Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 08, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ εἶχε γεννηθεῖ τυφλός... π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΡΟΥΣΕΤΗΣ

Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς πήγαινε στὸν δρόμο του ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε γεννηθεῖ τυφλός. Τὸν ρώτησαν, λοιπόν, οἱ μαθητές του· «Διδάσκαλε, ποιὸς ἁμάρτησε καὶ γεννήθηκε αὐτὸς τυφλός, ὁ ἴδιος ἢ οἱ γονεῖς του;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἀπάντησε· «Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλὸς γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ δύναμη τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ αὐτόν. ῞Οσο διαρκεῖ ἡ μέρα, πρέπει νὰ ἐκτελῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε. ῎Ερχεται ἡ νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργάζεται. ῞Οσο εἶμαι σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, εἶμαι τὸ φῶς γιὰ τὸν κόσμο». ῞Οταν τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλὸ ἀπὸ τὸ φτύμα, ἄλειψε μὲ τὸν πηλὸ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, καὶ τοῦ εἶπε· «Πήγαινε νὰ νιφτεῖς στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ» -ποὺ σημαίνει «ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, πῆγε καὶ νίφτηκε καί, ὅταν γύρισε πίσω, ἔβλεπε. Τότε οἱ γείτονες κι ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν· «Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν ἐδῶ καὶ ζητιάνευε;» Μερικοὶ ἔλεγαν· «Αὐτὸς εἶναι», ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν· «Εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει».
     ῾Ο ἴδιος ὅμως ἔλεγε· «᾿Εγὼ εἶμαι». Τότε τὸν ρωτοῦσαν· «Πῶς, λοιπόν, ἄνοιξαν τὰ μάτια σου;» ᾿Εκεῖνος ἀπάντησε· «῞Ενας ἄνθρωπος ποὺ τὸν λένε ᾿Ιησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε· “πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου”· πῆγα λοιπὸν ἐκεῖ, νίφτηκα καὶ βρῆκα τὸ φῶς μου». Τὸν ρώτησαν, λοιπόν· «Ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος;» «Δὲν ξέρω», τοὺς ἀπάντησε. Τὸν ἔφεραν τότε στοὺς Φαρισαίους, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν ἄλλοτε τυφλός. ῾Η μέρα ποὺ ἔφτιαξε ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν πηλὸ καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια ἦταν Σάββατο. ῎Αρχισαν λοιπὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι νὰ τὸν ρωτοῦν πάλι πῶς ἀπέκτησε τὸ φῶς του. Αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε· «῎Εβαλε πάνω στὰ μάτια μου πηλό, νίφτηκα καὶ βλέπω». Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ἔλεγαν· «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου». ῎Αλλοι ὅμως ἔλεγαν· «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάνει τέτοια σημεῖα;» Καὶ ὑπῆρχε διχογνωμία ἀνάμεσά τους. Ρωτοῦν λοιπὸν πάλι τὸν τυφλό· «᾿Εσὺ τί λὲς γι’ αὐτόν; πῶς ἐξηγεῖς ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;» Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε· «Εἶναι προφήτης». Οἱ ᾿Ιουδαῖοι ὅμως δὲν ἐννοοῦσαν νὰ πιστέψουν πὼς αὐτὸς ἦταν τυφλὸς κι ἀπέκτησε τὸ φῶς του, ὥσπου κάλεσαν τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοὺς ρώτησαν· «Αὐτὸς εἶναι ὁ γιός σας ποὺ λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οἱ γονεῖς του τότε ἀποκρίθηκαν· «Ξέρουμε πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ γιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δὲν τὸ ξέρουμε, ἢ ποιὸς τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια, ἐμεῖς δὲν τὸ ξέρουμε.
      Ρωτῆστε τὸν ἴδιο· ἐνήλικος εἶναι, αὐτὸς μπορεῖ νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του». Αὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἀπὸ φόβο πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους. Γιατί, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἄρχοντες εἶχαν κιόλας συμφωνήσει νὰ ἀφορίζεται ἀπὸ τὴ συναγωγὴ ὅποιος παραδεχτεῖ πὼς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Γι’ αὐτὸ εἶπαν οἱ γονεῖς του, «ἐνήλικος εἶναι, ρωτῆστε τὸν ἴδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν πρὶν τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν· «Πὲς τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός». ᾿Εκεῖνος τότε τοὺς ἀπάντησε· «῍Αν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν τὸ ξέρω· ἕνα ξέρω· πώς, ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τὸν ρώτησαν πάλι· «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;» «Σᾶς τὸ εἶπα κιόλας», τοὺς ἀποκρίθηκε, «ἀλλὰ δὲν πειστήκατε· γιατί θέλετε νὰ τὸ ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νὰ γίνετε μαθητές του;» Τὸν περιγέλασαν τότε καὶ τοῦ εἶπαν· «᾿Εσὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ· ἐμεῖς ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς μίλησε στὸν Μωυσῆ, ἐνῶ γι’ αὐτὸν δὲν ξέρουμε τὴν προέλευσή του».    
         Τότε ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος καὶ τοὺς εἶπε· «᾿Εδῶ εἶναι τὸ παράξενο, πὼς ἐσεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ὅμως αὐτὸς μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς δὲν τοὺς ἀκούει, ἀλλὰ ἂν κάποιος τὸν σέβεται καὶ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸν τὸν ἀκούει. ᾿Απὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος, δὲν ἀκούστηκε ν’ ἀνοίξει κανεὶς τὰ μάτια ἑνὸς γεννημένου τυφλοῦ. ῍Αν αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα». «᾿Εσὺ εἶσαι βουτηγμένος στὴν ἁμαρτία ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκες», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «καὶ κάνεις τὸν δάσκαλο σ’ ἐμᾶς;» Καὶ τὸν πέταξαν ἔξω. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἔμαθε ὅτι τὸν πέταξαν ἔξω καί, ὅταν τὸν βρῆκε, τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ;» ᾿Εκεῖνος ἀποκρίθηκε· «Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτός, κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν;» «Μὰ τὸν ἔχεις κιόλας δεῖ», τοῦ εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς. «Αὐτὸς ποὺ μιλάει τώρα μαζί σου, αὐτὸς εἶναι». Τότε ἐκεῖνος εἶπε· «Πιστεύω Κύριε», καὶ τὸν προσκύνησε.

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού 9 Ιουνίου 2013 - (᾿Ιω. θ´ 1-38).

Κυριακή του Τυφλού ΑΥΤΟΣ ΗΛΙΚΙΑΝ ΕΧΕΙ, ΑΥΤΟΝ ΕΡΩΤΗΣΑΤΕ π. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ

