Μ Α Σ Ω Ν Ι Α
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Αναπλ. Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΣΩΝΙΑ.
Ο ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Π.ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΗ
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ
[…] Η Διαρκής Σύνοδος αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα στη Σύνοδο της Ιεραρχίας και ανέθεσε σε ειδική Επιτροπή από Αρχιερείς να ετοιμάσει σχετική Εισήγηση. Παράλληλαζήτησε από τηΘεολογική Σχολήνα μελετήσει το θέμα της Μασονίας και της σχέσεώς της με τον Χριστιανισμόκαι να εισηγηθεί καταλλήλως. Η Συνοδική Επιτροπή στην Εισήγησή της κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «ο Μασονισμός είναι θρήσκευμα αντιχριστιανικόν και αντορθόδοξον».Η πλειοψηφία όμως των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής (Αμ. Αλιβιζάτος, Γρ. Παπαμιχαήλ, Κ. Δυοβουνιώτης, Δημ. Μπαλάνος, Γεωργ. Σωτηρίου, Ν. Λούβαρις121και Βασ. Στεφανίδης),στηριζόμενη στα επίσημα έγγραφα που η Μεγάλη Στοά είχε θέσει στη διάθεσή της, στη σχετική Γνωμάτευσή της κατά τον τρόπο του ήξεις αφίξεις, ενώ μεν δήλωνε ότι το «σκωτικόν μασωνικόν σύστημα», στο οποίο ανήκε τότε η «Μεγάλη Στοά της Ελλάδος», πρέπει να διακρίνεται «του γαλλικού μασονικού συστήματος» και δεχόταν ότι «ο Μασωνισμός (ένν. του Σκωτικού δόγματος) δεν είναι θρησκευτική οργάνωση, ουδέ σωματείον επιδιώκον θρησκευτικούς σκοπούς», «δενέχει αντιθρησκευτικόν χαρακτήρα» και «αι ηθικαί αρχαί του Μασωνισμού δεν δύνανται να θεωρηθώσιν αντιστρατευόμεναι προς τας του Χριστιανισμού»,εμμέσως όμως και κεκαλυμμένως ομολογούσε το ανεπίτρεπτον της φοιτήσεως Ορθοδόξων Χριστιανών και ιδιαιτέρως κληρικών στις τεκτονικές Στοές, με το αιτιολογικό ότι«πας χριστιανός μάλιστα δε ο κληρικός έχει ευρύτατον στάδιον προ αυτού επιτελέσεως θρησκευτικών, ηθικών και κοινωνικών καθηκόντων εντός του εκκλησιαστικού πεδίου, ώστε να μη παρίσταται ανάγκη, προς επιτέλεσιν αυτών, να θέτη εαυτόν εις υπηρεσίαν άλλων οργανισμών, τοσούτω μάλλον καθόσον τας ηθικάς και κοινωνικάς αρχάς του Μασωνισμού διεκήρυξε πολύ προ αυτού και εν τη εννοία του απολύτου ο Χριστιανισμός».
ΗΓνωμάτευση εκείνη τελειώνει με μία αποστροφή (θα πρέπει να θεωρηθεί είτε ως εξομολόγηση των καθηγητών που την υπογράφουν για το περιεχόμενό της, είτε ως προσπάθεια έμμεσου εκβιασμού της Συνόδου να μην αποστεί από τις θέσεις της πλειοψηφίας της Θεολογικής Σχολής), στην οποία υπογραμμίζονται οι συνέπειες που θα είχε για την ίδια τη Σύνοδο και την Εκκλησία η ενδεχόμενη καταδίκη της Μασονίας: «εφ’ όσον όμως η Ιερά Σύνοδος, επί τη βάσει στοιχείων, άτινα ημείς δεν έχουμεν υπ’ όψει ήθελε πεισθεί και αποφανθεί ότι ο Μασωνισμός είναι οργανισμός αντιχριστιανικός, τότε αναντιρρήτως, συνεπής προς εαυτήν, δεν δύναται να θεωρή τα μέλη της Μασωνίας άμα ως Χριστιανούς, και εν τοιαύτη περιπτώσει οφείλει να αποκηρύξη αυτά εκ των κόλπων της, ότε ου μόνον δεν είναι δυνατόν να έχη Μασώνους, εν τη υπηρεσία της λειτουργούς, συνεργάτας, υπαλλήλους, επιτρόπους ναών κ.λπ., αλλά δέον να αρνηθή εις αυτούς ου μόνον εις τους απλούς ιδιώτας, αλλά και εις αυτούς τους εν αρχαίς και εξουσίαις το δικαίωμα της συμμετοχής αυτών εις τα θεία μυστήρια και τας ιεράς τελετάς αυτής».122
Αντίθετα, ο καθηγητής Π. Μπρατσιώτης, μειοψηφίσας, υπέβαλε δική του εκτενή και εμπεριστατωμένη Γνωμάτευση, στην οποία υποστήριζε την άποψη ότι ο Μασωνισμός αποτελεί υπερθρησκείακαι κατέληγε στο συμπέρασμα άφ’ ενός μεν ότι ο «ακραιφνής Χριστιανός πιστεύων εις τον απόλυτον χαρακτήρα του Χριστιανισμού και φρονών ότι μόνον εν τη Εκκλησία, και δι’ αυτής επιτυγχάνεται η σωτηρία, δεν δύναται να ανήκη εις τεκτονικήν στοάν», άφ’ ετέρου δε ότι «οι εις τας στοάς μετέχοντες χλιαροί οπωσδήποτε Χριστιανοί διατρέχουν μέγα κίνδυνον να αποξενωθώσιν έτι μάλλον της πατρίου πίστεως... ».123
Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά τη συνεδρία της 12ηςΟκτωβ. 1933 εξέδωκε ειδική Απόφαση-Πράξηκαταδικαστική της Μασονίας. Στην Απόφασή της εκείνηη Ιεραρχία απέρριπτε την άποψη ότι η Μασονία είναι φιλανθρωπική Ένωση ή φιλοσοφική Σχολή, αποδεχόταν τον υπερθρησκειακό χαρακτήρα της και το ασυμβίβαστο μεταξύ Χριστιανισμού και Μασονίας, καθώς και της ιδιότητας του Ορθοδόξου Χριστιανού με αυτή του Τέκτονα,κατέληγε δε σε έκκληση προς τους «εξ άγνοιας και κακής των πραγμάτων εκτιμήσεως» μυηθέντες στον Μασονισμό να διακόψουν κάθε σχέση με αυτόνκαι προέτρεπε τα πιστά μέλη της να προσεύχονται «όπως ο Κύριος ... φωτίση και επιστρέψη τους εξ άγνοιας αποπλανηθέντας από την αλήθειαν».124
