Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

Ομιλία στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού" του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας



Αὐτοί πού καλά γνωρίζουν νά ἀγωνίζονται γιά ἕνα βραβεῖο κατά τούς ἀθλητικούς ἀγῶνες, εὐχαριστιοῦνται ἀπό τά χειροκροτήματα τῶν θεατῶν καί μέ τῶν ἐπάθλων τήν ἐλπίδα ἔντονα παρακινοῦνται πρός τήν νίκη, πού ἁρμόζει σ᾽ αὐτά. Ἀσφαλῶς ὅμως καί ὅσοι ἔχουν σφοδρή ἐπιθυμία νά ἐπιτύχουν τά θεῖα χαρίσματα καί διψοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς ἐλπίδας πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἁγίους, ἀφενός ἀναλαμβάνουν μετά χαρᾶς τούς ἀγῶνες χάριν τῆς εὐσέβειας πρός τόν Χριστό. Ἀφετέρου τήν τιμημένη καί ἔνδοξη ζωή κατορθώνουν ὄχι μέ τό νά προτιμοῦν τήν τεμπελιά, πού εἶναι στερημένη ἀπό μισθό, οὔτε βέβαια ἀγαπώντας τήν ἄνανδρη δειλία, ἀλλά πιό πολύ κινούμενοι μέ ἀνδρεία ἐναντίον κάθε πειρασμοῦ καί συνεπῶς μέ τό νά κρίνουν σχεδόν ὡς ἀνάξεις λόγου τίς ἐπιθέσεις πού προέρχονται ἀπό τούς διωγμούς. Ἔτσι θεωροῦν πλοῦτο τό νά ὑποστοῦν παθήματα γιά χάρη Του. Διότι ἀνακαλοῦν στήν μνήμη τους τόν μακάριο Παῦλο, πού ἔγραφε ὅτι δέν ἔχουν ἀξία τά παθήματα τῆς ἐδῶ ζωῆς ἐμπρός στήν δόξα πού πρόκειται νά φανερωθεῖ σ᾽ ἐμᾶς.

Πρόσεχε, λοιπόν, οἰκονομία ἐξαίρετη πού χρησιμοποιεῖ καί τώρα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πρός ὠφέλειαν καί οἰκοδομή τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Εἶπε σ᾽ αὐτούς: «Ἄν κανείς θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί ἄς σηκώσει τόν δικό του σταυρό καί ἄς μέ ἀκολουθεῖ. Διότι αὐτός πού θέλει νά σώσει τήν ζωή του θά τήν χάσει· αὐτός ὅμως πού θά χάσει τήν ζωή του γιά χάρη μου, θά τήν βρεῖ» (Ματθ. 16, 24-25). Σωτήριο βέβαια τό παράγγελμα καί ταιριαστό σέ ἁγίους. Καί γίνεται τοῦτο πρόξενος τῆς δόξας, γιά τήν ὁποία κάναμε λόγο παραπάνω, καί τήν χαρά γιά ὅ,τι θά γευθεῖ στό τέλος ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ ἐντός του. Διότι τό νά ἐπιλέξει κανείς τά πάθη γιά τόν Χριστό δέν μένει χωρίς ἀμοιβή, ἀλλά μᾶλλον προσπορίζει ὡς διαρκές καί ἀναφαίρετο ἀπόκτημα τήν μετοχή στήν αἰώνια ζωή καί δόξα.

Ὡστόσο, ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχαν τήν ἐξ ὕψους δύναμη οἱ μαθητές, φυσικό ἦταν νά πέσουν ἴσως κάπου θύματα ἀνθρώπινης ἀσθένειας, ὁπότε νά βάλουν μέ τόν νοῦ τους καί νά ποῦν μέσα τους: πῶς μπορεῖ νά ἀπαρνηθεῖ κάποιος τόν ἑαυτό του; Ἤ πῶς γίνεται, ἀφοῦ χάσει κάποιος τήν ζωή του, νά τήν βρεῖ πάλι; Καί ποιό γιά ὅσους τοῦτο πάθουν τό ἰσάξιο θά εἶναι βραβεῖο; Ἤ, ἐπίσης, τί λογῆς χαρισμάτων θά εἶναι μέτοχος; Γιά νά τούς ἀφήσει, λοιπόν, μακρυά ἀπό τέτοιες σκέψεις καί τέτοιους λόγους καί, ὅπως μέ τήν κατεργασία κανείς ἀλλάζει τό σχῆμα στά μέταλλα, νά τούς ἀναμορφώσει γενναίους, κάμνοντας νά γεννηθεῖ μέσα τους ἡ ἐπιθυμία τῆς ὡραίας αὐτῆς δόξας, «Λέγω σέ σᾶς», λέει, «εἶναι κάποιοι ἀπ᾽ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως ὅτου δοῦν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16, 28). Μήπως τόσο πολύ θά ἐκταθεῖ γι᾽ αὐτούς τό ὅριο τῆς ζωῆς τους, ὥστε σ᾽ ἐκεῖνα νά φτάσουν τά χρόνια, ὕστερα ἀπό τά ὁποῖα, στήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος, θά κατεβεῖ ἀπ᾽ τούς οὐρανούς καί θά ἀποκαταστήσει τούς ἁγίους στήν ἑτοιμασμένη γιά χάρη τους βασιλεία; Βέβαια καί μέχρι τοῦτο μποροῦσε νά φτάσει ἡ δύναμή του. Διότι ὅλα μπορεῖ καί τίποτα δέν εἶναι ἀδύνατο ἤ ἀκατόρθωτο γιά τήν ἄκρα παντοδυναμία τοῦ νεύματός Του. Βασιλεία ὅμως λέει τήν ἴδια τήν θέα τῆς δόξας, πού μέσα της καί ὁ ἴδιος θά ἐμφανιστεῖ ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν θά λάμψει πάνω ἀπ᾽ ὅσους βρίσκονται στήν γῆ. Διότι θά ἔρθει μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ὄχι φυσικά μέ τήν εὐτέλεια πού χαρακτηρίζει ἐμᾶς.

Πῶς, λοιπόν, ἤθελε νά καταστήσει θεατές τοῦ θαύματος αὐτούς πού δέχθηκαν τήν ὑπόσχεση; Ἀνεβαίνει στό ὄρος ἔχοντας τρεῖς ἀπ᾽ αὐτούς, τούς ὁποίους ἐπέλεξε. Ἔπειτα μεταβάλλεται σέ μιά ἀσυνήθιστη καί στόν Θεό ταιριαστή λαμπρότητα, ἔτσι πού καί ὁ ρουχισμός Του, καθώς δέχεται τό φῶς, νά δίνει τήν ἐντύπωση τοῦ ἄκρως φωτεινοῦ. Μετά ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού μόλις εἶχαν ἔρθει καί στάθηκαν γύρω ἀπ᾽ τόν Ἰησοῦ, συζητοῦσαν γιά τήν ἔξοδό Του, τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά ὁλοκληρώσει στήν Ἱερουσαλήμ, δηλαδή γιά τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας καί τό σωτήριο πάθος, λέω, πού ἐπιτελέστηκε πάνω στόν τίμιο Σταυρό. Ἀφοῦ μάλιστα ἀληθεύει ὅτι ὁ νόμος πού δόθηκε μέ μεσάζοντα τόν Μωυσῆ, καθώς καί ὁ λόγος τῶν ἁγίων Προφητῶν, τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ προανήγγειλαν: ὁ πρῶτος μέ τύπους καί σκιές ζωγραφίζοντάς το σχεδόν ὅπως στό σανίδι· οἱ ἄλλοι ἔχοντας προείπει μέ πολλούς τρόπους ὅτι θά γίνει ὁρατός σέ καιρούς ὁρισμένους μέ τήν μορφή τήν δική μας καί ὅτι γιά τήν σωτηρία καί τήν ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέν θά ἀποφύγει τό πάθημα τοῦ θανάτου πάνω σέ ξύλο.

Λοιπόν, ἡ ἐμφάνιση δίπλα σ᾽ Αὐτόν τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία καί ἡ προσομιλία τῶν ἴδιων μεταξύ τους ἦταν κάποια οἰκονομία, ἡ ὁποία πολύ καλά, ὁλοφάνερα παρουσίαζε νά περιστοιχίζεται ἀπό ἐπίσημους ὑπηρέτες τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπειδή καί τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν ἐξουσιαστή τόν παρουσίασαν, πρίν φανεῖ, μέ ὅσα οἱ ἴδιοι προεκήρυξαν μεταξύ τους σύμφωνα. Δέν εἶναι δηλαδή ἀσυμβίβαστα τά προφητικά λόγια πρός αὐτά πού γνωστοποιήθηκαν μέ τόν Νόμο. Καί αὐτό τό νόημα ἔχει, νομίζω, τό νά ἀπευθύνουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο τόν λόγο, ὁ ἱερότατος Μωϋσῆς καί ὁ πανάριστος ἀπ᾽ τους Προφῆτες. Αὐτός ἦταν ὁ Ἠλίας.

Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι ἄλλο νά ἐξετάσουμε. Ἐπειδή τά πλήθη ἔλεγαν, ἄλλοι πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας, ἄλλοι ἕνας ἀπ᾽ τούς Προφῆτες, τούς κορυφαίους παίρνει, γιά νά δοῦν κι ἀπ᾽ ἐδῶ τήν διαφορά τοῦ δούλου καί τοῦ κυρίου.

Ἀλλά ὕστερα ἀπ᾽ αὐτό μποροῦμε νά μιλήσουμε καί γιά ἕνα ἄλλο νόημα. Ἐπειδή δηλαδή συνεχῶς τοῦ προσῆπταν τήν κατηγορία τῆς παραβάσεως τοῦ Νόμου καί τόν θεωροῦσαν βλάσφημο, γιατί, καθώς πίστευαν, σφετερίζεται δόξα πού δέν τοῦ ἁρμόζει, τήν δόξα τοῦ Πατρός, καί ἔλεγαν: «Αὐτός δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, διότι δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου» (Ἰω. 9, 16)· καί πάλι: «Γιά καλό ἔργο δέν θέλουμε νά σέ λιθοβολήσουμε, ἀλλά γιά βλασφημία καί ἐπειδή, ἄν καί εἶσαι ἄνθρωπος, κάμνεις τόν ἑαυτό σου Θεό» (Ἰω. 10, 33). Γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι καί οἱ δύο κατηγορίες γεννήθηκαν ἀπό φθόνο καί ὅτι δέν τόν βαρύνει ἐνοχή γιά κανένα ἀπό αὐτά τά δύο καί πώς οὔτε τοῦ Νόμου παράβαση εἶναι αὐτό πού συμβαίνει, οὔτε αὐθαίρετη οἰκειοποίηση δόξας ἀταίριαστης στό πρόσωπό Του, δηλαδή τό νά αὐτοχαρακτηρίζεται ἴσος μέ τόν Πατέρα, γι᾽ αὐτό ἐμφανίζει αὐτούς πού ἔλαμψαν στόν καθένα ἀπό τούς δύο αὐτούς πνευματικούς τομεῖς. Ἀσφαλῶς ὁ Μωυσῆς τόν Νόμο ἔδωσε καί, συνεπῶς, μποροῦσαν νά ἐννοήσουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι δέν θά ἀνεχόταν νά καταπατεῖται ὁ Νόμος, ὅπως νόμιζαν· οὔτε τοῦ Νόμου τόν παραβάτη, αὐτόν πού κατεπάτησε τόν Νόμο ἐχθρό θά ὑπηρετοῦσε. Καί ὁ Ἠλίας, ὅμως, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ζηλωτής. Ἔτσι, ἄν ἦταν ἀντίθεος καί Θεό τόν ἑαυτό του ὅριζε, ἴσο μέ τόν Πατέρα, δίχως νά εἶναι αὐτό γιά τό ὁποῖο ἔκανε ἀπρεπῶς λόγο, δέν θά παρευρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ Ἠλίας καί δέν θά ὑπάκουε.

