Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαΐου 30, 2014

Γεώργιος Ζερβός, Νέα παρεκτροπή του Οικουμενικού Πατριάρχου: Ανεγνώρισεν «αγιότητα» εις τον Πάπα Ιωάννην



Αἱ νέαι προκλήσεις τῆς κεφαλῆς τοῦ Φαναρίου εἰς τὴν πορείαν πρὸς τὴν προδοσίαν τῆς Πίστεως
ΝΕΑ ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ:
ΑΝΕΓΝΩΡΙΣΕΝ «ΑΓΙΟΤΗΤΑ» ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΠΑΝ ΙΩΑΝΝΗΝ
Μὲ συνέντευξίν του εἰς ἰταλικὴν παπικὴν ἐφημερίδα, εἰς τὴν ὁποίαν: 1ον) Υἱοθέτησε τὰς προσφάτους πρακτικὰς τοῦ Βατικανοῦ. 2ον) Ἀπεδέχθη τὴν «ἁγιοποίησιν» τοῦ αἱρεσιάρχου καὶ προστάτου τῶν οὐνιτῶν Πάπα Ἰωάννου τοῦ 23ου ὡς νὰ εἶναι ὁ παπισμὸς κανονικὸν τμῆμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 3ον) Τὸν χαρακτηρίζει σύμβολον τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος καὶ 4ον) Ζητεῖ, τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ συμπροσεύχεται μὲ τὸν αἱρεσιάρχην εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα - τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἡμεῖς θὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῶν εὐρωεκλογῶν - οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ νὰ συμπροσευχώμεθα μαζί των, κατὰ παράβασιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων ποὺ ἀπαγορεύουν τὰς συμπροσευχὰς μὲ αἱρετικούς, ἀντὶ ἐκκλησιαστικοῦ σεισμοῦ διὰ τὴν συνάντησιν, ὑπὸ τῶν ταγῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Πρὸ πεντήκοντα ἐτῶν, κατὰ τὴν συνάντησιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τοῦ Πάπα ΣΤ´ καὶ τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου εἶχον ἀντιδράσει δυναμικῶς: Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων μακαριστὸς Βενέδικτος, ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´, ὁ μακαριστὸς Ἀργολίδος (καὶ μετέπειτα Πειραιῶς), ἄλλοι Μητροπολῖται, Ὀρθόδοξοι Ἀδελφότητες, θεολόγοι. (Κατωτέρω δημοσιεύομεν ὡρισμένας ἀπὸ τὰς ἀντιδράσεις τῆς ἐποχῆς). Σήμερον ἡ ἀπόλυτος σιγὴ καὶ ὑποταγὴ εἰς τὰς οἰκουμενιστικὰς καὶ ὑπὲρ τοῦ δέοντος φιλοπαπικὰς θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Δικαίως κάποιοι πιστοὶ διατυπώνουν τὸ ἐρώτημα: Μήπως ἔχῃ γίνει μυστικῶς ἡ ψευδοένωσις εἰς ἐπίπεδον κορυφῆς;
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος μιμούμενος τὸ παράδειγμα τοῦ ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου προσέρχεται —ἐνῶ ἡμεῖς θὰ προσερχώμεθα εἰς τὰς κάλπας, διὰ νὰ ἀναδείξωμεν Εὐρωβουλευτὰς ὑπὸ ἐκβιαστικὰ ἢ καὶ πραγματικὰ πολιτικὰ διλήμματα διὰ τὸ Εὐρωπαϊκὸν μέλλον τῆς Ἑλλάδος— εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ συναντηθῆ, συμπροσευχηθῆ μὲ τὸν Πάπαν καὶ νὰ ὑπογράψη κοινὴν διακήρυξιν διὰ τὴν πορείαν πρὸς τὴν ψευδένωσιν Παπικῶν - Ὀρθοδόξων. Ὡς ἄλλος ὅμως Ἀθηναγόρας περιφρονεῖ συστηματικῶς τὸν πιστὸν λαὸν καὶ τὸν ἔντιμον κλῆρον. Πρὸ τῆς ἐπισκέψεώς του παρεχώρησε συνέντευξιν εἰς τὴν ἐφημερίδα «Avvenire». Εἰς τὴν συνέντευξιν αὐτὴν ἀνεγνώρισεν ἁγιότητα εἰς τὸν Πάπαν τὸν 23ονἐκφράζων παραλλήλως τὴν θέσιν ὅτι ὁ «Πάπας Ἰωάννης ὁ 23ος εἶναι προστάτης τῆς ἑνότητας ὅλων τῶν Χριστιανῶν» καὶ δικαιολογεῖται πλήρως «ἡ τιμὴ τῆς ἁγιοποιήσεως, ποὺ τοῦ ἐπεφυλάχθη ὑπὸ τῆς “Καθολικῆς Ἐκκλησίας”». Ὁ Πάπας ὅμως αὐτὸς ἦτο ὁ προστάτης τῆς δαιμονικῆς Οὐνίας. Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι ἡ συνάντησις τοῦ Πάπα ΣΤ´ καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀπὸ πλευρᾶς τῆς ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας» ἀπεφασίσθη τῇ ἐπιμόνῳ αἰτήσει τοῦ οὐνίτου πατριάρχου Μαξίμου Δ´, ὡς μᾶς πληροφοροῦν αἱ σελίδες τοῦ βιβλίου «Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμὸς» (σ. 343 καὶ ἑξῆς) τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Μπιλάλη (ἐκδόσεις «Ο.Τ.»). Ὡς ἀναγράφεται εἰς τὸ βιβλόν αὐτὸ ὁ Οὐνίτης Πατριάρχης ἐθεώρει ὅτι κατὰ τὴν συνάντησιν τοῦ Πάπα ΣΤ´ καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ξεπεράσθησαν ὅλαι αἱ ἐλπίδες, ἀφοῦ κατ᾽ αὐτὴν συνεφω-νήθη ἀνταλλαγὴ ἐπισήμων ἀντιπροσωπειῶν, ἀνάκλησις τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054, παρουσίᾳ παρατηρητῶν ἡ ἔναρξις τῶν ἀπ᾽ εὐθείας διαπραγματεύσεων μεταξὺ Παπικῶν καὶ Ὀρθοδόξων.
Ἐρωτήματα ἐξ ἀφορμῆς τῶν προαναφερομένων δηλώσεων
Προτοῦ παραθέσωμεν τὸ συγκεκριμένον ἀπόσπασμα μὲ τὰς δηλώσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου,θέλομεν νὰ τὸν ἐρωτήσωμεν:
1ον) Ἀπὸ πότε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἁγιοποίησιν προσωπικοτήτων τοῦ Βατικανοῦ; Ἔχουν προχωρήσει τόσον πολὺ παρασκηνιακῶς οἱ θεολογικοὶ διάλογοι, ὥστε ἐρήμην τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ τοῦ ἐντίμου κλήρου νὰ ἀναγνωρίζωνται ὡς πραγματικοὶ ἅγιοι οἱ Πάπαι τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἰδιαιτέρως ὁ «ἅγιος» τοῦ Βατικανοῦ - προστάτης τῶν Οὐνιτῶν. Ἔχει κηρυχθῆ παρασκηνιακῶς, ὡς λέγουν κάποιοι παλαιοὶ θεολόγοι, μυστικῶς ἡ ἕνωσις Παπικῶν - Ὀρθοδόξων (ἕνωσις κορυφῆς) καὶ ἀδυνατοῦν νὰ τὴν γνωστοποιήσουν οἱ Φαναριῶται φοβούμενοι τὰς ἀντιδράσεις τοῦ πιστοῦ λαοῦ; Εἶναι γνωστὸν πώς, ἐὰν ὑποχωρήσουν ἢ ἀποκηρύξουν τὰς αἱρέσεις των οἱ Παπικοὶ καὶ προσχωρήσουν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ γίνη ἡ ἕνωσις θὰ ἀναγνωρίσωμεν τόσον ἡμεῖς ὅσον καὶ αὐτοὶ Ἁγίους. Ὅταν ὅμως οἱ Παπικοὶ εἶναι ἀμετανόητοι εἰς τὰς θέσεις, τὰς αἱρέσεις καὶ εἰς τὴν διαστρέβλωσιν τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, πῶς ἐμεῖς ἀναγνωρίζομεν «ἁγίους» τῶν Παπικῶν καὶ μάλιστα διακηρύσσομεν ὅτι εἶναι οἱ «ἅγιοι τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος»; Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πιστεύει προφανῶς ὅτι ἡ ποιμαντικὴ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον Κόσμον ἐξαντλεῖται εἰς τὴν μεθοδευμένην διαστρέβλωσιν τοῦ Συνοδικοῦ Πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκτήση «Ἀποστολικὸν Πρωτεῖον» εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ νὰ γίνη ὁ «Πάπας τῆς Ἀνατολῆς», εἰς τὴν ἀλλαγὴν τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ εἰς τὴν πλήρη παραθεώρησιν τῶν δογμάτων τῆς Πίστεώς μας πρὸς χάριν τῆς ψευδενώσεως.
Διὰ τῶν δηλώσεών του περὶ ἀποδοχῆς τῆς «ἁγιοποιήσεως» τοῦ Πάπα τοῦ 23ου ἀποδέχεται τὴν δρᾶσιν τῆς Οὐνίας, τὴν ὁποίαν πολεμοῦν αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς πρώην Ἀνατολικῆς Κομμουνιστικῆς Εὐρώπης, ἀλλὰ δὲν πολεμᾶ ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι μετὰ τὴν ἐπανεκίνησιν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξὺ Παπικῶν καὶ Ὀρθοδόξων, οὐδεμία δήλωσις ὑπάρχει ὑπ᾽ αὐτοῦ ἢ τῶν Ἀρχιερέων, ποὺ συμμετέχουν εἰς τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους, ἐναντίον τῆς Οὐνίας. Τοῦτο δὲ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ διάλογοι εἶχον διακοπῆ ἐξ αἰτίας τῆς δράσεως τῆς Οὐνίας, τὸν προστάτην τῆς ὁποίας ἀναγνωρίζει ὡς «ἅγιον» ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ τὸν προβάλλει ὡς «ἅγιον» σύμβολον τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν τὸν ἐχαρακτήρισε καὶ πρότυπον τῆς Ἐκκλησίας. Διότι οἱ ἀποδεχόμενοι τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας δὲν ἀποδεχόμεθα τὴν αἱρετικὴν θεωρίαν τῶν Κλάδων, τὴν ὁποίαν διατυπώνουν σήμερον κάποιοι μεγαλόσχημοι τοῦ Φαναρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι δηλαδὴ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ σημαντικώτερος καὶ ὁ ἀρχαιότερος κλάδος τῶν Ἐκκλησιῶν (ἀφοῦ οὗτοι ἀναγνωρίζουν καὶ τὰς αἱρετικάς - χριστιανικὰς Ἐκκλησίας ὡς κανονικὰς καὶ σωζούσας). Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι συνέχεια τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὡς αὕτη περιγράφεται καὶ διατυπώνεται εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως. Ἤτοι εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» καὶ ἄλλαι μὲ τοιαῦτα χαρακτηριστικὰ δὲν ὑπάρχουν.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος εἰς ἄλλας δηλώσεις του πρὸ τῆς συναντήσεως μὲ τὸν αἱρεσιάρχην τοῦ Βατικανοῦ κ. Φραγκίσκον ἐτόνισε πώς, ὅταν θὰ συμπροσεύχεται μετὰ τοῦ Πάπα, θὰ προσεύχωνται καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Οὐσιαστικῶς κηρύσσει τὴν κατάργησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν συμπροσευχὰς μετὰ τῶν αἱρετικῶν χριστιανῶν. Δὲν ἔχουν ὅμως οὐδεμίαν σημασίαν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες διὰ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ διαλυτικῶς διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Οὗτος κηρύσσει συμπροσευχήν, διότι δὲν δίδει λογαριασμὸν εἰς οὐδένα. Θεωρεῖ ἑαυτὸν εἰς τοῦτον τὸν γήϊνον χῶρον ὑπεράνω τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ὡς περιλαμβάνονται εἰς τὸ Πηδάλιον. Τί θὰ γίνη ὅμως, ἐὰν ἀκούσουν καὶ ἐφαρμόσουν τὰς παραινέσεις των οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ εἰς τὸν καθημερινὸν ἐκκλησιαστικόν των βίον καὶ ἀντὶ νὰ προσέρχωνται εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἱεροὺς Ναούς, διὰ νὰ προσευχηθοῦν (ἀνάβοντες ἕνα κερί) μεταβαίνουν εἰς τοὺς ναοὺς τῶν Παπικῶν, τῶν Κοπτῶν, τῶν Ἀγγλικανῶν κ.λπ; Τότε διὰ τὸν ἱερέα τῆς ἐνορίας των θὰ ἔχουν ὑποπέσει εἰς αἵρεσιν; Θὰ εὑρίσκεται εἰς ἀταξίαν ὁ ἁπλὸς πιστὸς καὶ δὲν εὑρίσκεται ὁ θεματοφύλαξ τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τοὺς ὁποίους ἀπὸ ἐτῶν καταφρονεῖ καὶ παρὰ ταῦτα γίνεται δεκτὸς ὑπὸ Μητροπολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετὰ «Βαΐων καὶ κλάδων»;
Ἡ συνέντευξις τοῦ Οἰκ. Πατρ. κ. Βαρθολομαίου
Δημοσιεύομεν κατωτέρω ἀποσπάσματα ἐκ τῆς συνεντεύξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τὴν Ἰταλίδα δημοσιογράφον κ. Στεφανίαν Φαλάσκα διὰ τὴν ἐφημερίδα «Avvenire», ἡ ὁποία ἐλέγχεται ὑπὸ τῶν Παπικῶν.
Τὰ ἀποσπάσματα ὡς μετεφράσθησαν καὶ ἐδημοσιεύθησαν εἰς τὸ ἱστολόγιον «Κατάνυξις» ἔχουν ὡς ἀκολούθως: «ἡμερομηνία: 26-04-2014 – Κείμενο Α.Θ.Π. Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου «Ὁ Πάπας Ἰωάννης Προστάτης τῆς ἑνότητας ὅλων τῶν Χριστιανῶν»
Ἡ λατρεία τοῦ Ὀρθόδοξου κόσμου πρὸς τὸν Ἰωάννη XXIII ἐξεφράσθη ἤδη ἀπὸ τὴν ἑπομένη τοῦ θανάτου του, ἔτσι ὥστε νὰ θεωρεῖται ἕνας Prepadovnie, ἕνας ἅγιος καὶ προστάτης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἦταν o πρῶτος, ποὺ ἀπέδωσε στὸ πρόσωπό του τὸ Εὐαγγελικὸ χωρίο: “Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης”. “Μποροῦμε νὰ ἐμπνευστοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμά του, ἔτσι ὥστε νὰ συνεχίσουμε τὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο ταξίδι, γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν”, λέει σήμερα, σὲ αὐτὴ τὴ συνέντευξη, ὁ διάδοχος τοῦ Ἀθηναγόρα, Βαρθολομαῖος Α´, Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Βαρθολομαῖος εἶναι ὁ πρῶτος Πατριάρχης στὴν ἱστορία τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ πῆρε μέρος σὲ ἐνθρόνιση ἑνὸς Πάπα καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἁγιοποίηση τοῦ Πάπα Ἰωάννη XXIII ὑπογραμμίζει ἐπίσης, τὴ σημασία τῆς ἐπικείμενης ἐπίσκεψης στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποία θὰ πραγματοποιήσει μαζὶ μὲ τὸν Πάπα Francesco.
ΕΡΩΤΗΣΗ.- Ὁ Πάπας Ἰωάννης ΧΧΙΙΙ ἐξέφρασε ἐπίσης μία αὐθεντικὴ λατρεία πρὸς τοὺς Ὀρθόδοξους ἀδελφούς. Τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ σᾶς σήμερα καὶ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἡ πλήρης ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητάς του;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ.- Ὁ ἀείμνηστος Πάπας Ἰωάννης ΧΧΙΙΙ ἦταν πράγματι μία μεγάλη πνευματικὴ προσωπικότητα στὴν ἱστορία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Εὐλογημένος προκάτοχός μου, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἀναγνώρισε δημοσίως τὴ μεγάλη προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ Πάπα προσδίδοντας σ᾽ αὐτὸν τὶς εὐαγγελικὲς φράσεις ποὺ τὸν παρομοιάζουν μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ τὸν Πρόδρομο, τὸν πρόδρομο τοῦ Κυρίου μας. Στὴν πραγματικότητα, ὁ Ἰωάννης XXIII ἔκανε ἕνα ἀποφασιστικὸ βῆμα στὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, χάριν στὴν σημαντικὴ καὶ θαρραλέα ἀπόφασή του νὰ συγκαλέσει τὸ Δεύτερο Συμβούλιο τοῦ Βατικανοῦ, τὸ ὁποῖο, μεταξὺ ἄλλων μὲ τὶς ὁδηγίες του, ἄνοιξε τὸ δρόμο γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση, ἐνόψει τῆς ἀποκατάστασης τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητας μὲ ἰδιαίτερα σημαντικὲς ἐπιπτώσεις στὶς σχέσεις μεταξὺ Καθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων.
Αὐτὸ τὸ γεγονός, μαζὶ μὲ τὶς ἀρετές του, τὴν εὐγένεια, τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ κοσμοῦσαν τὸ χαρακτήρα καὶ τὴ ζωή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἄνδρα τῆς Ἐκκλησίας, δικαιολογεῖ πλήρως τὴν τιμὴ τῆς ἁγιοποίησης, ποὺ ἐπιφυλάχθηκε γι᾽ αὐτὸν ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία».
Δυναμικῶς ἀντέδρασε τότε ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία καὶ τὸ Πατρ. Ἱεροσολύμων 
Διὰ τὰς δηλώσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀλλὰ καὶ τὴν συνάντησιν καὶ συμπροσευχῶν του μὲ τὸν Πάπαν καὶ ἐνδεχομένως καὶ ἄλλους ἡγέτας πλανεμένων Χριστιανῶν ἀνεμένομεν τὴν δυναμικὴν ἀντίδρασιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Κρήτης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν Ἱερῶν Μονῶν, τῶν Χριστιανικῶν Ὀρθοδόξων Ἀδελφοτήτων καὶ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τὸ ὁποῖον ἐξελίσσεται εἰς κέντρον διαθρησκειακῶν συναντήσεων καὶ συζητήσεων διὰ τὴν νόθευσιν τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Γνωρίζομεν ὅτι ἴσως ἐπικριθῶμεν διὰ τὰς θέσεις μας αὐτάς.
