Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ) π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ


 Μία από τις μεγάλες Δεσποτικές λεγόμενες εορτές είναι η Μεταμόρφωση του Κυρίου: εκεί που στο όρος Θαβώρ ο Κύριος, έχοντας πάρει μαζί Του τους «προκρίτους των μαθητών», τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», δηλαδή το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο, τα ενδύματά Του έγιναν λευκά σαν το φως, δίπλα Του φάνηκαν οι προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, ενώ ακούστηκε άνωθεν, από τον ουρανό, η φωνή του Θεού Πατέρα, η οποία έλεγε «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε». Όλη αυτή η θεοφάνεια, η οποία βεβαίως θυμίζει και το «σκηνικό» της Βάπτισης του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα νέφος το οποίο περιέλαμψε τους μαθητές, οι οποίοι μη αντέχοντας το θέαμα έπεσαν πρηνείς, ενώ κάποια στιγμή ο Πέτρος, «μη ειδώς ο ελάλει», βλέποντας και τους Μωϋσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο, είπε σ’ Αυτόν: «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι». Μετά από λίγο, το συγκλονιστικό αυτό θέαμα και άκουσμα τελείωσε, κι ο Κύριος παίρνοντας τους έκθαμβους μαθητές τούς είπε να μην ειπούν τίποτε, έως ότου αναστηθεί εκ των νεκρών, προλέγοντας ταυτοχρόνως και τα γεγονότα του Πάθους Του.
Θα έλεγε κανείς ότι σ’ αυτό το γεγονός έχουμε συμπυκνωμένη τη θεολογία της Εκκλησίας μας, περί της φύσεως του Ιησού Χριστού, περί του σκοπού της ενανθρωπήσεώς Του, περί της ανακαινίσεως του σύμπαντος κόσμου, περί της σχέσεώς Του με την Παλαιά Διαθήκη, θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι Πατέρες μας ιδίως του 14ου αι., και μάλιστα ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν δόθηκε η αφορμή από αιρετικούς, οι οποίοι αναφάνηκαν και αλλοίωσαν τη θεολογία της Εκκλησίας, και τα οποία η Εκκλησία μας πάντοτε τα ζει και τα προβάλλει στην πνευματική της ζωή. Ορισμένα από αυτά θα σχολιάσουμε στη συνέχεια:

1. Καταρχάς θα πρέπει να διευκρινίσουμε αυτό που τονίζει η Πατερική μας παράδοση: Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των ίδιων των μαθητών: ο Χριστός, ων πάντοτε Θεός και άνθρωπος, έχοντας ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ: παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν το είχε, αλλά αυτό που ήταν, το δίνει «κατά μέρος», να το δουν και να το νιώσουν και οι τρεις μαθητές Του. Κι αυτό που τους αποκαλύπτει είναι η θεϊκή Του δόξα. Μέχρι τότε οι μαθητές ζούσαν τον Κύριο ως άνθρωπο, ενώ ελάχιστα διαισθάνονταν τη θεϊκή Του προέλευση. Στο όρος Θαβώρ ικανώνονται από το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο ως νέφος τους περιέλαμψε και τους άνοιξε τους πνευματικούς οφθαλμούς – έχουμε και πνευματικές αισθήσεις που λειτουργούν ή όχι ανάλογα με τη σχέση που έχουμε με τον Θεό – να δουν με «μετασκευασμένους» οφθαλμούς τη θεϊκή λάμψη, το «άκτιστον φως» του Χριστού. Η Μεταμόρφωση λοιπόν είναι Μεταμόρφωση των μαθητών, που με άλλα μάτια είδαν τα συγκλονιστικά του όρους Θαβώρ, δηλαδή τον Χριστό, αλλά και στη θεϊκή Του διάσταση. Την πραγματικότητα αυτή η Εκκλησία μας διαρκώς τη διαλαλεί, καθημερινά, όταν μεταξύ των άλλων μας επισημαίνει: «Εν τω φωτί Σου, Κύριε, οψόμεθα φως». Μόνον όταν ο άνθρωπος λάβει το φως του Θεού, μπορεί τότε να δει το φως του Θεού. Ο άνθρωπος «βλέπει» ανάλογα με ό,τι έχει μέσα του.

2. Όπως είπαμε, αυτά που είδαν οι μαθητές για τον Χριστό ήταν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «Επί του όρους μετεμορφώθης, και ως εχώρουν οι μαθητές Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Επομένως ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια του Θεού, αλλιώς στη χάρη ή τη δόξα ή το φως Του, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως από τον Θεό ως παροχή της χάρης Του είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε» και θα τον «σκότωνε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί ο Κύριος θέλησε να τους δώσει αυτήν τη χάρη, να δουν τη θεϊκή Του δόξα; Διότι μετά από λίγο ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο, ότι ήταν η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού, για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Όπως το επισημαίνει το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα». Ο Χριστός «έδει παθείν», διότι η αμαρτία του ανθρωπίνου γένους ήταν τέτοια, που μόνον ο λόγος, το κήρυγμα δεν ήταν ικανό να σώσει τους ανθρώπους. Έπρεπε να πάθει ο Ίδιος ο Θεός εν σαρκί, γεγονός που φανερώνει την τραγικότητα στην οποία είχε περιέλθει η ανθρωπότητα, αλλά και το άπειρο μέγεθος της αγάπης του Θεού απέναντι σ’ αυτήν.

