Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 03, 2014

Κεφάλαια περί Προσευχῆς Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής

Πρόλογος

Την ώρα, που με καίει ο πυρετός και με συνέχει η φλόγωση των ακαθάρτων παθών, με τονώνεις, όπως πάντα, καθώς πιάνω τα θεαγάπητα γράμματά σου παρηγορώντας το νού μου τον κατάκοπο, που σε ό,τι αισχρό περιδιαβάζει. Κι αυτό, γιατί εσύ μακάρια μιμήθηκες το μεγάλο καθηγητή και δάσκαλο. Καθόλου παράδοξο αυτό, γιατί δικό σου μερτικό είναι πάντα τα σπουδαία όπως ήταν του ευλογημένου Ιακώβ. Αφού δηλαδή δούλεψες καλά για χάρη της Ραχήλ και πήρες αντί γι’αυτήν τη Λεία (Γεν.κθ΄ 25), ζητάς τώρα κι εκείνη, που λαχταράς, γιατί ασφαλώς συμπλήρωσες κι αυτής τα εφτά χρόνια. 

Εγώ δεν θα μπορούσα ν' αρνηθώ για λόγου μου, πως αν και κόπιασα όλη τη νύχτα, όμως δεν έχω πιάσει τίποτα. Μολοντούτο όταν, μια και μου το 'πες εσύ, πέταξα τα δίχτυα, ψάρεψα πλήθος ψάρια. Δε λέω βέβαια πως είναι μεγάλα, πάντως είναι εκατόν πενήντα τρία (πρβλ. Ιω.κα΄ 11). Και τα ’στειλα μέσ’ στο κοφίνι της αγάπης (αυτό μαρτυρούν τα ισάριθμα κεφάλαια) έχοντας έτσι εκτελέσει την προσταγή σου. 

Σε θαυμάζω και ζηλεύω την εξαιρετική πρόθεση, που δείχνεις, αγαπώντας βαθιά τα κεφάλαια περί προσευχής. Γιατί δε λαχταράς απλώς αυτά, που χρωστούν σε χέρια την ύπαρξή τους και είναι γραμμένα με μελάνη, αλλά εκείνα, που είναι με ασφάλεια βαλμένα στο νού με τη βοήθεια της αγάπης και της αμνησικακίας. Επειδή όμως όλα έχουνε διπλό χαρακτήρα, δέξου και όσα σου στέλνω το ένα δίπλα στο άλλο σύμφωνα με όσα λέει ο σοφός Ιησούς του Σειράχ (Σοφ. Σει. μβ΄ 24) και νιώσε εκτός από το γράμμα και το πνεύμα τους, γιατί το νόημα πάει πριν από το γράμμα. Αν δηλαδή λείπει το νόημα ούτε και το γράμμα θα υπάρχει. Δύο λοιπόν είναι οι τρόποι προσευχής. Ο ένας είναι πρακτικός κι ο άλλος ενθεωρητικός. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αριθμούς. Το ένα στοιχείο τους, είναι προφανές, είναι η ποσότητα. Το άλλο στοιχείο, το σημαινόμενο, είναι η ποιότητα. Έχοντας δηλαδή διαπραγματευθεί το θέμα της προσευχής σε εκατόν πενήντα τρία κεφάλαια σου έχω στείλει ευαγγελικό μισθό για να βρείς την τερπνότητα του συμβολικού αριθμού και το τριγωνικό και εξαγωγικό σχημα, που υποδηλώνει ταυτόχρονα από τη μια μεριά ευσέβεια γεμάτη γνώση της αγίας Τριάδος και από την άλλη διάγραμμα ετούτου εδώ του κειμένου. Αλλά και ο αριθμός εκατό είναι, αν τον πάρεις μοναχό του, τετράγωνος. Ο αριθμός πενήντα τρία είναι τριγωνικός και σφαιρικός, γιατί ο αριθμός εικοσιοχτώ, που είναι το ένα κομμάτι, είναι τριγωνικός, ενώ ο αριθμός εικοσιπέντε, το άλλο κομμάτι, είναι σφαιρικός, αφού πέντε φορές το πέντε μας κάνει εικοσιπέντε. 

Έχεις λοιπόν το τετραγωνικό σχήμα όχι μόνο με την τετρακτύν (δηλαδή το άθροισμα των τεσσάρων πρώτων αριθμών 1+2+3+4=10) των αρετών, αλλά και τη σοφή γνώση αυτού του αιώνος, που μοιάζει με τον αριθμό εικοσιπέντε, γιατί οι χρόνοι είναι σφαιρικοί. Ο χρόνος κυλάει βδομάδα τη βδομάδα, μήνα το μήνα, χρονιά τη χρονιά και εποχή την εποχή, όπως βλέπουμε στην κίνηση του ήλιου και της σελήνης, της άνοιξης και του καλοκαιριού και τα λοιπά. 

Το τρίγωνο θα μπορούσε να σημαίνει για σένα τη γνώση της αγίας Τριάδος. Υπάρχει όμως και άλλη θεώρηση του αριθμού. Αν λάβεις υπόψη σου το σύνολο του αριθμού, επειδή είναι τριγωνικός, σκέψου τότε πως ο αριθμός εκατόν πενήντα τρία προσφέρει την πρακτική, τη φυσική και τη θεολογική γνώση ή την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη (Α΄Κορ. ιγ΄13), χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμα πετράδια (πρβλ. Α΄Κορ. γ΄12). Τέτοιο λοιπόν είναι το νόημα του αριθμού. Ελπίζω όμως πως δεν θα περιφρονήσεις την ευτέλεια των κεφαλαίων αυτών ως μαθημένος να χορταίνεις, αλλά και να στερείσαι (Φιλιπ. δ΄12). Ναι, βέβαια δεν θα τα περιφρονήσεις και γιατί ακόμα θυμάσαι εκείνον, που δεν παραπέταξε τα δύο λεπτά της χήρας (Μάρκ.ιβ΄42) αλλά τα δέχτηκε πιο πολύ, κι από πολλών τον πλούτο. Επειδή λοιπόν ξέρεις να φυλάς της εύνοιας και της αγάπης τον καρπόν για τους γνήσιους αδελφούς σου, προσευχήσου και για μένα τον άρρωστο αδελφό σου. Προσευχήσου να γίνω γερός και σηκώνοντας απ’εδώ κι εμπρός τον «κράββατόν» μου (Μάρκ.ιβ΄11) να περπατώ με τη χάρη του Χριστού. Αμήν. 


ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

1. Αν θέλει κανένας να φκιάσει ευωδιαστό θυμίαμα, πρέπει να συνθέσει σε ίση ποσότητα διάφανο και καθαρό λιβάνι, κασσία, όνυχα και στακτή, σύμφωνα με όσα λέει ο Νόμος (πρβλ. Εξόδ. λ΄ 34). Αυτά τα υλικά υποδηλώνουν τις τέσσερις βασικές αρετές. Αν έχουν δηλαδή όλη την πληρότητα και είναι στον ίδιο βαθμό αναπτυγμένες τότε δεν πρόκειται να προδοθεί ο νούς.

2. Όταν καθαρθεί η ψυχή με την πληρότητα των εντολών, δηλαδή με την εκπλήρωση και εφαρμογή τους, τότε κάνει ακλόνητη την τάξη του νού, καθιστώντας τον ικανό να δεχτεί την κατάσταση εκείνη, που αναζητάει.

3. Η προσευχή είναι επικοινωνία του νού με το Θεό. Σε ποια κατάσταση, αλήθεια, πρέπει να βρίσκεται ο νούς για να μπορέσει να απλωθεί και εκταθεί αμετάστροφα ως τον Δεσπότη του και να τον συναναστρέφεται συνομιλώντας μαζί του χωρίς την παρεμβολή κανενός ενδιαμέσου;

4. Αν, όταν προσπάθησε ο Μωϋσής να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδίστηκε, ώσπου να λύσει το υπόδημα των ποδιών του (Εξόδ. γ΄ 5), πώς εσύ, που θέλεις να ιδείς τον πέρα από κάθε αίσθηση και έννοια και να γίνεις φίλος του, δεν θα πρέπει να λύσεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε νόημα μολυσμένο από πάθος;

5. Πριν από κάθε τι άλλο να προσεύχεσαι να λάβεις το δώρο των δακρύων, για να μαλακώσεις με το πένθος την αγριάδα, που υπάρχει μέσα στην ψυχή σου, και, αφού κατηγορώντας τον εαυτό σου ομολογήσεις στον Κύριο τις ανομίες σου, να πετύχεις την άφεση των αμαρτιών εκ μέρους του.

6. Να χρησιμοπειείς τα δάκρυα για την πραγμάτωση κάθε αιτήματος. Γιατί χαίρεται πολύ ο Δεσπότης σου, όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.

7. Αν χύνεις άφθονα δάκρυα στην προσευχή σου, μην το παίρνεις καθόλου επάνω σου, σαν τάχατες να στέκεις πιο ψηλά απ’τους πολλούς. Γιατί με δάκρυα έχει αποχτήσει δύναμη η προσευχή σου, για να μπορέσεις πρόθυμα να ομολογήσες τις αμαρτίες σου και να εξευμενίσεις το Δεσπότη. Μη μετατρέψεις λοιπόν σε πάθος ό,τι αποτελεί προφύλαξη από τα πάθη, για να μην παροργίσεις πιο πολύ αυτόν, που έχει δώσει τη χάρη.

8. Πολλοί χύνοντας δάκρυα για τις αμαρτίες τους, επειδή ξέχασαν το σκοπό των δακρύων, κατάντησαν σε τρέλα ξεφεύγοντας απ’αυτόν.

9. Στάσου επίμονα και προσευχήσου έντονα και σιχάσου τις συνομιλίες των φροντίδων και των λογισμών. Γιατί σε ταράζουν και σε συγχύζουν για να σε κάνουν άτονο.

10. Όταν σε ιδούν οι δαίμονες πρόθυμο να προσευχηθείς αληθινά, τότε βάζουν με τέχνη μέσα σου σκέψεις μερικών πραγμάτων τάχατες αναγκαίων και ύστερ’από λίγο σε κάνουν να τα ξεχάσεις κινώντας έτσι το νού σε αναζήτησή τους. Κι ο νούς μη βρίσκοντάς τα πέφτει σε κατάσταση αθυμίας και λύπης. Όταν όμως σταθεί σε προσευχή, του θυμίζουν αυτά, που αναζητούσε και είχε στη μνήμη του, με το σκοπό να κινηθεί ο νούς για απόχτηση της γνώσης τους και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.

11. Αγωνίσου να κρατάς το νού σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι θα μπορέσεις να προσευχηθείς.

12. Όταν σε συναντήσει πειρασμός ή ολοένα σε ερεθίζει διάθεση αντιλογίας με σκοπό να κινήσεις την οργή σου εναντίον του σατανά ή να βγάλεις άναρθη κραυγή, θυμήσου την προσευχή και την κρίση, που γίνεται όσο αυτή διαρκεί, και παρευθύς θα ηρεμήσει η άτακτη κίνηση μέσα σου.

13. Όσα κάνεις για να αμυνθείς εναντίον του αδελφού σου, που σε έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν σκάνδαλο την ώρα της προσευχής.

14. Η προσευχή είναι βλάστημα πραότητας και αοργησίας.

15. Η προσευχή είναι προβολή χαράς και ευχαριστίας.

16. Η προσευχή είναι προφύλαγμα από λύπη και αθυμία (κακοκεφιά).

17. Πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασε την αξία τους στους φτωχούς (Ματθ. ιθ΄ 21) και φορτωμένος το σταυρό απαρνήσου τον εαυτό σου (Ματθ. ις΄ 24), για να μπορέσεις να προσευχηθείς απερίσπαστα.

18. Αν θέλεις να προσεύχεσαι αξιέπαινα, να απαρνιέσαι κάθε στιγμή και κάθε ώρα τον εαυτό σου και πάσχοντας τα πάνδεινα να στοχάζεσαι βαθιά πάνω στην προσευχή.

19. Θα βρείς τον καρπό της όποιας δυσχέρειας υπομένεις, φιλοσοφώντας την την ώρα της προσευχής.

20. Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, να μην πικραίνεις καμιά ψυχή. Αλλιώς άδικα τρέχεις. 

21. Άφησε το δώρο σου, λέει το ιερό Ευαγγέλιο, μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα συμφιλιώσου με τον αδερφό σου (Ματθ. ε΄24) και τότε θα προσευχηθείς χωρίς καμιά ταραχή. Γιατί η μνησικακία αμαυρώνει και αδυνατίζει το ηγεμονικό της ψυχής, το νου, και σκοτίζει τις προσευχές σου.

22. Όσοι σωριάζουν λύπες και μνησικακίες μέσα τους, μοιάζουν μ’αυτούς, που βγάνουν νερό από το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.

23. Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι με χαρά.

24. Όταν προσεύχεσαι όπως πρέπει, θα συναντήσεις τέτοια πράγματα, που να σου φαίνεται πως μ’όλο σου το δίκαιο πρέπει να εξοργιστείς. Δεν υπάρχει όμως δικαιολογημένος θυμός εις βάρος του διπλανού μας. Γιατί αν καλοεξετάσεις, θα βρείς πως είναι δυνατό και δίχως θυμό να τακτοποιηθεί μια χαρά το ζήτημα. Κάνε λοιπόν ό,τι περνάει από το χέρι σου για να μην ξεσπάσεις σε θυμό.

25. Κοίτα μήπως νομίζοντας ότι γιατρεύεις τον άλλο, αποδειχτείς εσύ ο ίδιος αγιάτρευτος και βάζεις εμπόδια στην προσευχή σου.

26. Αν αποφεύγεις το θυμό, θα βρείς κα συ έλεος και θα φανείς φρόνιμος και θα λογαριαστείς κι εσύ ανάμεσα σ’εκείνους που προσεύχονται.

27. Αν αρματώνεσαι ενάντια στο θυμό, δεν πρέπει να ανέχεσαι καμιά επιθυμία. Γιατί αυτή δίνει υλικό στο θυμό κι αυτός με τη σειρά του ταράζει το νοητό (νοερό) μάτι, βλάφτοντας πολύ την πνευματική κατάσταση, που μέσα μας δημιουργεί η προσευχή.

28. Μην προσεύχεσαι μόνο με την εξωτερική στάση, αλλά παρακίνα το νού σου να έρχεται σε συναίσθηση της πνευματικής προσευχής με πολύ φόβο.

29. Μερικές φορές ευθύς ως πας για προσευχή, θα προσευχηθείς καλά. Κι άλλοτε πάλι, κι αν ακόμα κουραστείς πολύ, δε θα πετύχεις το σκοπό αυτό. Και τούτο για να ζητήσεις ακόμη πιο πολύ προσευχή και, αφού τη λάβεις να μη φοβάσαι μη τυχόν και σου αρπάξουν το κατόρθωμα.

30. Όταν έρθει άγγελος, μονομιάς φεύγουν όλοι όσοι μας ενοχλούν και βρίσκεται ο νούς σε πολλή άνεση καθώς προσεύχεται σωστά. Άλλοτε όμως, όταν μας έρχεται ο συνηθισμένος πόλεμος, χτυπιέται και αγωνίζεται ο νούς και δεν του επιτρέπεται κεφάλι να σηκώσει, γατί έχει πιά αποκτήσει την ποιότητα λογής λογής παθών. Όμως ζητώντας πιο πολύ θα βρεί. Κι αν χτυπάει την πόρτα, θα του ανοίξουν (πρβλ. Ματθ. ζ΄8).

31. Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα δικά σου θελήματα, γιατί χωρίς άλλο δε συμφωνούν με του Θεού το θέλημα. Να προσεύχεσαι μάλλον καθώς διδάχτηκες λέγοντας «γενηθήτω το θέλημα σου εν εμοί» (πρβλ. Λουκ.κβ΄42). Και για κάθε πράγμα με τον ίδιο τρόπο να ζητάς να γίνεται το δικό του θέλημα. Γιατί θέλει ο Θεός το αγαθό κι αυτό, που συμφέρει στην ψυχή σου. Εσύ οπωσδήποτε δεν θα το ζητάς αυτό. 

32. Πολλές φορές στην προσευχή μου ζήτησα να γίνει αυτό, που εγώ νόμιζα καλό. Και επέμεινα στο αίτημα εκβιάζοντας ασυλλόγιστα το θέλημα του Θεού μη αναθέτοντας σ’αυτόν να οικονομήσει ό,τι εκείνος ξέρει για συμφέρον μου. Και όμως, όταν έλαβα ό,τι ζητούσα δυσανασχέτησα πολύ, επειδή δε ζήτησα να γίνει μάλλον το θέλημα του Θεού. Δεν ανταποκρίθηκε δηλαδή στις προσδοκίες μου ό,τι του ζήτησα.

33. Τι είναι αγαθό παρά ο Θεός; Ας αναθέσουμε λοιπόν σ’αυτόν όλα μας τα ζητήματα κι όλα θα πάνε καλά για μας. Γιατί αυτός, που είναι αγαθός, είναι οπωσδήποτε και αγαθών δωρεών χορηγός. 

34. Μη λυπάσαι, όταν δεν παίρνεις από το Θεό αμέσως ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σε ευεργετήσει ακόμα πιο πολύ, αν μένεις αφοσιωμένος σ’αυτόν με την επίμονη προσευχή. Και τι άλλο είναι ανώτερο από τη συναναστροφή σου με το Θεό και από την απασχόλησή σου με τη μαζί του επικοινωνία;

35. Απερίσπαστη προσευχή είναι ύψιστη νόηση του νού.

36. Η προσευχή είναι ανάβαση του νού προς το Θεό.

37. Αν ποθείς να προσευχηθείς, απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το πάν.

38. Προσευχήσου πρώτα να γίνεις καθαρός από τα πάθη. Προσευχήσου δεύτερο να απαλλαγείς από την άγνοια και τη λήθη. Προσευχήσου τρίτο να γλιτώσεις από κάθε πειρασμό και εγκατάλειψη.

39. Ζήτα στην προσευχή σου μόνο τη δικαιοσύνη του Θεού και τη βασιλεία του (Ματθ.ς΄33), δηλαδή την αρετή και τη γνώση. Κι όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.

40. Είναι δίκαιο να μην προσεύχεσαι μόνο για τη δική σου κάθαρση, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, για να μιμηθείς τον αγγελικό τρόπο προσευχής.

41. Πρόσεχε αν στέκεις αληθινά μπρός στον Θεό την ώρα της προσευχής σου ή μήπως νικιέσαι από ανθρώπινο έπαινο κι αυτόν βιάζεσαι να κυνηγήσεις με πρόσχημα το μάκρεμα της προσευχής.

42. Αν προσεύχεσαι μαζί με αδελφούς ή και μόνος σου, αγωνίζου να μην προσεύχεσαι από συνήθεια, αλλά από (και με) συναίσθηση.

43. Συναίσθηση προσευχής σημαίνει ευλαβική και κατανυκτική περίσκεψη και οδύνη της ψυχής με ομολογία των κριμάτων της και μυστικούς στεναγμούς.

44. Αν ο νούς σου ξεκλέβεται ακόμα την ώρα της προσευχής, δεν κατάλαβε ακόμα πως ο μοναχός προσεύχεται, αλλά είναι ακόμα κοσμικός, που στολίζει την εξωτερική σκηνή.

45. Όταν προσεύχεται, φύλαγε με όλη σου τη δύναμη τη μνήμη σου, για να μη σου αραδιάζει τα δικά της, αλλά να παρακινάς τον εαυτό σου να λαβαίνει συνείδηση πως στέκεις μπροστά στο Θεό. Γιατί συνήθως ξεκλέβεται πολύ ο νούς από τη μνήμη την ώρα της προσευχής.

46. Όταν προσεύχεσαι, σου φέρνει η μνήμη ή φαντασίες παλιών πραγμάτων ή καινούργιες φροντίδες ή το πρόσωπο αυτουνού, που σε έχει πικράνει.

47. Ο δαίμονας φθονεί πολύ τον άνθρωπο, που προσεύχεται, και χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να παραβλάψει το σκοπό του. Δεν παύει λοιπόν να βάζει σε κίνηση τα νοήματα (έννοιες) των πραγμάτων δια μέσου της μνήμης και ανακατεύει όλα τα πάθη δια μέσου της σάρκας για να μπορέσει να τον εμποδίσει στον άριστο δρόμο και την εκδημία του στο Θεό.

48. Όταν, αν και έκανε πολλά ο παμπόνηρος δαίμονας, δεν μπορέσει να δημιουργήσει εμπόδια στην προσευχή του δικαίου, χαλαρώνει τότε για λίγο την πίεσή του και μετά τον εκδικιέται όταν προσευχηθεί. Γιατί ή αφανίζει, ερεθίζοντάς τον σε οργή, την εξαίρετη κατάσταση της προσευχής, που δημιουργείται μέσα του, ή, ερεθίζοντάς τον σε αλόγιστη ηδονή,περιγελάει υβριστικά το νού.

49. Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε αυτά, που δεν πρέπουν, και αντιστάσου γενναία φυλάγοντας τον καρπό σου. Γιατί από την πρώτη αρχή έχεις ταχθεί σε τούτο ακριβώς το έργο, δηλαδή στο «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄15). Μη λοιπόν, αφού δούλεψες, αφήνεις αφύλαχτο ό,τι πραγματοποιήθηκε. Αλλιώς δεν ωφελεί σε τίποτε η προσευχή σου.

50. Όλος ο πόλεμος, που γίνεται ανάμεσα σε μας και τους ακάθαρτους δαίμονες, δε γίνεται για τίποτε άλλο παρά για την πνευματική προσευχή. Οι δαίμονες εχθρεύονται πολύ την προσευχή και τους είναι πολύ δυσάρεστη, ενώ για μας είναι σωτήρια και πάρα πολύ χρήσιμη.

51. Τι θέλουν να ενεργούν μέσα μας οι δαίμονες; Γαστριμαγία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα υπόλοιπα πάθη, ώστε, αφού χοντρήνει ο νούς από αυτά, να μην μπορεί να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν κυριαρχήσουν τα πάθη του μη λογικού μέρους της ψυχής, δεν αφήνουν το νού να κινείται λογικά.

52. Εργαζόμαστε και εφαρμόζουμε τις αρετές για τους λόγους των γεγονότων, αυτών, που έχουν γίνει, των δημιουργημάτων δηλαδή. Και του λόγους των γεγονότων για το λόγο, που τους δίνει ουσία και ύπαρξη. Κι αυτός συνήθως φανερώνεται στην κατάσταση της προσευχής.

53. Κατάσταση προσευχής είναι μόνιμη ψυχική διάθεση, ελεύθερη από πάθη, που αρπάζει το φιλόσοφο νού σε ύψος νοητό με πολύ σφορδό έρωτα.

54. Δεν πρέπει να είναι όποιος θέλει να προσευχηθεί αληθινά, μόνο κύριος του θυμού και της επιθυμίας, αλλά και ελεύθερος από κάθε νόημα εμπαθές (διαποτισμένο ή επηρεασμένο από πάθος).

55. Όποιος αγαπάει το Θεό, κουβεντιάζει μαζί του σαν με τον πατέρα του, ενώ ταυτόχρονα σιχαίνεται κάθε νόημα γεμάτο παθος (εμ-παθές).

56. Το ότι κάποιος έχει πετύχει την απάθεια, δε σημαίνει πως και προσεύχεται αληθινά. Γιατί μπορεί να βρίσκεται μπλεγμένος στα γυμνά νοήματα και να τραβάει την προσοχή του η γνώση στα γυμνά νοήματα και να βρίσκεται μακρυά από το Θεό.

57. Όταν δε μένει ώρα πολλή ο νούς στις γυμνές έννοιες των πραγμάτων, δε σημαίνει αυτό πως έφτασε κι όλας σε κατάσταση προσευχής. Γιατί μπορεί να βρίσκεται πάντα σε κατάσταση θεωρίας των πραγμάτων (δηλ. έννοιες πραγμάτων), δίνουν σχήμα και μορφή στο νού και τον οδηγούν μακρυά από το Θεό. 

58. Αν ο νούς δεν ξεπέρασε τη θεωρεία (θεώρηση) της σωματικής φύσης, δεν είδε τέλεια τον τόπο του Θεού. Γιατί μπορεί να μένει στην γνώση των πραγμάτων και να παίρνει μορφή σύμφωνη μ’αυτά. 

59. Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη του Θεού, που δίνει «ευχήν τω ευχομένω» δίνει λόγια προσευχής σ’όποιον προσεύχεται (Α΄ Βασ. β΄ 9). Να τον επικαλείσαι λοιπόν λέγοντας «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ.ς΄9), δηλαδή να έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί έτσι μας δίδαξε ο Χριστός, όταν έλεγε, πως πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον Πατέρα «εν Πνεύματι και αληθεία» (Ιω. δ΄ 24).

60. Όποιος προσεύχεται «εν πνεύματι και αληθεία» δε δοξάζει το Θεό παίρνοντας αφορμή από τα κτίσματα, αλλά τον υμνεί παίρνοντας αφορμή από αυτόν τον ίδιο.

61. Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος.

62. Όταν ο νούς σου, από πολύν πόθο για το Θεό μοιάζει να αποτραβιέται σιγά σιγά από τη σάρκα και σιχαίνεται όλα τα νοήματα, που προέρχονται από τις αισθήσεις ή τη μνήμη ή την ιδιοσυγκρασία γεμίζοντας από χαρά και ευλάβεια, τότε να θεωρείς πως έχεις πλησιάσει τα όρια της αληθινής προσευχής.

63. Συμπάσχοντας με την ασθένειά μας το Άγιο Πνεύμα έρχεται σε μάς αν και είμαστε ακάθαρτοι. Κι αν βρεί να προσεύχεται μόνον ο νούς σ’αυτό και σύμφωνα με την αλήθεια, τότε επιβιβάζεται σ’αυτόν και εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των λογισμών ή των νοημάτων, που τον περικυκλώνει, παρακινώντας τον σε έρωτα πνευματικής προσευχής.

64. Όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες δημιουργούν στο νού σκέψεις ή ιδέες ή εσωτερικές θεωρήσεις (θεάσεις) αλλοιώνοντας το σώμα. Ο Κύριος όμως κάνει το αντίθετο. Τοποθετεί μέσα στο νού τη γνώση, επιβαίνοντας στον ίδιο το νού αυτών, που θέλει. Και δια μέσου του νού κατευνάζει και καταπραΰνει την ακράτεια του σώματος.

65. Όποιος αγαπάει την αληθινή προσευχή, αλλά θυμώνει και μνησικακεί, δεν είναι αψεγάδιαστος. Γιατί μοιάζει μ’εκείνον, που θέλει να βλέπει καλά και καθαρά, αλλά κουνάει ταραγμένα και νευρικά τα μάτια του.

66. Αν ποθείς να προσευχηθείς, μην κάνεις τίποτε από όσα είναι αντίθετα από την προσευχή, για να σε πλησιάσει ο Θεός και να συμπορευθεί μαζί σου.

67. Μη συλλάβεις μέσα σου οποιοδήποτε σχήμα του Θεού, όταν προσεύχεσαι, και μην επιτρέπεις να λάβει κάποια μορφή ο νούς, αλλά να προσεύχεσαι άυλα στον άυλο και θα καταλάβεις.

68. Φυλάξου από τις παγίδες των εχθρών. Συμβαίνει δηλαδή ενώ προσεύχεσαι καθαρά και χωρίς εσωτερική ταραχή, να σου έρχεται μονομιάς κάποια μορφή παράδοξη και αλλόκοτη και να σου δημιουργεί μεγάλη ιδέα για τον ευατό σου, επειδή στη μορφή εκείνη τοποθετείς το Θεό. Κι αυτό, για να σε πείσει πως με το μέγεθος, δηλαδή αυτή η αλλόκοτη μορφή, που σου φανερώθηκε έτσι μονομιάς και ξαφνικά είναι το θείο. Όμως το θείο είναι άποσο (ξένο προς κάθε ποσότητα και μέγεθος) και ασχημάτιστο (ελεύθερο από κάθε περιοριστικό εξωτερικό σχήμα).

69. Όταν ο φθονερός δαίμονας δεν θα μπορέσει να κινήσει τη μνήμη την ώρα της προσευχής, τότε εκβιάζει την κράση του σώματος να παράγει κάποια φαντασία στο νού και να του αλλάξει έτσι (του νού δηλαδή) τη μορφή. Κι αυτός, που είναι συνηθισμένος να βρίσκεται πάντα μαζί με νοήματα, εύκολα λυγίζει. Κι όποιος βιάζεται να φτάσει στην άυλη και ασχημάτιστη γνώση, ξεγελιέται κατέχοντας καπνό αντί για φώς.

70. Στάσου στη σκοπιά σου φυλάγοντας το νού σου από νοήματα την ώρα της προσευχής, για να ολοκληρώσεις την αίτησή σου και να μείνεις στην ηρεμία σου σταθερά, ώστε να επιφοιτήσει και σε σένα αυτός, που συμπάσχει με όσους αγνοούν. Και τότε θα λάβεις δώρο προσευχής παρά πολύ λαμπρό.

71. Δεν θα μπορέσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν μπερδεύεσαι με υλικά πράγματα και ταράζεσαι με αδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχή είναι απόθεση (απομάκρυση από το νού, απαλλαγή του από) νοημάτων.

72. Ο δεμένος δεν μπορεί να τρέξει. Ούτε νούς, που δουλεύει σαν σκλάβος σε πάθος, μπορεί να ιδεί τόπο προσευχής πνευματικής. Γιατί τραβιέται και μεταφέρνεται εδώ κι εκεί απ΄το εμπαθές (δηλαδή το δέσμιο σε πάθος) νόημα και υπό την προϋπόθεση αυτή δεν θα έχει τόπο, όπου να στέκεται ακλόνητα και σταθερά.

73. Όταν λοιπόν ο νούς προσεύχεται καθαρά και ελεύθερος από πάθη (απαθώς), τότε οι δαίμονες δεν του κάνουν επίθεση από τα αριστερά (δηλαδή με αρνητικό τρόπο), αλλά από τα δεξιά (δηλαδή με θετικό τρόπο). Του υποβάλλουν δηλαδή μια ιδέα και κάποιο σχήμα από αυτά, που αγάπαει η αίσθηση, ώστε να του φαίνεται πως πέτυχε τέλεια το σκοπό της προσευχής. Και αυτό, είπε ένας με φωτισμένη γνώση άνθρωπος, γίνεται από το πάθος της κενοδοξίας και προκαλείται από το δαίμονα, που αγγίζει τον εγκέφαλο.