        Η ανακαίνιση της ύπαρξης του τυφλού από τον Χριστό με το δόσιμο της όρασης αποτελεί για όσους πιστεύουμε στο Θεό μία αφορμή να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο της πίστης μας. Αυτό φαίνεται  από το πώς αντιδρούμε στην αμφισβήτησή της τόσο από τους άλλους, όσο και από τον εαυτό μας. Ο τυφλός, μόλις ξαναβρήκε το φως του, κλήθηκε από το κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον, το οποίο μέχρι τότε γνώριζε την τυφλότητά του, να δώσει εξηγήσεις για το θαύμα που βίωσε. Η απάντηση του περιβάλλοντος για το πώς και ποιος έκανε το θαύμα ήταν η απόρριψη του Χριστού. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι ο παραβάτης του Σαββάτου θα είχε τέτοια δύναμη ή τέτοια παρρησία ενώπιον του Θεού, ώστε να μπορεί να θαυματουργεί. Έτσι, το περιβάλλον του πρώην τυφλού ζητά από αυτόν να δοξάσει το Θεό. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει το θαύμα και γι’ αυτό το αποδέχεται παθητικά. Κατ’ αυτούς δεν μπορεί να συμμετέχει ο Χριστός σ’ αυτό.
       Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των γονέων του πρώην τυφλού. Στα επίμονα ερωτήματα των Ιουδαίων οι γονείς απαντούν για το γιο τους: «αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε» (Ιωάν. 9, 21). Η στάση τους είναι διπλωματική. Γνωρίζουν Ποιος θεράπευσε το παιδί τους. Δεν θέλουν όμως να το ομολογήσουν δημόσια, γιατί προτιμούν να μην απορριφθούν από την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Επιλέγουν να μην λάβουν θέση πάνω στην Αλήθεια, για να μπορούν να κρατήσουν τη θέση τους στην κοινωνία. Ένας κοντόφθαλμος υπολογισμός. Απουσία θάρρους. Βλέπουν αυτό που τους ανήκει, δηλαδή την κοινωνική θέση, και αρνούνται αυτό που έλαβαν, την θεραπεία του παιδιού τους. Δεν θέλουν να πιστέψουν στο Χριστό και να προχωρήσουν με γενναιότητα στην ομολογία, αλλά και την ίδια στιγμή κρύβονται πίσω από το παιδί τους.
               Εκείνο όμως δεν κάνει πίσω. Εκείνο γνωρίζει την Αλήθεια. Ξέρει Ποιος τον θεράπευσε και, καθώς έχουν ανοιχτεί και τα μάτια της ψυχής του, ομολογεί ότι ο θεραπευτής του είναι εκ του Θεού. Δεν κρύβεται. Δεν το  ενδιαφέρει η τιμωρία. Δεν προτιμά να κρατήσει την κοινωνική του θέση, αλλά και δεν θέλει να μοιραστεί μια κολοβωμένη χαρά, μια κολοβωμένη αλήθεια. Αποδέχεται το να γίνει αποσυνάγωγο, γιατί γνωρίζει ότι ο Θεός δεν δέχεται τους χλιαρούς. Και επιβεβαιώνει την θέση των γονιών του. Όντως έχει ηλικία. Όχι όμως για να παίζει παιχνίδια ιδιοτέλειας, αλλά για να μαρτυρεί την αλήθεια.
               Οι χριστιανοί συχνά καλούμαστε στη ζωή μας να αποδείξουμε ότι έχουμε ηλικία. Κι αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τα χρόνια της ζωής μας, αλλά κυρίως με την πνευματική μας κατάσταση. Η πνευματική ηλικία του ανθρώπου αποδεικνύεται από την πίστη στην Αλήθεια που είναι ο Χριστός. Αποδεικνύεται από την δίψα η Αλήθεια να μη μένει κρυμμένη. Αποδεικνύεται από την θέληση να μη μείνουμε προσαρμοσμένοι στα δεδομένα της εποχής μας και στην κοινωνική μας θέση. Αποδεικνύεται από τον τρόπο που ζούμε την πίστη μας. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με την καύχησή μας για τα πνευματικά μας κατορθώματα, που δεν είναι εκ Θεού κατάσταση, αλλά με την ταπεινή, σταθερή και ευλογημένη απόφασή μας να μην αρνηθούμε ό,τι μας έχει δώσει ο Θεός.
              Κι αυτή η ομολογία γίνεται ενώπιον του κόσμου. Γιατί η συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας είναι μία δημόσια μαρτυρία της πίστης μας. Σε έναν κόσμο που θεωρεί την χριστιανική πίστη ιδιωτική υπόθεση και σπεύδει να γελοιοποιήσει όποιον αποδέχεται την αγάπη του Θεού, ο χριστιανός που εκκλησιάζεται, που συμμετέχει στη ζωή της ενορίας του, που αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, που αγαπά, που δεν ανταποδίδει το κακό, που είναι έτοιμος να συγχωρήσει, που αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του, που δεν φοβάται την περιθωριοποίηση, που έχει τελικά το πνευματικό θάρρος να δει τον κόσμο με τα μάτια της ψυχής, που αντιστέκεται στο κακό, δείχνει ότι έχει βρει την οδό της Βασιλείας του Θεού και έχει απαλλαγεί από το σκοτάδι του να έχει μάτια και να μην βλέπει.
              Για να γίνει αυτό χρειάζεται η πνευματική μεθηλικίωση. Αυτή που επιτυγχάνεται δια της προσευχής και της εμπιστοσύνης στο Θεό, όπως επίσης και δια των μυστηρίων της πίστης μας. Χρειάζεται όμως και η νίκη κατά της μικροδιοτέλειας και της διπλωματίας που αρνείται να κρατήσει  την Αλήθεια. Χρειάζεται η απαγκίστρωση από το πνεύμα της αθεΐας, όπως επίσης και της προσκόλλησης στους τύπους των όσων νομίζουμε ότι είναι η Αλήθεια. Και είναι επίπονος ο δρόμος αυτός. Γιατί χρειάζεται αυτοσυνειδησία  και την ίδια στιγμή παραίτηση από την ευκολία να απορρίπτουμε τους άλλους που βλέπουν και ζούνε την Αλήθεια. Χρειάζεται παραίτηση από την οίηση ότι εμείς γνωρίζουμε και κανείς άλλος και από τη νοοτροπία να ποιούμε αποσυναγώγους  από την ψυχή και τη ζωή μας όσους τολμούν να μας υποδείξουν οδούς προς το Χριστό. Χρειάζεται τελικά η εμπιστοσύνη στο Χριστό και σ’ αυτούς που Τον ζούνε και παλεύουν γι’ Αυτόν. Σ’ αυτούς που  και ηλικίαν έχουν και είναι διατεθειμένοι να ομολογήσουν το Φως.

 Κέρκυρα, 9 Ιουνίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου

(Ιωαν. θ΄ 1-38)                                              (Πραξ. Ιστ΄ 16-34)

Το φως της ζωής
«Ενίψατο, και ήλθε βλέπων»
Γεννήθηκε η ταλαιπωρημένη εκείνη ύπαρξη χωρίς να απολαμβάνει το θείο δώρο της όρασης. Άκουε μόνο για τις ομορφιές της φύσεως και η δοκιμασία του ήταν μεγαλύτερη γιατί δεν μπορούσε να έχει και θέαση εικόνων και πραγμάτων. Δεν μπορούσε να κοιτάξει ούτε το διπλανό του και η ζωή του ήταν ανυπόφορη, βυθισμένη στην κυριολεξία στο σκοτάδι.
Ο άνθρωπος αυτός, βέβαια, βίωνε οδυνηρά τη στέρηση της σωματικής όρασης. Πολύ όμως πιο τραγική ήταν σίγουρα η θέση των Φαρισαίων, οι οποίοι ήταν βυθισμένοι στο πνευματικό σκοτάδι, στο εφιαλτικό έρεβος της υποκρισίας τους. Είχαν ερμητικά κλειστά τα μάτια της ψυχής τους. Στην περίπτωσή τους ίσχυε ο λόγος του Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος διαπιστώνει: «Το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν μάλλον οι άνθρωποι το σκότος ή το φως».
Έβλεπε ψυχικά
Με την απουσία της σωματικής του όρασης ο τυφλός δεν μπορούσε να έχει αντίληψη των πραγμάτων. Ωστόσο, εκείνο που τελικά αποδείχθηκε στην πράξη ήταν ότι το φως των ματιών της ψυχής του τον βοηθούσε να κατανοεί βαθύτερα πραγματικότητες της ζωής. Αυτό συνέτεινε στο να κατανοήσει ότι αυτός που τον θεράπευσε δεν ήταν κάποιος θαυματοποιός. Ήταν «προφήτης». Πίστευε για τον Κύριο που τον θεράπευσε ότι ήταν «θεοσεβής». Ότι «πράττει το θέλημα του Θεού» και ότι «αν δεν ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτε, ούτε θαύματα ούτε οποιοδήποτε καλό».
Οι υγιείς...τυφλοί
Οι κατά τα άλλα υγιείς Φαρισαίοι, συλλαμβάνονταν σχεδόν κατά κανόνα να κρατούν ερμητικά κλειστά τα μάτια της ψυχής τους. Οι όχι αγαθές προθέσεις και διαθέσεις τους, τούς άφηναν αδιάφορους μπροστά στην αλήθεια και το αγαθό. Δυστυχώς και στις δικές μας μέρες είναι πολλοί εκείνοι που αρνούνται επίμονα να δεχθούν την αλήθεια της Εκκλησίας και κλείνονται στο εγώ τους. Δεν διαθέτουν την όραση της ψυχής για να αντικρίσουν την αλήθεια.
Έρχεται και σήμερα ο Χριστός για να μάς απαλλάξει από την «τυφλότητα» μας. Την παθογένεια που μάς προσβάλλει και δεν μας επιτρέπει να βλέπουμε καθαρά τις εικόνες της ζωής και της αλήθειας της. Ωστόσο, μάς αφήνει αδιάφορους η παρουσία του. Προτιμούμε να ζούμε στο σκοτάδι και να αρνούμαστε το αληθινό φως. Το λυτρωτικό του έργο δεν άγγιζε μόνο τους ανθρώπους μιας εποχής αλλά επεκτείνεται στους αιώνες και καταυγάζει το φως του όλους και όλα. Αρκεί να το δεχθούμε στη ζωή μας και να του προσφέρουμε κατάλυμα στην καρδιά μας.
Αγαπητοί αδελφοί, ο τυφλός πίστεψε στον Χριστό και ομολόγησε την Θεότητά του. Άφησε ανοικτή την ύπαρξή του για να δεχθεί τις ευεργετικές του ενέργειες και να βρει το φως του. Η σωματική τυφλότητα αφήνει κάποιους συνανθρώπους μας να έχουν τη δική τους δοκιμασία στη ζωή. Τα συμπτώματα όμως της ψυχικής τύφλωσης είναι πολύ πιο φοβερά γιατί δεν αφήνουν τον άνθρωπο να δεχθεί στη ζωή του την χαρά της αληθινής ζωής και τον αφήνουν να ασφυκτιά στις αναθυμιάσεις του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έλεγε στους ψαλμούς του ο Δαβίδ: «Κύριε, φώτισον τους οφθαλμούς μου μήποτε υπνώσω εις θάνατον». Ας εμπιστευθούμε, λοιπόν, τον εαυτό μας στις αγκάλες του Χριστού, ώστε να πορευόμαστε μέσα από την ακτινοβολία του φωτός της θείας παρουσίας.
Χριστάκης Ευσταθίου (Θεολόγος)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ιω. 9, 1-38 (9-6-2013) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

 Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε τον Ευαγγελιστη Ιωάννη να μας περιγράφει ενα απο τα μεγαλύτερα θάυματα του Χριστού, τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού. Και λέμε ενα απο τα μεγαλύτερα θάυματα γιατί μέσα απο αυτό φαίνεται η δημιουργική και ανακινιστική δύναμη του Χριστού. Η αναδημιουργία των οφθαλμών σε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί χωρίς μάτια χαρακτηρίζεται απο τους πατέρες της Εκκλησίας ως μια πράξη που είναι παράλληλη με την πράξη δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου απο το Θεό. Μας φανερώνει ο Χριστός με την πράξη του αυτή πως μόνο ο δημιουργός του κόσμου μπορεί να δημιουργήσει μάτια σε κάποιον που δεν είχε απο την άρχη δηλ. απο την ημέρα της γεννησής του. Δεν είχε ξανά ακουστεί πότε απο τη δημιουργία του κόσμου να ανοίξη κανείς τα μάτια ενος γεννημένου τυφλού.
 Ο Χριστός έρχεται με δική του πρωτοβουλία πρός τον τυφλό που συνάντησε αλλά δεν το θεραπέυει αμέσως. Απαντά πρώτα στα ερωτήματα που του θέτουν οι μαθητές του, οι οποίοι προσπαθούν με λογικές εξηγήσεις να εντοπίσουν την αιτία της ασθενειάς του τυφλού. Η αντίληψη που επικρατούσε μεταξή των Ιουδαίων είναι ότι οι διάφορες δοκιμασίες ή και ασθένειες που συνέβαιναν στη ζωή κάποιου ανθρώπου οφείλονταν σε αμαρτίες που είχε διαπράξει αυτός ή οι συγγενείς του και τώρα πλήρωνει τη τιμωρία τους. Γι’ αυτό ρωτούν το Χριστό αν έχει αμαρτήσει αυτός ή οι γονείς του και γεννήθηκε τυφλός. Η απάντηση που παίρνουν απο το Χριστό τους βγάζει έξω απο τις αντιλήψεις που είχαν. Τους λέει οτι ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Και τα έργα του Θεού μας εξηγεί οτι είναι η παροχή του φωτός στον κόσμο. Τόσο του σωματικού αλλά και του πνευματικού που μας ελευθερώνει από το σκότος.
 Στη συνέχεια έφτυσε στη γη, έφτιαξε πηλό απο το φτύμα και με τον πήλο αυτό άλειψε τα μάτια του τυφλού και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να νυφτεί. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λέει οτι δεν χρησιμοποίησε νερό για την κατασκευή του πηλού αλλά πτύσμα για να φανεί οτι είναι η δύναμη που βγήκε απο το στόμα του του Χριστού που αναδημιούργησε και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Και ακόμα για να μη νόμησουμε οτι η γη έκανε αυτό το θάυμα τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να πάει να νιφθεί. Ο Χριστός σεβόμενως την ελευθερία του τυφλού δεν κάνει το θάυμα αμέσως αλλά ζητάει και απο αυτόν τη συμμετοχἠ του στο θάυμα. Γι’ αυτό τον στέλνει στη κολυμβήθρα, γιατί με τον τρόπο αυτό φανερώνεται η πίστη που έχει ο τυφλός πρός το Θεό.
 Μετά απο το νίψημο ο τυφλός γύρισε πίσω και έβλεπε. Αυτό προκάλεσε συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των ανθρώπων που τον έβλεπαν και τον ήξεραν προηγουμένως. Μερικοί έλεγαν οτι είναι αυτός, άλλοι το αμφισβητούσαν και έλεγαν οτι είναι κάποιος που του μοιάζει ένω ο ίδιος τους διαβεβαίωνε οτι είναι αυτός και τους εξηγούσε το πως είχε θεραπευθεί. Τότε τον παίρνουν στους Φαρισαίους, οι οποίοι ξεκίνησαν να τον ρωτούν για το πως απέκτησε το φώς του. Αυτός τους εξηγούσε, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να πιστέψουν οτι ο Χριστός είναι σταλμένος απο το Θεό, γιατί δήθεν δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου. Η ημέρα που θεραπέυτηκε ο τυφλός ήταν Σάββατο. Οι Ιουδαίοι αντί να χαρούν και να δοξάσουν το Θεό για τη θεραπεία αυτού του ανθρώπου, εγκλωβίστηκαν μέσα στους κανόνες του Ιουδαίκου Νόμου ο οποίος απαγόρευε οποιαδήποτε εργασία την ημέρα του Σαββάτου, και αγανάκτισαν εναντίων αυτού αλλά και αυτού που τον θεράπευσε.
 Καλούν τότε τους γονείς του και τους ρωτούν αν πράγματι αυτός είναι ο γιος τους που είχε γεννηθεί τυφλός. Αυτοί τους διαβεβαιώνουν οτι αυτός είναι ο γίος τους αλλά δεν ξέρουν πως βλέπει τώρα και ποιος τον έκανε καλά, να ρωτήσουν τον ίδιο να τους εξηγήσει. Απάντησαν έτσι οι γονείς του επειδή φοβόντουσαν τους Ιουδαίους οι οποίοι είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται απο τη συναγωγή όποιος ομολογούσε πως ο Χριστός είναι ο Μεσσίας. Ενώ ήταν βεβαιοί για το θάυμα που είχε συντελεστεί στο γιό τους αυτοί απο φόβο προτιμούν να σιωπάσουν. Αυτή τη στάση που κράτησαν οι γονείς του τυφλού την βρίσκουμε πολλες φορές μέσα στην πορεία και ζωή της Εκκλησίας μας. Είναι η στάση που δεν στοιχίζει τίποτα στα προσωπικά μας συμφέροντα. Το να γνωρίζουμε και να μη γνωρίζουμε, να μην είμαστε ζεστοί αλλά ούτε ψυχροί να είμαστε δηλ. χλιαροί, να φοβόμαστε να πούμε την αλήθεια για να μην θιγούν τα διάφορα συμφέροντα μας. Επαναπαυόμαστε στη σκέψη οτι ο Θεός θα μας καταλάβει και θα δει την πίστη μας. Ξεχνούμε αυτό που μας έχει πεί ο Χρίστος, ότι όποιος ομολογήσει μπροστά στούς ανθρώπους οτι ανήκει σ’ εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγω για δικό μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου, όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους θα τον απαρνηθώ κι εγω μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου.
 Αφού οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν το τι είχε γίνει, καλούν για δέυτερη φορά τον πρώην τυφλό και τον ξαναρωτούν πως θεραπεύτηκε. Αυτός τους απαντά οτι τους έχει πει αλλα δεν έχουν πειστεί, μήπως θέλουν λοιπόν να γίνουν μαθητές του Χριστού; Τότε αυτοί αντιδρώντας τον περιγέλασαν λεγοντάς του οτι αυτοί είναι μαθητές του Μωυσή στον οποίο είχε μιλήσει ο Θεός, ενω για τον Χριστό δεν γνώριζαν την προέλευση του. Και ο πρώην τυφλός τους απαντά οτι ενω εσείς δεν ξέρεται απο που προέρχεται ο Χριστός εμένα μου έχει ανοίξει τα μάτια και γνωρίζεται οτι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς αλλά όποιο τηρεί το θέλημα του. Αν δεν ήταν απο το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιο θαύμα που δεν έχει ξάνακουστει απο τη δημίουργια του κόσμου. Μη μπορώντας να δώσουν απάντηση σε μια τόσο τεκμηριώμενη απάντηση που τους είχε δώσει του απαντούν οτί εσύ που είσαι βουτηγμένως στην αμαρτία απο τότε που γεννήθηκες κάνεις το δάσκαλο σε μας; Και τον πετούν έξω.
 Ο Ιησούς έμαθε το τι είχε συμβεί με τους Ιουδαίους και πως πέταξαν εξω τον πρώην τυφλό και όταν τον βρήσκει τον ρωτά αν πιστέυει στο Υίο του Θεού. Ο πρώην τυφλός τον ρωτά ποιός είναι αυτός για να πιστέψει. Τότε ο Χριστός του λέει οτι αυτός είναι που μιλάει τώρα μαζί του. Εδω έχουμε μια θεοφάνεια του Χριστού πρός τον άνθρωπο αυτό, οτι δηλ. αυτός είναι ο Υίος του Θεού. Η θεραπεία η οποία λαμβάνει ο πρώην τυφλός δεν είναι μόνο σωματική αλλά και πνευματική. Μέτα απο αυτή την αποκάλυψη ο πρώην τυφλός απαντά στο Χριστό οτι πιστέυει και τον προσκυνά. Ο Χριστός τότε λέει οτι ήρθε για να φέρει σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρούν το φώς τους, κι εκείνοι που βλέπουν να αποδειχθούν τυφλοί.
 Ο τυφλός του σημερινού ευαγγελίου δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματος του αλλά και τα μάτια της ψυχής του. Και αυτό τον οδηγεί στο να ομολόγησει ενώπιον όλων οτι ο Χριστός είναι ο Υίος του Θεού, χωρίς να υπολογίζει τίποτα. Αυτό είναι το μήνυμα που μας διδάσκει ο πρώην τυφλός του σημερινού Ευαγγελίου. Να έρθουμε κόντα στο Χριστό, να τον γνωρίσουμε, να γευτούμε το φώς το αληθινό που μας προσφέρει και να τον ομολογήσουμε ενώπιον όλων χωρίς φόβο. 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων Κοζάνης