4. Στη μέσα στο φως της λάμψης του Θεού θέα του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική του ανθρώπου, μετά τον ερχομό Εκείνου. Όπως φανερώθηκε ο Χριστός, σαν ήλιος πρωϊνός, έτσι θα φανερωθούμε κι εμείς κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία, όταν ακολουθούμε τον Χριστό. Μη ξεχνάμε ότι ο Χριστός ενσωμάτωσε τον άνθρωπο στον ίδιο Του τον εαυτό, κάτι που ενεργοποιείται έκτοτε δια του αγίου βαπτίσματος και βιώνεται αυξητικά μέσα στην Εκκλησία διά των μυστηρίων και της εφαρμογής των εντολών Του, κι αυτή η ενσωμάτωση τον έκανε μέλος Του, δηλαδή δική Του προέκταση, επομένως ό,τι Εκείνος ζει, αυτό αποτελεί και θα αποτελέσει ζωή και των πιστών ανθρώπων. Όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Πατέρες των Συνόδων του 14ου αι. τόνιζαν την πραγματικότητα μετοχής στο άκτιστο φως του Θεού, κατά αναλογία με ό,τι συνέβη στο όρος Θαβώρ με τους τρεις μαθητές, ήδη από τη ζωή αυτή, ας φανταστούμε την ασύλληπτη μέθεξη του πιστού σ’ αυτό το φως μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον ως ψυχή, αλλά και με το σώμα του θα μετέχει σ’ Εκείνον. Τότε θα λάμψουν οι άγιοι ως ήλιος, όπως έλαμψε κι ο Χριστός. Με τη Μεταμόρφωση λοιπόν αποκαλύπτεται και το μεγαλείο της προοπτικής του ανθρώπου, αυτό που οι άγιοί μας το ονομάζουν «θέωση».

5. Σ’ αυτήν την ένθεη κατάσταση μετοχής στο φως του Χριστού βλέπουμε ότι ανακαινίζεται μαζί με τον άνθρωπο και η ίδια η φύση. Πώς το βλέπουμε αυτό; Μέσα από τα ενδύματα του Χριστού. Και αυτά έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε κατά κάποιο τρόπο και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής και της φύσεως, όπως είπαμε, στη δόξα του Θεού. Και τούτο γιατί η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά στη χριστιανική πίστη αναβαθμίζεται και αυτή, βρίσκοντας την πραγματική της θέση: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. Η φύση ανήκει στον Θεό και την έδωσε στον άνθρωπο για να είναι ο χώρος κατοικίας του, που σημαίνει ότι η φύση προσέβλεπε στον άνθρωπο ως τον βασιλιά της. Ξέπεσε στην αμαρτία ο άνθρωπος λοιπόν, ξέπεσε και η φύση. Και με την αποκατάσταση του ανθρώπου εν Χριστώ, αποκαθίσταται και αυτή. «Η προσμονή της φύσεως, μας λέει ο απόστολος Παύλος, είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη». Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σ’ όλους εκείνους που ήθελαν και θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ως ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της φύσεως.

6. Φάνηκαν όμως ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο όρος Θαβώρ, πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, που έζησαν αιώνες πολλούς προ Χριστού. Τι σημαίνει τούτο; Πρώτον, ότι ο Κύριος είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός ότι οι μαθητές βλέπουν αυτούς τους αγίους, κεκοιμημένους  ή απόντες από τον κόσμο αυτό από τόσο παλιά, είναι μία ισχυρότατη απόδειξη ότι αυτοί ζουν εν Θεώ. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως η δυναμική της αναστάσεως του Κυρίου έφερε, θα αναστηθεί για να ενωθεί με την ψυχή και πάλι. Ο θάνατος λοιπόν με τον Χριστό έγινε μία απλή δίοδος, που μας οδηγεί μέσα στην αγκαλιά του Χριστού, πολύ πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Μία προεικόνιση αυτού του γεγονότος είναι και η παρουσία των προφητών αυτών στο Θαβώρ. Κι από την άλλη: ο Κύριος φανερώνεται ότι αποτελεί το κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη, που συγκεφαλαιώνεται στον Νόμο και τους Προφήτες – τον Μωϋσή και τον Ηλία – συνιστά την πρώτη αποκάλυψη του Χριστού, με αποκορύφωση τον ερχομό Του στην Καινή. Παλαιά και Καινή αποτελούν ένα ενιαίο γεγονός, που δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, χωρίς να διαστρεβλώσει και τα δύο. Η Μεταμόρφωση λοιπόν δίνει απάντηση και στο θέμα αυτό. Η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Ο Κύριος συνιστά το νόημα και εκείνης.

Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου είπαμε από την αρχή ότι συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς αυτός να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως», νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «κα μεςστράψωμεν, τας θείαις λλοιώσεσιν, ατν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). ρος ψηλότατον τν καρδίαν, κεκαθαρμένην κ παθν, χοντεςψόμεθα, Χριστο τν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τν νον μν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. Γένοιτο.

Όταν η Παναγία συνάντησε τη Μάνα του Ιούδα.

