Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014

Η Κυριακή των Αγίων Πάντων και η έννοια της αγιότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Η διαφορά αγίου και καλού ανθρώπου
Η Εκκλησία δεν ονομάζει αγίους τους καλούς ανθρώπους που βοηθάνε τους συνανθρώπους τους και συμμετέχουν στην θεραπεία του πανανθρώπινου πόνου. Μια τέτοια ζωή προσφοράς δεν είναι χριστιανικό μόνο προνόμιο. Για την Εκκλησία άγιος είναι εκείνος ο άνθρωπος που επειδή έζησε με σοβαρότητα την πίστη του στον Χριστό ως Θεό, όχι μόνο μετανοούσε, εξομολογείτο, κοινωνούσε συχνά και συμμετείχε στη λατρεία της Εκκλησίας, αλλά και υπέστη βαθμηδόν μια οντολογική αλλοίωση από την άκτιστο χάρη του Θεού και δεν παρέμεινε στο στάδιο της ηθικής ζωής, αλλά οδηγήθηκε στη μέθεξη του Θεού και στη θέωση. Από το ξεχείλισμα της αγάπης του για τον Χριστό βέβαια προσέφερε και στους αδελφούς του, που αγαπούσε ως εαυτόν. Επομένως τους αγίους ξεχωρίζει η αγάπη προς τον Τριαδικό Θεό και η συνεχής εσωτερική προσευχή προς τον Ιησού Χριστό και όχι μόνο οι ηθικές και καλές σχέσεις προς τους άλλους, που δεν προέρχονται πάντα, και σε όλες τις περιπτώσεις, από αγαθή συνείδηση.            
 
Κανείς δεν γίνεται άγιος από μόνος του, παρά μόνο συμμετέχοντας στην αγιότητα του Χριστού

Ουσιαστικά άγιος είναι μόνο ο Θεός. «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός», ψάλλουμε σε κάθε Κυριακάτικη λειτουργία. Οι πιστοί αγιάζουν όταν ενώνονται με την χάρη του Χριστού και λάμπουν ως εικόνες Του. Μην ξεχνάμε τι παραγγέλνει ο Θεός ήδη από την Π.Δ.: «Να γίνεστε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος». Ο Χριστός δηλώνει καθαρά ότι είναι το φως του κόσμου και μετέχοντας στο άκτιστο αυτό φως Του αγιαζόμαστε και εμείς κατά χάρη, όπως λέμε, και όχι κατ’ ουσίαν. Δεν μετέχουμε της ουσίας του Θεού, αλλά των ενεργειών του Θεού, και ξεκινώντας από τη παρούσα ζωή συνεχώς θα αγιαζόμαστε μεταβαίνοντες από δόξα σε δόξα.

Αυτό ζητάει ο Θεός από μας, να γίνουμε δηλαδή κατοικητήριο της Θεότητας, δια του Πνεύματος του Αγίου, που κατοικεί μέσα μας, και δια του αγίου βαπτίσματος. Ο σκοπός της ζωής μας είναι να αυξηθούμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους 4,13). Όσοι λοιπόν μιμήθηκαν την ζωή του Χριστού και όσοι τηρούν τις εντολές του, εκείνοι λαμβάνουν την κλήση και την πολλαπλασιάζουν σαν τα τάλαντα του Ευαγγελίου και μπορούμε να πούμε ότι έτσι οι άγιοι όλων των εποχών είναι όχι οι κλητοί μόνο, αλλά και οι εκλεκτοί. Διότι πολλοί είναι όσοι εκλήθησαν, αλλά λίγοι ανταποκρίνονται σ’ αυτό το κάλεσμα, ποιούντες έργα άξια μετανοίας.
 
Μέσω λοιπόν των αγίων βλέπουμε τι θέλει ο Θεός από εμάς, αφού άγιασαν γιατί ακριβώς τήρησαν το θέλημά Του. Ανάλογα βέβαια με τη δύναμη και την ενίσχυση της χάριτος του Θεού στον καθένα, διότι όλοι δεν έχουν την δύναμη εκ Θεού να τρώνε π.χ. ελάχιστα όπως οι ασκητές ή να μην βγαίνουν ποτέ έξω από το κελί τους, όπως βλέπαμε σε παλιούς ασκητές. Όλοι όμως οι πιστοί έχουν την δυνατότητα να προσεύχονται και να ταπεινώνονται και αυτό είναι βασικό ως αρχή της αγιότητας. Οι άγιοι λοιπόν δεν έχουν δική τους αγιότητα, αλλά συμμετέχουν στην αγιότητα του Χριστού και προς τον Χριστό συνεχώς προσανατολίζουν, αφού ο Παράκλητος ενοικεί στην ψυχοσωματική τους υπόσταση. Είναι ζωντανές και έμψυχες πινακίδες προσανατολισμού προς την πηγή της ζωής, τον Τριαδικό Θεό. Αυτό αναφέρεται και στον ευαγγελιστή Ιωάννη, διότι λέγει ότι «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (α,12), που σημαίνει ότι άγιος είναι κανείς ως υιοθετημένος υιός του Θεού και όχι από κάποια υποτιθέμενη παραψυχολογική δύναμη δική του.

Οι χριστιανοί, ακόμη, αγιάζουν και καθίστανται δοχεία της θείας χάριτος, ανάλογα με την κατά δύναμη άξια προσέλευσή τους στα μυστήρια της Εκκλησίας και την συμμετοχή τους στους εορταστικούς εκκλησιαστικούς κύκλους, που είναι κυρίως δεσποτικοί [για το Χριστό] και θεομητορικοί[για την Παναγία]. Η πνευματικότητά μας είναι και παραμένει λειτουργική και Χριστοκεντρική. Και κορυφαία θέση στην ορθόδοξη πνευματικότητα και ζωή, τη δεύτερη αμέσως μετά την Αγία Τριάδα, έχει φυσικά η Υπεραγία Θεοτόκος, η μητέρα της Ζωής, που είναι ο Χριστός. Η Παναγία και οι άγιοι είναι μέρος της ανθρωπότητας. Τους αισθανόμαστε και προσευχόμαστε σ’ αυτούς ως φίλους και συνοδοιπόρους προς το ποθητό Τέρμα του παραδείσου. Και η Εκκλησία προβάλλει την ζωή τους, τη διδασκαλία τους, τα μαρτύριά τους ως κάλεσμα μιμήσεως της θεάρεστης ζωής τους, μέσα από τις καθημερινές λαϊκές εορταστικές συνάξεις, τα πανηγύρια, τις Κυριακάτικες λειτουργίες, τις προσευχές και τα συναξάρια των αγίων.  
 
Οι άγιοι οδηγούν με το παράδειγμά τους και άλλους ανθρώπους στην σωτηρία
 
Αυτή είναι η δουλειά των αγίων, θα λέγαμε. Πρώτα-πρώτα ο Θεός λέει γι’ αυτούς ότι «τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α’ Βασιλ. Β’30). Δηλαδή αυτούς που με δόξασαν στην γη, θα τους δοξάσω όχι μόνο στην γη, αλλά και στον παράδεισο. Πώς δοξάζουμε τον Θεό; Με την πίστη μας, την ελπίδα μας, την υπακοή μας στις εντολές του, τηρώντας τον Δεκάλογο εσωτερικά και όχι βαρυγκωμώντας, δείχνοντας έμπρακτη αγάπη προς τους άλλους, θυσιάζοντας πολλές ανέσεις μας χάριν των αναγκεμένων και προσπαθώντας να μην απομακρυνθούμε από το θέλημά Του. Αυτά θέλει ο Θεός από εμάς και μας τα δείχνει η ζωή των αγίων. Πολλοί από τους αγίους μάλιστα βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν για να μην αρνηθούν τον Χριστό και μας προτρέπουν αν χρειαστεί να προτιμήσουμε το μαρτύριο παρά να αρνηθούμε το όνομά Του.
 
