Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Πατρώνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Πατρώνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2017

Ήταν 14.000 τα νήπια που σφαγιάστηκαν από τον Ηρώδη;

νήπια

Υπό τους αυστηρούς όρους τής επιστημονικής ιστορικής ακρίβειας, ο αριθμός τών 14.000 θανατωθέντων νηπίων κατά την παράδοση δημιουργεί – ακόμα και για τα δεδομένα τού δολοφόνου Ηρώδη- ανυπέρβλητα προβλήματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές και ιδιαίτερα ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος – σύγχρονος τών Ευαγγελιστών Λουκά και Ιωάννη – και άρα […]
Υπό τους αυστηρούς όρους τής επιστημονικής ιστορικής ακρίβειας, ο αριθμός τών 14.000 θανατωθέντων νηπίων κατά την παράδοση δημιουργεί – ακόμα και για τα δεδομένα τού δολοφόνου Ηρώδη- ανυπέρβλητα προβλήματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές και ιδιαίτερα ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος – σύγχρονος τών Ευαγγελιστών Λουκά και Ιωάννη – και άρα καλός γνώστης τής εποχής τών ευαγγελικών γεγονότων – η κωμόπολη τής αρχαίας Βηθλεέμ και τα περίχωρά της θα πρέπει τότε να είχαν πληθυσμό ίσως λίγο μεγαλύτερο από χιλίους κατοίκους. Η σφαγή τών αρρένων νηπίων «από διετούς και κατωτέρω» δεν θα ήταν, επομένως, στην πραγματικότητα δυνατό να αφορά περισσότερα από 30 η το ανώτατο 40, με βάση τα στατιστικά δεδομένα που προκύπτουν από την πληθυσμιακή κατανομή τής συγκεκριμένης περιοχής.
Ένας τέτοιος αριθμός θα καθιστούσε πολύ πιο πιθανό κατά τους ιστορικούς, ο Ηρώδης να αποτόλμησε όντως ακόμη ένα τραγικό εγχείρημα προκειμένου να διασφαλίσει την εξουσία του από την έσω και ευποθετική απειλή τής εμφανίσεως ενός διεκδικητή τού θρόνου. Η «αναίρεση» μερικών δεκάδων νηπίων, άσημων αγροτικών οικογενειών μιας απομακρυσμένης και αγνοημένης περιοχής, δεν θα αποτελούσε «παρά μόνο ένα μικρό και ασήμαντο επεισόδιο» στο βίο και την πολιτεία του, όπως εύστοχα παρατηρεί ένας σύγχρονος ερευνητής, ένα πταίσμα σε σύγκριση με τα άλλα του εγκλήματα, που δεν επιβάρυνε αισθητά τον ήδη μακρύ κατάλογο τών θυμάτων τής καχυποψίας του, και δεν διαφοροποιούσε ιδιαίτερα την ούτως ή άλλως έκρυθμη τοπική κατάσταση ώστε να προκαλέσει την παρέμβαση τής Ρώμης στο συγκεριμένο ζήτημα.
Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι πουθενά στα ιερά κείμενα τών Ευαγγελίων δεν καταγράφεται συγκεκριμένος αριθμός «αναιρεθέντων νηπίων». Η αναφορά στη σφαγή «χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων» αρρένων τέκνων προέρχεται αντίθετα από την ιερή παράδοση τής Εκκλησίας μας – από το εορτολογικό Συναξάρι τής συγκεκριμένης ημέρας – και μάλιστα με την πεισήμανση ότι τα νήπια αυτά εντάσσονται στο χώρο τών Μαρτύρων τής Εκκλησίας και θεωρούνται ως οι πρώτοι ανώνυμοι και «αναρίθμητοι» μάρτυρες τής Χριστιανικής πίστεως. Αυτό ακριβώς το στοιχείο προσδίδει επομένως στο όλο ζήτημα παράλληλα προς την ιστορική, και μια ιδιαίτερη «συμβολική» παράμετρο, που καθιστά απαραίτητη τη θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση.
Η Θεολογική σημειολογία τού αριθμού τών «αναιρεθέντων νηπίων».
Όπως ήδη επισημάνθηκε, τα Ευαγγέλια δεν επέχουν θέση «χρονικών» ή απλών «δημοσιογραφικών εκθέσεων» επί τών ιστορικών γεγονότων. Σκοπός τους δεν είναι η απλή ενημέρωση κάποιων αναγνωστών, αλλά η πνευματική καθοδήγηση και η θεολογική παίδευση τών πιστών στο πλαίσιο τού καατηχητικού και ποιμαντικού ρόλου τής Εκκλησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σφαγή τών νηπίων έχει ιδιαίτερο θεολογικό νόημα για τα ιερά κείμενα, και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνευτική προσέγγιση και κατανόηση τής σημειολογίας τών γεγονότων στην ευαγγελική διήγηση.
Στην παράδοση τού Ιουδαϊκού λαού και τη θεολογία τής Παλαιάς Διαθήκης υπήρχε το «ιστορικό» προηγούμενο ακόμη μιας δίωξης και «σφαγής». Συγκεκριμένα, η εξιστόρηση τού βιβλίου τής Εξόδου εμφανίζει τον αλλοεθνή και αλλόθρησκο Φαραώ τής Αιγύπτου να είχε διατάξει τη θανάτωση με πνιγμό στον Νείλο ποταμό τών αγοριών τών Ισραηλιτών, μια πραγματική γενοκτονία, που σκοπό είχε τη μείωση τού αριθμού τών δούλων Εβραίων οι οποίοι αυξάνονταν με ανησυχητικό ρυθμό στη χώρα.
Το στοιχείο αυτό εξιοποιήθηκε από τους ιερούς συγγραφείς τής Καινής Διαθήκης ως θεολογικό προηγούμενο στη γλώσσα τής ερμηνευτικής «προτύπωσης» για την παράλληλη θεολογική προσέγγιση και ερμηνεία τού αντίστοιχου γεγονότος τής σφαγής τών νηπίων από ένα «νέο Φαραώ», τον αλλόθρησκο και μισητό βασιλιά τής Ιουδαίας Ηρώδη. Όπως ο παλιός Φαραώ εξέφραζε τις αντίπαλες δυνάμεις τού σκότους και τής καταπίεσης αντιδρώντας στα «σημεία» τής εφαρμογής τού σχεδίου τού Θεούγια τη σωτηρία και ιστορική καταξίωση τού Ισραήλ, και όπως φόνευσε παιδιά για να μην γεννηθεί ο πρώτος προφήτης τής Εξόδου ο Μωυσής, έτσι και ο Ηρώδης ως «νέος Φαραώ» ενσαρκώνει με τις πράξεις του τις ίδιες δαιμονικές δνάμεις. Παρεμποδίζει την έλευση τού Σωτήρα τού κόσμου και την ιστορική καταξίωση τού νέου Ισραήλ τής Εκκλησίας.
Κατά το Ευαγγέλιο τού Ματθαίου, ο Ιησούς αποκαλύπτεται από τη βρεφική ήδη ηλικία ως ο Χριστός και ο Κύριος, ο απεσταλμένος τού Θεού για τη σωτηρία τού κόσμου. Και ο Ηρώδης, που κατά ένα μανιακό και πράφρονα τρόπο «ζητεί την ψυχήν τού Παιδίου», φανερώνεται με τις ενέργειές του ως εκπρόσωπος τών δυνάμεων τού κακού και παρουσιάζεται με τη μορφή Αντιχρίστου (Δες Αποκάλυψη κεφ. 12/ιβ΄). Ο ισχυρός τού παρόντος, όμως, είανι ο ουσιαστικά αδύναμος, και το ευάλωτο Βρέφος θα αναδειχθεί ο τελικός νικητής. Το γεγονός τής σφαγής τών νηπίων αποκτά έτσι και μια σωτηριολογική και εσχατολογική προοπτική, εφόσον εντάσσεται παράλληλα μεταξύ τών «σημείων τών εσχάτων» που προϊδεάζουν και προετοιμάζουν για την τελική συντριβή τού κακού και την επικράτηση τού καλού.
Σε αυτή τη γραμμή τής θεολογικής σημειολογίας, η σφαγή τών νηπίων φέρνει επίσης στο νου και την προφητεία τού Ιερεμία, ο οποίος επτά αιώνες πριν είχε προαναγγείλει προφητικά και περιγράψει ποιητικά την ακόλουθη αποκαλυπτική σκηνή: «Φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν» (Ιερεμίας 31/λα΄ 15). Ο ιστορικός ευαγγελιστής Ματθαίος κάνει χρήση τής προφητικής αυτής ρήσης και θεολογεί ερμηνευτικά πάνω στο σύγχρονό του γεγονός τού «θρήνου, τού κλαυθμού και τού οδυρμού» τής Βηθλεέμ (Ματθαίος 2/β΄ 18). Η αρχαία προφητεία αναφερόταν στις θυσίες κατά την έξοδο τού παλαιού Ισραήλ από την Αίγυπτο. και όπως τότε ο Μωυσής μαζί με τον Ιησού τού Ναυή οδήγησαν το λαό τού Θεού μακριά από την Αίγυπτο και την «αιγυπτιώδη αναλευθερία», από τον Φαραώ και τη φαραωνική δουλεία προς τη γη τής επαγγελίας και τής ελευθερίας, έτσι και τώρα ένας «νέος Μωυσής» και «νέος Ιησούς» θα οδηγήσει το λαό του σε μια νέα έξοδο προς μια νέα γη τής επαγγελίας, προς μια εσχατολογική χώρα ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό ο ευαγγελιστής Ματθαίος εμπνευσμένα υπογραμμίζει σε αυτόν το θεολογικό συμβολισμό και την «προτύπωση» γεγονότων, ότι «εξ Αιγύπτου» και πάλι ο Θεός κάλεσε ηγέτη για το λαό Του και για τη μεγάλη «έξοδο» στην ιστορία τών νέων χρόνων (Ματθαίος 2/β΄ 15).
Ο απόστολος Παύλος και πολλοί ερμηνευτές Πατέρες τής Εκκλησίας, κάνουν εκτεταμένη χρήση τών θεολογικών πλέον όρων «Αίγυπτος» και «Φαραώ» στην τυπολογική τους ερμηνεία με καθαρά θεολογικό χαρακτήρα. Η φυγή τού Θείου Βρέφους στην Αίγυπτο ως επακόλουθο τής σφαγής τών νηπίων τής Βηθλεέμ, αποκτά, πέρα από την ιστορική της σημασία, και εσχατολογικές προεκτάσεις ωσάν μια άλλη «κάθοδος τού Υιού τού Θεού στον Άδη». Εκεί, στον «Άδη τής Αιγύπτου», ο Ιησούς Χριστός ως «νέος Μωυσής» θα συναντήσει το λαό του και θα τον καλέσει σε μια νέα εσχατολογική «έξοδο» προς τη νέα γη τής επαγγελίας, τη Βασιλεία τού Θεού. (Δες Δευτερονόμιο 18/ιη΄ 15, όπου ο Μωυσής λέει: «προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε»).
Ο αριθμός 14.000
Όσον αφορά, τέλος, τον αριθμό 14.000 που η ιερή παράδοση διασώζει για τα σφαγιασθέντα νήπια, αυτός δεν οφείλεται σε λογιστικό σφάλμα, αλλά προέρχεται από την επίδραση τής Ιουδαϊκής αποκαλυπτικής αριθμολογίας. Πρόκειται στην ουσία για πολλαπλάσιο τού ιερού αριθμού 7 τών Εβραίων, ο οποίος συμβολίζει την ολότητα και την καθολικότητα. Ομοίως στην Αποκάλυψη του Ιωάννη συναντάται σημειολογική αναφορά στον έτερο ιερό αριθμό 12 και στα πολλαπλάσιά του, με την επισήμανση ότι κατά τους έσχατους χρόνους ο Ιησούς Χριστός θα συνοδεύεται και πάλι από τους μάρτυρές του, που στην ολότητα και τελειότητά τους ανέρχονται συμβολικά σε 144.000 (Αποκάλυψις 14/ιδ΄ 1 και 7/ζ΄4). Και σε αυτήν ασφαλώς την περίπτωση, δεν πρόκειται για πραγματικό αριθμό, αλλά για θεολογικό συμβολισμό τής καθολικότητας τής Εκκλησίας, η οποία συγκροτείται και εκπροσωπείται στην ιστορία από τους Μάρτυρες. Οι ανά τους αιώνες θυσιαζόμενοι και μαρτυρούντες Άγιοι, εκφράζουν την ιστορική και εσχατολογική ενότητα τής Εκκλησίας. Όσοι προσεταιρίζονται την εξουσία και τη δύναμη, συντάσσονται με τους εκάστοτε «Φαραώ» και «Ηρώδεις» τής ιστορίας.
Η αναφορά τού ευαγγελιστή στο γεγονός τής σφαγής και τής θυσίας εκφράζει κατά τον πλέον εναργή τρόπο, ότι ο Ιησούς και οι πιστοί του δεν πραγματοποιούν την ιστορική τους πορεία μέσα σε έναν κόσμο ρομαντικό και ειδυλλιακό, αλλά κυριαρχούμενο από το ρεαλισμό τής βίας, τής ανελευθερίας, τών καταπιέσεων και τών διωγμών. Οι ισχυροί «Φαραώ» και «Ηρώδεις» που διαφεντεύουν συνήθως τις τύχες τών λαών, εκπροσωπούν τις αντίθετες και δαιμονικές δυνάμεις, διαιωνίζοντας και επαυξάνοντας το κακό και την αδικία σε βάρος τών αδυνάτων. Το Θείο Βρέφος, που από την πρώτη στιγμή δοκίμασε την απειλή και τη βία, την αμφισβήτηση και την απόρριψη, καθορισε το πρότυπο τής μαρτυρικής ζωής εκείνων που θα ακολουθήσουν πιστά τα ίχνη Του, μέχρις εσχάτων τού ιστορικού χρόνου.
Η ιστορία τής Εκκλησίας με το πλήθος τών μαρτύρων επαληθεύει συνεχώς την τραγική πραγματικότητα πως δεν μπορεί να υπάρξει καμία αλλαγή στον κόσμο χωρίς τους ομολογητές τής αλήθειας και τους μάρτυρες τής ελευθερίας. Δια της αφήγησης τού περιστατικού τής σφαγής τών νηπίων υπογραμμίζεται, λοιπόν, για ακόμη μια φορά το μόνιμο ιστορικό ερώτημα με ποιους οφείλει κανείς τελικά να συντάσσεται, με τους ισχυρούς «Ηρώδεις» ή με τους αθώους και αδύναμους ανθρώπους που ως τέκνα τού «εσφαγμένου Αρνίου» και αθώα νήπια, γίνονται μάρτυρες τής αλήθειας «από καταβολής κόσμου»; (Αποκάλυψις 13/ιγ΄ 8). Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα καίρια ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να δώσει απάντηση ο Χριστιανισμός δια τών ιερών του κειμένων.
πηγή: άρθρο του καθηγητή Γεωργίου Πατρώνου στην Εφημερίδα Ελευθεροτυπία το 2003

το είδαμε εδώ

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

Γεώργιος Πατρώνος: "Κήρυγμα εις το ευαγγέλιον της Κυριακής του Ζακχαίου" (ΙΕ΄ Λουκά)

Εισαγωγικά


Ο Ιησούς Χριστός, κατά το σημερινό ευαγγελικό Ανάγνωσμα, πορεύεται προς την αρχαία και ιστορική πόλη της Ιεριχούς. Η πόλη αυτή θυμίζει στους Ιουδαίους τον κόσμο των ειδώλων και τις ιστορικές περιπέτειες της φυλής τους, όταν πορεύονταν προς την αγία γη της Ιουδαίας, την γη της επαγγελίας του Θεού.
Η Ιεριχώ είχε αντισταθεί σταθερά στην πορεία των Εβραίων και αποτέλεσε τον μέγιστο κίνδυνο της Ιστορικής επιβίωσής τους. Η Ιεριχώ συμβόλιζε τον αντίθεο κόσμο των εθνικών, ενώ η Ιερουσαλήμ συμβόλιζε τον τόπο της εκπλήρωσης των υποσχέσεων του Θεού.