 
Με αργό το βήμα η Παναγιά, με αμέτρητο τον πόνο, την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο, τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.
Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος, θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα άχαρα εκείνα μέρη, και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει τα λέει και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει που ‘γινε για αυτήν σκοτάδι η μέρα;
 
 Κ’αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα. Και να που ακόμη μια φωνή την ερημιά ταράζει. Αχ,τι φωνή λυπητερή. Ποιος και γιατί στενάζει;
Ποιος σαν Αυτή άλλος πονεί και μοιρολόγια λέγει, μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει;
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μονάχη στην άκρη απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ
Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει. Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανέναν, νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα, που την ακούει τραβά και πάει να την γνωρίσει λόγια αγάπης να της πεί, να την παρηγορήσει.
Με ένα γλυκό χαμόγελο συμπόνοια γεμάτο μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεται εδώ κάτω.
Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των ματιών σου, είμαι κ’εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιός σου;
Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά:
αδελφή μου, Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου. Μόνο μια μανα μόνο αυτή, σε όλο τον κόσμο ξέρει ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι, Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, παιδί μου σαν ζητιάνα, Αχ κάλλιο να μην έσωνα Θεέ να γίνω μάνα
Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
Τον δικό της τον καϋμό ξεχνά την ώρα εκείνη και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει
Σκύβει και την ασπάζεται, χαιδεύει τα μαλλιά της, και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της
Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει, της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.
Έλα και μείνε σπίτι μου την νύχτα να περάσεις, εκεί και οι δυό τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε, το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε. Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες, οι δυό μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς που στον Γολγοθά κρεμάται έδωσε τέτοια εντολή:


Αλλήλους ν’ Αγαπάτε!


Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου: Περί αποταγής

κλίμαξ αγίου Ιωάννου Σιναίτου
 "Κλίμαξ"
ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

(Διά την αποταγήν του ματαίου βίου) 


1. Το «από Θεού άρχεσθαι» είναι ορθόν καί πρέπον, εφ΄όσον απευθύνομαι πρός υπηρέτας του Θεού. 

Αυτού λοιπόν του αγαθού και υπεραγαθού και παναγάθου Θεού και βασιλέως μας, ο οποίος ετίμησε όλα τα λογικά όντα πού εδημιούργησε με το δώρο του αυτεξουσίου, άλλοι είναι φίλοι Του και άλλοι γνήσιοι δούλοι Του.

Άλλοι είναι αχρείοι δούλοι Του και άλλοι τελείως αποξενωμένοι απ΄Αυτόν. 
Υπάρχουν τέλος και αυτοί πού είναι εχθροί Του, καίτοι είναι αδύνατοι και ανίσχυροι.
2. Φίλους κατ΄εξοχήν του Θεού, ώ ιερέ φίλε, εμείς οι αμόρφωτοι θεωρούμε τις νοερές και ασώματες δυνάμεις των αγγέλων. Γνησίους δούλους του Θεού εκείνους που εξετέλεσαν και εκτελούν το πανάγιο θέλημά Του ακούραστα καί χωρίς καμμία παράλειψι.

Αχρείους δούλους ονομάζουμε αυτούς που αξιώθηκαν μέν να λάβουν το άγιον Βάπτισμα, δεν εφύλαξαν όμως γνήσια τίς πρός τόν Θεόν υποσχέσεις τους.