Οι φίλοι του Χριστού ομολογούσαν συνεχώς ότι ήσαν και είναι χριστιανοί –αφού και σήμερα υπάρχουν άγιοι- και αυτό καλούμαστε να κάνουμε και εμείς χωρίς να ντρεπόμαστε, σε μια κοινωνία που υποχωρεί στα της πίστεως. Αν λοιπόν ζήσουμε έτσι, όπως εκείνοι, «ο μισθός μας θα είναι πολύς στον ουρανό», επισημαίνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος με τα λόγια αυτά του Χριστού (5,12).

Μάλιστα όσοι αφήσουν όλα τα εγκόσμια και αφιερωθούν στον Χριστό, όπως οι ασκητές, οι ιεραπόστολοι, οι μοναχοί κ.λπ., από έρωτα προς τον Θεό και όχι φυσικά για λόγους δόξας, συμφέροντος, χρημάτων κ.λπ., αυτοί θα έχουν εκατονταπλάσιο μισθό και δόξα στους Ουρανούς σε σχέση με μας τους υπόλοιπους, που ζούμε «ησύχιον βίον» και πολύ πιο εύκολο (Ματθ. 19,27 κ.ε.). Αυτοί είναι οι «ευνουχίζοντες (πνευματικά) εαυτούς» χάριν της Βασιλείας του Θεού, όπως εξηγεί ο ίδιος ο Κύριος.
 
Οι άγιοι όχι μόνο οδηγούν προς τον Χριστό, αλλά πρεσβεύουν και μεσιτεύουν για μας στον Χριστό
 
Κάποιοι ετερόδοξοι αρνούνται βέβαια την μεσιτεία των αγίων, αλλά έχουν παρερμηνεύσει τις Γραφές. Είναι δυνατόν να παρακαλούσαν το Θεό οι άγιοι, όσο ζούσαν στην γη, υπέρ της σωτηρίας των συνανθρώπων τους, και όταν η ψυχή τους, μετά τον θάνατό τους, βρέθηκε και βρίσκεται κοντά στον Θεό, να μη ενδιαφέρονται και να μην παρακαλάνε για μας; Αυτό δεν είναι φυσικά λογικό. Έπειτα, μεσίτες όταν λέμε εννοούμε ότι συμμετέχουν στην μεσιτεία του μόνου μεσίτου, που είναι φυσικά ο Χριστός. Ότι δεν είναι αυτόνομα και ανεξάρτητα από Εκείνον μεσίτες. Διότι πόλεις σώζονται μέσω δεήσεων των αγίων (Ιερ. 5,1/Ιεζ. 22,30) -όπως έπραξε και ο Αβραάμ για την σωτηρία των Σοδόμων και Γομόρρων (Γεν. 18,23-33) και ο Μωϋσής για τον ισραηλιτικό λαό (Έξοδ. 32, 9-14)- οι προσευχές τους ανεβαίνουν ως θυμίαμα στον θρόνο του Θεού (Αποκ. 5,8/6,9-11) και χαίρονται για κάθε επιστροφή πλανεμένου προβάτου (Λουκ. 15, 7-10). Ο προφήτης Ηλίας, αν και βρισκόταν στον ουρανό, απάντησε θα λέγαμε στην αίτηση του μαθητή του, Ελισαίου, και δια του Θεού ανοίχθηκαν στα δύο τα νερά του Ιορδάνη (Δ’ Βασιλ. 2,14). Ο ίδιος προφήτης προσευχήθηκε στον Θεό και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και πάλι προσευχήθηκε και έπεσε η βροχή και η γη ξαναβλάστησε (Ιακ. 5,17-18). Αλλά και ο αρχιερέας Ονίας και ο  Ιερεμίας, όπως διασώζει το όραμα του Ιούδα του Μακκαβαίου, αν και κοιμηθέντες εν Κυρίω, προσευχόντουσαν για όλους τους Ιουδαίους και για την αγία πόλη Ιερουσαλήμ (Β’ Μακκ. 15,12-14). Άλλωστε «η παράκληση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη και αποτελεσματικότητα» (Ιακ. 5,16). Και οι άγιοι θεωρούνται οι καλύτεροι φίλοι μας στον ουρανό, όπως ακριβώς ήσαν και στη γη. Και με αυτήν την έννοια ονομάζονται πρεσβευτές και μεσίτες. Διότι εισακούουν τις προσευχές μας και εύχονται για μας και παρακαλούν να εκδηλώσει το έλεός Του ο Θεός στον κόσμο του, αφού μετά την εκδημία τους άλλωστε από την εδώ ζωή βρίσκονται σε καλύτερη θέση και έχουν πληρέστερη παρουσία και παρρησία κοντά στον Χριστό. 
 
Βλέπουμε σε εικόνες αγίων κάποιο φωτοστέφανο να περικυκλώνει την κεφαλή τους. Τι συμβολίζει αυτό το φως των αγίων
 
  Οι άγιοι όπως είπαμε απολαμβάνουν την δόξα και το φως του Θεού. Το φως αυτό είναι άκτιστο, δεν είναι εκ του κόσμου αυτού, είναι αδημιούργητο και αιώνιο, όπως και ο Θεός. Οι άγιοι λοιπόν, ως συμμετέχοντες στην χάρη του Θεού, είναι κατά διαστήματα λουσμένοι με το άκτιστο αυτό φως, που είναι ενέργεια του Θεού και όχι η ουσία Του, αν και προέρχεται από την ουσία Του και αυτήν ενεργοειδώς φανερώνει. Την δόξα αυτή του Τριαδικού Θεού συμβολίζει και ο φωτοστέφανος των αγίων στις εικονικές αναπαραστάσεις τους. Την δόξα αυτή αποκαλύπτει ο προφήτης Δανιήλ να διοχετεύεται από τον θρόνο του Θεού (7,9), το φως αυτό βλέπουμε να περιβάλλει τον Μωϋσή στην φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο (Έξοδ. 3,2), αλλά και να καταυγάζει το πρόσωπό του κατεβαίνοντας από το όρος Σινά (Έξοδ. 34,29-30). Μέσω του ιδίου αυτού φωτός ο προφήτης Ηλίας ανυψώνεται στον ουρανό δια πυρίνων αλόγων (Σοφ. Σειράχ 48,9), αλλά και την ουράνια αυτή δόξα Του αφήνει ο Χριστός να φανεί στους μαθητές Του κατά την Μεταμόρφωσή Του (Λουκ. 9,29/Ματθ. 17,2), για να γνωρίσουν όλοι ότι σταυρώθηκε στη συνέχεια, αν και παντοδύναμος Θεός, επειδή και μόνο το θέλησε εκείνος. 
 