Και τώρα ο Ιησούς πορεύεται προς την Ιεριχώ. Τούτο σημαίνει ότι ο Χριστός πορεύεται προς τον κόσμο και τους αμαρτωλούς. Το έργο του Κυρίου δεν περιορίσθηκε μόνο στους Ιουδαίους και ούτε ακούσθηκε το κήρυγμά του μόνο στις Συναγωγές και στον ιερό χώρο του ναού του Σολομώντα. Ο Ιησούς επεξέτεινε το έργο του και στον κόσμο των εθνικών. Από όσα δε γνωρίζουμε από τις ευαγγελικές διηγήσεις η επιτυχία της ιεραποστολικής προσπάθειας ηταν σημαντικότερη στη Γαλιλαία των εθνών, στη Σαμάρεια και σ' αυτήν ακόμη την ελληνιστική Δεκάπολη, παρά στον παραδοσιακά θρησκευτικό κόσμο της Ιουδαίας.

Στην Ιεριχώ ο Ιησούς συναντάει τον αρχιτελώνη Ζακχαίο. Για τους Ιουδαίους «τελώνης» ήταν συνώνυμο του αμαρτωλού. Άρα ο Κύριος στο πρόσωπο του Ζακχαίου συναντάει τον πεπτωκότα κόσμο, τον κόσμο των αμαρτωλών. Και από άλλες περιγραφές συχνά ακούμε «ο διδάσκαλος μετά τελωνών και πορνών» να συνομιλεί και να συντρώγει, που σημαίνει ότι ο Χριστός διαλέγεται με όλο αυτό τον απερριμένο κόσμο με σκοπό τη σωτηρία τους.

1. Η συμβολικότητα της συκής
Δεν είναι τυχαία η επισήμανση εκ μέρους του ιερού συγγραφέα της περικοπής, ότι επειδή ο Ζακχαίος ήταν μικρόσωμος «ανέβη επί συκομορέαν, ίνα ίδη τον Ιησούν». Αυτή η λεπτομέρεια δεν θα είχε καμιά σημασία εάν συνειρμικά δεν μας οδηγούσε σε κάποιες σημαντικές θεολογικές επισημάνσεις.

Η συκή είναι ένα πλατύφυλλο δέντρο, με πλούσια σκιά και εύχυμους θρεπτικότατους καρπούς. Ιδιαίτερα αντοχής δέντρο για τα θερμά κλίματα της Ανατολής και της ερήμου. Δηλώνει, επομένως, ζωή και προστασία για τους ταξιδιώτες από τους κινδύνους του καυτού ήλιου των θερμών περιοχών. Αλλά και από θεολογικής πλευράς η συκή έχει τη σημασιολογία της. Διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη, ότι ο Θεός συναντάει και καλεί τους προφήτες του για το έργο ποίμανσης του εκλεκτού λαού του κάτω από μια συκή ή μιά άμπελο. Με φύλλα συκής ενδύονται την γύμνια τους ο Αδάμ και η Εύα μετά την πτώση. Το ίδιο συμβαίνει και στην Καινή Διαθήκη. Τον απόστολο Ναθαναήλ, έναν από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο Ιησούς τον συναντά και τον καλεί στη μαθητεία κάτω από μια συκή· «προτού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδόν σε».

Επίσης, προκείμενου να μιλήσει ο Χριστός για τα εσχατολογικά γεγονότα και για τις συνέπειες της πνευματικής ραθυμίας εν όψει της τελικής Κρίσης, χρησιμοποίησε την συκή ως συμβολικό παράδειγμα. Η άκαρπη συκή «εκόπτεται και εις πυρ βάλλεται». Μάλιστα δε προχώρησε και στην ξήρανση της άκαρπης συκής, για να δηλώσει την αναγκαιότητα της πνευματικής εγρήγορσης και της πνευματικής καρποφορίας.

2. Η περίπτωση του Ζακχαίου
Και τον άνθρωπο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, τον αρχιτελώνη Ζακχαίο, ο Ιησούς τον συνάντησε και πάλι σε κάποια συκομορέα. Η πρώτη εντύπωση είναι, και μόνο από την επισήμανση του συμβολικού αυτού δέντρου, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιο σημαντικό αποκαλυπτικό και σωτηριολογικό γεγονός. Ο Ζακχαίος στη συνείδηση του λαού αποτελεί «τύπο» και σύμβολο του αμαρτωλού ανθρώπου. Ήδη, όταν ο Κύριος τον επρόσεξε και επεσήμανε την κρισιμότητα της στιγμής, λέγοντάς του, ότι «σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», όλοι οι Ιουδαίοι, Γραμματείς και Φαρισαίοι, «πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι». Δεν χρειαζόταν να ερευνήσουν τον βίο αυτού του ανθρώπου. Δεν τους απασχολούσε η ηθικότητα ή η ποιότητα ζωής του. Και μόνο που ήταν τελώνης πρέπει να ήταν και αμαρτωλός, δηλαδή απορριπτέος από μέρους του Θεού και της κοινωνίας.

Ο Ιησούς, όμως, αντιστρέφει αυτή τη λογική. Πίσω από ένα τελωνείο μπορεί να στέκεται ένας ενδιαφέρον άνθρωπος που επισύρει την προσοχή του θεανθρώπου Χριστού. Ο τελώνης Ζακχαίος φανέρωνε μια εντελώς διαφορετική εικόνα απ' αυτήν που είχαν δημιουργήσει οι συνάνθρωποί του γι' αυτόν. Παρά το σκληρό και αποκρουστικό για τους πολλούς επάγγελμα του εισπράκτορα φόρων είχε φιλάνθρωπα αισθήματα, όπως θα φανεί στη συνέχεια της συζήτησης με τον Ιησού.

Επίσης, κατεχόταν από έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα και από βαθιά ταπεινοφροσύνη. Αυτό τουλάχιστο αποκάλυπτε η κίνησή του να αφήσει το τελωνείο, να δει προσωπικά τον νέο Διδάσκαλο και να ακούσει τη διδασκαλία του. Άνθρωπος της κοινωνικής τάξης του και της ηλικίας του δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να συμπεριφερθεί έτσι αυθόρμητα, όπως ένα μικρό παιδί, να σκαρφαλώσει σ' ένα δέντρο, να γίνει πιθανώς περίγελος των γύρω, με μοναδικό σκοπό «ίνα ίδη αυτόν» στην προσωπική του ζωή. Σε κάποια στιγμή της ζωής σημαίνει για όλους μας αυτός ο κτύπος της κλήσης του Ιησού, αρκεί να είμαστε ευήκοοι σ' αυτή τη μοναδικότητα της ώρας της δικής μας.

3. «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο»
Η ώρα του Ιησού έχει αποκαλυπτική και σωτηριολογική σημασία. Στη συνάντηση του Ιησού και Ζακχαίου, ο Κύριος αποκαλύπτει το μυστήριο της παρουσίας του. Φανερώνει, ότι στο πρόσωπό του αποκαλύπτεται ο αναμενόμενος δια μέσου των αιώνων Μεσσίας. Ο Υιός του Ανθρώπου είναι παρών, διαλέγεται μαζί του και πραγματώνει το σωτηριολογικό του έργο, αφού ήρθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός».

Οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, η θρησκευτική ηγεσία, ιερείς, πρεσβύτεροι και αρχιερείς, δεν καταξιώνονται αυτής της τιμής «ιδείν» το αληθινό πρόσωπο του Κυρίου. Αυτός ο θρησκευτικά ασήμαντος και χαρακτηριζόμενος ως αμαρτωλός καταξιώνεται αυτής της ύψιστης τιμής, όχι μόνο να ιδεί, αλλά και να διαλεχθεί μαζί του και να γίνει συνδαιτυμόνας του ουράνιου επισκέπτη. Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί τι κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος.

Ποιό μυστήριο είναι δυνατό να αποκαλυφθεί σε κάποια στιγμή της ζωής και του πιο ασήμαντου και του πιο αμαρτωλού. Στο έσχατο σημείο της πτώσης, εκεί στο έρεβος του άδη μας μπορεί να συντελεσθεί το μεγαλύτερο γεγονός της ζωής μας, το μυστήριο της προσωπικής μας λύτρωσης και ανάστασης.

Γίνεται ολοφάνερο με αυτό που αναφέρει η ευαγγελική διήγηση, μετά τη συνάντηση Ιησού και Ζακχαίου, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», καθότι και αυτός «υιός Αβραάμ εστίν». Συνάντηση Ιησού και ανθρώπου σημαίνει, ασφαλώς, μετάνοια για τον πρότερο αμαρτωλό βίο. Σημαίνει, χωρίς αμφιβολία, και μεταστροφή, αλλαγή πορείας προς το καλύτερο και θετικότερο, αλλαγή νου και νοοτροπίας. Μα πάνω από όλα σημαίνει μια νέα στάση ζωής.

Ο Ζακχαίος αποτολμά τώρα να τεθεί προ των ευθυνών του. Είναι γνωστό ότι ήταν «πλούσιος», όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο, και αυτό δυσχεραίνει την κατάσταση. Ένας πλούσιος δύσκολα απεγκλωβίζεται από τα πλούτη του. Και όμως ο Ζακχαίος υψώνει την ασημαντότητά του και αποτολμά να εκστομίσει το αναπάντεχο της απόφασής του· «ιδού τα ήμιση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς». Η απόφαση δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Γνωρίζει πολύ καλά το μέγεθος των υπαρχόντων του. Επειδή, όμως, η εσωτερική μεταστροφή του είναι τόσο συγκλονιστική, κατορθώνει το ακατόρθωτο για άλλους. Και αυτή είναι μόνο η μία συνέπεια της πνευματικής μεταμόρφωσής του.

Η δεύτερη είναι ακόμη σημαντικότερη. Ένας αρχιτελώνης, που κατέχει δύναμη και εξουσία στα χέρια του, αρχίζει να αναγνωρίζει τα λάθη του και τις αδικίες που διέπραξε σε βάρος των μικρών και αδυνάτων. Από αυτούς όλους ζητά συγγνώμη και αποφασίζει εμπράκτως να αποκαταστήσει τη σχέση του μαζί τους· «και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι εις τετραπλούν».

Όλα αυτά δεν σημαίνουν, ασφαλώς, κάποια εξωτερική μεταστροφή. Και ούτε προμηνύουν εγκατάλειψη του κόσμου, των φίλων, των οικείων, ή του επαγγέλματός του. Σημαίνουν αλλαγή στάσης ζωής. Αλλαγή νοοτροπίας και κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο Ζακχαίος θα παραμείνει τελώνης, αλλά δεν θα είναι πλέον αμαρτωλός, όπως πριν γνωρίσει τον Χριστό.

Αποκορύφωση όλων αυτών των διεργασιών και των μεταλλαγών είναι η εξαγγελία εκ μέρους του Κυρίου, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Οι εσωτερικές πνευματικές διεργασίες έχουν ενδιαφέρουσες σωτηριολογικές προεκτάσεις. Δεν πρόκειται για κάποια αλλαγή κοινωνικής σημασίας, αλλά βίωση του σωτηριολογικού γεγονότος. Ο Ζακχαίος γίνεται κοινωνός του Χριστού, μέλος της Εκκλησίας και πολίτης της βασιλείας του Θεού. Και το σωτηριολογικό γεγονός δεν είναι ατομικό και προσωποκεντρικό. Αναφέρεται σε όλη την κοινότητα στην οποία ανήκουμε. Έχει τις προεκτάσεις του στους οικείους, στους συγγενείς και φίλους. Η σωτηρία που επαγγέλεται αφορά όλα τα μέλη του «οίκου» του Ζακχαίου. Το άνοιγμα προς τον Χριστό είναι ουσιαστικά ένα άνοιγμα προς όλο τον κόσμο.

Επίλογος
Το ευαγγελικό Ανάγνωσμα αναφέρεται στη μεταστροφή ενός κοσμικού ανθρώπου. Ο Ζακχαίος είναι ένας κλασικός τύπος ενός τεχνοκράτη ανθρώπου που ξέρει τα προβλήματα της ζωής, που γνωρίζει την τεχνική της οικονομίας και του πλουτισμού, που μπορεί να χειρίζεται την δύναμη και την εξουσία. Είναι ένας σαν κι εμάς. Πιθανώς στον τρόπο ενεργειών του να ανακαλύπτουμε κι' εμείς δικούς μας τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς.

