Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 22, 2014

Δέν ἔχουμε τόν Χριστό στήν ψυχή μας...

 

Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβατάκι του ο Γέροντας Πορφύριος και μου είπε:
- "Δεν μου λες, εδώ που κάθομαι εγώ, εσύ μπορείς να καθίσεις;"
- "Βεβαίως, Γέροντα", του απάντησα. "Πώς δεν μπορώ!"


- "Βρε, μου λέει έτσι όπως μιλούσε χαριτωμένα, τρελός είσαι; Θα πέσεις επάνω μου και θα σκάσω!"
- "Ε, ναι Γέροντα, πρέπει να σηκωθείτε εσείς για να καθίσω εγώ", συμπλήρωσα διορθώνοντας.
- "Α! μπράβο, μπράβο. Έτσι γίνεται και με την ψυχή μας απέναντι στον Χριστό και στον αντίχριστο.
Όταν στην ψυχή μας είναι θρονιασμένος ο Χριστός, μπορεί να έχει θέση ο αντίχριστος;"
- "Όχι, Γέροντα"
- "Ε! Γι΄ αυτό, παιδί μου, σου λέω. Δεν έχουμε τον Χριστό στην ψυχή μας. Αν Τον είχαμε, δεν θα μας πλησίαζε ο διάβολος καθόλου.
Δυστυχώς όμως δεν προσέχουμε και μπαίνει μέσα ο τρισκατάρατος και ο Χριστός που είναι πολύ ευγενής, στέκεται στην πόρτα και χτυπάει. Αν Του ανοίξουμε μπαίνει μέσα.
Ενώ ο διάβολος μία τρυπούλα να βρει, χώνεται αδιάντροπα και άμα μπει δεν ξαναβγαίνει! Γι΄ αυτό χρειάζεται να είμαστε πολύ προσεκτικοί στη ζωή μας, ούτως ώστε να μη δίνουμε τόπο στο σατανά.
Πολλές φορές δεν προσέχουμε και είτε τον αναφέρουμε, είτε στέλνουμε στον διάβολο τα παιδιά μας ή τη γυναίκα ή τον άνδρα μας ή άλλους ανθρώπους..."

Από το βιβλίο "Πείρα Πατέρων 1"

πηγή



Είναι να μην σου έρθει “νόημα”…

molitva4

Προσπαθούσα να καταλάβω τους ανθρώπους που παίρνουν την απόφαση να τα αφήσουν όλα και να πάνε να γίνουν μοναχοί.
Προσπαθούσα να καταλάβω το γιατί.
Γιατί να μην ζήσουν μία ζωή μέσα στον κόσμο, να παντρευτούν, να κάνουμε παιδιά κι ας ζούνε όπως λέει η Εκκλησία, αφού και στον κόσμο μπορεί κάποιος να προκόψει πνευματικά, ακόμα και να αγιάσει…
Προσπαθούσα με την λογική να καταλάβω πως κατάφεραν αυτοί οι λίγοι να επιλέξουν κάτι το οποίο θα τους άλλαζε για πάντα, θα τους άλλαζε βαθιά. Κάτι το οποίο θα τους έβαζε στην διαδικασία μιας ζωής χωρίς “άδειες πνευματικές”, χωρίς διακοπές, μιας ζωής υπακοής και ταπείνωσης…μέσα στα μαύρα ράσα του χαροποιού πένθους, που πολλοί καταφρονούν, άλλοι κοροϊδεύουν, άλλοι αγνοούν…
“Αν σου έρθει “νόημα” τότε έφυγες…” ήταν η απάντηση που άκουσα από έναν αγαπημένο φίλο.
Και όντως αν σου έρθει “νόημα” τα αφήνεις όλα, καληνυχτείς τον κόσμο και πας για άλλες πολιτείες…ουράνιες, μυστικές, εκεί που η ζωή παίρνει το βαθύ νόημά της, εκεί που ο άνθρωπος νοηματοδοτεί την ύπαρξή του με την ύπαρξη του Χριστού.
Εκεί, που νόημα έχει η σχέση με τον Θεό και τους άλλους και όχι το τι θα φορέσουμε για το βράδυ ή το πώς θα κουρευτούμε, τί θα φάμε…
Βέβαια μπορεί να σου έρθει “νόημα” αλλά να παραμείνεις στον κόσμο.
Να μείνεις όχι από αδυναμία, αλλά από προσωπική επιλογή, και να ζεις πλέον στον κόσμο αλλά να είσαι “ουκ εκ του κόσμου τούτου”.
Να ζεις με νόημα.
Να ζεις την κάθε ημέρα σου όχι σαν “νέος” αλλά σαν σοφός, όχι έντονα αλλά όμορφα, όχι επικίνδυνα αλλά ερωτικά…
Διότι τελικά το “νόημα” είναι αυτό: Έρωτας και πόθος για την ζωή, για τους άλλους, για τον Θεό, για την Αγάπη, για το “Μετά” που θα’ ρθει μετά το τέλος…
Είναι να μην σου έρθει “νόημα”…αν σου’ ρθει, έφυγες…
αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος

Διακόνημα

ΣΧΟΛΙΟ:  Είναι επίσης καί νά μήν χάσεις τό ''νόημα''. Πολλοί Ελληνες σήμερα μέ άθεους γονείς βρέθηκαν στήν εκκλησία από Θεία Πρόνοια , αλλά λόγω βαρειάς κληρονομιάς ψάχνουν λόγο νά χάσουν τό νόημα καί νά φύγουν από τήν Εκκλησία . Δέν μπορούν νά βάλουν τήν μάχαιρα τής πίστεως ανάμεσα σ' αυτούς καί τούς γονείς.

Αμέθυστος

Ο ΘΕΟΣ ΞΕΚΟΥΡΑΖΕΙ

Τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, μέρα μέ τήν ἡμέρα, χάνεται μέσα στίς σκέψεις του καί τίς ἀγωνίες του. Νιώθει ἀνασφαλής καί μόνος. Νιώθει ὅτι ἡ ζωή του δέν ἔχει νόημα καί ὅτι παντοῦ κυριαρχεῖ τό ψέμμα καί ἡ διαφθορά. Δυστυχῶς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτά δέν εἶναι κάποια προϊόντα φαντασίας, ἀλλά ἡ σκληρή καθημερινή πραγματικότητα. Εἰδικά, οἱ νέοι ἄνθρωποι ἀναφωνοῦν, μέ ἀπογοήτευση, ὅτι δέν ἔχουν κάπου νά ἀκουμπήσουν, δέν ἔχουν κουράγιο νά σχεδιάσουν, νά ὀνειρευτοῦν! Τό μαύρο καί τό γκρί χρώμα ἔχουν πάρει τή θέση τοῦ λευκοῦ καί τοῦ γαλάζιου.

Ὅμως σέ αὐτήν τήν ἐποχή, μέ αὐτήν τή δυσμενή περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ζοῦν εὐτυχισμένοι· πού χαίρονται τόν ἤλιο καί τό φεγγάρι, πού παρατηροῦν, ἔστω τά λιγοστά δένδρα τῶν πόλεων, πού νιώθουν τήν ψυχή τους ἐλεύθερη. Δέ μιλῶ γιά τούς πλούσιους πού εἶναι «φυλακισμένοι στό ἐγώ τους», οὔτε τούς ὁμοιούς τους πού δέν κοιτοῦν κἄν αὐτόν πού τούς ζητᾶ βοήθημα στό φανάρι. Μιλῶ γιά αὐτούς πού νιώθουν ὅτι αὐτός ὁ κόσμος, τό κόσμημα, δέν εἶναι ἀκυβέρνητος. Νιώθουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους.

Εἶναι σημαντικό νά βρεῖς τόν Θεό σου, γιατί τότε βρίσκεις πραγματικά τόν ἐαυτό σου. Τό σημαντικότερο γεγονός εἶναι νά βρεῖς τόν σωστό Θεό, γιατί πολλοί μιλοῦν γιά θεούς, τούς ὁποίους, ὅμως, ἔπλασαν οἱ ἴδιοι, γιά νά θεραπεύουν τά πάθη καί τά συμφέροντά τους. Ὁ Θεός, βέβαια, εἶναι πέρα καί πάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτά. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό ἀγάπη, γιά νά ζεῖ μαζί Του καί μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, μέσα σέ μιά θεϊκή καί εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα. Τότε, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τόν ἐαυτό του, τό λόγο τῆς ὕπαρξής του, τό λόγο τοῦ καθημερινοῦ του ἀγώνα. Τότε, τό πρόσωπό του λάμπει σάν μικρός ἤλιος καί χαίρεται τή ζωή του καί οἱ ἄλλοι ἐπιθυμοῦν νά τόν συναναστρέφονται. Τότε, ἔχει βρεῖ τό νόημα τῆς ζωῆς! Δέν ἐνθουσιάζεται ἀπό «λαμπιόνια καί βεγγαλικά».

Ὁ Χριστός εἶπε μιά συγκλονιστική φράση, ἀπευθυνόμενος σέ ὅλους μας, «ἐλάτε ὅλοι κοντά μου καί ἐγώ θά σᾶς ξεκουράσω» (Ματθ. 11,28-29). Ὁ Χριστός αὐτό κάνει, μᾶς ξεκουράζει, μᾶς δυναμώνει, μᾶς ἀναπαύει. Εὐτυχισμένος ὅποιος ἄφησε τόν ἐαυτό του νά τό νιώσει αὐτό καί αὐτό θά τό πετύχει, ὅταν ἀπομακρύνει ἀπό τήν καρδιά του τόν ἐγωισμό, τό «καρκίνωμα» αὐτό τῆς ψυχῆς. Ὁ ἐγωϊστής δέν κυριαρχεῖ στόν ἐαυτό του, ἔχει «θολωμένο νοῦ», «σκοτεινή καρδιά».

Τούς πικρούς καρπούς τῆς ὑπερηφάνειας αὐτῆς τούς γευτήκαμε καί τούς γευόμαστε ἀκόμα, ὡς ἔθνος καί ὡς πρόσωπα. Ἄς στραφοῦμε καλύτερα σέ ἕναν ἄλλον ἀγώνα, τόν πνευματικό, αὐτό πού -σταδιακά- θά μᾶς γεμίσει τή ζωή μέ μιά διαφορετική γλυκύτητα, πού δέ μιάζει μέ αὐτές πού προσφέρουν οἱ χαρές τοῦ κόσμου καί ἀντέχουν καί σήμερα καί αὔριο καί γιά πάντα!

