Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα παρότι πολύ σύντομο, μᾶς μιλᾶ γιά τήν αἰώνια ζωή μέ τόν πιό ρεαλιστικό καί ὠμό τρόπο.
Ἀλλά σάν τί τάχα νά εἶναι αὐτή ἡ αἰώνια ζωή;
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι: «Ἁπλῶς μιά συνέχεια τῆς ζωῆς».
Συνέχεια ὑπάρχει καί πρός τά κάτω. Καί ὁριζόντια. Συνέχεια (πρός τά κάτω) εἶναι νά πάει κανείς σέ μιά χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτή πού ὑπάρχει ἐδῶ, καί λέγεται κόλαση καί ἀπώλεια. Οὔτε νά τήν θυμᾶται κανείς τέτοια κατάσταση, ὅπως δέν θέλομε νά θυμόμαστε ὅτι εἶναι δυνατόν στήν ἐπίγεια ζωή μας, νά καταντήσομε σέ μιά κατάσταση χειρότερη ἀπό αὐτή στήν ὁποία τώρα βρισκόμαστε. Γιατί εἶναι δυστυχία.
Ὁ Χριστός μᾶς λέει: «Ἡ ἀληθινή ζωή εἶναι στό χῶρο τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται οὐρανός. Καί προσέχετε, μήν κάνετε λάθος. Μή νομίζετε ὅτι ὅπως περπατᾶμε στά βουνά, στούς δρόμους καί στίς θάλασσες, μέ τόν δικό μας τρόπο καί μέ τήν δική μας δύναμη καί ἐξυπνάδα, καί μέ τά μέσα πού δημιουργοῦμε, ἔτσι εἶναι δυνατόν νά ἀνεβεῖ κανείς καί στό χῶρο τοῦ Θεοῦ πού λέγεται αἰώνια ζωή».
«Οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν», λέει ὁ Χριστός, «μέ δική του δύναμη». «Εἰ μή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ». Ἐκεῖνος δηλαδή πού εἶναι στόν οὐρανό καί ὁ ὁποῖος κατέβηκε ἀπό ἐκεῖ καί ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς, γιά χάρη μας, γιά νά μᾶς πάρει μαζί του. Νά μᾶς ἀνεβάσει στόν οὐρανό.
Μήν κάνει κανείς τό λάθος, λέγει ὁ Χριστός, νά φαντάζεται ὅτι στόν Παράδεισο, στήν αἰώνια ζωή κοντά στόν οὐράνιο Πατέρα, πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος περπατώντας ἤ μέ τά πόδια τοῦ σώματός του ἤ μέ τά πόδια τοῦ μυαλοῦ του ἤ μέ αὐτοκίνητο, εἴτε μέ κανένα ἀεροπλάνο. Δέν γίνονται αὐτά τά πράγματα.
Μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά εὐτυχῶς, γιά τόν «χῶρο» αὐτό ὑπάρχει συγκοινωνία. Τήν συγκοινωνία, τήν ἐγκαινίασε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἦλθε στή γῆ γιά μᾶς. Καί ξαναανέβηκε στόν οὐρανό γιά νά μᾶς ἀνοίξει τήν πόρτα καί νά μᾶς πάρει μαζί του καί νά μᾶς παίρνει μαζί του εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Βάση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
Μᾶς λέγει ὁ Χριστός στό εὐαγγέλιο: «Προσέξτε. Προσέξτε. Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν φύγει ἀπό τήν Αἴγυπτο, πού ἦταν δοῦλοι καί βρέθηκαν στήν ἔρημο τοῦ Σινά, βγῆκαν φίδια καί τούς δάγκωναν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους». Ὅπως ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἔρχονται μερικές φορές φίδια νοητά, πού δηλητηριάζουν τήν ψυχή μας καί μᾶς κάνουν νά φτάνουμε σέ μία κατάσταση πού ὅταν μᾶς ρωτᾶνε, τί εἶναι; Πῶς ζεῖς; Ἀπαντᾶμε:
-Χειρότερα ἀπό θάνατο. Καλύτερα νά εἶχε ρθεῖ θάνατος παρά τέτοια πράγματα.
