Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 15, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Β ΝΗΣΤΕΙΩΝ Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ως ποιμένας Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ως ποιμένας
                                     Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος μόναζε στό Άγιον Όρος, ύστερα από πρόσκληση τών Χριστιανών τής Θεσσαλονίκης υπερμάχησε στήν αντίκρουση τού αντιησυχασμού τόν οποίο δίδασκε ο Βαρλαάμ. Μέ τήν Σύνοδο τού 1341 καταδικάσθηκε ο Βαρλαάμ καί η διδασκαλία του.
Η εκλογή τού αγίου Γρηγορίου σέ Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης έγινε στήν Σύνοδο τού 1347, η οποία κατaδίκασε τήν συνέχιση τής αντιησυχαστικής διδασκαλίας. Ήδη ο άγιος Γρηγόριος είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος στήν Εκκλησία καί κλήθηκε νά ποιμάνη τούς Θεσσαλονικείς, εκεί όπου ξέσπασε η αντιησυχαστική αίρεση.
Μετά τήν εκλογή του, πήγε στήν Θεσσαλονίκη, αρχές τού Σεπτεμβρίου τού έτους 1347, γιά νά αναλάβη τήν διαποίμανση τού ποιμνίου του σέ μιά τραγική περίοδο, αφού η πόλη κυβερνιόταν από τήν ηγεσία τών Ζηλωτών καί υπήρχε μεγάλη κοινωνική αναταραχή.
Οι Ζηλωτές τής Θεσσαλονίκης ήταν ένα καινούριο στοιχείο, ξένο πρός τίς παραδοσιακές δομές τής πόλεως, εμπνέονταν από αγάπη πρός τήν Δύση καί εξελίχθηκαν σέ ένα κόμμα πού αποτελείτο, κυρίως, από τούς πρόσφυγες καί τούς πτωχούς τής πόλεως, μέ μεταρρυθμιστικές καί αντιμοναχικές-αντιησυχαστικές αρχές, ενώ είχαν διατηρήσει τήν απέχθεια πρός τήν ιδιοκτησία. Είχαν ενεργήσει βίαια καί κατέλαβαν τήν διοίκηση τής πόλεως τό έτος 1345 καί παρέμειναν στήν εξουσία μέχρι τό έτος 1350. Οι Ζηλωτές τής Θεσσαλονίκης πού διοικούσαν τήν πόλη –όχι ο λαός– δέν δέχθηκαν τόν άγιο Γρηγόριο ως Μητροπολίτη, όταν πήγε νά ενθρονισθή τό έτος 1347.
Ο άγιος Γρηγόριος δέν επέμεινε νά παραμείνη στήν Θεσσαλονίκη, αλλά κατέφυγε στό Άγιον Όρος. Δέν θέλησε νά δημιουργήση έριδες καί διαιρέσεις στό ποίμνιό του. Συγχρόνως, αρνήθηκε τίς προτάσεις τού αρχηγού τών Σέρβων Στεφάνου Δουσάν νά τόν υποστηρίξη μέ άλλους απώτερους σκοπούς.
Ο άγιος Γρηγόριος έκανε καί μιά δεύτερη προσπάθεια νά εισέλθη στήν Θεσσαλονίκη, αφού προηγουμένως είχε επισκεφθή τήν Κωνσταντινούπολη. Αυτό πρέπει νά έγινε τό φθινόπωρο τού 1348. Τόν παρακίνησαν τόσο ο Πατριάρχης Ισίδωρος όσο καί οι Βασιλείς, οι οποίοι, βέβαια, τότε είχαν συμφιλιωθή μεταξύ τους. Δυστυχώς, καί πάλι δέν κατόρθωσε νά αναλάβη τήν ποιμαντική διακονία τού λαού. Αυτό έγινε γιατί οι ηγέτες τών Ζηλωτών ζητούσαν από τούς Βασιλείς μεγάλα καί υπεράνω τής τάξεώς τους «έπαθλα τής αταξίας καί τής στάσεως».
Η ενθρόνιση τού αγίου Γρηγορίου στήν Θεσσαλονίκη έγινε τόν Δεκέμβριο τού 1350, μετά τήν εκδίωξη τών Ζηλωτών καί τήν ελευθέρωση τής πόλεως από τήν κατοχή τους, δηλαδή τρία χρόνια μετά τήν εκλογή του καί αφού απέτυχε δύο φορές νά αναλάβη τά ποιμαντικά του καθήκοντα. Ο τρόπος μέ τόν οποίον άσκησε τήν ποιμαντική του διακονία φαίνεται σέ τρία σημεία.
Τό πρώτο αναφέρεται στό γεγονός τής ενθρονίσεώς του. Είναι σημαντικά τά όσα λέγει ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιά τούς στασιαστές, τήν απομάκρυνσή τους, αλλά καί γιά τήν άνοδο τού αγίου Γρηγορίου στόν Μητροπολιτικό θρόνο τής Θεσσαλονίκης. Κατ” αρχάς λέγει ότι ήταν ελάχιστοι εκείνοι πού δέν δέχθηκαν τόν άγιο Γρηγόριο κατά τήν πρώτη είσοδό του στήν Θεσσαλονίκη καί αυτοί ήταν πονηροί, φθορείς καί ανάξιοι. Στήν συνέχεια λέγει ότι η ίδια η πόλη εξεγέρθηκε εναντίον τους καί άλλους μέν από αυτούς τούς «κακούργους καί μιαρούς» τούς εξωθεί καί αποβάλλει καί άλλους τούς σωφρονίζει καί αναστέλλει από τήν κάκιστη ορμή καί τίς μοχθηρές πράξεις μέ τά κατάλληλα θεραπευτικά φάρμακα. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι ενδεικτικοί τής νοοτροπίας καί τού έργου τών Ζηλωτών.
Η υποδοχή τήν οποία επεφύλαξε ο λαός στόν άγιο Γρηγόριο ήταν μεγαλειώδης καί δέν μπορεί νά παραβληθή καθόλου «βασιλικοίς επινικίοις καί θριάμβοις καί πομπαίς εισοδίοις». Ενεδύθη ποδήρη χιτώνα καί τήν ιερή στολή γιά νά εισέλθη στήν Θεσσαλονίκη. Η ποιμαντική δράση τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά άρχισε αμέσως μέ τήν τελετή τής ενθρόνισής του. Ο τρόπος μέ τόν οποίον ενήργησε δείχνει ότι συμπεριφερόταν ως Πνευματικός Πατέρας.
Στά πρόθυρα τής πόλεως απηύθυνε ευχή στόν Χριστό. Ήταν μιά προσευχή μετανοίας γιά όσα προηγήθηκαν στήν πόλη τής Θεσσαλονίκης, προσευχή εκζητήσεως τού ελέους τού Θεού καί ειρηνεύσεως τού λαού. Τό περιεχόμενο τής προσευχής δείχνει αφ” ενός μέν τήν τραγική κατάσταση τής πόλεως, πού προηγήθηκε, αφ” ετέρου δέ τήν πνευματική προσωπικότητα τού αγίου Γρηγορίου. Ο άγιος Γρηγόριος συμπεριφέρεται ως μεγάλος Πνευματικός ηγέτης.
Διερχόμενος τήν πόλη γιά νά ενθρονισθή, όλοι οι ψάλτες έψαλαν ύμνους αναστασίμους, ωσάν νά έβλεπαν τόν αναστάντα Χριστό. Έψαλαν: «Καθαρθώμεν τάς αισθήσεις, καί οψόμεθα τώ απροσίτω φωτί τής αναστάσεως Χριστόν εξαστράπτοντα».
Τό δεύτερο σημείο είναι τό πώς άρχισε τήν ποιμαντική του διακονία καί αυτό δείχνει τίς ορθές βάσεις τού ποιμαντικού του έργου. Τήν τρίτη ημέρα από τήν είσοδό του στήν πόλη όρισε πάνδημη πομπή καί λιτανεία μέ ιερές εικόνες, ψαλμωδίες καί ευχές. Στήν λιτανεία αυτή παρευρέθηκαν όλοι οι κάτοικοι τής Θεσσαλονίκης. Διήλθε τό μεγαλύτερο μέρος τής πόλεως «ευχόμενος, ευλογών, υπέρ τών παρελθόντων ευχαριστών, υπέρ τών μελλόντων δεόμενος». Στό τέλος δέ τής λιτανείας ομίλησε στόν λαό γιά τήν ειρήνη καί τήν ομόνοια. Ο πρώτος αυτός λόγος τού μεγάλου Ιεράρχου είναι υπόδειγμα λόγου καί ειρηνευτικής αποστολής καί δείχνει πώς αισθανόταν ως Επίσκοπος.
Στήν αρχή τού λόγου θέτει τίς αληθινές θεολογικές προϋποθέσεις τής κοινωνίας. Ομιλεί γιά τόν κοινό Πατέρα καί γιά τήν εν Χριστώ αδελφότητα. Μάς δημιούργησε ο Θεός, καί είμαστε αδελφοί, λόγω τού ?Αδάμ, τού κοινού γενάρχου. Επίσης, η αδελφότητα είναι ισχυρότερη, λόγω τής ομογένειας καί τής κοινής μητέρας, δηλαδή τής Εκκλησίας. Οι Χριστιανοί είναι ένα σώμα, έχουν κεφαλή τόν Χριστό. Βαπτίσθηκαν σέ ένα Βάπτισμα, έχουν μία πίστη, μία ελπίδα, έναν Θεό. Έτσι, πρέπει νά είναι στενά συνδεδεμένοι μέ τήν αγάπη.
Στήν συνέχεια αναφέρεται στά συγκεκριμένα γεγονότα πού τάραξαν τήν Θεσσαλονίκη. Ενώ έπρεπε νά είχαν αγάπη, εν τούτοις εισήλθε μέ τήν συνέργεια τού πονηρού τό μίσος. Έτσι, μέ αυθεντικό τρόπο ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει τήν κατάσταση πού επικρατούσε κατά τήν κατοχή τής πόλεως από τούς Ζηλωτές. Οι πληροφορίες είναι αξιόλογες.
Γράφει ότι τό μίσος πού εισήλθε διέσπασε τήν κοινωνία καί τήν ενότητα μέ τόν Θεό καί τούς αδελφούς, έκανε τήν πόλη παράλυτη, δημιούργησε εχθρικές μερίδες, συγχύσεις, ταραχές, δίνοντας τήν εικόνα ότι η πόλη κυριεύθηκε από εχθρούς. Οι κάτοικοι τής πόλεως έτρεχαν σέ όλη τήν πόλη, άλλοι καταστρέφοντας τά σπίτια, άλλοι αρπάζοντας τά ευρισκόμενα σέ αυτά καί μέ μεγάλη μανία αναζητούσαν τούς οικοδεσπότες γιά νά τούς φονεύσουν «ανηλεώς τε καί απανθρώπως». Ως πραγματικός ποιμήν καί αληθινός ιατρός παρουσίασε τό πάθος, τήν πληγή τής πόλεως.
Δέν αρκείται, όμως, μόνον σέ αυτό, αλλά προχωρεί καί στήν θεραπεία. Ο ιατρός δέν αρκείται στήν αποκάλυψη τής πληγής, αλλά καί θεραπεύει. Τό ίδιο κάνει καί ο άγιος μέ τόν θεραπευτικό καί ειρηνευτικό του λόγο. Τονίζει ότι δέν επιδιώκει νά τούς ονειδίση, αλλά, αφού γνωρίσουν τήν νόσο, στήν συνέχεια πρέπει νά τήν θεραπεύσουν. Τούς προτείνει νά αναζητήσουν τήν αιτία από τήν οποία έπεσαν, νά ζητήσουν τήν θεραπεία καί νά τήν διαφυλάξουν. Η αιτία τού μίσους καί τών ταραχών είναι η αμαρτία. Ο άγιος Γρηγόριος γνωρίζει ότι η πρόθεση τών επαναστατών δέν ήταν απλώς οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις καί μεταβολές, αλλά η αμαρτία. Όλα αυτά υποκινούνται από τόν διάβολο. Αναλύει πολύ παραστατικά ότι η αμαρτία είναι η αιτία τής στάσεως αυτής. Οι λόγοι αυτοί τού αγίου Γρηγορίου δείχνουν τόν τρόπο μέ τόν οποίο, εργάσθηκε ποιμαντικά στήν Θεσσαλονίκη.
Ο άγιος Γρηγόριος δέν είναι ένας ξηρός κοινωνιολόγος, αλλά πραγματικός πατέρας καί ποιμένας, δηλαδή ιατρός τών νοσούντων ανθρώπων, αφού προσπαθεί νά τούς θεραπεύση. Συγκρίνοντας τήν περίπτωση τών κατοίκων τής Θεσσαλονίκης μέ τόν παραλυτικό τού Ευαγγελίου, πού καθόταν στήν Κολυμβήθρα τού Σιλωάμ, λέγει ότι υπάρχουν δύο ομοιότητες. Όπως ο παραλυτικός παρέμεινε στήν Κολυμβήθρα χωρίς νά απομακρύνεται, έτσι καί αυτοί δέν έφυγαν τελείως από τήν Εκκλησία. Καί όπως εκείνος δέν είχε άνθρωπο νά τόν βοηθήση, έτσι καί αυτοί δέν είχαν ποιμένα τόσον καιρό γιά νά τούς ειρηνεύση.
Μετά προχωρεί στίς παραινέσεις καί τίς προτροπές. Δέν είχαν ποιμένα, τώρα όμως έχουν. Αυτός θά τούς παρηγορήση καί θά τούς θεραπεύση. Τούς συνιστά συμφιλίωση μέ τόν Θεό, επίγνωση τής συγγένειας πού έχουν μεταξύ τους, ανάμνηση τών παλαιών ημερών τής ειρήνης. Τούς προτρέπει νά μή σκέπτωνται τό κακό, ούτε νά ανταποδώσουν τό κακό, αλλά νά νικήσουν τό κακό μέ τό αγαθό. Νά ενστερνισθούν τήν αγάπη, νά κάνουν υπακοή στόν ευαγγελισμό τής ειρήνης καί μάλιστα νά συνεργασθούν μαζί του στό θέμα τής ειρηνεύσεως. Η διακονία του ως Ποιμένος είναι διακονία αγάπης καί ειρήνης. Είναι υπηρέτης αυτής τής διακονίας. Πρέπει νά είναι συμφιλιωμένοι καί ομονοούντες, έχοντες στό μέσον τόν Χριστό.
Όπως φαίνεται από τήν πρώτη εκείνη ομιλία τού αγίου Γρηγορίου, αφ” ενός μέν προσδιορίζεται η νόσος καί η θεραπεία τών στασιαστών καί ολοκλήρου τής πόλεως, αφ” ετέρου δέ προτρέπονται οι αδικηθέντες νά μήν ανταποδώσουν τό κακό, αλλά νά ειρηνεύσουν καί νά αγαπήσουν τούς εχθρους τους. Μέσα στά πλαίσια αυτά κρύπτεται όλο τό ειρηνευτικό έργο τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά στήν Θεσσαλονίκη. Μετά από μεγάλες ανωμαλίες απαιτείται αυτοσυγκράτηση καί ισχυρή προσωπικότητα γιά νά θεραπεύση τήν οργή τού λαού.
Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος διασώζει τήν πληροφορία ότι μετά τήν ομιλία εκείνη έκανε φίλους καί αυτούς ακόμη τούς υβριστές του καί τούς προηγουμένους εχθρούς καί στασιαστές. Όχι μόνον τούς έκανε φίλους, αλλά καί δούλους, μέ τήν έννοια ότι έπεσαν στά πόδια του, τά ασπάζονταν, εξομολογούνταν τά αμαρτήματα πού έπραξαν καί ζητούσαν συγγνώμη. Ο άγιος όχι μόνον τούς συγχώρησε, αλλά έκανε καί κάτι μεγαλύτερο, τούς ενέγραψε στούς φίλους του καί τούς ευεργετούσε μέ λόγια καί ενέργειες. Έκανε καί σύναξη ιερέων, στούς οποίους υπενθύμισε τά καθήκοντά τους. Καί μέ όλους αυτούς τούς τρόπους ο άγιος Γρηγόριος έφερε τήν ειρήνη καί θεράπευε τούς Χριστιανούς.
Τό τρίτο σημείο πού δείχνει τόν τρόπο τής ποιμαντικής του διακονίας φαίνεται στό περιεχόμενο τών ομιλιών του πού διασώθηκαν.
Παρέμεινε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης μέχρι τήν κοίμησή του πού συνέβη τήν 14η Νοεμβρίου τού έτους 1359, δηλαδή υπήρξε Μητροπολίτης γιά δώδεκα χρόνια (1347-1359), αλλά σχεδόν τά μισά από αυτά παρέμεινε στόν αρχιερατικό του θρόνο. Ήδη είδαμε ότι ενθρονίσθηκε τρία χρόνια μετά τήν εκλογή του, καθώς επίσης ένα χρόνο πέρασε αιχμάλωτος στούς Οθωμανούς.
Όταν διαβάζη κανείς τίς ομιλίες αυτές παρατηρεί ότι ομιλούσε ως θεολόγος, ησυχαστής καί Πνευματικός Πατέρας πού αντιμετώπιζε τά προβλήματα τού λαού, ακόμη καί τά κοινωνικά, μέσα από τήν θεολογική προοπτική τής Εκκλησίας. Όλη τήν θεολογία, τήν οποία ανέπτυξε προηγουμένως εναντίον τού Βαρλαάμ καί τών διαδόχων του, τήν πέρασε μέ ανάλογη προσαρμογή στό ποίμνιό του στήν Θεσσαλονίκη. Στά κηρύγματά του συνδέει στενά τήν θεοπτική θεολογία μέ τήν ησυχαστική παράδοση, τά Μυστήρια τής Εκκλησίας μέ τήν άσκηση, τήν λειτουργική ζωή μέ τήν φιλανθρωπία.
Έτσι, βλέπουμε θαυμάσιες αναλύσεις γιά τόν σκοπό τής ενανθρωπήσεως τού Χριστού, γιά τήν θέα-θεωρία τού ακτίστου Φωτός, γιά τήν βίωση τού μυστηρίου τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως τού Χριστού, γιά τήν εκκλησιαστική ζωή, γιά τήν αξία καί σημασία τών αγίων τής Εκκλησίας, ιδίως τού πολιούχου τής Θεσσαλονίκης αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τού Μυροβλύτου, γιά τήν αγάπη πρός τούς πτωχούς κλπ.
Γενικά, από τίς ομιλίες αυτές καταλαβαίνουμε πώς γίνεται μιά εκκλησιαστική, ποιμαντική διακονία από έναν μεγάλο Πατέρα τής Εκκλησίας, έναν θεολόγο καί ησυχαστή. Ακόμη καί η κοινωνική του διδασκαλία είναι απόρροια τής εκκλησιαστικής ζωής, τής φιλοθεΐας καί τής φιλανθρωπίας.
Ο τρόπος τής ποιμαντικής του διακονίας φαίνεται καί σέ μιά επιστολή πού έστειλε στό ποίμνιό του, τήν οποία έγραψε κατά τήν διάρκεια τής αιχμαλωσίας του στούς Οθωμανούς καί στήν οποία ενημερώνει τούς Χριστιανούς γιά όσα συνέβησαν κατά τήν διάρκεια τής αιχμαλωσίας του, πού δείχνει τήν στενή επικοινωνία πού είχε μαζί τους. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο επίλογος τής επιστολής, γιατί δείχνει πώς εργαζόταν στό ποίμνιό του, πώς εξασκούσε τήν ποιμαντική του διακονία.
Γράφει ότι, όπως διδάσκει τούς Θεσσαλονικείς τήν οδό τής σωτηρίας μέ θυσία καί παρρησία, έτσι τό κάνει καί κατά τήν διάρκεια τής αιχμαλωσίας του. Οι Θεσσαλονικείς δέν πρέπει νά ξεχνούν ότι έχουν ζωντανό καί αληθινό Θεό πού μαρτυρείται από τούς αγίους, αλλά καί αυτοί πρέπει νά έχουν ζωντανή καί αληθινή πίστη, γιατί η πίστη πού δέν μαρτυρείται από τά έργα είναι νεκρή. Είναι αδύνατον κάποιος άπιστος νά εμπιστευθή τόν Χριστιανό, όταν, ενώ πιστεύη στόν Χριστό πού γεννήθηκε από παρθένο Πατέρα αχρόνως καί από παρθένο Μητέρα εν χρόνω, εν τούτοις όμως δέν ασκή τήν παρθενία (ο μοναχός) καί τήν σωφροσύνη (ο έγγαμος), αλλά ζή τήν ακολασία. Δέν μπορεί κανείς νά γίνη κατά Χάρη υιός τού Θεού, όταν δέν κάνη ό,τι έκανε καί ο Ίδιος ο Χριστός. Στό τέλος προτρέπει τούς Χριστιανούς νά κάνουν αυτοί τήν αρχή καί ο Θεός θά βοηθήση. Γιά νά σωθή ο άνθρωπος πρέπει νά απομακρυνθή από τήν κακία, νά αποκτήση τήν αρετή, νά αναλάβη τά έργα τής μετανοίας, καί νά προσμένη τήν βοήθεια τού Θεού. Έτσι, ο άνθρωπος οδηγείται στήν πρόσκτηση τών θεϊκών αρετών «διά τής τού θείου πνεύματος ενοικήσεως» καί θεοποιείται.
Επομένως, η προσευχή καί η ομιλία πού έκανε ο άγιος Γρηγόριος κατά τήν είσοδό του στήν Θεσσαλονίκη καί τήν ανάληψη τών επισκοπικών του καθηκόντων, οι ομιλίες στό ποίμνιό του, καί η επιστολή πού έστειλε στήν Εκκλησία του από τόν χώρο τής αιχμαλωσίας του φανερώνουν τό πώς ενεργούσε ως Ποιμένας.
Ο άγιος Γρηγόριος ήταν μεγάλος ησυχαστής Πατέρας, αλλά καί ένας μεγάλος ποιμένας πού καθοδηγούσε ορθόδοξα τό ποίμνιό του. Στήν περίπτωσή του φαίνεται ευδιάκριτα πώς ένας ησυχαστής μπορεί νά ποιμαίνη τούς ανθρώπους, πώς ένας ποιμένας ορθοτομεί τόν λόγο τής αληθείας μέ τήν βίωση τού αληθινού ησυχαστού καί πώς πρέπει νά θεολογή καί νά ποιμαίνη ένας Επίσκοπος.
Εκκλησιαστική Παρέμβαση Μάρτιος 2013

