Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα. Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ. Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ. Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ. Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε: Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα! Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε: «Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;... Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του: Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…Καὶ δὲν ξαναμίλησε»1.
Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
Ένα αιώνα μετά, από τα γεγονότα που αναφέρονται στο παραπάνω κείμενο, του μακαριστού κυρ-Φώτη Κόντογλου, παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ ο εορτασμός των Χριστουγέννων, ως ένας γεγονός πνευματικού νοήματος, με ανθρωπολογικές προϋποθέσεις, αλλά εσχατολογική προοπτική.
Το ζήτημα της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, αποτελεί την κυρίαρχη στάση του Θεού, απέναντι σε ένα άνθρωπο παραβατικό, ξεροκέφαλο, εγωιστή και αυτοκαταστροφικό. Ο Θεός πατέρας επιλέγει να στείλει σε αυτό τον άκοσμο κόσμο, τον «
προαιωνίως εξ’ αυτού γεννηθέντα, Μονογενή Υιό Του»
2. Με ένα τρόπο εξαιρετικό, θαυμάσιο και αγαπητικό.
Το όνομα του Χριστού γίνεται σημείο αντιλεγόμενο, δημιουργώντας φίλους και εχθρούς έως και σήμερα. Γίνεται εύκολη υπόθεση λόγων, αλλά δύσκολη περιπέτεια έργων ζωής, για όσους τολμήσουν να τον ακολουθήσουν οντολογικά και όχι ονοματοκρατικά.
Πέρασαν περισσότερα από δυο χιλιάδες χρόνια από τότε, μα η κατάσταση του κόσμου διόλου δεν άλλαξε, αφού συνεχίζουν άνθρωποι, να πεθαίνουν, να βασανίζονται, να πεινούν, να διψούν, να εξορίζονται, να εξουθενώνονται, από χέρια και συμφέροντα ανθρώπινα.
Για άλλη μια φορά έρχονται τα Χριστούγεννα, το ερώτημα είναι όμως, τι σημαίνουν για μας και πως μπορούμε να συμμετάσχουμε ουσιαστικά και όχι αναμνηστικά στο γεγονός της γέννησης του Θεανθρώπου.
Ο πολιτισμός μας ξεψυχάει και συμπαρασύρει όλα τα νοήματα ζωής, στα οποία αντί να στηριχθεί, τα εμπορευματοποίησε και τα έκανε προϊόντα.
Ο Χριστός σταυρώνεται και πάλι στη Γάζα της Παλαιστίνης από τους γνωστούς και αμετανόητους σταυρωτές Του…
Ο Χριστός πεθαίνει μαζί με τα παιδιά Του στη Συρία, στο Ιράκ, στην Ουκρανία και όπου αλλού.
Ο Χριστός είναι πεινασμένος και άστεγος μαζί με τα κακοπαθημένα παιδιά Του, που αναζητούν τροφή στους «κάδους απορριμμάτων» και στέγη στα «παγκάκια» και στις «χαρτόκουτες».
Πότε επιτέλους θα γεννηθεί ο Χριστός, στις σκληρές «κανιβαλικές» ανθρώπινες καρδιές;
Το μήνυμα του ταπεινού βρώμικου και καταφρονεμένου στάβλου, που απετέλεσε σημείο Θεοφανίας, μάλλον δεν αφορά τον κόσμο μας, ούτε τον τότε αλλά ούτε και τον τώρα. Και δίκαια κάποιος θα σκεφτόταν, «
καλά και τι άλλαξε στα ανθρώπινα πράγματα, με τον ερχομό του Θεανθρώπου στο κόσμο», η απάντηση, μετά από μια ματιά γύρω μας, ενδεχομένως και μέσα μας, είναι αβίαστη, τίποτε… Αυτό που άλλαξε είναι τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις, για όσους και όποιους αποφασίσουν να ζήσουν μαζί με τον Θεό και να τον αναγνωρίσουν ως πατέρα τους. Γιατί αντίθετα με τη νομοθεσία που επικρατεί στο οικογενειακό δίκαιο, όπου είναι προϋπόθεση να αναγνωριστούν τα παιδιά από το πατέρα, για να μετέχουν της νομής των περιουσιακών του στοιχείων, εδώ απαιτείται η αναγνώριση του Πατέρα από τα παιδιά του, για να συμμετάσχουν στο εσχατολογικό δείπνο της Βασιλείας Του. Η Βασιλεία ενώ είναι εντός μας, είναι ταυτόχρονα τόσο δυσεύρετη, όπως για κάποιον που ψάχνει τα γυαλιά του ενώ τα φοράει.