E-mailΕκτύπωσηPDF
ApostolosΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμός 20
Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ
πηγή
(Πράξ. ιστ΄ 16 – 34 )
 «ἠγαλλιᾶτο πανοικεί πεπιστευκώς τῷ Θεῷ» 
Εἶναι γεγονός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι ἡ Ἐκκλησία περιέβαλε ἀπό τήν ἀρχή μέ πολλές ἐλπίδες καί ἀκόμη περισσότερες εὐλογίες τήν Οἰκογένεια, τό κύτταρο αὐτό τῆς κοινωνίας μέσα στό ὁποῖο ἀναδεικνύονται τά μέλη τοῦ Σώματός Της. Ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Κυρίου εἶδε τόν θεσμό τῆς Οἰκογένειας μέ ἐντελῶς νέα προοπτική, σημασία καί ἀξία ὄχι ἁπλῶς σάν θεσμό, ἀλλά σάν κοινωνία προσώπων διά μέσου μιᾶς πορείας ἀπό τό κατ’εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Καί ἐπιπλέον, προσέδωσε σ’αὐτό τό κοινωνικό κύτταρο τόσο μεγάλη σπουδαιότητα, ὥστε αὐτό νά Τήν εἰκονίζει, νά ἀποτελεῖ τύπο τῆς εὐρύτερης ἐκκλησιαστικῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους. Ὅπως λέει καί πάλι ὁ Ἀπ. Παῦλος (Ἐφεσ. ε΄ 22) ἡ ἕνωση τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα μέσα στό Γάμο ἀντιστοιχεῖ στήν πνευματική ἕνωση τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία.
Αὐτός ὁ εἰκονισμός ἀνθρώπινης καί θεανθρώπινης κοινωνικότητας ὑποδηλώνει καί τίς ἀμοιβαῖες ὑποχρεώσεις τῶν συζύγων, πού μέ σαφήνεια τίς ἐπισημαίνει ἡ πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή (κεφ. ε΄) καί θά ‘πρεπε κάθε ἀνδρόγυνο νά τίς μελετήσει μέ προσοχή. Ἡ ἀγάπη ἀπό μέρους τοῦ ἄνδρα καί ὁ σεβασμός ἀπό τήν γυναίκα τοποθετοῦνται σέ μιά ἀναλογία μέ τήν ἀγάπη ἀπό μέρους τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀφοσίωση ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀφοσίωση καί ὁ σεβασμός τῆς γυναίκας δέν εἶναι δουλικότητα ἤ δουλοπρέπεια, ἀλλά ἐμπιστοσύνη καί ἀποδοχή τῆς ἀγάπης τοῦ συζύγου۠ ἀγάπης, πού ὀφείλει νά εἶναι αὐτοπροσφορά καί θυσία, ξένη πρός ὁποιαδήποτε αὐταρχικότητα.
Πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι, ἄν σήμερα ἡ Οἰκογένεια ὑφίσταται κρίση, αὐτό συμβαίνει γιατί χάσαμε τήν θεώρησή της ὡς μέσου γιά τήν σωτηρία, ὡς τρόπου κοινωνίας μέ τόν Χριστό, ὡς σταδίου γιά ἕνα κοινό ἀγώνα ἀρετῆς καί τελειότητας.
Αὐτό βεβαίως δέν ἀναιρεῖ τήν ἀρνητική ἐπιρροή τῶν κοινωνικῶν αἰτίων, πού σέ παλιότερες ἐποχές συνέβαλαν στήν βιωσιμότητα τῆς Οἰκογένειας. Σήμερα τά ἤθη εἶναι «φιλελεύθερα», ἡ γυναίκα ἀπέκτησε κοινωνική καί οἰκονομική αὐτοδυναμία, ἐνῶ τό πνεῦμα τοῦ καταναλωτισμοῦ καί εὐδαιμονισμοῦ ὁδήγησε σέ μιά ὑπερτροφία τοῦ ἀτομισμοῦ, κατήργησε τίς κοινωνικές ἀναστολές καί υἱοθέτησε τίς «ἐλεύθερες» σχέσεις, τήν εὔκολη διάλυση τοῦ γάμου, τήν ἀποφυγή τῆς τεκνογονίας, τή θανάτωση τῶν παιδιῶν μέ τίς ἀμβλώσεις κ.ο.κ. Ἡ κοινωνία εἶναι ἀνίσχυρη νά στηρίξει τόν θεσμό τοῦ Γάμου καί τῆς Οἰκογένειας, καί αὐτή ἡ κατάσταση δείχνει πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ πνευματική ὑποδομή γιά τά μέλη γενικά τῆς κοινωνίας καί εἰδικά γιά ἐκείνους πού ἔχουν στήσει ἤ πρόκειται νά στήσουν τό σπιτικό τους.
Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ ἑλληνική οἰκογένεια φάνηκε ἀπροετοίμαστη νά ἀντιμετωπίσει τήν σημερινή κρίση. Δέν συνειδητοποίησε ὅτι μέ τό Μυστήριο τοῦ Γάμου ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ τόν δεσμό τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας ὄχι ἁπλῶς στό ἐπίπεδο μιᾶς νομιμοποιημένης ἰσόβιας σχέσης ἀλλά σέ μιά κοινή πνευματική πορεία. Εὔχεται γιά τήν «ὁμόνοια ψυχῶν καί σωμάτων» καί γιά τήν καρπογονία καί καλλιτεκνία, ὅμως ὅλα αὐτά τά ἐντάσσει στήν πορεία τῆς σωτηρίας τῶν δύο συζύγων. Ἕνας θεολόγος τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, σημειώνει ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς συγκεντρωμένοι στό ὄνομά μου, ἐκεῖ βρίσκομαι ἀνάμεσά τους»(Ματθ. ιη΄20) ἀναφέρεται στήν χριστιανική οἰκογένεια, στούς δύο συζύγους καί στά παιδιά. Γι’αὐτό καί οἱ χριστιανοί γονεῖς ἀνατρέφουν τά παιδιά τους ὄχι σύμφωνα μέ τά κοσμικά ἰδανικά ἤ μέ τήν προοπτική νά ἀναπληρώσουν τά δικά τους ἀπραγματοποίητα ὄνειρα στόν ἐπαγγελματικό καί κοινωνικό χῶρο.
Γιά τήν Ἐκκλησία τήν κύρια βαρύτητα ἔχει ἡ ἀπό κοινοῦ συμμετοχή γονέων καί παιδιῶν στό Σῶμά Της, ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς νά καλλιεργοῦν στά παιδιά τους τίς προϋποθέσεις γιά μιά πνευματική ἀναγέννησή τους ὡς μέλη Χριστοῦ. Μόνον ἔτσι ἡ οἰκογένεια σώζεται καί γίνεται θεμέλιο ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας. ΑΜΗΝ!

Ο Τυφλός βλέπει


Η ΔΕΙΛΊΑ ΤΩΝ ΓΟΝΈΩΝ

Κάποιο Σάββατο ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Και αφού έφτιαξε πηλό με το σάλιο του, έχρισε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού. Δοκιμάζοντας όμως την πίστη του, δεν τον θεράπευσε αμέσως, αλλά του είπε: «Πήγαινε, νίψε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Κι ο τυφλός υπάκουσε αμέσως. Και το θαύμα έγινε! Όσοι όμως τον έβλεπαν κατόπιν υγιή απορούσαν: «Δεν είναι αυτός ο τυφλός που ζητιάνευε;». Άλλοι έλεγαν «αυτός είναι», άλλοι όμως έλεγαν «είναι κάποιος που του μοιάζει». Εκείνος όμως τους διαβεβαίωνε ότι είναι ο ίδιος. Κι αυτοί έκπληκτοι απορούσαν: «Πώς θεραπεύτηκαν τα μάτια σου;». Κι εκείνος με θάρρος εξηγούσε, πώς έγινε το θαύμα.
Κι όταν κατόπιν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισε μία νέα ανάκριση: «Πώς βρήκες το φως σου;». Κι ενώ εκείνος τους εξήγησε, οι Φαρισαίοι δεν ήθελαν να το παραδεχθούν. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν για τον Κύριο: «Αυτός δεν είναι απεσταλμένος του Θεού, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως απαντούσαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα;». Κι άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν;». Κι αυτός τους είπε: «Εγώ λέω ότι είναι προφήτης».
Οι Φαρισαίοι όμως επιμένουν στην άρνηση. Γι’ αυτό φωνάζουν τους γονείς του και τους ρωτούν: «Αυτός είναι ο γυιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Και πώς τώρα βλέπει;». Οι γονείς όμως φοβισμένοι μήπως τους διώξουν από τη Συναγωγή απάντησαν: «Αυτός είναι ο γυιος μας και πράγματι τυφλός γεννήθηκε. Πώς όμως τώρα βλέπει, δεν ξέρουμε. Ώριμη ηλικία έχει, ρωτήστε τον.».
Οι γονείς λοιπόν αποφεύγουν να δώσουν σαφή απάντηση για το θαύμα. Φοβούνται και τρέμουν καθώς βλέπουν τους Φαρισαίους να μιλούν με θυμό και απειλές, για να τους εκφοβίσουν. Κι απαντούν μόνο στις δύο πρώτες ερωτήσεις τους. Στην τρίτη σιωπούν, ενώ ήταν βέβαιοι για το θαύμα και όφειλαν να απαντήσουν από ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο που θεράπευσε το παιδί τους. Αλλά αυτοί τρομοκρατημένοι άφησαν τον γυιο τους μόνο του να σηκώσει το βάρος των απειλών των Φαρισαίων.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές μέσα στην πορεία της Εκκλησίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας, που τόσο μεγάλη πολεμική γίνεται εναντίον του Χριστού και της Εκκλησίας μας. Οι συκοφαντίες και οι κατηγορίες πολλές, οι έμμεσες απειλές ύπουλες και ο φόβος κάνει πολλούς να φοβούνται να πουν την αλήθεια για πολλά θέματα πίστεως, να δειλιάζουν να πάρουν θέση και μάλιστα ενώπιον ανθρώπων που κατέχουν κάποια μεγάλη θέση στην κοινωνία· για να μην εκτεθούν, για να μην κινδυνεύσει η σταδιοδρομία τους, για να τα έχουν καλά με όλους. Έτσι προδίδουν το πιστεύω τους και καταπατούν τη συνείδησή τους. Όσους φοβόμαστε να ομολογήσουμε αυτό που πιστεύουμε και να υπερασπιστούμε την Εκκλησία μας, θα μας αρνηθεί κι ο Κύριος κατά την φοβερή ημέρα της κρίσεως.