Δὲν εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ ἰσοπεδώνωνται τὰ πάντα εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν (μέχρι σημείου τροποποιήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων) καὶ οἱ ἁρμόδιοι φορεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ ἔχουν καταληφθῆ ἀπὸ ἀφωνίαν, εἰς μίαν ἐποχήν, μάλιστα μεγάλης πνευματικῆς κρίσεως.
Ἐκτὸς αὐτοῦ ἀνετρέξαμεν εἰς τὴν ἱστορίαν, διὰ νὰ ἴδωμεν ἐὰν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις διὰ τὴν συνάντησιν Πάπα - Ἀθηναγόρου. Αἱ ἀντιδράσεις ἦσαν μεγάλαι τόσον πρὸ τῆς συναντήσεως, ὅσον καὶ μετὰ τὴν συνάντησιν. Ἀντίθετος πρὸς τὴν συνάντησιν ἦτο ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὁ μακαριστὸς Βενέδικτος.
Ἀπέτυχε νὰ τὴν ματαιώση καὶ τὴν ἐδέχθη μὲ τὴν δήλωσιν ὅτι ὁ τότε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μεταβαίνει ὡς ἁπλὸς προσκυνητής. Ὁ σημερινὸς Πατριάρχης Ἱεροσολύμων λειτουργεῖ μὲ συμπεριφορὰν «γεφυροποιοῦ» μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν πλανεμένων Χριστιανῶν, μὴ θέτων ὅρους καὶ προϋποθέσεις διὰ αὐτὴν τὴν συν άντησιν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῆς σημερινῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας συμπεριφέρονται ὡς πειθήνια ὄργανα τοῦ Φαναρίου μὴ ἔχοντα φωνὴν καὶ θέσιν διὰ ὅσα πράττει καὶ λέγει ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Ἀντιθέτως, ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Μητροπολῖται τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχον ὑψώσει «λάβαρα ἀντιστάσεως» διὰ τὴν ἀπόφασιν ἐκείνην τοῦ ἀειμνή- στου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου. Μετὰ δὲ τὴν συνάντησιν, ἔλαβον θέσεις ὑποστηρίζοντες ὅτι δὲν θὰ δεχθοῦν τὴν προδοσίαν τῆς Πίστεως. Σήμερον ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὑπὸ τοῦ Κράτους ἀνατεθεῖσαν διαχείρησιν τῆς ἀνθρωπιστικῆς κρίσεως καὶ πέ- ραν αὐτοῦ οὐδεμία ἐνασχόλησις (τοὐλάχιστον, δημοσίως), μὲ τὰ δογματικά, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, τὴν ποιμαντικὴν κ.λπ. Προφανῶς ἡ σημερινὴ Διοικοῦσα Ἐκκλησία συνταυτίζεται μὲ τὴν τότε δήλωσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, τὴν ὁποίαν ἔχει κάμνει ὁδηγὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς του ζωῆς ὁ σημερινὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν: «Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καὶ Πατριάρχαι καὶ Πρόεδροι τῶν ἑκάστοτε Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν παρευρεθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετὰ τοῦ Πάπα καὶ διεξάγωσι μετὰ τούτου συζήτησιν περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν». Τότε προεκλήθησαν ἀντιδράσεις. Σήμερον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σιωπᾶ, ὡς νὰ εἶναι ἐπαρχιακὴ Σύνοδος τοῦ Φαναρίου ἢ μὴ Αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Παραδείγματα πρὸς μίμησιν
Παραθέτομεν ὡρισμένα παραδείγματα ἀντιδράσεως Ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων, ὡς αὐτὰ περιλαμβάνονται εἰς τὸ ἔργον «Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός» τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Μπιλάλη. Γράφει:
«Ὁ Μητροπολίτης Ἀργολίδος Χρυσόστομος (ἔγινε Πειραιῶς) ἐνεργήσας, ὅπως προλάβῃ τὴν συνάντησιν τῶν Ἱεροσολύμων, ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων πρὸς τὸν πατριάρχην Ἀθηναγόραν τῇ 13 Δεκεμβρίου 1963:“… ῎Εχετε παροξυσμὸν ἐνδιαφέροντος διὰ τὴν ἕνωσιν ἢ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ μέσα εἰς τὸν παροξυσμόν Σας αὐτὸν ἐμφανίζεσθε ἀδιαφοροῦντες διὰ τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖτε διὰ τὴν ἐπίτευξιν τοῦ θεοφιλοῦς μὲν τούτου ἰδανικοῦ, ἀκατορθώτου ὅμως σήμερον καὶ διὰ πολλοὺς εἰσέτι αἰῶνας, ἐνῷ δὲ δὲν θὰ ἐπιτύχητε οὐδὲν εἰς τὸ θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, θὰ ἐπιτύχητε ἀντιθέτως νὰ διασπάσητε τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν ποιμένων Της.... Πρὶν ἢ εἶναι ἀπελπιστικῶς ἀργά, Παναγιώτατε, ματαιώσατε τὸ συντριπτικὸν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν μας, διὰ τὸ πανίερον ἀξίωμά Σας, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν προσωπικήν Σας ἀξιοπρέπειαν, αὐτὸ ταξίδιον”1.
Ὁ Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Τὴν συνάντησιν τῶν Ἱεροσολύμων κρίνει ὡς ἀντιβαίνουσαν πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Βʹ:
“Ὁλόκληρον τὸ γρανιτῶδες κανονικὸν καθεστὼς τοῦτο, πρὸ τοῦ ὁποίου οὐδεὶς Ἐπίσκοπος Ὀρθόδοξος δύναται νὰ ἀντιπαρέλθῃ ἄνευ κινδύνου νὰ ὑποστῇ ἀμέσους τὰς ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπειλουμένας κυρώσεις, ἐν τούτοις, ὑπερεφαλάγγισεν, ἀτυχῶς, ἀτυχέστατα, καὶ διὰ πελωρίων βημάτων, ὁδεύσας εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλὴμ τὴν 5ην Ἰανουαρίου 1964, συνηντήθη μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἠσπάσθησαν μετ᾽ αὐτοῦ ἀμοιβαίως καὶ ἀπὸ κοινοῦ μετ᾽ αὐτοῦ μυστικῶς συμπροσηυχήθησαν, μὴ παρόντος ἄλλου τινός, συνδιασκεφθεὶς εἶτα μετ᾽ αὐτοῦ περὶ πολλῶν, φέροντος μάλιστα καὶ ὠμοφόριον! Γνωστὴ ἡ σημασία τῆς λεπτομερείας ταύτης!”2.
Τὸ περιοδικὸν “Σωτήρ”
Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα προσῆλθεν ὁ μὲν Ἀθηναγόρας, προσκομίζων τὸ νόμισμα τῆς ἀγάπης, ὁ δὲ Παῦλος ΣΤʹ ἐπιδεικνύων τὸ νόμισμα τῆς πεπλανημένης λατινικῆς πίστεως περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἠνάγκασε τὸ περιοδικὸν “Σωτὴρ” νὰ γράψῃ:
“Ἡ συνάντησις τῶν προκαθημένων τῆς Καθολικῆς καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔγινεν. Οἱ ἀσπασμοὶ καὶ τὰ δῶρα ἀντηλλάγησαν. Ὁ διάλογος ἤρχισε. Δι ̓ αὐτὰ ὅμως ὅλα, ὁ κίνδυνος καθίσταται μεγαλύτερος. Ὁκίνδυνος νὰ ἀπαμβλυνθῇ εἰς τὴν ψυχήν μας ἡ συνείδησις, ὅτι οἱ Καθολικοὶ εἶναι αἱρετικοί. ῞Οταν ὀνομάζουν τὴν Ἐκκλησίαν “πλοῖον τοῦ Πέτρου”, ὅταν ἀναγορεύουν ἕνα ἄνθρωπον ἀλάθητον, ὅταν παρεισάγουν εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως ἐπινοίας ἀνθρώπων, ὅταν δημιουργοῦν νέα δόγματα ἄγνωστα εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν τῶν πρώτων ἐννέα αἰώνων, ὅταν στεροῦν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος καλεῖ τοὺς πάντας νὰ τὸ πίουν, ὅταν τόσα ἄλλα παρόμοια διδάσκουν καὶ πράττουν, δὲν εἶναι αἱρετικοί;”.
Καὶ πάλιν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Ἀθηνῶν Χρυσόστομος
Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´, ἀναφερόμενος εἰς τὴν συνάντησιν τῶν Ἱεροσολύμων γράφει: “Κρίνοντες τὰς γενομένας πράξεις ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν Παλαιστίνῃ, πρὸς τόσον ἐπίσημον, καὶ δὴ ἐξ ὀνόματος τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν Πάπαν Ρώμης, λέγομεν, ὅτι τὰ ἀνὰ τὸν κόσμον, ὡς σωτήρια δῆθεν τῆς Χριστιανοσύνης διατυμπανισθέντα γεγονότα, εἶναι κανονικῶς κολάσιμα, ὡς γενόμενα ἐπὶ καταφρονήσει τῶν ἁγίων καὶ Ἱερῶν Κανόνων καὶ ἐπὶ ἀνατροπῇ τῆς ἐν Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ αἰωνοβίου τάξεως, καὶ πρὸς σοβαρὸν σκανδαλισμὸν τῶν Ὀρθοδόξων, δὸς δ᾽ εἰπεῖν, καὶ διαιρέσεως αὐτῶν, καὶ πρὸς προφανῆ ἐξευτελισμὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ᾽ αἱ τοιαῦται αὐτόβουλοι καὶ ἀμελέτητοι ἀποφάσεις, ὡς μάλιστα μετὰ τόσης ἀσυγγνώστου σπουδῆς ληφθεῖσαι καὶ ἐκτελεσθεῖσαι, κυοφοροῦσι καὶ ἐπικινδύνους ἐπιπτώσεις. Τὰ περὶ τούτου λαβόντα χώραν γεγονότα, ἄκρως δυσάρεστα καὶ διασύροντα αὐτὸ τοῦτο τὸ κῦρος τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν πρόκειται νὰ ἐκθέσωμεν ὧδε. Θὰ ὁμιλήσῃ ἐπὶ τούτων ἡ Ἱστορία μίαν ἡμέραν”3
.
Ὁ Μητροπολίτης Τρίκκης
καὶ Σταγῶν Διονύσιος
Ὁ Μητροπολίτης Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονύσιος, ἐξ ἀφορμῆς τῆς συναντήσεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην τῇ 2 Φεβρουαρίου 1964:“Προσοχὴ καὶ περίσκεψις ἐπιβάλλεται ὡσαύτως, φρονῶ, καὶ διὰ τὴν σύνθεσιν τῆς Πατριαρχικῆς συνοδείας κατὰ πᾶσαν γενικωτέρου ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος συνάντησιν. Ἡ παρουσία ἐν αὐτῇ προσώπων ἀμφιβόλων ὀρθοδόξων φρονημάτων καὶ διαφόρων Κροίσων καὶ μεγαλοεπιχειρηματιῶν οὐδόλως συμβιβάζεται μὲ τὸ ὀρθόδοξον αἰσθητήριον. Τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα ἀξιοῖ, ὅπως ὁ πνευματικὸς αὐτοῦ Ἀρχηγὸς περιστοιχίζεται πάντοτε, ἰδιαιτέρως δὲ κατὰ τὰς ἐπισήμους αὐτοῦ ἐμφανίσεις, ὑπὸ προσώπων αὐστηρῶς ἐπιλελεγμένων”4.
Ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας
Ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας, ἀναφερόμενος εἰς τὴν ὑποτίμησιν τῶν δογματικῶν διαφορῶν ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου, γράφει: “Αἱ ἱστορικῶς ἀσύστατοι αὗται διακηρύξεις γίνονται τόσον ἐπισήμως καὶ αὐθεντικῶς, καθ ̓ ὃν χρόνον αἱ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν προσηλυτιστικαὶ ὀργανώσεις ὑφίστανται καὶ ἐξακολουθοῦν μετὰ πολλῆς τῆς πανουργίας καὶ τῆς κεκτημένης μακροχρονίου πείρας των νὰ κινοῦνται.
Τί δ᾽ἐπακολουθεῖ καὶ τί δύναται περισσότερον νὰ ἐπακολουθήσῃΟἱ ἀστήρικτοι καὶ μὴἐπαρκῶς πεφωτισμένοι ἐκ τῶν ὀρθοδόξων εὐκολώτατασυνωθουσῶν εἰς τοῦτο καὶτῶν πατριαρχικῶν βεβαιώσεωνπαρασύρονται εἰς τὴν μυστηριακὴν ἐπικοινωνίαν,βαθμηδὸν δὲ καὶ εἰς τὴν ἀφομοίωσιν μετὰ τῶν Χριστιανῶν τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν.
Εἶναι ἑπόμενον ἐκ τῶν τοιούτων παραχωρήσεων νὰ προκαλῆται ὄχι μόνον σύγχυσιςμεταξὺ τῶν ὀρθοδόξωνἀλλὰ καὶ φανατισμὸς καὶ ἀγανάκτησιςψυχραίνουσα τὴνἀγάπην καὶ ἀποδεικνύουσα κενὸν ρῆμα τὸν Διάλογον αὐτῆς καὶ ἀντὶ τῆςἀναμενομένης ἐξ αὐτοῦ προσεγγίσεωςμᾶλλον νὰ ὀξύνωνται καὶ νὰ ἀπομακρύνωνταιἀλλήλων τὰ διεστῶτα.
Ἀφίνομεν δὲ καὶ τὸν τραυματισμόντὸν ὁποῖον ἐντεῦθεν θὰ ὑφίσταται τὸπατριαρχικὸν κῦροςοὐ μόνον ἐκ τῆς ἐκ τῶν ὡς ἄνω ἐπακολουθούσης μειώσεωςαὐτοῦἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν παλινῳδιῶν εἰς ἃς θὰ ἐξαναγκάζεται πρὸς τακτοποίησιν τῶνπροκαλουμένων συγχύσεων”5.
Σημειώσεις:
1. Παρὰ (†) Χρυσοστόμῳ Β´, Ἀρχιεπισκόπῳ Ἀθηνῶν, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 45 καὶ 46.
2. Παρὰ (†) Χρυσοστόμῳ Β´Ἀρχιεπισκόπῳ ἈθηνῶνΤὰ Πεπραγμέναἀπὸ 15-7-1964μέχρι 30-9-1965, σελ. 105, Ἀθῆναι, 1965.
3. Παρὰ (†) Χρυσοστόμῳ Β´Ἀρχιεπισκόπῳ ἈθηνῶνΤὰ Πεπραγμέναἀπὸ 15-7-1963μέχρι 15-7-1964, σελ. 40, 41, Ἀθῆναι, 1964.
4.Παρὰ (†) Χρυσοστόμῳ Β´Ἀρχιεπισκόπῳ Ἀθηνῶνἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 48.
5. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αἱ μετὰ τὸ ἔργον τῆς Βατικανείου Συνόδου ὑποχρεώσεις μας, ἔνθ᾽ἀνωτ., σελ. 89 καὶ 90».
Σαρώνονται τὰ πάντα πεντήκοντα ἔτη μετὰ
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἐκκλησιαστικὴ - πνευματικὴ διαφορὰ τῆς τότε Διοικούσης Ἐκκλησίας μὲ τὴν σημερινήν. Τότε ἐτόλμα νὰ εἴπη τὰ πράγματα «ἔξω ἀπὸ τὰ δόντια» εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην. Ἐτόλμα ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὁ πρόεδρος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, Μητροπολῖται, Ἀδελφότητες, Θεολόγοι.
Ὑπῆρχον ἀντιδράσεις πρὸ καὶ μετὰ τὴν συνάντησιν. Εἰς τὰ πεντήκοντα ἔτη, ποὺ ἐμεσολάβησαν ἀπὸ τὴν συνάντησιν τοῦ Πάπα μὲ τὸν ἀείμνηστον Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην ἔγιναν πολλὰ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ κυριώτερον τὸ Φανάριον καὶ οἱ Οἰκουμενισταὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας ἰσοπεδώνουν τὰ πάντα: Ἱ. Κανόνας, Σύμβολον τῆς Πίστεως, νόθευσις τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, μετάληψις Παπικῶν καὶ Ὀρθοδόξων εἰς τὴν Ραβένναν (2007), συμπροσευχαί, ἀναγνώρισις τῶν αἱρετικῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ὡς κανονικῶν καὶ ἐχουσῶν Ἀποστολικὴν διαδοχήν, ἀναγνώρισις τοῦ Πάπα – προστάτου τῶν Οὐνιτῶν ὡς «ἁγίου». Ἀπὸ τὰς ἀντιδράσεις ὅλων μας ἐξαρτᾶται ἡ ματαίωσις τῆς ψευδενώσεως. Ἐπὶ πεντήκοντα ἔτη ὁ Παπισμὸς δὲν ἔχει κάμνει οὐδεμίαν ὑποχώρησιν - ἀποκήρυξιν τῶν αἱρετικῶν θέσεών του.
Ὁ θεολογικὸς διάλογος ἔχει ναυαγήσει πολλάκις ἀπὸ τὰς διαφορετικὰς ἀπόψεις καὶ θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν συμμετασχόντων εἰς τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους, διὰ τὸν τρόπον τῆς ψευδενώσεως. Τοὺς διαλόγους διασώζει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μὲ συγκεκριμένας πρωτοβουλίας, ὡς ἔχει δηλώσει ὁ ὑπεύθυνος τοῦ Βατικανοῦ διὰ τὴν ἑνότητα «τῶν Ἐκκλησιῶν» «Ἀρχιεπίσκοπος» τοῦ Παπισμοῦ Κούρτ Κόχ. Τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἀποῦσα εἰς τὰ δογματικὰ θέματα, μὲ ἐξαίρεσιν ἐλαχίστους Σεβ. Μητροπολίτας. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος (ὄχι ὅλαι αἱ Ἱεραὶ Μοναί), τὸ ὁποῖον προβληματίζει μὲ τὴν ἀφωνίαν τουεἰς τοιαῦτα ζητήματα πίστεως, τὸ «ξήλωμα» τῆς Ὀρθοδόξου ταυτότη- τος τῆς Ἑλλάδος, τὴν σταδιακὴν Ἰσλαμοποίησιν τῆς Χώρας καὶ τὴν νομιμοποίησιν ὅλων τῶν αἱρέσεων, παραθρησκειῶν καὶ ἀνατολικῶν θρησκειῶν διὰ τῆς συλλογῆς τριακοσίων ὑπογραφῶν. Ἐχρεωκοπήσαμεν οἰκονομικῶς. Ἔχομεν χρεωκοπήσει καὶ πνευματικῶς; Ἔχουν ἀντιληφθῆ Διοικοῦσα Ἐκκλησία καὶ Ἅγιον Ὄρος ὅτι τὸ Κράτος εἶναι πτωχόν, διότι ἔχει πτωχύνει πνευματικῶς ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία;
Γ. ΖΕΡΒΟΣ

