Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Κυπριανού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Κυπριανού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

Εις την Εορτήν των Ασωμάτων(8 Νοεμβρίου)




Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Γλυκῶν Νερῶν


Ἱερὴ λειτουργικὴ ἀναστάσιμη σύναξη ἀλλὰ καὶ φαιδρὴ πανήγυρη πρὸς τιμὴν τῶν Ἀρχιστρατήγων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ «πασῶν τῶν τιμίων, ἐπουρανίων, θείων, ἀΰλων, νοερῶν δυνάμεων Ἀσωμάτων» γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ λόγος λοιπὸν σήμερα γιὰ τὰ λειτουργικὰ αὐτὰ πνεύματα, τὰ «εἰς διακονίαν καὶ σωτηρίαν» ἡμῶν ἀποστελλόμενα. Τιμοῦμε σήμερα τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ Ἀρχαγγέλους, τοὺς ἁγίους Ταξιάρχες καὶ τοὺς λοιποὺς ἁγίους Ἀσωμάτους, οἱ ὁποῖοι ἔνδοξοι καὶ μακαριστοὶ παραστέκουν στὸ θρόνο τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ ὑμνοῦν ἀσταμάτητα τὸν Κύριο τῆς δόξης. Τιμοῦμε τὰ «Χερουβεὶμ» καὶ τὰ «Σεραφεὶμ» «τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα καὶ βοῶντα» τὸν τρισάγιον ὕμνον. Τιμοῦμε ἐπίσης σήμερα τὸν φύλακα Ἄγγελο τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς, «τὸν πιστὸν ὁδηγόν, τὸν φύλακα τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων ἡμῶν». Αὐτὸν ποὺ μᾶς προστατεύει σὲ κάθε ἀνάγκη καὶ πειρασμὸ καὶ θλίψη καὶ σώζει τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ διαφυλάττει τὴ ζωή μας ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ κόσμου.
Ὑπάρχει σὲ μᾶς ἔλλειμμα πίστεως, διαφορετικὰ θὰ βλέπαμε ἀγγέλους καὶ Ἀρχαγγέλους νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν συμβάλλοντας μὲ τὶς ἀγγελικές τους δυνάμεις στὸ ἔργο τῆς ψυχικῆς σωτηρίας μας. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκατάπαυστη δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ κύριο ἔργο τους, ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς ἐμᾶς ὡς διάκονοι καὶ ὑπηρέτες τῆς δικῆς μας σωτηρίας. Πολὺ ἐκφραστικὰ καὶ λυρικὰ ἡ τῶν οὐρανίων στρατιῶν χάρις διὰ τῶν Ἀρχιστρατήγων παρέχεται σὲ μᾶς τοὺς ἀναξίους, μὲ τὴν σκέπη τῶν πτερύγων τῆς ἀΰλου δόξης Αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώνουν ἡμᾶς ὡς ταξιάρχαι τῶν ἄνω δυνάμεων, ὅπως χαρακτηριστικὰ στὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τους ψάλλουμε.
Ἀδελφοί. Οἱ ἐπιθέσεις καὶ οἱ προσβολὲς τοῦ πονηροῦ, οἱ πειρασμοί, εἶναι εὐκαιρίες νὰ αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία καὶ τὴν βοήθεια τοῦ φύλακα ἀγγέλου τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Ἰδιαίτερα τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν ἀγγέλων, τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ. Τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἐκφράζει ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς τῆς ἑορτῆς καὶ στὸ δοξαστικὸ τῶν Αἴνων ψάλλει: «Ὅπου ἐπισκιάσῃ ἡ χάρις σου Ἀρχάγγελε, ἐκεῖθεν τοῦ διαβόλου διώκεται ἡ δύναμις, οὐ φέρει γὰρ τῷ φωτί σου προσμένειν ὁ πεσὼν Ἑωσφόρος. Διὸ αἰτοῦμέν σε, τὰ πυρφόρα αὐτοῦ βέλη τὰ καθ’ ἡμῶν κινούμενα, ἀπόσβεσον τῇ μεσιτείᾳ σου, λυτρούμενος ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων αὐτοῦ, ἀξιοΰμνητε Μιχαὴλ Ἀρχάγγελε». Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀπευθύνεται καὶ στοὺς δυὸ Ἀρχαγγέλους, Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, ἀναφωνεῖ: «Ἀρχιστράτηγοι Θεοῦ, λειτουργοὶ θείας δόξης τῶν ἀνθρώπων ὁδηγοὶ καὶ ἀρχηγοὶ ἀσωμάτων αἰτήσασθε τὸ συμφέρον ἡμῶν καὶ τὸ μέγα ἔλεος». Ὅμως ἀγαπητοί μου, οἱ δυὸ Ἀρχιστράτηγοι, ὁ προσωπικὸς ἄγγελος τοῦ καθ’ ἑνὸς ἀπὸ μᾶς ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι ποὺ θέλουν καὶ ἐπιδιώκουν τὴ σωτηρία μας, γιὰ νὰ μᾶς προστατεύουν καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν θέλουν νὰ μᾶς βλέπουν νὰ ὑπακοῦμε ὅπως καὶ αὐτοὶ στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πειθαρχοῦμε σ’ αὐτό. Τότε οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι γίνονται γιὰ μᾶς πιστοὶ φύλακες, ἄγρυπνοι φρουροὶ καὶ γενναῖοι ὑπερασπιστές. Ἐπιτίθενται ἐναντίον τοῦ σατανᾶ καὶ τὸν συντρίβουν.
Ἀδελφοί. Οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς πληρώνουν μεγάλα ποσὰ γιὰ νὰ ἔχουν φύλακες, σωματοφύλακες κ.λπ. Σὲ μᾶς ὁ Θεὸς χάρισε δωρεὰν «Ἄγγελον εἰρήνης φύλακα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». Μὴ τὸν διώχνουμε μὲ τὴν ἄτακτη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή μας.
Ἀμὴν.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ  ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

Σάββατο, Νοεμβρίου 02, 2013

Κυριακή Ε ́ Λουκᾶ (Λουκ. 16, 19-31) «Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος... πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος»Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ

«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος... πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος»
Ὁ Κύριος, ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, στὴν σημερινὴ παραβολὴ πολὺ ἐκφραστικὰ παρουσιάζει τὴν μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἀνώνυμου πλουσίου ποὺ εἶχε μεταβάλει τὸν ἑαυτό του σὲ πρᾶγμα γιὰ χάρη τοῦ πλούτου ποὺ ἦταν γιὰ αὐτὸν πρόσωπο, καὶ τοῦ ἐπώνυμου φτωχοῦ ποὺ παρὰ τὴν φτώχεια του ἦταν πρόσωπο, ἦταν ἐπώνυμος.
Παρουσιάζονται σήμερα δυὸ εἰκόνες τόσο ἀντίθετες μεταξὺ τους μὰ καὶ τόσο συγκλονιστικές. Παρουσιάζονται οἱ μεγάλες ἀντιθέσεις τῆς ζωῆς. Πλούσιοι καὶ φτωχοί. Τὸ δρᾶμα τῶν ἐποχῶν. Κοινωνικὲς διακρίσεις μὲ μισάνθρωπα ἐπακόλουθα. Χέρια χρυσοστόλιστα ποὺ ὑψώνονται προκλητικὰ καὶ γροθιὲς σφιγμένες ποὺ σηκώνονται ἐπαναστατικά. Πορφυροντυμένοι καὶ γυμνοί. Χορτᾶτοι καὶ πεινασμένοι. Ἀρχοντόσπιτα καὶ καλύβες. Ἄλλοι εὐφραίνονται «καθ ̓ἡμέραν λαμπρῶς» καὶ ἄλλοι ἐπιζητοῦν μερικὰ ψίχουλα. Ἄλλοι ζοῦνε σὲ μία ἐκθαμβωτικὴ πολυτέλεια καὶ ἄλλοι ἀργοπεθαίνουν ξαπλωμένοι στὶς ψάθες. Ἄλλοι πεινοῦν καὶ ἄλλοι μεθοῦν. Ἐκδιπλώνεται ἐπίσης ἀνάγλυφα ἡ σημερινὴ κατάσταση μὲ ζωντάνεμα τοῦ λεγομένου κοινωνικοῦ προβλήματος τῆς κοινωνικῆς-οἰκονομικῆς ἀνισότητος. Πλοῦτος καὶ φτώχεια, ἀρχοντικὴ καλοπέραση καὶ τραγικὴ δυστυχία. Ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἐκπροσωπεῖ τὴν τάξη ἐκείνη τῶν ἰσχυρῶν τοῦ χρήματος ποὺ δὲν ἔχει αἰσθήματα, ποὺ δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ κακοπέραση καὶ φτώχεια, ποὺ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ προσεγγίση τὴν μάστιγα ποὺ εἶναι ἡ φτώχεια. Ὁ πλούσιος ἐπίσης, δεμένος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὴν ἐγωκεντρικὴ καὶ δαιμονική του ἀτομικότητα δὲν ἔχει μάτια, γιὰ νὰ δῆ γύρω του, δίπλα του, στὴν αὐλή του. Νὰ δῆ συγκεκριμένα τὸ φτωχὸ Λάζαρο ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὶς στρατιὲς τῶν πεινασμένων, τὰ πληγωμένα σώματα, τὶς συντριμμένες καρδιές, τὸ ἐξουθενωμένο φιλότιμο, τὴν πληγωμένη ἀξιοπρέπεια. Αὐτὰ ἀκριβῶς ἐκφράζει ὁ φτωχός, ὁ Λάζαρος, δηλαδὴ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴν γύμνια, τὴν πεῖνα ἀλλὰ καὶ τὴν καρτερία καὶ ὑπομονή. Προσπαθεῖ νὰ χορτάση τὴν πεῖνα του ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου. Καὶ ὑπομένει. Καὶ ἐλπίζει. Καὶ προσδοκᾶ. Αὐτὰ ὅμως συνθέτουν τὴν πρώτη εἰκόνα.
Διότι ὑπάρχει καὶ ἀποκαλύπτεται σήμερα καὶ ἡ μεταφυσικὴ πραγματικότητα. Κόλαση, φωτιά, δίψα, σκοτάδι εἶναι ἡ συντροφιὰ τοῦ πλουσίου. Ἐνῶ φῶς, δροσιά, χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία εἶναι ὁ μισθὸς τοῦ Λαζάρου. Δυὸ ἀκόμη ὀξύτατες ἀντιθέσεις ποὺ θέτουν ἐνώπιόν μας τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται καὶ ἡ μετὰ θάνατον θέση μας στὴν αἰωνιότητα. Καὶ εἶναι λάθος νὰ νομίζουμε πὼς ὁ Χριστὸς θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν εἰσιτήριο στὴν Βασιλεία Του. Ὄχι. Ἀπόδειξη ὑπάρχει ἡ παραδειγματικὴ τιμωρία τοῦ φτωχοῦ ἀλλὰ ἀχάριστου δούλου, ποὺ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ του πρὸς τὸν σύνδουλό του «παρεδόθη τοῖς βασανισταῖς». Ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια εἶναι καταστάσεις ξεχωριστὲς καὶ οὐδέτερες, ποὺ γίνονται ἐπαινετὲς ἢ ἀξιόμεμπτες ἀνάλογα μὲ τὴν χρησιμοποίησή τους. Εἰδικὰ γιὰ τὸν Ἰὼβ ἔχει γραφῆ «οὔτε πλοῦτος ἐφύσησεν, οὔτε πενία ἐταπείνωσεν ἀκουέτωσαν πλούσιοι, ἀκουέτωσαν πένητες». Οὔτε ὁ πλοῦτος τὸν ἔκανε ὑπερήφανο, οὔτε ἡ φτώχεια τὸν ἔκανε νὰ χάση τὸ θάρρος του καὶ τὴν πίστη του. Ὁ πλοῦτος εἶναι καλὸς ἢ κακὸς ἀνάλογα μὲ τὰ χέρια ποὺ τὸν κρατοῦν. Ἀλλοίμονο σὰν πέση σὲ ἀνάξια χέρια. Γίνεται ποτάμι ποὺ πνίγει. Γίνεται ὄλεθρος καὶ ἀπώλεια. «Πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσε τὸ χρυσίον» (Σοφ. Σειρ. 8, 2).
Ἡ δίψα τοῦ πλούτου παρασύρει καὶ παραπλανᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς στήνει μύριες παγίδες θανάτου καὶ τοὺς ἀφαιρεῖ κάθε πνευματικὴ ἰκμάδα. «Οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμία πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβερὰς (Α ́Τιμ. 6, 9). Γι ̓ αὐτὸ ὁ ψαλμωδὸς ὑπενθυμίζει «ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται ὁ πτωχὸς» (ψαλμ. 9, 23). Ἂν τὰ ἀνάξια χέρια, ἀγαπητοί μου, σκορπίζουν ἀπερίσκεπτα καὶ ἀκόλαστα τὸν πλοῦτο ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός, τὰ ἄξια καὶ θεοκίνητα χέρια προσφέρουν καὶ διακονοῦν τὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Κλείνουν πληγές, θεραπεύουν τραύματα, ντύνουν γυμνούς, τρέφουν πεινασμένους, προστατεύουν χῆρες καὶ ὀρφανά, οἰκοδομοῦν ἄσυλα ἀγάπης, χτίζουν καὶ στολίζουν ναοὺς τοῦ Θεοῦ. Σὲ τέτοια χέρια ὁ πλοῦτος γίνεται ὑπηρέτης τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας ποὺ λέγεται καὶ εἶναι φλοθεΐα. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης ξέρει ὅτι «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχὸν (Παρ. 19-17). Στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης ὅλοι μποροῦν νὰ προσφέρουν. Κάθε θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν γιὰ χάρι τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ μικρὴ καὶ ἀσήμαντη. Τὴν δέχεται ὅμως μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ διαβεβαιώνει «Ἐφ ̓ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25-40).
Ἀδελφοί μου, ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. Εἶναι ἡ εἴσοδος στὴν πραγματικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Ἐκείνη ἡ μέλλουσα ζωὴ παρουσιάζει τὶς ἴδιες ἀντιθέσεις ποὺ συμβαίνουν καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Καθὼς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιον ἄλλη θὰ εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ἄλλη γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀμετανόητους γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κακία τους. Γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ, τὸ αἰώνιο μέλλον ἐπιφυλάσσει εὐτυχία οὐράνια, ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν ἐπίγεια καὶ ὑλικὴ «δῆθεν εὐτυχία». Ἂν στὴν ἐπίγειο ζωὴ ἦταν φτωχοὶ καὶ ἄστεγοι, ἂν περιφρονήθησαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἀνάγκες καὶ θλίψεις καὶ ἀσθένειες τοὺς ταλαιπώρησαν, ἐκεῖ στὸν οὐρανὸ θὰ βροῦν τὴν τέλεια ἀνάπαυση καὶ εὐτυχία. Γιὰ αὐτοὺς εἶναι ἕτοιμο τὸ οὐράνιο δεῖπνο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου, «τὴν δυστυχία» ποὺ περιμένει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀμετανόητους ἁμαρτωλοὺς παρουσίασε σήμερα ὁ Κύριος στὸ πρόσωπο τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς. Αὐτός, ἀφοῦ πέθανε καὶ ἐτάφη καὶ παρέδωσεν τὴν ψυχήν του, εὑρέθη «ὑπάρχων ἐν βασάνοις». Ζῆ πλέον μέσα στὴν ὀδύνη, 

