Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2014

Φώτης Κόντογλου - «Ἐπὶ σοὶ Χαίρει, Κεχαριτωμένη. Πᾶσα ἡ κτίσις»

«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων· χείλη δὲ πιστῶν τὴ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω· Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή». «Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί») κι ἂς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ᾿ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα, τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη, ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμένη καρδιὰ τὸν παρακλητικὸ κανόνα: 
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ᾿ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους. Ἄμποτε, Παναγιά μου, νὰ σὲ βρῶ βοηθό, νὰ μὲ γλύτωσεις ἀπὸ τὰ βάσανα».  
Μὰ ποιὸς ἀπό μας γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί, παρεκτῶς ἀπὸ τὸ Θεό. 
Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»; 
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει: 

«Σ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους ποὺ πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη, ὡς ποὺ vα σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Μὰ ἀλλοίμονο οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νἄχει; Ὅπου ν᾿ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια. 
Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε, λέγει στὴν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον, θερμὴ προστασία, καὶ τὴν βοήθειαν δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίω».   «Ὅλα, λέγει τὰ δοκίμασα, μὰ κανένα πράγμα δὲ μπόρεσε vα μὲ ξαλαφρώσει. Γιὰ τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μὲ θρῆνο πικρόν, καὶ λέγω: Πρόφταξε καὶ δόσε τὴ βοήθειά σου σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι᾿ ἄθλιο δοῦλο σου».
       Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρὰ τῶν πικραμένων, τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καρφώθηκε ἀπάνω στὸ ξύλο: κ᾿ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. 
Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγουμε σὲ Κεiνη ποὺ τὴν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα»,«Ὀξεία ἀντίληψη»,«Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καὶ χίλια ἄλλα ὀνόματα, ποὺ δὲν βγήκανε ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ τὰ στόματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ποὺ πιστεύανε καὶ ποὺ πονούσανε. Μονάχα στὴν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μὲ τὸν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μὲ δάκρυα μὲ πόνο καὶ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη.  
      Γιατὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπὸ κάθε λογὴς βάσανο. Κι᾿ ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία τὸ ἔθνος μας στὰ σκληρὰ τὰ χρόνια βρίσκει παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ ἁγιασμένα μυστήρια της ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅλα στὸ Σταυρωμένο τὸ Χριστὸ καὶ στὴ χαροκαμένη μητέρα του, ποὺ πέρασε τὴν καρδιά της σπαθὶ δίκοπο. 
      Σὲ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τὴν Παναγία μὲ τραγούδια κοσμικά, σὰν νἆναι καμιὰ φιληνάδα τους, μὰ ἐμεῖς τὴν ὑμνολογοῦμε μὲ κατάνυξη βαθειά, θαρρετὰ μὰ μὲ συστολή, μὲ ἀγάπη μὰ καὶ μὲ σέβας,σὰν μητέρα μας μὰ καὶ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας.   Ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας νὰ τὴ δεῖ τί ἔχει μέσα καὶ νὰ μᾶς συμπονέσει. 
     Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, «τὸ χαροποιὸν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμὸς ὁ γλυκερὸς τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καὶ ἡ δωδεκάτειχος πόλις». Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικὸ περιβόλι ποὺ μοσκοβολᾶ ἀπὸ λογὴς λογὴς μυρίπνοα ἄνθη, καὶ τὰ πιὸ μυρουδικά, τὰ πιὸ ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καὶ μαζί της χαίρεται μὲ μία χαρὰ πνευματική:
      «Ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, ἡγιασμένε ναὲ καὶ παράδεισε λογικέ, παρθενικὸν καύχημα, ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη καὶ παιδίον γέγονεν ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν». 
         Ἀπορεῖς τί νὰ πρωτοδιαλέξεις ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πῶς ὁ ἀγέρας, τὰ βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τὰ χωριὰ οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματικὴ ἀπ᾿ αὐτὸ «τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ᾿ αὐτὴ «τὴν μανναδόχον στάμνον ποὺ ἔχει μέσα «μύρον τὸ ἀκένωτον». 
Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μὲ τὄνομά της, τὰ βουνά μας, οἱ κάμποι, τὰ νησιά, τ᾿ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπὸ τὰ ξωκκλήσια της, τὰ καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στὴ μάσκα καὶ στὴν πρύμη τὸ γλυκύτατο τ όνομά της. 
Ἀληθινὰ στὴν Ἑλλάδα μας «ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «Γιὰ Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση. Σήμερα ποὺ κοιμήθηκες, θαρεῖς πὼς ἡ χαρὰ γίνηκε πιὸ μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σὲ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντὶ νὰ ἀποσκιάσει καὶ πλημμύρησε τὶς καρδιές μας.
Σήμερα τ᾿ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στὰ κουρασμένα πρόσωπά μας, τὰ δέντρα σὰν νὰ γενήκανε πιὸ χλωρά, τ᾿ αὐγουστιάτικο κύμα σὰν νὰ ἀρμενίζει πιὸ δροσερὸ μέσα στὸ πέλαγο καὶ ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, τὸ κάθε τί πανήγυριζει κι᾿ ἀγάλλεται... 
Ὤ! Τί θάνατος λοιπὸν εἶναι αὐτός, ποὺ γέμισε τὴν οἰκουμένη καὶ τὶς καρδές μας μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας! Καὶ καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδὸς σήμερα: 
«Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν». Ἀληθινὰ λέγει καὶ σ᾿ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς...».
Ἀλλὰ τὸ ξαναλέγω. Τί νὰ πεῖ κανένας πρῶτα καὶ τί ὕστερα, ἀπὸ τὰ τόσα πνευματικὰ ὑμνολογήματα ποὺ προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιὲς στὴν Παναγία, στὸ «Ῥόδον τὸ ἀμάραντον», ποὺ μοσκοβόλησε καὶ ἅγιασε τὴν καταβασανισμένη τὴν Ἑλλάδα! 

Τὴν ὑμνολογήσανε μὲ τὰ λόγια, μὲ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴ ζωγραφική, μὲ τὸ σκαλισμένο ξύλο, μὲ τ᾿ ἀσήμι, μὲ τὸ μάλαμα, μὲ τὸ κηρομάστιχο, μὲ κάθε τίμιο κι᾿ ἁγιασμέvο πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμέψει στὸν ἄνθρωπο γιὰ vα μπορέσει vα δείξει τὴν ἀγάπη του, τὸ σέβας του, τὴ χαρά του, τὴν πίκρα του, κι᾿ ὅτι ἄλλο ἁγνὸ αἴσθημα ἔχει μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τὸ νὰ πιάσει κανένας νὰ τὰ ἱστορήσει καταλεπτῶς, θὰ ἤτανε σὰν νάθελε vα μετρήσει τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας; 
Γιὰ τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστὰ λουλούδια ἀπὸ τῆς ὑμνωδίας τὸ ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς».
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἂς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπὸ τὶς Καταβασίες τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ποὺ εἶναι τὸ βυζαντινώτατο, ὅλη ἡ Κωνσταντιούπολη πνευματικὰ πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλὰ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια γ´ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καὶ ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».
Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τοὺς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, ποὺ συγκροτήσανε ἕναν πνευματικὸ θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ζωντανὴ ὡς ἄφθονη πηγή. Καὶ μὲ τὴ θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νὰ φοσέσουνε τῆς δόξας τὰ στέφανα», Ἀμὴ ἡ θ´ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δὲ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καὶ βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε». Ἀμὴ ἐκείvα τὰ πανηγυρικὰ αὐτόμελα ποὺ ψέλνουνε στὸν ἑσπερινὸ τῆς Κοιμήσεως, μὲ μέλος θριαμβευτικὸ καὶ μὲ πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια! Ποιὸς χριστιανὸς Πίνδαρος τὰ σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! 

«Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλίμαξ πρὸς oυραvὸv ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανή, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σου ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σου τὸ μέγα ἔλεος.» Ποταμὸς μέγας καὶ βουερὸς ἀναβρύζει καὶ μᾶς δροσίζει, καὶ πίνουνε νερὸ δροσερὸ ψυχὲς ξερὲς καὶ διψασμένες! Κύτταξε πάθος καὶ μεράκι ποὺ ξελοχίζει ἀπὸ καιγόμενη καρδιά! 
Ὁ ὑμνωδός, ἀντὶ νὰ κλάψει γιὰ τὴν Παναγία ποὺ εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στὴν κλίνη της, τυλιγμένη μὲ τὸ μαφόρι της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια της ποὺ δίνανε παρηγοριὰ στὴν ἀνθρωπότητα, μὲ σταυρωμένα τὰ ἄχραντα χέρια της, ποὺ βαστάξανε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σὰν τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀντὶς λέγω νὰ κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς κείτεται στὸ μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πλὴν δάκρυα χαρᾶς:
    «Εὐφραίνου Γεθσημανή, ποὺ ἔχεις θησαυρισμένο τὸ ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου.» Κ᾿ ὕστερα στρέφει στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς λέγει μὲ τὸν ἴδιο πνευματικὸ οἶστρο. «Ἂς κράξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν Παναγία, ἔχοντας γιὰ πρωτοψάλτη τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ποὺ τὴ χαιρέτισε μὲ τὰ ἴδια λόγια κατὰ τὴ χαρoύμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι᾿ ἂς ποῦμε:       «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ δωρίζει στὸν κόσμο μὲ ἐσένα, τὸ μέγα ἔλεος». 

Θάνατος δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα ποῦ εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς; Κι᾿ οὔτε μοιρολόγια καὶ ξόδια θρηνητερά, παρὰ χαρὰ ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη ποὺ ἔχει ἀπιθωμένον ἀπάνω της τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ κρασὶ τῆς ἀθανασίας, καὶ πίνουνὲ οἱ χριστιανοὶ καὶ μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καὶ δὲν βρίσκονται πιὰ μπροστὰ σἕνα λείψανο ποὺ τὸ κηδεύουνε, ἀλλὰ βρίσκονται στὴ Ναζαρέτ, στὸ σπίτι τὸ χαρούμενο καὶ τὸ μοσκοβολημένο ἀπὸ τὴν παρθενικὴ εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε ποὺ ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατὰ κείνη τὴν ἡμέρα πὤγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σὰ νάναι ἀθάνατοι, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος!» Ἡ Κοίμησις γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σὲ χαρά!
Ναί, Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά, παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι᾿ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πὤχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα.
«Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. 
Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν». Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. 
Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ᾿ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ᾿ αὐτὰ χαίρεται. Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώτων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σὲ ἄλλον ψαλμός, σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα, σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη. 
Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»: «Ὅποιος κλαίγει, λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος, καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχή του τὴν oυράνια καὶ θεία παρηγοριά. Κι᾿ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση, ποὺ παρηγορᾶ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή, ὁποῦ θλίβεται γιατὶ χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη, σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή.
Ὅποιος πορεύεται μ᾿ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι᾿ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μιὰ ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁποῦ τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της. 
Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου vα θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πὼς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι᾿ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα. 
Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε, καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ᾿ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ᾿ ἀσημοχρύσαφα. 
Εἶναι μιὰ ἥμερη χαρὰ κ᾿ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό, ποὖναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁποῦ δὲν ἔχει μέσα της καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη, παρὰ μονάχα μιὰ παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια, μὲ τὴν ὁποία παρηγορᾶ ὁ Θεὸς κρυφὰ ἐκείνους ποὺ συντρίβουνε μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση τὴν καρδιά τους.» Ἄμποτε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου - Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου

Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου είναι Δεσποτικοθεομητορική εορτή. Αυτό σημαίνει ότι είναι Δεσποτική επειδή αναφέρεται στον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος συνελήφθη στην γαστέρα της Θεοτόκου, και θεομητορική εορτή επειδή αναφέρεται στο πρόσωπο εκείνο που συνετέλεσε στην σύλληψη και την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, δηλαδή την Παναγία Η Θεοτόκος Μαρία έχει μεγάλη αξία και σπουδαία θέση στην Εκκλησία, ακριβώς γιατί ήταν το πρόσωπο εκείνο που περίμεναν όλες οι γενεές, και αυτή έδωσε στον Λόγο του Θεού την ανθρώπινη φύση.

