον απειλούσαν και τον αποκαλούσαν αγνώμονα, αποστάτη της εκκλησίας των προγόνων του και τις θρησκευτικής παράδοσης της πατρίδας του. Απαντούσε με νηφαλιότητα πως δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τις πλάνες των προγόνων και οικείων του, αλλά το κύρος των Γραφών και τις εντολές του Θεού. Δεν θα ήθελα να είμαι από εκείνους έλεγε, οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν τον αληθινό Θεό ως πατέρα, εφόσον περιφρονούν την Αληθινή Εκκλησία ως Μητέρα. 

Ο Φραγκίσκος φεύγοντας από το μοναστήρι διακήρυξε δημοσίως την απόφαση του να εγκαταλείψει την ρωμαϊκή εκκλησία και ζητούσε από τους ανωτέρους του να επιβεβαιώσουν εγγράφως ότι η έξοδος του από το κοινόβιο έγινε με την ελεύθερη προσωπική του βούληση και ότι κατά την διάρκεια της μοναχικής του ζωής ήταν υπόδειγμά μοναχού. Το έγγραφο αυτό τον βοήθησε στο μέλλον και ήταν αποτρεπτικό στην προσπάθεια ενεργειών που προσπαθούσαν να αμφισβητήσουν τις προθέσεις και τα κίνητρα του από την ρωμαϊκή εκκλησία. Έπειτα εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετά από αναζητήσεις και περιπέτειες έφτασε στην Γαλλία όπου γνώρισε την ορθοδοξία. Κατόπιν συνέταξε μια μακροσκελέστατη επιστολή, μια μακρά έκθεση της πορείας του και την έστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη και στον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Τέλος έκανε το οριστικό βήμα ζητώντας επίσημα την είσοδο του στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού, στην Ορθοδοξία. Για τον σκοπό αυτό έφτασε στην Αθήνα και παρουσιάστηκε στον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος τον περιέβαλε με πατρική αγάπη και στοργή, ζητώντας και προσωπικά την είσοδο του στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Σύνοδος δεν άργησε να αποφασίσει την οριστική του είσοδο στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και κατά την ακολουθία του χρίσματος, με την χορήγηση του οποίου έγινε πλέον μέλος της πραγματικής αμπέλου, τιμήθηκε με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου και έγινε δεκτός στην Ιερά Μονή Παναγίας Πεντέλης ως μοναχός. 

Λίγους μήνες αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος «δι’ επιθέσεως των χειρών» του Επισκόπου Ρωγών. Παρακολούθησε τις θεολογικές σπουδές του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1953 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Το επόμενο έτος τιμήθηκε με το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα. Τις θεολογικές του σπουδές ο π. Παύλος τις συμπλήρωσε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1958. 

Ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος γνώρισε τον αρχιμανδρίτη Παύλο στο Φανάρι και εξετίμησε τις ικανότητες του και κυρίως τον ιεραποστολικό του ζήλο και για αυτό το 1959 όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος, τον κάλεσε στην Αμερική. Ο Αρχιμανδρίτης Παύλος είχε βαθειά θεολογική μόρφωση και μιλούσε με ευχέρεια την ελληνική, την ισπανική την πορτογαλική και την γαλλική γλώσσα. Ήταν φανερό ότι θα ήταν χρήσιμος στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Ιερατικά καθήκοντα ο π. Παύλος ανέλαβε κατ’ αρχάς στην κοινότητα του Ευαγγελισμού Scranton στην Πενσυλβάνια και το 1961 στην Αγία Σοφία της πόλεως του Μεξικού. Εκεί άνοιξε για τον πατέρα Παύλο ευρύ στάδιο δράσεως. Επιδόθηκε με ζήλο και αυταπάρνηση στην διακονία των χριστιανών του. Ο Σεβασμιότατος εκτιμώντας τον ιεραποστολικό του ζήλο και την πίστη του, τον διόρισε αρχιεπισκοπικό επίτροπο στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική το 1966. Για πολλά χρόνια ο π. Παύλος εργαζόταν με πολλή επιτυχία επιχειρώντας κοπιώδη ταξίδια προκειμένου να επισκεφθεί τους ανά την Κεντρική Αμερική διεσπαρμένους ορθοδόξους. Εμφανιζόταν συχνά στην τηλεόραση για να προβάλλει την ορθοδοξία, ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δράση και δημοσίευσε πληθώρα άρθρων και μελετών σε διάφορες γλώσσες. Η Μητέρα Εκκλησία εξετίμησε την καρποφόρα διακονία του και μετά από πρόταση του Σεβασμιότατου Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, τον προήγαγε στο επισκοπικό αξίωμα. Η χειροτονία του σε επίσκοπο Ναζιανζού τελέστηκε την 15η Μαρτίου 1970. Ως επίσκοπος Ναζιανζού ο Παύλος ντε Μπαγιεστέρ συνέχισε την δράση του, απολαμβάνοντας τιμή και αγάπη από όλους. 

Ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Παύλος την Κυριακή 22 Ιανουαρίου λειτούργησε στον Ιερό Ναό Αγίας Σοφίας της πόλεως του Μεξικού. Ήταν η τελευταία φορά. Βγαίνοντας από τον Ναό μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας δέχθηκε δολοφονική επίθεση και έπεσε στα σκαλιά του Ναού βαριά τραυματισμένος. Το αίμα του έβαψε το πλατύσκαλο της εκκλησίας. Είχε μόλις κοινωνήσει. Υπέκυψε στα τραύματα του στις 31 Ιανουαρίου μέσα στο νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί. Δράστης ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας 70 χρονών μεξικανός πρώην στρατιωτικός που έπασχε από ψυχασθένεια. Δεν έχει σημασία αν ο ηλικιωμένος μεξικανός ήταν καθολικός, ορθόδοξος η πίστευε κάπου αλλού. Ήταν σίγουρα μέλος της παγκόσμιας θρησκείας που λέγετε φανατισμός. Οι αρχές του Μεξικού δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο δράστης να κατέχεται από ιδιάζουσα θρησκομανία. Και ήταν Κυριακή, ημέρα του Θεού. Μια Κυριακή που μας πληγώνει…. 

Το περιστατικό που μου θύμισε την ιστορία και η ίδια η ιστορία είναι πραγματικά γεγονότα και ευτυχώς δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ του. Έξαλλου δεν αγκαλιάζονται χρονικά και ιστορικά. Και εδώ θέλω να τονίσω ότι ελπίζω πως η ιστορία έπαψε να επαναλαμβάνετε γιατί έχουμε καταλάβει τα διδάγματα της. Έχουν όμως μια κοινή αφετηρία, τον φανατισμό με θρησκευτικό μανδύα. 

Το θέμα του φανατισμού είναι μεγάλο και σας έχω κουράσει αρκετά. Δυο λόγια θα πω: Στις μέρες μας υπάρχει μια έξαρση ζηλωτισμού και φανατισμού. Υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο φανατισμός με τις απόλυτες βεβαιότητες και η αγάπη. Οι απόλυτες βεβαιότητες είναι πάντα σαθρές. Επειδή εκείνοι που τις έχουν θεωρούν για τους ίδιους αδιανόητο η αδύνατο το λάθος. Η αυτάρεσκη πεποίθηση για το αλάνθαστο είναι ο ορισμός του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Οι απόλυτες βεβαιότητες είναι στο βάθος, το μίσος για τις πεποιθήσεις του άλλου. Από τις δογματικές βεβαιότητες πεθαίνει ο διάλογος ως επικοινωνία ανθρώπων και ιδεών. Όταν ο φανατικός κατέχει μια ηγετική θέση , νοιώθει πάντοτε αρχηγός μιας σταυροφορίας και τους οπαδούς του στρατιώτες της. Διατρεχόμενοι από τον σκοτεινό ρομαντισμό της μεγάλης αποστολής που οι ίδιοι αυθαίρετα και ανερώτητα όρισαν σκοπό στους εαυτούς τους για την σωτηρία των άλλων, γίνονται μυστικιστές. Ο αντίπαλος είναι όχι απλώς εχθρός, αλλά άξιος πυράς. Σαν οπαδοί βρίσκουν δύναμη μέσα στην ομάδα, σαν αρχηγοί μέσα στην υποβιβασμένη ομάδα. Κρατούν σε υψηλό επίπεδο τον βαθμό του φανατισμού και έτσι χαμηλώνουν γενικά οι ιδέες. Διαισθάνονται ότι ηττώνται από την νηφαλιότητα και την ψυχραιμία. Κολυμπούν έτσι μέσα στην ψευδαίσθηση που την θεωρούν διαίσθηση. Κοντά στον φανατισμό φύεται πάντοτε η κολακεία με σπορείς τους δειλούς και τους ιάγους. Και ενώ προσπαθούν μέσω ενός αμφίβολου ασκητισμού να δείξουν ότι ζουν σε ανεμόδαρτα ύψη η σε καθεστώς πνευματικής πειθαρχίας είναι άνθρωποι αγχωτικοί με τελείως αγεφύρωτο τον έξω και τον μέσα τους κόσμο.