Ως ξένους και εχθρούς του Θεού θα εννοήσωμε αυτούς που είναι αβάπτιστοι ή δεν έχουν ορθή πίστι.
Αντίπαλοι τέλος του Θεού είναι εκείνοι οι οποίο όχι μόνον απέκρουσαν και απέρριψαν από την ζωή τους το θέλημα του Κυρίου, αλλά και πολεμούν με πάθος αυτούς πού το τηρούν. 
3. Επειδή όμως για κάθε μία από τις κατηγορίες των ανθρώπων που αναφέραμε, χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος και ανάλογος πρός την κάθε περίπτωση λόγος, για μας δέ τους αμαθείς δεν είναι συμφέρον επί του παρόντος να τα αναπτύξωμε όλα αυτά, εμπρός λοιπόν ας απλώσωμε με αδιάκριτο υπακοή το ανάξιο χέρι μας πρός τους γνησίους δούλους του Θεού, οι οποίοι μας επίεσαν με την ευσέβειά τους και μας εβίασαν με την εμπιστοσύνη τους, ώστε να υπακούσωμε στην προσταγή τους. Και αφού δεχθούμε από την ιδική τους σοφία την πέννα και την βυθίσωμε στο νοητό μελάνι, που είναι η σκυθρωπή και συγχρόνως χαρωπή ταπεινοφροσύνη, ας την σύρωμε επάνω στις λείες και λευκές καρδιές τους, σάν σε χαρτί, μάλλον δέ σάν σε πλάκες πνευματικές, καί αναγράφοντας τα θεία λόγια ας ειπούμε τα εξής:
4. Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους, όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών, και των απαθών και των εμπαθών, και των μοναχών και των κοσμικών, και των σοφών και των αγραμμάτων, και των υγιών και των ασθενών, και των νέων και των ηλικιωμένων.
Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών (τα οποία προσφέρονται εξ ίσου σε όλους τους ανθρώπους). Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, διότι «δεν υπάρχει προσωποληψία στον Θεόν» (Πρὸς Κολοσσαεῖς Κεφ. 3.25).
5. Άνθρωπος ασεβής είναι μία ύπαρξις λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει την ζωή, και τον Δημιουργό της, πού υπάρχει αιώνια, τον θεωρεί ως ανύπαρκτο.
6. Παράνομος είναι αυτός πού με την κακή του σκέψι διαστρέφει τον νόμο του Θεού και πού νομίζει ότι πιστεύει, ενώ έχει επιθυμίες και αντιλήψεις αντίθετες προς τον Θεόν.
7. Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στην σκέψι. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα.
8. Θεοφιλής είναι εκείνος που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού, συγχρόνως όμως δεν αμελεί, όσο μπορεί, να επιτελεί το αγαθό.
9. Εγκρατής είναι αυτός που ζη μέσα στους πειρασμούς και τις παγίδες και τους θορύβους του κόσμου και αγωνίζεται με όλη του την δύναμι να μιμηθή την ζωή εκείνων πού είναι απηλλαγμένοι από τους θορύβους του κόσμου.
10. Μοναχός είναι τάξις και κατάστασις των ασωμάτων αγγέλων πού κατορθώνεται μέσα σε υλικό και ρυπαρό σώμα. Μοναχός είναι εκείνος πού είναι αφοσιωμένος μόνο στις εντολές και στους λόγους του Θεού και τις εφαρμόζει σε κάθε χρόνο και τόπο και πράγμα. Μοναχός είναι μία συνεχής βία της ανθρώπινης φύσεως και μία αδιάκοπη φυλακή των αισθήσεων. Μοναχός είναι εξαγνισμένο σώμα και καθαρό στόμα και φωτισμένος νους. Μοναχός είναι καταλυπημένη ψυχή, πού είναι απησχολημένη με την συνεχή μνήμη του θανάτου, και όταν είναι ξύπνια και όταν κοιμάται.
11. Αναχώρησις από τον κόσμον είναι το να μισήσης με την θέλησί σου πράγματα επαινετά και να αρνηθής την φύσι, για να επιτύχης τα υπέρ φύσιν.
12. Όλοι όσοι εγκατέλειψαν πρόθυμα τα βιοτικά, το έπραξαν αναμφιβόλως ή για την μέλλουσα βασιλεία ή για τα πολλά τους αμαρτήματα ή για την αγάπη του Θεού. Εάν κανείς από τους τρεις αυτούς σκοπούς δεν τους παρακίνησε, τότε η αναχώρησίς τους είναι παράλογος. Παρ΄όλα αυτά ο καλός μας Αγωνοθέτης περιμένει να ιδή ποιο θα είναι το τέρμα του δρόμου.
13. Όποιος εξήλθε από τον κόσμο για να σκορπίση το φορτίο των αμαρτιών του, ας μιμήται εκείνους πού κάθονται εμπρός στους τάφους έξω από την πόλι, (όπως οι αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία), και ας μη σταματήση τα θερμά και πύρινα δάκρυα και τους αφώνους ολολυγμούς της καρδίας του, ώσπου να ιδή και αυτός τον Ιησούν, ότι ήλθε και απεκύλισε τον λίθο της πωρώσεως από την καρδία του και ελευθέρωσε τον νου μας, σαν άλλο Λάζαρο, από τα δεσμά των αμαρτιών και διέταξε τους υπηρέτας Του αγγέλους: «Λύσατέ τον από τα πάθη και αφήστε τον να πορευθή προς την μακαρία απάθεια». Εάν δεν πράξη έτσι, τότε δεν εκέρδησε τίποτε με την αναχώρησί του από τον κόσμο.
14. Όσοι θέλομε να φύγωμε από την Αίγυπτο και να ελευθερωθούμε από την τυραννία του Φαραώ, έχομε οπωσδήποτε και εμείς ανάγκη ενός Μωϋσέως, ο οποίος θα είναι μεσίτης μας προς τον Θεόν και οδηγός μας μετά τον Θεόν. Αυτός θα ίσταται μεταξύ της πράξεως και της θεωρίας και θα υψώνη προς χάριν μας τα χέρια του προς τον Θεόν. Έτσι καθοδηγούμενοι από αυτόν θα επιτύχωμε να διαβούμε την θάλασσα των αμαρτημάτων και θα κατατροπώσωμε τον Αμαλήκ των παθών.
