Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 19, 2014

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ



 
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου


        1. «Θα σταματήσω εις τον φυλάκιόν μου», λέγει ο θαυμάσιος Αββακούμ (Αββακ. 2, 1). Και εγώ θα σταματήσω μαζί του σήμερα επάνω εις την εξουσίαν και την διορατικήν ικανότητα την οποίαν μου έχει δώσει το Πνεύμα, και θα κατοπτεύσω και θα αναγνωρίσω ό,τι θα μου φανερωθή και ό,τι θα λεχθή προς εμέ. Και εσταμάτησα και κατόπτευσα. Και να άνδρας ο οποίος κάθεται επάνω εις τα νέφη και ο οποίος είναι πανύψηλος. Η όψις του είναι ομοία προς την όψιν αγγέλου και η στολή του ωσάν λάμψις αστραπής η οποία σχίζει τον ουρανόν (πρβλ. Ναούμ 2, 5). Και εσήκωσε την χείρα του προς την ανατολήν και εφώναξε με δυνατήν φωνήν (η φωνή του ήταν ωσάν φωνή σάλπιγγος και γύρω του υπήρχε πλήθος από μίαν ουρανίαν στρατιάν) και είπε: «Σήμερα ήλθεν η σωτηρία εις τον κόσμον, τον ορατόν και τον αόρατον. Ο Χριστός ανεστήθη από τους νεκρούς, αναστηθήτε μαζί του. Ο Χριστός επανήλθεν εις την θέσιν του, επανέλθετε και σεις. Ο Χριστός ηλευθερώθη από τα δεσμά του τάφου, ελευθερωθήτε και σεις από τα δεσμά της αμαρτίας. Αι πύλαι του άδου ανοίγονται, ο θάνατος καταλύεται, ο παλαιός Αδάμ απομακρύνεται και ο νέος συμπληρώνεται. Εάν υπάρχη κάποια νέα δημιουργία εις τον Χριστόν, ανανεωθήτε και σεις». Αυτά έλεγεν αυτός και οι άλλοι ανυμνούσαν, όπως είχε γίνει και προηγουμένως, όταν εφανερώθη εις ημάς ο Χριστός με την επίγειον γέννησίν του, με το «δόξα εις τον Θεόν, ο οποίος βρίσκεται εις τους ουρανούς, και ειρήνη επάνω εις την γην, συμφώνως προς την υπόσχεσίν Του προς τους ανθρώπους» (Λουκ. 1, 14). Μαζί με αυτούς λέγω και εγώ τα ίδια προς σάς. Μακάρι δε να αποκτούσα και φωνήν ισάξιαν προς την φωνήν των αγγέλων, η οποία να αντηχούσε απ άκρου εις άκρον της γης.

2. Πάσχα του Κυρίου, Πάσχα, και πάλιν θα είπω Πάσχα προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Αυτή είναι δι ημάς η εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων, η οποία τόσον πολύ ξεπερνά όχι μόνον τας ανθρωπίνας και τας προερχομένας από την γην, αλλά ακόμη και εκείνας του ιδίου του Χριστού και όσας τελούνται προς τιμήν Του, όσον ξεπερνά ο ήλιος τους αστέρας. Είναι μεν καλή και η χθεσινή μας λαμπροφορία και η φωταψία, την οποίαν εκάμαμεν και ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί από κοινού, και κατά την οποίαν κάθε άνθρωπος και σχεδόν κάθε τι το οποίον έχει αξίαν κατεφωτίσαμεν με πλήθος πυρσών την νύκτα, πράγμα το οποίον αποτελεί σύμβολον του μεγάλου φωτός, όπως και ο ουρανός φωτίζει από επάνω, καταυγάζων όλον τον κόσμον με την ωραιότητά του, όπως αι υπερουράνιοι φύσεις και οι άγγελοι, η πρώτη φωτεινή φύσις μετά την πρώτην, επειδή από εκείνην προέρχεται, και όπως η Τριάς από την οποίαν έχει δημιουργηθή όλον το φως, αλλά είναι ακόμη ωραιοτέρα και πιο επίσημος η σημερινή. Καθόσον χθές μεν το φως ήτο προάγγελος του μεγάλου Φωτός, το οποίον ανασταίνεται, και κατά κάποιον τρόπον μία προεόρτιος χαρά, σήμερα δε εορτάζομεν την ιδίαν την Ανάστασιν, η οποία δεν αποτελεί πλέον αντικείμενον ελπίδος, αλλά έχει ήδη γίνει πραγματικότης και έχει συγκεντρώσει γύρω της όλον τον κόσμον. Ο καθένας μεν λοιπόν με τον τρόπον του ας προσφέρη τον καρπόν του και τον χρόνον αυτόν και ας προσφέρη δώρον εορταστικόν από τα πνευματικά τα οποία αγαπά ο Θεός, μικρόν η μεγαλύτερον αναλόγως προς τας δυνάμεις του. Διότι το να προσφέρη κανείς δώρον αντάξιον προς την εορτήν θα ημπορούσαν ίσως μόλις και μετά βίας να το επιτύχουν οι άγγελοι, οι πρώτοι πνευματικοί και καθαροί και θεαταί και μάρτυρες της ουρανίου δόξης, έστω και αν είναι προσιτόν εις αυτούς κάθε είδος εξύμνησις. Ημείς δε θα προσφέρωμεν τον λόγον, το πιο ωραίον και πολύτιμον από τα μέσα τα οποία διαθέτομεν, υμνούντες και κατ άλλον τρόπον τον Λόγον δια τας ευεργεσίας Του προς τους ανθρώπους. Θα αρχίσω δε από το σημείον αυτό. Διότι δεν ανέχομαι, ενώ προσφέρω ως θυσίαν τους λόγους μου περί του μεγάλου Θύματος και της πιο μεγάλης από τας ημέρας, να μην ανατρέξω εις τον Θεόν και να κάμω από εκεί την αρχήν. Καθαρίσατε προς χάριν μου και τον νουν και την ακοήν και την διάνοιαν, όσοι εντρυφάτε εις αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται εις τον Θεόν και είναι θείος), δια να αναχωρήσετε αφού θα έχετε εντρυφήσει πραγματικά εις εκείνα τα οποία δεν τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά και συνάμα πολύ σύντομος, εις τρόπον ώστε, ούτε να σάς λυπήση με τας ελλείψεις του, ούτε και να γίνη ανιαρός εξ αιτίας του κορεσμού, τον οποίον τυχόν θα σάς έφερε.

3. Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε, και υπάρχει, και θα υπάρχη, η, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το "υπήρχε" και "θα υπάρχη", είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως ‘'ο υπάρχων'' εκφράζει το αιώνιον, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται εις τον Μωϋσή επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 14). Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλην την ''ύπαρξιν'', η οποία ούτε άρχισε ποτέ ούτε και θα λήξη ποτέ, ωσάν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοιαν και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος ημπορεί να σκιαγραφηθή κάπως μόνον με τον νουν. Και από αυτόν πάλιν μόνον πολύ αμυδρά και περιωρισμένα, όχι από την ουσίαν του αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του, δια να σχηματισθή από την συγκέντρωσιν των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αληθείας η οποία χάνεται προτού προλάβωμεν να την κρατήσωμεν, και εξαφανίζεται προτού ημπορέσωμεν να την συλλάβωμεν με τον νουν. Η εικόνα δε αυτή λάμπει εις τον νουν μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή η οποία διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μία μεριά μεν δια να προσελκύη με εκείνο το οποίον ημπορεί να γίνη κατανοητόν (διότι το τελείως ακατανόητον απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεσιν προσεγγίσεως), από την άλλην δε δια να προκαλή τον θαυμασμόν με το ακατανόητον.με τον θαυμασμόν να δημιουργή περισσότερον πόθον, με τον πόθον να καθαρίζη και με την κάθαρσιν να κάνη τον νουν μας θεόμορφον. Αφού γίνωμεν δε τέτοιοι, τολμώ να το είπω, να συναναστρεφώμεθα με το Θείον ωσάν συγγενείς. Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπη να Τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσον πολύ, όσον γνωρίζει κι όλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρον το θείον και δυσκολονόητον. Το μόνον δε το οποίον είναι κατανοητόν απ αυτό είναι το ότι είναι άπειρον, έστω και αν θα νομίζη κάποιος ότι είναι απλής φύσεως η καθ ολοκληρίαν ακατανόητον, η τελείως κατανοητόν. Διότι πως θα επιθυμήσωμεν κάποιον ο οποίος είναι απλός από την φύσιν του; Η απλότης λοιπόν δεν αποτελεί την φύσιν του, όπως και εις τα σύνθετα την φύσιν των δεν αποτελεί μόνον το ότι είναι σύνθετα.

4. Επειδή δε το άπειρον εξετάζεται από δύο πλευράς, από την αρχήν δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα σ αυτά είναι άπειρον), όταν μεν στραφή ο νους προς το ουράνιον βάθος, επειδή δεν έχει που να σταθή δια να στηρίξη τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται τον Θεόν, ονομάζει το άπειρον και το αδιέξοδον το οποίον προκύπτει από αυτά άναρχον. Όταν δε στραφή προς τα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατον και άφθαρτον. Όταν δε εξετάση τα πάντα, το ονομάζει αιώνιον. Διότι αιών δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετράται). Αλλά ό,τι είναι δι ημάς ο χρόνος, ο οποίος μετράται με την περιφοράν του ηλίου, αυτό είναι δια τα αιώνια ο αιών, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, ωσάν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Εις αυτά λοιπόν ας αρκεσθή η τωρινή μου φιλοσοφική ενασχόλησις με τον Θεόν. Διότι δεν υπάρχει χρόνος δι αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχομεν να εξετάσωμεν είναι η οικονομία και όχι η θεολογία. Όταν δε είπω Θεόν, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και η θεότης ούτε διαχέεται πέρα απ αυτά, δια να μην παραδεχθώμεν πολλούς θεούς, ούτε περιορίζωνται εις ένα απ αυτά, δια να μην κατηγορηθώμεν ότι δεχόμεθα πτωχήν θεότητα, και να μην μας είπουν είτε ιουδαίζοντας εξ αιτίας της μονοθείας, είτε ελληνίζοντας εξ αιτίας της πολυθείας. Διότι και εις τα δύο υπάρχει το ίδιον κακόν, έστω και αν ευρίσκεται μέσα εις αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε εις τα ίδια τα Σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον Τρισάγιον ύμνον (βλ. Ησ. 6, 2 ε.), συγκεντρώνονται εις μίαν αρχήν και μίαν Θεότητα, πράγμα το οποίον έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστον και υψηλόν και κάποιος άλλος από τους πριν από ημάς.

5. Επειδή όμως δεν ήτο τούτο αρκετόν εις την αγαθότητα, το να κινήται μόνον με την σκέψιν της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθή το αγαθόν και να εξαπλωθή, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξιν της απείρου αγαθότητος), κατ αρχήν μεν δημιουργεί με την σκέψιν τους αγγέλους και τας ουρανίας δυνάμεις. Και η σκέψις της γίνεται έργον, το οποίον συμπληρώνεται από τον Λόγον και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι εδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, υπηρέται της πρώτης λαμπρότητος, τας οποίας πρέπει να θεωρήσωμεν είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ, κατά κάποιον τρόπον, άϋλον και ασώματον, είτε ως κάποιαν άλλην φύσιν, η οποία να ταιριάζη όσον το δυνατόν περισσότερον προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να είπω ότι δεν ημπορούν να κινηθούν προς το κακόν, και ότι μόνον προς το καλόν ημπορούν να βαδίσουν, επειδή ευρίσκονται γύρω από τον Θεόν και φωτίζονται πρώται απ Αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερον φωτισμόν). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να είπω, ότι δεν είναι ακίνητοι αλλά μόνον δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της λαμπρότητός του (βλ. Ησ. 14, 12) και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξ αιτίας της υπερηφάνειάς του, και αι δυνάμεις αι οποίαι απεστάλησαν υπό την αρχηγίαν του, αι οποίαι εδημιούργησαν το κακόν με την απομάκρυνσιν από το καλόν και το επροκάλεσαν και εις ημάς.