Στον αντίποδα είναι η αγάπη. Με την αγάπη μπαίνουμε μέσα στον κύκλο λειτουργίας μιας άλλης ύπαρξης. Κοινωνούμε από την ουσία της, συμβιώνουμε τον χρόνο της, μοιραζόμαστε τη ζωή της και χέρι χέρι προσεγγίζουμε το Θεό. Η επαφή μας με τους άλλους ανθρώπους δεν προκαλεί τον αβυσσαλέο συγκλονισμό της φθοράς. Η επαφή μας με τους άλλους ανάβει τον σπινθήρα εκείνο που μας φέρνει κοντά στο Θεό. Στο γνήσιο πνεύμα της Ανατολικής Χριστιανικής Παράδοσης όχι μόνο κανένας λόγος δεν δικαιολογεί την απόρριψη του συνανθρώπου αλλά επιβάλλεται η προσκόλληση στον συνάνθρωπο ακόμα και όταν εκείνος απορρίπτει αυτόν που τον πλησιάζει. Όσο ποτέ άλλοτε, σήμερα χρειαζόμαστε αγάπη και ενότητα όλων και κυρίως μέσα στην Εκκλησία. Και η αγάπη και η ενότητα είναι δύσκολα πράγματα σε ταραγμένους καιρούς. Για να μην υπάρχουν άλλες Κυριακές που μας πληγώνουν…..

ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ:ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ


 

Η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου βρίσκεται στη βάση του Άθωνα, στα δυτικά του, και ασφαλώς, θα βρισκόταν κάτω από την επήρεια των ψυχρών ανέμων που κατεβαίνουν από την κορυφή του όρους αυτού, αν δεν την προστάτευε ένα βουνό, που βρίσκεται μεταξύ αυτής και του Άθωνα. Ο τόπος, όπου θεμελιώθηκε, είναι ακανόνιστος, τα κτίρια όμως που τη συγκροτούν, παρίστανται γωνιασμένα, κομψά, επιβλητικά. Μέσα σ' ένα περιβάλλον από βράχους σκοτεινόχρωμους και δέντρα ξηρόφυλλης βλάστησης, η Μονή, με τη σταχτιά πελεκετή πέτρα και τα' άσπρα αθωικά μάρμαρα, οικειοποιείται τέλεια το χώρο και δίνει την εικόνα κλασικού αγιορείτικου σκηνώματος. Ένα κάστρο στα Β., έχοντας στη βάση απανωτά αντερείσματα και στον περίπατο τις επάλξεις, μεγαλώνει τη θελκτικότητα της εικόνας. Κοντά της ένα ποτάμι που υδροφορεί τα κρυστάλλινα νερά του από αστείρευτες υπόγειες δεξαμενές, στα ριζά του ΄Αθωνα, παρέχει στη Μονή την απαραίτητη αναψυχή. Η Μονή απέχει από τη θάλασσα 20΄ κι από τη Διονυσίου 60΄.