Ορθόδοξος Τύπος, 23/05/014

Τὸ Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ





«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις»

Τὸ ὄνομα ἐκφράζει τὴν ὑπόληψη, τὴ φήμη, τὴ δόξα. «Καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογητὸς" (Γεν. 12,2), εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ. Τὸν Ἐπίσκοπο Περγάμου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸν ἐγκωμιάζει λέγοντας πὼς «κρατεῖς τὸ ὄνομά μου καὶ οὐκ ἠρνήσω τὴν πίστιν μου» (Ἀποκ. 2,13). Στὸν ἀγωνιστὴ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ δώσει ψῆφο ποὺ θὰ εἶναι γραμμένο ὄνομα «καινὸν» (ὅπ. π. στίχ.17). Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου ἀκοῦμε πὼς ἀποκάλυψε τὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα Του στοὺς ἀνθρώπους, ἢ λέγει: «ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω» (Ἰωάν. 17,26).



Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ;

Ἕνας σύγχρονος θεολόγος γράφει πὼς μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Πεντηκοστὴ τὸ μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ θὰ ἀποκαλυπτόταν πλήρως. Ἡ ἀρχιερατικὴ προσευχὴ εἶναι ἡ ἔνθεος ἀνάπτυξη τοῦ δόγματος τοῦ Τραδικου θεοῦ. Εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος. Ἡ θεότητα ἔχει μία οὐσία καὶ τρία πρόσωπα, δηλ. τὸν ἀγέννητο Πατέρα, τὸν Υἱὸ ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Χρονικῶς ὅμως δὲν ἔχουν διαφορὰ τὰ τρία Πρόσωπα. Στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ φανερώθηκε καὶ ὁ Πατέρας. Ὁ Υἱὸς εἶναι σοφία, ὅσιος, ἄκακος, οἰκτίρμων, ἅγιος, ἀγαθός. «Ἐγνώσθη ταῦτα ὑπάρχων καὶ ὁ γεννήσας αὐτόν», δηλ. ἀποκαλύφθηκε πὼς αὐτὲς τὶς ἐνέργειες τὶς ἔχει κι ὁ Πατέρας ποὺ ὑπερφυῶς Τὸν γεννᾶ, λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες. Οἱ Ἰουδαῖοι γνώριζαν τὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν Τὸν γνώριζαν ὡς Πατέρα, μᾶλλον ὡς Δημιουργὸ Τὸν γνώριζαν. Ὁ Υἱὸς φανέρωσε τὸν Πατέρα, καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα ἔκανε τὸν ἑαυτὸ Του γνώριμο σὲ ὅλους. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε τὸν ἑαυτὸ Του Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, παράλληλα καὶ «Πατέρα ἐκεῖνον συναπεδείκνυε», δηλ. φανέρωσε καὶ τὸν Πατέρα Του, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Δοξάζεται ὁ Πατέρας διὰ τοῦ Υἱοῦ.



Οἱ πατέρες φανέρωσαν τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ

Σήμερα γιορτάζουμε τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία διατράνωσε τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. «Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισαν καὶ φύσιν», ὅπως λέγει τὸ γνωστὸ τροπάριο. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ συναθροίσθηκαν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἦσαν ἀγωνιστὲς καὶ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως. Ἄλλοι εἶχαν ἀκρωτηριασθεῖ στοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀνόμους βασιλεῖς. Σὲ ἄλλους εἶχαν κόψει τὰ νεῦρα, σὲ ἄλλους εἶχαν ἐξορύξει τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ σ’ ἄλλους εἶχαν ἀκρωτηριάσει ἄλλα μέλη τοῦ σώματος. Ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως πρὸς τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸ Πανάγιο ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπερασπίσθηκαν μέχρις αἵματος καὶ ἐξορίας. Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, λέγει πὼς πολέμησαν «τὸ χριστομάχον ἐργαστήριον» τοῦ Ἀρείου μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς τους. Τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ποὺ ἔφεραν στὸ σῶμα τους, ἦταν γιὰ νὰ μὴ σβησθεῖ ἢ μωμηθεῖ τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸ ὄνομα ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστός. Δὲν ἦταν ἁπλῶς σύνοδος Ἐπισκόπων, ἀλλὰ δῆμος μαρτύρων, θὰ λέγαμε τὸ προσωπικὸ ὀρθόδοξο ἦθος τους ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν πίστη στὰ ὀρθὰ δόγματα. Στὴ ζωὴ τους δόγμα καὶ ἦθος πήγαιναν μαζί.



Σήμερα καλλιεργεῖται ὁ δογματικὸς ἀποχρωματισμὸς

Σήμερα καλλιεργεῖται, ὅπως εἶπε ἕνας θεολόγος, ὁ δογματικὸς πιετισμὸς (εὐσεβισμός). Ἡ εὐσέβεια ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως ποῦ ἀνήκουν, δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Δὲν ἔχουν τὰ βιώματα καὶ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ ζωὴ τῆς σωστῆς πίστεως. Μάλιστα καλλιεργεῖται καὶ ἡ ἀντίληψη νὰ εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι κι ὅλα τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν καὶ πολλὴ σημασία. Καλλιεργεῖται ἡ ἀτομικὴ ἠθικὴ κι ὄχι τὸ ὀρθόδοξο ἦθος ποὺ εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Τὸ πρωτεῖο τῆς ἀφηρημένης ἀγάπης εἰς βάρος τῶν δογμάτων. Διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὄχι τόσο σὲ ἀφηρημένες διατυπώσεις, ἀλλὰ στὴν ἔμπρακτη πίστη. Τὰ δόγματα κρύβουν τὴν ἀλήθεια τῆς προσωπικῆς μας σχέσεως μὲ τὸ Θεὸ μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ ἀγνοοῦμε καὶ νὰ περιοριζόμαστε σ’ ἕνα τρόπο ζωῆς ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ καὶ σὲ πολλοὺς αἱρετικούς.



Ἀδελφοί μου,

Ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ἄμπελο τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ζωντανός. Αὐτὴν τὴν οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Τριαδικοῦ θεοῦ νὰ ἐπιδιώξουμε, γιὰ νὰ εἴμαστε πάντα ζωντανοί.

Κυριακη των Αγίων Πατέρων της Α Οικουμενικής Συνόδου Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννης Καραβιδόπουλος



Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ἀποτελεῖ μέρος τῆς λεγόμενης «Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς» τοῦ Ἰησοῦ, τῆς προσευχῆς δηλ. ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του καὶ ποὺ περιέχεται ὁλόκληρη στὸ κεφ. 17 τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου. 

Σ’ αὐτὴ τὴν προσευχὴ κυριαρχοῦν δύο βασικὰ θέματα: (1) ἡ «δόξα» τοῦ Ἰησοῦ καὶ (2) ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.


1. Γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ἔννοια τῆς «δόξας» στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ νεοελληνικὴ ἔννοια τῆς δόξας. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ λαμπρότητα καὶ τὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, ὅπως φανερώνεται στὸν κόσμο μὲ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐπιτελεῖ, ὅπως ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς λαμπρῆς ἀκτινοβολίας του. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Χριστὸς φέρει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κι ὅταν «σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», τότε εἶναι ποὺ «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰω. 1,14). Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἰδίως τὰ θαύματά του ἀποκαλύπτουν τὴ δόξα του. 

Ἀποκορύφωμα τῆς δόξας του εἶναι, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως παράξενο, ὁ σταυρός του. Ὁ σταυρὸς ὅμως δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ἀνάσταση γεγονός. Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελοῦν ἑνιαῖο γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ ξένους θεολόγους ὡς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμε ὅτι εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ, ὄχι μόνο διότι ἡ πορεία τῆς μέσα στὸν κόσμο ὑπῆρξε σταυρική, ἀλλὰ καὶ διότι στὴ λειτουργική της ζωὴ δεσπόζει τόσο ὁ σταυρὸς ὅσο καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. «Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν», ὁμολογοῦμε σὲ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. 

2. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν Ἀρχιερατική του προσευχὴ (Ἰω. κεφ 17) ἔχει συγκεντρωμένο τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ ἔργο ποὺ ἄρχισε μέσα στὸν κόσμο καὶ ποὺ θὰ συνεχίσουν οἱ μαθητές του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἔργο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ δι’ αὐτῆς ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ Πατέρα.

Οἱ μαθητές του ποὺ εἶναι οἱ πρῶτοι ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας δὲν προέρχονται ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεὸ («Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας»), ζοῦν ὅμως καὶ δροῦν μέσα στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔχει σὰν χαρακτηριστικά του τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορά, τὴ διάσπαση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας, τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς «δόξας» του - καὶ ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι ὁ σταυρὸς καί, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, συνάμα ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Θεὸ Πατέρα - παρακαλεῖ ἰδιαίτερα: «Ἅγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου πού μοῦ χάρισες γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς» (στίχ. 11).

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τῶν σκέψεων καὶ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἑνότητα κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἑνότητας Πατέρα καὶ Υἱοῦ, κατὰ τὸ πρότυπό της Ἁγίας Τριάδας («καθὼς ἡμεῖς»). Ἐὰν ἡ διάσπαση καὶ τὸ κομμάτιασμα τοῦ κόσμου σὲ ἀλληλομισούμενες ὁμάδες εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, δηλ. τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς θείας καταγωγῆς καὶ προελεύσεώς της. Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μπροεῖ νὰ «συνάξει σὲ μία ἑνότητα τὰ διασκορπισμένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 11,52· μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνει «τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους ἕνα λαὸ» [«τὰ ἀμφότερα ἓν»] (Ἐφ. 2, 14)· μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ἐνοποιὸς ἀρχὴ καὶ ἡ συνεκτικὴ δύναμη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι αὐτὸ πού, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Τριαδικὸς Θεός, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ ἐγγυητὴς καὶ τὸ θεμέλιο τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».

Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καὶ δρᾶ μέσα στὸν κόσμο, ὁ κίνδυνος τῆς διαιρέσεως ὑπάρχει πάντοτε, κίνδυνος ποὺ ὀφείλεται στὸν πειρασμὸ τοῦ συμβιβασμοῦ τῶν χριστιανῶν μὲ τὶς φθοροποιὲς δυνάμεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως ὁ κάθε χριστιανὸς ἀποβλέπει στὴ «δόξα» πρὸς τὴν ὁποία ἀπέβλεπε καὶ ὁ Χριστός, δηλ. στὴν ὁδὸ τοῦ πάθους καὶ τῆς θυσίας γιὰ τὸν ἀδελφό, ὅταν εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν κεφαλὴ τοῦ σώματος, τὸν Χριστό, καὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ εἶναι τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ συνηθίζει νὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ Ἀπ. Παῦλος· τότε ἡ «ζωὴ ἡ αἰώνιος», γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γενικότερα, ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τώρα καὶ ἡ χαρὰ τῶν πιστῶν ἔχει «ὅλην τὴν πληρότητά της» (Ἰω.17,13).