πηγή

ΠΩΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΩ ΤΟΝ ΘΕΟ;


ΙΗΣΟΥΣ1
π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ γαλ­λί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ φι­λό­σο­φος Σι­μὸν ντὲ Μπο­βου­άρ, μιὰ ἀ­πὸ τὶς κυ­ρι­ώ­τε­ρες ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ φε­μι­νι­σμοῦ στὸν 20ό αἰ­ώ­να, στὸ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κό της ἔρ­γο «Πῶς ἔ­γι­να συγ­γρα­φέ­ας» με­τα­ξὺ ἄλ­λων ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται:
«Πέ­ρα­σα πο­λὺ εὐ­τυ­χι­σμέ­να παι­δι­κὰ χρό­νια.Κοινωνοῦσα, ἐ­ξο­μο­λο­γι­ό­μουν, ἤ­μουν πο­λὺ εὐ­σε­βής. Ἤ­θε­λα νὰ ἀ­ρέ­σω στὸν κα­λὸ Θε­ὸ καὶ νὰ ἔ­χω μιὰ κα­τά­λευ­κη ἁ­γνὴ ψυ­χή… Μέ­χρι τὰ 12-13 μου ὅ­λα κυ­λοῦ­σαν ὑ­πέ­ρο­χα γιὰ μέ­να. Τὰ πράγ­μα­τα χά­λα­σαν λί­γο ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ἐ­φη­βεί­α. Ἔ­γι­να ἄ­τα­κτη, ἀ­νά­πο­δη καὶ χον­τρο­κέ­φα­λη – εἶ­χα ἀ­πο­κτή­σει κα­κὲς συ­νή­θει­ες καὶ τρω­γό­μουν μὲ τὰ ροῦ­χα μου. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ὅ­μως, ἀ­να­πτυσ­σό­ταν τὸ κρι­τι­κό μου πνεῦ­μα καὶ ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα ἔ­λε­γε «μὴ ἐ­κεῖ­νο, μὴ τὸ ἄλ­λο»…, δὲν τὴν ὑ­πά­κου­α πο­τὲ μὲ τὴ θέ­λη­σή μου.
Καὶ τε­λι­κὰ σ’ ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ θέ­μα πῆ­ρα τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ μὴν ὑ­πα­κού­ω. Ἔ­λεγ­χαν μὲ ἄ­κρα αὐ­στη­ρό­τη­τα τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τά μου… Περ­νοῦ­σα τὶς δι­α­κο­πές μου στὴ Λι­μου­ζέν, σ’ ἕ­να ἰ­δι­ό­κτη­το κτῆ­μα τοῦ παπ­ποῦ, …καὶ στὴν ἐ­ξο­χὴ ξέ­με­να πάν­τα ἀ­πὸ ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Ὑ­πῆρ­χαν στὴ βι­βλι­ο­θή­κη κά­ποι­ες δε­μέ­νες συλ­λο­γές… Μοῦ ὑ­πέ­δει­ξαν τὰ κομ­μά­τια ποὺ ἦ­ταν «γιὰ μέ­να», … καὶ μοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ πά­ρω τὸν τό­μο στὸ δά­σος ὅ­που κα­τα­σκή­νω­να γιὰ νὰ δι­α­βά­σω. Μιὰ ὡ­ραί­α ἡ­μέ­ρα ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­βά­ζω τὰ κομ­μά­τια ποὺ δὲν ἦ­ταν γιὰ μέ­να… Καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­ψα­με στὸ Πα­ρί­σι, κα­τα­βρό­χθι­σα ὅ­λη τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ πα­τέ­ρα μου, …ὁ­τι­δή­πο­τε ἔ­πε­φτε στὰ χέ­ρια μου.
Δὲν εἶ­χα κα­θό­λου τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἔ­κα­να κά­τι κα­κό, δὲν περ­νοῦ­σε κἂν ἀ­πὸ τὸ μυα­λό μου ὅ­τι προ­σέ­βαλ­λα τὸ Θε­ό. Πρέ­πει νὰ πῶ ὅ­τι εἶ­χα τα­κτο­ποι­ή­σει -μὲ τὸν τρό­πο μου- τὶς σχέ­σεις μα­ζί του… Ὡ­στό­σο ἕ­να βρά­δυ στὴ Λι­μου­ζὲν ἔ­κα­να μέ­σα μου με­ρι­κὲς ἐ­ρω­τή­σεις… Εἶ­πα στὸν ἑ­αυ­τό μου: τὸ ὅ­τι δὲν ὑ­πα­κοῦς, τὸ ὅ­τι λὲς ψέ­μα­τα, εἶ­ναι κι αὐ­τὰ ἁ­μαρ­τί­ες. Καὶ τό­τε μοῦ ἔ­γι­νε μιὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό­λυ­τα ἐκ­θαμ­βω­τι­κή: πο­τὲ δὲν ἀ­παρ­νι­ό­μουν πράγ­μα­τα ποὺ μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν ὁ Θε­ὸς τὰ ἀ­πα­γό­ρευ­ε. Ἄ­ρα δὲν πί­στευ­α πιὰ σ’ ἐ­κεῖ­νον!».
Ἐν­τυ­πω­σιά­ζει πράγ­μα­τι ἡ εὔ­στο­χη καὶ εἰ­λι­κρι­νὴς δι­α­πί­στω­ση τῆς συγ­γρα­φέ­ως! Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε, δὲν εἶ­χε πλέ­ον καμ­μιὰ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό.
Πό­σο τὸ ἔ­χου­με συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει αὐ­τὸ οἱ Χρι­στια­νοί; Ἔ­χου­με ἀν­τι­λη­φθεῖ ὅ­τι τὸ δι­κό μας θέ­λη­μα καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ μπορεῖ νὰ εἶ­ναι δυ­ὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ μὴ συμ­πί­πτουν πάντα με­τα­ξύ τους; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστ. Παῦλος παρακινεῖ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ βρίσκουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθό, εὐάρεστο καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσαρμόζουμε κάθε δικό μας θέλημα, ὥστε νὰ μεταμορφώνουμε καὶ νὰ ἀνακαινίζουμε τὸν ἑαυτό μας, κάνοντάς τον ἔτσι θυσία ζωντανή, εὐάρεστη στὸν Θεὸ (Ρωμ. 12, 1-2). Ὅταν δίνουμε προτεραιότητα στὸ δικό μας θέλημα ποὺ δὲν συμπίπτει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀ­κό­μα κι ἂν δε­χό­μα­στε θε­ω­ρη­τι­κὰ τὸν Θε­ό, οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸν ἀ­πορ­ρί­πτου­με. Δὲν πι­στεύ­ου­με πιὰ σ’ αὐ­τόν. Δὲν ρυθ­μί­ζει Ἐ­κεῖ­νος τὴ ζω­ή μας. Εἶ­ναι ἕ­νας ξέ­νος γιὰ μᾶς. Θε­ός μας εἶ­ναι ὁ ἑ­αυ­τός μας μὲ ὅ­σα τοῦ ἀ­ρέ­σουν καὶ τὸν ἐ­ξυ­μνοῦν.
Αὐ­τή τὴν αὐ­το­θέ­ω­ση πό­θη­σε μά­ται­α ὁ Ἀ­δάμ, ἀ­πορ­ρί­πτον­τας τὸν δρό­μο ποὺ τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ὁ Θε­ός. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ νέ­ος Ἀ­δάμ, ὁ Χρι­στός, ἀ­πέ­φυ­γε συ­στη­μα­τι­κὰ τὸ ἴ­διο λά­θος. Δὲν ζή­τη­σε τί­πο­τε δι­κό του, ἀλ­λὰ «ἑ­αυ­τὸν ἐ­κέ­νω­σε» (Φιλ. 2, 7), γιὰ νὰ γί­νει ἀ­πό­λυ­τα ὑ­πά­κου­ος στὸν Θε­ὸ-Πα­τέ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ κά­θε Χρι­στια­νὸς ποὺ σκέ­πτε­ται μὲ «νοῦν Χρι­στοῦ» (Α΄ Κορ. 2, 16) καὶ δὲν θέ­λει δι­α­ζύ­γιο ἀ­π’ τὸν Θε­ό, προ­σπα­θεῖ νὰ ὑ­πο­τά­ξει ἐν­τε­λῶς τὸ δι­κό του θέ­λη­μα στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Νὰ πε­θά­νει γιὰ τὸν κό­σμο. Νὰ ζή­σει γιὰ τὸν Θε­ό.
Πῶς θὰ τὸ πε­τύ­χου­με αὐ­τό, ἂν δὲν ἀ­παρ­νη­θοῦ­με ἑ­κού­σια τὸν ἑ­αυ­τό μας, κά­θε τὶ ποὺ θέ­λου­με; Κι ἂν δὲν γί­νει αὐ­τό, πῶς θὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Χρι­στό; (Μάρκ. 8, 34).

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 375, Ὀ­κτώ­βριος 2014)
πηγή

Αρχιμ. Κύριλλος Κωστόπουλος,Ἐφικτὴ ἡ ἕνωση μετὰ τῶν Παπικῶν;




Ἐφικτὴ ἕνωση μετὰ τῶν Παπικῶν;

Τοῦ Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, 
 Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν Δρος Κανονικοῦ Δικαίου
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ ἄμεσος συνεργάτης αὐτοῦ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας κατὰ καιροὺς ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐπερχομένη ἑνότητα Ὀρθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ μὲ στόχο τὴν ἐπίτευξη ὁλοκληρωμένης Μυστηριακῆς κοινωνίας.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι Μία, γιὰ τὸν λόγο ὅτι εἶναι τὸ Μυστικὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου: «Ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία...» (Κολ. 1, 25). Ἐφόσον, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρα εἶναι Μία - «μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α´ Κορ. 1, 13) - ἡ αἵρεση δὲν διασπᾶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀποσπᾶ μέλη ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἐκτρέπεται ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα καὶ τοιουτοτρόπως χάνει τὴν καθολικότητα.