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

"Κήρυγμα επί τη εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού" του αρχιμ. Νικηφόρου Κυπριανού


(του αρχιμ. Νικηφόρου Κυπριανού) 

Ἡ σημερινὴ Δεσποτικὴ γιορτή, ἀδελφοί, μᾶς προκαλεῖ καί μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος Κυρίου καὶ νὰ δοῦμε τὴν δόξα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ δοῦμε τὴν λαμπρότητα τοῦ προσώπου Αὐτοῦ καὶ «νὰ εὑρεθῶμεν φωτοφανεῖς», «ἀλλοιωθέντες τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν ἐκ τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεταμορφώσεως».

Δὲν ὑπάρχει τροπάριο τῆς γιορτῆς ποὺ νὰ μὴν ἀντανακλᾶ τὸ Θεῖο φῶς μὲ τὸ ὁποῖο ἔλουσε ὁ Κύριος τοὺς τρεῖς ἐκ τῶν προκρίτων μαθητῶν· «Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, Φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι φωτί σου σήμερον ἐν Θαβωρίῳ. Φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

Γιατί μεταμορφώθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀδελφοί; Τὸ Συναξάριο τῆς ἡμέρας μᾶς πληροφορεῖ σχετικά. Ὁ Κύριός μας πρὶν τὸ πάθος Του ἔλεγε στοὺς μαθητές Του γιά τὴν σύλληψή Του, τὰ πάθη καὶ τὴν Σταύρωσή Του, ἀκόμη δὲ καὶ γιὰ τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν μαθητῶν Του καὶ τὸ μῖσος ποὺ θὰ εἰσέπρατταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ μὴν ἀπογοητευθοῦν λοιπόν, βλέποντας ὅλα αὐτὰ νὰ ἐπαληθεύωνται, καὶ ἐγκαταλείψουν τὸ ἔργο τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κρατήσουν βέβαιη καὶ σταθερὴ τὴν ἐλπίδα σ᾿ ὅσα οὐράνια τοὺς ὑποσχέθηκε, μεταμορφώθηκε καὶ τοὺς ἔδειξε τὴν δόξα Του, ὅση βέβαια μποροῦσαν νὰ δοῦν, καὶ ἐπείσθηκαν. Βεβαιώθηκαν ὅτι ἡ δόξα Του δὲν θὰ Τὸν ἐγκαταλείψη, ἀλλὰ μὲ αὐτὴν καὶ πάλι θὰ ἔλθη «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς».

Παρέλαβε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς τοὺς τρεῖς ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ «μετεμορφώθη ἐμπρόσθεν αὐτῶν καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια Αὐτοῦ ἐγένοντο λευκὰ ὡς τὸ φῶς». Δεξιὰ δὲ καὶ ἀριστερὰ Αὐτοῦ φάνηκαν ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ Θεόπτης Μωυσῆς, ποὺ συνομιλοῦσαν μαζί Του γιὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν. Γιατὶ ὅμως ὁ Κύριος ἐκ τῶν δώδεκα διάλεξε τρεῖς; Καὶ ἄλλες φορὲς τὸ ἔπραξε· κατά τὴν ἀνάσταση τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου, κατά τὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχὴ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ· γιατὶ ὁ Πέτρος ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ ὅλους τὸν Κύριο· ὁ Ἰωάννης, ὁ πιὸ ἁγνός, ἠγαπᾶτο περισσότερο ἀπὸ τὸν Κύριο· ὁ Ἰάκωβος πρῶτος θὰ γευόταν τὸ πικρὸ τοῦ μαρτυρίου ποτήριο σὰν τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ.

Καὶ γιατὶ ἀπὸ τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διάλεξε δύο μόνο, τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία; Ἕνα μέν, γιὰ νὰ ἀποδειχθῆ ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Ἠλίας καὶ ἄλλος εἶναι ὁ Χριστός· γιὰ νὰ διαλύση τῶν Φαρισαίων τὶς διαδόσεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες. Ἔδειξε μὲ τὴν Μεταμόρφωσή Του ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του καὶ τὸν κόσμο ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Δεσπότης καὶ Κύριος καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ταπεινοὶ ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι. Καὶ δεύτερο, γιὰ νὰ διδάξη μὲ τὴν παρουσία τῶν δύο μεγάλων προφητῶν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἐκ τῶν νεκρῶν ἐπέλεξε τὸν Μωυσῆ καὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς τὸν Ἠλία «ὡς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἔτι ζῶν ἀνελήφθη».

Ἀδελφοί, ὁ Χριστός μεταμορφώθηκε σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Σταύρωσή Του, ἀλλὰ γιορτάζεται στίς 6 Αὐγούστου, δηλ. σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς μεταμορφώθηκε σαράντα ἡμέρες πρὶν τὴν Σταύρωση, ἔτσι καὶ γιορτάζεται σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ «ἐπέχει τὰ δίκαια τῆς σταυρώσεως καὶ τοῦ πάθους». Τοῦτο δὲ γίνεται, γιατὶ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς νὰ γίνεται ἑορτασμός, λόγῳ τῆς περιόδου ποὺ θεωρεῖται πένθιμη.

Ἐμπρὸς λοιπόν, στὸ Θαβώρ νὰ ἀνεβοῦμε καὶ ἂς μεταμορφωθοῦμε ἐκεῖ καθαρίζοντας ἀπὸ τὰ ψυχοφθόρα πάθη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά μας καὶ ἂς «μεθύσουμε» ἀπὸ τὸ πνευματικὸ κρασὶ τῆς Ἀμπέλου, ποὺ εἶναι ὁ Μεταμορφωμένος Κυριός μας. Ἀμήν. 

----------------------------------------------------------------

Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Γλυκῶν Νερῶν

Σάββατο, Μαρτίου 31, 2012

Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, Ἀποστ. Ἑβρ. 9, 11-14 ,Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ



Ὁ Χριστός, ἀδελφοί, μᾶς ὑπόσχεται πολλὰ ἀγαθά, ὅμως αὐτὰ δὲν εἶναι τοῦ «παρόντος αἰῶνος», ἀλλὰ εἶναι ἀγαθὰ θεῖα, οὐράνια καὶ πνευματικά. Καὶ ἀκριβῶς, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχη πλάνη σὲ μᾶς ὡς πρὸς τὴν προσδοκία καὶ τὴν ἀναζήτηση τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν ἔρχεται σήμερα ὁ μακάριος Παῦλος καὶ ξεκαθαρίζει τὸ θέμα: «Ὁ Χριστός, μᾶς πληροφορεῖ, εἶναι Ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν». Δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο ὡς ταπεινὸς καὶ ἄσημος ἄνθρωπος, ἔπαθε, σταυρώθηκε, ἀναδείχθηκε αἰώνιος μεσίτης καὶ Ἀρχιερέας πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα χάριν τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίση καὶ χορηγήση σὲ μᾶς τὰ μέλλοντα ἀγαθά, ἀγαθὰ ποὺ «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. 2, 9)
Ἀγαθὰ ποὺ οὔτε ἀνθρώπινο μάτι τὰ εἶδε, οὔτε τὰ ἄκουσε ἀνθρώπινο αὐτί, οὔτε τὰ ἐπεθύμησε ἤ τὰ πόθησε ἀνθρώπου καρδιά. Καὶ γιὰ τοῦτο «οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12-4) Μᾶς προσκαλεῖ λοιπὸν ὁ Χριστὸς «ὁ Ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν» στὴν αἰώνιο ζωή, στὴν αἰώνιο δόξα καὶ χαρά, τὴν ἀτελείωτη εὐφροσύνη. Καὶ τὴν σωτηρία μας καὶ τὴν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν μᾶς τὴν χαρίζει ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν σταυρικὴ θυσία Του. Μόνο «τὸ Αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1-7) Ἐμπρὸς λοιπὸν μὲ πίστη θερμή, μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ κυρίως μὲ μετάνοια ἂς προσέλθουμε πρὸς τὸν Αἰώνιο Ἀρχιερέα καὶ Μεσίτη, τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Οἱ ἡμέρες ποὺ διερχόμαστε, ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, μᾶς προτρέπει. Δέστε ἱερεῖς τὸν Ἀρχιερέα σας. Δέστε παρθένοι τὸν Νυμφίο σας. Δέστε ὀρφανοὶ τὸν Πατέρα σας. Δέστε πονεμένοι τὸν Ὁδηγὸ σας, δέστε ἀσθενεῖς τὸν Γιατρό σας, δέστε ἁμαρτωλοὶ τὸν Σωτῆρα σας.
Ἀδελφοί, σήμερα, Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, γιορτάζουμε τὴν γιορτὴ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Ἐπιβεβαιώνεται στὸ πρόσωπό της ὅτι σὰν ἁμαρτωλὴ στράφηκε πρὸς τὸν Σωτῆρα Ἰησοῦ καὶ ὅτι καὶ στὴν περίπτωσή της «ἐθαυματούργησε τοῦ Σταυροῦ ἡ δύναμις, ἀφοῦ καὶ ἡ πρώην πόρνη ἀσκητικὸν ἀγῶνα ἠγωνίσατο» (Δοξ. Ἑσπερ. Ε΄ Ἑβδ.) καὶ ἀναδείχθηκε «ὑπόδειγμα μετανοίας», ἀφοῦ «πάντα τὰ σκιρτήματα τῆς σαρκὸς χαλινώσασα πόνοις ἀσκητικοῖς ἀπέδειξεν ἀνδρεῖον τῆς ψυχῆς της τὸ φρόνημα». Γιορτάζουμε δέ, φίλοι μου, τὴν γιορτὴ τῆς ὁσίας Μαρίας τώρα, τὴν Μεγάλη Σαρακοστή, ἐπειδὴ εἶναι μία περίοδος κατ’ ἐξοχὴν μετανοίας καὶ συντριβῆς καὶ ἐπειδὴ ἡ ὁσία Μαρία ὑπάρχει ὑπόδειγμα ἀληθινῆς καὶ ἐμπράκτου μετανοίας. Ἄφησε ὁριστικὰ τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, τὴν ὁποία ἄρχισε ἀπὸ 12 χρόνων παιδάκι, διέκοψε κάθε δεσμὸ μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ ἁμάρτανε, ἐγκατέλειψε τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς καὶ ἐξαχρειώσεως, ἔφυγε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἐκεῖ ἀφοσιώθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἔζησε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ στεναγμοὺς ἐνοχῆς γιὰ τὰ παλιά της ἁμαρτήματα ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θυσία Ἐκείνου.
Ἀδελφοί μου, καὶ ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε. Δὲν διαφέρουμε ἀπὸ τὴν ἑορταζόμενη Ὁσία. Δὲν θεωρῶ ἀπαραίτητο ὅμως νὰ φύγουμε στὴν ἔρημο. Πιστεύω ὅμως πὼς εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοιά μας καὶ ἡ προσφυγή μας, ἡ καταφυγή μας στὸ πετραχήλι ἔμπειρου πνευματικοῦ. Καὶ τότε αὐτὸ ποὺ εὐχόμεθα, «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα, καὶ τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε», θὰ εἶναι μία πραγματικότητα. Γένοιτο.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 25, 2012

Κυριακή της Τυρινής Αρχιμανδρίτου Νικηφόρου Κυπριανού


Σήμερα, ἀδελφοί, «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ». Δι᾿ ὃ «Κόσμος γενάρχαις, πικρὰ συνθρηνησάτω, βρώσει γλυκεῖα συμπεσὼν πεπτωκότι».
Ἃς θρηνήση καὶ ἂς κλάψη ὁ κόσμος πικρά, μαζὶ μὲ τοὺς γενάρχες, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, διότι ἔπεσε καὶ ἐκρημνίσθη μαζὶ μὲ αὐτούς, ἀφοῦ παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δῆθεν γλυκειὰ τροφή.
Μετὰ τὴν δημιουργία τῶν ἀγγέλων, ὁ δημιουργὸς μὲ μόνο τὸν λόγο Του δημιούργησε τὸν οὐρανό, τ᾿ ἄστρα, τὸν ἥλιο, τὴν γῆ, τὴν θάλασσα καὶ ὅλα τὰ ζῶα καὶ πτηνά. Τελευταῖον ἔπλασεν ἐκ τῆς γῆς τὸν ἄνθρωπο «καὶ ἐνεφύσησεν εἰς αὐτὸν πνοὴν ζωῆς».
Πλάσθηκε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ σώματος γηΐνου καὶ ψυχῆς, ἀπὸ πνοῆς Θεοῦ. Κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεὶς τοποθετήθηκε στὸν Παράδεισο, τόπο καὶ χῶρο χαρᾶς, τρυφῆς καὶ εὐτυχίας. Ὅλα ἦταν σ᾿ αὐτὸν ὑποταγμένα. Ἦταν βασιλιὰς τῆς γῆς καὶ τῆς κτίσεως. Σ᾿ ὅλα τὰ ζῶα καὶ τὰ πτηνὰ ἔδωσε ὄνομα ὁ ἄνθρωπος Ἀδὰμ καὶ ὅλα τὸν πλησίαζαν ἡμερώτατα καὶ τὸν ἀνεγνώριζαν.
Ὁ Ἀδὰμ ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ἐλευθερίας, τῆς λογικῆς, τῆς αὐτοκυριαρχίας, τῆς βασιλείας ἐπὶ τοῦ Παραδείσου, ζοῦσε μὲ ἀπόλυτη εὐτυχία καὶ ἁρμονία μετὰ τοῦ Θεοῦ. Πλάσθηκε μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, ἀθανασίας καὶ φθορᾶς, ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξη ἢ τὸν θάνατον ἢ τὴν ζωήν, δυνάμενος νὰ μὴν ἁμαρτήση. Ἐλεύθερος λοιπὸν ὁ γενάρχης μας Ἀδὰμ νὰ ἐκλέξη μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, βασιλείας ἢ δουλείας, παραδείσου τρυφῆς ἢ γῆς τριβόλων καὶ ἀκανθῶν, ἀπετόλμησε τὴν ἁμαρτία καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔφαγε ἀπὸ τὸν καρπὸ, ποὺ ἤλπιζε ὅτι θὰ γίνη Θεός, καὶ ἀπέθανε.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς παρακοῆς εἰσῆλθε στὴν σκιὰ τοῦ θανάτου αὐτὸς καὶ δι᾿ αὐτοῦ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Ἀμέσως γυμνώθηκε τῶν ἀρετῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχασε τὸ ἡγεμονικό, τὸ αὐτεξούσιο, τὸ ἐλεύθερο, τὴν δύναμη νὰ μὴν ἁμαρτήση. Εἶδε τὴν γυμνότητά του καὶ ἔκοψε φύλλα συκῆς γιὰ νὰ καλυφθῆ. Ἀπετόλμησε ὁ Ἀδὰμ τὸ ἀτόλμητο. Παρήκουσε τὸν Θεό ἄκουσε τὸν διάβολο, ἐξέπεσε συνεπῶς τῆς βασιλείας τοῦ Παραδείσου, τῆς ἀθανασίας, τῆς αἰωνιότητας, ἐνδύθηκε δερμάτινους χιτῶνες ἐξευτελισμοῦ καὶ ἀτιμίας. Ἐξέπεσε τῆς θείας καταγωγῆς καὶ ἡ φύση ἐναντιώνεται πρὸς αὐτόν. Καὶ τότε κάθησε ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ θρηνῶντας γιὰ τὴ γύμνωσή του, τὴν ἐγκατάλειψή του, τὴν δυστυχία του ἔλεγε: Οἴμοι, ἀλλοίμονό μου, τί ἔπαθα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ. Παρέβηκα τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μου καὶ στεροῦμαι ὅλων τῶν ἀγαθῶν τοῦ Παραδείσου. Ἄχ, Παράδεισε, ἁγνότατε, ὁ δι᾿ ἐμὲ πεφυτευμένος, δὲν θὰ σὲ ἀπολαύσω πλέον. Νοσταλγεῖ ὁ Ἀδὰμ τὸν χαμένο Παράδεισο καὶ ὁ «ποτὲ βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων πάντων κτισμάτων Θεοῦ, αἰχμάλωτος φαίνεται».
Ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ ἀνανεώση καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Καὶ θέλοντας νὰ μᾶς ποδηγετήση στὴν δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν».
Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουμε στὸν ἀγῶνα ποὺ ἀρχίζει μὲ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Δι᾿αὐτῶν «γὰρ τὴν τρίβον τὴν ὄντως εὐθεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν». Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζῆ στὸν Παράδεισο γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία, ἡ παρακοὴ ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴν γῆ εἶναι μία ἐξορία.
Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτη τὴν ὀμορφιὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ», κάνει τὴν ζωή μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατερικὴ γῆ.
Ἀδελφοί μου, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι «ἡ νηστεία», ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυΐας» φύσης μας ὡς ἀπαραίτητες, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν πίεση τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα.
Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νά ᾿ναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες ἀλλὰ τῷ πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ».
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη· «ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος». Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μῖσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο μπάσιμο, ἡ πρώτη εἴσοδος σ᾿ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη.
Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν ἐχθρό μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὸ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις καὶ νὰ ἀναφερθῶ στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.
Ἀδελφοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ· ἁμάρτησαν οἱ πρωτόπλαστοι, ἀλλὰ μὲ τὶς δικαιολογίες τους μεγάλωσαν τὴν ἐνοχή τους. Ὁ Ἀδὰμ εἶπε «Ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγον». Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τὴν Εὔα «τί τοῦτο ἐποίησας;» ἀπάντησε· «ὁ ὄφις ἠπάτησέ με καὶ ἔφαγον». ¨Ολοι εἶχαν ὑποκριθῆ. Καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα καὶ ὁ διάβολος.
Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὸ δόλο κλείσθηκε ὁ παράδεισος καὶ «ἀπέστρεψεν Κύριος τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ἀπὸ τῶν παίδων του» καὶ ὁ ψαλμωδὸς στὸ μεγάλο προκείμενο τῆς ἡμέρας ποὺ ἀναγγέλει τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ψάλλει: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου ὅτι θλίβομαι».
Τονίζεται τὸ μυστηριῶδες μῖγμα τῆς ἐλπίδας μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Στέκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ στὴν ὀμορφιὰ τῆς βασιλείας Του, ἀναγνωρίζω ὅτι ἀνήκω σ᾿ αὐτὴ καὶ δὲν ἔχω ἄλλη κατοικία οὔτε ἄλλη χαρά οὔτε ἄλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος καὶ ζῶ στὸ σκοτάδι καὶ στὴν λύπη τῆς ἁμαρτίας γι᾿ αὐτὸ θλίβομαι. Μόνο στὸ Θεὸ μπορῶ νὰ πῶ «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου», Κύριε, καὶ σῶσόν με.
Ἀδελφοί, ἀπὸ αὔριο θὰ περιπλανηθοῦμε σαράντα μέρες στὴν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς· ὅμως ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπη στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δριμὺς ὁ χειμών ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος! Θάρρος λοιπόν!

