Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 03, 2014

Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός (διαφοραί)

Γεώργιος Καψάνης
 (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)




Μετὰ τὴν ἀνάρρησι τοῦ νέου Πάπα, Βενεδίκτου ΙΣΤ´, στὸν θρόνο τῆς Ρώμης ἀναγγέλθηκε ἡ ἐπανέναρξις τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ εἶχε διακοπῆ λόγω τοῦ προβλήματος τῆς Οὐνίας τὸν Ἰούλιο τοῦ 2000. Ἔχουν γίνει διάφορες ἐκτιμήσεις γύρω ἀπὸ τὴν στάσι ποὺ θὰ κρατήσῃ ὁ νέος Ποντίφηκας ἀπέναντι στὰ σοβαρὰ θεολογικὰ προβλήματα ποὺ ὑπάρχουν καὶ δυσχεραίνουν τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκτιμήσεις, οἱ Ὀρθόδοξοι βλέπουμε τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ὡς ἐπιστροφὴ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν στὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν», ἀπὸ τὴν ὁποία παρεξέκλιναν μὲ τὰ αἱρετικὰ δόγματα τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἐξουσίας, τοῦ ἀλαθήτου, τοῦ Filioque, τῆς κτιστῆς Χάριτος καὶ ἄλλων.

Γιὰ νὰ συνειδητοποιηθῇ τί προσδοκοῦμε ἀπὸ τὸν Διάλογο, ποὺ φαίνεται πῶς θὰ ἀρχίση πάλι, δημοσιεύουμε μὲ κάποιες τροποποιήσεις ὁμιλία ποὺ εἴχαμε κάνει τὸ 1998, μὲ θέμα τὶς βασικὲς διαφορὲς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, σὲ ἐπαρχιακὴ πόλι κατόπιν προσκλήσεως τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, ἐπειδὴ εἶχαν παρουσιασθὴ κρούσματα προσηλυτισμοῦ εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν (*).

(*) Βλέπε περιοδ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ, Ἱ. Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου, τεῦχος 192, Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 1998, Χανιὰ Κρήτης.


 
*
* *
 

Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς πλουραλιστικῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ προσπάθεια προσεγγίσεως τῶν διαφόρων λαῶν καὶ πολιτισμῶν. Πρὸς τὴν κατεύθυνσι αὐτὴ κινούμενοι ἐκπρόσωποι τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν ἡ θρησκειῶν συνέρχονται κατὰ διαστήματα πρὸς διενέργειαν ἐπισήμων ἢ ἀνεπισήμων διαλόγων. Γιὰ νὰ γίνῃ δυνατὴ ἡ πραγματοποίησις τῶν διαλόγων αὐτῶν, ἐπιδιώκεται κατ᾿ ἀρχὴν ἡ ἐξεύρεσις κάποιων κοινῶν σημείων μεταξὺ τῶν διαλεγομένων μερῶν. Γι᾿ αὐτὸ στὴν παροῦσα ἱστορικὴ συγκυρία ἴσως νὰ θεωρηθῇ παράδοξη ἡ ἀπαρίθμησις τῶν διαφορῶν μεταξὺ τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου πίστεώς μας καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.

Ὅμως ἕνας ἐπιπόλαιος οἰκουμενισμός, ποὺ παραγνωρίζει τὶς διαφορές, ἀπομακρύνει ἀντὶ νὰ φέρῃ πλησιέστερα τὴν ἕνωσι. Γι᾿ αὐτὸν τὸν ἐπιπόλαιο οἰκουμενισμὸ γράφει ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε: «Δημιουργεῖται κάθε τόσο, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, ποὺ πιστεύει πῶς μπορεῖ μὲ τὴν συναισθηματική του θερμότητα νὰ ρευστοποίηση τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τὴν ξαναπλάση χωρὶς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα καὶ μία διπλωματικὴ συμβιβαστικὴ νοοτροπία, ποὺ νομίζει πῶς μπορεῖ νὰ συμφιλιώση μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις δογματικὲς θέσεις ἢ γενικώτερες καταστάσεις, ποὺ κρατοῦν τὶς ἐκκλησίες χωρισμένες. Οἱ δυὸ αὐτοὶ τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζεται -ἢ παραθεωρεῖται- ἡ πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ἐλαστικότητα ἢ κάποια σχετικοποίηση τῆς ἀξίας ποὺ ἀποδίδεται σ᾿ ὡρισμένα ἄρθρα πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ σχετικοποίηση αὐτὴ ἀντικαθρεφτίζει ἴσως τὴν πολὺ χαμηλὴ σημασία, ποὺ ὡρισμένες χριστιανικὲς ὁμάδες -στὸ σύνολό τους ἢ σ᾿ ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς κύκλους τους- δίνουν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἄρθρα τῆς πίστεως. Προτείνουν πάνω σ᾿ αὐτά, ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἢ διπλωματικὴ νοοτροπία, συναλλαγὲς καὶ συμβιβασμούς, ἀκριβῶς γιατὶ δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν μὲ αὐτὰ ποὺ προτείνουν. Οἱ συμβιβασμοὶ ὅμως αὐτοὶ παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο γιὰ Ἐκκλησίες, ὅπου τὰ ἀντίστοιχα ἄρθρα ἔχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμῆς. Γιὰ τὶς Ἐκκλησίες αὐτὲς παρόμοιες προτάσεις συναλλαγῆς καὶ συμβιβασμοῦ ἰσοδυναμοῦν μὲ ἀπροκάλυπτες ἐπιθέσεις» [1].

Ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος ποὺ πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὶς διαφορές. Ἡ διατήρησις σὲ κατάστασι ἐγρηγόρσεως τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῶν Ὀρθοδόξων.

Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ συγχύσεως, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοὺ συγκρητισμοῦ (ἀναμείξεως), προωθήσεως τῆς λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς». Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπηρεάζεται.

Πρόσφατα Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔγραφε ὅτι ἠμπορεῖ νὰ ἀνάψη κερὶ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅπως καὶ μπροστὰ στὸ ἄγαλμα μιᾶς ἀπὸ τὶς θεὲς τοῦ Ἰνδουισμοῦ.

Εἶναι ἐπιτακτικὸ ποιμαντικὸ καθῆκον τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ὁμολογοῦν τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι χωρὶς συμβιβασμούς, ὅταν διαλέγωνται μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν διδάσκουν στὸν Ὀρθόδοξο λαό, καὶ μάλιστα ἐκεῖ ποὺ αὐτὴ συγχέεται λόγω ἀγνοίας τῶν διαφορῶν μὲ τὰ ἄλλα δόγματα καὶ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Πολὺ περισσότερο νὰ τὴν διδάσκουν καὶ νὰ δείχνουν τὶς διαφορὲς σὲ περιοχὲς ὅπου ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἀσκεῖται προσηλυτισμός. Ἡ συμβουλὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας ἀντηχεῖ καὶ σήμερα: «Προσέχετε οὖν ἐαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» [2].

Ἂς ἐξετάσουμε τὶς σπουδαιότερες διαφορές.


α) Τὸ Κράτος τοῦ Βατικανοῦ

Βατικανὸ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ διοικητικοῦ μηχανισμοῦ-συστήματος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς-Παπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Παπικοῦ κράτους. Ὁ Πάπας εἶναι ἀρχηγὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ συγχρόνως ἀρχηγὸς τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ διαθέτει ὑπουργούς, οἰκονομία, παλαιότερα στρατὸ καὶ σήμερα ἀστυνομία, διπλωματία καὶ ὅ,τι ἄλλο συνιστᾷ ἕνα κράτος.

Γνωρίζουμε ὅλοι πόσοι αἱματηροὶ καὶ μακροχρόνιοι πόλεμοι ἔγιναν στὸ παρελθὸν ἀπὸ τοὺς Πάπες, καὶ μάλιστα κατὰ τὸν «περὶ περιβολῆς ἀγῶνα» ποὺ ἤρχισε ἐπὶ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Ζ´ τὸ 1075 καὶ διήρκεσε 200 ἔτη. Σκοπὸς τῶν πολέμων αὐτῶν ἦτο ἡ ἐξασφάλισις ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπέκτασις τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ. Καὶ σήμερα παρὰ τὴν ἐδαφική του σμίκρυνσι τὸ Βατικανὸ ἀναμιγνύεται ἐνεργῶς καὶ προωθεῖ λύσεις ὑπὲρ τῶν συμφερόντων του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πλήττονται ἄλλοι λαοὶ καὶ μάλιστα Ὀρθόδοξοι, ὅπως πρόσφατα στὸν πόλεμο Κροατῶν καὶ Μουσουλμάνων κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων Σέρβων.

Ὁ Πάπας στὶς διάφορες χῶρες ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὸν Νούντσιο, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς καὶ τὸ αὐτί του. Στὴν Ἀθῆνα ὑπάρχει ὁ Λατῖνος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ Οὐνίτης Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Νούντσιος. Τρεῖς ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα. Αὐτὲς οἱ παποκαισαρικὲς ἀξιώσεις συνοψίζονται χαρακτηριστικὰ σὲ ὅσα εἶπε ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ (1198-1216), ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς μεσαιωνικοὺς Πάπες, στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του: «Ὁ ἔχων τὴν νύμφην εἶναι ὁ νυμφίος. Ἀλλὰ ἡ νύμφη αὕτη (ἡ Ἐκκλησία) δὲν συνεζεύχθη μὲ κενὰς τὰς χεῖρας, ἀλλὰ προσέφερεν εἰς ἐμὲ ἀσύγκριτον πολύτιμον προῖκα, δηλονότι τὴν πληρότητα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν εὐρύτητα τῶν κοσμικῶν, τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ἀφθονίαν ἀμφοτέρων... Ὡς σύμβολον τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν μοὶ ἔδωσε τὸ Στέμμα, τὴν Μίτραν ὑπὲρ τῆς Ἱερωσύνης, τὸ Στέμμα διὰ τὴν βασιλείαν καὶ μὲ κατέστησεν ἀντιπρόσωπον Ἐκείνου εἰς τὸ ἔνδυμα καὶ τῷ μηρῷ τοῦ ὁποίου ἐγράφη: ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυρίων» [3]. Κατὰ τὴν δυτικὴ παράδοσι, ὁ αὐτοκράτορας ὤφειλε νὰ κρατᾷ τὸ χαλινάρι καὶ τὸν ἀναβολέα τοῦ παπικοῦ ἵππου στὶς ἐπίσημες συναντήσεις, καταδεικνύοντας ἔτσι τὴν ὑποταγή του στὸν Πάπα.

Ἡ συνύπαρξις στὸ ἴδιο πρόσωπο ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς ἀρχῆς εἶναι κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἀπαράδεκτη. Εἶναι γνωστὴ ἡ ρῆσις τοῦ Κυρίου· «Ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» [4]. Τὴν συνύπαρξι αὐτὴ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηρίζει «μῖξιν ἄμικτον καὶ τέρας ἀλλόκοτον» [5]. Εἶναι σημεῖο φοβέρας ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύγχυσις τῶν δυὸ ἐξουσιῶν, τῆς πνευματικῆς καὶ κοσμικῆς· τῶν δυὸ βασιλείων, τοῦ οὐρανίου καὶ τοῦ ἐπιγείου. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στὸν δεύτερο πειρασμὸ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν προσκύνηση, γιὰ νὰ τοῦ δώση τὴν ἐξουσία ὅλων τῶν βασιλείων τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος τότε τοῦ ἀπήντησε: «Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνω λατρεύσεις» [6]. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Μέγα Ἱεροεξεταστὴ τοῦ Ντοστογιέφσκι. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄμικτον μῖξιν ἐπηρεάζεται δυσμενῶς καὶ ἐκκοσμικεύεται ὅλος ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὴ ἢ διαφορά μας μὲ τὸ Βατικανὸ εἶναι σημαντικὴ καὶ θὰ πρέπει νὰ συζητηθῇ στὸν διεξαγόμενο διάλογο. Πῶς μπορεῖ ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ ἑνωθῇ μὲ Ἐκκλησία ποὺ εἶναι καὶ Κράτος;

Ἂς σημειωθῇ ἐδῶ ὅτι ἄλλο κρατικὴ ἐξουσία καὶ ἄλλο κατ᾿ οἰκονομίαν ἀνάληψις πρόσκαιρου ἐθναρχικὴς ἀποστολῆς πρὸς παρηγορίαν καὶ στηριγμὸν τῶν εἰς καθεστὼς δουλείας εὑρισκομένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἢ Ἐκκλησία μας πάντοτε σὲ δύσκολες ἱστορικὲς περιόδους δουλείας καὶ καταπιέσεως ἀνέθετε στὸν Πατριάρχη καὶ στοὺς ἐπισκόπους καθήκοντα Ἐθνάρχου. Ὁ Ἐθνάρχης ὅμως ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὸ ρόλο ἀπὸ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν πρόεδρο τῆς δημοκρατίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπωμισθῆ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. Ὁ Ἐθνάρχης εἶναι προστάτης τοῦ διωκομένου καὶ βασανιζομένου Ὀρθοδόξου λαοῦ. Εἶναι γενικῶς γνωστὸ πόσο σημαντικὴ ἀποστολὴ διεδραμάτισαν οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες ὡς Ἐθνάρχες, ὄχι μόνο τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ἀλλὰ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων πλήρωσαν τὸν ρόλο τους μὲ τὸ αἷμα τους, διότι ἐβασανίσθησαν καὶ ἐθανατώθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅπως λ. χ. ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ε´.