Ὁ Παπισμὸς ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 879 καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς πρῶτες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, γιὰ τὸν λόγο ὅτι οἱ κακοδοξίες του συμπίπτουν μὲ ἐκεῖνες τῶν πρώτων αἰώνων.
Ἀναφέρω τὶς σπουδαιότερες ἀπὸ αὐτές: α) τὸ πρωτεῖο, β) τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα, γ) τὸ Filioque, (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ), δ) ἡ  ἄσπιλος σύλληψη τῆς Θεοτόκου, ε) οἱ κτιστὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, στ) τὸ καθαρτήριο πῦρ, ζ) ἡ περισσεύουσα ἀξιομισθία τῶν Ἁγίων, η) τὸ βάπτισμα διὰ ραντισμοῦ, θ) τὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος (ἀπὸ τὸ 1563 μὲ τὴν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο τὸ μυστήριο αὐτὸ τελεῖται στὸ ἕβδομο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ βαπτισθέντος), ι) ὁ ἄζυμος ἄρτος στὴν Θεία Κοινωνία (ἀπὸ τὸ 1200 περίπου ἔπαυσαν νὰ κοινωνοῦν τοὺς πιστούς τους καὶ μὲ τὸ Αἷμα, ἀλλὰ προσφέρουν μόνον τὸν Ἄρτο), ια) τὸ μυστήριο τοῦ εὐχελαίου (τὸ τελοῦν μόνον πρὸ τοῦ θανάτου), ιβ) ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ κλήρου, ιγ) ἡ ἐπιτέλεση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ μὲ ὅλα τὰ δάκτυλα τῆς χειρὸς καὶ ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ιδ) ἡ τέλεση πολλῶν Λειτουργιῶν ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἱερέως τὴν αὐτὴν ἡμέρα, ιε) ἡ τροποποίηση τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας κατὰ παράβασιν τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ πολλὲς ἄλλες.
Οἱ ἀνωτέρω αἱρέσεις συνιστοῦν τὴν ἀναβίωση τῶν παλαιῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τῶν αἱρεσιαρχῶν Ἀρείου, Μακεδονίου, Νεστορίου κ.ἄλ. Τοιουτοτρόπως τὸ consensus Patrum καταδικάζει τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση, καταγγέλοντας τὶς αἱρετικὲς δοξασίες του, ὅσο κι ἂν ἐπιμένουν οἱ προαναφερθέντες ἐκκλησιαστικοὶ ταγοί, ὅτι ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση καὶ ὅτι εἶναι ἁπλῶς σχίσμα. Ὁ Μ. Βασίλειος στὴν Α´ κανονική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου γράφει ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό: «Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπεῤῥηγμένους καὶ κατ᾽ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δὲ τοὺς δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας...» (PG 32, 665).
Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξη ἕνωση καὶ κοινωνία τῆς ἀληθείας μετὰ τοῦ ψεύδους, τοῦ σκότους μετὰ τοῦ φωτός;
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προέβαιναν στὴν ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ ἐγχείρημα αὐτὸ διεφύλασσαν τὴν ὑγεία τοῦ ὅλου Σώματός της.
Πῶς Σεῖς, Ἅγιοι Πατέρες, πιστεύετε καὶ κηρύσσετε ὅτι ὑπάρχει δυνατότητα ἑνώσεως μετὰ τοῦ Παπισμοῦ; Ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι πλέον Ἐκκλησία, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν μια, αγια, καθολικη καὶ αποστολικη εκκλησια ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὡς ἐκ τούτου στερεῖται τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία.
Μήπως πρέπει νὰ κατανοήση καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὅτι εἶναι μεγίστη πλάνη νὰ ἀποδέχεται τοὺς Παπικοὺς ὡς ἐκκλησία, ἀποδεχόμενος τὴν θεωρία τῶν κλάδων;
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες ὁ Παπισμὸς κινεῖται στὸν χῶρο τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀπάτης. Ἐμμένει ἀμετανόητα στὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πλάνες, χρησιμοποιώντας τελευταίως τὸν θεολογικὸ διάλογο γιὰ τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας σ᾽αὐτόν. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ πρέπει νὰ τοῦ πῆ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσῳ τῶν ἐκπροσώπων της εἶναι τὸ τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει, ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3, 10-11).
Μερικοὶ ἴσως διερωτηθοῦν: Καὶ ἡ ἀγάπη; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη εἶναι ὀντολογική, ὅταν συναντᾶται μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν προσφέρης τὴν ἀγάπη στὸ ψεῦδος καὶ τὴν αἵρεση, παραβλέποντας τὴν ἀλήθεια, τότε τὸ μόνο ποὺ κατορθώνεις εἶναι νὰ βοηθᾶς τὸν αἱρετικὸ νὰ παραμείνη στὶς αἱρετικὲς θέσεις του καὶ ἄρα δὲν τὸν ἀγαπᾶς.
Ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση διατείνεται ὅτι εἶναι μία προσπάθεια ὑπερβάσεως τῆς χριστιανικῆς διαιρέσεως, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν intercommunio. Πρέπει, ὅμως, νὰ κατανοήσουν οἱ πάντες ὅτι προηγεῖται ἡ κοινωνία πίστεως καὶ ἕπεται ἡ κοινωνία ἐν τῷ Ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐμμένουμε στὴν ἀπάντηση, τὴν ὁποία ἔδωσε ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1895 πρὸς τὸν Πάπα Λέοντα ΙΓ´: «Ἡ φυσικωτέρα ὁδὸς πρὸς τὴν ἕνωσιν ἐστιν ἡ ἐπάνοδος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἀρχαῖον δογματικὸν καὶ διοικητικὸν καθεστώς».
Ὁ καταδικασμένος Παπισμὸς ἀπὸ τὶς δύο προαναφερθεῖσες Συνόδους (879 καὶ 1341) [σημειωτέον ὅτι καὶ οἱ δύο πρέπει νὰ ὀνομασθοῦν Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι], ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῶν πρώτων αἰώνων, βάσει τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν του, εἶναι αἵρεση καὶ μάλιστα «παναίρεση», ὅπως ἔχει λεχθῆ. Ὡς ἐκ τούτου οἱ ἀτέρμονες συζητήσεις καὶ οἱ ἄκαρποι διάλογοι εἶναι περιττοί. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει σὲ μιά του ἐπιστολή: «Ἐὰν μὲν οὖν πεισθῶσί σοι, ταῦτα ἄριστα. Εἰ δὲ μή, γνωρίσατε τοὺς πολεμοποιοὺς καὶ παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περὶ διαλλαγῶν ἐπιστέλλοντες» (PG 32, 557).
Πρέπει, λοιπόν, νὰ συνειδητοποιήση καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ὅλοι ὅσοι συμπορεύονται μετ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μια, αγια, καθολικη καὶ αποστολικη εκκλησια καὶ ὁ Παπισμὸς εἶναι αἱρετικὸ κομμάτι ποὺ ἀπεσπάσθη ἀπ᾽ αὐτήν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εἶναι καιρὸς νὰ ἀκούσωμε τὰ λόγια τοῦ G. Florofsky: «Ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τὴν παγκόσμια ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία».
πηγή

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Θ΄ Λουκά

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


Οι αμαρτίες, οι αδυναμίες και τα πάθη, εφόσον μένουν ελεύθερα και απολέμητα στην καρδιά του ανθρώπου, τον υποδουλώνουν, του σκοτίζουν το νου και τον οδηγούν στις πλέον παράλογες και ολέθριες για τον ίδιο, αποφάσεις και πράξεις. Του δημιουργούν μια κατάσταση αφροσύνης.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.
Ο άνθρωπος για τον οποίο μάς μιλάει το σημερινό ευαγγέλιο ήταν πλούσιο, πολύ πλούσιος. Είχε στην ιδιοκτησία του πολλά κτήματα, «χώρας» όπως χαρακτηριστικά λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Μεγάλη δηλαδή εκτάσεις, με ποικιλία καλλιεργειών και προϊόντων. Είχε αποθήκες μεγάλες και πολλές. Τα σπίτια του σίγουρα θα ήταν πολυτελέστατα, με πολλούς υπηρέτες. Τίποτα δεν του έλειπε, είχε τα πάντα, ότι ζητούσε η ψυχή του. Σ’ όλα αυτά ήρθε να προστεθεί, την περίοδο εκείνη, η πρωτοφανής ευφορία των κτημάτων του.
Εδώ όμως φαίνεται καθαρά το δράμα του άφρονα πλούσιου. Αντί να ευχαριστήσει τον δωρεοδότη Κύριο για την μεγάλη αυτή ευλογία της πλούσιας σοδειάς και από τα δώρα αυτά του Θεού να προσφέρει κι αυτός στους συνανθρώπους του, ως ιδιοτελής και φίλαυτος βυθίστηκε σε πολλές και καταθλιπτικές μέριμνες, που αφορούσαν τον εαυτό του και μόνον. Διαπίστωσε ότι οι αποθήκες που είχε, όσοι μεγάλες κι αν ήταν, δεν επαρκούσαν να χωρέσουν την πλούσια σοδειά. Κι αυτός δεν ήθελε να χάσει τίποτε από αυτά, ούτε να διαθέσει κάτι για τους πτωχούς, για τους συνανθρώπους του.
Έλεγε ξανά και ξανά, ημέρα και νύκτα, ότι «οὐκ ἒχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου». «Τούς καρπούς μου», έλεγε, «τά ἀγαθά μου». Τα θεωρεί όλα δικά του. Νομίζει ότι έχει το απόλυτο δικαίωμα επ’ αυτών. Μέσα σ’ αυτή του την παραζάλη της αφροσύνης του δεν σκέφθηκε ότι επιτέλους γι’ αυτά εργάστηκαν οι υπηρέτες του, οι γεωργοί και προ πάντων ότι ο Θεός έφερε ευνοϊκούς τους καιρούς για την πλούσια απόδοση των κτημάτων του.
Ύστερα από πολλές και αγωνιώδεις σκέψεις και συνδυασμούς, βρήκε, όπως νόμιζε, τη λύση. Κατέληξε στην απόφαση να γκρεμίσει τις αποθήκες του και να ανοικοδομήσει άλλες μεγαλύτερες. Να συνάξει εκεί με κάθε επιμέλεια τα πάντα και να μην αφήσει τίποτα να χαθεί, για να έχει άφθονα τα αγαθά, ώστε να τρώει, να πίνει και να ευφραίνεται καθημερινά και για πολλά χρόνια.
Ίσως και να ξεκίνησε την ανοικοδόμηση των νέων αποθηκών. Ίσως και να επιστάτησε με πολύ προσοχή στη συγκομιδή των καρπών. Και γεμάτος από ικανοποίηση έλεγε στον εαυτό του, στην ψυχή του˙ «ψυχή μου, ἒχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἒτη πολλά˙ ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει την σκέψη του, τα γεμάτα αφροσύνη λόγια του. Γιατί; Διότι συνέβη σ’ αυτόν το κοινό για όλους τους ανθρώπους γεγονός, ο θάνατος, το οριστικό και αναπόφευκτο τέρμα της επίγειας ζωής. Όλα τα σκέφθηκε, όλα τα υπολόγισε ο άφρονας πλούσιος, για όλα φρόντισε με κάθε σχολαστικότητα. Ένα μόνο δεν ήθελε να σκεφθεί˙ τον θάνατο και την μετά θάνατο αιωνιότητα. Και έτσι έχασε ανεπανόρθωτα τα πάντα και το πλέον χειρότερο, τον ίδιο τον εαυτό του εις αιώνας αιώνων.
«Ἂφρον» του είπε ο Θεός, ανόητε και απερίσκεπτε, σκοτισμένε από τη φοβερή ιδιοτέλεια και υλοφροσύνη, που ήλπιζες για μια μεγάλη και γεμάτη απολαύσεις ζωή, τώρα, αυτό το βράδυ, το οποίο πριν από πολύ καιρό ονειρευόσουν ως αρχή της ευτυχίας σου, οι άγγελοι του σκότους, οι δαίμονες της κολάσεως απαιτούν και θα πάρουν με βία τη ψυχή σου για να την μεταφέρουν όχι στους κόλπους του Αβραάμ, όπου η χαρά και η ευφροσύνη, αλλά στην απερίγραπτη οδύνη της αιώνιας καταδίκης. «Ἃ δέ ἠτοίμασας, τίνι ἒσται;». Δεν είναι πλέον δικά σου. Δεν γνωρίζεις σε ποια χέρια θα καταλήξουν, ίσως και σε εχθρούς σου. Κι όλα αυτά τα οποία ετοίμαζες για τον εαυτό σου, άλλοι θα τα απολαμβάνουν ενώ εσύ θα φλέγεσαι στη γέενα του πυρός του αιωνίου.
Ταλαίπωρος ο άνθρωπος αυτός. Ο Θεός τον ονόμασε άφρονα. Και πραγματικά ήταν άφρονας από την αρχή μέχρι το τέλος, σε όλες τις ιδιοτελείς επιθυμίες, ενέργειες και επιδιώξεις της αχόρταστης καρδιάς του. Κι αν μερικοί τον θεωρούσαν έξυπνο όταν τον έβλεπαν να συγκεντρώνει θησαυρούς, στην πραγματικότητα όμως ήταν άφρονας. Ήταν άφρονας, διότι δεν θέλησε να διδαχθεί ούτε από τη δική του ως τότε πείρα, ούτε από την πείρα των άλλων, ότι τα πλούτη, όσο πολλά κι αν είναι, δεν είναι ικανά να χαρίσουν την αληθινή χαρά στον άνθρωπο. Του δίνουν κάποια προσωρινή τέρψη, κι αυτή ανάμικτη με στυφότητα και πικρία για να αφήσουν αμέσως μετά το κενό και το άγχος, την πλήξη και την ανία μέσα στην ψυχή.
Ήταν άφρονας, διότι δεν σκέφθηκε ότι ο πλούτος δεν είναι πάντοτε ισόβιο κτήμα του ανθρώπου. Μια πυρκαγιά, ένας σεισμός, ένας πόλεμος, μια οικονομική κρίση και τόσα άλλα που γίνονται καθημερινά στον κόσμο είναι ικανά να εξαφανίσουν και τις πιο μεγάλες περιουσίες, να αφήσουν πτωχό και γυμνό τον άλλοτε πλούσιο. Δυστυχώς δεν είναι λίγα τα παραδείγματα τέτοιων καταστροφών. Τα έχουμε ζήσει είτε στο άμεσο περιβάλλον μας είτε στην Πατρίδα μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πόσοι και πόσοι από πλούσιοι μέσα σε λίγες στιγμές έφτασαν στο έσχατο σημείο της φτώχειας.
Ήταν άφρονας ο πλούσιος της παραβολής, διότι δεν έλαβε υπ’ όψιν του ότι τα χρόνια της ζωής του, όσα πολλά και αν φανταζόταν ότι θα είναι, κάποια στιγμή θα έφθανε το τέλος. Κι έπειτα από το αναπόφευκτο αυτό τέλος, θα ανοιγόταν ενώπιον του η αιωνιότητα. Πως θα παρουσιαζόταν μπροστά στον αδέκαστο Κριτή; Ποια καλά έργα θα είχε να του παρουσιάσει; Πως θα λογοδοτούσε  για την χρήση των αγαθών που του είχε δώσει ο Θεός; Τότε θα έβλεπε, όπως και είδε, ότι έχασε την ψυχή του για τα λίγα αυτά υλικά αγαθά της περιουσίας του.
Και ο Κύριος, για να επιστήσει την προσοχή όλων μας, μήπως και βρεθούμε κι εμείς στην αφροσύνη του πλούσιου, έκλεισε την παραβολή με το συγκλονιστικό δίδαγμα˙ «οὓτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν».
Ο καθένας από μας τι θα παρουσιάσει στον Θεό, όταν βρεθεί ενώπιον του; Τι απολογία θα δώσουμε; Χωρίς αγάπη οι πύλες του ουρανού μένουν κλειστές. Όλα περνούν και φθείρονται. Εκείνο που μένει είναι η καλοσύνη και η αγάπη. Για το λόγο αυτό ας αξιολογήσουμε ορθά τη ζωή μας. Ας δούμε ειλικρινά και χωρίς προκαταλήψεις ότι αφορά τον εαυτό μας και τον κόσμο. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας και ας ατενίσουμε το μέλλον χωρίς φόβο. Ας δούμε την κάθε μας πράξη μέσα από το πρίσμα της αιωνιότητας. Αυτό είναι η πραγματική σοφία, η πραγματική σύνεση. Τότε αποβλέπουμε αληθινά στο αιώνιο συμφέρον μας. Ας ανοίξουμε, λοιπόν την καρδιά μας. Ας δώσουμε ανακούφιση και χαρά στους γύρω μας. Αυτό θα μάς βοηθήσει να διατηρήσουμε την ψυχική μας ισορροπία, ξεφεύγοντας από το επικίνδυνο κλείσιμο στον εαυτό μας. Σ’ αυτό θα μάς βοηθήσει πολύ η σκέψη: Αυτό που ζεις, αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που κάνεις σε τι αποβλέπει; Αμήν.