Η γέννηση του Χριστού, δεν αποτελεί πράξη αναγκαστικής μετάνοιας, γεγονός αυτονόητης αποδοχής, ή ευκαιρία παγανιστικών παγκοσμιοποιημένων δράσεων, που απαξιώνουν το νόημα, και γελοιοποιούν τους συμμετέχοντες, σε ένα καταναλωτικό μείγμα, ύλης και απόλαυσης.
Τα Χριστούγεννα δεν σημαίνουν τίποτε, για όσους και για όποιους, τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, παραμένουν παγερά αδιάφοροι, από το γεγονός, ότι ένας Θεός γίνεται άνθρωπος, για να λυτρώσει από τα δεινά της, σύμπασα την ανθρωπότητα.
Η γέννηση του Χριστού παραμένει νεκρή, για όλους όσους δεν διαθέτουν το απαραίτητο φιλότιμο, για να αναλογιστούν τα τόσα πολλά, που έχει κάνει ένας Θεός αγάπης, οικτιρμών και φιλανθρωπίας, για την ανθρώπινη ασημαντότητα και εμπαθή ιδιοτροπία.
«
Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε: Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα! Κανένας δὲ μίλησε»
3.
Αυτό σημαίνει συναίσθηση, συντριβή, μετάνοια και ελπίδα «αβέβαιη», πως μπορεί και εμάς να μας λυπηθεί ο Θεός και να μας σώσει, όχι επειδή το αξίζουμε, αλλά γιατί μας αγαπάει. Η χριστιανική ελπίδα είναι ελπίδα «αβέβαιη», αν ξεκινάει φυσικά από την συναίσθηση της κατάντιας μας, την αδιέξοδη περιπέτειά μας μέσα στο κόσμο, και την προσμονή της παρουσίας Του.
Από βεβαιότητες συνήθως διακατέχονται
οι φαρισαίοι (παραβολή Τελώνη και Φαρισαίου)
4,
οι μωροί (ες) (παραβολή των 10 παρθένων)
5 και
οι φανατικοί (περιγραφή λιθοβολισμού της μοιχαλίδας, από τους «δήθεν» της εποχής της)
6.
Αν προσδοκούμε κάποια στιγμή (και αυτή η στιγμή είναι το τώρα, αφού μόνο αυτό ορίζουμε…), να πάρουμε στα σοβαρά την υπόθεση της σωτηρίας μας, ας αφήσουμε στην άκρη τους αυτοσχεδιασμούς, την υπόδηση ρόλων, τις βεβαιότητες, τις πεποιθήσεις μας, αλλά κυρίως τηνανέντιμη ανυποληψία μας.
Ας πλησιάσουμε στο «στάβλο», θεωρώντας τον ως τόπο φανέρωσης «
του Φωτός της Γνώσεως», με αγάπη, ειρήνη και προσμονή και τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε σε Εκείνον...
1.Κόντογλου,Φ. «
Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου», Εκδόσεις Αλ & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975, σελ.105-106.
2.Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων «IA ΄Κατήχησις προς Φωτιζομένους» Νικολάου Κ. Δρατσέλλα, Υπομνηματισμός των περί Ιησού Χριστού κατηχήσεων προς φωτιζομένους (Ι΄ - ΙΕ΄ ) του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Αθήνα 2001, σελ. 22-33
3.Κόντογλου,Φ. «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου», Εκδόσεις Αλ & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975, σελ.106
4.Πρβλ. Λουκά 18.10-14
5.Πρβλ. Ματθαίου 25.1-13
6.Πρβλ. Ιωάννη 8.1-1
π.Δημήτριος Θεοφίλου