Η απόφαση αυτή της Ιεραρχίας δεν αποτελεί άμεσο αναθεματισμό του Τεκτονισμούκαι μπορεί πράγματι να εκληφθεί ως ανακολουθία, όπως παρατηρούσε και η Θεολογική Σχολή στη Γνωμάτευσή της. Για να αξιολογηθεί όμως ορθώς θα πρέπει να ενταχθεί στα πλαίσια της εκκλησιαστικής «οικονομίας» και στην ανάγκη αναζητήσεως «συμμαχιών» εμπρός στον κοινό εχθρό Εκκλησίας και Τεκτονισμού, τον Κομμουνισμό. Κατά τη δική μας άποψη ο μη αναθεματισμός του Τεκτονισμού από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας ήταν δείγμα συνέσεως. Η Ιστορία μας διδάσκει ότι τα «αναθέματα» πολλές φορές φέρνουν αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Εκείνο που δεν θέλησε ή δεν αποτόλμησε ή δεν διακινδύνευσε η Ιεραρχία της Ελλάδος το 1933 το αποτόλμησε τοΠολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνώνμε την υπ’ άριθ. 2060 του 1969 απόφασή του, στην οποία υιοθέτησε την άποψη ότι ο Τεκτονισμός αποτελεί θρησκεία και μάλιστα «θρησκείαν μη γνωστήν και εκ τούτου μη προστατευομένην υπό της διατάξεως 16 παρ. 2 του Συντάγματος 1968» και ότι αυτός αντίκειται «εις τα χρηστά ήθη ..., έτιδεκαι εις την δημοσίαν τάξιν».125
Ορθοδοξία και Τεκτονισμός
«Τεκτονισμός και Ορθοδοξία» (ΤΟ), Μυτιλήνη 1964
Απόστολος Νικολαΐδης
[...] Μεταξύ άλλων ο Π. Μπρατσιώτης αισθάνεται την ανάγκη να περιγράψει το χαρακτήρα του Τεκτονισμού και στη συνέχεια να τον συσχετίσει προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η ανάγκη για κάτι τέτοιο επιβάλλεται είτε από την τακτική μερικών να είναι ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας και ταυτόχρονα υψηλόβαθμα στελέχη της μασσωνικής στοάς (ΤΟ 14) είτε από την άγνοια των βαθύτερων σκοπών της Μασσωνίας, είτε για λόγους που σχετίζονται με το θαυμασμό των πρακτικών σκοπών της είτε για ωφελιμιστικούς λόγους, με την έννοια της αλληλοβοήθειας για την κατάληψη σημαντικών και υψηλών θέσεων (ΤΟ 16).
Ο Π. Μπρατσιώτης αποδεικνύει ότι η Μασσωνία δεν είναι ένα απλό ανθρωπιστικό ή κοινωνικό σωματείο, αλλά θρησκευτικό και μάλιστα συγγενικό προς τις παλαιές μυστηριακές θρησκείες.
Η εν λόγω πιστοποίηση γίνεται καταρχήν με την παράθεση σχετικών ομολογιών επιφανών τεκτόνων (ΤΟ 5 εξ.), όπου δηλώνεται ότι ο Μασσωνισμός κατάγεται από τις συμβολικές παραδόσεις των ηλιακών θεών, του Διονύσου και του Ορφέα, από τις ελληνιστικές θεότητες της Ίσιδας, της Σεράπιδας και του Μίθρα, ότι είναι διάδοχος των αρχαίων μυστηρίων των αρχαίων λατρειών (ΤΟ 6).
Η πιστοποίηση έρχεται και από τα ίδια τα κείμενα του Μασσωνισμού. Εκεί γίνεται λόγος για συμμόρφωση προς τις τελετές μύησης των μιθραϊκών και αιγυπτιακών τελετών (ΤΟ 6), για θάνατο του μυστηριακού θεού, για μίμηση του θανάτου του προστάτη μυστηριακού θεού της μυστηριακής θρησκείας, για μυστηριακά γεύματα, για απολύτρωση (ΤΟ 7).
Η μεγαλύτερη απόδειξη έρχεται από τις μυστηριακές συνάξεις, όπου συναντώνται ορολογίες κατεξοχήν θρησκευτικές: μύηση, υιοθεσία, κάθαρση, αναγέννηση, βέβηλο, κ.α. Ενδεικτική είναι η ανεκτικότητα στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου συγκρητισμού προς άλλες θρησκείες, μεταξύ αυτών και του Χριστιανισμού (ΤΟ 8).
Από όλα αυτά συμπεραίνεται κατά τον Π. Μπρατσιώτη ότι δεν πρόκειται απλά για θρησκεία αλλά για «υπερθρησκεία» με έντονα τα προσηλυτιστικά στοιχεία (ΤΟ 9) και την αντίληψη ότι όλες οι υπόλοιπες θρησκείες είναι ανεπαρκείς για τη σωτηρία του ανθρώπου (ΤΟ 12).
Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατός ο συμβιβασμός Χριστιανισμού και Μασσωνιμού. Οι λόγοι είναι προφανείς (ΤΟ 13 εξ.):
- Στο Χριστιανισμό τίποτε δεν γίνεται κρυφά και σκοτεινά, όπως αυτό συμβαίνει στο Μασσωνισμό.
- Στο Χριστιανισμό δεν λατρεύεται ο ορθός λόγος, αντίθετα υπερισχύει ο αυθεντικός χαρακτήρας της χριστιανικής αποκάλυψης.
- Τα χριστιανικά δόγματα είναι ασύμβατα προς τα μασσωνικά, πολλώ μάλλον όταν τα τελευταία συνδέονται προς τη θεοσοφία και την καμπάλα.
- Η ηθική τελείωση στο Χριστιανισμό είναι ζήτημα συνέργειας θείου και ανθρώπινου παράγοντα, και όχι μόνο του ανθρώπινου, όπως διδάσκει η Μασσωνία.