Εἶναι ὅμως δυνατόν καί γιά μιάν ἄλλη αἰτία νά μιλήσουμε, μαζί μέ αὐτά πού ἔχουν ἤδη ἐκτεθεῖ. Γιά ποιά λοιπόν; Γιά νά μάθουν ὅτι πάνω καί στήν ζωή καί στόν θάνατο ἔχει ἐξουσία, καί στά ἄνω καί στά κάτω κυριαρχεῖ. Γι᾽ αὐτό καί ἐκεῖνον πού ζεῖ καί ἐκεῖνον πού ἔχει πεθάνει ἐμφανίζει. Μάλιστα, ὅσο διήρκεσε ἡ ἐμφάνισή τους δέν ἔμεναν σιωπηλοί, ἀλλά ἔλεγαν γιά τήν δόξα, τήν ὁποία ἐπρόκειτο πλήρη νά λάβει στήν Ἱερουσαλήμ - πράγμα πού δηλώνει καί τό Πάθος καί τόν Σταυρό καί μεταξύ αὐτῶν καί τήν Ἀνάσταση.

Ἀλλά, βέβαια, τούς μακάριους μαθητές γιά λίγο τούς παίρνει κάπως ὁ ὕπνος, ἐπειδή καταγινόταν ἀκούραστα στήν προσευχή ὁ Χριστός. Σημειώνονταν δηλαδή ἀπαράλλακτες οἱ ἀνθρώπινες καταστάσεις μέσα στά πλαίσια μιᾶς οἰκονομίας. Ἔπειτα, σάν ξύπνησαν, βλέπουν τήν τόσο σεβάσμια καί παράδοξη μεταβολή. Ὅμως, καθώς ἴσως νόμισε ὁ θαυμάσιος Πέτρος ὅτι μπορεῖ καί νά εἶχε φτάσει ὁ καιρός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται βέβαια τήν διαμονή στό ὄρος, ἀλλά ζητᾶ νά γίνουν τρεῖς σκηνές δίχως νά ξέρει τί λέει. Διότι δέν ἦταν καιρός τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, οὔτε βέβαια ἀνῆκε στόν παρόντα χρόνο τό νά μετάσχουν οἱ πιστοί σ᾽ αὐτό πού ἤλπισαν σύμφωνα μέ τήν θεία ὑπόσχεση. Διότι ὁ Παῦλος λέει: «Αὐτός θά μεταμορφώσει τό σῶμα τῆς μικρότητάς μας, γιά ν᾽ ἀποκτήσει αὐτό τό ἴδιο ὁμοιότητα μέ τό ἔνδοξο σῶμα Του» (Φιλιπ. 3, 21), τοῦ Χριστοῦ δηλαδή. Ἀφοῦ λοιπόν, ἦταν στίς ἀρχές ἀκόμη τό σωτήριο σχέδιο καί, τέλος πάντων, ὄχι τελειωμένο, πῶς ἦταν φυσικό νά τό περατώσει ὁ Χριστός ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης Του γιά τόν κόσμο, ἔχοντας ἐγκαταλείψει τό θέλημά Του νά πάθει γιά χάρη του; Διότι ἔχει σώσει τήν κτίση πού βρίσκεται κάτω ἀπ᾽ τόν οὐρανό, ὄχι μόνο ὑπομένοντας τόν ἴδιο τόν σωματικό θάνατο, ἀλλά καί καταργώντας τον μέ τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς. Γι αὐτό λοιπόν σίγουρα δέν ἤξερε ὀ Πέτρος τί ἔλεγε.

Ὡστόσο, ἐκτός ἀπό τήν παράδοξη καί ἄρρητη θέα τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ ἔχει πραγματοποιηθεῖ καί κάτι ἄλλο, χρήσιμο καί ἀναγκαῖο, γιά νά βεβαιωθεῖ ἡ πίστη σ᾽ Αὐτόν. Καί ὄχι μόνο γιά τούς μαθητές, ἀλλά βέβαια καί γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Ἀπό νεφέλη, ἀπό ψηλά, ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα ἦρθε κάτω φωνή. Καί Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ἐκλεκτός, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί τήν ὥρα πού ἀκούστηκε ἡ φωνή, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, βρέθηκε μόνος ὁ Ἰησοῦς (Ματθ. 17, 5-8). Ἐνάντια σ᾽ αὐτά τί μπορεῖ νά πεῖ ὁ σκληροτράχηλος Ἰουδαῖος, ὁ ἀνεπίδεκτος ἀγωγῆς, ὁ ἀπειθής καί μέ καρδιά ἀσυμμόρφωτη σέ νουθεσία; Νά, πού εἶναι παρών ὁ Μωυσῆς, καί ὁ Πατήρ δίνει ἐντολή στούς ἁγίους Ἀποστόλους νά ἀκοῦν Αὐτόν. Ἐάν βέβαια ἤθελεν τοῦ Μωυσῆ τίς ἐντολές αὐτοί ν᾽ ἀκολουθοῦν, θά εἶχε πεῖ: «Ὑπακοῦτε στόν Μωυσῆ, φυλάγετε τόν Νόμο». Ὅμως τώρα ἀκριβῶς οὔτε αὐτό λέει ὁ Θεός καί Πατήρ, ἀλλά ὅση ὥρα παρευρίσκονται ὁ Μωυσῆς καί ὁ Προφήτης Του Ἠλίας, Αὐτόν περισσότερο τούς προστάζει νά ἀκοῦνε. Ἀλλά γιά νά μή διαβάλλεται ἀπό μερικούς ἡ ἀλήθεια, πού λένε ὅτι τόν Μωυσῆ πιό πολύ νά ἀκοῦνε τούς ἔχει προστάξει ὁ Πατήρ, καί ὄχι τόν Σωτήρα ὅλων μας Χριστό, ἀναγκάστηκε ὁ Εὐαγγελιστής ἐπιπροσθέτως νά σημειώσει ὅτι στό ἄκουσμα τῆς φωνῆς βρέθηκε ὁ Ἰησοῦς μόνος. Ἑπομένως, ὅταν στούς ἁγίους Ἀποστόλους ὁ Θεός καί Πατήρ, σάν ἀπό πάνω ἀπό νεφέλες, ἔδινε τήν ἐντολή «νά ἀκοῦτε Αὐτόν», ὁ Μωυσῆς ἀπουσίαζε, ὁ Ἠλίας δέν ἦταν παρών, ἐνῶ ἦταν μόνος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό λοιπόν σίγουρα Αὐτόν νά ἀκοῦνε ἔχει προστάξει. Ἀφοῦ μάλιστα εἶναι ὁ ἴδιος κατάληξη καί σκοπός τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού καί πρός τά πλήθη τῶν Ἰουδαίων μίλησε μέ τά ἑξῆς: «Ἄν δίνατε πίστη στόν Μωυσῆ, θά πιστεύατε σ᾽ ἐμένα, διότι γιά μένα ἐκεῖνος ἔγραψε». Καί ἐπειδή δέν ἔχουν πάψει ὅλες τίς ἐποχές νά καταφρονοῦν τήν ἐντολή πού παραδόθηκε διαμέσου τοῦ πάνσοφου Μωυσῆ, καί νά μή δίνουν σημασία στόν λόγο πού ἀποκαλύφθηκε μέ τούς ἁγίους Προφῆτες, δικαίως ἀποξενώθηκαν καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τά ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα δόθηκε ὑπόσχεση στούς πατέρες τους. Διότι «ἡ ὑπακοή εἶναι πιό καλή ἀπό θυσία καί ἡ ἀκρόαση πού γίνεται μέ προσοχή εἶναι ἀνώτερη ἀπ᾽ τήν προσφορά ἀρνίσιου λίπους». Καί αὐτά γιά τά καμώματα τῶν Ἰουδαίων.

Γιά ἐμᾶς ὅμως, πού ἔχουμε ἀποκτήσει πλήρη γνώση τῆς φανερώσεώς Του, χωρίς ἄλλο τά πάντα θά εἶναι καλά. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά εἶναι γιά τήν χορήγησή τους καί τό μέσο καί ἡ πηγή. Δι᾽ Αὐτοῦ καί μαζί μ᾽ Αὐτόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἄς δοξάζεται ὁ Θεός καί Πατήρ, καί ἄς φανερώνεται καί ἀναγνωρίζεται ἡ δύναμή Του στούς ἀτελείωτους αἰῶνες.

Αμήν.

"Λόγος στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου" του οσίου Εφραίμ του Σύρου

(του οσίου Εφραίμ του Σύρου)


Ἀπό τούς ἀγρούς τέρψεις συγκομιδῆς καί ἀπό τά ἀμπέλια τρύγος ἐδεσμάτων. Καί ἀπό τίς Γραφές διδαχή ζωοποιός. Ὁ ἀγρός μία φορά ἔχει τήν συγκομιδή καί τό ἀμπέλι μιά φορά ἔχει τόν τρύγο. Ἡ Γραφή, ὅμως, πάντοτε ἀναβλύζει διδαχή ζωοποιό. Ὁ ἀγρός, ὅταν θεριστεῖ, μένει ἔρημος. Καί τό ἀμπέλι, ὅταν τρυγηθεῖ, ταπεινώνεται. Ἡ Γραφή, ὅμως, ἄν καί θερίζεται καθημερινά, τά στάχυα τῶν ἑρμηνειῶν τῶν λόγων της δέν ἐκλείπουν. Καθημερινά τρυγᾶται καί τά σταφύλια τῆς ἐλπίδας πού κρύβει δέν δαπανῶνται. Ἄς πλησιάσουμε λοιπόν τόν ἀγρό τοῦτο κι ἄς ἀπολαύσουμε τά ζωοποιά του ρεῖθρα καί ἄς θερίσουμε ἀπ᾽ αὐτόν στάχυα ζωῆς, τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «βρίσκονται ἐδῶ κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενο στήν δόξα Του».

Καί μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες παρέλαβε τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν ἀδελφό του Ἰωάννη καί τούς ἀνέβασε σέ πολύ ψηλό βουνό καί μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ροῦχα του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς. Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιά τούς ὁποίους εἶπε ὅτι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοί οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τούς ὁποίους πῆρε κοντά Του καί ἀνέβηκαν στό βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νά ἔλθει κατά τήν ἐσχάτη ἡμέρα στήν δόξα τῆς θεότητάς Του καί μέ τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τούς ἀνέβασε στό βουνό, γιά νά τούς δείξει ποιός εἶναι καί ποίου υἱός. Διότι, ὅταν τούς ρωτοῦσε «ποῖος λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας· ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες» (Μάρκ. 8, 27-30. Ματθ. 16, 13-20. Λουκ. 9, 18-20.).