Η ΟΜΟΛΟΓΊΑ ΤΟΥ ΠΡΏΗΝ ΤΥΦΛΟΎ

Οι Ιουδαίοι αναστατωμένοι φώναξαν και πάλι τον πρώην τυφλό και του είπαν: «Δόξασε τον Θεό, ομολογώντας ότι πλανήθηκες. Ο άνθρωπος που σε θεράπευσε είναι αμαρτωλός, αφού καταλύει την αργία του Σαββάτου».
Εκείνος όμως με παρρησία και θάρρος απάντησε: «Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω».
Κι αυτοί ξαναρωτούν: «Πώς σου άνοιξε τα μάτια;». Κι εκείνος ακόμη πιο θαρρετά απαντά: «Λίγο πριν σας το είπα και δεν θελήσατε να το παραδεχθείτε. Γιατί τώρα θέλετε ν’ ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του; Κι έπειτα ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά και ποτέ δεν ακούσθηκε, από τότε που έγινε ο κόσμος, ότι θεράπευσε κάποιος μάτια ανθρώπου που είχε γεννηθεί τυφλός».
Εκείνοι τώρα εξαγριωμένοι του λένε: «Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος στην αμαρτία και διδάσκεις εμάς;». Και τον έδιωξαν. Βρήκε όμως ο Κύριος τον πρώην τυφλό και του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». «Και ποιος είναι, Κύριε, για να τον πιστεύσω;», αποκρίθηκε εκείνος. Είπε τότε σ’ αυτόν ο Ιησούς: «Αυτός που σου μιλάει, εκείνος είναι». «Πιστεύω, Κύριε», απαντά με ειλικρίνεια ο πρώην τυφλός. Και Τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ομολογία του πρώην τυφλού. Η παρρησία του εκδηλώνεται ολοένα και πιο θαυμαστή. Ομολογεί αρχικώς γεμάτος ευγνωμοσύνη στους γνωστούς το θαύμα. Και, όταν οδηγείται μπροστά στους τυφλωμένους από την κακία Φαρισαίους, δεν κάμπτεται από τις απειλές τους και την ασφυκτική τους πίεση. Περιγράφει και πάλι το θαύμα και ομολογεί χωρίς να φοβάται ότι ο Ιησούς είναι προφήτης. Κι όταν οι Φαρισαίοι απαιτούν να ομολογήσει ότι πλανήθηκε, αυτός ακάθεκτος επιμένει στην αλήθεια. Και τελικά προτιμά να φύγει μακριά τους, μένοντας σταθερός στην ομολογία του, ό,τι κι αν αυτό θα του κοστίσει.
Και μας διδάσκει ο άνθρωπος αυτός, ο πρώην τυφλός, να ομολογούμε κι εμείς την αλήθεια με θάρρος, με ενθουσιασμό και καύχηση, όπου και όταν μας το ζητάει αυτό ο Κύριος. Και γιατί να το κάνουμε αυτό; Διότι ο Χριστός μας άνοιξε τα τυφλά μάτια της ψυχής, μας έμαθε να ζούμε, να πορευόμαστε, να ελπίζουμε. Γεμάτοι ευγνωμοσύνη λοιπόν κι εμείς να ομολογούμε τον ευεργέτη μας. Είναι προτιμότερο να μείνουμε απομονωμένοι ομολογώντας την αλήθεια, παρά να είμαστε φίλοι όλου του κόσμου συμβιβασμένοι με το ψέμα. Και ο Χριστός θα μας ευλογήσει. Θα μας ομολογήσει ως παιδιά του αγαπημένα και θα μας καταστήσει πολίτες της Βασιλείας του.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού ήτο πρωτοφανές στην ιστορία του ιουδαϊκού λαού. Και θα περίμενε κανείς να αισθανθούν οι Ιουδαίοι την τιμή, που επεφύλασσε ο Θεός στη γενεά αυτή, να δοξάσουν τον Θεό και να σπεύσουν οι μέχρι της εποχής ταύτης αντίθετοι προς τον Κύριο να εκδηλώσουν την μετάνοια και την πίστη τους στο πρόσωπό Του. Αλλά δυστυχώς σκληρύνονται περισσότερο και αντί να εγκολπωθούν τον Μεσσία, τον διώχνουν σαν εγκληματία. Οι άξιοι των φαρισαίων οπαδοί, ωσάν να μην έγινε θαύμα ευεργετικώτατον και πρωτοφανές, αλλά κοινό έγκλημα: «ἄγουσι αὐτόν πρός τούς Φαρισαίους, τόν ποτέ τυφλόν». Το έφεραν ενώπιον του Συνεδρίου, για να καταγγείλουν την πράξη (!) και εξερεθίσουν τους διώκτες του Κυρίου συνέδρους.
            Γιατί πάντοτε οι κακοί άρχοντες έχουν ως όργανα τους ανθρώπους όμοιους, οι οποίοι «ρίχνουν λάδι στη φωτιά» για να προσφέρουν δήθεν στους άρχοντες τις υπηρεσίες των, πράγματι δε για να τους κάνουν χειρότερους. Παρά τη θρησκευτική μόρφωση και την κοινωνική τους θέση οι φαρισαίοι δείχνουν μια φοβερή ανικανότητα να δουν και να παραδεχθούν την αλήθεια. Η εμπάθειά τους αχρηστεύει την κριτική τους δύναμη. Και οδηγεί σε μια σειρά εξωφρενικών συλλογισμών και επιχειρημάτων. Στην αρχή προσπαθούν να αρνηθούν το θαύμα. Επειδή όμως αυτό δεν είναι δυνατόν, για να καταστρέφουν τουλάχιστον την εντύπωση που δημιούργησε, επιχειρούν να διαστρεβλώσουν τα πράγματα. Αμέσως «διαπιστώνουν» παράβαση του Νόμου γιατί, τάχα, σήκωσε λίγο πηλό ο Κύριος και θεράπευσε ένα δυστυχισμένο την αργία του Σαββάτου. Κατόπιν καλούν τους γονείς του τυφλού, τους ρωτούν και τους ξαναρωτούν, ελπίζοντας να θηρεύσουν καμιά λέξη και να βρούν πάτημα για να στηρίξουν την άρνησή τους.
            Μπροστά σ΄ αυτήν την εχθρότητα των ισχυρών οι γονείς του τυφλού δειλιάζουν. Βλέποντας ότι βρίσκονται σε περιβάλλον εχθρικό προσπαθούν να ξεφύγουν και να μη μπλέξουν με τους άρχοντες. Θέλουν την ησυχία τους. Ούτε καν αναλογίζονται ότι οι ίδιοι είχαν φέρει στον κόσμο ένα δυστυχισμένο παιδί που τώρα μόλις, με την επέμβαση του Ιησού, πρωτογνώριζε την ομορφιά της ζωής. και αφήνουν το παιδί τους μόνο του στη σύγκρουσή του με τούς ισχυρούς της ημέρας. Η στάση αυτή των γονέων δεν έπαψε από τότε να βρίσκει μιμητές. Πολλοί μόλις βρεθούν σε περιβάλλον δυσμενές, ζητούν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα. «Εσύ θα βγάλεις τώρα το φίδι από την τρύπα;» Και έτσι αληθεύει μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ζωής, ότι ακόμα και οι πιο στενοί συγγενείς και φίλοι πτοημένοι από τις έμμεσες απειλές των ισχυρών και των φαύλων, αρνούνται να συμπαρασταθούν σε όσους άδικα εκβιάζονται και καταπιέζονται.
            Οι πιο πολλοί άνθρωποι έχουν γερά τα μάτια τους. Βλέπουν. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Γιατί τέτοια μάτια έχουν και τα πουλιά, και τα ζώα και τα ερπετά. Ο άνθρωπος όμως ως βασιλεύς της κτίσεως είναι προικισμένος με το φως του λογικού και ως χριστιανός έχει στη διάθεσή του και το φως του Χριστού. Με το φως του λογικού και το φως του Χριστού μπορεί να βλέπει τη ζωή και τον κόσμο πιο ουσιαστικά και να ανακαλύπτει το αληθινό τους νόημα.
            Σήμερα ξέρουμε καλά πως δεν βλέπουμε με τα μάτια και δεν ακούμε με τα αυτιά αλλά με το μυαλό και την ψυχή. Υπάρχουν κλειστά μάτια και όμως νοιώθουν πολλά, ενώ αντίθετα υπάρχουν ανοιχτά μάτια που δεν βλέπουν κανένα από τα θαύματα της ζωής και αυτοί οι ψυχικά τυφλοί είναι πάντα, πάρα πολλοί. Ο λόγος του Κυρίου για την πνευματική «τύφλωση» και την πνευματική «όραση» έχει πλήρη εφαρμογή στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
            Ο τυφλός του Ευαγγελίου διαθέτει την πνευματική «όραση» και μπορεί να βλέπει την πραγματική όψη των πραγμάτων. Αντίθετα οι «βλέποντες» φαρισαίοι, στερούνται αυτής της διαστάσεως, και αδυνατούν να δουν την πραγματικότητα και κινούνται μέσα στο πνευματικό σκοτάδι. Με τη στάση τους αποδεικνύουν ότι το μίσος είναι το χειρότερο σκοτάδι που μπορεί να βρεθεί η ανθρώπινη ψυχή και να χαθεί για πάντα.
            Συμπέρασμα: Υπάρχει μια φυσική τάση σε όλους τους ανθρώπους να κατακτήσουν όσο μπορούνε περισσότερο τη ζωή και να φτάσουνε ως το βάθος και την ουσία της. Αλλά γι΄ αυτό το μεγάλο έργο, που τόσο λίγοι το κατορθώνουν, χρειάζεται πάντα να έχει κανείς μάτια ψυχικά που να βλέπουν μακριά και πολύ βαθειά.
            Ο Χριστός όπως σ΄ όλες τις περιπτώσεις, μεγαλώνει και αυξάνει τα φυσικά χαρίσματα του ανθρώπου, έτσι και δω μάς χαρίζει μια καλύτερη πνευματική όραση με την οποία μπορούμε να κοιτάξουμε και μέσα από τα πυκνά σκοτάδια των συμφορών και των παθών μας την αθωότητα και την χαρά της ζωής αυτής και να αγναντέψουμε στο τέρμα των πόνων μας την όμορη αυγή της αιωνιότητας, Αμήν!
κ. Μ. Σ.

Κυριακή του Τυφλού Προκατάληψη, ουδετερότητα ἢ γενναιότητα; «Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ;».