Κυριακή της Τυρινής Αρχιμανδρίτου Νικηφόρου Κυπριανού


Σήμερα, ἀδελφοί, «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ». Δι᾿ ὃ «Κόσμος γενάρχαις, πικρὰ συνθρηνησάτω, βρώσει γλυκεῖα συμπεσὼν πεπτωκότι».
Ἃς θρηνήση καὶ ἂς κλάψη ὁ κόσμος πικρά, μαζὶ μὲ τοὺς γενάρχες, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, διότι ἔπεσε καὶ ἐκρημνίσθη μαζὶ μὲ αὐτούς, ἀφοῦ παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δῆθεν γλυκειὰ τροφή.
Μετὰ τὴν δημιουργία τῶν ἀγγέλων, ὁ δημιουργὸς μὲ μόνο τὸν λόγο Του δημιούργησε τὸν οὐρανό, τ᾿ ἄστρα, τὸν ἥλιο, τὴν γῆ, τὴν θάλασσα καὶ ὅλα τὰ ζῶα καὶ πτηνά. Τελευταῖον ἔπλασεν ἐκ τῆς γῆς τὸν ἄνθρωπο «καὶ ἐνεφύσησεν εἰς αὐτὸν πνοὴν ζωῆς».
Πλάσθηκε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ σώματος γηΐνου καὶ ψυχῆς, ἀπὸ πνοῆς Θεοῦ. Κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεὶς τοποθετήθηκε στὸν Παράδεισο, τόπο καὶ χῶρο χαρᾶς, τρυφῆς καὶ εὐτυχίας. Ὅλα ἦταν σ᾿ αὐτὸν ὑποταγμένα. Ἦταν βασιλιὰς τῆς γῆς καὶ τῆς κτίσεως. Σ᾿ ὅλα τὰ ζῶα καὶ τὰ πτηνὰ ἔδωσε ὄνομα ὁ ἄνθρωπος Ἀδὰμ καὶ ὅλα τὸν πλησίαζαν ἡμερώτατα καὶ τὸν ἀνεγνώριζαν.
Ὁ Ἀδὰμ ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ἐλευθερίας, τῆς λογικῆς, τῆς αὐτοκυριαρχίας, τῆς βασιλείας ἐπὶ τοῦ Παραδείσου, ζοῦσε μὲ ἀπόλυτη εὐτυχία καὶ ἁρμονία μετὰ τοῦ Θεοῦ. Πλάσθηκε μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, ἀθανασίας καὶ φθορᾶς, ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξη ἢ τὸν θάνατον ἢ τὴν ζωήν, δυνάμενος νὰ μὴν ἁμαρτήση. Ἐλεύθερος λοιπὸν ὁ γενάρχης μας Ἀδὰμ νὰ ἐκλέξη μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, βασιλείας ἢ δουλείας, παραδείσου τρυφῆς ἢ γῆς τριβόλων καὶ ἀκανθῶν, ἀπετόλμησε τὴν ἁμαρτία καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔφαγε ἀπὸ τὸν καρπὸ, ποὺ ἤλπιζε ὅτι θὰ γίνη Θεός, καὶ ἀπέθανε.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς παρακοῆς εἰσῆλθε στὴν σκιὰ τοῦ θανάτου αὐτὸς καὶ δι᾿ αὐτοῦ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Ἀμέσως γυμνώθηκε τῶν ἀρετῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχασε τὸ ἡγεμονικό, τὸ αὐτεξούσιο, τὸ ἐλεύθερο, τὴν δύναμη νὰ μὴν ἁμαρτήση. Εἶδε τὴν γυμνότητά του καὶ ἔκοψε φύλλα συκῆς γιὰ νὰ καλυφθῆ. Ἀπετόλμησε ὁ Ἀδὰμ τὸ ἀτόλμητο. Παρήκουσε τὸν Θεό ἄκουσε τὸν διάβολο, ἐξέπεσε συνεπῶς τῆς βασιλείας τοῦ Παραδείσου, τῆς ἀθανασίας, τῆς αἰωνιότητας, ἐνδύθηκε δερμάτινους χιτῶνες ἐξευτελισμοῦ καὶ ἀτιμίας. Ἐξέπεσε τῆς θείας καταγωγῆς καὶ ἡ φύση ἐναντιώνεται πρὸς αὐτόν. Καὶ τότε κάθησε ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ θρηνῶντας γιὰ τὴ γύμνωσή του, τὴν ἐγκατάλειψή του, τὴν δυστυχία του ἔλεγε: Οἴμοι, ἀλλοίμονό μου, τί ἔπαθα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ. Παρέβηκα τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μου καὶ στεροῦμαι ὅλων τῶν ἀγαθῶν τοῦ Παραδείσου. Ἄχ, Παράδεισε, ἁγνότατε, ὁ δι᾿ ἐμὲ πεφυτευμένος, δὲν θὰ σὲ ἀπολαύσω πλέον. Νοσταλγεῖ ὁ Ἀδὰμ τὸν χαμένο Παράδεισο καὶ ὁ «ποτὲ βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων πάντων κτισμάτων Θεοῦ, αἰχμάλωτος φαίνεται».
Ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ ἀνανεώση καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Καὶ θέλοντας νὰ μᾶς ποδηγετήση στὴν δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν».
Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουμε στὸν ἀγῶνα ποὺ ἀρχίζει μὲ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Δι᾿αὐτῶν «γὰρ τὴν τρίβον τὴν ὄντως εὐθεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν». Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζῆ στὸν Παράδεισο γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία, ἡ παρακοὴ ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴν γῆ εἶναι μία ἐξορία.
Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτη τὴν ὀμορφιὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ», κάνει τὴν ζωή μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατερικὴ γῆ.
Ἀδελφοί μου, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι «ἡ νηστεία», ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυΐας» φύσης μας ὡς ἀπαραίτητες, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν πίεση τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα.
Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νά ᾿ναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες ἀλλὰ τῷ πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ».
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη· «ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος». Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μῖσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο μπάσιμο, ἡ πρώτη εἴσοδος σ᾿ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη.
Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν ἐχθρό μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὸ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις καὶ νὰ ἀναφερθῶ στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.
Ἀδελφοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ· ἁμάρτησαν οἱ πρωτόπλαστοι, ἀλλὰ μὲ τὶς δικαιολογίες τους μεγάλωσαν τὴν ἐνοχή τους. Ὁ Ἀδὰμ εἶπε «Ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγον». Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τὴν Εὔα «τί τοῦτο ἐποίησας;» ἀπάντησε· «ὁ ὄφις ἠπάτησέ με καὶ ἔφαγον». ¨Ολοι εἶχαν ὑποκριθῆ. Καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα καὶ ὁ διάβολος.
Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὸ δόλο κλείσθηκε ὁ παράδεισος καὶ «ἀπέστρεψεν Κύριος τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ἀπὸ τῶν παίδων του» καὶ ὁ ψαλμωδὸς στὸ μεγάλο προκείμενο τῆς ἡμέρας ποὺ ἀναγγέλει τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ψάλλει: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου ὅτι θλίβομαι».
Τονίζεται τὸ μυστηριῶδες μῖγμα τῆς ἐλπίδας μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Στέκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ στὴν ὀμορφιὰ τῆς βασιλείας Του, ἀναγνωρίζω ὅτι ἀνήκω σ᾿ αὐτὴ καὶ δὲν ἔχω ἄλλη κατοικία οὔτε ἄλλη χαρά οὔτε ἄλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος καὶ ζῶ στὸ σκοτάδι καὶ στὴν λύπη τῆς ἁμαρτίας γι᾿ αὐτὸ θλίβομαι. Μόνο στὸ Θεὸ μπορῶ νὰ πῶ «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου», Κύριε, καὶ σῶσόν με.
Ἀδελφοί, ἀπὸ αὔριο θὰ περιπλανηθοῦμε σαράντα μέρες στὴν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς· ὅμως ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπη στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δριμὺς ὁ χειμών ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος! Θάρρος λοιπόν!

Κυριακή της Τυρινής Αρχιμανδρίτου Νικηφόρου Κυπριανού


Ἀπόστολος Ρωμ. 13,11-14 & 14,1-4

Γνωρίζει πολὺ καλά, ἀδελφοί μου, ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε. Συγχρόνως ὅμως εἶναι βαθὺς ψυχολόγος καὶ ἀνατόμος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἄριστος κοινωνιολόγος, γι᾿ αὐτὸ καὶ προσφέρει σὲ μᾶς συμβουλὲς μεγάλης σπουδαιότητος καὶ ἀξίας καὶ ὑποθῆκες τόσο γιὰ τὴν ἀτομικὴ ζωή μας ὅσο καὶ γιὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους, τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τί μᾶς διδάσκει λοιπὸν σήμερα, Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου, στὰ πρόθυρα τῆς Μεγ. Σαρακοστῆς; Μᾶς προτρέπει ν᾿ ἀφήσουμε τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ὀκνηρία καὶ μὲ πολὺ ζῆλο νὰ ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. «Νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν»· τώρα, ἐν συγκρίσει μὲ τὰ περασμένα χρόνια, ἡ Δευτέρα τοῦ Κυρίου μας Παρουσία εἶναι πλησιέστερα πρὸς ἐμᾶς παρὰ τὸτε στὴν ἀρχὴ ποὺ ἐπιστεύσαμε: «Ἔχουμε καιρό».
Ἂς φερόμαστε λοιπὸν μὲ εὐπρέπεια καὶ πνευματικότητα, ντυμένοι μὲ τὸν φωτεινὸ χιτῶνα τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀρετῆς. Ἂς λείψουν οἱ ὑπερβολὲς στὰ φαγοπότια καὶ μεθύσια. Ἂς λείψη κάθε ἀνηθικότητα καὶ ἀνάρμοστη συμπεριφορὰ ποὺ συμβαίνει νὰ ἐκδηλώνεται αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῶν ἀπόκρεω. Καὶ συνιστᾶ· υἱοθετήσατε τὸ ὑψηλὸ νόημα τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς. Ἐμπνευσθῆτε ἀπὸ τὸ σύνθημα· ἄσκηση, ἀρετή, ἁγιότητα. «Τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται· οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε», «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν», «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους, ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός», «τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας».
Ἀλλά, ἀδελφοί, ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ καὶ ὡς πρὸς τοῦτο. Ἔχει διαπιστώσει ὅτι ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας χριστιανοὶ ἀδύνατοι στὴν πίστη. Ἐξαρτοῦν τὴν σωτηρία τους ὄχι ἀπὸ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου ἀλλὰ ἀπὸ τὴν διάκριση καὶ διαχωρισμὸ τῶν φαγητῶν. Νόμιζαν πώς, ἂν ἔτρωγαν κρέας ἢ ἔπιναν κρασί, δὲν θὰ εἶχαν πρόοδο στὴν ἀρετή. Βεβαίως δὲν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ περιόδους νηστείας καὶ ἐγκρατείας ἀλλὰ συνεχῶς. Αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς ἀσθενεῖς κατὰ τὴν πίστη προτρέπει ὁ Παῦλος νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ καλωσύνη καὶ ἀνοχὴ καὶ νὰ μὴ τοὺς σχολιάσουμε γιὰ τὶς ἰδέες τους. Ἄλλος μὲν πιστεύει ὅτι ἔχει τὴν ἄδεια νὰ τρώη ἀπὸ ὅλα χωρὶς νὰ ἁμαρτάνη. Ἄλλος πάλι ἀποφεύγει ὡρισμένα φαγητὰ ἀπὸ φόβο μήπως μολυνθῆ ψυχικὰ ἀπὸ αὐτά, γι᾿ αὐτὸ ἐπιλέγει νὰ τρώη μόνο λάχανα. Κι ἐπιλέγει ὁ θεόπνευσος Ἀπόστολος: οὔτε ἐκεῖνος ποὺ τρώει ὅλα τὰ φαγητὰ νὰ περιφρονῆ ἐκεῖνον ποὺ τ᾿ ἀποφεύγει οὔτε πάλιν αὐτὸς νὰ κατακρίνη τὸν ἄλλον ποὺ τρώγει: Ὁ Θεὸς δέχεται καὶ τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο: «Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς ζητήση λόγο καὶ ἀπολογία γιὰ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας.
Ἀδελφοί· ἡ σημερινὴ διδασκαλία ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀποτελεῖ ἐγερτήριο σάλπισμα, γιὰ νὰ μᾶς εἰσαγάγη στὸν ἔνδοξο ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς, «ἵνα εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ», «οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (Ρωμ. 2-13). Εἶναι ἀνάγκη, φίλοι μου, τὴν περίοδο ποὺ διανύουμε (πάντοτε μέν, ἰδιαιτέρως ὅμως τώρα) ἀναλαμβάνοντες τὴν νηστεία, «τῇ γλώσσῃ μὴ λαλοῦμεν δόλια & διαρρήξωμεν πᾶσαν στραγγαλιὰν (πᾶσαν δολιότητα καὶ στρεψοδικία δηλαδή) καὶ ἀφήσωμεν, ἀδελφοί, τὰ ὀφειλήματα ἵνα καὶ ἡμῖν ἀφεθῇ τὰ παραπτώματα ἡμῶν». Προσοχὴ ἀδελφοί: ἂν νηστεύσουμε τὰ φαγητὰ μόνο, ἀλλὰ δὲν ἀπέχουμε ἀπὸ τὰ πονηρά, ἄδικα ἔχουμε χαρὰ γιὰ τὴν αὐστηρὴ νηστεία μας. Ὡστόσο «τὸ τῆς Νηστείας διάγγελμα περιχαρῶς ὑποδεξώμεθα». Καλὴ Σαρακοστή. Ἀμήν.




Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2012

ΙΕ´Λουκᾶ (Λουκ. 19, 1-10) Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ


Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος  Γλυκῶν Νερῶν
 ΙΕ´Λουκᾶ (Λουκ. 19, 1-10)
«Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν»
Τὸ συγκλονιστικὸ καὶ σωτήριο περιστατικὸ γιὰ τὸν Ζακχαῖο μᾶς ὑπενθυμίζει σήμερα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ὁ Ζακχαῖος ἱκανοποιῶντας τὶς μεταφυσικές του ἀναζητήσεις ἐπεδίωξε νὰ συναντήση τὸν Χριστὸ καὶ Ἐκεῖνος τὸν ἐκάλεσε σὲ μιὰ προσωπικὴ συνάντηση. Ὁ Ζακχαῖος «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Τί ὡραῖος, ὑψηλός, εὐγενικὸς καὶ ἀνώτερος πόθος! Πόθος μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἔζησε στὴν ἀδικία καὶ τὴν πλεονεξία. Ἤθελε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦν. Νὰ ἀντικρύση τὸ Μεγάλο Διδάσκαλο τοῦ Ἰσραήλ. Νὰ θαυμάση ὁ ἴδιος προσωπικὰ Ἐκεῖνον ποὺ ἔδειχνε τόση ἀγάπη καὶ συγκατάβαση στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς τελῶνες. Ἦταν καὶ ὁ ἴδιος «Ἀρχιτελώνης», δηλαδὴ ἐπιστάτης τελωνειακοῦ σταθμοῦ, πλούσιος καὶ ἐπίσημος ὑπάλληλος τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ ὄχι ἕνας κατώτερος τελώνης. «Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν», καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς ἀργοπορία βρέθηκε ἀνάμεσα στὸ πλῆθος. Ἦταν ὅμως τόσος πολὺς κόσμος ποὺ σὰν πανύψηλο τεῖχος τοῦ ἔφραζε τὸν δρόμο. Ἂν δέ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι «τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν», ἦταν δηλαδὴ κοντὸς στὸ ἀνάστημα, τότε ἡ δυσκολία γινόταν ἀκόμη πιὸ μεγάλη. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως χωρὶς νὰ ἀπογοητευθῆ βρῆκε τρόπο ἔξυπνο καὶ πρωτότυπο. Ἀνέβηκε στὴ συκομουριὰ καὶ ἔστησε ἐκεῖ τὸ θεωρεῖο του. Ὅταν ἔτρεξε καὶ ἀνέβηκε στὸ δένδρο γεμᾶτος λαχτάρα νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, ἔκανε μία πράξη πολὺ γενναία, γιατί νίκησε πολλὰ ἐμπόδια. Νίκησε τὸ κοντό του ἀνάστημα, ξεπέρασε τὶς εἰρωνεῖες τοῦ πλήθους, ἀγνόησε τὸ μεγάλο πολιτικό του ἀξίωμα καὶ τὴν ὑψηλὴ κοινωνική του θέση. Γιατὶ τὸ μόνο ποὺ προσδοκοῦσε ἦταν νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Μεσσία, τὸν Χριστό, γιὰ αὐτὸ καὶ παραγκώνισε ὅλα τὰ ἄλλα καὶ δικαιώθηκε. Πῆρε γιὰ τὴν πίστη του μεγάλη ἀμοιβή, ὅταν ἄκουσε τὴν θεία φωνὴ τοῦ Διδασκάλου «Ζακχαῖε… σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι». Στὸ σπίτι σου πρέπει νὰ μείνω σήμερα. Ἡ δίψα γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι σωτήρια. Αὐτὴ μετὰ ξεδιψάει τὰ πάντα.
Ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ζακχαῖο δείχνει τὴν προϋπόθεση μιᾶς προσωπικῆς συναντήσεως, ποὺ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ μας, ὁ ἀφανισμὸς τῆς ψευδαισθήσεως τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς πληρότητας, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸ τί θὰ πῆ ὁ κόσμος. Ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴν γῆ, γιὰ νὰ συναντήση τὸν ἄνθρωπο προσωπικά, μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία του. Καὶ ὁ Ζακχαῖος ἀνέβηκε ἀπὸ τὴν γῆ στὸ δένδρο, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀκούση τὸν θεῖο λόγο Του. «Ἐγὼ δὲ χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν Σου» (Ψαλμ. 16, 15). Ἐγὼ Κύριε θὰ χορτασθῶ τότε, ὅταν ἀπαύστως θὰ βλέπω καὶ θὰ ἀπολαμβάνω τὴ δόξα τοῦ θείου προσώπου Σου. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ συνάντηση μαζί Του, δημιουργεῖ ἕνα βαθύτατο συγκλονισμὸ στὸν Ζακχαῖο, τόσο δυνατὸ ὥστε τὸν ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια καὶ αὐτὴ στὴ σωτηρία. Σὲ αὐτὴ τὴν συνάντηση γίνεται ἡ μεταμόρφωση ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ὅλα τὰ χρόνια του τὰ ἔζησε μέσα στὴν ἀδικία, ποὺ δὲν ἀντέδρασε στὴν ἑλκτικὴ δύναμη τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ καὶ ποὺ μόλις εἶδε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἄκουσε ὅτι θὰ μείνη στὸ σπίτι του, ἔλαβε ἀποφάσεις ποὺ εἶναι πιὰ ἐκπληκτικές, γενναῖες καὶ θεάρεστες. Εἶχε λοιπὸν δίκιο ποὺ «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν», γιατί ἀπὸ τὴν συνάντηση αὐτὴ ἄρχισε ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ἀρετή, ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Ἀντικρύζοντας τὸ ἐρευνητικὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου ἔνοιωσε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν περιβάλλη καὶ ἀντελήφθη ὅτι βρίσκεται πλέον στὸ δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία του. Ἔκπληκτοι οἱ ἄνθρωποι παρακολουθοῦν τὴν ἐξέλιξη τῆς σωτηρίας ἑνὸς ἀρχιτελώνη. Δὲν πιστεύουν στὰ αὐτιά τους ἀκούοντάς τον νὰ δηλώνη «τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα μου, τὰ μοιράζω στοὺς φτωχούς. Καὶ ἂν σὲ κάτι κάποιον ἀδίκησα τὸ ἀνταποδίδω τετραπλάσια». Τῆς σωτηρίας προηγεῖται ἡ ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας. Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια εἶναι προϊὸν βαθειᾶς αὐτομεψίας, εἰλικρινοῦς αὐτοελέγχου καὶ θαρραλέας μὰ καὶ ἀξιοπρεποῦς θλίψεως γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας.
Ποιὸς χριστιανὸς δὲν θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ νοιώση τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἱκανοποίηση ποὺ παρέχεται μὲ τὴν ἔμπρακτη μετάνοια. Μετανοῶ σημαίνει ὅτι ἀποφασίζω νὰ ἀλλάξω τρόπο σκέψεως, ἐνεργειῶν, τρόπο ζωῆς. Καὶ ἀκόμα μήπως, ναί, ἀποκηρύσσω τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ στὴν πράξη συντηροῦμαι μὲ τὴν ἀδικία; Μήπως ἐνῶ ἀναγνωρίζω ὅτι εἶπα ψέματα, ἀφήνω ἐξαπατημένο τὸν φίλο μου; Μήπως ἐνῶ λυπᾶμαι γιατὶ ἔπεσα στὸ ἁμάρτημα τῆς συκοφαντίας, ἀφήνω συκοφαντημένο τὸ θῦμα μου. Ἂν συμβαίνη κάτι τέτοιο, τότε δὲν ὑπάρχει ἔμπρακτη μετάνοια. Αὐτὸ λέγεται καὶ εἶναι ὑποκριτικὴ ἐξαγόρευση ἁμαρτιῶν ἀπὸ συνήθεια ἢ ἀπὸ ἀόριστο φόβο. Τότε δὲν ἰσχύουν γιὰ μᾶς τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρος. «Σωτηρία ἐγένετο…», ὅπως πανηγυρικὰ συνέβη λόγῳ τῆς ἔμπρακτης μετάνοιάς του μὲ τὸν Ζακχαῖο.
Ἀδελφοί, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ ἀναζητῆ τὸν Θεό. Εἶναι μακάριοι ὅσοι Τὸν ἀναζητοῦν, ἀλλὰ πιὸ εὐτυχισμένοι εἶναι ὅσοι Τὸν ἀνακαλύπτουν.
Ἐμεῖς «θέλουμε ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν»; Τὸν ἀναζητᾶμε; Ξέρουμε τρόπους γιὰ νὰ Τὸν ἀνακαλύψουμε; Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ νὰ συναντάει τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως ὅμως στοὺς τόπους προσευχῆς. Ἐκεῖ θὰ Τὸν ἀνακαλύψουμε. Προσευχόμενοι θὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν γλυκύτητα τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας. Μεταλαμβάνοντας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του γευόμαστε τὴν ἀπερίγραπτη χαρὰ τῆς παρουσίας καὶ κοινωνίας Του. Ὁ Ζακχαῖος ἀξιώθηκε «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν» μὲ τὰ σωματικὰ μάτια. Ἐμεῖς μποροῦμε ὄχι μόνο νὰ Τὸν βλέπουμε καὶ νὰ Τὸν ἀγγίζουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν κοινωνοῦμε. Ὁ Ζακχαῖος Τὸν δέχθηκε γιὰ λίγες στιγμὲς κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐμεῖς Τὸν δεχόμαστε μόνιμα στὴν ψυχή μας μὲ τὴν Θεία Κοινωνία. «Μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας» (Ματθ. 28, 20), ἔχει διακηρύξει. Στὴν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου ὑπῆρξε συκομουριὰ γιὰ τὴν ἀναρρίχηση. Ἐδῶ ὑπάρχει τὸ δένδρο τῆς πίστης καὶ τὸ θυσιαστήριο τῆς ἀγάπης. Ἀδελφοί μου, τὸ «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ γέγονεν» δὲν τὸ εἶπε ὁ Κύριος, οὔτε ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἠθέλησε νὰ Τὸν δεῖ οὔτε ὅταν ἀνέβηκε στὴ συκομορέα καὶ τὸν ἔβλεπε οὔτε ὅταν τὸν φιλοξένησε σπίτι του. Ἡ σωτηρία πραγματοποιήθηκε, ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἐτέλεσε τὴν ἀρετή, ὅταν δηλαδὴ ἐλέησε καὶ ἐπέστρεψε τὰ κλαπέντα. Ὄχι ὅταν ἄκουγε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὅταν ἐφάρμοσε τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐπετέλεσε τὸ καλό.
Τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ ἂς ἐπιτελοῦμε καὶ ἐμεῖς καὶ τότε «Σωτηρία ἡμῶν καὶ τοῦ οἴκου καὶ τῶν οἰκογενειῶν ἡμῶν θὰ γίνει».