Η σημερινή ημέρα*, όμως, είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία και σε μια άλλη προσωπικότητα, εκείνη του αγίου Εφραίμ του Σύρου, από τις πλέον σημαντικές του αναχωρητικού και ασκητικού χώρου. Το μήνυμα της εσωτερικής μεταστροφής και της σωτηριολογικής καρποφορίας έχει πολλούς αποδέκτες, σε όλους τους χώρους της ζωής, από τον κοσμικό ως τον αναχωρητικό και μοναστικό. Όπως ο Ζακχαίος δίνει παράδειγμα προς μίμηση σε μας τους κοσμικούς για ταπεινόφρονα και φιλάνθρωπη συμπεριφορά, έτσι και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος δίνει παράδειγμα υψηλής ποιότητας ζωής για τους ανθρώπους της μοναχικής πολιτείας.

Γνωρίζουμε, ότι ο άγιος Εφραίμ εβίωσε μιά μοναχική ζωή που ξεπέρασε τα όρια μιας απλής υπακοής και υποταγής στους μοναστικούς κανόνες. Αναδείχθηκε από τους μεγάλους εισηγητές του ησυχαστικού βίου. Η νηπτική θεολογία του δεν συνεχίζει απλά την ανατολική παράδοση της ερήμου, αλλά γίνεται στοχαστική, ποιητική και δημιουργική. Το Γεροντικόν και η Φιλοκαλία, κείμενα υψηλής έκφρασης ανατολικού θεολογικού στοχασμού και εσώτατης πνευματικής εμπειρίας, συχνά διανθίζονται από ρήσεις και αποφθέγματα του αγίου Εφραίμ του Σύρου.

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, κατανοούμε τώρα πληρέστερα την παραγγελία του αποστόλου Παύλου που ακούσαμε σήμερα από το αποστολικό Ανάγνωσμα «μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτω, αλλά τύπος γίνου των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία», ακριβώς όπως «τύπο ζωής» μας παρέδωσαν τα πρόσωπα που την Κυριακή αυτή προβάλλει η Εκκλησία μας, τον τελώνη Ζακχαίο για μας τους κοσμικούς, τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο για τους μοναχούς και αγάμους κληρικούς.

(σημείωση δική μου)*Ο άγιος Εφραίμ εορτάζει στις 28 Ιανουαρίου. Προφανώς όταν εκφωνήθηκε το κήρυγμα συνέπεσε η Κυριακή του Ζακχαίου με την εορτή του αγίου. 

--------------------------------------------------
πηγή: Γεωργίου Πατρώνου, "Κήρυγμα και Θεολογία", τόμος Α΄ , εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2017

Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής καί πρόδρομος τοῦ Κυρίου


Αποτέλεσμα εικόνας για προδρομος



1. Σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητας τοῦ Βαπτιστῆ
Οἱ Εὐαγγελιστὲς Μᾶρκος καὶ Ἰωάννης, ἐκφραστὲς δύο διαφορετικῶν παραδόσεων, τῆς συνοπτικῆς καὶ τῆς ἰωάννειας, προτάσσουν στά Εὐαγγέλια καὶ τὶς διηγήσεις τους γιά τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Ἰησοῦ, τή συνάντησή του μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή (Μάρκ. 1,2-6· Ἰωάν. 1,19-23). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι δύο Εὐαγγελιστές, Ματθαῖος καὶ Λουκᾶς, ἀναφέρονται μὲ ἔμφαση στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ καὶ τὸν τοποθετοῦν ὡς γέφυρα γιά τή μετάβαση ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἰησοῦ στή δημόσια δράση του, ὕστερα ἀπὸ τή γνωστή συνάντηση τῶν δύο ἀνδρῶν καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς βάπτισης στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη (Ματθ. 3,1-6· Λουκ. 3,1-6).
Εἶναι ἐνδεικτικό, ἐπίσης, ὅτι γιά τὴν κατανόηση τοῦ προσώπου τοῦ Ἰωάννη καὶ τή σημασία τοῦ ῥόλου του στήν ὅλη ὑπόθεση τῆς προπαρασκευῆς γιά τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν πολλὰ στοιχεῖα ὄχι μόνο γιά τή συνάντηση Ἰησοῦ καὶ Ἰωάννη, ἀλλὰ καὶ γιά τή θαυμαστή γέννηση τοῦ δευτέρου, τὸν ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς του, τὸ μεσσιανικὸ κήρυγμά του, τὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ τὴν ἐν γένει προσωπικότητά του. Ὁ Ἰωάννης ἦταν, πράγματι, μία ἡγετικὴ φυσιογνωμία μὲ τεράστια πνευματικὴ ἀπήχηση στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς ὁμιλεῖ, ἀκόμη, γιά τὴν «προκαθορισμένη» μορφὴ τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ἰωάννη «ἐκ κοιλίας μητρὸς» καὶ γιά τὰ χρόνια τῆς προετοιμασίας καὶ προπαρασκευῆς του πρὸς ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, ὅπως ἀναδειχθεῖ ἕνας ἀληθινὸς «πρόδρομος» τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸν εἶχε προαναγγείλει ὁ Ἄγγελος πρὶν τή γεννήσή του, ὅτι «ἔσται μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» (Λουκ. 1,15). Ὁ ἴδιος δέ, ὅπως ὑπονοεῖται στά κείμενα, ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε ὁδηγηθεῖ «ἐν ταῖς ἐρήμοις» καὶ ἐκεῖ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου «ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι» (Λουκ. 1,80). Στήν ἔρημο ὁ Ἰωάννης ἔμεινε «ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραὴλ» (Λουκ. 1,80) καὶ μετὰ ἐξῆλθε ὡς «προφήτης Ὑψίστου» στήν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνη, μὲ σκοπὸ νά κηρύξει μετάνοια καὶ «ἑτοιμᾶσαι ὁδοὺς Κυρίου» (Λουκ. 1,76). Θαυμάσια, ἑπομένως, γεγονότα συνόδευσαν τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς σύλληψης καὶ γεννήσής του ὡς τὴν τελευταία τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου του, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ πιὸ κάτω.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννη, ἡ Ἐλισάβετ, ποὺ ἦταν καὶ συγγενὴς τῆς Παρθένου Μαρίας, ὅπως εἴδαμε στό πέμπτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, «συνείληφεν υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς» κατὰ θαυμαστὸ τρόπο (Λουκ. 1,36). Κατὰ τή συνάντηση δὲ ἐκείνῃ τῶν δύο ἐγκύων γυναικῶν, ὅπως γράφει τὸ κείμενο, «ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς» καὶ ἡ Ἐλισάβετ «ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου» καὶ ἀπεκάλυψε μετὰ τὸν ἀσπασμό, ὅτι ἡ Μαρία θὰ γίνει μὲ τὴν κύηση καὶ τή γέννηση «ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου» (Λουκ. 1,4344). Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη, ὁ Ζαχαρίας, ἱερέας τοῦ Ναοῦ τὴν περίοδο ἐκείνη, βεβαιώνεται ὕστερα ἀπὸ ὁραματικὴ ἐμπειρία, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ υἱοῦ του θὰ πραγματοποιηθεῖ κάτω ἀπὸ θαυμαστὲς συνθῆκες καὶ «χεὶρ Κυρίου» θὰ τὸν συνοδεύει συνεχῶς γιά νά φέρει σὲ πέρας τὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ του. Τὸ ὄνομα δὲ Ἰωάννης πού θὰ πάρει, καὶ ἡ ὅλη μετέπειτα ζωὴ του θὰ εἶναι μία ἀληθινὴ μαρτυρία αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς θαυμαστῆς κλήσης του (Λουκ. 1, 60 ἐξ.).
Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ἰωάννης, ἡ μετέπειτα «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», σύντομα θὰ ἀναδειχθεῖ ἕνα εἶδος «ἐνσάρκου Ἀγγέλου» καὶ προδρόμου γιά νά ἑτοιμάσει «τὴν ὁδὸν Κυρίου» (πρβλ. Ἡσ. 40, 3) καὶ «ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτὸς» (Ἰωάν. 1,7). Χαρακτηριστικὸ τῆς «προδρομικότητάς» του αὐτῆς θὰ εἶναι τὸ κήρυγμα μετανοίας καὶ τὸ βάπτισμα ὕδατος «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», σύμφωνα καὶ μὲ πρόρρηση τοῦ Ἠσαΐα, ποὺ λέει «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους αὐτοῦ» (Λουκ. 3, 3-4• Ἡσ. 40, 3-5). Μὲ ἀποκορύφωση στό τέλος τὴν ἴδια τή βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Βαπτιστῆ ἦταν ἀσκητικὴ καὶ ἡ ζωὴ του ἐντελῶς λιτή, ἀφοῦ, «τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ• ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μαθτθ. 3,4). Ἐπὶ πλέον διέθετε τεράστια πνευματικὴ αἴγλη καὶ ἐπιρροή, καθ’ ὅσον «ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται πάντες ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τάς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Μάρκ. 1, 5). Ὅλα αὐτά, καθὼς καὶ ἡ γενικότερη χαρισματικὴ του φύση, κατέστησαν τὸν Ἰωάννη τή μεγαλύτερη θρησκευτική καὶ πνευματικὴ προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς του. Αὐτὸν τὸν εἰδικὰ ἀπεσταλμένο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ σεβάστηκαν βαθύτατα οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ταπεινοὶ τοῦ Ἰσραήλ, ταυτόχρονα ὅμως ἡ παρουσία του προκαλοῦσε φόβο καὶ τρόμο στούς ἀδίκους καὶ μοιχούς.
Βέβαια, ὁ ἀσκητικὸς καὶ «μοναχικὸς» τρόπος ζωῆς τοῦ Προδρόμου, ποὺ γιά τὸν Ἰουδαϊσμὸ δέν ἦταν ποτὲ κάτι τὸ συνηθισμένο καὶ ἀποδεκτό, ἰδιαίτερα μάλιστα στήν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ πού κυριαρχοῦσε ὁ φαρισαϊσμὸς καὶ ἡ θρησκευτικὴ ὑποκρισία, ἦταν φυσικὸ νά δημιουργήσει σὲ πολλοὺς διάφορα προβλήματα καὶ ἀντιδράσεις. Ἀκόμη καὶ σήμερα, αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἀσκητικότητας τοῦ Ἰωάννη, ἔγινε αἰτία νά διατυπωθεῖ ἀπὸ πολλοὺς μελετητὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ ἄποψη, πὼς πιθανῶς ὁ Βαπτιστὴς νά εἶχε κάποια ἀμέση σχέση καὶ κοινωνία μὲ τίς ἐσχατολογικὲς κοινότητες τῶν Ἐσσαίων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀφοῦ καὶ ἐκεῖνοι ζοῦσαν στήν ἔρημο, ὅπως γνωρίζουμε, ἄγαμοι καὶ ἀσκητικοί, κατὰ τρόπο μοναστικὸ καὶ κοινοβιακό. Ἀνεξάρτητα, ὅμως, ἀπὸ τὸ ἂν κάποτε εἶχε καὶ πόση σχέση μπορεῖ νά εἶχε μὲ τὶς ἐσσαϊκὲς κοινότητες τοῦ Κουμράν, φαίνεται ὅτι ὁ Ἰωάννης τὴν ἐποχὴ τῆς συνάντησής του μὲ τὸν Ἰησοῦ ἦταν ἐντελῶς ἐλεύθερος ἀπὸ τέτοιους συσχετισμοὺς καὶ ἀνεξάρτητος, μὲ δικοὺς του μαθητὲς καὶ ὀπαδούς.
Ὁ ἀπόλυτα προσωπικὸς τρόπος ζωῆς του καὶ ἡ μορφὴ προετοιμασίας καὶ δράσης του, θυμίζουν τοὺς μεγάλους προφῆτες τοῦ παρελθόντος.
2. Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Βαπτιστὴ
Ὁ Ἰωάννης μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων παρουσιάζεται ὡς ὁ μοναδικὸς «προφήτης» καὶ «πρόδρομος» πού στέλνεται ἀπὸ τὸν Θεό, γιά νά ἑτοιμάσει πνευματικὰ τὸ λαὸ ἐν ὄψει τῆς ἐπικειμένης ἔλευσης τοῦ Μεσσία. Στό Δ΄ Εὐαγγέλιο τονίζεται μὲ ἔμφαση αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ προδρομικὴ ἰδιότητα καὶ ἀποδοχὴ τοῦ Ἰωάννη: «Ἐγένετο ἄνθρωπος, ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης• οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιν δι’ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτὸς» (Ἰωάν. 1,6-8). Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, ὁ Βαπτιστὴς θὰ πεῖ ἀργότερα γιά τὸν ἑαυτὸ του, ὅταν κάποτε ῥωτήθηκε σχετικά, ὅτι «ἐγὼ οὔκ εἰμι ὁ Χριστός», ἀλλ’ οὔτε καὶ ὁ Ἠλίας, ἢ «ὁ Προφήτης», ποὺ περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι νά ἔρθει εἰδικὰ γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ στόν κόσμο (βλ. Δευτερ. 18,15). Ὁ ἴδιος εἶχε τὴν αἴσθηση πώς ἦταν ἁπλῶς ἡ «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», ὑπενθυμίζοντας μὲ τοὺς λόγους του καὶ τὰ κηρύγματά του αὐτά πού οἱ μεγάλοι προφῆτες καὶ ἰδιαίτερα ὁ Ἠσαΐας προανήγγειλαν γι’ αὐτὸν καὶ τὴν ἀποστολὴ του (βλ. Ἡσ. 40, 3).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς κάποτε εἶχε πεῖ κάτι παρόμοιο, δημόσια μάλιστα πρὸς τὸ λαό, γιά τὸν Βαπτιστὴ καὶ τὴν ἀποστολὴ του: «τὶ ἐξήλθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον; ἀλλὰ τὶ ἐξήλθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν. Ἀλλὰ τὶ ἐξήλθατε ἰδεῖν προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου, οὗτος γάρ ἐστι περὶ οὗ γέγραπται• ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Ματθ. 11, 7-11).
Ὁ ὅρος «μείζων» δέν ἀναφέρεται ἐδῶ, πιστεύουμε, στήν προσωπικὴ ἁγιότητα ἢ ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρα τοῦ Ἰωάννη καὶ οὔτε θέλει νά φανερώσει κάποια ἠθικῆς φύσεως ἰδιότητα, ἀλλὰ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ καὶ κλήση του νά ὑπηρετήσει στό αἰώνιο σωτηριολογικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη, ἂν μποροῦσε νά δεῖ τὰ πράγματα κανείς, θὰ ἔλεγε ὅτι καὶ «ὁ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἐστιν» (Ματθ. 11,11). Αὐτὸ τὸ μοναδικὸ προνόμιο, νά δεῖ μὲ τὰ σωματικὰ του μάτια τὸ Μεσσία καὶ νά γίνει Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς του, τὸ εἶχε μόνο ὁ Ἰωάννης ἀπὸ ὅλους τοὺς μεγάλους προφῆτες τοῦ παρελθόντος. Καὶ ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, πράγματι, ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ «μέγιστος τῶν προφητῶν», ἔστω καὶ ἂν ὁ «ἐλάχιστος» τῆς βασιλείας θὰ εἶναι «μείζων αὐτοῦ».
Ὑπ’ αὐτὴ τὴν προοπτική, ὁ Ἰωάννης κατανοεῖται ὡς προφήτης μοναδικὸς ἀλλὰ καὶ «ὁριακὸς» ταυτόχρονα, γιατὶ μὲ τὴν παρουσία του καὶ τὴν ἀποστολὴ του διακρίνει ἀλλὰ καὶ συνδέει τὸν κόσμο τῆς Παλαιᾶς μὲ τὸν κόσμο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συνδέει δηλαδὴ, τὴν προφητικὴ «γνώση» μὲ τὴν ἱστορικὴ ἐμπειρία, τὴν προσδοκία τοῦ παρελθόντος μὲ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ παρόντος. Στόν Ἰωάννη καὶ μὲ τὸν Ἰωάννη γίνεται ἡ μεγάλη μεταβάση ἀπὸ τὸ παλαιὸ στό νέο καὶ ἀπὸ τὸ πρὶν στό τώρα. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ «μέγιστος» τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ ὁ «ἐλάχιστος» τοῦ νέου (βλ. Ματθ. 11, 11).
Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἡ πιὸ «τραγικὴ» φυσιογνωμία τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στή δικὴ του προσωπικὴ ἱστορία παρουσιάσθηκε γιά πρώτη φορὰ καὶ τόσο ἔντονα τὸ ἐσωτερικὸ δρᾶμα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰωάννης ἔδωσε μία «εἰκόνα» καὶ τὸν «τύπο» αὐτοῦ τοῦ δράματος. Στή ζωὴ του φάνηκε κατὰ δραματικὸ τρόπο ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἀποφασιστικῆς «διάβασης» ἀπὸ τὴν ἁπλή ἀνθρώπινη καὶ ἱστορικὴ γνώση «περὶ τοῦ Ἰησοῦ» στήν ἀναγνωρίσή του ὡς «Χριστοῦ καὶ Κυρίου». Αὐτὸ σήμαινε γιά τὸν Ἰωάννη ἀποδοχὴ καὶ ἀναγνώριση, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τή Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας ἦταν «υἱὸς τῆς Μαρίας» ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
Γεωργίου Π. Πατρώνου
Ἀπό τό βιβλίο: 
«Ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἰησοῦ», ἐκδ. Δόμος, σ. 211-215

