Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Αυγούστου 07, 2013

ΟΛΟΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜ Ε


   Όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε. Αυτό είναι μια τρανή αλήθεια χίλιες φορές επιβεβαιωμένη. Πολλές φορές εμείς οι ίδιοι γίναμε μάρτυρες του θανάτου ιδικών μας αν­θρώπων, κι' άλλες τόσες τους συνοδεύσαμε στήν τελευ­ταία τους κατοικία. Κανείς δεν μπορεί νά αρνηθεί την αλήθεια τούτη . Ναι, θα πεθάνουμε και θα φύγουμε απ’ τον κόσμο αυτόν , όπου για λίγο μένουμε. Ήλθαμε εδώ κάτω κάποτε , ζήσαμε μερικά χρόνια , και πρέπει νά φύγουμε . Δεν είναι εδώ ο μόνιμος τόπος της διαμονής μας . Είμαστε ξένοι και πάροικοι « έν γή αλλότρια » . Περαστικοί διαβάτες άπ' το πανδοχείο τής παρούσης ζωής , διανυκτερεύουμε και ξεκουραζόμαστε, προκειμένου νά πάρουμε πάλι τον δρόμων για τον τόπο του προορισμού μας που είναι ή αιωνία και πραγματική μας πατρίδα , ο ουρανός . 'Εκεί μας περιμένει ή αληθινή χαρά . Εκεί « ουκ εστι πόνος , ού λύπη, ού στεναγμός , άλλα ζωή ατελεύτητος ». Έτσι ο θάνατος γίνεται το προοίμιο τής χαράς μας , παρά το γεγονός πώς αποτελεί το τίμημα τής αμαρτίας μας . Γι' αυτό , και οι πατέρες τής Εκκλησίας μας φθάνουν στο σημείο , μαζί με τον 'Αγιο Απόστολο Παύλο , νά επιθυμήσουν τον θάνατο , τον όποιον βέβαια « ό Θεός ουκ έποίησε » (Σοφ. Σολ. 1 , 13), γιατί έτσι μπορούν νά περάσουν στήν άλλη ζωή , που κρύβει για τους ευσεβείς ανείπωτες και πρωτόγνωρες χαρές .
 Τ Ε Ι Χ Ο Σ   ΥΨΗΛΟ   ΚΑΙ   ΑΔΙΑΠΕΡΑΣΤΟ
   Άλλ' ενώ ο θάνατος είναι τόσο γνωστός και βέβαιος , τά μετά τον θάνατο καλύπτονται με ένα πέπλο μυστη­ρίου. Ό άνθρωπος πάντοτε θέλησε νά εξιχνίαση αυτό το μυστήριο και νά φωτίσει κάπως τον χώρο όπου ζουν oi ψυχές . Και ή περιέργεια του αυτή τόσο περισσότερο μεγάλωνε , όσο πιο πυκνό σκοτάδι έκρυβε άπό τά μάτια του την μεταθανάτιο πραγματικότητα .Ένα υψηλό και απροσπέλαστο τείχος κρύβει την άλλη ζωή από τα μάτια μας , έτσι πού κάθε προσπάθεια μας να εισχωρήσουμε στον χώρο αυτό να είναι καταδικασμένη . Ό ίδιος ο Κύριος πολύ λίγα πράγματα άφησε νά μάθουμε γύρω από το θέμα αυτό , πού , όμως είπαμε , απασχολεί πολύ έντονα όλους σχεδόν τους ανθρώπους . Ό Θεός θέλησε νά μη αποκάλυψη λεπτομέρειες , παρά μόνο ό,τι θα ήταν χρήσιμο στον άνθρωπο και ωφέλιμο για την επίγειο ζωή του . Δηλ. γνωρίζοντας μας μερικές πτυχές της άλλης ζωής ο Θεός , δεν ηθέλησε νά ικανοποίηση την περιέργεια μας , αλλά επεδίωξε νά μας διδάξει , προκειμένου ανάλογα νά προσδιορίσουμε τηνδιαγωγή μας στον κόσμο  αυτόν και νά ζούμε με την νοσταλγία του άλλου . Ωστόσο και αυτά πού ξέρουμε γιατην μετά τον θάνατο ζωή , παρά την ατελή τους μορφή  φωτίζουν κάπως τον ορίζοντα και αφήνουν νά διάφανη , έστω με φειδώ , κάποια πτυχή από την άπειρη αιωνιότητα . Πρέπει δε νά είμαστε βέβαιοι πώς ξέρουμε ό,τι μας χρειάζεται νά γνωρίζουμε. Τα περισσότερα ίσως νά μας ήσαν άχρηστα ή επιβλαβή .
 Η ΩΡΑ    ΤΟΥ   ΘΑΝΑΤΟΥ
   Αύτη είναι ή φοβερότερη ώρα τής ζωής μας . Είναι η στιγμή του χωρισμού τής ψυχής από το σώμα . Και ναι μεν μεταβαίνουμε « δια του θανάτου εις την ζωήν » , όμως δεν παύει ο θάνατος να είναι πικρός , νά διατηρεί την γεύση τής τιμωρίας του Θεού στον άνθρωπο . Γι ' αυτό και ή Εκκλησία μας μιλάει για τον « αγώνα » πού έχει « ή ψυχή χωριζόμενη έκ τού σώματος » . Για ένα α­γώνα αληθινό , μιά και ο θάνατος είναι ο εχθρός τού άνθρωπου. (Α' Κόρ. 15,26). Διάβολος και θάνατος είναι δυο πολέμιοι τού ανθρώπου. Και θα νικηθούν βέβαια και oi δύο , καθώς οι προφήται στην Παλ. Διαθήκη προεφήτευσαν , και καθώς ο Απ . Παύλος διδάσκει. «Όταν γαρ το φθαρτόν τούτο ένδύσηται άφθαρσίαν καί τό θνητόν τούτο ένδύσηται άθανασίαν , τότε γενήσεται ό λόγος ό γεγραμμένος , κατεπόθη (έξηφανίσθη) ό θάνατος εις νίκος » (Α' Κορ. 15,54). Ό Κύριος μας « κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος , ίνα διά τού θανάτου κατάργηση τον τό κράτος έχοντα τού θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, καί άπαλλάξη τούτους , όσοι φόβω θανάτου διά παντός τού ζην ένοχοι ήσαν δουλείας » Έτσι με τον θάνατον τού Κυρίου κατηργήθη το κράτος τού θανάτου και ο κυρίαρχος αυτού διάβολος . Επομένως ο θάνατος δεν είναι πια στα χέρια τού διαβόλου όπλο φοβερό . Είναι στα χέρια τού Θεού , υπηρέτης τής δικής μας σωτηρίας . Αφού δι' αυτού βάζουμε τέρμα σε όλα τά δεινά τής παρούσης ζωής και ανοίγει ή δίοδος για την μακαριότητα τής μελλούσης . Ωστόσο εξακολουθεί νά είναι « φοβερώτατον τό τού θανάτου μυστήριον » πού διασπά βίαια την αρμονία σώματος και ψυχής και ση­κώνει την αυλαία πού αποκαλύπτει στα έκπληκτα μά­τια μας πράγματα άγνωστα , ακατανόητα εν πολλοίς , και ανείπωτα .
Κατά την ώρα αύτη τού θανάτου ο άνθρωπος στέ­κεται άφωνος . Βλέπει ό,τι μπορεί νά δει . Ακούει ό,τι μπορεί νά ακούσει. Είναι διαφορετικός ο θάνατος αυτού πού πιστεύει , άπο τον θάνατο τού απίστου και ασεβούς. Όσοι παρευρέθησαν σε θάνατο ευσεβών ανθρώπων μαρτυρούν για την γαλήνη , την ειρήνη και την γλυκύτητα πού τούς σκέπαζε καθώς παρέδιδαν την ψυχή τους στον άγγελο . Τούς άκουσαν νά μιλούν για χώρες όμορφες , για λιτανείες Αγίων , τούς είδαν νά σηκώνουν τά χέρια για νά υποδεχθούν με χαρά κάποιον πού έφθανε , νά δείχνουν με αγαλλίαση κάποιον πού ήλθε . Ή γαλήνη τού πνεύματος των αποτυπώθηκε έπειτα και στήν μορφή των . Καθώς το άψυχο πια σαρκίο των έμενε στη γη , έμοιαζε νά κηρύττει σε όλους αύτη την αλήθεια . Και αντιθέτως όσοιπαρευρέθησαν στις τελευταίες στιγμές ανθρώπων ασεβών και απίστων , τους είδαν νά υποφέρουν , νά τυραννιόνται, , νά σφαδάζουν , νά μορφάζουν πάνω στο κρεβάτι , νά δείχνουν ένα παράξενο φόβο για κάτι πού εκείνοι έβλεπαν νά πλησιάζει και πάσχιζαν νά το αποφύγουν . Ή νοσοκόμα πού βρέθηκε στις τελευταίες στιγμές του Βολταίρου , γνωστού απίστου , είπε πώς θα ευχόταν κανείς άλλος άνθρωπος νά μη πέραση τις τραγικές στιγμές πού πέρασε εκείνος καθώς παρέδιδε την ψυχή του .
 Ο  ΡΟΛΟΣ  ΤΩΝ  ΑΓΓΕΛΩΝ
 Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει , την ίδια ώρα ή ψυχή του μεταφέρεται άπό τους   αγγέλους στο χώρο τής αιωνιότητας , στήν αληθινή της πατρίδα . Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας πληροφορεί πώς « του σώματος αι ψυχαι έξελθούσαι, ουκ ενταύθα διατρίβουσιν, άλλ' ευ­θέως απάγονται. Ούχ αι τών δικαίων δέ μόνον, άλλά και τών εν πονηρία ζώντων απάγονται εκεί αί ψυχαί» . Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο ιερός πατήρ έχων υπ' όψιν του δυο σχετικές παραβολές τού Κυρίου . Ή μία είναι ή τού πλουσίου και τού Λαζάρου , όπου μας παρέχεται ή πληροφορία ότι « έγένετο άποθανείν τον πτωχόν και άπενεχθήναι αυτόν ύπό τών αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ» (Λουκά 16, 22). Ή δεύτερη είναι τού άφρονος πλουσίου , όπου και εκεί ακούεται ή φωνή πού λέγει : « 'Άφρον , ταύτη τή νυκτί τήν ψυχήν σου άπαιτούσιν άπό σού . . .» . Και στις δυο περιπτώσεις άγγελοι επήραν τις ψυχές, με την διαφορά όμως ότι, όπως πάλι λέγει ο Χρυσόστομος , « τον μέν ( δήλ . τον άφρονα πλούσιον ) ώς δεσμώτη έξηγον , τον δε ( τον πτωχόν Λάζαρον ) ώς στεφανίτην έδορυφόρουν » . Οι άγγελοι, λοιπόν , είναι επιφορτι­σμένοι με την μεταφορά των ψυχών στον ουρανό . Γι' αυτό άλλωστε λέγονται και « λειτουργικά πνεύματα» διότι μεριμνούν δια τους « μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν » όχι μόνον εν τή ζωή , άλλά και μετά θάνατον . Άπό όσα είπαμε πάρα πάνω δεν αποκλείεται ή παρουσία κατά την ώρα τού θανάτου και των δαιμό­νων , δεδομένου ότι ο ίδιος ο ιερός Χρυσόστομος κάνει λόγο για « φοβέρας τινάς δυνάμεις » πού και αυτές , όπως οι άγγελοι , ζητούν νά πάρουν την ψυχή . Τούτο βεβαιώνει και ή παράδοσις τής Εκκλησίας μας , καθώς διασώζει σχετικές διηγήσεις , πού τις βρίσκουμε στα συναξάρια και στους βίους των αγίων , στα Γεροντικά και στα έργα των πατέρων . Άπό όλα αυτά τά στοιχεία συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Άγιοι άγγελοι οδηγούν τις ψυχές στήν άλλη ζωή , ενώ οι δαίμονες διεκδικούν νά πάρουν όσες ψυχές νομίζουν πώς τούς ανήκουν.
 Η  ΜΕΣΗ  ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ
 Όπως είπαμε , οι άγγελοι συνοδεύουν την ψυχή στο ουράνιο ταξίδι της , πού έχει τέρμα ένα χώρο όπου γί­νεται μία προσωρινή κρίση της , ανάλογα με τη διαγωγή τού άνθρωπου στη γη . Στη Σοφία Σειράχ διαβάζουμε πώς είναι « κούφον (εύκολο) έναντι Κυρίου έν ήμερα τελευτής άποδούναι άνθρώπω κατά τάς οδούς αυτού » (Σόφ. Σειράχ 11, 26) . Σύμφωνα με όσα εξ άλλου γράφει ο Απόστολος Παύλος στήν προς Εβραίους επιστολή του συνάγεται πώς κατά την προσωρινή αύτη κρίση , πού ακολουθεί αμέσως τον θάνατο , γνωρίζεται στήν ψυχή , ποία θα είναι ή τύχη πού την αναμένει. Ή δια­δικασία αυτή , όπως λέει ο καθηγητής Π . Τρεμπέλας, « δεν θα είναι δημοσία , άλλα μόνον τοιαύτη , ώστε νά καταδειχθεί εις ένα έκαστο , τι πρόκειται νά αντιμετωπίσει κατά την ήμερα τής Δευτέρας Παρουσίας . Ή επίσημος και δημοσία Κρίση θα λάβει χώρα, όταν ολόκληρος ο κόσμος συναχθεί εις το βήμα του Χρίστου , δια νά αποδοθεί εις έκαστον κατά τά έργα αυτού. . .» (Π. Τρέμπέλα : Υπόμνημα εις τάς έπιστολάς τής Κ. Διαθήκης τομ. 3 σ. 134 ) . Έτσι μετά την προσωρινή αυτή κρίση oi ψυχές προγεύονται είτε τής ευφροσύνης τοϋ Παραδείσου , είτε τής δυστυχίας τής κολάσεως . Βρίσκονται δηλ. σε μία μέση κατάσταση όπου μόνο σχετική μακαριότητα και σχετική κακοδαιμονία αισθάνονται . Την πληρότητα αυτών θα λάβουν κατά την γενική και οριστική κρίση που θα γίνει στήν Δευτέρα Παρουσία . Ό Άγιος Γρηγόριος ο Νάζια νζηνός βεβαιώνει πώς αυτά ισχύουν και για τούς δικαίους , οι όποιοι μόνον « τήν φαντασία καρπούνται τήν άποκειμένην μακαριότητα » (Ρ. Ο. 35, 781). Ή πλήρης απόλαυση θα γίνει όταν ή ψυχή θα λαβή εκ νέου το σαρκίο της.