Ἔτσι λοιπόν ἀφοῦ εἶχαν βγεῖ τά φίδια καί οἱ Ἑβραῖοι κατάλαβαν τί φταίει, εἶπε ὁ Θεός στό Μωυσῆ: «Στῆσε ἕνα μεγάλο στύλο. Πάνω σ’ αὐτό τό στύλο, κάρφωσε ὁριζόντια ἕνα χάλκινο φίδι. Νά γίνει σταυρός ὁ στύλος μέ τό φίδι. Ὅποιος γυρίζει τά μάτια του καί κοιτάζει αὐτό τό χάλκινο φίδι, τό φίδι τό καρφωμένο στό Σταυρό, θά γίνεται καλά».
Καί ἦλθε ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ἔστησε καί αὐτός στό κέντρο τοῦ κόσμου, στό Γολγοθά, ἕνα στύλο. Ἐπάνω κάρφωσε τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του, τίς ἁμαρτίες τίς δικές μας. Τό λέει καθαρά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Παρακάλεσε τόν Πατέρα νά πάρει τίς ἁμαρτίες ὅλων μας καί τίς κάρφωσε στό Σταυρό».
Ὅποιος λοιπόν τώρα γυρίζει τά μάτια του μέ πίστη στό Σταυρό,
καί ὁμολογεῖ ὅτι οἱ ἁμαρτίες του καρφώνονται ἀπό τόν Χριστό στό Σταυρό,
καί πιστεύει στόν Χριστό καί στό θάνατό του, ἐπάνω στό Σταυρό,
ὅτι ἦλθε στόν κόσμο καί πέθανε γιά μᾶς, γιά τή σωτηρία μας,
αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει αἰώνια ζωή.
Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού ἐκδηλώνει μιά τέτοια πίστη, ὁ Χριστός τόν παίρνει στήν ἀγκαλιά του.
Πῶς γίνεται αὐτό; Ἀπαντάει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός:
«Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον». Δέν μποροῦσε νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μοναχός του.
Στήν Ἁγία Τριάδα, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ὑπάρχει ἀνταρσία. Ἐγώ, λέγει, ὁ Χριστός δέν κάνω ὅτι θέλω, ὅτι μοὔρχεται. Ἀλλά μόνο ὅτι μοῦ λέει ὁ Πατέρας μου. Μέ ὑπακοή.
Καί ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος ἀγαπᾶ τόν κόσμο, ἐμᾶς, τόσο πολύ, ὥστε ἔδωκε τόν Υἱό αὐτοῦ τόν μονογενή, νά γίνει θυσία γιά μᾶς. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον». Ποιός θυσιάζει τό παιδί του γιά ἄλλα πράγματα, ὅτι καί νἆναι αὐτά;
Κανείς!
Ἀντίθετα, ὅλα τό κάνει θυσία γιά τό γυιό του.
Γιά νά δώσει ὁ Θεός, τόν Υἱό του θυσία γιά μᾶς, σημαίνει ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ τόσο, πού εἶναι δύσκολο νά τό ἐξηγήσομε καί νά τό ἀναλύσομε. Ἅμα λοιπόν θελήσομε νά ποῦμε ποιά εἶναι ἡ βάση ἐπάνω στήν ὁποία πατᾶμε γιά νά σωθοῦμε ἡ ἀπάντηση εἶναι:
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει καί τό πιστεύομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει καί πᾶμε κοντά του, θά σωθοῦμε. Ἀρκεῖ νά τό θέλομε.
Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού ἕνας ἄνθρωπος γυρίζει κοντά στόν Χριστό μέ πίστη καί μέ μετάνοια, τοῦ συγχωροῦνται ὅλα του τά ἁμαρτήματα.