Κυριακή θ΄ Λουκά «Ἄφρον, ταῦτη τῇ νυκτι τῇ ψυχή σου ἀπαιτουσιν ἀπὸ σου. Ἅ δέ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;» π. Χρίστος Πιτυρίνης

ἔσται;»

evagelistis_loykasΟ Κύριός μας, αγαπητοί μου αδελφοί, περισσότερο απ’ όλες τις αμαρτίες απεχθάνεται την πλεονεξία. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία. Πράγματι! Όταν η αγάπη μας προς τα πλούτη είναι περισσότερη από την αγάπη των συνανθρώπων μας, και απ’ αυτόν το Θεό, είναι ή δεν είναι ειδωλολατρία; Σωστά, λοιπόν, ο Απόστολος των εθνών Παύλος ονομάζει την πλεονεξία ειδωλολατρία. Γι’ αυτό σήμερα στο ευαγγέλιο, βλέποντας ο Χριστός δυο αδελφούς να αντιμάχονται για να λύσουν ένα πρόβλημα οικονομικής φύσεως, θέμα δηλαδή υλικό, αναγκάστηκε να ρωτήσει. «Τίς μέ κατέστησε μεριστήν ἡ δικαστήν ἐφ’ ὑμᾶς;». Και αυτό γιατί ένας από τους δυο αδελφούς, που και αυτός κατά βάθος ήταν πλεονέκτης, ζήτησε από το Χριστό να γίνει δικαστής της διαφοράς τους. Ποιος με έκανε δικαστή ή μεριστή ανάμεσα στους ανθρώπους; ρωτά ο Χριστός.
Ο λόγος που έγινα άνθρωπος είναι να δώσω στον άνθρωπο το φως της Θείας μου διδασκαλίας και να τον απομακρύνω από την ειδωλολατρία. Και επειδή ο Κύριός μας, ως καρδιογνώστης, γνώριζε, όπως προείπα, ότι και τα δυο αδέλφια ήταν πλεονέκτες, θέλοντας να τους θεραπεύσει απ’ αυτό το πάθος τους είπε την παραβολή που ακούσαμε, την παραβολή του άφρωνος πλουσίου. Και λέει ο Κύριός μας τον άρχοντα αυτό της παραβολής άφρονα, δηλαδή ανόητο και άμυαλο, γιατί πραγματικά είναι τρέλα να είσαι μακριά από το Θεό. Είναι τρέλα να λες ότι όλα τα αγαθά που έχεις είναι δικά σου. Λέει το ευαγγέλιο στην παραβολή του άφρονος πλουσίου ότι μια χρονιά τα χωράφια του πλουσίου αυτού ανθρώπου είχαν γεμίσει με τόσους καρπούς με αποτέλεσμα να σκέπτεται που θα τα βάλει. Που να βάλω τα αγαθά μου; έλεγε. Δεν έχω τόσο μεγάλες αποθήκες. Και δεν είχε ύπνο. Ενώ πολλές φορές οι πτωχοί κοιμούνται ανέμελοι, αυτός δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Αλλά κάποτε, τέλος πάντων, βρήκε μια λύση. «Καθελῶν μου τᾶς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω», είπε. Θα γκρεμίσω τις παλιές μου αποθήκες και θα κάνω μεγαλύτερες. Πως όμως ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο σίγουρος ότι τα αγαθά που είχε ήταν δικά του; Λάθος έκανε! Είναι του Θεού. Ο άνθρωπος αυτός νόμιζε ότι όλα μπορούσε να τα κάνει χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Είχε ξεγράψει το Θεό από τη ζωή του. Κάτι τέτοιο όμως δεν κάνουν και πολλοί πλούσιοι της εποχής μας; Δεν λένε ότι οι επιχειρήσεις τους και οι περιουσίες τους είναι αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτούς; Όμως ο άγιος Αθανάσιος, διερωτώμενος γιατί να δίνει ο Θεός στον πλούσιο της παραβολής τόσο πλούτο, αφού γνώριζε πόσο άπληστος και πλεονέκτης ήταν, απαντά και λέει ότι ο Θεός ως «πολυεύσπλαγχνος καὶ οἰκτίρμων» δείχνει την μεγάλη του αγάπη ακόμα και στους πλεονέκτες πλουσίους.
Ο Θεός θέλει την μετάνοια του αμαρτωλού ανθρώπου. Αλλά, δυστυχώς, οι πλούσιοι ξεχνούν το Θεό και όλα τα θέλουν για τον εαυτό τους. Δεν δίνουν σημασία στον πόνο των συνανθρώπων τους. Αν και ακούνε το κλάμα των πτωχών, των χηρών και των ορφανών, εν τούτοις κάνουν πως δεν το ακούν. Στους πλουσίους που μιμούνται τη ζωή του άφρονα πλουσίου του ευαγγελίου οι πονεμένοι άνθρωποι δεν έχουν θέση. Και μαζί με τον άφρονα πλούσιο λένε: «ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Και λένε ότι η ψυχή έχει πολλά αγαθά που μπορεί να τα χρησιμοποιεί για πολλά χρόνια. Ποιος όμως έδωσε στον πλούσιο της παραβολής, αλλά και σε κάθε άλλον πλούσιο που έχει την ίδια νοοτροπία, το δικαίωμα να ελπίζει ότι θα ζει αιώνια; Είχε και έχουν υπογράψει συμβόλαιο με το Θεό; Όχι, βέβαια. Και αυτό αποδείχτηκε πολύ γρήγορα.
Το ίδιο και όλας βράδυ η δικαιοσύνη του Θεού έδωσε την απάντηση στο πλούσιο. «Ἄφρον, του λεει ταῦτη τῇ νυκτι τῇ ψυχή σου ἀπαιτουσιν ἀπὸ σου. Ἅ δέ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;» Άμυαλε, λέει, είπες ότι έχεις πολλά αγαθά. Μπράβο σου, αλλά ο Θεός σου τα χάρισε. Είπες ότι βρήκες τρόπο να τα συνάξεις σε μεγάλες αποθήκες. Και οι πλούσιοι της εποχής μας βρίσκουν τρόπους να φυλάγουν τα χρήματά τους σε μεγάλες τράπεζες του εξωτερικού. Πολύ ωραία, λέει ο Κύριος. Όμως, δεν γνωρίζεις ότι το ίδιο κιόλας βράδυ, και όχι μετά από πολλά χρόνια, θα έρθει το τέλος της ζωής σου. Και θα έρθουν οι δαίμονες να παραλάβουν τη ψυχή σου και όχι οι άγγελοι. Οι δαίμονες θα’ ρθουν γιατί αυτούς διακονούσες τόσα χρόνια. Και όσα ετοίμασες σε ποιον θα μείνουν; Έτσι κάνουν οι άμυαλοι πλούσιοι κάθε εποχής. Έτσι κάνουν και οι πλούσιοι και της σημερινής εποχής. Αυτό όμως είναι τρέλα. Γιατί υπάρχει μια άλλη περιουσία, πνευματική, στην οποία πρέπει να προσβλέπει ο άνθρωπος. Το βλέμμα των χριστιανών πρέπει να είναι στραμμένο στον ουρανό. Να είναι στραμμένο στους ουρανούς όπου είναι οι άγιοι της Εκκλησίας και οι άγιοι άγγελοι και αρχάγγελοι.
Αν το βλέμμα μας είναι στραμμένο στον ουρανό ποτέ μας δεν θα αμαρτήσουμε με τη θέλησή μας. Και ποτέ μας δεν θα οδηγηθούμε στην πλεονεξία και φιλαργυρία «η οποία είναι ειδωλολατρεία», όπως μας λέει ο Απόστολος Παύλος. Αγαπητοί μου αδελφοί! Εύχομαι όλοι μας, να ακούσουμε τη φωνή του Θεού, να ζήσουμε όπως θέλει ο Θεός, να ζήσουμε ευσεβώς και εναρέτως. Και να μην είμαστε πλεονέκτες. Γιατί δυστυχώς, μπορεί να είμαστε πτωχοί, αλλά δεν παύουμε να σκεπτόμαστε τα πλούτη. Ο χριστιανός, όμως, όπως είπαμε νωρίτερα δεν πρέπει να σκέπτεται τα υλικά αγαθά περισσότερο από τα πνευματικά. Η ψυχή μας πρέπει να είναι ενωμένη με το Χριστό που είναι ο πλούσιος εν ελέει, όπως μας λέει πάλι ο Απόστολος Παύλος. Ο Χριστός πρέπει να είναι το παράδειγμα και το υπόδειγμα και εμάς και των παιδιών μας. Για να είναι η ζωή μας σύμφωνη με το θέλημα του Θεού σίγουρα η ζωή μας θα έχει πίστη. Μόνο αν ζούμε έτσι θα κατακτήσουμε τη βασιλεία του Θεού. Αμήν

Κυριακή Θ΄ Λουκά – Συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΔ΄ Κυριακής: Ἐφεσ. β´ 14-22
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Της Κυριακής: Λουκ. ιβ´ 16-21
Ἦχος: βαρύς.— Ἑωθινόν: Β´
ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΕΙΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
1. Συμφιλίωση Θεού και ανθρώπων
Αγεφύρωτο ήταν τό χάσμα πού είχε δημιουργηθεί μεταξύ Θεού καί άνθρώπων μετά τήν πτώση των Πρωτοπλάστων. Ή άμαρτία είχε άπομακρύνει τόν άνθρωπο άπό τόν άληθινό Θεό και τόν είχε παρασύρει στήν ειδωλολατρία. Ακόμα κι οί Ιουδαίοι, πού λάτρευαν τόν άληθινό Θεό, έβλεπαν τήν άδυναμία καί τήν ένοχή τους άπέναντί Του καί περίμεναν τόν Λυτρωτή πού θά τούς χάριζε καί πάλι τήν κοινωνία μέ τόν πανάγαθο Δημιουργό.