Ἂς ἔλθωμε τώρα καὶ στὶς ἄλλες θεολογικὲς διαφορές.


β) Τὸ Filioque

Πρόκειται γιὰ τὴν γνωστὴ προσθήκη «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» στὸ περὶ Ἁγίου Πνεύματος ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοὺς αὐτή, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Πρῶτος ὁ Μ. Φώτιος καὶ ἀκολούθως πολλοὶ μεγάλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἄλλοι ἐστηλίτευσαν μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα τὴν αἱρετικὴ αὐτὴ προσθήκη.

Γράφει ὁ Μέγας Φώτιος: «Ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν φησί, 'τὸ Πνεῦμα, ὁ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται'· οἱ δὲ τῆς καινῆς ταύτης δυσσεβείας πατέρες, 'τὸ Πνεῦμα, φησίν, ὁ παρὰ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται'. Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους παραγράφεται πατέρας, τὸν Μ. Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογίᾳ περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται» [7].

Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἢ προσθήκη αὕτη εἶναι ἀντιευαγγελική. Ὁ Κύριος ρητῶς λέγει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ Filioque θίγει τὸ ἴδιο τὸ Τριαδικὸ μυστήριο, γιατὶ εἰσάγει δυαρχία στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἐκλογικεύει τὸ ὑπέρλογο Μυστήριο, δηλαδὴ προσπαθεῖ νὰ τὸ προσέγγιση λογικὰ καὶ ὄχι διὰ τῆς πίστεως.

Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα λέγει ἐν προκειμένῳ ὁ Vl. Lossky: «Ἐὰν εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν (τὴν τοῦ Filioque) ἡ πίστις ἀναζητῇ τὴν νόησιν διὰ νὰ μεταθέση τὴν ἀποκάλυψιν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς φιλοσοφίας, ἐν τῇ δευτέρᾳ περιπτώσει (ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Τριαδολογία) ἡ νόησις ἀναζητεῖ τὰς πραγματικότητας τῆς πίστεως, διὰ νὰ μεταμορφωθῇ παραδιδομένη ἐπὶ μᾶλλον εἰς τὰ μυστήρια της ἀποκαλύψεως. Ἐπειδὴ τὸ δόγμα τῆς Τριάδος ἀντιπροσωπεύει τὴν οὐσίαν πάσης θεολογικῆς σκέψεως, ἀνερχόμενον ἐκ τῆς περιοχῆς, τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὠνόμαζον κατ᾿ ἐξοχὴν θεολογίαν, ἀντιλαμβάνεται τὶς ὅτι μία διαφορὰ ἐπὶ τοῦ οὐσιώδους τούτου σημείου, ὅσον ἀσήμαντος καὶ ἐὰν παρουσιασθὴ ἐκ πρώτης ὄψεως, ἔχει μίαν τόσο ἀποφασιστικὴν σημασίαν» [8]. Πρόκειται περὶ «ἑνὸς φιλοσοφικοῦ ἀνθρωπομορφισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινόν με τὸν θεοφανειακὸν ἀνθρωπομορφισμὸν τῆς Βίβλου». [9] «Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ Filioque ὁ Θεὸς τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἐπιστημόνων εἰσάγεται εἰς τοὺς κόλπους τοῦ ζῶντος Θεοῦ, λαμβάνει τὴν θέσιν τοῦ Deus abskonditus, ὅστις «ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Ἡ ἄγνωστος οὐσία τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέχεται χαρακτηρισμοὺς θετικούς. Γίνεται τὸ ἀντικείμενο μιᾶς φυσικῆς θεολογίας: Εἶναι εἰς «γενικὸς Θεός» ὁ ὁποῖος θὰ ἠδύνατο νὰ εἶναι ἐξ ἴσου ὁ Θεὸς τοῦ Descartes ἢ τοῦ Leibnitz καὶ ἀκόμη -τὶς εἶδε- πιθανόν, ἐν τινι μέτρω, ὁ Θεὸς τοῦ Βολταίρου καὶ τῶν ἀποχριστιανισθέντων θεϊστῶν τοῦ 18ου αἰῶνος» [10].

Ἀλλὰ καὶ ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁμιλῶν στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατὰ τὴν 1ην Ὀκτωβρίου 1997, ἔδειξε τὴν ἰδιαιτέρα σπουδαιότητα τῶν ἐπιπτώσεων τοῦ Filioque στὴν Ἐκκλησιολογία [11].

Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, γιατὶ κάποιοι Ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι ὑποστηρίζουν ὅτι Ἀνατολὴ καὶ Δύσις ἐξέφραζαν μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὴν ἴδια ἀποστολικὴ παράδοσι καὶ αὐτὴ δῆθεν εἶναι ἡ Φωτιανὴ παράδοσις. Μόνο με φοβερὴ παραποίησι τῆς Ἱστορίας ἠμπορεῖ νὰ διατυπώνωνται τέτοιες ἀπόψεις, καὶ μάλιστα νὰ ἀποδίδωνται στὸν Μέγα Φώτιο, τὸν κατ᾿ ἐξοχὴν ὁμολογητὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σθεναρῶς ἤλεγξε τὴν κακοδοξία τοῦ Filioque.


γ) Ἡ κτιστὴ Χάρις

Ὅταν τὸν 14ον αἰῶνα ὁ Δυτικὸς μοναχὸς Βαρλαὰμ ᾖλθε στὸ Βυζάντιο καὶ ἐκήρυττε κτιστὴν (δηλαδὴ κτίσμα) τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ Ὀρθόδοξοι διὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡμολόγησαν ἄκτιστον τὴν θείαν Χάριν.

Εἶναι σημαντικὴ καὶ αὐτὴ ἡ διαφορά.

Ἐὰν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτιστή, δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεώση τὸν ἄνθρωπο. Σκοπὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἐὰν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτιστή, δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἡ θέωσις ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ βελτίωσις. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Δυτικοὶ δὲν ὁμιλοῦν περὶ θεώσεως ὡς σκοποῦ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ περὶ ἠθικῆς τελειώσεως· ὅτι ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι, ὄχι ὅμως θεοὶ κατὰ χάριν. Κατὰ συνέπειαν ἡ Ἐκκλησία δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι κοινωνία θεώσεως, ἀλλὰ ἵδρυμα παρέχον στοὺς ἀνθρώπους τὴν δικαίωσι κατὰ ἕνα νομικίστικο καὶ δικανικὸ τρόπο διὰ μέσου τῆς κτιστῆς χάριτος. Σὲ τελικὴ δηλαδὴ ἀνάλυσι, καταλύεται ἡ ἰδία ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς πραγματικότης θεανθρωπίνης κοινωνίας.

Στὴν περίπτωσι αὐτὴ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὴν ἄκτιστο Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ κάποιον τρόπο «βρύσες», ποὺ ἀνοίγει ἢ Ἐκκλησία καὶ ρέει κτιστὴ χάρις, μὲ τὴν ὁποία περιμένουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὠφεληθοῦν καὶ νὰ δικαιωθοῦν νομικά. Ἔτσι καὶ τὰ Μυστήρια ἐκλαμβάνονται δικανικὰ καὶ ὄχι ἐκκλησιολογικά. Ἡ ἄσκησις ἐπίσης ἐκπίπτει σὲ ἠθικὴ γυμναστική. Ὁ ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάβη ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Δὲν θεᾶται τὸ ἄκτιστο, θαβώρειο Φῶς. Ἄρα μένει ἀπαράκλητος καὶ ἀνέραστος, κατὰ τὸν Μέγαν Παλαμᾶν, τοῦ θείου Φωτός. Δὲν μετέχει στὴν δόξα, τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ἡ θεολογία χωρὶς τὴν πεῖρα τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς γίνεται σχολαστικὴ καὶ διανοητική. Ὁ ἄνθρωπος μένει κλεισμένος στὴν σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ παρόντος κόσμου χωρὶς ἄνοιγμα καὶ πρόγευσι τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὶς μεγάλες Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος ἐπεκύρωσε τὴν διδασκαλία περὶ τῆς διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῶν ἀκτίστων Ἐνεργειῶν Του καὶ τοῦ ἀκτίστου Φωτός, καὶ κατέστησε αὐτὴν θεολογία της. Ἀνεκήρυξε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἀπλανῆ διδάσκαλο καὶ φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀνεθεμάτισε τοὺς μὴ δεχομένους τὴν διδασκαλία αὐτή. Οἱ παπικοὶ μέχρι σήμερα δὲν ἔχουν ἀποδεχθῆ τὴν διδασκαλία αὐτὴ καὶ ἀρκετοὶ πολεμοῦν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.

Εἶναι καὶ αὐτὴ σημαντικὴ διαφορά, ποὺ δὲν ἔχει συζητηθῆ στὸν θεολογικὸ διάλογο καὶ ἐπιβάλλεται νὰ συζητηθῆ. Γιατί, ἐὰν ὀψὲ πότε γίνῃ ἕνωσις, ἠμποροῦμε ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε σὲ ἄκτιστο Χάρι καὶ αὐτοὶ σὲ κτιστῆ; Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πρὸς τοὺς Πνευματομάχους: «Εἰ μὴ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, θεωθήτω πρώτον, καὶ οὕτω θεούτω μὲ τὸν ὁμότιμον» [12].

Ἀκράδαντος πίστις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἡ θεία Χάρις εἶναι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὀρᾶται μυστικῶς καὶ ἀπορρήτως ἀπὸ τοὺς τελείους καὶ ἁγίους ὡς ἄκτιστον Φῶς, ὡς θαβώρειον Φῶς. Αὕτη εἶναι ἢ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ἐβίωσαν οἱ Ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

Κατὰ τὸν ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό, «Καὶ ἡμεῖς μέν, τῆς ἀκτίστου καὶ Θείας φύσεως ἄκτιστον καὶ τὴν θέλησιν καὶ τὴν ἐνέργειαν εἶναι φαμεν, κατὰ τοὺς Πατέρας· οὗτοι δὲ (οἱ λατινίζοντες) μετὰ τῶν Λατίνων καὶ τοῦ Θωμά, τὴν μὲν θέλησιν ταυτὸν τὴ οὐσία, τὴν δὲ θείαν ἐνέργειαν κτιστὴν εἶναι λέγουσι, κἂν τὲ θεότης ὀνομάζοιτο, κἄν τε θεῖον καὶ ἄϋλον φῶς, κἂν τὲ Πνεῦμα ἅγιον, κἂν τὲ τί τοιοῦτον ἕτερον· καὶ οὕτω κτιστὴν θεότητα καὶ κτιστὸν θεῖον φῶς καὶ κτιστὸν Πνεῦμα ἅγιον τὰ πονηρὰ πρεσβεύουσι κτίσματα» [13].

Παραδείγματα καὶ προσωπικὲς μαρτυρίες συγχρόνων ἁγίων γερόντων, ὅπως οἱ μακαριστοὶ γέροντες Σωφρόνιος καὶ Παίσιος, ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ὁ μακαριστὸς μάλιστα γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ἁγιορείτης καὶ ἱδρυτὴς τῆς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς στὰ σπουδαῖα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἔγραψε καὶ μᾶς ἄφησε ὡς παρακαταθήκη ἀπὸ ἀγάπη [14].


δ) Πρωτεῖον ἐξουσίας, ἀλάθητο

Μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Filioque, περί της «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», εἰσάγεται δυαρχία στὴν Ἁγία Τριάδα, ποὺ συνιστᾷ διθεΐα [15], καὶ ὑποτιμᾶται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα [16]. Ἡ ὑποτίμησις αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δημιούργησε ἕνα σοβαρὸ κενὸ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔπρεπε κάποιος νὰ ἀναπληρώση. Αὐτὸ θέλησε νὰ τὸ κάνῃ ἕνας ἄνθρωπος, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Πάπας. Ἔτσι τὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀλάθητό της Ἐκκλησίας μεταβιβάζεται σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο «ἀλάθητο» καὶ ἐξουσιαστὴ ὅλης της Ἐκκλησίας.