Κυριακή Β΄ Νηστειών (Η θεραπεία του παραλυτικού) Γεώργιος Πατρώνος



 

Η ευαγγελική περικοπή είναι πολύ γνωστή. Πρόκειται για τη θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ. Από τα Συνοπτικά Ευαγγέλια γνωρίζουμε ότι ο Κύριος άρχισε τη δημόσια δράση του στη Γαλιλαία, αρχικά γύρω από τη Ναζαρέτ και μετά γύρω από τη λίμνη της Γενησαρέτ. Σε δεύτερη φάση μεταφέρεται η δραστηριότητα στην Ιουδαία. Βασικό κέντρο της Γαλιλαϊκής δραστηριότητας ήταν η Καπερναούμ. Την Καπερναούμ, μια κωμόπολη 1.500 κατοίκων την εποχή εκείνη, επέλεξε ο Ιησούς γιατί βρισκόταν στη λεωφόρο που συνέδεε τις χώρες της ενδοτέρας Μέσης Ανατολής (Μεσοποταμίας) με τις χώρες του νότου και την Αίγυπτο, διαμέσου της κοιλάδας του Ιορδάνη. Αποτελούσε, επομένως, κεντρικό διαμετακομιστικό κόμβο.

Από εκεί περνούσαν κατά χιλιάδες έμποροι, στρατιωτικοί, εργάτες και δούλοι. Μπορούσε να γίνει η Καπερναούμ ένα ιεραποστολικό κέντρο μεγάλης σημασίας και ο λόγος του Ευαγγελίου σύντομα να φτάσει στα πέρατα της οικουμένης. Έτσι αιτιολογείται γιατί ο λόγος του Ιησού διεσπάρη σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, μέχρι και τη Ρώμη ακόμη.

Η περικοπή αναφέρει ότι ο Ιησούς «εισήλθε εις οίκον», όπου και κήρυττε το λόγο του. Δεν γνωρίζουμε τίνος οικία ήταν αύτη. Πιθανώς κάποιου πολύ γνωστού. Από το Ευαγγέλιο του Λουκά έχουμε πληροφορίες ότι αύτη την περίοδο ο Ιησούς διανυκτέρευσε παράλληλα και στο σπίτι του Πέτρου, όπου και θεράπευσε την «πυρέσσουσα» πεθερά του, πριν μάλιστα από την κλήση του στη μαθητεία.

Στην οικία, λοιπόν όπου εισήλθε, η σύναξη του λαού είναι μεγάλη. Παρατηρείται, μάλιστα, το αδιαχώρητο. Και ενώ ο Ιησούς «ελάλει τον λόγον» έρχεται μια ομάδα φίλων, «παραλυτικόν φέροντες», και μάλιστα «αιρόμενον υπό τεσσάρων». Επειδή δε ήταν αδύνατο να εισέλθουν, ξήλωσαν μια κάποια πρόχειρη σκεπή και έφεραν μπροστά στα πόδια του Ιησού τον παραλυτικό για θεραπεία. Παρόντες είναι και εκπρόσωποι των Γραμματέων και των Φαρισαίων, οι οποίοι έκτος από τα θεωρητικά προβλήματα που δημιουργούσαν στον Κύριο, συγκέντρωναν παράλληλα και στοιχεία για να τα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον σε βάρος του νέου Διδασκάλου.

Η περικοπή μας δίνει τη δυνατότητα δύο κατευθύνσεων για να οικοδομήσουμε το κήρυγμα: α) η σχέση της πίστεως με το θαύμα και β) ότι ο Ιησούς έχει τη δύναμη και την εξουσία από το Θεό «αφιέναι αμαρτίας».

Σχέση ασθένειας και αμαρτίας

Η ευαγγελική φράση «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» που απευθύνεται στον παραλυτικό είναι, θα λέγαμε, το κύριο σημείο αναφοράς της όλης περικοπής. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και το Αποστολικό ανάγνωσμα που προβάλλει τον Θεό ως τον Κύριο του ουρανού και της γης. Στη δημιουργία υπάρχει ενότητα φυσικού και πνευματικού κόσμου. Κανένας δυαλισμός και καμία διαρχική τάση. Όλα θεώνται και αντιμετωπίζονται σφαιρικά, στην ενότητα και ολότητά τους.

Και εδώ στην ευαγγελική περικοπή κάνει εντύπωση, πως ενώ οδηγείται στον Ιησού ένας παράλυτος ασθενής, που πάσχει σωματικά και ζητεί την ίασή του, ο Κύριος του συγχωρεί τις αμαρτίες του. Μας φαίνεται παράλογο και κάποιος θα δυσανασχετούσε γι’ αύτη τη συμπεριφορά του Χριστού. Τί σχέση μπορεί να έχει μια ασθένεια με την αμαρτία; Ένας ασθενής μπορεί να είναι αμαρτωλός, αλλά μπορεί να είναι και άγιος.

Εδώ χρειάζεται μια προσεκτική προσέγγιση της σχέσεως της ασθένειας και της αμαρτίας. Η της σχέσεως του σώματος με τη ψυχή. Κατ’ αρχήν για το Θεό, την Εκκλησία και τη θεολογία, ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ολότητα και ενότητα. Ο όλος άνθρωπος σώζεται και πορεύεται προς τη Βασιλεία του Θεού, ή αμαρτάνει και καταλήγει στον αιώνιο θάνατο. Αυτή είναι μια βασική αρχή της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος πορεύεται προς το καλό και προς το κακό, συνεπαίρνοντας όλες τις σωματικές και πνευματικές του λειτουργίες.

Για τον Κύριο ήταν αδιανόητο να πει μόνο «άρον τον κράβατόν σου και περιπατεί», θεραπεύοντας μονομερώς το σώμα και αφήνοντας τη ψυχή στη φθορά και το θάνατο. Ο Ιησούς δεν ήταν ένας κοινός θεραπευτής, όπως υπήρχαν την εποχή εκείνη οι Θεραπευτές των Εσσαϊκών κοινοτήτων, που άσκουσαν ιατρική ποιμαντική. Ούτε ο Ιησούς, λέγει «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» και μετά εγκαταλείπει το ανθρώπινο σώμα στη δική του φθορά, με την έννοια ότι ό ίδιος είναι μόνο πνευματικός εργάτης που ενδιαφέρεται για τη σωτηρία των ψυχών. Αυτές οι αντιπαραθέσεις και τα διλήμματα είναι και πάλι εκτός της βιβλικής σωτηριολογίας και της γενικότερης χριστιανικής ποιμαντικής.