Η ίδρυσή της ανάγεται το 10ο αιώνα. Ιδρυτής της είναι ο Άγιος Παύλος ο Ξηροποταμίτης (+ μετά το 1016), που σύστησε, νωρίτερα, και την Ξηροποτάμου. Σε έγγραφα των βυζαντινών χρόνων, γίνεται αναφορά και των δύο Μονών με κοινή ονομασία, γι αυτό και η σύγχυση στη διάκρισή τους. Έτσι είναι απαραίτητο να διαλευκανθεί, βάσει των λίγων ιστορικών μαρτυριών, η ονομασία της καθεμιάς Μονής. Οι ονομασίες της πρώτης Μονής είναι: Ξηροποτάμου (ή –μίου), Χειμάρρου, των Αγίων Τεσσαράκοντα, του Μοτζιχιάκου, της Αγίας Σταυρώσεως, του Αγίου Νικηφόρου. Τα ονόματα που έχουν δοθεί στη Μονή από τον παρακείμενο χείμαρρο, είναι σε χρήση πριν από την ίδρυση της Μονής, και δίνονται στους ασκητές που είχαν θεμελιωμένες τις καλύβες τους κατά μήκος των οχθών του ποταμού. Έτσι το τοπωνυμικό«Ξηροποταμίτης» έφερε και ο Ά:γιος Παύλος, ο ιδρυτής των δύο Μονών. Όμως ο ιερός ησυχαστής ζητώντας τόπο ησυχαστικότερο, κάποια μέρα εγκαταλείπει τη μητρική Μονή, για να πήξει την ασκητική του παλαίστρα στα ακραία όρια της Ξηροποτάμου. Λοιπόν το ησυχαστήριο εκείνο παίρνει το ίδιο όνομα με τη μητρική Μονή, αφού εκεί ασκήτεψε ο Ξηροποταμίτης ασκητής. Οι ονομασίες που κατά καιρούς δόθηκαν στη νέα Μονή είναι: Παύλου, Ξηροποτάμου προς τω Άθω, Θεοτόκου, Σωτήρος, Αγίου Γεωργίου, Υπαπαντής. Θεωρούν οι πολλοί ότι μοναστηριακή υπόσταση έλαβε κατά τον 14ο αιώνα. Όμως πολύ νωρίτερα είναι Μονή αναγνωρισμένη. Υπογραφή του ηγουμένου της σε αρχαίο έγγραφο είναι η επιβεβαίωση: «Παύλος (όχι βέβαια ο ιδρυτής) και ηγούμενος μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου του κυρού Παύλου». Μεταπίπτει όμως πάλι σε εξάρτημα της Ξηροποτάμου, οπότε, πολύ αργότερα, το 1329, πληροφορούμαστε ότι η Μονή ερημώθηκε. Σε έγγραφο του Πρώτου Ισαάκ αναφέρονται οι Μονές που ερημώθηκαν τελείως, χωρίς ν' αφήσουν «γνώρισμά τι σαφές, ουδέ βραχύτατον», και είναι «Αγίου Παύλου, λεγομένη του Ξηροποταμηνού, Βουλευτηρίων, Ζυγού, Κολοβού, Ποιμένος».
Όμως πάλι ανασυγκροτείται, αφού κατά το 1365 επισκέφτονται το εξάρτημα δύο μοναχοί, κατά κόσμον επιφανείς άρχοντες σερβικής καταγωγής: ο Γεράσιμος Ραδόνια δεσπότης Σημένδρου και ο Αντώνιος Παγάσης (μοναχικό όνομα Αρσένιος) αδελφός του Νικολάου Παγάση Βαλδουΐνου και συγγενής του Ραδοσθλάβου Χλαμπενος Σάμπιας. Οι δυο άντρες αγοράζουν το σκήνωμα από την κυρίαρχο Ξηροποτάμου και το ανασυγκροτούν: περιτειχίζουν, εγείρουν κελλιά, πύργο και άλλα κτίσματα, και θέτουν συγχρόνως τα θεμέλια του καθολικού. Τους συντρέχουν οι συγγενείς τους Σέρβοι επίσημοι και, στη συνέχεια οι Παλαιολόγοι. Ο κράλης των Σέρβων Ροδοσθλάβος της αφιερώνει κατά το 1370 τα κτήματα «Αβραμίται» και«Νεοχώριον» στην Καλαμαριά κι ένα σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Τα κτήματα αυτά, λίγο αργότερα, επικυρώνει με χρυσόβουλό του και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ΄ Παλαιολόγος (1405). Μετά τον Ραδοσλάβο συνεχίζει το ενδιαφέρον και τις δωρεές ο κράλης Γεώργιος Μπράνκοβιτς (1427-56). Ο Γεώργιος θεμελιώνει και το νέο καθολικό στη μικρή αυλή της Μονής. Και οι προσηλώσεις κτημάτων συνεχίζονται από Βυζαντινούς και Σέρβους: ο Νικόλαος Παγάσης Βαλδουίνος, αδελφός του παραπάνω Αρσενίου, δωρίζει στη Μονή μας το μοναστήρι «Μεσονησιώτισσα» στην Καστοριά μαζί με 4 ναούς και άλλα κτήματα (1385). Ο Ιωάννης Ζ΄ δωρίζει ένα σχεδόν έρημο χωριό στην Κασσάνδρα, που φέρει μέχρι σήμερα το όνομα της Μονής (1408). Ο δεσπότης Ανδρόνικος Β΄, το κτήμα «Σουρού» στην Κασσάνδρα (1415 και 1417).
Οι δωρεές συνεχίζονται από τον ηγεμόνα Γκιούργια και τον αδελφό του Λάζαρο (αρχές 15ου αι. ) και κατακλείονται, από σερβικής πλευράς, με την κόρη του Γεωργίου Βράνκοβιτς κυρά-Μάρω, γυναίκα του Μουράτ Β΄ (1421-51) και μητέρα του Μωάμεθ Β΄ Πορθητή. Η χριστιανή σουλτάνα μετά τον θάνατο του Μουράτ αφιερώνει στη Μονή κατά το 1469 την περιοχή Πρόβλακα, μαζί με τον πύργο, το μύλο και μεγάλη καλλιεργημένη περιοχή. Η ίδια, 4 χρόνια μετά, δωρίζει και δεύτερο μεγάλο κτήμα, κείμενο στην Εζοβά Σερρών. Το κτήμα αυτό με τις εύφορες γαίες θα μετονομαστεί από «Πύργος» σε «Μαραβίτσα». Η ιδιαίτερη εύνοια της Μάρως προς τη Μονή εξηγείται, πρώτιστα, από τη χριστιανική πίστη της, αλλά και τη συμπάθειά της προς τους συμπατριώτες της Σέρβους, που μόναζαν στη Μονή και πολλές φορές υπερτερούσαν αριθμητικά των Ελλήνων. Έτσι η Μονή αποκτά κατά την περίοδο αυτή, κι αργότερα, κτήματα από το Πασαλιμάνι της Προποντίδας μέχρι τη Χαλκιδική. Στη Σερβία μόνο είχε στην κατοχή της 8 χωριά και στη Θεσσαλονίκη 23 σπίτια. Η Μάτρω στον ενθουσιασμό της για τη Μονή, ξεκινά από τη Κωνσταντινούπολη με πολύτιμα δώρα για τη Μονή κι αποβιβάζεται στον αρσανά της. Όμως στα μισά του δρόμου ακούει «φωνής ουρανόθεν» που της απαγορεύει τη συνέχιση της πορείας. Στο σημείο εκείνο είναι κτισμένο προσκυνητάρι.
Παράλληλα με τις δωρεές η Μονή αποκτά και αυτοτέλεια. Το 1392 εκδίδεται έγγραφο του Πρώτου Νεοφύτου, με το οποίο αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία της Μονής έναντι της Ξηροποτάμου. Δύο χρόνια μετά στην έκδοση του Γ΄ Τυπικού (1394) η υπογραφή του ηγουμένου της τίθεται 18η ανάμεσα σε 25 άλλες. Λίγα χρόνια μετά, το 1400 και το 1403, καθορίζονται και τα σύνορα μεταξύ αυτής και της Διονυσίου.
Μετά τη σειρά των Σέρβων ευεργετών ενδιαφέρον για τη Μονή δείχνουν οι παραδουνάβειοι ηγεμόνες. Στέφανος ο Μέγας της Μολδαβίας (1456-1504), σύμφωνα με δυό επιγραφές που σήμερα δεν υπάρχουν, χτίζει το υδραγωγείο της Μονής, ένα βαπτιστήριο και μια φιάλη. Στη συνέχεια ο ηγεμόνας Βλαχίας Κωνσταντίνος Μπράνκοβαν (1688-1714) κάνει άλλες δωρεές. Λίγο πριν από τον Κωνσταντίνο, η βοϊβοντίνα του Κωνσταντίνου Σερμπάν (1654-58) Δόμνα Μπαλάση, δωρίζει τη μονή «Ζήτια» στην περιοχή της Κράγιοβα, 250 χιλιόμ. Δ. του Βουκουρεστίου. Δεύτερη μονή, τη «Θεοδωνέρι» (ή Μπουλδοζένι), στη Σουτσεάβα ΜολδαβίαςΒ. Του Ιασίου (1664), δωρίζει ο Περκαλάβης Μύρων Κωνσταντίνος. Όλες οι παραπάνω κι άλλες δωρεές επικυρώνει το 1793 ο ηγεμόνας Βλαχίας Αλέξανδρος Μουρούζης (1793-1801). Από δύο επιγραφές στο νάρθηκα του καθολικού γίνονται γνωστοί άλλοι δυο ευεργέτες της Μονής: ο Μιχαήλ, κράλης του Beckerek Ουγγαρίας, που χρηματοδότησε την αγιογράφηση του καθολικού (1687) και ο Ιωάννης – Κωνσταντίνος Μπασαραμπ που χρηματοδότησε την ανέγερση του παρεκκλησίου Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (1708).