Έτσι, το πρόσωπο της Θεοτόκου συνδέεται στενά με το Πρόσωπο του Χριστού. Και η αξία της Παναγίας δεν οφείλεται μόνον στις αρετές της, αλλά κυρίως στον καρπό της κοιλίας της. Γι’ αυτό, η Θεοτοκολογία συνδέεται στενώτατα με την Χριστολογία.
Όταν κάνουμε λόγο για τον Χριστό δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτήν που του έδωσε σάρκα, και όταν κάνουμε λόγο για την Παναγία, αναφερόμαστε ταυτόχρονα και στον Χριστό, γιατί από Αυτόν αντλεί Χάρη και αξία.
Αυτό φαίνεται καθαρά στην ακολουθία των Χαιρετισμών, στην οποία υμνείται η Θεοτόκος, αλλά πάντοτε εν συνδυασμώ με το ότι είναι μητέρα του Χριστού: "Χαίρε ότι υπάρχεις βασιλέως καθέδρα, χαίρε ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα". Αυτός ο σύνδεσμος Χριστολογίας και Θεοτοκολογίας φαίνεται και στην ζωή των αγίων.
 Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγίων, που είναι τα πραγματικά μέλη του Σώματος του Χριστού, είναι ότι αγαπούν την Παναγία. Είναι αδύνατον να υπάρχη άγιος ο οποίος δεν την αγαπά.
 α' 
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι η αρχή όλων των Δεσποτικών εορτών. Στο απολυτίκιο της εορτής ψάλλουμε: "σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις...". Το περιεχόμενο της εορτής αναφέρεται στο γεγονός κατά το οποίο ο αρχάγγελος Γαβριήλ – ο άγγελος εκείνος με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την ενανθρώπηση του Χριστού – επισκέφθηκε με εντολή του Θεού την Παναγία και την πληροφόρησε ότι έφθασε ο καιρός της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού, και ότι αυτή θα γίνη η μητέρα Του. (βλ. Λουκά α', 26-56).

Η λέξη "ευαγγελισμός" αποτελείται από δύο επί μέρους λέξεις, ήτοι εύ και αγγελία, και δηλώνει την καλή είδηση, την καλή αγγελία. Πρόκειται για την πληροφορία που δόθηκε δια του αρχαγγέλου ότι ο Λόγος του Θεού θα ενανθρωπήση για την σωτηρία του ανθρώπου.
Ουσιαστικά πρόκειται για την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Θεού, που δόθηκε μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας (βλ. Γεν. γ', 15), η οποία λέγεται πρωτευαγγέλιο. Γι’ αυτό, η πληροφορία της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού είναι η μεγαλύτερη είδηση μέσα στην ιστορία. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, το ευαγγέλιο του Θεού είναι πρεσβεία του Θεού και παράκληση στους ανθρώπους δια του σαρκωθέντος Υιού Του. Παράλληλα είναι και η καταλλαγή των ανθρώπων με τον Πατέρα, ο Οποίος δίνει ως μισθό την αγέννητη θέωση σε αυτούς που υπακούουν στον Χριστό.
Η θέωση λέγεται αγέννητη γιατί δεν γεννάται, αλλά φανερώνεται στους αξίους. Επομένως, η θέωση που προσφέρεται δια του ενανθρωπήσαντος Χριστού δεν είναι γέννηση, αλλά φανέρωση δια της ενυποστάτου ελλάμψεως σε αυτούς που είναι άξιοι αυτής της αποκαλύψεως.
Η καλή αγγελία, το ευαγγέλιο, ο ευαγγελισμός είναι διόρθωση των γεγονότων που έγιναν στην αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου, στον αισθητό Παράδεισο της Εδέμ. Εκεί από γυναίκα άρχισε η πτώση και τα αποτελέσματά της, εδώ από γυναίκα άρχισαν όλα τα αγαθά. Έτσι, η Παναγία είναι η νέα Εύα. Εκεί υπήρχε ο αισθητός Παράδεισος, εδώ η Εκκλησία. Εκεί ο Αδάμ, εδώ ο Χριστός. Εκεί η Εύα, εδώ η Μαρία. Εκεί ο όφις, εδώ ο Γαβριήλ.
 Εκεί ο ψιθυρισμός του δράκοντος-όφεως στην Εύα, εδώ ο χαιρετισμός του αγγέλου στην Μαρία (Ιωσήφ Βρυένιος). Με αυτόν τον τρόπο διορθώθηκε το σφάλμα του Αδάμ και της Εύας.
 β' 
 Ο αρχάγγελος Γαβριήλ απεκάλεσε την Παναγία "κεχαριτωμένη". Της είπε: "Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού, ευλογημένη συ εν γυναιξίν" (Λουκ. α', 28-29). Η Παναγία αποκαλείται "κεχαριτωμένη" και χαρακτηρίζεται "ευλογημένη", αφού ο Θεός είναι μαζί της.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και άλλους αγίους Πατέρας, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθή, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού.
Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του Ναού έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Εάν το προαύλιο του Ναού προοριζόταν για τους προσηλύτους και εάν ο κυρίως Ναός για τους ιερείς, τα άγια των αγίων προορίζονταν για τον αρχιερέα. Εκεί εισήλθε η Παναγία, δείγμα ότι έφθασε στην θέωση.
Είναι γνωστόν ότι στην χριστιανική εποχή ο νάρθηκας προοριζόταν για τους κατηχουμένους και τους ακαθάρτους, ο κυρίως ναός για τους φωτισθέντας, τα μέλη της Εκκλησίας, και τα άγια των αγίων γι’ αυτούς που έφθασαν στην θέωση. Έτσι, η Παναγία είχε φθάσει στην θέωση και πριν ακόμη δεχθή την επίσκεψη του αρχαγγέλου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μια ειδική μέθοδο Θεογνωσίας και Θεοκοινωνίας, όπως ερμηνεύει θαυμάσια και θεόπνευστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Πρόκειται για την ησυχία, την ησυχαστική οδό. Κατάλαβε η Παναγία ότι δεν μπορεί κανείς να φθάση στον Θεό με την λογική, την αίσθηση, την φαντασία και την ανθρώπινη δόξα, αλλά δια του νού. Έτσι νέκρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής που προέρχονται από την αίσθηση, και δια της νοεράς προσευχής ενεργοποίησε τον νού. Με αυτόν τον τρόπο έφθασε στην έλλαμψη και την θέωση.
 Και γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού, να δώση την σάρκα της στον Χριστό.

Δεν είχε απλώς αρετές, αλλά την θεοποιό Χάρη του Θεού. Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος του Θεού, συγκριτικά με τους ανθρώπους. Βέβαια, ο Χριστός, ως Λόγος του Θεού, έχει όλο το πλήρωμα των Χαρίτων, αλλά και η Παναγία έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος από το πλήρωμα των Χαρίτων του Υιού της.
Γι’ αυτόν τον λόγο σε σχέση με τον Χριστό είναι κατώτερη, αφού ο Χριστός είχε την Χάρη κατά φύσιν, ενώ η Παναγία κατά μετοχήν, σε σχέση όμως με τους ανθρώπους είναι ανώτερη. Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος, εκ του πληρώματος των Χαρίτων του Υιού της, προ της συλλήψεως, κατά την σύλληψη και μετά την σύλληψη.
Πρό της συλλήψεως το πλήρωμα της Χάριτος ήταν τέλειο, κατά την σύλληψη ήταν τελειότερο, και μετά την σύλληψη ήταν τελειότατο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Με αυτόν τον τρόπο η Παναγία ήταν παρθένος κατά το σώμα και παρθένος κατά την ψυχή. Και αυτή η σωματική της παρθενία είναι ανώτερη και τελειότερη από την ψυχική παρθενία των αγίων, που επιτυγχάνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος.  
γ'