Όπως ο Θεός ως Δημιουργός δημιούργησε τον υλικό και πνευματικό κόσμο και προέβαλλε ως βασική αρχή τη σωματική και ψυχική ενότητα, έτσι και ο Ιησούς ως Κύριος και Σωτήρας σώζει την όλη φύση και κτίση, και προσλαμβάνει τον όλο άνθρωπο με την ενανθρώπησή του, σώζοντας έτσι την ακατάλυτη αυτή ενότητα. Ο άνθρωπος δεν έχει απλώς σώμα και ψυχή, με μια έννοια ιστορικής ένδυσης και φανέρωσης, αλλά ο άνθρωπος είναι σώμα και είναι ψυχή, με μια έννοια οντολογική που εκτείνεται από την πρωτολογία ως την εσχατολογία. Κάθε διαιρετική τάση φανερώνει προσπάθεια επιβολής στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας μονοφυσιτικών και μανιχαϊστικών αιρετικών αντιλήψεων.

 

Ο αμαρτωλός ,«τέκνον του Θεού»

Εδώ χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε και ένα άλλο πολύ βασικό θέμα για το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Ακούμε συχνά να λέγεται, ότι κάθε μορφή φθοράς στον παρόντα κόσμο, όπως οι αρρώστιες και ο θάνατος, οι πόλεμοι και οι καταστροφές, τα πάθη και η αμαρτία, είναι αποτελέσματα της αρχικής παρακοής και του προπατορικού αμαρτήματος, όπως κοινά λέμε. Αυτό είναι κατ’ αρχήν αληθινό. Αλλά τί σημαίνει η αλήθεια αυτή για μας σήμερα; Έχουμε το δικαίωμα να ταυτίζουμε την ασθένεια με την αμαρτία και να θεωρούμε ότι ένας ασθενής είναι ταυτόχρονα κακός και αμαρτωλός και ένας υγιής είναι καλός και άγιος; Η κάθε ασθένεια δηλαδή έρχεται εξαιτίας κάποιας συγκεκριμένης αμαρτίας;

Η αρχική αμαρτία, αν και έφερε το κακό στον κόσμο, δηλαδή την ασθένεια και το θάνατο στον άνθρωπο και παρέσυρε σε φθορά τη ζωή, δεν πρέπει να συσχετίζονται με τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο που υποφέρει, πάσχει, ασθενεί και πεθαίνει. Θα δικαιολογούμασταν πιθανόν να κάναμε αυτούς τους συσχετισμούς πριν την έλευση του Χριστού, πριν από τα δικά του πάθη και το θάνατό του.

Μετά την ενανθρώπηση και την πρόσληψη της όλης ανθρώπινης πεπτωκυΐας μας φύσης από το Χριστό, μετά τα θεία του πάθη, το δικό του σταυρό και το θάνατο, αρχίζει μια άλλη λογική κατανόησης της ασθένειας και του πόνου. Ο κάθε άνθρωπος πλέον που πάσχει και υποφέρει είναι μια ιερή μορφή. Ο πόνος είναι μια πραγματικότητα τραγική μεν, αλλά που τελικά αγνίζει και αγιάζει τον άνθρωπο. Οι πάσχοντες, για την Εκκλησία πρέπει να θεωρούνται μιμητές του Χριστού στην πιο ανθρώπινη έννοια και γι’ αυτό πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε όλοι με ιερότητα και σεβασμό. Ο πόνος είναι το βαθύτερο αίσθημα της ζωής και λειτουργεί θεραπευτικά και ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή.

Για τον Ιησού Χριστό, σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή, ο κάθε άνθρωπος ασθενής και πάσχων, έστω και αμαρτωλός ήταν μια προσωπικότητα που ιδιαίτερα τον έλκυε και τον συγκινούσε και η επέμβαση προς αυτόν ήταν πάντοτε αγαπητική, δηλαδή λυτρωτική και σωτηριολογική. Όταν ο Κύριος αποφάσιζε να θεραπεύσει κάποιον ποτέ δεν διερωτήθηκε, εάν ο ασθενής αυτός ήταν ομόθρησκος ή αλλόθρησκος, καλός ή αμαρτωλός. Και συνήθως οι αμαρτωλοί προσέλκυαν περισσότερο το ενδιαφέρον του και την αγάπη του.

Ο άνθρωπος και στην πιο αμαρτωλή κατάστασή του συνεχίζει να είναι και να παραμένει «τέκνον του Θεού». Ο Ιησούς απευθυνόμενος στον παραλυτικό και αμαρτωλό της περικοπής τον αποκαλεί «τέκνον» και προτού ακόμη τον θεραπεύσει και τον συγχωρήσει. Ο άσωτος γιός είναι για το Θεό Πατέρα πιο συμπαθής, κατά την γνωστή παραβολή του «ασώτου», ακριβώς γιατί υπέφερε και βασανίστηκε πολύ λόγω της αποστασίας του.

Ίαση των ψυχών και θεραπεία των σωμάτων

Έτσι, μπορούμε να πούμε, πως είναι μεγάλη βλασφημία να πιστεύουμε και να κηρύττουμε, ότι οι πάσχοντες της ζωής υποφέρουν εξαιτίας των αμαρτιών τους και γι’ αυτό τους περιφρονούμε ως αμαρτωλούς ανθρώπους. Ο σωματικός πόνος λόγω της ασθένειας και ο πνευματικός πόνος λόγω της αμαρτίας είναι μια ιερή υπόθεση που πρέπει να προκαλεί σεβασμό σε όλους. Ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει σε αγιασμό και θέωση τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό, αν και ηχεί παράξενο, διαβάζουμε σε ασκητικά κείμενα και στο Γεροντικό, άγιους άνδρες της ερήμου να ευχαριστούν το Θεό όχι για τις καλές τους πράξεις, αλλά για τις αμαρτίες τους, γιατί αυτές τελικά προσελκύουν το Χριστό να σκύψει επάνω τους με αγάπη και να τους σώσει.

Με αυτά που λέμε εδώ δεν προσπαθούμε να εξωραΐσουμε την αμαρτία. Η αμαρτία υπάρχει ως το τραγικότερο γεγονός της ζωής του ανθρώπου και της ιστορίας της ανθρωπότητας. Δεν πρόκειται για ένα απλό σφάλμα ή κάποια παρεκτροπή. Εισέρχεται τόσο βαθιά που φθείρει το σώμα και την ψυχή και καταστρέφει την ενότητα και τη συνοχή των δύο. Γι’ αυτό και ο Κύριος πρώτα επεμβαίνει στο χώρο της αμαρτίας και μετά στο χώρο της σωματικής ασθένειας.

Είναι αλήθεια πως κάθε εποχή, προβάλλοντας την τραγικότητα των διαφόρων ασθενειών που βασανίζουν το ανθρώπινο σώμα, ουσιαστικά προσπαθεί ν’ αποσιωπήσει την ύπαρξη της αμαρτίας. Και εδώ βρίσκεται το λάθος και η μεγάλη αποτυχία της κάθε θεραπευτικής παρέμβασης. Υπάρχει μια πολύ βαθιά σχέση σώματος και ψυχής. Οι ψυχολόγοι και ψυχίατροι μας βεβαιώνουν πως πίσω από πολλές ασθένειες υποκρύπτεται μια πνευματική και ψυχική δυσαρμονία.

Η Αγία Γραφή δεν θεωρεί την αμαρτία σαν μια απλή παράβαση κάποιων θρησκευτικών κανόνων, αλλά σαν μια καταστροφική και αλλοτριωτική λειτουργία ζωής. Η έλευση του Χριστού πραγματώνεται ακριβώς για να συντρίψει αυτή τη δαιμονική και καταστροφική λειτουργία. Και αυτό το γεγονός δείχνει το μέγεθος και το βάρος της αμαρτίας. Το να θεραπεύσεις κάποιον και να του πεις «άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει», είναι πολύ ευκολότερο από το να του πεις «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» και να τον λυτρώσεις, λέγει ο Κύριος στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το μεγάλο ελπιδοφόρο μήνυμα της παρέμβασης του Χριστού στη ζωή μας, για ίαση των ψυχών και θεραπεία των σωμάτων. Το γεγονός ότι τα ευαγγελικά κείμενα συνεχώς αναφέρονται και μας διηγούνται ποικίλα θαύματα αυτής της διττής θεραπευτικής μορφής, δεν έχουν ως σκοπό να προβάλουν την τραγικότητα της αμαρτίας που μας συνέχει, αλλά το μεγάλο λυτρωτικό μήνυμα της σωτηριολογικής και λυτρωτικής παρουσίας του Χριστού.

(Γ.Π.Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγ. Παν/μίου Αθηνών. «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Β΄- αποσπάσματα).

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ) (Μαρκ. β΄ 1-12) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)
(Μαρκ. β΄ 1-12)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Ὅπως μᾶς λέγει τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ὕστερα ἀπὸ μία περιοδεία του, ξαναγύρισε στὴν Καπερναούμ. Ὅταν ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι βρίσκεται σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς πόλεως, συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ τόσοι πολλοί, ὥστε νὰ μὴν χωροῦν ὅλοι μέσα, ἀλλὰ ἔμειναν στριμωγμένοι γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο του. Ἦρθαν τότε τέσσερεις ἄνδρες κουβαλώντας μὲ τὰ χέρια τους ἕνα παράλυτο, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ πλησιάσουν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους, χάλασαν τὴ στέγη καὶ κατέβασαν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸ Χριστό. Ἐκεῖνος φαίνεται νὰ μὴν ἔδωσε σημασία στὸ πρόβλημα τῆς ἀρρώστειας, ἀλλὰ προσέχοντας τὴν πίστη ἐκείνων ποὺ τὸν ἔφεραν, πρόσφερε στὸν παραλυτικὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Τὸ πρῶτο, ὅπως φαίνεται, ποὺ ἐνδιαφέρει τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι ἡ σωματικὴ θεραπεία, ἀλλὰ ἡ πνευματική, ποὺ γίνεται μὲ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, διότι μᾶς ἀποκόπτει ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν. Ὅσο μέσα μας ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐμποδίζεται νὰ φθάση στὴν καρδιά μας. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ παραμένουμε ὁλόκληροι μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης, κυριευμένοι ἀπὸ
τὰ πάθη τοῦ φθόνου, τῆς μνησικακίας, τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας καὶ πολλῶν ἄλλων. Αὐτὰ τὰ πάθη δημιουργοῦν τὸ ἄγχος καὶ τὴ βαθιὰ θλίψη ἤ τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὴ σωστὴ προστασία τοῦ σώματος καὶ ἔτσι ὁδηγοῦν συχνὰ σὲ ἀσθένειες καὶ ποικίλες ἄλλες ταλαιπωρίες. Τὸ χειρότερο ὅμως ἀπὸ ὅλα εἶναι ὅτι ἡ ἀμαρτία προκαλεῖ αἰώνιο κακό. Ἐὰν δὲν συγχωρηθῆ μᾶς κρατάει μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ, ἀπόλυτα δυστυχισμένους, κολασμένους, καὶ μετὰ τὸν θάνατο, γιὰ πάντα.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο. Καὶ πρῶτον ἀπ’ ὅλα νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μάλιστα ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζί. Κι ἀκόμη νὰ τὸν σώση ὄχι προσωρινά, ἀλλὰ γιὰ πάντα, αἰώνια.
Τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς αἰώνιας σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο, ἐπειδὴ ἀπαιτεῖ τὴ δική μας συνεργασία μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς σώση μόνος του μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐκολία, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ τὸ κάνη αὐτὸ χωρὶς τὴ δική μας θέληση. Γι’ αὐτὸ στὴν προσπάθειά του νὰ μᾶς σώση ἐνεργεῖ κατὰ τέτοιο σοφὸ τρόπο, ὥστε καὶ τὴν ἐλευθερία μας νὰ μὴν προσβάλη καὶ τὸ σωτήριο ἔργο του νὰ ἐπιτύχη.
Μὲ τὸ σοφὸ καὶ θεῖο του σχέδιο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θέλει νὰ μᾶς βγάλη πρῶτα ἀπὸ τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ νὰ μᾶς φωτίση μὲ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Θέλει νὰ μᾶς μάθη νὰ διακρίνουμε τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ ψεύτικο καὶ
νὰ ἐπιζητοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ μᾶς συμφέρει. Θέλει νὰ προτιμοῦμε τὸ μόνιμο καὶ αἰώνιο ἀπὸ τὸ προσωρινὸ καὶ ἐφήμερο. Κι ὅλα αὐτὰ θέλει νὰ τὰ κάνουμε ἐλεύθερα καὶ ὄχι ἀναγκαστικά. Τότε μποροῦμε νὰ συνεργασθοῦμε μαζί του καὶ Ἐκεῖνος μᾶς χαρίζει τὴ σωτηρία, θεραπεύει καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Γι αὐτὸ ἡ κύρια φροντίδα τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἱστορία εἶναι νὰ δείξη ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἴσος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τὸν πιστεύσουν ὡς ἀληθινὸ Θεό, τότε μποροῦν νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦν καὶ νὰ συνεργασθοῦν μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία τους. Στὴν ἱστορία τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ὑπέρχουν τρία σημεῖα, στὰ ὁποῖα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς φανερώνει τὴν θεότητά του.
Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο συγχωρεῖ τὶς ἀμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ. Ὁ πρῶτος λόγος, ποὺ εἶπε μόλις ἀντίκρυσε τὸν παραλυτικὸ, ἦταν· «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Εἶναι γνωστὸ ὅτι κανένας ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήση ἁμαρτίες ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς ὅμως μποροῦσαν νὰ ἐξακριβώσουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι πραγματικὰ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες; Τὴν πραγματικὴ συγχώρηση τὴν ἀπέδειξε ὁ Χριστὸς μὲ δύο ἄλλες πράξεις, ἐπίσης ἀποκλειστικές γιὰ τὸν Θεό. Ἡ μία ἦταν ὅτι διάβασε τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν Γραμματέων. Μόλις ἐκεῖνοι ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο ἐξήγγειλε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, σκέφθηκαν μέσα τους,· «Γιατὶ βλασφημεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν
τρόπο; Ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;» Ὁ Ἰησοῦς κατάλαβε ἀμέσως τὶ εἶχαν στὴ σκέψη τους, καὶ τοὺς ρώτησε· «Γιατὶ κάνετε αὐτὲς τὶς σκέψεις μέσα σας;» Καὶ αὐτὸ εἶναι γνώρισμα μόνον τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζη μυστικὲς σκέψεις ἄλλου ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς, ποὺ μόνος τὶς γνωρίζει μὲ τόση εὐκολία, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Τέλος, ὁ Χριστὸς προχώρησε καὶ στὸ τρίτο σημεῖο. Θεράπευσε τὸν παραλυτικό. Αὐτὸ ἦταν ἕνα ἐξωτερικὸ καὶ θαυμαστὸ σημεῖο, ποὺ τὸ εἶδαν ὅλοι, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνη ἀπὸ μόνος του κανένας ἄνθρωπος. Μόνον ὁ Θεός. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔδειξε ὅτι, ὅπως μπορεῖ νὰ κάνη ὡς Θεὸς αὐτὸ ποὺ φαίνεται, δηλαδὴ νὰ θεραπεύση ἕνα παράλυτο, ἔτσι μπορεῖ νὰ κάνη καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν φαίνεται, δηλαδὴ νὰ συγχωρήση τὶς ἁμαρτίες. Μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς πράξεις ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του ὡς ἀληθινὸ Θεό καὶ ἔδωκε τὴν εὐκαιρία στοὺς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους νὰ συνεργασθοῦν μαζί του καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ σωτηρία.
Μὲ ὅσα ἔκανε καὶ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ πολλαπλὸ θαῦμα τοῦ παραλυτικοῦ μαθαίνει καὶ σὲ μᾶς νὰ ἱεραρχοῦμε τὰ πράγματα σωστὰ καὶ νὰ ἐνδιαφερόμαστε πρῶτα γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια καὶ ὕστερα γιὰ τὰ ἐγκόσμια καὶ τὰ ἐφήμερα. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

B' Κυριακή των Νηστειών (Αγ. Γρηγορίου Παλαμά).Η ένωση με τον Θεόν “Σοί λέγω, έγειρε και άρον τον κράββατόν σου και ύπαγε εις τον οίκόν σου...”.