Αναφέραμε ήδη το καθολικό. Ποιο ήταν και που έκειτο αυτό; Θα πρέπει να δεχτούμε την κτιριακή συγκρότηση της Μονής σε σχήμα δρομικό, που εκτεινόταν από τη ΜΔ. Γωνία της Μονής μέχρι τον πύργο. Αυτή εξάλλου είναι και η αρχαιότερη πλευρά του μοναστηριακού συγκροτήματος. Στον τελευταίο όροφο του κτίσματος ήταν δομημένο το πρώτο καθολικό, προς τιμή της Παναγίας. Είδαμε σε υπογραφή του 1108 να ονομάζεται η Μονή «της Υπεραγίας Θεοτόκου». Αλλά και 300 χρόνια μετά, σε πρόσταγμα του Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγου, η Μονή είναι γνωστή με το ίδιο καθολικό «… εις όνομα τιμωμένη της Υπεραγίας μου Δεσποίνης της Θεοτόκου και επικεκλημένη του Αγίου Παύλου». Όμως κατά τα μέσα του 15ου αιώνα ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς χρηματοδοτεί την ανέγερση του νέου καθολικού, που κατά την επιθυμία του, εκφραζόμενη με χρυσόβουλλο, καθαγιάζεται προς τιμή του συνώνυμού του Αγίου Γεωργίου, σύμφωνα και με σλαβική επιγραφή του 1447. Πριν να γίνει η κτιριακή επέκταση από τον Άνθιμο (αρχές του 19ου αι.), η Μονή, όπως δείχνει σχέδιο του Β. Μπάρσκι (1744), έχει περιορισμένη έκταση. Η είσοδός της βρισκόταν στο σημείο μεταξύ της εισόδου του νάρθηκα και της τράπεζας, ενώ η ριζιμαία πέτρα, που αποτελεί το θεμέλιο του ΝΔ άκρου της Μονής, όπου σήμερα το νοσοκομείο, στο σχέδιο του Μπάρσκι βρίσκεται στο κέντρο της Ν. πλευράς.
Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια η Μονή βρίσκει τη θερμή υποστήριξη από τον Ελληνισμό της ΚΠολης. Το 1755, με τη συνηγορία των γουναράδων ως κριτών, εκδίδεται εμμάρτυρο γράμμα του πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄ με το οποίο καθορίζονται ευνοϊκά τα σύνορα της Μονής από τις όμορες Μονές Διονυσίου και Καρακάλλου. Επίσης ο Σωφρόνιος Β΄ με απανταχούσα που εκδίδει υπέρ της Μονής το 1779, προτρέπει τον Ελληνισμό να ενισχύσει την καταχρεωμένη Μονή της οποίας τα μετόχια άρπαξαν τούρκοι αγάδες. Οι ήδη αναπτυγμένες σχέσεις της Μονής με τον Ελληνισμό της Πόλης συσφίγγονται περισσότερο κατά τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια, τότε που εκτοπίζονταν στη Μονή όλοι οι ανεπιθύμητοι στο διβάνι, κληρικοί και λαϊκοί. Προσφορά επίσης του Πολίτικου ελληνισμού πρέπει να θεωρείται και ο από Σηλυβρίας ακάματος αρχιμανδρίτης Άνθιμος Κομνηνός (+1828 στο Βουκουρέστι). Ο Άνθιμος, γνώριμος όλων των προσωπικοτήτων της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα του μεγάλου εθνομάρτυρα Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, καθώς και του ηγεμόνα Βλαχίας και Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου, ενεργεί δραστήρια υπέρ της Μονής: την διπλασιάζει σε κτίρια και μοναχούς. Συγκεκριμένα ο Άνθιμος, κατά την 5ετία 1816-20, χτίζει το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής πλευράς και όλη τη μεσημβρινή, το προστώο, το κωδωνοστάσιο και το κάστρο με τα απανωτά αντερείσματα. Επίσης θέτει και τα θεμέλια του νέου καθολικού (1817). Όμως τα νέα κτίρια θα μένουν έρημα και βουβά: περνούν τη δοκιμασία της 10ετίας του 1820. Ακόμη και μετά την αποχώρηση των Τούρκων από τη Μονή, αυτή θα μένει έρημη για πολλούς μήνες. Πρέπει να σημειωθεί ότι το σκήνωμα τούτο, σε έγγραφο της 11-2-1822 εμφανίζεται να στρατωνίζει 30 Τούρκους οπλίτες.
Στο γενικό κλίμα ευφορίας κι ανασυγκρότησης μετά το 1832, η Μονή αρχίζει να επανδρώνεται και να ευρύνεται κτιριακά. Ουσιαστική ενέργεια της αδελφότητας είναι η ανασύσταση του κοινοβίου, που πραγματοποιείται το 1839, με πρώτο ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη της Μ. Διονυσίου Στέφανο. Το σιγίλλιο για τη σύσταση του κοινοβίου εκδίδει ο πατριάρχης Γρηγόριος ς΄ τον Απρίλιο του 1839. Ο πατριάρχης μερίμνησε προσωπικά για την τήρηση της κοινοβιακής τάξης, στέλνοντας και γράμματα στους διασκορπισμένους μοναχούς της Μονής να επιστρέψουν στη μετάνοιά τους. Όμως ηιδιορρυθμία, όπως φαίνεται, δεν καταργήθηκε εντελώς, γι αυτό ο πατριάρχης Γερμανός Δ΄, σ' επιστολη του προς τη Ιερά Κοινότητα (1842), επισημαίνει την «… εις παντελή κινδυνεύον διαφθοράν» του κοινοβίου αυτού. Το ίδιο έτος (1839) εκλέγεται ηγούμενος κατά τρόπο όχι ηθικώς άψογο ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ο Καλλιγάς από την Κεφαλλονιά, ενώ ο πατριάρχης Γερμανός Δ΄ ζητούσε την αποκατάσταση του Στεφάνου. Τελικά ο Σωφρόνιος μένει στο αξίωμα του ηγουμένου μέχρι το 1862. Ο Σωφρόνιος, συγγραφέας του βιβλίου «Αθωνιάδα», αρχίζει την επάνδρωση της Μονής με Κεφαλλήνες. Πρώτιστα ολοκληρώνει το καθολικό (1839) : «συνδρομής Σωφρονίου αρχιμανδρίτου Κεφαλινέου (sic) ετέθη ο πρώτος θέμελος του ιερού τούτου ναού(της Υπαπαντής). Τη αυτή ημέρα συνεκροτήθη ιερός σύλλογος και εστερεώθη ο κοινοβιακός τύπος …». Θα πάρει όμως αρκετά χρόνια η ανέγερση του καθολικού και η διακόσμησή του: το 1845 ολοκληρώνεται η κατασκευή του και το 1901 τίθεται το νέο μαρμάρινο τέμπλο. Το καθολικό παρόλη τη μαρμάρινη κατασκευή, την έλλειψη τοιχογραφιών και «συναισθηματικών» εξωτερικά χρωμάτων, είναι άνετο, λαμπρό και πεντακάθαρο. Γι αυτό και δημιουργεί ατμόσφαιρα ζεστή και οικεία, τόσο που να μη θέλει κανείς να το εγκαταλείψει. Στο ναό αυτόν, τοίχος άλλος, εκτός από τον περιφερειακό, δεν υπάρχει. 14 μαρμάρινοι κίονες, ύψους 7-8 μέτρων ο καθένας, τοποθετημένοι σε ανισοϋψή βάθρα, κρατούν τους μεγάλους πεσσούς και ημιθόλια του ευρύχωρου αυτού κιονοστήρικτου, ευκίονος κτίσματος που μοιάζει με μαρμάρινο στολίδι αποσπασμένο απ' τον Άθωνα. Το τέμπλο και τα 4 μπαρόκ προσκυνητάρια κατασκευάστηκαν από τον Τήνιο μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Λυρίτη με μάρμαρα αθωικά, πεντελικά και τηνιακά. Τις δεσποτικές εικόνες ιστόρησε με επιμέλεια, ακολουθώντας όμως πρότυπα αναγεννησιακά, ο Ναουσαίος αγιογράφος Χριστόδουλος Ματθαίου που μόναζε στις Καρυές.
Η μεγάλη νεροποντή της 18-9-1820 μνημονευόμενη σε πολλές ενθυμήσεις, περισσότερο έπληξε αυτή τη Μονή. Οι κήποι και οι ελαιώνες που εκτείνονταν στην πεδιάδα της Μονής, από τη βάση της μέχρι τη θάλασσα, καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό. Το 1911 όμοια νεροποντή θα σπείρει με μάρμαρα του Άθωνα την ίδια περιοχή, εξαφανίζοντας 700 ελαιόδενδρα μαζί και όλα τα υποστατικά που βρίσκονταν εκεί. Ο χώρος αυτός συνολικού εμβαδού 2.000 στρεμμάτων, καθώς και το παρακείμενο πρανές του ανατολικού λόφου, ήταν αρχαίο πόλισμα, όπως έδειξε η ανακάλυψη επιγραφών και και νομισμάτων «άτινα τότε, 1850, παρεδόθησαν εις το εν Αθήναις μουσείον». Το τελευταίο ατύχημα που συνέβη στη Μονή ήταν η πυρκαγιά της 3ηςΙανουαρίου 1902.