Γιὰ νὰ μὴ ἀδικήσουμε τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, παραθέτουμε στὴν συνέχεια χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας», ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανείου Συνόδου, τῆς κατὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς 20ῆς οἰκουμενικῆς [17]:

«Ἀλλὰ ὁ Σύλλογος, ἢ τὸ Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, δὲν ἔχει ἐξουσία, ἂν δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, τὸν διάδοχό του Πέτρου καὶ Κεφαλὴ τοῦ Συλλόγου, διότι παραμένει ἀκέραιη ἡ ἐξουσία τοῦ Πρωτείου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς πιστούς. Πραγματικά, ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης μὲ τὸ ἀξίωμά του ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιμένα ὅλης της Ἐκκλησίας, ἔχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε ἐλεύθερα νὰ ἐξασκεῖ... Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης, σὰν διάδοχος τὸν Πέτρου, εἶναι ἡ διαρκὴς καὶ ὁρατὴ Ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας, τόσο τῶν Ἐπισκόπων, ὅσο καὶ τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν» [18].

Παραθέτουμε σχετικὰ ἀποσπάσματα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη «Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας»:

«Ἡ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... εἶναι ἐκείνη, τὴ διαποίμανση τῆς ὁποίας ὁ Σωτῆρας μας, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀνέθεσε στὸν Ἀπόστολο Πέτρο (βλ. Ἰω. 21, 17), κι ἐμπιστεύθηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους τὴ διάδοση καὶ τὴ διακυβέρνησή της... Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει συσταθεῖ καὶ ὀργανωθεῖ σὰν κοινωνία μέσα στὸν κόσμο, ἐνυπάρχει στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ διοικεῖται ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ βρίσκονται σὲ κοινωνία μαζί του» [19]. «Ὁ σύλλογος τῶν ἐπίσκοπων ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πάνω σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία μὲ ἐπίσημο τρόπο τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο». «Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἂν δὲν ἐπικυρωθεῖ, ἢ τουλάχιστον ἂν δὲν γίνει δεκτή, ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Πέτρου» [20]. «Αὐτὸ τὸ ἀλάθητο ἔχει ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, κεφαλὴ τοῦ συλλόγου τῶν ἐπισκόπων, χάρη στὸ ἀξίωμά του, ὅταν, σὰν πρῶτος ποιμένας καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν πιστῶν, ποὺ στηρίζει στὴν πίστη τοὺς ἀδελφούς του, διακηρύσσει μὲ ὁριστικὴ πράξη μία διδασκαλία σχετική με τὴν πίστη καὶ τὴν ἠθική..» [21]. «[...] Γιὰ τὴν κανονικὴ χειροτονία ἑνὸς ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται σήμερα εἰδικὴ ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, λόγω τῆς ἰδιότητάς του νὰ εἶναι ὑπέρτατος ὁρατὸς σύνδεσμος τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μέσα στὴ μία Ἐκκλησία καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴν ἐλευθερία τους» [22].

Εἶναι ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Πάπας σὲ ἐπίσημα κείμενα δὲν ὑπογράφει ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἀλλὰ ἢ ὡς Ἐπίσκοπός της καθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομά του, π.χ. Ἰωάννης-Παῦλος Β´ [23]. Προφανῶς θεωρεῖ τὸν ἐαυτόν του ὡς Ὑπερεπίσκοπον ἡ ὡς Ἐπίσκοπον τῶν Ἐπισκόπων.

Τὸ δόγμα τοῦ «ἀλαθήτου» ἀναγνωρίσθηκε καὶ τονίσθηκε περισσότερο ἀπὸ τὴν Β´ Βατικάνειο Σύνοδο: «Λυτὴ ἡ θρησκευτικὴ ὑποταγὴ (submission) τῆς θελήσεως καὶ τοῦ νοῦ πρέπει νὰ δεικνύεται κατὰ ἕναν εἰδικὸ τρόπο στὴν αὐθεντικὴ διδακτικὴ ἐξουσία τοῦ Ρωμαίου Ποντίφηκος, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν ὁμιλῇ ex cathedra» [24].

Δηλώνεται μὲ τὰ παραπάνω ὅτι τὸ ἀλάθητο ἐπεκτάθηκε σὲ κάθε ἀπόφασι τοῦ Πάπα. Δηλαδή, ἐνῷ μὲ τὴν Α´ Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οἱ ἀπὸ καθέδρας καὶ μὲ τὴν χρῆσι τοῦ ὄρου definimus (ὁρίζομεν) ἀποφάσεις τοῦ Πάπα ἦσαν ἀλάθητοι, ἡ Β´ Βατικάνειος Σύνοδος ἀποφάνθηκε, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος ὄχι μόνον ὅταν ἀποφαίνεται ἐπισήμως ὡς Πάπας ἀλλὰ ὁσάκις ἀποφαίνεται. Εἶναι ἀκόμη φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, ὅτι ἢ οἰκουμενικὴ συνοδὸς γίνεται ἕνα συμβουλευτικὸ σωματεῖο τῶν Πάπων. Τὸ ἀλάθητο στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει στὴν οἰκουμενικὴ συνοδό, ἀλλὰ στὸν Πάπα. Ποιὸς ὅμως ἀνεκήρυξε τὸν Πάπα ἀλάθητο; Ἡ λαθητὴ σύνοδος;

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ συνοδικὴ ἀρχή, ἡ παραδοθεῖσα ἀπὸ τοὺς ἅγιους Ἀποστόλους, ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν παποκεντρικὴ ἀρχή. Ὁ «ἀλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο καὶ πηγὴ ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὴν διατηρῇ σὲ ἑνότητα. Ἔτσι παραμερίζεται καὶ ὑποβαθμίζεται ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀκόμη μὲ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἀλαθήτου ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα περιορίζεται ἢ ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἱστορία καὶ καθίσταται ἐγκοσμιοκρατική.

Οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ βαθειὰ λύπη, ἂν μὴ καὶ μὲ ἱερὰ ἀγανάκτησι, διαβάζουμε τὶς ἀνωτέρω ἀποφάσεις. Τὶς θεωροῦμε βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι κατανοοῦμε τὸν αὐστηρὸ ἀλλὰ καὶ φιλάνθρωπο λόγο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Πάπα» [25].

Παρόμοια αὐστηρὴ γλῶσσα μὲ αὐτὴν τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς χρησιμοποίησε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Στὶς παπικὲς ἀξιώσεις γιὰ τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ ἀλάθητο οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέτασσαν πάντοτε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία:

Κατὰ τὸν Μητροφάνη Κριτόπουλο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας: «Οὐδέποτε ἠκούσθη ἄνθρωπον θνητὸν καὶ μυρίαις ἁμαρτίαις ἔνοχον κεφαλὴν λέγεσθαι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος γὰρ ἄνθρωπος ὧν θανάτω ὑπόκειται. Ἐν ὄσῳ δὲ ἄλλος ἐκλεχθῇ εἰς διαδοχὴν ἐκείνου, ἀνάγκη ἐν τοσούτῳ τὴν Ἐκκλησίαν ἀκέφαλον εἶναι. Ἀλλ᾿ ὥσπερ σῶμα δίχα κεφαλῆς οὐδ᾿ ἐν ριπῇ γοῦν στήναι δυνατόν, οὕτω τὴν Ἐκκλησίαν δίχα τῆς προσηκούσης αὐτὴ κεφαλῆς μείναι κἂν βραχεῖ ἀδύνατον. Τοιγαροῦν ἀθανάτου κεφαλῆς χρεία τὴ Ἐκκλησία, ἵνα πάντοτε ζῶσα καὶ ἐνεργῇς ἡ, καθάπερ καὶ ἡ κεφαλή...Ἔστι δὲ τοιαύτη κεφαλὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅς ἐστι ἡ κεφαλὴ πάντων, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογεῖται...» [26].

Κατὰ δὲ τὸν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, στὴν γνωστὴ «Ὁμολογία» του ἐπὶ Τουρκοκρατίας (1672): «Τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας (ἀναφέρεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ἐπειδὴ θνητὸς ἄνθρωπος καθόλου καὶ ἀϊδιος κεφαλὴ εἶναι οὗ δύναται, αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐστι κεφαλὴ καὶ αὐτὸς τοὺς οἴακας ἔχων ἐν τῇ τῆς Ἐκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεῖ (αὐτήν) διὰ τῶν ἁγίων πατέρων» [27].

Τὸ 1895 ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπὶ Πατριάρχου Ἀνθίμου Ζ´, ἐξέδωσε μία ἐξαιρετικῆς σπουδαιότητος ἐγκύκλιο πρὸς τὸν ἱερὸν κλῆρον καὶ τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ἀπάντησιν ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΓ´, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ἡγεμόνας καὶ τοὺς λαοὺς τῆς οἰκουμένης καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τοὺς προσκαλοῦσε νὰ προσέλθουν στὴν παπικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀναγνωρίσουν τὸ ἀλάθητο, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὴν παγκόσμιο ἐξουσία τοῦ Πάπα ἐφ᾿ ὅλης της Ἐκκλησίας. Παραθέτουμε ἀπόσπασμα:

«Ἡ ὀρθόδοξος ἀνατολικὴ καὶ καθολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐκτὸς τοῦ ἀφράστως ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, οὐδένα ἄλλον γινώσκει ἀλάθητον ἐπὶ γῆς ὑπάρξαντα· καὶ αὐτὸς ὁ ἀπόστολος Πέτρος, οὗτινος διάδοχος οἴεται εἶναι ὁ πάπας, τρὶς ἠρνήθη τὸν Κύριον, καὶ ἠλέγχθη δὶς ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὡς μὴ ὀρθοποδῶν πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου» [28]. [...] Ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν εὐαγγελικὴν πίστιν ἀνόθευτον, «ἡ νῦν Ρωμαϊκὴ ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τὲ Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὄρων τῶν ἁγίων Συνόδων διὸ καὶ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾿ ὅσον ἂν ἐμμείνη ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς. «Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος», λέγει καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς «εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» [29].

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἀπαντήσω σὲ κάποια πιθανὴ ἔνστασι.

Τελευταῖα ὁ Πάπας καὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι ὁμιλοῦν πότε-πότε εὐφήμως γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας καὶ προβαίνουν σὲ κάποιες φιλορθόδοξες ἐκδηλώσεις. Μήπως κάτι ἄλλαξε, ποὺ δικαιολογεῖ καὶ τὴν ἐκ μέρους ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλαγὴ στάσεως ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ;

Ὑπάρχουν πράγματι μεμονωμένα πρόσωπα Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ μὲ εἰλικρίνεια ἐκφράζουν φιλορθόδοξες θέσεις.

Ἡ ἐπίσημη γραμμὴ καὶ πολιτική του Βατικανοῦ ὡστόσο εἶναι διαφορετική. Τὸ Βατικανὸ χρησιμοποιεῖ διγλωσσία. Ὅταν ἀπευθύνεται σὲ ἐμᾶς χρησιμοποιεῖ ἐκφράσεις ἀγάπης. Ἄλλοτε, καὶ κυρίως ὅταν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, χρησιμοποιεῖ τὶς παλαιὲς γνωστὲς σκληρὲς θέσεις του. Ἐπίσης δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε, ὅτι κάθε φιλορθόδοξη δήλωσι δὲν ἀναφέρεται ὁπωσδήποτε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀλλὰ γενικὰ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ γιὰ πολλοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ταυτίζεται μὲ τὶς οὐνιτικὲς κοινότητες.