   Ή κρίση αυτή, όπως είπαμε , είναι προσωρινή . Ή οριστική έρχεται βραδύτερα . « Ή προσωρινότης τής πρώτης κρίσεως μας δίδει το δικαίωμα νά προσευχώμεθα για τις ψυχές των προσφιλών μας . Σκοπός μας είναι νά παρακαλέσομε τον Θεό νά κρίνει με επιείκεια τις αμαρτίες εκείνων , πού ήσαν πιστοί σ ' αυτόν , κι' έφυγαν με ελαττώματα άπό τον κόσμο . Βέβαια μόνον ο παρόν βίος είναι για μετάνοια . Ή άλλη , ζωή είναι ζωή κρίσεως . Κατά δε τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό στη ζωή εκείνη « ούκετι τροπή , ούκετι μετάνοια » (Ρ. Ο. 94, 177). Όμως ή στενή σχέσις πού υπάρχει ανάμεσα στήν στρατευόμενη και στήν θριαμβεύουσα Εκκλησία δικαιολογεί τις λειτουργίες , τις δεήσεις , τις ελεημοσύνες , και προ πάντων τά μνημόσυνα πού κάνουμε υπέρ των ψυχών των κεκοιμημένων αδελφών μας πού απέθαναν εν ευσέβεια και « έπ ' έλπίδι ζωής αιωνίου » . Με τις προσευχές μας αυτές προσφέρεται μία ωφέλεια στις ψυχές των ευσεβών . Και όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος τά μνημόσυνα « πολύ το κέρδος προσπορίζονται τοίς μεταστάσι » (τ. 62, 203) . Είναι ευνόητο πώς για εκείνους πού έφυγαν άπό τον κόσμο αυτόν αμετανόητοι και μακράν τού Χριστού και τής Εκκλησίας , καμμίαν ωφελεία δεν μπορούν νά προσφέρουν τά μνημόσυνα και οι λειτουργίες . Επειδή όμως εμείς , σαν άνθρωποι πού είμαστε , δεν μπορούμε νά ξέρουμε με βεβαιότητα την καρδιά τοϋ κάθε άνθρωπου , ώστε νά αποφασίζουμε εμείς για την μετά θάνατο τύχη του , είναι άδικο και επικίνδυνο μαζί νά μη προσευχώμεθα για κάποιον πού τον νομίζουμε αμαρτωλό , ενώ εκείνος είναι δυνατό στις τελευταίες του στιγμές νά ζήτησε τού Θεού το έλεος . Και αν λάβουμε υπ ' όψιν ότι ο Θεός « πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις έπίγνωσιν αληθείας έλθείν » και γι ' αυτό μετέρχεται κάθε μέσον για νά οδηγήσει στήν σωτηρία έστω και μία ψυχή , κρίνει δε με μέτρα διαφο­ρετικά άπό τά δικά μας , τότε θα κατανοήσουμε πώς εμείς πρέπει νά προσευχώμεθα για τούς κεκοιμημένους, έστω κι' αν αυτοί, στα μάτια τά δικά μας, φαίνονται πώς έφυγαν άπό την ζωή αυτήν απροετοίμαστοι και αμετανόητοι.
 ΠΟΙΑ   Η   Φ Υ Σ I Σ   ΤΩΝ   ΑΜΟΙΒΩΝ  ΚΑΙ  ΤΩΝ  ΤΙΜΩΡΙΩΝ
 Ένα ζήτημα πού απασχολεί πολύν κόσμο είναι και το τι είδος τιμωρίας θα είναι ή κόλαση , ως και το τι είδος αμοιβής θα είναι ο Παράδεισος . Πάνω στο θέμα αυτό μερικές άνθρωποπαθείς εκφράσεις πού χρησιμοποιεί ή Γραφή έδωσαν την εντύπωση πώς θα πρόκειται για υλικές απόλαυες ή τιμωρίες . Έτσι γεννήθηκε στο μυαλό μας ή εικόνα τού Παραδείσου με τά δένδρα και τά γάργαρα νερά , καθώς και εικόνα της κολάσεως με τά τηγάνια , τις πίσσες και τά καζάνια.
Ή σωστή άποψη είναι ότι και οι τιμωρίες και οι αμοιβές θα είναι υπεραισθητές και πνευματικές , όπως είναι και οι ψυχές .
Για νά το καταλάβουμε αυτό καλύτερα πρέπει νά γνωρίσουμε μερικές ακόμη λεπτομέρειες . Και πρώτα απ ' όλα πρέπει νά μάθουμε πώς οι ψυχές διατηρούν την αυτοσυνειδησία τους . Δηλ. ξέρουν ποιες είναι , αναγνωρίζουν πρόσωπα και θυμούνται τούς γνωστούς των στη γη καθώς και τις πράξεις των . Αυτό το βλέπουμε καθαρά στήν παραβολή τού πλουσίου και τού Λαζάρου, όπου στήν άλλη ζωή ο πλούσιος ανεγνώρισε τον Λάζαρο πού τον ήξερε άπό τη γη , θυμήθηκε πώς είχε πέντε αδέλφια κάτω στον κόσμο , και γενικά έδειξε πώς καταλάβαινε τη δύσκολη θέση του. Αυτό σημαίνει πώς και οι ψυχές των πεθαμένων όχι μόνον ζουν , άλλά και θυμούνται και γνωρίζουν . Άλλ' αυτή ακριβώς ή μνήμη θα είναι αφορμή χαράς για τούς δικαίους και θλίψεως για τούς αμαρτωλούς . Θα σκέπτονται δηλ . οι ασεβείς τι έχασαν με την ζωή τής αμαρτίας . Θα ζητούν νά επανέλθουν στον κόσμο έστω για ένα λεπτό προκειμένου νά προλάβουν νά μετανοήσουν , και δεν θα το κατορθώνουν . Και αυτό θα είναι ένα συνεχές μαρτύριο . Μαζί δε μ ' αυτό θα είναι και το μαρτύριο τής συνειδήσεως τους , πού θα τούς ελέγχει συνεχώς με τύψεις για την άστατη διαγωγή τους . Έπισημαίνων το σημείο αυτό ο καθηγητής Π . Τρεμπέλας σημειώνει: « Ή μνήμη εις τον άλλον κόσμο είναι απαραίτητος δια την χαρά των δικαίων και θα συντελεί σοβαρώς εις την θλίψιν των απολωλότων . Ή μνήμη μας εκεί θα ενισχυθεί τόσο , ώστε νά ενθυμούμεθα τον όλον επί γης βίο μας . Πιθανότατα δε θα κινείται τόσον άστραπιαίως , ώστε αυτοστιγμεί νά περιλαμβάνει δι ' ενός βλέμματος ολόκληρη την παρελθούσα ζωή . Άπό τού υψηλού όρους τής αιωνιότητας θα βλέπουμε προς τά κάτω και θα διά-κρίνουμε ολόκληρη την πεδιάδα τής εν τη γη ζωής μας, η οποία θα εκτείνεται προ ημών . Και θα συνοδεύεται ή ανάμνηση τού παρελθόντος μετά τελείας και ακριβούς γνώσεως των συνεπειών και πλήρους αισθήσεως τής συνειδήσεως ως προς το ένοχο και τις βαρείες ευθύνες τού παρελθόντος » ( Π. Τρεμπέλα : Υπόμνημα εις το κατά Λουκαν σ . 484 - 485 ).
   Ή ψυχή έπλάσθη , όπως είναι γνωστόν , για νά ανα­παύεται κοντά στο Θεό . Μόνο εκεί βρίσκεται το φυσικό της περιβάλλον . Μακράν τού Θεού ή ψυχή υποφέρει , όπως το ψάρι έξω άπό το νερό και ο πνεύμονας έξω άπό την ατμόσφαιρα . Τώρα καταλαβαίνουμε τι μεγάλη τιμωρία θα είναι για την ψυχή τού αμαρτωλού νά είναι καταδικασμένη σε αιώνιο χωρισμό άπό τον Θεό , και τι μεγάλη χαρά και αγαλλίαση θα είναι για την ψυχή του δικαίου νά βλέπει τον Θεό και νά συναναστρέφεται μαζί του αιώνια 
Ο Ι    Ψ Υ Χ Ε Σ    Ζ Ο Υ Ν    Π Ρ Ο Σ Ω Π  Ι  Κ Η    Ζ Ω Η
   Άπό όσα είπαμε μέχρι τώρα γίνεται αντιληπτό πώς ο θάνατος δεν εξαφανίζει τον άνθρωπο μαζί με την ψυχή του , αλλ ' ότι το μεν σώμα φθείρεται , ή δε ψυχή ζή « τω Θεώ » (Δ' Μάρκ. 7, 19) . Ή αλήθεια αυτή διδά­σκεται σε πολλά σημεία τής Γραφής . Ό Εκκλησιαστής λ . χ . διδάσκει πώς « έπιστρέψη ό χους έπι τήν γήν ώς ην , και τό πνεύμα έπιστρέψη προς τον Θεόν , ός έδωκεν αυτό » (Έκκλ. , 12, 7). Ή εμφάνιση εξ άλλου κατά την Μεταμόρφωση του Κυρίου του Μωϋσέως και του Ηλία , πού είχαν πεθάνει πριν άπό πολλά χρόνια επιβεβαιώνει την αλήθεια για την αθανασία των ψυχών. Και ο Κύριος μας είπε ότι εκείνος πού  πιστεύει σ ' αυτόν δεν θα αποθάνει εις τον αιώνα (Ίωάν. ΙΓ, 26) . Και οι ψυχές όχι μόνο δεν πεθαίνουν , άλλα ζουν ως υπάρξεις προσωπικές ένεκα της αυτοσυνειδησίας τους. Οι νεκροί μας ζουν στην κατάσταση των πνευμάτων χωρίς νά διακόψουν την σχέση τους με μας , γιατί όλοι, κι' εμείς και αυτοί , είμαστε μέλη τού σώματος του Χρίστου , πού είναι ή Εκκλησία . Μέσα, λοιπόν, στήν Εκκλησία μπορούμε νά ζήσουμε αυτόν τον δεσμό , ποτέ δε έξω άπο την Εκκλησία . Γι' αυτό κάνουν μεγάλο λάθος εκείνοι πού θέλοντας νά επικοινωνήσουν με τούς νεκρούς τους , καταφεύγουν σε μάγια ή μέντιουμ ή άλλες πνευματιστικές μεθόδους , πού δεν έχουν την έγκριση τής Εκκλησίας και τής θρησκείας. Ή Εκκλησία σαν ενιαίο και αδιαίρετο σώμα μπορεί νά μας εξασφάλιση την σχέση με τούς νεκρούς αδελφούς μας. Υπάρχουν τηλέφωνα με εσωτερικές γραμμές πού συνδέουν την στρατευόμενη με την θριαμβεύουσα Εκκλησία . Είναι oι προσευχές πού μας δίδουν την ευχέρεια νά απευθυνθούμε στους νεκρούς μας.
 Η ΤΥΧΗ     ΤΩΝ    ΣΩΜΑΤΩΝ
   Τά σώματα μας με τον θάνατον παραδίδονται στήν φθορά . Διαλύονται εις τά εξ ων συνετέθησαν . Άλλ' ή φθορά αύτη θα οδηγήσει στήν αφθαρσία . Γιατί το σώμα « σπείρεται έν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία , σπείρεται έν ατιμία , εγείρεται έν δόξη , σπείρεται έν άσθενεία , εγείρεται έν δυνάμει » (Α' Κόρ. 15, 43). Το σώμα μας θα αναστηθεί κάποτε πού εμείς δεν γνωρίζουμε . Γιατί εμείς « καθώς έφορέσαμεν τήν εικόνα τού χοϊκού , φορέσομεν και τήν εικόνα τού επουρανίου » (Α' Κορ. 15, 49) . Ή πρόσληψη αυτής τής εικόνας θα γίνει κατά την γενική ανάσταση των νεκρών . Τότε ένας άγγελος « σαλπίσει και οι νεκροί έγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς άλλαγησόμεθα » (Α' Κορ. 15, 52) . Και τότε αντί τής φθαρτότητας θα είναι ή αφθαρσία και αντί τής θνητότητας ή αθανασία .Ρίπτεται μέσα στον τάφο το σώμα μας και είναι απαίσιο και αποκρουστικό στήν θέα . Μυρίζει άσχημα και ο κόσμος το αποφεύγει . Αλλά όταν θα αναστηθεί θα γίνει ένδοξο , όπως το σώμα τού άναστάντος Χριστού , εφ ' όσον θα ανήκει εις ευσεβή . Θα καθαρισθεί από κάθε γήινη υποστάθμη και θα λάμπει εξαίσιο. Θα απόλαυση δε μαζί με την ψυχή την μακαριό­τητα τού παραδείσου , και θα τιμωρηθεί πάλι μαζί με την ψυχή εις την δυστυχία τής κολάσεως . Έτσι όρισε τά πράγματα ή Θεία Πρόνοια . Έπρεπε νά λάβομε πρώτα τά ασθενή και εύθραυστα σώματα πριν αποκτήσομε τά πνευματικά και άφθαρτα ένεκα τής δυνάμεως τού Χριστού . Έπρεπε νά πεθάνουμε πριν ζήσουμε ελεύ­θεροι ως προς τον θάνατο και την φθορά . Άλλωστε « σαρξ και αίμα Βασιλείαν Θεού κληρονόμησαι ου δύ­νανται» (Α' Κόρ.   15,  50).