Σάββατο, Φεβρουαρίου 27, 2016

Γεώργιος Πατρώνος: "Κήρυγμα στην Κυριακή του Ασώτου"


Εισαγωγικά
Η παραβολή του ασώτου, που ακούσαμε σήμερα από το ευαγγελικό Ανάγνωσμα, θεωρείται, ως γνωστόν, από τα ωραιότερα κείμενα της παγκόσμιας φιλολογίας.
Μας θυμίζει παράλληλα την κλασική διήγηση της περιπέτειας του Οδυσσέα από την ελληνική μυθολογία που απομακρύνεται από την Ιθάκη του για να ανδρωθεί και να γίνει σοφότερος από πριν. Πρόκειται για την αιώνια περιπέτεια του ανθρώπου, μέσα στο χρόνο και την ιστορία, να εγκαταλείπει πάντα, τη βεβαιότητα και την ασφάλεια, και να αναζητάει το ανέφικτο και το όνειρο, και στο τέλος σοφότερος απ' αυτή την περιπέτεια της ζωής του να επιστρέφει στην πατρώα οικία και στις βασιλικές του ρίζες, όπου τελικά και αναπαύεται.

Ο αιώνιος αυτός μύθος εκφράσθηκε τόσο γλαφυρά και ρεαλιστικά από τις δύο μεγάλες παραδόσεις της Μεσογείου, από την ποιητική έμπνευση της ελληνικής σοφίας και την αποκαλυπτική γραφίδα του ιουδαϊκού στοχασμού. Αξίζει, νομίζω, να προσεχθεί ιδιαίτερα η αγιογραφική παράδοση του ασώτου υιού, για να ξεδιπλωθεί μπροστά μας η γόνιμη περιπέτεια του ανθρώπου, που ενώ στην αρχή φαίνεται αρνητική στο τέλος παρουσιάζεται αναπόφευκτη και αναγκαία, ώστε ο άνθρωπος στις υπαρξιακές του αναζητήσεις να μη χαθεί αλλά να φτάσει στην επιθυμητή πνευματική του άνδρωση και ενηλικίωση.

1. Η αιώνια τάση των νέων για φυγή και ενηλικίωση
Η παραβολή του ασώτου κατ' αρχήν φαίνεται να επικεντρώνει την προσοχή στα αρνητικά αποτελέσματα της επανάστασης και φυγής του νεότερου υιού από την πατρική κηδεμονία. Ο νεότερος γιός της οικογενείας αισθάνεται να ασφυκτιά στην πατρογονική του γη, να ενοχλείται από την παρουσία του πατέρα του και του πρεσβύτερου αδελφού του και να θέλει να απαλλαγεί από όλα εκείνα που τον έδεναν στο πατρικό σπίτι και τον έκαναν να αισθάνεται πάντα ότι είναι ο μικρότερος και ότι του επιβαλλόταν μια μόνιμη υπακοή και υποταγή.

Είναι ενδεικτική εδώ η απουσία της μητέρας ή κάποιας αδελφής. Η γυναίκα στην ιουδαϊκή παράδοση είναι σχεδόν πάντοτε απούσα ή σιωπούσα. Η γυναίκα ποτέ δεν κάνει επανάσταση. Η γυναίκα ποτέ δεν φεύγει. Η γυναίκα είναι η ρίζα, η παράδοση, η γη που γονιμοποιείται και τρέφει την ζωή. Ο κάθε γιος ποτέ δεν επαναστατεί ενάντια στη μητέρα του και δεν ξεκόβει από την πατρώα γη. Σε αυτήν πάντα επιστρέφει. Αυτή τον τρέφει. Το ίδιο συμβαίνει και στον Οδυσσέα της ελληνικής μυθολογίας. Η Ιθάκη του παραμένει το όνειρο και το όραμα της ζωής του, σε αυτήν και πάλι θα επιστρέψει για να σωθεί και να αναπαυθεί, άνδρας ώριμος πλέον.

Ο νεότερος γιος της παραβολής φεύγει, παίρνοντας μαζί του την πατρική περιουσία που του ανήκει, για να γνωρίσει άλλους λαούς και νέους κόσμους. Ο σκοπός αρχικά σωστός. Η φυγή έχει πολλές φορές μια θετική προοπτική. Εκεί, όμως, «εις χώραν μακράν, διεσκόρπισε την ουσίαν ζων ασώτως». Αυτό είναι το αναπάντεχο αλλά και το αναμενόμενο. Ο νέος τα βλέπει όλα θετικά στην αρχή. Το αρνητικό έρχεται αναπάντεχα, τον αιφνιδιάζει και είναι φορές που τον τσακίζει. Εκεί ακριβώς παίζεται το παιχνίδι της ζωής, στη θέληση και τη δύναμη να αντιδράσει θετικά, να έρθει «εις εαυτόν» και να πάρει τις σωστές αποφάσεις.

Μέσα σ' αυτή τη διαδικασία και την αλληλουχία των γεγονότων, της φυγής, της περιπέτειας, της γνώσης της ζωής, της απογαλάκτισης και της άνδρωσης, φτάνει κανείς σε ένα τέλος, αρκεί το τέλος να είναι η πατρική οικία και η Ιθάκη του. Εξάλλου, η πνευματική ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαρκής πνευματική περιπέτεια.

Οι νέοι πάντα φεύγουν. Η περιπέτεια είναι στο αίμα τους. Θέλουν να απομακρυνθούν από αυτό που ζουν και ξέρουν, να αναζητήσουν νέους κόσμους, να αποκτήσουν νέες εμπειρίες. Είναι αδιανόητο και αφύσικο να μην επιδιώξουν να αμφισβητήσουν το παρελθόν, να αποστασιοποιηθούν από την παράδοση των παλιότερων γενεών, να μην αναζητήσουν να φτιάξουν τον δικό τους κόσμο. Βέβαια σ' αυτή την προσπάθεια αναγκαίο είναι το ξόδεμα της πατρικής περιουσίας. Αυτό είναι το σύνηθες. Δεν υπάρχει περίπτωση που ένα νέο παιδί να μην χαρακτηρισθεί απείθαρχο, να μη μας αιφνιδιάσει με τις αποφάσεις του, να μην μας κάνει να πονέσουμε με τον αποχαιρετισμό του και τη φυγή του. Η ιστορία πάντα έτσι κινείται και διαμορφώνεται, με θετικές και αρνητικές αποφάσεις, με την υπακοή και την πειθαρχία του πρεσβύτερου υιού, με την επανάσταση και την «ασωτεία» του νεότερου. Αρκεί στον ορίζοντα να μη χαθεί η Ιθάκη.


2. Η προβληματική στάση του πρεσβύτερου υιού
Από την άλλη πλευρά έχουμε τη συμπεριφορά του πρεσβύτερου γιου. Στην παραβολή παρουσιάζεται να είναι αυτάρκης, να προβάλει την υπεροχή του έναντι του μικρότερου αδελφού, να υπερτονίζει την πιστότητά του και τη συνέπεια στα οικογενειακά καθήκοντά του. Σκοπός είναι να μειώσει την στάση και την θέση του μικρότερου αδελφού του και να διεκδικήσει υψηλή κληρονομιά, ως αμοιβή των πράξεών του και των αρετών του. Αυτή η εικόνα επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα σχεδόν πάντοτε.

Πάντοτε οι πρεσβύτεροι είναι καλύτεροι και αυτοί έχουν πάντα δίκιο. Ο πρεσβύτερος εκφράζει τον συνεπή θρησκευτικό άνθρωπο, τον πειθαρχημένο και δίκαιο, που η ζωή του αισθάνεται να καταξιώνεται εξαιτίας της περιπέτειας του ασώτου της παραβολής. Σχεδόν ο πρεσβύτερος φαίνεται να εύχεται την απώλεια του νεότερου. Η αρετή γι' αυτόν αποκτάει νόημα από την ύπαρξη του κακού. Γι' αυτό πολλές φορές με την αρνητική του στάση παρακινεί και ωθεί τον νεότερο στο δρόμο και στην περιπέτεια της ασωτίας.

Έτσι αιτιολογείται η δυσαρέσκειά του για την επιστροφή του ασώτου. Δεν χαίρεται την επιστροφή του χαμένου αδελφού, δεν επαινεί τη μετάνοιά του, γιατί ποτέ δεν την περίμενε και ποτέ δεν ευχόταν γι' αυτήν. Και τώρα που επέστρεψε ο μικρός αδελφός απέχει προκλητικά από τη χαρά και τις εκδηλώσεις της οικογενειακής γιορτής. Τώρα είναι απών αυτός στη πιο κρίσιμη στιγμή και παρών είναι ο άσωτος.

Η εικόνα αυτή μας θυμίζει και την αρνητική στάση του Φαρισαίου της προηγούμενης Κυριακής, του θρησκευτικού εκείνου «τέλειου» ανθρώπου, που προσπαθεί να εξουθενώσει με κάθε τρόπο κοινωνικά και θρησκευτικά τον αμαρτωλό τελώνη. Όπως όμως τότε δικαιώθηκε στο τέλος ο τελώνης από τον Θεό, έτσι και τώρα δικαιώνεται από τον πατέρα ο άσωτος υιός.

Φαίνεται πως ο πρεσβύτερος με τη στάση του και τη συμπεριφορά του, με τον περίεργο απαιτητικό του ρόλο, εξανάγκασε τελικά τον νεότερο αδελφό να απομακρυνθεί από το σπίτι τους με σκοπό να ιδιοποιηθεί και να κληρονομήσει την τεράστια πατρική περιουσία. Το κακό έχει πάντα την αιτιολογία του. Κανένας δεν γεννιέται άσωτος. Γίνεται άσωτος μέσα στους συσχετισμούς της ζωής.

3. Η τραγική εμπειρία της ζωής «εις χώραν μακράν»
Παραταύτα και ανεξαρτήτως των αιτίων της φυγής, η ζωή «εις χώραν μακράν» της πατρικής οικίας και παρουσίας έχει και την τραγική της όψη. Είναι μια πικρή εμπειρία με φοβερές πολλές φορές συνέπειες. Δεν είναι τόσο η κατασπατάληση της πατρικής «ουσίας», όσο η εμπειρία της νεανικής ασωτίας, που μπορεί να καταστρέψει μια ζωή.

Οι λανθασμένες επιλογές, τα προσωπικά λάθη, είναι μια εμπειρία που βαθαίνουν τη ζωή και μας κάνουν σοφότερους, αν οδηγήσουν στη μετάνοια και στην επιστροφή. Αν όμως επιμείνουμε να ζούμε «εις χώραν μακράν» τότε οι αρνητικές συνέπειες είναι ραγδαίες και καταστροφικές. Η εικόνα του μικρότερου υιού στη χώρα της ασωτίας είναι φριχτή. «Διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» και κατά συνέπεια κινδυνεύει η ζωή του από τον «ισχυρόν λιμόν» που ενέσκυψε. Ξενιτεία δεν σημαίνει πλουτισμός, σημαίνει συνήθως «λιμός» στην πιο ουσιαστική υπαρξιακή έννοια. Βιώνει μια ζωή ατελέσφορη. Χάνει το κύρος και το όνομα που είχε, στερείται τα πάντα και υποδύεται τον χοιροβοσκό. Από κληρονόμος πλουσίου πατέρα επιθυμεί τώρα να γίνει ένας έσχατος μισθωτός. Γυμνός, ασθενής, συντετρημένος και περιφρονημένος, περιφέρει «εις χώραν μακράν» την αποτυχία του και την ασωτία του. Άλλη λύση δεν υπάρχει, ή ο επικείμενος θάνατος ή η επιστροφή.