Ἄνθρωποι μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ὑπῆρξαν οἱ 318 Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους καὶ ποὺ μὲ τοὺς ἀγῶνες τους κατὰ τῶν αἱρετικῶν συνετέλεσαν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί ἡ αἵρεση σημαίνει διάσπαση, ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ τροφοδοσία ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐξασφαλίζουν τὴν ἑνότητα.

Ἀναμένοντας τὸν Παράκλητο Anthony Bloom



Βρισκόμαστε στὴν περίοδο ἀνάμεσα στὴ γιορτὴ τῆς Ἀνάληψης τοῦ Κυρίου καὶ τὴ γιορτὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας κι ἔτσι θὰ ἤθελα νὰ πῶ κάτι σχετικὸ καὶ μὲ τὶς δύο.

Ὁ προφήτης Ἠσαΐας λέει στὸ 53ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του (Ἠσ. 53.4) ὅτι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας πληγώθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ὅτι ἐπωμίστηκε τὶς ἀδυναμίες μας, ὅτι οἱ μώλωπές Του μᾶς ἔχουν θεραπεύσει. Ὅταν σκεφτόμαστε τὸν ἀναστημένο Χριστὸ νὰ ἐμφανίζεται στοὺς μαθητές Του καὶ νὰ τοὺς δίνει νὰ ἀγγίξουν τὰ χέρια Του, νὰ προσκαλεῖ τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ νὰ ἐξετάσει τὴν πραγματικότητα καὶ τὸ βάθος τῶν πληγῶν πάνω στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὴν πλευρά Του, τείνουμε νὰ ξεχάσουμε ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ κατὰ τὴν Ἀνάληψή Του ἔφερε στὴ σάρκα Του τὶς πληγὲς ποὺ Τοῦ προκάλεσαν οἱ ἁμαρτίες μας - ὅτι μὲ τρόπο ἀκατάληπτο ὁ Χριστός, ὄχι μόνο ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση ἀλλὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν εἰς οὐρανοὺς Ἀνάληψη καὶ τὴν ἔνδοξη ἐνθρόνισή Του στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα φέρει στὴν ἀνθρώπινη σάρκα Του τὰ τραύματα ποὺ Τοῦ κατάφερε ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἐξακολουθεῖ νὰ μεταφέρει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένειά μας στοὺς ὤμους Του καὶ τόσο ἡ Ἀνάσταση ὅσο καὶ οἱ φρικώδεις μέρες τοῦ Πάθους εἶναι τώρα, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, τυλιγμένες, ἀποθεμένες μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς Ἁγίας, Ἀκατάληπτης, Μεγάλης Τριάδας. Ὅλες οἱ ὀδύνες τοῦ κόσμου, ὅλη ἡ ἁμαρτία, οἱ θλίψεις, ἡ φρίκη του, βάρυναν τὸ Χριστὸ κι Ἐκεῖνος δὲν τὶς πέταξε οὔτε μὲ τὴν Ἀνάσταση, οὔτε μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του. Ὁ Χριστὸς παραμένει «τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον πρὸ καταβολῆς κόσμου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας».

Ὅταν τὴ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ μέρα ποὺ γιορτάζουμε ὡς τὴ μέρα τῆς Ἁγίας Τριάδας, στέλνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Του στοὺς μαθητές Του, τοὺς Ἀποστόλους Του, τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ κόσμου ὁλόκληρου, Τὸ στέλνει μὲ τρόπο διττό. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ εἴμαστε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ζωντανό, παλλόμενο, μαρτυρικό, λαβωμένο στοὺς αἰῶνες, τὸ «βαστάζον τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Γαλ.17) τὸ «ἀνταναπληροῦν τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1.24)· ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ «κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», τὸ «μελιζόμενον ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας». Κι ἐπειδὴ εἴμαστε τὸ Σῶμα αὐτό, ὅσο ἀνάξιοι κι ἂν εἴμαστε, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἀνήκουμε στὸ Χριστό, ἐπειδὴ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία, μετέχουμε στὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται σ' ἐμᾶς διότι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἁμαρτωλοί, καὶ γι' αὐτὸ μόνο ἡ θεϊκὴ ἰσχὺς μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει.

Ὀφείλουμε νὰ προετοιμαστοῦμε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ γιὰ τὴν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς. Θὰ ἔλθουμε βέβαια μὲ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, ἂς ἔλθουμε ὅμως ἐντελῶς ἀνοικτοί, μὲ ὅλο τὸν ἔνθεο πόθο μας, πεινασμένοι καὶ διψασμένοι γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ δώσει ζωὴ στὶς ψυχές μας, ποὺ θ' ἀλλάξει τὴ ζωή μας, ποὺ θὰ γεμίσει τὸ χάσμα τὸ ὁποῖο χωρίζει μέσα μας τὸ θεοειδὲς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀκόμα ἀνήκει στὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο.

Ἂς περάσουμε αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα συγκεντρωμένα, ἂς τὴν περάσουμε μέσα στὴν ἀναμονὴ καὶ τὴν προσευχὴ ὥστε ὅταν θὰ ψάλλουμε μαζὶ τὴν ἐπίκληση πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐλθέ, καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν», αὐτὰ νὰ μὴν εἶναι λόγια ποὺ θὰ ποῦμε ἀπὸ συνήθεια ἀλλὰ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ πόθου μας γιὰ τὸ Θεό, τῆς ἀγάπης μας, τὸ ἄνοιγμά μας μπροστά Του, παρόμοιο μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς στὴν ἀγάπη καὶ τὴ χαρά. Θὰ μπορέσουμε τότε, παρ' ὅλη τὴν ἀσθένεια καὶ ἁμαρτωλότητά μας, νὰ δεχτοῦμε γιὰ μίαν ἀκόμη φορά, μὲ καινούριο τρόπο, ἕνα νέο μέτρο τῆς χάρης ἐκείνης ποὺ μᾶς κάνει πιὸ κοντινοὺς καὶ πιὸ ἀγαπητοὺς στὸ Θεό, τὸ Θεὸ Ἐκεῖνο ὁ ὁποῖος μπῆκε στὴ δόξα μὲ τὴ σάρκα ποὺ φέρει ἀγιάτρευτα τὰ τραύματα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μας, ἀγιάτρευτα ἐφ' ὅσον ἡ ἁμαρτία ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. Πόσο θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεός μας! Μὲ πόση εὐγνωμοσύνη δὲν πρέπει νὰ Τὸν σκεφτόμαστε! Μᾶς ἀγαπᾶ παρ' ὅλη τὴν ἀπιστία μας, τὴν ἄσχημη ζωή μας· πάντα πιστεύει, πάντα δύναται, πάντα ἐλπίζει· μὲ τὴ δύναμή Του μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίσει τὰ πάντα, φτάνει ἐμεῖς νὰ Τοῦ δώσουμε τὸ δικαίωμα, τὴν ἐξουσία, τὴν εὐκαιρία νὰ δράσει ἐλεύθερα. Ἂς προετοιμαστοῦμε εὐλαβικὰ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ' ἐμᾶς.

Κυριακὴ τῶν Πατέρων Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος





«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα· διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των· διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι’ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).

Ναί, λέγει· ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον· διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς· μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας· διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ. «Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

Πάλιν μᾶς δείχνει ὅτι δέν ἔρχεται εἰς τόν Σταυρόν χωρίς τήν θέλησίν Του. Διότι πῶς δέν θά ἤρχετο μέ τήν θέλησίν του αὐτός πού καί εὔχεται αὐτό νά συμβῇ καί δόξαν ὀνομάζει τό πρᾶγμα, ὄχι μόνον αὐτοῦ πού θά ἐσταυρώνετο, ἀλλά καί τοῦ Πατρός; Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε· καθ’ ὅσον δέν ἐδοξάσθη μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά καί ὁ Πατήρ· διότι πρίν ἀπό τόν σταυρόν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἐγνώριζον (διότι λέγει «Ὁ Ἰσραήλ δέν μέ ἐγνώρισεν» (Ἠσ. 1,3), μετά ὅμως τόν Σταυρόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά Του. Ἔπειτα λέγει καί τόν τρόπον τῆς δόξης, καί πῶς θά τόν δοξάσῃ. «Σύμφωνα μέ τήν ἐξουσίαν πού τοῦ ἔδωσες ἐπί ὅλων τόν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού τοῦ ἔδωσες». Διότι τό νά εὐεργετῇ πάντοτε, ἀποτελεῖ δόξαν διά τόν Θεόν. Τί σημαίνει δέ «Καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ’ ἀρχήν δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν περιορίζεται μόνον μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Μή πηγαίνετε πρός τούς ἐθνικούς» (Ματθ. 10,5), πρόκειται εἰς τήν συνέχειαν νά εἰπῇ, «Πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19), δείχνει, ὅτι καί ὁ Πατήρ τό θέλει αὐτό· καθ’ ὅσον αὐτό ἐσκανδάλιζε πάρα πολύ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς· διότι οὔτε μετά ἀπό αὐτά ἠνείχοντο εὔκολα νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἐθνικούς, μέχρι ὅτου ἔλαβον τήν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος· καθ’ ὅσον δέν ἐγίνετο αὐτό μικρόν σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους. Μετά λοιπόν τήν τόσον μεγάλην ἐπίδειξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλθών ὁ Πέτρος εἰς τά Ἰεροσόλυμα, μόλις κατώρθωσε νά διαφύγῃ τάς κατηγορίας, ὅταν ἀνέφερε τά σχετικά μέ τήν σινδόνα (Πράξ. κεφ.11). Τί σημαίνει δέ, «Ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν, θά ἐρωτήσωμεν τούς αἱρετικούς, ἔλαβεν αὐτήν τήν ἐξουσίαν; πρίν πλάσῃ αὐτούς ἤ ἀφοῦ τούς ἔπλασεν; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει μετά τήν Σταύρωσιν καί τήν Ἀνάστασιν. Τότε δηλαδή λέγει.«Μοῦ ἐδόθη κάθε ἐξουσία» (Ματθ. 28,18), «πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19).

Τί λοιπόν; δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπί τῶν ἰδικῶν του ἔργων, ἀλλ̉ ἔδωσε μέν ἐξουσίαν εἰς αὐτούς, ὁ ἴδιος δέ μετά τό γεγονός αὐτό δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπ’ αὐτῶν; (Καί ὅμως φαίνεται ὅλα αὐτός νά τά κάμνῃ καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἄλλους μέν τιμωρῶν ἐπειδή ἡμάρτανον, ἄλλους ἐπιστρέφοντας νά τούς διορθώνῃ· διότι λέγει· «δέν θά κρύψω ἀπό τόν υἱόν μου Ἀβραάμ, αὐτό πού πρόκειται νά κάμω» (Γεν. 18,17), ἄλλους δέ ἐκτελοῦντας τάς ἐντολάς του νά τούς τιμᾷ)· ἔπειτα, τότε μέν εἶχεν ἐξουσίαν, μετά δέ τήν ἔχασε καί πάλιν τήν ξαναέλαβεν; Καί ποῖος δαίμων θά ἦτο δυνατόν νά εἰπῇ αὐτά; Ἐάν δέ εἶναι ἡ ἴδια ἐξουσία καί τότε καί τώρα (διότι λέγει. «Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ ἀνιστᾷ τούς νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ, ἔτσι καί ὁ Υἱός του ζωοποιεῖ ὅποιους θέλει» (Ἰω. 5,21)· τί σημαίνει αὐτό πού ἐλέχθη; Ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη· διά νά μή νομίσουν λοιπόν αὐτό ὡς καινοτομίαν ἐπειδή ἔλεγε. «Δέν ἀπεστάλην δι’ ἄλλο τίποτε, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. 5,24), δείχνει ὅτι αὐτό εἶναι ἐπιθυμητόν καί εἰς τόν Πατέρα. Ἐάν δέ τό λέγῃ αὐτό μέ πολύ ταπεινά λόγια, δέν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον· διότι ἔτσι καί ἐκείνους ἐπαίδευε τότε καί τούς μετά ταῦτα, καί, ὅπως προανέφερα, πάντοτε μέ τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν ταπεινῶν ἐκφράσεων ἔπειθε πάρα πολύ ὅτι τά λόγια Του αὐτά ἐλέγοντο ἀπό συγκατάβασιν.

2. Τί σημαίνει δέ «πάσης σαρκός»; Διότι, βέβαια, δέν ἐπίστευσαν ὅλοι. Καί ὅμως, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό Αὐτόν, ὅλοι ἐπίστευσαν· ἄν δέ δέν ἐπρόσεχαν εἰς τά λεγόμενά Του, ἡ κατηγορία δέν ἀνήκει εἰς τόν διδάσκαλον, ἀλλ̉ εἰς ἐκείνους πού δέν ἐδέχθησαν τά λόγια του. «Ὥστε νά δώσῃ ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα ἀπό ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσες». Ἐάν δέ καί ἐδῶ ὁμιλῇ ἀνθρωπινώτερα, μή θαυμάσῃς· διότι τό κάμνει αὐτό καί διά τούς λόγους πού ἔχομεν εἰπεῖ, καί διότι ἀποφεύγει πάντοτε ὁ Ἴδιος νά λέγῃ κάτι τό σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτό θά προσέκρουεν εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του, ἀφοῦ εἰς τήν ἀρχήν δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ὑψηλόν περί αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης λοιπόν, ὅταν ὁμιλῇ ἀπό μόνος του, δέν κάμνει τό ἴδιον, ἀλλά ἐκφράζεται κατά ὑψηλότερον τρόπον, λέγων τά ἑξῆς. «Ὅλα δι’ αὐτοῦ ἔγιναν, καί τίποτε δέν ἔγινε χωρίς αὐτόν» (Ἰω. 1,3), καί ὅτι «ἦτο ζωή» (Ἰω. 1,4), καί ὅτι «ἦτο φῶς» (Ἰω. 1,9), καί ὅτι «ἦλθεν εἰς τούς ἰδικούς του» (Ἰω.1,11)· ὄχι ὅτι δέν θά εἶχεν ἐξουσίαν, ἐάν δέν ἐλάμβανεν, ἀλλ̉ ὅτι καί εἰς ἄλλους ἔδωσεν «ἐξουσίαν νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,12). Καί ὁ Παῦλος ὁμοίως τόν ὀνομάζει ἴσον μέ τόν Θεόν (Φιλιπ. 2,6). Αὐτός ὅμως παρακαλεῖ τόν Πατέρα ἀνθρωπινώτερον, λέγων τά ἑξῆς. «Διά νά δώσω ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα πού μοῦ ἔδωσες. Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά γνωρίσουν ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καθώς καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν πού ἔστειλες εἰς τόν κόσμον». Τό «Μόνον ἀληθινόν Θεόν» τό λέγει πρός διάκρισιν ἀπό τούς μή πραγματικούς θεούς· καθ’ ὅσον ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη. Ἐάν ὅμως δέν τό δεχθοῦν μέ αὐτό καί μόνον ἀρνοῦνται τόν Υἱόν ὡς ἀληθινόν Θεόν, προχωροῦντες δέ ἔτσι θ’ ἀρνηθοῦν καί ὅτι εἶναι Θεός· καθ̉ ὅσον λέγει. «Δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν μόνον Θεόν» (Ἰω. 5,44).