74. Νομίζω πως ο δαίμονας, ο οποίος αγγίζει τον τόπο, που ανάφερα πιο πάνω, μετατρέπει το γύρω από το νού φώς όπως θέλει. Έτσι κινείται το πάθος της κενοδοξίας σε λογισμό, ο οποίος δίνει ανόητα τέτοια μορφή στον ασχημάτιστο νού, που να φαίνεται σαν εντοπισμός της θείας και ουσιώδους γνώσεως. Κι αν ένας τέτοιος άνθρωπος δεν ενοχλείται από σαρκικά και ακάθαρτα πάθη, αλλά τάχα βρίσκεται στον τόπο της προσευχής με καθαρή διάθεση, του φαίνεται πως δεν του συμβαίνει μέσα του πια καμιά αντίθετη ενέργεια υποθέτει επομένως πως η εμφάνιση στο νού του, που γίνεται από το δαίμονα, είναι θεία. Αυτό το κάνει ο δαίμονας με πολλή επιτηδειότητα και δια μέσου του εγκεφάλου αλλοιώνει το φώς, που συνδέεται με τον εγκέφαλο, και του δίνει τέτοια μορφή, που αναφέραμε προηγουμένως.

75. Όταν έρθει άγγελος Θεού, μ’ένα του λόγο μόνο παύει από πάνω μας κάθε εχθρική ενέργεια και κινεί το φώς του νού, ώστε να ενεργεί χωρίς παραπλάνηση.

76. Αυτό, που λέγεται στην Αποκάλυψη, ότι ο άγγελος φέρνει το θυμίαμα για να το προσφέρει με τις προσευχές των αγίων (Αποκαλ. η΄ 3-4), νομίζω πως είναι αυτή η χάρη, που ενεργείται δια μέσου του αγγέλου. Γιατί βάζει μέσα στην ψυχή γνώση της αληθινής προσευχής, ώστε να μένει στο εξής ο νούς έξω από κάθε κλονισμό, ακηδία (πνευματική νάρκη και αδράνεια) και αμέλεια.

77. Λέγεται στην Αποκάλυψη πως οι φιάλες των θυμιαμάτων είναι οι προσευχές των αγίων, τις οποίες κρατούσαν οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι (Αποκ. ε΄8). Πρέπει κάτω από την εικόνα της φιάλης να εννοήσουμε τη φιλία με το Θεό, δηλαδή την τέλεια και πνευματική αγάπη, που, όταν υπάρχει, γίνεται η προσευχή «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω. δ΄ 23-24).

78. Όταν νομίσεις πως δεν χρειάζεσαι δάκρυα στην προσευχή σου, σκέψου πόσο απέχεις από το Θεό, ενώ έπρεπε να είσαι διαρκώς μαζί του και μέσα του, και τότε θα δακρύσεις με μεγαλύτερη θέρμη.

79. Βεβαιότατα, όταν έχεις επίγνωση των μέτρων σου, ευχαρίστως θα πενθήσεις ελεεινολογώντας τον εαυτό σου σύμφωνα με ό,τι λέει ο προφήτης Ησαΐας πως, αν και είσαι ακάθαρτος και βρίσκεσαι ανάμεσα σε τέτοιο λαό (παθών), τολμάς να στέκεις μπροστά στον Κύριο σαβαώθ (Ησ.ς΄ 5);

80. Αν προσεύχεσαι αληθινά, θα βρείς πολλή εσωτερική πληροφόρηση. Και θα έρθουν μαζί σου άγγελοι, όπως και στο Δανιήλ, και θα σε φωτίσουν να κατανοήσεις τους λόγους των γινομένων (Δανιήλ β΄ 19).

81. Να ξέρεις πως μας παρακινούν βέβαια οι άγιοι άγγελοι σε προσευχή και μας προστατεύουν με χαρά και προσεύχονται για μας (Ζαχ.α΄ 12, Τωβ. ιβ΄ 12). Αν λοιπόν δείξουμε αμέλεια και δεχτούμε αντιθέτους λογισμούς, τους παροργίζουμε πολύ, γιατί αυτοί βέβαια αγωνίζονται τόσο πολύ για μάς. Εμείς όμως ούτε για τον εαυτό μας δεν θέλουμε να παρακαλέσουμε το Θεό, αλλά καταφρονώντας το ιερό τους λειτούργημα και εγκαταλείποντας το Δεσπότη και Θεό τους συνομιλούμε με τους ακάθαρτους δαίμονες.

82. Να προσεύχεσαι με αταραξία και πραότητα και να ψάλλεις «συνετώς» (Ψαλμ. μς΄ 8), με συναίσθηση δηλαδή και κοσμιότητα και θα μοιάζεις αετόπουλο, που σηκώνεται στα αιθέρια ύψη.

83. Η ψαλμωδία γαληνεύει τα πάθη και κάνει να ηρεμεί η ακράτεια του σώματος. Η προσευχή πάλι κάνει το νού να προβαίνει σ’εκείνη ακριβώς την ενέργεια, που είναι εντελώς δική του.

84. Προσευχή είναι η ενέργεια που πρέπει στην αξία του νού. Είναι με άλλα λόγια ανώτερη και γνήσια χρήση του.

85. Η ψαλμωδία είναι ενέργεια πολύμορφης σοφίας. Και η προσευχή είναι προοίμιο άυλης και πολύμορφης γνώσης.

86. Η γνώση είναι ωραιότατη. Γιατί συμπράττει με την προσευχή ξυπνώντας την άυλη δύναμη του νού με το σκοπό να προβεί σε θεωρεία θείας γνώσης.

87. Αν δεν έλαβες ακόμα χάρισμα προσευχής ή ψαλμωδίας, επίμενε και θα λάβεις.

88. «Έλεγε δε αυτοίς παραβολήν προς το δείν αυτούς πάντοτε προσεύχεσθαι και μην εκκακείν» (Λουκ ιη΄ 1-8: τους είπε ο Κύριος Ιησούς μια παραβολή για να τους διδάξει, πως πρέπει να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν επιμένοντας στην προσευχή). Λοιπόν μη χάνεις το θάρρος σου στο μεταξύ μήτε την καλή σου διάθεση, επειδή δεν έχεις λάβει ό,τι ζήτησες. Θα το λάβεις τελικά. Ο Κύριος κατέληξε στο παρακάτω συμπέρασμα στην παραπάνω παραβολή: «Αν και δεν φοβούμαι Θεό και πρόσωπο ανθρώπου δεν ντρέπομαι -είπε μέσα του ο άδικος εκείνος δικαστής-όμως επειδή μου έγινε ενοχλητική η γυναίκα ετούτη -η χήρα- θα της αποδώσω το δίκαιό της». «Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο και ο Θεός θα αποδώσει γρήγορα το δίκαιο σ’αυτούς, που κράζουν σ’Αυτόν νύχτα και μέρα». Έχε λοιπόν χαρά και επίμενε κοπιαστικά στην άγια προσευχή.

89. Μη θέλεις να γίνουν τα ζητήματά σου, όπως φαίνεται σε σένα σωστό, αλλά όπως αρέσει στο Θεό. Και θα είσαι ατάραχος και ευγνώμων (καλόγνωμος) στην προσευχή σου.

90. Κι αν ακόμα σου φαίνεται πως είσαι μαζί με το Θεό, να φυλάγεσαι από το δαίμονα της πορνείας. Γιατί είναι πολύ απατεώνας και πάρα πολύ φθονερός και θέλει να είναι γρηγορότερος από την κίνηση και τη νήψη του νού σου, ώστε αν είναι δυνατό, και από το Θεό να τον αποσπάσει καθώς στέκει μπροστά του με ευλάβεια και φόβο.

91. Αν δείχνεις επιμέλεια στην προσευχή, να ετοιμάζεσαι να δεχτείς επιθέσεις δαιμόνων και να υπομένεις με γενναιότητα τις μάστιγες (πρβλ. Ψαλμ. λζ΄ 18). Γιατί θα σου επιτεθούν σαν άγρια θηρία και θα κακοποιήσουν ολόκληρο το σώμα σου.

92. Να προετοιμάζεσαι σαν έμπειρος αγωνιστής να μην κλονιστείς κι αν ιδείς ξαφνικά κάποιο φανταστικό πλάσμα. Κι αν δείς σπαθί ξεγυμνωμένο εναντίον σου (πρβλ. Αριθ. κβ΄ 23) ή λαμπάδα, που να έρχεται καταπάνω στο πρόσωπό σου, μην ταράζεσαι. Κι αν δείς κάποια σιχαμερή μορφή και ματωμένη, πάλι μη χάνεις το ηθικό σου. Στάσου, αντίθετα, ορθός ομολογώντας την καλή ομολογία (πρβλ. Α΄ Τιμ.ς΄ 12) και τότε θα ιδείς κατάματα τους εχθρούς σου.

93. Όποιος υποφέρει τα λυπηρά, θα πετύχει και τα χαρούμενα. Και όποιος ανέχεται με καρτερικότητα τα αηδιαστικά συμβάματα, δεν θα στερηθεί και τα ευχάριστα.

94. Κοίταξε μη σε ξεγελάσουν οι δαίμονες με καμιά οπτασία. Αντίθετα γύρνα με περίσκεψη στην προσευχή και παρακάλα το Θεό, ώστε αν είναι το νόημα από αυτόν, να σε φωτίσει ο ίδιος. Και έχε θάρρος, γιατί δε θα σταθούν οι σκύλοι, όταν εσύ όλος φωτιά χρησιμοποιείς τη συνομιλία με το Θεό. Γιατί αμέσως θα διωχτούν μακριά, ενώ θα μαστιγώνονται μυστικά από τη δύναμη του Θεού.

95. Είναι δίκαιο να μην αγνοείς και ετούτο το δόλο κάποτε οι δαίμονες χωρίζονται μεταξύ τους. Κι αν φανεί πως ζητάς βοήθεια, μπαίνουν οι υπόλοιποι μετασχηματισμένοι σε αγγέλους και διώχνουν τους πρώτους. Κι αυτό το κάνουν, για να γελαστείς από αυτούς με τη σκέψη πως είναι άγγελοι.

96. Φρόντισε να έχεις πολλή ταπεινοφροσύνη και (ανδρεία=) γενναίο φρόνημα, οπότε δεν πρόκειται να αγγίξει την ψυχή σου επήρεια δαιμονική. «Και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου, ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαί σε» (Ψαλμ.στ'10: Μάστιγες δηλαδή συμφορών δεν θα αγγίξουν την κατοικία σου γιατί θα δώσει στους αγγέλους εντολή για σένα να σε προφυλάξουν). Και οι άγγελοι μυστικά θα απομακρύνουν από κοντά σου όλη την εχθρική ενέργεια.

97. Όποιος φροντίζει να ασκεί την καθαρά προσευχή, θα ακούει θορύβους και χτύπους και φωνές και (θα υποστεί) βλάβες από τους δαίμονες. Όμως δεν θα κατσουφιάσει ούτε θα προδώσει το λογισμό του λέγοντας στο Θεό «ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ’εμού ει» (Ψαλμ. κβ΄ 4: Δε θα φοβηθώ μήπως μου συμβεί κανένα κακό, γιατί εσύ είσαι μαζί μου) και τα παρόμοια.

98. Σε περίπτωση πειρασμού αυτού του είδους να κάνεις σύντομη και πολύ εντατική προσευχή.

99. Αν σε απειλήσουν δαίμονες να φανούν ξαφνικά από τον αέρα και να σε ξαφνιάσουν και να παρασύρουν το νού σου, μην τους φοβηθείς. Ούτε να δείξεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα για την απειλή τους. Γιατί σε φοβερίζουν θέλοντας να δοκιμάσουν αν τυχόν τους προσέχεις ή τους περιφρονείς εντελώς. 

100. Αν την ώρα της προσευχής σου βρίσκεσαι μπροστά στον παντοκράτορα και δημιουργό και προνοητή του παντός Θεό, γιατί κάνεις την παράσταση σου αυτή τόσο ανόητα, παραμερίζοντας το φόβο του Θεού, που απ’αυτόν τίποτε δεν είναι μεγαλύτερο; Γιατί φοβάσαι τόσο ανόητα κουνούπια και σκαθάρια; Ή μήπως δεν άκουσες αυτόν, που λέγει «Κύριον τον Θεόν σου φοβήση» (Δευτ. ς΄ 13), δηλαδή να δείχνεις φόβο βαθύ και σεβασμό στον Κύριο και Θεό σου; Και αλλού «Ον φρίττει και τρέμει πάντα από προσώπου της δυνάμεως αυτού» και όσα λέγονται στη συνέχεια; (Στην προσευχή του Μανασσή).

101. Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή της ψυχής, έτσι και η πνευματική προσευχή είναι τροφή του νού.

102. Μην προσεύχεσαι με φαρισαϊκό, αλλά με τελωνιακό φρόνημα και τρόπο στον ιερό τόπο της προσευχής, για να δικαιωθείς και εσύ από τον Κύριο (Λουκ. ιη΄ 10-14).

103. Να αγωνίζεσαι να μην καταριέσαι κανένα στην προσευχή σου, για να μη γκρεμίζεις όσα χτίζεις, κάνοντας έτσι σιχαμερή την προσευχή σου.

104. Ας σε διδάσκει αυτός, που χρωστούσε τα μύρια (=10.000) τάλαντα. Αν δηλαδή δεν συγχωρέσεις αυτόν, που σου φταίει, ούτε κι εσύ ο ίδιος θα πετύχεις τη συγχώρεση. Γιατί, λέει το άγιο Ευαγγέλιο, τον παρέδωσε (τον χρεώστη των μυρίων ταλάντων που δεν συγχώρεσε το δικό του χρεώστη) στους βασανιστές (Ματθ. ιη΄ 24-35).

105. Διώχνε μακριά σου τις ανάγκες του σώματος την ώρα της προσευχής, για να μη χάσεις το μέγιστο κέρδος της προσευχής σου όταν σε τσιμπάει ψύλλος ή ψείρα ή κουνούπι ή μύγα.

106. Έφτασε ως εμένα η φήμη για κάτι, που συνέβηκε σ’έναν άγιο. Όταν εκείνος προσευχόταν, του αντιστεκόταν τόσο πολύ ο πονηρός, ώστε μόλις σήκωνε τα χέρια του σε προσευχή να παίρνει ο πονηρός τη μορφή λεονταριού και να σηκώνει τα δύο του μπροστινά ποδάρια για να μπήξει τα νύχια του στα νεφρά του κι από τις δύο μεριές και να μη φεύγει απ’αυτόν προτού να κατεβάσει ο άγιος τα χέρια του, πριν δηλαδή να τελειώσει την προσευχή του. Εκείνος όμως ποτέ δεν κατέβαζε τα χέρια του από την δεητική τους ύψωση προτού κάνει τις συνηθισμένες του ευχές. 

107. Τέτοιος ήταν, όπως τον γνώρισα, και ο Ιωάννης ο μικρός, που έζησε τη ζωή της ησυχίας σε λάκκο. Είπα ο Ιωάννης ο «μικρός», πιο σωστό όμως θα ήταν να έλεγα ο πάρα πολύ μεγάλος μοναχός. Αυτός έμεινε ακίνητος στην επικοινωνία του με το Θεό, ενώ ο δαίμονας σαν φίδι μεγάλο τυλίχθηκε ολόγυρα στο σώμα του μασώντας τις σάρκες του και ξερνώντας στο πρόσωπό του.

108. Οπωσδήποτε θα διάβασες κι εσύ τους βίους των αγίων ταβεννησιωτών μοναχών. Σύμφωνα με όσα λέγονται εκεί, ενώ μιλούσε ο αββάς Θεόδωρος στους αδελφούς, ήρθαν δύο οχιές κάτω από τα πόδια του. Εκείνος όμως χωρίς να ταραxτεί ανασήκωσε τα πόδια του και κάμνοντας καμάρα τις δέχτηκε μέσα, ώσπου τελείωσε το λόγο του. Και τότε έδειχνε τις οχιές εξηγώντας το πράγμα.