Η παραβολή καταλήγει στην επιστροφή. Ο λόγος του Θεού ποτέ δεν είναι αρνητικός. Μέσα στα υπαρξιακά και ιστορικά αδιέξοδα προβάλλει η αχτίδα της πατρικής αγάπης. Αυτό είναι το σταθερό σημείο και το σταθερό δεδομένο της παραβολής. Από κει ξεκινάει η έξοδος, παρεμβαίνει η σκληρή εμπειρία της ασωτίας, και προβάλλει ως πρόκληση και πρόσκληση η αναγκαιότητα της επιστροφής. Ποτέ δεν μπορούμε να φαντασθούμε έναν Οδυσσέα που παραμένει παθολογικά στην ιστορική του περιπλάνηση. Η Οδύσσεια καταξιώνεται με την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη του, να καταπολεμήσει ως άνδρας πλέον τους μνηστήρες της γυναίκας του και της βασιλείας του. Ο άσωτος κινδυνεύει με θάνατο αν παραμείνει στην ξένη γη και χώρα, αν δεν επιστρέψει στην οικία του πατρός, στην πατρική αγκάλη.

Η παραβολή καταξιώνει τελικά τον άσωτο υιό. Δεν επαινείται ο πρεσβύτερος για τη στάση του, αλλά ο νεότερος για τις επιλογές του. Και αυτό είναι, πράγματι, ένα θρησκευτικό σκάνδαλο. Η επιβράβευση, ασφαλώς, δεν γίνεται για την επανάστασή του ή για την ασωτία του, αλλά για την μετάνοια και την επιστροφή του. Ο πρεσβύτερος τίθεται υπό κριτικήν όχι ασφαλώς για τη συνέπεια στις υποχρεώσεις του ή για την πιστότητά του στις οικογενειακές αρχές, αλλά για τη σκληροκαρδία του και για την έλλειψη κατανόησης και αγάπης προς τον αδελφό του.

Γι' αυτό η παραβολή επελέγη από την Εκκλησία να αναγιγνώσκεται κατά την περίοδο αυτή εν όψει της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και των γεγονότων του Πάσχα, ως πρόσκληση για μετάνοια και επιστροφή, κατά τον τύπο του ασώτου υιού. Τελικά όλοι μας είμαστε λίγο - πολύ άσωτοι, όλοι μας έχουμε κάνει τις επαναστάσεις μας και τις εξόδους μας, όλοι έχουμε την εμπειρία της προσωπικής πνευματικής μας περιπέτειας. Αυτό είναι δεδομένο. Το ζητούμενο είναι αν θα επιστρέψουμε και πάλι στη δικιά μας Ιθάκη και στη δική μας πατρογονική χώρα.

Επίλογος
Στην παραβολή του Κυρίου δεν αποσιωπάται, και αυτό ας το επισημάνουμε κάποια φορά, και να τονίσουμε μια σκληρή και ανομολόγητη πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο άσωτος υιός δεν είναι πάντα το παιδί κάποιας διαλυμένης οικογένειας ή οικογένειας χαμηλής οικονομικής και κοινωνικής τάξης. Οι άσωτοι δεν είναι πάντοτε περιθωριακά παιδιά ή αλητάκια της φτωχογειτονιάς. Μπορεί να είναι και γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών ή παιδιά θρησκευτικών και ενάρετων γονέων. Όπως συμβαίνει με την περίπτωση του ασώτου της παραβολής. Θα ήταν υποκρισία εάν πιστεύουμε το αντίθετο. Η κοινωνία μας ιδιαίτερα κραυγάζει για τις περιπτώσεις αυτές. Η ασωτία είναι σήμερα φαινόμενο μάλλον της υψηλής κοινωνίας, παρά των χαμηλών στρωμάτων, που τα παιδιά αυτά εργάζονται σκληρά για την επιβίωσή τους.

Ένα άλλο σημαντικό δίδαγμα που βγαίνει από την παραβολή αυτή είναι, ότι το ενδιαφέρον τελικά δεν επικεντρώνεται ούτε στην αποστασία ούτε στη μετάνοια και επιστροφή του ασώτου. Το μεγάλο μήνυμα βρίσκεται στο γεγονός της πατρικής αγάπης και στη δυνατότητα επιστροφής, αφού η πατρική οικία παραμένει ακόμη γι' αυτόν ανοιχτή. Η επιστροφή από τη χώρα της ασωτίας, από τη γη της Αιγύπτου και της Φαραωνικής δουλείας, δεν θα είχε νόημα εάν δεν υπήρχε δυνατότητα υποδοχής από τον πατέρα στη γη της Επαγγελίας. Όπως ο παλιός Ισραήλ εξέρχεται από την Αίγυπτο, πορεύεται μέσα στην περιπέτεια και τους πειρασμούς της ερήμου, αλλά υπάρχει η γη της επαγγελίας, έτσι και τώρα ο άσωτος υιός βρίσκει ανοιχτή την είσοδο της πατρικής οικίας. Και αυτό δεν πρέπει να θεωρείται πάντοτε δεδομένο.

Υπάρχει και η άλλη σκληρή πραγματικότητα. Συχνά οι επιστροφές δεν γίνονται αποδεκτές. Η πατρική οικία και αγκάλη είναι ερμητικά κλειστές και η μορφή της ασωτίας κορυφώνεται στην αποπομπή και στην τραγική απόρριψη. Πολλές φορές οι κοινωνίες, ιδιαίτερα οι ενάρετες, είναι κλειστές. Η αγκάλη του πατέρα της παραβολής, όμως, είναι ανοιχτή. Συνεχίζει να αγαπά, ελπίζει και προσμένει. Αυτό είναι το ζητούμενο και το θαυμαστό της παραβολής. Η αγάπη και η κατανόηση του πατέρα είναι πρόσκληση διαρκείας για επιστροφή. Η αγάπη και το έλεος του Θεού είναι από τα μεγάλα δεδομένα της ζωής. Αυτό που αναμένεται πλέον είναι η δικιά μας μετάνοια και επιστροφή.

-------------------------------------------------------
πηγή: Γ. Π. Πατρώνου, ομοτιμ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Β΄, εκδ. Αποστολική Διακονία

Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2016

Ἡ πίστη τῆς Χαναναίας (Ματθ. ιε΄ 21-28)




(Κυριακὴ ΙΖ΄Ματθαίου)


Ἡ Χαναναία γυναίκα ἐκπροσωπεῖ τὸν ἐθνικὸ καὶ εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς Ἰσραηλίτες δὲν θεωρεῖται μόνο ἀλλοεθνὴς ἀλλὰ καὶ ἀλλόθρησκη. Κατὰ συνέπεια, ἡ γυναίκα αὐτὴ καθὼς καὶ ὅλος ὁ κόσμος ποὺ ἐκπροσωπεῖ, εἶναι ἄπιστος καὶ ἁμαρτωλός. Ἀξίζει, λοιπόν, τῆς ἀπόρριψης καὶ τῆς αἰώνιας καταδίκης. Ἐξάλλου ὑπάρχει γενικὴ πεποίθηση σὲ ὅλο τὸν πιστὸ κόσμο τῶν ἑβραίων, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιλάβει αὐτοὺς στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας καὶ ἄρα τοὺς ἀξίζει μία γενικὴ περιφρόνηση.

Αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ πνεῦμα ἐκφράζουν καὶ οἱ μαθητὲς πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ὅταν ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὶς κραυγὲς τῆς ἀπελπισμένης γυναίκας ποὺ παρακαλεῖ τὸν Διδάσκαλο νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη της· «ἐλέησόν με, Κύριε…, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἐθνικὸς κόσμος σημαίνει στὴν θρησκευτικὴ καὶ θεολογικὴ γλώσσα, κόσμος δαιμονοκρατούμενος. Ὁ Θεὸς ἔχει καταδικάσει αὐτὸν τὸν κόσμο ἀπὸ τώρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ κοινὴ πεποίθηση ὅλων.

Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐκτιμᾶ τὰ πράγματα διαφορετικά. Δὲν μένει στὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα καὶ οὔτε κρίνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ κριτήρια ἐθνικά, φυλετικὰ ἢ θρησκευτικά. Διαβλέπει στὴ Χαναναία μιὰ θαυμαστὴ πίστη, ἔξω ἀπὸ θρησκευτικὲς κατηγορίες ἀξιολόγησης. Πρέπει αὐτὴ ἡ πίστη νὰ προβληθεῖ, νὰ φανεῖ καὶ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπὸ ὅλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς μπαίνει σὲ μία διαδικασία περίεργη, μιᾶς φαινομενικῆς περιφρόνησης τῆς γυναίκας αὐτῆς, χρησιμοποιώντας μάλιστα μιὰ σκληρὴ γλώσσα ποὺ δὲν ταιριάζει μὲ τὴ γνωστὴ ἤπια καὶ φιλάνθρωπη φρασεολογία του. Αὐτὴ ἡ τακτικὴ ἀντιμετώπισης τῆς ἁμαρτωλῆς ἔστω καὶ ταλαίπωρης αὐτῆς γυναίκας ξαφνιάζει καὶ αὐτοὺς τοὺς μαθητὲς ἀκόμη.

Ὁμιλεῖ γιὰ «τέκνα» καὶ γιὰ «κυνάρια». Τέκνα εἶναι ὁ λαὸς Ἰσραὴλ καὶ κυνάρια ὁ κόσμος τῶν ἐθνικῶν. Φοβερὴ διάκριση. Αὐτὴ ἡ ὠμὴ σὲ σκληρότητα γλώσσα φανερώνει τὰ κριτήρια τοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς καὶ ὄχι τοῦ Κυρίου τὴν κρίση. Σὲ λίγο, ὅταν θὰ μιλήσει γιὰ τὴν ὑποχρέωση τῶν γονέων νὰ δίνουν ψωμὶ στὰ παιδιά τους καὶ ὄχι στὰ σκυλιά τους καὶ μετὰ τὴν ἐπιμονὴ τῆς γυναίκας ὅτι καὶ τὰ σκυλιὰ τρέφονται ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν πλουσίων, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τὴ βαθιὰ πίστη αὐτῆς τῆς σεμνῆς καὶ ταπεινῆς μητέρας: «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Καὶ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας μάνας ἔγινε, ἐξαιτίας μιᾶς πίστεως ποὺ προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἁμαρτωλὴ καὶ ἄθρησκη γυναίκα.

Εἶναι ἐνδιαφέρουσα καὶ ἡ παρατήρηση ἐκ μέρους τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, κατὰ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Ἀναφέρει, ὅτι ἡ Χαναναία ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ κάτοικος στὴν περιοχὴ τῆς Συροφοινίκης. Γνωρίζουμε, ὅτι στὶς περιοχὲς αὐτὲς τῆς Τύρου, τῆς Σιδῶνος καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Χαναὰν καὶ Συροφοινίκης, ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνικὴ κοινότητα ποὺ ἀσχολεῖτο κατὰ κύριο λόγο μὲ τὸ ἐμπόριο. Σ’ αὐτὸ τὸν ἑλληνικὸ κόσμο τῆς περιοχῆς αὐτῆς δραστηριοποιήθηκε ὁ Ἰησοῦς μὲ πολὺ θετικὰ ἀποτελέσματα, συνάντησε μιὰ ἐκπληκτικὴ πίστη, πνευματικῆς ποιότητας ψυχή, ποὺ ἔδωσε καὶ ἕνα πρῶτο δεῖγμα μελλοντικῆς προοπτικῆς τῆς χριστιανικῆς ἐποποιίας πρὸς τὸν κόσμο τῶν ἐθνῶν.



Νέα κριτήρια ἀληθινῆς πίστεως

Ἡ συγκεκριμένη περίπτωση συνάντησης τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν κόσμο τῶν ἐθνικῶν μᾶς ἀποκαλύπτει μίαν ἄλλη εἰκόνα περὶ πίστεως, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ γνωστὰ θρησκευτικὰ κριτήρια. Ὅσο κι ἂν αἰφνιδιάζει αὐτὴ ἡ προσέγγιση, ἕνα εἶναι γεγονός, ὅτι μὲ τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου μπήκαμε σὲ μιὰ νέα ἐποχή, νέας ἀντίληψης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς κι ἐμεῖς ἀκόμη σήμερα, μετὰ ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες χριστιανικῆς ἐμπειρίας, παραμένουμε καὶ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἰουδαϊκὰ καὶ καθαρὰ νομικὰ κριτήρια.

Ἡ ἑλληνίδα γυναίκα ἀπὸ τὴ Χαναάν, παρόλη τὴν ἐθνική της καταγωγή, διατηροῦσε μία θαυμαστὴ ἀντίληψη πίστεως καὶ πνευματικότητας. Παρουσιάζεται στὸν Ἰησοῦ σεμνὴ καὶ ταπεινή, χωρὶς νὰ κομπάζει καὶ νὰ διεκδικεῖ, ὅπως θὰ ἔπραττε μία Ἰουδαία πιστὴ γυναίκα. Ἀσήμαντη μπροστὰ στὴν Ἁγιότητα καὶ τελειότητα τοῦ συνομιλητῆ της. Ἄξια ἀπόρριψης καὶ περιφρόνησης ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Ὅμως ἀληθινή, μὲ μία βαθιὰ ἀγάπη καὶ ταπεινοφροσύνη, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ μία ἰσχυρὴ καὶ δυνατὴ πίστη. Μία πίστη ποὺ ὁ Ἰησοῦς δὲν βρῆκε ἄλλη ὅμοια οὔτε στὸν κόσμο τῶν πιστῶν.