6. Έτσι λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν εδημιουργήθη υπ Αυτού ο νοητός κόσμος, εις τρόπον ώστε να ημπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρών με τον μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήσαν καλά (Γεν. κεφ. 1) δι Αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν ( αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένον σύστημα και σύνολον του ουρανού και της γης και των μεταξυ αυτών ευρισκομένων, αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας η οποία δημιουργείται απ΄ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ των, δια να συμπληρώσουν ένα αρμονικόν σύνολον), δια να αποδείξη ότι ημπορεί να φέρη εις την ύπαρξιν όχι μόνον φύσιν ομοίαν προς Αυτόν αλλά και τελείως διαφορετικήν από Αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς την Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον με τον νουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τας αισθήσεις, και ακόμη περισσότερον διαφορετικά απ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα.
7. Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθησις, τα οποία διεχωρίσθησαν κατ αυτόν τον τρόπον το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα εις την φύσιν των και έφεραν εντός των το μεγαλείον του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιασταί και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμα κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωσις των αντιθέτων, δείγμα ανωτέρας σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήτο γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητος. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξη, και να παρουσιάση ένα ον από την ένωσιν και των δύο (της αοράτου δηλαδή και της ορατής φύσεως), εδημιούργησε τον άνθρωπον. Και αφού έλαβε μεν από την ύλην, η οποία υπήρχεν ήδη, το σώμα, και αφού έβαλεν εις αυτό την πνοήν του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοεράν ψυχήν και εικόνα του Θεού), τον έστησεν επί της γης ωσάν άλλον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μεγάλον μέσα εις την μικρότητά του, ωσάν άλλον άγγελον, ωσάν μικρόν προσκυνητήν, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργόν της αοράτου, βασιλέα των ευρισκομένων επί της γης και κυβερνώμενον ταυτοχρόνως από τον Ουρανόν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και εννοούμενον, ευρισκόμενον εις το μέσον μεταξύ μεγαλείου και ταπεινότητος.τον ίδιον πνεύμα και σάρκα. Πνεύμα προς χάριν του, και σάρκα δια να ημπορή να εξυψώνεται. Το μεν ένα δια να ζη και να δοξάζη τον Ευεργέτην, το δε άλλο δια να υποφέρη, να ενθυμήται και να διαπαιδαγωγήται από το πάθος του, επιδιώκων να ανυψωθή προς το μεγαλείον. Ον το οποίον διαμένει μεν εις την γην, αλλά μεταβαίνει εις άλλον κόσμον, και ωσάν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμίαν του προς Αυτόν. Διότι εις αυτό, κατά την γνώμην μου, οδηγεί η μετρία λάμψις της αληθείας, η οποία παρουσιάζεται εις την γην, εις το να ίδωμεν δηλαδή και να αισθανθώμεν την λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι ανταξία προς Εκείνον ο Οποίος μας συνέθεσε, και ο Οποίος θα μας διαλύση και θα μας συνθέση πάλιν κατά τρόπον ακόμη πιο ένδοξον.
8. Και τον ετοποθέτησεν εις τον Παράδεισον (όποιος και αν ήτο ο Παράδεισος αυτός), αφού τον ετίμησε με το αυτεξούσιον, δια να ανήκη το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξη όχι ολιγώτερον από όσον εις Εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκαμε γεωργόν αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλουστέρων και των τελειοτέρων, γυμνόν εξ αιτίας της απλότητος και της χωρίς πονηρίαν ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίδει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήτο η εντολή από ποία φυτά ημπορούσε να φάγη και ποία δεν θα έπρεπε να αγγίξη. Εις αυτά δε ανήκε το δένδρον της γνώσεως, το οποίον ούτε εφυτεύθη από την αρχήν με κακόν σκοπόν, ούτε απηγορεύθη από φθόνον (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί αι γλώσσαι των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν!), αλλ ήτο μεν καλόν εάν το εδοκίμαζε κανείς εις τον κατάλληλον καιρόν (διότι το δένδρον, κατά την άποψίν μου, ήτο η θέα του Θεού, την οποίαν ημπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθή με την άσκησιν), αλλά δεν ήτο καλόν δια τους αδοκιμάστους ακόμη και τους πιο λαιμάργους ως προς την επιθυμίαν, όπως η σκληρά τροφή δεν είναι ωφέλιμος δι εκείνους οι οποίοι είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκην από γάλα. Αφού δε εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναικός, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρεκίνησε και αυτόν σαν η πιο κατάλληλη δι αυτό (αλλοίμονον εις την αδυναμίαν μου! διότι η αδυναμία του προπάτορος είναι και ιδική μου), ελησμόνησε μεν την εντολήν, η οποία του είχε δοθή. Ενικήθη από την προσωρινήν γευστικήν δοκιμήν και έτσι εξεδιώχθη αυτομάτως από το δένδρον της ζωής, από τον Παράδεισον και από τον Θεόν εξ αιτίας της κακίας του, και ενεδύθη με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρειά σάρκα, την φθαρτήν και αντίθετον). Και ωσάν πρώτον αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνην του και κρύπτεται από τον Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι απ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία δια να μην γίνη αθάνατον το κακόν, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.
9. Αφού δε ετιμωρήθη προηγουμένως δια τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία εφύτρωσεν η ρίζα της κακίας) από διαφόρους αιτίας και κατά διαφόρους χρόνους, με τον λόγον, τον νόμον, τους προφήτας, τας ευεργεσίας, τας απειλάς, τας τιμωρίας, τας πλημμύρας, τας πυρκαϊάς, τους πολέμους, τας νίκας, τας ήττας, τα σημεία από τον ουρανόν , τα σημεία από τον αέρα, την γην και την θάλασσαν, με τας ανελπίστους μεταβολάς ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν εις το να εξαφανισθή η κακία, έχει ανάγκην τελικά από κάποιο ισχυρότερον φάρμακον δια τας φοβερωτέρας ασθενείας, τας αδελφοκτονίας δηλαδή, τας μοιχείας, τας επιορκίας, τας ανωμάλους επιθυμίας και το χειρότερον και μεγαλύτερον από όλα τα κακά, την ειδωλολατρείαν και την μετατόπισιν της προσκυνήσεως από τον δημιουργόν εις τα δημιουργήματα. Επειδή δε είχεν ανάγκην από μεγαλυτέραν βοήθειαν, του δίδεται και τέτοια: Ήτο δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθή, ο ασώματος, η Αρχή η προερχομένη από την Αρχήν, το Φως το προερχόμενον εκ του Φωτός, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφον του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτος σφραγίς, η απαράλλακτος εικών, ο όρος και ο Λόγος του Πατρός. Αυτός εισέρχεται εις την ιδίαν την εικόνα Του, ενδύεται με σάρκα προς χάριν της σαρκός και με ψυχήν πνευματικήν προς χάριν της ψυχής μου, καθαρίζων έτσι το όμοιον με το όμοιόν Του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτίαν, τέλειος άνθρωπος (Εβρ. 4, 15). Γεννηθείς μεν από την Παρθένον, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθή προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθή η γέννησις, αλλά και να προτιμηθή η παρθενία), παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψιν της ανθρωπίνης φύσεως. Γενόμενος εν από τα δύο αντίθετα, από την σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκαμε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγινε Θεός. Ω πόσον αξιοθαύμαστος είναι η νέα ένωσις! Ω πόσον παράδοξος είναι η σύνθεσις! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται δια μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει εις την Θεότητα και δια μέσου της υλικής φύσεως της σαρκός. Εκείνος ο οποίος δίδει τον πλούτον, γίνεται πτωχός.διότι γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει την σάρκα μου δια να γίνω εγώ πλούσιος με την θεότητά Του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει.διότι αδειάζει από την δόξαν Του δι ολίγον καιρόν, δια να γευθώ εγώ την πληρότητά Του. Ποίος είναι ο πλούτος της αγαθότητος; Ποίον είναι το μυστήριον το οποίον με περιβάλλει; Έλαβα την θείαν εικόνα και δεν την εφύλαξα. Παίρνει την σάρκα μου, και δια να διατηρήση την εικόνα, αλλά και δια να κάμη αθάνατον την σάρκα. Έρχεται εις δευτέραν συνάφειαν πολύ πιο παράδοξον από την πρώτην, καθόσον, τότε μεν έδωσε το καλύτερον, τώρα δε παίρνει το χειρότερον. Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστόν εις τον Θεόν, αυτό είναι, δι όσους διαθέτουν κρίσιν, ακόμη πιο υψηλόν.
10. «Αλλά τι μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα ημπορούσε να είπη κάποιος από τους πολύ φιλεόρτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπηρούνισε το πουλάρι, δια να φθάσωμεν εις το τέρμα». «Μίλησέ μας δια την εορτήν και δι εκείνα δια τα οποία έχομεν συγκεντρωθή σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάμω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλότερα πράγματα, επειδή με παρακινούσε ο πόθος και με παρέσυρεν η ρύμη του λόγου. Δεν θα ήτο δε ίσως άσχημον δια τους φιλομαθείς και φιλοκάλους να εξετάσωμεν δι ολίγων τα σχετικά με την ιδίαν την ονομασίαν του Πάσχα. Κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε άσχημον εμπειρίαν δια την ακοήν μας. Το Πάσχα αυτό, το μέγα και αξιοσέβαστον, αποκαλείται από τους Εβραίους Φάσκα σύμφωνα με την γλώσσαν των. Η ονομασία δε αυτή σημαίνει το πέρασμα, ιστορικώς με την φυγήν από την Αίγυπτον και την μετανάστευσιν εις την γην Χαναάν, πνευματικώς δε την ανάβασιν και την πρόοδον εκ των κάτω προς τα άνω και προς την γην της επαγγελίας. Εκείνο δε το οποίον έχομεν ίδει να συμβαίνη εις πολλά σημεία της Γραφής, το να μεταπλάθωνται δηλαδή ωρισμένα ονόματα από μίαν κάπως ασαφή έννοιαν εις κάποιαν σαφεστέραν, η από μίαν κάπως τραχείαν εις κάποιαν πιο ευπρεπή, το βλέπομεν να συμβαίνη και εδώ. Διότι, επειδή ωρισμένοι ενόμισαν ότι το «φάσκα» αποτελούσε την ονομασίαν του σωτηρίου πάθους, αφού εξελλήνισαν εν συνεχεία την ονομασίαν, συμφώνως προς την μεταβολήν του φί εις πί και του κάππα εις χί, απεκάλεσαν την ημέραν Πάσχα. Αφού δε παρέλαβεν η συνήθεια την ονομασίαν, την ισχυροποίησεν ακόμη περισσότερον, επειδή η ακοή των πολλών αποδέχεται με περισσοτέραν ευχαρίστησιν την ονομασίαν αυτήν ως πιο ευσεβή.
11. Ο θείος μεν λοιπόν Απόστολος απεφάνθη πριν από ημάς ότι ολόκληρος ο νόμος είναι σκιά των μελλόντων (Κολ. 2, 17) και εκείνων τα οποία γίνονται αντιληπτά από την ψυχήν και την διάνοιαν. Επίσης και ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος πριν από τον Απόστολον είχεν εμφανισθή εις τον Μωϋσή όταν έδιδε τον νόμον γύρω απ αυτά τα πράγματα. Διότι λέγει: «Φρόντισε να κάνης τα πάντα συμφώνως προς τον τύπον ο οποίος σου υπεδείχθη εις το όρος», εμφανίζων έτσι εκείνα τα οποία έβλεπεν ο Μωϋσής ωσάν σκιαγράφησιν, τρόπον τινά, και προτύπωσιν εκείνων τα οποία δεν εφαίνοντο. Και πιστεύω ότι τίποτε δεν έχει διαταχθή εις την τύχην, ούτε χωρίς λογικήν αιτίαν , ούτε κατά τρόπον ταπεινόν, ούτε κατά τρόπον ανάξιον προς την νομοθεσίαν του Θεού και την υπηρεσίαν του Μωϋσέως, έστω και αν είναι δύσκολον να ευρεθή το πνευματικόν στοιχείον το οποίον αντιστοιχεί εις κάθε μίαν από τας σκιάς όταν τας εξετάσωμεν λεπτομερώς, δηλαδή τα όσα έχουν νομοθετηθή σχετικά με την ιδίαν την σκηνήν, τας διαστάσεις της, τα υλικά κατασκευής της, τους Λευίτας και λειτουργούς, οι οποίοι τα βαστάζουν, και τα σχετικά με τας θυσίας, με τους καθαρισμούς και με τας προσφοράς. Γίνονται δε αυτά κατανοητά μόνον από εκείνους οι οποίοι ομοιάζουν ως προς την αρετήν εις τον Μωϋσή, η από εκείνους που έχουν παραπλησίαν προς αυτόν μόρφωσιν. Επειδή και εις το ίδιο το όρος ο Θεός εμφανίζεται εις τους ανθρώπους, αφ ενός μεν καταβαίνων ο ίδιος από την υψηλήν του θέσιν, αφ ετέρου δε ανυψώνων ημάς από την γηίνην ταπείνωσιν, δια να εισέλθη κάπως και όσον είναι ασφαλές Εκείνος ο οποίος δεν ημπορεί να περιορισθή εις την θνητήν ανθρωπίνην φύσιν. Διότι δεν θα ήτο δυνατόν κατ άλλον τρόπον να κατανοήση τον Θεόν το υλικόν σώμα και ο δέσμιος εις την ύλην νους, εάν δεν βοηθηθή. Τότε λοιπόν δεν φαίνεται ότι όλοι έχουν αξιωθή να ευρίσκωνται εις την ιδίαν τάξιν και στάσιν, αλλά άλλος μεν είναι άξιος δια την μίαν άλλος δε δια την άλλην, αναλόγως, όπως νομίζω, προς την καθαρότητά του ο καθένας. Άλλοι δε, όσοι είναι όμοιοι με τα θηρία ως προς την συμπεριφοράν και ανάξιοι δια τα θεία μυστήρια, έχουν απομακρυνθή ολότελα και το μόνον το οποίον τους επιτρέπεται είναι να ακούουν την φωνήν του Θεού.
12. Ημείς όμως, ακολουθούντες την μέσην οδόν μεταξύ εκείνων οι οποίοι έχουν ολότελα υλικήν διάνοιαν και εκείνων οι οποίοι είναι πολύ θεωρητικοί και προηγμένοι εις τα πνευματικά, δια να μην μένωμεν ούτε εντελώς άπρακτοι και ακίνητοι, δια να μην γίνωμεν ανάξιοι και ξένοι δι εκείνα τα οποία μας προσφέρονται (διότι το μεν πρώτον είναι κατά κάποιον τρόπον Ιουδαϊκόν και ανάξιον, το δε άλλο ίδιον εκείνων οι οποίοι μαντεύουν από τα όνειρα, και τα δύο δε εξ ίσου κατακριτέα), έτσι ας ομιλήσωμεν δια τα πράγματα αυτά, κατά τρόπον δηλαδή προσιτόν προς ημάς και όχι πολύ παράδοξον και καταγέλαστον εις τους πολλούς. Διότι νομίζομεν ότι, επειδή επέσαμεν απ αρχής εξ αιτίας της αμαρτίας και παρεσύρθημεν από την ηδονήν και εφθάσαμεν μέχρι του να γίνωμεν ειδωλολάτραι και να κάνωμεν αισχράς θυσίας, έπρεπε να συνέλθωμεν πάλιν και να επιστρέψωμεν εις την πρώτην κατάστασιν δια της ευσπλαγχνίας του Θεού και Πατρός ημών, ο οποίος δεν ανείχετο να ζημιωθή τόσον το έργον της χειρός Του, ο άνθρωπος. Πως λοιπόν πρέπει να αναπλασθώμεν και τι να γίνωμεν; Πρέπει μεν να αποδοκιμασθή η αυστηρά θεραπεία, επειδή δεν ημπορεί ούτε να πείση ούτε να κτυπήση το κακόν, το οποίον έχει γίνει δευτέρα φύσις από την συνήθειαν, να χρησιμοποιηθή δε η επιεικής και φιλάνθρωπος μέθοδος της θεραπείας, δια να επιτευχθή η διόρθωσις. Διότι ούτε βλαστός ο οποίος έχει κυρτώσει δεν ημπορεί να αντέξη την απότομον ευθυγράμμισιν και την βίαν της χειρός η οποία προσπαθεί να τον ευθυγραμμίση (ευκολώτερα μεν λοιπόν θα ημπορούσε να σπάση παρά να διορθωθή), ούτε και ευέξαπτον και ηλικιωμένον άλογον, θα ημπορούσε να ανεχθή την εξουσίαν του χαλινού, χωρίς κάποιο καλόπιασμα και χαϊδευτικόν κάλεσμα. Δια τούτο μας έχει δοθή ως βοηθός ο νόμος, σαν ένα περιτείχισμα μεταξύ του Θεού και των ειδώλων, αφ ενός μεν δια να μας επαναφέρη εις τον Θεόν. Και συγχωρεί ωρισμένα πράγματα εις την αρχήν, δια να επιτύχη το πιο σπουδαίον. Συγχωρεί κατ αρχήν τας θυσίας, δια να εγκαταστήση μέσα μας τον Θεόν. Έπειτα όμως, όταν φθάση ο κατάλληλος καιρός, θα καταργήση και τας θυσίας, θα μας αλλάξη κατά τρόπον σοφόν με τμηματικάς μεταβολάς και θα μας οδηγήση εις το Ευαγγέλιον, αφού θα είμεθα ήδη προετοιμασμένοι να το ακολουθήσωμεν πειθήνια.
13. Έτσι μεν λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν μας εδόθη ο γραπτός νόμος, ο οποίος μας οδηγεί εις τον Χριστόν, και αυτός είναι ο λόγος των θυσιών, όπως πιστεύω εγώ. Δια να μην αγνοής δε το βάθος της σοφίας και τον πλούτον των ανεξιχνίαστων κριμάτων του Θεού, δεν άφησεν ούτε αυτάς τας θυσίας τελείως ανιέρους και ατελεσφόρους ούτε να έχουν μόνον την σημασίαν του απλού αίματος, αλλά εις τας νομικάς θυσίας έχει αναμιχθη το αθυσίαστον, όσον αφορά εις την πρώτην φύσιν του, σφάγιον , δια να το είπω έτσι, το οποίον δεν καθαρίζει μόνον μικρόν μέρος της οικουμένης ούτε δι ολίγον μόνον χρόνον, αλλά καθαρίζει ολόκληρον τον κόσμον και μάλιστα εις τους αιώνας. Δια τον λόγον αυτόν λαμβάνεται ως σφάγιον αφ ενός μεν πρόβατον (Εξ. 12, 3 ε.), λόγω της αθωότητός του και του ότι αποτελούσε το ένδυμα της αρχαίας γυμνότητος (διότι τέτοιο ήτο το σφάγιον το οποίον εθυσιάσθη προς χάριν μας, το οποίον και είναι και ονομάζεται ένδυμα αφθαρσίας), αφ ετέρου δε αρτιμελές, όχι μόνον λόγω της Θεότητος, από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε τελειότερον, αλλά και λόγω της ανθρωπότητος, η οποία προσελήφθη και εχρίσθη από την Θεότητα και η οποία έγινεν ομοία με εκείνο το οποίον την είχε χρίσει, και τολμώ να το είπω, ομοία με τον Θεόν. Λαμβάνεται δε πρόβατον άρρεν επειδή προσφέρεται υπέρ του Αδάμ, η καλύτερα, επειδή το πιο σταθερόν προσφέρεται υπέρ του σταθερού, εκείνου ο οποίος υπέκυψε πρώτος εις την αμαρτίαν, η τέλος, επειδή δεν φέρει επάνω του κανένα θηλυκόν και αδύνατον χαρακτηριστικόν και επειδή απεσπάσθη βιαίως από τους παρθενικούς και μητρικούς δεσμούς και εγεννήθη άρρεν από την προφήτιδα, όπως υπόσχεται ο Ησαίας (Ησ. 8, 3). Ενός έτους δε ωσάν ήλιον δικαιοσύνης η προερχόμενον απ αυτόν η περιοριζόμενον από εκείνο το οποίον φαίνεται και επανερχόμενον εις τον εαυτόν του, το οποίον ευλογείται ως στέφανος αγαθότητος (Ψαλμ. 64, 12) και είναι από όλας τας πλευράς ίσον και όμοιον προς τον εαυτόν του, όχι μόνον δε δια τον λόγον αυτόν, αλλά και επειδή δίδει ζωήν εις τον κύκλον των αρετών, αι οποίαι αναμιγνύονται και αλληλοσυμπληρώνονται συμφώνως προς τον νόμον της φιλίας και της αρμονίας. Καθαρόν δε και γνήσιον, επειδή θεραπεύει από τας κατηγορίας και από τα ελαττώματα και τους μολυσμούς της κακίας. Διότι αν και εσήκωσε τας αμαρτίας μας και εβάστασε τας ασθενείας μας (Ησ. 53, 4), ο Ίδιος δεν έπαθε τίποτε από εκείνα τα οποία έχουν ανάγκην θεραπείας. Διότι εδοκιμάσθη καθ όλα όπως και ημείς, αλλά παρέμεινεν αναμάρτητος (Εβρ. 4, 15), επειδή εκείνος ο οποίος κατεδίωξε το φως το οποίον φωτίζει εις το σκότος (Ιω. 1, 5), δεν κατώρθωσε να τον νικήση.
14. Τι ακόμη; Εισάγεται μεν ο πρώτος μήνας, η, καλύτερα, η αρχή των μηνών (Εξ. 12, 2), είτε επειδή ήταν τέτοιος από την αρχήν δια τους Ιουδαίους είτε επειδή έγινε κατόπιν δια τον λόγον αυτόν και έλαβεν από το μυστήριον το να είναι πρώτος. Ακόμη δε η δεκάτη του μηνός, επειδή το δέκα είναι ο πιο πλήρης απ όλους τους αριθμούς, η πρώτη τελεία μονάς η οποία αποτελείται από μονάδας και η οποία δημιουργεί τελειότητα. Διατηρείται δε εις την πέμπτην ημέραν, ίσως επειδή το θύμα δια το οποίον ομιλώ καθαρίζει τας αισθήσεις από τας οποίας προήλθε το παράπτωμα και γύρω από τας οποίας διεξάγεται ο πόλεμος, επειδή αυταί δέχονται το κεντρί της αμαρτίας. Εκλέγεται δε όχι μόνον από τα αρνία (Εξ. 12, 5) αλλά και από το χειρότερον είδος και από την αριστεράν χείρα των εριφίων (Ματθ. 25, 33), επειδή δεν θυσιάζεται μόνον δια τους δικαίους αλλά και δια τους αμαρτωλούς. Μάλιστα δε προ παντός δι αυτούς, καθόσον ημείς έχομεν ανάγκην μεγαλυτέρας φιλανθρωπίας. Δεν είναι δε παράδοξον εάν το πρόβατον αναζητήται μεν κατ αρχήν εις κάθε οικίαν και εάν δεν ευρεθή τότε ανευρίσκεται κατόπιν εράνου, λόγω της πτωχείας η οποία επικρατεί, από τους οίκους των μεγάλων οικογενειών, επειδή το καλύτερον μεν είναι να έχη την ικανότητα ο καθένας να τελειωθή προσωπικά και να προσφέρη ζωντανήν και αγίαν θυσίαν εις τον Θεόν ο οποίος τον καλεί, καθαγιαζόμενος πάντοτε και με κάθε μέσον. Αν δε αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε ας χρησιμοποιήσωμεν και συνεργούς εις αυτό εκείνους οι οποίοι είναι συγγενείς με ημάς ως προς την αρετήν και άνθρωποι του ιδίου ήθους. Διότι αυτό νομίζω ότι θέλει να δείξη το παράδειγμα, το να ερχόμεθα εις επαφήν με εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται πολύ κοντά εις το σφάγιον, εάν αυτό ήθελε χρειασθή.
15. Απ εδώ προέρχεται η «ιερά νύξ», η αντίθετος της νυκτός η οποία είναι διασκορπισμένη εις τον παρόντα βίον, κατά την οποίαν διαλύεται το πρωτόγονον σκότος και τα πάντα έρχονται εις το φως, τακτοποιούνται και αποκτούν μορφήν και έτσι αποκτά ωραιότητα η προηγουμένη ασχήμια. Από εδώ απομακρυνόμεθα από την Αίγυπτον, την σκυθρωπήν αμαρτίαν η οποία μας καταδιώκει, από τον Φαραώ τον αόρατον τύραννον και από τους σκληρούς εργοδότας, και μεταφερόμεθα εις τον ουράνιον κόσμον. Και απελευθερωνόμεθα από τον πηλόν και την κατασκευήν πλίνθων, από την αχυρένια και εύθραυστον κατασκευήν του σώματος, η οποία εις τους πολλούς δεν έχει ούτε καν την αντοχήν αχυρένιων λογισμών. Από εδώ θυσιάζεται ο αμνός και σφραγίζονται με το τίμιον αίμα η πράξις και ο λόγος, δηλαδή η συνήθεια και η ενέργεια, αι οποίαι στέκονται εις τας θύρας μας - λέγω δε θύρας τα κινήματα και τα δόγματα του νού, τα οποία ανοίγουν και κλείονται καλώς από την θεωρίαν - επειδή κατά κάποιον τρόπον η θεωρία αποτελεί το μέτρον της πνευματικής ικανότητάς μας. Από εδώ δίδεται η τελευταία και πιο βαρεία πληγή εις τους διώκτας και η οποία αξίζει πραγματικά εις τους διώκτας, και η Αίγυπτος θρηνεί τα πρωτότοκα των λογισμών και των πράξεών της (το οποίον ονομάζεται και εξυψώνεται ως σπέρμα Χαλδαϊκόν από την Γραφήν (Ιουδίθ 5, 6) και νήπια της Βαβυλώνος τα οποία ρίπτονται με δύναμιν επάνω εις την πέτραν και διαλύονται (Ψαλμ. 136, 8-9), και τα πάντα είναι γεμάτα από την βοήν και την κραυγήν των Αιγυπτίων, ενώ από ημάς θα απομακρυνθή εξ αιτίας της θυσίας του αρνίου ο εξολοθρευτής άγγελος, από σεβασμόν και φόβον δια το χρίσιμον της θύρας. Από εδώ προέρχεται και το επταήμερον φούσκωμα της ζύμης (Εξ. 12, 19) (διότι το επτά είναι ο πιο μυστικός από τους αριθμούς, ο οποίος αντιστοιχεί προς τον κόσμον αυτόν), της παλαιάς και ξυνής κακίας (διότι δεν προέρχεται από εκείνην η οποία δημιουργεί το ψωμί και ζωογονεί), δια να μην διατρεφώμεθα με το Αιγυπτιακόν προζύμι και το λείψανον της φαρισαϊκής διδασκαλίας (Ματθ. 16, 6).
16. Και αυτοί μεν ας θρηνούν, από ημάς δε θα φαγωθή το αρνί. Θα φαγωθή δε κατά την εσπέραν (Εξ. 12, 18), επειδή το πάθος του Χριστού έγινε δια το τέλος των αιώνων, και επειδή παρέδωσε το Μυστήριον εις τους μαθητάς Του κατά την εσπέραν, διαλύων την σκοτοδίνην της αμαρτίας. Δεν μαγειρεύεται δε αλλά προσφέρεται ψητόν, δια να μην έχη ο λόγος μας τίποτε το ρευστόν και ευκολοδιάλυτον, αλλά να είναι καλοστημένος και σταθερός και δοκιμασμένος από το πυρ το οποίον καθαρίζει, και ελεύθερος από κάθε τι το γήϊνον και απέριττος, και να βοηθούμεθα από τα καλά κάρβουνα, τα οποία ανάπτονται από Εκείνον ο οποίος ήλθε να βάλη φωτιάν εις την γην (Λουκά 12, 49), την φωτιάν εκείνην η οποία κατακαίει τας πονηράς συνηθείας και η οποία επιταχύνει το άναμμα. Όσον μεν λοιπόν μέρος του λόγου είναι σαρκώδες και φαγώσιμον, θα φαγωθή και θα καταναλωθή (Εξ. 12, 8 ε.) μαζί με τα εντόσθια και τα κρυφά μέρη του νού και θα παραδοθή εις πνευματικήν χώνευσιν μέχρι το κεφάλι και μέχρι τα πόδια, μέχρι δηλαδή τας πρώτας ενατενίσεις της θεότητος και τας τελευταίας σκέψεις περί της σαρκώσεως. Δεν θα βγάλωμεν δε τίποτε έξω από την οικίαν, ούτε και θα κρατήσωμεν τίποτε δια την επομένην ημέραν (Εξ. 12, 10), επειδή τα περισσότερα από τα Μυστήριά μας δεν πρέπει να παρουσιάζωνται εις τους εκτός της πίστεως, επειδή δεν υπάρχει κάθαρσις η οποία να ξεπερνά αυτήν την νύκτα και επειδή δι εκείνους οι οποίοι έχουν γίνει κοινωνοί του Λόγου δεν είναι πράγμα αξιέπαινον η αναβολή. Διότι, όπως είναι καλόν και αγαπητόν εις τον Θεόν, να μη διατηρήται η οργή μέχρι να τελειώση η ημέρα, αλλά να εξαφανίζεται πριν από την δύσιν του ηλίου (Εφ. 4, 26), όπως και να το εκλάβης αυτό, είτε από χρονικήν είτε και από πνευματικήν άποψιν (διότι δεν είναι δι ημάς ασφαλές το να δύη η ήλιος ενώ διατηρούμεν ακόμη την οργήν μας), έτσι δεν πρέπει και το φαγητόν αυτό να διατηρήται καθ όλην την διάρκειαν της νυκτός, ούτε να φυλάσσεται δια την επομένην. Όσον δε μέρος έχει κόκκαλα και δεν ημπορεί να φαγωθή ούτε να γίνη από ημάς κατανοητόν, δεν πρέπει να θραυσθή (Εξ. 12, 46), διαμοιραζόμενον και κατανοούμενον κατά τρόπον εσφαλμένον (διότι θα παραλείψω να είπω ότι και από τον Ιησούν, συμφώνως προς την ιστορίαν, δεν εθραύσθη τίποτε (Ιω. 19, 36), αν και οι σταυρωταί ήθελαν να επισπεύσουν τον θάνατόν Του εξ αιτίας του Σαββάτου), ούτε να απορριφθή και να συρθή εδώ και εκεί δια να μην δοθούν τα άγια εις τους σκύλους, εις τους κακούς κατασπαρακτάς του Λόγου, όπως δεν πρέπει επίσης να δοθή εις τους χοίρους η λαμπρότης και το μαργαριτάρι του Λόγου (Ματθ. 7, 6), αλλά θα πρέπει να καταναλωθή από την φωτιάν η οποία κατακαίει και τα ολοκαυτώματα, να εκλεπτυνθή και να διατηρηθή από το Πνεύμα το οποίον ερευνά και γνωρίζει τα πάντα, και να μην χαθή μέσα εις τα ύδατα, ούτε να διασπαρή, όπως συνέβη με την κεφαλήν του μόσχου την οποίαν εσχεδίασεν ο Μωϋσής δια τον Ισραηλιτικόν λαόν δια να κατακρίνη την σκληρότητά του (Εξ. 32, 19 ε.).
17. Αξίζει δε να μην παραβλέψωμεν ούτε τον τρόπον κατά τον οποίον ετρώγετο το αρνί, επειδή αυτό δεν το έκαμεν ούτε ο νόμος, ο οποίος αρέσκεται να κρύβη την θεωρίαν (το πνεύμα) με το γράμμα του. Διότι θα καταναλώσωμεν το σφάγιον με ζήλον και θα φάγωμεν άζυμα μαζί με πικρά χόρτα και θα σφίξωμεν με ζώνην την μέσην μας και θα δέσωμεν τα υποδήματά μας και θα κρατήσωμεν μπαστούνι (Εξ. 12, 8 ε) όπως οι γέροντες. Θα τα κάμωμεν δε αυτά με ζήλον δια να μην πάθωμεν εκείνο το οποίον έπαθεν ο Λωτ, ο οποίος είχε δεχθή την απαγορευτικήν εντολήν. Ας μην κυττάξωμεν γύρω και ας μην σταματήσωμεν εις όλα τα περίχωρα. Ας φθάσωμεν εις το όρος, δια να μην καταστραφώμεν από το παράδοξον πυρ το οποίον κατέφαγε τα Σόδομα και δια να μην γίνωμεν στήλη άλατος (Γεν. 19, 12 ε.) από την επιστροφήν εις τα χειρότερα πράγματα, πράγμα το οποίον προκαλεί η αργοπορία. Ας το φάγωμεν δε με πικρά χόρτα (Εξ. 12, 8), επειδή η σύμφωνος με το θέλημα του Θεού ζωή είναι δύσκολη και ανηφορική, προ παντός δι εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη εις την αρχήν, και απέχει πάρα πολύ από την ηδονήν. Διότι, αν και είναι καλός ο νέος ζυγός και το φορτίον ελαφρόν (Ματθ. 11, 30), όπως ακούεις, τούτο συμβαίνει λόγω της ελπίδος και της ανταμοιβής, η οποία είναι πολύ πιο πλουσιοπάροχη από την κακοπάθησιν εις την γην, επειδή, αλλοιώς, ποίος δεν θα έλεγε ότι το Ευαγγέλιον είναι πολύ πιο κοπιαστικόν και δύσκολον; Διότι, ενώ ο νόμος απαγορεύει την διάπραξιν των αμαρτημάτων, εμείς κατηγορούμεθα και δια τα αίτια των αμαρτημάτων, ωσάν να τα είχαμεν σχεδόν διαπράξει. Ο νόμος λέγει: «Μη μοιχεύσης» (Εξ. 20, 13), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην αποκτήσης ούτε επιθυμίαν (Ματθ. 5, 28), δια να μην δώσης ευκαιρίαν με το περίεργον και πονηρόν βλέμμα να ανάψη το πάθος. Εκείνος λέγει: «μη φονεύσεις» (Εξ. 20, 15), ενώ συ παίρνεις την εντολήν όχι μόνον να μην ανταποδώσης το κτύπημα, αλλά και να αφήσης τον εαυτόν σου εις την διάθεσιν εκείνου ο οποίος σε εκτύπησε (Ματθ. 5, 39). Πόσον πιο φιλοσοφημένα είναι αυτά από εκείνα! Ο νόμος λέγει: «μη παραβής τον όρκον σου» (Εξ. 20, 7), ενώ συ παίρνεις την εντολήν να μην ορκισθής καθόλου (Ματθ. 5, 34), ούτε μικρόν ούτε μεγαλύτερον όρκον, επειδή ο όρκος γεννά την επιορκίαν. Εκείνος λέγει να μην προσαρτίσης άλλην οικίαν εις την οικίαν σου και άλλον αγρόν εις τον αγρόν σου (Ησ. 5, 8) καταπιέζων τον πτωχόν, ενώ συ παίρνεις την εντολήν να αποχωρισθής με προθυμίαν και εκείνα τα οποία απέκτησες δικαίως και να γυμνωθής προς χάριν των πτωχών, δια να σηκώνης με ευκολίαν τον σταυρόν και να γίνης πλούσιος από αγαθά τα οποία δεν φαίνονται (Ματθ. 19, 21).