Ή άνάστασις των νεκρών θα είναι γενική δι' όλους , δικαίους και άδικους . Το κάθε σώμα θα ενωθεί τότε με την ψυχή του , πού θα ευρίσκεται στήν μέση κατάσταση. Ή παράδοση τής Εκκλησίας μας δέχεται ότι τά νέα αυτά σώματα θα έχουν άναμόρφωσιν, άπάθειαν , άτρεψίαν , άφθαρσίαν , θα είναι άπηλλαγμένα φθοράς . Με τέτοια σώματα θα εμφανισθούμε ενώπιον τού Κριτού και θα κριθούμε πλέον τότε οριστικά και αμετάκλητα . Είναι ευνόητο ότι τά σώματα αυτά δεν θα έχουν τις ιδιότητες των σωμάτων πού έχουμε τώρα . Δεν θα είναι σαρξ και αίμα . Δεν θα έχουν ανάγκην τροφής , νερού κλπ. θα είναι σώματα πνευματικά . Έτσι μπορούμε πληρέστερα τώρα νά καταλάβουμε πώς και οι αμοιβές και οι τιμωρίες θα είναι και αυτές πνευματικές . Τά σώματα πάντως εκείνα θα διατηρούν τά εξωτερικά των γνωρίσματα . Θα παύσουν όμως να είναι ασθενικά .  Θα είναι τέλεια , ένδοξα .
  ΦΥΛΑΚΕΣ     ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ
   Όλα όσα είπαμε δεν έχουν σκοπό νά ικανοποιήσουν μία περιέργεια μας , άλλά νά μας τονίσουν την αναγκαιότητα τής προετοιμασίας μας για το αιώνιο ταξίδι μας . Βασική αλήθεια είναι πώς πρέπει νά εκμεταλλευθούμε για το συμφέρον μας τον καιρό τής επιγείου μας ζωής . Τώρα μπορούμε νά μετανοήσουμε και νά γίνουμε άνθρωποι του Θεού . Στον άλλο κόσμο θα κριθούμε κατά τά έργα μας . Ή διαγωγή μας εδώ κάτω προσδιορίζει και τη θέση πού θα λάβουμε στον ουρανό . Μη βαυκαλιζώμεθα με ματαιότητες . Ή ψυχή μας έχει ανάγκη χειραγωγήσεως , πνευματικής τροφοδοσίας και προσοχής . Το τέλος εγγίζει και τότε « μέλλει θορυβείσθε » αν δεν ευρεθεί έτοιμος . Θα είναι κρίμα τά ολίγα χρόνια αυτής εδώ τής ζωής νά μας στερήσουν την ευτυχία του ουρανού . Ή μετά θάνατον πραγματικότητα βοά και κράζει και μας καλεί εις εγρήγορση και επιφυλακή . Είναι εύκολο νά παραδοθούμε στις ηδονές τοΰ κόσμου και νά γίνουμε εχθροί του Θεού . Άλλ ' αυτό θα σημάνει την καταστροφή μας . Προτιμότερο είναι νά ρυθμίσουμε έτσι τη ζωή μας , ώστε κατά την ώρα του θανάτου μας νά νοιώθουμε ευτυχείς , καθώς άγγελοι θα παραλαμβάνουν την ψυχή μας για νά οδηγήσουν αυτήν στον θρόνο του Κυρίου της.
Κάποιος πνευματικός έδινε την έξης συμβουλή στα παιδιά του : Παιδί μου , όταν γεννιόσουν όλοι γελούσαν και μόνο συ έκλαιγες . Φρόντισε όταν πεθάνεις , όλοι νά κλαίνε και μόνο συ νά γελάς.
   Αγαπητέ μου αναγνώστη , μακάρι όλοι μας νά γελάμε καθώς θα φεύγουμε άπό τον κόσμο αυτόν . Τούτο θα είναι ή καλύτερη απόδειξη για τη θέση που ετοιμάσαμε στήν άλλη ζωή για τον εαυτό μας .(ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ +2008)
ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
  Ένα γεγονός της ζωής μας, βέβαιο οπωσδήποτε και θλιβερό, είναι ό θάνατος. Όλοι μας ασφαλώς έχουμε συνοδεύσει στην τελευταία τους κατοικία φίλους, γνω­στούς, συγγενείς.
Κανείς δεν μένει απαθής εμπρός στον θάνατο. Ή Εκκλησία στους επικήδειους ύμνους της τονίζει ότι είναι «όντως φοβερώτατον τό του θανάτου μυστήριον...» «Πώς παρεδόθημεν τη φθορά...»!
Κάποιος σοφός έλεγε ότι εμπρός στον θάνατο φαίνεται και το μεγαλείο, ή υπερ­οχή του άνθρωπου απέναντι στα ζώα. Κανένα ζώο δεν σκέπτεται το φέρετρο του ή το τί θα γίνουν τα λείψανα του.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν φιλοσοφήσει και έχουν σκεφθεί ως προς τον θάνατο και ως προς το τί γίνεται μετά θάνατον. Είναι θέμα πού μας απασχολεί όλους.
Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαί­οι πρόγονοι μας, ενώ ακόμη δεν είχαν φωτισθεί με το φώς του Ευαγγελίου, πί­στευαν ότι δεν χανόμαστε με τον θάνατο μας. Δεν χάνεται, δεν πεθαίνει μαζί με το σώμα μας και ή ψυχή μας. Αναφέρουμε ως παράδειγμα αυτό πού λέγει ό Σωκρά­της στον διάλογο περί αθανασίας στο έρ­γο του Πλάτωνος «Φαίδων». «Έπιόντος θανάτου έπί τον άνθρωπον το μέν θνητόν, ως έοικεν αύτώ, αποθνήσκει, το δ' άθάνατον και άδιάφθορον οϊχεται άπιόν». Όταν έρχεται δηλαδή ό θάνατος στον άνθρωπο, το μέν θνητό συστατικό του, δηλαδή το σώμα του, όπως του αρμόζει, πεθαίνει, το αθάνατο όμως συστατικό του, δηλαδή ή ψυχή του, αποχωρίζεται και φεύγει. Πάλι ό Σωκράτης σε άλλο έργο του Πλάτωνος («Φαιδρός») έλεγε «ψυχή πάσα αθάνατος». Ή ψυχή είναι αθάνατη, δεν πεθαίνει.
Τα λουλούδια πού προσκομίζουμε στους τάφους των συγγενών μας με καρ­διά πονεμένη αλλά και φορτωμένη με αναμνήσεις δεν τα προσφέρουμε στο ψυ­χρό μάρμαρο αλλά στην ψυχή του αγα­πημένου μας νεκρού. Αν είχαμε τη βεβαι­ότητα ότι ό άνθρωπος μας δεν υπάρχει πλέον, ποιό νόημα θα είχε το προσκύνη­μα μας στο μνήμα του, ή φροντίδα μας για τον τάφο του, και γιατί θέλουμε να δεί­ξουμε ότι δεν τον λησμονούμε, αλλά τον αγαπάμε ακόμη;
Πέρα όμως από αυτά, τα κάπως ψυχο­λογικά και πανανθρώπινα, αφού και οι προ Χριστού άνθρωποι τα ένιωθαν, εμείς οι Χριστιανοί έχουμε το φώς της αληθείας του Ευαγγελίου, πού μας διαφωτίζει, ώσ­τε να γνωρίζουμε τί ακριβώς συμβαίνει μετά θάνατον. Και το Ευαγγέλιο μας λέγει ότι δεν τελειώνουν όλα στον τάφο.
Το ακούμε την ώρα της Νεκρώσιμου Ακολουθίας, αλλά συγκινημένοι και γε­μάτοι ίσως με διάφορες σκέψεις δεν το προσέχουμε όσο πρέπει. Και ή περικοπή του «Αποστόλου» και ή περικοπή του «Ευαγγελίου» πού άναγινώσκονται στην Κηδεία μάς διαφωτίζουν σημαντικά.
Ό άγιος απόστολος Παύλος μάς διαφω­τίζει: Δεν θέλουμε, αδελφοί, να αγνοείτε τί θα συμβεί με τούς κεκοιμημένους, για να μη λυπάσθε και απελπίζεσθε, όπως οι άπιστοι. Δεν γράφει «νεκρούς», αλλά «κεκοιμημένους». Κοιμούνται τώρα τον ύπνο του θανάτου· θα έλθει όμως ή ώρα πού με πρόσταγμα Κυρίου, με αρχαγγελική φωνή θα ξυπνήσουν, θα αναστηθούν για να συναντήσουμε όλοι στον αέρα τον Κύ­ριο (Α' Θεσ. δ' 13-18).
Και στο Ευαγγέλιο ό ίδιος ό Ιησούς Χριστός μας βεβαιώνει ότι θα έλθει ή ώρα κατά την οποία «πάντες οι έν τοΐς μνημείοις (=όλοι οι πεθαμένοι) άκούσονται της φωνής αυτού (=θά ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού πού θα τούς διατά­ξει να αναστηθούν), και έκπορεύσονται (=και θα βγουν από τα μνήματα) οι τα αγαθά ποιήσαντες (=όσοι έζησαν θεάρεστα στή ζωή τους, κάνοντας έργα αγαθά) εις άνάστασιν ζωής, οι δέ τα φαύλα πράξαντες (=ενώ όσοι έζησαν αμαρτωλά θα αναστηθούν) εις άνάστασιν κρίσεως» (Ιω. ε' 28-29).
Και μόνο αυτά τα λόγια της Άγιας Γρα­φής, πού είναι ή Πηγή της αληθείας, είναι αρκετά για να γνωρίζουμε ότι δεν τελειώνουν όλα στον τάφο. Το διακηρύσ­σουμε άλλωστε και εμείς κάθε φορά πού απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως μας λέγοντας: «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών και ζωή ν του μέλλοντος αιώνος». Περιμένω χωρίς αμφιβολία - αυτό σημαί­νει ή λέξη «προσδοκώ» - την ανάσταση των νεκρών και τη μέλλουσα ζωή.
Πόσες φορές, αλήθεια, το έχουμε πει αυτό και ίσως δεν συναισθανόμαστε τί ακριβώς λέμε με τα χείλη μας! Είναι ένα από τα σπουδαιότερα δόγματα της Πί­στεως μας, το όποιο έχει αδιάψευστη εγγύηση την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου.
Όταν λέμε ανάσταση νεκρών, γράφει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, εννοούμε «την άνάστασιν των σωμάτων». «Διότι ή ψυχή είναι αθάνατη, δεν έχει πεθάνει (το πίστευαν, είπαμε, και οι αρχαίοι) και δεν γίνεται λόγος για ανάσταση ψυχής, αφού δεν είχε νεκρωθεί. Και αφού ό θά­νατος, συνεχίζει ό Άγιος, είναι χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ανάσταση είναι ή ένωση και πάλι της ψυχής με το σώμα. Το ίδιο το σώμα πού διελύθη στον τάφο θα αναστηθεί άφθαρτο και θα ενωθεί με την ψυχή του σε νέα ζωή» (ΕΠΕ 1, 558-560).
Βέβαια αυτό μας φαίνεται κάπως αδύ­νατο. Δεν το χωρεί το φτωχό μυαλό μας, πώς το σώμα μας, πού έγινε χώμα, θα αναστηθεί και πάλι. ΓΓ αυτό ό άγιος Ιω­άννης ό Χρυσόστομος μάς βοηθεί να ξεπεράσουμε τη δυσκολία της απορίας μας λέγοντας: «Σκέψου, άνθρωπε, πώς σε έπλασε εξ αρχής ό Θεός και μην αμ­φιβάλλεις πλέον για την ανάσταση. Χώ­μα από τη γη δεν πήρε και σε έπλασε; Και είναι δύσκολο λοιπόν σ' Εκείνον πάλι από το χώμα να σε αναπλάσει και να σε κάμει άφθαρτον;» (ΕΠΕ 36, 130-132).
Εφόσον πιστεύουμε σε Θεό Παντοκρά­τορα, πού τα πάντα δύναται, δεν δικαι­ολογείται καμιά αμφιβολία ως προς τη γενική ανάσταση των αποθανόντων. Ε­φόσον άνεστήθη ό Χριστός και κατεπάτησε τον θάνατο, δεν είναι πλέον ό θάνατος το τέρμα της ζωής μας. Τώρα ό θάνατος έγινε και είναι ένας σταθμός και ένα πέ­ρασμα από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια.
Πολύ ωραία εκφράζει αυτή την αλήθεια και ό πιστός Νεοέλληνας ποιητής Γ. Δρο­σίνης γράφοντας: «Τί λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι; /κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε, τάφου γη θα μάς έχει χωρί­σει;.../ Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα, γλυκοχάραγμα αυγής είναι πέρα; /Κι αντί νάρθει μια νύχτα αξημέρωτη ξημερώνει μια αβράδιαστη μέρα;
Ναι, είναι ή «άνέσπερος ήμερα της Βα­σιλείας του Θεού».
(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

O EΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ ΩΣ «ΑΔΕΙΑ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ» ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ

τζιχάντ
Τζιχάντ

Βρυξέλλες, Δ.Πορφύρης/Π.Σταφυλά

Η Hasakah και οι άλλες πόλεις της Β.Α Συρίας για πολύ καιρό ήταν τα βασικά κέντρα του χριστιανικού πληθυσμού της Συρίας.Εκτιμάται ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο των χριστιανών του Βορρά έφυγε από την περιοχή χωρίς προοπτική  για ενδεχόμενη επάνοδο. Η αυξανόμενη παρουσία ριζοσπαστικών τζιχαιστικών ομάδων όπως της Τζαμπχάτ Αλ Νούσρα, η πλήρης ανομία και ο διωγμός από ομάδες ανταρτών παραμένουν οι βασικές αιτίες αυτής της επιβεβλημένης εξόδου.
Ένας χριστιανός από την περιοχή  που είχε απαχθεί  από τζιχαιστές διηγείται την οδυνηρή περιπέτειά του :
«H απαγωγή μου φαινόταν ότι έγινε για λύτρα αλλά στην συνέχεια επέμεναν να λατρεύσω τον Αλλάχ ....Ήμουν με πέντε άλλα άτομα.Μας είχαν σιδεροδέσμιους και με δεμένα τα μάτια, καθηλωμένους στα γόνατα.Ένας από τους απαγωγείς με πλησιάζει τόσο πολύ στο πρόσωπο που αισθάνομαι την ανάσα του. Ξεφυσσάει πάνω μου με μένος...
-Γιατί δε γίνεσαι μουσουλμάνος ; τότε θα σε αφήσουμε ελεύθερο».
Άλλος χριστιανός από την Hasakah δηλώνει ότι γνωρίζει πέντε βίαιους εξισλαμισμούς μόνο τις τελευταίες εβδομάδες. Κάποιος άλλος εκτοπισμένος κάτοικος  αποκαλύπτει :
«Oι αντάρτες έλεγαν ότι οφείλαμε να πληρώσουμε για την επανάσταση. Προειδοποίησα τον  ξάδερφό μου  που είναι αγρότης να πάρει τα μέτρα του και να οπλιστεί για την ασφάλειά του. Αυτός αρνήθηκε.Το αποτέλεσμα ; μια ένοπλη ομάδα  απήγαγε από τον αχυρώνα την γυναίκα του και καταβάλαμε 60.000 $ για την απελευθέρωσή της.Έτσι απομυζούν τους χριστιανούς ».
Ένας χριστιανός που ονομάζεται Ιωσήφ και ζει στην περιοχή λέει: «Η μόνη κοινωνική ομάδα που είναι απροστάτευτη είναι αυτή των χριστιανών.Οι άραβες έχουν όπλα προερχόμενα από την Σαουδική Αραβία και το Κατάρ ,οι Κούρδοι έχουν τις εφεδρείες τους και όπλα από το Κουρδιστάν.Εμείς δεν έχουμε καθόλου όπλα».  
Παρότι υπάρχουν πολλές εμπεριστατωμένες μαρτυρίες από τις προσωπικές περιπέτειες και τραγωδίες των χριστιανών, το ειδησεογραφικό ΑΙΝΑ τονίζει ότι η δημοσιοποίηση λεπτομερειών θέτει σε κίνδυνο της ζωή τους αφού αποκαλύπτουν το ισλαμιστικό πρόσωπο της συριακής αντιπολίτευσης και ενδέχεται να ταυτοποιηθούν οι χριστιανοί και να δολοφονηθούν.Η Telegraph επίσης χαρακτηρίζει « σεκταριστικές » τις επιθέσεις των ανταρτών.
Αν και  οι χριστιανοί αποφεύγουν να δώσουν στοιχεία είτε τηλεφωνικά , είτε μέσω διαδικτύου  από το φόβο εντοπισμού τους από τη συριακή αντιπολίτευση, όλες οι διηγήσεις τους από  την επαρχία Hasakah και πιο ειδικά της πόλης Αλ Ταμπκάχ συμφωνούν στο ότι :
  • Απαιτείται  βίαιος εξισλαμισμός για παραμονή ή επιστροφή σε περιοχές που ελέγχουν οι αντάρτες.  
  • Υπάρχει δήμευση  κάθε ακίνητης και κινητής περιουσίας εφόσον σύμφωνα με την ισλαμιστική ιδεολογία η ιδιοκτησία των απίστων είναι halal (δίκαιη).
  • Προβλέπεται θανατική ποινή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους αυστηρούς ισλαμικούς νόμους (« Σαρία »), ακόμη και για τους « παραβάτες » που έφυγαν από την περιοχή.
  • Οι απαγωγές χριστιανών είναι συχνότατες και πολλές φορές καταλήγουν σε ανθρωποκτονίες.
  • Οι εκτοπισμένοι χριστιανοί στο σύνολό τους φοβούνται να φύγουν οδικώς από τη Συρία γιατί στους δρόμους προς Λίβανο ή Τουρκία υπάρχουν παντού ενέδρες θανάτου.

Μία ακόμη ιστορία που δημοσιεύεται αφορά ένα χριστιανό που είναι ήδη νεκρός.Ο άνθρωπος αυτός από την επαρχία της Hasakah δολοφονήθηκε από τους αντάρτες τον Απρίλιο του 2013 έξω από την  πόλη al Tabqah. Η ενθύμιση του περιστατικού ενσπείρει το φόβο σε όσους τον γνώριζαν.Βιοποριζόταν εκτελώντας δρομολόγια με το αυτοκίνητό του  από την Hasakah στην  al Tabqah.Οι μαχητές της Αλ Νούσρα,  κατέσχεσαν το όχημά του λέγοντάς του ότι θα μπορούσε να το αγοράσει απ'αυτούς σε μια συγκεκριμένη τιμή. Ο πολίτης επέστρεψε στο χωριό του μάζεψε τα χρήματα και επέστρεψε στους μαχητές της Αλ Νούσρα για να παραλάβει το όχημά του, παρά τις αντιρρήσεις των δικών του.Από τότε η γυναίκα του και τα 4 παιδιά του δεν τον έχουν ξαναδεί.


Πηγές : Telegraph (05/08/13),AINA (04/08/13) pravoslavie.ru 





Hasakeh (Telegraph)
Hasakeh (Telegraph)
σφαγή νεαρού Κούρδου της περιοχής
σφαγή νεαρού Κούρδου της περιοχής






































 πηγή

ΓΙΑΤΙ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΟΥΜΕ; «Έν ήμερα θλίψεώς μου τόν θεόν έξεζήτησα» (Ψαλμ. 76,3)