Με παρόμοια περιστατικά της φανερώσεως της φωτοειδούς δόξας του Θεού είναι φυσικά γεμάτη η Παράδοση της Εκκλησίας, όπως δεικνύει το παράδειγμα του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ και του μαθητή του Μοτοβίλωφ, που από παραχώρηση Θεού ταυτόχρονα βίωσαν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές τους και έλαμψαν ως μικροί ήλιοι, βιώνοντες άρρητες εμπειρίες εκστάσεων ουρανίων. 
 
Πολλοί κύκλοι ετεροδόξων κατηγορούν τους Ορθοδόξους πως θεοποιούν τους αγίους. Ότι τους λατρεύουν σαν Θεούς. Τι απαντά η Ορθόδοξη Εκκλησία

Ορισμένοι που διαδίδουν παρόμοιες απόψεις είναι εντελώς ανίδεοι τού τι σημαίνει Ορθόδοξη πίστη. Κανείς Ορθόδοξος δεν προσεύχεται σε αγίους και δεν επιζητεί τις μεσιτείες τους θεοποιώντας τους. Ούτε φιλώντας τις εικόνες έχουμε την αίσθηση πως ασπαζόμαστε φυσικά τον ίδιο τον άγιο ή τον Θεό. Εμείς λέμε ότι τιμητικά προσκυνούμε και σεβόμαστε τους αγίους και λατρευτικά μόνο τον Θεό. Άλλωστε βαπτιζόμαστε εις το όνομα τουTριαδικού Θεού (όχι στο όνομα κάποιου αγίου) και ολόκληρη η λατρεία μας (προσευχές, ύμνοι, θεία κοινωνία, ακολουθίες, ευχές, απολυτίκια αγίων κ.λπ.) είναι αφιερωμένη στον Θεό, άσχετα αν ο κάθε ναός είναι αφιερωμένος σε κάποιον άγιο ή αγία. Ακόμη, οι ίδιοι οι άγιοι, μάρτυρες, ασκητές, ομολογητές κ.λπ. τον Θεό ελάτρευσαν, σ’ αυτόν προσευχόντουσαν και γι’ αυτόν θυσίασαν τις ζωές τους. Με ποια λογική λοιπόν ισχυρίζονται κάποιοι ότι οι Ορθόδοξοι λατρεύουν μόνο τους αγίους, αντί του Τριαδικού Θεού;

Το ίδιο ισχύει όπως είπαμε και για τις εικόνες. Η τιμή που εκφράζουν οι πιστοί κατευθύνεται στα πρωτότυπα πρόσωπα που εικονίζουν, στον ουράνιο κόσμο των αγίων και των πνευμάτων, και όχι εννοείται στα υλικά κατασκευής της εικόνας (βλ. «Η λατρεία του Θεού και η τιμητική προσκύνηση των αγίων», Γεωργίου Π. Σωτηρίου, έκδ. Ι.Μ. Αγίας Παρασκευής Δομήρου Σερρών, σελ. 67-73). Τιμώντας δηλαδή τους αγίους, ή τις αγίες γυναίκες ή τα λείψανά τους, εξαίρουμε την αυταπάρνηση, τον ηρωισμό, την αφοσίωσή τους στο Θεό, τον ενάρετο βίο τους, την αγάπη τους προς τους συνανθρώπους τους. Γίνονται έτσι οι άγιοι ένα παράδειγμα για όλους μας, αφού και ο απόστολος των εθνών μάς προτρέπει: «Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους«.» επιδιώκετε και την αγιότητα, χωρίς την οποία κανείς δεν θα αντικρίσει τον Κύριο» (Εβρ. 12,14). Και πώς είναι δυνατόν στην Παλαιά Διαθήκη να τιμάται και να δοξάζεται λ.χ. ο ευσεβής βασιλιάς Εζεκίας μετά τον θάνατόν του από όλους τους Ιουδαίους και Ιεροσολυμίτες (Β’ Παρ. 32,33) και να μην δοξάζονται και τιμώνται μετά θάνατον οι άγιοι της Εκκλησίας;

Άλλωστε ο Θεός αρνείται στην Παλαιά Διαθήκη την τιμή και λατρεία των ειδώλων, δηλαδή θεοποιημένων αντικειμένων, ζώων ή ανθρώπων και όχι την καθημερινή, θρησκευτική και λατρευτική χρήση διαφόρων πραγμάτων και εικόνων προς δόξαν του ονόματός Του. Διότι και ο Μωυσής διετάχθη από τον Θεό να κατασκευάσει δύο Χερουβείμ στα δύο άκρα του ιλαστηρίου της Διαθήκης (Έξοδ. 25,18-20), και ο βασιλιάς Σολομώντας σκάλισε αγγέλους Χερουβίμ, φοίνικες, βόδια, λέοντες και άνθη στο Ναό που οικοδόμησε. με τα οποία ανάγλυφα σχήματα όμως και σχέδια ο Θεός ευαρεστήθηκε (Α’ Βασιλ. 9,3), διότι δεν τοποθετήθηκαν στους τοίχους για να λατρεύονται αλλά για τον καλλωπισμό του ναού του Θεού και την ένδειξη σεβασμού και αγάπης προς Αυτόν.
     
Η θεολογία της Εκκλησίας για το πώς αγιάζουν οι χριστιανοί και για τα άγια λείψανα

Τα άγια λείψανα είναι η απόδειξη ότι υπάρχει Θεός και αφθαρτοποιεί την κτίση προς δόξαν Του και για την σωτηρία όλων. Τα λείψανα πολλών αγίων (και όχι όλων) μένουν άφθαρτα γιατί η χάρη του Θεού τούς είχε ιδιαίτερα επισκεφθεί όσο ζούσαν εν τω κόσμω, έχουν καταστεί σκεύη εκλογής του και η ενέργεια του Θεού έχει κατασκηνώσει στην καρδιά τους. Είναι μια απόδειξη ακόμη ότι θα αναστηθεί και το σώμα μας στην Δευτέρα Παρουσία, διότι όπως λέμε και στο Σύμβολο της Πίστεως: «Προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».  Άνθρωπος για την ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη δεν είναι μόνο η ψυχή, αλλά ψυχή και σώμα ενωμένα σε ένα αδιάσπαστο σύνολο, αφού και αυτός ο θάνατος είναι προσωρινός και δεν θα κρατήσει διαζευγμένα τα σώματα από τις ψυχές τους εσαεί.

Ο άγιος του οποίου το σκήνωμα διατηρείται ακέραιο έχει φτάσει στην φιλόθεη κατάσταση εκείνη που ονομάζουμε θέωση. Τα στάδια της κατά Χριστόν ζωής είναι τρία, χωρίς φυσικά να υπάρχουν μεταξύ τους στεγανά. Είναι το στάδιο της καθάρσεως, του φωτισμού του νοός και της θέωσης. Στο στάδιο της καθάρσεως ο χριστιανός παλεύει με την αμαρτία και με την χάρη του Θεού και με τη δική του άσκηση φτάνει στο σημείο να μην ενδίδει στις ορέξεις της σαρκός, στη σειρήνα της ηδονής και στο κοσμικό φρόνημα, ενώ μένει ταπεινός και επιδίδεται στην προσευχή και την έμπρακτον αγάπη. Στο στάδιο του φωτισμού του νοός, ο νους του πιστού, δηλαδή ο οφθαλμός της ψυχής του, ανοίγει στην παντοδύναμη χάρη του Θεού και ο χριστιανός αποκτά θείες εμπειρίες του Χριστού, όπως την διόραση, την προόραση, την μακρινή ακοή κ.α. Δυνάμεις, που όμως δεν είναι δικές του, αλλά του Αγίου Πνεύματος που έχει κατασκηνώσει μέσα του. Στην κατάσταση αυτή ο άγιος δεν βιώνει πλέον λύπη, οδύνη και στεναγμούς, αλλά την αναφαίρετη και μοναδική χαρά του ουρανίου πολιτεύματος που ζει από αυτή τη ζωή. Λιώνει μάλιστα από αγάπη ο μεταμορφωμένος πια άνθρωπος για όλη την κτίση και για τα άλογα ζώα, αλλά περισσότερο για τον συνάνθρωπό του και με τις θερμές προσευχές του απευθύνεται στον μόνο δυνάμενο να βοηθήσει ουσιαστικά παντεπόπτη Κύριο.