18. Η μέση δε εις τα άλογα μεν ας μένη χαλαρή και χωρίς περίδεσιν (πρβλ. Εξ. 12, 11), επειδή δεν διαθέτουν την λογικήν η οποία χαλιναγωγεί τας ηδονάς (δεν θα ισχυρισθώ ότι και εκείνα γνωρίζουν περιορισμόν της φυσικής των ορμής), ενώ συ πρέπει να χαλιναγωγής με ζώνην και με την σύνεσιν τας επιθυμίας και την διάθεσιν δια χρεμέτισμα (Ιερεμ. 5,8) (όπως λέγει η Γραφή, η οποία διασύρει με τον τρόπον αυτόν την αισχρότητα του πάθους), δια να τρώγης καθαρός το Πάσχα, αφού νεκρώσης τα γήϊνα μέλη σου (Κολ. 3,5) και αφού μιμηθής την ζώνην του Ιωάννου (Ματθ. 3, 4) του ερημίτου, του Προδρόμου και μεγάλου Κήρυκος της αληθείας. Γνωρίζω και άλλην ζώνην - εννοώ την στρατιωτικήν και ανδρικήν - από την οποίαν ονομάζονται ωρισμένοι Σύροι εύζωνοι η μονόζωνοι (Δ' Βασ. 5, 2), και λόγω της οποίας ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Ιώβ λέγει: «δέσε με ζώνην ως άνδρας την μέσην σου και δος μου απάντησιν ανδρικήν» (Ιώβ 38, 3). Αυτήν υπερηφανεύεται και ο θείος Δαυίδ ότι έχει περιζωσθή ως δύναμιν εκ Θεού (Ψαλμ. 17, 33) και παρουσιάζει τον Θεόν ως ενδεδυμένον και περιζωσμένον με δύναμιν (Ψαλμ. 92, 1), ωπλισμένον δηλαδή κατά των ασεβών, εκτός αν προτιμά κάποιος την δύναμιν, η οποία τον κυκλώνει και σχηματίζει τρόπον τινά ζώνην, να την παρομοιάζη με ιμάτιον, επειδή ο Θεός ενδύεται το φως (Ψαλμ. 103, 2). Διότι ποίος θα υποστηρίξη ότι η δύναμις και το φως Του είναι άσχετα μεταξύ των; Αναζητώ κάτι κοινόν μεταξύ της μέσης του σώματος και της αληθείας; Πως πρέπει να εννοήσωμεν εκείνο το οποίον λέγει ο άγιος Παύλος: «σταθήτε λοιπόν με θάρρος αφού ζωσθήτε εις την μέσην σας την ζώνην της αληθείας» (Εφ. 6, 14); Μήπως τυχόν επειδή το πνευματικόν στοιχείον περισφίγγει το επιθυμητικόν και δεν το αφήνει να παρασυρθή εις άλλα πράγματα; Διότι δεν θέλει, εκείνο το οποίον αγαπά κάτι, να έχη την ιδίαν δύναμιν και προς τας άλλας ηδονάς.
19. Τα υποδήματά του δε, εκείνος μεν ο οποίος πρόκειται να εγγίση την αγίαν και θεοβάδιστον γην, ας τα λύη, όπως έκαμε και ο Μωϋσής εκείνος επάνω εις το όρος (Εξ. 3, 5), δια να μην φέρη επάνω του τίποτε το νεκρόν, ούτε τίποτε το οποίον να παρεμβάλλεται μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Όπως επίσης και αν αποστέλλεται κάποιος μαθητής δια να κηρύξη το Ευαγγέλιον, στέλλεται κατά τρόπον ασκητικόν και απλόν (Λουκ. 10, 3 ε. ). Οφείλει, εκτός από το να μην έχη επάνω του νομίσματα, ούτε ράβδον και εκτός από το να διαθέτη μόνον ένα χιτώνα, να κυκλοφορή ανυπόδητος, δια να φανούν πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων οι οποίοι κηρύττουν την ειρήνην (Ησ. 52, 7), και κάθε άλλο αγαθόν. Εκείνος δε ο οποίος απομακρύνεται από την Αίγυπτον και από τα σχετικά με την Αίγυπτον, ας φορέση υποδήματα (Εξ. 12, 11), δια να είναι ασφαλής από τα άλλα πράγματα και επιπροσθέτως από τους σκορπιούς και τα φίδια, από τα οποία έχει αφθονίαν η Αίγυπτος, δια να μην βλάπτεται από εκείνους οι οποίοι κεντούν την πτέρναν και τους οποίους έχομεν εντολήν να συντρίβωμεν με τα πόδια μας (Λουκά 10, 19). Δια το μπαστούνι (Εξ. 12, 11) δε και δια τον σχετικόν με αυτό συμβολισμόν η άποψίς μου είναι η ακόλουθος: Από την μίαν πλευράν το θεωρώ σαν υποστήριγμα και από την άλλην ως καθοδηγητικόν και διδασκαλικόν, το οποίον επαναφέρει εις την ορθήν πίστιν τα λογικά πρόβατα. Αλλά δια σε τώρα παραγγέλλει ο νόμος εκείνο το οποίον χρησιμοποιείται σαν υποστήριγμα, δια να μην γονατίση κάπου ο λογισμός σου ακούων δι αίμα και πάθος και θάνατον Θεού, και δια να μην περιπέσης τυχόν εις αθείαν από την πρόθεσιν σου να υπερασπισθής τάχα τον Θεόν. Αλλά χωρίς εντροπήν και χωρίς ενδοιασμούς φάγε το Σώμα και πίε το Αίμα, εάν επιθυμής να ζήσης, χωρίς να απιστής εις τους λόγους τους σχετικούς με την σάρκα, και χωρίς να σε ενοχλούν οι λόγοι οι σχετικοί με το πάθος. Να στέκεσαι γερά στηριγμένος, σταθερός και ακλόνητος, χωρίς να ημπορή να σε μετακινήση κανείς από τους αντιπάλους, και χωρίς να παρασύρεσαι από λόγους οι οποίοι φαίνονται πειστικοί. Σταμάτησε εις το ύψος σου, στήσε τα πόδια σου εις τας αυλάς της Ιερουσαλήμ (Ψαλμ. 121, 2) και στηρίξου εις την πέτραν, δια να μην ημπορή να κλονισθή η πορεία σου προς τον Θεόν.
20. Τι λέγεις; Έτσι τυχαίως εθεωρήθη καλόν να εξέλθης από την Αίγυπτον, από το σιδερένιο αυτό καμίνι (Δευτ. 4, 20), να εγκαταλείψης την πολυθείαν η οποία επικρατούσε εκεί, να οδηγηθής από τον Μωϋσή και από την νομοθεσίαν και την στρατηγικήν του καθοδήγησιν; Θα σου παρουσιάσω μίαν ερμηνείαν όχι ιδικήν μου, η καλύτερα, πολύ ιδικήν μου, αν εξετάσης το θέμα πνευματικώς. Δανείσου από τους Αιγυπτίους σκεύη χρυσά και ασημένια (Εξ. 11, 2), και πάρε τα μαζί σου εις την πορείαν. Πάρε ως εφόδια τα ξένα πράγματα, η καλύτερα, τα ιδικά σου, επειδή σου οφείλεται μισθός δια την εργασίαν και την κατασκευήν των πλίνθων. Χρησιμοποίησε τέχνασμα δια να ικανοποιήσης την απαίτησίν σου και αφαίρεσέ τα, όπως είναι δίκαιον. Έστω, έχεις ταλαιπωρηθή εδώ, αγωνιζόμενος με τον πηλόν, το πονηρόν αυτό και ακάθαρτον σώμα, και οικοδομών πόλεις ξένας και επισφαλείς, των οποίων η ανάμνησις θα εξαφανισθή με κρότον. Τι λοιπόν; Φεύγεις αφού εδούλεψες δωρεάν και χωρίς να πάρης μισθόν; Τι λοιπόν; θα αφήσης εις τους Αιγυπτίους και εις τας αντιπάλους δυνάμεις εκείνα τα οποία απέκτησαν άδικα και τα οποία θα καταναλώσουν κατά τρόπον ακόμη χειρότερον; Δεν είναι ιδικά των. Τα έκλεψαν και τα άρπαξαν από εκείνον ο οποίος είπεν: «ιδικόν μου είναι το ασήμι και ιδικόν μου είναι το χρυσάφι» (Αγγ. 2, 8) και θα το δώσω εις όποιον θέλω (Δαν. 4, 17). Χθές ανήκεν εις εκείνους, επειδή αυτός το είχεν επιτρέψει. Σήμερα το φέρει ο Κύριος και το δίνει εις σε, ο οποίος θα το χρησιμοποιήσης σωστά δια να σωθής. Ας αποκτήσωμεν φίλους από τα άδικα πλούτη μας, δια να μας ανταποδώσουν τας ευεργεσίας μας όταν αποθάνωμεν, κατά την μέλλουσαν κρίσιν (Λουκ. 16, 9).
21. Εάν μεν είσαι κάποιος όμοιος με την Ραχήλ η την Λείαν, ψυχή δηλαδή ομοία με εκείνας των προπατόρων της Παλ. Διαθήκης και μεγάλη, κλέψε και τα είδωλα τα οποία θα εύρης από τον πατέρα σου, όχι δια να τα διαφυλάξης, αλλά δια να τα καταστρέψης (Γεν. 31, 19). Εάν δε είσαι σοφός Ισραηλίτης, μετάφερέ τα εις την γην της επαγγελίας, δια να στενοχωρηθή δι αυτά εκείνος ο οποίος σε καταδιώκει και να σκεφθή και να κατανοήση ότι άδικα κατεδυνάστευε και μετεχειρίζετο ως δούλους ανθρώπους καλυτέρους απ αυτόν. Αν πράξης κατ αυτόν τον τρόπον και φύγης έτσι από την Αίγυπτον, γνωρίζω καλά ότι θα σε οδηγήση στήλη από φωτιάν και από σύννεφον κατά την νύκτα και κατά την ημέραν (Εξ. 13, 21 ε.), η έρημος θα ημερώση, η θάλασσα θα χωρισθή προς χάριν σου, ο Φαραώ θα πνιγή μέσα εις αυτήν, ο άρτος θα πέση ως βροχή από τον ουρανόν, ο βράχος θα αναβλύση νερό, οι Αμαληκίται θα κατανικηθούν (όχι με όπλα μόνον αλλά και με τας εχθρικάς δια τους αντιπάλους χείρας των δικαίων, αι οποίαι συμβολίζουν ταυτοχρόνως δέησιν και το ανίκητον τρόπαιον του Σταυρού), ο ποταμός θα ανακόψη τον ρούν του (Ιησ. Ναυή 3, 15), ο ήλιος θα σταματήση, η σελήνη θα αναχαιτισθή (Ιησ. Ναυή 10, 12), τα τείχη θα κατακρημνισθούν χωρίς την χρήσιν κανενός πολεμικού μηχανήματος, πλήθη (αγγέλων) θα τρέξουν μπροστά δια να ανοίξουν δρόμον εις τους Ισραηλίτας και να εμποδίσουν τους αλλοφύλους, και θα σου δοθούν και όλα τα άλλα, τα οποία αναφέρει η Γραφή ότι συνέβησαν μαζί και μετά απ αυτά, δια να μην μακρύνω ακόμη περισσότερον τον λόγον. Τέτοιαν εορτήν εορτάζεις σήμερα. Με τέτοια πράγματα σε φιλοδωρεί η γέννησις Εκείνου ο οποίος εγεννήθη προς χάριν σου και ο επιτάφιος Εκείνου ο οποίος έπαθεν. Τέτοιο είναι δια σε το μυστήριον του Πάσχα. Αυτά εσκιαγράφησεν ο νόμος και τα ωλοκλήρωσεν ο Χριστός, ο Οποίος κατέλυσε το γράμμα και ωλοκλήρωσε το πνεύμα, και ο Οποίος, ενώ με εκείνα τα οποία έπαθεν εδίδαξε το πάθος, με εκείνα με τα οποία εδοξάσθη μας χαρίζει την δυνατότητα να δοξασθώμεν μαζί Του.
22. Ημπορούμεν λοιπόν να εξετάσωμεν το πράγμα και το δόγμα, το οποίον από τους περισσοτέρους μεν παραβλέπεται, αλλά από εμέ εξετάζεται εκτενέστατα. Διότι, εις ποίον εδόθη το αίμα το οποίον εχύθη προς χάριν μας και δια ποίον πράγμα εχύθη το μεγάλο και περιβόητον Αίμα του Θεού και αρχιερέως και θύματος ταυτοχρόνως; Διότι ευρισκόμεθα μεν υπό την εξουσίαν του πονηρού εις τον οποίον είχαμεν πωληθή από την αμαρτίαν με αντίτιμον την απόλαυσιν της κακίας. Εάν δε το λύτρον δεν ανήκει εις κανένα άλλον παρά εις τον κάτοχον του δούλου, ερωτώ να μάθω εις ποίον προσεφέρθη τούτο και δια ποίον λόγον. Εάν μεν προσεφέρθη εις τον πονηρόν, μακρυά από εμέ τέτοια βλασφημία! (εάν όχι μόνον από τον Θεόν, αλλά και τον ίδιον τον Θεόν παίρνη ως λύτρον ο ληστής, και παίρνη τόσον υψηλόν μισθόν δια την δουλείαν των ανθρώπων το θέλημά του, γεγονός δια το οποίον θα ήτο δίκαιον να λυπηθή και να αφήση ελευθέρους και ημάς). Εάν δε εις τον Πατέρα, κατ αρχήν πως έγινεν αυτό; Διότι δεν εκρατούμεθα αιχμάλωτοι από εκείνον. Κατά δεύτερον δε λόγον, διατί τάχα θα ευχαριστούσε το Αίμα του Μονογενούς τον Πατέρα, ο Οποίος δεν εδέχθη ούτε τον Ισαάκ, όταν του είχε προσφερθή ως θυσία από τον Πατέρα του, αλλά άλλαξε την θυσίαν και ετοποθέτησε κριάρι εις την θέσιν του λογικού θύματος (Γεν. 22, 13); Είναι επομένως φανερόν ότι το λαμβάνει μεν ο Πατήρ, αλλά δια να εκπληρωθή το σχέδιον της σωτηρίας και επειδή έπρεπε να αγιασθή ο άνθρωπος από την ανθρωπίνην φύσιν του Θεού, δια να μας ελευθερώση ο Ίδιος, αφού κατενίκησε με την βίαν τον τύραννον, και δια να μας επαναφέρη κοντά Του με την μεσιτείαν του Υιού, ο Οποίος έδωσε το Αίμα Του δια να μας σώση προς τιμήν του Πατρός, εις τον Οποίον φαίνεται ότι παραχωρεί τα πάντα. Αυτά μεν λοιπόν τα σχετικά με τον Χριστόν καθώς και όλα τα άλλα ας τα τιμώμεν με σιωπήν. Ο δε χάλκινος όφις κρεμάται μεν εναντίον των όφεων οι οποίοι δαγκώνουν, αλλά σαν αντίθετος εικών και όχι σαν εικών Εκείνου ο οποίος έπαθε προς χάριν μας, διότι ο όφις σώζει εκείνους οι οποίοι τον βλέπουν, όχι επειδή τυχόν πιστεύουν ότι είναι ζωντανός, αλλά επειδή είναι νεκρός και νεκρώνει μαζί του τας δυνάμεις αι οποίαι ευρίσκονται υπό την εξουσίαν του, αφού έχει καταργηθή και ο ίδιος, όπως του άξιζε (πρβλ. Αριθμ. 21, 8-9). Ποίον λοιπόν επιτάφιον λόγον αρμόζει να του απαγγείλωμεν; «Που είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Που είναι, άδη, η νίκη σου;» (Οσ. 13, 14, Κορ. 15, 55). Έχεις πληγωθή από τον Σταυρόν και έχεις θανατωθή από Εκείνον ο οποίος δίδει ζωήν. Είσαι χωρίς πνοήν, νεκρός, ακίνητος, χωρίς ενέργειαν, έστω και αν διατηρής την μορφήν του όφεως, καθώς έχεις τοποθετηθή υψηλά δια να στιγματισθής.
23. Θα γίνωμεν δε μέτοχοι του Πάσχα, τώρα μεν τυπικά ακόμη και, αν αυτό είναι το παλαιόν, ακόμη πιο ανεπίσημα (διότι το Πάσχα του νόμου, τολμώ να το είπω, ήτο ακόμη πιο αμυδρός τύπος του τύπου), ύστερα δε από λίγο πολύ τελειότερα και καθαρώτερα, όταν θα το πίνη μαζί μας νέον ο Λόγος εις την βασιλείαν του Πατρός (Ματθ. 26, 29) και θα μας αποκαλύπτη και θα μας διδάσκη εκείνα τα οποία μας έχει δείξει τώρα όχι τόσον καθαρά. Διότι είναι πάντοτε νέον εκείνο το οποίον γνωρίζομεν τώρα. Ποία δε είναι η πόσις και η απόλαυσις, εμείς μεν πρέπει να το μάθωμεν, Εκείνος δε να το διδάξη και να ανακοινώση εις τους μαθητάς Του τον λόγον. Διότι η διδασκαλία είναι τροφή και δι εκείνον ο οποίος τρέφει. Αλλά εμπρός ας γίνωμεν και ημείς μέτοχοι του νόμου, κατά τρόπον όμως πνευματικόν και όχι κατά γράμμα, κατά τρόπον τέλειον και όχι ατελή, αιωνίως και όχι προσωρινώς. Ας κάμωμεν πρωτεύουσάν μας όχι την κάτω Ιερουσαλήμ, αλλά την ουράνιον μητρόπολιν.Όχι εκείνην η οποία καταπατείται τώρα από στρατεύματα, αλλά εκείνη η οποία δοξάζεται από τους Αγγέλους. Ας θυσιάσωμεν όχι νοερά μοσχάρια, ούτε αρνία «τα οποία έχουν κέρατα και νύχια» (Ψαλμ. 68, 32), το μεγαλύτερον μέρος των οποίων είναι νεκρόν και δεν αισθάνεται τίποτε, αλλά «ας προσφέρωμεν εις τον Θεόν ευχαριστήριον θυσίαν» (Ψαλμ. 49, 14) εις το ουράνιον θυσιαστήριον μαζί με τους χορούς των αγγέλων. Ας διασχίσωμεν το πρώτον χώρισμα (της σκηνής του μαρτυρίου), ας προχωρήσωμεν εις το δεύτερον και ας πλησιάσωμεν με σεβασμόν εις τα Άγια των Αγίων. Θα είπω το μεγαλύτερον, ας προσφέρωμεν τους εαυτούς μας θυσίαν εις τον Θεόν, η καλύτερα, ας Του προσφέρωμεν θυσίαν κάθε ημέραν και με κάθε κίνησίν μας. Ας δεχώμεθα τα πάντα χάριν του Λόγου, ας μιμούμεθα με τα πάθη μας το πάθος Του, ας τιμώμεν το αίμά Του με το αίμά μας και ας ανερχώμεθα με προθυμίαν εις τον σταυρόν. Τα καρφιά είναι γλυκά, έστω και αν προκαλούν φοβερούς πόνους. Διότι το να υποφέρη κανείς μαζί με τον Χριστόν και χάριν του Χριστού είναι προτιμώτερον από το να ζη ζωήν απολαύσεων κοντά σε άλλους.
24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναίος (Λουκ. 23, 26), σήκωσε τον Σταυρόν και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθής μαζί Του ως ληστής (Λουκ. 23, 40 ε.), δείξε καλήν προαίρεσιν και γνώρισε τον Θεόν. Εάν Εκείνος ετοποθετήθη μεταξύ των παρανόμων εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της αμαρτίας σου, συ να γίνης προς χάριν Του πιστός εις τον νόμον Του. Προσκύνησε Εκείνον ο οποίος υψώθη προς χάριν σου εις τον Σταυρόν, ακόμη και αν έχης υψωθή και συ. Κέρδισε κάτι και από την κακίαν. Εξαγόρασε με τον θάνατον την σωτηρίαν. Είσελθε εις τον Παράδεισον μαζί με τον Ιησούν, δια να μάθης από ποία αγαθά έχεις απομακρυνθή. Παρατήρησε τα κάλλη τα οποία υπάρχουν εκεί. Τον ληστήν ο οποίος διαμαρτύρεται και υβρίζει, άφησέ τον να αποθάνη έξω μαζί με την βλασφημίαν του. Και αν είσαι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας (Λουκ. 23, 50), ζήτησε το Σώμα από εκείνον ο οποίος τον σταυρώνει. Ας γίνη ιδικόν σου το Σώμα εκείνο το οποίον καθαρίζει τον κόσμον. Και αν είσαι ο Νικόδημος, ο θεοσεβής εκείνος ο οποίος Τον επεσκέφθη την νύκτα (Ιω. 19, 39), ενταφίασέ Τον με μύρα. Και αν είσαι κάποια Μαρία, η η άλλη Μαρία, η η Σαλώμη, η η Ιωάννα, πήγαινε πρωί-πρωί να Τον θρηνήσης (Μάρκ. 16,1). Δές πρώτη κυλισμένον τον λίθον, ενδεχομένως και τους αγγέλους και τον ίδιον τον Ιησούν. Πές Του κάτι και άκουσε την φωνήν Του. Αν ακούσης «μη με εγγίζης» (Ιω. 20, 17), σταμάτησε μακρυά, δείξε σεβασμόν προς τον Λόγον, αλλά μη λυπηθής. Διότι γνωρίζει εις ποίους θα εμφανισθή πρώτα. Βοήθησε την Εύαν, η οποία έπεσε πρώτη, να χαιρετήση και πρώτη τον Χριστόν και να το ανακοινώση εις τους μαθητάς (Ιω. 20, 14 και 18). Γίνε Πέτρος η Ιωάννης και σπεύσε εις τον τάφον, τρέχων μαζί η προπορευόμενος (Ιω. 20, 4) και συναγωνιζόμενος εις τον καλόν συναγωνισμόν. Και αν σε προλάβη εις την ταχύτητα, νίκησέ τον με την συστηματικότητά σου και μην αρκεσθής μόνον να πλησιάσης το μνημείον, αλλά να εισέλθης και μέσα (Ιω. 20, 5-6). Και αν λείψης, όπως ο Θωμάς, από την συγκέντρωσιν των μαθητών εις τους οποίους εμφανίζεται ο Ιησούς, όταν Τον ίδης, ας μην απιστήσης (Ιω. 20, 24 ε.). Και αν απιστήσης, πίστευσε εις εκείνους οι οποίοι σου το λέγουν. Εάν δε δεν τους πιστεύσης ούτε αυτούς, ας πεισθής από τα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνη εις τον Άδην, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποίον είναι το σωτηριώδες σχέδιον της διπλής καταβάσεως και ποίος ο λόγος της: Σώζει με την εμφάνισίν Του εκεί τους πάντας, η και εκεί σώζει μόνον εκείνους οι οποίοι Τον πιστεύουν;
25. Και αν ανεβαίνη εις τους ουρανούς, ανέβα μαζί Του. Εντάξου εις τους αγγέλους οι οποίοι Τον προπέμπουν η εις εκείνους οι οποίοι Τον υποδέχονται. Πρόσταξε να σηκωθούν αι πύλαι και να γίνουν υψηλότεραι (Ψαλμ. 23, 7), δια να υποδεχθούν πιο μεγαλόπρεπα Εκείνον ο οποίος επιστρέφει από το πάθος. Απάντησε εις εκείνους οι οποίοι απορούν δια το σώμα και τα σύμβολα του Πάθους, με τα οποία ανέρχεται, ενώ δεν τα είχε μαζί Του όταν είχε κατέβει, και οι οποίοι δια τον λόγον αυτόν ερωτούν να μάθουν «ποίος είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης;», ότι είναι «Κύριος κραταιός και δυνατός» (Ψαλμ. 23, 7-8) με όλα όσα ανέκαθεν έχει κάνει και με όσα κάνει και με τον τωρινόν πόλεμον και την περίλαμπρον νίκην Του προς χάριν της ανθρωπότητος, και δώσε εις την διπλήν ερώτησιν διπλήν την απάντησιν. Και αν απορούν λέγοντες, συμφώνως προς την δραματικήν προφητείαν του Ησαίου, «ποίος είναι αυτός ο οποίος έχει έλθει από την Εδώμ (Ησ. 63, 1) και από τα γήϊνα πράγματα;», η «διατί είναι κόκκινα τα ενδύματα εκείνου ο οποίος δεν έχει ούτε αίμα ούτε σώμα, ωσάν να έχη έλθει από πατητήρι και να έχη πατήσει ολόκληρον πατητήρι γεμάτον από σταφύλια;»(Ησ. 63, 2),να τους εκθειάσης την ωραιότητα της στολής του σώματος το οποίον έχει πάθη και το οποίον έχει καλλωπισθή από το Πάθος και έχει αποκτήσει από την Θεότητα την λαμπρότητα εκείνην από την οποίαν δεν υπάρχει τίποτε πιο επιθυμητόν και πιο ωραίον.
26. Τι θα μας είπουν δι αυτά οι συκοφάνται, οι πικρόχολοι ελεγκταί της Θεότητος, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς την σοφίαν, εκείνοι χάριν των οποίων απέθανεν ο Χριστός χωρίς να ζητήση αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς τον Θεόν δια την ευεργεσίαν Του; Δια τούτο είναι μικρός, επειδή εταπεινώθη προς χάριν σου; Επειδή ο καλός Ποιμήν, ο Οποίος δίνει και την ψυχήν Του δια τα πρόβατα (Ιω. 10, 11), ήλθε προς το πρόβατον το οποίον είχε χαθή (βλ. Λουκ. 15, 4-10), επάνω εις τους λόφους και τα βουνά εις τα οποία εθυσίαζες (πρβλ. Ωσ. 4, 13), και αφού το εύρε το εσήκωσεν επάνω εις τους ώμους Του, επάνω εις τους οποίους εσήκωσε και τον Σταυρόν, και το επανέφερεν εις την ουρανίαν ζωήν και αφού το ανύψωσεν εκεί το έβαλεν εις την ιδίαν θέσιν με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί;
Τον κατηγορείς επειδή ήναψε λύχνον, την ιδίαν την σάρκα Του, και εσκούπισε την οικίαν (καθαρίζων τον κόσμον από την αμαρτίαν) και ανεζήτησε την δραχμήν, την εικόνα δηλαδή του Θεού η οποία είχε καταχωνιασθή από τα πάθη, και επειδή συγκεντρώνει δια την εύρεσιν της δραχμής τας φιλικάς προς Αυτόν δυνάμεις, τας οποίας είχε μυήσει και εις το μυστήριον της σωτηρίας, και τας κάνει μετόχους εις την χαράν Του; Τον κατηγορείς επειδή τον λύχνον, ο οποίος ετοιμάζει τον δρόμον, και ο οποίος ετοιμάζει εις τον Κύριον λαόν εκλεκτόν και καθαρίζει και προετοιμάζει δια το Πνεύμα με το ύδωρ, τον ακολουθεί το υπέρλαμπρον Φως, την φωνήν την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγόν του νυμφίου ο Νυμφίος; Δι αυτό κατηγορείς τον Θεόν; Δι αυτά Τον θεωρείς κατώτερον, επειδή βάζει εις την μέσην Του την ποδιάν και πλύνει τα πόδια των μαθητών Του (Ιω. 13, 4) και δείχνει τον καλύτερον τρόπον να υψωθή κανείς, δηλαδή την ταπείνωσιν; Επειδή ταπεινώνεται χάριν της ψυχής, η οποία έχει κυρτώσει προς τα κάτω δια να ανυψώση μαζί του εκείνο το οποίον κλίνει προς τα κάτω από την αμαρτίαν; Πως δε δεν τον κατηγορείς δια το ότι γευματίζει μαζί με τους τελώνας (Λουκά 5, 27 ε.) και εις τας οικίας τελωνών, και ότι κάνει μαθητάς Του τελώνας δια να κερδίση και Αυτός κάτι; Τι δηλαδή; Την σωτηρίαν των αμαρτωλών. Ωσάν να ημπορούσε κανείς να κατηγορήση τον ιατρόν, ότι σκύβει με κατανόησιν επάνω εις τας πληγάς και ανέχεται την δυσωδίαν, δια να δώση την υγείαν εις τους ασθενείς, η εκείνον ο οποίος σκύβει από ευσπλαγχνίαν επάνω από τον βόθρον δια να βγάλη από εκεί το ζώον το οποίον έχει πέσει μέσα (πρβλ. Δευτερον. 22, 4, Ματθ. 12, 11), όπως λέγει ο νόμος.
27. Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήτο διπλούς την φύσιν), επειδή και ένιωσε κούρασιν και επείνασε και εδίψασε και εδάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τι σε ενοχλεί αυτό; Την θέλησιν του Πατρός, από τον Οποίον προέρχεται, και τον Οποίον τιμά ως αρχήν άχρονον, να την θεωρής ως αποστολήν, και να μη πιστεύης ότι είναι κάτι το αταίριαστον δια τον Θεόν. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθή, αλλά έχει γραφή επίσης ότι έχει παραδώσει τον Εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθή από τον Πατέρα και έχει αναληφθή, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον Εαυτόν του και ότι θα έλθη πάλιν. Εκείνα προέρχονται από την θέλησιν του Πατρός, αυτά από την δύναμίν του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις. Το ότι δε έπαθε με την θέλησίν Του, δεν το αναφέρεις. Τι παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από τον Θεόν. Εναντίον ποίων να οργισθή περισσότερον; Η, καλύτερα, ποίους να συγχωρήση; Εκείνους οι οποίοι ενώνουν λανθασμένα, η εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και τούτοι να ενώνουν. οι μεν με τον αριθμόν, οι δε με την Θεότητα. Εμποδίζεσαι από την σάρκα; Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν Τον ονομάζεις και Σαμαρείτην; Την συνέχειαν όμως δεν θα την αναφέρω (πρβλ. Ιω. 8, 48). Δεν πιστεύεις εις την Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονας. Δύστυχε, πόσον πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονας, και πόσον πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασίαν του Υιού την εθεώρησαν ως έκφρασιν ισοτιμίας (πρβλ. Ιω. 8, 19), διότι δεν εγνώριζαν ακόμη τον Θεόν ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι επίστευαν μόνον αφού επάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις την Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα δια σε να είσαι περιτετμημένος και να ευρίσκεσαι υπό την επήρειαν του δαίμονος, δια να εκφρασθώ κατά τρόπον αστείον, παρά να κατέχεσαι από πονηρίαν και αθείαν, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος. Αλλ όμως ο πόλεμος εναντίον τούτων η ας σταματήση, εάν βεβαίως θα ήθελαν να συνετισθούν έστω και την τελευταίαν στιγμήν, η ας αναβληθή, εάν δεν θέλουν να συνετισθούν και παραμένουν όπως έχουν. Πάντως εμείς δεν θα φοβηθούμεν τίποτε ενώ θα αγωνιζώμεθα δια την Τριάδα, με σύμμαχόν μας την ιδίαν την Τριάδα.
28. Τώρα δε είμεθα πλέον αναγκασμένοι να ανακεφαλαιώσωμεν ως εξής τον λόγον. Έχομεν δημιουργηθή δια να ευεργετηθούμεν. Έχομεν ευεργετηθή επειδή έχομεν δημιουργηθή. Μας παρεδόθη ο Παράδεισος δια να ευτυχήσωμεν. Ελάβαμεν την εντολήν, δια να δοξασθώμεν αφού την φυλάξωμεν, όχι επειδή τυχόν αγνοούσε ο Θεός εκείνο τον οποίον θα εγίνετο, αλλά επειδή ήθελε να μας παραχωρήση το αυτεξούσιον. Έχομεν εξαπατηθή, επειδή μας εφθόνησαν. Έχομεν πέσει, επειδή έχομεν παραβή την εντολήν, έχομεν αναγκασθή εις νηστείαν επειδή δεν ενηστεύσαμεν και μας κατανίκησεν η επιθυμία της γεύσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως. Διότι η εντολή ήτο παλαιά και σύγχρονος με ημάς, ένα μέσον διαπαιδαγωγήσεως της ψυχής και σωφρονισμού από τας απολαύσεις. Την ελάβαμεν δε ευλόγως δια να απολαύσωμεν, αφού την τηρήσωμεν, εκείνο το οποίο εχάσαμεν επειδή δεν την ετηρήσαμεν. Είχαμεν ανάγκην από Θεόν ο Οποίος εσαρκώθη και απέθανε, δια να ζήσωμεν. Έχομεν αποθάνει μαζί Του δια να καθαρισθώμεν. Έχομεν αναστηθή μαζί Του επειδή έχομεν συναποθάνει και έχομεν δοξασθή επειδή έχομεν συναναστηθή.
29. Πολλά μεν λοιπόν είναι τα θαύματα εκείνης της εποχής. Ο Θεός σταυρώνεται, ο ήλιος σκεπάζεται από σκότος και κατόπιν ανατέλλει πάλιν (διότι έπρεπε και τα δημιουργήματα να συμπάσχουν με τον Δημιουργόν), το καταπέτασμα του ναού σχίζεται (Λουκ. 23, 44-45, Ματθ. 27, 51), αίμα και ύδωρ χύνεται από την πλευράν (Ιω. 19, 34) (το μεν επειδή ήτο άνθρωπος, το δε επειδή ήτο ανώτερος από τον άνθρωπον), η γη συγκλονίζεται, αι πέτραι σχίζονται προς χάριν της Πέτρας (Ματθ. 27, 51, Α' Κορ. 10, 4), οι νεκροί ανασταίνονται (Ματθ. 27, 52), ως απόδειξις δια την τελευταίαν και κοινήν Ανάστασιν. Τα σημεία δε τα οποία έγιναν εις τον τάφον και τα μετά την ταφήν (Ματθ. 28, 1 ε., Μάρκ. 16, 1 ε., Λουκ. 24, 1 ε. και Ιω. 20, 1 ε.), ποίος θα ημπορούσε να τα εξυμνήση επαξίως; Τίποτε δε δεν είναι ισάξιον με το θαύμα της σωτηρίας μου. Ολίγαι σταγόνες αίματος αι οποίαι αναδημιουργούν ολόκληρον τον κόσμον και γίνονται ωσάν χυμός γάλακτος δι όλους τους ανθρώπους και μας συνδέουν και μας συγκεντρώνουν εις ένα σύνολον.
30. Αλλά, ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν, το οποίον καθαρίζεις ολόκληρον τον κόσμον! Διότι θα σου ομιλήσω ωσάν να ήσουν έμψυχον. Ω Λόγε του Θεού και Φως και Ζωή και Σοφία και Δύναμις! Διότι χαίρομαι με όλα Σου τα ονόματα. Ω γέννημα και κίνησις και σφραγίς του μεγάλου νού! Ω Λόγε, ο οποίος κατανοείσαι και, άνθρωπε, ο οποίος φαίνεσαι, και ο οποίος φέρεις τα πάντα συγκεντρωμένα εις τον λόγον της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθής τον λόγον αυτόν όχι ως τον πρώτον και καλύτερον καρπόν της καρποφορίας μας, αλλά ως συμπλήρωμά της ίσως, ευχαριστήριον αλλά και συγχρόνως παρακλητικόν, δια να μην υποφέρωμεν δια τας εντολάς Σου τίποτε περισσότερον εκτός από τα αναγκαία και τους ιερούς κόπους και πόνους, με τους οποίους έχομεν ζήσει μέχρι σήμερον. Και ας σταματήσης την τυραννίαν του σώματος εναντίον μας (βλέπεις πόσον μεγάλη είναι, Κύριε, και πόσον μας γονατίζει!), η την κρίσιν Σου, εάν πρόκειται να καθαρισθώμεν απ αυτό. Εάν δε φθάσωμεν επαξίως εις το ποθούμενον τέρμα και γίνωμεν δεκτοί εις τας ουρανίους σκηνάς, θα Σου προσφέρωμεν με προθυμίαν θυσίας δεκτάς εις το άγιόν Σου θυσιαστήριον, ω Πάτερ και Λόγε και Άγιον Πνεύμα, επειδή εις Σε οφείλεται κάθε δόξα, τιμή και εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ ἀνάστασιν