Καί πράγματι ήρθε ό Λυτρωτής Χριστός. Κι όπως σημειώνει ό άπόστολος Παΰλος στό σημερινό άποστολικό άνάγνωσμα, δι’ αύτού έχομεν τήν προσαγωγήν οί άμφότεροι έν ένί πνεύματι πρός τόν πατέρα Αύτός μάς έφερε καί τούς δύο λαούς (τούς είδωλολάτρες καί τούς Ιουδαίους), μέσω του ένός Άγιου Πνεύματος, κοντά στόν Πατέρα.
Όταν ένα μικρό παιδί κάνει κάποια σοβαρή ζημιά, δέν τολμά νά πλησιάσει τόν πατέρα του άπό τόν φόβο τής αύστηρής τιμωρίας. Έρχεται όμως ό μεγάλος άδελφός του καί αναλαμβάνει έκείνος νά μεσολαβήσει στόν πατέρα γιά νά δεχθεί το άτακτο παιδί καί νά τό συγχωρήσει. Ό Κύριος μέ τήν ένανθρώπησή Του έγινε ό μεγάλος άδελφός μας καί ό Μεσίτης μεταξύ Θεού καί άνθρώπων. Μέ τόν σταυρικό θάνατό Του θανάτωσε τήν έχθρα πού ύπήρχε έξαιτίας τής άμαρτίας και οδήγησε τόν άνθρωπο πάλι κοντά στό Δημιουργό Του.
Τί άνεκτίμητη δωρεά! Μπορούμε νά καλοϋμε τόν Θεό Πατέρα! Άρκεί νά πιστεύουμε στό Σωτήρα Χριστό καί νά ζοΰμε ένωμένοι μαζί Του μέσα στήν άγκαλιά της ’Εκκλησίας. Τότε θά είμαστε οικείοι τοϋ Θεού, υιοί κατά χάριν.
2. Συμπολίτες των Αγίων
Δέν είναι όμως μόνο τό ότι ό Χριστός μάς οδήγησε κοντά στό Θεό. ’Επιπλέον μάς έφερε καί πιό κοντά μεταξύ μας. Κατήργησε τις διακρίσεις μεταξύ τών λαών, διεκήρυξε τήν ειρήνη καί τήν άγάπη προς όλους άνεξαιρέτως καί κάλεσε όλους τους άνθρώπους νά ένωθοΰν σέ ένα σώμα, τήν ’Εκκλησία, πού άποτελεί πλέον τον έκλεκτό λαό Του.
Στό σπίτι τοϋ Θεού δέν είμαστε ξένοι ούτε καί μόνοι. Είμαστε οικείοι του Θεού, καί γί αύτό αισθανόμαστε καί μεταξύ μας οικειότητα καί έγκαρδιότητα. Αύτό είναι το συμπέρασμα πού ύπογραμμίζει ό άγιος Απόστολος: ούκέτι έστέ ξένοι καί πάροικοι, άλλά συμπολΐται τών άγιων και οικείοι τού Θεού δέν εϊσθε πλέον ξένοι καί προσωρινοί κάτοικοι στή Βασιλεία τού Θεού, άλλά είσθε συμπολίτες τών Αγίων καί μέλη τής οικογένειας τού Θεού.
Τί ώραίο πράγμα νά αισθανόμαστε αύτόν τόν σύνδεσμο μεταξύ μας! Ανήκουμε στήν ίδια οικογένεια, τήν ’Εκκλησία. Είμαστε συμπολίτες τών Αγίων! Δέν μάς συνδέει απλώς κάποια σαρκική συγγένεια ή κοινή καταγωγή, άλλά ό ’ίδιος Πατέρας, ή ίδια οικογένεια, ή ούράνια Πατρίδα μας, ή αιώνια Βασιλεία τού Θεού. Κι άν κάποιοι θεωρούν καύχημά τους νά έχουν συγγενή ή συμπατριώτη κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, έμείς άς θεωρούμε άσύγκριτα μεγαλύτερη τιμή τό γεγονός ότι είμαστε συμπολίται μέ όλους τούς Αγίους: την Ύπεραγία Θεοτόκο, τούς Προφήτες και τούς Αποστόλους, τούς Μάρτυρες και τούς Όσίους, τούς Ποιμένες καί Διδασκάλους τής ’Εκκλησίας μας. Οί Άγιοι εΐναι κοντά μας καί παρακολουθούν τόν άγώνα μας. Κι έμείς έχουμε τό θάρρος νά ζητούμε τις πρεσβείες τους καί νά έλπίζουμε στή βοήθειά τους.
3. Συν - αρμολόγηση
Μέ διάφορους τρόπους ό άπόστολος Παύλος έκφράζει τή σπουδαία άλήθεια ότι κάθε χριστιανός δέν μπορεί νά ζεΐ άτομικά τό γεγονός τής σωτηρίας του, άλλά μόνο μέσα στό σύνολο τής’Εκκλησίας. Για τόν λόγο αύτό χρησιμοποιεί τό παράδειγμα τής οικοδομής ή όποια έχει ώς άκρογωνιαΐο λίθο τόν Κύριο Ίησού Χριστό, και πάνω στή βάση αύτή τίθενται ώς θεμέλια οί Απόστολοι καί οί Προφήτες. Μ’ αύτόν τόν τρόπο, γράφει ό άγιος Άπόστολος, πάσα ή οικοδομή συναρμολογουμένη αΰξει εις ναόν άγιον έν Κυρίω- έν ω και ύμείς συνοικοδομεΐσθε εις κατοικητήριον τοϋ Θεοϋ έν Πνεύματι όλη ή οικοδομή τής ’Εκκλησίας ένώνεται άρμονικά καί στερεά καί αύξάνει, ώστε νά γίνεται ναός άγιος, όπως τόν θέλει ό Κύριος. Κι έσείς, μέ τήν ένωσή σας μέ τόν Κύριο, οίκοδομείσθε μαζί μέ τούς άλλους πιστούς γιά να γίνετε ναός καί κατοικητήριο, στό όποιο θα κατοικεί ό Θεός μέ τό Πνεύμα Του.
Συναρμολόγηση - συνοικοδόμηση. Λέξεις πού έκφράζουν τόν σύνδεσμο των πιστών άλλά καί τήν έξάρτηση τοϋ ένός άπό τόν άλλο. Στό κτίσιμο μέ πέτρα είναι ολόκληρη τέχνη ή άρμολόγηση,δηλαδή ή κατάλληλη τοποθέτηση καί γερή συγκόλληση τών πετρών, ώστε νά είναι στέρεο το οικοδόμημα. Καί στήν πνευματική ζωή δεν κτίζουμε αύτόνομα καί άνεξάρτητα οικοδομήματα.
Δέν έχουμε δικαίωμα νά φροντίζουμε γιά τήν προσωπική μας οικοδομή άδιαφορώντας γιά τήν πρόοδο τοϋ άλλου. Οίκοδομείτε εις τόν ένα, παραγγέλλει σέ άλλο σημείο ό Άπόστολος (Α' Θεσ. ε' 11). Νά οίκοδομείτε στήν άρετή ό ένας τον άλλο. Ό καθένας μας οφείλει νά οίκοδομείται μέσα στήν ’Εκκλησία μέ τέτοιο τρόπο, ώστε νά ένώνεται άρμονικά μέ τους άλλους πιστούς, καί όλοι μαζί ένωμένοι μέ τόν Κύριο νά συναποτελούμε έναν άγιο ναό, κατοικητήριο τοϋ ζώντος Θεού.

Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
πηγή

Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας (Λουκ. ιβ΄16-21)Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ



«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;»

Ὁ Κύριος ἐξαιτίας μιᾶς ἐρωτήσεως κάποιου γιὰ κληρονομικὲς ὑποθέσεις μὲ τὸν ἀδελφό του εἶπε «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. 12,15), δηλ. κι ἂν ἔχει κάποιος ἀφθονία, τὰ πλούτη του δὲν τοῦ δίνουν ζωή. Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲ συμπαρεκτείνεται μὲ τὰ ἀνθρώπινα πλούτη. Στὴ συνέχεια γιὰ νὰ στηρίξει τὴ διαπίστωσή Του αὐτὴ ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος καὶ ἄπληστου πλουσίου. Ἂς δοῦμε τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας του.



Τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου.

Πρῶτα πρῶτα στὴν παραβολὴ φαίνεται ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εὐφόρησε κάποιο χωράφι τοῦ πλουσίου, ἀλλὰ «ἡ χώρα» (ὅπ. π. στίχ. 16). Ὅλα τὰ κτήματά του τὴ χρονιὰ ἐκείνη ἦταν καρποφόρα. Μπροστὰ στὰ ἀναμενόμενα ἀγαθὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβει ὁ ἄπληστος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, συμπεριφέρθηκε ἀνόητα. Καταλήφθηκε ἀπὸ ἄπληστους λογισμούς. Θέλοντας νὰ μαζέψει ὅλους τοὺς καρποὺς του ἐξαιτίας τῆς πλεονεξίας του καὶ μὴν μπορώντας, ἐπειδὴ ὁ ὄγκος τῶν ἀγαθῶν ἦταν μεγάλος, «ἑξαπορεῖται καὶ στεναχωρεῖται, ὡς ἄγαν πένης, ὁ ἄγαν πλούσιος», δηλ. στενοχωριέται σὰν εἶναι πάρα πολὺ φτωχός, ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, τονίζει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός. Ἔπρεπε ἢ νὰ δώσει τοὺς παλαιοὺς καρποὺς στοὺς πτωχοὺς ἢ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ γιὰ τὴν εὐφορία. Τίποτε ἀπὸ τὰ δύο δὲν ἔκανε. Δὲν κατάλαβε πὼς ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ἀγαθὰ ὄχι γιὰ νὰ τρώγει αὐτός, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς ἀνήμπορους. Τὸ ὅτι εὐφόρησε ἡ χώρα του δείχνει τὸ βάθος τοῦ πλούτου του. Αὐτὸς ποὺ εἶχε τόσο πλοῦτο, φωνάζει σὰν φτωχός. Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἀγαθὰ κι ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε μὲ ἀπληστία.

Ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ὁμιλεῖ. Λέγει: «Οἱ ἀποθῆκες μου, οἱ καρποί μου, τὰ ἀγαθά μου, τὰ γεννήματά μου· «ἡ ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ὅπ. π. στίχ. 17 καὶ ἑξ.). Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται στὴν παραβολὴ σὰν νὰ μὴν ἔχει συγγενεῖς, οἰκογένεια, παιδιά, γνωστοὺς καὶ οἰκείους. Μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του κάνει λόγο. Σὰν νὰ λέγει: «Οὐδένα ἔχω κοινωνόν, οὐδένα μεριστὴν ποιοῦμαι, οὐ τοῦ Θεοῦ εἰσιν, ἀλλ’ ἐμά, μόνος οὖν ἀπολαύσω» (ἅγιος Θεοφύλακτος), δηλ. «δὲν ἔχω κανέναν ποὺ νὰ συμμεριστεῖ τὰ πλούτη μου, κανένας δὲ θὰ τὰ μοιραστεῖ μαζί μου, δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δικά μου, μόνος μου θὰ τὰ ἀπολαύσω». Ἡ ἀπληστία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ στεγνώσει ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο αἴσθημα. Διαλύει συγγενικοὺς δεσμοὺς καὶ ἀποξενώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ σύνολο.