Στο ανώτατο στάδιο της θεώσεως ο χριστιανός λούζεται από τις ακτίνες του θείου και ακτίστου φωτός και για όσο διάστημα διαρκούν αυτές οι εμπειρίες κοινωνίας με τον Θεό, ο πιστός δεν νοιώθει πόνο, πείνα, δίψα ή άλλη βιολογική ανάγκη, αφού δεν τρέφεται πλέον από την βιολογία του, αλλά από την χάρη του Θεού. Αυτό το τελευταίο και μεγαλύτερο στάδιο πίστεως και έμπρακτης χριστιανικής ζωής, από αυτήν ήδη την ζωή, «δημιουργεί» τα άφθαρτα λείψανα των αγίων -αν και η αφθαρσία των λειψάνων δεν παύει να είναι ένα δώρο του Θεού σε ορισμένους αγίους (και η σωτηρία άλλωστε) και δεν είναι κατάσταση που φτάνει κανείς με τις δικές τους δυνάμεις. Δίδεται βέβαια σε εκείνους που έζησαν με πάθος την ελπίδα και πίστη τους στον Θεό και δεν συνθηκολόγησαν με το κοσμικό πνεύμα ή δεν ενέδωσαν έως τέλους στις παγίδες του εχθρού.

Ο σκοπός επομένως της ζωής όλων μας είναι να γίνουμε άγια λείψανα, δεδομένου ότι ο θάνατος θα μας εύρει όλους και κανείς δεν θα ξεφύγει από την ανθρώπινη αυτή, παρεκκλίνουσα από το αρχικό σχέδιο του Θεού, μοίρα. Τα άγια λείψανα λοιπόν σηματοδοτούν την «αιώνιο ζωή και το μέγα έλεος» και προσανατολίζουν προς την ακοίμητο δόξα που περιμένει όλους μας, αφού καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας και βαδίσουμε πραγματικά στα χνάρια του Χριστού.  Είναι πνευματικοί φάροι, που κρατούν σε εγρήγορση διαχρονική τις προς τάσιν εκκοσμικεύσεως γενεές των χριστιανών, ώστε να μην ξεφύγουν από τον μόνο άξιο δρόμο της ζωής και παρασυρθούν από τα κύματα που σηκώνει το παμφάγο στόμα του άδη. Είναι οδοδείκτες που διαλαλούν ότι ο σκοπός της ζωής είναι η προσωπική μας Πεντηκοστή και η εμπειρία της Φλεγόμενης Βάτου του Μωυσή, που αποκτάται δωρεάν δια του φαρμάκου της αθανασίας, της Θείας δηλαδή Κοινωνίας και της διαρκούς μετανοίας. 
 
Οι μαρτυρίες από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση ότι ο σκοπός των ανθρωπίνων σωμάτων είναι να αγιάσουν και αφθαρτοποιηθούν, καθώς και οι ψυχές τους
 
Ο απόστολος Παύλος μάς λέγει ότι τα σώματά μας είναι ναός του αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα μας και ότι πρέπει να δοξάζουμε τον Θεό  καί με τα σώματά μας καί με τις ψυχές μας, που και τα δύο ανήκουν στον Θεό (Α’ Κορ. 6,15-20).  Συνεχίζει μάλιστα σε άλλο σημείο για να πει ότι το ευτελές σώμα μας θα μετασχηματίσει ο Θεός και θα το μεταποιήσει σε σώμα σύμμορφο με το σώμα της δόξας Του (Φιλιππ. 3,21). Ευωδία των λειψάνων, θαυματουργία αυτών, καθώς και αντικειμένων των αγίων και τιμή προς αυτά αναφέρονται σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης (Β’ Κορ. 2,15/Ματθ. 9,20/Μαρκ. 6,13/Πράξ. 29,12), αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης. Στο Β’ Βασιλειών 13,20-21 περιγράφεται η περίπτωση πεθαμένου που τον έριξαν στον τάφο του προφήτη Ελισαίου και μόλις ήρθε σε επαφή με τα οστά του προφήτη, θαυματουργικά ο νεκρός ζωντάνεψε και έζησε. Παρόμοια πίστη αναφέρεται και στο Γ’ Βασιλ., όπου γέροντας προφήτης παρεκάλεσε τα παιδιά του να τον θάψουν όταν πεθάνει στον ίδιο τάφο που είχε θαφτεί κάποιος άνθρωπος του Θεού, ώστε τα οστά του αγίου ανθρώπου να οδηγήσουν με την δύναμη του Θεού και τον προφήτη στην σωτηρία (13,25-31) (βλ. π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, «Η Ορθοδοξία μας», Αθήνα 1994, σελ. 463-465).

Η τιμή προς τα άγια λείψανα επικρατούσε σε όλη την Εκκλησία, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια.  Από το Μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου μαθαίνουμε ότι οι πρώτοι χριστιανοί συναθροίζονταν στους τάφους των μαρτύρων, τελούσαν πάνω στα λείψανά τους τη θεία λειτουργία και τιμούσαν ιδιαίτερα τη μνήμη τους. Με το λείψανο του αγίου Κυπριανού γινόντουσαν πολλά θαύματα, όπως διασώζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ το τίμιο και χαριτόβρυτο λείψανο της αγίας Ιουλίττας, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, αγιάζει την πόλη, τους επισκέπτες και τους αρρώστους. Τέλος, και ο μελίρρυτος ποταμός της σοφίας, ιερός Χρυσόστομος, κηρύττει ότι οι ναοί, οι λειψανοθήκες των αγίων και πολύ περισσότερο τα ίδια τα οστά τους, οδηγούν στην ψυχοσωματική υγεία, στην απομάκρυνση των δαιμονίων και την ελευθερία από την καταδυνάστευσή τους (βλ. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, «Εγχειρίδιο αιρέσεων…», έκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης, σελ. 63-66).