Γι᾽ αὐτό καί τούς ἀνεβάζει στό βουνό καί τούς ἀποκαλύπτει, ὅτι δέν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεός καί Πλάστης τοῦ Ἠλία. Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ᾽ αὐτός πού ἁγίασε τόν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς προφῆτες, ἀλλ᾽ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καί τούς ἔστειλε. Ἀλλά καί τοῦτο ὑποδηλώνει σ᾽ αὐτούς, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί ὁ κύριος ζωντανῶν καί νεκρῶν. Διότι διέταξε τόν οὐρανό, καί εὐθύς ἀμέσως κατέβασε τόν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στήν γῆ καί τόν Μωϋσῆ παρέστησε. Καί σ᾽ αὐτούς πάλι τούς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τόν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανούς κατέβασε. Καί ὅτι εἶναι Αὐτός πού ἐγείρει τούς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τόν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δέ ἀνάβαση στό βουνό τούς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Τί κι ἄν ἔλεγε σ᾽ αὐτούς ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ»; Δέν θά πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καί διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σάν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τήν Μαριάμ, πού Τόν γέννησε, καί τόν Ἰωσήφ, πού Τόν ἀνέθρεψε, καί πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινό ὄνομα. Παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἦσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καί ὅπως αὐτοί πείνασε καί ἔλαβε τροφή, καί δίψασε καί τήν δίψα ἔσβησε μέ νερό, καί στόν κόπο βρῆκε παρηγοριά τήν ἀνάπαυση, καί στήν νύστα ἔδωσε ὕπνο. Καί τόν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοί ἱδρῶτα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὅλα τά δικά μας παρεκτός τήν ἁμαρτία, πῶς θά γινόταν πιστευτός, ἐάν ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτά δέν ἦσαν ἁρμόδια στήν θεϊκή φύση. Γι᾽ αὐτό λοιπόν στό βουνό τούς ἀνεβάζει, ὥστε νά μιλήσει ὁ Πατήρ καί νά τούς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικά Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καί τήν βασιλεία Του πρίν ἀπό τόν θάνατο. Καί τήν δόξα Του πρίν ἀπό τήν ὕβρη. Καί τήν δύναμή Του πρίν ἀπό τό πάθος. Καί τήν τιμή Του πρίν ἀπό τήν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καί σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νά γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δέν σταυρώνεται ἀπό ἀδυναμία ἀλλά κατά τό ἀγαθό Του θέλημα, γιά νά δωρήσει τήν χάρη, πού θά σώσει ὅλο τόν κόσμο. Δείχνει καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση τήν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στήν θεϊκή δόξα τῆς φύσεώς Του, νά γνωρίσουν ὅτι δέν ἔλαβε τήν δόξα ὡς μισθό γιά τόν κόπο του, σάν νά μήν τήν εἶχε, ἀλλ᾽ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ᾽ ἀρχῆς καί προαιώνια κοντά καί μαζί μέ τόν Πατέρα Του – καθώς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μέ τήν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρίν νά ὑπάρξει ὁ κόσμος» (Ἰω. 17, 5). Αὐτή, λοιπόν, τήν δόξα τῆς θεότητάς Του, τό ἄδηλο καί κρυμμένο μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στούς ἀποστόλους κατά τήν ἀνάβαση στό ὄρος. Διότι ἔγινε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά σάν τό φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στό βουνό τά μάτια τῶν μαθητῶν: ὁ ἕνας ἦταν αὐτός πού φέρνει τό φῶς τῆς ἡμέρας, καί ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καί φοβερός. Ὁ ἕνας φαινόταν καί σ᾽ αὐτούς καί τόν κόσμο ὅλο φώτιζε στό στερέωμα. Καί ὁ ἄλλος σ᾽ αὐτούς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τό πρόσωπο.

Ἔγινε, λοιπόν, τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά ὅπως τό φῶς. Μέ αὐτά ἔδειξε, ὅτι ἀπό ὅλο τό σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καί ἀπό ὅλη τή σάρκα Του ἔλλαμψε τό φῶς Του, καί ἀπό ὅλα τά μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτῖνες τῆς θεότητάς Του. Διότι δέν ἔλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μέ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καί μέσα Του ἔμεινε. Ἀπό τόν Ἴδιο ἀνέτειλε τό φῶς ου καί μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σέ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καί τόν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατά χάριν μέ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσική στόν ἑαυτό Του λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καί τό φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καί οὔτε ὁλόκληρη τήν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τούς φανέρωσε, ἐφόσον τά μάτια τους δέν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατά τό μέτρο τῆς ὁπτικῆς τους δυνάμεως.

Καί παρουσιάστηκαν σ᾽ αὐτούς ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας νά συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ᾽ Αὐτόν; Ἀπ᾽ ὅσο μπορῶ νά ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τούς λόγους τῶν προφητῶν μέ τήν παρουσία Του. Καί προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπέρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στό ἀνθρώπινο γένος. Καί τό μυστήριο, τό ὁποῖο αὐτοί ζωγράφησαν, αὐτός ὁλοκλήρωσε μέ τό ἔργο Του. Διότι αὐτοί δεχόμενοι τίς ἀρχές καί ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μέ λόγους συγκαλυμμένους. Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μέ ἔργα τούς λόγους καί τίς εἰκόνες.

Χαρά κατέλαβε τούς προφῆτες καί τούς ἀποστόλους μέ τήν ἀνάβαση αὐτή στό βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τήν ἀνθρώινη φύση Του, τήν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν, καί ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ Πατέρα. Μέ αὐτήν τήν πατρική φωνή πληροφορήθηκαν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τό ὁποῖο ἦταν κρυφό γι᾽ αὐτούς. Διότι δέν ἦταν δυνατόν νά μάθουν ἀπό ἄλλη πηγή γιά τήν ἐνανθρώπισή Του, παρά ἀπό τόν Πατέρα, πού Τόν γέννησε χωρίς πάθος. Ἀλλά καί ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τήν πατρική φωνή. Καί σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντά στόν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καί οἱ μέν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τούς ἀποστόλους καί οἱ ἀπόστολοι τούς προφῆτες. Αὐτοί πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μέ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπί πλέον σ᾽ αὐτήν τήν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτός ὁ Ἴδιος ἔθαψε τόν Μωϋσῆ καί μέ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβίτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανείς δέν εἶδε τό μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρά μόνο αὐτός πού τόν ἔθαψε. Οὔτε κανείς γνώριζε καλύτερα ποῦ βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρά μόνο ἐκεῖνος πού τόν ἀνέβασε στόν οὐρανό ἐπάνω σέ ἅρμα. Καί δέν θά μποροῦσε κανείς νά τούς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τόν μέν ἀπό τούς νεκρούς, τόν δέ ἀπό τήν ἀγγελική κατοικία, παρά μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καί ἐξουσιαστής τοῦ ἅδη καί τ᾽ οὐρανοῦ. Καί συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοί τῆς Παλαιᾶς καί οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τόν Σίμωνα νά ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρός τόν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μέν ἔσχισε τήν θάλασσα, γιά νά πεζοπορήσει ἀνάμεσα στά κύματα, ὁ δέ σηκώνει σκηνή γιά νά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τόν παρθένο τῆς νέας· ὁ Ἠλίας τόν Ἰωάννη. Αὐτός πού ἀνέβηκε σέ φλογερό ἅρμα, αὐτόν πού ἔγειρε στό στῆθος τῆς φλόγας. Καί ἔγινε τό ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἕνωσε ὁ Θεός σ᾽ αὐτό τίς δύο διαθῆκες. Καί ἔτσι τόν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ δοτήρας καί τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τά μυστήρια Αὐτοῦ καί ἡ ἄλλη φανέρωσε τήν δόξα τῶν ἔργων Του.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ». Ὦ Σίμων, τί λές; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, ποιός θά ἐκπληρώσει τούς λόγους τῶν προφητῶν καί τήν διδαχή τῶν κηρύκων ποιός θά ἐπισφραγίσει; Καί τά μυστήρια τῶν ὁσίων καί δικαίων ποιός θά τελειώσει; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τό «τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια μου» (Ψαλ. 21, 17) σέ ποιόν θά πραγματοποιηθεῖ; Καί τό «διαμοίρασαν τά ἱμάτιά μου μεταξύ τους καί στόν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρον» (Ψαλμ. 21, 14) σέ ποιόν θά ταιριάξει; Καί τό «ἔδωσαν χολή στό στόμα μου καί στήν δίψα μου μέ πότισαν ξίδι» (Ψαλμ. 68, 22) σέ ποιόν θά συμβεῖ; Καί ποιός θά βεβαιώσει τό «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στούς νεκρούς» (Ψαλμ. 87, 5); Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδάμ τό χειρόγραφο ποιός θά σχίσει καί τό χρέος του ποιός θά ἀποδώσει; Καί ποιός θά ἀποκαταστήσει τό ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θά πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό μου γιά σένα, πῶς θά οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θά χρησιμεύσουν; Ἀλλά καί ποιόν θά λύσεις ἤ ποιόν θά δέσεις, Πέτρε; Ἐάν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτά ἀναιροῦνται.

Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ. Νά στήσουμε, ἐάν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία». Σίμων, δέν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στόν κόσμο νά οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καί τώρα ἑτοιμάζεις νά στήσεις σκηνές στό ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιά τόν Ἰησοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τόν κατέτασσε μαζί μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία. Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νά δείξει ὅτι δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μέ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτός εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στούς πατέρες τους σκηνή νεφέλης σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοί ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτός τούς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνή ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τό καῦμα, καί ὁλόφωτη, δίχως σκιά μέσα της. Σκηνή ἐξαστράπτουσα καί φωτίζουσα. Καί μέσα στόν θαυμασμό τῶν μαθητῶν φωνή ἀκούστηκε ἀπό τήν νεφέλη νά λέει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί μέ τήν φωνή τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στόν τόπο του καί ὁ Ἠλίας γύρισε στήν χώρα του. Καί οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνή ἐκείνη Αὐτόν μόνο ἀφοροῦσε. Ἔφυγαν οἱ προφῆτες καί ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθώς δέν ἐκπληρωνόταν σ᾽ αὐτούς τό νόημα τοῦ λόγου. Διότι δέν ἦταν κανείς ἀπό αὐτούς υἱός ὁμοούσιος καί συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, οὔτε γι᾽ αὐτούς ἦταν τό «αὐτόν νά ἀκοῦτε».

Μέ τό λόγο, λοιπόν, αὐτόν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπό τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, καί στόν Υἱό ὑπακούουν κατά πάντα. Μήν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτά εἶπε ὁ Μωϋσῆς καί αὐτά ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στόν κέλευσμα καί αὐτό πού τούς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτός εἶναι υἱός καί ὄχι ὁμογενής· κύριος καί ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καί ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καί ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατά τήν θεία φύση καί υἱός ἀγαπητός. Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ᾽ αὐτό πού ἦταν γι᾽ αὐτούς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατήρ φανέρωσε τόν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλει τό συναΐδιο γέννημά Του. Ἐξαίτιας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Διότι ἦταν βροντή φοβερή, πού δονοῦσε καί τάραζε τήν γῆ καί αὐτοί ἀπό τόν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ᾽ αὐτούς τό ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα στήν θεϊκή Του φύση. Διότι καθώς ἡ φωνή τοῦ Πατέρα τούς ἔριξε κάτω, ἔτσι καί ἡ φωνή τοῦ Υἱοῦ μέ τήν δύναμή Του τούς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καί ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σέ ἕνα πρόσωπο. Διότι δέν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ᾽ ὡς Θεός στήν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τό πρόσωπο ἐξωτερικά χρίστηκε μέ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στίς ἀκτῖνες του ἄστραφτε καί ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε. Γι᾽ αὐτόν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δέν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπό τήν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιά ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτόν πού φαινόταν σέ σῶμα εὐτελές καί δόξα φοβερή. Καί ἡ ἁγία Μαρία υἱό τόν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τό ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἦταν χωρισμένο ἀπό τήν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τό σῶμα καί τήν δόξα Του. Καί ἡ δόξα Του μήνυσε τήν ἐκ τοῦ Πατρός θεία φύση. Καί τό σῶμα Του μήνυσε τήν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση. Ἕνας ὅμως Υἱός μονογενής ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τῆς Μαρίας. Ἄς παύσουν τά στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τόν μερίζει, θά μερισθεῖ ἀπό τήν βασιλεία Του. Καί ὅποιος τόν συγχέει, θά ἀποκλεισθεῖ ἀπό τήν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεόν ἡ Μαρία, ἄς μή δεῖ τήν δόξα τῆς θεότητάς Του. Καί ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θά εἶναι τῆς σωτηρίας καί ζωῆς πού προσφέρεται διά τοῦ σώματός Του. Διότι τά ἴδια τά πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεός ἀληθινός, καί τά πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καί τό σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπό θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἄν δέν τό κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατά τήν διάνοια, ἐμεῖς θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐκθέσουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τά ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νά προσφέρουμε στούς φιλόθεους ἀκροατές μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καί διατρανώνοντας τόν λόγο μέ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καί πιό λαμπρά θά πανηγυρίσουμε.