Σάββατο, Ιανουαρίου 07, 2012

KYΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ



Γαλιλαία


Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Γλυκῶν Νερῶν


«Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα
καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς».


Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ἀδελφοί μου, προλέγει ὅτι μέσα στὸ βαθύτατο σκοτάδι τῆς ἐποχῆς πρὸ τοῦ Κυρίου ἔμελλε νὰ ἀνατείλη μεγάλο καὶ θαυμάσιο φῶς. Καὶ πράγματι μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου ἀνατέλλει μία νέα φωτεινὴ πραγματικότητα, ἕνας χρυσοπόρφυρος ἥλιος, γιατί στὸ πρόσωπό Του καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ ἐκπληρώνεται. Ἦλθε στὸν κόσμο καὶ προφητικὰ ἀπὸ τὸν πρεσβύτη Συμεὼν χαρακτηρίσθηκε «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν». Τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας θὰ διαλυθῆ καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ φῶς θὰ ἐγκατασταθῆ μονίμως στὴ γῆ, γιὰ νὰ φωτίζη κάθε ἄνθρωπο ποὺ θὰ ἤθελε νὰ τὸ ἀντικρύση. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διατυπώνει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια: «Ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. 1, 17). Ὁ ἱερὸς Ὑμνωδὸς ἀναφωνεῖ: «ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ καὶ τὸ φῶς Σου Κύριε ἐσημειώθη ἐφ᾿ ἡμᾶς, ἦλθες, ἐφάνης τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον (Κοντάκιον ἑορτῆς Θεοφανείων). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοῦτο τὸ φῶς τὸ θεωρεῖ χάρη καὶ γιὰ αὐτὸ γράφει «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Πρὸς Τίτον 2-11). Τοῦτο τὸ φῶς, τούτη ἡ χάρις, ἡ θεία χάρις, εἶναι ἡ εὔσπλαγχνη εὔνοια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία δωρίζει στὸν ἄνθρωπο τὰ χαρίσματά Του. Συνεπῶς τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἡ χάρις Του, εἶναι δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ παρέχεται «ἐν Τριάδι παρὰ Πατρὸς δι᾿ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι (Ι. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου καθολικῆς Ἐκκλησίας Α´, Ἀθήνα, σ. 400). Εἶναι δὲ δῶρον-δωρεά, γιατί δίνεται πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Κύριο, ὄχι γιὰ τὴν τυχὸν ἀξιομισθία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ δωρεοδότης εἶναι χάρις καὶ φῶς καὶ σωτηρία. Ἃς μὴ λησμονοῦμε δὲ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ἂν πράξη «πάντα τὰ διαταχθέντα», δὲν παύει νὰ εἶναι «δοῦλος ἀχρεῖος» καὶ νὰ ἔχη πράξει «ὃ ὤφειλε ποιῆσαι» (Λουκ. 17, 10).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πολλὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος πρόβαλλαν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς σωτῆρες τοῦ κόσμου. Ὅμως παρῆλθαν καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ ἰδέες τους. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ πλησίον τοῦ Χριστοῦ ἢ νὰ ἀναμετρηθῆ μὲ τὸ αἰώνιο φῶς Του καὶ τὴν διδασκαλία Του. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἵδρυσε ἐπὶ γῆς τὴν Ἐκκλησία Του καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας Του παραμένει διαρκῶς στὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ «Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ δῶρο καὶ τὸ μέσον τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεὸς θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» καὶ τοὺς προσφέρει ὡς δῶρο τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἀλλὰ καὶ τὸ μέσον ποὺ τοὺς χρειάζεται γι᾿αὐτὸ τὸ σκοπό, ποὺ εἶναι τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὁ Χριστὸς «φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθε» (Ἰωάν. 12,46). Ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ἀπαισιόδοξη εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ τῆς ἐποχῆς μας, τόσον ὥστε ὁ Κύριος εἶπεν: «Τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς» (Ἰωάν. 3-19). Ἡ ζωὴ τῆς ἀρνήσεως, ἡ ζωὴ τῆς φαυλότητος καὶ τῆς ἀδικίας, τὸ μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα, ἡ πεισματικὴ παραμονὴ μέσα στὴν ἁμαρτία, ἡ ἀπουσία τῆς φιλοθεΐας ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὸ σκότος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου. Καὶ ὁ «περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει. Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε (Ἰωάν. 12,35).
Ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρεται ἐπίσης στὴν ἔναρξη τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματός Του ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μὲ τὴν ὑπόδειξη αὐτὴ ὁ Θεὸς κάνει διάλογο, συνεχίζει τὸ διάλογο ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Μετάνοια κήρυτταν καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Προφητάναξ Δαυὶδ εἶναι ἀνήσυχος καὶ κραυγάζει «διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἐστὶ ποιῶν χρηστότητα ἕως ἑνός· πάντες ἐξέκλινον ἅμα ἠχρειώσθησαν» (ψαλμ. 13, 1-3). Δηλαδή, εἶναι διεφθαρμένοι καὶ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀδιόρθωτη διαγωγή τους ἔγιναν μισητοὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Τόσο πολὺ διαδόθηκε τὸ κακό, ὥστε δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττη τὸ ἀγαθό, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. Ἀλλοίμονο, ὅλοι ἐξετράπησαν ἀπὸ τὴν εὐθεῖα ὁδό, κατήντησαν ἀχρεῖοι καὶ διεφθαρμένοι. Σκοτάδι καὶ σκιὰ θανάτου βλέπει στὴ ζωὴ τῶν συγχρόνων του καὶ ὁ προφήτης Ὠσηὲ καὶ περιγράφοντας τὴν ἀνομία τους λέγει «οὐκ ἔστιν ἀλήθεια οὐδὲ ἔλεος, οὐδὲ ἐπίγνωσις Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἄρα καὶ ψεῦδος καὶ φόνος καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία κέχυται ἐπὶ τῆς γῆς καὶ αἵματα ἐφ᾿ αἵμασι σμίγουσι» (Ὠσηὲ 4, 1-2) δηλαδή, ἀκούσατε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, γιατί θὰ δικάση καὶ θὰ τιμωρήση ὁ Κύριος τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει μεταξύ τους ἀλήθεια, οὔτε εὐσπλαγχνία, οὔτε γνώση καὶ σεβασμὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως, πλημμύρισε ὁ κόσμος σας ἀπὸ κατάρες καὶ ψεύδη, φόνους, κλοπές, μοιχεῖες καὶ χύνονται συνεχῶς αἵματα καὶ ἀνακατεύονται τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ἡ πρόταση καὶ σήμερα λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «Μετανοεῖτε» καὶ μακαρίζει ὅποιον «οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὀδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν (ψαλμ. 1). Δηλαδή, εἶναι πανευτυχὴς καὶ μακάριος ἐκεῖνος ποὺ δὲν πῆγε ποτὲ σὲ συνέδριο καὶ σύσκεψη ἀσεβῶν καὶ δὲν στάθηκε σὲ δρόμο ἁμαρτωλῶν καὶ δὲν κάθισε ἐκεῖ ὅπου ἐπιμένουν χωρὶς μετάνοια νὰ παραμένουν διαφθαρμένοι ἄνθρωποι καὶ φθοροποιοί. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ ἀσφαλὴς δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅταν ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρη τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐννοεῖ τὸν Κύριον καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του, διότι ὅπου εἶναι ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ βασιλεία. Ἡ μετάνοια ζωοποιεῖ καὶ χαριτώνει καὶ ποτὲ δὲν τελειώνει. Ἡ μετάνοια εἶναι ὥρα χάριτος, εἶναι δῶρο ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ διατηρεῖ τὴν χάρη καὶ τὸ «φῶς τὸ ἀληθινό» στὴν ψυχή μας. Καὶ λέγοντας μετάνοια δὲν ἐννοοῦμε μία τυπικὴ ἐξομολόγηση ἀλλὰ μία ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγὴ ζωῆς. Θέλεις, ἀδελφέ, νὰ φορέσης τὴν φορεσιὰ τῆς μετανοίας; Μὴν πᾶς σὲ οἴκους μόδας ἢ σὲ καταστήματα ἐνδύσεως. Ἀγάπησε τὴν ταπείνωση, γιατί αὐτὴ εἶναι «στολὴ Θεότητος».

Κύριε, μεταμόρφωσε τὸ σῶμα μου, θεράπευσε τὴν ψυχή μου. Θέωσε μὲ τὴ χάρη Σου «τὴν Σωτήριον πᾶσιν ἀνθρώποις» τὴν ὕπαρξή μου. Ἀμήν.

imml.gr  

Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2011

Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ματθ. 1-1, 25) Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ

Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦ ».
Ἄγγελος ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, φέρνει τὴν εἴδηση, τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ στὸν ἄκακο καὶ δίκαιο Ἰωσὴφ καὶ ἀμέσως οἱ ἀμφιβολίες του σὰν καπνὸς διαλύθηκαν. Εἶχε γὰρ «λάθρα βουληθῆ ἀπολῦσαι αὐτήν». Τοῦ ἀποκαλύπτει «τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τὸν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν» (Κολοσ. 1, 26). Τοῦτο τὸ παιδὶ θὰ «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ δόθηκε πρὶν ἀκόμα γεννηθῆ ἦταν «Ἰησοῦς», ὄνομα ἀντιπροσωπευτικὸ τῆς μεγάλης ἀποστολῆς Του. Ὄνομα ποὺ κλείνει μέσα του τὴν πιὸ ἀπέραντη ἀγάπη· «Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2-9). «Καὶ ἐν τούτῳ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιππ. 2-11).

Ἔρχεται στὴ γῆ ὁ «Ἰησοῦς» γιὰ νὰ ὑψώση ἐμᾶς στὸν οὐρανό. Ταπεινώθηκε, γιὰ νὰ μᾶς δοξάση. Ἔγινε πτωχός, γιὰ νὰ μᾶς πλουτίσει. Πῆρε τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ «ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήσῃ τῆς εἰκόνος τῆς δόξης αὐτοῦ», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται στὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γεννᾶται στὸ σκοτάδι τοῦ σπηλαίου, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὸ φῶς τοῦ Παραδείσου. Πρὶν νὰ ἐνανθρωπήσει «Θεὸν ἰδεῖν ἀδύνατον». Τώρα ὅμως ποὺ ἀγγελικὰ στόματα μεταδίδουν τὸ χαρμόσυνο μήνυμα: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτὴρ» ἡ εὐωδία τῆς θείας ἀγάπης κάνει τὴν γῆ νὰ μεθάει ἀπὸ χαρά. Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι «μύρον ἐκκενωθέν» (Ἆσμα 1, 3).