Ανάστασις Κυρίου Ιησού Χριστού και η κάθοδος στον Άδη
Κύριε, εὐλόγησον.
Ὁ τῆς δικαιοσύνης τριήμερος Ἥλιος ἀνέτειλε σήμερον, καὶ πᾶσαν τὴν κτίσιν ἐφώτισεν·
ὁ τριήμερος καὶ προαιώνιος Χριστὸς ὁ βότρυς ἐβλάστησε, καὶ τὴν οἰκουμένην εὐφροσύνης ἐπλήρωσε.
Τὸν ἀνέσπερον ὄρθρον ἴδωμεν, πρὸ ὄρθρου ἐγείρωμεν σήμερον, καὶ φωτὸς χαρᾶς ἐπληρώθημεν.
Πύλαι ᾅδου ὑπὸ Χριστοῦ ἠνοίχθησαν, καὶ νεκροὶ ὡς ἐξ ὕπνου ἀνέστησαν.
Ἀνέστη Χριστὸς ἡ τῶν πεσόντων ἀνάστασις, καὶ τὸν Ἀδὰμ συνήγειρεν·
ἀνέστη Χριστὸς ἡ πάντων ἀνάστασις, καὶ τὴν Εὔαν τῆς κατάρας ἀπήλλαξεν·
ἀνέστη Χριστὸς ἡ ἀνάστασις, καὶ τὸν πρὶν ἄκοσμον, καὶ τὰ κοσμήσας ἐφαίδρυνεν·
ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ πάντας πατάξας κατῄσχυνεν.
Ἀνέστη, καὶ χαρὰν πάσῃ τῇ κτίσει ἐδωρήσατο·
ἀνέστη, καὶ τὸ τοῦ ᾅδου δεσμωτήριον ἐκενώθη·
ἀνέστη, καὶ τὴν φθορὰν τῆς φύσεως εἰς ἀφθαρσίαν μετήγαγεν·
ἀνέστη Χριστὸς, καὶ τὸν Ἀδὰμ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα τῆς ἀθανασίας κατέστησεν.
Ἥτις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις τῇ ἀναστάσει ἀνακαινίζηται·
ἥτις ἐν Χριστῷ καινὸς κόσμος, κοσμηθῶμεν οἱ ἄκοσμοι·
ἥτις ἐν Χριστῷ Ἐκκλησία, καινὸς οὐρανὸς σήμερον·
οὐρανὸς τοῦ ὁρωμένου οὐρανοῦ ὡραιότερος.
Οὐ γὰρ ἥλιον περίκειται καθημερινὸν δύνοντα,
Ἥλιον δ' ὃν ἐπὶ σταυροῦ αἰδεσθεὶς ἔδυσεν ὁ δοῦλος οὗτος ἥλιος,
Ἥλιον, περὶ οὗ φησιν ὁ προφήτης,
Ἀνατελεῖ τοῖς φοβουμένοις τὸν Ἰησοῦν Ἥλιος δικαιοσύνης,
Ἥλιον, ὃν ἡ Ἐκκλησία ἀειλαμπῆ περιβέβληται, δι' ὅν φησιν ἡ Γραφή·
Ἥλιος ἐξῆλθεν εἰς γῆν, καὶ Λωτὸν, εἰς τύπον τοῦ νόμου, εἰσῆλθεν εἰς Σιγὼρ,
ὅπερ σμικρότης ἑρμηνεύεται.
Οὗτος ὁ Ἥλιος σοφίζων τὰ ἄσοφα·
οὗτος ὁ Ἥλιος ἐν τῷ στερεῷ μετὰ τῆς ἡμῶν πίστεως τεθεμελίωται.
∆ιὰ τοῦτον τὸν τῆς δικαιοσύνης Ἥλιον Χριστὸν οὐρανὸς ἡ Ἐκκλησία γεγένηται·
οὐ σελήνην αὔξουσαν καὶ λήγουσαν, ἀλλὰ χάριν ἀειλαμπῆ ἔχουσα·
οὐκ ἀστέρας τινὰς πλανήτας ἀνατέλλουσα, ἀλλ' ἀστέρας νεοφωτίστους ἐκ κολυμβήθρας ἀναφέρουσα·
οὐ νεφέλας ὀμβροφόρους, ἀλλὰ διδασκάλους θεολόγους ἡ Ἐκκλησία ἔχουσα·
οὐκ ἐπὶ τῶν θολερῶν ὑδάτων κρεμαμένη, ἀλλ' ἐπὶ τῶν ἱερῶν δογμάτων τεθεμελιωμένη·
οὐκ ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα, οὐκ ὀρνέων κλαγγαῖς, ἀλλὰ διδασκάλων φωναῖς ἀνθρώπους καταλέγουσα.
Αὕτη ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος·
ἀγαλλιασώμεθα πνευματικῶς, καὶ εὐφρανθῶμεν θεοπρεπῶς ἐν αὐτῇ.
Αὕτη ἡμῖν ἡ πασῶν τῶν ἑορτῶν ὑπερεόρτιος·
αὕτη ἡ ἑορτὴ, περὶ ἧς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον παρακελεύεται λέγον·
Συστήσασθε ἑορτὴν ἐν τοῖς πυκάζουσιν ὁμοῦ τε καὶ θάλπουσιν, ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου·
αὕτη ἡ ἑορτὴ τοῦ παντὸς κόσμου, ἐγκαίνιον ὁμοῦ καὶ σωτήριον.
Αὕτη ἡ ἑορτὴ πασῶν τῶν ἑορτῶν κορυφὴ καὶ ἀκρόπολις·
αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν εὐλόγησεν ὁ Θεὸς, ἡγίασεν αὐτὴν, ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, τελειώσας τὴν σωτηρίαν τῶν ἐπιγείων ὁμοῦ καὶ καταχθονίων.
Ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν εἰδώλων καὶ κνωδάλων τελετὰς καὶ ὀρχήσεις·
ἐν αὐτῇ κατέπαυσε τὴν δύναμιν πάντων ἐναντίων.
Ἐν ταύτῃ κατέπαυσεν ἑορτὰς καὶ δαιμονικὰς πανηγύρεις·
ἐν ταύτῃ κατέπαυσεν εἰδωλικῶν αἱμάτων κνίσσας καὶ θυσίας·
ἐν ταύτῃ κατέπαυσε τὴν πλάνην τῆς ἀσεβείας·
ἐν ταύτῃ κατέπαυσε τὸ κράτος τοῦ τυράννου, καὶ τοῦ λαοῦ τὸ κέντρον·
ἐν ταύτῃ κατέπαυσεν ὁμικὰς θυσίας καὶ νεομηνίας·
ἐν ταύτῃ καινοὺς ἐπήξατο τῇ κτίσει ὅρους καὶ νόμους·
ἐν ταύτῃ κατέπαυσε τὸ Πάσχα τοῦ νόμου, καὶ Ἰουδαίων·
ἐν ταύτῃ ἐπλήρωσε πάντα τὸν τύπον, σκιὰν καὶ προφητείαν.
Τὸ Πάσχα ἡμῶν, τὸ Πάσχα τὸ ἀληθινὸν, ἐτύθη Χριστὸς, καὶ ἥτις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις, ἥτις ἐν Χριστῷ καινὴ πίστις, καινοὶ νόμοι, καινὸς ὁ τοῦ Θεοῦ λαός·
καινὸς, ἀλλ' οὐ παλαιὸς Ἰσραὴλ, καὶ καινὸν Πάσχα·
καινὴ καὶ πνευματικὴ περιτομή·
καινὴ καὶ ἀναίμακτος θυσία·
καινὴ καὶ θεία διαθήκη.
Ἐγκαινίζεσθε σήμερον,
καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαινίσατε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ὅπως δέξησθε τὰ τῆς ἑορτῆς τῆς νέας καὶ ἀληθινῆς μυστήρια,
καὶ τρυφήσητε σήμερον τρυφὴν τὴν ὄντως οὐράνιον,
καὶ ἀπέλθητε φωτισθέντες τὰ μὴ παλαιούμενα τοῦ νέου Πάσχα ἀντὶ παλαιοῦ μυστήρια ἀντίτυπα·
ὅπως συνήσητε ὅσον τὸ μέσον, καὶ διάφορον τῶν Ἰουδαίων τὰ ἡμέτερα,
καὶ τίς σύγκρισις τῶν τύπων πρὸς τὴν ἀλήθειαν.
Ἀρξώμεθα τὰ τῆς Χριστοῦ Πάσχα ἀναστάσεως, καὶ θεωρίας, ἐκ τῶν ἐντεῦθεν.
Ἀπεστέλλετό ποτε πρὸς σωτηρίαν λαοῦ ἀπὸ Θεοῦ ἐξ ὄρους ὑψηλοῦ ὁ νομοθέτης Μωϋσῆς πρὸς τὸν τοῦ νόμου τύπον·
ἀπεστάλη καὶ ὁ Κύριος ὁ νομοθέτης, καὶ Θεὸς ἀπὸ Θεοῦ, καὶ ὄρος ἀπ' ὄρους οὐρανίων ὀρέων, εἰς σωτηρίαν τοῦ ἡμετέρου λαοῦ, τὸ τῆς ἀληθείας.
Ἀλλὰ Μωϋσῆς ἐκ Φαραὼ καὶ Αἰγυπτίων ἐλυτρώσατο·
Χριστὸς δὲ ἐκ διαβόλου, καὶ δαιμόνων ἐλυτρώσατο ἡμᾶς.
Ἀλλὰ πεφόνευκε Μωϋσῆς χώσας ἐν τῇ ἄμμῳ τὸν ἀδικοῦντα τὸν Ἰουδαῖον·
τεθανάτωκε καὶ Χριστὸς διάβολον, παραπέμψας αὐτὸν τῇ ἀβύσσῳ.
Εἰρήνευσε Μωϋσῆς τοὺς δύο ἀδελφοὺς αὐτοῦ μαχομένους·
εἰρήνευσε καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς δύο λαοὺς αὐτοῦ, ἑνώσας τὰ οὐράνια τοῖς ἐπιγείοις.
Ἐκεῖ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ λούσασθαι ἀπερχομένη εὗρε λαβοῦσα τὸν Μωϋσῆν·
ἡ δὲ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ θυγάτηρ βαπτίζεσθαι λαμβάνει Χριστὸν, οὐκ ἀπὸ θίβης τριμηνιαῖον, ὡς Μωϋσῆν, ἀλλ' ἐκ τοῦ τάφου τριήμερον ἀντὶ Μωϋσῆ.
Ἐκεῖ τυπικῶς καὶ νυκτερινῶς τὸ Πάσχα ὁ Ἰσραὴλ ἐποίησεν·
ἐνταῦθα φωτεινῶς τε καὶ ἡμερινῶς τὸ Πάσχα ἑορτάζομεν.
Ἐκεῖ πρὸς ἑσπέραν τῆς ἡμέρας·
ἐνταῦθα πρὸς ἑσπέραν τῶν χρόνων τοῦ αἰῶνος.
Ἐκεῖ αἱ τῶν φλιῶν θύραι τῷ αἵματι ἐχρίοντο·
ἐνταῦθα αἱ τῶν πιστῶν καρδίαι τῷ τοῦ Χριστοῦ σφραγίζονται αἵματι.
Ἐκεῖ νυκτερινὴ ἦν θυσία, καὶ νυκτὶ ἡ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης διάβασις·
ἐνταῦθα σωτηρία, καὶ φωτεινὴ ἡ τῆς Ἐρυθρᾶς τοῦ βαπτίσματος θάλασσα,
καὶ πυριζούσης τὸ πῦρ τοῦ Πνεύματος·
ἐν ᾧ καὶ Πνεῦμα Θεοῦ ἀληθῶς ἐπιφέρεται ὁμοῦ,
καὶ ἐπιφαίνεται, καὶ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ὕδατος, ἐν ᾧ συντρίβεται ἡ κεφαλὴ τοῦ δράκοντος,
καὶ ἄρχοντος τῶν δρακόντων τῶν δαιμονικῶν τοῦ διαβόλου λαῶν.
Ἐκεῖ τὸν Ἰσραὴλ νυκτερινῷ Μωϋσῆς βαπτίσματι·
ἐκεῖ νεφέλη τὸν λαὸν σκέπει·
τὸν δὲ Χριστοῦ λαὸν ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπισκιάζει.
Ἐκεῖ τοῦ λαοῦ σωθέντος ἡ Μωϋσέως Μαρία ἐχόρευσεν·
ἐνταῦθα δὲ τοῦ λαοῦ τῶν ἐθνῶν σωζομένου ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία σὺν πάσαις αὐτῆς ταῖς Ἐκκλησίαις ἑορτάζει.
Ἐκεῖ τῆς κτίσεως πέτρᾳ προσφεύγει Μωϋσῆς·
ἐνταῦθα τῆς πίστεως πέτρᾳ προσφεύγει ὁ λαός.
Ἐκεῖ αἱ πλάκαι αἱ νομικαὶ συντρίβονται, τὴν τοῦ νόμου διάβασιν μηνύουσαι ὁμοῦ, καὶ παλαίωσιν·
ἐνταῦθα δὲ οἱ θεῖοι νόμοι ἀδιάῤῥηκτοι σώζονται.
Ἐκεῖ μόσχος ἐχωνεύετο εἰς τὴν τοῦ λαοῦ τιμωρίαν·
ἐνταῦθα δὲ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ θύεται εἰς τὴν τοῦ λαοῦ σωτηρίαν.
Ἐκεῖ ῥάβδῳ πέτρα τύπτεται·
ἐνταῦθα δὲ Χριστὸς ἡ πέτρα τὴν πλευρὰν νύττεται.
Ἐκεῖ ὕδωρ ἐκ τῆς πέτρας ἐξέρχεται·
ἐνταῦθα αἷμα καὶ ὕδωρ ἐκ ζωοποιοῦ πλευρᾶς πηγάζεται.
Ἐκεῖνοι ὀρτυγομήτραν κρέα ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξαντο·
ἡμεῖς δὲ περιστερὰν τοῦ Πνεύματος ἐξ ὕψους δεχόμεθα.
Ἐκεῖνοι μάννα πρόσκαιρον ἔφαγον, καὶ ἀπέθανον·
ἡμεῖς γὰρ ἄρτον ἐσθίομεν εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Ἀλλ' ἐκεῖνα ὡς παλαιὰ καὶ σκιώδη πεπαλαίωται, καὶ τετέλεσται·
τὰ δὲ τοῦ ἡμετέρου λαοῦ αὔξει, καὶ ἐπανθεῖ εἰς ἀεὶ διαμένοντα.
Αὕτη τοῦ Πάσχα ἡμῶν ἡ πρότυπος·
αὕτη τῶν νομικῶν πραγμάτων ἡ σκιώδης διάβασις.
Οὕτω τὰ τῆς ἑορτῆς νόησον·
οὕτω τὰ τοῦ Μωσέως καὶ τῶν προφητῶν περὶ τῆς ἡμέρας σκόπησον, ἵνα πεισθῇς τῇ ἀναστάσει.
Ἀπιστίας γὰρ πάντες τὸ κάλυμμα περίκεινται.
Ἔχει πολλοὺς τοὺς τύπους, καὶ ἀπεριγράπτους τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως,
καὶ ἀναβιώσεως.
Ταύτης μάρτυρ ἀξιόπιστος Ἰσαὰκ ἡ σφαγή·
ταύτης τύπος ὁ λάκκος τοῦ Ἰωσὴφ, ἐν ᾧ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν ἐνεβλήθη, ἔνθεν ἀνῆλθεν ἀθάνατος·
ταύτης τύπος Ἱερεμίου ὁ λάκκος, ὅθεν ἅπαξ ἐκ τῆς φθορᾶς, καὶ τοῦ βορβόρου ἀνῆλθε.
Χριστοῦ τῆς ἀναστάσεως τύπος τοῦ Ἰωνᾶ τὸ κῆτος, ἐξ οὗ προῆλθε τριήμερος.
Ἔχεις καὶ ἄλλον τοῦ ἐν ᾅδου δεσμωτηρίου τύπον τὸ τοῦ Ἰωσὴφ δεσμωτήριον, ἔνθα αὐτὸν ἡ μοιχαλὶς συναγωγὴ κατέκλεισεν, ἐξ οὗ προῆλθεν ἀβλαβὴς καὶ τριετὴς, ὡς Χριστὸς τριήμερος ἐκ νεκρῶν.
Μεθ' ὧν καὶ ∆ανιὴλ τὸν τῶν λεόντων λάκκον προτυποῖ τὸν τοῦ Σωτῆρος τάφον, ἐξ οὗ ζῶν Ἰησοῦς ἀνῆλθεν, ὡς ἐκ λεόντων ῥυσθεὶς τοῦ ᾅδου, καὶ τοῦ θανάτου.
∆ιὰ τούτων Ἰουδαίους ἔλεγξον·
διὰ τούτων αὐτοὺς ἐπιτίμησον·
οὕτως ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ πάθου, καὶ ἀναστάσεως ἀπολόγησαι.
Ταῦτά σοι πρὸς συμμαχίαν σήμερον τὰ ὅπλα ὁ λόγος χαρίζεται·
ταῦτά σε ἡ ἑορτὴ ἐπιδιδάσκει μυστήρια.
Εἶτα τί καὶ μετὰ ταῦτα;
Ἡμεῖς μόνοι ἑορτάζομεν, ἢ καὶ τοῦ πλησίον μεριμνήσομεν;
Ἡμεῖς πανηγυρίσωμεν, ἢ καὶ περὶ ἄλλων ἡμῖν ὁ λόγος;
Ἀναγκαίως τῆς ἡμῶν ἑορτῆς θεάρεστος ὁμοῦ καὶ εὐπρόσδεκτος γενέσθω τις κοινὸς τῆς Ἐκκλησίας στεναγμὸς πρὸς τὸν Θεὸν, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐνάγκαις ἡμῶν ἀδελφῶν μνημονεύσωμεν, τῶν ἐν ἐρήμοις ἐνάγκαις ἐξεταζομένων ἰδίων ἡμῶν.
Γενώμεθα ὡς συνδεδεμένοι τοῖς δεδεμένοις·
γενώμεθα ὡς συμπάσχοντες τοῖς τὴν ἀνάγκην πάσχουσιν·
ὅτι ἐὰν ἓν μέλος πάσχοι, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη.
Συμπαθήσωμεν τοίνυν τοῖς ἡμῶν ἀδελφοῖς, τοῖς ἡμῶν μέλεσιν·
οἱ μὲν διὰ χρημάτων, οἱ δὲ διὰ ῥημάτων, καὶ ἄλλοι δι' εὐποιίας, πάντες δὲ διὰ τῆς πρὸς Θεὸν ὑπὲρ αὐτῶν ἱκεσίας.
Κοινὴ πάντων, παρακαλῶ, σήμερον γενέσθω πρὸς Θεὸν πρεσβεία, ὅτι κοινὴ ἡμῶν καὶ ἡ αἰχμαλωσία.
Κοινὴ, παρακαλῶ, γενέσθω ἡ δέησις, ὅτι κοινὴ ὑπάρχει ἡ παίδευσις.
Ἀκούσωμεν τοῦ λέγοντος, ὅτι Εὔξασθε ὑπὲρ ἀλλήλων ὅπως ἐσθῆτε.
Ἀκούσωμεν Χριστοῦ λέγοντος, ὅτι Ἐὰν δύο ἢ τρεῖς συμφωνήσουσιν εἰς εὐχὴν, περὶ παντὸς αἰτήματος οὗ αἰτήσονται, γενήσεται αὐτοῖς.
Μέγα, ἀδελφοὶ, ὅπλον εὐχὴ Ἐκκλησίας·
μέγα τεῖχος, ἀδελφοὶ, πρὸς Θεὸν εὐχὴ συμφωνίας, καὶ μάλιστα λαοῦ πιστοῦ αἰχμαλωσίας.
Μηδεὶς εἰπεῖν τολμήσει, ὅτι οὐκ εἰσακούει ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν.
Πλεῖον δέχεται τὴν δέησιν τῶν ταπεινῶν, καὶ μάλιστα τῶν διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ καταπονουμένων, μαστιζομένων, φυλακιζομένων, θλιβομένων, ὑπὸ ἐχθρῶν ὀνειδιζομένων, καὶ τὴν πίστιν Χριστοῦ μὴ ἀρνησαμένων.
Ἐξ ὧν ὑπάρχουσι πολλοὶ καὶ πολλαὶ ἐν τῷ παρόντι ἡμῶν λαῷ τοῦ Χριστοῦ ὁμολογηταὶ γενόμενοι, καὶ παρ' αὐτοῦ ταχέως εἰσακουόμενοι.
Μέγα ὅπλον, ἀγαπητοὶ, ἡ ἐκείνων εὐχή·
αἰδεῖται γὰρ αὐτοὺς πάντας ὁ Χριστὸς, δι' ὧν καὶ καθ' ἡμέραν κινδυνεύουσι.
∆ιὸ ταῖς τούτων ἡμεῖς θαῤῥοῦντες εὐχαῖς, καὶ εἰς τὴν τούτων παῤῥησίαν πρὸς Θεὸν ἀποβλέποντες, κοινῶς καὶ ἐκτενῶς ὑπὲρ τῶν ἐνάγκαις ἀδελφῶν ἡμῶν προσευξώμεθα, διότι πολλάκις φιλανθρωπία βασιλικὴ ἐν ταῖς ἑορταῖ·
πολλοῖς καταδίκοις ἄφεσιν καὶ ἀπολύτρωσιν χαρίζεται.
Μέγα, πάλιν λέγω, ἀδελφοὶ, εὐχὴ Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα πίστις αἰχμαλωσίας.
Καὶ γὰρ καὶ βασιλεὺς πολλάκις αἰδεῖται παράκλησιν δήμου, καὶ χαρίζεται καταδίκους δυσωποῦντι ὄχλου.
Οὐκοῦν δεόμεθα πᾶσαν τὴν ὑμετέραν ἀγάπην ἐκτενῶς μνημονεῦσαι τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν ἐνάγκῃ·
καὶ κατ' αὐτὴν ἐκείνην τὴν φρικωδεστάτην ὥραν, ἐν ᾗ τὸν ἀτίμητον μαργαρίτην τοῦ Χριστοῦ σώματος ὑποδεξόμεθα ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν.
Οὕτως ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἐκτενῶς προσευξώμεθα, καὶ τῷ Χριστῷ εἴπωμεν·
Αὐτὸς ὁ μόνος ὁ τότε καὶ νῦν ἀγαθὸς Θεὸς, καὶ φιλάνθρωπος ∆εσπότης,
ὁ διὰ τοῦ Πάσχα τὸν Ἰσραὴλ ἐκ δουλείας Αἰγύπτου ῥυσάμενος καὶ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἀμνοῦ ἐλευθερίαν αὐτῷ χαρισάμενος,
αὐτὸς καὶ νῦν διὰ τοῦ ἀχράντου σου σώματος, καὶ τοῦ τιμίου αἵματος, τῆς πικρᾶς δουλείας ἐλευθερίαν τῷ κόσμῳ σου δώρησαι.
Ὁ προσδεξάμενος τῆς ἁμαρτωλοῦ πόρνης τὸν κλαυθμὸν, πρόσδεξαι σήμερον καὶ τὴν σὴν Ἐκκλησίαν καὶ αἰχμαλωσίας τὸν στεναγμόν·
ὁ προσδεξάμενος τοῦ λῃστοῦ τοῦ πιστοῦ τὴν παράκλησιν, πρόσδεξαι τοῦ λαοῦ σου τοῦ πιστοῦ τὴν δέησιν·
ὁ προσδεξάμενος τοῦ Πέτρου τὴν μετάνοιαν, καὶ τὸν στεναγμὸν, πρόσδεξαι καὶ ἡμῶν τὸν κλαυθμὸν τῶν πτωχῶν·
ὁ μὴ ἀποστρέψας Χαναναίας τὰ δάκρυα, δέξαι καὶ μικρὰν Ἐκκλησίαν ὑπὲρ μεγάλης αἰχμαλωσίας πρεσβεύουσαν, καὶ πρὸς σὲ τὸν Θεὸν σήμερον βοῶσαν καὶ λέγουσαν·
Ὁ Θεὸς, ὁ τριήμερος ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀνάστησον ἐκ τῶν ἐχθρῶν τὸν πιστόν σου λαόν·
ὁ τὸν Ἀδὰμ ἐγείρας ἐκ τῶν θνητῶν, ἔγειρον τὸ κέρας τῶν Χριστιανῶν·
αὐτὸς ὁ τότε καὶ νῦν Θεὸς, ὁ τὴν μορφὴν τοῦ δούλου ἀναλαβὼν, λύτρωσαι ἐκ δουλείας τὸν ταπεινόν σου λαόν·
ὁ νήπιος γενέσθαι καταξιώσας ὑπὲρ ἡμῶν, σῶσον μαχαίρας τὸ πλῆθος τῶν νηπίων ἡμῶν.
Αὐτὸς ὁ τότε Θεὸς, ὁ μετὰ μητρὸς ἐν Αἰγύπτῳ ξενιτεύσας, ἀνακάλεσαι τῆς μακρᾶς ξενιτείας τὰς μητέρας καὶ τὰ τέκνα·
ὁ πραθεὶς ὑπὲρ πολλῶν ἑκουσίως, παῦσον τὴν πράσιν τοῦ λαοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν·
ὁ δι' ἡμᾶς ἐν τῷ νώτῳ δεξάμενος τὰς τοῦ Πιλάτου μάστιγας, καὶ ἀπειλὰς, αὐτὸς ὁ κοπιάσας δι' ἡμᾶς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, παῦσον τοῦ λαοῦ σου τοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίας·
ὁ ἐν σταυρῷ βοήσας·
∆ιψῶ, δρόσισον ψυχὰς δεινῶς διψώσας καὶ πεινώσας·
ὁ μετὰ ἀνόμων ὑπὸ ἀνόμων κατακριθεὶς, ῥῦσαι καὶ ἡμᾶς ἐκ τῆς τῶν ἀνόμων βουλῆς·
ὁ γυμνωθεὶς ὡς κακοῦργος ὑπὸ ἀνόμων, αὐτὸς ἐκεῖνος, ∆έσποτα, ὑπὸ παρανόμων δεσμευθεὶς, λῦσον τοὺς ἐν δεσμοῖς πεπεδημένους·
ὁ τὴν ἄχραντόν σου μητέρα παρακαλέσας ἀπὸ τοῦ σταυροῦ ὀδυρμοῦ, καὶ τοῦ κλαυθμοῦ·
αὐτὸς ὁ τότε βοήσας ταῖς μυροφόροις τὸ,
Χαίρετε, αὐτὸς καὶ νῦν βόησον ταῖς Ἐκκλησίαις σου, Χαίρετε·
αὐτὸς ὁ τοῖς ἥλοις τοῖς τιμίοις προσηλωθεὶς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας,
λῦσον σιδηροδέσμων λαῶν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας.
Ναὶ, ∆έσποτα φιλάνθρωπε, ὁ εἰπών·
Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἐκ θανάτου, ῥῦσαι τὸν λαόν σου τῆς λύπης καὶ τοῦ θανάτου·
αὐτὸς ὁ τῇ ῥομφαίᾳ νυγεὶς τὴν πλευράν σου, σύντριψον τῶν ἐχθρῶν τὴν ῥομφαίαν τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ, καὶ μνήσθητι, ∆έσποτα, ὡς τοῦ λῃστοῦ σου τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ λαοῦ σου·
ὁ χύσας τὸ ἄχραντον αἷμα ὑπὲρ ἡμῶν, παῦσον τὴν σύγχυσιν τῶν αἱμάτων ἡμῶν.
Σῶσον τὸν λαόν σου, ∆έσποτα·
φεῖσαι τῆς κληρονομίας σου.
Ἐξεγέρθητι·
ἵνα τί ὑπνοῖς, Κύριε;
Ἵνα τί τοῖς ἐχθροῖς μακροθυμεῖς;
Ἵνα τί ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀφ' ἡμῶν;
Ἀνάστηθι, καὶ μὴ ἀπώσῃ εἰς τέλος·
μὴ παρίδῃς εἰς πλήρης.
Μνήσθητι τοῦ σταυροῦ σου, μνήσθητι τοῦ λαοῦ σου, μνήσθητι τῶν οἰκτιρμῶν σου.
Ὁ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἑκουσίως δι' ἡμᾶς πειρασθεὶς, ∆έσποτα, μνήσθητι τῶν ἐν ἐρήμοις πειραζομένων λαῶν σου, τῶν ἐν ἀβάτοις καὶ ἀνύδροις·
ἐκείνων μνήσθητι μεθ' ἡμῶν, καὶ πρὸ ἡμῶν, ἀγαθὲ φιλάνθρωπε.
Ἐκείνους συμβοήθησον, ἐκείνους πρόφθασον·
ἐκείνους λοιπὸν ἐπίσκεψαι·
ἐκείνους τοὺς ὑπὲρ πάντας ἐλεεινοὺς, τοὺς παρὰ πάντας ὄντας ἐπὶ τῆς γῆς ταπεινούς·
ἐκείνους τοὺς ἐν ἐρήμοις παρὰ ἀνθρώπων ἀπεγνωσμένους·
οἵτινες μακρὰν ἐκ τῆς χειρός σου ἐδιώχθησαν·
οἵτινες μεγάλως τῷ θυμῷ σου ἐπαιδεύθησαν·
οἵτινες μεγάλως τῇ ὀργῇ σου ἠλέγχθησαν·
οἵτινες πρὸ θανάτου ὡς νεκροὶ ἀπὸ ἀνθρώπων ἐπλήσθησαν·
οἵτινες μετὰ θηρίων ἀγρίων οἰκεῖν κατεκρίθησαν·
ὧν τὴν βίαν οὐδεὶς καθορᾷ, εἰ μὴ μόνος ὁ σὸς ἀκοίμητος ὀφθαλμός·
ὧν τὴν ἀνάγκην σὺ, ∆έσποτα, γινώσκεις, καὶ ἄλλος οὐδεὶς *** εἰς αἰῶνα·
λοιπὸν δι' ὧν χωρισθέντες, τῆς οἰκουμένης τέλος μακρυνθέντες, τῶν ἐκκλησιῶν λοιπὸν ἐπιλησθέντες, τῶν ἑορτῶν τὴν ἡμέραν ἀγνοοῦντες.
Ἐκείνοις μικρὸν ἔλεος ποίησον, ∆έσποτα·
οὐ γὰρ αἰτοῦμαι πολύ.
Φθάσον ἐκείνους, ὁ Θεὸς, ὁ παιδεύσας ἐκείνους·
φθάσον τά ποτε τέκνα σου, ὅτι καὶ αὐτοί ποτε τέκνα σου, ὅτι καὶ αὐτοί ποτε Χριστιανοὶ ὑπῆρχον, καὶ αὐτοί ποτε ποίμνη σου, καὶ αὐτοί ποτε μέλη σου, καὶ αὐτοί ποτε τοῦ ἀχράντου σου μετελάμβανον σώματος, καὶ νῦν σωμάτων ἀλόγων μεταλαμβάνουσι.
∆ιὸ δὴ, ∆έσποτα, ἐπίβλεψον ἐπ' αὐτοὺς ἐν ἐλέοις καὶ οἰκτιρμοῖς σου.
Ἴδε ἐκείνων τῶν ἐλεεινῶν τὴν βίαν, καὶ δὸς φιλανθρωπίαν·
ἴδε τὴν γύμνωσιν, καὶ δὸς τὴν ἀνάῤῥυσιν·
ἴδε τὴν βαθεῖαν ἐρημίαν, καὶ ποίησον τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν.
Εἰ γὰρ καὶ δικαίως ἐπαίδευσας, ἀλλ' ὅμως ἴασαι·
εἰ καὶ ἀξίως παρέδωκας, ὅμως συνάγαγε.
Ἐμάστιξας, παρακάλεσον·
παρέδωκας, λύτρωσαι.
Εἰ καὶ πολλάκις ἡμάρτομεν, ἀλλ' ὅμως πάλιν ἡμῶν μνήσθητι,
καὶ πάλιν ἡμῶν τῇ δεήσει πείσθητι, καὶ μάλιστα τοῖς ἐν ἐρημίαις, καὶ ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις, καὶ ὁ παῖς τῆς γῆς ἀβάτοις τόποις ἡμῶν ἀδελφοῖς σου Χριστιανοῖς, σοῦ δὲ λαοῖς.
Εἰ γὰρ καὶ ἡμεῖς ἐν ἐκκλησίαις μετὰ τῶν πιστῶν, ἀλλ' ἐκεῖνοι ἐν ἐρημίαις μετὰ τῶν ἐχθρῶν·
εἰ καὶ ἡμεῖς φαιδροὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς, ἀλλ' ἐκεῖνοι ἐν μεγάλῃ σκοτίᾳ.
Μεγάλη ἡ ἐκείνων δυστυχία·
μέγα τὸ ἐκείνων ὕποπτον·
δεινὸν τὸ ἐκείνων τραῦμα, πικρὰ ἡ ἐκείνων συμφορά·
ἀδιήγητος ἡ αὐτῶν καταφθορὰ, μέγα τὸ ἐκείνων κέντρον, πολλὴ ἡ ἐκείνων τραγῳδία, ∆έσποτα.
Μὴ ἀφήσῃς ἕως ἔξω, ἀλλὰ μετὰ τῆς παιδείας δεῖξον καὶ τὴν σὴν φιλανθρωπίαν,
ἵνα μὴ εἰς τέλος οἱ Ἰουδαῖοι καυχήσωνται, ἵνα μὴ τὰ ἔθνη περὶ ἡμῶν εἴπωσι·
Ποῦ ἔστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν;
Ποῦ ἔστιν ὁ Χριστὸς αὐτῶν;
Ποῦ ἔστιν ὁ σταυρὸς αὐτῶν;
Ποῦ ἔστιν ἡ ἐλπὶς αὐτῶν;
Ποῦ ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν;
Ἵνα μὴ ταῦτα εἴπωσι, ταχὺ τὰ ἐλέη σου εἰς ἡμᾶς θεωρήσουσι·
Ταχὺ προσκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου,
Κύριε, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν σφόδρα,
ὅτι ἐταπεινώθημεν σφόδρα,
ὅτι ὠλιγώθημεν σφόδρα.
Λοιπὸν εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ὁ στεναγμὸς τῶν πεπεδημένων·
δυσωπήσει σε τὰ δάκρυα τῶν ἀκάκων νηπίων, τῶν κατασφαζομένων·
ἱκετεύσει σε ὀδυρμὸς μητέρων τῶν ἀτεκνουμένων.
Ταῦτα λέγοντες δεόμεθα, οὐ μαχόμεθα, ∆έσποτα·
δεόμεθα, ἀλλ' οὐ πρὸς σὲ δικαζόμεθα.
∆εόμεθα, ὅτι ὑπὸ ἀνόμων ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἐξ Ἑλλήνων καταπονούμεθα·
οὐ μαχόμεθα, ἀλλὰ ἐξομολογούμεθα.
Κλαίομεν, ὅτι καὶ οἱ λοιποὶ κινδυνεύουσιν.
Εἰ γὰρ καὶ ἁμαρτωλοὶ, ἀλλ' ὅμως Χριστιανοὶ τυγχάνομεν·
εἰ καὶ ταπεινοὶ, ἀλλ' ὅμως τῆς πίστεώς σου λαός·
εἰ καὶ ἀνάξιοι φιλανθρωπίας, ἀλλ' ὅμως πρόβατα τῆς σῆς Ἐκκλησίας ἐσμὲν ἐν ἑνὶ συνηθροισμένοι.
Ταύτην σοι τὴν ἱκεσίαν οἱ πτωχοὶ ὑπὲρ πλήθους λαοῦ αἰχμαλωσίας, ἐν τῇ σῇ τριημέρῳ ἀναστάσει προσάγομεν ἱερεῖς καὶ λαοὶ, νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβῦται μετὰ νεωτέρων, νήπια μετὰ μητέρων, πᾶσα ψυχὴ τῶν πιστευόντων εἰς σέ·
οὓς λύτρωσαι πάντας πάσης τῆς ἐπικειμένης ἀπειλῆς, καὶ τῆς σῆς βασιλείας ἀξίους ποίησον, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ καὶ ∆εσπότου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὺν τῷ παναγίῳ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι·
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου: Μελέτη Εις την Ανάστασιν του Κυρίου