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, γιά ποιόν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στό προσκήνιο, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριήλ ποιόν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός τυλιγόταν στά σπάργανα, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἦταν ξαπλωμένος στήν φάτνη, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιά ποιόν λόγο ὕστερα ἀπό οὐράνια μύηση τόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ὑποβλήθηκε σέ περιτομή; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν οἱ μάγοι ἀπό τήν ἀνατολή πρόσφεραν δῶρα; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν βάσταξε στήν ἀγκαλιά του ὁ Συμεών, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, σέ ποιόν ἔλεγε «τώρα ἄφησέ με νά πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν πῆρε ὁ Ἰωσήφ καί κατέφυγε στήν Αἴγυπτο; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, τό «ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν υἱό μου» σέ ποιόν ἐκπληρώθηκε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιόν βάπτισε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν βεβαίωσε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός νήστεψε στήν ἔρημο καί πείνασε; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καί διακονοῦσαν, ἄν δέν ἦταν τέλειος καί κατά τίς δύο φύσεις; Ποιός κλήθηκε στόν γάμο τῆς Κανᾶ καί μετέβαλε τό νερό σέ κρασί, ἐάν δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός τέλειος, πῶς συνέτρωγε μέ τόν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τά πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κάθησε στό πηγάδι μετά τήν ὁδοιπορία καί ζητοῦσε νερό, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἐνῶ ζητοῦσε νερό ἀπό τήν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερό καί ἔλεγχε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στήν γῆ, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό μέ πηλό νά ἀναβλέψει; Στό μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιός δάκρυσε, καί μέ ποίου τό κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρός τετραήμερος, ἐάν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στό πουλάρι, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιόν δοξολογοῦσαν λέγοντας τό ὠσαννά; Καί πῶς νά διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιά τήν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καί ὅσα μετά τήν προδοσία ἔγιναν στό κριτήριο τοῦ Πιλάτου· τά ραπίσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα στό πρόσωπο καί ὅσα τίς ὧρες μετά τήν προδοσία ἔπαθε γιά χάρη μας. Δέν τά ὑπέμεινε αὐτά ὡς ἄνθρωπος; Τά δέ τοῦ σταυροῦ ποιά γλῶσα νά διηγηθεῖ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, τότε ποιά χέρια καί πόδια καρφώθηκαν, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τά μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροί πῶς ἀνασταίνονταν;

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κρεμάστηκε μέ ληστές στόν σταυρό; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στόν ληστή «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν ἄλειψαν μέ σμύρνα καί ἔθαψαν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα; Ποιόν οἱ ἀπόστολοι στό ὑπερῶο εἶδαν καί ψηλάφησαν, ἐάν δέν ἦταν σάρκα, καί πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐάν δέν ἦταν Θεός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἔφαγε στήν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς μέ κέλευσμα γέμισε τό δίχτυ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἄγγελοι ποιόν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ποιόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τό ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα, τήν ἄχραντη καί ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτός εἶναι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί λόγος, ὁ ἐρχόμενος στόν κόσμο. Τόν ἴδιον ὁμολογῶ Θεό τέλειο καί τέλειο ἄνθρωπο· μέ δύο φύσεις ἑνωμένες σέ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καί δίχως σύγχιση τῶν φύσεων.

Αὐτός θεώρησε ἄξιο νά σαρκωθεῖ, δίχως τροπή τῆς θείας Του φύσεως, ἀπό τήν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατά τήν ψυχή καί τό σῶμα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χρημάτισε ἄνθρωπος μετά ἀπό πρόσληψη σώματος, καί γενόμενος αὐτό πού δέν ἦταν, καί μένοντας αὐτό πού ἦταν, τέλειος καί στά δύο, ἦταν ἐπίγειος καί οὐράνιος· πρόσκαιρος καί ἀθάνατος· ἄναρχος καί ὑποκείμενος στόν χρόνο· παθητός καί ἀπαθής· Θεός καί ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπό δύο τέλειες φύσεις καί γνωριζόμενος ὡς μία ἀπό τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα. Ἔτσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Τήν φωνή αὐτή σάν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί λέει πρός αὐτούς Αὐτός πού ἔλαβε τήν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καί μή φοβᾶσθε». Τούς παρήγγειλε δέ τό ἑξῆς: «Μή πεῖτε σέ κανένα τό ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. Σ᾽ Αὐτόν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. 

"Κήρυγμα επί τη εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού" του αρχιμ. Νικηφόρου Κυπριανού


(του αρχιμ. Νικηφόρου Κυπριανού) 

Ἡ σημερινὴ Δεσποτικὴ γιορτή, ἀδελφοί, μᾶς προκαλεῖ καί μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος Κυρίου καὶ νὰ δοῦμε τὴν δόξα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ δοῦμε τὴν λαμπρότητα τοῦ προσώπου Αὐτοῦ καὶ «νὰ εὑρεθῶμεν φωτοφανεῖς», «ἀλλοιωθέντες τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν ἐκ τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεταμορφώσεως».

Δὲν ὑπάρχει τροπάριο τῆς γιορτῆς ποὺ νὰ μὴν ἀντανακλᾶ τὸ Θεῖο φῶς μὲ τὸ ὁποῖο ἔλουσε ὁ Κύριος τοὺς τρεῖς ἐκ τῶν προκρίτων μαθητῶν· «Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, Φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι φωτί σου σήμερον ἐν Θαβωρίῳ. Φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

Γιατί μεταμορφώθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀδελφοί; Τὸ Συναξάριο τῆς ἡμέρας μᾶς πληροφορεῖ σχετικά. Ὁ Κύριός μας πρὶν τὸ πάθος Του ἔλεγε στοὺς μαθητές Του γιά τὴν σύλληψή Του, τὰ πάθη καὶ τὴν Σταύρωσή Του, ἀκόμη δὲ καὶ γιὰ τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν μαθητῶν Του καὶ τὸ μῖσος ποὺ θὰ εἰσέπρατταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ μὴν ἀπογοητευθοῦν λοιπόν, βλέποντας ὅλα αὐτὰ νὰ ἐπαληθεύωνται, καὶ ἐγκαταλείψουν τὸ ἔργο τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κρατήσουν βέβαιη καὶ σταθερὴ τὴν ἐλπίδα σ᾿ ὅσα οὐράνια τοὺς ὑποσχέθηκε, μεταμορφώθηκε καὶ τοὺς ἔδειξε τὴν δόξα Του, ὅση βέβαια μποροῦσαν νὰ δοῦν, καὶ ἐπείσθηκαν. Βεβαιώθηκαν ὅτι ἡ δόξα Του δὲν θὰ Τὸν ἐγκαταλείψη, ἀλλὰ μὲ αὐτὴν καὶ πάλι θὰ ἔλθη «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς».

Παρέλαβε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς τοὺς τρεῖς ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ «μετεμορφώθη ἐμπρόσθεν αὐτῶν καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια Αὐτοῦ ἐγένοντο λευκὰ ὡς τὸ φῶς». Δεξιὰ δὲ καὶ ἀριστερὰ Αὐτοῦ φάνηκαν ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ Θεόπτης Μωυσῆς, ποὺ συνομιλοῦσαν μαζί Του γιὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν. Γιατὶ ὅμως ὁ Κύριος ἐκ τῶν δώδεκα διάλεξε τρεῖς; Καὶ ἄλλες φορὲς τὸ ἔπραξε· κατά τὴν ἀνάσταση τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου, κατά τὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχὴ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ· γιατὶ ὁ Πέτρος ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ ὅλους τὸν Κύριο· ὁ Ἰωάννης, ὁ πιὸ ἁγνός, ἠγαπᾶτο περισσότερο ἀπὸ τὸν Κύριο· ὁ Ἰάκωβος πρῶτος θὰ γευόταν τὸ πικρὸ τοῦ μαρτυρίου ποτήριο σὰν τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ.

Καὶ γιατὶ ἀπὸ τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διάλεξε δύο μόνο, τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία; Ἕνα μέν, γιὰ νὰ ἀποδειχθῆ ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Ἠλίας καὶ ἄλλος εἶναι ὁ Χριστός· γιὰ νὰ διαλύση τῶν Φαρισαίων τὶς διαδόσεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες. Ἔδειξε μὲ τὴν Μεταμόρφωσή Του ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του καὶ τὸν κόσμο ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Δεσπότης καὶ Κύριος καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ταπεινοὶ ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι. Καὶ δεύτερο, γιὰ νὰ διδάξη μὲ τὴν παρουσία τῶν δύο μεγάλων προφητῶν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἐκ τῶν νεκρῶν ἐπέλεξε τὸν Μωυσῆ καὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς τὸν Ἠλία «ὡς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἔτι ζῶν ἀνελήφθη».

Ἀδελφοί, ὁ Χριστός μεταμορφώθηκε σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Σταύρωσή Του, ἀλλὰ γιορτάζεται στίς 6 Αὐγούστου, δηλ. σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς μεταμορφώθηκε σαράντα ἡμέρες πρὶν τὴν Σταύρωση, ἔτσι καὶ γιορτάζεται σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ «ἐπέχει τὰ δίκαια τῆς σταυρώσεως καὶ τοῦ πάθους». Τοῦτο δὲ γίνεται, γιατὶ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς νὰ γίνεται ἑορτασμός, λόγῳ τῆς περιόδου ποὺ θεωρεῖται πένθιμη.

Ἐμπρὸς λοιπόν, στὸ Θαβώρ νὰ ἀνεβοῦμε καὶ ἂς μεταμορφωθοῦμε ἐκεῖ καθαρίζοντας ἀπὸ τὰ ψυχοφθόρα πάθη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά μας καὶ ἂς «μεθύσουμε» ἀπὸ τὸ πνευματικὸ κρασὶ τῆς Ἀμπέλου, ποὺ εἶναι ὁ Μεταμορφωμένος Κυριός μας. Ἀμήν. 

----------------------------------------------------------------

Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Γλυκῶν Νερῶν

Πρωτοπρ. Παναγιώτης Α. Τσάμπηρας: Το Ευαγγέλιον της Μεταμορφώσεως



Η παρούσα μελέτη κατέδειξε ότι η Μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού, καθώς αύτη περιγράφεται εις τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και ερμηνεύεται υπό των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι εν γεγονός ταυτόχρονα ιστορικό και εσχατολογικόν και περιέχει βαθύτατο χριστολογικό και σωτηριολογικόν περιεχόμενον. Ως εκ τούτου, η Μεταμόρφωσις αποτελεί πραγματικά χαρμόσυνο ευαγγέλιον δια τον άνθρωπον και τον κόσμο εν γένει.
Εν αντιθέσει προς τας φαντασιώσεις του αρχαίου Ελληνορωμαϊκού κόσμου και της αποκρύφου γραμματείας, εν αντιθέσει ακόμη προς την αρχικήν σχολαστικήν θεολογίαν και τον νεώτερον επιστημονικόν ορθολογισμόν της Δύσεως, η Ορθόδοξος ερμηνεία της Μεταμορφώσεως πλημμυρίζει την ανθρώπινην ζωή και τον κόσμον με άπλετο φως, με βαθείαν ανεκλάλητον και αναφαίρετον χαράν.