Τί λοιπόν; Δέν εἶναι ὁ Υἱός Θεός; Ἐάν δέ ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί ὀνομάζεται μόνος τοῦ Πατρός, εἶναι φανερόν ὅτι εἶναι καί ἀληθινός καί ὀνομάζεται μόνος ἀληθινός. Τί δέ; ὅταν ὁ Παῦλος λέγῃ, «Ἤ μόνος ἐγώ καί ὁ Βαρνάβας;» (Α´ Κορ. 14,6), ἆρά γε ἀρνεῖται τόν Βαρνάβαν; Καθόλου· διότι τό «μόνος» χρησιμοποιεῖται πρός διάκρισιν ἀπό ἄλλους. Ἐάν δέ δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, πῶς εἶναι ἀλήθεια; (Ἰω. 14,6) διότι ἡ ἀλήθεια δέν διαφέρει τοῦ ἀληθινοῦ. Τί θά εἰποῦμεν ὅτι δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος; Κατά τόν ἴδιον τρόπον, ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός πῶς εἶναι Θεός; πῶς ἐμᾶς μᾶς κάμνει θεούς καί υἱούς, χωρίς νά εἶναι ἀληθής; Ἀλλά δι’ αὐτά ἐλέχθησαν εἰς ἐσᾶς λεπτομερέστερον εἰς ἄλλους λόγους, διά τοῦτο ἄς προχωρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν. «Ἐγώ σέ δόξασα ἐπάνω εἰς τήν γῆν». Καλῶς εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς»· διότι εἰς τόν οὐρανόν εἶχε δοξασθῆ, ἔχων καί εἰς τήν φύσιν Του τήν δόξαν καί προσκυνούμενος ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ λοιπόν δι’ ἐκείνην τήν δόξαν, πού εἶναι συνηνωμένη μέ τήν οὐσίαν Του (διότι ἐκείνην τήν δόξαν, καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν δοξάσῃ, ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχει πλήρη), ἀλλ̉ ὁμιλεῖ δι̉ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε λοιπόν τό «δόξασόν με» ἔχει αὐτήν τήν σημασίαν.

Καί διά μάθῃς ὅτι αὐτόν τόν τρόπον τῆς δόξης ἐννοεῖ, ἄκουσε τά ἐν συνεχείᾳ. «Τό ἔργον τό ἐτελείωσα πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω»· μολονότι βέβαια ἀκόμη τό ἔργον του εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν, μᾶλλον δέ οὔτε εἰς τήν ἀρχήν. Πῶς λοιπόν λέγει, «ἐτελείωσα»; Ἤ ἐννοεῖ ὅτι ἔκαμα ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό ἐμένα, ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινεν ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἤ αὐτό πού κυρίως ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι τό πᾶν ἦτο πλέον τετελεσμένον, ἐφ’ ὅσον εἶχε τοποθετηθῆ ἡ ρίζα τῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν ὁποίαν ὁπωσδήποτε κατ̉ ἀνάγκην ἐπρόκειτο νά προέλθουν οἱ καρποί καί ὅτι θά ἦτο παρών καί συνηνωμένος μέ ἐκείνους πού θά ἤρχοντο εἰς τό μέλλον. Διά τοῦτο πάλιν λέγει μέ τρόπον συγκαταβατικόν. «Αὐτό πού μοῦ ἔδωσες». Διότι, ἐάν βέβαια ἐπερίμενε νά ἀκούσῃ καί νά μάθῃ, θά ἀπεῖχον αὐτά πολύ ἀπό τήν δόξαν του· τό ὅτι λοιπόν αὐτό τό ἔκαμε μέ τήν θέλησίν Του εἶναι φανερόν ἀπό πολλά. Ὅπως, ὅταν λέγῃ ὁ Παῦλος ὅτι «τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν, ὥστε νά παραδώσῃ τόν ἑαυτόν του πρός χάριν μας» (Ἐφ. 5,2), καί «ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιπ. 2,7), καί πάλιν· «Ὅπως ἀκριβῶς μέ ἠγάπησεν ὁ Πατήρ μου καί ἐγώ ἠγάπησα ἐσᾶς» (Ἰω. 5,9). «Δόξασέ με, Πάτερ, μέ τήν δόξαν ἐκείνην πού εἶχα πρίν ἀκόμη ὁ κόσμος ἔλθῃ εἰς τήν ὕπαρξιν». Καί ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα; Ἔστω λοιπόν ὅτι πλησίον τῶν ἀνθρώπων πολύ εὔλογα ἦτο χωρίς δόξαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδυμασίας Του, πῶς ζητεῖ νά δοξασθῇ πλησίον τοῦ Θεοῦ; Τί λοιπόν ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐδῶ ὁ λόγος γίνεται περί τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας· διότι ἀκόμη δέν εἶχε δοξασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του οὔτε εἶχεν ἀπολαύσει ἀφθαρσίας, οὔτε εἶχε λάβει μέρος εἰς τόν βασιλικόν θρόνον. Διά τοῦτο δέν εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς», ἀλλά «πλησίον σου».

3. Αὐτήν τήν δόξαν θά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, ἐάν εἴμεθα προσεκτικοί. Διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει. «Ἐάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, διά νά δοξασθῶμεν μαζί του» (Ρωμ. 8,17). Ἑπομένως εἶναι ἄξιοι μυρίων δακρύων ἐκεῖνοι πού, ἄν καί ὑπάρχει ἔμπροσθέν των τόση δόξα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας των καί τῆς ἀδιαφορίας των προκαλοῦν κακά εἰς τόν ἑαυτόν των, καί, ἐάν δέν ὑπῆρχε γέεννα, θά ἦσαν ἀθλιώτεροι ἀπό ὅλους, καθ̉ ὅσον, ἐνῷ ἠμποροῦν νά βασιλεύσουν καί νά δοξασθοῦν μαζί μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀποστεροῦν τόν ἑαυτόν των ἀπό τόσα ἀγαθά· διότι, ἐάν ἐχρειάζετο νά κατασφαγοῦν, ἐάν ἐχρειάζετο νά ὑποστοῦν μυρίους θανάτους, ἐάν ἐχρειάζετο νά παραδώσουν ἀπείρους ψυχάς καί τόσα ἄλλα σώματα καθημερινῶς, δέν ἔπρεπε νά ὑποστοῦν ὅλα αὐτά χάριν τῆς τόσον μεγάλης δόξης; Τώρα ὅμως οὔτε τά χρήματα περιφρονοῦμεν, τά ὁποῖα ἀργότερον θά τά ἀποχωρισθοῦμεν καί χωρίς νά τό θέλωμεν· δέν περιφρονοῦμεν τά χρήματα, πού μᾶς περιβάλλουν μέ ἀμέρτητα κακά, καί πού μένουν ἐδῶ καί δέν εἶναι ἰδικά μας (διότι διαχειριζόμεθα ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἰδικά μας καί ἄν ἀκόμη τά ἔχωμεν ἀπό πατρικήν κληρονομίαν)· ὅταν ὅμως καί γέεννα ὑπάρχῃ καί σκώληξ αἰώνιος καί ἄσβεστον πῦρ καί τρυγμός τῶν ὀδόντων, εἰπέ μου, πῶς θά τά ὑποφέρωμεν αὐτά;

Μέχρι πότε θά εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί θά δαπανῶμεν τό πᾶν εἰς καθημερινάς διαμάχας καί φιλονεικίας καί λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντες τήν γῆν, παχαίνοντας τό σῶμα, καί ἀδιαφοροῦντες διά τήν ψυχήν, διά μέν τά ἀναγκαῖα μή κάμνοντες κανένα λόγον, διά δέ τά περιττά καί ἀνώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα; Καί οἰκοδομοῦμεν μέν λαμπρούς τάφους καί ἀγοράζομεν πολυτελεῖς οἰκίας καί ἀκολουθούμεθα ἀπό ἀγέλας παντός εἴδους ὑπηρετῶν καί ἐπινοοῦμεν διαφόρους οἰκονόμους, ἀγρῶν, οἰκιῶν, διαχειριστάς χρημάτων καί καθιστῶντες ἄρχοντες ἀρχόντων, διά δέ τήν ψυχήν μας πού ἔχει μείνει τελείως ἔρημη δέν δείχνομεν καμμίαν φροντίδα. Καί ποῖο θά εἶναι τό τέλος αὐτῶν; δέν γεμίζομεν μίαν γαστέρα; Δέν ἐνδύομεν ἕνα σῶμα; διατί τόσος πολύς θόρυβος δι’ αὐτά τά πράγματα; Διατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά καί διατί τήν ψυχήν πού ἐλάβομεν τήν κατασφαγιάζομεν, τήν κατασπαράσσομεν μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς φροντίδας, ἐπινοοῦντες φοβεράν δουλείαν διά τούς ἑαυτούς μας; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκην ἀπό πολλά, εἶναι δοῦλος πολλῶν, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι εἶναι κυρίαρχος αὐτῶν. Διότι καί τῶν ὑπηρετῶν δοῦλος εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερον τρόπον ὑπηρεσίας.καί κατ’ ἄλλον τρόπον δέ εἶναι δοῦλος, διότι δέν τολμᾷ χωρίς ἐκείνους νά μεταβῇ εἰς τήν ἀγοράν οὔτε εἰς τό λουτρόν, οὔτε εἰς τόν ἀγρόν, ἐνῷ αὐτοί πολλές φορές παντοῦ πηγαίνουν χωρίς τόν κύριόν των. Ἀλλ̉ ὁ θεωρούμενος ὅτι εἶναι κύριος, ἄν δέν εἶναι παρόντες οἱ δοῦλοι, δέν τολμᾷ νά βγῇ ἀπό τήν οἰκίαν, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη συμβῇ νά βγῇ μόνος ἀπό τήν οἰκίαν, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι διά γέλια.

Ἴσως μερικοί μᾶς γελοῦν πού λέγομεν αὐτά, ἀλλ̉ ὅμως ἀκριβῶς δι’ αὐτό θά ἦσαν ἄξιοι μυρίων δακρύων· διότι διά νά διαπιστώσῃς ὅτι αὐτό εἶναι δουλεία, θά σέ ἐρωτοῦσα εὐχαρίστως· ἤθελες νά εἶχεις τήν ἀνάγκην ἐκείνην πού θά ἔθετε τήν τροφήν εἰς τό στόμα σου ἤ θά προσέφερε τό ποτήρι εἰς τά χείλη σου; Δέν θά ἐθεωροῦσες αὐτήν τήν ὑπηρεσίαν ἀξίαν δακρύων; Τί δέ, ἐάν ἐχρειάζεσο μερικούς διά νά σέ βαστάζουν διαρκῶς διά νά βαδίζῃς, δέν θά ἐθεωροῦσες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν ἑαυτόν σου ἐλεεινόν καί ἀθλιώτερον ἀπό ὅλους; Λοιπόν καί τώρα τέτοιαι ἔπρεπε νά εἶναι οἱ διαθέσεις σου· διότι καθόλου δέν διαφέρει, εἴτε νά παθαίνει αὐτά κανείς ἀπό ἄλογα ζῶα εἴτε ἀπό ἀνθρώπους. Τί δέ, εἰπέ μου, δέν διαφέρουν ὡς πρός αὐτό οἱ ἄγγελοι ἀπό ἡμᾶς, τό ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν τήν ἀνάγκην των ὅσων ἔχομεν ἡμεῖς; Λοιπόν, ὅσον ὀλιγωτέραν ἔχομεν τήν ἀνάγκην, τόσον περισσότερον πλησιάζομεν πρός ἐκείνους, ὅσον δέ περισσοτέραν, τόσον περισσότερον καταπίπτομεν εἰς αὐτόν τόν φθαρτόν βίον. Καί διά νά μάθῃς ὅτι αὐτά ἔχουν ἔτσι, ἐρώτησε τούς γέρους ποῖον βίον μακαρίζουν, ἐκεῖνον πού ἦσαν τότε ὑποδουλωμένοι εἰς αὐτόν ἤ ἐκεῖνον πού εἶναι σήμερα κυρίαρχοι αὐτοῦ; Διότι ἀκριβῶς δι’ αὐτό ἀνεφέραμεν ἐκείνους, ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι μεθυσμένοι ἀπό τά τῆς νεότητος οὔτε κἄν γνωρίζουν τό ὑπερβολικόν μέγεθος τῆς δουλείας. Τί δέ, αὐτοί πού πάσχουν ἀπό πυρετόν μακαρίζουν τόν ἑαυτόν των, ὅταν αἰσθάνονται μεγάλην δίψαν καί πολλήν πεῖναν καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό πολλά ἄλλα ἤ ὅταν ἀποκτήσουν τήν ὑγείαν των καί ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἐπιθυμίαν; Βλέπεις ὅτι παντοῦ εἶναι ἐλεεινόν καί ξένον πρός τήν φιλοσοφίαν καί ἐπέκτασις τῆς δουλείας καί τῆς ἐπιθυμίας τό νά ἔχῃ κανείς ἀνάγκην ἀπό πολλά πράγματα;

Διατί λοιπόν μέ τήν θέλησίν μας μεγαλώνομεν τήν ἀθλιότητα εἰς τόν ἑαυτόν μας; Διότι εἰπέ μου, ἐάν ἦτο δυνατόν νά κατοικῇς χωρίς στέγην καί τοίχους καί χωρίς νά βλάπτεσαι καθόλου, δέν θά ἐπροτιμοῦσες περισσότερον αὐτό; Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐπεκτείνεις τά γνωρίσματα τῆς ἀσθενείας; Δέν μακαρίζομεν δι’ αὐτό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό τίποτε, οὔτε ἀπό οἰκήματα, οὔτε ἀπό ἐνδύματα; Ναί, λέγει· ἀλλά τώρα εἴμεθα ὑπό τό κράτος τῆς ἀνάγκης. Διατί λοιπόν αὐξάνομεν τήν ἀνάγκην; Διότι, ἐάν πολλοί περικόπτουν πολλά καί ἀπό τά ἀναγαῖα (ἐννοῶ τούς δούλους, τά οἰκήματα καί τά χρήματα), ποίαν δικαιολογίαν θά ἠμπορούσαμεν νά ἔχωμεν, ὑπερβαίνοντες τήν ἀνάγκην; Μέ ὅσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι· διότι ὅσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις τήν ἐλευθερίαν σου· καθ̉ ὅσον ἡ μέν πλήρης ἐλευθερία συνίσταται εἰς τό νά μή ἔχωμεν καμμίαν ἀνάγκην, ἐνῷ ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ αὐτήν συνίσταται εἰς τό νά ἔχωμεν τήν ἀνάγκην ὀλίγων πραγμάτων, τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι πρό πάντων καί οἱ μιμηταί αὐτῶν, ὅμως τό νά τό κατορθώσουν αὐτό ἄνθρωποι πού μένουν μέσα εἰς θνητόν σῶμα σκέψου πόσον μεγάλον ἔπαινον ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα. Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Παῦλος γράφων πρός τούς Κορινθίους.«Ἐγώ δέ σᾶς λυποῦμαι» (Α´ Κορ. 7,28), καί «Διά νά μή ὑποφέρουν αὐτοί εἰς τήν ζωήν» (Αὐτόθι). Διά τοῦτο ὀνομάζονται χρήματα, διά νά τά χρησιμοποιοῦμεν ὅπου χρειάζονται, ὄχι διά νά τά φυλάσσωμεν καί νά τά κρύπτωμεν μέσα εἰς τήν γῆν· διότι αὐτό δέν δείχνει ὅτι τά ἀπεκτήσαμεν, ἀλλ̉ ὅτι αὐτά ἀπέκτησαν ἡμᾶς· καθ’ ὅσον ἐάν πρόκειται αὐτό νά σκεπτώμεθα, πῶς αὐτά νά τά κάνωμεν πολλά καί ὄχι διά νά τά ἀπολαύσωμεν εἰς τά ἀναγκαῖα πράγματα, ἀνετράπη ἡ τάξις, καί ἐκεῖνα κατέκησαν ἡμᾶς καί ὄχι ἡμεῖς ἐκεῖνα.