Επίκαιρο το θέμα της αρ­ρώστιας. Πάντοτε επίκαιρο. Επίκαιρο, γιατί κάθε μέρα υπάρχουν άρρω­στοι. Άρρωστοι στα σπίτια. Άρρωστοι στις Κλινικές. Άρρωστοι στα Νοσοκομεία. Και όχι μόνο φτωχοί, άλλά και πλούσιοι. Όχι μόνο μικροί, άλλά και μεγάλοι. Όχι μόνο ολιγογράμματοι και αγράμ­ματοι, άλλά και μορφωμένοι. Από όλες τις τάξεις. Όλοι αρρωσταίνουν. Όλοι. Όλος ο κόσμος. Γιατί όμως; Με­γάλο το θέμα. Άλλά λακωνι­κά θα γράψουμε. Με λίγα λόγια. Έτσι, όπως πάντα. Και όσο μπορούμε άπλά και καταληπτά.
Γιατί, λοιπόν, αρρωσταί­νουμε;
    Επειδή αμαρτάνουμε. Αυτό λέ­ει ή 'Αγία Γραφή. Λέει: «Ό άμαρτάνων έναντι του ποιήσαντος αυ­τόν έμπέσοι είς χείρας ιατρού» (Σοφ. Σειράχ 38, 15). Όποιος αμαρτάνει θα αρρωστήσει και θα πέσει στα χέρια των γιατρών. Πολλές είναι οι αρρώστιες πού προέρχονται από τις αμαρτίες. Πολλές. Όχι όλες. Αυτό παρατηρεί ο ιε­ρός Χρυσόστομος. Γράφει: «Πάντα τά νοσήματα έξ αμαρτημάτων;  Ού  πάντα μεν, αλλά τά πλείονα». Στην περίπτωση αυτή το φάρμακο το ξέρουμε. Το είπε ο Κύριος στον παραλυτικό της Βηθεσδά. Θυμηθείτε τα λόγια του: «Ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι άμάρτανε, ίνα μή χείρον σοί τι γένηται» (Ίωάν. ε, 14). Άρρωστοι πού γίνατε καλά, μη ξαναμαρτάνετε, για νά μη σάς συμβούν χειρότερα. Σάς το λέει ο Χριστός. Ακούστε τη φωνή του.
    Για νά θυμόμαστε το Θεό. Κάποιος πήγε νά επισκεφθεί έναν άρρωστο. Ό επισκέπτης εξέφρασε όλη του τη συμπά­θεια και τη λύπη για την αρρώστια του. Αλλά ο άρρωστος του είπε κάτι πού τού έκανε εντύπωση και πού το θυμόταν σε όλη του τη ζωή. Είπε ο άρρωστος στον επισκέπτη του: «Ξέρεις γιατί ο Θεός μάς αφήνει, πολλές φορές, νά πέσου­με στην πλάτη; Για νά κοιτάξουμε λίγο και προς τα άνω!...». Έτσι είναι. Στην ανάγκη, στην αρρώστια, θυμόμαστε το Θεό. Ό Δαβίδ έλεγε συχνά: «Έν ήμερα θλίψεώς μου τόν Θεόν έξεζήτησα» (Ψαλμ. 76,3). Στη θλίψη μου θυμήθηκα και ζήτη­σα το Θεό.
Για νά μετανοούμε. Ή θύμιση του Θεού συντελεί, σχε­δόν πάντοτε, στη μετάνοια. Οι περισσότεροι άρρωστοι, μαζί με τη θεραπεία τους, μετανοούν για τις αμαρτίες τους και γί­νονται άλλοι άνθρωποι. Καλύτεροι. Ένας νέος, από το Νο­σοκομείο στο όποιο νοσηλευόταν, έγραψε: «Εδώ, ανάμεσα στα πονεμένα πρόσωπα των συνανθρώπων μου, την πρώτη ήμερα κατάλαβα τη ματαιότητα του πλούτου. Τη δεύτερη ή καρδιά μου μαλάκωσε κι απαλλάχτηκα από το σκληρό εγωι­σμό. Την τρίτη έκλαψα. Την τέταρτη μετάνιωσα και σήμερα προσευχήθηκα θερμά». Μία γυναίκα ομολόγησε το έξης: «Στον καιρό της αρρώστιας μου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πόνου, διάβασα πρώτη φορά το Ευαγγέλιο... Ζούσα στο σκο­τάδι κι είδα το φως. Τα θέλγητρα πού απόλαυσα ως τώρα είναι μηδέν μπροστά στις χαρές της καθαρής ζωής». Κι ένας εργάτης, μακριά από το σπίτι του, ύστερα από μία αρρώστια, έγραψε στο γράμμα πού έστειλε στη γυναίκα του και στα παιδιά του: «Γυναίκα μου και παιδιά μου, με την αρρώστια έκοψα τα βαριά ελαττώματα μου, δεν πίνω πια κρασί και δεν βλαστημώ, μα ούτε γυρίζω αργά τις νύχτες. Σας αγαπώ και σας σκέπτομαι κάθε στιγμή. Παρακαλείτε το Θεό νά σωθώ και νά γυρίσω πάλι κοντά σας».Ας το ξαναπούμε-οι αρρώ­στιες φέρνουν τον άρρωστο, τις περισσότερες φορές, κο­ντά στο Θεό.
     Για νά ταπεινωνόμαστε. Ό Θεός μάς θέλει ταπεινούς. «Μισητή έναντι Κυρίου ύπερηφανία» (Σοφ. Σειρ. 10, 7). Και «δύναται ταπεινώσαι τούς πορευομένους έν ύπερηφανία» (Δαν. 4, 34). Μπορεί νά ταπεινώσει όλους τούς υπερήφα­νους. Και μπορεί νά το κάνει αυτό με πολλούς τρόπους. Ένας τρόπος είναι και ή αρρώστια. Ό ίδιος ο Άπ. Παύλος, κάνοντας λόγο για κάποια αρρώστια πού την ονομάζει «σκόλοπα» και πού δεν μπορούν νά την προσδιορίσουν οι ερμη­νευτές, ομολογεί ότι αυτόν το «σκόλοπα» τον έδωσε ο Κύ­ριος, για νά μη υπερηφανεύεται. Γράφει: «Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί... ίνα μή ύπεραίρωμαι» (Β' Κορ. ιβ, 7). Κάτω από τα χτυπήματα της αρρώστιας όλοι σκύβουν το κεφάλι τους και ομολογούν τη μηδαμινότητά τους μπροστά στο Θεό.
 Για νά δοκιμαζόμαστε. Λέμε ότι πιστεύουμε και αγα­πούμε το Θεό. Πώς όμως θα φανεί αυτό; Μόνο μέσα στις δοκιμασίες. Και μία από τις δοκιμασίες είναι και ή αρρώστια. Όποιος μέσα στην αρρώστια και στον πόνο του δεν γογγύζει και δεν παραπονείται κατά τού Θεού, άλλά δέχεται σιω­πηλά το σταυρό της δοκιμασίας αυτής, αυτός είναι πραγματι­κός χριστιανός. Μόνο αυτός. Οι άλλοι πού γογγύζουν δεν είναι. Και ας λένε ότι είναι. Όλοι οι άγιοι πέρασαν δοκιμα­σίες στη ζωή τους. Πολλές δοκιμασίες. «Ώσπερ δοκιμάζεται έν καμίνω άργυρος καί χρυσός, ούτως έκλεκταί καρδίαι παρά Κυρίω» (Παρ. 17, 3). Ποιό πρώτο και ποιο δεύτερο παράδειγ­μα νά αναφέρουμε; Είναι τόσα πολλά. Όλοι οι άγιοι και μάρ­τυρες. Μία ψυχή, λεπρή στο σώμα, μέχρι την τελευταία στιγ­μή έλεγε: «Πεφιλημένε μου Εσταυρωμένε, γι' αγάπη σου υποφέρω και θα τα υποφέρω όλα». Κι άλλοτε έκανε τραγού­δι τον πόνο και τραγουδούσε: «"Ω πόνε, πόσο είσαι γλυκύς,όταν ο Ιησούς μας αφήνει νά αισθανθούμε την παρουσία του!».
 Για νά γινόμαστε συμπονετικοί. Η αρρώστια, ο πόνος, μαλακώνει και την πιο σκληρή καρδιά. Άνθρωποι πού πρώτα περνούσαν αδιάφοροι μπροστά από πονεμένους συνανθρώ­πους τους, ύστερα από κάποια τους αρρώστια άλλαξαν δια­γωγή. Έγιναν καλοί Σαμαρείτες και σκύβουν πάνω τους με συμπόνια, όπως και εκείνος, ο καλός Σαμαρείτης τής παρα­βολής στον πληγωμένο οδοιπόρο. Ό άρρωστος, μετά τη θε­ραπεία του, γίνεται συμπονετικός άνθρωπος. Κι αυτός είναι εκείνος πού πιο πολύ σκέπτεται και επισκέπτεται τούς άρρωστους. Αυτός πού αρρώστησε και πόνεσε.
 Για νά σκεπτόμαστε τον ουρανό. Εδώ στη γη είμαστε «ξένοι και παρεπίδημοι». Αυτό λέει ο Θεός με τον Απ. Πέ­τρο. 'Εδώ δεν έχουμε «μένουσαν πόλιν», όπως λέγει και ο Απ. Παύλος. Ή πατρίδα μας ή αιώνια είναι ο ουρανός. «Τό πολίτευμα ημών έν ούρανοίς υπάρχει». Τα συμφέροντα μας είναι στον ουρανό. Συμπέρασμα: Λιγότερα ακίνητα στη γη. Λιγότερα λεφτά στις Τράπεζες. Τα περισσότερα σε έργα αγάπης, φιλανθρωπίας και ιεραποστολής. Με τον τρόπο αυτό, μαζί με τη μετάνοια, λύνουμε το πρόβλημα τού ουρα­νού. Το σπουδαιότερο πρόβλημα.
Αδελφή ψυχή,
Γι' αυτό αρρωσταίνουμε. Για τούς λόγους πού είπαμε. Σκέψου πάνω στους λόγους αυτούς και βγάλε τα ανάλογα συμπεράσματα. Συμπεράσματα, πού εύχομαι νά σε οδηγή­σουν στο Σωτήρα μας Χριστό.

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ» ΤΗΛ. (23920) 25-866, FAX (2392Ο)25-391 ΠΕΡΑΙΑ - θεσσαλονίκης