 
Του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

Μελέτη

Εις την Ανάστασιν του Κυρίου,
εις την οποίαν χρεωστούμεν να συγχαρώμεν
Α'. Με τον αναστάντα Χριστόν.
Β'. Με την αγιωτάτην Μητέρα Του.
Γ'. Με το σώμα μας.

         Συλλογίσου αγαπητέ, ότι παρακινούμενοι ημείς από τον προφήτην Δαυίδ όπου λέγει να αγαλλώμεθα εις την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου.«αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. ριζ' 23) έχομεν χρέος εν πρώτοις να συγχαρώμεν τον Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος εις την χαρμόσυνόν Του Ανάστασιν απέκτησε πάλιν με κέρδος άπειρον όλα εκείνα όπου είχε χάσει εις το πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα είχε χάσει τότε: την χαράν, την ωραιότητα, την τιμήν και την ζωήν. Τώρα δε όπου ανέστη ανέλαβε την ζωήν, αλλά τι λογής ζωήν; Μίαν ζωήν όπου εθανάτωσε τελείως τον θάνατον και δια τούτο θέλει είναι δια πάντα ζωή μοναχή, χωρίς να φοβήται να λάβη άλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει.θάνατος αυτού ουκ έτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9).

 Ανέλαβε την τιμήν και εξουσίαν, επειδή Εκείνος ο ίδιος όπου προ ολίγου ελογίζετο ολιγώτερον παρά άνθρωπος και εκαταφρονείτο χειρότερον παρά ένας σκώληξ, τώρα ανασταίνεται και αρχίζει να βασιλεύη εν τω ουρανώ και εν τη γη. Δια τούτο και έλεγε μετά την Ανάστασιν.«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη' 18). Ανέλαβε την χαράν, επειδή διερράγησαν πλέον τα μεσότοιχα όπου εκρατούσαν πρότερον εκείνο το πέλαγος της χαράς εις μόνον το ανώτερον μέρος τη ψυχής του Κυρίου και τώρα, όλον το πλήρωμα της χαράς εκείνης όπου εκρατείτο τριαντατρείς χρόνους, έτρεξεν εις το να κατακλύση τας κατωτέρας δυνάμεις της ψυχής και τα μέλη του Λυτρωτού.

Δια τούτο και όταν ανέστη από τον τάφον, ο πρώτος λόγος όπου έβγαλεν από το άγιον στόμα Του, ήτο δηλωτικός ταύτης Του της χαράς: «και ιδού ο Ιησούς απήντησεν αυταίς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη' 9). Ανέλαβε και την ωραιότητα και την δόξαν, διότι Εκείνος όπου ήτο χθές και προχθές άμορφος, άδοξος, ανίδεος, τώρα ανέστη εκ του μνήματος, ωσάν ένας νυμφίος από τον θάλαμόν του: όλος ωραιότατος, όλος δεδοξασμένος, όλος ηλιόμορφος, επειδή η χάρις και η δόξα του αναστηθέντος σώματος του Χριστού είναι τόσον υπερβολική, όπου εις τον ουρανόν αυτή θέλει είναι η ανωτάτη μακαριότης της ψυχής και του σώματος και όλων των αισθήσεών μας. Και θέλει είναι αρκετή να ειδοποιήση εις όλους τους μακαρίους, τόσον αγγέλους όσον και ανθρώπους ένα Παράδεισον, εις τον οποίον έχουν να ευφραίνωνται αχόρταστα εις πάντας τους αιώνας. Θέλεις να το καταλάβης καλλίτερα; Σχημάτισαι με τον νουν σου ένα ήλιον τόσον λαμπρόν, όπου με το φως του να σκεπάζη μυριάδας ηλίους, καθώς και ούτος ο αισθητός ήλιος σκεπάζει όλους τους αστέρας.

Τώρα ένας ήλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ήθελεν είναι ένα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος με το ένδοξον σώμα του Ιησού, το οποίον με την υπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει την λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων των Αγίων, από τα οποία το κάθε ένα θέλει είναι λαμπρότερον από τούτον τον ήλιον, ως γέγραπται: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτού» (Ματθ. ιγ' 43), όπου το, «ως», δεν δηλοί ομοίωσιν, αλλ υπεροχήν, ήγουν λάμψουσιν υπέρ τον ήλιον, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος και αύτη είναι η δόξα εκείνη και ωραιότης όπου εζητούσεν ο Χριστός με τόσην παρακάλεσιν από τον ουράνιόν του Πατέρα προ του πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτώ τη δόξη, η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοί» (Ιω. ιζ' 5).