Κανείς άνθρωπος δεν γεννάται απηλλαγμένος από το προπατορικό αμάρτημα. Η πτώση του Αδάμ και της Εύας και οι συνέπειες αυτής της πτώσεως κληρονομήθηκαν σε όλο το ανθρώπινο γένος. Φυσικό ήταν και η Παναγία να μην είναι απηλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα. Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου είναι σαφής: "πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού" (Ρωμ. γ', 23). Στο αποστολικό αυτό χωρίο φαίνεται ότι το αμάρτημα νοείται ως στέρηση της δόξης του Θεού, και ακόμη ότι κανείς δεν είναι απηλλαγμένος από αυτό. Έτσι, λοιπόν, και η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα. Πότε όμως απαλλάχτηκε από αυτό;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να ελευθερωθή από σχολαστικές αντιλήψεις. Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι το προπατορικό αμάρτημα ήταν η στέρηση της δόξης του Θεού, η αλλοτρίωση από τον Θεό, η απώλεια της Θεοκοινωνίας. Αυτό όμως είχε και σωματικές συνέπειες, γιατί στο σώμα του Αδάμ και της Εύας εισήλθε η φθορά και ο θάνατος.
Όταν στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος για κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, δεν εννοείται η κληρονόμηση της ενοχής της προπατορικής αμαρτίας, αλλά κυρίως οι συνέπειές της, που είναι η φθορά και ο θάνατος. Όπως όταν αρρωσταίνη η ρίζα του φυτού, αρρωσταίνουν και τα κλαδιά και τα φύλλα, το ίδιο έγινε με την πτώση του Αδάμ. Ασθένησε όλο το ανθρώπινο γένος. Η φθορά και ο θάνατος που κληρονομεί ο άνθρωπος είναι το εύκρατο κλίμα της καλλιέργειας των παθών, και με αυτόν τον τρόπο σκοτίζεται ο νούς του ανθρώπου.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η πρόσληψη από τον Χριστό, με την ενανθρώπησή Του, αυτού του θνητού και παθητού σώματος, χωρίς την αμαρτία, συνετέλεσε στο να διορθωθούν οι συνέπειες του αμαρτήματος του Αδάμ. Θέωση υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπως και φωτισμός του νού, αλλά δεν είχε καταργηθή ο θάνατος, γι’ αυτό και οι θεόπτες Προφήτες πήγαιναν στον Άδη. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την Ανάστασή Του, θεώθηκε η ανθρώπινη φύση και έτσι δόθηκε η δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να θεωθή. Επειδή με το άγιο Βάπτισμα γινόμαστε μέλη του θεωθέντος και αναστημένου Σώματος του Χριστού, γι’ αυτό και λέμε ότι δια του αγίου Βαπτίσματος απαλλάσσεται ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα.
Όταν προσαρμόσουμε αυτά στην περίπτωση της Παναγίας, μπορούμε να καταλάβουμε την σχέση της με το προπατορικό αμάρτημα και την ελευθέρωσή της από αυτό. Η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα, είχε όλες τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου στο σώμα της. Με την είσοδό της στα άγια των αγίων έφθασε στην θέωση.
Αυτή όμως η θέωση δεν ήταν αρκετή για την απαλλαγή από τις συνέπειές του, που είναι η φθορά και ο θάνατος, ακριβώς γιατί δεν είχε ενωθή η θεία με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου. Έτσι, την στιγμή που με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση, στην γαστέρα της Παναγίας, η Παναγία πρώτη γεύεται την ελευθέρωσή της από το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειές του. Άλλωστε, την στιγμή εκείνη έγινε αυτό που απέτυχε να κάνη ο Αδάμ και η Εύα με τον ελεύθερο προσωπικό τους αγώνα.
Γι’ αυτό, η Παναγία την στιγμή του Ευαγγελισμού έφθασε σε μεγαλύτερη κατάσταση από εκείνην στην οποία βρισκόταν ο Αδάμ και η Εύα πριν την πτώση. Αξιώθηκε να γευθή το τέλος του σκοπού της δημιουργίας, όπως θα δούμε σ’ άλλες αναλύσεις. Γι’ αυτό, για την Παναγία δεν χρειάστηκε να γίνη Πεντηκοστή, δεν χρειάστηκε να βαπτισθή. Αυτό που βίωσαν οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, και αυτό που έγινε σε όλους εμάς κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος, έγινε για την Παναγία την ημέρα του Ευαγγελισμού.
Τότε απαλλάχθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, όχι με την έννοια ότι απαλλάχθηκε από την ενοχή, αλλά ότι απέκτησε την θέωση στην ψυχή και το σώμα, λόγω της ενώσεώς της με τον Χριστό. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να ερμηνευθή και ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού η Παναγία έλαβε το Άγιον Πνεύμα, το Οποίο την καθάρισε και της έδωσε δύναμη δεκτική της θεότητος του Λόγου, συγχρόνως δε και γεννητική.
Δηλαδή, η Παναγία έλαβε από το Άγιο Πνεύμα καθαρτική χάρη, αλλά και δεκτική και γεννητική του Λόγου του Θεού, ως ανθρώπου.  
δ' 
Η απάντηση της Παναγίας στην πληροφορία του αρχαγγέλου ότι θα αξιωθή να γεννήση τον Χριστό ήταν εκφραστική: "Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου" (Λουκ. α', 38). Φαίνεται εδώ η υπακοή της Παναγίας στον λόγο του αρχαγγέλου, αλλά και η υπακοή της στον Θεό, για ένα γεγονός που ήταν παράδοξο και παράξενο για την ανθρώπινη λογική. Έτσι υποτάσσει την λογική της στο θέλημα του Θεού.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι κατά την στιγμή εκείνη όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και όλη η ανθρωπότητα περίμεναν με αγωνία να ακούσουν την απάντηση της Παναγίας, έχοντας φόβο μήπως αρνηθή και δεν υπακούση στο θέλημα του Θεού.
Ισχυρίζονται ότι επειδή κάθε φορά που ο άνθρωπος βρίσκεται σε τέτοιο δίλημμα, ακριβώς επειδή έχει ελευθερία, μπορεί να πη το ναι ή το όχι, όπως άλλωστε έγινε στην περίπτωση του Αδάμ και της Εύας, το ίδιο μπορούσε να συμβή και στην Παναγία. Αλλά όμως η Παναγία δεν ήταν δυνατόν να αρνηθή, όχι γιατί δεν είχε ελευθερία, αλλά γιατί είχε την πραγματική ελευθερία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει διάκριση μεταξύ φυσικού και γνωμικού θελήματος.
Γνωμικό θέλημα έχει κανείς όταν διακρίνεται για την άγνοια ενός πράγματος, για την αμφιβολία και τελικά για την αδυναμία επιλογής. Πρόκειται για μια αμφιταλάντευση περί του πρακτέου. Φυσικό θέλημα έχει κανείς όταν οδηγήται κατά τρόπο φυσικό, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, χωρίς άγνοια, στην πραγματοποίηση της αλήθειας.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το φυσικό θέλημα συνδέεται με το "θέλειν", ενώ το γνωμικό θέλημα με το "πώς θέλειν", και μάλιστα όταν γίνεται με αμφιβολίες και αμφιταλαντεύσεις. Επόμενο είναι ότι το φυσικό θέλημα συνιστά την τελειότητα της φύσεως, ενώ το γνωμικό θέλημα συνιστά την ατέλεια της φύσεως, αφού προϋποθέτει άνθρωπο που δεν έχει γνώση της αλήθειας, δεν είναι βέβαιος γι’ αυτό που πρέπει να αποφασίση.
Ο Χριστός καίτοι είχε δύο θελήματα, λόγω των δύο φύσεων, ανθρωπίνης και θείας, εν τούτοις είχε φυσικό θέλημα, από την άποψη που μελετάμε εδώ καί, βέβαια, δεν είχε γνωμικό θέλημα. Ως Θεός ήξερε πάντοτε το θέλημα του Θεού Πατρός και δεν υπήρχε ποτέ αμφιβολία μέσα Του ούτε αμφιταλάντευση. Αυτό κατά χάριν βιώνεται και από τους αγίους, ιδιαιτέρως από την Παναγία. Επειδή η Παναγία είχε φθάσει στην θέωση, γι’ αυτό ήταν αδύνατο να αρνηθή το θέλημα του Θεού και να μη συγκατατεθή για την ενανθρώπηση.
Είχε την τέλεια ελευθερία, και γι’ αυτό η ελευθερία της ενεργούσε πάντοτε κατά φύσιν και όχι παρά φύσιν. Εμείς επειδή δεν έχουμε φθάσει στην θέωση έχουμε ατελή ελευθερία, το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, γι’ αυτό και αμφιταλαντευόμαστε για το πρακτέο. Η ερώτησή της "πώς εσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω" (Λουκ. α', 34), δείχνει ταπείνωση, αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και το παράδοξο του πράγματος, επειδή υπήρχαν θαυματουργικές συλλήψεις στην Παλαιά Διαθήκη, όχι όμως ασπόρως.  
ε' 
Κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού έχουμε άμεση σύλληψη του Χριστού με την δύναμη και ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Σ’ ένα θεοτοκίο ψάλλουμε: "Του Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι παρθένε το χαίρε σύν τη φωνή εσαρκούτο ο των όλων Δεσπότης". Αυτό σημαίνει ότι δεν παρενεβλήθησαν μερικές ώρες και ημέρες για να γίνη η σύλληψη, αλλά έγινε ακριβώς εκείνη την στιγμή.
Ο αρχάγγελος Γαβριήλ είπε στον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου. "Μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου, το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου" (Ματθ. α', 20). Η Παναγία γέννησε κατά άνθρωπο τον Χριστό, αλλά η σύλληψη έγινε εκ Πνεύματος Αγίου.
Ο Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας αυτήν την φράση, και κυρίως το "γεννηθέν εκ Πνεύματος αγίου", λέγει ότι κάθε πράγμα που προέρχεται από κάτι άλλο, δηλώνεται με τρεις λέξεις. Η μία είναι το "δημιουργικώς", όπως ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό με την ενέργειά Του. Η άλλη είναι το "γεννητώς", όπως ο Υιός γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από τον Πατέρα.
Η τρίτη είναι το "φυσικώς", όπως η ενέργεια βγαίνει από κάθε φύση, ήτοι η λαμπρότητα από τον ήλιο, και γενικότερα η ενέργεια από τον ενεργούντα. Για την σύλληψη του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι η αληθινή έκφραση είναι ότι ο Χριστός συνελήφθη με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος "δημιουργικώς", και όχι γεννητώς και φυσικώς.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού συνέπηξε για τον Εαυτό του, με τα αγνά και καθαρώτατα αίματα της Θεοτόκου, σάρκα που είναι εμψυχωμένη από λογική και νοερά ψυχή, όχι σπερματικώς, αλλά δημιουργικώς δια του Αγίου Πνεύματος.
Βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για σύλληψη του Χριστού στην γαστέρα της Θεοτόκου με την δύναμη και δημιουργική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν πρέπει να απομονώνουμε το Άγιον Πνεύμα από την Αγία Τριάδα. Είναι γνωστόν από την πατερική διδασκαλία ότι κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
 Η δημιουργία του κόσμου και η αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου έγινε και γίνεται με την κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Επομένως, όχι μόνον το Άγιον Πνεύμα εδημιούργησε το δεσποτικό σώμα του Χριστού, αλλά και αυτός ο ίδιος ο Πατήρ και ο Υιός, δηλαδή ολόκληρη η Αγία Τριάδα.
 Η διατύπωση αυτής της αλήθειας είναι ότι ο Πατήρ ευδόκησε την σάρκωση του Υιού Του, ο Υιός και Λόγος του Θεού αυτούργησε την σάρκωσή Του και το Άγιον Πνεύμα την ετελεσιούργησε. Η σύλληψη του Χριστού στην κοιλία της Θεοτόκου έγινε με ησυχία και κρυφιότητα και όχι με κρότο και ταραχή. Κανείς, ούτε από τους αγγέλους ούτε από τους ανθρώπους, μπόρεσε να καταλάβη εκείνη την στιγμή αυτά τα μεγάλα που επετελέσθησαν.
Ο Προφητάναξ Δαυίδ προφήτευσε αυτό το γεγονός λέγοντας: "Καταβήσεται ως υετός επί πόκον, ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γήν" (Ψαλμ. οα', 6). Όπως η βροχή που πέφτει επάνω σ’ ένα ποκάρι από μαλλί δεν προκαλεί θόρυβο, ούτε και καμμιά φθορά, το ίδιο έγινε και κατά τον ευαγγελισμό και την σύλληψη.