Ἄλλο σημεῖο τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου εἶναι οἱ ἐπιθυμίες του γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ φαγητό, ἡ εὐωχία καὶ ἡ ἀπόλαυση ἦταν τὰ μόνα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, ὅταν θὰ μάζευε τὸν πλοῦτο. Σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πὼς μὲ τὴ λέξη «εὐφραίνου» ὑποδηλώνονται τὰ ὑπογάστρια πάθη· «ἀκολουθεῖ γὰρ τῷ κόρῳ τὰ ἀφροδίσια», δηλ. ἀκολουθοῦν τὸν κόρο (τὴν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν) τὰ ἀφροδίσια πάθη. Πράγματι τὰ σαρκικὰ πάθη πολλὲς φορὲς συμβαδίζουν μὲ τὴν πλησμονὴ (χόρτασμα) τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ μάλιστα τῆς γαστριμαργίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν πὼς ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ μητέρα τῆς πορνείας. Μετὰ ἀπὸ φαγοπότια καὶ κραιπάλες καὶ μέθες εἶναι συνηθισμένο φαινόμενο νὰ πέφτουν οἱ συμμετέχοντες σὲ τέτοιες καταστάσεις στὴν πορνεία. Ἡ ἀπληστία καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο.



Εἶναι μεγάλο πάθος ἡ ἀπληστία.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία ὁμιλία του γράφει πὼς τὰ πάθη ποὺ πολεμοῦν τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ πλεονεξία, ἡ ἀκολασία καὶ ἡ κακὴ ἐπιθυμία· «Τὰ τυραννοῦντα μάλιστα τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος,ταῦτά ἐστι· πλεονεξία καὶ ἀκολασία καὶ ἐπιθυμία κακή». Ὁ πλεονέκτης, ποὺ εἶναι εἰδωλολάτρης (Ἐφεσ. 5,5), δὲν εἶναι ποτὲ εἰρηνικός. Πάντοτε εἶναι στὴν ταραχή. Μηχανεύεται τρόπους νόμιμους ἤ ἀνόμους γιὰ νὰ συλλέξει περισσότερα ἀγαθὰ στὴ ζωή του. Εἶναι καχύποπτος γιατί δὲν ἐμπιστεύεται κανέναν ἀπὸ τοὺς οἰκείους του ἢ γνωστοὺς ἤ, ἀκόμη, κι ἐκείνους ποὺ τὸν πλησιάζουν μὲ καλὴ πρόθεση. Ὅλους τοὺς ὑποψιάζεται καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ ἀμφιβολία. Φοβᾶται μήπως τὸν ἀδικήσουν ἢ τὸν ζημιώσουν. Ὁ ἄπληστος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καθαρὰ νοήματα καὶ καρδιά. Ὁ Κύριος εἶπε πὼς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ἐκπορεύονται μεταξὺ ἄλλων καὶ «πλεονεξίαι» (Μάρκ. 7,22). Μάλιστα τονίζει πὼς ὅλα αὐτὰ «κοινοῖ τὸν ἀνθρωπον» (ὅπ. π. στίχ. 23), δηλ. μολύνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πλεονεξία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μᾶς ἀποθηριώνει.


Ἀδελφοί μου,

Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἀλλὰ στὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ πλεονεξία εἶναι ὄντως μιὰ εἰδωλολατρία. Σὲ πολλοὺς ἔχει ὑποκαταστήσει τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἐπαναστήσουμε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἂς ἀναζητήσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πλοῦτος ἄσυλος καὶ θησαυρὸς «ἀνέκλειπτος» (Λουκ. 12,33). Εἶναι ἀγαθὸ ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν ἀξία του καὶ ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν πάντοτε ἔχουμε ἀνάγκη.

Κυριακή Θ’ Λουκά: Η παραβολή του άφρονα πλουσίου (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Λουκ. ιβ’ 16-21)

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήρθε στη γη για να θεραπεύσει τους ανθρώπους από τα φθοροποιά πάθη και τις ροπές τους. Τα πάθη κι οι ροπές είναι σοβαρές ψυχικές παθήσεις.
Κλέβει ποτέ ένας γιός από τον πατέρα του; Όχι. Ο δούλος όμως κλέβει από τ’ αφεντικό του. Τη στιγμή που ο Αδάμ εγκατέλειψε την ιδιότητα του υιού κι απόκτησε την ιδιότητα του δούλου, το χέρι του απλώθηκε για να πιάσει τον απαγορευμένο καρπό. Γιατί ο άνθρωπος κλέβει αυτό που ανήκει σ’ έναν άλλο; Είναι επειδή το χρειάζεται; Ο Αδάμ τα είχε όλα, δεν του έλειπε τίποτα. Παρ’ όλ’ αυτά όμως προχώρησε στην κλοπή. Γιατί ο άνθρωπος κλέβει άλλον άνθρωπο κι ο δούλος άλλο δούλο; Επειδή έμαθαν πρώτα να κλέβουν από τ’ αφεντικό τους. Οι άνθρωποι συνήθως κλέβουν πρώτα από το Θεό κι έπειτα ο ένας από τον άλλο. Ο προπάτορας του ανθρώπινου γένους άπλωσε το χέρι του να κλέψει πρώτα αυτό που ανήκε στο Θεό κι έπειτα, σαν αποτέλεσμα, οι απόγονοί του άρχισαν να κλέβουν ο ένας τον άλλο.
Οι άνθρωποι κλέβουν από Θεό και ανθρώπους, από τη φύση κι από τον εαυτό τους. Ο άνθρωπος δεν κλέβει μόνο με τις σωματικές αισθήσεις του, αλλά και με την καρδιά, την ψυχή και το νου του. Δεν υπάρχει πράξη κλοπής που ο διάβολος να μην είναι συνεργός του ανθρώπου. Είναι ο υποβολέας και υποκινητής κάθε κλοπής. Είναι ο εισηγητής και καθοδηγητής κάθε σκέψης για κλοπή. Κανένας κλέφτης στον κόσμο δεν ήταν ποτέ μόνος του. Συνήθως υπάρχουν τουλάχιστο δύο που συμμετέχουν σε μια κλοπή κι ένας τρίτος που παρακολουθεί. Ο άνθρωπος κι ο διάβολος πάνε για να κλέψουν κι ο Θεός που τους βλέπει. Όπως η Εύα δεν έκλεψε μόνη της, αλλά παρέα με το διάβολο, έτσι κανένας άνθρωπος δεν έχει τελέσει μια πράξη κλοπής μόνος του, αλλά πάντα με την παρέα του διαβόλου.


Ο διάβολος όμως δεν είναι μόνο καθοδηγητής και συνοδός στην κλοπή, αλλά κι εκείνος που τη διαδίδει. Δεν τον ενδιαφέρουν τα κλεμμένα, αλλά η απώλεια της ψυχής του ανθρώπου, η διχόνοια και το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους κι η απώλεια ολόκληρης της ανθρωπότητας. Δεν πηγαίνει να κλέψει για χάρη της κλοπής, αλλ’ «ως λέων ορυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α' Πέτρ. ε’ 8). Το ότι είναι ο διάβολος που παρακινεί την ψυχή σε κάθε πονηρό έργο και σπέρνει κάθε πονηριά στην ψυχή, το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος (βλ. Ματθ. ιγ' 39). Με κάθε κλοπή που κάνει ο άνθρωπος, ο διάβολος κλέβει ένα μέρος από την ψυχή του. Η ψυχή του κλέφτη συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, μαραίνεται και πεθαίνει, όπως ο πνεύμονας που έχει προσβληθεί από φυματίωση.

Για ν’ απαλλαγεί κανείς από το πάθος της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως όλα όσα έχει είναι του Θεού κι όχι δικά του. Όταν χρησιμοποιεί τα υπάρχοντά του, πρέπει νά ‘χει κατά νου πως αυτά είναι του Θεού, όχι δικά του. Όταν τρώει στο τραπέζι, πρέπει να ευχαριστεί το Θεό, γιατί το ψωμί δεν είναι δικό του, αλλά του Θεού. Για να θεραπευτεί ο άνθρωπος από την αρρώστια της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως και τα υπάρχοντα των άλλων είναι του Θεού. Επομένως όταν κλέβει από τους ανθρώπους, είναι σα να κλέβει από το Θεό. Είναι δυνατό να κλέψει κανείς από Εκείνον που βλέπει τα πάντα; Για να καταδιώξει ο άνθρωπος τον πονηρό συνεργό του στην κλοπή, τον σπορέα κάθε κακού, πρέπει ν’ αγρυπνεί για την ψυχή του, ώστε ο διάβολος να μη σπείρει μέσα του επιθυμίες κλοπής. Κι όταν τις βρίσκει σπαρμένες μέσα του, πρέπει να παλέψει για να τις κάψει με τη φωτιά της προσευχής. Δεν είναι παράφρονας ο άνθρωπος που τρέχει πίσω από το κακό, όταν έχει γνωρίσει το καλλίτερο; Δεν είναι ανόητος και γελοίος ο κλέφτης που επισκέπτεται το σπίτι κάποιου άλλου τη νύχτα για να κλέψει βαμβακερά εμπορεύματα, όταν βλέπει το φίλο του να τον επισκέπτεται για να του χαρίσει ένα φορτίο γεμάτο βαμβακερά και μεταξωτά;
Ο Κύριος Ιησούς που αγαπά το ανθρώπινο γένος, έφερε μαζί Του και άνοιξε για τον άνθρωπο αμέτρητα κι ασύγκριτα ουράνια δώρα και κάλεσε όλους τους ανθρώπους να τα πάρουν, φανερά κι ελεύθερα, με έναν όρο: ν’ αποσπάσουν πρώτα την ψυχή τους από τα φθαρτά επίγεια αγαθά. Μερικοί άνθρωποι τον υπάκουσαν, πήραν τα δώρα τους και πλούτισαν. Άλλοι όμως δεν τον υπάκουσαν και έμειναν με τα φθαρτά και κλεμμένα πλούτη τους. Σαν προειδοποίηση σ’ αυτούς τους τελευταίους, ο Κύριος είπε την παραβολή του σημερινού ευαγγελίου.