Παραπέμπουμε σὲ κείμενο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ τῆς Καινῆς Διαθήκης τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἰωάννου Παναγοπούλου, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἠμπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἀντί-οἰκουμενιστής, ὁ ὁποῖος σχολιάζοντας τὴν ἐγκύκλιο μὲ θέμα τὴν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἀπηύθυνε τὴν 25η Μαΐου 1995 ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β´ πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἀναφέρει:

«[...] Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ἡ ἐγκύκλιος) ἰδιαίτερα ἀφιερώνει ἀρκετὲς παραγράφους (50-61). Ἐνῷ ὡς πρὸς τὶς ἄλλες χριστιανικὲς κοινότητες ἀποδέχεται, ὅτι διατηροῦν ὡρισμένα γνήσια στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ ἁγιότητος (10-13), ἀντίθετα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ἀδελφὴ Ἐκκλησία, ὁ ἄλλος «πνεύμονας» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (54), ἡ ὁποία ὡστόσο βρίσκεται χωρισμένη ἀπὸ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ἀναγνωρίζονται ἐπίσης εὐθέως ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ τὰ Μυστήρια της καὶ τιμᾶται εἰλικρινὰ ὁ πνευματικὸς καὶ λειτουργικὸς πλοῦτος της. Ὡστόσο, παρὰ τὴν παραχώρηση αὐτή, ὑπονοεῖται σαφῶς, ὅτι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν κατέχει τὴν πλήρη χριστιανικὴ ἀλήθεια, ὅπως καὶ οἱ προτεσταντικὲς ὁμολογίες, ὅσο χρόνο δὲν εἰσέρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Ἕδρα. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νὰ ἐμφανίζεται καὶ πάλι ὡς πηγή, ἐσχάτη αὐθεντία καὶ κριτὴς τῆς ἐκκλησιαστικότητος ὅλων τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων. [...] Ἡ Ἐγκύκλιος ἐπανέρχεται μὲ ἀδιαλλαξία καὶ ἀκαμψία στὶς διακηρύξεις τοῦ Διατάγματος περὶ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου. Ἡ βασική της ἀρχὴ εἶναι: «Ἢ κοινωνία ὅλων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης: ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν ἑνότητα». Τὸ πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης εἶναι θεμελιωμένο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ κατανοεῖται ὡς ἐπαγρύπνηση («ἐπισκοπὴ») πάνω στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, στὴ μετάδοση τῆς πίστεως, στὴ μυστηριακὴ καὶ λειτουργικὴ ἱεροτελεστία, στὴν ἱεραποστολή, στὴν κανονικὴ τάξη καὶ στὴν χριστιανικὴ ζωὴ γενικά. Μόνον ἢ κοινωνία μὲ τοὺς διαδόχους του Πέτρου ἐγγυᾶται τὴν πληρότητα τῆς μῖας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Κάθε συζήτηση γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα προϋποθέτει τὴν ἄνευ ὅρων ἀποδοχὴ τοῦ Παπικοῦ πρωτείου, τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἵδρυσε «ὡς παντοτεινὴ καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιο ἑνότητας». [...] Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πλήρη ἀπογοήτευσή μας ὡς πρὸς τὴν νέα αὐτὴ Ἐγκύκλιο τοῦ Πάπα. Διότι ἡ παραδοσιακὴ αὐτὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἑνότητας ἀποτέλεσε ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα τὴν πέτρα τοῦ σκανδάλου καὶ παρὰ τὶς θεολογικὲς συζητήσεις 1500 χρόνων δὲν καταλήξαμε σὲ κανένα θετικὸ ἀποτέλεσμα καὶ οὔτε φυσικὰ πρόκειται νὰ καταλήξουμε ἐφόσον ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπιμένει ἀδιάλλακτα στὴν ἀξίωση τοῦ παπικοῦ πρωτείου. [...] Εἶναι συνεπῶς ἀσυγχώρητη ἀφέλεια, ἂν Ἰσχυριζόταν κανείς, ὅτι ἢ νέα παπικὴ Ἐγκύκλιος ἀφήνει ἀνοικτὸ τὸ ζήτημα τοῦ πρωτείου. Ἡ μόνη καινοτομία τῆς στὸ ζήτημα, τοῦτο εἶναι ἡ παραπομπή του στοὺς ἄλλους καὶ ἡ ἀπαίτηση μὲ διπλωματικὸ τρόπο νὰ ἐπιδείξουν ὅλοι «αὐθεντικὸ ἡρωισμό» καὶ «θυσία ἑνότητος»» [30].

Ἡ στάσις αὐτὴ τοῦ Βατικανοῦ καὶ κυρίως ἡ ἀνορθόδοξος δρᾶσις τῆς Οὐνίας ἀνάγκασε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ διακόψῃ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Παναγιώτατος ἐδήλωσε πρὸ ὀλίγων μηνῶν σὲ Αὐστριακοὺς δημοσιογράφους, ὅτι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν συμφωνίαν τοῦ Balamand πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.

Μεταξὺ τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν καὶ ἄλλες διαφορὲς [31], ὅπως εἶναι ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς Παναγίας μας, τὴν ὁποία ὀνομάζουν Μαριολογία. Διακηρύσσοντας ὡς δόγμα τὴν ἄσπιλο σύλληψι τῆς Παναγίας, δὲν κατανοοῦν ὅτι μὲ αὐτὸ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γεγονὸς ποὺ ἔχει σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα: Ἐὰν ἡ Παρθένος ἔφερε ἄλλη φύσι, τότε ὁ Κύριος προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρωπινὴ φύσι ἐξ Αὐτῆς ἐθέωσε ἄλλην φύσι καὶ ὄχι τὴν κοινὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ὅλες αὐτὲς οἱ διαφορὲς ἔχουν ὡς κοινὸ παρονομαστὴ τὸν ἀνθρωποκεντρισμό. Γέννημα τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ εἶναι τὸ δικανικὸ καὶ νομικίστικο πνεῦμα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, τὸ ὁποῖο φαίνεται στὸ Κανονικὸ Δίκαιο καὶ σὲ πάρα πολλοὺς θεσμοὺς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.

Ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὰ ἀνωτέρω εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γίνεται τὸ μυστήριό της Ἐξομολογήσεως. Ὁ πνευματικὸς καὶ ὁ ἐξομολογούμενος μπαίνουν σὲ δυὸ θαλαμίσκους, χωρὶς νὰ βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, καὶ ἐκεῖ διεξάγεται ἕνα εἶδος «δίκης», κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἐξομολογούμενος ἀπαριθμεῖ τὶς ἁμαρτίες του καὶ λαμβάνει τὸ ἐπιτίμιο ποὺ ὁρίζουν οἱ κανόνες τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ μυστήριο αὐτὸ κατανοεῖται μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο: Ὑπάρχει μία ἄμεση προσωπικὴ σχέσις μεταξὺ πνευματικοῦ καὶ ἐξομολογουμένου, στὴν ὁποία ὁ πνευματικὸς εἶναι ὁ πατέρας καὶ ὁ ἐξομολογούμενος τὸ πνευματικὸ παιδί, ποὺ πηγαίνει νὰ ἀνοίξῃ τὴν καρδιά του, νὰ πῇ τὸν πόνο του, τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ λάβῃ τὴν δέουσα πνευματικὴ θεραπεία.

Ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ἀκόμη καὶ στὶς συνεχεῖς καινοτομίες της. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκαινοτόμητος, δὲν προσέθεσε τίποτε σὲ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε ὁ Κύριος μας καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολική, καὶ αὐτὸ ἐκφράζεται στὴν ζωὴ καὶ στοὺς θεσμούς της, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπολύτως εὐαγγελικοὶ καὶ ἀποστολικοί.

Ὅλα τὰ ὀρθόδοξα εἶναι θεανθρωποκεντρικά. Ἀντιθέτως ὅλα τὰ δυτικά, εἴτε παπικὰ εἴτε προτεσταντικά, ἔχουν δεχθῆ λίγο ὡς πολὺ τὴν ἐπίδρασι τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μακαριστὸς Ρῶσος θεολόγος καὶ φιλόσοφος Κομιακὼφ ἔλεγε ὅτι παπισμὸς καὶ προτεσταντισμὸς εἶναι δυὸ ἀντίθετες ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔγραφε χαρακτηριστικά, συγκρίνοντας τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία μὲ τὸν Προτεσταντισμό: «Μόνη δὲ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δυὸ αὐτῶν συστημάτων εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἐν μὲν τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία τὸ ἄτομον, ἤτοι ὁ Πάπας, συγκεντροὶ περὶ ἑαυτὸν πολλὰ βωβὰ καὶ ἀνελεύθερα πρόσωπα συμμορφούμενα ἑκάστοτε πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ φρονήματα τοῦ ἐπικαθημένου ἀτόμου. Ἐν δὲ τῷ Προτεσταντισμῷ ἡ Ἐκκλησία συνεκεντρώθη περὶ τὸ ἄτομον. Ὅθεν ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἄτομον καὶ οὐδὲν πλέον. Ἀλλὰ τὶς δύναται νὰ ἐγγυηθῇ ἡμῖν περὶ τῆς ὁμοφροσύνης ὅλων τῶν Παπῶν; Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὀρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν, ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὀρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὖτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας; ὁποία διαφορὰ τῶν ἀρχόντων; Ἴσως ἐν μὲν τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τὴ Δυτικὴ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἐν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε ἕτερον» [32]. Ἡ οὐσία εἶναι αὐτή, δηλαδὴ ἡ ἀτομοκρατία. Στὸν μὲν Παπισμὸ ἡ ἀτομοκρατία τοῦ Πάπα, στὸν δὲ Προτεσταντισμὸ ἡ ἀτομοκρατία τοῦ κάθε Προτεστάντη, ὅπου ὁ κάθε ἕνας εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας.

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν θεανθρωποκεντρικότητα μαρτυροῦν ὅλα ὅσα συνιστοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία της. Ἢ ἐκκλησιαστικὴ τέχνη, ἢ ἁγιογραφία, ἢ ἀρχιτεκτονική, ἡ μουσικὴ κ.λπ. Ἂν συγκρίνουμε μία Μαντόνα τῆς Ἀναγεννήσεως μὲ μία βυζαντινὴ Παναγία, θὰ διαπιστώσουμε τὴν διαφορά. Ἡ Μαντόνα εἶναι μία ὡραῖα γυναῖκα, ἐνῷ ἢ βυζαντινὴ Παναγία εἶναι ὁ θεωμένος ἄνθρωπος. Ἂν συγκρίνουμε τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου μὲ τὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, θὰ διαπιστώσουμε πόσο ἀνθρωποκεντρισμὸ ἐκφράζει ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπιβληθῇ μὲ τὸ βάρος τῆς ὕλης. Ἀντίθετα, μπαίνοντας στὴν Ἁγία Σοφία, αἰσθάνεσαι ὅτι βγαίνεις στὸν οὐρανό. Ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐντυπωσιάσῃ μὲ τὸν πλοῦτο του οὔτε μὲ τὴν ὕλη του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ποὺ κατανύσσει καὶ ἀνάγει στὸν οὐρανὸ καὶ ποὺ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν πολυφωνικὴ εὐρωπαϊκὴ μουσική, ποὺ ἁπλῶς τέρπει συναισθηματικὰ τὸν ἄνθρωπο.

Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ ἕνωσις δὲν εἶναι ὑπόθεσις συμφωνίας μόνο σὲ κάποια δόγματα, ἀλλὰ ἀποδοχῆς τοῦ ὀρθοδόξου, θεανθρωποκεντρικοῦ, χριστοκεντρικοῦ, τριαδοκεντρικοῦ πνεύματος στὰ δόγματα, στὴν εὐσέβεια, στὴν ἐκκλησιολογία, στὸ κανονικὸ δίκαιο, στὴν ποιμαντική, στὴν τέχνη, στὴν ἄσκησι.

Γιὰ νὰ γίνῃ ἀληθινὴ ἕνωσις θὰ πρέπει ἢ ἐμεῖς νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό μας ἢ οἱ Παπικοὶ ἀπὸ τὸν δικό τους ἀνθρωποκεντρισμό. Τὸ πρῶτο εἶναι ἀδύνατο νὰ συμβῇ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου μας, διότι αὐτὸ θὰ ἦταν προδοσία στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ καὶ τὸ δεύτερο εἶναι δύσκολο νὰ συμβῇ. Ὅμως «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστίν» [33].

Πιστεύουμε ὅτι δὲν συμφέρει καὶ στοὺς μὴ Ὀρθοδόξους νὰ παραιτηθοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ὅσο ὑπάρχει ἡ Ὀρθοδοξία, σῴζεται ἡ ἀκαινοτόμητος εὐαγγελικὴ πίστις, ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς Ἁγίοις» [34]. Ὑπάρχει ζωντανὴ ἢ μαρτυρία τῆς πραγματικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο· ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεανθρωπίνης κοινωνίας. Ἔτσι ἀκόμη καὶ οἱ ἑτερόδοξοι ποὺ τὴν ἔχασαν, γνωρίζουν ὅτι κάπου ὑπάρχει. Ἐλπίζουν. Ἴσως κάποτε τὴν ἀναζητήσουν μεμονωμένα ἢ συλλογικά. Θὰ τὴν βροῦν καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν. Ἂς κρατήσουμε αὐτὴν τὴν ἁγία πίστι ὄχι μόνο γιὰ μᾶς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἑτεροδόξους καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ θεωρία περὶ δυὸ πνευμόνων, διὰ τῶν ὁποίων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ δεκτὴ ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, διότι ὁ ἕνας πνεύμων (ὁ Παπισμός) δὲν ὀρθοδοξεῖ καὶ τὸ γὲ νῦν ἔχον νοσεῖ ἀνιάτως.

Εὐχαριστοῦμε τὴν Παναγία καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο Της, τὴν ἁγία Ὀρθόδοξο Πίστι μας καὶ γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς προγόνους, διδασκάλους, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικούς μας πατέρας, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν καὶ παρέδωσαν αὐτὴν τὴν ἁγία Πίστι.

Ὁμολογοῦμε, ὅτι δὲν θὰ ἀναπαυόμασταν σὲ μία Ἐκκλησία ποὺ ἐν πολλοὶς ὑποκαθιστᾷ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ μὲ τὸν «ἀλάθητο» ἄνθρωπο «πάπα» ἢ «προτεστάντη».

Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Χάριτος. Λυπούμεθα, γιατὶ οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ χαροῦν αὐτὸ τὸ πλήρωμα, καὶ μάλιστα κάποτε προσπαθοῦν καὶ νὰ παρασύρουν καὶ προσηλυτίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους στὶς κοινότητές τους, ὅπου μόνον μία μερική, ἀποσπασματικὴ καὶ διαστρεβλωμένη ἄποψι τῆς ἀληθείας ἔχουν. Ἐκτιμοῦμε τὴν ὅση ἀγάπη ἔχουν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὅ-σὰ καλὰ ἔργα κάνουν, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίδουν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι σύμφωνή με τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἅγιων Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν ἁγίων Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Προσευχόμεθα ὁ ἀρχιποίμην Χριστός, ὁ μόνος ἀλάθητος Ἀρχηγὸς καὶ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνους μὲν νὰ ὁδήγηση στὴν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ πατρικό τους σπίτι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κάποτε ἀπεσκίρτησαν, ἐμᾶς δὲ τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ φωτίση, ὥστε νὰ παραμείνουμε ἄχρι θανάτου πιστοὶ στὴν ἁγία καὶ ἀκαινοτόμητο Πίστι μας, ὅλο καὶ περισσότερο στερεούμενοι καὶ ἐμβαθύνοντες σ᾿ αὐτήν, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» [35]. Ἀμήν.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ:

[1] Dimitru Staniloae, Γιὰ ἕνα Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό, ἔκδ. ΑΘΩΣ, Πειραιεὺς 1976, σελ. 19-20.

[2] Πράξ. κ´ 28.

[3] Migne, PL 217, 665ΑΒ. Βλ. καὶ Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, Ἔκδ. Ἀδελφ. «Εὐνίκη», Ἀθῆναι 1988, σελ. 155.

[4] Μάρκ. ιβ´ 17.

[5] Πηδάλιον, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 109.

[6] Ματθ. δ´ 10.

[7] Μ. Φωτίου, Ἐπιστολὴ 1, 13, 16, PG 102, 728D, 729Α.

[8] Βλαδιμ. Λόσκι, Κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 72.

[9] Ἔνθ ἀνωτ., σελ. 78.

[10] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 80.

[11] Βλ. τεῦχος ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΗΜΑΣ (Πατριαρχικαὶ ἐπισκέψεις εἰς τὴν συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000), ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 2000.

[12] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τοὺς ἀπ᾿ Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας, ΕΠΕ, Θέσ/νίκη 1985, τόμ. 2, § 12, σελ. 142.

[13] Ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἐγκύκλιος «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς», ἐν Ἰῳ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις 1960, τόμ. 1, σελ. 428.

[14] Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Γέρων Σιλουανός, Περὶ προσευχῆς, κ.ἄ. [15] Ἁγίου Φωτίου, «Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους», ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικά..., ἔνθ. ἀνωτ., τ. 1, σελ. 323, § 9.

[16] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 324, § 11.

[17] Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὡς γνωστὸν δὲν παρέμειναν στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ συνεκάλεσαν ἄλλες δεκατρεῖς. Αὐτὲς αἱ σύνοδοι σήμερα εἶναι γι᾿ αὐτοὺς μεγάλη τροχοπέδη, διότι, ἂν καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ὑπερβοῦν τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸ δικανικὸ πνεῦμα, δὲν μποροῦν, ἐπειδὴ εἶναι δεσμευμένοι ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις αὐτῶν τῶν συνόδων. Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ καταλήγει ὁ μελετητὴς τῆς «Κατηχήσεως τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», ποὺ εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσημη κατήχησις μετὰ τὴν Β´ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἀπηχεῖ τὸ πνεῦμα της.

[18] Β´ Σύνοδος Βατικανοῦ, LUMEN GENTIUM (Δογματικὴ διάταξη Περὶ Ἐκκλησίας), Γραφεῖον καλοῦ τύπου, 1964, σελ. 44, 45.

[19] Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Βατικανό, ἔκδ. Κάκτος, Ἀθήναι 1996, § 816, σελ. 271.

[20] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 884, σελ. 293.

[21] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 891, σελ. 295.

[22] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 1559, σελ. 488.

[23] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 16.

[24] Τhe Documents of Vatican - New York 1966, σελ. 48. (Μετάφρασις δική μας)

[25] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ι. Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο Σερβίας, σελ. 212.

[26] Ἰω. Καρμίρη, Δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα, τ. Β´, Ἀθήναι 1953, σελ. 560.

[27] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 752.

[28] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 941.

[29] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 942.

[30] Ἰωάννου Παναγοπούλου, Τὸ Βατικανὸ καὶ ἡ Ἕνωση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐφημερὶς ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακὴ 30 Ἰουλίου 1995.

[31] Ἐκτενέστερα ἀναφέρεται στὶς διαφορὲς αὐτὲς ὁ Σέβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, Ἐνιαύσιο 2001, ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, σελ. 199.

[32] Ἁγίου Νεκταρίου, Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θέσ/νίκη 1972, σελ. 73.

[33] Λουκ. ιη´ 27.

[34] Πρβλ. Ἰούδα, 3.

[35] Ἐφεσ. δ´ 13.


 

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ζ΄) «...ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα...»

ΤΟ  ΒΛΕΜΜΑ  ΤΟΥ  ΘΕΟΥ (Ζ΄)
«...ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα...»

Όλα πλέον καταυγάζονται από το «φως το αληθινόν», αρκεί να θέλει ο άνθρωπος να ζει μέσα στο φως και να απολαμβάνει το φως.
Γι' αυτούς που ζουν μέσα στην αλήθεια, η εποχή του σκότους πέρασε και ο ζόφος αδυνατεί να τους «αγγίξει». Και τούτο, διότι η δικαιοσύνη της χάριτος που βιώνουν, τους οδηγεί στο πρόσωπο του Θεού.
Το τονίζει τόσο ξεκάθαρα ο αγαπημένος Προφήτης: «Εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τω προσώπω σου». Οι άλλοι ας κάνουν ό,τι θέλουν. Δικός μου πλούτος είναι η αρετή. Και με αυτή θα παρουσιαστώ και θα εμφανιστώ εμπρός Σου. Αλλά, αυτή η ευλογία, μήπως έχει τελειωμό; Μήπως μπορεί ποτέ να γεμίσει η καρδιά και η όλη ύπαρξη από την θέα του Θείου Προσώπου; «Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου»[1]. Θα ικανοποιηθώ και θα χορτάσω μόνο τότε, όταν απαύστως θα βλέπω και ακορέστως θα απολαμβάνω την δόξα του Προσώπου Σου, Κύριε.
Και, υπάρχει αντίρρηση, ότι μόνο μια καρδιά που γεύεται αυτή την πραγματικότητα, μπορεί να εκφράζεται κατ' αυτό τον τρόπο, αποτυπώνοντας έστω και ελάχιστα «κατ' άνθρωπον» την πραγματικότητα της χάριτος που βιώνει;
Χωρίς καμμία αμφιβολία, στην Βίβλο που κατέχει και ερμηνεύει αποκλειστικά η Εκκλησία, περιγράφονται καταστάσεις για το Πρόσωπο του Θεού, που είναι ασύληπτες για όσους έζησαν προ της ενανθρωπήσεως. Για όσους έψαχναν βασανιστικά μέσα στην έρημο, γυρεύοντας την πύλη του Κήπου της Εδέμ...
Αλλά, μόνο γι' αυτούς τους «Σίσυφους» ήταν αδιανόητο το Πρόσωπο και το βλέμμα του Θεού; Ακόμα και τα εκλεκτά πνεύματα που λαλούσαν «διά Πνεύματος Αγίου», λαχταρούσαν αυτά που ο πιστός απολαμβάνει διαπλέοντας μέσα στην «Κιβωτό της Σωτηρίας».
Πόσο ξεκάθαρα το κηρύσσει ο ίδιος ο Ενανθρωπήσας Θεός: «Αμήν γαρ λέγω υμίν, ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, και ούκ είδον, και ακούσαι α ακούετε, και ουκ ήκουσαν»[2].
Συγκλονιστική πράγματι η βεβαίωση ότι πολλοί προφήτες και δίκαιοι, επεθύμησαν να δουν αυτά που είδαν οι Άγιοι Απόστολοι, και απολαμβάνουν τα μέλη της Εκκλησίας, μα δεν τα είδαν. Και να ενωτισθούν όσα άκουσαν τα τέκνα της Πίστεως, μα δεν ήχησαν στ' αυτιά τους. Και τούτο διότι έζησαν σε χρόνους προγενέστερους, που δεν πρόφθασαν να δουν με τους οφθαλμούς του σώματος, την επί γης παρουσία του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Τι ευλογία αλήθεια! Το Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού!
Ο «Ωραίος κάλλει παρά πάντων βροτούς»! Κανένα πρόσωπο ανθρώπου δεν μπορεί να συγκριθεί με Αυτή την Ουράνια ομορφιά.
Η ωραιότητα όμως αυτή, ήταν κυρίως πνευματική.
Η αγιότητα της ψυχής Του, έκανε το Πρόσωπό Του ν' ακτινοβολεί. Και μπορεί τώρα να σκεφθεί κανείς πόσο ευτυχισμένοι ήσαν οι Μαθητές Του, που είχαν το προνόμιο, αυτοί οι οφθαλμοί τους  να τον ατενίζουν και να τον προσέχουν καθημερινώς!
Αυτός που είχε το μοναδικό προνόμιο να αγγίξει με πολλή στοργή το πρόσωπό του, στο στήθος του Ιησού, «επιπεσών δε εκείνος επί το στήθος του Ιησού λέγει αυτώ. Κύριε, τις εστίν;»[3] και από κει να λάβει τα μυστικά της αγάπης μα και το χάρισμα της Θεολογίας, θα γράψει για να το γνωρίζει το ποίμνιό του, αλλά και όλοι οι πιστοί μέχρι το τέλος των αιώνων, ότι ναι, τον είδαμε: «ό ην απαρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής»[4]. Κηρύσσει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Ιωάννης: Εκείνο που υπήρχε, όταν άρχισε η δημιουργία του κόσμου, το οποίο εμείς οι Απόστολοι με τα αυτιά μας ακούσαμε, με τα μάτια μας έχουμε δει, και τα χέρια μας εψηλάφησαν, θέλω δηλ. να πω περί του ενυπόστατου Λόγου, ο οποίος έχει μέσα του ζωή και αυτή τη ζωή τη μεταδίδει και στους άλλους, αυτό ακριβώς κηρύσσουμε!
Έβλεπαν λοιπόν, οι κατόπιν κήρυκες της οικουμένης, την ωραιότητα του Ιησού, η οποία ήταν αντανάκλαση της εσωτερικής Του ωραιότητας. Της αναμαρτησίας. Αυτή λοιπόν η εσωτερική καθαρότητα αντικατοπτριζόταν στη μορφή, στο Πρόσωπο του Ιησού. Και επόμενο είναι, όσο και αν προσπαθούν οι χαρισματούχοι του χρωστήρος να περιγράψουν και ν' αποτυπώσουν την ομορφιά αυτή, ουδέποτε αυτό θα γίνει πλήρως κατορθωτό, αφού ανθρώπινο χέρι είναι αδύνατον να κατορθώσει να αποδώσει αυτό το «άρρητον κάλλος» του Θεανδρικού Του προσώπου.
Μέσα λοιπόν σ' αυτό το πλαίσιο της καταγραφής της αληθείας για τον Ιησού, μέσα στα αθάνατα αυτά κείμενα που οι μαθητές και οι Ιεροί  Ευαγγελιστές αποθησαύρισαν στο Σώμα της Εκκλησίας, περιγράφονται και μεγαλειώδεις στιγμές που έζησαν κοντά Του.
Μέσα σ' ένα στίχο του πρώτου κεφαλαίου του Ευαγγελίου του, ο Μαθητής της αγάπης περιγράφει όσο το δυνατόν το μεγαλείο της Μορφής του Κυρίου: «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας»[5]. Δηλ. για να εντυπωθεί περισσότερο στον καθένα, ποιος επιτέλεσε την υπερφυσική αυτή γέννηση και υιοθεσία, επαναλαμβάνω ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος μέσα στο χρόνο. Και έχοντας σκηνή και ως ναό άγιο την ανθρωπίνη φύση, παρέμεινε με πολύ οικειότητα μεταξύ μας ως ένας από εμάς. Κι εμείς χορτάσαμε να βλέπουμε με τα μάτια μας την υπέρλαμπρη και θεοπρεπή δόξα Του, η οποία φανερωνόταν με τα θαύματά Του και τη διδασκαλία Του και τη λαμπρότητα της αναμάρτητης και ολοκληρωτικής αγίας Του ζωής. Ήταν δόξα που δεν πήρε ως χάρισμα και δωρεά, όπως την λαμβάνουν τα λογικά δημιουργήματα, αλλά την είχε φυσική από τον Πατέρα Του, ως Υιός μονογενής που ήταν. Υιός γεμάτος χάρη, με την οποία θαυματουργούσε και μας αναγεννά, και γεμάτος αλήθεια, με την οποία μας φωτίζει, μας διδάσκει, μας εξαγιάζει και μας Χριστοποιεί!
Οπωσδήποτε, όλα τα του Κυρίου Ιησού έχουν ένα ανυπέρβλητο μεγαλείο. Τα λόγια Του, οι κινήσεις Του, η σιωπή Του ακόμα. Όλη Του η Μορφή που ακαταπαύστως ακτινοβολούσε. Και ακριβώς, αυτή την πραγματικότητα αποτυπώνει με θεολογικό λυρισμό ο ιερός υμνογράφος και ψάλλουμε γεμάτοι δέος και συγκίνηση κατά την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου: «Του Κυρίου την Μορφήν, απολαβούσα η Εκκλησία, χαίρει και σκιρτά, συν τοις τέκνοις αυτοίς, ως νίκης βραβεία, δεξαμένη παρ' αυτού, Ορθοδοξίας σύμβολα»![6]
Η Μορφή του Κυρίου, πάντοτε ακτινοβολεί. Όμως, λέγεται ότι ο Ιησούς δεν γέλασε ποτέ. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Υιός του Θεού ήταν σκυθρωπός. Ο ίδιος ρητά αντιτίθεται στο σκυθρωπό ύφος, όπως βλέπουμε μέσα στα Ευαγγελικά κείμενα. Θέλει ο άνθρωπος να φέρει ευχάριστο ύφος που αναδύεται μέσα από την απλή και καθαρή καρδιά.
Πραγματικά, δεν μπορούμε να φέρουμε στο νου μας της Μορφή του Ιησού, σκυθρωπή. Λυπημένη, βεβαίως. Αλλ' όχι σκυθρωπή, με την αρνητική έννοια του όρου, αφού στο εσωτερικό Του δεν υπήρχε «τροπής αποσκίασμα»[7]. Τον βλέπουμε όμως να δακρύζει. Και τα δάκρυα μαζί με τη χαρά και το ήρεμο και φωτεινό χαμόγελο, ήταν τόσο κοντά στη θεία Του Μορφή.
Χαίρεται με τα μικρά και αθώα παιδιά, επαναπαύεται στην όμορφη φύση με εικόνες από την οποία έπλεξε τις μοναδικές Του παραβολές, και λυπάται και δακρύζει στο κακό και στην αμαρτία, προβλέποντας και τα φρικτά τους αποτελέσματα. Και είναι συγκλονιστικό, όταν η Καινή Διαθήκη κάνει ειδική αναφορά στα δάκρυα αυτά: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς»![8] Δάκρυσε όταν βρέθηκε μπροστά στον σφραγισμένο τάφο του φίλου του Λαζάρου. Κατόπιν, τα δάκρυα γίνονται κλάμα και θρήνος όταν αντικρίζει την σκληροκαρδία των συμπατριωτών Του και τα επερχόμενα δεινά. «Ως ήγγισεν, ιδών την πόλην, έκλαυσεν επ' αυτή».[9]
Έκλαυσε για την καταστροφή, μα κυρίως για την πόρωση της ψυχής των κατοίκων της προφητοκτόνου πόλεως. Την πόρωση αυτή που για κάθε ψυχή που την φέρει, την θεωρεί θανασιμότερη και απο τον θάνατο.
Δάκρυα λοιπόν, και θρήνος του Ιησού!
«Εδάκρυσε» για του νεκρούς, όχι όπως συμβαίνει στους «μη έχοντας ελπίδα»[10], αλλά ήρεμα. Με τα δάκρυα που ποτίζουν τον αγρό της ελπίδας και δροσίζουν την βεβαιότητα ότι «αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις»[11] συνάμα δε μας έδειξε ότι Αυτός είναι ο Κύριος της «ζωής και του θανάτου», πραγματώνοντας στον «φίλον Λάζαρον» εκείνο που οι Απόστολοι εκήρυξαν και η Εκκλησία αποκρυστάλλωσε στο Ιερό της Σύμβολο. Αυτό που ο κάθε πιστός προσδοκά, την «Ανάστασιν νεκρών»!
Όντως, για τον πιστό, όταν αυτός αναχωρεί προς τον «ακύμαντον λιμένα», αρκούν μόνο τα «διαμάντια των οφθαλμών». Αντιθέτως, στον αμετανόητο που αρνείται το λατρευτό Πρόσωπο του Ιησού, δεν προσφέρουν τίποτε απολύτως τα δάκρυα και οι κλαυθμοί...