Ἡ πίστη τῆς ἐθνικῆς γυναίκας γίνεται κριτήριο πλέον ἀξιολόγησης τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπὸ ἐξωτερικὰ καὶ τυπικὰ κριτήρια μπήκαμε σὲ μία διαδικασία ἐσωτερικῶν κριτηρίων ποιότητας καὶ ἀληθινότητας. Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀποκλειστικὸ γνώρισμα, ὅπως συνήθως θεωρεῖται, μόνο τῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Εἶναι φορές, ποὺ οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι διαθέτουν μία ἀνυποψίαστη καὶ συγκλονιστικὴ πίστη, συνδυασμένη συνήθως μὲ μιὰ ἐκπληκτικὴ ποιότητα ζωῆς. Αὐτοὶ προσεγγίζουν πιὸ πολὺ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ δικό του προβαλλόμενο πνευματικὸ ἦθος ζωῆς, παρὰ οἱ ἐκ παραδόσεως καὶ ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι.

Αὐτὸ τὸν ὑγιῆ προβληματισμὸ προβάλλουν οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος μὲ τὴ διάσωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς ἐθνικῆς γυναίκας. Ἡ περιγραφὴ ἐκ μέρους τῶν Εὐαγγελιστῶν εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα, ρεαλιστικὴ καὶ ἀποκαλυπτική. Ἀπὸ τὴ μιὰ προβάλλεται ἡ περιφρόνηση τῆς γυναίκας αὐτῆς καὶ τοῦ κόσμου της ποὺ ἐκπροσωπεῖ ἀπὸ τοὺς ἰουδαίους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐξαίρεται ἡ πίστη της καὶ ἡ ἐμμονή της στὸ δικαίωμα τοῦ θαύματος καὶ τῆς σωτηρίας. Οἱ Ἰουδαῖοι ἔβλεπαν τὸν Ἰησοῦ μόνο ὡς ἕνα Ραββὶ καὶ Διδάσκαλο καὶ ἡ Χαναναία τὸν ἔβλεπε καὶ τὸν πίστευε ὡς Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ξεπέρασε τὴν ἁπλὴ καὶ ἐξωτερικὴ ἐντύπωση τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου στὴν ἱστορία καὶ μπῆκε στὸ μυστήριο τῆς σωτηριολογικῆς παρουσίας του στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ πίστη μιᾶς ἀληθινῆς μάνας καὶ ἡ ἀληθινότητα μιᾶς πραγματικῆς γυναίκας εἶναι ἱκανὴ νὰ κάνει καὶ τὸν Θεὸ ἀκόμη νὰ «ἀλλάξει» τακτικὴ ἔναντι τῶν ταπεινῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἡ πίστη αὐτῆς τῆς Χαναναίας μάνας, ποὺ ξέρει καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ παρακαλεῖ κραυγάζουσα πρὸς τὸν Θεό, γίνεται ἱκανὴ νὰ τελεσθεῖ τὸ θαῦμα στὴ ζωή. Πράγματι, μὲ αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀνατρέπεται μιὰ λανθασμένη θρησκευτικὴ ἀντίληψη αἰώνων καὶ προβάλλεται ἕνας νέος «τύπος» πιστοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συνδέεται ἄμεσα ἂν ὄχι μὲ τὴ θρησκεία, ὁπωσδήποτε ὅμως μὲ τὸ θαῦμα.

Αὐτὸ ποὺ πρωτεύει στὸ Χριστιανισμὸ δὲν εἶναι ἡ θρησκευτικὴ νομικὴ κατοχύρωση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἡ ἐπιμονὴ στὴν ἀναγκαιότητα λειτουργίας τοῦ θαύματος στὴ ζωή μας. Τὸ θαῦμα, δηλαδὴ ἡ χάρη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ τὰ πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὴν ἀληθινή τους ἔκφραση.

Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι, ἂν ἡ θρησκευτικότητα παρεμποδίζει τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἂν οἱ θρησκευτικοὶ κανόνες ἐγκλωβίζουν τὴν πνευματικὴ ζωὴ νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ ἀναπτυχθεῖ φυσιολογικά. Τὸ ζητούμενο εἶναι, πὼς εἶναι δυνατόν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς τοποθετήσεις, εἴτε Ἰουδαῖος εἴτε ἐθνικὸς εἶναι κάποιος, νὰ ἔχει μία ἐντιμότητα καὶ νὰ διαθέτει μία βαθιὰ ἀναγκαιότητα κοινωνίας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί σ’ αὐτὸν τελικὰ βρίσκεται ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή.

Ἂν καὶ πλῆθος ἀνθρώπων, ἀκολούθων καὶ θαυμαστῶν, συνωθοῦνταν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ὅπως καὶ οἱ μαθητὲς του ἀκόμη, ὅλοι ἔμειναν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη τῆς Χαναναίας γυναίκας. Οἱ κραυγὲς καὶ οἱ παρακλήσεις της, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἐπιμονή της, ἄφησαν ὅλους ἀσυγκίνητους ἐξαιτίας τῆς διαφορετικῆς κοινωνικῆς καὶ θρησκευτικῆς τοποθέτησης. Μόνο ὁ Κύριος διέγνωσε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της καὶ τῶν αἰσθημάτων της καὶ ἐκεῖ ἀναγνώρισε ἕναν σπάνιο ἄνθρωπο καὶ μία ἐκλεκτὴ ψυχή.

Μήπως εἶναι καιρὸς καὶ τὰ δικά μας κριτήρια γιὰ τοὺς ἄλλους νὰ τὰ ἀναθεωρήσουμε καὶ νὰ μποῦμε στὴ λογική τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποσκοπεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας στὴν ἐσωτερικὴ ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ προέλευσή του;

Παρασκευή, Απριλίου 24, 2015

Θρησκεία ἢ Ἐκκλησία



Πρόσφατα ἔγινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης μιὰ ἡμερίδα ἀπὸ τοὺς Μεταπτυχιακοὺς Φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν μὲ θέμα: «Θρησκεία ἢ Ἐκκλησία», ἐὰν δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμὸς πρέπει νὰ κατανοεῖται ὡς ἕνα ἱστορικὸ θρησκειολογικὸ φαινόμενο ἢ ὡς μιὰ ἀποκεκαλυμμένη ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Μοῦ προξένησε μεγάλη ἐντύπωση, ὅτι ὑπῆρχαν στὸ Συνέδριο αὐτὸ εἰσηγητὲς ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς χώρους τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς σκέψης, ἀπὸ τὸν ἱστορικό, φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, θρησκειολογικό, συστηματικῆς θεολογίας καὶ πατρολογίας, ἀλλὰ περιέργως ἀπουσίαζε κάποια εἰσήγηση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς βιβλικῆς θεολογίας. Καὶ νομίζω, ὅτι ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ γνωρίζουμε ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης στὸ θέμα τῆς θρησκείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ πῶς βίωσαν τὴ νέα πραγματικότητα οἱ Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου.

Βέβαια, ἐκεῖ στὸ Συνέδριο, μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ κάνω μιὰ αὐθόρμητη καὶ μικρὴ σχετικὴ παρέμβαση ὡς βιβλικὸς θεολόγος ποὺ εἶμαι. Θὰ ἤθελα, ὅμως, καὶ ἀπὸ τὸ βῆμα αὐτὸ νὰ ἐκθέσω ἀναλυτικότερα τὴ δική μου προσωπικὴ προβληματικὴ γιὰ ἕνα θέμα τόσο βασικὸ καὶ οὐσιαστικό, ποὺ συζητεῖται μάλιστα ἐπίμονα τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἔχει ἐνδιαφέρουσες προεκτάσεις στὸ χῶρο τῆς ποιμαντικῆς διακονίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, ποὺ ὑπηρετεῖ σεμνὰ καὶ ἀθόρυβα καὶ τὸ περιοδικὸ αὐτὸ Ἐφημέριος.


1. Ἡ θέση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρώτων κεφαλαίων τοῦ βιβλίου Γένεσις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαπιστώνει κανείς, ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἀρχικὰ τὴν κτίση καὶ τὴ φύση «καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ κατ' εἶδος καὶ καθ' ὁμοιότητα» (Βλ. Γεν. 1, 12) καὶ μετὰ «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν αὐτοῦ» (Βλ. Γεν. 1, 2627), ποὺ σημαίνει ὅτι δημιούργησε μιὰ κοινωνία καὶ κοινότητα ἀνθρώπων, μιὰ εὐλογημένη ἀνθρωπότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο μὲ τὴ δυνατότητα ἄμεσης προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Δημιουργό. Ὁ Θεός, ἑπομένως, δημιουργεῖ κοινωνία καὶ κοινότητα ἀνθρώπων, δημιουργεῖ ἐκκλησία ἑνότητας προσώπων καὶ ἀγάπης. Δὲν φαίνεται πουθενὰ ὁ Θεὸς νὰ δημιουργεῖ κάποια θρησκεία, μιὰ ὑπέρτατη ἐξουσία ποὺ θὰ ὑποδουλώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ ἐλέγχει τὴν προσωπικὴ βούληση καὶ θέληση πρὸς τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπαρχῆς σὲ μιὰ διαρκῆ καὶ ζῶσα κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του συνανθρώπους. Αὐτὸ συνιστᾶ ἀσφαλῶς καὶ τὴν οὐσία τῆς ἐκκλησίας.

Ἡ αὐτονόμηση, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ προσπάθεια αὐτοθέωσής του καὶ ἡ ἀνυπακοὴ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βίωσης τῆς ἀγάπης μεταξύ τους, θέτει τελικὰ τὸν ἄνθρωπο-Ἀδὰμ ἐκτὸς τῆς Ἐδὲμ καὶ ἐκτὸς τῆς κοινωνίας-ἐκκλησίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔξοδος αὐτὴ στὴ χώρα τῆς ἐρήμου, τῆς ἀπώλειας καὶ τοῦ θανάτου συνιστᾶ ἔκπτωση καὶ κατ' ἐπέκταση «θρησκειολογικὴ» αἵρεση. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, κατὰ συνέπεια, ἔχει ὡς βασικὴ ἀξία καὶ θέτει ὡς κέντρο τῆς ζωῆς στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη κάθε ἀνθρώπινης προσπάθειας τὴν ἐνεργοποίηση καὶ βίωση αὐτῆς τῆς θείας ἑνότητας καὶ τῆς ἀγάπης, σὲ μιὰ σχέση χαρισματικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ λαό Του καὶ τὴν ἐκκλησία Του.

Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον, ἐὰν ἀνοίξει κανεὶς τὴν Concordance ἢ τὸ Ταμεῖον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἰδεῖ, ὅτι σὲ ὅλα τὰ ἱερὰ κείμενα παρουσιάζονται μόνο ἑπτὰ χωρία ποὺ ἀναφέρονται στοὺς ὅρους «θρησκεία» καὶ «θρησκεύειν». Καὶ μάλιστα σ' αὐτὰ τὰ χωρία ὑπάρχει μιὰ ἀπορρητικὴ καὶ ἀπωθητικὴ ἔννοια, ἀφοῦ ἡ θρησκεία σχετίζεται ὡς ἀρνητικὸ μέγεθος μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρία (Βλ. Σοφία Σολομ. 11, 15• 14, 16• 14, 18• 14, 27• Σοφία Σειρὰχ 22,5• Δʹ Μακ. 5, 6• 5, 13). Ἡ θρησκεία κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀντὶ νὰ θεραπεύει καὶ νὰ ὑψώνει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ καλό, τὸν ταπεινώνει οὐσιαστικὰ ὡς λογικὸ ὂν ποὺ εἶναι μὲ τὴ λατρεία «ἀλόγων ἑρπετῶν» καὶ ἀψύχων «γλυπτῶν» (Σοφία Σολομ. 11, 15• 14, 16) καὶ συγχρόνως τὸν «καταισχύνει» στὴν ἱστορία ὡς ἀνθρώπινη πνευματικὴ ὕπαρξη (Σοφία Σειρὰχ 22, 5). Ἄρα ἡ θρησκεία ἐδῶ λειτουργεῖ ἀρνητικὰ καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ «καλὸν λίαν» τῆς δημιουργίας. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ κακὸ καὶ δὲν εἶναι δημιουργὸς καμιᾶς θρησκείας εἴτε εἰδωλολατρικῆς καὶ πολυθεϊστικῆς εἴτε «ἀποκαλυπτικῆς» καὶ μονοθεϊστικῆς. Αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα δημιουργήματα, ἔστω ἀπὸ ἱκανοὺς καὶ «χαρισματικοὺς» ἀνθρώπους τῆς ἱστορίας (Ἰουδαϊσμός-Μωυσῆς, Βουδισμός-Βούδας, Ἰσλαμισμός-Μωάμεθ κ.λπ.).

Ἀντίθετα, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δείχνει ἕνα ἰδιαίτερο καὶ ἐντυπωσιακὸ ἐνδιαφέρον σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια καὶ τὸν ὅρο «ἐκκλησία», τὴν ὁποία μάλιστα ἀνάγει στὴν ἀγαπητικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν χαρακτηρίζει ὡς τὴν ὕψιστη λειτουργία ζωῆς γιὰ ὁλοκλήρωση καὶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ χωρία τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στοὺς ὅρους «ἐκκλησία» καὶ «ἐκκλησιάζειν» ὑπερβαίνουν τὴ μία ἑκατοντάδα καὶ παρουσιάζονται σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ γιὰ τὴν ἔννοια τῆς «θρησκείας» ἐνδιαφέρεται ἀποσπασματικὰ μόνο ἡ σοφιολογία τῶν ἱερῶν κειμένων, ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω, καὶ αὐτὸ ἔχει τὴ σημασία του.

Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ εὖρος τῶν σχετικῶν χωρίων, θὰ περιορισθοῦμε μόνο σὲ μερικὲς βασικὲς παραμέτρους ποὺ νοηματοδοτοῦν τὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ αὐτοῦ ὅρου «ἐκκλησία». Ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ τονισθεῖ, ὅτι ὅλα σχεδὸν τὰ χωρία αὐτὰ συγκλίνουν στὴ σχέση κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ λαό Του μὲ μιὰ ἔννοια καθαρὰ ἀποκαλυπτικὴ καὶ σωτηριολογική. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς ὁ ἀποκλειστικὸς χῶρος, ὁ «οἶκος» τοῦ Κυρίου, ὅπου οὐσιαστικὰ κατοικεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἐνεργοποιεῖται ἡ πρόνοια καὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους (Δευτ. 23, 1-3• Αʹ Παραλ. 28, 8).