109. Για άλλον πνευματικό αδελφό διάβασα πως, ενώ προσευχόταν, ήρθε μια οχιά και του δάγκωσε το πόδι. Αυτός όμως δεν κατέβασε τα χέρια του πρωτού τελειώσει την συνηθισμένη του προσευχή. Και δεν έπαθε τίποτε, γιατί αγάπησε το Θεό πιο πολύ από τον εαυτό του.

110. Έχε ασάλευτο το μάτι σου την ώρα της προσευχής σου και, αφού αρνηθείς τη σάρκα και την ψυχή σου, ζήσε την κατά νουν (πνευματική) ζωή.

111. Εναντίον κάποιου άλλου αγίου, που προσευχόταν έντονα και ησύχαζε στην έρημο, ήρθαν δαίμονες και επί δύο εβδομάδες έπαιζαν μ’αυτόν σαν να ήταν μπάλλα καθώς τον τίναζαν στον αέρα και τον δέχονταν πάλι στην ψάθα. Και όμως δεν μπόρεσαν καθόλου να κατεβάσουν το νού του από την έξαρση της ένθερμης, της όλο φλόγα προσευχής.

112. Έναν άλλο φιλόθεο πάλι, ενώ βάδιζε στην έρημο και έκανε σκέψεις προσευχής, τον πλησίασαν δύο άγγελοι και τον είχαν στη μέση περπατώντας μαζί του. Αυτός όμως δεν τους πρόσεχε καθόλου για να μην χάσει το πιο μεγάλο. Γιατί θυμήθηκε τον αποστολικό λόγο «Ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις δυνήσονται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού» (Ρωμ. η΄ 38: ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις, δηλαδή καμιά τάξη αγγέλων, δεν θα μπορέσουν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού).

113. Ο μοναχός γίνεται με την προσευχή ισάγγελος, επειδή λαχταράει να ιδεί «το πρόσωπον του Πατρός του εν ουρανοίς» (πρβλ. Ματθ. ιη΄ 10).

114. Μην επιδιώκεις να δεχτείς την ώρα της προσευχής με κανένα τρόπο μορφή ή σχήμα.

115. Μην ποθείς να ιδείς αγγέλους ή δυνάμεις ή το Χριστό αισθητά για να μη σου φύγει εντελώς το μυαλό, επειδή δέχεσαι λύκον αντί για ποιμένα και προσκυνάς εχθρούς δαίμονες.

116. Αρχή της πλάνης του νου είναι η κενοδοξία. Από αυτήν κινείται ο νούς και προσπαθεί να προσδιορίζει το θείο με σχήματα και μορφές.

117. Εγώ θα πω το δικό μου λόγο, που και σε νεώτερους έχω πεί: Μακάριος ο νούς, που την ώρα της προσευχής απόκτησε τέλεια αμορφία.

118. Μακάριος ο νούς, που, επειδή προσεύχεται απερίσπαστα, αποκτάει πάντα περισσότερο πόθο για το Θεό.

119. Μακάριος ο νούς, που την ώρα της προσευχής γίνεται άυλος και ακτήμων.

120. Μακάριος ο νούς, που αποξενώνεται από κάθε αίσθηση (αντίληψη) υλικών πραγμάτων την ώρα της προσευχής.

121. Μακάριος ο μοναχός, που μετά το Θεό θεωρεί κάθε άνθρωπο σα Θεό.

122. Μακάριος ο μοναχός, που βλέπει με όλη του τη χαρά σαν δική του τη σωτηρία και την προκοπή όλων.

123. Μακάριος ο μοναχός, που θεωρεί τον εαυτό του σαν ολωνών παλιοσκούπιδο.

124. Μοναχός είναι εκείνος, που είναι απ’όλα και όλους χωρισμένος και όμως με όλους και όλα συνταιριασμένος.

125. Μοναχός είναι αυτός, που θεωρεί τον εαυτό του ένα με όλους, επειδή θαρρεί πως στον καθένα βλέπει αδιάκοπα τον ίδιο τον εαυτό του.

126. Κάνει προσευχή εκείνος, που πάντα προσφέρει στο Θεό ως καρπό την πρώτη του σκέψη.

127. Ως μοναχός να αποφεύγεις κάθε ψέμα και κάθε όρκο, αν ποθείς να προσευχηθείς. Αλλιώς άδικα έχεις το σχήμα (του μοναχού), που δεν σου ταιριάζει.

128. Αν θέλεις να προσευχηθείς με το πνεύμα, μην αντλήσεις τίποτε από τη σάρκα. Και τότε δεν θα έχεις σύννεφο, που να σε σκοτίζει την ώρα της προσευχής.

129. Εμπιστέψου στο Θεό την ανάγκη του σώματος και θα φανερώσεις πως του εμπιστεύεσαι και του πνεύματος την ανάγκη.

130. Αν πετύχεις την πραγμάτωση των επαγγελιών (δηλαδή των υποσχέσεων του Θεού, Εβρ.ια΄ 33),θα βασιλέψεις. Αποβλέποντας λοιπόν σ’αυτές, θα υποφέρεις ευχαρίστως τη φτώχεια του παρόντος.

131. Μην αφήνεις τη φτώχεια και τη θλίψη που αποτελούν τις ύλες της ανάλαφρης προσευχής.

132. Ας σου χρησιμεύουν οι σωματικές αρετές ως εγγύηση για τις ψυχικές, οι ψυχικές για τις πνευματικές και αυτές για την άυλη και πνευματική γνώση.

133. Όταν προσεύχεσαι εναντίον κάποιου λογισμού, αν ο λογισμός εύκολα ηρεμήσει, σκέψου από πού προέρχεται αυτό, μήπως πέσεις σε παγίδα και ξεγελαστείς και παραδώσεις τον εαυτό σου.

134. Μερικές φορές σου υποβάλλουν οι δαίμονες λογισμούς (σκέψεις) και πάλι σε ερεθίζουν να προσευχηθείς τάχα εναντίον τους ή να τους αντικρούσεις, οπότε υποχωρούν θεληματικά. Αυτό όμως το κάνουν για να γελαστείς έχοντας μεγάλη ιδέα για τον ευατό σου, πως δηλαδή άρχισες να νικάς τους λογισμούς σου και να προκαλείς φόβο στους δαίμονες.

135. Αν προσεύχεσαι εναντίον κάποιου πάθους ή εναντίον κάποιου δαίμονα, που σε ενοχλεί, να θυμάσαι αυτόν, που λέει «καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς, έως αν εκλίπωσιν• εκθλίψω αυτούς και ου μη δύνωνται στήναι• πεσούνται υπό τους πόδας μου» κ.λπ. (Ψαλμ ιζ΄ 38-39: θα κυνηγήσω τους εχθρούς μου και θα τους πιάσω• και δεν θα γυρίσω πίσω προτού τους εξολοθρέψω ώσπου να χαθούν εντελώς. Θα τους πιέσω τόσο πολύ, ώστε να μην μπορούν να σταθούν πιά. Θα πέσουν νικημένοι κάτω από τα πόδια μου…). Και αυτά θα τα λές στην ώρα τους, αν οπλίζεις τον εαυτό σου με ταπεινοφροσύνη εναντίον των αντιπάλων.

136. Να μη νομίζεις πως έχεις αποκτήσει κάποια αρετή, αν προηγουμένως δεν έχεις αγωνιστεί γι’αυτήν μέχρις αίματος. Γιατί σύμφωνα με ό,τι λέει ο θείος απόστολος Παύλος, πρέπει να αντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου εναντίον της αμαρτίας με αγωνιστικό φρόνημα και αψεγάδιαστα (πρβλ. Εβρ. ιβ΄ 4, Εφεσ. ς΄ 11 εξ.).

137. Αν ωφελήσεις κάποιον, θα βλαφτείς από κάποιον άλλον. Κι αυτό για να πείς ή να κάνεις κάτι άπρεπο, επειδή αδικεύεσαι, και να σκορπίσεις έτσι άσχημα αυτό, που μάζεψες καλά. Αυτός είναι ο στόχος των πονηρών δαιμόνων. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχεις μυαλωμένα και συνετά.

138. Να δέχεσαι τις βίαιες επιθέσεις των πονηρών δαιμόνων, που έγιναν εναντίον σου φροντίζοντας πώς να αποτινάξεις το δουλικό ζυγό τους.

139. Οι δαίμονες επιδιώκουν να ενοχλούν μόνοι τους (με άμεση ενέργειά τους) τον πνευματικό δάσκαλο τη νύχτα και δια μέσου των ανθρώπων τη μέρα, περιτριγυρίζοντάς τον με διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις, συκοφαντίες και κινδύνους.

140. Μην αποφεύγεις τους λευκαντές. Αν και πατούν ενώ χτυπούν και ξαίνουν καθώς το τεντώνουν το πανί, όμως με τα μέσα αυτά γίνεται λαμπρό το ρούχο σου.

141. Εφόσον δεν απαρνήθηκες τα πάθη σου, αλλά ο νους πάει αντίθετα προς την αρετή και την αλήθεια, δεν θα βρείς ευωδιαστό θυμίαμα στον κόρφο σου.

142. Λαχταράς να προσευχηθείς; Μετατοπίσου από τα εδώ και έχε διαρκώς «το πολίτευμα εν ουρανοίς» (Φιλιπ. γ΄ 20: έχε την πατρίδα σου στους ουρανούς), όχι μόνο με λόγια, αλλά με την αγγελική πράξη και τη θεϊκότερη γνώση.

143. Αν μόνον όταν κάνεις κακές πράξεις μνημονεύεις τον Κριτή και θυμάσαι πόσο φοβερός και απροσωπόληπτος είναι δεν έμαθες ακόμα «δουλεύειν τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθαι αυτώ εν τρόμω» (Ψαλμ. β΄ 11: να υπηρετείς τον Κύριο με φόβο και να νιώθεις χαρά στη σκέψη του με τρόμο). Να ξέρεις δηλαδή πως πρέπει μάλλον με ευλάβεια και σεβαστικότητα να τον λατρεύεις και στις πνευματικές ανέσεις και απολαύσεις.

144. Συνετός άνδρας είναι εκείνος, που δε σταματάει πριν από την τέλεια μετάνοια τη γεμάτη λύπη ανάμνηση των αμαρτημάτων και της δίκαιης τιμωρίας με αιώνια φωτιά, που θα επιβληθεί γι’αυτά.

145. Αυτός, που αν και είναι ένοχος αμαρτίας και πράξεων, οι οποίες προκαλούν οργή, τολμάει να απλώνεται αδιάντροπα σε γνώση θεϊκότερων πραγμάτων ή προχωρεί ανάξια στην άυλη προσευχή, αυτός ας δεχτεί την αποστολική επιτ΄΄ιμηση, ότι δεν είναι ακίνδυνο γι’αυτόν να προσεύχεται με γυμνό και ακάλυπτο κεφάλι. Έχει υποχρέωση δηλαδή η ψυχή αυτή, λέει ο απόστολος, «κατά κεφαλής εξουσίαν έχει δια τους αγγέλους» (Α΄ Κορ.ια΄ 5 εξ.: έχει υποχρέωση να έχει στο κεφάλι της -στο αποστολικό κείμενο η γυναίκα, κατά τον άγιο Νείλο μεταφορικά η ψυχή- κάποιο σύμβολο εξουσίας από σεβασμό προς τους αγγέλους, που στέκουν από πάνω της), ντυμένη το σεβασμό και την ταπεινοφροσύνη, που ταιριάζουν στην κατάστασή της.

146. Όπως δε θα ωφελήσει εκείνον, που πάσχουν τα μάτια του, το να βλέπει καταμεσήμερα χωρίς κάλυμμα και εντατικά τον ολόλαμπρο ήλιο, έτσι δε θα ωφελήσει καθόλου και τον όλο πάθη ακάθαρτο νου η αναπαράσταση στο νού της «εν πνεύματι και αληθεία» φοβερής και υπερφυσικής προσευχής. Αντίθετα προκαλεί εναντίον του την αγανάκτηση του Θεού.

147. Αν ο ανενδεής (αυτός που δεν του λείπει και δεν του χρειάζεται τίποτε) και αμερόληπτος Θεός δεν δέχτηκε εκείνον, που ήρθε στο θυσιαστήριο με δώρο, ώσπου να συμφιλιωθεί με τον πλησίον του, με τον οποίον ήταν λυπημένος (Ματθ. ε΄ 23 εξ.), σκέψου πόση προσοχή και διάκριση χρειαζόμαστε, για να προσφέρουμε στο Θεό ευπρόσδεκτο θυμίαμα στο νοερό (νοητό) θυσιαστήριο.

148. Να μη σου αρέσουν τα λόγια ούτε δόξα. Αλλοιώς δε θα ενεργούν πια δολερά πίσω από τις πλάτες σου οι αμαρτωλοί, αλλά κάτα πρόσωπο, μπροστά στα μάτια σου (Ψαλμ. 128,3) και θα είσαι αντικείμενο της χαιρεκακίας τους (Σοφ. Σολ. ς΄ 4) την ώρα της προσευχής, καθώς θα σε τραβούν και θα σε δελεάζουν (Ιακ. α΄ 14) με αλλόκοτους λογισμούς.

149. Η προσοχή, που αναζητάει προσευχή, θα βρεί προσευχή, γιατί περισσότερο από κάθε τι άλλο την προσοχή την ακολουθάει η προσευχή. Αυτή πρέπει να επιδιώκεται με πολλή φροντίδα.

150. Όπως η όραση είναι ανώτερη από όλες τις αισθήσεις, έτσι και η προσευχή είναι η πιο θεϊκή από όλες τις αρετές.

151. Αυτό που αποτελεί έπαινο της προσευχής δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητά της. Και αυτό δηλώνουν εκείνοι, που ανέβηκαν στο ιερό (δηλ. ο Φαρισαίος και ο Τελώνης, Λουκ. ιη΄ 10) καθώς και η προτροπή• «υμείς ουν προσευχόμενοι μη βαττολογείτε» (Ματθ. ς΄ 7: όταν προσεύχεσθε να μην φλυαρείτε) και όσα λέγονται στη συνέχεια.

152. Όσο έχεις το νού σου στα σωματικά και φροντίζεις με ιδιαίτερη προσοχή για τα ευχάριστα της σκηνής (του προσωρινού σώματος), δεν έχεις ακόμα ιδεί τον τόπο της προσευχής, αλλά είναι ακόμα μακριά από σένα ο μακάριος δρόμος της.

153. Όταν την ώρα, που στέκεις σε προσευχή, νιώσεις χαρά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χαρά, τότε βρήκες αληθινά την προσευχή.

Εορτή του Οσίου Ιωσήφ, του Υμνογράφου


Γιορτάζουμε σήμερα 3 Απριλίου, ημέρα μνήμης του Οσίου Ιωσήφ, του Υμνογράφου.

Ο Όσιος Ιωσήφ γεννήθηκε στη Σικελία, το έτος 816 μ.Χ., από ενάρετους και ευσεβείς γονείς, τον Πλουτίνο και την Αγάθη. Τα περί της ζωής και της δράσεώς του τα γνωρίζουμε από τον βίο που συνέταξε ο μαθητής και διάδοχός του στη μονή του, Θεοφάνης, συμπληρωματικά δε από τα εγκώμια που του αφιέρωσαν ο Ιωάννης Διάκονος και ο Θεόδωρος Πεδιάσιμος.

Ο Όσιος αναγκάσθηκε να φύγει από την γενέτειρά του οικογενειακώς, λόγω της εντάσεως των Αραβικών επιδρομών που έπειτα από λίγο καιρό επρόκειτο να καταλήξουν στην κατάληψη της νήσου και να μεταναστεύσει στην Πελοπόννησο.

Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αποχωρίσθηκε τους γονείς του και μετέβη στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην περίφημη μονή Λατόμου, όπου επιδόθηκε στη μοναχική άσκηση υπό την καθοδήγηση του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου, ασκώντας το έργο του οξυγράφου.

Μετά από εννέα χρόνια παραμονής στην Θεσσαλονίκη, το έτος 840 μ.Χ., μετέβη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο και εγκαταστάθηκε στη μονή του Αγίου Ιερομάρτυρα Αντίπα. Δεν παρέμεινε όμως για πολύ εκεί απερίσπαστος, διότι το επόμενο έτος απεστάλη από τους Ορθοδόξους της Βασιλεύουσας στη Ρώμη για διαβουλεύσεις επί του θέματος του διωγμού από τους εικονομάχους.

Δεν κατόρθωσε να φέρει εις πέρας την αποστολή, διότι το πλοίο του έπεσε στα χέρια Αράβων πειρατών και αυτός οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην αραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, από όπου ελευθερώθηκε με τις φροντίδες φιλάνθρωπων πιστών και με θαύμα του Αγίου Νικολάου.

Κατά το βραχύ χρόνο αυτής της περιπέτειάς του συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα. Το ένα, που σχετιζόταν ιδιαίτερα με αυτόν, ήταν ο θάνατος του πνευματικού του οδηγού Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου και το άλλο, που αφορούσε την Εκκλησία ολόκληρη, ήταν η αναστήλωση των ιερών εικόνων.

Όταν διά της Θεσσαλονίκης επανήλθε πάλι στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 843 μ.Χ., έζησε επί δύο χρόνια ως έγκλειστος στη μονή του Αγίου Αντίπα. Έπειτα έζησε στα κτήρια του ναού του ιερού Χρυσοστόμου επί πενταετία, έως ότου ίδρυσε δική του μονή, το έτος 850 μ.Χ., αφιερωμένη στον Απόστολο Βαρθολομαίο.

Εκεί απέθεσε και τα ιερά λείψανα του Αποστόλου που είχε φέρει από την Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης και τα σκηνώματα του πνευματικού του οδηγού Αγίου Γρηγορίου και του συνασκητού του Ιωάννου. Ο Όσιος Ιωσήφ παρακαλούσε με δάκρυα και στεναγμούς τον Απόστολο Βαρθολομαίο να τον βοηθήσει στην σύνθεση ύμνων. Και, πράγματι, πέτυχε εκείνο που ποθούσε η ψυχή του.

Είδε σε οπτασία έναν άνδρα με εμφάνιση Αποστόλου, που προκαλούσε το δέος και ο οποίος πήρε από την Αγία Τράπεζα το ιερό Ευαγγέλιο, του το έβαλε πάνω στο στήθος και τον ευλόγησε. Τούτο υπήρξε και η απαρχή του θείου χαρίσματος που ο Όσιος επιθυμούσε.

Μετά την έκπτωση του Πατριάρχου Ιγνατίου και την άνοδο του ιερού Φωτίου, το έτος 858 μ.Χ., ο Όσιος Ιωσήφ εξορίστηκε από τον Βάρδα στην Κριμαία, προφανώς ως οπαδός του πρώτου και ίσως ως λατινόφιλος κατά κάποιο τρόπο, αφού προ ετών είχε σταλεί για να ζητήσει την βοήθεια της Ρώμης. Δεν έμεινε όμως στην εξορία για πολύ καιρό, καθώς, όπως αποδείχθηκε και από την μετέπειτα στάση του, ο ιερός Φώτιος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα.

Όταν το έτος 867 μ.Χ. ο Πατριάρχης Ιγνάτιος ανέβηκε για δεύτερη φορά στο θρόνο, ο Όσιος Ιωσήφ έγινε σκευοφύλαξ της Αγίας Σοφίας και διατήρησε αυτήν την θέση κατά την διάρκεια της Δευτέρας πατριαρχίας του Αγίου Φωτίου. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 886 μ.Χ.

Ο κύριος όγκος του υμνογραφικού έργου του Οσίου συνίσταται σε Κανόνες, που αφθονούν στα έντυπα βιβλία και τα χειρόγραφα. Η συμβολή του Οσίου Ιωσήφ στην υμνογραφική ολοκλήρωση της Οκτωήχου είναι καθοριστική, δεδομένο ότι κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας, πλην της Κυριακής της οποίας τους Κανόνες είχαν συντάξει ο Κοσμάς ο Μελωδός και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Στα Μηναία ο Όσιος Ιωσήφ είναι ο πλουσιότερα εκπροσωπούμενος υμνογράφος, αφού διατηρούνται σε αυτά 165 Κανόνες του με ομοιόμορφη δομή, που εξυμνούν Αγίους δευτέρας συνήθως εορταστικής τάξεως, δεδομένου ότι οι εξέχουσες εορτές είχαν ήδη καλυφθεί υμνογραφικά.

Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεί ο Κανών στον Ακάθιστο Ύμνο, στον οποίο ακολουθεί Ειρμούς του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και υμνεί την Θεοτόκο με ατελείωτη σειρά επιθέτων και εικόνων, ως άφλεκτη βάτο, νεφέλη ολόφωτη, ρόδο αμάραντο, μήλο εύοσμο, περιστερά και τα παρόμοια.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Την ωραιότητα.
Το δωδεκάχορδον του Λόγου όργανον, την παναρμόνιον λύραν της χάριτος, το Υμνογράφον Ιωσήφ τιμήσωμεν επαξίως, ούτος γαρ ανύμνησε, μελιχροίς μελωδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, των Αγίων παν σύστημα. Μεθ' ων και ικετεύει απαύστως, δούναι ημίν πταισμάτων λύσιν.

Τετάρτη, Απριλίου 02, 2014

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΣΤΑΔΙA ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ (04-Ν) ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΚΑΤΕΡΕΛΟΥ

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΣΤΑΔΙA ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ (04-Ν)
(... προηγοῦνται  ἐρωταποκρίσεις)

Ἄς ξεκινήσωμε, σιγά-σιγά, τό σημερινό μας θέμα.
Ἀλλά, πρίν ὅμως προχωρήσωμε, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου, ἄς ἀπαντήσωμε σέ τρεῖς-τέσσερις ἀπορίες πού μᾶς ἐτέθησαν.
Ἡ πρώτη ἀπορία, ἡ ὁποία ἦταν δημοσία εἶχε σχέσι μέ τήν χρονική ἐξέλιξι τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ἐννοεῖται, στό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, πῶς αὐτή ἐξελίχθη.
Καί ἀπαντήσαμε ὅτι, σέ πολλά σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπάρχει σχετική ἀναφορά. Ὅπως στό εὐαγγέλιο τῶν Δέκα Λεπρῶν ἀναφέρεται ἡ σχετική ἱκεσία τῶν λεπρῶν: '' Ἰησοῦ, Διδάσκαλε, ἐλέησον ἡμᾶς''. Ἤ, στήν περικοπή τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, τί ἔλεγε ὁ τυφλός διακαῶς; ''Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με''. Καί σέ διάφορα ἄλλα σημεῖα, βέβαια τοῦ Εὐαγγελίου ὑπάρχουν σχετικές ἐπικλήσεις.
Αὐτές ὅλες οἱ ἱκεσίες, δέν εἶναι παρά ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, πού τήν ἀκοῦμε, ὅταν σέ κάθε αἴτησι τοῦ ἱερέα, ὁ λαός ἀπαντᾶ μέ τό ''Κύριε, ἐλέησον''. Ἔ, λοιπόν, ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι τώρα παρά μία μεγαλυτέρα καί πιό ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξις τῆς ἱκεσίας αὐτῆς.
Εἶναι γνωστή ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ὅπως ἀναφέρεται στό Γεροντικό, ἀπό τό 300-390 μ.Χ. δηλαδἠ, στό σημεῖο πού λέγει: «Ἠρώτησαν τινές τόν ἀββᾶ Μακάριο, λέγοντες: ''Πῶς ὀφείλομεν προσεύχεσθαι;'' Λέγει αὐτοῖς ὁ Γέρων: ''Οὔκ ἐστι χρεία βατολογεῖν, ἀλλ᾽ ἐκτείνειν τάς χεῖρας καί λέγειν 'Κύριε, ὡς θέλεις καί ὡς οἶδας, ἐλέησον'. Ἐάν δέ ἐπίκειται πόλεμος, 'Κύριε, βοήθει'. Καί Αὐτός οἶδε τά συμφέροντα καί ποιεῖ μεθ᾽ ἡμῶν ἔλεος''».
Ἄς κάνωμε στά λόγια αὐτά ἐλεύθερη μετάφρασι: Ἐρώτησαν κάποιοι τόν ἀββᾶ Μακάριο - εἶχε μεγάλη φήμη διακριτικοῦ ἀσκητοῦ - καί τοῦ εἶπαν: «Πῶς πρέπει νά προσευχώμεθα, Γέροντα;» Καί ἀπήντησε ὁ Γέροντας: «Δέν εἶναι ἀνάγκη νά λέμε πολλά, ἀλλά νά ἐκτείνωμε τά χέρια μας - καί τήν ψυχή μας ἐννοεῖται - λέγοντας: ''Κύριε, ὅπως Ἐσύ γνωρίζης, ὅπως θέλης, νά μέ εὐσπλαγχνισθῆς''. Ἐάν δέ ὑπάρχη καί κάποιος πόλεμος, κάποιος πειρασμός, νά λέμε: ''Κύριε, βοήθησέ με''. Καί ὁ Θεός ξέρει ἐκεῖνο τό ὁποῖο συμφέρει καί δίνει, στήν κατάλληλη στιγμή, τήν κατάλληλη ἔκβασι καί μᾶς ἐλεεῖ».
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος (570-649 μ.Χ. περίπου), ἀναφέρει σχετικά: «Ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ ἑνωθήτω τῇ πνοῇ σου καί τότε γνώσει ἡσυχίας ὠφέλειαν». Δηλαδή, ἡ μνήμη, ἡ ἐνθύμησις τοῦ Ἰησοῦ, νά ἑνωθῆ μέ τήν ἀναπνοή σου, νά εἶναι διαρκής, καί τότε θά γνωρίσης τήν ὠφέλεια ἡ ὁποία προκύπτει ἀπό τήν κατά Θεόν ἡσυχίαν.
Καί ἀλλοῦ, ἀκόμη πιό παραστατικά, λέγει ὁ ἴδιος θεόπτης συγγραφέας τῆς Κλίμακος: «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους. Οὐ γάρ ἐστί ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐπί γῆς ἰσχυρότερον ὅπλον». Δηλαδή, μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νά μαστίζης τούς ἐχθρούς, πού εἶναι ὁ ἑαυτός μας, οἱ δαίμονες καί ὁ κόσμος. Δέν ὑπάρχει πιό δυνατό, πιό δραστικό ὅπλο, οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε στήν γῆ ἀπό τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν προσευχή στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.