***

«Είπε δε παραβολήν προς αυτούς λέγων· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα. και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· τί ποιήσω, ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου;» (Λουκ. ιβ' 16, 17). Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απλά πλούσιος. Η σοδειά του ήταν τόσο πλούσια από το θερισμό, ώστε δεν είχε που να βάλει τους καρπούς. Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος έβλεπε τα χωράφια με τα σιτηρά του, τα περιβόλια και τ’ αμπέλια του που έγερναν από το βάρος των καρπών, τους κήπους του που ήταν γεμάτοι από κάθε λογής λαχανικά και τις κυψέλες του που ήταν γεμάτες μέλι, αλλά δε γύρισε προς τον ουρανό ν’ αναφωνήσει: «Δόξα σοι, Ύψιστε και πολυέλεε Κύριε! Πόσα πλούτη έχει η δύναμη κι η σοφία Σου, πόσα βγάζεις από τη μαύρη γη! Με τις ακτίνες του ήλιου Σου δίνεις γλυκύτητα σ’ όλα τα φρούτα στη γη! Σε κάθε φρούτο έχεις δώσει ένα πανέμορφο σχήμα κι ένα καταπληκτικό άρωμα! Τους λιγοστούς μου κόπους τους αντάμειψες εκατονταπλάσια! Ελέησες το δούλο Σου κι έδωσες με τα χέρια Σου τόσο πλούσια δώρα στην αγκαλιά του! Παντοδύναμε Κύριε, δίδαξέ με να δώσω χαρά στ’ αδέρφια και στους συνανθρώπους μου με τα δώρα Σου αυτά. Έτσι εκείνοι θα ευχαριστήσουν και θα δοξολογήσουν μαζί μου το άγιο όνομά Σου και την ανέκφραστη αγαθότητά Σου».
Μήπως είπε τέτοια λόγια ο πλούσιος; Όχι! Αντί να θυμηθεί το Δοτήρα κάθε αγαθού, αρχικά σκέφτηκε που να μαζέψει και να φυλάξει τ’ αγαθά του, όπως ο κλέφτης που βρίσκει μια τσάντα με χρήματα στο δρόμο και δεν τον απασχολεί σε ποιόν ανήκουν αυτά, ποιος τά ‘χασε, αλλά πρώτη σκέψη του είναι που να τα κρύψει. Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος στην πραγματικότητα είναι ένας κλέφτης. Δεν μπορεί να ισχυριστεί πως όλ’ αυτά τα αγαθά βγήκαν από δικούς του κόπους. Ο κλέφτης ασχολείται με την κλοπή και χρησιμοποιεί κάθε επιδεξιότητα κι εξυπνάδα. Συχνά χρησιμοποιεί περισσότερη εξυπνάδα και πονηριά από τον σποριά ή τον ζευγολάτη. Ο πλούσιος δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον ήλιο, τη βροχή, τους ανέμους και τη γη. Αυτά είναι τα τέσσερα κύρια στοιχεία - χώμα, αέρας, ήλιος και νερό - που με το θέλημα του Θεού κάνουν τα δέντρα και τα φυτά να καρποφορούν. Η αφθονία των φρούτων επομένως δεν είναι δικό του κατόρθωμα ούτε αποτέλεσμα της εργώδους προσπάθειάς του. Αλλ’ ούτε με το δικαίωμα κατοχής του ανήκουν, αφού δεν είναι δικά του ούτε ο ήλιος ούτε η βροχή ούτε ο άνεμος ούτε η γη.
Η αφθονία των καρπών είναι δώρο του Θεού. Στα μάτια των ανθρώπων φαίνεται αγνώμων εκείνος που δέχεται δώρο από έναν άλλο και δε λέει «ευχαριστώ» ούτε και δίνει κάποια προσοχή στο δωρητή, αλλά βιάζεται να κρύψει το δώρο σε ασφαλές μέρος. Ένας συμπαθής ζητιάνος, όταν του δίνουν ένα κομμάτι ξερό ψωμί, ευχαριστεί εκείνον που του το πρόσφερε. Ο πλούσιος όμως δεν έκανε ούτε μια σκέψη, δε βρήκε ούτε ένα λόγο να ευχαριστήσει το Θεό για τόσο πλούσια σοδειά. Ούτε ένα μικρό χαμόγελο χαράς δε ζωγραφίστηκε στα χείλη του για την τόσο θαυμαστή και μεγάλη χάρη που έλαβε από το Θεό. Αντί για προσευχή ευχαριστίας και δοξολογίας στο Θεό και καρδιακή χαρά, άρχισε αμέσως ν’ ανησυχεί, να σκέφτεται πως θα μαζέψει τόσα αγαθά και να τα διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μείνει πίσω ούτε ένα σπυρί για τα πουλιά, ούτε ένα μοναδικό μήλο να πέσει στα χέρια των φτωχών γειτόνων του.
«Και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου» (Λουκ. ιβ' 18). Προσέξτε σε τι μεγάλους κόπους προβαίνει ένας ασυλλόγιστος άνθρωπος! Αντί να προσπαθήσει να σκοτώσει τον παλαιό άνθρωπο μέσα του και ν’ αναστήσει το νέο, εξαντλεί όλες του τις προσπάθειες στο να γκρεμίσει τις παλιές αποθήκες, τους στάβλους και τα υποστατικά του, για να χτίσει καινούργια. Αν η πλούσια συγκομιδή του συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να μεγαλώσει πάλι τις σιταποθήκες του ή να χτίσει καινούργιες. Έτσι οι σιταποθήκες του από χρόνο σε χρόνο αυξάνονται ή μεγεθύνονται, ενώ η ψυχή του ολοένα στενεύει και παλιώνει κι οι παλιοί καρποί του σαπίζουν, όπως κι η ψυχή του. Γύρω του σωρεύεται το μίσος κι εναντίον του εκτοξεύονται κατάρες. Οι φτωχοί θα βλέπουν με φθόνο τα πλούτη του κι οι πεινασμένοι θα καταριούνται τη σκληρότητα, τη φιλαυτία και την ιδιοτέλειά του. Έτσι τα πλούτη του φέρνουν την καταστροφή τόσο στον ίδιο όσο και στους ανθρώπους που ζουν κοντά του. Η ψυχή του θα χαθεί από τη σκληροκαρδία και τη φιλαυτία του. Οι ψυχές των άλλων θα βλαφτούν από το φθόνο και τις κατάρες. Βλέπετε πως χρησιμοποιεί τα δώρα του Θεού ένας άνθρωπος χωρίς επίγνωση, τόσο για τη δική του όσο και για των άλλων την απώλεια. Ο Θεός του έδωσε τα πλούτη για να βοηθήσουν στη σωτηρία τόσο τη δική του όσο και των άλλων, εκείνος όμως τα χρησιμοποίησε για κατάρα, για το κακό το δικό του, μα και των άλλων.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει όλους εκείνους που είναι πρόθυμοι να δεχτούν συμβουλή: «Έφαγες μέχρι κορεσμού; Θυμήσου τους πεινασμένους. Ικανοποίησες τη δίψα σου; Θυμήσου τους διψασμένους. Ζεσταίνεσαι καλά; Θυμήσου αυτούς που κρυώνουν. Ζεις σ’ ένα πλούσια επιπλωμένο σπίτι; Βάλε μέσα και τους άστεγους. Ένιωσες ευτυχισμένος σε μια γιορτή; Προσπάθησε να χαροποιήσεις τους λυπημένους και τους θλιμμένους. Σε τιμούν ως άνθρωπο πλούσιο; Προσπάθησε να επισκεφτείς και ν’ ανακουφίσεις τους ενδεείς. Είσαι ευχαριστημένος από τον προ­ϊστάμενό σου; Κάνε και τους υφισταμένους σου χαρούμενους. Αν είσαι σπλαχνικός κι ευγενικός μαζί τους, θα βρεις έλεος κι ευσπλαχνία όταν η ψυχή σου αναχωρήσει από το σώμα σου».
Δύο μεγάλοι ασκητές στην έρημο της Αιγύπτου προσευχήθηκαν στο Θεό να τους αποκαλύψει αν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να υπηρετεί το Θεό καλύτερα απ’ αυτούς. Και τους αποκαλύφτηκε το εξής: Δέχτηκαν την εντολή να πάνε σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος και σ’ ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, για να βρουν απάντηση στο ερώτημά τους. Πήγαν στον τόπο που τους αποκαλύφτηκε και βρήκαν έναν απλοϊκό άνθρωπο που τον έλεγαν Ευχάριστο. Ήταν κτηνοτρόφος. Οι ασκητές δε βρήκαν τίποτα αξιόλογο στον άνθρωπο αυτό, αλλά τον ρώτησαν πώς προσπαθούσε να τηρήσει το θέλημα του Θεού. Ο Ευχάριστος δίστασε αρκετά κι υστέρα τους είπε πως μοίραζε όσα κέρδιζε από τα ζωντανά του σε τρία μερίδια: Το ένα μερίδιο το έδινε στους φτωχούς και τους άπορους, άλλο ένα για να περιποιείται τους ξένους και το τρίτο το κρατούσε για τον εαυτό του και τη σεμνή σύζυγό του. Οι ασκητές τ’ άκουσαν αυτά, ευχαρίστησαν τον ευεργέτη τους και γύρισαν στα κελλιά τους.
Βλέπουμε από το παράδειγμα αυτό πως ο Θεός λογαριάζει μεγαλύτερη αρετή την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία από τον αυστηρό ασκητισμό. Ο άπληστος πλούσιος της παραβολής μας δε σκεφτόταν καθόλου το Θεό, την ψυχή του ή τη φιλανθρωπία. Μοναδική του σκέψη ήταν να επεκτείνει τις σιταποθήκες του, για να στοιβάσει μέσα όλα τα γεννήματα από τους αγρούς του. Και τί θα γίνει όταν θά ‘χει κάνει όλ’ αυτά; Ας ακούσουμε τον ίδιο:
«Και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου» (Λουκ. ιβ' 19). Μπορεί η ψυχή να φάει ή να πιει; Το σώμα καταναλώνει τη σοδειά του, όχι η ψυχή. Ο πλούσιος άνθρωπος όταν μιλάει για την ψυχή του εννοεί το σώμα του. Η ψυχή αναπτύχθηκε μέσα στο σώμα του, έγινε ένα μαζί του, ο πλούσιος ξέχασε ως και τ’ όνομά της. Δεν μπορεί να βρεθεί καλλίτερη έκφραση για τον καταστροφικό θρίαμβο του σώματος κατά της ψυχής. Φανταστείτε ένα αρνί παγιδευμένο στη φωλιά ενός σκύλου, ξεχασμένο μέσα εκεί. Ο σκύλος γυρίζει και φέρνει στη φωλιά τροφή για τον ίδιο. Όταν γεμίσει τη φωλιά του με σάπια κρέατα και κόκκαλα, φωνάζει το πεινασμένο αρνί: «Τώρα, αγαπητό μου αρνί, φάγε, πίε, ευφραίνου. Έχουμε φαγητό για πολλές μέρες». Κι υστέρα πέφτει στο φαγητό και τρώει, ενώ το αρνί θα μείνει νηστικό και θα πεθάνει από την πείνα. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται στην ψυχή του ο πλούσιος, όπως κι ο σκύλος στο πεινασμένο αρνί.
Η ψυχή δεν τρέφεται με φθαρτή τροφή, αυτός όμως τέτοια τροφή της προσφέρει. Η ψυχή νοσταλγεί την ουράνια πατρίδα της. Εκεί βρίσκονται οι σιταποθήκες κι η πηγή της ζωής της. Αυτός όμως την καρφώνει στη γη. Ορκίζεται πως θα την κρατήσει έτσι καρφωμένη για πολλά χρόνια. Η ψυχή ευφραίνεται κοντά στο Θεό. Εκείνος όμως δεν προφέρει ποτέ τ’ όνομα του Θεού με τα χείλη του. Η ψυχή τρέφεται με αγάπη κι ευσπλαχνία. Σ’ αυτόν όμως δεν έτυχε ποτέ να χρησιμοποιήσει τα πλούτη του για να δείξει αγάπη κι έλεος στους φτωχούς, στους άπορους και τους ανάπηρους που βρίσκονταν στη γειτονιά του. Η ψυχή επιθυμεί αγνή αγάπη, ουράνια. Εκείνος όμως ρίχνει λάδι στο καμίνι των παθών του, λιβανίζει την ψυχή του με το δύσοσμο άρωμα που αυτά παράγουν. Η ψυχή αναζητά το στολισμό της, δηλαδή αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια (πρβλ. Γαλ. ε’ 22, 23). Εκείνος όμως τη φορτώνει με μέθη, λαιμαργία, μοιχεία και ματαιότητα. Πώς θα μπορούσε να μην πεθάνει ένα χορτοφάγο αρνί, όταν έχει για συντροφιά ένα σαρκοβόρο σκυλί; Πώς μπορεί να ζήσει η ψυχή όταν καταπιέζεται από ένα βαρύ πτώμα;
Ολόκληρη η ανοησία του πλουσίου βέβαια δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι προσφέρει κρέας στο αρνί ή μάλλον σαρκική τροφή στην ψυχή. Είναι και το ότι μεταβάλει τον εαυτό του σε κυρίαρχο του χρόνου και της ζωής. Βλέπουμε πως προετοιμάζει για τον εαυτό του τροφές και ποτά για έτη πολλά. Ας ακούσουμε εδώ όμως και τη φωνή του Θεού:
«Είπε δε αυτώ ο Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ' 20). Έτσι μίλησε ο Κύριος της ζωής και του κόσμου, ο δημιουργός του χρόνου και του θανάτου, που «εν χειρί αυτού ψυχή πάντων ζώντων και πνεύμα παντός ανθρώπου» (Ιώβ, ιβ' 10).
Ανόητε άνθρωπε! Γιατί σκέφτεσαι με την κοιλιά σου κι όχι με το νου σου; Όπως δεν ήταν στη δική σου δύναμη να ορίσεις την ημέρα που θα γεννηθείς, έτσι δεν μπορείς να ορίσεις και τη μέρα που θα πεθάνεις. Ο Κύριος άναψε το καντήλι της επίγειας ζωής σου όταν Εκείνος έκρινε πως ήταν ο κατάλληλος χρόνος. Ο ίδιος θα το σβήσει όταν το αποφασίσει. Όπως τα πλούτη σου δεν όρισαν το χρόνο της έλευσής σου στον κόσμο, έτσι δεν μπορούν να καθυστερήσουν και το χρόνο της αναχώρησής σου. Μήπως η αυγή ή το σούρουπο εναπόκειται σε σένα; Όχι, βέβαια. Το ίδιο δεν εναπόκειται σε σένα κι ο χρόνος που θα διανύσεις στη γη, οι σιταποθήκες και τα κελλάρια σου, τα πρόβατα κι οι στάνες σου. Όλ’ αυτά ανήκουν στο Θεό, όπως κι η ψυχή σου. Κάθε μέρα και κάθε ώρα ο Θεός μπορεί να πάρει αυτά που ανήκουν σε σένα και να τα δώσει σε κάποιον άλλο. Όσο ζεις όλα είναι δικά Του, όπως δικά Του θα είναι και μετά το θάνατό σου. Η ζωή κι ο θάνατός σου βρίσκονται στα χέρια Του. Γιατί λοιπόν προγραμματίζεις για έτη πολλά; Η ζωή σου είναι μετρημένη ως το τελευταίο λεπτό. Η τελευταία σου στιγμή θα τελειώσει τούτη τη νύχτα. Μη λοιπόν σκέφτεσαι το αύριο, τι θα φας ή τι θα πιεις ή τι θα φορέσεις. Σκέψου όμως και ξανασκέψου την ψυχή σου που θα παρουσιάσεις ενώπιον του Θεού, του Δημιουργού και Κυρίου σου. Σκέψου περισσότερο τη βασιλεία του Θεού, γιατί αυτή αποτελεί την τροφή της ψυχής σου (βλ. Ματθ. στ’ 31-33).
Ο Κύριος τέλειωσε την παραβολή με τα εξής λόγια: «Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών» (Λουκ. ιβ' 21). Τί θα πάθει ο πλούσιος; Θ’ αποχωριστεί ξαφνικά τα πλούτη του, όπως κι η ψυχή του θα χωριστεί από το σώμα του. Τα πλούτη του θα δοθούν σε άλλους, το σώμα του θα παραδοθεί στη γη κι η ψυχή του θα οδηγηθεί σε τόπο σκοτεινό, όπου «ο βρυγμός και ο τρυγμός των οδόντων». Ούτε ένα καλό έργο δε θα βρεθεί για να τον υποδεχτεί στη βασιλεία των ουρανών, να βρει η ψυχή του κάποιον τόπο εκεί. Το όνομά του δε θα βρεθεί γραμμένο στο Βιβλίο της Ζωής. Δε θα τον γνωρίσουν και δε θα βρεθεί ανάμεσα στους ευλογημένους του Πατρός. Την ανταπόδοσή του την έλαβε ολόκληρη στη γη, τ’ αρίφνητα ουράνια πλούτη του Θεού δε θ’ αποκαλυφτούν στο πνεύμα του.
Πόσο φοβερός είναι ο ξαφνικός θάνατος! Όταν ο άνθρωπος νομίζει πως είναι σταθερά εγκατεστημένος, πως πατάει γερά στη γη, η ίδια γη ανοίγει ξαφνικά και τον καταπίνει, όπως κατάπιε τον Δαθάν και τον Αβειρών (βλ. Αριθ. ιστ’ 32). Όταν κάποιος αγνοεί το Θεό κι επιδιώκει για πολλά χρόνια αποκλειστικά την ευωχία, πέφτει φωτιά από τον ουρανό και τον κατακαίει, όπως τα Σόδομα και τα Γόμορα (βλ. Γέν. ιθ' 24). Όταν ο άνθρωπος πιστεύει πως έχει εξασφαλίσει τη θέση του και τά ‘χει καλά τόσο με το Θεό όσο και με τον συνάνθρωπό του, θα πεθάνει ξαφνικά, όπως ο Ανανίας και η Σαπφείρα (βλ. Πράξ. ε’ 5, 10).