(Συνεχίζεται).



                                             Αρχιμ.  Ιωήλ  Κωνστάνταρος



[1]     Ψάλμ. ΙΣΤ' 15

[2]     Ματθ. ΙΓ' 17

[3]     Ιωάν. ΙΓ' 25

[4]     Α' Ιωάν. α' 1.

[5]     Ιωάν. Α' 14

[6]     Τριώδιον Ορθ. Εκκλ.

[7]     Ιακ. Α' 17

[8]     Ιωάν. ΙΑ' 35

[9]     Λουκ. ΙΘ' 41

[10]   Α' Θεσ. δ13

[11]   Ησ. ΚΣΤ΄ 19

Κλῖμαξ, Λόγος 20, περὶ Δειλίας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος



(Διὰ τὴν ἄνανδρον δειλίαν)

Ὅποιος ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὲ Κοινόβιο ἢ σὲ συνοδία, δὲν εἶναι συνηθισμένο νὰ πολεμῆται ἀπὸ τὴν δειλία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εὑρίσκεται σὲ ἡσυχαστικώτερους τόπους, ἂς ἀγωνίζεται μήπως καὶ τὸν κυριεύση τὸ γέννημα τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, δηλαδὴ ἡ δειλία.

2. Ἡ δειλία εἶναι νηπιακὴ συμπεριφορὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἐγήρασε στὴν κενοδοξία. Ἡ δειλία εἶναι ἀπομάκρυνσις τῆς πίστεως, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀναμένονται ἀπροσδόκητα κακά.

3. Ὁ φόβος εἶναι κίνδυνος ποὺ προμελετᾶται. Ἢ διαφορετικά, ὁ φόβος εἶναι μία ἔντρομη καρδιακὴ αἴσθησις, ποὺ συγκλονίζεται καὶ ἀγωνιᾶ ἀπὸ ἀναμονὴ ἀπροβλέπτων συμφορῶν. Ὁ φόβος εἶναι μία στέρησις τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας. Ἡ ὑπερήφανη ψυχὴ εἶναι δούλη τῆς δειλίας· ἔχοντας πεποίθησι στὸν ἑαυτόν της καὶ ὄχι στὸν Θεόν, φοβεῖται τοὺς κρότους τῶν κτισμάτων καὶ τὶς σκιές.

4. Ὅσοι πενθοῦν καὶ ὅσοι καταπονοῦνται χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν κόπους καὶ πόνους, δὲν ἀποκτοῦν δειλία. Πολλὲς φορὲς ὅσοι ὑποκύπτουν στὴν δειλία χάνουν τὸ μυαλό τους. Καὶ εἶναι φυσικὸ αὐτό, διότι εἶναι δίκαιος Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τοὺς ὑπερηφάνους, ὥστε καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ μάθωμε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦμε.

5. Ὅλοι ὅσοι φοβοῦνται εἶναι κενόδοξοι, ἀλλ᾿ ὅμως ὅλοι ὅσοι δὲν φοβοῦνται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ταπεινόφρονες, ἀφοῦ καὶ οἱ λησταὶ καὶ οἱ τυμβωρύχοι δὲν ὑποκύπτουν εὔκολα στὴν δειλία.

6. Σὲ ὅποιους τόπους συνηθίζεις νὰ φοβῆσαι, μὴ διστάζης νὰ πηγαίνης, ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχη ξημερώσει. Ἐὰν δείξεις κάποια χαλαρότητα στὸ σημεῖο αὐτό, τότε θὰ γηράση μαζί σου τὸ νηπιακὸ καὶ ἀξιογέλαστο τοῦτο πάθος. Ἐνῷ βαδίζεις πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁπλίζου μὲ τὴν προσευχή. Μόλις φθάσης σ᾿ ἐκείνους τοὺς τόπους, ἀνύψωσε τὰ χέρια σου. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μάστιζε τοὺς ἐχθρούς, διότι δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο. Ἀφοῦ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια αὐτή, ἂς ἀνυμνήσης τὸν Λυτρωτή σου· διότι ἐὰν τὸν εὐγνωμονῆς, θὰ σὲ σκεπάζη παντοτινά.

7. Ποτὲ δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ γεμίσης τὴν κοιλία. Παρόμοια βέβαια δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ νικήσης τὴν δειλία. Ὅταν ἔχωμε πολὺ πένθος, θὰ ὑποχωρήση πιὸ γρήγορα· ὅταν ὅμως αὐτὸ μᾶς λείπη, θὰ παραμένουμε συνεχῶς δειλοί. «Ἔφριξάν μου τρίχες καὶ σάρκες» εἶπε ὁ Ἐλιφὰζ (Ἰὼβ δ´ 15), περιγράφοντας τὴν πανουργία τούτου τοῦ δαίμονος.

8. Ἄλλωτε ἐδειλίασε πρῶτα ἡ ψυχὴ καὶ ἄλλοτε τὸ σῶμα, καὶ ἐν συνεχείᾳ μεταβίβασε τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὸ πάθος. Ἂν συμβῆ νὰ φοβηθῆ τὸ σῶμα, χωρὶς ὅμως νὰ εἰσδύση ὁ ἄκαιρος φόβος στὴν ψυχή, εὐρισκόμεθα πλησίον στὴν θεραπεία. Ὅταν δὲ ὅλα τὰ δυσάρεστα καὶ ἀπροσδόκητα τὰ δεχώμεθα πρόθυμα, μὲ συντριμμένη καρδιά, τότε ἐλευθερωθήκαμε πραγματικὰ ἀπὸ τὴν δειλία.

9. Δὲν ἐνισχύει τοὺς δαίμονας ἐναντίον μας τὸ σκότος καὶ ἡ ἐρημία τῶν τόπων, ἀλλὰ ἡ ἀκαρπία τῆς ψυχῆς μας. Μερικὲς φορὲς ὅμως πρόκειται γιὰ οἰκονομικὴ παίδευσι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.

10. Ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε δοῦλος τοῦ Κυρίου, θὰ φοβηθῆ μόνο τὸν ἰδικό του Δεσπότη. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν φοβεῖται ἀκόμη Αὐτόν, φοβεῖται πολλὲς φορὲς τὴν σκιά του.

11. Ὅταν πλησιάση ἀοράτως ἕνα πονηρὸ πνεῦμα, φοβεῖται τὸ σῶμα. Ὅταν ὅμως πλησιάση κάποιος Ἄγγελος, ἀγάλλεται ἡ ψυχὴ τῶν ταπεινῶν. Γι᾿ αὐτό, μόλις ἀπὸ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ἀντιληφθοῦμε τὴν παρουσία του, ἂς τρέξουμε γρήγορα στὴν προσευχή, διότι ἦλθε νὰ προσευχηθῆ μαζί μας ὁ ἀγαθός μας φύλαξ.

Ὅποιος ἐνίκησε τὴν δειλία, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀνέθεσε στὸν Θεὸν καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ψυχή του.