- Ασυμβίβαστη είναι και η μυστηριακή ζωή χριστιανών και μασσώνων. Δεν μπορεί κάποιος να έχει βαπτισθεί στο όνομα του Χριστού και κατόπιν να αναβαπτίζεται μασσωνικά στο όνομα του Χειράμ, ή από την υιοθεσία του Χριστού να μεταπηδά στην υιοθεσία της στοάς.
Συμπερασματικά, κανείς ακραιφνής χριστιανός που πιστεύει ότι η σωτηρία επιτυγχάνεται μόνο στην Εκκλησία δεν μπορεί να ανήκει στην τεκτονική στοά. Όσοι δε χλιαροί χριστιανοί μετέχουν στη στοά πολύ εύκολα μπορούν να αποξενωθούν από την πατροπαράδοτη πίστη και λόγω της συμμετοχής τους στη μασσωνική λατρεία αλλά και λόγω της αναστροφής τους με πρόσωπα που είναι εκκλησιαστικά αδιάφορα (ΤΟ 15). Εξάλλου την ίδια στάση κρατούν και οι σπουδαιότερες από τις χριστιανικές Εκκλησίες, όπως ο Ρωμαιοκαθολικισμός, ο Λουθηρανισμός, ο Μεθοδισμός, οι Πρεσβυτεριανοί (ΤΟ 16).
Από το βιβλίο: «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ» Εκδόσεων ΓΡΗΓΟΡΗ σελ. 64-66
|
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΟΤεκτονισμός, όπως προκύπτει από τις γνωστές τεκτονικές πηγές και τις θέσεις εξεχόντων Τεκτόνων που έχουν έλθει στο φως της δημοσιότητας, είναι ένααυτόνομο και αυτοδύναμο ιδεολογικό σύστημα με έντονο Ιουδαϊκό (Καββαλιστικό) υπόβαθρο, με αποκρυφιστικές και μυσταγωγικές τάσεις και με προσανατολισμό προς την ηθικοκρατία. Ως απώτερο σκοπό του θέτει την αποκατάσταση του ανθρώπου, την απολύτρωσή του από τις φυσικές ατέλειες, επιτυγχανόμενης με τη γνώση της διδασκόμενης από τον ΤεκτονισμόΑλήθειαςκαι την πραγμάτωση της Τεκτονικής Ηθικής, χωρίς όμως και να λησμονεί τις συντεχνιακές του καταβολές, την «δια παντός μέσου» υπεράσπιση των αιτημάτων και των διεκδικήσεων των μελών του και γενικότερα την πρόοδο της ανθρωπότητας. Η «απολύτρωσή» την οποία επαγγέλλεται θεωρείται ως η μοίρα των τέλειων τεκτόνων και επιτυγχάνεται μετά από τριάκοντα τρεις διαδοχικές «αυξήσεις φωτός» στα εργαστήρια των Τεκτονικών Στοών.
Ο Τεκτονισμός δεν εχθρεύεται τις θρησκείες, επομένως ούτε και τον Χριστιανισμό, αφού δέχεται ότι όλες είναι δημιούργημα Μυστών, είναι επομένως μέρος του Τεκτονισμού, και έχουν συμβάλει και συμβάλλουν ουσιαστικά στην ηθική πρόοδο της ανθρωπότητας. Αναγνωρίζει βέβαια στον Χριστιανισμό κάποιο προβάδισμα έναντι των άλλων θρησκειών στον τομέα της Ηθικής, πλην όμωςδιεκδικεί για τον εαυτό του σημαντική υπεροχή, εάν όχι την απολυτότητα, στην κατοχή της Γνώσεως(της Αλήθειας) και στη διδασκαλία και πραγμάτωση της Ηθικής, δεδομένου ότι σύμφωνα με το «Τυπικόν του 32ουβαθμού»αναμένει την έλευση ενός Μεγάλου Μύστου και ιδρυτού Νέας Θρησκείας, η οποία νοείται ως προέκταση και τελείωση του Τεκτονισμού- ενός Μύστου, ο οποίος θα οδηγήσει το ανθρώπινο γένος στην όντως Αλήθεια και Αρετή.
Η πληρότητα και η τελειότητα αυτή του Τεκτονισμού στην κατοχή της Αλήθειας και της Αρετής είναι όμως προνόμιο των τελείων - των πεφωτισμένων Τεκτόνων. Όντας ο Τεκτονισμός θύμα του αριστοκρατισμού του, ο οποίος συναρτάται προς την αποδοχή από αυτόν των θεωριών τηςΕξελίξεως και τηςΜετενσαρκώσεως, δεν δέχεται ότι όλοι οι Τέκτονες είναι ικανοί (εξελικτικώς ώριμοι) για να τους αποκαλυφθούν τα βαθύτερα τεκτονικά μυστικά, τα οποία μάλλον σχετίζονται με τη βαθύτερη, την πραγματική σημασία των πλούσιων συμβολισμών του Τεκτονισμού. Ανάλογα με τη δεκτικότητα του κάθε Τέκτονα, η οποία εξαρτάται από τονεξελικτικό κύκλοτον οποίο διανύει η ψυχή του, θεωρητικά τουλάχιστον, γίνεται και η προαγωγή του σε μεγαλύτερους βαθμούς.
[…]
Δεν παύουν όμως οι δήθεν «πεφωτισμένοι» και «σοφοί» Τέκτονες να συμπεριφέρονται προς τους «ατελείς» και «άωρους» αδελφούς τους ως προς δευτέρας τάξεως Τέκτονες, παρακωλύοντας μάλιστα την βαθμολογική τους εξέλιξη, και να βομβαρδίζουν τις συνειδήσεις τους με αποκρυφιστικές ιδέες και με διφορούμενες ερμηνείες των τεκτονικών συμβόλων, με τις οποίες αμέσως ή εμμέσως:
α)θέτουν υπό αμφισβήτηση το δόγμα της Αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας τον Ιησού Χριστό στη θέση ενός Μύστου, όπως λ.χ. του Πυθαγόρα.
β)θέτουν υπό αμφισβήτηση το Χριστιανικό δόγμα για την εκ του μηδενός δημιουργία από τον Θεό του κόσμου, τον οποίο και εκλαμβάνουν ως συναΐδιο με τον Θεό, δηλ. χωρίς αρχή και τέλος.