Ἄς ἀπαλλαγῶμεν λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν φοβεράν δουλείαν· καί ἄς γίνωμεν κάποτε ἐλεύθεροι. Διατί ἐπινοοῦμεν διά τούς ἑαυτούς μας ἀπείρους καί διαφόρων εἰδῶν δεσμούς; Δέν σοῦ ἀρκεῖ ὁ δεσμός τῆς φύσεως καί ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν ἀπείρων πραγμάτων, ἀλλά πλέκεις καί ἄλλα δίκτυα διά τόν ἑαυτόν σου καί δένεις μέ αὐτά τά πόδια σου; Καί πότε θά σκεφθῇς καί θά φροντίσῃς, διά τόν οὐρανόν καί θά ἠμπορέσῃς νά ἀνεβῇς πρός τό ὕψος ἐκεῖνο; Πρέπει λοιπόν νά θελήσῃ κανείς, νά θελήσῃ νά κόψῃ αὐτά τά σχοινιά διά νά ἠμπορέσῃ νά φροντίσῃ διά τήν οὐράνιον πόλιν· τόσα πολλά ἄλλα ἐμπόδια ὑπάρχουν, πού διά νά τά νικήσωμεν ὅλα πρέπει νά ἀρκούμεθα εἰς τά ὀλίγα· διότι ἔτσι θά φροντίσωμεν καί διά τήν αἰώνιον ζωήν μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΝΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Ιωάννου ΙΖ' 1- 13) Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΝΟΥΣ  ΧΡΙΣΤΟΥ  ΚΑΙ  ΕΜΠΕΙΡΙΑ  ΠΑΤΕΡΩΝ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ
(Ιωάννου ΙΖ' 1-13)

Δεν είναι μόνο αυτοί που αγνοούν τα της Ορθοδόξου Πίστεως που αρνούνται την σημασία και τη συμβολή των δογματικών αγώνων των Αγίων Πατέρων, αλλά είναι και ορισμένοι που κατέχουν θέσεις και μάλιστα υψηλές στον χώρο της Εκκλησιαστικής διοικήσεως, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι τα δόγματα καταστρατηγούν την ενότητα του Χριστιανικού κόσμου.
Η Ευαγγελική όμως περικοπή από την αρχή του ΙΖ' κεφαλαίου του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, αλλά και η εορτή των Αγίων πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου, μας φωτίζουν το όλον θέμα, με αποτέλεσμα να συνειδητοποιούμε την Ορθόδοξη πίστη μας και να οικοδομούμαστε επάνω σε ορθή και ακλινή βάση.
Ας ξεκινήσουμε με μια γενική ερώτηση.
Υφίσταται ποτέ πράξις άνευ θεωρίας και βεβαίως το αντίθετο, θεωρία άνευ πράξεως; Όσο κι αν ψάξουμε, από τα άκρως “θεωρητικά” έως και τα άκρως “πρακτικά”, θα διαπιστώσουμε ότι και τα δύο είναι αλληλένδετα φυσικώ τω τρόπω. Όποιος δε επιχειρήσει να τα διαχωρίσει, φέρει διάσπαση και κατάσταση εντελώς αφύσικη.
Βεβαίως, δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση να γνωρίζουν την ακρίβεια των δογμάτων όλοι οι πιστοί, πόσο μάλλον αυτοί που συνειδητά βρίσκονται εκτός εκκλησίας πολύ δε περισσότερο όσοι την αντιστρατεύονται και την πολεμούν. Είναι όμως εντελώς απαράδεκτο και αφύσικο, οι συνειδητοί πιστοί που κατέχουν και ένα μορφωτικό επίπεδο και ιδίως οι ποιμένες της Εκκλησίας να ισχυρίζονται ότι τα δόγματα δεν μπορούν  να σταθούν στην προσπάθεια της ενότητος και ότι δήθεν μειώνουν το Πνεύμα της αγάπης. Απόψεις και θεωρίες δηλ. που αποδεικνύουν το ολιγότερον θεολογική ρηχότητα και ποιμαντική ανεπάρκεια.
Από την άλλη δε προξενεί κατάπληξη το γεγονός πως για θέματα ήσσονος σημασίας, από τα ίδια αυτά τα πρόσωπα, επιστρατεύονται όχι μόνο οι ιεροί κανόνες με όλες τις κανονιστικές διατάξεις και παραγράφους, αλλά ακούονται και νέες ερμηνευτικές θεωρίες. Πριν ολίγων μάλιστα ετών, ακούστηκε και γράφτηκε πως όταν κανείς λαμβάνει το επισκοπικό αξίωμα, οτιδήποτε κι αν είχε διαπράξει έως της στιγμής εκείνης, όλα παραγράφονται και ότι ο νέος δήθεν επίσκοπος εξέρχεται «ωσεί λευκή περιστερά». Ακούοντας δε κανείς τις οθνείες και αλλοπρόσαλλες αυτές θεωρίες, δεν γνωρίζει εάν πρέπει να γελάσει με την φαιδρότητα ή να κλάψει για το κατάντημα. Όντως, οι πιστοί αδυνατούν να κατανοήσουν τέτοιου είδους «θεολογικές απόψεις», άλλωστε,... «ου πάντες πλειν ες Κόρινθον»...
Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε παραδείγματα και να φωτογραφηθούν πρόσωπα, όλοι όσοι «παροικούμεν εν Ιερουσαλήμ, οίδαμε τα γενόμενα εις μήκος μακρών του Κυρίου ενιαυτών».
Και το θεμελιώδες ερώτημα που προβάλλεται, αναμένει την απάντησή του. Το περιεχόμενο της πίστεως και η διατύπωσίς του, έχουν βασική και μάλιστα πρωταρχική σημασία για την καθημερινή μας ζωή; Και κατ' επέκτασιν χρειάζονται να γίνουν τόσοι αγώνες για τα ζητήματα τα οποία είναι πέραν της διανοητικής κατανοήσεως; Αλλά στο τελευταίο αυτό ερώτημα, ευρίσκεται και το κλειδί της απαντήσεως.
Το ότι τα θέματα της πίστεως και δη οι δογματικές αλήθειες της Ορθοδόξου πίστεώς μας, δεν είναι το αρνητικό της όλης υποθέσεως, αλλά το θετικό που μας βοηθά ώστε να δούμε το θέμα στη σωστή του βάση. 
Με δεδομένο λοιπόν ότι δεν υφίσταται πράξη άνευ της θεωρίας, όπως είδαμε, ακόμα και στα πλέον πρακτικά θέματα της καθημερινότητας, έτσι στην συνέχεια  βλέπουμε ότι η λογική, σε πλείστα όσα άλλα ταπεινώνεται και ο άνθρωπος παραδέχεται ως πραγματικότητα, ως «δόγμα», κάτι που η λογική από μόνη της δεν μπορεί να το ερμηνεύσει και να το παραδεχθεί. Και εάν αυτό ισχύει για την πλέον θετική επιστήμη, τα μαθηματικά ας πούμε, με τα «θεωρήματα» που κατέχει, αλλά ισχύει και σε τόσες άλλες πτυχές της επιστημονικής πραγματικότητας, γιατί θεωρείται «παράλογο» εάν και η πίστις έχει τις δικές της αλήθειες; Το δε θαυμαστό που δεν θέλουν να παραδεχθούν ορισμένοι ή ίσως να μη γνωρίζουν σωστά τα πράγματα είναι τούτο. Ότι δηλ. οι Άγιοι που μας καθοδηγούν, έχοντας φθάσει στον φωτισμό και στην θέωση, βιώνουν τις «θεωρητικές» αλήθειες, της πίστεως, απολύτως εμπειρικά.
Έτσι λοιπόν από την αντικειμενική σκοπιά θεώρησης της πραγματικότητας της Ορθοδόξου πίστεώς μας, το αναπόδεικτον και «θεωρητικόν» το κατέχουν εν πολλοίς οι λεγόμενες θετικές επιστήμες με τα δεδομένα των κανόνων τους, ως βάση για να προχωρήσουν περαιτέρω και να αναπτυχθούν. Αντιθέτως, η πίστη μας εκ της εμπειρίας αποδεικνύεται ότι είναι η πλέον «θετική» πραγματικότητα, αφού ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να δέχεται όχι θεωρητικώς και νοησιαρχικώς, αλλά απολύτως εμπειρικώς και βιωματικώς την αγάπη του Θεού μέσω των ακτίστων κοινών ενεργειών της Αγίας Τριάδας.
 Το δε χειρότερο, για όσους αρνούνται την πραγματική εμπειρία των Αγίων μας, και θέτουν ως «αλάνθαστο κριτήριο» πάντων τον δικό τους νου και την δική τους λογική, είναι τούτο. Ότι ο κλοιός της αμαρτίας συσφίγγει τον υπερήφανο νου του ανθρώπου, με αποτέλεσμα αυτός να αδυνατεί να δεχθεί κάποια ισχυρότερη πραγματικότητα από τον ίδιο τον εαυτό του. Τελικώς κάνει κέντρο του κόσμου τον ίδιο του τον εαυτό. Δηλ. φθάνει στην χειρότερη μορφή τρέλας που είναι δυνατόν να καταντήσει ο άνθρωπος. Δόξα όμως τω Θεώ, διότι δια της Ορθοδόξoυ και μόνο πίστεως στον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, ο εγκλωβισμένος νους, διασπά τον κλοιό, «εξέρχεται του τάφου» και έτσι ο άνθρωπος βλέπει, αντιμετωπίζει και ζει την πραγματικότητα στις σωστές τις διαστάσεις και αντικειμενικά. Έτσι μόνο ο άνθρωπος θα δει, θα γνωρίσει και θα βιώσει τον Ιησού!
Πόσο όμορφα και ευλογημένα, περιγράφει αυτή την κατάσταση ο Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς! “Η Α' Οικουμενική Σύνοδος ώρισε άπαξ δια παντός τον ρόλο του νου εις την ερμηνείαν της Προσωπικότητας του Θεανθρώπου Χριστού: «ο ρόλος του είναι της υπακοής. Εις τον Χριστιανισμόν οδηγεί η πίστις, ο δε νους οδηγείται. Η γνώσις είναι καρπός της πίστεως της δι' αγάπης ενεργουμένης και εν ελπίδι εργαζομένης»! ( Όσιος Ιουστ. Πόποβιτς Άνθρωπος και Θεάνθρωπος).
Και αφού ξεκαθαρίσαμε το έδαφος σχετικά με τα όρια και τις δυνατότητες του νου, που δια της απεγκλωβίσεως μέσω της πίστεως, έχει την δυνατότητα του φωτισμού και άρα της εμπειρίας των Αγίων, ας έλθουμε και πάλι στο ερώτημα: «Το δόγμα της Θεότητος του Χριστού που κατεγράφει ως εμπειρία η οποία ανέκαθεν υφίστατο στην Εκκλησία, στη ζωή των Αγίων και των απλοϊκών πιστών, τι έχει να κάνει με την καθημερινή ζωή;». Αλλά είναι τόσο ξεκάθαρη η απάντηση, τόσο στο ερώτημα αυτό, όσο και σε άλλα συναφή που τίθενται περί των επί μέρους δογματικών αληθειών της πίστεώς μας.
Εάν η εκκλησία ακολουθούσε την διδασκαλία του Αρείου, ο οποίος εδίδασκε ότι ο Κύριός μας ήταν και Αυτός ένα δημιούργημα του Θεού, τότε η Ευαγγελική Του διδασκαλία, δεν θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα και περισσότερο κύρος από τις ηθικές συμβουλές ενός οποιουδήποτε μεγάλου φιλοσόφου.
Γι' αυτό και όσοι επιχειρούν να μελετήσουν, να ερευνήσουν και να αναλύσουν το Ι. Ευαγγέλιο, μέσω της φιλοσοφικής τακτικής και δια του «δικτάτορος νου» και δη του εσκοτισμένου, και όχι δια της «παιδικής αποδοχής και απλότητος» το μόνο που θα κατορθώσουν  είναι το να απορρίπτουν την «Οδόν την Αλήθειαν και την Ζωήν» που είναι ο ίδιος ο Χριστός (Ιωάν. ΙΔ΄6). Στην καλυτέρα δε των περιπτώσεων, θα φθάσουν να στέκονται μπροστά σε κάποια φάσματα «φιλοσοφικής αληθείας», η οποία όμως όχι μόνον δεν σώζει, αντιθέτως αναξέει τις υπαρξιακές πληγές και υποδαυλίζει τη δίψα για Αλήθεια.
Επίσης, αν ο Κύριος Ιησούς δεν είναι ο Θεάνθρωπος, ομοούσιος προς τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, τότε δεν διαφέρουμε από τους ειδωλολάτρες που προσεύχονται και λατρεύουν τα είδωλα.
Φυσικά και δεν είμαστε ειδωλολάτρες αφού λατρεύουμε τον πραγματικό Θεό. Τον Υιόν και Λόγον του Πατρός.
Επομένως, οι 318 θεοφόροι Πατέρες που συγκρότησαν στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Οικ. Σύνοδο, όχι μόνο εξέφρασαν αυτό που ήδη βίωνε, βιώνει και φυσικά θα βιώνει η Εκκλησία μας, την Θεότητα δηλ. του Χριστού και το Ομοούσιον της Αγίας Τριάδος, καταρτίζοντας το πρώτο τμήμα του Ιερού Συμβόλου της Πίστεώς μας. Όχι μόνο κατεδίκασαν τον Άρειο και την δαιμονική του διδασκαλία,  αλλά ρύθμισαν και θέματα ζωτικής σημασίας, όπως τους όρους της εορτής του Πάσχα και εξέδωσαν είκοσι Ιερούς κανόνες. Τέλος μας άφησαν την πολύτιμη παρακαταθήκη. Την Παρακαταθήκη της ζωντανής Ορθοδόξου πίστεως όπως αυτή την κατέχει το Σώμα της Εκκλησίας μας και συγκεκριμένα όπως την ζουν και την διδάσκουν οι Άγιοι.
Θα κλείσουμε με αυτό. Ο αιρεσιάρχης Άρειος, δεν ξεκίνησε να διδάσκει την δαιμονική του διδασκαλία εκτός, αλλά εντός Εκκλησίας, και έφθασε να συνταράξει ολόκληρο το Σώμα του Χριστού και την Αυτοκρατορία του Μ. Κων/νου. Αυτό σημαίνει πως χρειάζεται μεγίστη προσοχή, όχι μόνο στις διδασκαλίες που ακούγονται εκτός Εκκλησίας, αλλά κυρίως στα ξένα και παράδοξα που κηρύσσονται εκ καθέδρας, και μάλιστα από πρόσωπα υπεροχικά εντός Εκκλησίας. Όλες δε αυτές οι πλανεμένες και κακόδοξες διδασκαλίες συνοψίζονται επί των πονηρών ημερών μας σε δύο τάσεις. Πρώτον στον επάρατο οικουμενισμό και δεύτερον στον εξευτελισμένο Νεονικολαϊτισμό...
Το θέμα όμως είναι, οι «επόμενοι τοις θείοις Πατράσι» να αναλάβουν τις βαρύτατες ευθύνες που έχουν ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ώστε να κηρυχθεί η σώζουσα αλήθεια, να καταδικαστεί η πλάνη και έτσι να σώζονται όσο το δυνατόν περισσότερες ψυχές «υπέρ ων Χριστός απέθανεν».
Είθε οι ευχές των Αγίων Πατέρων και του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου που συνεκάλεσε την Α' Οικουμ. Σύνοδο και προήδρευσεν αυτής, να σκεπάζουν πάντας ημάς, να ξεσκεπάζουν και αποκαλύπτουν τους «βαρείς και λιμώδεις λύκους» που «εν δορά προβάτου» κατεργάζονται την φθοράν του ποιμνίου, να ευλογούν όλους τους όπου γης Ορθοδόξους αδελφούς και τέλος να σκεπάζουν και να προστατεύουν το ταλαίπωρον Έθνος μας.
Αμήν.




Αρχιμ. Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Κυριακή πρὶν τὴν Πεντηκοστή Anthony Bloom



 



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἔχουμε ἀκούσει στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων πώς, καθὼς ἡ Ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς πλησίαζε, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ἀρχίσει τὸ ταξίδι του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα για νὰ βρεθεῖ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα εἶχαν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπό ὅλους αὐτούς, ἦταν ὁ μόνος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν παρών στὸ ὑπερῶο ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Κι ὅμως, ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει μιὰ τέλεια, μιὰ πραγματικὴ μεταστροφὴ στὴν καρδιά, στὸ νοῦ, στὴ ζωὴ καὶ τοῦ εἶχε δωρίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ἀπάντηση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσοίωσής του σ’ Ἐκεῖνον ποὺ λάτρεψε ἄν καὶ δὲν Τὸν εἶχε γνωρίσει.