Εὐχή καί φωτισμός τοῦ νοῦ

 
ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
   Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας ἀγωνιζόμενος πιστός χριστιανός, πού καλλιεργοῦσε τήν Εὐχή, ὅπως τήν διδάχθηκε ἀπό τόν Γέροντά του, ταξίδευε μέ λεωφορεῖο ἀπό Ἀθήνα γιά Θεσσαλονίκη.
Σέ μία εἰκοσάλεπτη στάσι τοῦ λεωφορείου στοῦ “Λεβέντη”, κατέβηκε καί στάθηκε στήν ρίζα ἑνός παρακειμένου δένδρου μέ πολλή σκιά καί συνέχισε νά λέγη νοερά, τήν Εὐχούλα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», πρᾶγμα πού τό ἔκανε συνεχῶς καί σ᾿ ὅλο του τό ταξίδι.
Ξαφνικά…, καί χωρίς καμμιά προειδοποίησι, κατέβηκε καί εἰσῆλθε ὁ νοῦς μαζί μέ τήν Εὐχή στήν καρδιά του, μέ πλήρη τήν νοερά ἐνέργειά της. Καί τότε ἦλθε σέ ἔκστασι!… Ἦτο σάν νά χάθηκε…(Ὅταν ὁ προσευχόμενος νοῦς εἰσέρχεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό βυθό τῆς καρδίας, ἀλλοιώνει νοερά ἀλλά καί μέ ἱεροπρέπεια ὅλο τόν

ψυχοσωματικό ἄνρωπο. Οἱ αἰσθήσεις μεταπλάθονται πνευματικά. Οἱ σκέψεις ἀπαλείφονται καί σιγοῦν. Τόο σῶμα ἀγγελοποιεῖται… καί ὅλες οἱ λειτουργίες του οὐρανοποιοῦνται. Ἔτσι καί σ᾿ αὐτό τόν χριστιανό, πού περιῆλθε σέ ἔκστασι.)
 Φῶς ὡραιότατον, ἄλλοτε πάλλευκο καί ἄλλοτε λευκογάλαζο καί ἀσυγκρίτως καθαρώτερο καί λαμπρότερο ἀπό τό φῶς μιᾶς ἡλιόλουστης ἡμέρας, τόν ἔζωσε μέσα-ἔξω. Ἐγένετο κάτι σάν σύγκρασις-ἔνωσις
  • φωτός καί ψυχῆς,
  • φωτός καί νοός,
  • φωτός καί σώματος,
  • φωτός καί τοῦ χώρου γύρω του.
 Εἶχε τήν πνευματική αἴσθησι μιᾶς ἀνέκφραστης εἰρήνης καί θείας μακαριότητος. Εἶχε τήν αἴσθησι τῆς ἁγνότητος τοῦ θείου Φωτός ἀλλά καί τῆς ἁγνότητος ψυχῆς καί σώματος. Ἀνείπωτη εὐτυχία καί γεῦσι αἰωνιότητος…
 Ταυτόχρονα εἶχε καί μιά ἀκατάληπτη πνευματική ἐνόρασι… Τί εἶδεν; Ὁ Θεός γνωρίζει… Τί τοῦ ἀπεκαλύπτετο; Ὁ Θεός γνωρίζει… Ἄβυσσος τά κρίματα τοῦ Θεοῦ!…
 Καί ξαφνικά…, ἦλθε στόν ἑαυτό του ἀπό τό κορνάρισμα τοῦ λεωφορείου γιά τήν ἀναχώρησι. Καί μέσα σέ κατάστασι εἰρήνης καί ἄκρας ταπεινώσεως, σηκώθηκε καί μέ δυσκολία εἰσῆλθε στό λεωφορεῖο…
 Καί ἡ ἀπορία του: “Πῶς ἐγώ, πού εἶμαι «σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία», δέχθηκα ἐπίσκεψι θείας Χάριτος μέ τόση λαμπρότητα, ἀφοῦ τά ἔργα μου, τά λόγια μου καί οἱ σκέψεις μου εἶναι καί λογίζονται «ὡς ράκος ἀποκαθημένης”;»
 Ὅταν ἀνέφερε τό γεγονός στόν Γέροντά του, πῆρε τήν ἑξῆς ἀπάντησι: «Στά τοῦβλα τῆς ψυχῆς σου ἔπεσε κατ᾿ ἄκραν συγκατάβασιν μιά ἀκτῖνα θεϊκοῦ Φωτός, γιά νά τήν ξεβρωμίση λίγο. Παρά ταῦτα, τοῦβλο εἶσαι… καί τοῦβλο παραμένεις…»
 (Ἡ ἀπάντησις τοῦ Πνευματικοῦ εἶχε σκοπό νά φυλάξη τήν ψυχή του ἀπό τήν οἴησι, τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωϊσμό καί τήν κενοδοξία. (Προσωπικές σημειώσεις)).
 Αὐτό τό βίωμα τοῦ ἀνωνύμου χριστιανοῦ ἦτο μιά ἀπό τίς ἄπειρες δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα Του, πού ἠγωνίζετο καθημερινά καί μέ πολύ φιλότιμο νά λέγη τήν Εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», τηρῶντας κατά δύναμιν τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί συμμετέχοντας μέ πολλή ταπείνωσι στά πανάγια σωστικά Μυστήρια.
 Οἱ μεγάλες δωρεές καί τά πλούσια καί πολλαπλᾶ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, χωρίς πλάνη, ἔρχονται κατ᾿ ἐξοχήν διά μέσου τῆς Νοερᾶς προσευχῆς.
 Ὅταν ὁ νοῦς μαζί μέ τήν Εὐχή εἰσέρχεται, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό βάθος τῆς καρδιᾶς, στό ἀπύθμενο πνευματικό βάθος τῆς ψυχῆς μας, ἐκεῖ συναντᾶ τήν ἄνωθεν εἰρήνη, τήν«”ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. Δ΄: 7). Ἐκεῖ ὁ νοῦς μας συναντᾶ τόν θεῖο Σαββατισμό, τήν ἀπόλυτη ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΗΣΥΧΙΑ, Διότι:
  • ἐκεῖ εὐωδία πνευματική,
  • ἐκεῖ θεία μακαριότης,
  • ἐκεῖ ἡ πάλλευκος αὐγή,
  • ἐκεῖ τό ἀπρόσιτον κάλλος,
  • ἐκεῖ ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων,
  • ἐκεῖ ἡ ὑπερουράνιος ἀγαλλίασις,
  • ἐκεῖ τό ἐράσμιον καί ἄκτιστον Φῶς,
  • ἐκεῖ ἡ πνευματική αἴσθησις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἔτσι, ἐκτός τῆς προφορικῆς Εὐχῆς, ὑπάρχει καί ἡ πνευματική προσευχή μέ τήν νοερά ἐνέργειά της, ὅπου ὁ χριστιανός, ὁ ἀφοσιωμένος στήν εὐχούλα, κάθεται σ᾿ ἕνα σκαμνί ἤ στέκεται ὄρθιος καί σκύβει τό κεφάλι ἀριστερά, πρός τό μέρος τοῦ στήθους, κι ἀρχίζει νά λέγη τήν Εὐχή,
  • ἀμετεώριστα,
  • ἀφάνταστα,
  • ἀνεικόνιστα,
  • ἀνείδεα – ἀνίδεα,
  • ἀσχημάτιστα,
  • ἄμορφα
  • μέ βία πολλή,
  • μέ πόνο σωματικό
καί λίγο μέ τήν βοήθεια τῆς ἀναπνοῆς (εἰσπνοή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἐκπνοή: «ἐλέησόν με»).
Αὐτή ἡ ἐργασία τῆς Νοερᾶς προσευχῆς γίνεται μέσα στήν νύχτα καί σέ ἀπόλυτη ἡσυχία, μέ τά μάτια κλειστά καί τό νοῦ βυθισμένο στήν καρδιά, ἐνῶ συγχρόνως ὁ ἐνδιάθετος λόγος συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Καί προσοχή: Πάντοτε σέ συγκεκριμένη ὥρα τῆς νυκτός, βυθισμένος ὁ “εὐχόμενος” στό ἀπόλυτο σκοτάδι καί στήν ἀπόλυτη ἡσυχία. Κατ᾿ ἀρχάς, κάνοντας ἕνα τέτερτο τήν Εὐχή πού, ὕστερα ἀπό λίγο χρόνο, θά γίνη μισή ὥρα καί κατόπιν μία ὥρα ἤ καί περισσότερο,σύμφωνα πάντα μέ τίς δυνάμεις μας καίμέ τίς ὁδηγίες τοῦ ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ καί Πνευματικοῦ. Ἔτσι, πότε καθιστοί σ᾿ ἕνα σκαμνάκι καί πότε-πότε ὄρθιοι, γιά νά μή μᾶς πιάση ὁ ὕπνος, θά λέμε τήν Εὐχούλα, βυθίζοντας τόν νοῦ μας μαζί μέ τήν Εὐχή καί μέ ὄλη μας τήν ἀγαπητική διάθεσι καί προαίρεσι ΜΕΣΑ στήν ΚΑΡΔΙΑ.
Γιά νά εἶναι ἀποτελεσματική ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς, πρέπει νά προηγοῦνται, κατά τούς Νηπτικούς Πατέρας, τά ἑξῆς: (πού συστήνονται καί ἀπό τόν ὅσιο Γέροντα Ἰωσήφ τό Ἡσυχαστή ἀλλά καί τόν δικό μου Γέροντα):
  • Ἰερές σκέψεις γιά τό Πάθος καί τήν Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου.
  • Σκέψεις γιά τόν θάνατό μας, ἄν ἔλθη ἐκεῖνο τό βράδυ…, καί πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τά ἐναέρια τελώνια τῶν δαιμόνων, πού θά διεκδικοῦν τήν ψυχή μας ἤ πῶς θά βρεθοῦμε μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Δευτέρα Αὐτοῦ παρουσία καί τί θά κληρονομήσουμε; τόν παράδεισο ἤ τήν κόλασι;
  • Σκέψεις γιά τήν ζωή τῶν Ἁγίων στόν παράδεισο καί τήν διακονία τῶν Ἀγγέλων γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
  • Καί ἰδιαίτερες σκέψεις γιά τήν προσωπική μας σωτηρία, τήν μετάνοια μας καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰωσήφ, ὡς γνήσιος ἡσυχαστής καί μιμητής τοῦ Ἀββᾶ Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου καί τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, καλλιεργοῦσε πάρα πολύ τά δάκρυα στήν προσευχή καί στήν ἀγρυπνία του. Ὅταν ὁ νοῦς πενθῆ, ἔλεγε, φωτίζεται καί δέχεται ἀπό τόν Θεόν ἀπερίγραπτη παράκλησι καί παραμυθία, σύμφωνα μέ τόν μακαρισμό:«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅ τι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε΄: 4). Ἕνα πρᾶγμα πίστευε κι ἦτο πρᾶξις γι᾿ αὐτόν: Ὅτι σέ κάθε ἐνθύμησι τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν τρέχουν ἀπό τά μάτια μας δάκρυα, αὐτό σημαίνει ὅτι ὑποβόσκει μέσα ἡ ἄγνοια, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ σκληρότης τῆς καρδιᾶς.
Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθαρός καί ἀμόλυντος καί ὡς καθαρός καί ἀμόλυντος ἑνωθῆ, ἐν Χριστῷ, μέ τήν καρδιά, εὐθύς ἀμέσως ἀποδιώκεται κάθε πνευματικό σκοτάδι, πού κυριεύει καί βασανίζει τήν ψυχή μας καί τόν νοῦ. Ἐλευθερώνεται ἡ ψυχή ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Ὄλος ὁ ἄνθρωπος ψυχοσωματικά ἀλλοιώνεται ἀπό τή γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς καθαρίζεται καί γίνεται ὅλος ΦΩΣ. Οἱ αἰσθήσεις ἀποκτοῦν ἀπόλυτη εἰρήνη καί ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό ἀνεκλάλητη χαρά.
 Ἡ κεχαριτωμένη του συμβουλή πρός ὅλους, μοναχούς καί λαϊκούς, ἦτο ἡ ἑξῆς: Ὅποιος θέλει, ἄς δοκιμάση. Νά δοκιμάση νά λέγη τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἕστω καί προφορικά. Κι ὅταν χρονίση ἡ ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς, τότε μέσα του θά ζήση τόν παράδεισο! Θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πάθη. Θά γίνη ἄλλος ἄνθρωπος, ἕστω κι ἄν εἶναι χριστιανός πού ἀγωνίζεται μέσα στόν κόσμο. Ἡ δοκιμή ὅμως θά γίνεται πάντα μέ τίς ὁδηγίες ὁδηγοῦ ἀπλανοῦς, καθαροῦ καί φωτισμένου.
 Ἀνάλογα λοιπόν μέ τόν κόπο του ὁ χριστιανός καί τήν καθαρότητα πού θά ἔχη καί τήν ταπείνωσι πού θά καλλιεργῆ, θά γευθῆ πολύτιμους καρπούς ἀπό τήν κατά δύναμι Νοερά Καρδιακή προσευχή.
Ἄν πάλι αὐτός ὁ ἐργάτης τῆς Καρδιακῆς προσευχῆς ζῆ στήν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής, ὦ!, τότε δέν περιγράφονται τά οὐράνια χαρίσματα τῆς Εὐχῆς.
  Κατά τήν Ἁγία Γραφή νοῦς καί καρδιά ταυτίζονται. Ὁ νοῦς ὅμως εἶναι συγχρόνως καί τό μάτι τῆς ψυχῆς μας. Κι ὅταν τό μάτι εἶναι καθαρό, τότε ὄλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι φωτεινός, ἁγιασμένος, κεχαριτωμένος. Ὁ νοῦς ἀκόμα εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ὁ καθρέπτης εἶναι καθαρός καί φωτεινός, τότε μέ πολλή φυσικότητα μπορεῖ καί ἀντικατοπτρίζεται μέσα σ᾿ αὐτόν τό ἄκτιστο δεσποτικό Φῶς τῆς τρισηλίου Θεότητος. Τί φωτίζει; τόν ὅλο ἄνθρωπο, μέσα κι᾿ ἔξω! Φωτίζει τόν νοῦ, τόν λόγο, τό πνεῦμα, τίς νοερές ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, τίς αἰσθήσεις, τίς ἐπιθυμίες, τίς διαθέσεις, ἀκόμη καί τίς φυσικές ἁπλές κινήσεις τῶν ἁγιασμένων Γεροντάδων…
 Πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὅταν ζοῦσε ἀκόμη ἡ Γερόντισσα Μακρίνα τῆς Πορταριᾶς, μοῦ διηγήθηκε τήν ἑξῆς ἀξιοθαύμαστη ἐμπειρία της, πού τῆς συνέβη στά μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς, τότε πού ὑπῆρξε ἡ μεγάλη πεῖνα, ἡ γύμνια καί ἡ παντελής φτώχεια.
 Ἦτο ἀκόμη λαϊκή τήν ἐπόχή ἐκείνη, καί λόγῳ τῆς μεγάλης στερήσεως πού ὑπῆρχε σέ τρόφιμα, μόλις καί μετά βίας ἐξοικονομοῦσε μιά φετοῦλα ψωμάκι γιά ὅλη τήν ἡμέρα! Τίποτε ἄλλο!
 Ἔτσι, ἔφθασε καί ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Τό δέ Μεγάλο Σάββατο ἡ κατάστασίς της ἦτο δραματική. Τό βράδυ πῆγε στήν ἐκκλησία καί κάθησε σέ μιά γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι, λέγοντας τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
 Ὅλοι οἱ χριστιανοί, πού ἄρχισαν νά καταφθάνουν στήν ἐκκλησία, κρατοῦσαν καί ἀπό ἕνα κερί. Ἄλλος μικρό καί ἄλλς μεγάλο. Καί στό «Δεῦτε λάβετε φῶς…» ἐκείνη δέν πῆγε νά πάρη φῶς, γιατί δέν εἶχε οὔτε τό πιό μικρό κεράκι.
  • Ἐσύ, Χριστέ μου, ἔλεγε μέσα της, ἀποφάσισες νά μήν κρατάω οὔτε μιά λαμπαδίτσα… Νά ᾿ ναι εὐλογημένο!
Καί μέσα στήν προσευχή της ἐξέφραζε τήν ἀγωνία της καί κάποια μικρά παράπονα στόν Χριστό γιά τίς στερήσεις, τήν πεῖνα πού τήν θέριζε, γιά τήν λαμπάδα πού δέν εἶχε, ἐνῶ συγχρόνως μέ δάκρυα στά μάτια ἔλεγε συνεχῶς τήν ΕΥΧΗ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «νά ᾿ ναι εὐλογημένο».
Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε εἰπωθῆ τό «Χριστός ἀνέστη» καί ἄρχισε ἡ ἀναστάσιμη ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Στή μέση τῆς ἀκολουθίας λιποθύμησε ἀπό τήν ἐξάντλησι ἐξ αἰτίας τῆς πείνας τόσων ἡμερῶν, χωρίς νά γίνη ἀντιληπτή ἀπό τούς γύρω χριστιανούς.
Συνῆλθε στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Πασχαλινῆς Λειτουργίας: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος…» (Ἰωάν. Α΄: 1). Τότε λές καί ἄκουγε ἀπό τό στόμα τοῦ Λειτουργοῦ ἱερέως καί Πνευματικοῦ της χίλια οὐράνια ραδιόφωνα νά διαλαλοῦν αὐτή τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού εἶναι καί ὁ θρίαμβός της.
Αὐτά τά λόγια χαράχθηκαν βαθειά μέσα στήν ψυχή της, τήν κατέλαβαν ὁλόκληρη ψυχοσωματικά, καί τῆς δημιούργησαν ἕναν πρωτόγνωρο ἀξιοθαύμαστο χορτασμό,
ΚΑΙ στήν καρδιά.
ΚΑΙ στίς αἰσθήσεις.
ΚΑΙ στό σῶμα,
πού ἀδυνατοῦσε νά τόν περιγράψη μέ λόγια. Ἦτο χορτάτη καί στήν ψυχή καί στό σῶμα! Χορτάτη!!!
ἀργότερα τῆς ἦρθε ὁ λογισμός καί ἡ ἐσωτερική πληροφορία ὅτι οἱ Πατέρες τῆς “ἐρήμου” καί οἱ μεγάλοι ἀναχωρητές, αὐτόν τόν ὑπερχορτασμό ἠσθάνοντο καί ἐβίωναν, γι᾿ αὐτό καί δέν ἔτρωγαν καί δέν ἐγεύοντο γιά ἀρκετό καιρό τίποτε.
 Καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται πληρότητα στήν ψυχή της, μέ ταυτόχρονο ὑπερουράνιο χορτασμό, κατά τήν ὁμολογία της, μέ ὑπερκόσμια εὐωδία καί ἄρρητη γεῦσι. (Σάν νά εἶχε γευθεῖ τά γλυκύτερα μέλια καί ὅλα τά γλυκά τούτου τοῦ κόσμου).
Ἡ ἀκατάπαυστη αὐτή οὐράνια γλυκύτητα καί ὁ πνευματικός αὐτός χορτασμός αἰσθάνθηκε νά καταπλημμυρίζουν ὅλα τά κύτταρα τοῦ σώματός της καί ὅλες οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς της νά πληροῦνται ἀπό οὐράνιο πλοῦτο.
Ἡ καρδιά της νόμιζε ὅτι θά σπάση ἀπό τήν πολλή εὐτυχία πού ἀπολάμβανε, διότι, ἔνῶ ἐκείνη δοξολογοῦσε τόν Θεό μέ τήν διπλῆ Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», ταυτόχρονα μέσα στήν καρδιά της ἔψαλλε ὄχι μόνο μέ τό πλῆθος τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί μαζί μέ πλῆθος χορῶν ἁγίων Ἀγγέλων τό «Χριστός ἀνέστη».
Γι᾿ αὐτό, μετά τήν Θεία Κοινωνία της καί πρίν τελειώσει ἡ Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία, ἔφυγε ἀμέσως πολύ γρήγορα γιά τό σπίτι της, γιά νά μή χάση αὐτό τό οὐράνιο μεγαλεῖο, πού βίωνε ψυχοσωματικά μέ τόση μεγαλοπρέπεια.
Καί ᾿ κεῖ δέν ἤθελε νά φάη αὐτό, πού τόσο πτωχά εἶχε ἑτοιμάσει ἡ ἐξαδέλφη της… Τίποτε, μά τίποτε, οὔτε μιά σταγόνα νερό δέν ἤθελε. Καί μοῦ ἔλεγε:
  • Πάτερ Στέφανε, τά χείλη μου δέν μποροῦσαν νά ἐξιχνιάσουν τήν οὐράνια γεῦσι πού ἠσθάνοντο, καί ἦτο -πῶς νά τό πῶ; – σάν νά ἐγεύοντο χίλια μέλια θείας Χάριτος!
(Τούς σκληρούς ἀγῶνες, πού ἔκανε ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα Μακρίνα, ὅταν ἦτο ἀκόμη στόν κόσμο ὡς λαϊκή, ἐμεῖς σήμερα ὄχι μόνον δέν μποροῦμε νά τούς φθάσουμε, ἀλλά οὔτε κἄν νά τούς καταλάβουμε μέ τό κοσμικό μυαλό, πού ἔχουμε…, σέ ἀντίθεσι μέ τίς δικές μας σημερινές προσπάθειες, πού εἶναι τελείως ἀναιμικές, ἀδύνατες, χλιαρές καί νερόβραστες.(Προσωπικές σημειώσεις)
Ἔτσι, ἐκείνους πού ἐντρυφοῦν στήν Καρδιακή προσευχή, μέ τήν ἐπίβλεψι ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ, ὄχι μόνο μοναχούς καί ἡσυχαστές, ἀλλά καί ἀγωνιζομένους πιστούς χριστιανούς, ἡ θεία Χάρις αὐτή καθ᾿ ἑαυτή τούς ἀναβιβάζει στήν τελείωσι, στόν θρόνον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ! Εἶναι πλέον οἱ πρέσβευταί ἐκεῖνοι, πού δυσωποῦν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων μας!
Ὅταν ὁ νοῦς ἁρπάξη τήν Εὐχή, τήν ἐγκλωβίση μέσα του καί τήν κατεβάση στά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ “εὐχομένου” νοερῶς, τότε ἡ ψυχή ἀνέρχεται στά δυσθεώρητα ὕψη τοῦ ὑπερνοητοῦ οὐρανοῦ τῶν Οὐρανῶν, στήν Πόλι τοῦ Θεοῦ τήν ἁγία καί νοερῶς “ὁρᾶ καί ἅπτεται” ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, «δι᾿ ἐσόπτρου» καί «ἐν αἰνίγματι»(Α΄ Κορ. ιγ΄: 12), τά ἀγαθά τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ «ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. Γ΄: 20). Ἐπειδή ὅμως προσφέρονται λόγοι θείας καί ὑψηλῆς πνευματικῆς ἐργασίας γιά τήν Νοερά προσευχή, αἰσθανόμεθα τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβουμε τούς λόγους τοῦ Θεοφάνους τοῦ Μοναχοῦ, πού μᾶς ἐκφράζουν σέ ἀπόλυτο βαθμό: «Μή νομίσης ὡς διδάσκων ταῦτα λέγω, ἀλλ᾿ ἵν᾿ ἐμαυτόν στηλιτεύσω ἐν τούτοις, ὁρῶν ἔπαθλα τῶν ἀγωνιζομένων καί τήν ἐμαυτοῦ ἀκαρπίαν ἐκ πάντων».(Θεοφάνους Μοναχοῦ, Κλίμακα χαρίτων, Φιλοκαλία.. τ. Γ΄, σελ. 62).
 Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!