γ)απορρίπτουν τις διδασκαλίες της Βίβλου περί πρωτοπλάστων, προπατορικής αμαρτίας, πτώσεως,κ.λπ..
δ)υιοθετούν την Πλατωνική άποψη περί «προϋπάρξεως» των ψυχών και «προαιώνιου» πτώσεώς τους.
ε)εκλαμβάνουν το ανθρώπινο σώμα ως όργανο της ψυχής και κατά συνέπεια αρνούνται την ανάσταση των σωμάτων, επομένως και την ανάσταση του Χριστού.
στ)υιοθετούν τη θεωρία της Εξελίξεως των όντων.
ζ)περιφρονούν τα χριστιανικά δόγματα:της Αιώνιας Ζωής των δικαίων και της Αιώνιας Κολάσεως των αμαρτωλών, και τάσσονται υπέρ της θεωρίας της Μετενσαρκώσεως.
η)περιφρονούν τα Μυστήρια της Εκκλησίας.
θ)διαβάλλουν τη χριστιανική διδασκαλία σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου«δια πίστεως ενεργουμένης δι’ αγάπης» και
ι)αρνούνται τη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής,προβάλλοντας την άποψη ότι η Εκκλησία παραποίησε τη διδασκαλία του Ιησού και συνειδητά νόθευσε τα ιερά βιβλία της και ότι ορισμένα από τα θεωρούμενα από την Εκκλησία ως «απόκρυφα» βιβλία είναι περισσότερο αξιόπιστα και κανονικά από εκείνα που η ίδια δέχεται ως Κανονικά.
[…]
Νομίζουμε ότι από όσα εκθέσαμε στην παρούσα μελέτη μας, τα οποία προσπαθήσαμε να αποδείξουμε με πολλαπλές τεκτονικές μαρτυρίες, έγινε σαφές, ότι ο Ελληνικός Τεκτονισμός, στην πιο ευνοϊκή γι’ αυτόν κρίση, είναι ύποπτος για σοβαρές παραχαράξεις της Ορθοδόξου Πίστεως, αφού μάλιστα αποφεύγει να ξεκαθαρίσει τη θέση του όσον αφορά σε βασικά δόγματα, όπως το δόγμα της Αγίας Τριάδος, αφήνοντας (σκόπιμα;) να ανακυκλώνται στον χώρο του διφορούμενες και κάποτε αλληλοαναιρούμενες απόψεις.ενώ όσον αφορά σε πολλές άλλες αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεως η αιρετική του τοποθέτηση είναι αναντίρρητη, επιβεβαιώνοντας έτσι τη συμπόρευσή του με τον διεθνή Σκωτικό Τεκτονισμό, ο οποίος ολοένα και περισσότερο αποχαρακτηρίζεται από ό,τι το Χριστιανικό.
Θα ανέμενε βέβαια κάποιος ο Ελληνικός Τεκτονισμός, όντας εν γνώσει των κατηγοριών επί αιρέσει που του προσάπτονται, να είχε σαφώς αποκηρύξει τις αντίστοιχες αιρετικές θέσεις και να είχε απαλείψει ή αμβλύνει από τα Τυπικά του καθετί που είναι η δίνει την εντύπωση ότι είναι αντορθόδοξο. Η στάση την οποία τηρεί πάνω στα θέματα αυτά, όσο και αν διαλαλεί σε όλους τους τόνους και προς όλες τις κατευθύνσεις ότι μένει σταθερός στην Ορθόδοξη Πίστη και αποδέχεται το Σύμβολο της Πίστεως, δεν μπορεί παρά να θεωρείται δείγμα ενοχής. Την ιδέα της ενοχής ενισχύει και η επί πολλά έτη χορήγηση στους νεοεισερχομένους στον Ελληνικό Τεκτονισμό του βιβλίου του Ιω. Βασιλή «Δια την κατάρτισιν του Μαθητού Τέκτονος», το οποίο, όπως έχουμε καταστήσει σαφές, βρίθει από κακοδοξίες.
Κάθε καλής πίστεως άνθρωπος δεν μπορεί παρά να διερωτηθεί:
α)Η τοποθέτηση του μυουμένου στον Γ’ βαθμό εντός φερέτρουπρος δήλωση της καθόδου «εις τον μαύρον τάφον της ανθρωπότητος» και προκειμένου αυτός να αναγεννηθεί «εις το φως της νέας ζωής», δεν συνιστά χονδροειδή απομίμηση του Χριστιανικού Βαπτίσματος, το οποίο ως γνωστόν ονομάζεται και «φώτισμα», επειδή χορηγεί το ΦΩΣ «το αληθινόν το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»; Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από όσα στη συνέχεια αναφέρει το σχετικό Τυπικό: «Η αλληγορία αυτή ανευρίσκεται αείποτε η αυτή εις πάσας τας παραδόσεις και εις πάσας τας Θρησκείας, αλλά υπό διάφορα ονόματα» (και όμως ο Τεκτονισμός επιμένει ότι δεν είναι θρησκεία).138Δεν μεμφόμαστε τον Τεκτονισμό, επειδή στον δικό του τύπο «Βαπτίσματος» αξιώνει από τον εισερχόμενο στις τάξεις του να εισέλθει σε φέρετρο, πράγμα που υποδηλώνει τον θάνατο και την ταφή του παλαιού, του βεβήλου ανθρώπου. Τον ίδιο συμβολισμό διαπιστώνουμε σε γενικές γραμμές και στο Χριστιανικό Βάπτισμα. Ο βαπτιζόμενος «συναποθνήσκει» και «συνθάπτεται» με τον Χριστό, προκειμένου να συναναστηθεί με τον Χριστό και να αποβεί «καινός» άνθρωπος. Το πρόβλημα είναι άλλο. Ο Ορθόδοξος Τέκτονας, λαμβάνοντας το τεκτονικό «βάπτισμα», δεναθετεί το Χριστ. του Βάπτισμα, δεχόμενος στην πράξη το ατελές και την αναποτελεσματικότητα αυτού;