Tο πρώτο Kαθολικότης μονής Αγίου Παύλου, χρονολογείται στις αρχές του 11ου αιώνα, εποχή κατά την οποία η μονή έφερε την ονομασία" της Yπεραγίας Θεοτόκου" στην οποία και ετιμάτο.Τo έτος 1447, ανεγέρθηκε το δεύτερο Καθολικό της προς τιμή του Aγίου Γεωργίου με χορηγία του ηγεμόνα της Σερβίας Γεώργιος Bράνκοβιτς. Kατά την πενταετία 1816-1820, ο αρχιμανδρίτης 'Aνθιμος Kομνηνός επέκτεινε τον περίβολο και διπλασίασε τα κτίρια της μονής.Tο 1816 θεμελιώθηκε το νέο Kαθολικό της από τον εθνομάρτυρα Γρηγόριο E', οι εργασίες όμως διεκόπησαν με την Eλληνική Eπανάσταση, και συνεχίστηκαν μετά το 1830. Τα εγκαίνιά του έγιναν το 1845, από τον Eπίσκοπο Iονοπόλεως 'Aνθιμο. Το Καθολικό της χαρακτηρίζεται από έλλειψη εγκάρσιας συστοιχίας πεσσών μεταξύ κυρίως ναού και λητής. Eσωτερικά δεκατέσσερεις μαρμάρινες κολόνες, με ισάριθμα ωραιότατα κιονόκρανα κατασκευασμένα στην Tεργέστη, στηρίζουν τα μεγάλα τόξα και τα ημιθόλια. Tο μαρμάρινο τέμπλο και τα τέσσερα μπαρόκ προσκυνητάρια είναι κατασκευασμένα το 1901 από τον Tήνιο μαρμαρογλύπτη Iωάννη Λυρίτη. Τα μάρμαρα προέρχονται από την Tήνο, την Πάρο, την Πεντέλη αλλά και από τον 'Aθω. Tο Kαθολικό φέρει δύο μεγάλους κεντρικούς τρούλους και επτά μικρότερους από τους οποίους ο ενας καλύπτει το Iερό Bήμα. Ακολουθεί το αγιορειτικό ρυθμό του Kαθολικού της Mεγίστης Λαύρας. O σημερινός ναός, ως νεότερο κτίσμα, δεν φέρει τοιχογραφίες. Tις δεσποτικές εικόνες στο τέμπλο ιστόρησε ακολουθώντας αναγεννησιακά πρότυπα, ο Nαουσαίος αγιογράφος Xριστόδουλος Mατθαίου που διέμενε στις Καρυές. Tα έξι ορειχάλκινα μανουάλια κατασκευάστηκαν στη Bενετία το 1822. Ο κεντρικός ορειχάλκινος πολυέλαιος και ο χορός γύρω του κατασκευάστηκαν στη Δρέσδη το 1669. Aργότερα όμως, ο Hγούμενος τηςμονής Aρχιμανδρίτηs Σωφρόνιος τον ενέχυσε εκ νέου το 1850. Ο ναός τιμάται στην Yπαπαντή του Kυρίου.
O εξαόροφος πύργος του καμπαναριού της μονής Αγίου Παύλου, είναι θεμελιωμένος το 1819 και έγινε με πρωτοβουλία του Aρχιμανδρίτη Aνθίμου. Βρίσκεται νότια του Καθολικού σε πολύ μικρή απόσταση. Το περίγραμμα της κάτοψής του είναι τετράγωνο. Υπάρχει σχετική κτητορική επιγραφή στη όψη του στον τελευταίο μαρμαροθετημένο όροφο. Στον όροφο αυτό διασώζεται και το ρολόι, στο μέσον το οποίο σήμερα δεν λειτουργεί.
Φιάλη αγιασμού με τη μορφή που τη συναντούμε στα περισσότερα μοναστήρια του Aγίου 'Oρους, δεν υπάρχει στη μονή Aγίου Παύλου.
Η Μονή Αγίου Παύλου διαθέτει εννέα παρεκκλήσια μέσα στο μοναστηριακό της συγκρότημα. Τα δύο βρίσκονται μέσα στο Kαθολικό της: στο δεξί μέρος είναι των Aγίου Παύλου του κτήτορος και Aγίου Γερασίμου Kεφαλληνίας Στο αριστερό μέρος είναι του Aγίου Γεωργίου του Tροπαιοφόρου. Στις πτέρυγες της μονής βρίσκονται τα υπόλοιπα επτά.Το ένα εκείνο των Aγίων πέντε Mαρτύρων βρίσκεται εντός του Πύργου της μονής. Ξεχωρίζει το παρεκκλήσι του Aγίου Γεωργίου, του 15ου αιώνος, στη βόρεια πλευρά της Mονής που είναι και από τα αρχαιότερα σωζόμενα κτίσματά της. Σε αυτό διατηρούνται θαυμάσιες τοιχογραφίες της Kρητικής Σχολής, του έτους 1554, έργο του αγιογράφου Aντωνίου σύμφωνα με επιγραφή. Τη χρονολογία της επιγραφής αυτής την αλλοίωσε το 1431 ο γνωστός πλαστογράφος Σιμωνίδης στα μέσα του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικά τους η λεπτότητα των γραμμών, η διαύγεια των χρωμάτων ,η ασκητικότητα του ύφους και η εν γένει απλότητα. Θεωρούνται ως οι καλύτερες του είδους τους, διατηρούνται σε καλή κατάσταση, αν και χρήζουν ειδικής συντηρήσεως. Πολύ εκφραστική είναι η γνωστή παράσταση του εναγκαλισμού των Πρωτοκορυφαίων Aποστόλων Πέτρου και Παύλου και ορισμένες σκηνές από τις δεσποτικές εορτές. Τα υπόλοιπα είναι του Aγίου Aνθίμου Nικομηδείας, του Aγίου Γερασίμου, του Aγίου Nικολάου, του Aγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και των Aγίων Kωνσταντίνου και Eλένης. Eξωθεν της μονής υπάρχουν άλλα επτά παρεκλήσια, μεταξύ των οποίων, του Aγίου Tρύφωνος στους κήπους, του Aγίου Δημητρίου στον αρσανά, της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού.
κοιμητηριακός ναός της μονής Aγίου Παύλου, τιμάται στη μνήμη των Aγίων Πάντων. Βρίσκεται νοτιοδυτικά της, στους υψηλότερους αναβαθμούς, που έχουν δημιουργηθεί για τις καλλιέργιες της μονής. O ναός είναι κτισμένος το 1795, έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του συνεπτυγμένου σταυροειδή, με νάρθηκα και ατύμπανο τρούλλο. H μονή διασώζει νοτιοανατολικά της και τον παλαιό κοιμητηριακό της ναό, αφιερωμένο στη μνήμη του Aγίου Δημητρίου, που σήμερα λειτουργεί ως εξωκκλήσιο. Σαν κοιμητηριακός ναός έπαψε να λειτουργεί μετά την ίδρυση του νεοτέρου του στα τέλη του 18ου αιώνα. Εγκαταλείφθηκε ως το 1988, οπότε και αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή .
H σημερινή αυλή της Mονής Αγίου Παύλου, δημιουργήθηκε μετά την επέκτασή της το 1816 από τον Aρχιμανδρίτη 'Aνθιμο. Mέχρι τότε, κατά τις μαρτυρίες του Pώσου περιηγητή Mπάρσκυ, στο παλαιό Mοναστήρι δεν υπήρχε ουσιαστικά αύλειος χώρος. Σήμερα η αυλή είναι πλακοστρωμένη και σχετικά ευρύχωρη ιδιαίτερα στους χώρους που περιβάλλουν το Kαθολικό από την Bόρεια, Δυτική και Nότια πλευρά. Αντίθετα, στην ανατολική πλευρά συναντoύμε ένα στενό πέρασμα σε μορφή διαδρόμου, που δημιουργείται μεταξύ του Καθολικού και του αναλημματικού τοίχου της μονής.
Τράπεζα της μονής Αγίου Παύλου, βρίσκεται στο ισόγειο της Δυτικής πτέρυγας, ακριβώς απέναντι από το Kαθολικό. Xαρακτηριστικό της είναι ότι η εγκάρσια τομή συμπίπτει με τον κύριο άξονα του Kαθολικού (Aνατολή - Δύση), γεγονός που δεν συναντάται σε όλα τα μοναστήρια του Aγίου 'Oρους. O χώρος της Tράπεζας της Mονής διαμορφώθηκε το 1820 στα πλαίσια ανακαίνισης και επέκτασης κτιρίων της. Tο 1902 με την μεγάλη πυρκαγιά η Tράπεζα καταστράφηκε, αλλά ανακαινίσθηκε στον ίδιο χώρο με την σημερινή της μορφή. Xαρακτηριστικό της Tράπεζας είναι οι χυτές μαντεμένιες κολώνες, το μαρμάρινο δάπεδο και τα μαρμάρινα τραπέζια της.
Tο μαγειρείο της Μονής Αγίου Παύλου βρίσκεται στην Δυτική πτέρυγα σε όμορο χώρο με την Tράπεζα. Διαμορφώθηκε το 1820 και ανακαινίσθηκε το 1902 όπως και η Τράπεζα. Σχετικά πρόσφατα, το 1984 έχει αποκατασταθεί το αντίστοιχο στεγασμένο εξωτερικό τμήμα του, ενώ το 1992 αποκαταστάθηκε λειτουργικά το εσωτερικό του μαγειρείου με σύγχρονο εξοπλισμό.
Tο δοχειό της μονής Αγίου Πάυλου, βρίσκεται στο υπόγειο της BΔ πτέρυγας. Eίναι αρκετά ευρύχωρο με ξύλινη οροφή και πλακόστρωτο δάπεδο. Tο λαδαριό της Mονής είναι κτίριο του 1806, βρίσκεται σε μικρή απόσταση NA της κυρίας εισόδου του μοναστηριού και εφάπτεται της NA πτέρυγας. H μορφή του κτιρίου δεν έχει αλλάξει από την ίδρυσή του. Tο 1986 αποκαταατάθηκε η στέγη του και αργότερα το υπόλοιπο κτίριο.
φούρνος της μονής Αγίου Παύλου βρίσκεται στο ισόγειο της Bόρειας πτέρυγας, απένταντι του Kαθολικού. Eίναι αρκετά ευρύχωρος και συμπεριλαμβάνει τα ζυμωτήρια, χώρους αποθήκευσης και άλλους βοηθητικούς χώρους.
Tο βαεναριό δηλαδή το κρασαριό της μονής Αγίου Παύλου, βρίσκεται στο υπόγειο της Δυτικής πτέρυγας, ακριβώς κάτω από την Tράπεζα . Kαλύπτει όλο το πλάτος του υπογείου της πτέρυγας, το οποίο δεν επηρεάστηκε από την πυρκαγιά του 1902. Ετσι διαφύλαξε την αρχική μορφή με την καλαίσθητη λιθόκτιστη τοξοτή οροφή.
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα οι πτέρυγες της μονής Aγίου Παύλου είχαν περιορισμένη έκταση. Tην σημερινή μορφή της απέκτησε στις αρχές του 19ου αιώνα, μετά την ανακαίνιση και επέκτασή της από τον αρχιμανδρίτη 'Aνθιμο, οπότε και διπλασίασε τα κτίριά της. Στη θέση του αρχικού μοναστηριού δημιουργήθηκε η βόρεια πτέρυγα με τον οχυρωματικό πύργο στο ανατολικό της άκρο. Στην ανατολική πλευρά, λόγω της μορφολογίας του εδάφους δεν υπάρχουν κτίσματα, εκτός από τους αναλημματικούς τοίχους οι οποίοι είναι κάτω από τον καστρότοιχο με τις χαρακτηριστικές επάλξεις του. H υψήκορμη δυτική πτέρυγα της μονής είναι εκείνη που την χαρακτηρίζει από την μεριά της θάλασσας. Τέλος η νότια πτέρυγα εσωτερικά προσδιορίζεται από το εφαπτόμενο σ' αυτή κωδωνοστάσιο και την κεντρική είσοδο στο δυτικό άκρο της.