Κατὰ συνέπεια, ἔχουμε μιὰ «ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ» (Κριταὶ 20, 2• Ἰουδὶθ 14, 6), μιὰ «ἐκκλησία» τοῦ λαοῦ Ἰσραὴλ (Γʹ Βασ. 8, 14• Aʹ Παραλ. 13, 2) ἢ «τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ» (Σοφία Σειρὰχ 50, 20). Καὶ γιὰ νὰ μὴν μᾶς δημιουργηθεῖ ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἔχουμε μιὰ «ἐκκλησία» κλειστὴ καὶ περιχαρακωμένη γεωγραφικὰ καὶ ἐθνικά, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀνοίγεται πρὸς τὰ ἔθνη καὶ ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ «ἐκκλησία λαῶν πολλῶν» καὶ ἐθνῶν (Ἔσδρας 32, 3).

Ἀκόμη ἡ «ἐκκλησία» ὡς πνευματικὴ πραγματικότητα, ὡς «ἐκκλησία τοῦ Ὑψίστου» (Σοφία Σειρὰχ 24, 2) καὶ «ἐκκλησία τῶν προφητῶν» (Αʹ Βασ. 19, 20), στὴν ἱστορική της παρουσία καὶ ὀντότητα καλεῖται νὰ γίνει «ἐκκλησία ἁγίων» (Ψαλμ. 88, 5) καὶ «ἐκκλησία ὁσίων» (Ψαλμ. 149, 1), ἄρα «ἐκκλησία τῶν πιστῶν» τοῦ Θεοῦ (Αʹ Μακ. 3, 13) καὶ «ἐκκλησία» ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων (Ἰωὴλ 2, 16). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ «ἐκκλησία» τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀποκαλυπτικὴ καὶ σωτηριολογικὴ πραγματικότητα στὴν ἱστορική της ἔκφραση νοεῖται μόνο ὡς ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, ἐκκλησία ἁγιασμοῦ καὶ διακονίας καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε «θρησκεία» ὡς ἱστορικὸ μόρφωμα ἄσκησης κοσμικῆς ἐξουσίας, ποὺ ἡ δύναμή της στηρίζεται στὸ «νόμο» καὶ ὄχι στὴ χάρη.


2. Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς «Θρησκεία ἢ Ἐκκλησία» κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη

Ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀκολουθώντας τὴν ἀποκαλυπτικὴ παράδοση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Προφητῶν καὶ τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ ὡς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κάνει καὶ αὐτὴ σαφῆ διάκριση μεταξὺ θρησκείας καὶ ἐκκλησίας. Ὁ Χριστιανισμός, ὡς γνωστόν, ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς μιὰ μονοθεϊστικὴ θρησκεία, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται καὶ ἑδραιώνεται σὲ κάποια ἱστορικὴ στιγμή, ἀλλὰ οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἐκκλησίας ἀνάγονται ἱστορικὰ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ φθάνει ἐσχατολογικὰ ἕως τοῦ «τέλους» τῶν αἰώνων, μὲ μιὰ ἔννοια τριαδολογική, κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄρα, ἡ ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν πρωτολογία, δομεῖται στὴν ἱστορία καὶ ἀνακεφαλαιοῦται στὴν ἐσχατολογία, ὅπου καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πορευόμαστε, λοιπόν, ὡς κοινωνία καὶ ἐκκλησία ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ στὴν ἔρημο τῆς ἱστορίας καὶ καταλήγουμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἐὰν ἀνατρέξουμε συγκεκριμένα στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, θὰ διαπιστώσουμε καὶ πάλι μὲ ἔκπληξη, ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἱερῶν συγγραφέων γιὰ τὸ θέμα τῆς θρησκείας εἶναι πολὺ περιορισμένο καὶ ἀνέρχεται σὲ τέσσερα μόνο χωρία (Πράξ. 26, 5· Κολοσ. 2, 18· Ἰακ. 1, 26· 1, 27) καὶ ἔχει ἀρνητικὴ σημασία. Ἐδῶ ἡ θρησκεία χαρακτηρίζεται ὡς «αἵρεσις» τῶν Φαρισαίων (Πράξ. 26, 5) μὲ τὴν ἄσκηση πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐξουσίας, ποὺ συχνὰ ἡ «αἵρεσις» αὐτὴ ἐκτρέπεται καὶ σὲ θρησκευτικὴ λατρευτικὴ τυπολατρία γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ (Κολοσ. 2, 18).

Μὲ τὴν ἀπόκλιση αὐτὴ ἀποβαίνει νὰ εἶναι μιὰ «μάταιος θρησκεία» καὶ ἀσφαλῶς «ἀπάτη», ἐὰν δὲν ἀσκεῖ ἔργα φιλαθρωπίας καὶ ἀγάπης (Ἰακ. 1, 26). Ἡ θρησκεία, ὅμως, ἐὰν θέλει νὰ εἶναι μιὰ θετικὴ πνευματικὴ παρέμβαση, ἔστω περιορισμένης ἀξίας στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, τότε ὁ μόνος δρόμος ποὺ τῆς ἀπομένει εἶναι αὐτὸς τῆς αὐτοκάθαρσης ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς ἐκτροπῆς της καὶ τῆς ἀποφυγῆς τῶν πιστῶν της ἀπὸ τὶς ἐπιρροὲς τῶν ἁμαρτωλῶν διασυνδέσεών της καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐξουσίας της (βλ. Ἰακ. 1, 27).

Ἀντίθετα, ὁ ὅρος «ἐκκλησία» μὲ θετικὴ σημασία καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως καὶ στὴν Παλαιά, εἶναι σὲ εὐρύτατη χρήση καὶ ἀπαντᾶ σὲ ἑκατὸν δεκαπέντε χωρία, μὲ ἰδιαίτερο θεολογικὸ καὶ σωτηριολογικὸ ἐνδιαφέρον. Ἡ ἱστορικὴ παρουσία τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτική της διαγράφουν ἕνα εἶδος διπολικότητας τῆς λειτουργίας της σὲ οὐρανὸ καὶ γῆ, στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴ χώρα τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Ἀγγέλων. Ἡ ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἕνα οἰκουμενικὸ μέγεθος καὶ περιλαμβάνει πιστοὺς ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ καὶ τὸν Ἐθνικὸ κόσμο. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐκκλησία, ἁγία καὶ καθολικὴ στὸ εὖρος καὶ στὸ μέγεθός της, ἀγκαλιάζοντας ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τὶς φυλὲς τῆς γῆς καὶ εἶναι ἡ παρουσία της ζωντανὴ στὰ Ἱεροσόλυμα, στὶς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Γαλατίας καὶ τῆς Ἑλλάδας, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀχανοῦς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, παρουσιάζεται πάντοτε διαχρονικὰ οἰκουμενικὴ καὶ ἱστορικὰ καὶ γεωγραφικὰ (Ρωμ. 16, 4).

Ἡ χριστιανικὴ αὐτὴ ἐκκλησία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν «ἐκκλησία τῶν προφητῶν» καὶ τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ μὲ μιὰ εὐρύτερη καὶ καθολικότερη πλέον ἔννοια (Πράξ. 13, 1). Ὅπως καὶ πρὶν ἔτσι καὶ τώρα εἶναι ἡ «ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ» (Αʹ Κορ. 10, 32· 11, 22) καὶ ἡ «ἐκκλησία τῶν ἁγίων» (Αʹ Κορ. 14, 33), ποὺ ἔχει «κεφαλή» της τὸν Χριστὸ (Ἐφεσ. 5, 23) καὶ γι' αὐτὸ εἶναι καὶ «ἐκκλησία τοῦ Κυρίου» (Πράξ. 20, 28). Στὴν ἱστορική της λειτουργία παίρνει τὴ μορφὴ τῆς «κατ' οἶκον ἐκκλησίας» (Ρωμ. 16, 5· Κολοσ. 4, 15) ἀλλὰ καὶ τῆς «ἐκκλησίας» λαῶν καὶ ἐθνῶν (Ρωμ. 16,4). Σημαίνοντα ρόλο στὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας, ποιμαντικό, χαρισματικὸ καὶ μυστηριακό, παίζουν οἱ Προφῆτες, οἱ Διδάσκαλοι, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πρεσβύτεροι καὶ οἱ Ἅγιοι (Πράξ. 13, 1-3· 14, 23· Αʹ Κορ. 14, 33). Καὶ ὡς «ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ» (Αʹ Κορ. 14, 23) λειτουργεῖ σωτηριολογικὰ γιὰ τὴν οἰκουμένη ὅλη καὶ ἐργάζεται πρὸς «οἰκοδομὴν» καὶ «ἁγιασμὸν» ὅλων τῶν ἀνθρώπων (Αʹ Κορ. 14, 4-5).

Ἐπειδή, ὅμως, κάθε ἱστορικὸ φαινόμενο καὶ κοσμικὸ ἀνθρώπινο μέγεθος ἐνδύεται πάντοτε σῶμα φθορᾶς καὶ θανάτου στὸν πεπερασμένο αὐτὸν κόσμο μας, ἔτσι καὶ ἡ ἐκκλησία τῆς πρωτολογίας καὶ τῆς ἐσχατολογίας κατὰ τὴν ἱστορικοποίηση καὶ τὴν «ἐνανθρώπησή» της στὸν παρόντα αἰῶνα ἐνδύθηκε τοὺς «δερματίνους χιτῶνες» (Γεν. 3, 31) τῆς θρησκείας, τῆς ὀδύνης καὶ τῆς φθορᾶς στὴν πιὸ ἀκραία κοσμική της μορφή. Ἡ ἐκκλησία εἶναι τὸ οὐράνιο καὶ θεῖο, τὸ ἀποκεκαλυμμένο καὶ ἄφθαρτο πνευματικὸ γεγονὸς καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ γήινο καὶ ἀνθρώπινο, τὸ φθαρτὸ περιένδυμα καὶ εὐάλωτο στοὺς πειρασμοὺς τῆς ἱστορίας. Ἴσως κάποτε στὸ μέλλον τῆς ἱστορίας φθάσουμε στὸ «τέλος» καὶ στὸ «θάνατο» τῆς θρησκείας ἢ τῶν θρησκειῶν, ἡ ἐκκλησία ὅμως ὡς αἰώνια καὶ ἄφθαρτη βρίσκεται ἐκτὸς τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τέλους.

Σήμερα πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ στοχαστὲς κοινωνιολόγοι ὁμιλοῦν γιὰ τὴ δύση τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, πολλοὶ δὲ ἀπ' αὐτοὺς ἐννοοῦν καὶ τὴ δύση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπου ὁ Χριστιανισμὸς κατανοήθηκε ὡς θρησκεία, ὡς ὑπέρτατη ἐξουσία καὶ κοσμικὴ δύναμη καὶ ἀπώλεσε τὸ χαρισματικό, μυσταγωγικὸ καὶ σωτηριολογικό του στοιχεῖο. Κατανοήθηκε καὶ βιώθηκε ὡς πολιτιστικὸ ἱστορικὸ μέγεθος καὶ ἄρα ὅ,τι εἶχε νὰ προσφέρει τὸ προσέφερε καὶ φυσικὸ εἶναι νὰ φθάσουμε στὸ τέλος του καὶ στὴ δύση του.

Στὴν Ἀνατολὴ ὁ Χριστιανισμὸς κατανοήθηκε καὶ βιώθηκε ὡς ἐκκλησία καὶ γι' αὐτὸ διατήρησε τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀσκητικότητα καὶ ὁ ἁγιασμὸς γιὰ τελείωση καὶ θέωση ἦταν πάντοτε «σημεῖο» καὶ κέντρο ἀναφορᾶς σὲ κάθε της προσπάθεια. Κατὰ συνέπεια, μέσα στὴν ἱστορική της παρουσία καὶ ποιμαντικὴ διακονία ἡ ἐκκλησία στοχεύει καὶ στὴν ἐσχατολογική της προοπτικὴ ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου καὶ ἡ «μέλλουσα» πολιτεία μας· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13, 14).

Δυστυχῶς, ὅμως, πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῶν φορέων της ὁδηγεῖται σὲ «πτώση» καὶ ἱστορικὴ φθορά. Ὅταν, μάλιστα, ἔχουμε ἐμπορευματοποίηση τοῦ ἱερατικοῦ καὶ μοναχικοῦ ἀξιώματος καὶ οἱ πιστοὶ ὁδηγοῦνται σὲ ζηλωτικὲς καταστάσεις συντηρητισμοῦ καὶ φανατισμοῦ καὶ ὁ θρησκευτικὸς φονταμενταλισμὸς γίνεται κυρίαρχο ἰδεολόγημα, τότε τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο ὡς «ἔνδυμα» τῆς ἐκκλησίας παίρνει τὴ μορφὴ «φύλλου συκῆς» καὶ «περιζώματος» ντροπῆς (βλ. Γεν. 3, 7). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅμως, ἀντιδρώντας σ' αὐτὴν τὴν ἐκκοσμίκευση μᾶς καλεῖ σὲ μιὰ διαχρονικὴ ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τοῦ «νόμου», τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου τῆς θρησκείας καὶ ἔνδυση τῆς «χάριτος» καὶ τῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς νέου καὶ ἀνακαινισμένου κόσμου ἑνότητας καὶ ἀγάπης, κατὰ τὸν τύπο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς τριαδικῆς θείας κοινωνίας· «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσι αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστὸς» (Κολοσ. 3, 9-11).

Σάββατο, Μαρτίου 15, 2014

Κυριακή Β΄ Νηστειών (Η θεραπεία του παραλυτικού) Γεώργιος Πατρώνος



 

Η ευαγγελική περικοπή είναι πολύ γνωστή. Πρόκειται για τη θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ. Από τα Συνοπτικά Ευαγγέλια γνωρίζουμε ότι ο Κύριος άρχισε τη δημόσια δράση του στη Γαλιλαία, αρχικά γύρω από τη Ναζαρέτ και μετά γύρω από τη λίμνη της Γενησαρέτ. Σε δεύτερη φάση μεταφέρεται η δραστηριότητα στην Ιουδαία. Βασικό κέντρο της Γαλιλαϊκής δραστηριότητας ήταν η Καπερναούμ. Την Καπερναούμ, μια κωμόπολη 1.500 κατοίκων την εποχή εκείνη, επέλεξε ο Ιησούς γιατί βρισκόταν στη λεωφόρο που συνέδεε τις χώρες της ενδοτέρας Μέσης Ανατολής (Μεσοποταμίας) με τις χώρες του νότου και την Αίγυπτο, διαμέσου της κοιλάδας του Ιορδάνη. Αποτελούσε, επομένως, κεντρικό διαμετακομιστικό κόμβο.