Τα λείψανα επομένως των αγίων που διατηρούνται ανέπαφα είναι ένα συνεχές θαύμα. Διότι είναι απολύτως λογικό να πιστεύει κανείς ότι όπως η μηλωτή του προφήτη Ηλία που διαχώρισε τα νερά του Ιορδάνη, τα μαντήλια της κεφαλής ή του λαιμού του αποστόλου Παύλου (Πράξ 19,12) και η σκιά του αποστόλου Πέτρου (Πράξ. 5,15) έκαναν «σημεία και τέρατα» όσο εκείνοι ζούσαν, έτσι και τα ίδια τα άφθαρτα σώματα των αγίων, που παραμένουν στην υπηρεσία των ανθρώπων, επιτελούν ουκ ολίγα θαύματα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αφού επισημαίνει ότι στην εποχή του τα θαύματα ιάσεων έχουν λιγοστέψει ανάμεσα στους πιστούς, διότι έχει απλωθεί πλέον ο Χριστιανισμός στον κόσμο και το ανώτερο θαύμα είναι η απαλλαγή από την αμαρτία, μας λέγει ακόμη ότι στα λείψανα των αγίων παρευρίσκεται όχι κάποια ψυχική δύναμη, αλλά εκείνη η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που προσανατολίζει συνεχώς προς την ανάσταση των σωμάτων με τα θαύματα που επιτελούν (εις τον ιερομάρτυρα Βαβύλα, ΕΠΕ 37). Επομένως τα σώματα των αγίων θαυματουργούν λόγω της σύνδεσης των χριστιανών  -όσο ζούσαν πάνω στη γη- με το σώμα του Χριστού, του οποίου η χάρη είναι αποταμιευμένη στην Εκκλησία και στην οποία αυτή χάρη εμποτίζεται και το σώμα του πιστού, εφόσον ζει έμπρακτα την ορθόδοξη χριστιανική πίστη του, ασκείται, κοινωνεί, ταπεινώνεται και αγαθοεργεί. 
    
Τέλος, ο Θεός είναι πάντα νέος, είναι ό,τι πιο όμορφο υπάρχει και η αγάπη του δεν έχει όρια. Και μας καλεί στον δρόμο της αγιότητας, γιατί Εκείνος είναι όντως άγιος και μόνο αυτός ο τρόπος ζωής θα επικρατήσει στους αιώνες των αιώνων. Ο Θεός δεν είναι φόβητρο ή αστυνόμος του ουρανού, που αναζητάει παντού τον ένοχο για να τον καταδικάσει, όπως σκεφτόντουσαν κάποτε στη Δύση. Ο άνθρωπος είναι αντίθετα εκείνος που από μόνος του, και με σκέψεις, λόγια ή έργα, απομονώνεται και χάνει την Χάρη του Θεού. Δηλαδή με τον τρόπο της ζωής του αποτυχαίνει, αστοχεί να βαδίσει την οδό της αλήθειας και αποξενώνεται απ’ το πρόσωπο του Κυρίου και από την κοινωνία με τους συνανθρώπους του. Ο Καρλ Ράινερ, ένας σπουδαίος γερμανός θεολόγος, περίπου έλεγε: ‘Δόξα τω Θεω, που ένα 60% των απόψεων περί Θεού, στις οποίες ορισμένοι πιστεύουν σήμερα, δεν ισχύουν πραγματικά για τον Θεό’. Πώς θα βρούμε επομένως πραγματικά τον Θεό και την γνήσια εικόνα του; Είναι αλήθεια πως ο ίδιος Θεός αποκαλύπτεται προσωπικά μέσα στην Εκκλησία Του, δια της πίστεως, της μυστηριακής ζωής και της άδολης αγάπης. Αποκαλύπτεται στις καθαρές καρδιές, που με την προσευχή και την άσκηση έχουν γίνει χώρος διαμονής Του.

[Για περισσότερες πληροφορίες, ο αναγνώστης μπορεί να προστρέξει στο βιβλίο της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Μιχαήλ Γ. Χούλη, εκδ. Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Οκτ. 2006].

Κυριακή των Αγίων Πάντων Ἐ μ π α ι γ μ ὸ ς «Ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον…» (Ἑβρ. 11,36) + Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστινος




Ἐμπαιγμὸς
«Ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον…» (Ἑβρ. 11,36)

Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου, ἱστορεῖ τὴν ἄθλησι καὶ τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων Πάντων. Ποιός δὲν θαυμάζει τὴν καρτερία τους;Μὴ λησμονοῦμε ὅμως, ὅτι οἱ σωματικοὶ πόνοι ποὺ ὑπέμειναν ἦταν ἕνα μέρος μόνο τοῦ μαρτυρίου τους. Οἱ ἅγιοι Πάντες εἶχαν κ᾿ ἕναν ἄλλο πόνο νὰ ὑπομείνουν. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ ἐμπαιγμός . Γι᾿ αὐτὸ τώρα δὲν θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὰ φοβερὰ σωματικά τους μαρτύρια.Θὰ σᾶς μιλήσω μόνο γιὰ τὸν ἐμπαιγμό, γιὰ τὴν κοροϊδία, ποὺ ὑπέμειναν οἱ ἅγιοι Πάντες,σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος.