Ο Χριστός με την σύλληψή Του δεν προκάλεσε θόρυβο ούτε και καμμιά φθορά στην παρθενία της Παναγίας. Γι’ αυτό και η Παναγία ήταν και έμεινε Παρθένος προ του τόκου, κατά τον τόκο και μετά τον τόκο. Είναι τα τρία αστέρια τα οποία ο αγιογράφος σχηματίζει πάντοτε στο μέτωπο και στους δύο ώμους της Παναγίας.  
στ' 
Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου, συνιστά την άμεση θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Δηλαδή, από την πρώτη στιγμή που ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υπάρχει θέωση της ανθρωπίνης φύσεως.
 Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: "άμα σάρξ, άμα Θεού Λόγου σάρξ". Αυτό σημαίνει ότι δεν παρενεβλήθη ένα διάστημα μετά από την σύλληψη για να θεωθή το ανθρώπινο πρόσλημμα, αλλά αυτό έγινε αμέσως κατά την ώρα της συλλήψεως.
 Συνέπεια και συνέχεια αυτού του γεγονότος είναι ότι η Παναγία πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, αφού αυτή γέννησε πραγματικά τον Θεό, τον Οποίο κυοφόρησε εννέα μήνες στην κοιλία της, και όχι έναν άνθρωπο που είχε την Χάρη του Θεού. Γι’ αυτό η Παναγία λέγεται Θεοτόκος και όχι Χριστοτόκος.
Το χριστολογικό δόγμα έχει συνέπεια και στο θεοτοκολογικό. Η Παναγία είναι Θεοτόκος, ακριβώς γιατί συνέλαβε εν Αγίω Πνεύματι τον Χριστό. Αυτό πρέπει να τονισθή, γιατί παλαιά έγινε μεγάλη θεολογική συζήτηση για το αν η Παναγία πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, λόγω υπάρξεως αιρετικών διδασκαλιών, η δε τελική κατοχύρωση της διδασκαλίας ότι η Παναγία εγέννησε Θεό, και ότι αμέσως με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως υπάρχει θέωσή της, έγινε στην Γ' Οικουμενική Σύνοδο.
Ο αιρετικός Νεστόριος, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικούς όρους και ανθρώπινο στοχασμό, υποστήριζε ότι η Παναγία ήταν άνθρωπος και γι’ αυτόν τον λόγο ήταν αδύνατο να γεννήση τον Θεό.
Το βρέφος που υπήρχε μέσα της δεν ήταν Θεός, αλλά άνθρωπος. Απλώς ο Θεός "παρήλθεν" ή "συμπαρήλθεν" δια της Θεοτόκου. Βέβαια, υπήρχε πρόβλημα στην θεολογία του για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύσεων στον Χριστό.
Ο Νεστόριος πίστευε ότι η σάρκα του Χριστού ήταν απλώς συνημμένη με την φύση της θεότητος. Ο Λόγος ήταν Θεός, αλλά ήταν συνημμένος με τον άνθρωπο και κατοικούσε μέσα του. Με τέτοιες προϋποθέσεις ονόμαζε την Παναγία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Όμως, ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, και η κάθε φύση ενεργούσε "μετά της θατέρου κοινωνίας" στην υπόσταση του Λόγου.
Το θέμα αυτό θα το δούμε όταν θα κάνουμε λόγο για την γέννηση του Χριστού. Εδώ όμως πρέπει να υπογραμμισθή ότι η ανθρώπινη φύση θεώθηκε αμέσως με την ένωσή της με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου. Γι’ αυτό η Παναγία είναι και λέγεται Θεοτόκος, αφού γέννησε κατά άνθρωπον τον Θεό.  
ζ' 
Η άμεση θέωση της ανθρωπίνης φύσεως από την θεία φύση του Λόγου δεν σημαίνει ότι καταργούνται τα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό δείχνει ότι η σύλληψη και κυοφορία, αλλά και η γέννηση του Χριστού έγινε κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Υπέρ φύσιν, γιατί έγινε δημιουργικώς από το Πανάγιο Πνεύμα και όχι σπερματικώς.
 Κατά φύσιν, γιατί η κυοφορία έγινε κατά τον τρόπο που κυοφορείται το βρέφος. Υπάρχει όμως ένα σημείο που πρέπει να υπογραμμισθή. Σε κάθε βρέφος υπάρχουν μερικά στάδια, έως ότου έλθη η ώρα να γεννηθή. Κατ’ αρχάς γίνεται η σύλληψη, στην συνέχεια μετά από ένα χρονικό διάστημα ο εξεικονισμός των μελών του σώματός του, έπειτα αναπτύσσεται ολίγον κατ’ ολίγον, και κατά τον βαθμό της αναπτύξεώς του ακολουθεί η κίνηση, και τέλος, όταν ολοκληρωθή, εξέρχεται από την κοιλία της μητέρας του. Ενώ στο θείο βρέφος έχουμε ολίγον κατ’ ολίγον αύξηση, εν τούτοις δεν παρενεβλήθη διάστημα μεταξύ συλλήψεως και εξεικονισμού των μελών.
Ο Μ. Βασίλειος λέγει ρητώς: "ευθύς γαρ τέλειον ήν τη σαρκί το κυοφορούμενον, ου ταις κατά μικρόν διαπλάσεσι μορφωθέν". Αυτό πρέπει να το δούμε από την άποψη ότι εξεικονίσθησαν τα μέλη του σώματός Του αμέσως, δημιουργήθηκε τέλειος άνθρωπος, αλλά όμως δεν βρέθηκε αμέσως στην διάπλαση των εννέα μηνών.
Αναπτυσσόταν ολίγον κατ’ ολίγον, ενώ είχε απαρτισθή το σώμα Του από την αρχή. η' Η σύλληψη του Χριστού στην κοιλία της Θεοτόκου έγινε από το Πανάγιο Πνεύμα δημιουργικώς και όχι σπερματικώς, γιατί έπρεπε να αναλάβη ο Χριστός την καθαρά φύση που είχε ο Αδάμ προ της παραβάσεως. Βέβαια, ο Χριστός προσέλαβε σάρκα παθητή και θνητή, όπως αυτή έγινε μετά την παράβαση του Αδάμ, για να νικήση την φθορά και τον θάνατο, αλλ’ όμως ήταν άκρως καθαρά και αμίαντος, όπως ήταν προ της παραβάσεως.
Έτσι, η σάρκα του Χριστού από απόψεως καθαρότητος ήταν όπως το προ της παραβάσεως σώμα του Αδάμ, από απόψεως δε θνητότητος και φθαρτότητος ήταν το μετά την παράβαση σώμα του Αδάμ. Επομένως, η σύλληψη έγινε δια του Αγίου Πνεύματος, γιατί ο τρόπος με τον οποίο γεννάται σήμερα ο άνθρωπος (διά του σπέρματος) είναι μετά την παράβαση.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η κίνηση της σαρκός προς γέννηση δεν είναι απηλλαγμένη τελείως της αμαρτίας, γιατί, ενώ ο νούς έχει ταχθή από τον Θεό να ηγεμονεύη τον άνθρωπο, συμπεριφέρεται "ανυποτάκτως" κατά την διάρκεια της κινήσεως της σαρκός. Έτσι, η καθαρά φύση του Χριστού έχει σχέση με την δημιουργική και όχι σπερματική σύλληψη. Ακριβώς αυτό το γεγονός συνδέεται στενώτατα με το ότι η σύλληψη, κυοφορία και γέννηση του Χριστού από την Παναγία ήταν ανήδονος, άκοπος και ανώδινος.
Ο Χριστός, λοιπόν, συνελήφθη, κυοφορήθηκε ως βρέφος και γεννήθηκε ανηδόνως, ακόπως, ανωδίνως. Συνελήφθη ασπόρως για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, για να αναλάβη την καθαρά ανθρώπινη φύση, και δεύτερον, για να γεννηθή αφθόρως και ανωδίνως. Η Παναγία όπως συνέλαβε τον Χριστό ανηδόνως, χωρίς ηδονή, το ίδιο και τον κράτησε εννέα μήνες στην κοιλία της ακόπως και αβάρως. Δεν αισθανόταν βάρος, παρά το ότι το θείο βρέφος αναπτυσσόταν φυσιολογικά και είχε το βάρος ενός αναπτυσσομένου εμβρύου.
Εφαρμόσθηκε έτσι η προφητεία του Προφήτου Ησαΐου: "Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης" (Ησ. ιθ', 1). Με τον όρο "νεφέλη κούφη" εννοείται η ανθρώπινη σάρκα, που ήταν τόσο πολύ ελαφρά, ώστε δεν προξένησε κανένα βάρος και κόπο στην Παναγία, κατά το διάστημα της εννεαμήνου κυοφορίας. Η άσπορη και ανήδονη σύλληψη της Παναγίας και η άκοπη κυοφορία συνδέεται στενά με την άφθορη και ανώδινη γέννηση του Χριστού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ηδονής και οδύνης, αφού κάθε ηδονή έχει συνημμένο και τον πόνο.
Ο Αδάμ αισθάνθηκε ηδονή και ακολούθησε ο πόνος σε όλο το ανθρώπινο γένος. Έτσι και τώρα δια της ελευθερώσεως από την ηδονή προέρχεται χαρά στο ανθρώπινο γένος. Η γέννηση του Χριστού δεν έφθειρε την παρθενία της Θεοτόκου, όπως ακριβώς η σύλληψη δεν έγινε με ηδονή, και η κυοφορία με βάρος και κόπο. Εκεί που ενεργεί το Πανάγιο Πνεύμα "νικάται φύσεως τάξις".  
θ' 
 Η διάρκεια της κυοφορίας της Παναγίας είναι προτύπωση της αδιαλείπτου κοινωνίας που θα έχουν οι άγιοι στην Βασιλεία του Θεού. Είναι γνωστό και δεδομένο ότι η μητέρα που έχει κυοφορούμενο βρέφος έχει στενή και οργανική σχέση μαζί του.
Σύγχρονοι επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι το βρέφος επηρεάζεται πάρα πολύ όχι μόνο από την σωματική κατάσταση της μητέρας του, αλλά και από την ψυχολογική της συγκρότηση. Και επειδή το θείο βρέφος συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, αλλά μεγάλωσε κατά τον φυσικό τρόπο, δηλαδή είχε κοινωνία με το σώμα της Παναγίας, γι’ αυτό και υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του Χριστού και της Θεοτόκου.
Φυσικά, αυτό πρέπει να το δούμε από την άποψη ότι η Παναγία δίνει το αίμα της στον Χριστό, αλλά και ο Χριστός την Χάρη και ευλογία Του σε αυτήν. Κυοφορούμενος ο Χριστός δεν έπαυσε να βρίσκεται ταυτόχρονα στον θρόνο του Θεού ενωμένος με τον Πατέρα Του και το Άγιον Πνεύμα. Η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως, αμέσως από την στιγμή της συλλήψεως.
 Αυτό σημαίνει ότι πρώτη η Παναγία γεύθηκε τα αγαθά της θείας ενανθρωπήσεως, την θέωση. Αυτό που οι Μαθηταί του Χριστού γεύθηκαν κατά την Πεντηκοστή, και εμείς μετά το Βάπτισμα, κατά την διάρκεια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και αυτό που θα ζουν οι άγιοι στην Βασιλεία των Ουρανών, το ζούσε η Παναγία από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως και κυοφορίας.
 Επομένως, ο Χριστός εννέα ολόκληρους μήνες, μέρα και νύχτα, έτρεφε με το αγιασμένο αίμα Του την Παναγία. Αυτό είναι προτύπωση της αδιαλείπτου θείας Κοινωνίας και της αδιαλείπτου σχέσεως και κοινωνίας των αγίων με τον Χριστό που θα γίνη κυρίως στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό και η Παναγία είναι προτύπωση του μέλλοντος αιώνος.
Από αυτό το πρίσμα είναι Παράδεισος. ι' Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, μιλώντας για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, προχωρεί και σε μια προσωπική και υπαρξιακή προσέγγιση του γεγονότος αυτού. Γιατί, δεν αρκεί μόνο να εορτάζουμε εξωτερικά τα γεγονότα της θείας ενανθρωπήσεως, αλλά να τα πλησιάζουμε υπαρξιακά και πνευματικά. Γι’ αυτόν τον λόγο συνέλεξε
πολλά χωρία αγίων στα οποία γίνεται λόγος γι’ αυτήν την υπαρξιακή προσέγγιση.
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Προφήτου Ησαΐου: "Δια τον φόβον σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν, πνεύμα σωτηρίας σου εποιήσαμεν επί της γής" (Ησ. κστ', 18). Κατά την ερμηνεία των αγίων Πατέρων σπόρος είναι ο λόγος του Θεού και μήτρα είναι ο νούς και η καρδία του ανθρώπου.
 Δια της πίστεως ο λόγος του Θεού σπείρεται στην καρδιά του ανθρώπου και την καθιστά έγκυο από τον φόβο του Θεού. Πρόκειται για τον φόβο να μη μείνη ο άνθρωπος μακρυά από τον Θεό. Δια του φόβου αυτού αρχίζει ο αγώνας για την κάθαρση της καρδιάς και την απόκτηση των αρετών, που ομοιάζει με πόνο, ωδίνες τοκετού.
Με αυτόν τον τρόπο γεννιέται το πνεύμα της σωτηρίας, που είναι η θέωση και ο αγιασμός. Η μόρφωση του Χριστού μέσα μας γίνεται με πνευματικές ωδίνες. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: "τεκνία μου, ούς πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν" (Γαλ. δ', 19). Ωδίνες είναι ο ασκητικός αγώνας, και μόρφωση είναι η θέωση και ο αγιασμός.
Κατά τους αγίους Πατέρας (άγιο Γρηγόριο Νύσσης, άγιο Μάξιμο Ομολογητή, άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, όσιο Νικήτα τον Στηθάτο κλπ.), αυτό που συνέβη σωματικά στην Παναγία, αυτό γίνεται πνευματικά σε κάθε έναν του οποίου η ψυχή παρθενεύει, δηλαδή καθαρίζεται από τα πάθη. Ο Χριστός, που μια φορά γεννήθηκε κατά σάρκα, θέλει να γεννάται πάντα κατά πνεύμα, από αυτούς που θέλουν, και έτσι γίνεται βρέφος, διαπλάττοντας τον εαυτό του μέσα σ’ εκείνους δια των αρετών.