Επί πλέον η Μεταμόρφωσις του Χριστού φέρει το χαρμόσυνον μήνυμα ότι το σκότος της αμαρτίας και του θανάτου υπερνικάται και ο άνθρωπος επανακτά την αληθή αυτού φύσιν και ωραιότητα και τον αρχικόν αυτού προορισμόν πλησίον του Θεού.

Κατά την Μεταμόρφωσιν του Χριστού τα γεγονότα εκτυλίσσονται τόσον εκ της γης προς τον ουρανόν, όσον και εκ του ουρανού προς την γην. Και ο Θεός και ο άνθρωπος αποκαλύπτεται. Η θεογνωσία και η συμμετοχή του ανθρώπου εις την θείαν ζωήν και δόξαν καθίσταται δυνατή πραγματικότης. Η Μεταμόρφωσις του Χριστού, μεθ' όλης της ευαγγελικής ιστορίας και της ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, είναι μια δυναμική μαρτυρία και εις θείος ευαγγελισμός προς τον άνθρωπον, καθ' ότι δεν υπάρχει διακοπή της συνοχής μεταξύ θείου και ανθρωπίνου, φυσικού και υπερφυσικού, ιστορικού και υπερφυσικού, ιστορικού και εσχατολογικού, ακριβώς διότι πάντα ταύτα συνυπάρχουν εντός του θείου φωτός της Αγίας Τριάδος, εντός του οποίου ευρέθησαν οι τρεις μαθηταί επί του όρους Θαβώρ και δύνανται να ευρεθούν επίσης και οι πιστοί και δεδοξασμένοι όλων των εποχών.

Το θείον φως, ήτοι η θεία δόξα του ζώντος και τριαδικού Θεού, απεκαλύφθη και εις την Παλαιάν Διαθήκην, κατ' εξοχήν όμως απεκαλύφθη εις το πρόσωπον του Ιησού Χριστού και ιδιαιτέρως κατά την Μεταμόρφωσιν αυτού. Από της επόψεως ταύτης η Μεταμόρφωσις του Χριστού είναι πράγματι εις ευαγγελισμός δια τον άνθρωπον και δια την σωτηρίαν του, ακριβώς διότι, βλέποντες την μεταμορφούσαν δόξαν του Χριστού, οι τρεις μαθηταί βλέπουν και είναι εντός αυτής ταύτης της βασιλείας του Θεού, ήτις εν προσώπω και τω έργω του Χριστού ήγγικε και έφθασεν επί των πιστών και όντως υπάρχει εντός αυτών (πρβλ. Μαρκ. 1, 15. Ματθ. 3,2. Λουκ. 17,21). Η βασιλεία του Θεού εν τη Καινή Διαθήκη δεν είναι αποκλειστικώς η εσχατολογική και γενική επικράτησις του Θεού επί της δημιουργίας του μετά το πέρας της ιστορίας, ούτε πάλιν είναι η καθ' όλα πρόοδος της ανθρώπινης κοινωνίας εντός και εκτός της Εκκλησίας. Μάλλον η βασιλεία του Θεού έχει ήδη εγκανιασθή εν τω προσώπω και τω έργω του Χριστού, και πάντες οι πιστοί δύνανται να μετάσχουν αυτής δυναμικώς εις την Εκκλησίαν του Χριστού, όπου τώρα συνεχίζεται το σωτήριον έργο αυτού, αποκαλύπτεται η δόξα του τριαδικού Θεού και οι πιστοί συμμετέχουν εις αυτήν. Κατά ταύτα και καθώς μαρτυρεί αυτή αύτη η Μεταμόρφωσις του Χριστού, η αποκάλυψις και η συμμετοχή εις την δόξαν του Θεού είναι αποκάλυψις και συμμετοχήν εις αυτήν ταύτην την βασιλείαν του Θεού, ήτοι εις το κράτος και εις την χάριν του Θεού. Συνεπώς είναι δυνατόν να συνταυτισθούν οι όροι δόξα, χάρις, άκτιστον φως, κράτος και βασιλεία του Θεού, ως υπέδειξεν η παρούσα μελέτη. Δύναται λοιπόν να λεχθή ότι τόσον εις το όρος της Μεταμορφώσεως όσον και εις τας καρδίας των αγίων πάσης εποχής η αύτη θεία πραγματικότης αποκαλύπτεται και γίνεται κατά χάριν προσιτή εις τους εκλεκτούς, επί τη βάσει της ιδίας αυτών εμπειρίας της προσωπικής αυτών μεταμορφώσεως, ως ετόνισαν οι Πατέρες.

Η εσχατολογική και σωτηριολογική ερμηνεία της Μεταμορφώσεως επίσης υπογραμμίζει ιδιαιτέρως τον χαρμόσυνον και ευαγγελικόν χαρακτήρα του γεγονότος τούτου. Εν αντιθέσει προς άλλα ευαγγελικά γεγονότα, όπως είναι π.χ. ο Ευαγγελισμός και η Ενανθρώπησις, η Μεταμόρφωσις του Χριστού δεν αποτελεί μοναδικόν και υπερανθρώπινον θαύμα, αλλά μάλλον προσφέρει παράδειγμα τελειότητας δια τον άνθρωπον, καθώς ούτος εδημιουργήθη και προορίζεται υπό του Θεού. Με άλλα λόγια, η Μεταμόρφωσις του Χριστού και η συμμετοχή των μαθητών εις αυτήν αποκαλύπτει ακριβώς την φυσική κατάστασιν του ανθρώπου, την κατάστασιν εκείνην την οποία οφείλει να επανακτήση αυτός εν Χριστώ. Πρόκειται βεβαίως περί του αρχικού, προπατορικού κάλλους της καθαράς και προπτωτικής ανθρωπίνης φύσεως, προτού αύτη αμαυρωθή, μετασχηματισθή και παραμορφωθή υπό του κακού, της καταστάσεως δηλαδή του ανθρώπου καθώς ούτος είχε δημιουργηθή κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού. Από της επόψεως ταύτης η Μεταμόρφωσις του Ιησού ως νέου Αδάμ δεικνύει την αποκατάστασιν της παραδοσιακής καταστάσεως του ανθρώπου. Συνεπώς η Μεταμόρφωσις είναι η αποκάλυψις της εν δυνάμει πνευματικότητος της επιγείου ζωής του ανθρώπου κατά την ανωτάτην αυτής εξωτερικήν μορφήν. Ο Υιός του ανθρώπου δίδει το μέτρον της πνευματικής ικανότητος κάθε ανθρώπου και δεικνύει την κατάστασιν των αγίων, οι οποίοι είναι ηνωμένοι μετ' αυτού και εις την μέλλουσαν αυτού παρουσίαν. Όπως οι τρεις απόστολοι εις το όρος της Μεταμορφώσεως, έτσι και οι πιστοί κάθε εποχής απολαμβάνουν το θείον και άκτιστον φως, το οποίον τους διαβεβαιοί ότι το φως αυτό είναι ισχυρότερον του σκότους, η αγάπη ισχυροτέρα του μίσους και η ζωή ισχυροτέρα του θανάτου.

Ετονίσθη βεβαίως ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήλλαξε κατ' ουσίαν, αλλά μόνο εις την εμφάνισιν της υπάρξεώς του, ήτοι της δόξης του, της πάντοτε ενοικούσης εις το πρόσωπόν του, αν και πολλάκις υπήρξε αφανής, ως αφανής συνήθως παραμένει και η δόξα των επί γης αγίων. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να χωρίζεται η ζωή των μαθητών της Εκκλησίας από την ζωήν της Κεφαλής αυτής, ήτοι του Ιησού Χριστού, ο οποίος πληρούται δια της ζωής πάντων των μελών αυτού (Εφ. 1,23. Κολ. 2,9). Δι αυτό υπάρχει εν τη Καινή Διαθήκη μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού και των Χριστιανών (πρβλ. Φιλιπ. 3,20, Ρωμ. 8,23, Α΄ Κορ. 15,44 εξ.) Μάλιστα δε δύναται να λεχθή ότι ολόκληρος η Καινή Διαθήκη προβάλλει και καθοδηγεί προς γενικήν μεταμόρφωσιν εν Χριστώ, ήτοι αναγέννησιν και αναμόρφωσιν, πνευματικήν αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου: Ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις. Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονεν καινά τα πάντα (Β΄ Κορ. 5,17-18. πρβλ. Πετρ. 3,3. Αποκ. 21,1-5). Αναμφιβόλως οι ιερείς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ερμηνεύοντες και διατυπώνοντες το Χριστιανικόν Ευαγγέλιον, στρέφουν την προσοχήν των περί την πνευματικήν μεταμόρφωσιν των Χριστιανών, αν και άλλοι τεχνικοί όροι χρησιμοποιούνται προς περιγραφήν της δια του έργου του Χριστού δημιουργηθείσης πνευματικής καταστάσεως. Η βαθμιαία πενυματική πρόοδος του παλαιού ανθρώπου και η εν τω μέτρω του Χριστού και τη επιπνοία του Αγίου Πνεύματος μεταμόρφωσις αυτού εις νέον άνθρωπον, έχοντα κεκαθαρμένας τας αισθήσεις, κεκαθαρμένον τον νουν και μάλιστα την καρδίαν του, αποτελούν θεμελιώδη διδασκαλίαν και σκοπόν της Χριστιανικής αποκαλύψεως. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται (Ματθ. 5,8). Όταν ο άνθρωπος, ο έχων την καρδίαν καθαράν, θεωρή τον Θεόν, τότε ακριβώς, εντός του θείου φωτός, θεωρεί και τον συνάνθρωπον και τον κόσμον μεταμορφωμένον και δεδοξασμένον. Αυτό ακριβώς είναι και το μόνιμον κήρυγμα και μήνυμα του Χριστιανισμού: η μεταμόρφωσις του ανθρώπου και του κόσμου.

Πράγματι η Μεταμόρφωσις του Χριστού υποδηλοί σαφέστατα ουχί μόνον την μεταμόρφωσιν της ανθρωπίνης φύσεως - σωματικής και πνευματικής- συνολικώς καθ' όλην την ανθρωπότητα, αλλά και ολοκλήρου της υλικής δημιουργίας. Το θείο φως μεταμορφώνει ουχί μόνον το σώμα του Χριστού, αλλά και όλα τα υλικά πράγματα, κάθε ανθρώπινον πρόσωπον και κάθε φυσικόν αντικείμενον. Επί πλέον, όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα αποκτούν εν Χριστώ καινήν ακτινοβολίαν και όλα τα κοινά υλικά πράγματα λαμβάνουν νέα αξία, νόημα και βάθος. Η Μεταμόρφωσις του Χριστού μας υπενθυμίζει ότι όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά λίαν, και, όταν παραμορφώνονται, δύνανται κατά χάριν να επανακτήσουν την αρχικήν των ωραιότητα και αξίαν ως δώρα του Θεού και ως μέσα επικοινωνίας μετά του Δημιουργού. Δια να πραγματοποιηθή τοιαύτη κοσμική μεταμόρφωσις μέσα εις τον κόσμο της πτώσεως και της φθοράς όμως, πρέπει να μεταμορφωθή κάθε πιστός κατά τρόπον, το οποίον υπέδειξεν ο Χριστός. Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι (Μαρκ. 8,34). Τα πάντα δύνανται να μεταμορφωθούν δια της χριστιανικής αυταπαρνήσεως και της άρσεως του Σταυρού. Ο Σταυρός του Χριστού και η δόξα της Μεταμορφώσεως και της Αναστάσεως είναι συνυφασμέναι αλήθειαι και εμπειρίαι εις τον χριστιανικόν ευαγγελικόν βίον. Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος...δεύτε ουν και ημείς...συμπορευθώμεν Αυτώ και συσταυρωθώμεν...ίνα και συζήσωμεν Αυτώ...