 Με τα οποία λόγια δείχνει ότι εζήτει και ήθελε να εξαπλωθή η δόξα της θεότητός Του δια να δοξάση πληρέστατα και την ανθρωπότητά Του, επειδή χωρίς αυτήν την δόξαν και ωραιότητα της ανθρωπότητος του Ιησού Χριστού κανένας δεν ηδύνατο να γίνη δεκτικός της του Θεού δόξης και μακαριότητος και ακολούθως κανένας δεν ηδύνατο να γίνη ποτέ μακάριος, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος. Διότι η ανθρωπότης του Θεού Λόγου εστάθη ωσάν ένα μεθόριον ανάμεσα εις τον Κτίστην και εις τα λοιπά κτίσματα και πέρνουσα αυτή εις τον εαυτόν της όλον το πλήρωμα της του Θεού δόξης και μακαριότητος το συγκερνά τρόπον τινά και ούτω δια μέσου εαυτής μεταδίδει την δόξαν ταύτην και μακαριότητα εις όλους τους μακαρίους αγγέλους τε και ανθρώπους. Αλλ όχι καθώς αυτή την λαμβάνει από τον Θεόν άκρατον, διότι είναι αδύνατον να την δεχθή έτσι άκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.αλλά συγκεκραμένην και μετριωτέραν δια να γίνωνται ταύτης δεκτικοί οι μακάριοι τόσον οι άγγελοι όσον και οι άνθρωποι.
Ότι μεν ουν οι άγγελοι λαμβάνουσι την δόξαν και μακαριότητα δια μέσου του αναστάντος Ιησού Χριστού, μάρτυς ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ότι αι τάξεις των Αγγέλων μετέχουσι της του Ιησού φωτοδοσίας, όχι με εικόνας τινάς αλλά με πρώτην μετουσίαν της γνώσεως, των θεουργικών αυτού φώτων1. Και ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου λέγει: «μετά την σάρκωσιν ώφθη (ο Θεός) και τοις αγγέλοις ουκ εν ομοιώματι της δόξης αλλ αληθεί και ζώντι χρησάμενος ως περιβολή της σαρκός τω καλύμματι» (Διάλογ. α'. κατά Ευτυχ.). Μάλιστα δε ο άγιος Ισαάκ λέγων ότι προ της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού δεν ήτο δυνατόν εις τους αγγέλους να έμβουν εις τα υψηλότερα μυστήρια της θεότητος. Ότε δε εσαρκώθη ο Λόγος ηνοίχθη αυτοίς θύρα εν τω Ιησού. (Λόγος πδ'. σελ. 478). Και πάλιν: «και αυτή η πρώτη τάξις θαρρούσα λέγει ότι ουκ αφ εαυτής, αλλά διδάσκαλον έχει τον μεσίτην Ιησούν εκείνον, υφ ου υποδέχεται και τοις κάτω επιδίδωσιν» (αυτόθ. 477). Ότι δε και οι μακάριοι άγιοι δια μέσου της ανθρωπότητος του Ιησού βλέπουσι την δόξαν του Θεού, εδήλωσεν ο Κύριος ειπών: «Πάτερ ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν». Και δεν στέκει έως εδώ αλλά προσθέτει: «ην δέδωκάς μοι» δια να φανερώση με τούτο την δόξαν όπου εδόθη εις την ανθρωπότητά Του (βλ. Ιω. ιζ' 24).
Ω δόξαις! Ω λαμπρότηταις! Ω μεγαλεία της Αναστάσεως του Κυρίου! Όντως αύτη είναι η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος. Διότι την μεν δευτέραν και τρίτην ημέραν εποίησε το πρωτόγονον εκείνο φως και την τετάρτην και πέμπτην και έκτην και εβδόμην εποίησεν τον εν τη δ' ημέρα γενόμενον ήλιον. Την δε Κυριακήν και πρώτην ταύτην ημέραν, και εν τη κοσμογενεσία, μόνος ο Κύριος αμέσως εποίησεν εκ του μη όντος εις το είναι (το γαρ εν αυτή γεγονός φως ουχί από το πρωί, αλλά από μεσημβρίας ήρξατο, κατά τους Θεολόγους) και τώρα πάλιν μόνος ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ταύτην εποίησεν από του μνήματος ως από ορίζοντος αναστάς. Και αυτή η Κυριακή, τώρα μεν είναι εικών του μέλλοντος αιώνος.τότε δε έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών2.
«Όντως αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» (Ψαλμ. ριζ' 23). Οι εχθροί Του δαίμονες, ο εχθρός Του θάνατος, ο εχθρός Του η αμαρτία, ο εχθρός Του άδης, οι εχθροί Του Ιουδαίοι οι τούτον σταυρώσαντες και μισούντες Αυτόν. Όντως εκινδύνευε το καράβι να πνιγή και να πλέη δεν ηδύνατο όπου ερρίφθη ο Ιωνάς εις την θάλασσαν και κατεπόθη από το κήτος. Καράβι είναι ο κόσμος όπου δεν ηδύνατο να υπάγη εμπρός εις το αγαθόν. Θάλασσα είναι τα πάθη και αι θλίψεις του κόσμου. Ιωνάς ο Χριστός, κήτος ήτον ο θάνατος και ο άδης. Ερρίφθη ο Χριστός εις την θάλασσαν και τα πάθη. Κατεπόθη από τον θάνατον και τον άδην. Και επειδή η ζωοποιός θεότης δεν εχωρίσθη ούτε από το νεκρωθέν σώμα το κείμενον εις τον τάφον ούτε από την ψυχήν την καταβάσαν εις άδην δια τούτο ενέκρωσε και τον άδην και ανέστη τριήμερος και ούτως ο κόσμος όπου εκινδύνευε διεσώθη «ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο υιος του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ' 40).
Τώρα εσύ αδελφέ, είναι δυνατόν να μελετήσης ταύτας τας αληθείας, και να μη γεμίση από χαράν η καρδία σου δια την ανωτάτην ευδαιμονίαν και δόξαν, εις την οποίαν βλέπεις πως έφθασεν ο Λυτρωτής σου δια της Αναστάσεως, όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το πανάγιον σώμα Του; Όθεν επιθύμησαι να έχης όλαις ταις χαραίς των αγγέλων και όλων των Αγίων όπου συνέστησαν σήμερον και ελευθερώθησαν από τον άδην, δια να συγχαρής με αυτάς τον αναστάντα Δεσπότην, και δια να ευφρανθής με όλην σου την καρδίαν εις την νέαν ταύτην χαράν και δόξαν και νίκην Του, στοχαζόμενος πως η ιδική Του χαρά είναι και χαρά ιδική σου. Η ιδική Του δόξα είναι και δόξα ιδική σου και η ιδική Του νίκη είναι και νίκη ιδική σου. Και απλώς όσα Αυτός προνόμια και αξιώματα έλαβε δια της Αναστάσεώς Του, όλα ταύτα γίνονται και ιδικά σου δια της προς Αυτόν πίστεως και θερμής αγάπης. Εκείνου ως κεφαλής και εσένα ως μέλους. Εκείνου ως Πατρός και εσένα ως υιού. Εκείνου ως αρχιστρατήγου και βασιλέως και εσένα ως στρατιώτου και βασιλευομένου. Εκείνου ως φιλουμένου και εσένα ως φιλούντος.επειδή η αγάπη έχει φυσικόν ιδίωμα να κοινοποιή τα των φίλων κατά την παροιμίαν.«τα των φίλων κοινά». Και καθώς χθές και προχθές εκοινωνήσατε εις τα Πάθη και την θλίψιν του Κυρίου δια της πίστεως και αγάπης έτσι και σήμερον είναι δίκαιον να κοινωνήσετε εις την χαράν Αυτού και δόξαν και Ανάστασιν, «καθώς κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι χαίρετε ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης Αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι» (Α' Πέτρ. δ' 13).
Και αν ο Αβραάμ προτήτερα από τρεις χιλιάδας χρόνους είδε την ημέραν ταύτην της Αναστάσεως του Σωτήρος και εχάρη, όταν έλαβε ζωντανόν τον υιόν του καθώς είπεν ο Κύριος: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είδε και εχάρη». (Ιωάν. η' 56). Πως εσύ να μη χαρής αδελφέ εις την ημέραν ταύτην του Κυρίου, εις την οποίαν η φθορά μετεβλήθη εις αφθαρσίαν, ο θάνατος εις ζωήν, ο ακάνθινος στέφανος εις ρόδα και άνθη, ο κάλαμος, η λόγχη, οι ήλοι, ο Σταυρός και τα λοιπά όργανα του Πάθους και της ατιμίας, έγιναν όργανα δόξης και απαθείας; Πως να μη ευφρανθής εις την ημέραν ταύτην, εις την οποίαν οι μεν εν ουρανώ άγγελοι αγάλλονται απολαβόντες και αυτοί δια της Αναστάσεως την σωτηρίαν; Ήγουν την τελείαν ατρεψίαν και ακινησίαν εις το κακόν, ην ουκ είχον πρότερον, καθώς ο θεολόγος Γρηγόριος τούτο δηλοί εις το Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος» και ο τούτου σχολιαστής ερμηνεύει Νικήτας3.
Οι εν τω άδη Προπάτορες ευφραίνονται, οι εν τοις μνημείοις εγείρονται, οι εν τη γη Απόστολοι χαίρουσι, και ο ίδιος άδης πανηγυρίζει με όλα ομού τα επίγεια και ουράνια και άλλο δεν ακούεται εις κάθε μέρος, παρά το «Χριστός Ανέστη!». Πως εσύ να μην αγαλλιάσης εις την ημέραν ταύτην της αγαλλιάσεως, ήτις είναι των εορτών Εορτή και Πανήγυρις των πανηγύρεων κατά τον θεολόγον Γρηγόριον; Έαρ της Εκκλησίας μεταξύ των καιρών. Ήλιος μεταξύ των αστέρων, χρυσός μεταξύ των μετάλλων και βασιλίς, μεταξύ όλων των ημερών του ενιαυτού. Ήξευρε γαρ ότι αν δεν χαρής πνευματικώς εις όλα ταύτα τα υπερφυσικά χαρίσματα της του Χριστού Αναστάσεως, είναι κακόν σημάδι δια λόγου σου, πως δεν αγαπάς τον αναστάντα Χριστόν και ακολούθως πως δεν είσαι αληθινός Χριστιανός, αλλά ξένος του Χριστού και αλλότριος, διότι δεν συγχαίρεσαι εις την χαράν και δόξαν του Κυρίου σου.
Δια τούτο άναψαι αδελφέ την καρδίαν σου με μίαν φλόγα αγάπης προς τον αναστάντα Χριστόν, ευφραινόμενος εις την ευδαιμονίαν και εις το ιδικόν του καλόν περισσότερον, παρά όπου ήθελες ευφρανθή αν ήτο ιδικόν σου. Και επειδή σήμερον έγιναν καινούργια όλα τα πάντα, ως λέγει ο Παύλος: «τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β' Κορ. ε' 17): καινός ο τάφος, καιναί αι σινδόνες, καινή η Ανάστασις του Κυρίου. Καινοί οι αναστάντες Προπάτορες και Δίκαιοι, καινός ο ουρανός, καινή η γη. Ψάλλε και εσύ ακολούθως καινά άσματα καθώς σε προστάζει ο Δαβίδ: «άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ' 1). Και συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε έργα καινούργια, ζήσαι ζωήν καινούργιαν και αξίαν της του Χριστού καινής Αναστάσεως. Εσύ όταν εβαπτίσθης, συναπέθανες και συνεταφιάσθης μαζί με τον Χριστόν εις την αγίαν κολυμβήθραν και συνανεστήθης μαζί με Αυτόν και υπεσχέθης να ζήσης μίαν καινούργιαν ζωήν, ως λέγει ο Παύλος «συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ως περ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ' 4). Λοιπόν, εντράπου πως έως τώρα παρέβης την υπόσχεσιν αυτήν και έζησες μίαν ζωήν παλαιάν και διεφθαρμένην και από της σήμερον και εις το εξής αποφάσισαι να ανακαινίσης την πρώτην εκείνην υπόσχεσιν όπου έδωκες εις το άγιον Βάπτισμα και να ζήσης μίαν άλλην καινούργιαν ζωήν, όχι με τρυφάς και ξεφαντώματα και χορούς και τραγούδια. Όχι με φιληδονίας και φιλοδοξίας, όχι με φιλαργυρίας και άλλας αμαρτίας. Διότι αυτά είναι της φθαρτής ζωής του παλαιού ανθρώπου, τον οποίον εκδύθης εις το Βάπτισμα και όποιος ταύτα εργάζεται, έχει να αποθάνη «ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν» (Ρωμ. η' 13). Αλλά με την παρθενίαν και αφθαρσίαν του σώματος, με την καθαρότητα και απάθειαν της ψυχής. Με την πνευματικήν γνώσιν και θεωρίαν του νοός και με τας λοιπάς ζωοποιούς αρετάς και καλά έργα, τα οποία είναι της νέας ζωής του καινού ανθρώπου και της Αναστάσεως του Χριστού, ο Οποίος αφ ου ανέστη, έζησε μίαν νέαν ζωήν, ελευθέραν έως και από τα αδιάβλητα πάθη της φύσεως, πείναν δηλ. και δίψαν και ψύχραν και τα λοιπά.
Έτσι και εσύ ως συναναστηθείς τω Χριστώ δια της πίστεως, χρεωστείς να ζήσης ελεύθερος καν από τα διαβεβλημένα πάθη και αμαρτίας και να φυλάττης καθαράν αυτήν την νέαν ζωήν όπου σου εχάρισεν ο Χριστός και μη σε πλανήση ο διάβολος λέγωντάς σου εις αυτάς τας αγίας ημέρας: τώρα είναι Ανάστασις και λαμπρά και τρώγε, πίνε, ευφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ότι αν και ο καιρός της νηστείας επέρασεν, αλλ ο καιρός της εγκρατείας είναι πάντοτε με ημάς και μάλιστα, διότι η αγία Πεντηκοστή είναι οπίσω και μας προσμένει και πρέπει να καθαριζώμεθα εις τας ημέρας ταύτας, δια να λάβωμεν εις την ψυχήν μας τον ερχομόν και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, καθώς και η Εκκλησία ούτω ψάλλει: «νέαν και καινήν πολιτείαν παρά Χριστού μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, όπως Αγίου Πνεύματος την παρουσίαν απολαύωμεν.» Όθεν είπε και ο μέγας Βασίλειος «πως ημάς η Πεντηκοστή υποδέξεται, ούτω του Πάσχα καθιβρυσθέντος, η Πεντηκοστή του Πνεύματος έσχε του αγίου την εναγή και πάσι γνωρίμην επιδημίαν.συ δε προλαβών σεαυτόν, οικητήριον του αντικειμένου εποίησας Πνεύματος, εγένου ναός ειδώλων, αντί του γενέσθαι ναός Θεού δια της ενοικήσεως του Πνεύματος του Αγίου και επεσσάσω την αράν του προφήτου ειπόντος εκ προσώπου του Θεού.«ότι στρέψω τας εορτάς αυτών εις πένθος» (Αμώς στ' 16)» (Εν τω τέλει του «Κατά μεθυόντων» λόγου).
Ευχαρίστησε τον Κύριον δια τα χαρίσματα όπου σου εχάρισε δια μέσου της Αναστάσεώς Του και μάλιστα διότι σε έκαμε με την Ανάστασίν Του καινούργιον αντί παλαιού «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β' Κορ. ε' 17). Και επειδή κατά τους νηπτικούς και θεοσόφους Πατέρας, τρεις είναι αι αναστάσεις όπου ενεργούνται μυστικώς και ηθικώς εις τον άνθρωπον, η μία του σώματος, η άλλη της ψυχής και άλλη του νοός4. Η μία της αρετής ήτις κατορθούται δια της πρακτικής φιλοσοφίας, η άλλη του λόγου, ήτις κατορθούται δια της των όντων θεωρίας και πνευματικής γνώσεως και άλλη της υπέρ λόγον σιγής, ήτις κατορθούται δια της αρπαγής προς Θεόν. Παρακάλεσαι τον σήμερον αναστάντα Κύριον να ενεργήση εις τον εαυτόν σου δια της Χάριτός Του αυτάς τας τρεις αναστάσεις και να ζωοποιήση το σώμά σου όπου ενεκρώθη από την εμπάθειαν, την ψυχήν σου όπου ενεκρώθη από την ηδυπάθειαν, και τον νουν σου τον νεκρωθέντα από την προσπάθειαν.
Και ούτω ζωοποιήσας αυτά τα τρία μέρη δια της απαθείας, να σε αξιώση να αναστηθής από εδώ μαζί με Αυτόν, όχι δια ψιλής πίστεως, αλλά δια πείρας και νοεράς αισθήσεως, ώστε να λέγης κατά αλήθειαν και όχι με λόγον μόνον το : «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον». Και να βασιλεύη και να ζη ο Χριστός μόνος εις εσένα και εσύ αντιστρόφως να βασιλεύεσαι και να ζής εις μόνον τον Χριστόν, κατά την παραγγελίαν όπου σου δίδει ο Απόστολος: «ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β' Κορ. ε' 15).
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι έχομεν χρέος δεύτερον να συγχαρώμεν με την Παναγίαν Παρθένον, ήτις όταν είδε τον θείον Υιόν Της όπου ανέστη, εγέμισε παρευθύς από τόσην μεγάλην χαράν όση ήτο μεγάλη και η περασμένη θλίψις όπου εδοκίμασεν εις τα Πάθη Του. Οι πόνοι Αυτής και αι θλίψεις μετρούνται από την γνώσιν όπου είχε της απείρου αξιότητος του ενσαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπην όπου είχεν εις Αυτόν, όχι μόνον ως Θεόν ομού, και ως γέννημα των σπλάγχνων Της, αλλά και ως Μονογενή Αυτής Υιόν και ως μόνη ούσα Μήτηρ Αυτού χωρίς πατρός, τα οποία όλα δεν άφιναν την αγάπην Της να μοιρασθή εις άλλα πράγματα, αλλά την επολλαπλασίαζαν εις μόνον τον γλυκύν Της Υιόν. Όθεν επειδή και Τον εγνώριζε περισσότερον, Τον ηγάπα και περισσότερον, παρά όπου Τον εγνώριζαν και Τον ηγάπων όλοι οι άγγελοι εις τον ουρανόν, λοιπόν ακόλουθον είναι να ειπούμεν, ότι η Παναγία Παρθένος έπαθεν εις το Πάθος του Υιού Της περισσότερον από εκείνο όπου έπαθαν όλα ομού τα κτίσματα. Και ότι η λύπη Της δεν ευρίσκει άλλην παρόμοιαν δια να συγκριθή πάρεξ την λύπην όπου εδοκίμασεν ο ηγαπημένος Της Ιησούς. «Και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. β' 35).
Αφ ου όμως Αυτή πρώτη επήγε κατά το μεσονύκτιον δια να θεωρήση τον τάφον του Υιού Της.και αφ ου δι Αυτήν και μόνην έγινεν ο σεισμός και Αρχάγγελος Γαβριήλ ο συνήθης διακονητής και τροφεύς και Ευαγγελιστής Της4 κατέβη από τους ουρανούς και εκύλισε την πέτραν από την πόρταν του τάφου και εκάθητο επάνω εις αυτήν αστραπόμορφος και χιονοειδέστατος: «Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκάθητο επάνω αυτού.ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών». (Ματθ. κη' 2).Αφ ου λέγω κατέβη ο θείος Γαβριήλ.ω, πως μετετράπη ευθύς εις υπερβολικήν χαράν η υπερβολική Της λύπη! Ω πόσον ηγαλλίασε το πνεύμα Της, όταν είδεν, ότι δι Αυτήν μόνην ανοίχθη ο τάφος του Υιού Της! (Καθώς γαρ δια την Θεοτόκον ανοίχθησαν εις τους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και δια την Θεοτόκον ανοίχθη ο ζωοποιός Τάφος του Κυρίου).ως λέγει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «εμοί δε δοκεί και δι Αυτήν πρώτην τον ζωηφόρον εκείνον ανοιγήναι τάφον.δι Αυτήν γαρ πρώτην και δι Αυτής πάντα ημίν ηνέωκται, όσα επί του Ουρανού άνω και όσα επί της γης κάτω». (Λόγ. εις την Κυριακήν των Μυροφόρων).
Και όταν Αυτή πρώτη εθεώρησε την Ανάστασιν του Υιού Της! Ω πόσον ευφράνθη, όταν πλησιάζουσα εις τον αγαπητόν Της Ιησούν επίασε με άκραν ευλάβειαν και αγάπην τους αγίους Του πόδας και τους επροσκύνησε! Και όταν είδε γεμάτα απο θείον φως και από της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκυτάτου Της Υιού, τα οποία προ ολίγου ήσαν όλα καταξεσχισμένα.όλα άτιμα και ανίδεα! Μάλιστα δε εξαιρέτως πόσον εχάρη, όταν ήκουσεν από το θείον στόμα του Υιού Της τον χαροποιόν εκείνον λόγον όπου Της είπε το, «χαίρε». Μολονότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήτο μαζί Της και η Μαγδαληνή Μαρία και επίασε και αυτή τους πόδας του Κυρίου και το «χαίρε» και αυτή ήκουσε, με σκοπόν δια να μη αμφιβάλλεται η Ανάστασις του Κυρίου μαρτυρουμένη από μόνην την θείαν Μητέρα Του δια την φυσικήν οικειότητα, ως ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου εν τω συναξαρίω του Πάσχα) αποδεικνύει τούτο ισχυρώς. (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και λοιπόν ποίος νους ημπορεί να καταλάβη τι λογής τελειότης αγάπης και χαράς απέρασεν αναμεταξύ της Θεοτόκου και του Χριστού, αναμεταξύ μιας τοιαύτης Μητρός και ενός τοιούτου Υιού;
Όθεν αν η Θεοτόκος ήναι φυσική μεν Μήτηρ του Χριστού, θετή δε και πνευματική μήτηρ όλων των Χριστιανών και τοιαύτη μήτηρ, ώστε όπου, καθώς ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη καλέσωμεν πατέρα εις την γην, επειδή κυρίως ένας είναι ο Πατήρ μας ο επουράνιος «και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης.εις γαρ εστιν ο Πατήρ υμών ο εν τοις Ουρανοίς» (Ματθ. κγ' 9). Έτσι έχομεν δίκαιον να ειπούμεν, και ότι ημείς μητέρα άλλην κυρίως δεν έχομεν, ει μη την Θεοτόκον6. Αν λέγω η Θεοτόκος ήναι μήτηρ των Χριστιανών, χρεωστείς και συ αδελφέ ως Χριστιανός και υιος της Παρθένου να συγχαρής εις την μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ανίσως και εις καιρόν της τόσης Της ευτυχίας, εάν δεν ήθελες συγχαρή με την Παναγίαν, βέβαια έχεις να φανής ανάξιος της αγάπης Της. Και εάν φανής ανάξιος της αγάπης Της, έχεις να φανής ανάξιος δια να δεχθής υπό κάτω εις την Σκέπην Της, και εάν Αύτη η κοινή μήτηρ δεν σε δεχθή υπό την Σκέπην Της αλλοίμονον εις εσέ! ποία ελπίς πλέον θέλει μένει δια την σωτηρίαν σου; Επειδή Αυτή είναι η μήτηρ της ελεημοσύνης και δια μέσου των χειρών Αυτής περνούν όλαι αι του Θεού χάριτες, τόσον εν τω ουρανώ, όσον και εν τη γη. τόσον εις τους αγγέλους, όσον και εις τους ανθρώπους.
Αυτή μόνη γαρ μεθόριον γενομένη αναμεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, λαμβάνει από την Τρισήλιον Θεαρχίαν όλας τας υπερφυσικάς δωρεάς και χαρίσματα και τα μεταδίδει ως φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εις όλας τας τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, κατά την αναλογίαν της αγάπης όπου έχουν προς Αυτήν, ώστε Αυτή μόνη είναι και ο ταμιούχος εν ταυτώ και ο χορηγός του πλούτου της Θεότητος και χωρίς την μεσιτείαν αυτής, δεν δύναται να πλησιάση τινάς εις τον Θεόν, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, καθώς περί Αυτής υψηγορεί ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω α' λόγω των Εισοδίων7.
Όθεν ακολούθως και αι πρεσβείαι της Θεοτόκου ηθέλησεν ο Κύριος, να είναι νόμοι απαράβατοι, δια να γίνεται παρ Αυτού έλεος και ευσπλαγχνία εις εκείνους, δια τους οποίους πρεσβεύει: «στόμα δε ανοίγει σοφώς και νομοθέσμως, η δε ελεημοσύνη αυτής ανέστησε τα τέκνα αυτής και επλούτησαν» (Παροιμ. κθ' 26). Και ο άγιος Γερμανός «ουδέ γαρ ενδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθήναι.επειδή πειθαρχεί Σοι κατά πάντα, και δια πάντα, και εν πάσιν ο Θεός, ως αληθινή Αυτού αχράντω Μητρί» (Λόγ. εις την Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν εξ όλης σου της καρδίας με Αυτήν την Δέσποιναν του Ουρανού και της γης, της χαράς το δοχείον επειδή εις Αυτήν πρώτην εδόθη η χαρά και προ της Αναστάσεως εις τον Ευαγγελισμόν Της, και μετά την Ανάστασιν σήμερον. Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και όλη η του Χριστού Εκκλησία εις χίλια μέρη των ασματικών τροπαρίων Της ψάλλουσα εις Αυτήν χαρμοσύνως και πανηγυρικώς, τώρα μεν «ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν εώ χαίρε.ο Σός Υιος ανέστη τριήμερος εκ τάφου», τώρα δε «Συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου Σου» και ποτέ μεν «Αναστάντα κατιδούσα σόν Υιόν και Θεόν, χαίροις συν Αποστόλοις, Θεοχαρίτωτε αγνή», ποτέ δε «την γαρ εν τω πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός Σου, υπερβαλλούσης απολαύσαι χαράς». Τι λέγω; Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και αυτή όλη η άλογος και αναίσθητος κτίσις και χαίρει εις την Ανάστασιν του Υιού Της και Την δωροφορεί με όλα τα κάλλιστα και εξαίρετα δώρα και χάριτας του έαρος και της γλυκυτάτης ανοίξεως.
 Και δεν βλέπεις και μόνος με τους οφθαλμούς σου, πως τώρα ο ουρανός είναι διαυγέστερος; ο κύκλος της Σελήνης είναι λαμπρότερος και αργυροειδέστερος, και όλος ο χορός των αστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δεν βλέπεις πως τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τα ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχροα και ευωδέστατα άνθη και ρόδα της, τα οποία άλλα μεν ευγήκαν τελείως από τους κάλυκάς των και παρρησιάζουν εις τους ορώντας την ροδόπνοον χάριν τους άλλα δε εβγήκαν ολίγον και άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τους κάλυκάς των μέσα ωσάν εις νυμφικόν θάλαμον; Δεν ακούεις με τα αυτιά σου την συμφωνίαν και εναρμόνιον μουσικήν όπου τώρα κάμνουν με τα γλυκυτάτας φωνάς των επάνω εις τα χρυσοπράσινα και δασύφυλλα δένδρα αι αηδόνες, αι χελιδόνες, αι τρυγόνες, οι κόσσυφοι, οι κόκκυγες, αι πέρδικες, αι κίσσαι, αι φάσσαι, οι σπίνοι και όλα τα λοιπά ωδικά όρνεα και πουλιά και πως συνερίζονται να νικήση ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστρεπτα αυτών κελαδήματα; Και πως κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τας φωλέας των και τα μεν θηλυκά κάθηνται και πυρώνουν τα αυγά μέσα εις αυτάς, τα δε αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις πως τώρα αι βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πως οι ποταμοί λυθέντες από τους χειμερίους πάγους ρέουσι πλουσιώτερα και ποτίζουν όπου περνούν της γης το πρόσωπον; Πως τα περιβόλια ευωδιάζουν;
Πως το χορτάρι κόπτεται; Πως τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν επάνω εις τους χλοηφόρους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις πως αι φιλόπονοι μέλισσαι τώρα ευγαίνουσαι από τα κοφφίνιά των βομβούσιν ηδύτατα και πετούν τριγύρω εις τους λειμώνας και περιβόλια και κλέπτουν τα άνθη και πλάττουσι τα κηρία των, βάνουσαι τας ευθείας γραμμάς αντίθετα εις τας γωνίας δια περισσοτέραν ασφάλειαν εν ταυτώ και κάλλος του έργου των και το γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δεν βλέπεις πως τώρα οι άνεμοι ησυχάζουσι; Πως αι γλυκείαι αύραι των ζεφύρων πνέουσι; Πως η θάλασσα είναι γαληνιαία και ήρεμος; Πως οι ναύται ταξιδεύουν άφοβα και πως οι δελφίνες συμπεριπατούν ομού με τα πλοία φυσώντες και κολυμβώντες γλυκύτατα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτας με ευθυμίαν; Δεν βλέπεις πως τώρα οι γεωργοί, τα βόδια ζεύξαντες τέμνουσι την γην με το άροτρον και με τας καλάς ελπίδας των καρπών, όλοι είναι πασίχαροι;
Πως οι ποιμένες και βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας και συραύλια μέσα εις τα δένδρα περνούσι την άνοιξιν και πως οι αλιείς και ψαράδες τα δίκτυα και τους γρίπους εις την θάλασσαν ρίπτοντες, τα βγάνουν τώρα γεμάτα από ψάρια; Δεν βλέπεις πως τώρα όλα τα ορατά κτίσματα, όπου και αν γυρίσης να ιδής, είναι τερπνά, είναι ευώδη, είναι δροσώδη, είναι χαριέστατα και πανευφρόσυνα, ευχαριστούντα τας πέντε αισθήσεις του σώματος; Και πως φαίνονται ωσάν να συνανεστήθησαν με τον Χριστόν και αυτά και να εζωντάνευσαν από εκεί όπου ήσαν πρότερον ωσάν νεκρωμένα και αποθαμένα από την προλαβούσαν ψύχραν και δριμύτητα του χειμώνος;8 Και δια να ειπώ με συντομίαν, συγχαίρου με την Θεοτόκον και εσύ αδελφέ, καθώς την εσυγχάρηκαν και αι θείαι μυροφόροι, η Μαγδαληνή Μαρία και η Σαλώμη και η Ιωάννα. Δύνασαι γαρ εάν θέλης να γίνης και εσύ ωσάν αυτάς κατά την ψυχήν, καθώς σε παρακινεί ο θεολόγος Γρηγόριος εις το Πάσχα λέγων: «καν Μαρία τις ης, καν Σαλώμη, καν Ιωάννα, δάκρυσον ορθρία, ίδε πρώτη τον λίθον ηρμένον, τυχόν δε και τους αγγέλους και Ιησούν αυτόν», όπου ο σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθείσα δια λόγου των Ευαγγελικών εντολών, ωσάν από δαιμόνια, από την προσπάθειαν της εβδοματικής ταύτης ζωής. Σαλώμη δε, ειρήνη ερμηνευομένη, είναι η ψυχή εκείνη όπου νικήση τα πάθη και υποτάξη το σώμα εις την ψυχήν και δια της θεωρίας των πνευματικών νοημάτων την των όντων γνώσιν περιλαμβάνουσα και δια τούτο ειρήνην τελείαν έχουσα. Ιωάννα δε, περιστερά ερμηνεύεται και είναι η ψυχή εκείνη η άκακος και γονιμωτάτη εις τας αρετάς, η οποία απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή εις το να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώσιν και διάκρισιν.
Εάν τοιαύτη γίνη η ψυχή σου αγαπητέ, πήγαινε ωσάν τας μυροφόρους μετά προθυμίας και σπουδής (ο γαρ όρθρος ταχύτητα και σπουδήν δηλοί) εις τον τάφον, ήγουν εις το βάθος, εν ω είναι κεκρυμμένος ο λόγος των επιγείων και ουρανίων και εις την ιδικήν σου καρδίαν9 και ζήτησαι με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθης εάν ανεστήθη ο εν σοί λόγος της αρετής και της γνώσεως. Και εάν ζητήσης με τοιούτον τρόπον, πρώτον μεν θέλεις ιδεί να σηκωθή από την καρδίαν σου ο λίθος, ήγουν η πώρωσις της ασάφειας του λόγου, και αφ ου αυτή σηκωθή θέλεις ιδεί τους αγγέλους, ήγουν τας κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν, ότι ανέστη ο εν σοί δια κακίαν νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, επειδή εις την ψυχήν του φαυλοβίου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά τρόπον τινά είναι νεκρός. Και εις όλον το ύστερον θέλεις ιδεί και αυτόν τον λόγον να σου εμφανίζεται εις τον νουν γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζει τας νοεράς δυνάμεις της ψυχής σου από χαράν πνευματικήν. Όθεν αφού τοιουτοτρόπως πληροφορηθής την του λόγου ανάστασιν δια της πρακτικής, συγχαίρου και με την άλλην Μαρίαν, ήγουν την Μητέρα του Θεού, ήτις εις την θεωρίαν περιλαμβάνεται, η οποία αφ ου επρόλαβε μίαν φοράν και είδε την Ανάστασιν του Υιού Της, επληροφορήθη και ησύχασε και πλέον εις τον τάφον δεν επήγεν, ωσάν τας άλλας μυροφόρους, επειδή και η θεωρία προλαμβάνει και απλώς νοεί, η δε πράξις έπεται και πείρα λαμβάνει την γνώσιν»11.
Η μεγαλυτέρα δε χαρά όπου έχεις να προξενήσης εις την Θεοτόκον είναι εάν κάμης απόφασιν να νικάς τα πάθη σου εις κάθε καιρόν και να παρθενεύης δια την αγάπην της Παρθένου. Και δια να γίνης άξιος να σε υπερασπίζεται και να σε έχη δια υιόν Της επιμελήσου να υποτάσσεσαι και να δουλεύης όσον δύνασαι περισσότερον Αυτήν και τον Μονογενή Της Υιόν και παρακάλεσαί Την να σε συναριθμήση με τους ευλαβητικούς δούλους Της και να σε αξιώση να χαίρεσαι με Αυτήν αιωνίως εις τον ουρανόν, ψάλλοντας εις Αυτήν εκείνο το Δαυιτικόν: «μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. μδ' 17).
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι πρέπει τρίτον να συγχαρώμεν με το σώμά μας, διότι ο αναστάς εκ των νεκρών Κύριος δεν ευχαριστήθη μόνον με τον τύπον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του όπερ εστί το άγιον Βάπτισμα. Τούτων γαρ τύπον έχει το θείον Βάπτισμα, ως λέγει ο θείος Παύλος: «ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου Αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. στ' 5), δεν ευχαριστήθη λέγω μόνον με τον τύπον της Αναστάσεώς Του να συγχωρήση το προπατορικόν μόνον αμάρτημα, να αφήση δε την ποινήν και τα αποτελέσματά του να ενεργούν, αλλά σήμερον με την πραγματικήν Του Ανάστασιν εξαλείφει ακόμη και αυτήν την ποινήν και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος.όπερ εστίν ο θάνατος. «Έσχατός φησιν εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α' Κορ. ιε'). Και ούτω με τελειότητα σηκώνει από το μέσον ως νέος Αδάμ την αμαρτίαν με όλας τας ρίζας και κλάδους της και καρπούς.
Διότι με την δύναμιν της σημερινής Αναστάσεώς Του χαρίζει εις όλην την φύσιν των ανθρώπων την ανάστασιν των σωμάτων τόσον των πιστευόντων εις Αυτόν, όσον και εκείνων όπου απιστούν. Και κατά τούτο υπερβαίνει το χάρισμα του νέου Αδάμ από το αμάρτημα του παλαιού, καθ ότι, όσοι μεν εμέθεξαν από το αμάρτημα εκείνου, ούτοι και απέθανον. Όσοι δε εμέθεξαν από την πίστιν του Χριστού, δεν αναστένωνται μόνοι, αλλά ακόμη και όσοι δεν εμέθεξαν από ταύτην την πίστιν, ως λέγει ο κριτικός Φώτιος ερμηνεύων το αποστολικόν εκείνο, «πλήν ουχ ως το παράπτωμα, ούτω και το χάρισμα.ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε» (Ρωμ. ε' 15).
Και η αιτία είναι διότι, καθώς όλην την φύσιν των ανθρώπων ανέλαβεν ο Κύριος εις την θείαν Του υπόστασιν, έτσι ανεκαίνισε όλην την φύσιν, αναστήσας και τους απίστους αυτούς, διότι φυσικώς εν τω Αδάμ ήμαρτον και ου προαιρετικώς. Επειδή όμως προαιρετικώς δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον νέον Αδάμ, δια τούτο και τα μέλλοντα αναστηθήναι σώματα αυτών θέλουν έχει μεγάλην και ασύγκριτον διαφοράν από τα αναστηθησόμενα σώματα των πιστών και εναρέτων. Καθ ότι εκείνα μεν θέλουν είναι σκληρά βαρέα, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτεινά, ψυχρά και χονδρά και αυτά όλα τα άθλια ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά, κατά την αναλογίαν της απιστίας αυτών και κακίας, τα δε σώματα των πιστών και Ορθοδόξων έχουν εκ του εναντίου να είναι μαλακά, κούφα, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτεινά, θερμά και πνευματικά. Και αυτά όλα τα μακαριστά ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά κατά την αναλογίαν της πίστεως και αρετής αυτών, καθώς γενικώς περί τούτων των ιδιωμάτων αναφέρει ο Απόστολος εν τη Α' προς Κορινθ. κεφ. ιε' 42 λέγων: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία.σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη. σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται δυνάμει.σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν».
Συλλογίσου λοιπόν αδελφέ, πόσον μας ηγάπησεν ο Δεσπότης μας Ιησούς Χριστός ώστε όπου χωρίς ημάς δεν ηθέλησε να ήναι αθάνατος και μακάριος κατά την ψυχήν και κατά το σώμα, αλλά ηθέλησε και τα ιδικά μας σώματα να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου και να γυρίσουν πάλιν να ζουν ομού με Αυτόν δια παντός, δεδοξασμένα και μακάρια: «ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ» (Α' Θεσσαλ. θ' 13). Επειδή με το μέσον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του μας έκαμεν αξίους δια μίαν τοιαύτην ζωήν και μακαριότητα, γενόμενος ημών Πατήρ αθάνατος και ημείς αθάνατα τέκνα Του εις αιώνας αιώνων, κατά τον τίτλον όπου Του έδωκεν ο Προφήτης: «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος». (Ησ. θ' 6). Μάλιστα ηθέλησεν όχι μόνον να υπηρετήση εις την ανάστασίν μας ως μισθός, αλλά και ως αρχέτυπον. Ώστε το σώμα μας όταν αναστηθή να έχη μεγάλην αναλογίαν και ομοιότητα με το μέτρον εκείνου του δεδοξασμένου Του σώματος: «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών, εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού» (Φιλιπ. γ' 21). Και καθώς ο αισθητός ήλιος όταν κτυπήση τας ακτίνας του εις ένα καθαρόν καθρέπτην, ο καθρέπτης εκείνος γίνεται άλλος ήλιος, έτσι και ο νοητός ήλιος Χριστός εν τη μελλούση αναστάσει κτυπώντας τας ακτίνας Του εις τα αναστηθέντα σώματά μας, έχει να τα κάμη να λάμπουν ωσάν άλλοι ήλιοι όμοιοί Του καθώς είναι γεγραμμένον: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ' 43).
Ω θαυμαστά εφευρέματα όπου εύρεν ο γλυκύτατός μας Ιησούς δια να μας αγαθοποιήση! Ω ασύγκριτα χαρίσματα όπου μας εχάρισε δια της Αναστάσεώς Του! Και τι άλλο μεγαλύτερον και θεοπρεπέστερον χάρισμα ηδύνατο να χαρίση εις ημάς ωσάν αυτό όπου μας εχάρισεν, ήγουν το να δοξάση με τόσην μεγαλοπρέπειαν αιωνίως όχι μόνον την ψυχήν αλλά και αυτό το σώμά μας; Έστω.η ψυχή εις όλον το ύστερον είναι καθαρόν πνεύμα.είναι συγγενές με τους αγγέλους και εικών της Θεότητος, όθεν δεν φαίνεται τόσον υπερβολική αγάπη το να πάθη ο Κύριος, δια να την δοξάση αιώνια. Αλλά τι λογής υπερβολή αγάπης είναι αύτη το να πάθη τόσον ένας Υιος του Θεού δια να αξιώση μιας αιωνίου δόξης το σώμά μας όπου είναι μία γη και σποδός; όπου είναι ένα σκεύος γεμάτον από δυσωδίαν και ακαθαρσίαν και μάλιστα όπου απεστάτησε τόσαις και τόσαις φοραίς από το θείόν Του θέλημα με τας κακάς του ορέξεις; Κατά αλήθειαν ανίσως και ημείς ηθέλαμεν καταξεσχίση δια τον Ιησούν Χριστόν με χίλια μαρτύρια το σώμά μας.ανίσως και ηθέλαμεν το καρφώση δι αγάπην Του επάνω εις τον Σταυρόν.η το ολιγώτερον ανίσως ηθέλαμεν το φυλάξη καθαρόν από κάθε λογής αμαρτίαν και μολυσμόν, πάλιν δεν ήτο άξιον το σώμά μας να απολαύση εις τον ουρανόν ένα προνόμιον τόσον υψηλόν, όπου να συνδοξασθή με το σώμα του Λυτρωτού μας «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η' 18).Και τώρα να απολαύση αυτό το υψηλόν προνόμιον τούτο το σώμα, ύστερα αφ ου ύβρισε τον Θεόν δια να θεραπεύση τον εαυτόν του και αφ ου εμολύνθη με τόσας αμαρτίας μόνον διότι εκαθαρίσθη μετρίως με την μετάνοιαν; Τούτο εκπλήττει κάθε νουν. Τούτο κάμνει άφωνον κάθε γλώσσαν.
Ω μακάριαι λοιπόν όπου είναι αι ελπίδες των Χριστιανών, με τας οποίας προσμένουν βέβαια να λάβουν τα σώματά των μίαν τοιαύτην ανάστασιν και δόξαν! Αυταί αι ελπίδες της αναστάσεως κάμνουσι σήμερον να χαίρωνται οι Προπάτορες και Προφήται. Ο αποκτανθείς Άβελ, ο απιστούμενος Νώε, ο εν τοις ξένοις ξενωθείς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Ο λεπρωθείς Ιώβ, ο διωχθείς Μωσής, ο διαβληθείς Ααρών, ο πολεμών Ιησούς ο του Ναυή, ο πεινών Δαβίδ, ο απογνούς εαυτόν Ηλίας, ο περιγελώμενος Ελισσαίος. Ο πριονισθείς Ησαίας, ο εν τω λάκκω βληθείς Ιερεμίας. Ο ραπισθείς Μιχαίας, ο λιθοβολιθείς Ναβουθαί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι να ευφραίνωνται οι Απόστολοι και οι μάρτυρες Ιάκωβος και Παύλος οι αποκεφαλισθέντες.Πέτρος και Ανδρέας οι σταυρωθέντες.ο ποτήριον φαρμάκου πιών11 και εν ζέοντι ελαίω βληθείς12 Ιωάννης ο Θεολόγος.Ματθαίος και Πολύκαρπος οι πυρποληθέντες.οι Γεώργιοι, οι Δημήτριοι, οι Ευστάθιοι και πάντες οι λοιποί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι σήμερον να αγάλλωνται όλοι οι Όσιοι και Ασκηταί, οι οποίοι επλανώντο εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις, κακουχούμενοι, θλιβόμενοι και βασανίζοντες την σάρκα των με διαφόρους κακοπαθείας και όσον περισσότερον εβασανίζοντο, τόσον περισσότερον εχαίροντο. Διατί; Δια να λάβουν ενδοξοτέραν ανάστασιν: «ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν» (Εβρ. ια' 35).
Αυταί, αυταί αι μακάριαι ελπίδες της αναστάσεώς σου, πρέπει να κάμνουν και εσένα αδελφέ να χαίρεσαι εις τας θλίψεις σου, να πλουτίζης εις την πτωχείαν σου, να παρηγορήσαι εις τας ασθενείας σου και να ευφραίνεσαι εις όλας τας δυστυχίας όπου σου έρχονται. Διότι όσον περισσότερον θλιβής και κακοπαθήσης εδώ, τόσον ενδοξοτέραν ανάστασιν έχεις να λάβης: «ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν». Όθεν αν τυφλωθής, χαίρε ότι αυτά τα μάτια έχουν να λαμπρυνθούν περισσότερον και να θεωρούν καθαρώτερον το φως της Τρισηλίου Θεότητος. Αν κουλλαθής χαίρε, διότι αυτά τα χέρια έχουν να εκτείνωνται με περισσοτέραν παρρησίαν εις τον Θεόν. Αν κουτσαθής χαίρε, διότι θέλεις χορεύει καλύτερα εις τον Παράδεισον. Αν λεπρωθή όλον σου το σώμα χαίρε, διότι έχει να αναστηθή ενδοξότερον, λαμπρότερον και ωραιότερον. Αν μετανοής και κλαίης δια τας αμαρτίας σου, χαίρε, διότι με τα δάκρυα αυτά θέλεις πλυθή από κάθε μολυσμόν και θέλεις αναστηθή καθαρώτερος. Και λοιπόν διατί φρίττεις και τρομάζεις τόσον πολύ την μετάνοιαν; Διατί αποφεύγεις τόσον κάθε λογής πειρασμόν και θλίψιν αντί να επιθυμής να έλθουν καταπάνω σου όλαι αι τιμωρίαι δια να δοκιμασθής τώρα εις αυτά, ωσάν το χρυσάφι και να αναστηθής λαμπρότερος;
Και τι νομίζεις; Ένας αναμάρτητος Ιησούς, ήτον ανάγκη να πάθη τόσα βάσανα, δια να έμβη εις την δόξαν, ήτις ήτο χρεωστουμένη εις το θείόν Του σώμα, δια πολλά αίτια. «Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. κδ' 26), και εσύ θέλεις να μη πάθης τίποτε και να έμβης εις την αυτήν δόξαν, αφ ου έγινες ανάξιος δια αυτήν τόσαις φοραίς όσαις ήμαρτες; Έβγαλε από τον νουν σου αυτήν την πλάνην ανάμεσα εις όλον το πλήθος των δικαίων, όπου ο θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψίν του, κανένας δεν ηδυνήθη να απολαύση τόσην ευδαιμονίαν με άλλο πάρεξ με μίαν μεγάλην θλίψιν: «ούτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης» (Αποκ. θ' 14), και εσύ θέλεις να γίνη δια λόγου σου μία καινούργια πόρτα εις τον Παράδεισον δια να περάσης ακόπως να χαίρεσαι με την ψυχήν και με το κορμί όλας τας τρυφάς του ουρανού, αφ ου εθεράπευσες τας αισθήσεις σου με όλας τας τρυφάς της γης;
Ανόητος όπου είσαι. Ένας Παύλος έχαιρε να συγκοινωνή εις τα παθήματα του Χριστού με τα βάσανα και να συμμορφώνεται με τον θάνατόν Του, δια να απολαύση την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως: «ευρεθώ εν αυτώ έχων την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος αυτού εν τω θανάτω, είπως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών» (Φιλιππ. γ' 10), και εσύ θέλεις να απολαύσης αυτήν την δόξαν της αναστάσεως τρώγωντας και πίνωντας και μη θέλωντας να δοκιμάσης καμμίαν θλίψιν και βάσανον; Πεπλανημένος όπου είσαι από τον κόσμον και από τον διάβολον. Ήξευρε γαρ, ότι καθώς ο άνθρωπος είναι διπλούς εκ ψυχής και σώματος, έτσι και η ανάστασις είναι διπλή, πρώτη και δευτέρα. Η πρώτη είναι της ψυχής, την οποίαν ενεργεί εις αυτήν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος εν τη παρούση ζωή, δια μέσου της εργασίας των εντολών του Χριστού και της καθάρσεως των ψυχικών παθών και των σωματικών, περί της οποίας αναστάσεως γέγραπται εν τη Αποκαλύψει: «Αύτη η ανάστασις η πρώτη» (Αποκ. κ' 5). Η δευτέρα ανάστασις είναι του σώματος, ήτις μέλλει να γίνη εν τη συντελεία του κόσμου. Και όποιος αξιωθή απ εδώ να αναστηθή κατά την ψυχήν, ούτος δεν θέλει δοκιμάσει τον δεύτερον θάνατον, όπου είναι η κόλασις, αλλά θέλει αναστηθή με το σώμα, δια να ζήση και να συμβασιλεύση αιωνίως με τον Χριστόν, κατά την αυτήν Αποκάλυψιν: «μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη.επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν» (Αποκ. κ' 6).
Όποιος δε απ εδώ δεν αναστηθή κατά την ψυχήν, αυτός κινδυνεύει, όχι να δοξασθή με την ανάστασιν του σώματος, αλλά να κολασθή με το σώμα, και με την ψυχήν. Λέγει γαρ ο μέγας Γρηγόριος, ο της Θεσσαλονίκης, ότι καθώς ο αληθινός θάνατος, ήτοι η αμαρτία, ο αίτιος του πρώτου και δευτέρου και προσκαίρου και παντοτεινού θανάτου της ψυχής και του σώματος άρχισε μέσα εις τον τόπον της ζωής, ήτοι εις τον Παράδεισον, έτσι και η αληθινή ζωή, ήτοι η αρετή και η μετά Θεόν ένωσις, πρέπει δια να αρχίση από τον τόπον του θανάτου, ήτοι από την παρούσαν ζωήν. Και όποιος αυτήν την ζωήν δεν σπουδάση να αποκτήση απ εδώ, ούτος ας μη απατά τον εαυτόν του με ελπίδες εύκεραις, ότι θέλει την λάβη εκεί: «ώστε και η όντως ζωή η και ψυχή και σώματι πρόξενος της αθανάτου και όντως ζωής, εν τω τόπω τούτω του θανάτου έξει την αρχήν και ο μη σπεύδων κτήσασθαι αυτήν κατά ψυχήν ενταύθα, μη κεναίς ελπίσιν απατάτω εαυτόν, ως λήψεται αυτήν εκεί» (Λόγος εις την Ξένην). Εντράπου λοιπόν αδελφέ, δια την αγνωσίαν όπου είχες τούτων των αληθειών και διότι ενόμισες πως έχεις να απολαύσης την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως, χωρίς θλίψεις και βάσανα.
Όθεν μη αφίσης τον εαυτόν σου να πλανηθή πλέον. Κάμε απόφασιν από τώρα και εμπρός να παθαίνης μεν θεληματικώς κάθε κόπον αρετής.να υπομένης δε ευχαρίστως κάθε ακούσιον πειρασμόν, δια την ελπίδα της μελλούσης αναστάσεως όπου σε προσμένει. Καθώς και ο γεωργός δια την ελπίδα των καρπών υπομένει κόπους, χιόνας, βροχάς, χειμώνας και θέρη και ο πραγματευτής δια το κέρδος τρέχει επάνω και κάτω δια ξηράς και δια θαλάσσης. Και ο στρατιώτης δια την ελπίδα της νίκης δεν συλλογίζεται τελείως τον πόλεμον, και ο ασθενής δια την ελπίδα της υγείας πίνει μετά χαράς τα πικρά ιατρικά. Και επειδή ο Κύριος είναι η Ανάστασις και η Ζωή: «εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή.ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» ι(Ιω. ια' 25), δια τούτο παρακάλεσαί Τον να εντυπώση μέσα εις την καρδίαν σου τούτον τον λογισμόν: «εγώ έχω βέβαια να αναστηθώ και συνδοξασθώ, με τον Ιησούν», λοιπόν πρέπει να ετοιμάζωμαι, ίνα με τούτον τον λογισμόν και την ελπίδα καθαρίζης τας αισθήσεις και όλα τα μέλη σου από κάθε λογής μολυσμόν και αμαρτίαν, καθώς είναι γεγραμμένον: «πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ αυτώ, αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστι» (Α' Ιω. γ' 3). Και ούτω ποιών να ετοιμασθής απ εδώ με μίαν ζωήν καθαράν, αγίαν και αξίαν δια να λάβης εμπράκτως τέτοιαις εξαίρεταις επαγγελίαις εις τον καιρόν εκείνον.ήγουν δια να αναστηθής, όχι εις ανάστασιν κρίσεως, καθώς έχουν να αναστηθούν οι αμαρτωλοί, αλλά εις ανάστασιν ζωής, καθώς έχουν να αναστηθούν οι δίκαιοι: «και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες, εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες, εις ανάστασιν κρίσεως».(Ιω. ε' 29).