Η πνευματική σύλληψη και γέννηση γίνεται αντιληπτή από το ότι σταματά η ρύση του αίματος, δηλαδή παύουν να υπάρχουν επιθυμίες για την διάπραξη της αμαρτίας, δεν ενεργούν τα πάθη στον άνθρωπο, μισεί ο άνθρωπος την αμαρτία και θέλει διαρκώς να πράττη το θέλημα του Θεού.
Αυτή δε η σύλληψη και γέννηση αποκτάται με την εφαρμογή των θείων εντολών, κυρίως με την επιστροφή του νοός στην καρδιά και με την αδιάλειπτη μονολόγιστη προσευχή. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι ευαγγελισμός του ανθρωπίνου γένους, πληροφορία ότι ενηνθρώπησε ο Υιός και Λόγος του Θεού. Αυτή η παγκόσμια εορτή πρέπει να συντελέση στην προσωπική εορτή, στον προσωπικό ευαγγελισμό. Πρέπει να δεχθούμε τα προοίμια της σωτηρίας μας, που είναι η μεγαλύτερη είδηση στην ζωή μας.


Η σύλληψη του Ιησού από την Παρθένο Μαρία Το υπέρλογο καί υπερφυσικό μυστήριο. του Επισκόπου Αχελώου, Ευθυμίου

«…Είναι ένα θαύμα. Καί όπως σ' όλα τα θαύματα γίνεται αναστολή των νόμων της φύσεως, έτσι καί στην περίπτωση της συλλήψεως του Ιησού «εκ Πνεύματος Αγίου καί Μαρίας της Παρθένου» «η φύσις εκαινοτόμησεν», έγινε δηλαδή κάτι καινούργιο, «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον», όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κάτι ασυνήθιστο, ένα θαύμα με άμεση επέμβαση του Δημιουργού. Η Ενσάρκωση ήταν ένα θαύμα! Διότι «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις». «Εν τη συλλήψει του Υιού του Θεού οι φυσικοί νόμοι της συλλήψεως παρέμειναν ανενέργητοι» (Αγ. Θεοδώρου)...

Η «υπέρ φύσιν» σύλληψη του Ιησού από την Παρθένο αναφέρεται, ειδικότερα, στο γεγονός ότι έγινε «άνευ σπέρματος» (ανδρός) ή, όπως λέει ο ιερός Δαμασκηνός «ούκ εκ συνάφειας ανδρός»…
»Με την Πτώση (των Προτοπλάστων) υπέστη αλλοίωση η ανθρώπινη φύση (πόνος, φθορά, θάνατος)… Όλοι οι άνθρωποι, ως απόγονοι του Αδάμ κληρονομούν την αλλοιωμένη μεταπτωτική φύση των Πρωτοπλάστων. Με τα γενετικά κύτταρα του άνδρα καί της γυναίκας αναπαράγεται καί διαιωνίζεται η φθαρτή καί θνητή ανθρώπινη φύση.
Ο Ιησούς όμως πού επρόκειτο να ανακαινίσει το ανθρώπινο γένος, έπρεπε ο Ίδιος να είναι «καινούριος» άνθρωπος, ειδικότερα, έπρεπε να διαθέτει μια καινούρια ανθρώπινη φύση, απαλλαγμένη από την αρρώστια της φθοράς καί του θανάτου πού είχε προσβάλει το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό καί η σύλληψη του Ιησού έγινε, όχι με τη συνηθισμένη διαδικασία της σωματικής ένωσης των συζύγων, αλλά με ειδική δημιουργική επέμβαση του Θεού, «εκ Πνεύματος αγίου» (Ματθ. α' 20). Έτσι, η σύλληψη του Ιησού αποτελεί μια νέα δημιουργία του Θεού. Ο Θεός στο πρόσωπο του Ιησού εδημιούργησε ένα νέο άνθρωπο, το νέο Αδάμ της Χάριτος, όπως ονομάζεται ο Χριστός. Ο άγιος Ειρηναίος γράφει, ότι όπως ο πρώτος Αδάμ δεν είχε άνθρωπο πατέρα, αλλά επλάσθηκε κατ' ευθείαν από τον Θεό, έτσι καί ο νέος Αδάμ, ο Ιησούς, ο δεύτερος γενάρχης της ανθρωπότητας, δημιουργήθηκε με άμεση επέμβαση καί δημιουργική ενέργεια του Θεού.
Ο απόστολος Παύλος, κάνοντας σύγκριση ανάμεσα στους δύο Αδάμ σημειώνει: «Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης, χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού» (Α' Κορ. ιε' 47). Γι' αυτό καί οι Ορθόδοξοι Πατέρες παρομοιάζουν τη Θεοτόκο ως Παράδεισο, γιατί μέσα της (στον παρθενικό αυτό κήπο) ο Θεός εδημιούργησε το νέο Αδάμ, όχι πια με χώμα καί νερό, αλλά με το Άγιο Πνεύμα: «Μυστικός εί, Θεοτόκε, Παράδεισος, αγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν...»!
Έτσι, ο Ιησούς έγινε ο νέος γενάρχης της ανθρωπότητας. Όσοι κατάγονται απ’ αυτόν, όσοι δηλαδή συνδέονται μαζί του με την πίστη καί την αγάπη, δεν κληρονομούν πια τη φθορά καί το θάνατο, αλλά την αφθαρσία καί την αιωνιότητα…
»…Ο υπερφυσικός τρόπος σάρκωσης του Υιού του Θεού είχε σκοπό να αποκαταστήσει την ανθρώπινη φύση στην αρχέγονη ελευθερία της, και ειδικότερα στην ελευθερία από τα πάθη και την αμαρτία που διαφθείρουν τον άνθρωπο και καταστρέφουν τη ζωή του. Ο ίδιος ο Ιησούς υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που ήταν απαλλαγμένος από τη σαρκική επιθυμία. Ο Ιησούς, ως άνθρωπος ήταν απόλυτα ελεύθερος, όπως ο Αδάμ προ της παρακοής. Αυτό σημαίνει ότι η θέληση του Ιησού κυριαρχούσε απόλυτα στη νικηφόρα αντιμετώπιση των τριών πειρασμών, καθώς και στην τελική αναμέτρηση του Ιησού με το διάβολο κατά το Πάθος και τη Σταύρωσή Του!
»Η υπερφυσική σύλληψη του Ιησού είναι ένα θαύμα του Θεού που σχετίζεται με το σκοπό της Ενσάρκωσης, δηλαδή την ανακαίνιση της αλλοιωμένης μεταπτωτικής ανθρώπινης ύπαρξης».

Ὁ Εὐαγγελισμός ( Λουκ. α: 26-33 ) Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Μπακογιάννης

Πέρασαν περίπου ἔξι μῆνες ἀπό τότε πού ἡ Μαρία ἐγκαταστάθηκε στήν Ναζαρέτ στό σπίτι τοῦ Ἰωσήφ. Φαίνεται πώς στό διάστημα αὐτό εἶχε παλαιωθεῖ τό «καταπέτασμα» τοῦ ναοῦ . Καί ἔπρεπε νά ἀντικατασταθεῖ. Τό ἱερώτατο αὐτό σκεῦος δέν μποροῦσε νά προέλθει ἀπό ἀκάθαρτα χέρια. Ἔπρεπε νά «βγεῖ» ἀπό χέρια ἀμίαντα καί καθαρά.

Ὁ ἀρχιερέας Ζαχαρίας διέταξε νά φέρουν στό ναό τίς ἀμίαντες παρθένες ἀπό τήν φυλή Δαυίδ. Ἔδωσε ξεχωριστή ἐντολή νά φέρουν ἀπό τήν Ναζαρέτ τήν παρθένο Μαριάμ. Εἶχαν ἤδη συγκεντρωθεῖ ἑπτά Παρθένες. Ἔβαλαν κλῆρο. Καί ὁ κλῆρος «ἔπεσε» στήν Μαριάμ.

Ἡ Μαριάμ πῆρε τά «ὑλικά», τόν χρυσό, τόν ἀμίαντο, τήν βύσσον, τό σηρικόν, τόν ὑάκινθον, τό κόκκινον καί τήν πορφύραν, γύρισε σπίτι της στή Ναζαρέτ καί «ἔγνεθε», ἔφτιαχνε τό ὕφασμα τοῦ καταπετάσματος.

Ἦταν 25 Μαρτίου. Κυριακή ἀπόγευμα. Ἡ Παρθένος σταμάτησε πρός στιγμή τό ἱερό ἐργόχειρό της. Πῆρε τήν στάμνα ( σύμφωνα μέ τό πρωτευαγγέλιο ) καί πήγαινε γιά νερό στήν βρύση. Καθώς ἔβγαινε ἀπό τό σπίτι, ἄκουσε φωνή πού ἔλεγε:

- Χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία. Ὁ Κύριος μετά σοῦ. Ἦταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ.
«Κεχαριτωμένη» τήν εἶπε. Ποιός; Αὐτός ( ὁ ἀρχάγγελος! ) ποὺ «πιάνει τήν μύτη του» καί στόν παραμικρό ἐμπαθῆ λογισμό ! Ἀναλογιζόμαστε τό μέγεθος τῆς ἁγιότητός της!
Συνέχισε τό ἐγκώμιον ὁ μέγας Γαβριήλ:

- Εἶσαι ἡ μόνη γυναίκα, πού ἔχεις τόσο πολύ εὐλογηθεῖ ἀπό τόν Κύριο. «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί». ( Λουκ. α, 26 )

Τί λόγια κολακευτικά. Ἰδιαίτερα γιά μία γυναίκα. Σημειωτέον, ὅτι τά λόγια αὐτά δέν ἔβγαιναν ἀπό τό στόμα τοῦ Ἀρχαγγέλου ὑποκριτικά. Ἔβγαιναν μέσα ἀπό τήν καρδιά του. Καί τό πρόσωπό του ἄστραφτε ἀπό χαρά, πού συνάντησε ἐπί γῆς μία τέτοια γυναίκα. Κι αὐτό τό ἔβλεπε ἡ Μαρία. Καί ὅμως δέν κολακεύτηκε. Οὔτε στό ἐλάχιστο. Τουναντίον ἀνησύχησε. «διεταράχθη ἐπί τῷ λόγῳ αὐτοῦ» ( Λουκ. α. 28 ).

Ἄφησε τήν στάμνα. Καί μπῆκε «ἐν τῇ σκηνῇ ( = οἰκία ) τοῦ Ἰωσήφ». Κάθησε κοντά στό θρόνο της, καί ἔγνεθε τό ὕφασμα τοῦ καταπετάσματος ( ὅπως δείχνει καί ἡ εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ). «Καί διελογίζετο ποταπός εἴη ὁ ἀσπασμός οὗτος» ( Λουκ. α, 30 ).

- Μήπως, ἔλεγε, ὁ πονηρός μοῦ ἔστησε καμιά πλεκτάνη ; Καί πάθω, ὅ,τι ἔπαθε ἡ προμήτορα Εὔα; Κι ἦταν κοπελίτσα 15 ἐτῶν! Κρίσιμες στιγμές. Ὁ ἀρχάγγελος προσπάθησε νά τήν καθησυχάσει.

- Μήν φοβᾶσαι Μαριάμ. Ὁ Θεός σέ χαρίτωσε. Θά μείνεις ἔγκυος. Θά κάνεις παιδί καί θά τό πεῖς Ἰησοῦ. Θά γίνει μεγάλος. Θά ὀνομαστεῖ υἱός τοῦ Ὑψίστου. Καί ἄλλα μεγαλεῖα ( Λουκ. α' 30 - 32 ).