 Ἀπότόβιβλίο:««Εὐχή μέσα στόν κόσμο«
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἐκδ. Γ. Γκέλμπεσης
πηγή   το είδαμε εδώ

Ἐσχατολογικὴ Ἐκκλησία




Οἱ πεντηκοστιανοὶ ἰσχυρίζονται πὼς ἀπoστoλὴ τους εἶναι νὰ συγκροτήσουν τὴν ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων καιρῶν, τὴν ἐκκλησία ποὺ θὰ παραλάβει ὁ Κύριος καὶ ἐπικαλoῦvται τὴν δῆθεν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς πεντηκοστιανὲς ὁμάδες τοῦ αἰώνα μας.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ ἡ ἐκκλησία ὑφίσταται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ πρωτοεμφανίστηκε στὸν αἰώνα μας, παρατηροῦμε πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα καὶ ὄχι στὴ διαίρεση (Ἰω. ιστ' 13. Ἐφεσ. δ' 3-5. 13). 

Οἱ διάφορες πεντηκοστιανὲς ὁμάδες δὲν ἔχουν «μία πίστη», ἀλλὰ παρουσιάζουν μεγάλες διαφορὲς στὴ δογματικὴ διδασκαλία, ἀκόμη καὶ στὸ βασικὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Γενικὰ παρατηροῦμε πὼς ἡ κίνηση τῶν πεντηκοστιανῶν δὲν συνέβαλε στὴν ἑνότητα, ἀλλὰ στὴ μεγαλύτερη διαίρεση τῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων.

Οἱ πεντηκοστιανοὶ διακρίνουν τὸ «μικρὸ ποίμνιο», τὸ ὁποῖο ταυτίζεται δῆθεν μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν «ἐκλεκτῶν», ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῶν «μαζῶν», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν «κόσμο», εἶναι λένε, ἡ «κατ' ὄνομα ἐκκλησία», ποὺ δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἁγία Γραφή.

Τὸ «μικρὸ ποίμνιο» τοῦ Λουκ. ιβ' 32 ἀναφέρεται στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ὄχι στὴ σημερινὴ ἐποχή. Τότε ἡ ἐκκλησία εἶχε τὴ συναίσθηση πὼς βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ τὴ μεγάλη πλειoψηφία τῆς κοινωνίας, ποὺ δὲν εἶχε δεχθεῖ τὴ Χριστιανικὴ πίστη. 

Ὅμως σὲ κάποια στιγμή, σὲ πoλλὲς περιοχὲς τῆς γῆς, ἔπαυσε νὰ ἀπoτελεῖ μειονότητα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς «ἀποστάτησε».

Ἂν δεχθοῦμε αὐτὴ τὴν ἄποψη τῶν πεντηκοστιανῶν, πρέπει νὰ συμπεράνουμε πὼς καὶ ἡ κίνησή τους, λόγoυ χάρη στὶς περιοχὲς τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔγινε πλειoψηφία, ἔπεσε σὲ ἀποστασία.

Ἀποδεικνύεται δηλαδὴ πὼς ἡ παλιὰ διάκριση ἔχασε τὴ σημασία της καὶ πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καθηλώσoυμε τὴν ἐκκλησία στὴν ἱστορικὴ ἐποχὴ τοῦ ξεκινήματός της.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...