Υποσημειώσεις:
1. Τα λόγια του θείου Διονυσίου άπερ περί της πρώτης τάξεως των θρόνων Χερουβίμ και Σεραφίμ λέγει είναι ταύτα: «της δε Ιησού κοινωνίας ωσαύτως ηξιωμένας ουκ εν εικόσιν ιεροπλάστοις μορφωτικώς αποτυπούσι (ήτοι αποτυπούσαις αττικών γαρ εστι το τας αρσενικάς μετοχάς θηλυκοίς συντάττειν, ως ερμηνεύει ο θείος Μάξιμος) την θεουργικήν ομοίωσιν.αλλ ως αληθώς αυτώ πλησιαζούσας εν πρώτη μετουσία της γνώσεως των θεουργικών αυτού φώτων» (περί ουραν. Ιεραρχ. Κεφ. ζ').
2. Και τα δύω ταύτα βεβαιοί ο μέγας Βασίλειος. Απορήσας γαρ ο Άγιος διότι ωνόμασεν ο Μωϋσής μίαν και ουχί πρώτην την Κυριακήν λέγει «ίνα ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν ημών απαγάγη μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα την απαρχήν των ημερών.την ομήλικα του φωτός.την αγίαν Κυριακήν, την τη Αναστάσει του Κυρίου τετιμημένην.εγένετο ουν εσπέρα φησί και εγένετο πρωί, ημέρα μία» (Ομιλ. β' εις την Εξαήμερον).
Ότι δε η Κυριακή έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών, λέγει πάλιν ο αυτός Βασίλειος ταύτα εκείσε: «επεί ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον την ημέραν εκείνην είδεν ο λόγος, ην και ογδόην ο Ψαλμωδός προσηγόρευσε δια του έξω κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου. Ώστε καν ημέραν είπης καν αιώνα την αυτήν ερείς έννοιαν» (αυτόθι). Σχεδόν τα αυτά περί της Κυριακής λέγουσιν ό τε Γρηγόριος ο Θεολόγος εις την Πεντηκοστήν και ο Νύσσης και ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντες την επιγραφήν του στ' ψαλμού υπέρ της ογδόης. Και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εις την Καινήν Κυριακήν: «δια τούτο και η του Χριστού Εκκλησία όλην την διακαινήσιμον Εβδομάδα ταύτην ως μίαν ημέραν της Κυριακής και λαμπροφόρου λογίζεται, δια να δείξη με τούτο ότι και όλος ούτος ο εβδοματικός αιών της παρούσης ζωής έχει να γίνη μία ημέρα ογδόη και Κυριακή, ήτις έσται ο όγδοος εκείνος αιών της μελλούσης ζωής. Επειδή γαρ κατά το μεσονύκτιον της Κυριακής έχει να γίνη η Δευτέρα Παρουσία και να έλθη ο άδυτος Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, καθώς τούτο οι θεοφόροι Πατέρες λέγουσι. Λοιπόν η Κυριακή εκείνη αφ ου μίαν φοράν καταυγασθή από τας ακτίνας του ηλίου εκείνου, δεν λαμβάνει πλέον εσπέραν, αλλ έσται μία ημέρα ανέσπερος και αδιάδοχος εις αιώνας αιώνων.»
3. Τα λόγια του σοφού Νικήτα εισί ταύτα: «οι δε άγγελοι δυσκίνητοι όντες προς το κακόν αλλ ουκ ακίνητοι μετά την του Χριστού Ανάστασιν, εγένοντο λοιπόν και ακίνητοι ου φύσει αλλά χάριτι. Είη αν αυτοίς σωτηρία η ατρεψία μηκέτι φοβουμένοις την επί το χείρον μεταβολήν και την εκ ταύτης απώλειαν. Ακίνητοι δε εγένοντο οι άγγελοι προς το κακόν μετά την Ανάστασιν, επειδή και έργω έμαθον από τον Δεσπότην Χριστόν την ταπείνωσιν, όστις εταπεινώθη ου μόνον ότι εγένετο άνθρωπος αλλά πολλώ μάλλον ότι κατεδέξατο έως και να νίψη τους πόδας των μαθητών και εγένετο υπήκοος μέχρι Παθών και Σταυρού και θανάτου και ταφής. Δι ό και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος είπεν: εντεύθεν άγγελοι νυν το απερίτρεπτον έλαβον, έργω παρά του Δεσπότου μαθόντες, οδόν υψώσεως και της προς Αυτόν ομοιώσεως ου την έπαρσιν ούσαν, αλλά την ταπείνωσιν». (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν).
4. Μη θαυμάσης, ω αναγνώστα, ανίσως εδώ μεν λέγομεν τρεις αναστάσεις, εις δε τον ακόλουθον γ'. Συλλογισμόν της Μελέτης ταύτης λέγομεν δύω αναστάσεις, ψυχής και σώματος. Αι γαρ αύται εις δύω συγκεφαλαιούνται, του νοός, από της ψυχής διαιρουμένου τη επινοία.
5. Ότι ο θείος Γαβριήλ ήτο ο καταβάς απ ουρανού και κυλίσας τον μέγαν λίθον από της θύρας του μνήματος του Κυρίου, πολλά ασματικά τροπάρια της Εκκλησίας αναφέρουσιν.
6. Περί της Θεοτόκου όρα και εις την ζ' Εξέτασιν.
7. Τα λόγια του θείου Πατρός εισι ταύτα: «ουκούν αύτη μόνη μεθόριόν εστι κτιστής και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν ει μη δι αυτής της τε και του εξ αυτής μεσίτου, και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ει μη δια ταύτης γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Και πάλιν, «Πάσα φωτοφανείας θείας πρόοδος, και πάσα θεαρχικωτάτων μυστηρίων αποκάλυψις, και πάσα πνευματικών ιδέα χαρισμάτων, άπασιν αχώρητος χωρίς Αυτής. Αύτη δε πρώτη δεχομένη το πλήρωμα του τα σύμπαντα πληρούντος, καθίστησι τοις πάσι χωρητόν κατά την αναλογίαν και το μέτρον της εκάστου καθαρότητος. Ώστ Αυτήν είναι και ταμίαν, και πρύτανιν του πλούτου της θεότητος, και προς Αυτήν οράν και ταύτη πεποιθέναι τας ανωτάτω Χερουβικάς Ιεραρχίας, και απλώς πάσί τε και πάσαις κατά το μέτρον του προς ταύτην απαθούς και θείου πόθου. Και του αύλου και αλήκτου έρωτος... και η στάσις έψεται, και η του θείου φωτισμού τρανότης».
8. Όρα τας χάριτας του έαρος ταύτας και άλλας περισσοτέρας εν τω εις την Καινήν Κυριακήν πανηγυρικώ λόγω του Γρηγορίου του Θεολόγου.
9. Λέγει γαρ ο άγιος Μάξιμος ότι «μνημείόν εστι δεσποτικόν η εκάστου πιστών καρδία» (Κεφ. ξα' της α' εκατοντ. των θεολογικών).
10. Εκ του παραδείγματος του Ιωάννου του εις την θεωρίαν παραλαμβανομένου και του Πέτρου του εις την πράξιν αναγομένου, πίστευσον ταύτα. Έτρεχον γαρ οι δύο ούτοι ομού, ως λέγει το Ευαγγέλιον, αλλ όμως ο Ιωάννης επρόλαβε τον Πέτρον: «ο άλλος» φησί «μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου». Πάλιν: «ο μεν Ιωάννης βλέπει κείμενα τα οθόνια μόνον και πιστεύει, ο δε Πέτρος εισέρχεται εις τον τάφον και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριον και τα λοιπά και ούτω πιστεύει».
11. Τούτο λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος εν τη κγ' ερωτική ευχή.
12. Τούτο λέγει Γεώργιος ο Κορέσιος.λόγος εις την Ανάστασιν.
 

Ἰωάννης Χρυσόστομος – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»