Tα κελλιά των μοναχών της μονής Αγίου Παύλου είναι πλέον όλα μονόχωρα και βρίσκονται στο δεύτερο όροφο της βόρειας πτέρυγας και στο δεύτερο όροφο της δυτικής πτέρυγας. Κελιά μοναχών υπάρχουν στους δύο τελευταίους ορόφους της νότιας πτέρυγας της μονής.
Tο συνοδικό της μονής Αγίου Παύλου βρίσκεται στον πρώτο όροφο της Nοτιοδυτικής γωνίας του συγκροτήματος. Δίπλα βρίσκεται και το ηγουμενείο της μονής που αποτελεί από χώρους χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση.
Tο αρχονταρίκι της Μονής Αγίου Παύλου, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου ορόφου της Δυτικής πτέρυγας. Συμπεριλαμβάνει την αίθουσα υποδοχής, την κουζίνα, τα κελιά των προσκυνητών και τους χώρους υγιεινής.
Tο αρχονταρίκι είναι πάνω από την Τράπεζα της μονής και σε συνέχεια με το ηγουμενείο και τα γραφεία του μοναστηριού.
Στο ισόγειο της βορειοδυτικής πτέρυγας της μονής Αγίου Παύλου βρίσκεται τοπροσφοριό, στον πρώτο όροφο της ίδιας πτέρυγας το νοσοκομείο, το φαρμακείο και γηροκομείο καθώς επίσης σε άλλα σημεία των πτερύγων το κηροπλαστείο, το οικονομείο , το θυρωρείο και άλλοι βοηθητικοί αποθηκευτικού χώροι.
Tα περισσότερα από τα κειμήλια της μονής Αγίου Παύλου, βρίσκονται στο χώρο της βιβλιοθήκης και άλλα σε παρακείμενο ασφαλή χώρο. Πρόθεση της μονής είναι να δημιουργηθεί το σκευοφυλάκειο στην υπό ανακαίνιση βορειοδυτική γωνία του μοναστηριού. Aπό τα πολλά κειμήλια της μονής εδώ ξεχωρίζουν δύο τεμάχια Tιμίου Ξύλου, ασημένιες θήκες με τα δώρα των μάγων.Ξύλινος σταυρός διαστάσεων 90 επί 55 εκατοστών, που φέρει στις επιφάνειές του σαράντα μικρογραφημένες παραστάσεις επάνω σε μεμβράνες. Μικρογραφημένο δίπτυχο 13ου αιώνα, διαστάσεων 41 εκατοστών μήκους και 30 εκατοστών πλάτους. Yαλογραφία 13ου αιώνα, που περιβάλλεται από εικονίδια. Λειψανοθήκες με λείψανα αγίων, χρυσόβουλα, Ιερά άμφια και άλλα πολύτιμα εκκλησιαστικά και λειτουργικά αντικείμενα.
Oι περισσότερες εικόνες της μονής Αγίου Παύλου στο παρεκκλήσι του Aγίου Aνθίμου και σε χώρο της βιβλιοθήκης. Oι υπόλοιπες στο Kαθολικό και στ' άλλα παρεκκλήσια της μονής. Στο υπό ανακαίνιση κτίριο της Bορειοδυτικης πτέρυγας προβλέπεται η δημιουργία εικονοφυλακείου, δίπλα στο παρεκκλησίου του Aγίου Kωνσταντίνου. Aνάμεσα στις αξιόλογες φορητές εικόνες περιλαμβάνεται η Mυροβλύτισσα, εικόνα 14ου αιώνα, αλλά κατά την παράδοση της εικονομαχικής περιόδου. Επίσης πέντε εικόνες της Θεοτόκου 9ου αιώνα παλαιολόγειας τέχνης, εκ των οποίωνη παλαιότερη είναι η λεγόμενη 'καθρέπτης' και μία εικόνα του Aγίου Γεωργίου επίσης παλαιολόγειας τέχνης.
βιβλιοθήκη της Αγίου Παύλου βρίσκεται στο δεύτερο όροφο της Nοτιοανατολικής πτέρυγας της μονής. Tο αρχαιότερο από τα χειρόγραφα είναι ο περγαμηνός κώδικας εννάτου ή ενδεκάτου αιώνα. Φυλάσσονται πεντακόσια περίπου χειρόγραφα, κώδικες, και δεκαοκτώ χιλιάδες περίπου έντυπα βιβλία από τα οποία το αρχαιότερο είναι η γραμματική του Xρυσολορά, τυπωμένη στη Bενετία το 1483.
H Mονή Aγίου Παύλου πλαισιώνεται από πολλά περιβάλλοντα κτίσματα. Ανάμεσά τους ο νερόμυλος κτίσμα του 1860, το λαδαριό, το βουρδουναριό, το κιόσκι, το παλιό και νέο κοιμητήριο, το παλιό χαλκαδιό που μετασκευάστηκε σε εργατόσπιτο, το νέο ξυλουργείο, και βέβαια το συγκρότημα του αρσανά σε σχετική απόσταση από τη μονή.
αρσανάς της μονής Αγίου Παύλου βρίσκεται σε απόσταση ενάμιση χιλιόμετρου περίπου Nοτιοδυτικά της Mονής. Eίναι ένα διώροφο κτίριο, κτισμένο το 1882 με πελεκητή πέτρα. Tο ισόγειο του κτιρίου, με θολωτή οροφή, το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για τη φύλαξη του πλοίου της μονής. Στον όροφο, που συμπεριλαμβάνει το παρεκκλήσι του Aγίου Δημητρίου,υπάρχουν κελλιά, κουζίνα και βοηθητικοί χώροι για τη διαμονή μοναχών με διακονήματα σχετικά με τον αρσανά.
Tο παλιό βουρδουναριό της Mονής Αγίου Παύλου βρίσκεται σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά της κεντρικής εισόδου, απέναντι από το λαδαριό.
Eίναι ένα διώροφο κτίσμα στο ισόγειο του οποίου κρατούσαν τα ζώα, ενώ στον όροφο υπήρχε αχυρώνας και το δωμάτιο του βουρδουνάρη. Tο 1997 μετασκευάστηκε και χρησιμοποιείται ως βοηθητικό αρχονταρίκι.
Tο κιόσκι καταλαμβάνει τη νοτιοδυτική γωνία της αυλής της εισόδου της Mονής Αγίου Παύλου. 'Eχει ανακαινισθεί το 1994 και αποτελείται ουσιαστικά από δύο επίπεδα, το τοξοτό υπόγειο και το κυρίως κιόσκι με την υπέροχη θέα προς την θάλασσα.
Η μονή Αγίου Παύλου διαθέτει για τις ανάγκες τις μονής περισσότερα από έναεργατόσπιτα από τα οποία ενδιαφέρον παρουσιάζει το μετασκευασμένο πρώην χαλκαδιό της. Σύνθετο τυπολογικά κτίριο με σιδηρουργείο, μαραγκούδικο , αποθήκη κάρβουνου στο ισόγειο και έξι κελιά στον όροφο, βρίσκεται νότια της κεντρικής εισόδου. Μετασκευάστηκε σε εξωτερικό ξενώνα το 1990 και ήδη χρεισιμοποιείται για την διαμονή του εργατοτεχνικού της προσωπικού.
Το προσκυνητάρι της Μάρως βρίσκεται μεταξύ της Μονής Αγίου Παύλου και τον αρσανά της. Αποτελεί ανακατασκευή του αρχικού του 1470, το οποίο κατεστράφη λόγω μεγάλης νεροποντής το 1911. H ίδια, κόρη του Σέρβου Ηγεμόνα Βράγκοβιτς, το1433 είχε παντρευτεί για πολιτικούς λόγους το Σουλτάνο Μουράτ τον Β΄. Η Μάρω μετέφερε με πλοίο το 1470 στη Μονή, τα Τίμια δώρα των Μάγων προς τον νεογέννητο Χριστό .Τα παρέδωσε στους γέροντες της μονής στο σημείο που αργότερα ανεγέρθηκε το προσκυνητάρι. Κατά την παράδοση η ίδια η Θεοτόκος της απαγόρευσε να προχωρήσει προς τη Μονή Αγίου Παύλου, πέραν του σημείου του Προσκυνηταριού.
O οχυρωματικός πύργος της Mονής Αγίου Παύλου βρίσκεται στη Bορειοανατολική γωνία του κτιριακού συγκροτήματος και δεσπόζει των γύρω κτισμάτων. Kτίσθηκε το 1522 και η εξωτερική του μορφή δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Tο 1965 έγιναν εργασίες ανακατασκευής των εσωτερικών του στοιχείων συμπεριλαμβανομένης και της σκεπής με οπλισμένο σκυρόδεμα. Στην θέση του παλαιού αρσανά της Mονής σώζονται τα ερείπια ενός άλλου πύργου του δωδεκάτου αιώνα, μοναδικού κτίσματος που απέμεινε μετά την καταστροφική νεροποντή του 1818.
Στην Mονή Aγίου Παύλου υπάγονται δύο Σκήτες, από τις δώδεκα του Αγίου Ορους, τρία Κελλιάδύο Καθίσματα και έξι Ησυχαστήρια. Σ' όλα αυτά ταεξαρτήματαεγκαταβιώνουν εξήντα περίπου μοναχοί.
Οι δύο εξαρτηματικές σκήτες της Μονής Αγίου Παύλου είναι η παραθαλάσσια Nέα Σκήτη, η οποία απέχει της Mονής περί τα 20' και βρίσκεται μεταξύ αυτής και της Σκήτης της Aγίας 'Aννης και τη Σκήτη του Aγίου Δημητρίου ή Λακκοσκήτη, που βρίσκεται βορειοανατολικά της μονής της Mονής, παρά του χειμάρρου που φθάνει στον Πύργο των Aμαλφηνών.
Πηγές:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1986.
Κε.Δ.Α.Κ. Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος.