Καί ἡ παρθένος διερωτᾶται: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω». (Λουκ. α : 34). Ἐγώ δέν σχετίζομαι μέ σύζυγο. Πῶς θά γίνει αὐτό ποὺ λές; «Καί μήν διά τοῦτο ἔσται, ἐπειδή ἄνδρα οὐ γινώσκεις, (ρητορεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος). Εἰ γάρ ἐγίνωσκες ἄνδρα, οὐκ ἄν κατηξιώθης ὑπηρετήσασθαι τήν διακονίαν ταύτην. Ὥστε δι’ ὅ ἀπιστεῖς, δι’ αὐτό πίστευε». ( Ε.Π.Ε . τ. 4 σελ. 250 ) Δηλαδή: Μά γιά αὐτό θά γίνει. Ἐπειδή δέν ἔχεις ἄνδρα. Διότι ἄν εἶχες ἄνδρα, δέν θά καταξιωνόσουν μιᾶς τέτοιας διακονίας. Ὥστε αὐτό πού σέ κάνει νά ἀπιστεῖς, αὐτό σέ κάνει νά πιστέψεις.

Φυσικά ἡ Παρθένος δέν ἦταν ἄπιστη! Εἶχε τόν σκοπό της πού ἀμφέβαλε. Ἤθελε ( διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ) νά ἐξακριβώσει μέ πᾶσα λεπτομέρεια, ἄν πρόκειται περί πλάνης. ( ὁμιλ. ιδ' 1 )

Ὁ Γαβριήλ τῆς ἐξήγησε πῶς θά γίνει τό μεγάλο γεγονός.

- Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι. ( Λουκ. α: 33 ). Μήν φοβᾶσαι! Ἡ παρθενία σου θά διαφυλαχθεῖ. Δύναμη Θεοῦ θά σέ καλύψει. Πνεῦμα ἅγιο θά ἔρθει ἐπάνω σου. Καί θά γεννήσεις χωρίς ἄνδρα.

Τώρα διαπίστωσε πώς αὐτό εἶναι θέλημα Θεοῦ. Ὅμως ἡ ἴδια πίστευε πώς πνευματικά ἦταν ἡ πιό πάμφτωχη γυναίκα. Ἑπομένως αὐτό πού τῆς λέει ὁ Γαβριήλ, εἶναι ἀντίθετο μέ τό φρόνημά της, τήν ἐπιθυμία της, τήν δύναμή της. Παρόλο αὐτό δέν ἔφερε ἀντίρρηση. Ὑπέταξε τό θέλημά της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Εἰς τὴν 25ην Μαρτίου +Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος

Μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας ὁμιλίας, ποὺ θὰ γίνουν σήμερον καὶ θὰ ἀκουσθοῦν ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν, ἂς ἀκουσθῆ παρακαλῶ καὶ ἡ ὁμιλία αὐτή, ἀφοῦ ἄλλως τε μᾶς παρέχεται ὁ χρόνος μέχρι τῆς ὥρας τῆς Δοξολογίας κατὰ τὸ ἐπίσημον πρόγραμμα. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὰς εἶναι μᾶλλον βέβαιον ὅτι θὰ ἀγνοήσουν καὶ τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας ἐντός τοῦ ὁποίου θὰ ὁμιλήσουν καὶ τὴν συμβολὴν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἑορτάζομεν. Διὰ τοῦτο ἔτι μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ ἀκουσθῆ σήμερον ἐντός τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ χώρου, μία ὁμιλία ἡ ὁποία, ἔξω ἀπὸ ἰδεολογικὰς προκαταλήψεις, θὰ ἐκθέση μὲ συντομίαν τὴν θέσιν καὶ τὸ ἔργον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν ζωὴν τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν, κυρίως δὲ κατὰ τὴν διάρκειαν αὐτῆς.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεδραμάτισε πράγματι σπουδαῖον πρόσωπον ὄχι μόνο εἰς τὴν διάσωσιν τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ, τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως καὶ τῆς γλώσσης, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ἐνεργῶς συμμετέσχε μὲ πολλὰς καὶ μεγάλας θυσίας. Ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις εἶχε τὸ ἀτύχημα διὰ τὸ Ἔθνος νὰ συμπέση εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ παρελθόντος αἰῶνος καὶ μετὰ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν, εἰς τοὺς χρόνους δηλαδὴ τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τῆς ἀρνήσεως, αἱ ἰδέαι τῶν ὁποίων δυσμενῶς ἐπέδρασαν ἐπὶ τοῦ ἀναγεννωμένου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τὴν ἑπομένην τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως ἡ Ἐκκλησία ὡς θεσμὸς καὶ ὁ ἱερὸς Κλῆρος, ὡς πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ, ὄχι μόνον ἠγνοήθησαν, ἀλλὰ καὶ θετικῶς ἀπεκλείσθησαν ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ νέου Κράτους.

Οἱ ἐχθροί του Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἐδυσφήμησαν καὶ ἐσυκοφάντησαν τὸν ἱερὸν Κλῆρον, πολλοὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν διανοουμένων μας μετὰ τὴν Ἐπανάστασιν ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα τώρα χρόνια, προσκατειλημμένοι καὶ αὐτοὶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποτισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀρνήσεως, ἔφθειραν ὄχι ὀλίγον τὸ αἴσθημα τοῦ ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖον ἐζήτησαν νὰ ἀποκόψουν ἀπὸ τὴν παράδοσίν του καὶ τὴν πατρώαν εὐσέβειαν.

Ἀλλ’ ἂν θὰ εἶχε κανεὶς νὰ κατηγορήση τὴν Ἐκκλησίαν, θὰ ἔλεγεν ὅτι πολλάκις τὸν τελείως δευτερογενῆ δι’ αὐτὴν ἐθνικὸν σκοπὸν ἔθεσεν ὑπεράνω τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν καὶ πνευματικῶν της ἔργων καὶ τοῦ ἰδίου της συμφέροντος. Ἀλλ’ ἀκριβῶς διὰ τοῦτο ὄχι νὰ κατηγορήσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν δὲν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ oἱ Ἕλληνες καὶ ὅλοι οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ αἰώνιον ὀφείλομεν εἰς αὐτὴν εὐγνωμοσύνην διὰ τὴν κένωσιν αὐτῆς καὶ τὰς θυσίας της ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους. Συνήθως ὁμιλοῦμε περὶ τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου καὶ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Ἔθνος ἀπὸ τῆς ἑπομένης τῆς ἁλώσεως μέχρι τῆς Ἐπαναστάσεως, καὶ ἐννοοῦμεν τί προσέφερεν αὐτὴ εἰς πρόσωπα καὶ εἰς ἄψυχον ὑλικὸν ἀλλ’ εἶναι μεγαλυτέρας ἄξιας, ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς ἡ ζημία τὴν ὁποίαν αὕτη ὑπέστη, κενώσασα ἑαυτὴν καὶ ἄρασα τὸν βαρὺν σταυρόν, ὄχι πλέον τοῦ σωματικοῦ, ἀλλὰ τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου.

Θὰ ἦτο βεβαίως ὑπερβολὴ καὶ ἄγνοια τῆς Ἱστορίας, ἐὰν ἐλέγομεν ὅτι ὁ ἱερὸς ἀγὼν τῶν Ἑλλήνων πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ἐλευθερίας ὑπῆρξεν ἔργον μόνον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἱεροῦ Κλήρου. Σύσσωμον τὸ Ἔθνος ἐξεσηκώθη πρὸς ἀποτίναξιν τοῦ βαρβαρικοῦ ζυγοῦ τῆς δουλείας· οἱ Πατριάρχαι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ παπάδες, οἱ καλόγηροι, οἱ διδάσκαλοι, οἱ ἔμποροι, οἱ ἁρματολοί, οἱ ὁπλαρχηγοί, οἱ καραβοκύρηδες, οἱ πυρποληταί, ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἡ Ἐκκλησία, ὅλοι ἦσαν ἄνδρες πίστεως, καὶ ἦτο αὐτὴ ἡ πίστις ποὺ τοὺς ὥπλιζε μὲ ὑπομονήν, μὲ ἐλπίδα, μὲ εὐψυχίαν, μὲ πνεῦμα θυσίας. Κέντρον καὶ συνισταμένη τοῦ ἐθνικοῦ βίου ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, ὄχι τόσον ὡς μία ἐξουσία ἐπὶ τοῦ λαοῦ καὶ ὀργάνωσις, ὅσο ὡς μία ἐσωτερικὴ πνοὴ καὶ δύναμις, ζωοποιοῦσα τὸ ἐθνικὸν σῶμα, ἑνοῦσα τὰ μέλη αὐτοῦ διὰ τῆς κοινῆς πίστεως καὶ συντονίζουσα τὰς ἐνεργείας του. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι δὲ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ἱστορικὴ νεοελληνικὴ πραγματικότης, ἥτις ἀγνοεῖται κατ’ ἐπηρεασμὸν ξένων ἰδεολογικῶν σχημάτων τῆς νεωτέρας ἐποχῆς. Ἀλλ’ ὁ ἐθνικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις δὲν εἶναι ἔκφρασις κάποιας ἰδεολογίας, ἀλλὰ ἡ συνέχεια καὶ διατήρησις τῆς παραδόσεως τῆς φυλῆς, ἡ ὁποία παράδοσις εἶναι ἀδιάσπαστος, ἑνιαία καὶ κοινή, παράδοσις ἐθνικὴ καὶ ἐκκλησιαστική. Κάποιοι, ποὺ ἐπαναλαμβάνουν κοινοὺς τόπους, εἶδαν τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ὡς μίαν λεπτομέρειαν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Εὐρώπης κατ’ ἐπίδρασιν καὶ ὡς προέκτασιν τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανὰστασις τοῦ 1821 δὲν εἶναι ἡ πρώτη μετὰ τὸ 1453, ἡ ὁποία ἐπερίμενε τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν διὰ νὰ τὴν μιμηθῆ. Ἔπειτα δὲ ὁ χαρακτὴρ τῶν δύο ἐπαναστάσεων εἶναι ὁλωσδιόλου διάφορος καὶ ἀντίθετος. Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασις εἶναι ἐπανάστασις κοινωνική, ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ ἀντιχριστιανικὴ· ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις εἶναι ἐπανάστασις ἐθνική, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπρωτοστάτησεν ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Κλῆρος. Δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸν νὰ ἀναπτύξωμεν ἐδῶ ὅσον πρέπει τὸ θέμα τοῦτο, νὰ ἀνασκευάσωμεν θέσεις καὶ νὰ διαλύσωμεν προκαταλήψεις, ἀλλὰ τοῦτο μόνον εἶναι ἀνάγκη νὰ λεχθῆ, ὅτι ἡ νεοελληνικὴ ἱστορικὴ πραγματικότης ἔχει ἕνα ἰδικὸν της πραγματικὸν καὶ οὐσιαστικὸν περιεχόμενον, ἔξω ἀπὸ σχήματα καὶ ἰδεολογίας, αἱ ὁποῖαι συνετάραξαν τὴν Εὐρώπην καὶ συνταράσσουν ἤδη ὅλον τὸν κόσμον. Ἡ ρωμιοσύνη, μετὰ τὴν διάλυσιν τοῦ κράτους καὶ τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως, συνεσπειρώθη ὡς Ἐκκλησία καὶ ὡς Ἔθνος καὶ ἔζησε μὲ τὸ ὅραμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Γένους. Ὁ ἥρως καὶ μάρτυς βασιλεύς, ποὺ ἔπεσε τελευταῖος ὑπερασπιστὴς τῆς βασιλευούσης, εἶναι ὁ ὑπνώσας διὰ νὰ ἀναστῆ, καθὼς ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη.