Εκείνοι δε που εστηρίχθηκαν στις ιδικές τους δυνάμεις και ενόμισαν πώς δεν έχουν ανάγκη από κανένα οδηγό, οπωσδήποτε απατήθηκαν.
15. Εκείνοι που εξήλθαν από την Αίγυπτο είχαν ως οδηγό τον Μωϋσή, και αυτοί που έφυγαν από τα Σόδομα άγγελο.
Και οι μέν πρώτοι ομοιάζουν προς εκείνους πού θεραπεύουν τα πάθη της ψυχής με την φροντίδα και τις οδηγίες ανθρώπου-ιατρού. Αυτοί είναι όσοι εξέρχονται από την Αίγυπτο.
Οι δεύτεροι ομοιάζουν προς εκείνους πού επιθυμούν να καθαρισθούν από τα ακάθαρτα και άθλια πάθη της σαρκός. Γι΄αυτό και χρειάζονται άγγελο-ιατρό, δηλαδή ισάγγελο άνθρωπο θα έλεγα, για να τους βοηθήση. Διότι στην προχωρημένη σήψι των τραυμάτων χρειαζόμεθα πολύ έμπειρο ιατρό.
16. Βία πράγματι και συνεχείς οδύνες πρέπει να έχουν όσοι επιχειρούν να ανεβούν στον ουρανό με το σώμα τους. Και μάλιστα στις αρχές της μοναχικής ζωής, μέχρις ότου οι φιλήδονες τάσεις και η σκληρότης της καρδίας μεταστραφούν με τη βαθειά λύπη και το πένθος σε αγάπη προς τον Θεόν και σε αγνότητα.
17. Μόχθος, πραγματικός μόχθος, και πολλή και αφανής πικρία μας περιμένουν, και ιδίως τους αμελείς, έως ότου κατορθώσουμε τον λαίμαργο και «φιλομάκελλον κύνα», δηλαδή τον νου μας, να τον κάνουμε φίλο της προσοχής και της καθαρότητος, με την βοήθεια της απλότητος, της πολλής αοργησίας και της επιμελείας.
Όμως ας έχωμε θάρρος εμείς οι εμπαθείς και αδύνατοι και με πίστι αδίστακτη ας παρουσιάσωμε με το δεξιό μας χέρι και ας εξομολογηθούμε στον Χριστόν την ασθένεια και την αδυναμία της ψυχής μας.
Έτσι θα λάβωμε οπωσδήποτε την βοήθειά Του και μάλιστα περισσότερο απ΄όσο το αξίζομε. Αρκεί μόνο να βυθίζωμε συνεχώς τον εαυτό μας στον βυθό της ταπεινοφροσύνης.
18. Ας γνωρίζουν καλά όλοι όσοι αρχίζουν τον σκληρό και πιεστικό, αλλά και ελαφρό συγχρόνως αγώνα, ότι ήλθαν να πηδήσουν σαν μέσα στο πυρ (των πειρασμών και των θλίψεων), εφ΄όσον εξεκίνησαν με την διάθεσι να κατοικήση μέσα τους το άϋλο θεϊκό πύρ. Γι΄αυτό προηγουμένως πρέπει να εξετάζη καλά καθένας τον εαυτό του και έπειτα να πλησιάζη για να γευθή τον άρτο με τα πικρά χόρτα και να πιή το γεμάτο δάκρυα ποτήρι της μοναχικής ζωής, μη τυχόν η επιπολαία κατάταξίς του στο στράτευμα των μοναχών γίνη αιτία της καταδίκης του.
19. Εφ΄όσον και όλοι όσοι εβαπτίσθηκαν δεν θα σωθούν, δεν χρειάζεται να εξηγηθώ με περισσότερα λόγια[1]. Όλα πρέπει να τα απαρνηθούν, όλα να τα καταφρονήσουν, όλα να τα περιγελάσουν, όλα να τα αποτινάξουν όσοι προσέρχονται στην μοναχική πολιτεία, για να βάλουν έτσι στερεό θεμέλιο.
20. Καλό τρίδομο και τρίστυλο θεμέλιο είναι η ακακία, η νηστεία και η σωφροσύνη. Όλοι οι έν Χριστώ νήπιοι απ΄αυτά ας αρχίζουν, παίρνοντας παράδειγμα τα νήπια.
Διότι αυτά δεν έχουν καμμία κακία και πονηρία, ούτε επιθυμία και κοιλία αχόρταγη, ούτε σάρκα πού φλογίζεται και αποθηριώνεται, όσο όμως προχωρούν στην αύξησι της τροφής τους παρουσιάζεται, όπως φαίνεται, και η πύρωσις της σαρκός.
21. Είναι πραγματικά βδελυκτό και επικίνδυνο να αποχαυνωθή ο παλαιστής μόλις αρχίση η πάλη. Έτσι δείχνει σε όλους ότι εύκολα θα τον σφάξη ο εχθρός.
22. Είναι οπωσδήποτε ωφέλιμο το αποφασιστικό και ορμητικό ξεκίνημα, και για αργότερα, όταν τυχόν παρουσιασθή αμέλεια και αδράνεια.
Διότι την ψυχή που άρχισε με ανδρεία τον αγώνα και έπειτα τον εχαλάρωσε, την κεντά σαν κεντρί η ανάμνησις του πρώτου ζήλου, πράγμα πού πολλές φορές αναπτέρωσε και έσωσε αρκετούς, αυτοί έμοιασαν έτσι με αετούς που ανανεώθηκαν τα πεσμένα τους πτερά.
23. Όταν η ψυχή προδώση τον εαυτό της και χάση την μακαρία και πολυπόθητη θέρμη πού είχε στην αρχή, ας ερευνήση επιμελώς να εξακριβώση από ποια αιτία την εστερήθηκε, και εναντίον αυτής της αιτίας ας αναλάβη όλο τον πόλεμο και τον ζήλο της. Διότι δεν υπάρχει άλλη θύρα από την οποία να επιστρέψη η θέρμη, παρά μόνο αυτή από την οποία έφυγε.
24. Αυτός που απαρνήθηκε τον κόσμο από τον φόβο (της κολάσεως) είναι όμοιος με το θυμίαμα πού ενώ καίεται, στις αρχές αναδίδει ευωδία, στο τέλος όμως καπνίζει[2]. Εκείνος πού τον απαρνήθηκε με την ελπίδα μελλοντικού μισθού, καταντά μια μυλόπετρα, που γυρίζει συνεχώς στο ίδιο μέρος. Όποιος όμως αναχώρησε από τον κόσμο για την αγάπη του Θεού, ευθύς εξ αρχής έχει μέσα του φλόγα, η οποία αν τυχόν πέση σε ξύλα ή σε δάσος, αυξάνει υπερβολικά και συνεχώς επεκτείνεται προς τα εμπρός.