Τη δεύτερη Κυριακή των Νηστειών, τιμούμε τη μνήμη ενός μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας μας και αγωνιστή της Ορθοδοξίας, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος προβάλλει ως ζωντανό παράδειγμα αγωνιστικότητας για τον καθένα μας.  Η μορφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά καταξιώνεται στο Ορθόδοξο Χριστιανικό στερέωμα με τους μεγάλους αγώνες που ανέλαβε για την προάσπιση της Ορθόδοξης Πίστης μας.  Ειδικότερα, ο Άγιος Γρηγόριος αντέκρουσε με επιτυχία τις μεγάλες πλάνες του Καλαβρού Βαρλαάμ, ο οποίος εκπροσωπώντας το πνεύμα της Δύσης, ισχυριζόταν ότι ο άνθρωπος μόνο νοησιαρχικά θα μπορούσε να πλησιάσει τον Θεό.  Ουσιαστικά, εκείνο που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε ο Βαρλαάμ ήταν ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να πλησιάσει σε μια πραγματική προσωπική σχέση το Θεό.    Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αφού απέρριψε τις πλάνες αυτές που έθεταν υπό αμφισβήτηση το όλο οικοδόμημα του σωτηριολογικού έργου του Κυρίου μας, τόνισε εμφαντικά τόσο μέσα από το παράδειγμα του όσο και μέσα από τη διδασκαλία του ότι όχι μόνο ο άνθρωπος θα μπορούσε να αναπτύξει μια πραγματική σχέση με τον Θεό αλλά και μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας να ενωθεί μαζί Του.  Αυτή λοιπόν είναι η μεγάλη αλήθεια που καλείται ο κάθε πιστός να εγκολπωθεί ως μια πραγματικότητα ζωής για να μπορέσει να συνεχίσει επιτυχώς να διανύει το Στάδιο των Αρετών που τόσο όμορφα ξετυλίγει μπροστά του η Εκκλησία.  Ο Παραλυτικός  Η διδασκαλία της μεγάλης αυτής μορφής της Εκκλησίας μας, του Γρηγορίου του Παλαμά, που έζησε τον 14ο αιώνα, παραπέμπει και στην αλήθεια του Ευαγγελίου μας, η περικοπή του οποίου αναφέρεται σήμερα στο περιστατικό της θεραπείας του παραλυτικού.    Πολλά είναι τα πρόσωπα που προβάλλουν στη συγκεκριμένη περικοπή.  Πρώτα απ΄ όλα ο Κύριός μας, διδάσκαλος για ακόμα μια φορά της Θείας αλήθειας και παράλληλα φιλάνθρωπος ιατρός μιας δυστυχισμένης ανθρώπινης ύπαρξης.  Έπειτα ο παραλυτικός, οι γραμματείς και ακόμα το συναγμένο πλήθος.  Τέλος είναι και οι τέσσερις μεταφορείς του παραλυτικού.  Αυτοί που με αγάπη και αποφασιστικότητα τον μετέφεραν κοντά στον Ιησού και συνεργάστηκαν με τον τρόπο τους στη θαυμαστή θεραπεία.    Εκείνο που τονίζεται μεταξύ άλλων είναι η μεγάλη πίστη που φανερώνεται σε πολλές περιπτώσεις θαυμάτων.  Και ακριβώς την πίστη αυτή βλέπονταν ο Κύριος χαρίζει την ίαση και την άφεση των αμαρτιών στον παράλυτο.  Ο ίδιος άλλωστε επισημαίνει σε άλλη περίπτωση πόση δύναμη κρύβει η ζωντανή πίστη.  Τι εκπληκτικά πράγματα μπορεί να επιτελέσει.  Είναι ενδεικτική η διαβεβαίωση ότι η αληθινή πίστη μετακινεί ακόμη και βουνά.    Αγαπητοί αδελφοί,  η ζωή, το παράδειγμα αλλά και η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μας παραπέμπουν στην πίστη εκείνη που οδηγεί τον άνθρωπο σε δισθεώρητα πνευματικά ύψη.  Στην κατάσταση της θέωσης, όπου ο άνθρωπος βιώνει σαν πραγματικότητα αληθινής ζωής την ένωσή του με τον Θεό.  Τα κατορθώματα της πίστης τα είδαμε και μέσα από την σημερινή ευαγγελική περικοπή, τα μηνύματα της οποίας ας γίνουν αιώνιος οδηγός στη ζωή μας.  
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

Κυριακή Β’ Νηστειών – Η θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ Η πίστη κάνει θαύματα!

Η θεραπεία του παραλύτου

Η πίστη κάνει θαύματα!

Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία: ο Κύριος βρίσκεται σε κάποιο σπίτι στην Καπερναούμ. Κι αμέσως έτρεξαν κοντά του τόσο πολλοί, ώστε γέμισε όλο το σπίτι και δεν χωρούσε πλέον κανείς άλλος εκεί. Ενώ όμως ο Κύριος δίδασκε το λαό, τέσσερις άνθρωποι μετέφεραν εκεί, πάνω σ’ ένα κρεβάτι, έναν παράλυτο. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν μέσα στο σπίτι, ανέβηκαν στη στέγη του σπιτιού και την ξήλωσαν πάνω από το σημείο που βρισκόταν ο Κύριος. Κατόπιν κατέβασαν σιγά-σιγά το κρεβάτι. Και καθώς ο Κύριος είδε μπροστά του τον παράλυτο, διέγνωσε τη μεγάλη πίστη που είχε κι αυτός και οι άλλοι που τον μετέφεραν.
Διότι οι φίλοι του παραλύτου δεν θα έφερναν τον φίλο τους στον Χριστό, αν δεν είχαν μια τόσο μεγάλη και δυνατή πίστη. Και μάλιστα μετέφεραν τον φίλο τους με τόσες δυσκολίες και κόπους μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων. Χωρίς να υπολογίσουν τις αντιδράσεις του ιδιοκτήτη, έκαναν μία πράξη τόσο επικίνδυνη! Διότι η ανάβαση του παραλύτου στη στέγη του σπιτιού και η κάθοδός του από το άνοιγμα της στέγης ήταν δύσκολη επιχείρηση και είχε πολλούς κινδύνους. Αυτοί όμως δεν υπολόγισαν τίποτε, διότι είχαν μεγάλη πίστη. Τέτοια πίστη άλλωστε είχε κι ο παράλυτος, διότι δεν θα δεχόταν να τον μεταφέρουν με τον τρόπο αυτό, εάν δεν πίστευε ότι ο Ιησούς μπορούσε να τον κάνει καλά.
Και διδασκόμαστε έτσι πόσο μεγάλα θαύματα μπορεί να κάνει η θερμή και ακλόνητη πίστη. Μια τέτοια πίστη χρειαζόμαστε κι εμείς. Μια πίστη που δεν θα υπολογίζει εμπόδια, κινδύνους και συνέπειες, θα ξεπερνά τα όρια της περιορισμένης λογικής. Αυτή την πίστη που θα μεταμορφώνει τη ζωής μας και θα μας οδηγεί στην υπακοή του θείου θελήματος. Βέβαια η πίστη είναι θείο δώρο, ουράνιο χάρισμα, και η καλλιέργεια της πίστεως είναι έργο μιας ολόκληρης ζωής. Γι’ αυτό θα πρέπει να ζητούμε από τον άγιο Θεό με όλη τη θέρμη της καρδιάς μας να μας κάνει ανθρώπους πίστεως, για να παραθέτουμε τον εαυτό μας και τη ζωή μας ολόκληρη στα χέρια του παντοδυνάμου Θεού.

Πρώτα η ψυχή μας

Καθώς ο Κύριος διέγνωσε αυτή τη μεγάλη πίστη τους, λέει στον παράλυτο: «Παιδί μου, σου έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες σου, οι οποίες είναι η αιτία της σωματικής παραλυσίας σου». Μόλις όμως άκουσαν τα λόγια του Κυρίου μας οι Φαρισαίοι, άρχισαν να σκέφτονται: Γιατί ο άνθρωπος αυτός ξεστομίζει τέτοιες βλασφημίες; Ποιος άλλος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνο ο Θεός; Ο Κύριος όμως, που κατάλαβε της πονηρές σκέψεις τους, τους είπε: Γιατί έχετε τέτοιους κακούς λογισμούς; Τι είναι ευκολότερο, να πω στον παράλυτο «είναι συγχωρημένες οι αμαρτίες σου», ή να του πω, «πάρε στον ώμο σου το κρεβάτι σου και περπάτα»; Για να μάθετε λοιπόν ότι ο υιός του ανθρώπου έχει εξουσία στη γη να συγχωρεί αμαρτίες, λέει στον παράλυτο: Σε σένα μιλώ, πάρε το κρεβάτι στον ώμο σου και πήγαινε στο σπίτι σου.
Και ο παράλυτος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και έφυγε από το σπίτι εκείνο. Τον είδαν όλοι με τα μάτια τους και έκπληκτοι δόξαζαν τον Θεό λέγοντας ότι ποτέ δεν είδαμε παράλυτο με μία προσταγή να σηκώνεται αμέσως και να περπατά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Από την όλη διήγηση του θαύματος φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο παράλυτος αυτός έπασχε από διπλή παραλυσία. Ήταν άρρωστος και στο σώμα και στην ψυχή. Οι πολλές αμαρτίες του είχαν παραλύσει και την ψυχή και το σώμα του. Και ο Κύριος ήθελε να λυτρώσει τον παράλυτο πρώτα από την παραλυσία της ψυχής του, που ήταν η αιτία της ασθενείας του.
Ο Κύριος βέβαια κάποιες φορές μπορεί να συγχωρεί τις αμαρτίες μας χωρίς να θεραπεύει τις ασθένειές μας. Ή και αντίθετα, να θεραπεύει τις ασθένειές μας χωρίς να συγχωρεί τις αμαρτίες μας, όταν εμείς μένουμε αμετανόητοι. Αλλά τότε ποια ωφέλεια μπορούμε να έχουμε όταν μείνει μέσα στην ψυχή μας το δηλητήριο της αμαρτίας; Αντίθετα, όταν με τη μετάνοια και ιερά Εξομολόγηση συμφιλιωθούμε με τον Θεό, ακόμη κι αν δεν θεραπευθούν οι ασθένειές μας, αισθανόμαστε το φορτίο των ασθενειών μας πιο ελαφρό και κερδίζουμε αιώνια σωτηρία!
Μη λέμε λοιπόν «πάνω απ’ όλα η υγεία». Λάθος! Πάνω απ’ όλα η υγεία της ψυχής μας! Τι να το κάνεις να ζήσεις υγιής πολλά χρόνια και να υποφέρεις αιωνίως φρικτούς πόνους στην κόλαση; Εμείς βέβαια, όταν αρρωστήσει το σώμα μας, τρέχουμε στους καλύτερους γιατρούς, και καλά κάνουμε. Για την ψυχή μας όμως, που είναι συχνά άρρωστη, θα πρέπει να δείχνουμε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Να τρέχουμε τακτικά στο μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως. Εκεί ο γιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας θα μας προσφέρει την ίαση της ψυχής μας. Και εάν το κρίνει ωφέλιμο για μας, θα μας χαρίζει και την υγεία του σώματος. Εμείς πάντως ας το κατανοούμε, ας το εφαρμόζουμε και ας το λέμε: «πάνω απ’ όλα η υγεία… της ψυχής μας».

Ομιλία κατά την Κυριακή Β’ Νηστειών της Αγίας Τεσσαρακοστής (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)

Για τον παράλυτο που εθεραπεύτηκε στην Καπερναούμ από τον Κύριο και προς τους ομιλούντας ακαίρως μεταξύ τους κατά τις ιερές συνάξεις στην Εκκλησία
Μικρή περίληψη της 10ης ομιλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: Εις τον παραλυτικόν της Καπερναούμ, την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, την μετέπειτα αφιερωθείσαν εις τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν. Ο παράλυτος της Καπερνα­ούμ εφέρετο υπό τεσσάρων ανδρών προς θεραπείαν παρά του Ιησού. Ο ψυχικώς παράλυτος, μετανοών, φέρεται εις τον Κύ­ριον από τέσσαρας δυνάμεις· την αυτοκριτικήν, την εξομολόγησιν, την υπόσχεσιν αποχής από τα κακά εις το μέλλον, την δέησιν προς τον Θεόν. Η οροφή την οποίαν θα χαλάσωμεν δια να φθάσωμεν εις τον Κύριον είναι ο νους, ο οποίος πρέπει να καθαρθή δια να καθοδηγή και το σώμα.