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣ ΜΑΣ
    Γεμάτα κάθε μέρα τα Νοσοκομεία, τα κρατικά και τα ιδιωτικά και οι κλινικές από αρρώστους. Πλήθη ανθρώπων, γιατροί, νοσηλευτές, συγγενείς και φίλοι των άρρωστων κυκλοφορούν και κάποτε πολύ βιαστικοί στους διαδρόμους για την εξυπηρέτηση των ασθενών.
    Πώς καταντά αλήθεια ό άνθρωπος με την αρρώστια του! Να μην μπορεί να στηριχθεί στα πόδια του! Να μην μπορεί να κρατήσει στο χέρι του ένα ποτήρι για να πιει λίγο νερό! Να μην είναι σε θέση να ανακαθίσει μόνος του στο κρεβάτι του! Και μόνο αυτά! Να έχει χάσει το χρώμα του, να χάνει τα λόγια του! Να έ­χει παραισθήσεις, να λέει άλλα άντ' άλ­λων κλπ. κλπ.
    Αχ αμαρτία! αμαρτία της Εύας και του Αδάμ, τί μας έκαμες! Πριν από το προ­πατορικό αμάρτημα δεν υπήρχε ασθέ­νεια. Ό Θεός, γράφει ό Μέγας Βασίλειος, «σώμα μέν έκτισεν... ουχί νόσον». «Ή νόσος», συνεχίζει ό ίδιος ιερός Πατήρ, δεν είναι «δημιούργημα του Θεού» (ΕΠΕ 7, 106). Ό Θεός δημιούργησε τα πάντα «καλά λίαν» (Γεν. α' 31), τονίζει ό αιώνι­ος λόγος της αληθείας, ή Αγία Γραφή. Ή ασθένεια ως πρόδρομος του θανάτου εισόρμησε στη ζωή μας μετά την εισβολή του σατανά και την επίθεση του εναντίον των Πρωτοπλάστων.
    Και τώρα πονούμε και υποφέρουμε, επειδή έχει μπολιασθεί ή ανθρώπινη φύ­ση μας με το δηλητήριο του κακού, και με το παραμικρό πέφτουμε στο κρεβάτι. Αρρώστησε ή φύση μας, εξασθένησε, α­δυνάτισε, διότι ξέφυγε λόγω της αμαρτί­ας από την αρχική φυσική κατάσταση, στην όποια μας έπλασε ό Θεός.
    Το ψάλλουμε και στον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας και ομολογούμε ταπεινά μια βασική αλήθεια: «Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και ή ψυχή· πρός σε κατα­φεύγω την Κεχαριτωμένην...».
    Όμως σκοπός για τον όποιο γράφον­ται οι γραμμές αυτές δεν είναι να βρού­με την αιτία των ασθενειών, πού οπωσ­δήποτε ταλαιπωρούν όλους μας. Σκο­πός μας είναι να δούμε τί πρέπει να κά­νουμε για να απαλύνουμε τον πόνο του άρρωστου μας, πώς να τον βοηθήσου­με να σηκώσει τον σταυρό της ασθενεί­ας του και πώς θα συντελέσουμε στο να βγει ωφελημένος ψυχικά από τη σωμα­τική δοκιμασία του. Αυτό είναι πού έχει σημασία.
    Εκείνο πού προέχει είναι να νιώσει ό άρρωστος μας ότι τον αγαπάμε, τον αγαπάμε ειλικρινά και με την καρδιά μας. Έχει ανάγκη από αγάπη ό κάθε άρρωστος, α­πό στοργικό ενδιαφέρον. Και το διαισθά­νεται αν τον αγαπάμε αληθινά, αν δεν φαινόμαστε κουρασμένοι μπροστά του, όσο κοπιαστικές κι αν είναι οι φροντίδες και οι περιποιήσεις πού πρέπει να του γίνουν από μέρους μας. Να του προσφέ­ρουμε με χαρούμενο πρόσωπο τα φάρ­μακα του, το γάλα του, το φαγητό του. Να του πούμε έναν ευχάριστο λόγο συμ­πονετικό. Το καθετί έχει την επίδραση του στην ψυχική του διάθεση, ανάλογα με τον τρόπο της προσφοράς μας.
    Είναι δύσκολη κατάσταση, είπαμε, ή αρρώστια. Είναι εξασθένηση των σωμα­τικών δυνάμεων, πού επηρεάζει και την ψυχική κατάσταση. Κι αν παρατείνεται ή ασθένεια, γίνεται σταυρός, και κάποτε μά­λιστα πολύ βαρύς. Σταυρός για τον ίδιο τον άρρωστο αλλά και για τούς δικούς του. Και έδώ είναι πού πρέπει να κά­νουμε ό,τι μπορούμε για να ελαφρώσουμε τον σταυρό αυτό της αρρώστιας. Με την προσευχή βέβαια πρωτίστως στον φιλάνθρωπο Κύριο να δίνει υπομονή και αντοχή στον άρρωστο μας, να δίνει φώτιση και στους γιατρούς για να προ­χωρούν στην καλή διάγνωση και θερα­πεία του. Συγχρόνως όμως και με το να εφοδιαζόμαστε ανάλογα με τις δυνάμεις μας και με τα απαραίτητα εκείνα μέσα της Επιστήμης, πού θα κάνουν πιο υπο­φερτούς τούς πόνους του άρρωστου μας.
    Ή πιο μεγάλη όμως φροντίδα πού θα πρέπει να έχουμε για τον άρρωστο μας ως πιστοί Χριστιανοί είναι πώς θα βγει ωφελημένος από την αρρώστια του ψυ­χικά. Θα προσευχηθούμε λοιπόν στον Κύριο πολύ για τον άρρωστο μας. Θα Τον παρακαλέσουμε όπως τότε οι αδελ­φές του Λαζάρου για τον αδελφό τους: «Κύριε, ίδε όν φιλείς ασθενεί» (Ιω. ια' 3). Κύριε, ό αδελφός μας, πού τόσο πο­λύ αγαπάς είναι άρρωστος. Και ποιόν δεν αγαπά 'Εκείνος; Και τον δικό μας άρρωστο τον αγαπά και μπορούμε και πρέπει να ζητήσουμε τη βοήθεια του. Να Τον ικετεύσουμε με πίστη θερμή να του δώσει την υγεία του. Συγχρόνως να φω­τίσει και εμάς να κάνουμε ό,τι πρέπει για τη βοήθεια της ψυχής του.
    Και είναι δυνατόν να γίνουν αρκετά για τον ιερό αυτό σκοπό. Θα δώσουμε το όνομα του να μνημονευθεί σε μία ή και περισσότερες θείες Λειτουργίες. Θα του δώσουμε να διαβάσει, αν μπορεί, κά­ποιο καλό ορθόδοξο περιοδικό ή βιβλίο. Θα του μιλήσουμε με τρόπο ευγενικό για την ιερά Εξομολόγηση και τη θεία Κοι­νωνία. Θα καλέσουμε γι' αυτόν ειδικά στο σπίτι μας τούς ιερείς της ενορίας μας για να τελέσουν το ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου, με το όποιο ωφελείται πολύ ψυχικά και σωματικά ό ασθενής.
    Τα πιο πάνω είναι μερικοί από τούς τρόπους πού πρέπει να χρησιμοποιή­σουμε με αδελφική αγάπη, για να ωφε­ληθεί ψυχικά ό αγαπητός μας άρρω­στος. Και έτσι ή οποιαδήποτε ασθένεια του γίνεται ευκαιρία για να συνδεθεί κα­λύτερα με τον Ιησού Χριστό και την αγία Εκκλησία του και να αρχίσει να ζει ζωή μετανοίας και ευαρεστήσεως ενώπιον του Θεού, ή οποία οδηγεί στην αιώνια σωτηρία. Και αποδεικνύεται τελικά ή α­σθένεια του ευλογία Θεού για τον ίδιο και τούς συγγενείς του.
    Αυτός άλλωστε ήταν και είναι και ό σκοπός για τον όποιον επέτρεψε ό Θεός να ακολουθήσουν ως παιδαγωγική τι­μωρία στην παράβαση των Πρωτοπλά­στων ό πόνος, ή θλίψη, οι ασθένειες και ό θάνατος. Για να γίνονται αφορμές όλα αυτά τα θλιβερά της ζωής να συνερχό­μαστε από την παραζάλη της αμαρτίας, να σκεφτόμαστε τον Θεό και τον προο­ρισμό μας και καταφεύγοντας ταπεινά σ' 'Εκείνον να βρίσκουμε την ευτυχία μας κοντά Του. ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)
«ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΝΟΣΟΥΝΤΩΝ»
    Τα Νοσοκομεία, ιδιωτικά και κρατικά, οι κλινικές, μεγάλες και μικρές, παρουσιάζουν συνήθως πληρότητα εκατό τοις εκατό. Κά­ποτε μάλιστα γεμίζουν και οι διάδρο­μοι ορισμένων Νοσοκομείων. Οι νοσηλευτές δεν προλαβαίνουν να πά­ρουν το δίπλωμα τους - τρόπος του λέ­γειν - και διορίζονται αμέσως. Είναι πε­ριζήτητοι. Πολλές οικογένειες μετανα­στών έχουν λύσει το οικονομικό τους πρόβλημα με την απασχόληση μελών τους ως αποκλειστικών νοσοκόμων. Τα ράφια των φαρμακείων αδειάζουν και γεμίζουν και ξανααδειάζουν αστα­μάτητα.
    Γιατί όλα αυτά; Διότι έπερίσσευσε ό πόνος. Δεν υπάρχει οικογένεια πού να μη έχει κάποιο πρόβλημα υγείας. Δεν υπάρχει άνθρωπος πού να μη έπόνεσε και να μη πονέσει στην ζωή του. Ή ασθένεια έγινε ένα με την ζωή μας. Και κοντά στις παλιές, τις γνωστές ασθέ­νειες, εμφανίζονται κάθε τόσο και νέες. Οι ιατροί αντιμετωπίζουν συχνά δύσ­κολα και πρωτοφανή περιστατικά.
    Αυτή είναι ή γνωστή σε όλους μας πραγματικότητα. Ή αρρώστια, ό πικρός αυτός καρπός της αμαρτίας των Πρω­τοπλάστων, είναι πλέον συνοδοιπό­ρος μας στην πορεία μας στην ζωή. Συνοδοιπόρος απρόσκλητος και δυσ­άρεστος.
    Δεν μας είχε πλάσει όμως έτσι ό Θε­ός, ό πάνσοφος, ό παντοδύναμος και πανάγαθος Πλάστης μας. Όλα όσα δημιούργησε και έπλασε Εκείνος ήσαν «καλά λίαν», γράφει το πρώτο Βιβλίο της Αγίας Γραφής (Γεν. α' 31). Και εάν μέναμε οι άνθρωποι υπάκουοι στον Πλάστη μας, ούτε θα αρρωσταίναμε ούτε θα πεθαίναμε. Προτιμήσαμε όμως την εισήγηση του πονηρού Σατανά και παραβήκαμε την εντολή του Θεού και πληρώνουμε από τότε ακριβά την ανυ­πακοή και παρακοή μας στον Θεό. Με την εισβολή της σατανοκίνητης αμαρ­τίας στην ζωή των ανθρώπων άρχισαν οι ασθένειες, ήλθε και ό θάνατος. Εκεί­νη ή παρακοή είναι ή ρίζα και ή αιτία όλων των συμφορών της ζωής. Εκείνη ή παράβαση μας καθηλώνει τώρα για λίγο ή περισσότερο καιρό στο κρεβάτι του πόνου.
    Και είναι τόσο δύσκολες αλήθεια οι ώρες της αρρώστιας! Νιώθεις ανήμ­πορος. Νομίζεις ότι σβήνεις. Αισθάνε­σαι ότι χάνονται όλα γύρω σου. Χά­νεις την χαρούμενη διάθεση σου. Θέ­λεις κάπου να στηριχτείς. Κινδυνεύ­εις να απελπισθείς. Καταλαβαίνεις ότι κουράζεις και ταλαιπωρείς μαζί σου και τούς συγγενείς σου, πού σου συμπα­ραστέκονται φιλότιμα και με αγάπη. Και αυτό αυξάνει κάποτε τούς πόνους σου.
    Σταυρός είναι ή αρρώστια. Σταυρός και δοκιμασία πού κάποιες στιγμές μοιάζει σα να είναι ανυπόφορη. Ό­ποιος είναι ακόμη υγιής δεν μπορεί να καταλάβει σ' όλο της το βάθος και το πλάτος την πικρή πραγματικότητα της ασθενείας.
    Γι' αυτό και ή Εκκλησία μας, πού την φωτίζει και την καθοδηγεί το Πανάγιον Πνεύμα, γνωρίζοντας την ένταση και έκταση της δοκιμασίας της α­σθενείας, ικετεύει τον Θεό συχνά για τούς ασθενείς. Σαν φιλόστοργη Μητέ­ρα παρακαλεί τον Θεάνθρωπο Ιδρυτή της για τα άρρωστα παιδιά της. «Τούς νοσούντας ίασαι, ό ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών», δέεται κάθε φορά πού τελείται ή θεία Λειτουργία. Και παρακινεί όλους μας να δεηθώμεν «υπέρ των νοσούντων», γι' αυτούς πού είναι άρρωστοι και πονούν και υ­ποφέρουν. Μαζί με το ενδιαφέρον μας γι' αυτούς και με τις επισκέψεις μας στην ασθένεια τους, να προσευχώμεθα στον Θεό για την κατάσταση της υγείας τους.
    Ή προσευχή για τούς άρρωστους εί­ναι εκδήλωση ταπεινής και ειλικρινούς αγάπης. Χωρίς να το γνωρίζει κανείς προσεύχεσαι στον Κύριο για όσους, γνωστούς και άγνωστους, είναι κατά­κοιτοι ή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άρρωστοι και πονεμένοι σωματικά και ψυχικά.
    Ή προσευχή για τούς άρρωστους, πού ακούεται πάντοτε από τον φιλάν­θρωπο και παντογνώστη Κύριο, χαρί­ζει μυστικά στον άρρωστο ανακούφιση, υπομονή, παρηγοριά και ελπίδα. Κάποιος ή κάποιοι προσεύχονται, γι' αυτό και δεν χάνεται εντελώς ή ελπίδα του και μπορεί και υποφέρει τούς πό­νους του. Κι όταν μάλιστα πολλοί μαζί με πίστη προσευχηθούν για κάποιον άρρωστο ή τελέσουν με τούς ιερείς και το Εύχέλαιον, γίνονται και θαύματα.
Ή προσευχή για τούς άρρωστους χα­ρίζει ακόμη και μεγάλη ψυχική βοή­θεια. Αρκετοί ασθενείς, επειδή προσ­εύχονται κάποιοι γι' αυτούς, ωφελούνται ψυχικά από την αρρώστια τους. Σκέ­πτονται καλύτερα στο κρεβάτι του πό­νου την ψυχική τους κατάσταση, μετα­νοούν για τις τυχόν παρεκτροπές τους, παίρνουν καλές αποφάσεις για το μέλ­λον τους και συνδέονται με την Εξομολόγηση και την Θεία Κοινωνία βαθύτερα και ουσιαστικά με τον ζωοδότη Κύριο. Προσεύχονται θερμότερα σ' Εκείνον και μελετούν και άκούουν ευλαβικά τον άγιο λόγο Του.
    Ή προσευχή για τούς άρρωστους, πού σταλάζει βάλσαμο παρηγοριάς στους πόνους τους και γεμίζει την ψυ­χή τους με την σωτήρια Χάρι του Θε­ού, είναι χρέος και καθήκον μας ιερό. Είναι, όπως και ή ελεημοσύνη, «δάνειον» πρός τον Θεόν (Παρ. ιθ' 17). Δάνειον πού θα μας το εξόφληση ό πανάγαθος Κύριος. Και έδώ στην γη, με τις πλούσιες ευλογίες του στην ζωή μας και διότι θα παρακίνηση Εκείνος άλλους να προσευχηθούν για μας σε περίπτωση ασθενείας μας. Αλλά θα μας το εξόφληση και στους ουρανούς αμείβοντας αιώνια την ταπεινή εκδήλωση της αγάπης μας, την προσευχή μας «υπέρ των νοσούντων». ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)
                                        Μετά την αποθεραπεία μας
    Η αρρώστια είναι μία θλιβερή και ο­δυνηρή πραγματικότητα στον κόσμο πού ζούμεΕίναι συνυφασμέ­νη ή ζωή μας με τις ποικίλες ασθένειεςΓι’ αυτό ό φιλάνθρωπος Κύριος μας Ιη­σούς Χριστός κατά τον χρόνο της επί γης ζωής του έδειξε ιδιαίτερη συμπά­θεια προς τούς πάσχοντες από διάφο­ρες ασθένειεςΠολλές φορές μέχρι αρ­γά το βράδυ Του πρόσφεραν αρρώ­στους για να τούς απαλλάξει από τη μάστιγα της ασθενείας τουςΚαι ό θειος Ιατρός τούς θεράπευε με απλοχεριά. «Αυτός τάς ασθενείας ημών έλαβε και τάς νόσους έβάστασε» (Ματθη' 17). Συγχρόνως τούς έδινε και τις κατάλλη­λες οδηγίες.
    'Επιθυμούσε μετά την αποθεραπεία τους να ανταποκριθούν στην πολλή α­γάπη πού τούς έδειχνε και να συμμορ­φωθούν με τις συμβουλές του. Διακρι­τικά έλεγξε τούς εννέα λεπρούς, πού θεραπεύτηκαν και δεν επέστρεψαν να πουν ένα ευχαριστώ. «Ουχί οί δέκα έκαθαρίσθησαν; οί δέ εννέα πού;» (Λουκ. ιζ' 17). Ένας μόνον από τούς δέκα επέ­στρεψε, για να εκφράσει στον ουράνιο ευεργέτη του Κύριο Ιησού την ευγνώμο­να ευχαριστία του για την αποθεραπεία του. Στον παράλυτο πού τον θεράπευ­σε του συνέστησε να ζει στο έξης προσ­εκτική ζωή και να ξεκόψει από τις α­μαρτωλές συνήθειες του για να μην πά­θει χειρότερα.
Κάποια ήμερα, αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί και ό καθένας μας «επί κλίνης οδύνης». Συνήθως αυτές τις ώρες κατα­φεύγουμε στους γιατρούς. Με τις ιατρι­κές τους γνώσεις αυτοί προσπαθούν να αποκαταστήσουν την ομαλή λειτουργία του οργανισμού μας και να μας απαλ­λάξουν από τη μάστιγα της αρρώστιας πού μας βασανίζει.
Όμως ως πιστοί χριστιανοί καταφεύ­γουμε και στον ουράνιο θεράποντα Ια­τρό των ψυχών και των σωμάτων μας, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Ζητούμε τη συμπαράσταση και τη βοήθεια και από την Παναγία Μητέρα μας και τούς Άγιους μας. Και έχουμε θαυμαστές θείες επεμβάσεις θεραπείας, παρά τις αντίθε­τες ενίοτε προβλέψεις της ιατρικής επι­στήμης. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι υπάρ­χει και ό θειος παράγοντας και «τούς κακώς έχοντας θεραπεύει» (Ματθ. η' 16). Επαληθεύεται και στη δική μας πε­ρίπτωση ό λόγος του: «Κύριος ό συμπορευόμενος μετά σου και άνήσει σε, ουδέ μή σε έγκαταλίπη» (Δευτ. λα' 8). Ό Κύριος ό ίδιος προπορεύεται μπρο­στά σου. Είναι μαζί σου. Δεν θα σε αφή­σει, δεν θα σε εγκαταλείψει.
Συνήθως σε όσους μας συμπαρα­στάθηκαν στις δύσκολες ώρες της δο­κιμασίας μας, ιδιαίτερα στους θεράπον­τες ιατρούς, προσπαθούμε να εκφρά­σουμε τη βαθιά ευγνωμοσύνη μας με λόγια πού συνοδεύονται και με δώρα, γιατί συντέλεσαν με τις γνώσεις τους και την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή να εξουδετερώσουν την ασθένεια.
Ανάλογες εκδηλώσεις οφείλουμε και στον Κύριο μας. Γευθήκαμε τη θαυμαστή επέμβαση του. «Έγώ γάρ είμι Κύριος ό Θεός σου ό ίώμενός σε» (Εξ. ιε' 26). Εγώ είμαι ό Κύριος, Αυτός πού σε για­τρεύει. Παίρνει τις ασθένειες σου και βα­στάζει τις αρρώστιες σου. Να το θυμό­μαστε αυτό και να μην το λησμονούμε. Να προτρέπουμε δε τον εαυτό μας να ευγνωμονεί και να ευχαριστεί τον δωρεοδότη Κύριο μας μέσα από τα κατά­βαθα της καρδιάς μας για την αποθε­ραπεία μας με τούς λόγους του Ψαλ­μωδού: «Ευλόγησε, ψυχή μου, τον Κύ­ριο! Και όλο μου το είναι, όλη ή ύπαρ­ξη μου το όνομα του το άγιο! Ευλόγησε τον Κύριο, ψυχή μου, και μην ξεχνάς καμία από όλες τις ευεργεσίες του. Αυ­τός σε θεραπεύει από όλες τις αρρώ­στιες του σώματος σου. Αυτός γλυτώνει τη ζωή σου από το θάνατο και τη φθο­ρά του τάφου» (Ψαλμ. ρβ' [102] 1-4). Με πύρινη προσευχή πού θα βγαίνει από τα κατάβαθα της ψυχής μας να Του λέμε: «Όταν ή ασθένεια με έφερε στα πρόθυρα του άδη, σύ, Κύριε, ανέ­βασες από εκεί την ψυχή μου, μου έδω­σες την υγεία και με έσωσες, ώστε να μη συγκαταριθμηθώ με τούς νεκρούς πού τούς κατεβάζουν στο λάκκο του τά­φου» (Ψαλμ. κθ' [29] 3-4).
Ή ευχαριστία μας ακόμη θα δειχθεί με τη βαθιά μετάνοια μας και τον αγιασμό της ψυχής μας. Να μην αμαρτάνει στο έξης, συνέστησε ό Κύριος, στον πρώην παράλυτο. Το ίδιο ισχύει και για εμάς.
Ακόμη, τώρα πού ή υγεία μας αποκα­ταστάθηκε, μαζί με την ευγνωμοσύνη μας και τη θεάρεστη ζωή μας να έχου­με ολοπρόθυμη τη διάθεση να διακο­νήσουμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Πολλοί από τούς ασθενείς πού θερα­πεύονταν από τον θείο και ουράνιο Ια­τρό, Του ζητούσαν να παραμείνουν κοντά του και να Τον συνοδεύουν μαζί με τούς μαθητές του. Αυτό ζήτησε ό πρώην δαιμονισμένος της περιοχής των Γεργεσηνών. Τον άφησε όμως ό Κύριος στους δικούς του και στους συμπατριώτες του για να δίνει με τη θεάρεστη ζωή του τη μαρτυρία για το μεγάλο ευεργέτη του. «Παρεκάλει αυτόν ό δαιμονισθείς ίνα μετ' αυτού ή- και ούκ άφήκεν αυτόν, άλλά λέγει αύτώ- ύπαγε είς τον οίκον σου προς τούς σούς και άνάγγειλον αύτοΐς όσα σοι ό Κύριος πεποίηκε καί ήλέησέ σε». Και αυτός άρχι­σε να διακηρύσσει σε όλη την περιοχή τα όσα έκανε γι' αυτόν ό Ιησούς (Μάρκ. ε' 18-20).
   'Εάν, λέει ό ερμηνευτής Θεοφύλακτος, προηγουμένως κάποια αρρώστια σε βασάνιζε και ό άγιος Θεός σε θεράπευ­σε και παρέτεινε τη ζωή σου, τώρα πού έγινες καλά, να χρησιμοποιήσεις την καλή υγεία σου στο να εξυπηρετείς τούς αδελφούς σου στις διάφορες υλικές και πνευματικές ανάγκες πού έχουν και να διακονείς στα έργα του Θεού. «Εάν κατεχόμενον νόσημα τι ίάσηταί σε ό Θεός, τη υγεία κέχρησο προς την των αγίων διακονίαν και ύπηρεσίαν του Θεού». Ή πενθερά του αποστόλου Πέτρου μετά τη θεραπεία της «ήγέρθη και διηκόνει αύτώ» (Ματθ. η' 15).Λοιπόν μετά την αποθεραπεία μας να επακολουθεί ευγνώμων ευχαριστία και δοξολογία. Να συνοδεύεται δε με βαθιά ειλικρινή μετάνοια και διόρθωση της ζωής μας και με απόφαση να δια­κονούμε τον Κύριο στα πρόσωπα των αδελφών μας. Τώρα πιο τακτικοί στον εκκλησιασμό μας, πιο επιμελείς στη με­λέτη και την ακρόαση του λόγου του Θεού, για να έχουμε πλούσια την ευλο­γία του Θεού στη ζωή μας. (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")