Ἀλλὰ μετὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ὁ πολιτικὸς καὶ δημόσιος βίος μας ἤρχισε νὰ θεμελιώνεται ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοσιν τοῦ Γένους, ἡ ὁποία τὸ ἐκράτησεν ὀρθὸν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν του καὶ τὸ ὡδήγησεν εἰς τὸν μεγάλον ξεσηκωμόν. Ἠκολούθησαν βέβαια τὰ νεώτερα κατορθώματα τῆς φυλῆς, ἀκόμη δὲ καὶ αἱ ἐθνικαὶ συμφοραί, καὶ ὅλα αὐτὰ ὡς μία συνέχεια καὶ προέκτασις πρὸς ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως· ἐν τούτοις αἰσθανόμεθα ὅτι εἴμεθα ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὡς τεκμήριον τῶν ἠθικῶν δυνάμεων αἵτινες ἐκίνουν τὸν ἱερὸν Ἀγώνα, τὸ βλέπομεν εἰς τὸν λόγον αὐτῶν τούτων τῶν ἀγωνιστῶν, ὅστις εἶναι λόγος ζωῆς. Τὰ Ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν εἶναι μία πρώτη πηγὴ ζωντανοῦ λόγου καὶ καθαρᾶς ἱστορικῆς ἀληθείας, ὅσον καὶ ἂν δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχωμεν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς ἀνθρώπους, ποὺ γράφουν πάντοτε μὲ κέντρον τὸ πρόσωπόν των καὶ τὴν ἰδικὴν των δρᾶσιν.

Ἀναγινώσκομεν ἐπὶ παραδείγματος εἰς τὰ Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματα τοῦ Κοζανίτου Νικολάου Κασομούλη·

«Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὁ χαρακτὴρ καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ βασιλείου μας, ἐδιατηρήθησαν ὑπὸ τὴν ἐπαγρύπνησιν τοῦ κλήρου μας... καὶ διὰ τῆς κοινῆς εὐλαβείας πρὸς τὴν ἁγίαν ἡμῶν θρησκείαν» (1).

Πόση πράγματι ἀμφισβήτησις καὶ πόση ἀνίερος πολεμικὴ δὲν ἔγινε περὶ τὸ σημεῖον τοῦτο, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ξένους, ποὺ δὲν ἐνόησαν ποτὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ ἔργον τοῦ κλήρου μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας, ποὺ ποτὲ δὲν ἐπίστευσαν ὡς ὀρθόδοξοι καὶ δὲν ἔζησαν ὡς Ἕλληνες.

Τὸ ποιὸς ἄνεμος ἤρχισε νὰ πνέη καὶ εἰς στὸν τόπον μας, ἀμέσως μόλις ἡ Ἑλλὰς ἔγινεν ἕνα μικρὸν ἐλεύθερον κράτος, τὸ βλέπομεν εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ ἄλλου ἐκείνου ἀγωνιστοῦ, τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἰς μεγάλην ἡλικίαν ἐκάθησε καὶ ἔμαθεν ὀλίγα γράμματα, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ γράψη καὶ νὰ μᾶς ἀφήση τὴν πείρα του· «Ὅ,τι τοὺς λές. Ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας», γράφει μὲ τὸ ἐπιγραμματικόν του ὕφος, τὸ μοναδικὸν καὶ ἀνεπανάληπτον εἰς τὴν νεοελληνικὴν λογοτεχνίαν. «Ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας» εἶναι ἡ ἀπάντησις τῶν ἐλευθέρων λεγομένων πνευμάτων καὶ τῶν ξεριζωμένων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν καταδέχονται νὰ ἔχουν τὴν πίστιν τοῦ λαοῦ. Ὁ ἀγωνιστὴς Μακρυγιάννης μὲ τὴν πείραν του καὶ μὲ τὰ πέντε τραύματά του εἰς τὸν ἀγώνα τοῦ Ἔθνους εἶχεν ἄλλην γνώμην, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς γνώμη, ἀλλὰ πίστις καὶ βίωμα καὶ πραγματικότης. «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν», γράφει καὶ ὁμιλεῖ δι’ αὐτοῦ ἡ ἱστορία καὶ ἡ παράδοσις τοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὴν πανάρχαιον ἐποχήν, ὡς μαρτυρία ὅτι «χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκείαν ἔθνη δὲν ὑπάρχουν».

Οἱ Τοῦρκοι ἀντελήφθησαν καλύτερον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας τὴν θέσιν καὶ τὴν σημασίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἐθνικήν μας ὑπόθεσιν. Ἤξευραν οἱ Τοῦρκοι διατὶ ὡδήγησαν εἰς τὴν ἀγχόνην ἤ ἔπνιξαν εἰς τὴν θάλασσαν ἤ ἀπεκεφάλισαν ἕνδεκα Πατριάρχας. Ἤξευραν διατὶ ἐθανάτωσαν ἑκατὸν περίπου ἐπισκόπους· τοὺς ἐξέδειραν, τοὺς ἀνεσκολόπισαν, τοὺς ἀπηγχόνισαν, τοὺς ἀπεκεφάλισαν, τοὺς διεμέλισαν, σύροντες αὐτοὺς εἰς τὸν δρόμον. Εἰς ἕξ χιλιάδας ἀναβιβάζει ξένος περιηγητὴς τοὺς θανατωθέντας λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος, ἄλλοι δὲ ὑπολογίζουν αὐτοὺς εἰς ἔτι περισσοτέρους.

Ἕνας ποὺ ἀντελήφθη τὴν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν σημασίαν της εἰς τὸν ἐθνικόν μας βίον, «πολὺ βαθύτερον παρ’ ὅσον οἱ παρ’ ἡμῖν τὰ ξένα ἀνοήτως πιθηκίζοντες ἀντιπρόσωποι τοῦ ἀντικληρικοῦ πνεύματος», ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννης Καποδίστριας. Ὅ,τι πράγματι ἐχαρακτήριζε τὸν Κυβερνήτην ἦτο «ἡ πεφωτισμένη πίστις εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἡ ἀκλόνητος αὐτοῦ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀφοσίωσις». Ὅθεν, πρὶν ἀκόμη καταβῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔγραφεν εἰς ἐπιστολήν του ὅτι «τὸ πρώτιστον καὶ οὐσιωδέστατον τῶν καθηκόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως εἶναι νὰ παράσχη εἰς τὸ Ἔθνος τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεως». Τῶν δὲ ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἔργον ἔβλεπεν ἤδη, μετὰ τὰς ἡμέρας τοῦ πολέμου, ὡς ἔργον πνευματικῆς διοικήσεως καὶ οἰκοδομῆς τῶν χριστιανῶν, οἵτινες ἔπρεπε νὰ στηριχθοῦν «μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν ἀληθῆ ἄγκυραν». Ἡ ἐγκύκλιός του πρὸς τὸν ἱερὸν Κλῆρον εἶναι κείμενον προφητικῆς πνοῆς καὶ ἀποστολικοῦ ὕφους. «Λαλήσατε», γράφει, «εἰς τὰς καρδίας τοῦ λαοῦ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας· κηρύξατε τὴν εἰρήνην εὐαγγελίσασθε τὴν ὁμόνοιαν διδάξατε τὴν φιλαδελφίαν, τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, ἵνα ὦσιν οἱ πάντες ἕν ἐν Χριστῷ· στηρίξατε τὰς καρδίας τῶν πιστῶν εἰς τὰ θεία δόγματα· ἐμπνεύσατε εἰς αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν ὑποταγὴν εἰς τὰς Ἀρχάς...».

Ἀλλὰ τὸ ἔργον τοῦ μεγάλου ἐκείνου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, ὅστις ἠθέλησε νὰ θεμελίωση τὸν κοινωνικὸν καὶ πολιτικὸν βίον τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους ἐπὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἔθνους, διεκόπη ἀποτόμως, ὅτε τὴν 27ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1831 ἐδολοφονειτο εἰς τὸ Ναύπλιον πρὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, καθ’ ἥν ὥραν μετέβαινεν εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν.

Μετέπειτα ἄλλοι ἄνθρωποι, ξένοι καὶ ἰδικοί μας, ἔδωκαν ἄλλην γραμμὴν εἰς τὴν διοίκησιν τῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τοῦ τόπου μας, ὥστε ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα χρόνια νὰ εἴμεθα σχεδὸν ἀποκεκομμένοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴν καὶ ἐθνικήν μας παράδοσιν. Ἡ παράδοσις αὐτὴ ἀναμφιβόλως εἶναι παράδοσις ἐκκλησιαστική, εἶναι μνήμη καὶ ζωὴ τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ στηρίζει φυλετικὰ τὴν τελευταίαν φάσιν τῆς σημερινῆς ἐθνικῆς μας συγκροτήσεως. Ἐὰν δὲν ἀνατρέχωμεν εἰς αὐτὴν διαρκῶς καὶ ἂν δὲν τὴν διατηροῦμεν ἄσβεστον, μετατοπιζόμεθα καὶ γινόμεθα κοσμοπολιται οὑμανισταί, θύματα τοῦ περίφημου Διαφωτισμοῦ, ἀφελληνιζόμεθα καὶ ἀποδιώκομεν κατὰ τρόπον ἀγνώμονα τὰς ἡρωϊκὰς καὶ ζωντανὰς πηγὰς τῆς ὑποστάσεώς μας.

Εἰς τὰς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1920, Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ, ἕνας διαπρεπὴς ὀρθόδοξος ἱεράρχης καὶ θεολόγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀντώνιος Μητροπολίτης Κιέβου, βαστάζων ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐλειτούργησε καὶ ἐκήρυξεν εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν ναὸν τῶν Ἀθηνῶν, καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε τὰ ἑξῆς· «Εἴθε ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ αὐτοῦ... νὰ διατήρησῃ πάντας τοὺς θησαυροὺς τοῦ πνεύματος, τοὺς ὁποίους δὲν κατεδαπάνησεν, ἀλλ’ ἐπηύξησεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν θλίψεων καὶ κατὰ τοὺς αἰῶνας τῆς δουλείας...».

Εἴθε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Αὐτὴν τὴν εὐχὴν ἐπαναλαμβάνομεν καὶ ἡμεῖς σήμερον, ὅτε Ἐκκλησία καὶ Ἔθνος ἑορτάζομεν τὴν ἐπέτειον τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀμήν.

† ὁ Σ.Κ.Δ.

* Ἐλέχθη στὸν Μητροπολιτικὸ Ἱ. Ν. τοῦ ἁγίου Νικολάου Κοζάνης στὶς 25 Μαρτίου 1982.


Ὑποσημείωση

1. Νίκ. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα, τ. Α', σ. 1.

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ

«Πανηγύρι της πίστης και της λευτεριάς» κατά τον ποιητή η 25η Μαρτίου. Ημέρα που καλούμαστε να θυμηθούμε τους αγώνες που έκαναν οι ηρωϊκοί προγονοί μας, προκειμένου να αποτινάξουν τη για 400 χρόνια σκλαβιά των Τούρκων. Ιερό ορόσημο η ημέρα, αφού θεωρείται η απαρχή για την απόκτηση της εθνικής μας ελευθερίας. Είναι όμως και ημέρα που περισσότερο καλεί εμάς τους πιστούς, οι οποίοι βλέπουμε το βάθος των γεγονότων, όχι απλώς να θυμηθούμε κάτι ή και να παραδειγματιστούμε από κάτι, αλλά να συμμετάσχουμε στο σπουδαιότερο γεγονός που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία: τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού μέσα στην Παναγία. Κι αν η μία εορτή είναι σπουδαία λόγω της απαρχής της εθνικής μας ελευθερίας, η άλλη, του Ευαγγελισμού, είναι σπουδαιοτάτη εορτή, λόγω της απαρχής της υπαρξιακής και αιώνιας σωτηρίας μας.