1. Σήμερα θα ειπώ προς την αγάπη σας ως προοίμιο τα ίδια τα δεσποτικά λό­για, μάλλον δε την πεμπτουσία του ευαγγελικού κηρύγματος· «μετανοεί­τε, διότι ήγγισε η βασιλεία των ουρα­νών» (Ματθ. 3, 21). Και δεν ήγγισε μόνο, αλλά και είναι μέσα μας· διότι, είπε πάλι ο Κύ­ριος, «η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας» (Λουκ. 17, 21). Και δεν είναι μόνο μέσα μας, αλλά σε λίγον καιρό φθάνει περιφανέστερα, για να καταργήση κάθε αρχή και εξου­σία και δύναμι και να προσφέρη την ακαταμάχητη ισχύ, τον αδαπάνητο πλούτο, την αναλλοίωτη και άφθαρτη και ατελεύτη­τη τρυφή και δόξα, εξουσία και δύναμι, μόνο σ' αυτούς που έχουν ζήσει εδώ κατά το θέλημα και την αρέσκεια του Θεού.

2. Επειδή λοιπόν η βασιλεία του Θεού και ήγγισε και μέσα μας είναι και σε λίγον καιρό φθάνει, ας καταστήσωμε τους εαυ­τούς μας με τα έργα της μετανοίας αξίους αυτής. Ας βιάσωμε τους εαυτούς μας ανακόπτοντας τις πονηρές προλήψεις και συν­ήθειες· διότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν. Ας ζηλεύσωμε την υπομονή, την ταπείνωσι και την πίστι των θεοφόρων πατέρων μας· διότι λέγει, «εξετάζοντας τα αποτελέσματα της διαγωγής τούτων, να μιμήσθε την πίστι τους» (Εβρ. 13, 7). Ας νεκρώσωμε τα μέλη μας τα επίγεια, πορ­νεία, ακαθαρσία, κάθε κακό πάθος, και την πλεονεξία, και μά­λιστα κατά την διάρκεια των ιερών τούτων ημερών της νηστείας. Γι' αυτό ακριβώς η χάρις του Πνεύματος κατά σειρά, πρώτα μας εδίδαξε περί της μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσε­ως του Θεού, έπειτα μας υπενθύμισε περί της εξορίας του Αδάμ και μετά από αυτό μας υπέδειξε την ασφαλέστατη πίστι [Ο Γρηγόριος εννοεί το εορταστικό περιεχόμενο των τριών πρώτων Κυ­ριακών του Τριωδίου, Απόκρεω, Τυρινής, Ορθοδοξίας], έτσι ώστε με το φόβο της πρώτης και με τον θρήνο της δευτέρας να τηρούμε με βεβαιότητα την πίστι, να συμμαζεύωμε τους εαυ­τούς μας, να μη παραδιδώμαστε στην ακράτεια, να μη ανοίγωμε θύρα και προσφέρωμε χώρο δια της άπιστης και άπληστης κοι­λίας σε όλα τα πάθη και φθάνωμε στην ευρύχωρη και πλατειά οδό, καταστρεφόμενοι μ' ευχαρίστησι κατά κάποιον τρόπο· αλλά, αφού αγαπήσωμε την στενή και θλιμμένη οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή, της οποίας αρχή και πρώτο στάδιο είναι η νηστεία, να διανύσωμε αυτήν την τεσσαρακοστή των νηστησίμων ημερών με ευρωστία.

3. Πραγματικά εάν, όπως για κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλλη­λος καιρός, κατά τον Σολομώντα (Εκκλ. 3, 1) και για όλα υπάρχει ο χρό­νος, έτσι καιγια την εκτέλεσι της αρετής πρέπει κανείς να ζητήση τον κατάλληλο καιρό,αυτός εδώ είναι καιρός, αυτή η τεσσαρακοστή των ημερών. Εάν δε και όλος ο βίος των ανθρώ­πων είναι επιτήδειος για την κατάκτησι της σωτηρίας, πολύ πε­ρισσότερο είναι ο καιρός αυτός της νηστείας· καθ' όσον και ο αρχηγός και χορηγός της σωτηρίας μας Χριστός έκαμε την αρχή από νηστεία, και στο στάδιό της κατεπάλαισε και κατεντρόπιασε τον δημιουργό των παθών Διάβολο, που του επετέθηκε παντοιοτρόπως. Όπως πραγματικά η ακρασία της κοιλιάς που αναιρεί τις αρετές είναι γεννήτρια της εμπαθείας, έτσι και η εγκράτεια, που αναιρεί τους από την ακρασία μολυσμούς, εί­ναι γεννήτρια της απαθείας. Εάν δε η ακρασία προξενεί και προξένησε τα πάθη που δεν υπήρχαν σ' εμάς, πώς, όταν υπάρ­χουν, δεν θα τα αυξήση και στηρίξη, όπως η νηστεία θα τα μειώση και θα τα αφανίση; Είναι δε συζυγικαί μεταξύ τους η νηστεία και η εγκράτεια, έστω και αν για τους συνετούς ερευνητάς πότε πλεονεκτή η μία και πότε η άλλη.

4. Ας μη τις διαζεύξωμε λοιπόν κι' εμείς τώρα, αλλά κατά την διάρκεια των πέντε ημερών της εβδομάδος ας τηρούμε περισ­σότερο τη νηστεία, ενώ κατά το Σάββατο και την Κυριακή ας προσέχωμε μάλλον στην εγκράτεια παρά στην νηστεία, για να ακούωμε με σύνεσι τα ευαγγελικά λόγια, τα οποία θα μας αναγ­γείλουν σήμερα την θαυμαστή ίασι του παραλύτου που πραγματοποιήθηκε από τον Κύριο όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Καπερναούμ (Μαρκ. 2, 1-12, Ματθ. 9, 1-8, Λουκ. 5, 17-26). Τον καιρό εκείνο, λέγει ο θεηγόρος Μάρκος, «εισήλθε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ για ημέρες» (Μάρκ. 2, 1). Αυτήν δε την Καπερναούμ ονομάζει ιδιαιτέρα πόλι του Κυρίου ο Ματ­θαίος. Διότι ιστορώντας και αυτός τα σχετικά με τον παράλυτο τούτον, λέγει, «ήλθε ο Ιησούς στη δική του πόλι» (Ματθ. 4, 12). Πραγματι­κά, αφού εβαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη και το Πνεύμα επέταξε επάνω σ' αυτόν, εξάγεται στην έρημο από το Πνεύμα για δοκιμασία και μετά την νίκη του κατά του πειρα­σμού επανήλθε και περιερχόταν τα πλησιόχωρα του Ιορδάνη διδάσκοντας και μαρτυρούμενος με πολλούς τρόπους από τον Βαπτιστή, μέχρις ότου ο Ιωάννης εφυλακίσθηκε από τον Ηρώδη. Τότε δε, όπως λέγει ο Ματθαίος, «ανεχώρησε στην Γαλιλαία και εγκαταλείποντας την Ναζαρέτ, ήλθε και κατοίκη­σε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ» (Ματθ. 4, 12).

5. Εξερχόταν λοιπόν από αυτήν στις ερήμους χάριν προσευ­χής και στις κωμοπόλεις των γειτόνων για να κηρύττη και πάλι επανερχόταν σ' αυτήν. Γι' αυτό ο μεν ευαγγελιστής Ματθαίος την ωνόμασε ιδιαιτέρα πόλι του, ο δε Μάρκος λέγει ότι εισήλ­θε πάλι στην Καπερναούμ για ημέρες. «Και άκουσαν ότι είναι σ' ένα οίκο και αμέσως συναθροίσθηκαν πολλοί, ώστε να μη χωρούν άλλους ούτε τα σημεία γύρω από τη θύρα»· διότι, αφού τον περισσότερο χρόνο έμενε εκεί, αναγνωρίσθηκε καλύτερα δια των πολλών και μεγάλων θαυμάτων και λόγων, γι' αυτό και εποθείτο υπερβολικά. Καθώς ήκουσαν λοιπόν ότι είναι πάλι κοντά, συνέρρευσαν πολυπληθείς· όπως δε λέγει ο Λουκάς εί­χαν συνέλθει και από κάθε πόλι, μεταξύ δε των συνελθόντων ήσαν Γραμματείς και Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι· και απηύ­θυνε προς αυτούς τον λόγο. Τούτο δε ήταν το κυριώτερο έργο του, όπως και προκαταβολικώς εδήλωσε με τα λόγια· «εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού» (Λουκ. 8, 5), δηλαδή τον λόγο της διδασκαλίας, και «ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια» (Ματθ. 9, 13), η δε κλήσις γίνεται με τον διδακτικό λόγο. Τούτο ήθε­λε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγε, «η πίστις γεννάται από την ακοή, η δε ακοή δια του λόγου του Θεού» (Ρωμ. 10, 17).

6. Απηύθυνε λοιπόν ο Κύριος σ' όλους γενικώς και χωρίς φθόνο τον λόγο της μετανοίας, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, τα λόγια της αιώνιας ζωής. Καιόλοι μεν ήκουαν, αλλά δεν υπήκουαν όλοι· διότι φιλήκοοι μεν και φιλοθεάμονες είμαστε όλοι, φιλάρετοι δε δεν είμαστε όλοι. Πραγματικά είμαστε καμωμένοι να ποθούμε πλην των άλλων να γνωρίζωμε και τα σχετικά με την σωτηρία, γι' αυτό οι περισσότεροι όχι μόνο ακούουν ευχα­ρίστως την ιερά διδασκαλία, αλλά και διερευνούν τους λόγους, εξετάζοντάς τους κατά την άποψί του ο καθένας σύμφωνα με την άγνοια ή σύνεσι που τον κατέχει. Για να φέρωμε όμως τους λόγους σε έργο ή και να καρπωνώμαστε από αυτούς ωφέλιμη πίστι, χρειάζεται ευγνωμοσύνη και αγαθή προαίρεσις, η οποία δεν ευρίσκεται εύκολα, και μάλιστα ανάμεσα σ' αυτούς που δι­καιώνουν εαυτούς και είναι κατά τους εαυτούς των ειδήμονες, όπως ακριβώς ήσαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι μεταξύ των Ιουδαίων.

7. Γι' αυτό και τότε, μένοντας στον οίκο εκείνο, ήκουσαν το λόγο κι' έβλεπαν τα τελούμενα θαύματα, εβλασφημούσαν όμως περισσότερο παρά επαινούσαν τον δια των έργων και λόγων ευεργέτην. Πραγματικά, όταν ο Κύριος εδίδασκε και όλοι ή οι περισσότεροι εδέχονταν με ανοικτά αυτιά τους λόγους της χά­ριτος που εκπορεύονταν από το στόμα του, λέγει, «έρχονται κά­ποιοι προς αυτόν, που έφεραν ένα παραλυτικό και τον εσήκωναν τέσσερις, οι οποίοι μη μπορώντας να τον πλησιάσουν εξ αι­τίας του πλήθους εξεσκέπασαν την στέγη της οικίας όπου ήταν ο Κύριος και ανοίγοντας τρύπα κατέβασαν το κρεββάτι στο οποίο εκοιτόταν ο παραλυτικός». Είναι δυνατό να νομισθή ότι η πράξις όλη είναι αποτέλεσμα της πίστεως των συνοδών και ότι ο Κύριος έδωσε στη συνέχεια την ίασι διότι εξετίμησε την πίστι τους· αλλ' εγώ νομίζω ότι τούτο δεν είναι αληθινό. Εάν πραγματικά ο Κύριος, θεραπεύοντας το αγόρι του αρχισυναγώγου, δεν εζήτησε την πίστι από αυτό, όπως ούτε από την θυγα­τέρα της Χαναναίας ή του Ιαείρου, αρκούμενος στην πίστι αυ­τών που προσήλθαν υπέρ αυτών, αλλ' από αυτούς η μεν θυγατέ­ρα του Ιαείρου ήταν αποθαμένη, η της Χαναναίας ήταν ψυχο­παθής, το δε αγόρι ούτε καν ήταν παρόν· ο παράλυτος αυτός όμως ήταν παρών και κύριος του λογικού του, αν και ήταν πα­ράλυτος στο σώμα. Γι' αυτό νομίζω ότι μάλλον από την ελπίδα και πίστι του παραλυτικού εδέχθηκαν την πίστι στον Κύριο και οι συνοδοί του κι' ενθαρρύνθηκαν να προσέλθουν σ' αυτόν. Πειθόμενοι στον παραλυτικό τούτον τον μετέφεραν και τον ανέβασαν επάνω στη στέγη και τον κατέβασαν από εκεί εμ­πρός στον Κύριο. Βέβαια εκείνοι δεν θα ενεργούσαν έτσι χωρίς τη θέλησι αυτού και η επίτασις της παραλύσεως προφανώς δεν είχε διαλύσει το λογικό αλλά μάλλον τα εμπόδια και προσκόμ­ματα στην πίστι.

8. Ο έρως της ανθρωπίνης δόξης απεμάκρυνε τους Φαρισαίους από την πίστι προς τον Κύριο· γι' αυτό έλεγε προς αυτούς, «πώς μπορείτε να πιστεύετε σ' έμενα, δεχόμενοι δόξα από ανθρώπους και μη ζητώντας τη δόξα από τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44). Αλλους πάλι τους εμπόδισαν από την προσέλευσι αγροί και γάμοι και φροντίδες βιωτικών έργων, πράγματα που η πάρεσις του σώματος τα παρέλυσε όλα και τα εξέβαλε από τους λογι­σμούς του παραλύτου. Και γι' αυτό στους αμαρτωλούς η νόσος είναι μερικές φορές ανώτερη της υγείας, διότι συνεργεί στη σωτηρία τους, και τις μεν έμφυτες ορμές προς την κακία αμβλύ­νοντας, το δε χρέος των σφαλμάτων εξοφλώντας κατά κάποιον τρόπο δια της κακώσεως, τους καθίστα δεκτικούς πρώτα της ψυχικής θεραπείας, έπειτα και της θεραπείας του σώματος, και μάλιστα όταν ο ασθενής, κατανοώντας ότι το κτύπημα είναι θε­ραπεία από τον Θεό, το βαστάζει γενναίως, προσπίπτει με πίστι στον Θεό και επικαλείται τον ιλασμό δια των έργων με όση δύ­ναμι έχει. Τούτο υπέδειξε κατά την δύναμί του και ο παράλυτος και παρέστησε ο Κύριος με τα λόγια και τα έργα του, αν και οι Φαρισαίοι, μη μπορώντας να το συλλάβουν, εβλασφημούσαν κι' εγόγγυζαν «αφού είδε», λέγει, «ο Ιησούς την πίστι τους, δηλαδή του κλινήρους που κατεβαζόταν και αυτών που τον κατέβαζαν από τη στέγη, λέγει στον παραλυτικό, τέκνο, συγχω­ρούνται οι αμαρτίες σου».