Όθεν ο όρος μεταμορφούσθαι δεν είναι απλώς εις μυθολογικός όρος της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητος, αλλά μάλλον δύναται να διαφωτίση το όλον μυστήριον του Ευαγγελίου του Χριστού. Πρώτον, μεταμόρφωσις σημαίνει ότι έκαστος πιστός οφείλει να ομοιωθή προς τον Χριστόν, καθώς γράφει ο Απόστολος Παύλος:... μεταμορφούσθαι τη ανακαινώσει του νοός, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον (Ρωμ. 12,2). Αλλαχού δε γράφει: ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από κυρίου πνεύματος (Β΄ Κορ. 3,18). Τουτοιοτρόπως ο εν Χριστώ πιστός γίνεται τέκνον Θεού και αναμένει την τελικήν και οριστικήν αυτού ένωσιν μετά του Ιησού Χριστού: νυν τέκνα θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα. Οίδαμεν ότι εάν φανερωθή όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστιν ( Α΄ Ιωαν. 3,2 ). Οι Χριστιανοί δεν θα μείνουν γυμνοί και πτωχοί ως εν τω κόσμω τούτω, ούτε θα μείνουν με τον αρραβώνα μόνον του Πνεύματος του Θεού, αλλά θα επενδυθούν κατ' αρχάς και τέλος θα μεταμορφωθούν πλήρως, θα αναστηθούν εν δόξη και θα φέρουν αυτήν την δόξαν του Θεού (πρβλ. Β΄ Κορ. 5,1-5, Α΄ Κορ. 15, 35-55).

Κατά ταύτα η Μεταμόρφωσις δύναται να εκληφθή ως βασικός τρόπος θεωρήσεως του κόσμου και της ζωής υπό των Χριστιανών. Δηλαδή ο κόσμος ούτος και η παρούσα ζωή μεταμορφούνται υπό του φωτός και της αληθείας του Ευαγγελίου, υπό της εν Χριστώ πίστεως, ελπίδος και αγάπης καθώς ομολογεί και ο Απόστολος Παύλος:... ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες (Β΄ Κορ. 6,9-10). Θεμελιώδης βάσις της Χριστιανικής παραδοξολογίας και αισιοδοξίας είναι αυτός ούτος ο Σταυρός του Χριστού, όστις ανατρέπει την ήττα εις νίκην, την ατιμίαν εις τιμήν και δόξαν, τον θάνατον εις νίκην και ζωήν τελείαν και αιώνιον μετά του Θεού. Τοιουτοτρόπως από του παρόντος η ζωή του Χριστιανού μεταμορφούται από δόξης εις δόξαν, και εν τω μεταμορφωθέντι πιστώ Χριστιανώ μεταμορφούται και ο κόσμος ολίγον κατ' ολίγον έως ότου μεταμορφωθούν τα πάντα και οι πάντες και έλθη οριστικώς ο καινός ουρανός και η γη (Αποκ. 21,1 εξ). Τοιούτο λοιπόν είναι το ευαγγέλιον χαράς και αισιοδοξίας, νίκης και ζωής, το οποίον προσφέρει η Μεταμόρφωσις του Χριστού, ήτις, τέλος τονίζει και ότι πέραν από τον θάνατον οι πιστοί αναμένουν την βεβαίαν ανάστασιν και προσδοκούν την εσχατολογικήν παρουσίαν και βασιλεία του Χριστού. Ο πόνος και τα βάσανα του ανθρωπίνου βίου επισκιάζονται από το φως, την χάριν και την χαρά του Θεού, την οποία μας έφερεν εδώ εις τον κόσμον αυτόν η παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ομολογουμένως το μεγαλύτερον στοιχείο της Μεταμορφώσεως του Ιησού Χριστού είναι ακριβώς το θείον φως, στοιχείον τόσον ιστορικόν όσο και εσχατολογικόν, τόσον ψυχολογικόν όσο και δογματικόν, και αναγκαίον δια την θεωρίαν του Θεού και την σωτηρία του ανθρώπου. Το άκτιστον τούτο φως, το οποίον η Ορθόδοξος Εκκλησία εξ αρχής συνέδεσε μετά της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, είναι η δόξα του Θεού. Η δε θεωρία της δόξης του Θεού είναι ακριβώς η θέωσις του ανθρώπου. Η δε θέωσις του ανθρώπου καθιστά προσιτήν την Μεταμόρφωσιν του Ιησού Χριστού και ταυτοχρόνως μαρτυρεί τρανώς περί της μεταμορφώσεως και του ανθρώπου, καθώς ετόνισεν η Ορθόδοξος θεώρησις και ερμηνεία του ευαγγελικού τούτου γεγονότος. Όταν ο άνθρωπος εν πίστει θεάται τον Θεόν, μεταμορφούται ούτος και αντανακλά αυτήν την δεδοξασμένην εικόνα του Θεού εν εαυτώ. Η περί θεωρίας του Θεού διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας και η περί πίστεως διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου πρέπει να νοηθούν ως παράλληλοι και σχεδόν ταυτόσημοι ενέργειαι και λειτουργίαι εις τον Χριστιανόν.

Το ευαγγέλιον της Μεταμορφώσεως του Ιησού Χριστού και του κάθε πιστού ανθρώπου εκφράζεται σαφώς και κατηγορηματικώς εις το επόμενον σπουδαίο απόσπασμα ενός ησυχαστού Πατρός, το οποίον αφ' ενός μεν ανακεφαλαιώνει το όλον θέμα της Μεταμορφώσεως, αφ' ετέρου δε συνδέει την Μεταμόρφωσιν με την Θεία Ευχαριστίαν, η οποία τώρα εκπληροί και διαιωνίζει την Μεταμόρφωσιν του Χριστού και του κάθε πιστού εις την ζωήν της Εκκλησίας, όπου ακριβώς ο Χριστός είναι δυναμικώς παρών και βασιλεύει μετά πάντων των αγίων δια μέσου πάντων των αιώνων:

Ει δε και προοίμιον της εν δόξη μελλούσης ορατής θεού θεοφανείας η εν Θαβωρίω του Κυρίου μεταμόρφωσις, και ταύτην οι απόστολοι οφθαλμοίς σώματος λαβείν κατηξιώθησαν, διατί μη και το προοίμιον και τον αρραβώνα της κατά νουν αυτού θεοφανείας οφθαλμοίς νυν λήψονται ψυχής οι κεκαθαρμένοι την καρδίαν. Επεί δε μη μόνον την εαυτού θεϊκήν υπόστασιν ο του θεού υιός, βαβαί της ανεικάστου φιλανθρωπίας, ήνωσε τη καθ' ημάς φύσει, και σώμα λαβών έμψυχον και ψυχήν έννουν επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνενεστράφη, αλλ' ω θαύματος ουδεμίαν απολειπόντος υπερβολήν, και αυταίς ταις ανθρωπίναις υποστάσεσιν ενούται, των πιστευόντων εκάστω συνανακιρνών εαυτόν δια της του αγίου ασώματος αυτού μεταλήψεως, και σύσσωμος ημίν γίνεται και ναόν της όλης θεότητος ημάς απεργάζεται, και γαρ εν αυτώ τω του Χριστού σωμάτι κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς, πως ουχί δια της θεϊκής αυτής του εν ημίν σώματος αυτού τας ψυχάς περιαστράψας φωτίσει των αξίως μετεχόντων, ως των μαθητών εν Θαβώρ και τα σώματα εφώτισε. Τότε γαρ μήπω φυραθέν τοις σώμασι, το την πηγήν έχον του φωτός της χάριτος εκείνο σώμα των εγγιζόντων τους αξίους έξωθεν εφώτισε, και δια των αισθητών ομμάτων επί την ψυχήν εισέπεμπε τον φωτισμόν. Νυν δ' ανακραθέν ημίν και εν ημίν υπάρχον, εικότως ένδοθεν περιαυγάζει την ψυχήν.

Τώρα πλέον, εν τω μυστηρίω της Χριστιανικής λατρείας και δη εν τη συνάξει της Εκκλησίας και τη μεταλήψει της Θείας Ευχαριστίας έκαστος πιστός μεταμορφούται έσωθεν δια της μυστηριακής ενώσεως αυτού μετά του ενδόξου, θεοποιούντος και μεταμορφούντος Σώματος και Αίματος του Θεανθρώπου Σωτήρος. Ούτως, οσάκις οι πιστοί συνέρχονται επί τω αυτώ και προσφέρεται η Θεία Ευχαριστία, ο ναός γίνεται «όρος μεταμορφώσεως», όπου οι πιστοί ουχί μόνον θεωρούν τον μεταμορφωμένον και δεδοξασμένον Χριστόν, αλλά και οι ίδιοι συνενούνται και συμμεταμορφούνται εν Χριστώ και γίνονται ό,τι είναι εν δυνάμει, ήτοι Σώμα Χριστού και δη και δεδοξασμένου και μεταμορφουμένου.

Επί του όρους της Μεταμορφώσεως συνηντήθη ο άνθρωπος μετά του ενανθρωπήσαντος Θεού, οι επίγειοι μετά των επουρανίων, η ιστορική πραγματικότης μετά της εσχατολογικής τοιαύτης. Η δόξα του Χριστού μεταμόρφωσε τότε τον άνθρωπον και τον έκαμε ικανόν να θεωρή τον Θεόν και να μετέχη της βασιλείας του. Μετά την εμπειρίαν της Μεταμορφώσεως εις το Θαβώρειον όρος ο Πέτρος είπε: καλόν εστιν ημάς ωδε είναι... Ο Χριστός όμως επιμένει οι μαθηταί του να καταβούν πάλιν εις την πεδιάδαν, όπου η κοινωνία υποφέρει και αγωνίζεται. Οι Χριστιανοί δεν συμμετέχουν εις την χάριν της Μεταμορφώσεως δια να απομονωθούν και να αποφύγουν τας ευθύνας τους. Οι σωστοί και πιστοί Χριστιανοί «καταβαίνουν» εις τον κόσμον, δεν αδιαφορούν δια την υπόλοιπον κοινωνίαν. Διεισδύουν εις αυτήν και μεταδίδουν την θεραπείαν της καθάρσεως της ιδίας καρδίας εις όλους. Ο καθημερινός βίος μεταμορφούται, ακριβώς όταν έκαστος πιστός αναλαμβάνη τον πόνον, την μοναξιάν, την λύπη των άλλων ανθρώπων του περιβάλλοντός του.