 «Ἐμπαιγμῶν», λέει, «καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον» (Ἑβρ. 11,36) , δοκίμασαν δηλαδὴ τὸν ἐμπαιγμό. Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ ἐμπαιγμός; Ἂν ἀνοίξουμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ δοῦμε ὅτι πολλοὶ ἱεροὶ ἄνδρες ἔγιναν ἀντικείμενο γελοιότητος καὶ χλευασμοῦ. -Παράδειγμα πρῶτο ὁ Νῶε . Ἦταν δίκαιος.Πίστευε στὸ Θεὸ καὶ ἔλεγε στοὺς συγχρόνους του νὰ παύσουν ν᾿ ἁμαρτάνουν. Ἐκεῖνοι τὸν ἐνέπαιζαν, τὸν κορόιδευαν. Κι ὅταν ὁ Νῶε τοὺς εἶπε ὅτι ἔρχεται τιμωρία καὶ τὸν εἶδαν νὰ φτειάχνῃ καράβι στὴν ξηρά, αὐτοὶ δι-ασκέδαζαν καὶ ἔλεγαν· Τρελλάθηκε ὁ Νῶε… -Ἐνεπαίχθη λοιπὸν ὁ Νῶε ἀπὸ τὴν γενεά του τὴν ἄπιστη καὶ διεφθαρμένη. Ἐνεπαίχθη ἐπίσης ὁ Λὼτ ὁ δίκαιος μέσα στὰ Σόδομα καὶΓόμορρα.
-Ἐνεπαίχθη ἀκόμη ὁ Ἰώβ . Ὅταν τὸν εἶδαν φτωχό, δυστυχισμένο, ἄρρωστο, τοῦ εἶπαν·Τί σὲ ὠφέλησαν οἱ δικαιοσύνες σου καὶ ἡ πίστι σου;… Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ γυναίκα του τοῦ εἶπε τὸν πιὸ πικρὸ λόγο· «Βλαστήμα τὸ Θεό,καὶ πέθανε». Αὐτὸς ὅμως ἀπήντησε· Γυναίκα ἄφρον, ὄχι μόνο δὲν τὸν βλαστημῶ, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑμνῶ καὶ τὸν δοξάζω. «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (βλ. Ἰὼβ 1,21). Ἐνεπαίχθη, μὰ αὐτὸς δὲν γόγ-υσε, ἀλλὰ δοξολόγησε τὸ Θεό.
.-Ἐνεπαίχθη καὶ ὁ Δαυῒδ ἀπὸ καθάρματα τῆς ἐποχῆς του ὅπως ὁ Σεμεΐ, ποὺ τὸν ὕβριζε καπηλικῶς. Ἐνεπαίχθησαν δηλαδὴ ὅλοι οἱ προφῆτες. Δὲν ὑπάρχει δίκαιος τῆς παλαιᾶς διαθήκης ποὺ νὰ μὴν ἐνεπαίχθη ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του.Ἀλλὰ γιατί πᾶμε μακριά; Ποιός εἶνε, ἀδελφοί μου, ὁ ἀρχηγός μας; ποιός εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα γιὰ μᾶς; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἔ λοιπόν, τί τοῦ ἔκανε ὁ κόσμος; τοῦ ἔστρωσε λουλούδια νὰ περάσῃ; Ἐνεπαίχθη καὶ ὁ Χριστός. Καὶ ἐνεπαίχθη ὅσο κανείς ἄλλος στὸν κόσμο. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱφαρισαῖοι ἄνοιξαν τὰ στόματά τους καὶ τί δὲν εἶπαν ἐναντίον του! Ποιόν πιστεύετε; ἔλεγαν στὸ λαό· αὐτόν; αὐτὸς εἶνε «υἱὸς τοῦ τέκτονος», παιδὶ τοῦ μαραγκοῦ (Ματθ. 13,55) . Τί τὸν πιστεύετε αὐτόν; εἶνε «φίλος τελώνων καὶ ἁμαρτωλῶν» , εἶνε «φάγος καὶ οἰνοπότης» , ἀκόμα καὶ «δαιμόνιον ἔχει» (Ματθ. 11,19) · αὐτὸς δηλαδή, ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, ὠνομάστηκε ἀρχηγὸςτῶν δαιμόνων (πρβλ. Ματθ. 9,34· 12,24. Μᾶρκ. 3,22. Λουκ. 11,15) . Καὶ σὲ μιὰ περίπτωσι εἶπαν, ὅτι «τρελλάθηκε» (Μᾶρκ. 3,21)! Ἀλλὰ ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἡμέρα τῶν ἐμπαιγμῶν,τῆς ἐξουθενώσεως καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἡ Μεγάλη Παρασκευή . Τότε οἱουδαῖοι μαζεύτηκαν κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο, κι ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι, Ἐγὼ εἶμαι βασιλεὺς ἀλλὰ πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου («ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»Ἰω. 18,36), τότε τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν τοῦ φόρεσαν μιὰ ψεύτικη χλαμύδα. Ἐπάνω στὸ κεφάλι του, ἀντὶ νὰ βάλουν στέμμα, ἔβαλαν ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι. Στὸ χέρι τοῦ ἔδωσαν ἕνα καλάμι, καὶ κατόπιν γονάτισαν μπροστά του περιπαικτικά. Τὸν ἔφτυναν, τὸν βλαστημοῦσαν καὶ τοῦ ἔλεγαν «Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς» ἡμῶν (Ματθ. 27,29. Μᾶρκ. 15,18. Ἰω. 19,3) . Κι ὅταν ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ σταυρό, περνοῦσαν ἀπὸ κάτω καὶ τὸν ἔφτυναν μικροὶ - μεγάλοι. Τὸν ἔφτυναν ἀκόμα κι αὐτοὶ οἱ συγκατάδικοί του· «Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν» , τὸν ἐνέπαιζαν (Ματθ. 27,44. Μᾶρκ. 15,32) .Ἰδού λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, μέσα στὸν ἄπιστο καὶ διεφθαρμένο κόσμο ἔγινε ἀντικείμενο χλευασμοῦ, ἐξευτελισμοῦ καὶὀνειδισμοῦ.
Καὶ μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ ὁ ἐμπαιγμός. Ναί, ἀδελφοί μου· ἐμπαίζονται τὰ ὅσια καὶ ἱερά, ἐμπαίζονται οἱ εὐσεβεῖς. Δὲν τὸ καταλάβαμε σὲ ποιά ἐποχὴ ζοῦμε. Τὰ εἶπε ὁ Θεός. Ἀγοράστε Ἀποκάλυψι καὶ διαβάστε, νὰ δῆτε σὲ ποιά χρόνια εἴμαστε. Εἶνε τὰ χρόνιατοῦ Νῶε, («ὥσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε» Ματθ. 24,37),τὰ χρόνια τοῦ Λώτ, τὰ χρόνια ποὺ μᾶς περιμένει ἡ μεγάλη καταστροφὴ γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τοὺς ἐμπαιγμούς μας.
Κοιτάξτε νὰ δῆτε. Ἐὰν ἕνας νέος εἶνε μοντέρνος, πηγαίνῃ στὰ κέντρα διασκεδάσεως,περνάῃ τὶς νύχτες του μὲ γύναια ἁμαρτωλά,ἔχῃ τὸ σπίτι του μόνο ὡς ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶ φαγητοῦ, τρέχῃ στὰ γήπεδα καὶ δίνῃ κλωτσιὲς στὴ μπάλλα, αὐτὸς θεωρεῖται σπουδαῖος καὶ ὅλοι τὸν χειροκροτοῦν. Ἐὰν ἕνας νέοςἀγαπᾷ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του, γυρίζῃ στὸ σπίτι μόλις βραδιάσῃ, κρατάῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια του, αὐτὸν ὅλοι τὸν κοροϊδεύουν· Ὤ τὸν καλόγερο! λένε. Τὸν τεντυμπόη τὸν ὑψώνουν μέχρι τρίτου οὐρανοῦ· τὸ παιδὶ ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ζητοῦν νὰ τοῦ ῥίξουν χιόνι καὶ νὰ τὸν ἐξουθενώσουν. Ἐὰν μία νέα εἶνε μοντέρνα, ἐὰν τώρα τὸ καλοκαίρι πετάῃ τὰ ροῦχα της καὶ ἐκθέτῃ τὶς σάρκες της σὰ τὰ κρέατα ποὺ κρεμᾶνε στὰ κρεοπωλεῖα, ἐὰν τρέχῃ στὰ κέντρα, στὰ πάρτυ καὶ στὰ χοροδιδασκαλεῖα, ὁ κόσμος τὴ θαυμάζει καὶ λέει· Τι μοντέρνο καὶ προωδευμένο κορίτσι!…. Ἂν μία κόρη ντύνεται σεμνά, πιστεύῃ στὸ Χριστό, πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία, λατρεύῃ τὸ Θεὸ καὶ προσκυνᾷ τοὺς ἁγίους, τότε λένε· Ὤ τὴν«παπαδιά», τὴν καθυστερημένη!… Στὴ γενεά μας λοιπὸν ἐμπαίζεται ὁ εὐσεβὴς καὶ τιμᾶται ὁ ἀσεβής.
Ἂν μπῆτε σὲ λεωφορεῖο  καράβι  ἀεροπλάνο καὶ κάνετε τὸ σταυρό σαςθὰγελάσουν οἱ μοντέρνοιἊν καθήσετε στὸ ἑστιατόριο καὶ κάνετε τὸ σταυρό σας, θὰ σᾶς εἰρωνευθοῦν.
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνιαὅταν βλεπαν παπᾶ στὸ δρόμοἔτρεχαν καὶφιλοῦσαν τὸ χέρι τουΤώρα, μόλις παρουσιαστῇ παπᾶς, τὸν χλευάζουν καὶ κάνουν ἀπρεπεῖς χειρονομίες. Ἀλλὰ θὰ ᾿ρθῇ ὥρα ποὺ ἡ Ἑλλὰς δὲν θά ᾿χῃ παπᾶδες. Γιατί ὁ νέος νὰ γίνῃ παπᾶς; γιὰ νὰ τὸν ἐμπαίζῃς ἐσὺ καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίζῃς μὲ τὶς αἰσχρὲς χειρονομίες σου;Τὸ προεῖπε ἡ Γραφή· Θὰ παρουσιαστοῦν «ἐμπαῖκται» (Β΄ Πέτρ. 3,3. Ἰούδ. 18) ! Καὶ ἰδού, γέμισε ὁ κόσμος ἐμπαῖκτες . Κοροϊδεύουν τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά.
Σὲ κάποια ἐνορία ἑώρταζε  ναόςκαὶ βγῆκαν μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα νὰ κάνουν λιτανεία συνοδείᾳ τῆς μουσικῆς τοῦ δήμου Καὶ ἐνῷ ἔψαλλαν τὰ ἐκκλησιαστικὰ ᾄσματα καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν ἱερά, καὶ ἐνῷ ὅλοι ἔπρεπε τὴνὥρα ἐκείνη νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ νὰ μᾶς λυπηθῇ καὶ νὰ μὴ ῥίξῃ φωτιὰ νὰ μᾶς κάψῃ γιὰτὶς πορνεῖες τὶς μοιχεῖες καὶ τὶς βλαστήμιες μας· τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ ὁ λαὸς συνώδευε τὴν εἰκόνα, κάποιος «σφύριξε» τὴν εἴδησι, ὅτι νίκησε μία ὁμάδα στὸ φουτ-μπώλ. Τότε ἡ μουσικὴ τοῦ δήμου ἀλλάζει ἀμέσως «σκοπὸ»καὶ ἀρχίζει νὰ παίζῃ μιὰ κοσμικὴ μελῳδία, ἐνῷ διαρκοῦσε ἀκόμα ἡ λιτανεία καὶ ἐνῷ συνώδευαν τὴν ἱερὰ εἰκόνα! Καταντήσαμε ἐμπαῖκτες…
Στὰ χρόνια αὐτά, ἀδέρφια μου, «στῶμεν καλῶς»! Μέσα στὴ γενεά μας αὐτή, γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, γενεὰ ἀπίστων καὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων, γενεὰ πονηρὰ καὶ διεστραμμένη ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρο, «στῶμεν καλῶς»! Σὰν στρατιώτης ποὺ κρατάει τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ, ἂς σταθοῦμε καλῶς!Κι ἂν ἀκόμα μείνῃς ἕνας, ἀδελφέ μου, μὴν ἀπογοητευθῇς. Κι ἂν ἀκόμα ὅλη ἡ πόλις ἢ τὸ χωριό σου, μὲ τόσους κατοίκους, ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, σὺ μὴν τὸν ἀρνηθῇς. Κι ἂν ἀκόμη πάνω στὸ κάθε σπίτι ὑψωθῇ ἡ παντιέρα τοῦ διαβόλου, στὸ δικό σου τὸ σπίτι νὰ μὴν ὑψωθῇ.
Ἕνας νὰ μείνῃς, πίστευε στὸ Θεό! Γιατὶμπορεῖ νὰ εἶνε ψέματα τὰ ἄστρα, ψέματα ὁ ἥλιος, ψέματα ὁ κόσμος, ψέματα καὶ οἱ βασιλιᾶδες, ψέματα τὰ παλάτια, ὅλα νὰ εἶνε ψέματα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-

Μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίαςποὺ ἔγινε στὸν ναὸ Ἁγ.ΠαντελεήμονοςΤράχωνες - Γλυφάδας (σήμερα Ἁλίμου τῆς μητροπόλεως ΝΣμύρνηςτὴν 9-6-1963. 

† Κυριακή Α' Ματθαίου Τα Αναγνώσματα της Κυριακής

Ευαγγελική Περικοπή,
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον

Κεφ. ι' : 32-33,  37-38,  ιθ' : 27-30
Ε
ἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πᾶς ὅς τις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ὅς τις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος, εἶπεν αὐτῷ· Ἰδοὐ, ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ. Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας, ἢ ἀδελφοὺς, ἢ ἀδελφὰς, ἢ πατέρα, ἢ μητέρα, ἢ γυναῖκα, ἢ τέκνα, ἢ ἀγροὺς, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι, πρῶτοι.



Απόστολος,

Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ. ια' : 33-40,  ιβ' : 1-2

δελφοί, οἳ ἅγιοι πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα Κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν.



Εἰς τόν Ὄρθρον
Τὸ A΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
Κεφ. κη' : 16-20

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. Καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ, ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

Οι Άγιοι Φανέντες


Άγιοι Φανέντες
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως. Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.

Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.

Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.

Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.

Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.

Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.

Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.

Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.

Ο Προφήτης Αμώς


Ο προφήτης Αμώς καταγόταν από τη Θεκοέ που βρισκόταν 8χλμ νότια της Βηθλεέμ. Καλλιεργούσε συκομουριές (Αμ. 7,14), ασκούσε παράλληλα το επάγγελμα του ποιμένος (Αμ. 7,14-15) και εμφανίστηκε ως προφήτης του Γιαχβέ (Αμ. 7,15) επί βασιλείας Ιεροβοάμ Β’ ώστε να ελέγξει τον Ισραήλ στη Βαιθήλ, ίσως και στη Γιλγάλ και τη Σαμάρεια. Η προφητική του δράση θα πρέπει να τοποθετηθεί κατά τη βασιλεία των Ουζίου βασιλέως Ιούδα και Ιεροβοάμ Β’ βασιλέως Ισραήλ, δηλ. μεταξύ των ετών 760 – 750 π.Χ.
Πηγή:http://agiografikesmeletes.blogspot.gr/
Πηγή:http://agiografikesmeletes.blogspot.gr/
Στο βόρειο βασίλειο όπου προφήτευσε ο προφήτης Αμώς η κατάσταση που επικρατούσε στην κοινωνία ήταν άδικη και καταδικαστέα. Ο λαός είχε χωριστεί σε δυο κατηγορίες του πτωχούς και τους πλουσίους, όπου οι δεύτεροι καταπίεζαν τους πρώτους αγοράζοντας τις περιουσίες τους έναντι χαμηλών αντιτίμων, ασκώντας την τοκογλυφία, εμπορική απάτη και αισχροκέρδεια.
Γνώστης ο Αμώς των διατάξεων του Νόμου του Θεού και υπερασπιστής της ηθικής και θρησκευτικής τάξης, η οποία τότε διασαλευόταν στο έπακρο, αφενός λυπάται και εκφράζει τη λύπη του, αφετέρου ελέγχει και επιτιμά το βασιλικό οίκο, τους ιερείς και το λαό προαναγγέλλοντας την επερχόμενη συμφορά.
Το βιβλίο του προφήτη Αμώς βρίσκεται στη δεύτερη θέση μεταξύ των ελασσόνων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αποτελείται από 9 κεφάλαια και ως περιεχόμενο περιλαμβάνει: α) εισαγωγή, β) προφητείες σχετικά με την καταστροφή των περιοίκων λαών και του Ισραήλ, γ) προφητείες κατά του βορείου βασιλείου, δ) οράματα που αφορούν την επερχόμενη καταστροφή και ε) προφητεία σχετικά με την παλινόρθωση του δαυϊτικού οίκου.
Στις προφητείες του Αμώς τονίζεται κυρίως η δικαιοσύνη του θεού, η οποία αποτελεί το κεντρικό σημείο του προφητικού του κηρύγματος. Η δικαιοσύνη του Θεού, κατά τον Αμώς, σε συνδυασμό με τη θεία αγαθότητα θα οδηγήσει τον Ισραήλ σε μετάνοια και μαζί με αυτόν όλη την ανθρωπότητα σε νέα ζωή.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξο Εκκλησία στις 15 Ιουνίου