9. Τι μακαρία ονομασία. Ακούει το όνομα «τέκνο» και υιοποιείται από τον ουράνιο Πατέρα και προσκολλάται στον αναμάρτητο Θεό, γενόμενος και αυτός αμέσως αναμάρτητος δια της αφέσεως των αμαρτιών· για ν' ακολουθήση η ανακαίνισις του σώματος, λαμβάνει πρωτύτερα την ψυχή ανωτέρα της α­μαρτίας από τον γνωρίζοντα ότι, αφού πρώτα υπέπεσε η ψυχή στους βρόχους της αμαρτίας, επηκολούθησαν κατά τη δικαία κρίσι του οι νόσοι του σώματος και ο θάνατος.

10. Αλλ' οι Γραμματείς, όταν άκουσαν αυτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λαλεί αυτός βλάσφημα; ποιός μπορεί να αφήση αμαρτίες, εκτός ενός, του Θεού; Ο δε Κύριος, γνωρί­ζοντας ως ποιητής καρδιών και τους αφανείς λογισμούς των καρδιών των Γραμματέων, λέγει προς αυτούς· «τί διαλογίζεσθε αυτά τα πράγματα στις καρδιές σας; τί είναι ευκολώτερο, να ειπώ στον παραλυτικό, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να του ειπώ, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;». Επειδή κατά τους Γραμματείς ο Κύριος αδυνατούσε να θεραπεύση τον παράλυτο, κατέφυγε προς το αφανές μέρος, την άφεσι των αμαρτημάτων, που και μόνο να την ειπής με τον λόγο, και μάλι­στα τόσο αυθεντικώς και προστακτικώς, είναι μεν βλάσφημο, αλλά εύκολο και στου καθενός το χέρι. Γι’ αυτό λέγει προς αυτούς ο Κύριος, εάν ήθελα να εκφέρω κενούς λόγους, που δεν έχουν αποτέλεσμα σε πράξεις, θα ήταν εξ ίσου εύκολο να ειπώ χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα και την έγερσι του παραλυτικού και την άφεσι των αμαρτιών. Για να μάθετε όμως ότι ο λόγος μου δεν είναι ανενεργός, και ότι δεν κατέφυγα στην άφεσι της αμαρτίας επειδή τάχα αδυνατώ να προσφέρω την θεραπεία της νόσου, αλλ' έχω εξουσία θεϊκή επί της γης, ως Υιός ομοούσιος με τον ουράνιο Πατέρα, αν και έγινα ομοούσιος με σας τους αχαρίστους κατά σάρκα - τότε λέγει στον παραλυτικό-, «σου λέγω, σήκω, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου· και αμέσως εσηκώθηκε και παίρνοντας το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων».

11. Είναι αντίθετα προς τους διαλογισμούς των Γραμματέων και ο λόγος και το θαύμα τούτο, σε μερικά όμως σημεία και συμφωνούν. Πραγματικά το ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί αφ' εαυτού να συγχωρήση αμαρτίες, το αποδεικνύουν αληθινό, εκείνο όμως των Φαρισαίων, το ότι ο Χριστός είναι ψιλός άν­θρωπος αλλ' όχι Θεός παντοδύναμος, το αποδεικνύουν ψευδές και ασύνετο· διότι αυτό, που δεν είδε ποτέ κανείς ούτε άκουσε, εφανερώθηκε τώρα, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, που έχει διπλή φύσι και ενέργεια· ελάλησε κατά τον τρόπο μας ως άνθρωπος, έκαμε όσα θέλει με μόνο τον λόγο του και το πρόσταγμά του ως Θεός και επιβεβαίωσε με τα έργα ότι και στην αρχή, κατά το ψαλμικό, αυτός τα πάντα «είπε και έγιναν, διέταξε και εκτίσθηκαν» (Ψαλ. 32, 9). Γι' αυτό και τώρα στο λόγο του αμέσως επακολού­θησε το έργο. Πραγματικά αμέσως εσηκώθηκε ο παραλυτικός «και αφού πήρε το κρεββάτι του εξήλθε εμπρός στα μάτια όλων, ώστε να θαυμάζουν όλοι». Η μεν άφεσις των πταισμά­των με τον λόγο ενεργείται και από τους ανθρώπους, αν κάμη κάποιος πταίσμα σε βάρος τους, ασθένεια δε, και μάλιστα τόσο σοβαρή, να φυγαδευθή με πρόσταγμα και λόγο μόνο είναι στην εξουσία μόνο του Θεού. Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής επισημαί­νει ότι εθαύμασαν όλοι όσοι είδαν και εδόξασαν τον Θεό, δηλαδή ασφαλώς τον ίδιο τον εκτελεστή του παραδόξου τούτου έργου, μάλλον δε αυτόν που πράττει ένδοξα και εξαίσια έργα, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός· «έλεγαν, ότι ποτέ έως τώρα δεν είδαμε τέτοια πράγματα».

12. Αλλ' εκείνοι μεν αποδίδοντας την δοξολογία με λόγια και παρουσιάζοντας το θαύμα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα έλεγαν αυτά, ποτέ δεν είδαμε έως τώρα τέτοια πράγματα, εμείς όμως που δεν μπορούμε να λέγωμε τώρα τούτο (διότι είδαμε πολλά και πολύ μεγαλύτερα από αυτό θαύματα που ετελέσθηκαν όχι μόνο από τον Χριστό, αλλά και από τους μαθητάς του και τους διαδόχους των στη συνέχεια με μόνη την επίκλησι του ονόματος του Χριστού)· εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας τον δοξάσωμε με έργα τώρα, λαμβάνοντας και το θαύμα τούτο αναγωγικώς ως υπόδειγμα προς την αρετή. Διότι ο καθένας από τους προσ­κολλημένους στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή, κατακείμενος επάνω στην κλίνη της ηδυπαθείας και της φαινομενι­κής σαρκικής ανέσεως επάνω σ' αυτήν· αλλ' όταν πειθόμενος στις ευαγγελικές παραινέσεις με την εξομολόγησι κατανικά τις αμαρτίες του και την από αυτές προκληθείσα παράλυσι της ψυ­χής του, φέρεται προς τον Κύριο από τις εξής τέσσερις δυνά­μεις· την αυτοκριτική, την εξομολόγησιτων προηγουμένων αμαρτιών, την υπόσχεσι αποχής από τα κακά στο μέλλον και την δέησι προς τον Θεό. Αλλ' αυτά δεν μπορούν να φέρουν κοντά στο Θεό, αν δεν ξεσκεπάσουν την οροφή, ρίπτοντας κάτω τα κεραμίδια και το χώμα και τα άλλα υλικά. Όροφος δε είναι σ' εμάς το λογιστικό της ψυχής, εφ' όσον ευρίσκεται επά­νω από όλα όσα είναι σ' εμάς· έχει δε τούτο πολύ υλικό ευρι­σκόμενο επάνω του, την σχέσι προς τα πάθη και τα γήιναΌταν λοιπόν αυτή η σχέσις λυθή και αποτιναχθή από τα τέσ­σερα προλεχθέντα, τότε πραγματικά μπορούμε να κατεβασθούμε, δηλαδή να ταπεινωθούμε αληθινά και να προσπέσωμε και να προσεγγίσωμε τον Κύριο, να ζητήσωμε και να λάβωμε από αυτόν την θεραπεία.

13. Πότε δε γίνονται αυτά τα έργα της μετανοίας; Γίνονται όταν ήλθε ο Ιησούς στην πόλι του, δηλαδή μετά την σαρκική επιδημία του στον κόσμο, ο οποίος είναι δικός του αφού εκτίσθηκε από αυτόν, όπως λέγει περί αυτού και ο ευαγγελιστής, ότι «ήλθε στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον υποδέχθη­καν σ' εκείνους δε που τον υποδέχθηκαν έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του» (Ιω. 1, 11). Γι' αυτό και ο παραλυτικός νους, όταν προσκύνησε με τόση πίστι, ακούει αμέσως από αυτόν το όνομα «τέκνο» και λαμβάνει την άφεσι και τηνθεραπεία· και όχι μόνο αυτά αλλά προσλαμ­βάνει και δύναμι να σηκώνη και μεταφέρη το κρεββάτι στο οποίο ήταν ξαπλωμένος. Ως κρεββάτι δε να εννοήσης το σώμα στο οποίο είναι προσδεδεμένος και δια του οποίου επιδίδεται στα έργα της αμαρτίας ο νους που ακολουθεί τις σαρκικές ορέξεις.

14. Μετά τη θεραπεία όμως ο νους μας άγει και φέρει το σώμα σαν υποχείριο και δι' αυτού επιδεικνύει τους καρπούς και τα έργα της μετανοίας· ώστε όσοι βλέπουν, να δοξάσουν τον Θεό, βλέποντας σήμερα ευαγγελιστή τον χθεσινό τελώνη, απόστολο τον διώκτη, θεολόγο τον ληστή, υιόν του ουρανίου Πατρός τον προηγουμένως ζώντα με τους χοίρους, εάν δε θέλης, και σχεδιάζοντα μέσα του αναβάσεις και πορευόμενο από δόξα σε δόξα με την καθημερινή προκοπή προς το ανώτερο. Γι' αυτό και ο Κύριος λέγει προς τους ιδικούς του, «έτσι ας λάμψη το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον επουράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. 5, 16). Λέγει δε τού­το, για να παραγγείλη όχι να επιδεικνύωνται, αλλά να πολιτεύωνται θεοφιλώς. Όπως δε το φως ελκύει ανέτως τους οφθαλ­μούς των ορώντων, έτσι και η θεοφιλής διαγωγή μαζί με τους οφθαλμούς προσελκύει και τη διάνοια. Και όπως πάλι στην περίπτωσι του ηλιακού φωτός δεν επαινούμε τον αέρα που μετέ­χει της λαμπρότητος, αλλά τον ήλιο που έχει και παρέχει την αυγή της λαμπρότητος, και αν επαινέσωμε τον αέρα ως φωτει­νό, πολύ περισσότερο πρέπει τον ήλιο· έτσι και με εκείνον που δια των έργων της αρετής επιδεικνύει την λαμπρότητα του ηλίου της δικαιοσύνης· διότι αυτός, μόλις ιδωθή, σύρει προς την δόξα του επάνω στους ουρανούς Πατρός του ηλίου της δι­καιοσύνης Χριστού.

15. Και για να παραλείψω τώρα εγώ τις μεγαλύτερες αρετές θα αναφέρω τούτο· όταν μέσα στην ιερά εκκλησία παραστεκόμενος στον Θεό μαζί με σας στραφώ και ιδώ αυτούς που ανα­πέμπουν τους ύμνους και τις δεήσεις προς τον Θεό με σύνεσι και κατάνυξι ή κάποιον που στέκεται σιωπηλός και ακούει σύννους, ενθουσιάζομαι αμέσως και με μόνη τη θέα αυτή και γεμί­ζω αγαλλίασι και δοξάζω τον ουράνιο Πατέρα Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να πράξη κανείς κανένα καλό και δια του οποίου κατορθώνεται κάθε επίτευγμα των ανθρώπων.

16. Αλλά τί θα ειπούμε τώρα προς αυτούς που ούτε σιωπηλοί στέκονται ούτε συμψάλλουν, αλλά συναντούν αλλήλους και αναμιγνύουν τη λογική προς τον Θεό λατρεία μας με κοσμική συναναστροφή, ώστε ούτε αυτοί ακούουν τα ιερά και θεόπνευστα λόγια κι' εκείνους που θέλουν ν' ακούουν εμποδίζουν; «Έως πότε, αγαπητοί, θα χωλαίνετε κι' από τα δύο πόδια», θα έλεγε ο θεσβίτης Ηλίας (Γ’ Βασ. 18, 21), θέλοντας να επιδίδεσθε συγχρόνως με την προσευχή και σε λόγους ακαίρους και γηίνους και μη κατορθώνοντας φυσικά κανένα από τα δύο, αλλά καταστρέφον­τας το ένα με το άλλο, μάλλον δε φθείροντας αυτά δι' αλλήλων; Έως πότε κι' εδώ δεν θ' αποφύγετε τα λόγια της ματαιότητος, αλλά θα κάμετε τον οίκο της προσευχής οίκο εμπορείας ή λόγον εμπαθείας, οίκο στον οποίο λέγονται και ακούονται λόγια αιώνιας ζωής, αλλά από εμάς καθώς ζητούμε από τον Θεό με ακαταίσχυντη ελπίδα την αιώνια ζωή, αλλά δε από τον Θεό κα­θώς την προσφέρει σ' αυτούς που την ζητούν με όλη την ψυχή και τη διάνοια, αλλ' όχι σ' αυτούς που δεν στρέφουν ούτε καν όλη τη γλώσσα προς την αίτησι;

17. Τώρα, αδελφοί, η θυσία μας προς τον Θεό δεν τελείται με φωτιά, όπως επί του Μωυσέως, αλλά δια λόγου. Τότε λοιπόν, όταν ο Θεός εδεχόταν την θυσία φερομένην προς τα άνω με πυρ, οι μαζί με τον Κορέ επαναστάτες, επειδή προσέφεραν ξένο απ’ έξω πυρ, κατεκάησαν από το ιερό πυρ που ώρμησε προς αυτούς αυτομάτως (Αρ. 16, 34). Ας φοβηθούμε λοιπόν κι' εμείς μήπως, φέροντας απ' έξω ξένους λόγους στο λογικό τούτο θυ­σιαστήριο του Θεού, στην Εκκλησία δηλαδή, κατακριθούμε τελεσιδίκως από τους θείους λόγους που είναι σ' αυτήν, καθι­στώντας έτσι τους εαυτούς μας αξίους της απαισίας φωνής και καταδίκης. Ναι, ας φοβηθούμε, παρακαλώ, και όσο είμαστε εδώ να προσφέρωμε την ικεσία παριστάμενοι στον Θεό με φόβο· όταν δε εξέλθωμε από εδώθα επιδείξωμε την από εδώ μεταβολή των τρόπων προς το καλύτερο, μη γοητευόμενοι από κέρδη, και μάλιστα άδικα, αποφεύγοντας όρκους και μάλιστα τους ψευδείς, απέχοντας αισχρών λόγων, πολύ δε περισσότερο των σχετικών με αυτά πράξεων, της καταλαλιάς, του δόλου, της μεγαλαυχίας, διαπαιδαγωγώντας και κινώντας με θεόφρονα νου κάθε μέλος και αίσθησι, και φέροντας το σώμα και αναβιβά­ζοντάς το με λόγο και θείο φόβο, αλλά μη καταβιβαζόμενοι και κατεχόμενοι από το σώμα προς τις χαμερπείς και βδελυρές ορέξεις· διότι εμάθαμε από τον Παύλο κι' εγνωρίσαμε ότι, αν μεν ζούμε σαρκικώς, πρόκειται ν' αποθάνωμε, αν δε θανατώνωμε με το πνεύμα τις πράξεις του σώματος, θα ζήσωμε αιωνίως (Ρωμ. 8, 13).