Εις το τέλος της Θείας Λειτουργίας ο λειτουργός λέγει προς το εκκλησίασμα: Εν ειρήνη προέλθωμεν... Αυτό το προέλθωμεν είναι ακριβώς η ευαγγελική αποστολή να «καταβαίνουν» οι Χριστιανοί από το «Θαβώριον όρος» της Εκκλησίας και να βαδίζουν εις τον κόσμον. Καταβαίνουν όμως με το φως της Μεταμορφώσεως με τη καρδία αυτών. Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τρίαδα προσκηνούντες... Αφού πάθουν την κατά Θεόν αλλοίωσιν, αφού αποκτήσουν την αληθινήν θεογνωσίαν, τότε επιτελείται επιτυχώς η αποστολή της Εκκλησίας εις τον κόσμον. Δεν πραγματοποιείται επιτυχώς όμως, αν δεν προηγηθεί η εμπειρία της Μεταμορφώσεως. Η επιστροφή εις τον πόνον του κόσμου και η ανάληψις του Σταυρού γίνεται τώρα μετά της βεβαιότητος της νίκης και της αναστάσεως. Αυτό πράγματι είναι το μεταμορφωτικόν ευαγγέλιον και έργον της Εκκλησίας εις κάθε τόπον και εις κάθε εποχήν, δια να μεταμορφωθή ο κόσμος, η κοινωνία, και ο κάθε άνθρωπος να γίνει φίλος του Θεού, δεδοξασμένος από το θείον φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Επί του όρους της Μεταμορφώσεως οι μαθηταί εγνώρισαν μιαν πραγματικήν και απόλυτον συμμετοχήν εις την δόξαν του Θεού, αποκαλυφθείσαν εν τω προσώπω του μεταμορφωθέντος Ιησού Χριστού. Απεσπάσθησαν ούτοι από την καθημερινήν ζωήν και έζησαν προς στιγμήν εντός της θείας τάξεως και της θείας ζωής. Εθεώρησαν την αληθή θείαν ωραιότητα του Χριστού και της ανθρωπίνης φύσεως εν Χριστώ και εν εαυτοίς υπό το πρίσμα της αιωνιότητος, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν. Το αυτό ακριβώς βίωμα καλούνται και δύνανται να γνωρίσουν άπαντες οι πιστοί δια της ανόδου εις «το όρος της Μεταμορφώσεως», δια της εισόδου εις την βασιλείαν του Θεού και δια της συμμετοχής εις την Θείαν Ευχαριστίαν, ήτις είναι τώρα και εις το διηνεκές η Μεταμόρφωσις του Χριστού, ακριβώς διότι είναι η θέωσις και η μεταμόρφωσις του ανθρώπου εν Χριστώ.


------------------------------------------------
πηγή: Πρωτοπρ. Παναγιώτη Α. Τσάμπηρα, Η μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού, Εκδ. Αποστολική Διακονία, 2004, σελ. 355-363

ΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΌ ΝΌΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΏΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΎ (ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΊΤΟΥ ΝΑΥΠΆΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΊΟΥ ΒΛΑΣΊΟΥ ΙΕΡΟΘΈΟΥ)

Η θεολογία της εορτής της Μεταμορφώσεως του Χριστού πάντοτε με 
συγκινούσε, μαζί με την θεολογία της εορτής της Αναστάσεως και της
 Πεντηκοστής. Διαβάζοντας κανείς και αυτά ακόμη τα τροπάρια της 
εορτής της Μεταμορφώσεως, αισθάνεται ότι εκείνοι που τα συνέγραψαν
 είχαν εμπειρία του ακτίστου φωτός της θεότητος, το οποίο εκπορεύεται 
από το Σώμα του Χριστού.
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως όμως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, 
ο αγιορείτης αυτός άγιος, όχι μόνο είδε το άκτιστο φως της θεότητος, 
αλλά και ανέπτυξε θεολογικά αυτό το μεγάλο γεγονός και στην συνέχεια
 εντόπισε την διαφορά μεταξύ της στοχαστικής θεολογίας και της ησυχαστικής
 θεολογίας. Η στοχαστική θεολογία συνδέεται με την μεταφυσική, ενώ 
η ησυχαστική θεολογία συνδέεται με την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό 
του νού. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά μεταξύ δυτικής και ορθοδόξου θεολογίας
 καί, βεβαίως, η διαφορά μεταξύ των στοχαστών – μεταφυσικών και των ορθοδόξων 
ησυχαστών Πατέρων.
Η θεωρία του ακτίστου φωτός, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι μέθεξη
 της Βασιλείας του Θεού, και βεβαίως γνωρίζουμε ότι άλλο είναι το βασίλειο του
 Θεού, που είναι ολόκληρη η δημιουργία, η κτίση, και άλλο είναι η Βασιλεία του 
Θεού που είναι η άκτιστη χάρη και ενέργεια του Θεού, η οποία είναι ενυπόστατη,
 αφού “ενεργών ο κεχρημένος τη ενεργεία ήτοι η υπόστασις” (άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός). 
Η μετοχή της βασιλείας του Θεού είναι η κατά διαφόρους βαθμούς μέθεξη και κοινωνία
 μας με την Χάρη του Θεού, της οποίας γευόμαστε ως μέλη όχι του λεγομένου μυστικού
 αλλά του πραγματικού Σώματος του Χριστού.
Όταν ο άνθρωπος μετέχη της ακτίστου δόξης του Θεού, τότε δοξάζεται,
 κατά την ομολογία του Αποστόλου Παύλου “είτε δοξάζεται έν μέλος,
συγχαίρει πάντα τα μέλη” (Α” Κορ. ιβ’, 26), διότι ο δοξασμός ενός μέλους της
 Εκκλησίας έχει συνέπειες σε όλους τους ανθρώπους. 
Για παράδειγμα, ο Προφήτης Μωϋσής δοξάστηκε, εισήλθε στον θείο γνόφο,
 και στην συνέχεια καθοδήγησε τον λαό με τους νόμους, τις συμβουλές και
 την όλη του αναστροφή.
Με αυτές τις προϋποθέσεις αντιλαμβανόμαστε ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία
 δεν μπορούμε να μιλούμε για στρατευομένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία,
 με την έννοια ότι όσοι ζουν βιολογικά ανήκουν στο στράτευμα της Εκκλησίας
 και όσοι κοιμώνται εισέρχονται στον θείο δοξασμό, δηλαδή συμμετέχουν
 στον θρίαμβο του Χριστού. Και αυτό γιατί κάθε άγιος που φθάνει στην
 θεωρία της δόξης του Θεού, και επομένως δοξάζεται, οπωσδήποτε
 συμμετέχει από τώρα στον θρίαμβο του Χριστού. Καίτοι βρίσκεται στην
 βιολογική ζωή, εν τούτοις συμμετέχει στην θριαμβεύουσα Εκκλησία.
 Αν διαβάση κανείς κείμενα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, 
θα δη αυτήν την αλήθεια να διατυπώνεται με θεολογικό και εμπειρικό τρόπο.
Επίσης πρέπει να λεχθή ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνουμε μεγάλη σημασία
 στην μεθοδολογία η οποία οδηγεί στον δοξασμό και στην μετοχή του
 θριάμβου του Χριστού επάνω στον θάνατο. Και αυτό γιατί μια λανθασμένη
 μεθοδολογία, για παράδειγμα η μεταφυσική που συνδέεται με την 
φαντασία, και η ηθικολογία που συνδέεται με εξωτερικές ανθρωποκεντρικές
 διατάξεις, δεν οδηγεί στην θέα του ακτίστου φωτός και στην σωτηρία του 
ανθρώπου. Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί η μετοχή της Βασιλείας του Θεού,
 δηλαδή του ακτίστου φωτός στο μέλλον, δεν μπορεί να πραγματοποιηθή,
 αν ο άνθρωπος δεν έχει από τώρα προετοιμασθή κατάλληλα για τον σκοπό
 αυτό και δεν έχει γευθή ακτίνες αυτής της δόξης.
 Οπότε, μέσα από την κάθαρση της καρδιάς, την νοερά προσευχή,
 που είναι ένδειξη του φωτισμού του νοός, μπορεί ο άνθρωπος να 
μετάσχη στην δόξα του Θεού.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η αξία του ορθοδόξου μοναχισμού, 
ο οποίος διατηρεί ανόθευτη την ορθόδοξη μεθοδολογία, η οποία
 οδηγεί στην θέωση, που είναι ο σκοπός του ανθρώπου. 
Έξω από αυτήν την ορθόδοξη μεθοδολογία επικρατεί η εκκοσμίκευση
 της πίστεως και της χριστιανικής ζωής.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε όλα τα έργα του ομιλεί για την
 ορθόδοξη αυτή μέθοδο. Σε ένα κείμενό του γράφει ότι χρειάζεται 
αληθινή πίστη, γιατί η αλλοίωση της πίστεως δεν οδηγεί στην εκπλήρωση
 του σκοπού της υπάρξεως του ανθρώπου. “Πιστεύοντες δέ,
 ως εδιδάχθημεν παρά των υπό του Χριστού φωτισθέντων”. 
Κάνει λόγο για φωτισμένους Πατέρας, για υπακοή σε αυτούς κ
αι για διαφύλαξη της πίστεως. Δεν αρκεί όμως αυτό, αλλά χρειάζεται
 και πορεία προς την προσωπική βίωση του ακτίστου φωτός:
 “οδεύσωμεν προς την λάμψιν του φωτός εκείνου”.
 Δεν πρόκειται για μια πολυτέλεια στην πνευματική ζωή, αλλά για
 τον αυθεντικό σκοπό της υπάρξεώς μας. Για τον σκοπό αυτόν
 απαιτείται κάθαρση της διανοίας από τους γηίνους μολυσμούς,
 με την περιφρόνηση κάθε πράγματος που είναι τερπνό και ωραίο,
 αλλά όμως δεν είναι μόνιμο. “Το όμμα της διανοίας των γηίνων 
μολυσμών εκκαθάρωμεν, πάν περιφρονούντες τερπνόν και περικαλές,
 ό μη μόνιμον”. Το τερπνόν που δεν είναι μόνιμο είναι η ηδονή που
 προκαλεί οδύνη και “τή ψυχή περιβάλλει τον δυσειδή χιτώνα της αμαρτίας”.
 Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σαφώς υποστηρίζει ότι
 απαλλασσόμαστε από το πυρ της κολάσεως “ελλάμψει και επιγνώσει
 του αΰλου και αϊδίου φωτός της του Κυρίου Μεταμορφώσεως”.
Η θεολογία της Μεταμορφώσεως συνδέεται αναπόσπαστα με την
 μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για την βίωση αυτού του
 μεγάλου φωτός, η ορθόδοξη πίστη συνδέεται με τον ορθόδοξο 
ησυχασμό, γιατί όταν το ένα αποσυνδέεται από το άλλο, τότε
 καταλήγουμε ή στην μεταφυσική ή στην εξωτερική καθηκοντολογία, 
που δεν σώζουν τον άνθρωπο.
Πολλές φορές σκέπτομαι ότι εμείς οι σύγχρονοι Χριστιανοί ψάλλουμε 
τα ωραία τροπάρια της Μεταμορφώσως του Χριστού και μάλιστα το
 απολυτίκιο της εορτής, παρακαλούμε τον Θεό: 
“λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αΐδιον” 
ή προσευχόμαστε με την ευχή της πρώτης ώρας “σημειωθήτω
 εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως
 το απρόσιτον”, αλλά η όλη εκκλησιαστική μας ζωή κινείται σε μια
 τροχιά εκτός της πορείας προς την θέα του ακτίστου φωτός.
 Υφίσταται, δηλαδή, μια κρίση ταυτότητος των μελών της Εκκλησίας,
 όταν δεν συντονίζονται στην βίωση της καθαρτικής, φωτιστικής
 και θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Η σύγχρονη επιστήμη θαμπώνει τον άνθρωπο, επειδή κάνει λόγο 
για “χαρτογράφηση του γενετικού κώδικα”, για “αποκωδικοποίηση 
του γενετικού κώδικα”, ώστε να θεραπευθούν πολλές ασθένειες
 και να γίνη παράταση – επιμήκυνση της βιολογικής ζωής και όμως
 παραγνωρίζεται ότι η μεγαλύτερη ασθένεια του ανθρώπου είναι ο 
θάνατος, ο οποίος καταργείται μόνον με την μετοχή στην δόξα του
 Χριστού. Λησμονείται επίσης ότι ο πραγματικός γενετικός κώδικας, 
το πνευματικό άαα του ανθρώπου είναι το καθ’ ομοίωση, η θέωση που
 είναι ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου και όσο δεν
 εκπληρώνεται αυτός ο σκοπός τόσο ο άνθρωπος παραμένει κενός.
 Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα που κοινοποιήθηκε η ανακάλυψη
 για την αποκωδικοποίηση του γενετικού κώδικα (27 Ιουνίου 2000)
 μια εφημερίδα (Ελευθεροτυπία) έγραψε: “η ταυτότητα (τής ζωής) ευρέθη,
 το νόημα αναζητείται…”. Όταν ο άνθρωπος δεν βρη το νόημα της ζωής, 
τότε η ζωή του είναι μια τραγωδία.
Η ανθρώπινη επιστήμη, όταν δεν νοηματοδοτείται από το φως του Θεού
, γίνεται καταστροφή για τον άνθρωπο. Απτό παράδειγμα είναι αυτό που
 συνέβη στις 6 Αυγούστου του έτους 1945 στην Χιροσίμα. 
Ενώ η Εκκλησία εόρταζε την Μεταμόρφωση του Χριστού και υμνούσε 
το φως της θεότητος του Χριστού που σκορπά ειρήνη, χαρά και
 προσφέρει στον άνθρωπο την υπέρβαση του θανάτου, στην Χιροσίμα
 έλαμψε ένα άλλο φώς, το φως του συγχρόνου ανθρώπου, 
η ατομική βόμβα, που δημιούργησε καταστροφή, πόνο, θλίψη, θάνατο. 
Δύο φώτα, το κτιστό και το άκτιστο, δύο διαφορετικοί κόσμοι με αντίθετα 
αποτελέσματα.
Η Μεταμόρφωση του Χριστού σε συνδυασμό με τον Σταυρό 
και την Ανάσταση του Χριστού, καθώς επίσης και με την μεγάλη
 εορτή της Πεντηκοστής, κατά την οποία οι Μαθητές έγιναν μέλη 
του Σώματος του Χριστού, δείχνουν τον σκοπό και το νόημα της 
υπάρξεως του ανθρώπου. Δυστυχώς εμείς παραμένουμε μακρυά 
από την Μεταμόρφωση του Χριστού, και ζούμε μέσα στην
 παραμόρφωση της εικόνος μας.Απομακρυνόμαστε από την 
πορεία προς την θέωση και κατατριβόμαστε σε πορεία προς την
 απανθρωποποίηση. Ψάλλουμε τα τροπάρια της Μεταμορφώσεως του
 Χριστού και μέσα στην ψυχή μας ζούμε την τραγικότητα της πτωτικής
 καταστάσεως.
“…Χριστέ ο Θεός,… λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως του το
 αΐδιον πρεσβείαις της Θεοτόκου φωτοδότα δόξα σοι”.