***

O αμαρτωλός δημιουργεί διπλή απώλεια με τον ξαφνικό του θάνατο: πρώτα στον εαυτό του κι έπειτα στην οικογένειά του. Στον εαυτό του επειδή πεθαίνει αμετανόητος. Στην οικογένειά του επειδή αιφνιδιάζει τους συγγενείς του μ’ ένα αναπάντεχο χτύπημα κι αφήνει πίσω του εκκρεμότητες. Μακάριος είναι εκείνος που προτού πεθάνει δοκιμάζεται από κάποια αρρώστια, από τον πόνο. Σ’ αυτόν δίνεται η ευκαιρία να κάνει μία ανασκόπηση της ζωής του, να εξετάσει τις αμαρτίες του, να μετανοήσει για όλα τα κακά που έχει κάνει, για όλα τα καλά που δεν έκανε, να θρηνήσει με μετάνοια ενώπιον του Θεού, να καθαρίσει την ψυχή του με δάκρυα και να ζητήσει συχώρεση από το Θεό. Θά ‘χει την ευκαιρία να συγχωρέσει κι αυτός εκείνους που τον πρόσβαλαν, που τον έβλαψαν στη ζωή του, να χαιρετήσει όλους τους φίλους ή εχθρούς του, να θυμήσει στα παιδιά του το φόβο του Θεού, νά ‘χουν στο νου την ώρα του δικού τους θανάτου και να οπλίσουν την ψυχή τους με πίστη, προσευχή και καλά έργα.
Ας δούμε στην Παλαιά Διαθήκη πως πέθαναν οι άνθρωποι που ευαρέστησαν στο Θεό: ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής κι ο Δαβίδ. Προτού πεθάνουν, όλοι τους είχαν αρρωστήσει. Όσο κράτησε η αρρώστια τους, το όνομα του Θεού δεν έλειπε από τα χείλη τους. Άφησαν όλοι καλή κληρονομιά στους απογόνους τους και τους ευλόγησαν. Αυτός είναι θάνατος δίκαιου ανθρώπου.
Ίσως διερωτηθείς: Μα δεν πέθαναν πολλοί από τους δίκαιους στη μάχη, απροετοίμαστοι; Όχι! Οι δίκαιοι ποτέ δεν πεθαίνουν απροετοίμαστοι! Προετοιμάζονται πάντα για το θάνατό τους, περιμένουν από μέρα σε μέρα την αναχώρησή τους απ’ αυτή τη ζωή. Η καρδιά τους βρίσκεται σε διαρκή μετάνοια, εξομολογούνται στο Θεό και τον δοξολογούν. Οι δίκαιοι το κάνουν αυτό σε καιρούς ειρήνης και ευμάρειας. Το κάνουν όμως πολύ περισσότερο σε περιόδους πολέμου, βίας και ταραχών. Η ζωή τους ολόκληρη είναι μια διαρκής προετοιμασία για το θάνατο κι έτσι δεν πεθαίνουν ποτέ απροετοίμαστοι.
Προετοιμασία για το θάνατο σημαίνει επίσης το «να πλουτίζει κανείς εν Χριστώ». Μόνο εκείνοι που πιστεύουν πραγματικά στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή προετοιμάζονται για το θάνατο, για την αιώνια ζωή. Οι άπιστοι δεν προετοιμάζονται ποτέ για το θάνατο. Το μόνο που φροντίζουν, είναι να ζήσουν όσο γίνεται περισσότερο στη γη. Φοβούνται ακόμα και να σκεφτούν το θάνατο και κάνουν ελάχιστη προσπάθεια για «να πλουτίσουν εν Χριστώ». Όποιος προετοιμάζεται για το θάνατο, προετοιμάζεται και για την αιώνια ζωή. Τη φύση της προετοιμασίας αυτής για την αιώνια ζωή, τη γνωρίζει κάθε χριστιανός.
Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει κάθε μέρα την πίστη του στο Θεό, προφυλάσσει την καρδιά του από την απιστία, την αμφιβολία και την κακία, όπως ο συνετός αγρότης προφυλάσσει το αμπέλι του από τα έντομα και τις ακρίδες. Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει καθημερινά τον εαυτό του αν τηρεί τις εντολές του Θεού με πράξεις συγγνώμης, αγάπης και ελεημοσύνης. Μ’ αυτόν τον τρόπο «πλουτίζει εν Χριστώ». Ο συνετός άνθρωπος δεν αποθηκεύει τα αγαθά του σε αποθήκες, αλλά τα εμπιστεύεται στη φύλαξη του Θεού. Το πιο πολύτιμο πράγμα γι’ αυτόν είναι η ψυχή του. Είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός του, το μόνο που δε φθείρεται και δεν πεθαίνει. Ο συνετός άνθρωπος ρυθμίζει τα θέματά του με τον κόσμο ισορροπημένα, καθημερινά. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πεθάνει με σταθερή την πίστη πως θα παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού και κει τον περιμένει ζωή αιώνια. Ο όσιος Αντώνιος έλεγε: «Να σκέφτεσαι μέσα σου και να λες: “Σήμερα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου”. Έτσι δε θ’ αμαρτήσεις ποτέ στο Θεό».
Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα από το να πεις: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!». Έτσι μιλάνε οι ελαφρόμυαλοι κι οι άθεοι. Ο συνετός κι αφοσιωμένος πιστός λέει: «Γενηθήτω το θέλημα του Θεού!» Καλύτερα να μείνεις χρόνια στο κρεβάτι με αρρώστιες και πόνους, παρά να πεθάνεις απροετοίμαστος κι αμετανόητος. Οι πόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο περνούν γρήγορα, όπως κι οι χαρές. Στον άλλο κόσμο όμως δεν υπάρχει τίποτα εφήμερο και παροδικό. Όλα είναι αιώνια, είτε βάσανα είτε χαρά. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να υποφέρεις λίγο εδώ παρά εκεί, όπου το μέτρο τόσο του πόνου όσο και της χαράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο.
Γενηθήτω το θέλημα του Θεού! Προσευχόμαστε στον παντεπόπτη Θεό μας να μη μας στείλει ξαφνικό θάνατο, ενώ βρισκόμαστε μέσα στην αμαρτία, στις κακές μας πράξεις, αλλά να μας λυπηθεί, όπως λυπήθηκε το βασιλιά Εζεκία (βλ. Ησ. λη' 1-5) και να μας δώσει χρόνο μετάνοιας. Να μας ελεήσει και να μας δώσει κάποια ένδειξη ότι ο θάνατος είναι κοντά, ώστε να βιαστούμε να ζήσουμε κάπως καλύτερα και να γλιτώσουμε την ψυχή μας από το «αιώνιο πυρ». Έτσι τα ονόματά μας θα γραφτούν στη Βίβλο της Ζωής και τα πρόσωπά μας θα είναι ορατά στη βασιλεία του Χριστού, του Θεού μας.
Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...