Καί, μέ ἀφορμή τώρα αὐτήν τήν ὄντως ὡραία ἐρώτησι, ἄς ἀναφέρωμε ὅτι, ὄχι μόνο τό θέμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί πολλά ἄλλα πράγματα μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐξελίχθησαν καί ἀνεπτύχθησαν. Ὅπως εἶναι οἱ ἑορτές, ἡ Λατρεία, ἡ Ὑμνογραφία, καί ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, τά ὁποῖα διέπουν τήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τέχνη, κ.ο.κ.
Ἄς ποῦμε ἕνα κτυπητό παράδειγμα: Πῶς νομίζετε, ὅτι ἐγίνοντο, τά πρῶτα χρόνια, οἱ Θεῖες Λειτουργίες; Ἴσως φανῆ παράξενο, τώρα, σέ μᾶς. Τότε, ὁ κάθε ἱερέας, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀνάλογα μέ τήν θεολογική του μόρφωσι καί τήν προσωπική του κατάρτισι, ἔκανε κάποιες αὐτοσχέδιες προσευχές. Ἐπάνω βέβαια στό γενικό πλαίσιο, στό ἐν γένει πρότυπο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Καί ἔτσι, ἐγίνετο ἡ μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ἔτσι ξεκίνησαν. Καί ποῦ φθάσαμε; Φθάσαμε, γιά λόγους εὐνοήτους, γιά νά μή γίνωνται λάθη δογματικά, γιά νά ὑπάρχη μία πιό ὡραία καί πλούσια λατρεία, κ.ο.κ., φθάσαμε στίς Θεῖες Λειτουργίες τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, τοῦ Ἁγίου Μάρκου, τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καί τήν πιό γνωστή μας, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού εἶναι τόσο πλούσιες. Καταλαβαίνετε λοιπόν, πῶς τά πράγματα ἐξελίσσονται στήν θεία Λατρεία. Ἄς μή ποῦμε ὅμως πιό πολλά γιά τήν ἐξέλιξι τῆς εὐχῆς καί τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐκεῖνο πού θέλω ὅμως, μέ ἀφορμή αὐτήν τήν ὡραία ἀπορία, νά κρατήσωμε εἶναι τό ἑξῆς:
Ὅ,τι ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία σέ χρῆσι, εἶναι λαμπικαρισμένο. Καί γι᾽ αὐτό, ἄς μή μᾶς ἀπασχολῆ τόσο πῶς ἔφθασε σέ μᾶς. Μικρό τό ὄφελος εἶναι τό νά μάθωμε πῶς ἔφθασε. Ἀλλά, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, ἄς μᾶς ἀπασχολῆ πῶς ἐμεῖς θά τό χρησιμοποιήσωμε πιό σωστά, πιό θεάρεστα, γιά πνευματική μας δηλαδή προσωπική ὠφέλεια, καί πῶς αὐτό θά τό σεβασθοῦμε ὅπως πρέπη.
Τώρα, μία ἄλλη ἀπορία εἶναι ἡ ἑξῆς: ''Ποιά εἶναι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;'' Διότι, ἐπειδή εἶναι ὄντως ἀσυγχώρητη, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, μερικοί φοβοῦνται μήπως περιέπεσαν σέ αὐτήν καί δέν πρόκειται ποτέ νά συγχωρεθοῦν. Ἄν καί εἶναι πάρα πολλές οἱ ὀρθές ἑρμηνεῖες, βασικά, ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό νά ἀποδίδη κανείς τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στόν Διάβολο. Καί αὐτό νά τό κάνη ἀπό κακίστη πρόθεσι. Ὅπως π.χ. ἔλεγαν οἱ Φαρισαῖοι γιά τόν Χριστό, ὅτι διώχνει τά δαιμόνια μέ τήν δύναμι τοῦ σατανᾶ. Γιά νά μήν ὅμως ἐπεκταθοῦμε πάρα πολύ στό θέμα αὐτό, λέμε τά ἑξῆς: Ὅτι ἡ πλήρης ἀμετανοησία εἶναι προσβολή κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐξ ὁρισμοῦ, αὐτή ἡ ἀμετανοησία εἶναι, ὅπως καταλαβαίνετε, ἀσυγχώρητη. Δηλαδή πρακτικά, τελικά, ποιά εἶναι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Εἶναι ἡ ἀμετανοησία.
Ἐμεῖς, δηλαδή, πού ἀγωνιζόμαστε, νά μή φοβώμαστε γι᾽ αὐτό. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία ἀσυγχώρητη γιά κανέναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται, ἐάν μετανοήση, φυσικά. Καί, δέν θά κατακριθοῦμε ἐπειδή ἁμαρτήσαμε, ἀλλά θά κατακριθοῦμε ἐάν δέν μετανοήσωμε γιά ἐκεῖνα στά ὁποῖα περιεπέσαμε καί ἁμαρτήσαμε.
Ἐπίσης, μία ἄλλη ἀπορία ἀναφέρεται εἰς τήν διάκρισι τῶν λογισμῶν, ἐάν προέρχωνται ἀπό τόν ἐχθρό, ἤ ὄχι. Πῶς δηλαδή ἐμεῖς θά τό διακρίνωμε.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιά μᾶς εἶναι, ὄχι ἁπλῶς πιό ἀσφαλές, ἀλλά εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητο νά ἐρωτᾶμε κάποιον διακριτικό πνευματικό. Διαφορετικά, σίγουρα, θά πάθωμε, ἀργά ἤ γρήγορα, πνευματική ζημιά. Γιατί, ἄν ἐρωτᾶμε ἕναν διακριτικό πνευματικό, αὐτός θά μᾶς δίνη τήν σωστή ἀπάντησι. Ἀλλά, καί πέρα ἀπό αὐτό, ἡ διάθεσις τῆς ταπεινώσεως πού ἔχομε, χωρίς ντροπή, χωρίς δισταγμό, χωρίς ἀμφιβολία, νά ἐξωτερικεύσωμε καί νά ἐξαγορεύσωμε τίς δικές μας σκέψεις καί τούς δικούς μας λογισμούς σέ κάποιον ἄλλον, καί μόνον ἀπ᾽ αὐτήν τήν στάσι μας, ὁ Θεός συγκινεῖται, ἐάν βέβαια εἶναι πέρα γιά πέρα αὐτή μας ἡ διάθεσις εἰλικρινής. Καί ὁ Θεός, βλέποντας τήν προαίρεσί μας, θά μᾶς φωτίση καί θά μᾶς ὁδηγήση σέ σωστό πνευματικό δρόμο. Αὐτή εἶναι ἡ πεῖρα τῶν Πατέρων, αὐτή εἶναι ἡ τάξις τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ παράδοσίς Της. Ἡ ἐξαγόρευσις τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν.
Καί μία τελευταία ἐρώτησις, ἴσως λίγο πιό δύσκολη. Λέγει αὐτή ἡ ἐρώτησις, ἐάν ἡ συνείδησις πού ἔχομε εἶναι ἀποτέλεσμα πολιτισμικό, ἐάν οἱ ἄνθρωποι μᾶς τήν ἐπέβαλαν ἐξωτερικά.
Ἀναμφισβήτητα, ἡ συνείδησις ὑπάρχει ἔμφυτη ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι αὐτή καθ᾽ ἑαυτή ἡ συνείδησις ἀποτέλεσμα τῶν διαφόρων πολιτισμῶν καί νομοθεσιῶν. Βέβαια, ἀναλόγως τῶν ὑπεραρίθμων παραγόντων - πού τώρα δέν ὑπάρχει ἡ χρονική δυνατότης νά ἀναπτυχθοῦν - ἡ συνείδησις διαπλάθεται, λεπτύνεται, ἀμβλύνεται, πωρώνεται, κλπ.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό ἄς ποῦμε ὅτι, πρίν ἀπό τήν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, μόνο ἕνας σχετικός χῶρος μέσα στήν ψυχή ὑπῆρχε εἰς τόν ἄνθρωπο, καί αὐτός δέν εἶναι ἄλλος παρά ἡ ''ἠθική συνείδησις''. Ἐκείνη δηλαδή, πού καθιστοῦσε τόν Ἀδάμ γνώστη τοῦ τί κάνει. Διότι, ἐάν δέν εἶχε ἠθική συνείδησι ὁ Ἀδάμ, τότε δέν θά μποροῦσε νά ἀντιληφθῆ τήν ἁμαρτία του καί ὡς ἐκ τούτου δέν θά ἦτο ὑπεύθυνος γι᾽ αὐτήν. Τώρα, ὅταν ἔσφαλε στόν Θεό ὁ Ἀδάμ, ἀντί νά μετανοήση, εἶπε: ''Θεέ μου, δέν φταίω ἐγώ, ἀλλά ἡ γυναῖκα πού Ἐσύ μοῦ ἔδωσες''. Βλέπετε, ὅλο τό βάρος πέφτει κυρίως στό ''Ἐσύ''. ''Ἐσύ φταῖς, δηλαδή, Θεέ !'', οὔτε λίγο, οὔτε πολύ.
Ἀλλά, μέ αὐτήν τήν δικαιολογία του ὁ Ἀδάμ τότε ἔκανε μοιραῖα μία μετάθεσι τῆς ἐνοχῆς ἀπό τόν χῶρο τῆς συνειδήσεώς του σέ ἕναν ἄλλο χῶρο πού δέν ὑπῆρχε πρῶτα. Καί αὐτός ὁ χῶρος εἶναι αὐτό πού λέμε σήμερα ''ὑποσυνείδητο''. Τότε δηλαδή, γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, δημιουργεῖται τό ὑποσυνείδητο, πού μοιραῖα καί ἀναγκαστικά θά κληροδοτηθῆ πιά στό ἀνθρώπινο γένος, καί πού θά ἀποτελέση, ὅπως ἔχωμε ξαναπῆ πιό ἀναλυτικά σέ ἄλλες ὁμιλίες, τήν τραγικότητά του, καί σέ καιρούς εἰρηνικούς, καί σέ καιρούς πολεμικούς.
Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρίς ὑποσυνείδητο, ὅσο ἅγιος καί ἄν εἶναι. Μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ''ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς'', δέν εἶχε ὑποσυνείδητο. Βέβαια, στούς Ἁγίους ὑπάρχει ἡ ἑξῆς διαφορά: Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι οἱ Ἅγιοι, μέ τόν συνεχῆ τους προσωπικό ἀγῶνα, ὁλοένα καί περισσότερο, ἔτειναν καί τείνουν νά ἐξαλείψουν αὐτό πού λέμε ''ὑποσυνείδητο''.
Τώρα στήν ἐποχή μας, ὅλο καί πιό πολύ, συστηματοποιεῖται αὐτή ἡ ἀπώθησις, αὐτό τό διώξιμο δηλαδή τῆς ἐνοχῆς. Γιατί; Ἐπειδή ἐνοχλεῖται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὄχι ἁπλῶς ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἀπό τό ἄκουσμα τῆς λέξεως ''ἁμαρτία''. Τόν ἐνοχλεῖ ἀφάνταστα. Καί τί θέλει; Θέλει νά καταργήση ἀκόμη, εἰ δυνατόν, καί ἀπό τό λεξικό, τήν λέξι '' ἁμαρτία''. Καί νομίζει ὁ ταλαίπωρος σύγχρονος ἄνθρωπος, πού τόσο βασανίζεται, ὅτι ἐπειδή δέν θέλει νά βλέπη τήν ἁμαρτία του, ὅτι δῆθεν ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν προσωπική του διάχυτη ἁμαρτία. Δηλαδή, τό ἄκρον ἄωτον τοῦ στρουθοκαμηλισμοῦ. Καί τοῦτο ἐπειδή ἡ ἁμαρτία δέν ἐξαλείφεται. Ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος δέν τήν βλέπει, ἀλλά ὑπάρχει. Καί ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχη, κατατρώγει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, δυστυχῶς πατόκορφα, σέ ὅλο του τό εἶναι καί τόν διαλύει ψυχικά, ὀργανικά, καί τό πολύ χειρότερο, πνευματικά, διαχρονικά, αἰωνίως.
Αὐτά, πρός τό παρόν, ὡς πρός τίς ὄντως ἐνδιαφέρουσες ἀπορίες σας.
Ἄς συνεχίσωμε ὅμως παρακάτω στό θέμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ.
Ὅπως εἴπαμε, στήν ἀρχή, καλύτερα εἶναι νά τήν λέμε ψιθυριστά. Γιά ἐμᾶς ὅλους, πού εἴμαστε ἀναμφισβήτητα ἀρχάριοι, χρειάζεται βία καί ἀγῶνας πολύς, ὀδυνηρός, σκληρός, ἀνελέητος. Ὅλος ὁ ἀγῶνας δέ, κυρίως ἔγκειται στό νά περικλείωμε τόν νοῦ μας στίς ἔννοιες τῶν λόγων πού προφέρομε. Δηλαδή, νά προσέχωμε καλά νά ἐννοοῦμε τί λέμε. Ἐκεῖνο πού λέμε, νά τό χωνεύωμε καλά μέσα μας. ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με''. ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με''. Νά καταλαβαίνωμε δηλαδή τίς ἔννοιες τῶν λέξεων. Νά χορταίνωμε ἀπό αὐτές. Ἑπομένως, ἐκείνη τήν στιγμή, τό πλέον ὠφέλιμο εἶναι νά προσέχωμε τί λέμε.
Βέβαια, ἴδιον τοῦ νοός εἶναι τό ἄστατον, δηλαδή νά φεύγη πέρα-δῶθε. Ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, τό μυαλό μας ὁμοιάζει μέ κάποιο ἀλητάκι, τοῦ ὁποίου τοῦ ἀρέσει νά σεργιανάη τῇδε κακεῖσε, πέρα-δῶθε. Ἔτσι, καί ὁ νοῦς μας ἀρέσκεται στό νά πηγαίνη σέ διάφορες ὑποθέσεις, ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ. Ἀλλά, ὅπου ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, τά πάντα σταθεροποιοῦνται. Ἔτσι θά συμβῆ καί στήν περίπτωσι τοῦ νοός μας, ὅταν ἐπέμβη ὁ Θεός, θά ἔχωμε εὐχή ἀμετεώριστη, δηλαδή χωρίς διακοπές, χωρίς νά σκεπτώμεθα ἄλλες ὑποθέσεις. Ἀλλά γιά νά ἐπέμβη ὁ Θεός, πρέπει νά προηγηθῆ, ἀπαραιτήτως ἀπό τή πλευρά μας, μέχρις ἐξαντλήσεως θά λέγαμε, ἡ ἀνθρωπίνη προσπάθεια, τό ἀνθρώπινο φιλότιμο. Καί μέ σωστό ἐννοεῖται πάντα φρόνιμα.
Ἐκεῖνο πού θά θέλαμε νά τονίσωμε στό σημεῖο αὐτό, εἶναι ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, δέν πρέπει νά υἱοθετοῦμε καμμία ἀπολύτως σκέψι. Ὄχι μόνο τίς βλαβερές σκέψεις, ὄχι μόνο τίς ἀνωφελεῖς, ἀλλά καί τίς πλέον ''ὠφέλιμες''. Ἡ λέξις ''ὠφέλιμες'' τίθεται σέ εἰσαγωγικά, διότι τελικά, τοὐλάχιστον γιά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, κάθε ἄλλο παρά ὠφέλιμες εἶναι. Εἶναι μιά ὕπουλη παγίδα τοῦ διαβόλου. Διότι τό πλέον ὠφέλιμο, τοὐλάχιστον γιά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἶναι νά προσέχωμε, χωρίς φαντασιώσεις, στά λόγια τῆς προσευχῆς.
Νά τό ποῦμε πιό ἁπλᾶ γιά νά γίνωμε πιό κατανοητοί. Νά μή σκεπτώμεθα, οὔτε ἐκκλησίες, οὔτε μοναστήρια, οὔτε προσκυνήματα, οὔτε γεροντάδες, οὔτε λόγια γεροντάδων, οὔτε φωτεινά πρόσωπα, οὔτε ἁγίους, οὔτε εἰκόνες, οὔτε τίς διάφορες συνομιλίες πού εἴχαμε μέ ἀνθρώπους φωτισμένους καί εἴχαμε γοητευθῆ καί εἴχαμε βοηθηθῆ ἀπό αὐτούς. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά, πού, ἄν τά σκεφθοῦμε ἄλλες ὧρες καί στιγμές, εἶναι ὄντως ἀπαραίτητα, ὠφέλιμα καί μᾶς δίνουν δύναμι καί φώτισι στόν προσωπικό μας ἀγῶνα. Τό νά τά διώχνωμε ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι πάρα πολύ ὀδυνηρό στήν ἀρχή, γιατί εἶναι κακομαθημένος ὁ ἑαυτός μας, ὁ νοῦς μας. Εἶναι μέν ὀδυνηρό, ἀλλά πάντα ὠφέλιμο καί ἀπαραίτητο.
Λέγει ὁ μακαριστός ἁγιορείτης Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, σέ κάποια ἀπό τίς ἐπιστολές του πού συμβουλεύει περί τῆς εὐχῆς: ''Πρόσεχε μόνο, ὅταν λέγης τήν εὐχή, νά μή δέχεσαι φαντασίες, διότι τό θεῖον εἶναι ἀνείδεον, δέν ἔχει δηλαδή εἶδος, εἶναι ἀφάνταστον, ἀχρωμάτιστον, εἶναι ὑπερτέλειον, δέν δέχεται ἀνθρωπίνους συλλογισμούς, ἐνεργεῖ ὡς αὔρα λεπτή ἐν ταῖς διανοίαις ἡμῶν''. Ἐνεργεῖ σάν λεπτή αὔρα, ὄχι ὅτι εἶναι λεπτή αὔρα, διότι τό θεῖον δέν περιγράφεται.
Βέβαια, ἄς μή κρυβώμαστε, εἶναι ἄλλωστε αὐτονόητο, ὅτι χρειάζεται ἀγῶνας, ὄχι μιᾶς ἡμέρας - ἐμεῖς θέλομε μέσα σέ ἕνα βράδυ νά ἀποκτήσωμε τήν εὐχή -, ἀλλά χρειάζεται ἀγῶνας μιᾶς ζωῆς. Διότι, ἰδιαίτερα κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, μᾶς πολεμάει μέ λύσσα, μέ μέθοδο, μέ ἰδιαίτερη μανία ὁ διάβολος. Μᾶς πολεμοῦν αἰσχροφρικιαστικοί καί ἀλλόκοτοι λογισμοί πάσης φύσεως καί κατευθύνσεως. Μᾶς πολεμάει ἡ ἀκηδία, ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια ἀπωθημένα, πάρα πολλά, ἴσως καί ξεχασμένα, ἔρχεται ἄκαιρος θυμός, πού πολλές φορές εἶναι πάρα πολύ δυνατός, καί κατά τήν προσευχή, καί μετά τήν προσευχή. Μᾶς ἔρχονται στόν νοῦ μας διάφορες δουλειές, ὑποχρεώσεις, νά μή ξεχάσωμε τό ἕνα, νά μή ξεχάσωμε τό ἄλλο - δῆθεν, ἀπαραίτητο αὐτό, ἀπαραίτητο ἐκεῖνο, κλπ. Μᾶς τά διογκώνει ὅλα αὐτά ὁ πειρασμός καί ἡ δική μας ἡ ἀπειρία. Μᾶς τά διογκώνει σέ βαθμό ὑπερβολικό καί ἐνῶ ὅταν προσευχώμαστε λέγαμε νά μή ξεχάσωμε τό α´, τό β´, τό γ´, εἶναι ἀπαραίτητα, κλπ., ὅταν τελειώνη ἡ προσευχή δέν θυμόμαστε τίποτε ἀπό ὅλα ἐκεῖνα πού, κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς μᾶς ἔπνιγαν καί τά ἐθεωρούσαμε, ἐν τῇ ἀπειρίᾳ μας, ἀπολύτως ἀναγκαῖα νά τά διεκπεραιώσωμε.
Λοιπόν, μᾶς πνίγει μέ παντός εἴδους μέριμνες, δῆθεν ἐπιβεβλημένες καί μέ μία λέξι μᾶς κτυπάει μέ κάθε τρόπο, ἀνελέητα, ὁ πειρασμός, ἐκμεταλλευόμενος βέβαια τήν δική μας ἀμέλεια, μᾶς κτυπάει ὁ πειρασμός πανταχόθεν. Γι᾽ αὐτό, ἐκτός τῶν ἄλλων, συμφέρει νά λέμε τήν εὐχή ψιθυριστά. Ὁπότε, καί νά φεύγη ὁ νοῦς, τοὐλάχιστον μένουν τά λόγια καί τό κέρδος βέβαια, σύν τῷ χρόνῳ, δέν εἶναι καθόλου μικρό. Ἄλλωστε, ὅταν ἀκούη τό αὐτί τί λέγει τό στόμα, πιό εὔκολα ὁ νοῦς ἐπανέρχεται στόν ἑαυτό του ἀπό τόν μετεωρισμό, ἀπό τήν διάσπασι καί συνεχίζει τόν ἀγῶνα τῆς προσευχῆς. Ἐνῶ, ὅταν ὁ ἀρχάριος πνευματικά δέν λέη τήν εὐχή ψιθυριστά, τότε ξεφεύγει ὁ νοῦς καί ποιός ξέρει, μετά ἀπό πόση ὥρα, ὁ Θεός θά τόν φωτίση, ἤ ὁ ἴδιος θά καταλάβη, τέλος πάντων, ὅτι πρέπει νά συνεχίση τήν προσευχή, τήν ὁποία εἶχε ξεκινήσει.
Βέβαια στό σημεῖο αὐτό, νά διευκρινήσωμε, ὅτι αὐτοί καθ᾽ ἑαυτοί οἱ λογισμοί δέν εἶναι ποτέ ἁμαρτία, ὅταν φυσικά δέν τούς δεχώμαστε, ὅταν δέν τούς ''σκαλίζωμε'', ὅταν δέν τούς βάζωμε ''λίπασμα''. Καταλαβαίνετε τί ἐννοοῦμε. Τότε, ἀπό τήν θλῖψι αὐτή τῶν λογισμῶν πού μᾶς προσβάλλουν, ὄχι μόνο δέν ζημιωνόμεθα, ἀλλά προαγόμεθα πνευματικά, σοφιζόμεθα δηλαδή στόν ἀγῶνα κατά τῶν παθῶν. Εἶναι λοιπόν πειρασμοί πού μᾶς προάγουν καί, ὅσο προχωράει ὁ ἀγωνιστής, τόσο πιό δυνατοί εἶναι οἱ ἀντίπαλοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφύονται στό πνευματικό μέτωπο. Αὐτό εἶναι πνευματικός νόμος.