18. Και τώρα ας κινήσωμε όλους όσοι μας βλέπουν σε δοξολόγησι του Θεού, αφού γνωρίσουν καλά ότι ο οίκος αυτός φέ­ρει μέσα του τον Χριστό, που σφίγγει τους παραλύτους κατά την ψυχή και παραγγέλλει να σηκώνουν και ανεβάζουν προς αυτόν με πνευματικό και θεοφιλή λογισμό τις σωματικές αι­σθήσεις και αντιλήψεις, αλλά να μη φέρωνται και καταρρί-πτωνται από αυτές ασυνέτως· και έτσι να υπάγουν στον πρα­γματικά δικό μας οίκο, δηλαδή στον ουρανό και στον υπερουράνιο χώρο, όπου ευρίσκεται τώρα ο Χριστός, ο κληρονόμος και κληροδότης μας.

19. Σ' αυτόν πρέπει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.






















(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)
 

ΚΥΡΙΑΚΗ Β ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


"Και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες,
αιρόμενον υπό τεσσάρων"

ΠΟΛΛΑ ΕΙΝΑΙ τα πρόσωπα που προβάλλουν στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Εν πρώτοις ο Κύριος μας, διδάσκαλος για μια ακόμη φορά της θείας αλήθειας και παράλληλα φιλάνθρωπος ιατρός μιας δυστυχισμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Έπειτα ο παραλυτικός, οι Γραμματείς, το συναγμένο πλήθος. Τέλος, οι τέσσερις μεταφορείς του παραλυτικού, αυτοί που με αγάπη και αποφασιστικότητα τον μετέφεραν κοντά στον Ιησού και συνείργησαν έτσι στη θαυμαστή θεραπεία του.
Αφήνοντας σήμερα άλλες πλευρές της ευαγγελικής διηγήσεως, ας εστιάσουμε την προσοχή μας στα πρόσωπα των τεσσάρων αυτών ανδρών, των αχθοφόρων της αγάπης, που σήκωσαν και οδήγησαν κοντά στο Χριστό τον παραλυτικό της Καπερναούμ. Το Ευαγγέλιο δεν μας παρέδωσε τα ονόματα τους. Τι μ' αυτό όμως; Πολύ μεγαλύτερη σημασία από το να γνωρίζαμε τα ονόματα τους έχει η πράξη τους, η συμπεριφορά που επέδειξαν και που κατέγραψε με ακρίβεια ο ιερός Μάρκος.

Όταν εμπνέει η αγάπη...

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΥ παρατηρούμε στους τέσσερις αυτούς άνδρες είναι η αγάπη που τους εμπνέει. Η γεμάτη στοργή στάση τους στο πλευρό του παράλυτου συνανθρώπου τους. Η πρόθυμη συμπαράσταση τους στον ανθρώπινο πόνο. Αγόγγυστα αφήνουν τις ασχολίες τους και τρέχουν με χαρά να βοηθήσουν έναν συνάνθρωπο τους. Πρέπει να τον σηκώσουν επάνω σ' ένα φορείο και να τον μεταφέρουν κοντά στον Χριστό. Και το κάνουν πρόθυμα, χωρίς να το θεωρούν ταπεινωτικό και να ντρέπονται.
Πόσο συγκινητική και αξιοθαύμαστη υπήρξε η πράξη τους φαίνεται αν τη συγκρίνουμε με τη στάση των άλλων. Του μεγάλου πλήθους. Ενώ, καθώς δείχνουν, διψούν να ακούσουν τη διδασκαλία του Χριστού. και γι' αυτό έτρεξαν και συνωστίζονταν στο σπίτι που βρισκόταν και δίδασκε ο Κύριος, απέναντι στον πόνο και τη δυστυχία του συνανθρώπου τους στέκονται ψυχροί και αδιάφοροι. Το θέαμα του παραλύτου που μετέφεραν οι τέσσερις άνδρες δεν τους συγκινεί. Κρατούν όλοι καλά τη θέση που έχουν καταλάβει και δεν θέλουν να παραμερίσουν για να φθάσει ο άρρωστος κοντά στο Χριστό.

Η γνήσια αγάπη γίνεται εφευρετική
ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΑΣΠΛΑΧΝΙΑ των πολλών, του πλήθους, υπερνικά ο ζήλος και το θερμό ενδιαφέρον των τεσσάρων. Συνάντησαν εμπόδια. Η προσπάθεια τους να φέρουν τον άρρωστο κοντά στον Ιησού φαίνεται εκ πρώτης όψεως αδύνατη. Και όμως δεν απογοητεύτηκαν. Δεν παραιτήθηκαν από το σκοπό τους. Επιμένουν και αρχίζουν να σκέπτονται τι θα μπορούσε να γίνει. Η αγάπη όταν είναι γνήσια και θερμή γίνεται εφευρετική. Επινοεί τρόπους για να υπερπηδά τα εμπόδια και να παρακάμπτει τις δυσκολίες. "Και επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος".
Εδώ ακριβώς έγκειται το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τη στάση των τεσσάρων μεταφορέων: η τόλμη της αγάπης και η εφευρετικότητα του ενδιαφέροντος τους. Είναι αυτό που επισημαίνει ο απόστολος Παύλος στον μαθητή του Τιμόθεο: "Ου γαρ έδωκεν υμίν ο Θεός πνεύμα δειλίας αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού" (Β' Τιμ. 1, 7).

Η ζωντανή πίστη αποτελεί το θεμέλιο της αγάπης

ΟΜΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ και ένα τρίτο στοιχείο που αποτελεί, θα λέγαμε, το θεμέλιο και των δυο άλλων. Και αυτό είναι η πίστη των τεσσάρων ανδρών. Μια πίστη που λάμπει και φανερώνεται όχι μόνο στα μάτια του παντογνώστη Κυρίου αλλά και όλων των συγκεντρωμένων. Πίστη δυνατή, που τους έκανε να ελπίζουν ακλόνητα ότι ο Κύριος είχε τη δύναμη και την αγαθότητα να ανορθώσει το ζωντανό εκείνο πτώμα και να το κάνει άνθρωπο υγιή. Πίστη ταπεινή, διότι, ενώ ο ασθενής ήταν παράλυτος και ανίκανος να μετακινηθεί, αυτοί δεν ζήτησαν να τον επισκεφτεί ο Χριστός για να τον θεραπεύσει, αλλά έφεραν αυτοί τον ασθενή στον Χριστό υπερνικώντας εμπόδια.
Και την πίστη αυτή βλέποντας ο Κύριος χαρίζει την ίαση και την άφεση αμαρτιών στον παράλυτο. Ο ίδιος άλλωστε επισημαίνει σε άλλη περίσταση πόση δύναμη κρύβει η ζωντανή πίστη. Τι εκπληκτικά πράγματα μπορεί να επιτελέσει. «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε…καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. 21,21).

Οι ανάγκες της εποχής και το δικό μας χρέος

Η ΣΤΑΣΗ ΑΥΤΗ των τεσσάρων άγνωστων ανδρών που εμπνέει η πίστη και καθοδηγεί η αγάπη, ανταποκρίνεται σ’ ένα υπαρκτό πρόβλημα. Καλύπτει μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη. Παρόμοια προβλήματα και ανάλογες ανάγκες εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα ανάμεσα μας. Στις συγκεκριμένες κοινωνίες και στις σύγχρονες συνθήκες στις οποίες ζούμε κι εμείς. Ας μνημονεύσουμε μερικές περιπτώσεις.
* Ξεχασμένοι άρρωστοι σε νοσοκομεία ή παρατημένοι τρόφιμοι σε διάφορα ιδρύματα. Άνθρωποι, που πέρα από τον πόνο που τους βασανίζει, αντιμετωπίζουν και την πικρία της μοναξιάς. Αισθάνονται εγκατελειμμένοι. Τους λείπει η ζεστασιά της ανθρώπινης παρουσίας. Το χαμόγελο και το ενδιαφέρον κάποιου που θα τους επισκεφτεί. Αισθάνονται – ιδιαίτερα όταν και η πίστη τους δεν είναι ζωντανή – ότι τους έχουν ξεχάσει οι πάντες, ο Θεός και οι άνθρωποι.
* Άνθρωποι ανήμποροι ή ανάπηροι, που περνούν μια ζωή ολόκληρη πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι ή κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Θέλουν να εκκλησιαστούν. Έχουν κι αυτοί ανάγκη ενός περιπάτου στην όμορφη φύση. Όμως κάποιοι θα πρέπει να τους φροντίσουν. Χρειάζονται, όπως όλοι μας, να κάνουν μερικές προμήθειες. Αλλά κάποιοι θα πρέπει να διαθέσουν τον απαιτούμενο χρόνο για να τους εξυπηρετήσουν.
* Άλλοι που είναι κατάκοιτοι και μόνοι, χωρίς κανένα στον κόσμο, έχουν ανάγκη από περιποίηση ή λίγη συντροφιά. Θέλουν να κουβεντιάσουν με κάποιον. Να πουν τον πόνο τους. Να επικοινωνήσουν κι αυτοί ως άνθρωποι μ’ έναν συνάνθρωπο τους.
* Απέναντι όλων αυτών των αδελφών μας έχουμε χρέος να σταθούμε με αγάπη. Να τους αναζητήσουμε όπου υπάρχουν. Να τους πλησιάσουμε με ενδιαφέρον. Να τους ακούσουμε με προσοχή. Στο όνομα του Χριστού ν’ απλώσουμε το χέρι μας και να τους συμπαρασταθούμε αδελφικά.
Ας μας εμπνέει στην άσκηση του ιερού αυτού χρέους το συγκινητικό παράδειγμα των τεσσάρων μεταφορέων του παραλύτου που είδαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο. Είναι ο δρόμος της ζωντανής και έμπρακτης αγάπης. Είναι ο δρόμος του Θεού. «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει» (Α’ Ιω. 4, 16).

Κυριακή Β Νηστειών Χριστός, η Αρχή και το Τέλος Από τα πρόσκαιρα στα αιώνια

Χριστός, η Αρχή και το Τέλος

Από τα πρόσκαιρα στα αιώνια

Στο αποστολικό Ανάγνωσμα της Β’ Κυριακής των Νηστειών ο απόστολος Παύλος διατυπώνει επιγραμματικά ένα μεγάλο μυστήριο της πίστεώς μας: ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά είναι και ο προαιώνιος και αναλλοίωτος Θεός. Και τεκμηριώνει τη μεγάλη αυτή δογματική αλήθεια αναφέροντας ένα χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης που απευθύνεται στον Υιό του Θεού και λέει: Εσύ, Κύριε, στην αρχή της δημιουργίας θεμελίωσες τη γη στο ουράνιο στερέωμα, και «ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις». Αυτοί θα εξαφανιστούν και το σχήμα τους θα αλλάξει. Εσύ όμως παραμένεις αμετάβλητος. Όλος ο κόσμος σαν ένδυμα θα παλιώσει, κι Εσύ θα τον περιτυλίξεις σαν ρούχο και θα γίνει καινούργιος. Εσύ όμως είσαι πάντοτε ο ίδιος και τα έτη σου θα είναι ατελείωτα. Στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος εξηγεί ότι ο Κύριός μας είναι ασυγκρίτως ανώτερος από τους αγγέλους, θέτοντας το εξής ερώτημα: Σε ποιον από τους αγγέλους έχει πει ποτέ ο Θεός Πατήρ: Κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να υποτάξω τους εχθρούς σου και να τους βάλω κάτω από τα πόδια σου; Σε κανένα. Μόνο στον Υιό του το είπε.
Διότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο προαιώνιος Υιός του Θεού. Είναι ο δημιουργός της κτίσεως. Αυτός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και όλη την οικουμένη. Όλα μέσα στην κτίση φθείρονται, γηράσκουν και χάνονται. Το σύμπαν ολόκληρο είναι υπόδουλο στη φθορά και οδηγείται προς το τέλος του. Αλλά και η ιστορία των ανθρώπων διαρκώς μεταβάλλεται. Βασιλείες και αυτοκρατορίες εμφανίζονται, ακμάζουν, παρακμάζουν και τελικά εξαφανίζονται. Όλα κάποτε τελειώνουν, και οι εγκόσμιες επιτυχίες σβήνουν. Οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη. Κι εμείς ολοένα αλλάζουμε, στον κόσμο αυτό όλοι είμαστε προσωρινοί. Ήμασταν παιδιά, μεγαλώσαμε, θα γεράσουμε, θα φύγουμε. Η ζωή μας κλίνει προς τη δύση της. Θα πεθάνουμε και το σώμα μας θα διαλυθεί στον τάφο. Αλλά μετά από τον μακρύ αυτόν ύπνο θα αναστηθούμε και θα εισέλθουμε στην αιώνια ζωή.
Ας μην αφήνουμε λοιπόν την καρδιά μας να προσκολλάται στα επίγεια και φθαρτά, που φεύγουν και χάνονται. Αλλά να ζούμε με τον πόθο και την αγάπη για τον ασυγκρίτως ανώτερο εκείνο κόσμο που θα ανατείλει, τον αιώνιο και άφθαρτο και αληθινό. Να ποθούμε τον ουρανό και τη Βασιλεία του Θεού. Εκεί να στρέφουμε τη σκέψη μας και τη ζωή μας, εκεί να είναι τα όνειρά μας και οι προσδοκίες μας. Και να είμαστε πάντοτε άγρυπνοι για να την κατακτήσουμε.