Μέσα στὸ φῶς τῆς Μεταμόρφωσης Anthony Bloom


Ὑπάρχουν στιγμὲς τῆς πνευματικῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τῆς πιὸ συνηθισμένης καθημερινῆς ζωῆς τόσο ὡραῖες, τόσο ὑπέροχες ποὺ νὰ μᾶς κάνουν νὰ θέλουμε τὸ χρόνο, τὴ ζωή, τὴν αἰωνιότητα νὰ σταματήσουν ἐκεῖ ὥστε τίποτα ἄλλο νὰ μὴν ξανασυμβεῖ ποτέ. Αὐτὸ εἶχαν νιώσει οἱ Ἀπόστολοι ποὺ ὁ Χριστὸς εἶχε πάρει μαζί Του πάνω στὸ ὄρος τῆς Μεταμόρφωσης, αὐτὸ ἤθελε νὰ ἐκφράσει ὁ Πέτρος ὅταν ἔλεγε: «Κύριε, εἶναι καλὸ νὰ εἴμαστε ἐδῶ, ἂς κτίσουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ Σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία κι ἂς μείνουμε ἐδῶ μέσα στὶς ἀκτίνες τοῦ ἄυλου αὐτοῦ, θεϊκοῦ φωτός, τυλιγμένοι μέσα σ' αὐτὴ τὴν ὑπέροχη εἰρήνη».

Οὔτε ὁ Πέτρος ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι δὲν πρόσεξαν τότε κάτι ποὺ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀργότερα μετέδωσαν σὲ ἄλλους, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς μεταμορφώθηκε (φάνηκε μέσα στὴ λάμψη τῆς αἰώνιας δόξας) τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας Τοῦ μιλοῦσαν σχετικὰ μὲ τὸ ταξίδι Του στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴ Σταύρωσή Του. Ἐδῶ, ὅπως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης βλέπουμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς ἦταν ἱκανοὶ νὰ ξεχωρίζουν τὰ λαμπρὰ καὶ θαυμάσια πράγματα παραβλέποντας πολὺ συχνὰ τί τίμημα εἶχαν αὐτὰ γιὰ τὸ Χριστό. Ὁ Ἅγ. Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μιλώντας σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ εἶχε πεῖ: «Ζήτησε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ,τιδήποτε σοῦ χρειάζεται, νὰ θυμᾶσαι ὅμως τὴν τιμὴ ποὺ Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἱκανοποιεῖ τὰ αἰτήματά σου». Ἤθελε μὲ αὐτὸ νὰ πεῖ: «Μὴ ζητήσεις κάτι ἀνάξιο τῆς θυσιασμένης θεϊκῆς ἀγάπης, τοῦ θανάτου καὶ τῆς Σταύρωσης τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ».

Ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἀπόστολοι, ὅταν ζοῦμε τὶς καλύτερές μας στιγμὲς εὐχόμαστε ὁ χρόνος νὰ σταθεῖ καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ παραμείνουμε γιὰ πάντα, σὲ τί; Στὴν ξεγνοιασιά, νὰ μπορέσουμε νὰ ξεχάσουμε γιὰ πάντα ὅτι φοβερὰ πράγματα συμβαίνουν κάποτε στὶς δικές μας ζωὲς καὶ τὶς ζωὲς τῶν ἄλλων, ὅτι ὑπάρχουν καταστάσεις ὅπως ἡ μοναξιά, ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ φόβος, ὅτι ὑπάρχουν φρίκες ὅλων τῶν εἰδῶν. Θέλουμε νὰ μποῦμε στὴ θαυμαστὴ εἰρήνη τοῦ μεταμορφωμένου κόσμου ποὺ ὅλοι προσδοκοῦμε μὰ ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποκαλυφθεῖ, δὲν ἔχει γίνει πραγματικότητα, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ πιστεύουμε καὶ τὸν ὁποῖο σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ζήσουμε στὸ μεγάλο καὶ θαυματουργό του βάθος. Πρέπει ὅμως νὰ θυμούμαστε ὅτι μιὰ τέτοια ἐμπειρία μᾶς δωρίζεται γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μπάσουμε τὴν ἀκτινοβολία αὐτὴ τῆς Μεταμόρφωσης μέσα στὸ σκοτεινό, κρύο, θλιμμένο κόσμο.

Ὅταν ὁ Μωυσῆς στάθηκε ἀπέναντι στὸ Θεὸ πάνω στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ φωτίστηκε ἀπὸ τὴ Δόξα Του εἶχε τόσο πολὺ ἀπορροφηθεῖ μέσα στὸ φῶς ὥστε ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν ἀντέχουν τὴ λάμψη τοῦ προσώπου του. Τέτοιοι ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς ὑστέρα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ἑνὸς οὐράνιου ἤ ἐπίγειου μεταμορφωτικοῦ θαύματος. Αὐτὸ ποὺ συνέβηκε στοὺς ἀποστόλους καὶ στὸ Μωυσῆ θὰ πρέπει νὰ συμβεῖ καὶ σ' ἐμᾶς.

Ὁ Μωυσῆς δὲν παρέμεινε στὸ ὄρος γιὰ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, ὅπως μιλᾶ κανεὶς σὲ κάποιο φίλο του, γιὰ νὰ ἐντρυφᾶ συνεχῶς στὴ θεϊκὴ δόξα, ἀλλὰ οὔτε καὶ στοὺς ἀποστόλους δὲν ἐπιτράπηκε νὰ παραμείνουν στὸ ἔνδοξο ὄρος τῆς Μεταμόρφωσης. Ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε: « Ἄγωμεν ἐντεῦθεν». Κατέβηκαν λοιπὸν στὰ πεδινά, στὴν πεδιάδα τῆς Παλαιστίνης κι ἐκεῖ συνάντησαν αὐτὸ τὸ ὁποῖο μᾶς περιγράφεται: τὴν ἀπαρηγόρητη θλίψη τῶν γονιῶν καὶ τῶν γνωστῶν τοῦ παιδιοῦ τὸ ὁποῖο ὑπέφερε ἀπὸ μία ἀνίατη ἀρρώστια καὶ κάτι ἴσως ἀκόμη χειρότερο, τὴ θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ στοὺς ὁποίους ὁ πατέρας εἶχε στραφεῖ ἦταν ἀνίκανοι νὰ βοηθήσουν. Ὁ Χριστὸς μόνο μπόρεσε νὰ βοηθήσει κι ἔκανε τὸ παιδὶ καλά. Ὅταν οἱ μαθητὲς Τὸν ρώτησαν γιατί οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ κάνουν ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ».

Συμβαίνει κάποτε νὰ ἀξιωνόμαστε τὴν ἐμπειρία ἑνὸς μεταμορφωμένου κόσμου, τὴν ἐμπειρία τῆς εἰσόδου στὸν κόσμο ἑνὸς στοιχείου θαυμαστοῦ, θεϊκοῦ• τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὀφείλουμε νὰ τὴ συντηρήσουμε σὰν ἕνα πολύτιμο δῶρο κι ἔπειτα νὰ βγοῦμε στὸν κόσμο γιὰ νὰ τὴ μοιραστοῦμε μὲ τοὺς ἄλλους. Θὰ μπορέσουμε ὅμως νὰ τὴ μεταδώσουμε μόνο ἂν ἐπωμιστοῦμε τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς. Ἡ νηστεία δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλῶς ἡ φυσικὴ νηστεία ἀλλὰ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὁτιδήποτε ἔχει γιὰ κέντρο τοὺς ἑαυτούς μας, ἀπὸ τὴν κάθε αὐτοαγάπη, τὸν κάθε ἐγωισμό, τὴν κάθε πνευματικὴ καὶ συναισθηματικὴ ἀπληστία, τὴν κάθε ἐπιθυμία γιὰ κατοχὴ ἤ γιὰ ἀνεξέλεγκτη ἐλευθερία. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ πετύχουμε μόνο ἂν προσευχόμαστε, καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ αὐτὸ ὄχι ἂν ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνουμε τὶς λέξεις μιᾶς προσευχῆς ἀλλὰ ἂν βιάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ εἰσχωροῦν στὸ πνεῦμα καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἁγίων, ἂν προσπαθοῦμε μὲ ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας μέσα σ' αὐτὸ τὸ συννεφιασμένο, σκοτεινό, ὀρφανεμένο κόσμο νὰ παραμένουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ζωντανὸ Θεὸ ποὺ εἶναι φῶς, χαρὰ καὶ ζωή.

Ἂς μελετήσουμε τὴ Μεταμόρφωση. Ἂς ἀναλογιστοῦμε τὶς στιγμὲς ἤ τὶς περιόδους τῶν ζωῶν μας στὶς ὁποῖες εἴχαμε ζήσει σ' ἕνα μεταμορφωμένο κόσμο, στὶς ὁποῖες τὸ κάθε τί μέσα καὶ γύρω μας φωτιζόταν ἀληθινὰ ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Μὲ τὸ φῶς αὐτὸ ἂς πλησιάσουμε τὸ κάθε πρόσωπο, ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς: ἂς τοὺς προσφέρουμε τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...