Γιὰ τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ μᾶς μίλησε σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Αὐτὸ ὅμως τὸ γεγονὸς δὲν τὸ ἀντιμετωπίζουν ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
Α) Ἐμπαθὴς προκατάληψη. Παρὰ τὴ μόρφωσή τους οἱ φαρισαῖοι εἶναι ἀνίκανοι νὰ δοῦν καὶ νὰ παρα-δεχθοῦν τὴν ἀλήθεια. Καμμιὰ ἀντικειμενικότητα. Ἡ ἐμπάθεια ἀχρηστεύει τὴν κριτική τους δύναμη. Στὴν ἀρχὴ προσπαθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατό, γιὰ νὰ καταστρέψουν τουλάχιστον τὴν ἐντύπωση ποὺ δημιούργησε, ἐπιχειροῦν νὰ διαστρεβλώσουν τὰ πράγματα. Ἀμέσως «διαπιστώνουν» παράβαση. Μιὰ κίνηση ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, τὴν χαρακτηρίζουν «ἐργασία», παράβαση τοῦ Νόμου. Κατόπιν, καλοῦν τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ τοὺς ρωτοῦν καὶ τοὺς ξαναρωτοῦν γιὰ νὰ βροῦν πάτημα. Καθὼς ὅμως τὰ γεγονότα παραμένουν ἀτράνταχτα, φοροῦν τὸ προσωπεῖο τῆς εὐσεβείας, παίρνουν σοβαρὸ ὕφος καὶ συμβουλεύουν δῆθεν τὸν θεραπευθέντα: «Δόξασε τὸν Θεό. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός».
Κι ὅταν βλέπουν ὅτι ὁ τυφλὸς δὲν ὑποκύπτει στὶς δόλιες συμβουλές τους, πετοῦν τὴ μάσκα τῆς εὐσεβείας καὶ τὸν χλευάζουν. «Ἐλοιδώρησαν αὐτὸν», καὶ ἀρχίζουν τὸ ὑβρεολόγιο καὶ τὴ βία: «Ἐσὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσ’ στὴν ἁμαρτία· καὶ σὺ μᾶς διδάσκεις; Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω». Διαστρέβλωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν γεγονότων, τρομοκρατία, χλευασμός, ὕβρεις, διωγμός, μανία. Οἱ διαδοχικὲς φάσεις μιᾶς τακτικῆς, ποὺ τὴν κινεῖ ἡ ἐχθρότητα καὶ ἡ προκατάληψη.Δυστυχῶς ἡ τακτικὴ συνεχίζεται. Ἀλλάζοντας προσωπεῖα καὶ τρόπους ἐπιθέσεως, ἡ ἐμπαθὴς προκατάληψη ἐξακολουθεῖ νὰ χτυπᾶ τὴν ἀλήθεια, νὰ πολεμᾶ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους Του. Ἔτσι κάποιοι ζητοῦν νὰ παρερμηνεύσουν τὶς πιὸ ἁγνὲς προθέσεις, νὰ συκοφαντήσουν τὶς πιὸ εὐγενικὲς πράξεις. Ὁρισμένοι δὲν διστάζουν νὰ χαρακτηρίσουν τὸν ἁγνὸ ἡρωισμὸ «φιλοδοξία», τὴ σύνεση «δειλία», τὴν πνευματικὴ δραστηριότητα «πολυπραγμοσύνη», τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἐπιείκια «ἀδυναμία». Ἄλλοι βλέποντας κάποιον νὰ συμμετέχει σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ ἱεραποστολῆς παίρνουν ὕφος προστατευτικό, γιὰ νὰ συμβουλεύσουν: «Μὴ δίνεις προσοχὴ σ’ αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἄκουσέ μας. Ξέρουμε ἐμεῖς. Ἐδῶ ὑπάρχουν συμφέροντα, σκοπιμότητες, ἐκμετάλλευση. «Ἡμεῖς οἴδαμεν» ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι νοθευμένα καὶ ἀνωφελή».
Β) Ἐγωιστικὴ οὐδετερότητα. Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἰσχυρῶν καὶ τὴν ἐπιμονή τους νὰ λένε τὸ ἄσπρο μαῦρο καὶ τὴ μέρα νύχτα, οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ δειλιάζουν. Δὲν ἔχουν ὄρεξη νὰ μπλέξουν μὲ τοὺς ἄρχοντες. Βλέποντας ὅτι βρίσκονται σὲ περιβάλλον ἐχθρικὸ προσπαθοῦν νὰ ξεφύγουν. Καὶ γιὰ νὰ παρακάμψουν τὴ δυσκολία, ἀρνοῦνται νὰ πάρουν θέση στὸ θέμα ποὺ ἔχει τεθεῖ σχετικὰ μὲ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θαύματος. Κατόπιν καταφεύγουν σὲ μιὰ ὑπεκφυγὴ γιὰ νὰ μετατοπίσουν τὴν εὐθύνη. «Ἡλικία ἔχει, ρωτῆστε τον». Οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ θέλουν τὴν ἡσυχία τους. Οὔτε κἂν ἀναλογίζονται ὅτι οἱ ἴδιοι εἶχαν φέρει στὸν κόσμο ἕνα δυστυχισμένο παιδί, ποὺ τώρα μόλις, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἰησοῦ, πρωτογνώριζε τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς. Καὶ ἀφήνουν τὸ παιδί τους μόνο του στὴ σύγκρουσή του μὲ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας.
Ἡ στάση αὐτὴ τῶν γονέων δὲν ἔπαψε ἔκτοτε νὰ βρίσκει μιμητές. Πολλοί, μόλις βρεθοῦν σὲ περιβάλλον δυσμενές, ζητοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν οὐδετερότητα. «Ἐσὺ θὰ βγάλεις τώρα τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα;», συμβουλεύουν τὸν ἑαυτό τους. Κι ὅταν τοὺς ζητῆται νὰ ποῦν μὲ εὐθύτητα τὴν ἄποψή τους, νὰ καταθέσουν τὴ μαρτυρία τους, κάνουν τὸ πᾶν γιὰ ν’ ἀποφύγουν. «Τί θέλεις νὰ μπλέξεις; Ἄλλωστε, τί θὰ βγεῖ;», παρηγοροῦν πάλι τὴ συνείδησή τους. Καὶ θυσιάζουν ἔτσι στὸ εἴδωλο τῆς δῆθεν οὐδετερότητας συγγενικὰ αἰσθήματα, φιλία, δικαιοσύνη, ἀξιοπρέπεια. Παραμένει ἀλήθεια, μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς ὅτι ἀκόμη κι οἱ πιὸ στενοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι, φοβισμένοι ἀπὸ ἄμεσες ἢ ἔμμεσες ἀπειλὲς τῶν ἑκάστοτε κρατούντων, ἀρνοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν σ’ ὅσους ἄδικα ἐκβιάζονται ἢ καταπιέζονται.
Γ) Τὸ θάρρος τοῦ γενναίου. Σ’ ἕνα τέτοιο κλίμα, τὸ θάρρος τοῦ ἥρωα τῆς σημερινῆς περικοπῆς φανερώνεται ἀκόμη πιὸ ἐπιβλητικό. Ἔστω κι ἂν μένει μόνος, στέκει ὄρθιος μπροστὰ στὴν ἐμπάθεια τῶν φαρισαίων, ἀντιμετωπίζει τὴ μικρότητά τους, διαλύει τὰ ἐπιχειρήματά τους. Δὲν ὑποχωρεῖ, ἀλλὰ μὲ θάρρος τονίζει τὴν ἄποψή του. «Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ», τὸν ρωτοῦν. «Ὁ δὲ εἶπεν· ὅτι προφήτης ἐστίν». Κι ἐνῶ τὸ κῦμα τῆς δυσμένειας ὑψώνεται, δὲν χάνει τὴν ψυχραιμία του: «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν ξέρω. Ἕνα πρᾶγμα ξέρω. Ὅτι ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Καὶ προχωρεῖ στὴν ἐπίθεση. Χωρὶς θυμοὺς καὶ φλυαρίες, ἀλλὰ μὲ εὔστοχες ἀπαντήσεις καὶ παρατηρήσεις: «Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἐκπληκτικό, ὅτι ἐσεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι, κι ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια... Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπ’ τὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτε».
Ἡ θαρραλέα ἀντίστασή του στὸ πεῖσμα τῶν ἰσχυρῶν εἶναι ἕνας θαυμάσιος καθρέφτης, γιὰ νὰ ἐλέγξουμε σ’ αὐτὸν τὴν προσωπική μας στάση καὶ νὰ προχωρήσουμε σὲ μιὰ γενναία αὐτοκριτική. Ὅταν διαπιστώνουμε ἐμπαθῆ προκατάληψη στὸ περιβάλλον μας, ἔχουμε τὴν τόλμη νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ φανερώσουμε τὶς πεποιθήσεις μας; Διατηροῦμε τὴν ψυχραιμία μας καὶ εἴμαστε εὔστοχοι στὰ λόγια μας, ἀκριβεῖς, ἀποδεικτικοί; Ὅταν πρόκειται νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Χριστό, διαθέτουμε προσωπικὴ πεῖρα; Ἐδῶ βρίσκεται τὸ κλειδί. Ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐσωτερική μας βεβαιώτητα θὰ ἀντλεῖ δύναμη ἡ παρρησία μας.
Ἡ γενναία του στάση δὲν ἔμεινε ἁπλῶς μιὰ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅσα εἶχε δεχθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ἔγινε ἀφετηρία οὐσιαστικώτερης γνωριμίας τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ σκαλοπάτια, τὰ ὁποῖα ἀνεβαίνει καθὼς ἐξελίσσεται ἡ σύγκρουσή του μὲ τοὺς φαρισαίους. Τὴν πρώτη φορὰ εἶπε: «Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς...». Ἀργότερα τονίζει τὴ βεβαιότητά του «ὅτι προφήτης ἐστίν». Τέλος, τὸν βρίσκει πάλι ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὸ ἀποκαλυπτικὸ ἐρώτητα, «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;». Καὶ ὁ πρώην τυφλὸς τότε κατορθώνει νὰ δεῖ ὄχι μόνο τὸ ἐπίγειο, ἀλλὰ καὶ τὸπνευματικὸ φῶς: «Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ». Ὅταν δείχνουμε εὐγνωμοσύνη στὶς δωρεές Του καὶ γενναιότητα, ὁ Κύριος θὰ μᾶς πλησιάζει καὶ πάλι, γιὰ νὰ μᾶς φανερώνει καλύτερα τὸ Πρόσωπό Του, γιὰ νὰ μᾶς ἀνεβάζει σὲ ἄλλα ἐπίπεδα γνώσεως καὶ ὑπάρξεως.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ



Πολύ συχνὰ ακούμε να γίνεται λόγος για μια ενωθεΐα ή καλύτερα μια πανθρησκεία δηλαδή έναν θεό και μια θρησκεία για όλο τον κόσμο ανεξαρτήτως θρησκείας, φυλής, εθνικότητας, που όλοι θα πιστεύουμε σ’ ένα θεό κτίσμα της ανθρώπινης φαντασίας, έναν θεό φτιαγμένο για τις ανάγκες της κάθε εποχής. Είναι μακρόπνοο το σχέδιο, διότι σε πρώτη φάση επιχειρείται η ένωση των αιρέσεων των θρησκειών και σε δεύτερη φάση η ένωση αυτών τούτων των θρησκειών, σ’ έναν κόσμο, χωρίς σύνορα και χωρίς εθνικά ιδανικά.
Όμως όλοι αυτοί που εμπλέκονται στα τεκταινόμενα αυτά έχουν αρχίσει να σπέρνουν είδη τους σπόρους της αδιαφορίας, της αθεΐας, τη μαλθακότητα, τη χαλαρότητα των ηθών, την αγραμματοσύνη, τους γάμους των ομοφυλοφίλων, και όλα αυτά που βλέπουμε και ακούμε κατά καιρούς, καθώς και την οικονομική δυσπραγία που ζούμε έντονα τον καιρό αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί, προσπαθούν να διαστρεβλώσουν την ιστορία, τον πολιτισμό, αλλά και την θρησκεία μας.
Τους σφαγιασμούς τους ονομάζουν συνωστισμό, τον πολιτισμό τον κάνουν αναβίωση των εθίμων, που όμως είναι η αναβίωση της ειδωλολατρίας και των παγανιστικών δοξασιών. Για την θρησκεία θέλουν ένα θεό για όλους. Είτε είναι χριστιανοί ρωμαιοκαθολικοί ή προτεστάντες, είτε είναι χριστιανοί Ορθόδοξοι τα ίδιο Θεό πιστεύουν. Μέσα στην πλουραλιστική κοινωνία που ζούμε, οι πιο απίθανες αντιλήψεις και σκέψεις κυκλοφορούν ελεύθερα, αναζητώντας έναν νέο τρόπο φιλοσοφικής και υλιστικής έκφρασης σε όλους τους τομείς.
Αυτή όμως η ελευθερία σκέψεων, ως συνισταμένη των επιρροών, είναι καθαρά επιφανειακή και δεν έχει καμιά σχέση με την πνευματική αναζήτηση του ανθρώπου. Από πλευράς Ορθοδόξου πίστεως οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αυτός ο επιχειρούμενος εκσυγχρονισμός είναι απαράδεκτος. Η θρησκεία του Χριστιανισμού, όμως, δεν είναι θρησκεία, αλλά αποκάλυψη. Διότι θρησκεία βάση του φιλοσοφικού ιδεαλισμού, σημαίνει: το προαιώνιο εσωτερικό αίσθημα του ανθρώπου, που εκφράζει τον δεσμό του με κάποιες πνευματικές αρχές.
Στο λεξικό της Οξφόρδης διαβάζουμε ότι, «θρησκεία είναι η αναγνώριση εκ μέρος των ανθρώπων, ανωτέρων δυνάμεων, οι οποίες ελέγχουν και εξουσιάζουν τα πεπρωμένα του και αξιώνουν υπακοή, σεβασμό, και λατρεία».
Με άλλα λόγια θρησκεία εννοούν ότι,  «ο άνθρωπος ψάχνει να βρει το υπερφυσικό, ο άνθρωπος ψάχνει να βρει τον θεό». Αντίθετα με τον ορθόδοξο Χριστιανισμό ήρθε ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο από αγάπη και του αποκαλύφθηκε, για την σωτηρία του, διότι «… τον κόσμον σου ούτως ηγάπησας, ώστε τον Υιόν σου τον μονογενή δούναι, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ’ έχει ζωή αιώνιων».
Η δυσπιστία, η άγνοια και η ημιμάθεια κάνουν πολλούς, δυστυχώς ακόμα και σήμερα, να υποβάλλουν ερωτήματα «πως γνωρίζουμε ότι η ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία είναι η σωστή και όχι οι άλλες»,παρασυρόμενοι βέβαια από ένα ρεύμα συγκρητισμού που δεν έχει προηγούμενο.
«Η γνώση του αληθινού Θεού δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου, αλλά η αποκάλυψη του Θεού». Γι’ αυτό ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι τέλεια αποκάλυψη και δεν επιδέχεται τροποποιήσεις. Τα διάφορα συνθήματα της εποχής μας όπως: «τι χρειάζεται η προσευχή και η μετάνοια» ή «τι χρειάζεται ο εκκλησιασμός και οι παπάδες» εξυπηρετούν τα σχέδια των Σιωνιστών.
Ο άνθρωπος της σύγχρονης εποχής θεωρεί τον Χριστό, σαν ένα διδάσκαλο ή έναν  φιλόσοφο, που έπαθε για τα ιδανικά του. Εξισώνουν, δηλαδή, τον Χριστό με τους διάφορους ιδεολόγους και φιλοσόφους. Τα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου μένουν κλειστά στο φως και στην σωτηριολογική αποκάλυψη του Χριστού.
Η συνηθισμένη αντίληψη είναι ότι οι τυφλοί δεν βλέπουν τον κόσμο. Ωστόσο, με το περιστατικό που αφηγείται σήμερα το ιερό ευαγγέλιο, αποδεικνύεται, ότι δεν αρκεί να έχει κανείς μάτια για να βλέπει ούτε το να είναι τυφλός κάποιος σημαίνει πως στερείτε τελείως το φως.
Η απόδοση όμως του φωτός στους τυφλούς, πέραν της αποδεικτικής σημασίας της για την σωτηριολογική παρουσία του Ιησού, έχει και ένα άλλο βαθύτερο νόημα: Είναι σημάδι μιας νέας τάξης πραγμάτων που εισβάλλει μέσα στον κόσμο του σκότους και της τυφλότητας. Ο Χριστός, όμως, ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων, για να μπορέσουν να διαπιστώσουν τη νέα ζωή που αυτός προσφέρει, ως δώρο στον κόσμο.
Γιατί, έχει σημασία για κάθε άνθρωπο να έχει το φως του Χριστού, διότι ο ερχομός του ήταν σαφής, καθώς ο Ίδιος κήρυξε ότι, «εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη».
Όταν έχει ο άνθρωπος το φως αυτό, σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται η όρασή του, στην πραγματικότητα είναι ενεργός. Ενώ, όταν στερείται του φωτός του Χριστού, κι αν ακόμη η όρασή του είναι υγιής, στην πράξη είναι τυφλός  και «περιπατεί εν τη σκοτία και δεν βλέπει που υπάγει». Δηλαδή, πολλοί άνθρωποι, μολονότι έχουν το σωματικό φως, δεν αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Χριστού τον αποκαλυπτόμενο θεό, που εισέρχεται μέσα στην ανθρώπινη ιστορία για να τη σώσει από την καταστροφή. Ενώ από την άλλη μεριά οι ευαγγελιστές μας διασώζουν περιπτώσεις τυφλών, που αναγνωρίζουν τον Ιησού, ως Μεσσία, και μετά την σωματική θεραπεία τους διακηρύσσουν την πίστη τους σε Εκείνον. Έτσι δικαιώνεται η φράση του Ιησού που ακολουθεί στο ευαγγέλιο του Ιωάννου, ευθύς μετά την περικοπή που διαβάζεται σήμερα: «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται». Ακόμη ο Χριστός είπε ότι «Έως το φως έχετε πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γένησθε».
Η παρουσία του Χριστού, ως Φως του κόσμου και εν συνεχεία του Ευαγγελίου του, που διακηρύσσει η Εκκλησία, δημιουργούν κρίση μέσα στον κόσμο, βέβαια όχι με την έννοια της κατακρίσεως των ανθρώπων, αλλά με την έννοια της υποχρεώσεως που δημιουργείται μέσα στον κάθε άνθρωπο να λάβει θέση απέναντι αυτού του φωτός. Από τη θέση δε, που παίρνει ο καθένας απέναντι στο φως κρίνεται και προεικάζεται το μέλλον του. Χρειάζεται τόλμη για να θεαθεί κανείς το φως, γιατί θα αντικρύσει τη γύμνια του και θα συνειδητοποιήσει δυσάρεστες πλευρές του εαυτού του, που η ύπαρξή τους τον ενοχοποιεί, γιατί δεν μπορεί να αρνηθεί πολλές από τις διεφθαρμένες επιθυμίες του. Γιατί προσωρινά απολαμβάνει  προσωπικά οφέλη στη ζωή και  συνεπώς αρνείται να πει το ναι στην πρόσκληση του Θεού, για να του προσφέρει το φως το ερχόμενο στον κόσμο «διά τού Ιησού Χρίστου».
Με αποτέλεσμα, δυστυχώς, να πληθαίνουν οι άνθρωποι με πονηρούς οφθαλμούς με αρκετή περιέργεια και προκλητικότητα, που επιθυμούν μόνο το σαρκίο, όπως λέγει ο απόστολος Πέτρος. Έτσι, το παν για αυτούς θεωρείται ο εαυτός τους, η εμφάνισή τους, η θέση τους, το αξίωμά τους και τα πλούτη τους. Αλλά με αυτή τη μορφή όρασης ή θέασης των πραγμάτων, χάνουν κάθε νόημα και αξία της ζωής. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, ας κρατήσουμε, τουλάχιστον εμείς, τα μάτια μας καθαρά.
Το φως, που προσφέρει ο Χριστός σε κάθε είδους τυφλότητας, προσφέρεται σαν μια νέα δημιουργία και ανάπλαση του κόσμου και ανοίγει τα μάτια των ανθρώπων, για να μπορέσουν  να δουν την αλήθεια, που αυτός αποκαλύπτει, για τη σωτηρία  του κόσμου. Τότε ο άνθρωπος παίρνει την πραγματική του αξία και αποκτά το αληθινό νόημα της ζωής. Δεν είναι πλέον σάρκα, αλλά εικόνα Θεού. Δεν είναι μηχανή, αλλά ελεύθερη προσωπικότητα.  Δεν είναι είδος χωρίς αξία, αλλά  υπαρκτό και άξιο τέκνο Θεού.
Ωστόσο οι άνθρωποι μπροστά στο αποκαλυπτόμενο φως του Χριστού να αντιδρούν.  Ενώ ο θεραπευμένος τυφλός ομολογεί και διακηρύσσει χωρίς φόβο σ’ όλους την πίστη του στο Χριστό, οι φαρισαίοι με κάθε τρόπο και μέσο, ακόμη και με εκφοβισμό των γονέων του θεραπευθέντος, προσπαθούν να αρνηθούν την πραγματικότητα του θαύματος. Αρνούνται το φως και εξακολουθούν να παραμένουν στο σκότος. Δεν τολμούν να κοιτάξουν προς το φως, γιατί προτιμούν το σκοτάδι που κρύβει και σκεπάζει τα έργα και τις σκέψεις  τους. Η εκλεκτικότητα του φωτός δεν είναι αρεστή στους ανθρώπους, των οποίων τα έργα είναι σκοτεινά και φθοροποιά.
Η σημερινή ευαγγελική διήγηση μάς απεικονίζει το ήθος πολλών σκοτεινών φορέων,  που διεκδικούν σε κάθε εποχή το «φωτισμό» και την καθοδήγηση των ανθρώπων,  ενώ προβάλλει τον Χριστό ως όντως φως και ως τον μόνο Σωτήρα του κόσμου, που φέγγει μέσα στο σκοτάδι και καλεί τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν στη σωτήρια και αιώνια ζωή.  Η στάση του κάθε ανθρώπου απέναντι σ’ αυτό το φως είναι αποφασιστική για τον επαναπατρισμό του στη θέα του Θεού.
Αυτοί που  αρνούνται να προσλάβουν το φως του Χριστού, που συνειδητά παραμένουν στο σκοτάδι, παραμένουν για να συγκαλύπτουν τα πονηρά τους έργα,  αυτοί είναι ουσιαστικά και οντολογικά τυφλοί, έστω και αν έχουν τα σωματικά μάτια. Αντίθετα, όσοι αναγνωρίζουν την πνευματική τους τυφλότητα και προστρέχουν προς το φως του Χριστού, αποκτούν την οντολογική όραση και βλέπουν την αλήθεια σχετικά με τον εαυτό τους, με τον πλησίον τους, με τις δωρεές του Θεού προς αυτούς.
Ο θεραπευμένος τυφλός αφ’ ενός,  και οι φαρισαίοι αφ’ ετέρου, απεικονίζουν δύο διαμετρικά αντίθετες κατηγορίες ανθρώπων απέναντι του θείου φωτός. Ο κάθε άνθρωπος καλείται να αποφασίσει, αν θέλει να αντικρύσει «το φως το αληθινό», που προσφέρει σε κάθε τυφλό ο «Άρχων του Φωτός», καθώς είπε, ότι «εγώ ειμί το φως του κόσμου»  ή αν προτιμήσει να πορεύεται μέσα στο  σκοτάδι.
Για να έχουμε τη δυνατότητα  να επιλέξουμε το «φως το αληθινό» χρειάζεται να ζητάμε, λοιπόν,  από τον Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων,  τον  Χριστό, να καθαρίζει τα μάτια μας με το «κολλύριο» της πίστεως και με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος, ώστε, όταν μας συναντήσει, να απαντήσουμε, όπως ο τυφλός της ευαγγελικής περικοπής, ο οποίος, ναι, «άρτι βλέπει».
«Συ πιστεύεις εις τον υιὸν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε· και τις εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; είπε δε αυτώ ο Ιησούς· και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. Ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ».(στ.36,37,38)