Μία ἐγγύηση ὅτι ἕνας ἄνθρωπος στρέφεται σωστά καί κοιτάζει τό χάλκινο φίδι πού εἶναι καρφωμένο ἐπάνω στό στύλο, στό Σταυρό, εἶναι νά τό κάνει μέ πίστη. Ὅταν πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός κάρφωσε στό Σταυρό τίς ἁμαρτίες του, λέει:
«Χριστέ μου ἐγώ σέ πιστεύω. Σέ κατάλαβα, σέ πίστευσα, σέ ἀγαπάω. Θέλω νά ἑνωθῶ μαζί σου. Ἐκεῖνο πού μέ χωρίζει εἶναι: Μία, δύο, τρεῖς, πέντε ἁμαρτίες μου». Τοῦ τίς λέγω καί τόν παρακαλῶ: «Πάρτες, κάρφωσέ τες στό Σταυρό».
Ἔπειτα τίς λέγω καί ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα.
Ἀπό κείνη τήν στιγμή τί γίνεται; Ὁ ἄνθρωπος ὁ βρώμικος γίνεται ὁλοκάθαρος, σάν νά ἦταν ἕνας ἄγγελος. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁλοκάθαρος.
Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων πού θυμοῦνται τίς ἁμαρτίες του, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι βρώμικος. Ἀλλά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πού τίς σβύνει μέ τήν μετάνοια γίνεται ὁλοκάθαρος. Τί ἀξία ἔχει, νά μέ βρίζει ὁ κόσμος ὅλος, ὅταν μέ ἐπαινεῖ ὁ Χριστός; Καί τί ἀξία ἔχει νά μέ ἐπαινεῖ ὁ κόσμος ὅταν μέ ἀποδοκιμάζει ὁ Θεός; Καί τί ἀξία ἔχει νά μέ μακαρίζει ὁ κόσμος ὅλος καί ἐγώ νά εἶμαι ἕνας ταλαίπωρος πού πρόκειται νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ἀπώλεια; Ἤ τί σημασία ἔχει νά μέ κακοτυχίζει ὁ κόσμος ὅλος καί ἐγώ νά εἶμαι ἄξιος νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;
Γιατί μακαρίζομε τούς μάρτυρες; Τόν ἅγιο Γεώργιο, τόν ἅγιο Δημήτριο, τήν ἁγία Εἰρήνη; Γιατί μακαρίζομε τούς Πατέρες μας, πού τόσο κοπίασαν ἐπάνω στή γῆ γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν καλωσύνη καί γιά τήν ἀγάπη, γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ; Γιατί; Γιατί ἔδειξαν τήν μεγαλύτερη σοφία. Τήν μεγαλύτερη ἐξυπνάδα. Ἔδειξαν στήν πράξη ὅτι κατάλαβαν ποῖο εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς.
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας
Ἕνας μεγάλος Γερμανός θεολόγος ἔλεγε:
«Δέν μέ πειράζει ἄν στά τέλη τῆς ζωῆς μου χάσω τήν δύναμη τοῦ σώματός μου καί δέν μπορῶ νά περπατήσω.
Δέν μέ πειράζει ἄν χάσω τά αὐτιά μου καί δέν ἀκούω. Ἄν χάσω τά μάτια μου καί δέν βλέπω. Ἄν τά χέρια μου καί τά πόδια μου εἶναι παράλυτα.
Ἕνα μόνο παρακαλῶ τόν Χριστό: Νά ἔχω τό μυαλό μου στή θέση του, οὕτως ὥστε ὅ,τι καί νά ἀκούω, ὅ,τι καί νά γίνεται γύρω μου, ἐγώ νά θυμᾶμαι τά λόγια τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ, ἔδωκε γιά μᾶς καί γιά τή σωτηρία μας».