β) Ο «Ορθόδοξος» Έλληνας Τέκτονας, απαγγέλοντας το Σύμβολο της Πίστεως στον Ορθόδοξο Ιερό Ναό δεν ομολογεί τον Κύριο «Φως εκ φωτός» και δεν συμψάλλει με τους «εν Χριστώ» αδελφούς του «Είδομεν το φως το αληθινόν ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή ... »;Τότε ποιο «φως» αναζητεί προσερχόμενος «εις το Ιερόν της Στέψεως», δηλ. στον τεκτονικό Ναό;139Ο Χριστιανός που αναζητεί το φως, ως θεό και πηγή του Φωτός και ως «πνευματικό φως», εκτός της Ορθοδοξίας ή παράλληλα ή επάλληλα προς την Ορθοδοξία, στην πραγματικότητα δεν αρνείται ότι η Ορθοδοξία έχει το φως ή έστω ότι μπορεί να μεταδίδει το φως;
γ) Ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν οφείλει να αγαπά τον «πλησίον» του «ως εαυτόν» και με τη συμμετοχή του στην θ. Ευχαριστία δεν πιστεύει ότι συναποτελεί με όλους εκείνους που μετέχουν στο κοινό «Ποτήριον» ένα «σώμα», «το σώμα» του Χριστού; Πως συμβιβάζονται τότε με αυτά η φοίτησή του στη Στοά και η δέσμευσή του με απανωτούς όρκους ναθεωρεί τους μεν μη Τέκτονες, ακόμη και αυτούς με τους οποίους ως Χριστιανός απαρτίζει το ένα «σώμα» του Χριστού, ως «βεβήλους» και «αμυήτους», τους δε Τέκτονες ως «αδελφούς», υπέρ των οποίων μάλιστα οφείλει να είναι σε κάθε στιγμή έτοιμος να προσφέρει, αν του ζητηθεί, και τη ζωή του ακόμη;140
δ) Ο Ορθόδοξος Χριστιανός, προσερχόμενος στον Τεκτονισμό, έστω και με την πεποίθηση ότι είναι «σχολείον Ηθικής» και έχει ως σκοπό του την ηθική πρόοδο των μελών του αλλά και όλης της ανθρωπότητας, με την πράξη του αυτή δεναποδέχεται την ατέλεια της Χριστιανικής Ηθικήςή τον αναποτελεσματικό τρόπο με τον οποίο τη διδάσκει η Εκκλησία του;
ε) Αλλά και στην περίπτωση ακόμη που η Τεκτονική Ηθική αποδεικνυόταν ταυτόσημη με τη Χριστιανική Ηθική, ο Ελληνικός Τεκτονισμός, έστω και αν δεν παρετηρούντο σ’ αυτόν δογματικές πλάνες, επειδή και μόνο τα μέλη του συνέρχονται, ερήμην του οικείου επισκόπου, σε δικούς τους Ναούς (αποτελούν πιστή απομίμηση του Ιουδαϊκού Ναού)για να προσφέρουν «λογική» λατρεία στον Μ.Α.Τ.Σ.και προς τιμή και δόξα του Τεκτονισμού και όχι για να λατρεύσουν τον Θεάνθρωπο Ιησού και προς τιμή και δόξα της Εκκλησίας Του, δεν μεταβάλλεται σε «σωματείο» ή «εταιρία» ή «παρασυναγωγή» ή μάλλον σε «φυσική» διαθρησκειακή υπερθρησκεία, ανταγωνιστική της Ορθ. Εκκλησίας;141
στ) Ας υποθέσουμε ότι ο Τεκτονισμός συμβιβάζεται με τον Χριστιανισμό.Με ποιο όμως Χριστιανικό «Δόγμα», με την Ορθοδοξία, τον Ρωμαιοκαθολικισμό ή με κάποια από τις προτεσταντικές Ομολογίες συμβιβάζεται ο Τεκτονισμός; Θα επρόκειτο μάλλον για μαγικό κατασκεύασμα, αν συμβιβαζόταν με όλες τις Χριστ. Εκκλησίες, τις Ομολογίες και τις αιρέσεις, Θα μπορούσε βέβαια κανείς να ανιχνεύσει κάποιες επιδράσεις επί του Τεκτονισμού από τον χώρο του Προτεσταντισμού. Ό,τι όμως συμβιβάζεται με τον Προτεσταντισμό, δεν συμβιβάζεται με τον Ρωμαιοκαθολικισμό, αλλ’ ούτε με την Ορθοδοξία. Η αποδοχή από τον Ελλην. Τεκτονισμό μόνο του Συμβόλου της Πίστεως θα αρκούσε ίσως να τον κατατάξει στις Προτεσταντικές παραφυάδες, όχι όμως και στον χώρο της Ορθοδοξίας. Τι και αν οι Έλληνες Τέκτονες μας διαβεβαιώνουν ότι είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και ότι ο Τεκτονισμός συμβιβάζεται με την Ορθοδοξία; Το αιτούμενο δεν είναι αν ο Τεκτονισμός συμβιβάζεται με τον Χριστιανισμό και ειδικότερα με την Ορθοδοξία, αλλά αν ο Χριστιανισμός και ως προς ό,τι μας ενδιαφέρει η Ορθοδοξία συμβιβάζεται με τον Τεκτονισμό. Ας έχουμε δε υπόψη ότι την αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας δεν την εκφράζουν οι Θεολόγοι, ούτε οι Θεολογικές Σχολές, αλλ’ ούτε μεμονωμένοι επίσκοποι ή και πατριάρχες, αλλά οι Επίσκοποι συνερχόμενοι σε συνόδους. Και οι Σύνοδοι όλων σχεδόν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών έχουν αποδεχθεί ότι ο Τεκτονισμός, ως προς τα χριστιανικά του στοιχεία, το λιγότερο αποτελεί ακραίας μορφής αίρεση.
[…]
Ηευθύνη των Ορθοδόξων Χριστιανών που παράλληλα είναι και «ενεργά» μέλη του Τεκτονισμού είναι μεγάλη, επειδή.
α) γίνονταιαιτία σκανδαλισμούπολλών «εν Χριστώ» αδελφών τους.
β)δίνουν επιχειρήματα στον Τεκτονισμό να ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ Τεκτονισμού και Χριστιανισμού, και
γ) δείχνουνανυπακοή στην Εκκλησίατους, η οποία με επανειλημμένες επίσημες Αποφάσεις της έχει ταχθεί κατά του Τεκτονισμού και της συμμετοχής σ’ αυτόν Ορθοδόξων Χριστιανών. Το τελευταίο αυτό είναι πολύ σημαντικό, επειδή, σύμφωνα με τους Ευαγγελικούς λόγους, εκείνος που δεν υπακούει στους αντιπροσώπους του Ιησού Χριστού είναι ωσάν να μην υπακούει στον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι και η Κεφαλή της Εκκλησίας Του (Ματθ. 10,40. Λουκ. 10,16).