Ανάστασις
Ἡ πλάνη πάντα αὐτοκαταστρέφεται καί, παρόλο ποὺ δὲν τὸ θέλει, στηρίζει σὲ ὅλα τὴν ἀλήθεια.
Πρόσεξε: Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε.
Ἔ, λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί!
Ἐφ᾿ ὄσoν ἔφραξαν μὲ τὸν βράχο καὶ σφράγισαν καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει καμία κλοπή.
Ἀφοῦ ὅμως δὲν ἔγινε κλοπὴ καὶ ἐν τούτοις ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος, εἶναι ὁλοφάνερο καὶ ἀναντίρρητο ὅτι ἀναστήθηκε. Εἶδες πὼς καὶ μὴ θέλοντας στηρίζουν τὴν ἀλήθεια;
Ἀλλὰ καὶ πότε θὰ τὸν ἔκλεβαν οἱ μαθηταί; Τὸ Σάββατο;
Μὰ ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸν νόμο νὰ κυκλοφορήσουν. Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι θὰ παραβίαζαν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ,
πῶς θὰ τολμοῦσαν αὐτοὶ οἱ τόσο δειλοὶ νὰ βγοῦν ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι;
Καὶ μὲ ποῖο θάρρος θὰ ριψοκινδύνευαν γιὰ ἕνα νεκρό;
Προσμένοντας ποία ἀνταπόδοση; Ποία ἀμοιβή;
Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, ποῦ στηρίζονταν;
Στὴ δεινότητα τοῦ λόγου τους;
Ἀλλὰ ἦταν ἀπ᾿ ὅλους ἀμαθέστεροι.
Στὰ πολλά τους πλούτη;
Ἀλλὰ δὲν εἶχαν οὔτε ραβδὶ οὔτε ὑποδήματα.
Μήπως στὴν ἔνδοξη καταγωγή τους;
Ἀλλὰ ἦταν οἱ ἀσημότεροι τοῦ κόσμου.
Μήπως στὸ πλῆθος τους;
Ἀλλὰ δὲν ξεπερνοῦσαν τοὺς ἕνδεκα, ποὺ κι αὐτοὶ σκόρπισαν.
Ἂν ὁ κορυφαῖος τους φοβήθηκε τὸν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι,
ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους δεμένο,
σκόρπισαν καὶ διαλύθηκαν,
πὼς θὰ τοὺς περνοῦσε κἂν ἀπ᾿ τὸν νοῦ νὰ τρέξουν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ φυτέψουν πλαστὸ κήρυγμα ἀναστάσεως;
Ἀφοῦ φοβήθηκαν τὴ γυναικεία ἀπειλῆ καὶ τὴ θέα μόνο τῶν δεσμῶν, πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ λαούς, ὅπου ξίφη καὶ τηγάνια καὶ καμίνια καὶ μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, ἂν δὲν εἶχαν ἀπολαύσει καὶ οἰκειοποιηθεῖ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἕλξη τοῦ Ἀναστάντος;
Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε.
Ἂς ξαναρωτήσουμε ὅμως τώρα τοὺς Ἑβραίους:
Πῶς ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθηταί, ὦ ἀνόητοι;
Ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι λαμπρὴ καὶ ὁλοφάνερη, τὸ ἰουδαϊκὸ ψέμα δὲν μπορεῖ οὔτε σὰν σκιά, νὰ σταθεῖ.
Πῶς θὰ τὸ ἔκλεβαν, ποὺ εἶχαν τὴν ὑποψία καὶ ἀγρυπνοῦσαν καὶ πρόσεχαν;
Μὰ καὶ γιὰ ποῖο λόγο θὰ τὸ ἔκλεβαν;
Γιὰ νὰ πλάσουν τὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως;
Καὶ πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ πλάσουν κάτι τέτοιο αὐτοὶ οἱ δειλοί;
Καὶ πῶς κύλησαν τὸν ἀσφαλισμένο βράχο;
Πῶς ξέφυγαν ἀπὸ τόσους ἄγρυπνους κι ἄγριους φρουρούς;
Πρόσεξε ὅμως πὼς μὲ ὅσα κάνουν οἱ Ἑβραῖοι πιάνονται πάντα στὰ ἴδια τους τὰ δίχτυα.
Νά, ἂν δὲν πήγαιναν στὸν Πιλότο κι ἂν δὲν ζητοῦσαν τὴν κουστωδία, πιὸ εὔκολα θὰ μποροῦσαν νὰ λένε τέτοια ψεύδη οἱ ἀδιάντροποι.
Μὰ τώρα ὄχι.
(Ὑπῆρχε ἡ κουστωδία. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπ᾿ τὴν ἄγρυπνη προσοχή της κι ἀπ᾿ τὰ ξίφη της).
Κι ἔπειτα γιατί νὰ μὴν κλέψουν τὸ σῶμα νωρίτερα;
Ἀσφαλῶς ἂν εἶχαν σκοπὸ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο,
θὰ τὸ ἔκαναν ὅταν δὲν ἐφρουρεῖτο ὁ τάφος,
τότε ποὺ ἦταν καὶ ἀκίνδυνο καὶ σίγουρο, δηλ. τὴν πρώτη νύχτα- γιατὶ τὸ Σάββατο πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι στὸν Πιλότο καὶ ζήτησαν τὴν κουστωδία καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, ἐνῷ, τὴν πρώτη νύχτα δὲν ἦταν κανένας ἐκεῖ.
Καὶ τί γυρεύουν στὸ ἔδαφος τὰ σουδάρια ποτισμένα μὲ τὴ σμύρνα, ποὺ βρῆκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι;
Εἶχε πάει πρώτη ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία.
Κι ὅταν γύρισε καὶ ἀνήγγειλε τὰ θαυμαστὰ συμβάντα στοὺς ἀπόστολους, ἐκεῖνοι χωρὶς καθυστέρηση τρέχουν ἀμέσως στὸ μνημεῖο καὶ βλέπουν κάτω τὰ ὀθόνια.
Αὐτὸ ἦταν σημεῖο Ἀναστάσεως.
Γιατί ἂν ἤθελαν κάποιοι νὰ τὸν κλέψουν,
δὲν θὰ τὸν ἔκλεβαν βέβαια γυμνό.
Αὐτὸ θὰ ἦταν ὄχι μόνο ἀτιμωτικὸ ἄλλα καὶ ἀνόητο.
Δὲν θὰ κοίταζαν νὰ ξεκολλήσουν τὰ σουδάρια,
νὰ τὰ τυλίξουν μὲ ἐπιμέλεια καὶ νὰ τὰ βάλουν τακτοποιημένα σ᾿ ἕνα μέρος.
Ἀλλὰ τί θὰ ἔκαναν;
Θ᾿ ἅρπαζαν ὅπως-ὅπως τὸ σῶμα καὶ θἄφευγαν γρήγορα.
Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε προηγουμένως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶπε ὅτι τὸν ἔθαψαν μὲ πολλὴ σμύρνα ποὺ κολλάει τὰ ὀθόνια πάνω στὸ σῶμα, ὅπως τὸ μολύβι τὰ μέταλλα, καὶ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ ξεκολλήσουν ὥστε ὅταν ἀκούσεις ὅτι τὰ σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, νὰ μὴν ἀνεχθεῖς ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι ἐκλάπη. θὰ πρέπει νὰ ἦταν βέβαια πολὺ ἠλίθιος ὁ κλέφτης, ὥστε νὰ σπαταλήσει γιὰ ἕνα περιττὸ πράγμα τόση προσπάθεια.
Γιὰ ποῖο σκοπὸ θ᾿ ἄφηνε τὰ σουδάρια;
Καὶ πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ ξεφύγει τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔκανε αὔτη τὴν ἐργασία;
Γιατὶ ἀσφαλῶς θὰ δαπανοῦσε πολὺ χρόνο καὶ ἦταν φυσικὸ καθυστερώντας νὰ συλληφθεῖ ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ὀθόνια γιατί κείτονται χωριστὰ καὶ χωριστὰ τὸ σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα;
Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι δὲν ἦταν ἔργο βιαστικῶν οὔτε ἀνήσυχων κλεφτῶν τὸ νὰ τοποθετήσουν χωριστὰ ἐκεῖνα καὶ χωριστὰ τοῦτο τυλιγμένο.
Κι ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν ἀποδεικνύεται ἀπίθανη ἡ κλοπή.
Ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι τὰ σκέφθηκαν ὅλα αὐτὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδωσαν χρήματα στοὺς φρουροὺς λέγοντας: «Πεῖτε σεῖς πὼς τὸν ἔκλεψαν, κι ἐμεῖς θὰ τὰ κανονίσουμε μὲ τὸν ἡγεμόνα».
Ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ μαθηταὶ τὸν ἔκλεψαν ἐπικυρώνουν καὶ μ᾿ αὐτὸ πάλι τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ ἔτσι ὁμολογοῦν πάντως ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ.
Ὅταν ὅμως αὐτοὶ οἱ ἴδιοι βεβαιώνουν ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ, ἐνῷ ἄπα τὴν ὅλη μεριὰ ἡ κλοπὴ ἀποδεικνύεται ψευδὴς καὶ ἀπίθανη ἀπὸ τὴ σχολαστικὴ φρούρηση καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ τάφου καὶ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο καὶ τὴ δειλία τῶν μαθητῶν, ἀναμφισβήτητα προβάλλει καὶ ἀπὸ τὰ δικά τους τὰ λόγια ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Ρωτᾶνε ὅμως πολλοί: Γιατί μόλις ἀναστήθηκε νὰ μὴ φανερωθεῖ ἀμέσως στοὺς Ἰουδαίους;
Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι περιττός.
Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θ᾿ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους.
Ἀλλὰ ὅτι δὲν ὑπῆρχε τέτοια ἐλπίδα τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: Ἂν καὶ ἦταν ἤδη τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ μυρίζει καὶ νὰ σαπίζει, τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Παρὰ ταῦτα, ὄχι μόνο δὲν ἑλκύστηκαν στὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἤθελαν νὰ σκοτώσουν κι Αὐτὸν καὶ τὸν Λάζαρο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλων ἀνάστησε καὶ ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του, ἂν ὁ ἴδιος μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ τοὺς φανερωνόταν, δὲν θὰ ἐξαγριώνονταν πολὺ περισσότερο τυφλωμένοι ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν ἀπιστία τους;
Ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀφοπλίσει τὸν ἄπιστο ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόνο σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες ἐμφανιζόταν στοὺς μαθητές του καὶ ἔτρωγε μάλιστα μαζί τους, ὅλα παρουσιάσθηκε καὶ σὲ πάνω ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφούς, δηλ. σὲ πλῆθος ὁλόκληρο. Στὸ Θωμᾶ μάλιστα πoὺ δυσπιστοῦσε, ἔδειξε τὰ σημάδια ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ τὸ τραῦμα ἀπ᾿ τὴ λόγχη.
Καὶ γιατί, λένε, νὰ μὴν κάνει μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ μεγάλα κι ἐντυπωσιακὰ θαύματα, ὅλα μόνο ἔφαγε καὶ ἤπιε; Γιατὶ αὐτὴ καθ᾿ ἐαυτὴ ἡ Ἀνάσταση ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, καὶ ἡ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅτι ἔφαγε καὶ ἤπιε.
Μά, γιὰ σκέψου, ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ Ἄνασταντα, πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ φαντασθοῦν ὅτι θὰ κυριέψουν τὴν οἰκουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ὥστε νὰ νομίζουν ὅτι θὰ κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Ἂν ὅμως ἦταν στὰ λογικά τους, ὅπως ἔδειξαν καὶ τὰ πράγματα, πώς, χωρὶς ἀξιόπιστα ἐχέγγυα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ χωρὶς θεία δύναμη, πώς, πές μου, θ᾿ ἀποφάσιζαν νὰ βγοῦν σὲ τόσους πολέμους, νὰ τὰ βάλουν μὲ στεριὲς καὶ θάλασσες καί, δώδεκα ὅλοι κι ὅλοι, ν᾿ ἀγωνισθοῦν μὲ τόση γενναιότητα γιὰ νὰ μεταβάλουν ὅλης της οἰκουμένης τὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν ἐπὶ τόσα χρόνια νέκρα ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία;
Καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἔνδοξοι καὶ πλούσιοι καὶ δυνατοὶ καὶ μορφωμένοι, οὔτε τότε θὰ ἦταν λογικὸ νὰ ξεσηκωθοῦν γιὰ τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Ἀλλὰ ἐπιτέλους θὰ εἶχε κάποιο λόγο ἢ προσδοκία τους. Αὐτοὶ ὅμως εἶχαν περάσει τὴ ζωὴ τοὺς ἄλλοι στὶς λίμνες, ἄλλοι κατασκευάζοντας σκηνὲς κι ἄλλοι στὰ τελωνεῖα. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἐπαγγέλματα δὲν ὑπάρχει σχεδὸν τίποτε πιὸ ἄχρηστο καὶ γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ γιὰ νὰ πείσεις κάποιον νὰ σκέπτεται ἀνώτερα, ὅταν μάλιστα δὲν ἔχεις νὰ τοῦ ἐπιδείξεις ἀνάλογο προηγούμενο. Πόσο μᾶλλον ποὺ οἱ ἀπόστολοι, ὄχι μόνο δὲν εἶχαν ἀνάλογα παραδείγματα ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ὅτι θὰ ἐπικρατήσουν, ἀλλὰ ἀντίθετα εἶχαν παραδείγματα, καὶ μάλιστα πρόσφατα, ὅτι δὲν θὰ ἐπικρατήσουν.
Εἶχαν ἐπιχειρήσει πολλοὶ νὰ εἰσαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, ἀλλὰ ἀπέτυχαν. Κι ὄχι μὲ δώδεκα ἀνθρώπους, μὰ μὲ πολὺ πλῆθος. Ὁ Θευδᾶς κι ὁ Ἰούδας π.χ. ἔχοντας ὁλόκληρες μάζες ἀνθρώπων χάθηκαν μαζὶ μὲ τοὺς ὀπαδούς των.
Ὁ φόβος ἐκεῖνος θὰ ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοὺς διδάξει. Ἀλλὰ ἂς ὑποθέσουμε ὅτι περίμεναν νὰ κυριαρχήσουν. Μὲ ποιὲς ἐλπίδες θὰ ἔμπαιναν σὲ τέτοιους κινδύνους, ἂν δὲν ἀπέβλεπαν στὰ μέλλοντα ἀγαθά;
Τί κέρδος προσδοκοῦσαν μὲ τὸ νὰ ὁδηγήσουν ὅλους στὸν μὴ ἀναστάντα, καθὼς ἰσχυρίζονται οἱ ἐχθροί;
Ἂν τώρα ἄνθρωποι ποὺ πίστεψαν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ στὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ δύσκολα δέχονται νὰ κινδυνέψουν, πῶς ἐκεῖνοι θὰ ὑπέμεναν τὰ πάνδεινα ματαίως ἢ μᾶλλον γιὰ κακό τους; Γιατί ἂν δὲν ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, ποὺ ἔγινε, κι ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, τότε προσπαθώντας νὰ τὰ πλάσουν ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ πείσουν τοὺς ἄλλους, ἔμελλαν ὁπωσδήποτε νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργὴ τοῦ θεοῦ καὶ νὰ περιμένουν μύριους κεραυνοὺς ἀπ᾿ τὸν οὐρανό.
Ἄλλωστε κι ἂν ἀκόμη εἶχαν μεγάλη προθυμία ὅταν ζοῦσε ὁ Χριστός, θὰ ἔσβηνε μόλις πέθανε. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, τί θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ τοὺς βγάλει σ᾿ ἐκεῖνο τὸν πόλεμο; Ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, ὄχι μόνο δὲv θὰ ριψοκινδύνευαν γι᾿ αὐτόν, μὰ θὰ τὸν θεωροῦσαν ἀπατεῶνα: τοὺς εἶχε πεῖ «μετὰ τρεῖς ἡμέρες θ᾿ ἀναστηθῶ» καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. τοὺς εἶπε ὅτι ἀφοῦ λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ κυριαρχήσουν στὴν οἰκουμένη κι ἀκόμη τόσα ἄλλα ὑπερφυσικὰ καὶ οὐράνια. Ἂν τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν γινόταν, ὅσο κι ἂν τὸν πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δὲν θὰ τὸν ὑπάκουαν φυσικά, ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστάντα.
Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους, γιατί θὰ ἔλεγαν: «Μετὰ τρεῖς ἡμέρες», μᾶς εἶπε, «θ᾿ ἀναστηθῶ», καὶ δὲν ἀναστήθηκε. Ὑποσχέθηκε νὰ μᾶς στείλει Πνεῦμα Ἅγιο, καὶ δὲν τὸ ἔστειλε. Πῶς λοιπὸν νὰ τὸν πιστέψουμε γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀφοῦ διαψεύδονται τὰ παρόντα;
Ἀλλὰ γιὰ πές μου, σὲ παρακαλῶ, γιὰ ποῖο λόγο, χωρὶς ν᾿ ἀναστηθεῖ, κήρυτταν ὅτι ἀναστήθηκε; Γιατί, λέει, τὸν ἀγαποῦσαν. Μὰ τὸ λογικὸ θὰ ἦταν νὰ τὸν μισοῦν τώρα, ἐπειδὴ τοὺς ἐξαπάτησε καὶ τοὺς πρόδωσε. Ἐνῷ τοὺς ξεμυάλισε μὲ χίλιες δυὸ ἐλπίδες καὶ τοὺς χώρισε ἀπ᾿ τὰ σπίτια τους κι ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς τους κι ἀπ᾿ ὅλα καὶ ξεσήκωσε κι ὁλόκληρο τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος ἐναντίον τους, ὕστερα τοὺς πρόδωσε. Κι ἂν μὲν ἦταν ἀπὸ ἀδυναμία, θὰ τὸν συγχωροῦσαν. Τώρα ὅμως ἦταν σωστὸ κακούργημα: Ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχε πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι νὰ τοὺς ὑποσχεθεῖ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἦταν θνητός.
Ὥστε λοιπὸν ἦταν φυσικὸ νὰ κάνουν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: Νὰ κηρύττουν τὴν ἀπάτη καὶ νὰ τὸν λένε ἀπατεώνα καὶ μάγο. Ἔτσι θὰ γλίτωναν κι ἀπὸ τοὺς κινδύνους κι ἀπὸ τοὺς πολέμους τῶν ἀντίπαλων. Ὅλοι ξέρουν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς στρατιῶτες, γιὰ νὰ ποῦν ὅτι ἔκλεψαν τὸ σῶμα ἂν λοιπὸν πήγαιναν οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταὶ κι ἔλεγαν, «ἐμεῖς τὸ κλέψαμε, δὲν ἀναστήθηκε», πόσες τιμὲς δὲν θ᾿ ἀπολάμβαναν; Ὥστε ἦταν στὸ χέρι τους καὶ νὰ τιμηθοῦν καὶ νὰ στεφανωθοῦν! Ἔ, λοιπὸν δὲν ἀναρωτιέσαι γιατί ν᾿ ἀνταλλάξουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὶς ἀτιμίες καὶ τοὺς κινδύνους, ἂν δὲν ἦταν μία θεία δύναμη ποὺ τοὺς βεβαίωνε, δυνατότερη ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ γήινα ἀγαθά;
Κι ἂν μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν σὲ πείσαμε, σκέψου καὶ τοῦτο: Ἔστω ὅτι δὲν εἶχε γίνει ἡ Ἀνάσταση. Κι ἂν ἀκόμη οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ διδάξουν τὸν κόσμο, ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ θὰ κήρυτταν στὸ ὄνομά του. Γιατὶ εἶναι γνωστό, πὼς ὅλοι μας δὲν θέλουμε οὔτε τὰ ὀνόματα ν᾿ ἀκούσουμε, ὅσων μᾶς ἐξαπάτησαν. Ἄλλωστε γιατί θὰ διατυμπάνιζαν τὸ ὄνομά του; Ἐλπίζοντας νὰ ἐπικρατήσουν μ᾿ αὐτό; Μὰ θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένουν τὸ ἀντίθετο, γιατὶ κι ἂν ἔμελλαν νὰ κυριαρχήσουν θὰ χάνονταν φέρνοντας στὴ μέση τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀπατεῶνα.
Ἃς θυμηθοῦμε ἐξ ὅλου ὅτι ἡ ἀγάπη τῶν μαθητῶν πρὸς τὸν Διδάσκαλο, ἐνῷ ζοῦσε ἀκόμη, μαραινόταν σιγὰ-σιγὰ ἀπ᾿ τὸν φόβο τοῦ ἐπικείμενου μαρτυρίου. Ὅταν τοὺς προανήγγειλε τὰ δεινὰ ποὺ θ᾿ ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν σταυρό, πάγωσαν ἀπ᾿ τὸν φόβο τους κι ἔσβησαν τελείως. Ἕνας μάλιστα δὲν ἤθελε οὔτε κἂν νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὴν Ἰουδαία, ἐπειδὴ ἄκουσε γιὰ κινδύνους καὶ γιὰ θανάτους. Ἂν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ φοβόταν τὸν θάνατο, χωρὶς αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς, μόνος δηλαδή, πῶς θ᾿ ἀποτολμοῦσε;
Ἐπὶ πλέον: Πίστευαν ὅτι θὰ πεθάνει μέν, ἀλλὰ θ᾿ ἀναστηθεῖ κι ὅμως ὑπέφεραν τόσο. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, πῶς δὲν θὰ ἐξαφανίζονταν καὶ δὲν θὰ ζητοῦσαν ν᾿ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τοὺς καταπιεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισία τους γιὰ τὴν ἀπάτη κι ἀπ᾿ τὴ φρίκη γιὰ τὰ ἐπερχόμενα; Θ᾿ ἀντιμετώπιζαν τώρα τὴν κατακραυγὴ γιὰ τὴν ἀδιαντροπιά τους. Τί θὰ εἶχαν νὰ πoῦν; Τὸ πάθος τὸ ἤξερε ὅλος ὁ κόσμος: Τὸν κρέμασαν σὲ ψηλὸ ἰκρίωμα, ἦταν μέρα μεσημέρι, μέσα στὴν πρωτεύουσα καὶ στὴν πιὸ μεγάλη γιορτὴ ποὺ κανένας δὲν ἦταν δυνατὸ ν᾿ ἀπουσιάζει.
Τὴν Ἀνάσταση ὅμως δὲν τὴν εἶδε κανεὶς ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν μικρὸ ἐμπόδιο γιὸ νὰ τοὺς πείσουν. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαν νὰ βεβαιώσουν στεριὰ καὶ θάλασσα γιὰ τὴν Ἀνάσταση; Καὶ γιατί, πές μου, ἀφοῦ σῴνει καὶ καλὰ ἤθελαν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, δὲν ἐγκατέλειπαν τὴν Ἰουδαία ἀμέσως, νὰ πᾶνε στὶς ξένες χῶρες; Ἀλλὰ δὲν θαυμάζεις ὅτι ἔπεισαν πολλοὺς καὶ μέσα στὴν Ἰουδαία;
Εἶχαν τὴν τόλμη νὰ παρουσιάσουν τὰ τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἴδιους τους φονεῖς, σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν ἔθαψαν, στὴν ἴδια τὴν πόλη ὅπου ἀποτολμήθηκε τὸ φοβερὸ κακούργημα. Ὥστε καὶ ὅλοι οἱ ἔξω ν᾿ ἀποστομωθοῦν. Γιατὶ ὅταν οἱ «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε καὶ ἡ παρανομία τῆς σταυρώσεως βεβαιώνεται καὶ λάμπει ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Γιὰ νὰ ἑλκύονται ὅμως τὰ πλήθη σημαίνει πὼς οἱ μαθηταὶ ἔκαναν θαύματα. Ἂν ὅμως δὲν ἀναστήθηκε καὶ μένει νεκρός, πῶς οἱ ἀπόστολοι θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομά του; Πῶς πάλι, ἂν δὲν ἔκαναν θαύματα, ἔπειθαν; Καὶ ἂν μὲν ἔκαναν -καὶ βεβαίως ἔκαναν- εἶχαν θεοῦ δύναμη. Ἂν ὅμως δὲν ἔκαναν καὶ ἐν τούτοις κυριαρχοῦσαν παντοῦ, θὰ ἦταν ἀκόμη πιὸ ἀξιοθαύμαστο. θὰ ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, ἂν χωρὶς θαύματα διέσχιζαν καὶ κυρίευαν τὴν οἰκουμένη δώδεκα φτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι ἄνθρωποι. Ἀσφαλῶς οὔτε μὲ τὰ πλούτη οὔτε μὲ τὴ σοφία τους ἐπεκράτησαν οἱ ψαράδες. Ὥστε καὶ χωρὶς νὰ θέλουν κηρύττουν ὅτι μέσα τους ἐνεργοῦσε ἢ θεία δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο ἀνθρώπινη δύναμη νὰ κατορθώσει ποτὲ τέτοια ἐκπληκτικὰ πράγματα.
Προσέξτε μὲ πολὺ ἐδῶ, γιατί αὐτὰ εἶναι ἀναμφισβήτητες ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ ἐπαναλάβω πάλι: Ἂν δὲν ἀναστήθηκε, πῶς ἔγιναν ἀργότερα στὸ ὄνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανεὶς βέβαια δὲν κάνει μετὰ τὸν θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα ἀπ᾿ ὅσα ὅταν ζοῦσε. Ἐνῷ ἐδῶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ γίνονται θαύματα μεγαλύτερα καὶ κατὰ τὸν τρόπο καὶ κατὰ τὴ φύση: Κατὰ τὴ φύση ἦταν μεγαλύτερα, γιατί ποτὲ ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν θαυματούργησε. Ἐνῷ οἱ σκιὲς τῶν ἀποστόλων ἔκαναν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὸν τρόπο πάλι ἦταν μεγαλύτερα, ἐπειδὴ τότε μὲν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρόσταζε καὶ θαυματουργοῦσε. Μετὰ τὴ Σταύρωση ὅμως καὶ τὴν Ἀνάστασή του οἱ δοῦλοι του ἐπικαλούμενοι ἁπλῶς τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὄνομά του μεγαλύτερα καὶ ἐκπληκτικότερα ἐπιτελοῦσαν. Ἔτσι δοξαζόταν κι ἀκτινοβολοῦσε πιὸ πολὺ ἡ δύναμή του.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ διαβάζονται ἀμέσως μετὰ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ «Πράξεις» ποὺ περιγράφουν τὰ θαύματα τῶν ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπικυρώνουν τὴν Ἀνάσταση, γιὰ νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ ἀναμφισβήτητη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη: Δὲν τὸν εἶδες Ἀναστάντα μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος; Ἀλλὰ τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια τῆς Πίστεως. Δὲν τὸν εἶδες μὲ τὰ «ὄμματα» τοῦτα; Θὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ θαύματα ἐκεῖνα. Τῶν θαυμάτων ἢ ἐπίδειξη σὲ χειραγωγεῖ στῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη.
Θέλεις ὅμως νὰ δεῖς καὶ τώρα θαύματα; Θὰ σοῦ δείξω. Καὶ μάλιστα πιὸ μεγάλα ἀπ᾿ τὰ προηγούμενα: Ὄχι ἕνα νεκρὸ ν᾿ ἀνασταίνεται, ὄχι ἕνα τυφλὸ νὰ ξαναβλέπει, ἀλλὰ τὴ γῆ ὁλόκληρη νὰ ἐγκαταλείπει τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης.
Μεγίστη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἐσφαγμένος Χριστὸς ἔδειξε μετὰ τὸν θάνατο τόση δύναμη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ζωντανοὺς νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους γιὰ χάρη του καὶ νὰ προτιμήσουν μαστιγώσεις καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Αὐτὰ δὲν εἶναι κατορθώματα νεκροῦ κλεισμένου στὸν τάφο, ἀλλὰ ἀναστημένου καὶ ζωντανοῦ.
Πρόσεξε παρακαλῶ: Οἱ ἀπόστολοι, ὅταν μὲν ζοῦσε ὁ Διδάσκαλος ἀπὸ τὸν φόβο τοὺς τὸν πρόδωσαν κι ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι. Ὁ Πέτρος μάλιστα τὸν ἀρνήθηκε μὲ ὅρκο τρεῖς φορές. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς καὶ πανικοβλήθηκε μπροστὰ σὲ μίαν ὑπηρετριούλα, τόσο ἀπότομα ἄλλαξε, ὥστε ν᾿ ἀψηφήσει ὁλόκληρο λαὸ καὶ μέσ᾿ στὴ μέση του Ἰουδαϊκοῦ ὄχλου νὰ διακηρύξει ὅτι ὁ σταυρωθεὶς καὶ ταφεὶς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ὅτι ἀνέβηκε στὰ οὐράνια. Καὶ τὰ κήρυξε ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴ φοβερὴ μανία τῶν ἐχθρῶν καὶ τὶς συνέπειες.
Ποῦ βρῆκε αὐτὸ τὸ θάρρος; Ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ στὴν Ἀνάσταση. Τὸν εἶδε καὶ συνομίλησε μαζί του καὶ ἄκουσε γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά, κι ἔτσι ἔλαβε δύναμη νὰ πεθάνει γι᾿ Αὐτὸν Καὶ νὰ σταυρωθεῖ μὲ τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἐξόχως σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἄλλα, καὶ ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ οὔτε κὰν τὸν εἶδε οὔτε ἀπόλαυσε τὴ συντροφιά του, ἔδειξε τόση προθυμία γιὰ χάρη του, ὥστε γι᾿ Αὐτὸν πρόσφερε θυσία τὴ ζωή του. Καὶ μόνο ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ ἀπόστολοι; Καὶ γυναῖκες καταφρονοῦν τὸν θάνατο, πού, πρὶν ἀναστηθεῖ ὁ Χριστός, ἦταν φοβερὸς καὶ φρικώδης ἀκόμη καὶ σὲ ἄνδρες καὶ μάλιστα ἁγίους.
Ποιὸς τοὺς ἔπεισε ὅλους αὐτοὺς νὰ περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή; Φυσικὰ δὲν εἶναι κατόρθωμα ἀνθρώπινης δυνάμεως νὰ πειστοῦν τόσες μυριάδες, ὄχι μόνο ἀνδρῶν, ἄλλα καὶ γυναικῶν καὶ παρθένων καὶ μικρῶν παιδιῶν, νὰ πειστοῦν νὰ θυσιάσουν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ τὰ βάλουν μὲ θηρία, νὰ περιγελάσουν τὴ φωτιά, νὰ καταπατήσουν κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ νὰ σπεύσουν πρὸς τὴ μέλλουσα ζωή!
Καὶ ποίος, παρακαλῶ, τὰ κατόρθωσε ὅλ᾿ αὐτά; Ὁ νεκρός; Ἀλλὰ τόσοι νεκροὶ ὑπῆρξαν καὶ κανένας δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ἦταν μάγος καὶ ἀγύρτης; Πλῆθος μάγοι καὶ ἀγύρτες καὶ πλάνοι πέρασαν, ἄλλα ξεχάστηκαν ὅλοι, χωρὶς ν᾿ ἀφήσουν τὸ παραμικρὸ ἴχνος μαζὶ μὲ τὴ ζωή τους ἔσβησαν κι οἱ μαγγανεῖες τους. Ἡ φήμη ὅμως κι ἡ δόξα κι οἱ πιστοί του Χριστοῦ κάθε μέρα αὐξάνουν κι ἁπλώνονται σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Οἱ ἄπιστοι φρίττουν κι οἱ πιστοὶ διακηρύττουν:
Χριστὸς ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!

ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
Ἐπιμέλεια: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...