Αὐτά τά λόγια μοιάζουν μέ τήν μαγνητική βελόνα. Ὅπου καί νά τή βάλεις, γυρίζει καί δείχνει τόν βορρᾶ.
Ἔτσι πρέπει νά γίνει καί ἡ σκέψη μας, μιά μαγνητική βελόνα, πού θά γυρίζει συνεχῶς στήν πίστη στόν Χριστό καί στό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει τόσο ὥστε ἔδωκε τόν Υἱόν αὐτοῦ γιά τή σωτηρία μας.
Ἀδελφοί μου. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα αὐτή.
Νά λέμε προσκυνῶ Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον.
Γιατί ὅταν τελειώνουμε τήν Θεία Λειτουργία, ψάλλομε θριαμβευτικά: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθή ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες»;
Τό ψάλλομε ἐπειδή ὁ Χριστός μᾶς εἶπε:
Ἦλθα στή γῆ γιατί μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου ἀπό τόν οὐρανό. Γι' αὐτό πιστεύομε τήν Ἁγία Τριάδα Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιο Πνεῦμα. Σέ ὁλόκληρη τήν λατρεία μας, προσευχόμαστε, παρακαλοῦμε, ἑτοιμαζόμαστε, στρεφόμαστε γύρω ἀπό τά λόγια αὐτά.
Κέντρο τῆς λειτουργίας εἶναι τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πού τά ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν προσευχή πού κάνομε πρίν νά εὐλογήσομε τό ψωμί νά γίνει σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό κρασί γιά νά γίνει αἷμα τοῦ Χριστοῦ: «Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο ὥστε ἔστειλε τόν Υἱό του στόν κόσμο γιά μᾶς». Αὐτός μᾶς ἔδωσε τό σῶμα του καί τό αἷμα του νά τό τρῶμε καί νά γινόμαστε ἕνα μαζί του, ὥστε νά βρίσκομε ἀνοικτό τόν δρόμο πρός τήν Βασιλεία του.
Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός, τό μυαλό πού μᾶς ἔδωσε καί μᾶς βοηθάει νά κάνομε τόσο μεγάλες ἀνακαλύψεις, νά πετᾶμε στόν οὐρανό, νά κουβεντιάζομε μέ τά τηλέφωνα ἐνῶ βρισκόμαστε πολύ μακρυά, αὐτό τό μυαλό τό τόσο πολύτιμο νά τό χρησιμοποιοῦμε γιά νά βρίσκομε τήν σχέση μας καί τήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό.
Ὅλες οἱ ἄλλες χρήσεις καί ἀξιοποιήσεις του εἶναι μικρές, μηδαμινές, φτωχές.
Ὅποιος χρησιμοποιεῖ τό μυαλό του γιά νά βρεῖ τόν Θεό, τό χρησιμοποιεῖ γιά τόν ἀληθινό σκοπό. Γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε μυαλό γιά νά ψάχνομε νά τόν βροῦμε. Εἶναι τόσο μεγάλος ὁ Θεός πού χρειάζεται σωστή σκέψη γιά νά τόν προσεγγίσομε. Σωστή σκέψη εἶναι ἐκείνη πού γίνεται μέ ἠρεμία. Μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη. Καί ὄχι ἡ ὑποδουλωμένη σέ πάθη καί σέ κακίες. Ἀλλά ἐλεύθερη ἀπό αὐτά. Μέ ἀγάπη, μέ ταπείνωση, μέ ὑπομονή, μέ καλωσύνη.
Νά παρακαλοῦμε τόν Θεό, μου νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς κατευθύνει σ’ αὐτό τό δύσκολο δρόμο. Εὐλογημένο καί ἅγιο δρόμο, πού ἄν τόν βροῦμε, θά ἔχομε τήν σωστή σχέση μαζί του καί τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀμήν.-
Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στίς 11/9/2005 στήν Ἁγία Εἰρήνη Πρεβέζης