Άγιος Αυγουστίνος, επίσκοπος Ιππώνος

Μία από τις πλέον σημαντικές προσωπικότητες τιμά η Εκκλησία μας σήμερα: τον επίσκοπο Ιππώνος άγ. Αυγουστίνο. Ο ιερός Αυγουστίνος έζησε ζωή πολυκύμαντη και με το βαρυσήμαντο έργο του δίδαξε τους πιστούς, ιδιαίτερα αυτούς που ανήκαν στη δυτική Χριστιανοσύνη.
augustine-e1308111086285
Γεννήθηκε το 354 στη Νουμιδία της Β. Αφρικής (σημερινή Αλγερία). Από μικρός διακρίθηκε για την οξύνοια και τη φιλομάθειά του. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στην Καρχηδόνα. Όντας δυναμική και αδέσμευτη προσωπικότητα, έζησε κατά τα φοιτητικά του χρόνια έκλυτο βίο και μάλιστα απέκτησε σε μικρή ηλικία (18 ετών) ένα γιο (τον Αδεοδάτο) από μία παλλακίδα του. Την ίδια περίοδο ακολούθησε το αιρετικό ρεύμα του Μανιχαϊσμού.
Αργότερα (383) μετέβη στη Ρώμη και τα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο) για να εργαστεί διδάσκοντας. Εκεί τον έθελξε μία άλλη μεγάλη και επίσης χαρισματική προσωπικότητα, ο αρχιεπίσκοπος της πόλης άγ. Αμβρόσιος. Βαπτίστηκε μαζί με το γιο του και εντρύφησε στο πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας.
Το 387 επέστρεψε στην Αφρική και το 391 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Ιππώνα, της οποίας έγινε επίσκοπος το 396. Έκτοτε αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην καλύτερη οργάνωση της επισκοπής του και στον αντιαιρετικό αγώνα, ιδιαίτερα κατά των Μανιχαίων. Μαρτυρείται ότι πούλησε ακόμη και εκκλησιαστικά σκεύη, για να ενισχύσει τα ενδεή μέλη του ποιμνίου του. Διακρίθηκε επίσης για τον ασκητικό βίο του.
Υπήρξε πολυγραφότατος. Η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε στη χώρα μας μία τάση γενικευμένης αμφισβήτησης της ορθότητας των θέσεών του και επιφύλαξης έναντι του προσώπου του. Αυτό συνέβη επειδή θεωρήθηκε ως υπαίτιος για τις παρεκκλίσεις από την ορθόδοξη διδασκαλία, που ανέπτυξαν αργότερα ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, στηριζόμενοι στο έργο του. Η στάση αυτή όμως προκάλεσε μια αντίρροπη κίνηση, η οποία τρόπον τινα επανανακάλυψε τη σπουδαιότητα του έργου του και τόνισε την αναγνώρισή του από μεγάλους αγίους και Πατέρες της παράδοσής μας (Μέγας Φώτιος, Νείλος Καβάσιλας, Γρηγόριος Παλαμάς, Ιωσήφ Βρυέννιος, Μάρκος ο Ευγενικός, Νικόδημος Αγιορείτης). Πρόσφατα μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς γνώριζε καλά τα έργα του αγ. Αυγουστίνου (από τη μετάφραση του Μάξιμου Πλανούδη) και τα χρησιμοποίησε στην επιχειρηματολογία του κατά του Καλαβρού Βαρλαάμ.
Κοιμήθηκε εν ειρήνη το 430.

Ὁ Ἅγιος Δουλᾶς

Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Πραιτωριάδας στὴν Κιλικία, ποὺ ὀνομαζόταν Ζεφύρι. Διακρινόταν γιὰ τὰ φιλανθρωπικά του ἔργα, τὸ ζῆλο του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν συνεχὴ προσπάθειά του νὰ φωτίζει ψυχὲς στὸ δρόμο τῆς ἀληθινῆς σωτηρίας. 

Καταγγέλθηκε λοιπὸν γι᾿ αὐτὸ στὸν ἔπαρχο Μάξιμο καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ κάμψουν τὸ χριστιανικό του φρόνημα, τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἔχυσαν καυτὸ λάδι στὸ κεφάλι του, ἔβαλαν πυρακτωμένα σίδερα στὴ ῥάχη του, συνέτριψαν τὰ μέλη του, χωρὶς ὅμως νὰ πετύχουν μ᾿ αὐτὰ τὴν παραμικρὴ ὑποχώρηση τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ του. Κατόπιν ὁ ἔπαρχος μὲ ὠμὸ τρόπο ξέσχισε τὴν κοιλιά του, ἀπὸ τὴν ὁποία χύθηκαν τὰ σπλάγχνα του. Ἔτσι μισοπεθαμένο, τὸν ἀνάγκασαν νὰ τρέχει γύρω στὰ 20 μίλια, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἅγιος νὰ πέσει νεκρὸς καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ νὰ πετάξει στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων, νικήτρια τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐθαιρεσίας καὶ τυραννίας.

Οἱ Ἅγιοι Φουρτουνᾶτος, Ἀχαϊκὸς καὶ Στεφανᾶς οἱ Ἀπόστολοι

Καὶ οἱ τρεῖς ἦταν συνεργάτες τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ βοηθοῦσαν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου μεταξὺ τῶν ἐθνῶν. Ἀναφέρει καὶ τοὺς τρεῖς ὁ Παῦλος, στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του (ιστ´ 17). Ὅτι δηλαδὴ πῆγαν πρὸς αὐτὸν στὴν Ἔφεσο, ἀπὸ τὴν Κόρινθο, καὶ ἀνακούφισαν τὸ πνεῦμα του μὲ τὴν παρουσία τους καὶ μὲ τὴν βοήθεια ποὺ τοῦ προσέφεραν γιὰ τοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας.
 
Γι᾿ αὐτὸ συνιστᾷ στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου νὰ τοὺς τιμοῦν. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Στεφανᾶ λέει ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος χριστιανικὸς οἶκος τῆς ἐπαρχίας Ἀχαΐας, ποὺ ὑπαγόταν τότε καὶ ἡ Κόρινθος. 

Τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ βάπτισε ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, καὶ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὅλα της τὰ μέλη ἀφοσιώθηκαν στὴν ὑπηρεσία τῶν ἁγίων.
 
Ὁ Φουρτουνάτος εἶναι ἴσως τὸ λατινικὸ ὄνομα τοῦ Τυχικοῦ, ποὺ οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρουν ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ συνόδευε τὸν Παῦλο, μαζὶ μὲ ἄλλους, ὅποτε ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν κυρίως Ἑλλάδα διὰ τῆς Μακεδονίας (Πραξ. Κ´ 4).

Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ἦταν στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, τὸ 297 μ.Χ., στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας. Αὐτὸς ἀσπάσθηκε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος ( 27 Μαΐου), ὅταν ἐπορευόταν πρὸς τὸ μαρτύριο, λέγοντάς του νὰ ὑπομείνει μὲ θάρρος τὶς βασάνους καὶ νὰ μὴν ἐγκαταλείψει τὴν πατρώα εὐσέβεια.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...