Καί τό κάνει ὁ ἐχθρός αὐτό μέ τούς λογισμούς γιά νά ἀπελπισθοῦμε καί νά σταματήσωμε ἐντελῶς τήν προσευχή, διότι δῆθεν, ὄχι μόνο δέν ὠφελούμεθα ἀπό αὐτήν, ἀλλά ἐπί πλέον ἁμαρτάνομε ἀκόμη περισσότερο κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς, ἐφ᾽ ὅσον κατ᾽ αὐτήν σκεπτώμεθα πράγματα δῆθεν πιό ἄσχημα, δῆθεν πιό ἀλλόκοτα, δῆθεν πιό ἀπαράδεκτα, πού δέν τά ἐσκεπτόμεθα πρίν ξεκινήσωμε τήν προσευχή.
Καί ἐδῶ δυστυχῶς εἶναι πικρή ἀλήθεια, πέφτομε λίγο-πολύ ὅλοι μας σ᾽ αὐτήν τήν παγίδα τοῦ διαβόλου, καί εἴτε ἀπογοητευόμεθα, εἴτε παρατᾶμε τήν προσευχή, εἴτε πέφτομε σέ μελαγχολία, ἤ τό λιγώτερο, πιάνομε κουβέντα μέ τούς λογισμούς καί χάνομε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς. Φεύγει τό μυαλό μας δηλαδή ἀπό τά λόγια τῆς εὐχῆς καί μετεωριζόμεθα.
Τό ὅτι ὑπάρχει ἀγῶνας, τό ὅτι ὑπάρχουν ἐπιθέσεις ἀπό τόν ἐχθρό, τό ὅτι ὑπάρχει πόλεμος, τί σημαίνει; Σημαίνει, ὅτι ἐπειδή ἀκριβῶς πολεμεῖται ἀπό ἐμᾶς, γι᾽ αὐτό καί μᾶς ἀντιπολεμᾶ. Αὐτό καί μόνο, πρέπει νά μᾶς δίνη θάρρος νά συνεχίσωμε τήν προσευχή μέ περισσότερη δύναμι, μέ περισσότερη προσοχή, μέ μεγαλύτερη ἐλπίδα καί θεία παρηγοριά.
Βέβαια, ὅπως εἴπαμε, χρειάζεται ἀπό ἐμᾶς προθυμία καί ὑπομονή. Δέν πρέπει νά ρεμβάζωμε ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐργασίας, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. Λέγει εἰς τό σημεῖο αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος περίπου τό ἑξῆς: «Ἄνθρωπέ μου, ἐάν ἐσύ ὁ ἴδιος δέν ἀκοῦς τήν προσευχή σου, δέν προσέχης τά δικά σου λόγια, πῶς ἔχεις τήν ἀπαίτησι, τήν ἀφέλεια καί τήν θρασύτητα νά σέ ἀκούση ὁ ἴδιος ὁ Θεός;»
Βέβαια, χρειάζεται ἀγῶνας. Καί, σιγά-σιγά, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἀπό τήν ποσότητα ἔρχεται καί ἡ ποιότητα. Αὐτό ἄλλωστε ἰσχύει καί στούς ὑπολοίπους τομεῖς τῆς ζωῆς μας. Ἀπό τήν ποσότητα, ἀπό τίς πολλές φορές, ἔρχεται καί ἡ ποιότητα, ἔρχεται καί ἡ βελτίωσις. Αὐτά εἴχαμε νά ποῦμε ὡς πρός τούς λογισμούς κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς.
Ἡ προσευχή ποτέ δέν αὐτονομεῖται. Δέν πρέπει νά λέμε τήν εὐχή μηχανικά, ἄψυχα, σάν τό ρολόϊ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, χωρίς νά χωνεύωμε, χωρίς νά καταλαβαίνωμε αὐτά πού λέμε, ἀλλά πρέπει νά τά αἰσθανώμεθα, πρέπει νά αἰσθανώμεθα μέσα μας καλά τήν εὐχή.
Λοιπόν, στήν ἀρχή ὅπως εἴπαμε τήν λέμε ψιθυριστά. Καί, ἐάν καταβάλωμε ἰδιαίτερη προσπάθεια, διαθέτωμε πολύ χρόνο, μέ σωστό πάντα φρόνημα, μέ συντετριμμένο φρόνημα - αὐτά πάντα ἐννοοῦνται -, ἐάν κάνωμε προσπάθεια, ποιοτική καί ποσοτική, τότε, σιγά-σιγά, θά μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή, μέ κάποια σχετική πλέον εὐκολία καί νοερά. Νά τήν λέμε ἀπό μέσα μας, μέ τόν νοῦ μας. Ἀπό τίς πολλές φορές πού τήν ἐπαναλαμβάνομε γίνεται αὐτό.
Γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, καί ἐπιμένομε εἰδικά σέ αὐτήν τήν μέθοδο τῆς προσευχῆς, γιατί εἶναι μονολόγιστη - ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με'' - καί μπορεῖ ὁ νοῦς νά συγκεντρώνεται καλύτερα καί νά συνηθίση αὐτές τίς πέντε λέξεις καί ὡς ἐκ τούτου νά τίς ἐπαναλαμβάνη χωρίς κόπο. Ἐνῶ οἱ ποικίλου περιεχομένου στίχοι ἄλλων προσευχῶν δέν ''χωνεύωνται'' εὔκολα, οὕτως ὥστε νά μποροῦν νά ἐπαναληφθοῦν εἰς τό μυαλό μας αὐτόματα, ὅπως δηλαδή γίνεται μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ.
Νά ἀναφέρωμε καί τό ἑξῆς: Νομίζω δέν εἶναι ντροπή νά διδασκώμεθα καί ἀπό ἄλλα πράγματα, τά ὁποῖα βλέπομε εἰς τήν ζωή μας. Ὅπως ἀκριβῶς καί κάποιοι ἐργάτες, πού δουλεύουν ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ, ὅλη τήν ἡμέρα, χωρίς νά τό θέλουν πλέον, ἀπό συνήθεια, ἐπαναλαμβάνουν τούς στίχους ἑνός τραγουδιοῦ, ἤ λένε μία μελωδία καί αὐτή ἡ ἐπανάληψις, ὄχι μόνο δέν τούς κουράζει, ὄχι μόνο δέν εἶναι εἰς βάρος τῆς ἀποδόσεως εἰς τήν ἐργασία τους, ἀλλά τοὐναντίον τούς ξεκουράζει, τούς παρηγορεῖ, τούς δίνει νέα ὤθησι, δύναμι καί κουράγιο γιά τήν δουλειά τους. Καταλαβαίνετε, λίγο-πολύ, τί ἐννοοῦμε.
Καί, ἄν ἐπιμείνωμε ἀκόμα πιό πολύ, μέ τόν καιρό, καί δέν ἀποκάμωμε, δέν βαρεθοῦμε, δέν τά παρατήσωμε, ἐπιμείνωμε δηλαδή σ᾽ αὐτήν τήν προσευχή καί προσευχώμαστε γιά πολύ καιρό καί πολύ χρόνο τήν κάθε φορά καί ἐφαρμόζωμε ταυτόχρονα ὅλα τά προστάγματα τῆς Ἐκκλησίας μας - ἐπιμένομε σέ αὐτό - καί ἐάν εὐδοκήση ὁ καλός Θεός, τότε, ἴσως σέ μερικούς, δοθῆ πλέον τό χάρισμα τῆς καρδιακῆς προσευχῆς. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὅσοι τό λάβουν θά μποροῦν νά λέγουν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ πλέον μέ τήν καρδιά ἄκοπα, ἀβίαστα, χωρίς τήν παραμικρή ἀπό τήν πλευρά τους πλέον προσπάθεια.
Ξανατονίζομε, ὅτι δέν πρέπει νά κάνωμε ἐπιλεκτικά ὅ,τι μᾶς ἀρέσει, ὅσο μᾶς ἀρέσει καί ἄν μᾶς ἀρέση ἐπειδή θέλομε ὅλα νά τά κόβωμε στά δικά μας μέτρα καί σταθμά - αὐτό εἶναι ὀρθόδοξος προτεσταντισμός -, ἀλλά ἀπαραιτήτως πρέπει νά κάνωμε πλήρη ὑπακοή σέ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά προστάγματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Βέβαια, ἡ κατάστασις τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, κατά τήν ὁποία χωρίς πλέον καμμία ἀπολύτως βία καί προσπάθεια ἰδική μας αὐτόματα πηγάζει ἡ εὐχή μέσα ἀπό τήν καρδιά μας, εἶναι ἀναμφισβήτητα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνᾶμε,  ὅτι τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός τελικά μόνο στούς πραγματικούς Του ἀγωνιστάς, στά πνευματικά Του παλληκάρια. Διαφορετικά, ἄν δέν ἐγίνετο ἔτσι, θά ἦτο ἀδικία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού ἀσφαλῶς εἶναι πέρα γιά πέρα ἄτοπο.
Ὅσοι δέν ἔχουν ἐκ πείρας αἰσθανθῆ αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρομε, νά μή προσπαθοῦν, νά μή ''κουράζωνται'', δέν μποροῦν μέ τίποτε νά τό καταλάβουν στό βάθος, πῶς δηλαδή ἡ καρδιά, χωρίς πλέον καμμία ἀπολύτως βία, μπορεῖ αὐτόματα νά λέγη τά λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Καί αὐτό, ἐπειδή εἶναι ὄντως μυστήριο, προϊόν τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ προσευχή, ἄς μή γελιώμαστε, δέν μαθαίνεται οὔτε χαρίζεται παρά μόνο ἐκ πείρας μετά ἀπό προσωπικό μας ἀγῶνα. Ὅσο καί νά ἀκοῦμε, ὅσο καί νά μελετοῦμε, ἐάν δέν ἀγωνισθοῦμε σωστά, τότε μοιραῖα τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως, δέν θά ἐπιτύχωμε.
 Ἐμεῖς ἐδῶ κατά τήν μικρή δύναμί μας ἁπλῶς δίνομε κάποιες ἁπλές κατευθυντήριες γραμμές, μέ τήν βοήθεια τῶν ὁποίων προσπαθοῦμε, ὄχι ἀσφαλῶς νά διδάξωμε, ἀλλά νά σᾶς παρακινήσωμε, ὥστε εἰ δυνατόν ὅλοι μας νά γευθοῦμε καί νά γνωρίσωμε προσωπικά τά ἀνεξάντλητα μυστήρια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὁ καθένας μας καταλαβαίνει τελικά, ἀνάλογα μέ τήν δική του πνευματική κατάστασι. Ἔτσι, ἐπί παραδείγματι, ἄν κάποιος κάνη μάθημα γυμνασιακοῦ ἐπιπέδου σέ κάποιον ἀκροατή του πού εἶναι τοῦ Δημοτικοῦ, ὁ ἀκροατής, πού εἶναι τοῦ Δημοτικοῦ, δέν θά καταλάβη τίποτε περισσότερο παρά ὅσα εἶναι τοῦ Δημοτικοῦ, γιατί μόνο αὐτά κατέχει. Γι᾽ αὐτό, κι ἐμεῖς ἐδῶ δέν προσπαθοῦμε νά σᾶς μάθωμε αὐτήν τήν προσευχή, ἀλλά προσπαθοῦμε νά σᾶς δώσωμε ἁπλῶς τό ἔναυσμα γιά τήν προσευχή αὐτή.
Ὅπως, κατ᾽ ἀντιστοιχίαν καί κατ᾽ ἀναλογίαν, καί ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσο κι ἄν αὐτό πού θά ἀναφέρωμε μᾶς φανῆ παράξενο, δέν εἶναι αὐτή καθ᾽ ἑαυτή ἡ ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἴσως ἐσφαλμένα θεωροῦμε καί νομίζωμε. Ἀλλά, τί εἶναι; Εἶναι ἡ θεωρία περί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ ἀποκάλυψι τελικά εἶναι θέμα προσωπικό τοῦ καθενός. Εἶναι θέμα τῆς προσωπικῆς του πλέον πεντηκοστῆς.
Γιά νά γίνωμε ἀκόμη πιό σαφεῖς, ἐπί παραδείγματι, ὅταν λέγη στό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός, ὅτι ''Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου'', αὐτήν τήν φρᾶσι, ἀλλοιῶς τήν καταλαβαίνει ἕνας ἐντελῶς ἀμύητος, ἀλλοιῶς ἕνας ἀμφιταλαντευόμενος, ἀλλοιῶς ἕνας χλιαρός, ἀλλοιῶς ἕνας εὐσυνείδητος, ἀλλοιῶς ἕνας ἀγωνιστής, διαφορετικά ὅμως ἕνας ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί ἕνας ἅγιος Συμεών Νέος Θεολόγος.
Ἄς άναφέρωμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ὅταν ἐδιάβαζε ἕνας, μακαρίτης τώρα, καλός βέβαια κατά τά ἄλλα, καθηγητής Πανεπιστημίου παρακαλῶ, κομμάτια ἀπό τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, πού περιέγραφε τόν ἀπερίγραπτο θεῖο ἔρωτά του, ὄχι ἁπλῶς δέν καταλάβαινε τά λόγια τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, ἀλλά οὔτε κἄν ἐφαντάζετο, μέχρι ποῦ φθάνει τό ἄφθαστο μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μετάσχη στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλα αὐτά τά ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γραφόμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, δυστυχῶς, μοιραίως, τραγικώτατα, ποῦ τά ἀπέδιδε αὐτός ὁ καθηγητής; Τά ἀπέδιδε σέ ψυχολογικά προσωπικά φαινόμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅτι δηλαδή αὐτές οἱ ἐμπειρίες του ὠφείλοντο εἰς τήν ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἁγίου, εἰς τήν προσωπική του, θά λέγαμε, ψυχοσύνθεσι. Ἄν εἶναι δυνατόν! Ὦ τῆς συμφορᾶς! Ἄκουσον, ἄκουσον! Καί νά σκεφθῆτε, αὐτός ὁ καθηγητής ἦταν πέρα γιά πέρα ἀξιέπαινος στά ἄλλα θέματα. Εἶχε πάρα πολύ δηλαδή καλή διάθεσι, μέ πλούσιο, κατά τά ἄλλα, ἔργο. Σκεφθεῖτε λοιπόν νά διάβαζε, αὐτός ὁ καθηγητής, τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, στό σημεῖο ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Ἅγιος - βέβαια αὐτήν τήν στιγμή δέν τό θυμᾶμαι ἀκριβῶς -, πού λέγει περίπου τά ἑξῆς: Ὅτι στήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος ἐλέγχει τά λόγια του, ἐνῶ ὅταν ἁρπαγῆ στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, στήν θεωρία τοῦ θείου Φωτός, τότε παύουν τά λόγια καί οἱ στίχοι τῆς προσευχῆς, παύει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος νά προσεύχεται. Καί ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο δέν ἐλέγχει τά λόγια τῆς προσευχῆς, ἀλλά τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει ἐκεῖ ὅπου καί ὅπως καί ὅσον ἀποκλειστικῶς τόν ὁδηγεῖ τό θεῖο Φῶς. Ἀκριβῶς αὐτή ἡ ὑπέρ νοῦν ἄρρητος θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπερτέρα πάσης προσευχῆς. Διότι, εἰς τήν κατάστασι αὐτή, μετ᾽ ἐκπλήξεως θεωρεῖ ὁ ἀγωνιστής τόν ὄντως μόνον Ἀθεώρητον. Τότε ὁρᾶ ἀοράτως τόν μόνον ὄντως ἀόρατο Θεό.
Καί, στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφέρωμε ἕνα περιστατικό, ὅπου κάποιος θεόπτης ἀσκητής ἐφοβεῖτο δημόσια νά σηκώση τά χέρια του σέ στάσι προσευχῆς καί νά προσευχηθῆ στόν Θεό. Τί ἐφοβεῖτο νομίζετε; Ἐφοβεῖτο μή τυχόν καί ἁρπαγῆ, χωρίς ἐννοεῖται νά τό θέλη, στήν θέα τοῦ Θεοῦ, μήπως τόν ἐπισκεφθῆ ὁ Θεός καί οἱ ἄλλοι τόν βλέπουν ἐξωτερικά μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό, χωρίς φυσικά ἐκεῖνος, στήν κατάστασι αὐτή τῆς ἁρπαγῆς, τῆς θείας μεθέξεως, νά μπορῆ να ἔχη ἐπαφή μέ τόν περιβάλλοντα γύρω του χῶρο... Αὐτό θά πῆ ''Ὀρθοδοξία''! Ἐμπειρία ἀκτίστου Φωτός.
Ἀλλά, ἄς ἀναφέρωμε καί κάτι τό ἀντίστροφο. Κάποτε εἶπαν στόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο γιά κάποιον ὁμιλητή, πού ἔλεγε γιά τό θεῖο Φῶς, πόσο ὡραῖο εἶναι καί πόσο ὡραῖα τά ἀνέφερε. Καί ἀπήντησε μέ πόνο ὁ μακαριστός Γέροντας καί εἶπε: «Ὡραῖα τά εἶπε ὁ ὁμιλητής. Δέν ἀμφιβάλλω. Ἀλλά τελικά μίλησε γι᾽ αὐτά πού δέν εἶδε, γι᾽ αὐτά πού δέν γνώριζε ὁ ἴδιος, ἐκ πείρας».
Σκεφθεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἕναν πανέξυπνο, ἱκανώτατο, τυφλό ὅμως ἐκ γενετῆς, νά ἔχη σπουδάσει τά πάντα περί τοῦ αἰσθητοῦ φωτός, νά ξέρη ὅλες τίς θεωρίες, τούς κανόνες καί τούς νόμους πού διέπουν τό φῶς, νά μᾶς τά ἐξηγῆ ὅλα αὐτά θαυμάσια καί στό τέλος νά τοῦ κάνη κάποιος ἀκροατής του τήν ἑξῆς ἐρώτησι: ''Ὅλα καλά, κύριε ὁμιλητά, ὅλα τέλεια τά ἀνεπτύξατε, ἀλλά πῆτε μας, ἔχετε δεῖ, ἐσεῖς, ποτέ τό φῶς, προσωπικά;'' Καί ἐκεῖνος θά ἀναγκασθῆ νά πῆ: ''Ἀλλοίμονό μου, δέν τό ἔχω δεῖ ποτέ μου. Δέν ἔχω αὐτήν τήν ἐμπειρία τοῦ φωτός, γιατί ἁπλούστατα εἶμαι τυφλός ἐκ γενετῆς''.
Ὅλα αὐτά τά ἀναφέραμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἄν ὄχι γιά νά τά μιμηθοῦμε,  -πού θά ἔπρεπε, μετά διακρίσεως -, ἀλλά πρωτίστως γιά νά ταπεινωθοῦμε βαθειά μέσα μας καί νά μή νομίζωμε ὅτι κάτι εἴμαστε, ὅτι κάπου φθάσαμε πνευματικά, καί νά μή τρέφωμε προσωπικές αὐταπάτες, οἱ ὁποῖες μᾶς ἀποπλανοῦν ἀπό τόν δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Γιατί, γι᾽ αὐτό ἦλθε ὁ Χριστός στήν γῆ, γιά νά μᾶς κάνη, ἀπό ἐδῶ καί τώρα, μετόχους τῆς θείας Χάριτός Του. Δέν ἦλθε ὁ Χριστός ἁπλῶς γιά νά γίνωμε λίγο πιό καλοί ἄνθρωποι ἐξωτερικά, εὐσεβιστικά.
Σέ αὐτήν λοιπόν τήν μακαρία κατάστασι τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, ἡ καρδιά, ἀπό μόνη της, λέγει, ἀνερμηνεύτως, ἀνεξηγήτως, τήν εὐχή, παντοῦ καί πάντοτε, εἴτε ὁ ἄνθρωπος κάνει κάποια χειρονακτική ἐργασία, εἴτε ἀκόμη-ἀκόμη καί ἄν κάνη κάποια διανοητική ἐργασία. Ἐπί παραδείγματι, εἴτε κανείς περπατάει, εἴτε μιλάει, εἴτε ἀκόμη καί ὅταν κοιμᾶται, καί ὅταν ἐργάζεται, ἀκόμη καί ὅταν κάνη κάποια πρᾶξι ἀριθμητικῆς, ἤ, τέλος πάντων, κάποια ἐργασία ἡ ὁποία χρειάζεται ἐντεταμένη τήν προσοχή μας, παρ᾽ ὅλα αὐτά, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐάν φυσικά ἔχη τήν καρδιακή προσευχή παγιωμένη μέσα του, μπορεῖ, παράλληλα μέ παντός εἴδους ἐργασίες, νά λέγη καί αὐτήν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, κατά τρόπο πάντα, τό τονίζομε, ἀνεξήγητο.
Ἄλλωστε, αὐτήν τήν μακαρία ὄντως κατάστασι ὑπαινίσσεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέγη τό ''ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε'' (Α´ Θεσ. 5, 17) καί τό ὁποῖο μᾶς δίνει ὡς ἐντολή ἤ, ὅπως ἀναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη, ''ἐγώ καθεύδω, ἀλλ᾽ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ'' (Ἆσμα Ἀσμάτων 5, 2). Οὐσιαστικά λοιπόν αὐτήν τήν κατάστασι τῆς καρδιακῆς προσευχῆς ὑπαινίσσεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν ἐντέλλεται σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς Χριστιανούς καί ὄχι μόνο στούς μοναχούς.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιά σήμερα.


Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος,
Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999


10

Η εξομολόγηση ως συμφιλίωση

Η εξομολόγηση ως συμφιλίωση
Όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο με πρόσωπο προς ένα φίλο. Δεν πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει κανείς. Ας πολεμήσουμε τον φόβο που μας διακατέχει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί.
Ερχόμαστε στον Ένα της Τριάδος που, όντας Θεός, επέλεξε από αγάπη για μας να γίνει Άνθρωπος, ν΄αναλάβει πάνω Του την ανθρώπινη φθορά και να δώσει τη ζωή Του για μας.
Η ζωή και ο θάνατος Του είναι η απόδειξη ότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη, ώστε να μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς δισταγμό, με την προσδοκία ότι σε κάθε περίπτωση θα αγκαλιάσει την αδυναμία μας, πέρα από ηθικές αξιολογήσεις.

Ας είσαστε βέβαιοι ότι εάν κάποιος πρόκειται να θρηνήσει για την αναξιότητα και την αμαρτία μας σε συμπόνια, έλεος, αγάπη δεν είναι παρά Εκείνος που θα ήταν πρόθυμος να σαρκωθεί και να πεθάνει έστω και για έναν μόνο αμαρτωλό, γιατί δεν μπορεί να υπομείνει των απώλεια κανενός.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο Χριστός στον οποίο προερχόμαστε κατά την εξομολόγηση. Προσδοκά την ίαση, την παραμυθία, την στήριξη μας – όχι την κρίση και καταδίκη μας.
Και τότε ποιος είναι ο ρόλος του ιερέως; Στην ευχή που διαβάζει ο κληρικός πριν το μυστήριο ονομάζεται «μάρτυρας».

Καλείται από τον Κύριο να παρευρίσκεται ενώπιον του αμαρτωλού, για να μαρτυρήσει το γεγονός της αγάπης του Χριστού για εκείνον, να βεβαιώσει ότι ο Κύριος είναι παρών και η μόνη επιθυμία και πρόθεση Του είναι η σωτηρία και η αιώνια ευφροσύνη του μετανοούντος. Επίσης, ο ιερέας παρευρίσκεται στο όνομα του αμαρτωλού, για να ικετεύσει και να μεσιτεύσει στον Κύριο για τη συμφιλίωση του ανθρώπου με την Εκκλησία.
Ας αλλάξουμε, λοιπόν, τον τρόπο της εξομολόγησης: ας διώξουμε τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης κι ας βρούμε το θάρρος να ελαφρώσουμε την καρδιά μας από κάθε αμφιβολία. Ο Χριστός δεν πρόκειται να μας αρνηθεί. Ίσως η εξομολόγηση μας να είναι για Εκείνον ένας νέος σταυρός, αλλά θα τον δεχθεί, αφού μας αγαπά πέρα από κάθε κρίση, μέχρι θανάτου:
Ο θάνατος του έγινε η δική μας ζωή – ζωή μέσα στο χρόνο και ζωή στην αιωνιότητα.

Η εξομολόγηση πριν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, παρόλο που εμείς φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μια τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.

Γιατί οι χριστιανοί παρασύρονται στις μαγείες;


 Διότι εξέλειπε απ’ αυτούς η πίστις και ο φόβος του Θεού· διότι σήμερα δεν προσεύχονται σχεδόν καθόλου, ώστε να εκπληρωθούν τα αιτήματά των με την προσευχή και να μη τρέχουν στις μα­γείες. Δεν διαβάζουν σήμερα την Αγία Γραφή για να ιδούν τι τιμω­ρίες περιμένουν τους ασχολουμένους μ' αυτά. Δεν πηγαίνουν τακτι­κά στην εκκλησία, δεν εξομολογούνται ούτε ακόμη στις τέσσερες μεγάλες νηστείες, δεν ζητούν στις ανάγκες των την συμβουλή και την ευχή του ιερέως. Επί πλέον τρέχουν πολλοί στις μαγείες διότι εξέχασαν τις υποσχέσεις που έδωσαν στον Χριστό, στο μυστήριο του Βαπτίσματος, όταν είπαν:«Αποτάσσομαι τω σατανά και πάσι τοις έργοις αυτού και πάση τη πομπή αυτού...». Άλλοι πηγαίνουν στους μάγους επειδή δεν εκπληρώθηκαν τα αιτήματά των στην Εκκλησία του Χριστού, ή διότι ελησμόνησαν τον θάνατο και την ημέρα της μελλούσης Κρίσεως του Χριστού. Γι' αυτό οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να τρέχουμε μόνο στον Θεό, μόνο στην Εκκλησία και τους ιερείς και όχι στον διάβολο και τους υπηρέτας του.
Ο ά­γιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάς συμβουλεύει, λέγοντας: «Σας παρακαλώ να είσθε καθαροί απ’ αυτές τις απάτες... και όταν θελή­σουν να πατήσουν το κατώφλι του σπιτιού σου (μάγοι) να λέγης πρώτα - πρώτα αυτό τον λόγο: «Σε αρνούμαι σατανά, με όλη την τι­μή και την συνοδεία σου και ενώνομαι με Σένα, Χριστέ!». Χωρίς αυ­τή την απόφασι ποτέ σου να μη εξέλθης από το σπίτι σου. Αυτή η πίστις σου να σου γίνη βακτηρία, αυτή να γίνη όπλο, αυτή φρουρός και προστάτης και συγχρόνως να κάνης το σημείο του σταυρού στο μέτωπο σου. Διότι, εάν μ' αυτό τον τρόπο καθοπλισθής από παντού, όχι μόνο άνθρωπος αλλά ούτε και διάβολος ακόμη δεν θα σε πλησίαση ούτε θα μπόρεση να σε βλάψη σε τίποτε» (Ένθ' ανωτέρω).
Πώς μπορούν οι χριστιανοί να λυτρωθούν από τους μάγους και κάθε είδους μαγείες που προέρχονται από τον διάβολο;
— Αυτός που πιστεύει ακράδαντα στον Θεό, προσεύχεται ακα­τάπαυστα και πηγαίνει τακτικά στην Εκκλησία δεν θα ζητήση ποτέ την βοήθεια του διαβόλου και των οργάνων του, οι οποίοι εχθρεύονται τον Θεό. Συνεπώς, όσοι έχουν πίστι ισχυρή στον Θεό να ζητούν πάντοτε την βοήθειά Του. Ενώ οι ολιγόπιστοι, που κάποτε εζήτησαν την βοήθεια των μάγων, εάν θέλουν να σωθούν, πρώτα να εξο­μολογηθούν αυτή την αμαρτία των και να δεχθούν το ανάλογο επιτίμιο. Κατόπιν να μην επικαλούνται πλέον τον σατανά σε βοήθεια σ' οποιαδήποτε ανάγκη και αν ευρίσκονται, αλλά μόνο στον Θεό. Να προσεύχωνται όσο το δυνατόν συχνότερα με δάκρυα από καρδίας και έτσι με την υπομονή και την πίστι των θα λυτρωθούν από τα μα­γικά έργα.

Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ 
«Πνευματικοί Λόγοι» 
Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη» 
Θεσσαλονίκη 1992

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...