[…]
ΟΤεκτονισμός θεωρεί τον εαυτό του ως μία εξελιγμένη και ουσιαστικά βελτιωμένη μορφή του Χριστιανισμού, όπως και κάθε άλλης θρησκείας Όπως στην περίπτωση της «κάμπης» που εξελίσσεται σε «χρυσαλίδα» έχουμε την ίδια ύπαρξη, η οποία από ένα κατώτερο βιολογικό κύκλο πέρασε σε ένα ανώτερο και ασύγκριτα τελειότερο, έτσι και στην περίπτωση των θρησκειών, των μυσταγωγικών Μυστηρίων και του Τεκτονισμού, όλα είναι έργα Μυστών, τον ίδιο σκοπό υπηρετούν: την «τελειοποίηση» του ανθρώπου.διαφέρουν όμως ως προς την πληρότητα και την τελειότητα, ακριβώς επειδή απευθύνονταισε ανθρώπους διαφορετικών από άποψη εξελίξεως βιολογικών επιπέδων - κύκλων ζωής.
Ο Τεκτονισμός, ως το τελειότερο των μυστηρίων και των θρησκειών,απευθύνεται προς ανθρώπους που βρίσκονται σε ανώτερους εξελικτικώς βιολογικούς κύκλους.Γι’ αυτό μόνον οι «σοφοί» και οι «φωτισμένοι» μεταξύ των Τεκτόνων, και αυτοί είναι λίγοι, είναι σε θέση να κατανοήσουν το βαθύτερο νόημα των συμβόλων και των αλληγοριών του Τεκτονισμού. Αυτοί έχουν ως καθήκον τους να διαφωτίζουν τους δεκτικούς «φωτισμού» Τέκτονες προκειμένου να συντμηθούν οι μελλούμενες μετενσαρκώσεις τους, έως ότου πετύχουν και εκείνοι την «τελειοποίησή» τους. Οι πολλοί όμως Τέκτονες είναι ακόμη ανωρίμαστοι για να κατανοήσουν το τι βρίσκεται πίσω από τα τεκτονικά σύμβολα. Θα χρειαστούν μερικές ακόμη μετενσαρκώσεις για να ωριμάσουν ως υπάρξεις. Στον παρόντα βιολογικό τους κύκλο είναι ικανοί ή να παρατηρούν τα διαδραματιζόμενα στις Στοές και να αρκούνται στα «σύμβολα», δεχόμενοι βέβαια κάποιες αμυδρές αναλαμπές του τεκτονικού φωτός ή να επιστρέφουν στις θρησκείες τους. Οι αποχωρούντες από τον Τεκτονισμό θεωρούνται από αυτόν ως Τέκτονες διατελούντες «εν ύπνω». Σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο της υπάρξεώς τους - σε κάποια άλλημετενσάρκωσήτους- θα γίνουν και αυτοί «τέλειοι» Τέκτονες και θα μπορούν να αφομοιώσουν τη διδασκαλία του Τεκτονισμού.142
Ο Χριστιανισμός, κατά τους «Χριστιανούς» Τέκτονες, είναι μεν μία ανώτερη-τελειότερη θρησκεία σε σχέση με τις άλλες θρησκείες,υστερεί όμως σημαντικά στην πληρότητα της κατεχόμενης αλήθειαςκαι στον τρόπο με τον οποίο αναζητεί την αλήθεια και επιδιώκει την ηθική πρόοδο του ανθρώπου. Οι οποιεσδήποτε «ατέλειες» του Χριστιανισμού οφείλονται στο γεγονός ότι αφ’ ενός μεν απευθύνεται προς ανθρώπους ακόμη ανωρίμαστους, μη δυνάμενους δηλαδή να αφομοιώσουν ανώτερες, υψηλότερες αλήθειες και αφ’ ετέρου στη νόθευση της διδασκαλίας του «Μεγάλου Μυσταγωγού της Ιουδαίας» από τους εκπροσώπους των διαφόρων Εκκλησιών, οι οποίοι και ευθύνονται για την τυπολατρεία, τη μισαλλοδοξία, τις προλήψεις, τους δογματισμούς κ.λπ. που παρατηρούνται μεταξύ των Χριστιανών.Εννοείται ότι ο Τεκτονισμός και μόνο είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τον Χριστιανισμό.Αυτό σημαίνει ότι και οι Έλληνες Τέκτονες, και μάλιστα οι «σοφοί» και «πεφωτισμένοι» μεταξύ αυτών, έχουν τη συναίσθηση, και για μας την ψευδαίσθηση, ότι είναι οι μόνοι που έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν τι σημαίνει Χριστιανισμός και Ορθοδοξία, επειδή εκτός των άλλων είναι αυτοί που διασώζουν την αρχαία αγνή παράδοση των Γνωστικών, των πιο αντικειμενικών μαθητών του Χριστού!
Οι Τέκτονες οπωσδήποτε δεν πρωτοτυπούν με τα παραπάνω. Όμοιες ή παραπλήσιες απόψεις έχουν υποστηρίξει πολλοί αιρετικοί και εχθροί του Χριστιανισμού καθ’ όλη τη δισχιλιετή ιστορία του.Οι Τέκτονες απλώς αποδεικνύονται με τις «αποκαλύψεις» τους Νεογνωστικοί και Νεοπαγανιστές.Αισχύνονται την «μωρία» του Ευαγγελικού κηρύγματος (1 Κορ. 1,18-21,23. 2,14), γι’ αυτό και, έχοντες ως κριτήριο τον ορθό λόγο και τη φωνή της συνειδήσεώς τους, επιδιώκουν να αναγάγουν την απερίεργη Χριστιανική Πίστη σε γνώση, να μεταβάλουν δηλ. τη Χριστιανική θρησκεία, που βασίζεται στην υπερφυσική αποκάλυψη, σε γνωσιολογικό σύστημα, λησμονώντας το Γραφικό: «η γνώσις φυσιοί» (1Κορ. 8,1). Οι Έλληνες Τέκτονες και κατά τη δήλωσή τους Ορθόδοξοι Χριστιανοί αυτοβαυκαλίζονται ότι είναι «σοφοί», «πεφωτισμένοι», διότι κατέχουν τη «σοφία του κόσμου τούτου», η οποία όμως κατά τον Απόστολο Παύλο είναι «μωρία παρά τω Θεώ» (1Κορ. 3,19. Πρβλ. 1 Κορ. 1,20).