Καὶ ἐμεῖς πορευόμαστε πρὸς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς· θὰ ἑορτάσουμε τὸ γεγονὸς τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα. Ὅταν ὁ Παῦλος ἦταν καθ' ὁδόν, ἀναλογιζόταν τὶ τοῦ εἶχε συμβεῖ στὸ μοναχικὸ του ταξίδι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ στὴ Δαμασκὸ καὶ τὴν Δωρεὰ τοῦ Πνεύματος ποὺ εἶχε λάβει μέσῳ τοῦ Ἀνανία. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε τὶ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Μᾶς ἔδωσε ὀντότητα καὶ ἐνεφύσησε τὴ ζωὴ μέσα μας, ὄχι μόνο τὴν σωματική, ἀλλὰ μιὰ ζωὴ ποὺ μᾶς ἔκανε συγγενεῖς μὲ Αὐτόν, συγγενεῖς μὲ τὴν δική Του ζωή. Μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσουμε, Αὐτὸν τὸν Ζωντανὸ Θεό, καὶ νὰ συναντήσουμε, στὸ Εὐαγγέλιο και στὴ ζωή, τὸν Μονογενῆ Υιό Του, τὸν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ συνάντηση αὐτὴ συμβαίνει, στὸ Βάπτισμα, στὸ Ἅγιο Χρῖσμα, στὴν Κοινωνία μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν μυστηριώδη, σιωπηλὴ κοινωνία τῆς προσευχῆς, στὶς στιγμὲς ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦρθε κοντά μας, ἄν καὶ δὲν Τὸν σκεφτόμασταν· μᾶς ἔχει δώσει τόσα πολλά.

Ἄς συλλογιστοῦμε ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει δώσει, ρωτώντας τὸν ἑαυτό μας ἄν ὄντως εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος μαθητής: ὅλη του ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, τὸ νὰ πεθάνει εἶναι ὄφελος γιατὶ ὅσο ζεῖ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀγαπάει καὶ εἶναι τὰ πάντα γιὰ τὴν ζωή του, ὄχι μόνο στὴν ἐποχή του, ἀλλὰ στὴν αἰωνιότητα. Ὡστόσο λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι εἶναι προετοιμασμένος νὰ ζήσει καὶ ὄχι νὰ πεθάνει γιατὶ ἡ παρουσία του στὴ γῆ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέτρο τῆς κοινωνίας ποὺ εἶχε μὲ τὸν Χριστό. Καὶ αὐτὸ φαίνεται τόσο συγκινητικὰ σὲ ἕναν παραλληλισμὸ μεταξὺ μιᾶς μικρῆς φράσης στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὸ Εὐαγγέλιο: Καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ μαθητὴς λένε ὅτι τώρα πᾶνε πίσω στὸν Πατέρα, ὅτι ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής τους ἔχει ἔρθει. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ μαθητῆ ἔχει ταυτιστεῖ σὲ τέτοιο βαθμό μὲ ὅ,τι ἀντιπροσώπευε ὁ Χριστός, καὶ, πέρα ἀπὸ αὐτό, μὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν ὁ Χριστός, ὥστε ὅ,τι ἔγινε πράξη στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἔγινε καὶ στὸν μαθητή. Ὄντως, γιὰ τὸν μαθητή, ἡ ζωὴ του ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ ζωή του καὶ ἀποζητοῦσε τὸν θάνατο του, ἀλλὰ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν Θεὸ κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτὴν τὴν λαχτάρα γιὰ ἐλευθερία, γιὰ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ποὺ εἶχε λατρέψει καὶ ὑπηρετήσει τόσο πιστά – εἶχε μάθει ὅτι τὸ νὰ δίνει εἶναι μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὸ νὰ λαμβάνει.

Οἱ ἅγιοι εἶχαν ἀκούσει τὸν Χριστὸ νὰ λέει, «Κανεὶς δὲν ἀγαπάει περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θυσιάζει τὴ ζωή του γιὰ τοὺς φίλους του». Ὁ Παῦλος, οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, και ἀμέτρητοι μεταγενέστερα ἅγιοι ἔδωσαν τὶς ζωές τους, ἀψηφώντας την μέρα μὲ τὴ μέρα ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς τους, ἀπορρίπτοντας κάθε σκέψη, κάθε ἔγνοια γιὰ τοὺς ἴδιους, ἔχοντας στὴν σκέψη τους μόνο αὐτοὺς ποὺ χρειάζονταν τὸν Θεό, αὐτούς ποὺ χρειάζονταν τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας, τὴν Θεία ἀγάπη. Ἔζησαν γιὰ τοὺς ἄλλους, δίνοντας τόσο γενναιόδωρα ὅσα ἔλαβαν.

Καλούμαστε ἐπίσης νὰ μάθουμε τὴ χαρά, τὴν εὐφρόσυνη καὶ θαυμάσια χαρὰ τῆς προσφορᾶς, τὴ χαρὰ τοῦ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας ὥστε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι νὰ προσφέρουμε, καὶ νὰ τὸ κάνουμε σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις, στὰ πιὸ μικρὰ καὶ στὰ πιὸ σπουδαῖα πράγματα. Καὶ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε μόνο μέσῳ τῆς δύναμης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς κάνει ἕνα σῶμα μὲ Αὐτόν, ἕνα σῶμα ἀνθρώπων ἑνωμένων μὲ τὰ δεσμὰ μιᾶς ἀπόλυτης συντροφικότητας, ἕνα μὲ τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἑνότητα μας.

Ἄς σκεφτοῦμε ὅλα ὅσα ἔχουμε δεχθεῖ ἀπό τὸν Θεὸ καὶ ἄς ἀναρωτηθοῦμε: Τὶ μποροῦμε νὰ δώσουμε πρῶτα σὲ Αὐτόν, ὥστε νὰ χαρεῖ γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ ξέρει ὅτι δὲν ἔχει ζήσει καὶ δὲν ἔχει πεθάνει μάταια; Καὶ τὶ μποροῦμε νὰ δώσουμε σὲ ὅλους ὅσους εἶναι γύρω μας, ξεκινώντας ἀπὸ τὶς μικρότερες, τὶς πιὸ ταπεινὲς δωρεὲς πρὸς αὐτοὺς ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ μας καὶ τελειώνοντας μὲ τὸ νὰ προσφέρουμε ὅτι μποροῦμε σὲ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται περισσότερα; Καὶ τότε ἡ Πεντηκοστὴ θὰ ἔρθει σὰν ἕνα δῶρο ζωῆς, ἕνα δῶρο ποὺ μᾶς ἑνώνει σέ ἕνα σῶμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἱκανὸ νὰ εἶναι γιὰ τοὺς ἄλλους ἕνα ἐπίγειο ὅραμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ πηγὴ ζωῆς καὶ χαράς, ὥστε πραγματικὰ ἡ χαρά μας καὶ ἡ χαρὰ ὅλων αὐτῶν ποὺ συναντοῦμε νὰ γίνει πραγματικότητα. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΤΕΡΩΝ Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


Ένα ερώτημα θα μπορούσαμε να θέσουμε σήμερα στην εορτή των Θεοφόρων Πατέρων της Α Οικουμενικής Συνόδου, ένα ερώτημα που απαντά στην ερώτηση;   Πως στερεώθηκε η αληθινή πίστη στο Χριστό. Η απάντηση είναι πως η αληθινή πίστη στερεώθηκε με το αίμα των αναρίθμητων Μαρτύρων· με τη διδασκαλία των Θεοφόρων Πατέρων και με τις αδιάλειπτες προσευχές των Ασκητών της Εκκλησίας μας.
Όλοι ετούτοι οι άγιοι άνθρωποι με τον όλο βίο τους, έβαλαν την σφραγίδα τους στην πορεία της Εκκλησίας για την κατάκτηση της αληθινής πίστεως. Γι’ αυτό ευγνωμονούσα η Εκκλησία, τους τιμάει και καυχάται γι’ αυτούς. Αφού πρώτος ο Χριστός τους τίμησε και τους στεφάνωσε με το στεφάνι της δόξης για την μαρτυρία και την ομολογία τους.
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Ανάμεσα σε δυο μεγάλες γιορτές βρίσκεται η σημερινή Κυριακή. Της Αναλήψεως του Κυρίου και της Πεντηκοστής. Κι όμως το ιερό Ευαγγέλιο μας μεταφέρει στο τελευταίο βράδυ της επί γης ζωής του Κυρίου. Τούτο γίνεται, για να πλημμυρίσει η ψυχή μας με θάρρος και δύναμη από τη θέρμη της αγάπης του Κυρίου, αλλά και το ενδιαφέρον Του για την ενότητα της πίστεως. Για να μην αισθανθούμε τον εαυτό μας ορφανεμένο και ξεκρέμαστο μετά από την ένδοξη Ανάληψη Του στους ουρανούς.
Το βράδυ εκείνο, έπειτα από την παράδοση του Μυστικού Δείπνου, ύψωσε ο Κύριος το άγιο βλέμμα Του προς τον ουρανό και προσευχήθηκε στον ουράνιο Πατέρα Του. Η προσευχή Του εκείνη μας είναι γνωστή ως η Αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Με τόνο εξαιρετικά συγκινητικό, θερμό, εκφράζει προς τον ουράνιο Πατέρα Του, ό, τι η φιλόστοργη καρδιά Του ποθεί για τους πολυαγαπημένους Μαθητές Του. «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματι σου». Παρακαλεί να τους κρατεί αδιάσπαστα ενωμένους μαζί Του, για να μπορέσουν να διατηρήσουν γνήσια, ανόθευτη τη διδασκαλία Του. Να χαρεί ακόμη και μεταξύ τους πλούσια την αγάπη, ώστε ενωμένοι να αντιπαλαίσουν προς τους πολλούς πειρασμούς του πονηρού και τα εμπόδια του κόσμου της απιστίας, για να αισθάνονται μέσα τους τελεία και αναφαίρετη χαρά.
Η προσευχή αυτή του Κυρίου έκανε πολύ βαθιά εντύπωση στους μαθητές. Δεν την λησμόνησαν, παρ' όλο ότι την ίδια εκείνη νύχτα συνταράχθηκαν από την προδοσία του Ιούδα κι όλα τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν. Κι όταν μετά την Πεντηκοστή διασκορπίστηκαν στα πέρατα της οικουμένης, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο του Χριστού, έβλεπαν συνεχώς μέσα στις εχθρικές αντιδράσεις και τους κινδύνους την ακαταμάχητη δύναμη και την προστασία του Κυρίου. Το ίδιο συνέβαινε και με τους διαδόχους των Αποστόλων, και με τους πιστούς όλων των εποχών και όλων των αιώνων, που αποτελούν την Εκκλησία του Χριστού.
Φανατικοί Ιουδαίοι, Νέρωνες και Δομιτιανοί, Τραϊανοί και Δέκιοι και Διοκλητιανοί αγωνίστηκαν τρεις ολόκληρους μαρτυρικούς για την Εκκλησία αιώνες να εξολοθρέψουν τους οπαδούς του Ναζωραίου. Να καταπνίξουν στο αίμα τη θρησκεία του Ιησού. Και τη βασιλική πορφύρα με την οποία περιέβαλε την Εκκλησία του ο Κύριος, τη βαμμένη με το τίμιο Αίμα Του, την έβαψαν και με το μαρτυρικό αίμα τους εκλεκτά τέκνα της Εκκλησίας. Αλλά όσο πολεμείται η Εκκλησία του Χριστού, τόσο γιγαντώνεται.
Υπερφυσική - γεμάτη θαύματα είναι η πολύτομη ιστορία της. Η δύναμη του Αρχηγού της την ύψωσε άφθαρτη κι αιώνια στην Οικουμένη. Οι Χριστιανοί περισσότερο στερεώνονται. Ακλόνητη γίνεται η πίστη τους στον Αιώνιο Αρχηγό και Σωτήρα Ιησού Χριστό. Μέσα στους αλλεπάλληλους αυτούς αγώνες, οι αιώνες περνούν. Έως ότου εκδίδεται επί τέλους το 313 μ.Χ. το διάταγμα των Μεδιολάνων. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο αυτοκράτορας και ισαπόστολος, διατάζει την κατάπαυση των διωγμών. Αλλά η Εκκλησία του Χριστού δεν γνώρισε ποτέ ανακωχή. Άλλωστε ο πονηρός και φθονερός εχθρός της, ο διάβολος, δεν πρόκειται να την αφήσει ποτέ ήσυχη. Κόπασε ο πόλεμος των αντιθρήσκων, έξω από τα τείχη της Εκκλησίας. Εκείνος όμως συνεχίζει άλλον ύπουλο και περισσότερο επικίνδυνο μέσα στον περίβολο της Εκκλησίας. Τον πόλεμο της πλάνης των αιρέσεων.
Το όργανό του το είχε βρει τώρα μεταξύ των ιερέων, όπως είχε βρει και μεταξύ των δώδεκα Μαθητών του Κυρίου τον Προδότη Ιούδα - «τον υιόν της απώλειας». Είναι ο Άρειος. Ο ασεβής αυτός αρχηγός της αιρέσεως δίδασκε ότι ο Κύριος δεν είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, άχρονος και αληθινός Θεός, αλλά δημιούργημα, που έχει αρχή. Κτίσμα του Θεού. Δηλαδή ανέτρεπε ολόκληρο το πνευματικό οικοδόμημα της Εκκλησίας του Χριστού. Και είχε αρχίσει να δημιουργείται μεγάλη αναταραχή. Άνθρωποι ματαιόδοξοι, που επιζητούσαν προσωπικά συμφέροντα, είχαν ταχθεί με το μέρος του Αρείου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος θέλει να ειρηνεύσει το λαό. Συγκαλεί λοιπόν το 325 μ.χ. την Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας για να ερευνηθεί το ζήτημα. Εκεί αρχίζει ένας πολύμοχθος, πνευματικός αγώνας. Σκληρός αγώνας. Με αποτέλεσμα το θρίαμβο της Ορθοδοξίας,
Οι 318 θεοφώτιστοι και θεοκίνητοι Πατέρες, των οποίων τη μνήμη εορτάζουμε σήμερα, όλοι σύμφωνοι καταδίκασαν τον ασεβή, το θεομάχο Άρειο. Νίκη, λοιπόν, περίλαμπρη είναι η κατάληξη του αγώνα. Και οι αιώνες περνούν. Οι πιστοί συνεχίζουν και σήμερα τη ζωή τους μέσα στον κόσμο τούτο. Πειρασμοί, παγίδες, δοκιμασίες πολλών ειδών ορθώνονται απειλητικά μπροστά τους. Μπλέκονται σε αγώνες σκληρούς, αιματηρούς, που δημιουργεί ο κόσμος ο γεμάτος αμφιβολίες γύρω από την Πίστη. Ο κόσμος με τις αμαρτωλές επιθυμίες και συνήθειες. Κι όμως. Η Εκκλησία νικά. Ανόθευτη κρατεί την Πίστη. Προχωρεί αδιάκοπα. Αυξάνει. Θριαμβεύει. Μαζί της αναδεικνύεται νικητής και θριαμβευτής και ο κάθε πιστός. Πλημμύρα θεϊκής χαράς αναβλύζει μέσα στην καρδιά κάθε πιστού αγωνιστή της χριστιανικής αλήθειας. Και ζει και απολαμβάνει το θαύμα. Των 21 αιώνων το παμμέγιστο ΘΑΥΜΑ. Τη νίκη της Ορθοδοξίας. Γιατί είναι ιδρυτής και Κυβερνήτης και Πρεσβευτής της Αιώνιος ο Λυτρωτής Ιησούς. Δύναμη της και σκέπη της κραταιά, αυτός ο παντοδύναμος Θεός.
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Καθημερινά τιμάμε και εορτάζουμε με εορτές και πανηγύρια τους πατέρες της Εκκλησίας μας. Επιθυμούμε να είναι συνεχώς μαζί μας. Να είναι οι φίλοι, οι σύντροφοι και οι συνοδοιπόροι στον αγώνα μας για την αληθινή πίστη. Ως φίλοι δε του Χριστού οι Άγιοι επιθυμούμε να είναι και φίλοι δικοί μας, αφού και εμείς είμαστε φίλοι Του.
Ετούτοι οι Άγιοι κατανόησαν ορθά το λόγο του Χριστού και έτσι τον ερμήνευσαν. Βίωσαν αυτές τις ουράνιες αλήθειες και η αγία ζωή τους επιβεβαίωσε καθημερινά την αληθινή πίστη τους. Τέλος οι Άγιοι της Εκκλησίας μας σφράγισαν με το αίμα τους, τη θυσία τους, τα μαρτύρια και το θάνατο, τις αλήθειες του λόγου του Ευαγγελίου του Χριστού.
Η Εκκλησία δε ως κιβωτός της αληθείας, είναι συνεπώς και η κιβωτός της σωτηρίας μας. Γιατί εκεί μέσα όλοι μας σωζόμαστε, όπως έγινε τότε με την κιβωτό του Νώε. Περισσότερο όμως στους δύσκολους και κατακλυσμιαίους από την κακότητα, τη διαφθορά και την αμαρτία, καιρούς μας, οφείλουμε να ζούμε μέσα στο πνευματικό χώρο της Εκκλησίας και να υπακούμε στο λόγο της. Όσοι βρίσκονται μέσα, σώζονται· όσοι είναι απ’ έξω, πάνε χαμένοι.