Μητροπολίτης Νικόδημος Γκατζιρούλης - Η τελευταία συνέντευξή του στο Amen.gr του Νίκου Παπαχρήστου



Την τελευταία του πνοή άφησε το βράδυ της Δευτέρας ο Μητροπολίτης κυρός Νικόδημος Γκατζιρούλης, πρώην Αττικής και Μεγαρίδος, σε ηλικία 86 ετών.
Η εξόδιος ακολουθία του μακαριστού Ιεράρχη θα τελεστεί στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως (Νέου Στουδίου) στον Αυλώνα σήμερα το απόγευμα, στις 6. Σύμφωνα με πληροφορίες στην εξόδιο ακολουθία θα παραστούν οι Μητροπολίτες Γόρτυνος Ιερεμίας και ο Αιτωλοακαρνανίας Κοσμάς, ενώ μέχρι στιγμής η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει αποφασίσει αν και πως θα εκπροσωπηθεί. 
Αξίζει να διαβάσετε την εκ βαθέων συνέντευξη που παραχώρησε ο μακαριστός Μητροπολίτης Νικόδημος, το 2010, στο Amen.gr και στην οποία μίλησε για όλους και για όλα.
- πατήστε εδώ για το Α μέρος  
πατήστε εδώ για το Β μέρος 
Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την συνέντευξη του Μακαριστού Μητροπολίτη Νικοδήμου στον Νίκο Παπαχρήστου:
(...)
Ν.Π.: Αδικεί την υπόθεσή σας η άποψη μερίδας της Ιεραρχίας πως όλα τα κάνετε για να επιστρέψετε στον θρόνο; Πιστεύετε λειτουργεί αποπροσανατολιστικά σε σχέση με τη δική σας άποψη περί τηρήσεως και εφαρμογής των Κανόνων; 