25. Μερικοί κτίζουν πλίνθους επάνω στους λίθους. Άλλοι στερεώνουν στύλους επάνω στο χώμα. Και άλλοι, αφού εβάδισαν ολίγο πεζοί και ζεστάθηκαν τα νεύρα και οι κλειδώσεις τους, επροχώρησαν έπειτα γρηγορώτερα. Όποιος έχει νου, ας εννοήση τις συμβολικές αυτές εικόνες[3].
26. Ας τρέξωμε πρόθυμα, συναισθανόμενοι ότι μας εκάλεσε ο Θεός και Βασιλεύς, μήπως και τα χρόνια της ζωής μας είναι ολίγα, οπότε θα ευρεθούμε χωρίς καρπούς την ημέρα του θανάτου μας και θα πεθάνωμε από την πείνα. Ας ευαρεστήσωμε τον Κύριον, όπως οι στρατιώτες στον βασιλέα. Οπωσδήποτε μετά την επιστράτευσι, μας ζητείται η ακριβής εκπλήρωσις των υποχρεώσεών μας.
27. Ας φοβηθούμε τον Κύριον όπως τα θηρία. Διότι εγνώρισα ανθρώπους που επήγαιναν να κλέψουν, και τον Θεόν δεν τον εφοβήθηκαν, μόλις όμως άκουσαν στο μέρος εκείνο τα γαυγίσματα των σκύλων αμέσως ωπισθοχώρησαν. Έτσι αυτό πού δεν επέτυχε ο φόβος του Θεού, το κατόρθωσε ο φόβος των θηρίων!
28. Ας αγαπήσωμε τον Κύριον, όπως αγαπούμε και σεβόμεθα τους φίλους μας. Είδα πολλές φορές ανθρώπους πού ελύπησαν τον Θεόν και δεν ανησύχησαν καθόλου γι΄αυτό. Όταν όμως συνέβη να πικράνουν αγαπητά τους πρόσωπα, έστω και σε κάτι μικρό, έκαναν το πάν, εχρησιμοποίησαν κάθε τέχνασμα, εσκέφθηκαν κάθε τρόπο, υπεβλήθησαν σε κάθε θλίψι, ωμολόγησαν το σφάλμα τους, και παρεκάλεσαν είτε αυτοπροσώπως είτε με φίλους είτε με δώρα, προκειμένου να αποκαταστήσουν την πρώτη αγάπη τους.
29. Οπωσδήποτε στην αρχή της μοναχικής μας ζωής, με κόπο και πικρία εργαζόμεθα τις αρετές. Έπειτα όμως, όταν προχωρήσωμε, δεν θα αισθανώμεθα καθόλου λύπη, ή ολίγη, στην εξάσκησί τους. Όταν δε τέλος αφανισθή το θνητό μας φρόνημα και κυριαρχήση στην ψυχή μας η προθυμία, τότε πλέον θα τις εργαζώμεθα με όλη μας την χαρά και τον ζήλο και τον πόθο και την θεϊκή φλόγα.
30. Όσο είναι αξιέπαινοι αυτοί που ευθύς εξ αρχής με χαρά και προθυμία καλλιεργούν τις αρετές και εκτελούν τις εντολές, τόσο ελεεινοί είναι εκείνοι πού εχρόνισαν στην άσκησι και όμως με κόπο ακόμη τις εξασκούν, εάν βέβαια τις εξασκούν.
31. Ας μην αποστρεφώμεθα ούτε να κατακρίνωμε «τας περιστατικάς αποταγάς»[4]. Διότι εγνώρισα ανθρώπους λιποτάκτες, οι οποίοι χωρίς να το θέλουν συναντήθηκαν με τον βασιλέα που είχε βγη έξω και από την στιγμή εκείνη έγιναν δορυφόροι του, τον ακολούθησαν στο παλάτι και εδείπνησαν μαζί του.
32. Είδα σπόρο πού έπεσε τυχαία στο έδαφος και όμως έκανε εξαιρετικό και πολύ καρπό, καθώς πάλι και τα αντίθετο.
33. Είδα έναν άνθρωπο (πού είχε κάποια βλάβη στην όρασί του) να μπαίνει στο ιατρείο για κάποια άλλη ανάγκη, να τον κρατά ολίγο περισσότερο ο ιατρός με την φιλοφροσύνη του, με αποτέλεσμα να καθαρισθή και να απαλλαγή από την ομίχλη πού σκέπαζε τα μάτια του. Έτσι μερικά ακούσια και τυχαία περιστατικά πού συνέβησαν σε μερικούς είχαν αποτελέσματα βεβαιότερα και ουσιαστικώτερα από ό,τι μερικά εκούσια.
34. Κανείς ας μη θεωρήση τον εαυτό του ανάξιο για την μοναχική πολιτεία, προφασιζόμενος το βάρος και το πλήθος των αμαρτιών του και ας μη νομίζη ότι ταπεινώνει έτσι τον εαυτό του, ενώ στην ουσία φοβείται μη στερηθή τις ηδονές του κόσμου. Όλα όσα λέγει είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις» (Ψαλμ. ρμ΄4). Διότι εκεί όπου ακριβώς υπάρχει βαθειά και σαπισμένη πληγή, εκεί χρειάζεται και μεγαλυτέρα θεραπεία, για να καθαρισθή. Άλλωστε στο ιατρείο δεν πηγαίνουν οι υγιείς!
35. Εάν ο επίγειος βασιλεύς μας προσκαλούσε να καταταγούμε στον στρατό του, να τον υπηρετούμε και να πολεμούμε στο πλευρό του, δεν θα καθυστερούσαμε ούτε θα προφασιζόμεθα τίποτε. Αλλά θα τα εγκαταλείπαμε όλα και με προθυμία θα τρέχαμε κοντά του.
Ας προσέξωμε λοιπόν μήπως, ενώ μας προσκαλεί ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων και Θεός των θεών στην ουρανία παράταξι των μοναχών, αρνηθούμε την πρόσκλησι από οκνηρία και ραθυμία, και σταθούμε έτσι αναπολόγητοι εμπρός στο μέγα και φοβερό βήμα της Κρίσεως.
36. Μπορεί βέβαια να βαδίζη κανείς, ενώ είναι δεμένος με τις υποθέσεις του κόσμου και με βαρειές - σαν σιδερένιες αλυσίδες - φροντίδες, αλλά θα βαδίζη με δυσκολία. Όπως και εκείνοι που έχουν σιδερένια δεσμά στα πόδια τους βαδίζουν πολλές φορές, αλλά συνεχώς σκοντάφτουν και πληγώνονται.
37. Ο άγαμος πού ευρίσκεται στον κόσμο και είναι δεμένος μόνο με τα πράγματα του κόσμου ομοιάζει με αυτόν που έχει τις χειροπέδες. Για τούτο και όταν αποφασίση να τρέξη προς τον μοναχικό βίο δεν εμποδίζεται. Ενώ αυτός πού ήλθε σε γάμο ομοιάζει με εκείνον πού τον έχουν δέσει «χειροπόδαρα».