Ὁ Ἐγωισμός

Μᾶς λέγουν οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας ὅτι ρίζα κάθε ἁμαρτίας εἶναι o ἐγωϊσμός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος o Διάλογος τήν ὀνομάζει βασίλισσα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν.

Ὅσο πιό πολύ ὑπερηφανευόμαστε, ὅσο πιό πολύ κυνηγᾶμε τή δόξα καί τόν ἔπαινο καί τήν τιμή, τόσο πιό τιποτένιοι εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους, ἐνῶ στούς ταπεινούς δίνει τή χάρη του» (Παροιμ. 3,34).

Ὁ ἐγωϊσμός εἶναι τό ἐμπόδιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν καί ἡ αἰτία ὅλων τῶν παραπτωμάτων. Γιά τή θεραπεία τοῦ ἐγωϊσμοῦ παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτομε σέ ἄλλες μεγάλες ἁμαρτίες, πράγμα ποὺ δέν θά ἐπέτρεπε ὁ πάνσοφος Γιατρός τῶν ψυχῶν μας, ἄν αὐτός δέν ἦταν ἡ χειρότερη ἀπ’ ὅλες. Ἔτσι, ὅταν ὁ βασιλιάς Δαβίδ καυχήθηκε – ὅπως δείχνουν τά λόγια του, «ἐγώ, βυθισμένος στά πλούσια ὑλικά ἀγαθά, εἶπα: «Δέν θά μετακινηθῶ ποτέ ἀπό τούτη τήν εὐτυχία»» (Ψαλμ. 29,7) – ὁ Κύριος, γιά νά τόν θεραπεύσει, τόν ἄφησε κι’ ἔπεσε σέ μοιχεία καί φόνο. Ὅπως καί ὁ ἅγιος Πέτρος ὑπερηφανεύτηκε ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς ἀποστόλους ὅτι ὅλοι θά χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Αὐτόν καί θά διασκορπιστοῦν, κι’ ἐκεῖνος μέ αὐτοπεποίθηση βεβαίωσε: «Κι’ ἄν ὅλοι χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Ἐσένα, ἐγώ ὅμως ὄχι» (Μάρκ. 14,29). Γιά τήν ἔπαρσή του ἐκείνη, ὁ Κύριος παρεχώρησε νά Τόν ἀρνηθεῖ τρεῖς φορές, κι’ ἔτσι νά ταπεινωθεῖ, νά κλάψει καί νά μετανοήσει (Μάρκ. 14,66-72).

Ἀλλά καί τόσοι μεγάλοι ἀσκητές τῆς ἐρήμου, ποὺ ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀνθρώπους τά δαιμόνια, ποὺ ἔκαναν σημεῖα καί τέρατα, ἔπεσαν μέ θεία παραχώρηση σέ βαριά παραπτώματα, ἀκόμα καί σέ φόνους καί σέ πορνεῖες, ὅπως διαβάζουμε στό Γεροντικό, στό Λαυσαϊκό, στά Συναξάρια καί σέ ἄλλα πατερικά βιβλία. Ἀκόμη καί συκοφαντίες καί δυστυχίες καί βάσανα πολλά βρίσκουν συχνά τόν ἄνθρωπο, ἀκόμα καί σωματικές ἀρρώστιες, γιά νά τόν λυτρώσουν ἀπό τήν ἔπαρση. Εἶναι σαφής ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστ. Παύλου: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν ὑπερηφανεύομαι» (Β’ Κορ. 12,7).

Τό γεγονός, λοιπόν, ὅτι o Θεός ἐπιτρέπει νά βροῦν τόν ἄνθρωπο τέτοιες συμφορές γιά νά τσακιστεῖ ἡ σκληροτράχηλη ὑπερηφάνειά του, φανερώνει πὼς αὐτή εἶναι τό μεγαλύτερο, τό χειρότερο πάθος. Καί δέν εἶναι μόνο τό χειρότερο, μά καί τό πιό γερά ριζωμένο μέσα μας. Γι’ αὐτό, ὅταν μέ ἀγώνα σκληρό καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ ἀρετές νικήσουν τίς κακίες καί διώξουν ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά ἐλαττώματα, μόνο ἡ ὑπερηφάνεια μένει ἀνυπότακτη καί ἐπιμένει νά πολεμάει τόν ἄνθρωπο ὡς τό θάνατό του. Αὐτό ἔπαθε ὁ φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς, ποὺ κατόρθωσε πολλές ἀρετές, καί ἔχοντας ὑπερήφανη πεποίθηση στήν εὐσέβειά του, κατακρίθηκε ὁ ταλαίπωρος (Λουκ. 18,9-19).

Ἀλλά γιατί, ἀλήθεια ὑπερηφανευόμαστε καί καμαρώνομε καί ἐξουθενώνομε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ νομίζομε πὼς εἶναι τάχα κατώτεροί μας; Γιά τή σοφία μας; Γιά τήν ἀρετή μας; Γιά τά πλούτη μας; Γιά τήν ὀμορφιά μας; Ὅλ’ αὐτά ὅμως, καί ὅσα ἄλλα ἔχομε, δέν εἶναι παρά εὐεργετήματα καί δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα θά δώσομε λόγο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅσο πιό χαρισματοῦχοι εἴμαστε, τόσο πιό αὐστηρά θά κριθοῦμε. Ἔτσι, ἄν στή ζωή αὐτή ἀξιωθήκαμε νά ἔχομε περισσότερα ἀγαθά ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀγαθά ὑλικά ἤ πνευματικά, ὀφείλουμε νά ταπεινωνόμαστε πιό πολύ καί νά εὐγνωμονοῦμε τό Θεό ποὺ μᾶς εὐεργέτησε.

Μόνο οἱ ἁμαρτίες καί οἱ πτώσεις εἶναι δικές μας. Ἄν θέλομε γι’ αὐτές νά καυχιώμαστε, δείχνομε τήν ἀφροσύνη καί τήν ἀγνωσία μας. Ἄν εἴμαστε ὅμως λογικοί ἄνθρωποι, θά βλέπομε τήν ἀναξιότητα καί τήν ἀθλιότητά μας, καί θά συντριβόμεθα ταπεινωμένοι.

Ἄς μήν ξεχνᾶμε ἐπίσης, πὼς ὁ ἐγωϊστής ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή κολάζεται, μά καί στήν παροῦσα μισεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιατί δέν ὑπάρχει πιό ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος εἶναι συνεχῶς ἀνήσυχος. Πασχίζει νά προβληθεῖ καί νά συγκεντρώνει ἐπάνω του τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ κόσμου. Ἄν δέν τόν τιμήσουν, ταράζεται καί θλίβεται. Βρίσκεται συχνά σέ φιλονικίες καί διαμάχες μέ τούς ὁμοίους του, ποὺ ζηλεύουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ζητάει ὅλο καί μεγαλύτερη δόξα. Ἀντίθετα τόν ταπεινό ὅλοι τόν ἀγαποῦν, ἀκόμα κι’ ἄν ἔχει ἄλλα ἐλαττώματα. Αὐτός νικάει τόν κακό μέ τήν ὑπομονή, τόν ὀργίλο μέ τήν πραότητα, τόν ἐγωϊστή μέ τήν ταπείνωση.