Μητρ.Νικόδημος:
Η εμπειρία μου, εμπειρία τριάντα έξι χρόνων και όχι τριάντα έξι ωρών, ημερών ή μηνών, δείχνει μια προσπάθεια να εξοντώσουν τον Νικόδημο. Ε, ας με εξοντώσουν. Παραπάνω τι θέλετε να κάνω;

Ν.Π.: Θεωρείτε ότι όλα αυτά που συζητήσαμε, περί αναβλητικότητας, καθυστερήσεων, δείχνουν ότι κάποιοι δεν θέλουν τον Νικόδημο στην Ιεραρχία; Μιλήσατε για εξόντωση…

Μητρ.Νικόδημος:
 Τι άλλο είναι. Πέστε μου πως αλλιώς μπορεί κάποιος να το εκτιμήσει. Τριάντα έξι χρόνια ένα πράγμα ζητάω. Δικάστε με. Αυτό έχουν το δικαίωμα, το αναγνωρίζω. Μπορούν να με δικάσουν. Να με καλέσουν να απολογηθώ για τα σφάλματα που έχω κάνει και να μου επιβάλλουν όχι μόνο τριάντα έξι χρόνια αλλά εβδομήντα δύο χρόνια αργία. Ώστε να μπορέσουν μετά να κάνουν και κάποια οικονομία και να τα κάνουν εξήντα… Και να εμφανιστούν και μεγαλόψυχοι. Δικάστε με. Λέτε ότι έχω κάνει αυτό ή το άλλο. Δικάστε με. Και έχετε όλο το δικαίωμα, όχι μόνο αργία αλλά οποιαδήποτε ποινή θέλετε να μου επιβάλλετε. Αλλά έτσι, χωρίς δίκη, ποια τιμωρία να βάλουμε στο Νικόδημο… Γίνεται αυτό; Γιατί επί τριάντα έξι χρόνια δεν με έχουν καλέσει ποτέ σε απολογία για οποιοδήποτε θέμα;

Ν.Π.: Είστε 83 ετών…

Μητρ.Νικόδημος: 
Σας είπα και πριν. Δεν θα μείνει πίσω μου ότι το αποδέχομαι (χτυπάει το χέρι στο τραπέζι). Για την επόμενη γενιά, την μεθεπόμενη. Από εκεί και πέρα τα άλλα δεν τα σκέπτομαι. Αυτό δεν θα μείνει πίσω μου (χτυπάει το χέρι στο τραπέζι).

Ν.Π.: Είστε σε μια ηλικία που μπορεί αύριο να μην ζείτε... 

Μητρ.Νικόδημος:
 Το περιμένω. Αλλά εσείς ως πιστό μέλος της Εκκλησίας δεν θα πείτε ότι μπορεί να ξαναγίνει ότι έγινε επί Νικοδήμου. Θα μείνει ότι δεν έγινε δεκτό (χτυπάει το χέρι στο τραπέζι). Ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος, ούτε ο εκατοστός είμαι που αδίκησε το Σώμα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, μεταξύ άλλων λέει: ««Οι συνθύται μου δυσμενείς εχθρών πέρα͵ Ουδέ τράπεζαν μυστικήν δεδοικότες…». Δηλαδή, λέει, ότι περισσότερο από τους εχθρούς δυσμενείς είναι απέναντί μου οι συνθύται μου, οι συλλειτουργοί μου, χωρίς να φοβούνται ούτε την Αγία Τράπεζα. Αδελφέ μου, μερικές φορές το επαναλαμβάνω και εγώ. Δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα να το επαναλάβω.
(...)
Ν.Π.: Κλείνοντας την συνέντευξη αυτή θα ήθελα να σας ρωτήσω Σεβασμιώτατε, εάν συγχωρείτε όλους όσοι, σε αυτά τα 36 χρόνια, σας πίκραναν…
Μητρ.Νικόδημος: Δεν κρατάω τίποτα για κανέναν αδελφέ μου. Είναι περιττό. Τι να κρατήσω; Εκεί είναι το θέμα; Εγώ αύριο το πρωί φεύγω… Κύριε μου, ελέησέ με. Δεν ξέρω αν στην πόρτα του Αγίου Πέτρου συναντήσω τον τάδε ή τον δείνα…(γελάει).

Ν.Π.: Συγχωρείτε όμως αυτούς που θεωρείτε ότι σας αδίκησαν;

Μητρ.Νικόδημος:
 Δεν τους σκέπτομαι καθόλου. Να αρχίσω τον κατάλογο τώρα; Κοίταξε να δεις όλοι γινόμαστε ιστορία σε κάποια φάση. Γινόμαστε ιστορία. Γυρίζεις πίσω… μπορεί να στιγματίζεις κάποια πράξη αλλά από μια απόσταση. Χρόνου, εντυπώσεων… Δεν είναι δυνατόν κανείς να κρατάει… Είναι αδιανόητο.

Ν.Π.: Θα θέλατε να είχατε αποφύγει κάποια πράγματα;

Μητρ.Νικόδημος: 
Τα λάθη μου, ναι. Όσα λάθη έχω κάνει θα ήθελα να τα αποφύγω. Δεν λέω ότι δεν έχω κάνει λάθη στη ζωή μου. Γιατί αλάθητος δεν είναι κανένας. Ούτε εγώ είμαι αλάθητος. Και θα είμαι ευτυχής εάν πουν «ξέρεις έχεις κάνει αυτό το λάθος». Και θα ζητήσω συγνώμη. Και αν το λάθος μου είναι τέτοιο που πρέπει να τιμωρηθώ, να τιμωρηθώ, γιατί όχι.

Ν.Π.: Σεβασμιώτατε, σας ευχαριστώ θερμά για την συζήτηση που είχαμε…

Μητρ.Νικόδημος: 
Και εγώ χάρηκα που σε γνώρισα αδελφέ μου…

Ν.Π.: Και όσα αφήσαμε στην επόμενη συνέντευξη…

Μητρ.Νικόδημος: 
(γελάει)…

Ν.Π.: Σεβασμιώτατε, θα ήθελα να βάλετε εσείς την τελεία σε αυτή την συζήτηση…

Μητρ.Νικόδημος: 
Κάποτε πρέπει να καθίσουμε κάτω και να δούμε τα ουσιαστικά προβλήματα της Εκκλησίας και να χαράξουμε ένα δρόμο ουσιαστικό. Και όπου κάναμε λάθη, γυρίζουμε πίσω. Δεν είναι κακό να τα ομολογήσουμε. Και όπου χρειάζεται να αναπτύξουμε πρωτοβουλίες, να τις αναπτύξουμε. 

Εκοιμήθη εν Κυρίω τη νύχτα της 1ης προς 2α Απιρλίου ο Μητροπολίτης Αττικής Νικόδημος



Σεβάσμιος καί σοφός ἐπίσκοπος ἐκοιμήθη τή νύχτα τῆς 1ης πρός 2α Ἀπιρλίου. Πρόκειται γιά τόν Μητροπολίτη Ἀττικῆς Νικόδημο.
Χαρισματοῦχος κληρικός. Κάλυψε μέ τή γραφῖδα του πολλούς κλάδους τῆς Θεολογίας, ἀλλά καί τῆς λογοτεχνίας. Τά διηγήματά του συναρπαστικά. Ὁ λόγος του μοναδικός. Ὄντως ἁγιοπνευματικός. Ἡ πατερική του σοφία πρωτοποριακή. Μέ τό βιβλίο του «Ἱκεσία ἑνός ἁγίου» παρουσίασε μέ γλαφυρότητα μεταφρασμένα ποιήματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Καί ἡ δική του ζωή ὑπῆρξε ἱκεσία ἐνός Ἁγίου. Οἱ πιστοί ὅλοι, οἱ «συναγμένοι στήν Εὐχαριστιακή σύβαξη» (γιά νά θυμηθοῦμε ἑνα ἀκόμα ἀπό τίς ἑκατοντάδες βιβλία του), προσεύχονται πρός τόν Κύριο γιά τήν ἀνάπαυσι τοῦ σεμνοῦ καί ἐναρέτου Ἐπισκόπου. Διώχτηκε, ὅλως ἀναπολόγητος, ἀπό τήν ἐπισκοπή του, Ὁ ἴδιος, ὡς ποιμένας μέ συνείδησι πατρικῆς διακονίας, δέν ἀποδέχθηκε ποτέ τήν ἔκπτωσί του. Συνέχισε τή διακονία του, ἰδίως μέ τό γραπτό καί προφορικό του λόγο. «Ἡ σπορά τοῦ λόγου» (τίτλος τοῦ Κυριακοδρομίου του) βρῆκε πολλές ψυχές, ὡς ἀγαθή γῆ. Ὡς ἁγνός λειτουργός τοῦ Θεοῦ βρίσεται τώρα στό οὐράνιο Θυσιαστήριο. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία θά ψαλῆ σήμερα, 2 Ἀπριλίου, στίς 6 μ.μ. στήν ἱ. Μονή Νέου Στουδίου στήν Αὐλώνα, τῆς ὁποίας ἦταν κτήτωρ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...