38. Μερικοί κοσμικοί πού ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς πού ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν΄ακολουθήσωμε την μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα: «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε, κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη μισήσετε. Να μη παραλείπετε τον εκκλησιασμό, να δείχνετε συμπόνια στους πτωχούς, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (Λουκ. γ΄14). Εάν ζήτε έτσι, «ού μακράν έστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄34).
39. Ας τρέξωμε με χαρά και με φόβο στον καλόν αγώνα, χωρίς να φοβούμεθα τους εχθρούς μας. Διότι αυτοί παρατηρούν την όψι της ψυχής μας, έστω και αν εμείς δεν τους βλέπωμε. Και όταν ιδούν την όψι της ψυχής μας αλλαγμένη από τον φόβο, τότε επιτίθενται δριμύτερα εναντίον μας, επειδή αντελήφθηκαν οι δόλιοι ότι φοβηθήκαμε. Γι΄αυτό λοιπόν ας τους επιτεθούμε με ανδρεία. Διότι κανείς δεν θέλει να πολεμή εναντίον εκείνου που μάχεται με ζήλο.
40. Ο Κύριος φερόμενος με συγκατάβασι ελάφρυνε τον αγώνα των αρχαρίων για να μη κουρασθούν ευθύς εξ αρχής και γυρίσουν αμέσως στον κόσμο. Γι΄αυτό «χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» (Φιλιπ. δ΄4) όλοι οι δούλοι του Θεού, αφού αντιληφθήτε το πρώτο αυτό δείγμα της αγάπης του Δεσπότου. Χαίρετε ακόμη, αφού σκεφθήτε ότι Αυτός σας έχει προσκαλέσει στον αγώνα της μοναχικής ζωής.
41. Αλλά και τούτο φαίνεται ότι κάνει πολλές φορές ο Θεός: Βλέποντας ανδρείες ψυχές, επιτρέπει τους πολέμους ευθύς εξ αρχής, με την επιθυμία να τις στεφανώση σύντομα.
42. Αποκρύπτει ο Κύριος από αυτούς που ζουν στον κόσμο την δυσκολία –ή μάλλον την ευκολία- του μοναχικού αγώνος. Διότι αν την εγνώριζαν, κανείς δεν θα απεφάσιζε να γίνη μοναχός.
43. Πρόσφερε με προθυμία στον Χριστόν τους κόπους της νεότητός σου και θα απολαύσης στο γήρας σου πλούτον απαθείας. Αυτά που συναθροίζονται στην νεανική ηλικία τρέφουν και παρηγορούν κατά το γήρας όσους έχουν εξασθενήσει.
Ας κοπιάσωμε με ζήλο, όσο είμαστε νέοι, ας τρέξωμε γρήγορα, διότι η ώρα του θανάτου είναι άγνωστη.
44. Έχομε εχθρούς πού είναι πραγματικά πονηροί, σκληροί, δόλιοι, πανούργοι, δυνατοί, άυπνοι, αόρατοι, άυλοι. Στα χέρια τους κρατούν φωτιά και θέλουν να κάψουν τον ναό του Θεού με την φλόγα τους.
45. Κανείς όσο είναι νέος, ας μη παραδεχθή τους εχθρούς του δαίμονας, που του λέγουν: «Μη λυώσης το σώμα σου με την πολλή άσκησι, για να μην αδυνατήσης και αρρωστήσης». Διότι, στην σημερινή μάλιστα εποχή, δύσκολα θα ευρεθή άνθρωπος πού θα προτιμήση να θανατώση την σάρκα του, το πολύ πολύ ίσως να στερήση τον εαυτό του από τα πολλά και ηδονικά φαγητά. Ο σκοπός του δαίμονος είναι να επιτύχη, ώστε η αρχή του μοναχικού μας σταδίου να γίνη με νωθρότητα και πολλή ραθυμία, οπότε και το τέλος του αγώνος θα είναι παρόμοιο και ανάλογο προς την αρχή του.
46. Περισσότερο απ΄όλα, όσοι θέλουν να υπηρετήσουν πραγματικά τον Χριστόν πρέπει να εξετάσουν και να πράξουν το εξής: Να διαλέξουν με την καθοδήγησι των πνευματικών Πατέρων και με την επίγνωσι του εαυτού τους, τους τόπους και τους τρόπους και τις καταστάσεις και τα εργόχειρα πού θα τους ταιριάζουν.
Τα κοινόβια δεν είναι για όλους, επειδή μπορεί να βλάψουν αυτούς που είναι λαίμαργοι. Ούτε πάλι τα ησυχαστήρια είναι για όλους, επειδή μπορεί να βλάψουν τους θυμώδεις. Καθένας ας εξετάση καλά ποιο πάθος έχει, (και αναλόγως ας κάνη την επιλογή).
47. Σε τρεις γενικές ασκητικές κατηγορίες περιλαμβάνεται όλη η μοναχική ζωή: Στον ηρωϊκό ερημητισμό, στην άσκησι με άλλον ένα ή το πολύ δύο, και στην υπομονητική ζωή του Κοινοβίου. «Μη εκκλίνης –λέει ο Εκκλησιαστής- είς τά δεξιά ή είς τά αριστερά, άλλ΄οδώ βασιλική πορεύθητι» (Παροιμ. δ΄27). Διότι ο μεσαίος τρόπος από τους τρεις πού αναφέραμε, φαίνεται να ταιριάζη στους περισσοτέρους.
Επειδή, όπως λέγει η Γραφή, «αλλοίμονο στον ένα, διότι αν πέση» σε ακηδία, ή ύπνο, ή ραθυμία, ή απόγνωσι, «δεν έχει άνθρωπο να τον σηκώση» (Εκκλ. δ΄10). Όπου όμως ευρίσκονται «δύο ή τρεις συνηγμένοι είς το εμόν όνομα, εκεί είμι έν μέσω αυτών» είπε ο Κύριος (Ματθ. ιη΄20).
48. Ποιος άραγε θα είναι ο πιστός και φρόνιμος μοναχός, ο οποίος την πρώτη θέρμη θα την κρατήση άσβεστη, και δεν θα παύση μέχρι της στιγμής του θανάτου του, να προσθέτη κάθε ημέρα φωτιά στην φωτιά, θέρμη στην θέρμη, πόθο στον πόθο και προθυμία στην προθυμία; Βαθμίς πρώτη! Σύ πού ανέβηκες σ΄αυτήν, «μη στραφής είς τά οπίσω».