Αυτής της πανίσχυρης Εκκλησίας είμαστε κι εμείς μέλη. Δηλαδή, στρατιώτες που θ' αγωνιστούμε γενναία κατά του κακού. Χωρίς να επηρεαστούμε από την πλάνη των διαφόρων αιρετικών. Αλλά θα μείνουμε πιστοί, σταθεροί, ασάλευτοι. Έτσι, θα συντελέσουμε να εξαπλωθεί περισσότερο και να λάμψει στον κόσμο όλο η Ορθοδοξία. Αμήν.

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Πάπας καὶ Πατριάρχης ἔθεσαν εἰς κίνδυνον τὰ Πανάγια Προσκυνήματα συνεργούντων τῶν Ἁγιοταφιτῶν

Πάπας καὶ Πατριάρχης ἔθεσαν εἰς κίνδυνον τὰ Πανάγια Προσκυνήματα 
συνεργούντων τῶν Ἁγιοταφιτῶν
Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης,
Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ
ΜΕ λύπη, ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση πληροφορήθηκε τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ὅσα πρωτοφανῆ, πρωτότυπα, ἀσεβῆ, αἱρετικὰ καὶ βλάσφημα ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν συνάντηση πάπα καὶ πατριάρχου στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν κοιτίδα καὶ τὸ λίκνο τοῦ Χριστιανισμοῦ, στοὺς θεοβάδιστους καὶ Ἁγίους Τόπους,
ὅπου οἱ διὰ τῶν αἰώνων φύλακες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ διὰ σειρᾶς μεγάλων θεολογικῶν ἀναστημάτων, ὅπως οἱ Ἅγιοι Σάββας ὁ Ἡγιασμένος καὶ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καταπολέμησαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὡς λύκους βαρεῖς τοὺς ἐξεδίωξαν μακρὰν τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴ μεταδώσουν τὴν λύμη τῆς αἱρέσεως στοὺς ὑγιαίνοντες πιστοὺς καὶ νὰ μὴ κατασπαράξουν πνευματικὰ τὰ πρόβατα.
Οἱ Ἁγιοταφῖτες διὰ τῶν αἰώνων ἀξιώνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φυλάττουν τὰ Πανάγια Προσκυνήματα, μόνον καὶ μόνον γιατὶ μέχρι τώρα ἐφύλατταν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη ἀμόλυντη καὶ ἀμιγῆ ἀπὸ αἱρετικὲς προσμίξεις, σὲ μία διαρκῆ ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς ποικίλους αἱρετικοὺς, Μονοφυσίτες (Ἀρμενίους, Κόπτες, Αἰθίοπες) καὶ Παπικοὺς. Οἱ τελευταῖοι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἐπαίσχυντων σταυροφοριῶν πάτησαν ὡς κατακτηταὶ πόδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, χωρὶς καμμία ἐκκλησιολογικὴ βάση καὶ δικαιοδοσία, ἀλλὰ μόνο ὡς ἰσχυροὶ κοσμικοὶ ἄρχοντες καὶ ἐμφανίζονται ἀπὸ τὸτε ὡς συνιδιοκτῆται τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων, μὲ μόνιμη ἐπιδίωξη, μέσῳ διπλωματικῶν καὶ πολιτικῶν πιέσεων, νὰ ἐκδιώξουν τοὺς Ὀρθοδόξους, τὴν Ἁγιοταφιτικὴ Ἀδελφότητα, καὶ νὰ ἀναλάβουν αὐτοὶ τὴν φύλαξη τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων. Τὸ ἐπέτυχαν γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ τοὺς κατῄσχυνε ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἐξεδίωξε, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὸν Θεὸ ὁ τόπος, ἀλλὰ ὁ τρόπος τῆς λατρείας καὶ τῆς προσκυνήσεως.
Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε συνομιλώντας μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, οὔτε στὸ ὄρος Γαριζεὶν λατρεύεται ἀληθινὰ ὁ Θεός, ὅπως πίστευαν οἱ Σαμαρεῖται, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ μόνο στὴν Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστός, ὅπου οἱ «ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ» λατρεύουν τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, διότι «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4, 23- 24). Ὅπως ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ τὸν περίπυστο ναό τους οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι κινδυνεύουν νὰ ἐκδιωχθοῦν καὶ οἱ Ἁγιοταφῖτες, ἂν συνεχίσουν τὴν οἰκουμενιστικὴ πορεία τῶν τελευταίων χρόνων, συμπορευόμενοι, συμπροσευχόμενοι, καὶ συμφωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, ὅπως πανηγυρικὰ καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ τὸ ἔπραξαν κατὰ τὴν πρόσφατη συνάντηση Βαρθολομαίου καὶ Φραγκίσκου.
Ἀπέστρεψαν τὸ πρόσωπό τους οἱ ἐν οὐρανοῖς Ἅγιοι Ἄγγελοι καὶ ὅλοι οἱ ὁμολογηταὶ καὶ στῦλοι τῆς Ὀρθοδοξίας Ἅγιοι, τοὺς ὁποίους ὑποτίμησε γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ πατριάρχης, λέγοντας ὅτι δὲν κατόρθωσαν «συνεργίᾳ τοῦ μισοκάλου», νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἕνωση ἐπὶ χίλια ἔτη, καὶ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς δύο ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτας, τὸν Ἀθηναγόρα καὶ τὸν πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ´, οἱ ὁποῖοι ξεπέρασαν τίς «ἀνθρώπινες ἀδυναμίες» καὶ τὴν πολεμικὴ καί «ἀντίδραση» τῶν προηγουμένων καὶ ἄνοιξαν νέα εὐτυχῆ καὶ εὐλογημένη περίοδο διαλόγου, εἰρήνης καὶ ἀγάπης, στὰ ὁποῖα ὑστεροῦσαν οἱ Ἅγιοι. Νὰ περιμένουμε τώρα καὶ ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἀθηναγόρα, ὅπως ἔκαναν οἱ Παπικοὶ γιὰ τοὺς τελευταίους πάπες; Πάλι καλὰ ποὺ οἱ προκαλέσαντες τὸ σχίσμα Ἅγιοι Πατέρες δὲν ὀνομάζονται τώρα «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως», ὅπως σὲ παλαιότερη βλάσφημη πατριαρχικὴ ἐκτίμηση, ἀλλά «ἱεροὶ ἄνδρες», ὄχι πάντως «ἅγιοι», ἀφοῦ δὲν ὁμοιάζουν μὲ τοὺς «φωτεινούς» Ἀθηναγόρα καὶ Παῦλο ΣΤ´. Στὰ θεολογικὰ ἀτοπήματα ὅμως τῶν πατριαρχικῶν ὁμιλιῶν καὶ διακηρύξεων στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἑπόμενα ἄρθρα μας.
Στὸ παρὸν ἐπιθυμοῦμε νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ πατριάρχης, ἐνδιαφερόμενος στὰ λόγια γιὰ τὴν διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων, τὰ θέτει σὲ κίνδυνο, διότι μὲ τὴν μεταφορὰ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὰ Ἱεροσόλυμα τῶν συμπροσευχῶν, τῶν συναντήσεων, τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων, τῶν κοινῶν εὐλογιῶν, μεταφέρει τὶς οἰκουμενιστικὲς ἐκτροπὲς καὶ στὴν κοιτίδα τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ στερεῖ τὴν Σιωνίτιδα Ἐκκλησία καὶ τὰ Πανάγια Προσκυνήματα ἀπὸ τὴν ὀμβρέλλα τῆς χάριτος καὶ τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ. Ἂς περιμένει νὰ τὰ προστατεύσει ὁ «ἁγιώτατος ἀδελφός, ἐπίσκοπος Ρώμης», ὅπως προστάτευσε καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν ὁποία πρῶτος κατέκτησε πρὶν ἀπὸ τὸν Μωάμεθ τὸ 1204, καὶ ὅπως ἀνοήτως πιστεύει γιὰ τὴν Κύπρο ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὀλιγοπιστοῦσα γιὰ τὴν θεία βοήθεια καὶ προσκυνοῦσα τὸν πάπα.
Ποιὲς ὠφέλειες προέκυψαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία μετὰ τὴν συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 1964 μεταξὺ Ἀθηναγόρα καὶ Παύλου ΣΤ´; Ἐπανελήφθη τὸ ἴδιο σφάλμα ἀσόφως, κατὰ τό «δὶς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ», καὶ ἐπιβεβαιώθηκαν οἱ ἐκτιμήσεις τῶν πολλῶν τότε ἀρχιεπισκόπων, ἐπισκόπων, ἁγιορειτῶν, εὐλαβῶν γερόντων καὶ λαϊκῶν ὅτι μόνον δεινὰ ἐπρόκειτο νὰ προκύψουν, ὅπως καὶ ἔγινε, τὸ χειρότερο ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τῶν πιστῶν μὲ τὸ νὰ μὴ διακρίνουν πλέον μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἀληθείας καὶ πλάνης. Ἐνισχύθηκε τὸ σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μὲ τὴν ἔξαρση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιατὶ πολλοὶ πιστοὶ σκανδαλίζονται καὶ καταφεύγουν στὶς τὰξεις τους, διαιρέθηκε τὸ Ἅγιο Ὄρος σὲ φιλοπατριαρχικὲς καὶ ἀντιπατριαρχικὲς μονές, μὲ ἀποδιοπομπαῖο τράγο τὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου, εἶναι σὲ διαρκῆ συνειδησιακὴ σύγκρουση πολλοὶ κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ὅταν ἀκούουν νὰ μνημονεύεται τὸ ὂνομα τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καί πολλοὶ προβαίνουν σὲ ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ στὸ σῶμα τῶν προκαθημένων ὑπάρχουν διαφοροποιήσεις καὶ διαιρέσεις, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν μὴ συμμετοχὴ δύο αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας, στὸ λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, καὶ ἀπὸ τὴν ἀξιέπαινη καὶ ὀρθή στάση τῆς μεγάλης καὶ ἰσχυρῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας νὰ μὴ ἀποδεχθεῖ ὅσα περὶ πρωτείου Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως συσκευάζουν ἀθεολόγητα καὶ ἀντικανονικὰ μεγάλοι καὶ μικροὶ φωστῆρες τοῦ Φαναρίου. Ποιὲς τοπικὲς ἐκκλησίες συνοδικὰ συνεφώνησαν γιὰ τὴν συνάντηση πάπα καὶ πατριάρχου, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἐκπροσωπεῖ τοὺς προκαθημένους καὶ σύνολη τὴν Ὀρθοδοξία; Ὁ πατριάρχης ἑνώνεται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ διαιρεῖ τους Ὀρθοδόξους, ὅπως ἔπραξε καὶ « ὁ ἅγιος ἀδελφός του» τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς δεύτερης χιλιετίας ἔγινε πηγὴ καὶ μήτρα σχισμάτων στὴν Δύση, ἐνῶ δὲν συνέβη τὸ ἴδιο στὴν Ἀνατολή, μέχρις ὅτου ὑπῆρχαν ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι πατριάρχες πρὸ τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ Ἀθηναγόρα.
Καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ διώχνει ὁ πατριάρχης τὴν Χάρη καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ ἀπό τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως καὶ θὰ τὴν διώξει καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων.Πότε θὰ μάθουν καὶ θὰ κατανοήσουν ἐπὶ τέλους ὅτι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικὸς διέσωσε τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὴν προδοτικὴ σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίαςκαὶ διατηρήθηκε στὴ Πόλη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦμέχρις ὅτου ἔγινε τὸ προδοτικὸ συλλείτουργο μὲ τοὺς παπικοὺς στὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, λίγους μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση῎Επρεπε ἡ προδοσία νὰ μεταφερθεῖ τώρα καὶ στὸν Πανάγιο Τάφοστὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ ΚυρίουΔὲν θὰ μείνει τίποτε ἀνέγγιχτο καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ τὴν παναίρεση τοῦ ΟἰκουμενισμοῦΓιατὶ νὰ ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ ἀποδοθεῖ ἡ Ἁγία Σοφία στὴν Ὀρθόδοξη λατρείαΓιὰ νὰ τελοῦνται σ᾽ αὐτὴν οἱ οἰκουμενιστικὲς συμπροσευχὲς καὶ τὰ συλλείτουργαΜὰ αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο μᾶς τὴν ἀφήρεσε.
Εὐχόμαστε νὰ φωτίσει ὁ Θεὸς ἀληθινὰ τὸν πατριάρχη μαςγιὰ νὰ παύσει νὰ ἀκολουθεῖ τόν«φωτισμένο» Ἀθηναγόρα καὶ νὰ εὐθυγραμμισθεῖ μὲ τὴν γραμμὴ τῶν ὄντως φωτισμένων Ἁγίων Πατέρωντοῦ ΜΦωτίουτοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶτοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦτοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦτῶν Ἁγίων Κολλυβάδων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ συνόλου τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεωςνὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ ζητήσει συγγνώμη γιὰ τὴν μέχρι τώρα πορεία τουὥστε καί τὸ διαχρονικὸ κῦρος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως νὰ διασώσειποὺ ὄντως ἦταν «ὀφθαλμός τῆς οἰκουμένης», ὅπως εἶπε κατὰ τὴν προσφώνησή του στὴν Βασιλική τῆς Γεννήσεως στὴν Βηθλεέμἀλλὰ τώρα ἔπαυσε νὰ εἶναικαὶ νὰ διαφυλάξει τὴν Ἐκκλησίατῆς ὁποίας προΐσταταικαὶ τὰ Πανάγια Προσκυνήματα ἀπὸ τὴν θεία ἐγκατάλειψηἊς συγκρίνει τὴν πρὸ τοῦ Ἀθηναγόρα κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν μετ᾽ αὐτήνκαὶ τὴν πρὸ τῆς συναντήσεως Ἀθηναγόρα καὶ πάπα κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων καὶ τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων ἀπὸ πλευρᾶς ποιμνίου καὶ στελεχιακοῦ δυναμικοῦγιὰ νὰ βγάλει μόνος του τὰ συμπεράσματαἊν ὁ Θεὸς ἐγκρίνει τέτοια συγκρητιστικὰ πανηγύρια καὶ ἀναμείξεις μετὰ αἱρετικῶνδὲν θὰ ἐπέτρεπε τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτὸς νὰ ἐπιτελεῖται μόνον ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο πατριάρχηἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Λατίνους καὶ τοὺς Ἀρμενίους,τοὺς ὁποίους ὁ πατριάρχης τιμᾶ καὶ ἀγαπᾶ· εἶναι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ΘεόἩ μαθητεία στὸν Παπισμὸ μᾶς ἐπιφυλάσσει καὶ ἄλλες ἐκπλήξεις.

 Ορθόδοξος Τύπος, 30/5/2014

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...