Ἀδελφοί, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ Φάτνη καὶ καταλήγει στὸ Σταυρό. Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι μόνο μὲ τὸ Αἷμα Του Σωτήρας ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Γέννησή Του. Σωτήρας ἀναδείχθηκε ὄχι μόνο στὸ Γολγοθᾶ μὲ τὸν Σταυρό Του ἀλλὰ καὶ στὴ Βηθλεὲμ μὲ τὴ Γέννησή Του. Ὁ Χριστὸς γεννιέται μέσα στοὺς πιστοὺς μὲ τὴν πίστη καὶ σαρκώνεται μὲ τὶς ἀρετές. Ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀναγεννήσεως, δηλαδὴ γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καὶ ἀναγεννήσεώς μας ἐν Αὐτῷ. Καὶ πόση ἀξία ἔχει αὐτὸ γιὰ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο ποὺ κινεῖται ἔξω ἀπὸ τὸν χυμὸ τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἀφοῦ ὅλες του οἱ κινήσεις καὶ συντεταγμένες φανερώνουν κίνηση ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο στὸν ὑπεράνθρωπο, τὸν ἄνθρωπο-Θεό, μόλις ποὺ εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθῆ.

Πανανθρώπινη πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι ἡ δοξολογία μας πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ γιὰ τὴν μεγάλη καὶ ἀκατάληπτη σάρκωση τοῦ Λόγου, μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανασύνδεση τῶν σχέσεων Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Μάρτυρες τῶν ἐξαιρετικῶν αὐτῶν γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου γεγονότων εἶναι οἱ ἁπλοῖ ποιμένες ἀπὸ τὰ περίχωρα τῆς Βηθλεὲμ ποὺ ἐκπροσωποῦν ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος· «καὶ ποιμένες ἦσαν εἰς τὴν χώραν… καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτοὺς» (Λουκ. 2-8). Ἀλλὰ καὶ οἱ μάγοι ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην. «Καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστήρ, ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη οὗ ἦν τὸ παιδίον». Ἔλαμψε στὸν οὐρανὸ ὁ φωτεινὸς ἀστέρας καὶ στὴ φάτνη ἐφιλοξενεῖτο ὁ Βασιλεὺς τῶν Βασιλέων. Ἡ πίστη τους δικαιώθηκε. Ὁ ἱερὸς πόθος τους πραγματοποιήθηκε. Μετὰ ἀπὸ τόσους κόπους καὶ πολυήμερο ταξίδι ἀξιώνονται τῆς τιμῆς νὰ προσκυνήσουν τὸν «τεχθέντα Βασιλέα» παρ᾿ὅτι στὴ Βηθλεὲμ ὅλα ἦταν ἁπλᾶ, ταπεινά, πτωχά. «Οὔτε ἡ Παρθένος ἐπίσημος ἦν, οὔτε ἡ οἰκία περιφανής, οὔτε ἄλλο τι τῶν ὡρισμένων ἱκανὸν ἐκπλῆξαι» μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Παρὰ ταῦτα οἱ σοφοὶ μάγοι δὲν ἐπηρεάσθηκαν. Ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὴν φτώχεια διέκριναν τὴν ἀξία, κάτω ἀπὸ τὴν ταπείνωση τὴν δόξα, κάτω ἀπὸ τὴν ἀσημότητα τὴν βασιλικὴ μεγαλοπρέπεια καὶ δύναμη. Πίσω ἀπὸ τὸ θέαμα τῆς φτώχειας διέκριναν τὴν δύναμη, τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια. Διότι ὁ Ἰησοῦς «ἐγεννήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις» (Α´ Κορινθ. 1-30). Ἂν ἐμεῖς τὸ θελήσουμε, ὁ «Ἰησοῦς» θὰ συμπορεύεται καὶ θὰ προπορεύεται, γιὰ νὰ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας, τῆς χαρᾶς, τῆς δικαιοσύνης καὶ τὸ ἔχει διακηρύξει αὐτὸ «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ζωὴ» (Ἰωάν. 14-16).

Ἀδελφοί μου, πρέπει νὰ ἀνέβουμε στὴ Βηθλεὲμ καὶ νὰ γίνουμε πολῖτες της, γιὰ νὰ κατακτήσουμε τὸ πνεῦμα τῆς Βηθλεέμ. Στὴν φτωχικὴ φάτνη ἡ ψυχὴ βρίσκει ἀνάπαυση. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ ἦλθε στὸν κόσμο τέλειος ἄνθρωπος, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, προτίμησε νὰ ἔρθη σὰν νήπιο θέλοντας νὰ μᾶς μάθη ὅτι πρέπει νὰ «νηπιάζουμε στὴν κακία». Προτίμησε νὰ γεννηθῆ μικρὸ παιδί, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πὼς μποροῦμε νὰ γίνουμε «τέλειοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Φιλοξενήθηκε στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, γιὰ νὰ μάθουμε κάτι γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωση. Ἔγινε φτωχὸς «ἵνα ἡμεῖς τῇ Ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν». Οἱ προφητεῖες ἐπαληθεύθηκαν· «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν» (Ἠσαΐα 9-6). Ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ καθαρίση τὴν μολυσμένη γῆ μας. «Τὰ σύμπαντα ὅθεν χαρᾶς πληροῦται». Οἱ καρδιὲς γεμίζουν μὲ θεία παρουσία. Μιὰ ἀτελείωτη στρατιὰ ἀνθρώπων Τὸν δέχονται, Τὸν πιστεύουν καὶ γίνονται δικοί Του αἰχμάλωτοι. Αἰχμάλωτοι σὲ μία ἐλεύθερη αἰχμαλωσία, σὲ μιὰ αἰχμαλωσία ποὺ ὄχι μόνο ἐλευθερώνει ἀλλὰ καὶ σώζει. Ὅσοι ἔχουμε πρόθεση νὰ γιορτάσουμε Χριστούγεννα μὲ Χριστὸ καὶ Τὸν δεχθοῦμε στὴν φάτνη τῆς ψυχῆς μας, ἂς γνωρίσουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ κατάσταση τῆς χαμοζωῆς, θὰ ἀνεβοῦμε στοῦ πάμφωτου οὐρανοῦ τὴ σφαῖρα.

Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, οἱ ἡμέρες ποὺ διερχόμαστε λέγονται καὶ εἶναι «ἅγιες ἡμέρες». Καὶ θὰ εἶναι πράγματι ἅγιες, ἐφόσον θὰ ἀνανεώσουμε τὴν ἐπιθυμία μας νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν λυτρωτικὴ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ στὴν καρδιά μας. Θὰ εἶναι ἅγιες πράγματι οἱ ἡμέρες ποὺ διερχόμαστε, ἂν δὲν ξεχάσουμε πὼς ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸ θεῖο βρέφος πρέπει νὰ περάση, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ ἀπὸ τοὺς «ἐνδεεῖς» ἀδελφούς μας.

Ὅλων τῶν ἀρετῶν κορωνὶς εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Μαζὶ μὲ αὐτὴν καὶ μὲ ταπείνωση καὶ ἁγνότητα ψυχῆς, μὲ πίστη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Σωτῆρα, «διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Λουκ. 2-15). Ἂς ἠχοῦν διαρκῶς στὰ αὐτιά μας καὶ σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου: «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτὴρ» (Λουκ. 2-10)

« Χριστὸς ἐτέχθη ».

« Ἀληθῶς ἐτέχθη».

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2011

Κυριακή των Προπατόρων ,Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἐκφράζει «τὴν οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος»· εἶναι «τὸ συμπόσιον τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν», ἀποκαλύπτει τὴν «ἐν Χριστῷ πανήγυριν καὶ τὴν ἀνέκφραστον ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Εὑρισκόμενος ὁ Κύριος σὲ κάποιο δεῖπνο, ἕνας ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων (ἐπειδὴ προφανῶς ἤθελε καὶ ἄλλους λόγους καὶ συμβουλὲς νὰ ἀκούση ἀπὸ Αὐτόν) τοῦ εἶπε· «Μακάριος ὃς φάγεται ἄρτον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14-15), δηλαδὴ εἶναι εὐτυχής, μακάριος, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀξιωθῆ νὰ καθίση μαζὶ μὲ τὸν Μεσσία, τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς προφῆτες στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ ἔχη μετοχὴ στὴν οὐράνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ποιοὶ ὅμως θὰ ἀπολαύσουν αὐτὴ τὴ μακαριότητα καὶ εὐτυχία; Μήπως, ἐνῶ ὅλοι προσκαλοῦνται, ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν συμμετοχή τους καὶ χάνουν τὸν οὐράνιο θησαυρό; Μήπως ὁ οὐράνιος οἰκοδεσπότης γνωστοποιεῖ σὲ ὅλους τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ οἱ προσκαλούμενοι στρέφουν τὰ νῶτα καὶ παίρνουν ἄλλες κατευθύνσεις; Ἐκεῖνος (ὁ οὐράνιος δηλαδὴ οἰκοδεσπότης) προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο συνεχῶς, ἀλλὰ τὴν οὐράνια πρόσκληση ἐμεῖς τὴν περιβάλλουμε μὲ μία θανάσιμη ἄρνηση. Εἴμαστε ἀρνητὲς τῆς μεγάλης κλήσεως. Δὲν ἐπιλέγουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν προ-πτωτικὴ κατάσταση, τὴν συμμετοχή μας στὴν θεία καὶ ζωοποιὸ χάρη, δὲν θέλουμε νὰ χορτάσουμε ἀπὸ τὸν «ἄρτο τῆς ζωῆς», γι᾿ αὐτὸ καὶ μένουμε νηστικοὶ πνευματικὰ καὶ πεινασμένοι. Τοῦτο τὸ δεῖπνο μᾶς προσφέρει «οὐχὶ κοινὸν ἄρτον οὐδὲ κοινὸν ποτὸν» ἀλλὰ «Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον». Σὲ τρεῖς κατηγορίες ὁ Κύριος κατέταξε ὅσους ἀρνοῦνται νὰ γευθοῦν τῶν ἀγαθῶν τοῦ δείπνου Του. Πρῶτον εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. «Ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Ἐδῶ ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ θεωθοῦν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ ἐκκλησιοποιηθοῦν, γιατί εἶναι δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν, ὑποδουλωμένοι στὴν ὕλη. Δὲν τὴν βλέπουν σὰν δῶρο Θεοῦ καὶ δὲν τὴν ἀναφέρουν σὲ Αὐτόν. Τί κάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία; Προσφέρουμε τοὺς καρπούς μας στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἁγιάζει καὶ στὴν συνέχεια ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν δὲν ζοῦμε «εὐχαριστιακά», ὅταν δὲν θεωροῦμε τὰ ἀγαθά μας ὡς δῶρο Θεοῦ, τότε ὑπηρετοῦμε δουλικὰ τὴ γῆ, ἀφήνοντας ἔρημη τὴν καρδιά μας, πεινασμένη τὴν ψυχή μας. Δεύτερη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πνευματικῶς πεινασμένων εἶναι οἱ δοῦλοι τῆς ἐργασίας. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ νοῦ καὶ καρδιὰ προσηλωμένα στὰ γήινα, στὴ δουλειὰ ποὺ γίνεται ἔτσι δουλεία, γιατί ὑποχρεώνει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ὑποταγμένοι στὸ χρόνο, νὰ μετρᾶνε τὴ ζωή τους μὲ ὀχτάωρα καὶ ἐργάσιμες μέρες, νὰ δυσκολεύονται νὰ καταλάβουν ὅτι ἐργάζονται γιὰ νὰ ζοῦν καὶ ὄχι ὅτι ζοῦν γιὰ νὰ ἐργάζονται. Ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, δὲν ἀρνεῖται τὴν τίμια ἐργασία, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τὴν θεωρεῖ σὰν ἐργόχειρο στὴ ζωή μας. Ἔτσι κέντρο καὶ στόχος τῶν ἐπιδιώξεών μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ δοῦναι-λαβεῖν, τοῦ ἰσολογισμοῦ, τοῦ κέρδους.

Κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἡ τρίτη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πεινασμένων προβάλλει σὰν δικαιολογία τῆς ἀρνήσεώς τους τὴν οἰκογενειακὴ ζωή. «Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ὁ γάμος ἔγινε ἐμπόδιο καὶ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸ μεγάλο δεῖπνο. Συμβαίνει καὶ σήμερα αὐτό. Ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς θεωροῦν τὸ γάμο καὶ τὰ οἰκογενειακὰ βάρη σὰν ἐμπόδιο, γιὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦν καὶ νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦν. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ τὴν συζυγία καὶ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὴν ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ποὺ παύει νὰ εἶναι βιολογικὴ καὶ ἐξωτερικὴ σύναψη καὶ γίνεται μυστηριακὴ ἑνότητα. Δὲν εἶναι ὁ εὐλογημένος γάμος ἐμπόδιο γιὰ τὸν ἐκκλησιασμό μας, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε. Οὔτε τὸ βάρος τῆς οἰκογενείας εἶναι ἀφορμή, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν μετάληψη, τὴν Θεία Κοινωνία. Ἀντίθετα ἐλαφρώνει τὸ βάρος καὶ ἀφήνει ἄνοιγμα, γιὰ νὰ περάση ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίση, ἀδελφοί.

Ἡ πρώτη ὁμάδα, ποὺ ἀρνοῦνται τὴ συμμετοχὴ τοὺς στὸ Μεγάλο Δεῖπνο δεμένοι μὲ τὸν ἀγρὸ καὶ τὴν γῆ, ἀποκηρύσσουν τὴν πρόσκληση γιὰ σωτηρία. Ἄρνηση ὅμως τῆς σωτηρίας σημαίνει ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου. Ἡ δεύτερη ὁμάδα εἶναι φορτωμένη ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν φροντίδα γιὰ τὰ ἐπαγγελματικά. Γι᾿ αὐτὸ μὲ πεῖσμα φροντίζουν οἱ ἀνήκοντες στὴν ὁμάδα αὐτὴ πάρα πολὺ γιὰ τὶς ἐργασίες τους καὶ ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ἀδιαφορία ὅμως γιὰ τὴν σωτηρία σημαίνει θάνατο. Ἡ τρίτη ὁμάδα ἀνόητα ὑποστηρίζει πὼς δὲν συμβιβάζεται οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ θρησκευτικότητα.
Ξεχνοῦν τὸν Θεό, ἀρνοῦνται τὸν ἐκκλησιασμό, ἀποφεύγουν τὸν πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἐπιλέγουν τὸν θάνατο. Κοντολογῆς «οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεται» τοῦ οὐρανίου δείπνου, δηλαδὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος ὀνομάζει «Φάρμακον Ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Θαρρῶ, ἀδελφοί, πὼς ὅλοι ἔχουμε ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περὶ τοῦ Μεγάλου Δείπνου καὶ τῶν προσκεκλημένων ἀφορᾶ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπου προσφέρεται «ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωάν. 6-51), ποὺ μεταγγίζει Ζωὴ καὶ Ἀνάσταση, καθὼς καὶ τὴν συμπεριφορά μας ὡς χριστιανῶν, ὡς μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑποφέρουμε ἀπὸ τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῆς αὐτονομίας. Ὅλα σήμερα αὐτονομοῦνται· ὑλικὰ ἀγαθά, ἐργασία, οἰκογένεια, δεξιότητες, ἱκανότητες, ὅλα χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος κυριολεκτικὰ ἀλλοτριώνεται. Γίνεται δοῦλος τοῦ χρόνου καὶ τῆς φθορᾶς. Ἡ ἐνανθρώπηση ὅμως τοῦ Κυρίου μας ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου. Αὐτὴ τὴν προοπτική, αὐτὴ τὴ διάσταση τὴ ζοῦμε μόνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, γιατί ἐκεῖ ὅλα καὶ ὅλοι μεταμορφώνονται, ὅλα ἀλλάζουν. Τότε τὸ κάθε παρὸν γίνεται αἰώνιο καὶ τὸ αἰώνιο προέκταση τοῦ παρόντος καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πρίγκηπες καὶ κληρονόμοι τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του, συνδαιτυμόνες στὸ οὐράνιο, μεγάλο δεῖπνο Του.

Κυριακὴ 11η Λουκᾶ, Ἀπόστολος Κυριακῆς τῶν προπατόρων (Κολοσσ. 3, 4–11) Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ








«Ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς... ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν καὶ αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν».

Ἀδελφοί μου· σ’ ὅλους εἶναι γνωστὸ ὅτι «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα». Τὰ λόγια εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὰ λόγια ἐξωτερικεύει τὴν ψυχή του. Τὰ λόγια εἶναι τὸ μεγάφωνο τῆς καρδίας του. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς προσωπικότητάς του· Σ’ αὐτὰ (τὰ λόγια του δηλ.) φωτογραφίζεται ὁ ἐσωτερικός του κόσμος. Τὰ λόγια μας ἄλλοτε εἶναι δοξολογία καὶ εὐλογία κι ἄλλοτε κατάρα. Ἄλλοτε μοιάζουν μὲ δροσερὸ ἀεράκι κι ἄλλοτε σὰν ἀστραπὴ καὶ καταιγίδα. Ὁ καθένας μας προσεγγίζει ἢ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν τελειότητα ἀνάλογα μὲ τὰ λόγια του· «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει οὗτος τέλειος ἀνὴρ» μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος (Ἰακώβ. 3-2).

Σήμερα θὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο στὸ ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας καὶ τῆς ὕβρης. Σ’ ὅλους μας εἶναι γνωστὴ ἡ τρίτη ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου· «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ». Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προφέρης, «νὰ μελετᾶς» τὸ πανάγιο ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· εἶναι παραβάτης καὶ ἔνοχος ὅποιος χωρὶς λόγο λησμονεῖ τὸν σεβασμὸ ποὺ ὀφείλει στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· καὶ ἂν ἡ ἄκαιρη καὶ μάταιη χρήση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁμαρτία, τότε τί εἶναι ἡ βλασφημία καὶ ἡ βεβήλωση μὲ αἰσχρὰ λόγια τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ;

Ὑπάρχει ἆραγε ἀπὸ τούτη μεγαλύτερη ἁμαρτία; Βλασφημεῖ τὸ παιδὶ τὸν πατέρα του, ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότη, ὁ εὐεργετημένος τὸν εὐεργέτη του. Πῶς νὰ χαρακτηρίση κανεὶς τὸ βλάσφημο; Καὶ ἀντίθεος εἶναι καὶ ἀχάριστα ἐκδηλώνεται καὶ πωρωμένος ὑπάρχει· εἶναι ψυχικὰ λερωμένος καὶ μὲ τὸ βέβηλο στόμα του βρίζει μὲ χυδαιότητα τὸ «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ. Δὲν εἶναι τολμηρὸ νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ὁ βλάσφημος εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας Τὸν φίλησε, δὲν Τὸν ἔβρισε· Τὸν χαιρέτησε, δὲν Τὸν βλασφήμησε. Τοῦ εἶπε «ραββί», Διδάσκαλε, ἐνῶ μποροῦσε νὰ Τὸν περιφρονήση· νὰ λοιπὸν ὅτι κάθε βλάσφημος εἶναι καὶ ἕνας προδότης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ ξεπερνάει καὶ τοῦ Ἰούδα τὴν προδοσία.

Γράφει κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «Οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς ὅταν τὸ ὄνομα αὐτοῦ βλασφημῆται». Ἀλλὰ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ Λευϊτικό, ἀναφέρεται κατηγορηματικά· «ἄνθρωπος ὃς ἐὰν βλασφημήσῃ Θεόν, ἁμαρτίαν λήψεται· ἀτιμάζων δὲ τὸ ὄνομα Κυρίου θανάτῳ θανατούσθω· (Λευϊτ. 24 – 15). Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος μᾶς πληροφορεῖ· «Ἂν νομίζη κανείς πὼς εἶναι θρῆσκος ἀνάμεσά σας χωρὶς νὰ διευθύνη μὲ χαλινάρι τὴ γλῶσσα του, σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο εἶναι μάταιη–ἄχρηστη ἡ θρησκεία» (Ἰακώβ. 1 – 26).

Καὶ στὸ βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν», στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἔχει γραφῆ «ὅτι ὅποιος φυλάσσει τὸ στόμα του καὶ ἐλέγχει τὴν γλῶσσα του, αὐτὸς ἔχει ὀχυρώσει τὸν ἑαυτό του κατὰ τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἁμαρτίας» (Παροιμ. 21–23). Ἡ γλῶσσα χωρὶς ἔλεγχο εἶναι φοβερὸ κακό· ἀδελφοί, τὸ κακὸ ἔχει παραγίνει· ἡ βλαστήμια καὶ ἡ αἰσχρολογία πλημμυρίζει τὴ συγχρόνη ζωή. Κατακλύζει μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἔχει καταντήσει ἀρρώστια μολυσματική. Χολέρα τῆς ψυχῆς ποὺ ἑξαπλώνεται ἐπικίνδυνα καὶ στὰ φτωχόσπιτα καὶ στὰ πλουσιόσπιτα· καὶ στὰ λιμάνια καὶ στοὺς κύκλους τῶν μορφωμένων· καὶ στὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα καὶ στὸν στρατό· βλαστημοῦν καὶ χυδαιολογοῦν μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἄλλοι ἀπὸ κακὴ συνήθεια, ἄλλοι σὲ στιγμὲς ἔξαψης καὶ θυμοῦ. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ μᾶς συνιστᾶ· «Καμμιὰ σάπια καὶ βλαβερὴ φράση νὰ μὴν βγαίνη ἀπὸ τὸ στόμα σας» (Ἐφεσ. 4–23), γιατὶ λόγοι σαπροὶ καὶ αἰσχροὶ καὶ ἄσεμνοι εἶναι δεῖγμα ἠθικῆς κατωτερότητας. Ἂν γιὰ ὁποῖον πῆ τὸν ἀδελφό του, τὸν συνάνθρωπό του, «ἀνόητο» ὑπάρχη τιμωρία, ποινή, ποιὰ θἆναι ἡ τιμωρία καὶ ἡ καταδίκη αὐτῶν ποὺ βρίζουν τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντας; Ἂς πληροφορηθοῦν λοιπὸν ὅτι «λοίδοροι... βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορινθ. 6–10).

Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ πολύαθλος Ἰώβ, ἀφοῦ ἔχασε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, χτυπήθηκε ἀπὸ τρομερὴ ἀρρώστια, τὴν λέπρα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ τοῦ εἶπε ἡ γυναῖκα του· «Τί σοῦ χρειάζεται πιὰ ἡ ζωή»· «Εἰπὲ ῥῆμα πρὸς Κύριον καὶ τελεύτα». Τὸν συμβούλεψε δηλ. νὰ βλαστημήση καὶ νὰ καταραστῆ τὸν Θεό· Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε· «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;». Καὶ διαπιστώνουμε ὅλοι μαζί μὲ τὸν θεόπνευστο συγγραφέα ὅτι «οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ» (Ἰὼβ 2, 7–10). Κράτησε τὸ στόμα του καθαρὸ ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Ναί, ἀδελφοί μου· Ἂς τὸ κρατήσουμε καὶ ἐμεῖς · Ἀμήν

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...