Τεκτονισμός και Χριστιανισμός πράγματι δεν συμπορεύονται143, ούτε συμβιβάζεται η «μωρία» του Ευαγγελίου για τον «εσταυρωμένο» Ιησού Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, με τη «σοφία» του Τεκτονισμού, όπως λ.χ. για τον θάνατο και την ανάσταση του Χιράμ, την αιωνιότητα του κόσμου, την προΰπαρξη των ανθρώπινων ψυχών και την τελική αποκατάσταση αυτών στην προπτωτική τους μακαριότητα στους «κόλπους» τουΜ.Α.Τ.Σ.μετά από πολλές μετενσαρκώσεις τους κ.λπ.!
[...]
Στις καυχησιολογίες των Τεκτόνων ότι το μέλλον από άποψη θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική ανήκει στον Τεκτονισμό, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αντιτείνουν τούς λόγους του Κυρίου για την Εκκλησία Του: «και πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18)· καιστους οραματισμούς του Τεκτονισμού ότι ο αναμενόμενος «Μεγάλος Μύστης τής Αύριον» θα κατεβάσει από τον πνευματικό Όλυμπο το θείο Φως, θα αποκαλύψει στην πληρότητά της την τεκτονική Αλήθεια, την μόνη σώζουσα, και θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στην αληθινή πρόοδο και στη δικαιοσύνη, η «μωρία» του Ευαγγελίου του Χριστού απαντά ότι, εκείνος πού θα έλθει λίγο πριν από την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα είναι«ο άνθρωπος τής ανομίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος ... »(2 Θεσσ. 2,34), δηλ. οΑντίχριστος(1 Ιω. 2,18-22-4,3).
120.Η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Τεκτονισμός, σελ. 45-46.
121Ο καθηγ. ΝΙΚ. ΛΟΥΒΑΡΙΣ, σύμφωνα με όσα επισήμως δέχονται οι Ελληνικές Τεκτονικές Αρχές, μυήθηκε το 1923 και «παρέμεινεν εις τον Τεκτονισμόν τουλάχιστον μέχρι του Απριλίου 1960» (Τεκτονικόν Δελτίον, 94/1970, σελ. 343). Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η παρουσία του τέκτονα Λούβαρι στη Θεολ. Σχολή θα επέδρασε «καταλυτικά» επί των συναδέλφων του, οι οποίοι δεν πρέπει να γνώριζαν την μασονική του ιδιότητα, στη διατύπωση της Γνωματεύσεώς τους. Φιλικά προς τον Τεκτονισμό διέκειτο και ο ΔΗΜ. ΜΠΑΛΑΝΟΣ, ο οποίος μάλιστα με δημοσιεύσεις του στον Τύπο τάχθηκε αλληλέγγυος του Ελληνικού Τεκτονισμού στον αγώνα του προκειμένου να πείσει ότι ο Τεκτονισμός δεν είναι Θρησκεία και ότι δεν εμφορείται από αντορθόδοξο και αντεκκλησιαστικο πνεύμα. Οφείλουμε όμως να παρατηρήσουμε ότι και ο Μπαλάνος τις απόψεις του στήριζε σε «συλλογιστικά» επιχειρήματα και δεν προσπάθησε ούτε μία φορά με αναφορές σε τεκτονικές πηγές να αντικρούσει συγκεκριμένες κατηγορίες «επί αιρέσει» κατά του Τεκτονισμού. Ο Μπαλάνος, ας σημειωθεί, ήταν ακαδημαϊκός. Η ιδιότητά του αυτή δεν μπορούσε παρά να είχε κάποια βαρύτητα επί των συναδέλφων του, τουλάχιστον εκείνων, οι οποίοι, είχαν βλέψεις για την Ακαδημία.
122.Βλέπ. την Γνωμάτευση της Θεολ. Σχολής Αθηνών στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, σελ. 115-122.
123.Βλέπ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, σελ. 122-143.
124· Βλέπ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, σελ. 143-150.
125. Βλέπ. ΙΩ. ΛΟΥΚΑ, μνημ. εργο, σελ. 440-446.
138.Τυπικόν του Γ’ Συμβολικού Βαθμού, εν Αν. Αθηνών 1980, σελ.36.
139.Ο Σεβάσμιος ερωτά τον μυούμενο στον Α’ Βαθμό:«Τι αντιπροσωπεύει ο Ιερός ούτος τόπος [εννοεί τη Στοά] και δια ποιον λόγον προσερχόμεθα εις αυτόν, Αδελφέ μου;». Και ο A’ Επόπτης απαντά: «Ευρισκόμεθα εις το Ιερόν της Στέψεως και ερχόμεθα εδώ, ίνα αναζητήσωμεν το Φως»(Τυπικόν του A’ Συμβολικού Βαθμού, εν Αν. Αθηνών 1970, σ.27).Από τον διάλογο μεταξύ Σεβασμίου της Στοάς και A’ Επόπτου που ακολουθεί μαθαίνουμε, ότι το «φως» και ειδικότερα το «Αιώνιο Φως», το οποίο θέλουν οι Τέκτονες να γνωρίσουν και να ενωθούν μαζί του, είναι ο Θεός ΜΑ.Τ.Σ. Να έχουν άραγε συναίσθηση οι «Ορθόδοξοι» Έλληνες Τέκτονες τη σημασία των ανωτέρω και τις συνέπειές τους; Ο Ορθόδοξος ο οποίος προσέρχεται στον Τεκτονισμό για να ανεύρει σ’ αυτόν το «Αιώνιον Φως», δηλ. τον αληθινό Θεό, με την πράξη του αυτή έχει θέσει τον εαυτό του εκτός της Ορθ. Εκκλησίας(βλέπ και κατωτ., σημ. 141).