Το απολυτίκιο της ημέρας μας βοηθάει στην προσέγγιση του νοήματος της εορτής, οπότε αυτό θα σχολιάσουμε δι’ ολίγων στη συνέχεια.
«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις. Ο Υιός του Θεού υιός της Παρθένου γίνεται και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται. Διό και ημείς συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν  Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου».
(Σήμερα ανακεφαλαιώνεται η σωτηρία μας και φανερώνεται το προαιώνιο μυστήριο. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός της Παρθένου Μαρίας και ο αρχάγγελος Γαβριήλ εξαγγέλλει χαρμόσυνα τη χάρη αυτή. Για το λόγο τούτο κι εμείς μαζί με αυτόν ας φωνάξουμε δυνατά στη Θεοτόκο: Χαίρε Συ που είσαι γεμάτη από τη χάρη του Θεού. Ο Κύριος είναι μαζί Σου).

Το πρώτο σημείο που μας επισημαίνει το απολυτίκιο είναι το πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στη Θεοτόκο. Καλούμαστε να τη δούμε γεμάτη από τη χάρη και το φως του Θεού. Όχι γιατί από μόνη της έχει την ιδιαιτερότητα αυτή, αλλά γιατί ο ίδιος ο Θεός προσέβλεψε πάνω της και την επισκίασε με το Πανάγιο Πνεύμα Του. Η Παναγία, ιδίως μετά τον Ευαγγελισμό, ποτέ δεν είναι μόνη της. Μολονότι και προ του Ευαγγελισμού είχε τη χάρη του Θεού λόγω της αγιασμένης ζωής της – μη ξεχνάμε ότι από παιδούλα τριών ετών εισήλθε στον Ναό και ζούσε με συνεχείς προσευχές και νηστείες – όμως εκεί που έλαβε τη σχετική πληρότητα της χάρης ήταν στον Ευαγγελισμό της, οπότε έκτοτε η παρουσία του Χριστού την συνόδευε σε κάθε βήμα της και σε κάθε εκδήλωση της ζωής της. Γι’ αυτό και στο πρόσωπο της Παναγίας κρίνεται και η ποιότητα της πίστης των Χριστιανών: τυχόν αποδοχή της Παναγίας ως Κεχαριτωμένης και φανέρωσης του Ιησού Χριστού σημαίνει ορθή αποδοχή και Εκείνου. Τυχόν απόρριψη ή υποβάθμιση της Παναγίας σημαίνει ταυτοχρόνως και απόρριψη ή αλλοίωση της εικόνας και του Χριστού.
Στη στάση αυτή έναντι της Θεοτόκου έχουμε πρότυπα τους αγγέλους. Ιδίως στον αρχάγγελο Γαβριήλ βλέπουμε την ορθή τοποθέτηση απέναντι στη Μητέρα του Κυρίου: τη χαρισματική αναγνώριση της σχέσης της με τον Υιό της, γι’ αυτό και η τιμή προς εκείνη αποτελεί γνώρισμα και των ανθρώπων και των αγγέλων. «Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις, Αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος…» κατά την έκφραση του γνωστού ύμνου. Κι είναι τούτο επιβεβαίωση της αλήθειας της πίστης μας ότι «φως για τους ανθρώπους είναι οι άγγελοι». Όπως ο αρχάγγελος μας δίδαξε να την προσφωνούμε «Κεχαριτωμένην», έτσι και η ζωή γενικά των αγγέλων γίνεται πρότυπο για όλη τη ζωή των Χριστιανών, κατά το λόγο και του Κυρίου, που μας λέει να επιτελούμε το θέλημα του Θεού «ως εν Ουρανώ και επί της γης».

Ένα δεύτερο βασικό σημείο του απολυτικίου είναι η αιτιολογία  που δίνει για την υψηλή θέση που κατέχει η Παναγία και για τη μεγάλη χάρη με την οποία χαριτώθηκε: δι’ αυτής ο Υιός του Θεού γίνεται άνθρωπος. Η Παναγία έγινε «το όχημα δι’ ης κατέβη ο Θεός». Δάνεισε τη σάρκα της στον Υιό και Θεό της, οπότε η ανθρώπινη φύση του Χριστού έκτοτε φέρει και τη σφραγίδα της Παναχράντου Μητέρας Του. Με τον αρχαγγελικό χαιρετισμό πιο συγκεκριμένα ο Θεός γίνεται έμβρυο στη γαστέρα της Παναγίας. Με τη συνέργεια εκείνης ο Θεός ακολουθεί την όλη διαδικασία της κύησης. Ο Θεός μάς σώζει σε όλες τις φάσεις της ζωής μας.
Ας έρθουν οι θιασώτες των εκτρώσεων τώρα για να πουν ότι το έμβρυο δεν είναι ακόμη άνθρωπος. Με επίγνωση ή όχι αποκαλύπτουν, πέρα από τη φοβερή αμαρτία του φόνου που περιπίπτουν, και την αθεΐα της ζωής τους: αμφισβητούν και τον Ευαγγελισμό ως σάρκωση του Θεού σε εμβρυϊκή κατάσταση.
Περιττό βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι η επιλογή από τον Θεό της Παναγίας προκειμένου να γίνει μητέρα Του στηρίχτηκε στην αγιασμένη ζωή της. Υπήρξε η Παναγία ό,τι εκλεκτότερο και καλύτερο είχε να παρουσιάσει η ανθρωπότητα. Η καθαρότητα της ψυχής της έγινε η θελκτική δύναμη, που «μαγνήτισε» τη θεία αγάπη. Στο πρόσωπο Εκείνης παρακολουθούμε τη συμμετοχή του ανθρώπου στην όλη διαδικασία της σωτηρίας που ενεργεί προς χάρη του ο Θεός. Κι εκείνο που επιβεβαιώνει ανθρώπινα την επιλογή του Θεού είναι η εν ταπεινώσει υπακοή της στην κλήση Του: «ιδού η δούλη Κυρίουγένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» (Λουκ. 1, 38).
Δεν συνειδητοποιούμε όσο πρέπει την απάντηση της Θεοτόκου στο θείο κέλευσμα. Διότι μένουμε μόνο στην επιφάνεια κρίνοντας τα πράγματα εκ των υστέρων. «Μα ήταν μεγάλη τιμή να την καλέσει ο Θεός» λέμε. «Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;» Αλλ’ αυτό το λέμε, διότι γνωρίζουμε την περαιτέρω εξέλιξη των πραγμάτων: το Πάθος αλλά και την Ανάσταση του Χριστού την παντοδυναμία των θαυμάτων Του. Την ώρα εκείνη όμως του Ευαγγελισμού η Παναγία βρίσκεται μόνη αντιμέτωπη με κάτι άγνωστο. Καλείται να πει το  ν α ι  σε ένα γεγονός που της ετοίμαζε τη διαπόμπευσή της και ίσως, το πιθανότερο, και την απώλεια της ίδιας της ζωής της. Διότι ανύπαντρη κοπέλα να βρεθεί έγκυος στα χρόνια εκείνα, σήμαινε τον λιθοβολισμό της. Η Παναγία όμως – γι’ αυτό και είναι Παναγία – δεν διστάζει. Αφού μαθαίνει ότι είναι κλήση Θεού, υποτάσσεται στο θέλημα Εκείνου γνωρίζοντας ότι το τίμημα μπορεί να είναι και ο θάνατος. Μα δεν την νοιάζει. Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι η υπακοή στο θεϊκό θέλημα. Αποκαλύπτεται λοιπόν και μάρτυρας η Παναγία. Αν όχι σωματικά, μάρτυρας ωστόσο «τη συνειδήσει». Καθαρή λοιπόν στην ψυχή η Παναγία και με μαρτυρικό φρόνημα γίνεται η μητέρα του Θεού!

Ένα τρίτο σημείο που επισημαίνει επίσης το απολυτίκιο: φανερώνεται με τον ερχομό του Θεού στον κόσμο το προαιώνιο μυστήριο. Ο Ευαγγελισμός αποτελεί εκπλήρωση προαιώνιας βουλής του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Θεός, διδάσκουν πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μας, θα ερχόταν στον κόσμο ως άνθρωπος ανεξάρτητα και από την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής μάλιστα σημειώνει ότι η σάρκωση του Χριστού, απαρχή της οποίας αποτελεί ο Ευαγγελισμός, συνιστά την τελευταία φάση της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο Θεός δηλαδή οπωσδήποτε θα ερχόταν στον κόσμο για να ωθήσει αποφασιστικά τον άνθρωπο στην επίτευξη του απαρχής τεθειμένου σκοπού του: το «καθ’ ομοίωσιν».
Εκτός όμως από την αντίληψη αυτή, ο Ευαγγελισμός ήδη είχε προαναγγελθεί στην Παλαιά Διαθήκη με το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο. Στο Πρωτευαγγέλιο, την υπόσχεση δηλαδή του Θεού στους πρωτοπλάστους μετά την αμαρτία τους ότι ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον διάβολο, βλέπει η Εκκλησία μας την προφητεία του Ευαγγελισμού. Διότι στον Ευαγγελισμό έχουμε τη γυναίκα που γεννά Εκείνον που συντρίβει τον διάβολο. Άρα στη δημιουργία ήδη του ανθρώπου έχουμε τις απαρχές του Ευαγγελισμού.

Ένα τέταρτο σημείο από το απολυτίκιο: όχι μόνο φανερώνεται το προαιώνιο μυστήριο, αλλ’ ακριβώς αυτό συνιστά και την ανακεφαλαίωση της σωτηρίας του ανθρώπου. Τι σημαίνει ανακεφαλαίωση; Επανένταξη του ανθρώπου και πάλι στο σχέδιο του Θεού. Η αμαρτία που διέσπασε τον άνθρωπο και τον εκτρόχιασε από την ορθή πορεία της ζωής του, εξαφανίζεται και καταπατείται. Διά του Χριστού που σαρκώνεται στην Παναγία η αμαρτία αίρεται και η θύρα του Παραδείσου και πάλι ανοίγεται. Ο άνθρωπος βιώνει στο πρόσωπο του Χριστού τη σωτηρία του: να συναντηθεί πραγματικά και πάλι με τον Θεό.

Κι όλα αυτά, πέμπτο σημείο, μας λέει το τροπάριο πραγματοποιούνται σήμερον. Ενώ όλα όσα αναφέρθηκαν βιώθηκαν στο παρελθόν, εντούτοις δεν χάνουν τίποτε και από τη σύγχρονη επικαιρότητα. Το παρελθόν, ο ερχομός του Χριστού, η σύλληψή Του στο πανάγιο σώμα της Θεοτόκου, βιώνεται στην Εκκλησία μας και ως παρόν. Λόγω της διαρκούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα, ο ίδιος δηλαδή ο Θεός, διαιωνίζει τα σωτηριώδη γεγονότα του παρελθόντος και τα προχέει στο εκάστοτε παρόν. Πρόκειται για τον λεγόμενο λειτουργικό χρόνο, για τον οποίο μιλάνε οι θεολόγοι της Εκκλησίας.
Κι αυτό σημαίνει: αφού το σωτηριώδες παρελθόν εν Χριστώ, όπως ο Ευαγγελισμός, γίνεται κάθε φορά παρόν, άρα το μόνο που και εμείς χρειαζόμαστε για να το κάνουμε δικό μας γεγονός, για να νιώσουμε τη δυναμική της ενέργειά του, είναι η πίστη μας: η ανεπιφύλακτη παράθεση της ζωής μας στα χέρια Εκείνου και τις υποσχέσεις Του. Μία τέτοια αληθινή πίστη θα μας κάνει να δούμε και τον δικό μας εαυτό μέσα στον Ευαγγελισμό της Παναγίας, δηλαδή να νιώσουμε σαρκωμένο και σε εμάς τον ίδιο τον Θεό μας!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...