Ομιλία εις την Κυριακή του τυφλού

Συνάντησαν στο δρόμο, ο Ιησούς και οι μαθητές Του, έναν εκ γενετής τυφλό. Και η πρώτη απορία των μαθητών ήταν “Κύριε, ποιός αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός;”. “Ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του”, απαντά ο Χριστός, “αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού”. Και αφού με το σάλιο Του έφτιαξε πηλό, τονίζοντας ότι Αυτός ο ίδιος είναι το φώς του κόσμου, τον έβαλε επάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε να πάει να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο Κύριος επαναλαμβάνει μπροστά στα μάτια των μαθητών Του το έργο της Δημιουργίας, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Τόσο μεγάλο είναι το θαύμα, ώστε ακόμα και οι γείτονες του πρώην τυφλού, αδυνατούν να πιστέψουν ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Τον ρωτούν επανειλημμένα να τους εξηγήσει πώς, ενώ δεν είχε μάτια, τώρα έχει και βλέπει. Κι εκείνος, με απλότητα τους διηγείται το περιστατικό και με πίστη ομολογεί ότι ο Ιησούς, που τον θεράπευσε, είναι Προφήτης, δηλαδή απεσταλμένος του Θεού.
Κι ενώ ο σωματικά τυφλός τώρα βλέπει, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι εμμένουν στην πνευματική τους τύφλωση, διώχνοντας από τη συναγωγή όποιον τολμούσε να ομολογήσει τον Χριστό. Αρνούνται αρχικά το θαύμα, καλούν τους γονείς του τυφλού για να βεβαιωθούν ότι πράγματι γεννήθηκε τυφλός, και τέλος κατηγορούν τον Χριστό ως αμαρτωλό, επειδή έφτιαξε πηλό την ημέρα του Σαββάτου. Στην τύφλωσή τους και την πόρωση της καρδιάς τους, ο μόνος που τολμά να αντισταθεί και να επιχειρηματολογήσει είναι ο θεραπευθείς τυφλός. “Δεν δέχεστε τον Ιησού ως απεσταλμένο του Θεού”, τους απαντά, “εκείνο όμως που γνωρίζουμε όλοι είναι ότι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά τους θεοσεβείς. Και από τη στιγμή που πραγματοποίησε ένα τόσο μεγάλο και πρωτάκουστο θαύμα, δεν μπορεί να μην προέρχεται από τον Θεό”.
Η πνευματική όμως τύφλωση, η οποία πάντοτε συνοδεύεται από τον εγωισμό, υπαγορεύει στους φαρισαίους να εκφραστούν υπεροπτικά: “εσύ, που γεννήθηκες μέσα στην αμαρτία, τολμάς να μας διδάσκεις;” και με τα λόγια αυτά τον έδιωξαν από τη συναγωγή. Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι τον έδιωξαν από τη συναγωγή, τον συνάτησε και τον ρωτά: “πιστεύεις στον υιό του Θεού;” -”και ποιός είναι, Κύριε, για να πιστέψω σε αυτόν;”, ρωτά εκείνος. Και όταν ο Χριστός αποκαλύπτεται πλέον στον πρώην τυφλό, τότε εκείνος αναφωνεί “Πιστεύω, Κύριε” και Τον προσκυνάει.
Το κύριο νόημα της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, που αποτελεί και τον λόγο για τον οποίο η Εκκλησία μας την έχει συμπεριλάβει στον κύκλο των Κυριακών του Πεντηκοσταρίου, είναι τα λόγια του Χριστού, ότι “ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου”. Ο Χριστός είναι το φως του κόσμου, είναι εκείνος που μπορεί να ανοίξει τα πνευματικά μας μάτια, ώστε να δούμε την πραγματική διάσταση και κατάσταση της ψυχής μας. Οι φαρισαίοι, παρόλο που καθημερινά μελετούσαν το λόγο του Θεού, από τη στιγμή που δεν δέχονται τον Ιησού αποδεικνύονται τυφλοί και παράλογοι, θεωρούν την αλήθεια και το φως του Χριστού ως απειλή, αμφισβητούν τα θαύματά Του, απιστούν και Τον αρνούνται. Οι ταπεινοί ψαράδες πάλι, από τη στιγμή που γνωρίζουν τον Χριστό, μετετρέπονται σε κήρυκες της Αληθείας, σε Αποστόλους του Ευαγγελίου. Και όχι μόνο αυτοί, αλλά κάθε άνθρωπος που έρχεται σε επαφή με το Χριστό και Τον γνωρίζει, απολαμβάνει αυτού του φωτισμού, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τις διηγἠσεις του Ευαγγελίου και από τους βίους των Αγίων.
Αυτό ακριβώς το νόημα έχει και η φράση του Χριστού, ότι δηλαδή είναι το φως του κόσμου, όταν και εφόσον βρίσκεται στον κόσμο. Δεν εννοεί εδώ ο Χριστός τη φυσική Του παρουσία. Αλλά την αποδοχή του προσώπου Του και των λόγων Του από τον κόσμο, από την κοινωνία, από τον κάθε άνθρωπο. Για να φωτισθεί ο κόσμος, πρέπει να έρθει ο Χριστός. Για να φωτιστεί πνευματικά ο κόσμος δεν αρκούν οι σοφοί και οι τεχνοκράτες, αλλά χρειάζεται να έλθει το αληθινό Φως, είναι ανάγκη να Τον προσκαλέσουμε και πάλι στη ζωή μας, να Του ανοίξουμε τις θύρες και τα παράθυρα της καρδιάς μας, για να την φωτίσει και να τη ζεστάνει.
Σε μια εποχή που η κοινωνία παραπαίει ανάμεσα στην αδικία, την ατομοκεντρικότητα και την πνευματική σύγχιση, το μεγαλύτερο έλλειμμα είναι αυτό του πνευματικού πλούτου, το έλλειμμα της αγάπης και της γνώσεως του Θεού. Αν θέλουμε να αλλάξει η ζωή μας, και μαζί με εμάς σταδιακά όλος ο κόσμος, τότε οφείλουμε να ανακαινίσουμε τον έσω άνθρωπο, να προσκαλέσουμε και να δεχτούμε τον Αναστάντα Κύριο Ιησού Χριστό, που είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...