Ὁ Θεός ὑψώνει ἐκείνους ποὺ ταπεινώνονται, ὄχι ἐκείνους ποὺ ποθοῦν τά μεγαλεῖα. Ὕψωσε τόν Ἰακώβ πάνω ἀπό τόν Ἠσαῦ (Γεν. 27-28), τόν Ἰωσήφ πάνω ἀπό τούς ἀδελφούς του (Γεν. 37-41), τόν τελώνη πάνω ἀπό τόν Φαρισαῖο (Λουκ. 18,14), τόν φτωχό Λάζαρο πάνω ἀπό τόν πλούσιο (Λουκ. 16,19-31). Κατεξοχήν ὅμως ὕψωσε ὁ Θεός Πατέρας τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ταπεινώθηκε ἑκούσια πιό πολύ ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Θεός ἀθάνατος καί παντοδύναμος καί ἀνενδεής Ἐκεῖνος, καταδέχθηκε νά ἐναθρωπήσει μέ ἄκρα ταπείνωση, νά γεννηθεῖ σέ σπήλαιο, νά σπαργανωθεῖ σέ φάτνη ἀλόγων ζώων, νά ζήσει μέσα στή φτώχεια καί τήν ἀφάνεια, νά καταφρονηθεῖ, νά νίψει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του, νά χλευαστεῖ, νά μαστιγωθεῖ, καί τελικά νά ὑποστεῖ, ὄντας ὁλότελα ἀθῶος, τόν μαρτυρικό σταυρικό θάνατο, καί ὅλ’ αὐτά γιά μᾶς τούς ἐνόχους καί ἁμαρτωλούς, γιά τή σωτηρία καί τή λύτρωσή μας.

Ἄς μιμηθοῦμε τόν Κύριό μας, νά μισήσουμε τόν ἐγωϊσμό καί νά ποθήσουμε τήν ταπείνωση. Νά ἐπιδιώκομε τή συναναστροφή μέ ἀνθρώπους ἄσημους καί ταπεινούς, καί νά μή μεγαλοπιανόμαστε. Πάντοτε νά ζητᾶμε τήν τελευταία θέση. Στήν ἐνδυμασία, στή διατροφή, σ’ ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος, νά ἀποφεύγομε τά περιττά καί ἐξεζητημένα. Μόνο τά ἀπαραίτητα νά ἔχομε. Καί γενικά, ὅσο μποροῦμε, νά μιμούμεθα πάντοτε τόν Κύριο, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ποὺ πολιτεύθηκαν μέ βαθειά ταπείνωση. Γιατί, ὅπως τά καρπερά δένδρα, ὅσο περισσότερο εἶναι φοφτωμένα μέ καρπούς, τόσο χαμηλότερα κλίνουν πρός τή γῆ τά κλωνάρια τους, ἔτσι καί οἱ πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἀποκτοῦν τίς εὐεργεσίες καί δωρεές Του, τόσο ταπεινώνονται, γνωρίζοντας πὼς αὐτό εἶναι τό χρέος τους, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅταν κάνετε ὅλα ὅσα σᾶς προστάξει ὁ Θεός, νά λέτε: «Εἴμαστε ἀνάξιοι δοῦλοι, κάναμε αὐτό ποὺ ὀφείλαμε νά κάνουμε».» (Λουκ. 17,10).

Ἄν ἡ θεία μεγαλοσύνη ταπεινώθηκε τόσο, «μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8) πῶς τολμάει νά ὑψηλοφρονεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία; Ὁ Ἄβελ μᾶς δίδαξε τήν ἀθωότητα, ὁ Ἐνώχ τήν καθαρότητα, ὁ Νῶε τήν μεγαλοψυχία καί τήν ἐλπίδα, ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπακοή καί τή φιλοξενία, ὁ Ἰακώβ τή μακροθυμία, ὁ Ἰωσήφ τήν ἁγνεία, ὁ Μωϋσῆς τήν πραότητα, ὁ Ἰώβ τήν ὑπομονή, ὁ Δαβίδ τήν ἀγάπη στούς ἐχθρούς, ὁ Ἠλίας τόν ἔνθεον ζῆλον καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τήν ταπείνωση «Διδαχθεῖτε ἀπό τό δικό μου παράδειγμα, γιατί εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, καί οἱ ψυχές σας θά βροῦν ἀνάπαυση» (Ματθ. 11,29). Ὅλες τίς ἀρετές μᾶς τίς διδάσκει o Κύριος, σ’ αὐτήν ὅμως μᾶς παρακινεῖ περισσότερο, γιατί εἶναι τό δοχεῖο, τό θησαυροφυλάκιο τῶν ἄλλων ἀρετῶν
πηγή

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

  Και μόνον όταν ακούμε νά γίνεται λόγος περί θανάτου, αίσθανόμαστε οι άνθρωποι άποτροπιασμό. Δεν θέλουμε ούτε την λέξη να αναφέρουμε. Ό καθένας τον α­πεύχεται γιά τον εαυτόν του και γιά τα προσφιλή του πρόσωπα. «Μακριά από μας», είναι ή συνήθης έκφραση. Όλοι αγαπούμε τη ζωή.
Όμως ό θάνατος είναι το πλέον βέβαι­ο γεγονός, το όποιο αργά ή γρήγο­ρα θα αντιμετωπίσουμε χωρίς καμμία έξαίρεση. Είναι ό τελευταίος σταθμός της ζωής μας, από τον όποιον ό καθένας μας θα περάση οπωσδήποτε. Από την στιγμή πού είσερχόμεθα σ' αυτόν τον κόσμο, γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή θα έλθη και ή ώρα της εξόδου μας από αυτόν. Το να τον άπευχώμεθα βεβαίως και να δυσφορούμε στη σκέψι του, είναι κάτι το φυσικό. «Ή δειλία του θανάτου είναι φυσικό ιδίωμα τού άνθρωπου, το όποιον οφείλεται εις την παρακοή τού Αδάμ» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Έπλάσθημεν από τον άγιον Θεόν γιά την ζωή και όχι διά τον θάνατον.
    Ό απόστολος Παύλος μας βοηθεί στο να συμφιλιωθούμε με αυτή την οδυνη­ρή πραγματικότητα της ζωής μας. Μας λέγει ότι κανείς από ημάς πού πιστεύ­ουμε εις τον μοναδικό και άληθινό Σωτήρα μας, τον Κύριο Ίησού Χριστό, δεν ζη γιά τον εαυτόν του και κανείς δεν πεθαίνει γιά τον εαυτόν του. Έάν ζούμε, ζούμε γιά να δουλεύουμε εις τον Κύριον. Εάν πεθαίνουμε, πεθαίνου­με με ύποταγή εις το θέλημα του και είμεθα εις την έξουσία του Κυρίου. Εάν λοιπόν ζούμε και εάν πεθαίνουμε, είμεθα κτήμα του Κυρίου (Ρωμ. ιδ' 7-8). Με αυτές τις αλήθειες διαποτισμένος ό Χριστιανός προσπαθεί να συνδιαλλαγή με το μεγάλο και ανεπιθύμητο αυτό γε­γονός της ζωής του. Αγω­νίζεται καθημερινά να εύαρεστή εις τον Θεόν. Επιμελείται τού καταρτισμού και τού αγιασμού της ψυχής του. Αγωνίζεται να έναρμονίζη τις πράξεις του, τούς λόγους του, τις σκέψεις του με το θέλημα του αγίου Θεού. Εύχεται ή ευλογημένη εκείνη ώρα της εξόδου του να είναι όπως την θέλει ό Θεός. Εις την θεία Λειτουργία πα­ρακαλεί τον Κύριον να είναι «χριστιανά τα τέλη της ζωής» του, άπηλλαγμένα από πόνους και από έργα πού φέρνουν έντροπή, γεμάτα είρήνη. Να έχη καλή άπολογία έπί τού φοβερού δικαστικού θρόνου τού δικαιοκρίτου Κυρίου κατά την μέλλουσα Κρίση της Δευτέρας Πα­ρουσίας του.
Μαζί με όλα αυτά ζητεί και επιδιώκει να τον βρή το τέλος της ζωής του Χριστιανόν Όρθόδοξον.
Είναι ιδιαιτέρα ευλογία του άγιου Θε­ού να μείνη κανείς Χριστιανός Ορθό­δοξος μέχρι τέλους της ζωής του, με πίστη γνησία, καθαρή και άνόθευτη. Πίστη, όπως μας την έδίδαξαν οι άγιοι Απόστολοι τού Χριστού, όπως ή Εκ­κλησία την παρέλαβε, όπωςοι άγιοι Πα­τέρες και θείοι Διδάσκαλοι έδογμάτισαν, χωρίς προσθαφαιρέσεις. Όπως οι άγι­οι Μάρτυρες την υπέγραψαν και την έσφράγισαν με το ιερόν αίμα τους. Να είναι ό καθένας μας ζωντανό και υγιές μέλος της «Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Μέχρι τέλους να αγιάζεται διά των αγίων Μυστηρί­ων και να φύγη από αυτόν τον κόσμο έχοντας κοινωνήσει τα Άχραντα Μυ­στήρια, μετανοημένος και με καθαρή συνείδησι. «Τότε θα τον συνοδεύουν οι Άγγελοι και θα τον μεταφέρουν από την γή εις τον ουρανό, χάρις εις την θεία Κοινωνία» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Να το επιθυμούμε λοιπόν και να επιδι­ώκουμε ή τελευτή μας «γενέσθαι έν πίστει όρθοδόξω». Να μας κατευοδώσουν μέσα από την όρθόδοξον Έκκλησίαν στήν τελευταία μας κατοικία με τις προσευχές και τούς ύμνους πού ψάλλονται σ' αυτές τις περιστάσεις.
Ακόμη, ή ώρα εκείνη της εξόδου μας να προσευχώμεθα να μας βρη μετανο­ημένους. «Γενέσθαι έν μετάνοια άληθεί και συνειδότι άκαταγνώστω».
Έχουμε όλοι μας απόλυτον ανάγκη του καθαρισμού από την άμαρτία, την οποίαν φέρουμε μέσα μας. Εάν ειπού­με ότι δεν έχουμε άμαρτία, πλανώμεν τούς εαυτούς μας και ή αλήθεια δεν υπάρχει μέσα μας. Εάν όμως με βαθειά μετάνοια και όχι επιφανειακή και ρηχή και με έργα άξια της μετανοίας προσπί­πτουμε εις τον φιλάνθρωπο θρόνο της θείας Χάριτος, εις το Μυστήριο της Μετανοίας, ό Κύριος θα μας καθαρίση από αυτές. Έχουμε μεσίτη και συνήγορο πλησίον τού ουρανίου Πατρός τον Κύριον Ίησούν Χριστόν, τον δίκαιον και απολύτως άναμάρτητον, ό Όποιος διά την άναμαρτησίαν και αγιότητα του έχει παρρησίαν πρός τον Θεόν (βλ. Α' Ίω. α' 8-10 και β' 1). Ό τρόμος του θανάτου, σημειώνει ό άγιος Ιωάννης της Κλίμα­κος, αποδεικνύει ότι υπάρχουν αμαρτίες διά τις όποίες ό Χριστιανός δεν έχει με­τανοήσει.
Ό απόστολος Παύλος επεδίωκε με συνεχή και σταθερή προσπάθεια να άπέχη από κάθε τι πού άπεδοκίμαζε ή φωτισμένη αγιασμένη συνείδησίς του. Ειργάζετο καθημερινά με αδιάκοπο α­γώνα να έχη πάντοτε συνείδηση έλευθέρα από κάθε μομφή και τύψη εν­ώπιον τού Θεού και ενώπιον τών αν­θρώπων. «Άσκώ άπρόσκοπον συνεί­δησιν έχειν πρός τον Θεόν και τούςαν­θρώπους διά παντός» (Πράξ. κδ' 16). Ευλογία και χάρις τού Θεου να έχουμε ήρεμη και ειρηνική συνείδηση μέχρι τέλους της ζωής μας.
Αδελφέ μου, άς ενθυμούμεθα πάντο­τε την ώραν της εξόδου μας από την πρόσκαιρη αυτή ζωή «τού παρόντος αιώνος τού άπατεώνος». «Προσδοκά καθ' έκάστην την έξοδόν σου», μας συμ­βουλεύει το Πνεύμα τού Θεού. 'Άς συμ­φιλιωθούμε χωρίς μελαγχολία με την ώρα τού θανάτου μας.
Μόνον θερμή παράκλησις και ικεσία να αναπέμπεται από τον καθένα μας πρός τον φιλάνθρωπον Κύριόν μας Ίη­σούν Χριστόν: «Εύδόκησον, Κύριε, γε­νέσθαι την έμήν τελευτήν έν μετάνοια ά­ληθεί και πίστει όρθοδόξω και συνειδό­τι άκαταγνώστω», πρεσβείαις της Παν­άχραντου σου Μητρός και πάντων τών αγίων τών άπ' αιώνος Σοι εύαρεοτησάντων. Αμήν. ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...