140.Ο Σεβάσμιος της Στοάς λέγει προς τον μυούμενο στον A’ βαθμό:«Κύριε, ο Τεκτονισμός εις τον οποίον εζητήσατε να γίνητε δεκτός, ημέραν τινα, ίσως, θ’ απαιτήση παρ’ υμών, προς υπεράσπισιν αυτού και των αδελφών σας, να χύσητε το αίμα σας μέχρι της τελευταίας ρανίδος. Εάν αισθάνησθε το θάρρος να πράξητε την θυσίαν ταύτην, οφείλετε να δώσητε προς ημάς σήμερον την διαβεβαίωσιν άλλως ή δια λόγων. Σάς προειδοποιώ ότι, ο όρκος ούτος δέον να υπογραφή δια του αίματός σας»(Τυπικόν του A Συμβολικού Βαθμού, Εν Αν. Αθηνών 1970, σελ. 71)
141.Ο ΠΑΝ. ΖΕΡΒΑΣ σε Ομιλία του στη Στοά «Προμηθεύς» με θέμα «Παραινέσεις», αναφερόμενος στη σημασία του Τεκτονικού Ναού (της Στοάς) και στον σκοπό για τον οποίο συνέρχονται σ’ αυτόν οι «αδελφοί» Τέκτονες, έλεγε:«Κατά ταύτα, η Στοά δεν πρέπει να προσβλέπηται ως λέσχη, όπου ερχόμεθα, ίνα συναντώμεν φίλους ή γνωστούς, ούτε κέντρον επιδείξεων, επί σκοπώ ικανοποιήσεως φιλαυτίας μη ικανοποιουμένης εις την βέβηλον Κοινωνίαν, ενδεικνυούσης ψυχήν μήπω λαξευθείσαν, αλλ’ ως τόπος κατεργασίας ψυχών και τελειοποιήσεως αυτών, δηλ. τόπος ψυχουργίας, άρα τόπος ιερός δι’ ημάς. Δια τούτο, ο Σεβάσμιος, μετά το άναμμα των τριών φώτων, αφελότητι και τα βλέμματά μας ας στραφούν προς το φως»(Τεκτονικόν Δελτίον, 88/1969, σελ. 342).
142.Ο τέκτων ΑΝΤ. ΑΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, αναφερόμενος στην παρατηρούμενη ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, όσον αφορά στην ικανότητά τους να κατανοήσουν το βαθύτερο νόημα των τεκτονικών συμβόλων, ισχυρίζεται ότι «ουδείς εις την φύσιν είναι προνομιούχος. Αν τινές είναι πεπροικισμένοι εκ φύσεως με εξαιρετικάς ιδιότητας, τούτο δεν προέρχεται εκ του ότι η φύσις ηθέλησε να ευνόηση αυτούς ιδιαιτέρως, ούτε εκ τυχαίων συμπτώσεων ... Δυνάμει του φυσικού νόμου, ό,τι κατέχουν ούτοι σήμερον, το απέκτησαν ουχί ιδία δυνάμει, αλλά τη συνδρομή ολοκλήρου της φύσεως, θ’ αποκτήσουν δε και οι άλλοι βραδύτερον, όταν υπό του νόμου της εξελίξεως αι δυνάμεις των εκδηλωθούν. Τούτο είναι ζήτημα χρόνου» (Τι είναι ο Τεκτονισμός, Αθήναι 1965, σελ. 40).
143.Μολονότι οι «Χριστιανοί» Τέκτονες καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να πείσουν τους ενδιαφερομένους ότι δεν είναι αλήθεια πως ο Τεκτονισμός δεν συμβιβάζεται με τον Χριστιανισμό, κάποτε όμως διαφεύγουν της προσοχής τους ορισμένες λεπτομέρειες, που μεταβάλλονται σε πειστικές αποδείξεις περί του αντιθέτου, Ξεχωριστή περίπτωση είναι αυτή του Τέκτονα ΑΝΤ. ΑΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, ο οποίος, ομιλώντας για την «Εβραιο-Χριστιανική Καββαλά», λέγει ότι αυτή είχε «ως βάσιν» εκτός από τον «φυσικόν νόμον» και τον «απρόσωπον λόγον των μυστηρίων του Μωυσέως και της Πεντατεύχου».και προσθέτει:«Η διδασκαλία όμως του προσωπικού Λόγου, την οποίαν και οι Ροδόσταυροι και οι Ναΐται επρέσβευον, δεν αντίκειται εις την παραδοχήν του απροσώπου Λόγου, διότι και ο προσωπικός Λόγος αποτελεί εκδήλωσιν του καθολικού απροσώπου τοιούτου• και μόνον άνθρωποι μη μεμυημένοι, παρασυρόμενοι, από τας θρησκευτικός προλήψεις, δύνανται να ισχυρισθούν το αντίθετον. Οι Ιησουίται, εάν είχον την δύναμιν θα συνέτριβον τον τεκτονισμόν και δεν θα συνετέλουν εις την δημιουργίαν του βαθμού του Ροδοσταύρου. Δεν έσχον όμως ποτέ το μέσον να εκχριστιανίσουν τον Τεκτονισμόν, διότι δια τους μελετώντας τα πράγματα και μη παρασυρομένους από τα ονόματα η σύστασις του βαθμού του Ροδοσταύρου δεν άποτελεί εκχριστιανισμόν του Τεκτονισμού»(Όπου ανωτ., σελ. 110). Με την ευκαιρία αυτή παραθέτουμε και μία άλλη «αποκαλυπτική» θέση του ανωτέρω Τέκτονα συγγραφέα, σε σχέση με την μη μύηση γυναικών στον Τεκτονισμό, η οποία συνιστά έμμεση αποδοχή της ιδέας ότι ο Τεκτονισμός είναι πράγματι θρησκεία: «Αλλ’ οι ναοί όλων των θρησκειών δεν είναι ανοικτοί δι’ αυτάς; Διατί λοιπόν ο Σκωτικός τεκτονισμός κλείει προς αυτάς τας πύλας του ερμητικώς ...;» (Οπου άνωτ., σελ. 121-122).
Από το βιβλίο:
[ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ]
ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ Β’ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ Ή ΜΑΣΟΝΙΑ ΑΘΗΝΑ 1994 σελ: 82-85 & 99-114
(Το βιβλίο κυκλοφορεί και από τις εκδόσειςΠΑΤΑΚΗ)
Πηγή φωτογραφίας Π.Μπρατσιώτηεδώ