Να προσέχουμε τους λόγους Του

Ο απόστολος Παύλος στη συνέχεια μας θέτει ενώπιον των ευθυνών μας. Αφού λοιπόν, λέει, ο Κύριός μας είναι ο προαιώνιος Θεός, «διά τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι». Πρέπει περισσότερο να προσέχουμε σ’ αυτά που ακούσαμε και είναι λόγοι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Διότι εάν δεν προσέξουμε, διατρέχουμε τον κίνδυνο να παρασυρθούμε και να πέσουμε έξω. Και αλίμονό μας, αν μας συμβεί αυτό. Διότι, αν ο νόμος που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή διά μέσου των αγγέλων, αποδείχθηκε βέβαιος, και κάθε παράβασή του τιμωρήθηκε δίκαια, πώς εμείς θα ξεφύγουμε την τιμωρία, εάν αμελήσουμε μία τόσο σπουδαία σωτηρία; Η σωτηρία αυτή αφού άρχισε να κηρύττεται από τον ίδιο τον Κύριο, μας παραδόθηκε από τους Αποστόλους, που την άκουσαν απευθείας από τον Κύριο.
Στο ιερό αυτό κείμενο ο Απόστολος Παύλος μας προειδοποιεί ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε τη σωτηρία μας, εάν δεν δείξουμε την ανάλογη προσοχή στις θείες αλήθειες που μας αποκάλυψε ο Κύριος. Κινδυνεύουμε να τις συνηθίσουμε και σιγά-σιγά να χάσουμε το δρόμο μας. Και τότε θα είμαστε αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως. Διότι δεν μπορούμε να παίζουμε με το νόμο του Θεού και να τον περιφρονούμε.
Γι’ αυτό ο θείος Απόστολος μας ζητά να δείξουμε σοβαρότητα και υπευθυνότητα απέναντι στο νόμο του Θεού. Να τον ακούμε με προσοχή και ενδιαφέρον. Πόσες φορές ακούμε στην εκκλησία το ιερό Ευαγγέλιο ή κάποιο κήρυγμα; Πόσες φορές διαβάζουμε στο σπίτι μας την Αγία Γραφή ή κάποιο πνευματικό βιβλίο! Κάθε φορά λοιπόν που ακούμε τον θείο λόγο, να κατανοούμε ότι είναι μεγίστης σπουδαιότητας. Και γι’ αυτό να τον ακούμε με πίστη και φόβο Θεού. Να τον μελετούμε συχνά και με προσοχή, συγκρατώντας τα θεία νοήματα στη μνήμη μας και στις καρδιές μας. Κι έτσι να ευθυγραμμίζουμε τη ζωή μας με το θείο νόμο. Για να μη χάσουμε την ψυχή μας, αλλά να κερδίσουμε τη σωτηρία μας και να αξιωθούμε να ζήσουμε κι εμείς μαζί με τον Κύριο στη Βασιλεία του αιωνίως.

Κυριακή Β' Νηστειών (Μάρκ. 2,1-12). Ή αμαρτία ρίζα όλων των κακών «Τέκνο, άφέωνταί σοι οι άμαρτίαι σου» (Μαρκ. 2,6) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Συντάκτης επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης

Κυριακή Β' Νηστειών (Μάρκ. 2,1-12).

Ή αμαρτία ρίζα όλων των κακών
«Τέκνο, άφέωνταί σοι οι άμαρτίαι σου» (Μαρκ. 2,6)



Το υλικό και πνευματικό σύμπαν είναι, αγαπητοί μου, υπό τάς διαταγές του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ό Κύριος κάνει πολλά και αναρίθμητα θαύματα. Μετράς τα άστρα του ουρανού; Αδύνατον, είναι αμέτρητα. Έτσι και τα θαύματα, πού έκανε, κάνει και θα κάνη μέχρι της συντέλειας των αιώνων ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είναι αναρίθμητα. Ένα από τα πολλά θαύματα του είναι κι αυτό πού ακούσαμε προ ολίγου.

Μας μιλάει για κάποιον άνθρωπο πού ζούσε στην εποχή του Χριστού. Γεννήθηκε υγιής, άλλα ξαφνικά αρρώστησε. Τα χέρια του άρχισαν να ναρκώνονται, αυτή ή νάρκωση απλώθηκε σε όλο το σώμα, και ό άνθρωπος έγινε πλέον παράλυτος. Ήταν διαρκώς πάνω στο κρεβάτι. Έτσι περνούσε τις μέρες του.

Αλλά ξαφνικά μια μεγάλη ελπίδα έλαμψε μεσ στην καρδιά του. Άκουσε το γλυκύτερο όνομα. Δεν υπάρχει υπό τον ούρανόν άλλο όνομα γλυκύτερο από το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Άκουσε, ότι ό Χριστός θεραπεύει τους αρρώστους, και αμέσως του γεννήθηκε ή επιθυμία να τον συνάντηση. Άλλα πώς να πάει κοντά του, με τι πόδια;

Το είπε σε κάτι σπλαχνικούς ανθρώπους, κ' εκείνοι τον σήκωσαν με το κρεβάτι, σα να ήταν νεκρός, νεκρός άταφος, και ξεκίνησαν. Άλλ' όταν έφτασαν εκεί πού ήταν ό Χριστός, συνάντησαν πάρα πολύ κόσμο• μήλο να έριχνες, δεν θα 'πεφτε κάτω στη γη. Άλλα οι τέσσερις εκείνοι άνθρωποι δεν απογοητεύθηκαν. Όταν είδαν ότι κανείς δεν τους ανοίγει δρόμο να περάσουν, έκαναν κάτι πού δείχνει τη βαθιά τους πίστη. Ανέβηκαν με το κρεβάτι πάνω στη στέγη, αφαίρεσαν τα κεραμίδια, άνοιξαν μια μεγάλη τρύπα, και από 'κει, με σχοινιά, κατέβασαν τον παράλυτο μπροστά στο Χριστό. Ό Χριστός όμως δεν τον έκανε αμέσως καλά. Του είπε προηγουμένως• «Τέκνον, άφέωνταί σοι αϊ αμαρτίαι σου» (Μάρκ. 2,6).

Γιατί το είπε αυτό ό Χριστός; Διότι θέλει, αγαπητοί μου, να μας διδάξει, ότι όλα τα κακά πού υπάρχουν στον κόσμο προέρχονται από την αμαρτία. Προτού ν' αμαρτήσει ό άνθρωπος ήταν ευτυχισμένος. Μετά την αμαρτία μπήκε στη ζωή του ή ασθένεια και ό θάνατος. Κι όσο προχωρούν οι αιώνες και αυξάνει ή αμαρτία, ενώ ή επιστήμη προοδεύει, τόσο περισσότερο αυξάνουν οι αρρώστιες, οι γιατροί και τα φάρμακα. Στην εποχή μας λόγου χάριν φοβερά ασθένεια είναι ό καρκίνος, πού δέ' μπόρεσε ακόμη κανένας γιατρός να τη θεραπεύσει. Άλλη ασθένεια το έιτζ, θερίζει τον κόσμο εξ αιτίας της διαφθοράς και ακολασίας. Για αυτό ψάλλει ή Εκκλησία μας• «Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα ασθενεί μου και ή ψυχή» (Παρακλ. κανών).

Και ό παράλυτος λοιπόν αυτός ήταν ασθενής στην ψυχή πρώτα, είχε άρρωστη ψυχή, διότι είχε διαπράξει αμαρτήματα, και ως τιμωρία των αμαρτιών ήρθε ή παράλυση. Γ ι` αυτό ό Κύριος πρώτα του συγχώρησε τις αμαρτίες.

Τ άκουσαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και σκανδαλίστηκαν. Ποιος είν' αυτός, είπαν, πού έχει εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες;

Όλοι, αγαπητοί μου, αμαρτάνουμε. Αμαρτάνουν τα παιδιά, αμαρτάνουν και οι άσπρο-μάλληδες γέροντες• αμαρτάνουν άντρες και γυναίκες, αμαρτάνουν επιστήμονες και αγράμματοι, αμαρτάνουν πλούσιοι και φτωχοί, άρχοντες και αρχόμενοι• αμαρτάνει ό λαός μας, άλλ' αμαρτάνουμε κ' εμείς οι ποιμένες. Δεν είναι μόνο ό παράλυτος αυτός πού ασθένησε εξ αιτίας των αμαρτιών του' όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, αμαρτάνουμε. Για αυτό μια ευχή της Εκκλησίας μας λέει, ότι κανείς δεν είναι καθαρός και άξιος να πλησίαση τα ιερά μυστήρια. Κ' εμείς εδώ θα περιοριστούμε σε ένα μόνο δίδαγμα.

Γνωρίζω τον εαυτό μου, Για αυτό πάντοτε ζητώ συγγνώμη από το λαό μου• αλλά και ό λαός πρέπει να ζήτα συγγνώμη από το Θεό δια των ποιμένων του για τις εκτροπές του από τις θειες εντολές. Έχουμε λοιπόν ανάγκη συγχωρήσεως από το Χριστό.

Θα πείτε• Αν ό Χριστός ήταν στη γη, θα πηγαίναμε κοντά του και θα πέφταμε στα πόδια του και θα ζητούσαμε τη συγχώρηση του.

Ναι, ό Χριστός είναι στους ουρανούς• αλλά είναι κ' εδώ στη γη. Που; Στην Εκκλησία του. Όταν μπαίνεις με προσοχή στο ναό κι ακούς τα ωραία τροπάρια πού ψάλλουν οι ψάλτες, το κήρυγμα του ευαγγελίου, κ' εξομολογείσαι και κοινωνείς, τότε εκεί είναι ό Χριστός. Διότι ό Χριστός άφησε συνεχιστές του έργου του στη γη, κι αυτοί είναι οι κληρικοί της Εκκλησίας. Σ' αυτούς έδωσε εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες. Το είπε ό ίδιος• «Λάβετε Πνεύμα άγιον αν τίνων άφήτε τάς αμαρτίας, άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ίωάν. 20,22-23).

Ό Ιερεύς —ας είναι ό πιο φτωχός του κόσμου—, μόλις φορέση το πετραχήλι γίνεται ανώτερος κι άπ' τους αγγέλους. είναι πλέον όχι απλώς άνθρωπος, αλλά στη θέση του ίδιου του Χριστού. Λέει ό άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός• —Συναντάς στο δρόμο δύο πρόσωπα, έναν άγγελο και έναν ιερέα• ποιόν θα προσκύνησης πρώτα; Του απαντούν —Τον άγγελο. — Όχι, λέει ό άγιος• θα προσκύνησης πρώτα τον παπά, διότι έχει εξουσία πού δεν έχουν όχι βασιλείς και άρχοντες, άλλ' ούτε και οι άγγελοι ακόμα. Σε κανέναν άγγελο δεν είπε ό Χριστός να συγχωρεί αμαρτίες. Μόνο ό ιερεύς συγχωρεί. Όπως λοιπόν θα τρέχαμε στο Χριστό για να λάθουμε συγχώρηση των αμαρτιών μας, έτσι ας τρέξουμε στην Εκκλησία.

Είναι λοιπόν μεγάλο το μυστήριο της Ιεράς εξομολογήσεως. Κ' εμείς, πού είμαστε αμαρτωλοί σαν τον παράλυτο, μπορούμε να ακούσουμε το «Τέκνον, άφέωνταί σοι αϊ άμαρτίαι σου». Θα μας δικάσει ό Θεός όχι γιατί αμαρτάνουμε, αλλά γιατί δεν μετανοούμε. Το να αμαρτάνουμε είναι ανθρώπινο, αλλά το να μένουμε στην αμαρτία αμετανόητοι είναι σατανικό. Διότι ό σατανάς μόνο μένει αμετανόητος.

Προς την μετάνοια λοιπόν ας στρέψουμε την προσοχή μας, τώρα μάλιστα πού είναι περίοδος Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Να συγχωρηθούμε κλήρος και λαός, και όλοι μαζί να άγωνιζώμεθα να μη προσκρούσουμε στο θέλημα του Θεού.

Δυστυχώς όμως οί πολλοί δεν ακούνε. Οι πνευματικοί περιμένουν να δεχθούν τις ψυχές στην εξομολόγηση, αλλά λίγοι προσέρχονται. Πηγαίνουν μόνο μερικές γυναίκες και λίγα παιδιά. Οί άντρες που είναι; Σπάνια εμφανίζονται μερικοί. Αυτό δυστυχώς συμβαίνει παντού. Στους πεντακόσιους άντρες είναι ζήτημα αν εξομολογούνται δεκαπέντε. Οί άλλοι δεν εξομολογούνται καθόλου.

Γι' αυτό σήμερα σας κηρύττω μετάνοια. Και σας προειδοποιώ• δεν μπορεί κανείς να κοινωνήσει, αν δεν έχη εξομολογηθεί.

Ή εξομολόγηση, λέει ή Εκκλησία μας, είναι δεύτερο βάπτισμα. Εάν δεν αμαρτάνανε, θα έφτανε το πρώτο βάπτισμα. Άλλ' αφού αμαρτάνουμε, έχουμε ανάγκη συγχωρήσεως, ή οποία δίδεται από το Χριστό μέσω του πνευματικού πατρός.

Λέει ένας αμαρτωλός, πού εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια- «Όταν εξομολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στην καρδιά μου» (Ντοστογιέφσκι). Αν σήμερα οί άνθρωποι είναι λυπημένοι, μελαγχολικοί, έχουν άγχος και αυτοκτονούν, αυτά οφείλονται στο ότι δεν εξομολογούνται, για να συγχωρηθούν τ' αμαρτήματα τους, πού είναι σοβαρά και μεγάλα, και μέσα τους ακούνε τη φοβερή φωνή της συνειδήσεως να τους ελέγχει.

Παρακαλώ όλους, άντρες γυναίκες και παιδιά, να πάτε όλοι στον πνευματικό. Και θα χαρώ πολύ εάν μάθω ότι εφαρμόσετε τα λόγια αυτά και εξομολογηθήκατε.

συγχώρηση, λοιπόν, μας φωνάζει το σημερινό ευαγγέλιο. Πόσο λυπάμαι όταν δεν βλέπω πνεύμα συνδιαλλαγής! Δεν είναι πολύς καιρός πού ήρθε και με βρήκε μια νύφη με την πεθερά της. Είχαν διαφορές. Σπάνιο πράγμα να βρεις πεθερά και νύφη αγαπημένες. Προσπάθησα πολύ. Ή πεθερά αλύγιστη. Ή νύφη ταπεινή• γονάτισε στα πόδια της, της φίλησε το χέρι και είπε• —Συχώρεσέ με, μάνα. Εκείνη τίποτα. Αναγκάστηκα να της μιλήσω αυστηρά. Της είπα' Είσαι κολασμένη πού δεν συγχωρείς• χωρίς συγχώρηση κανείς δέ' μπαίνει στον παράδεισο. "Αν αφαιρέσουμε τη συγχώρηση, το μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, κανείς δεν μπορεί να δη τον ουρανό.
Το ίδιο λέω και εδώ. Χριστιανός πού δεν εξομολογείται είναι όπως ό άβάπτιστος. Το ξανάλεω• Χωρίς εξομολόγηση δέ' θα δούμε πρόσωπο Θεού.

Επίσκοπος Αυγουστίνος

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΗ ΟΜΙΛΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΝΑΟΥΜ ΑΡΜΕΝΟΧΩΡΙΟΥ – ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΤΗΝ 22-03-1992. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑ ΣΥΝΤΜΗΣΗ 27-03-2005

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...