από το βιβλίο "Κλίμαξ"
Ι.Μ.Παρακλήτου 
[1]Και όσοι δηλαδή εκάρησαν μοναχοί - η κουρά θεωρείται ως δεύτερο βάπτισμα - και δεν επέδειξαν εν συνεχεία βίο ενάρετο και συνεπή προς την ομολογία τους, δεν θα τύχουν σωτηρίας.
[2]Ο θεάρεστος δηλαδή ζήλος που παρατηρείται στην αρχή, μεταβάλλεται αργότερα σε καπνό αμελείας και ψυχρότητος.
[3] Οι πρώτοι φαίνεται ότι είναι όσοι εξεκίνησαν με καλές και στερεές βάσεις, αλλά αργότερα αμέλησαν και υποβάθμισαν κάπως την πνευματική τους ζωή – οι λίθοι αντικατεστάθησαν με πλίνθους. Οι δεύτεροι, όσοι ξεκίνησαν με ζήλο να ανεγείρουν υψηλό οικοδόμημα, αλλά δεν εξασφάλισαν στερεά θεμέλια ούτε εχρησιμοποίησαν εκλεκτά οικοδομικά υλικά. Οι τρίτοι, όσοι εξεκίνησαν χωρίς ζήλο και υψηλές προοπτικές, αλλά αργότερα εθερμάνθηκαν και εσημείωσαν ταχεία πρόοδο.
[4] «Περιστατικαί αποταγαί» ονομάζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες τυχαία και απρόβλεπτα γεγονότα οδηγούν κάποιον στη μοναχική ζωή. Ας αναφέρωμε ένα παράδειγμα: Ένα πρόσωπο αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό κίνδυνο και αναγκάζεται να καταφύγη σε μία Μονή σαν σε τόπο ασφαλείας. Εκεί υπάρχει το ενδεχόμενο να αγαπήση την θεοφιλή ζωή των μοναχών και να αποφασίση να την ασπασθή.


πηγη/αντιγραφή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...