Από εκεί περνούσαν κατά χιλιάδες έμποροι, στρατιωτικοί, εργάτες και δούλοι. Μπορούσε να γίνει η Καπερναούμ ένα ιεραποστολικό κέντρο μεγάλης σημασίας και ο λόγος του Ευαγγελίου σύντομα να φτάσει στα πέρατα της οικουμένης. Έτσι αιτιολογείται γιατί ο λόγος του Ιησού διεσπάρη σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, μέχρι και τη Ρώμη ακόμη.

Η περικοπή αναφέρει ότι ο Ιησούς «εισήλθε εις οίκον», όπου και κήρυττε το λόγο του. Δεν γνωρίζουμε τίνος οικία ήταν αύτη. Πιθανώς κάποιου πολύ γνωστού. Από το Ευαγγέλιο του Λουκά έχουμε πληροφορίες ότι αύτη την περίοδο ο Ιησούς διανυκτέρευσε παράλληλα και στο σπίτι του Πέτρου, όπου και θεράπευσε την «πυρέσσουσα» πεθερά του, πριν μάλιστα από την κλήση του στη μαθητεία.

Στην οικία, λοιπόν όπου εισήλθε, η σύναξη του λαού είναι μεγάλη. Παρατηρείται, μάλιστα, το αδιαχώρητο. Και ενώ ο Ιησούς «ελάλει τον λόγον» έρχεται μια ομάδα φίλων, «παραλυτικόν φέροντες», και μάλιστα «αιρόμενον υπό τεσσάρων». Επειδή δε ήταν αδύνατο να εισέλθουν, ξήλωσαν μια κάποια πρόχειρη σκεπή και έφεραν μπροστά στα πόδια του Ιησού τον παραλυτικό για θεραπεία. Παρόντες είναι και εκπρόσωποι των Γραμματέων και των Φαρισαίων, οι οποίοι έκτος από τα θεωρητικά προβλήματα που δημιουργούσαν στον Κύριο, συγκέντρωναν παράλληλα και στοιχεία για να τα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον σε βάρος του νέου Διδασκάλου.

Η περικοπή μας δίνει τη δυνατότητα δύο κατευθύνσεων για να οικοδομήσουμε το κήρυγμα: α) η σχέση της πίστεως με το θαύμα και β) ότι ο Ιησούς έχει τη δύναμη και την εξουσία από το Θεό «αφιέναι αμαρτίας».

Σχέση ασθένειας και αμαρτίας

Η ευαγγελική φράση «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» που απευθύνεται στον παραλυτικό είναι, θα λέγαμε, το κύριο σημείο αναφοράς της όλης περικοπής. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και το Αποστολικό ανάγνωσμα που προβάλλει τον Θεό ως τον Κύριο του ουρανού και της γης. Στη δημιουργία υπάρχει ενότητα φυσικού και πνευματικού κόσμου. Κανένας δυαλισμός και καμία διαρχική τάση. Όλα θεώνται και αντιμετωπίζονται σφαιρικά, στην ενότητα και ολότητά τους.

Και εδώ στην ευαγγελική περικοπή κάνει εντύπωση, πως ενώ οδηγείται στον Ιησού ένας παράλυτος ασθενής, που πάσχει σωματικά και ζητεί την ίασή του, ο Κύριος του συγχωρεί τις αμαρτίες του. Μας φαίνεται παράλογο και κάποιος θα δυσανασχετούσε γι’ αύτη τη συμπεριφορά του Χριστού. Τί σχέση μπορεί να έχει μια ασθένεια με την αμαρτία; Ένας ασθενής μπορεί να είναι αμαρτωλός, αλλά μπορεί να είναι και άγιος.

Εδώ χρειάζεται μια προσεκτική προσέγγιση της σχέσεως της ασθένειας και της αμαρτίας. Η της σχέσεως του σώματος με τη ψυχή. Κατ’ αρχήν για το Θεό, την Εκκλησία και τη θεολογία, ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ολότητα και ενότητα. Ο όλος άνθρωπος σώζεται και πορεύεται προς τη Βασιλεία του Θεού, ή αμαρτάνει και καταλήγει στον αιώνιο θάνατο. Αυτή είναι μια βασική αρχή της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος πορεύεται προς το καλό και προς το κακό, συνεπαίρνοντας όλες τις σωματικές και πνευματικές του λειτουργίες.

Για τον Κύριο ήταν αδιανόητο να πει μόνο «άρον τον κράβατόν σου και περιπατεί», θεραπεύοντας μονομερώς το σώμα και αφήνοντας τη ψυχή στη φθορά και το θάνατο. Ο Ιησούς δεν ήταν ένας κοινός θεραπευτής, όπως υπήρχαν την εποχή εκείνη οι Θεραπευτές των Εσσαϊκών κοινοτήτων, που άσκουσαν ιατρική ποιμαντική. Ούτε ο Ιησούς, λέγει «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» και μετά εγκαταλείπει το ανθρώπινο σώμα στη δική του φθορά, με την έννοια ότι ό ίδιος είναι μόνο πνευματικός εργάτης που ενδιαφέρεται για τη σωτηρία των ψυχών. Αυτές οι αντιπαραθέσεις και τα διλήμματα είναι και πάλι εκτός της βιβλικής σωτηριολογίας και της γενικότερης χριστιανικής ποιμαντικής.

Όπως ο Θεός ως Δημιουργός δημιούργησε τον υλικό και πνευματικό κόσμο και προέβαλλε ως βασική αρχή τη σωματική και ψυχική ενότητα, έτσι και ο Ιησούς ως Κύριος και Σωτήρας σώζει την όλη φύση και κτίση, και προσλαμβάνει τον όλο άνθρωπο με την ενανθρώπησή του, σώζοντας έτσι την ακατάλυτη αυτή ενότητα. Ο άνθρωπος δεν έχει απλώς σώμα και ψυχή, με μια έννοια ιστορικής ένδυσης και φανέρωσης, αλλά ο άνθρωπος είναι σώμα και είναι ψυχή, με μια έννοια οντολογική που εκτείνεται από την πρωτολογία ως την εσχατολογία. Κάθε διαιρετική τάση φανερώνει προσπάθεια επιβολής στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας μονοφυσιτικών και μανιχαϊστικών αιρετικών αντιλήψεων.

 

Ο αμαρτωλός ,«τέκνον του Θεού»

Εδώ χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε και ένα άλλο πολύ βασικό θέμα για το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Ακούμε συχνά να λέγεται, ότι κάθε μορφή φθοράς στον παρόντα κόσμο, όπως οι αρρώστιες και ο θάνατος, οι πόλεμοι και οι καταστροφές, τα πάθη και η αμαρτία, είναι αποτελέσματα της αρχικής παρακοής και του προπατορικού αμαρτήματος, όπως κοινά λέμε. Αυτό είναι κατ’ αρχήν αληθινό. Αλλά τί σημαίνει η αλήθεια αυτή για μας σήμερα; Έχουμε το δικαίωμα να ταυτίζουμε την ασθένεια με την αμαρτία και να θεωρούμε ότι ένας ασθενής είναι ταυτόχρονα κακός και αμαρτωλός και ένας υγιής είναι καλός και άγιος; Η κάθε ασθένεια δηλαδή έρχεται εξαιτίας κάποιας συγκεκριμένης αμαρτίας;

Η αρχική αμαρτία, αν και έφερε το κακό στον κόσμο, δηλαδή την ασθένεια και το θάνατο στον άνθρωπο και παρέσυρε σε φθορά τη ζωή, δεν πρέπει να συσχετίζονται με τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο που υποφέρει, πάσχει, ασθενεί και πεθαίνει. Θα δικαιολογούμασταν πιθανόν να κάναμε αυτούς τους συσχετισμούς πριν την έλευση του Χριστού, πριν από τα δικά του πάθη και το θάνατό του.

Μετά την ενανθρώπηση και την πρόσληψη της όλης ανθρώπινης πεπτωκυΐας μας φύσης από το Χριστό, μετά τα θεία του πάθη, το δικό του σταυρό και το θάνατο, αρχίζει μια άλλη λογική κατανόησης της ασθένειας και του πόνου. Ο κάθε άνθρωπος πλέον που πάσχει και υποφέρει είναι μια ιερή μορφή. Ο πόνος είναι μια πραγματικότητα τραγική μεν, αλλά που τελικά αγνίζει και αγιάζει τον άνθρωπο. Οι πάσχοντες, για την Εκκλησία πρέπει να θεωρούνται μιμητές του Χριστού στην πιο ανθρώπινη έννοια και γι’ αυτό πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε όλοι με ιερότητα και σεβασμό. Ο πόνος είναι το βαθύτερο αίσθημα της ζωής και λειτουργεί θεραπευτικά και ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή.

Για τον Ιησού Χριστό, σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή, ο κάθε άνθρωπος ασθενής και πάσχων, έστω και αμαρτωλός ήταν μια προσωπικότητα που ιδιαίτερα τον έλκυε και τον συγκινούσε και η επέμβαση προς αυτόν ήταν πάντοτε αγαπητική, δηλαδή λυτρωτική και σωτηριολογική. Όταν ο Κύριος αποφάσιζε να θεραπεύσει κάποιον ποτέ δεν διερωτήθηκε, εάν ο ασθενής αυτός ήταν ομόθρησκος ή αλλόθρησκος, καλός ή αμαρτωλός. Και συνήθως οι αμαρτωλοί προσέλκυαν περισσότερο το ενδιαφέρον του και την αγάπη του.

Ο άνθρωπος και στην πιο αμαρτωλή κατάστασή του συνεχίζει να είναι και να παραμένει «τέκνον του Θεού». Ο Ιησούς απευθυνόμενος στον παραλυτικό και αμαρτωλό της περικοπής τον αποκαλεί «τέκνον» και προτού ακόμη τον θεραπεύσει και τον συγχωρήσει. Ο άσωτος γιός είναι για το Θεό Πατέρα πιο συμπαθής, κατά την γνωστή παραβολή του «ασώτου», ακριβώς γιατί υπέφερε και βασανίστηκε πολύ λόγω της αποστασίας του.

Ίαση των ψυχών και θεραπεία των σωμάτων

Έτσι, μπορούμε να πούμε, πως είναι μεγάλη βλασφημία να πιστεύουμε και να κηρύττουμε, ότι οι πάσχοντες της ζωής υποφέρουν εξαιτίας των αμαρτιών τους και γι’ αυτό τους περιφρονούμε ως αμαρτωλούς ανθρώπους. Ο σωματικός πόνος λόγω της ασθένειας και ο πνευματικός πόνος λόγω της αμαρτίας είναι μια ιερή υπόθεση που πρέπει να προκαλεί σεβασμό σε όλους. Ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει σε αγιασμό και θέωση τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό, αν και ηχεί παράξενο, διαβάζουμε σε ασκητικά κείμενα και στο Γεροντικό, άγιους άνδρες της ερήμου να ευχαριστούν το Θεό όχι για τις καλές τους πράξεις, αλλά για τις αμαρτίες τους, γιατί αυτές τελικά προσελκύουν το Χριστό να σκύψει επάνω τους με αγάπη και να τους σώσει.

Με αυτά που λέμε εδώ δεν προσπαθούμε να εξωραΐσουμε την αμαρτία. Η αμαρτία υπάρχει ως το τραγικότερο γεγονός της ζωής του ανθρώπου και της ιστορίας της ανθρωπότητας. Δεν πρόκειται για ένα απλό σφάλμα ή κάποια παρεκτροπή. Εισέρχεται τόσο βαθιά που φθείρει το σώμα και την ψυχή και καταστρέφει την ενότητα και τη συνοχή των δύο. Γι’ αυτό και ο Κύριος πρώτα επεμβαίνει στο χώρο της αμαρτίας και μετά στο χώρο της σωματικής ασθένειας.

Είναι αλήθεια πως κάθε εποχή, προβάλλοντας την τραγικότητα των διαφόρων ασθενειών που βασανίζουν το ανθρώπινο σώμα, ουσιαστικά προσπαθεί ν’ αποσιωπήσει την ύπαρξη της αμαρτίας. Και εδώ βρίσκεται το λάθος και η μεγάλη αποτυχία της κάθε θεραπευτικής παρέμβασης. Υπάρχει μια πολύ βαθιά σχέση σώματος και ψυχής. Οι ψυχολόγοι και ψυχίατροι μας βεβαιώνουν πως πίσω από πολλές ασθένειες υποκρύπτεται μια πνευματική και ψυχική δυσαρμονία.

Η Αγία Γραφή δεν θεωρεί την αμαρτία σαν μια απλή παράβαση κάποιων θρησκευτικών κανόνων, αλλά σαν μια καταστροφική και αλλοτριωτική λειτουργία ζωής. Η έλευση του Χριστού πραγματώνεται ακριβώς για να συντρίψει αυτή τη δαιμονική και καταστροφική λειτουργία. Και αυτό το γεγονός δείχνει το μέγεθος και το βάρος της αμαρτίας. Το να θεραπεύσεις κάποιον και να του πεις «άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει», είναι πολύ ευκολότερο από το να του πεις «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» και να τον λυτρώσεις, λέγει ο Κύριος στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το μεγάλο ελπιδοφόρο μήνυμα της παρέμβασης του Χριστού στη ζωή μας, για ίαση των ψυχών και θεραπεία των σωμάτων. Το γεγονός ότι τα ευαγγελικά κείμενα συνεχώς αναφέρονται και μας διηγούνται ποικίλα θαύματα αυτής της διττής θεραπευτικής μορφής, δεν έχουν ως σκοπό να προβάλουν την τραγικότητα της αμαρτίας που μας συνέχει, αλλά το μεγάλο λυτρωτικό μήνυμα της σωτηριολογικής και λυτρωτικής παρουσίας του Χριστού.

(Γ.Π.Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγ. Παν/μίου Αθηνών. «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Β΄- αποσπάσματα).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...