Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2015

Η δύναμη της υπομονής

                        Κάποιος μοναχός, από δαιμονική επήρεια, έπεφτε συχνά σε σαρκικό αμάρτημα. Ολοένα όμως βίαζε τον εαυτό του να μην πετάξει το σχήμα του. Και κάνοντας την καθημερινή του προσευχή, ικέτευε το Θεό στενάζοντας και λέγοντας:

– Κύριε, θέλω δε θέλω, σώσε με! Γιατί εγώ, σαν λάσπη που είμαι, ποθώ τη βρωμιά της αμαρτίας. Εσύ όμως, σαν Θεός παντοδύναμος, μπορείς να μ’ εμποδίσεις. Αν ελεήσεις τον δίκαιο, τίποτα το σπουδαίο. Κι αν σώσεις τον καθαρό, τίποτα το θαυμαστό. Αυτοί είναι άξιοι ν’ απολαύσουν την αγαθότητά Σου. Σε μένα, Δέσποτα, φανέρωσε θαυμαστά το έλεός Σου. (Ψαλμ. 16, 7), και σ’ αυτό μου το κατάντημα δείξε την ανείκαστη φιλανθρωπία Σου. Γιατί στα χέρια Σου έχω αφεθεί εγώ, ο φτωχός από κάθε αρετή.

Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε κλαίγοντας καθημερινά ο αδελφός, είτε συνέβαινε ν’ αμαρτήσει είτε όχι.

Κάποια νύχτα λοιπόν, αφού έπεσε στη συνηθισμένη αμαρτία, σηκώθηκε την ίδια στιγμή και άρχισε τον κανόνα του. Τότε ο δαίμονας, σαστισμένος από την τόση ελπίδα του αλλά και την αδιαντροπιά του απέναντι στο Θεό, του παρουσιάστηκε ολοζώντανος!

– Άθλιε! Του λέει. Πώς στέκεσαι μπροστά στο Θεό χωρίς να κοκκινίζεις; Πώς πιάνεις στο στόμα σου ακόμα και τ’ όνομά Του; Και πώς τολμάς να προσεύχεσαι χωρίς ντροπή;

– Τούτο το κελλί είναι σιδεράδικο, του απάντησε ο αδελφός. Μια σφυριά δίνεις, μια παίρνεις. Δεν θα σταματήσω, λοιπόν, να παλεύω μαζί σου μέχρι να πεθάνω, κι όπου με βρει η τελευταία μου μέρα. Να, με όρκο σε πληροφορώ και με πεποίθηση στην άπειρη αγαθότητα του Θεού σου λέω: Στο όνομα Εκείνου, που ήρθε να καλέσει σε μετάνοια και να σώσει τους αμαρτωλούς, δεν θα πάψω να προσεύχομαι στον Κύριο εναντίον σου, ώσπου να πάψεις κι εσύ να με πολεμάς. Και θα δούμε ποιος θα νικήσει, εσύ ή ο Θεός!

Σαν άκουσε ο δαίμονας αυτά τα λόγια, του λέει:

– Μα την αλήθεια, ποτέ πια δεν θα σε πολεμήσω, για να μη γίνω αφορμή να στεφανωθείς με την υπομονή που κάνεις.

Και από τη στιγμή εκείνη ο εχθρός έφυγε μακριά του.

Ο αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη, και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του έκλαιγε για τις αμαρτίες του.

Τώρα όμως ο λογισμός του έλεγε συχνά: «Καλό έργο κάνεις, που κλαις». Αλλ’ αυτός εναντιωνόταν στο λογισμό: «Ανάθεμα σ’ αυτό το καλό! Ο Θεός δεν θέλει να χάσει κανείς την ψυχή του σ’ όλα τα έργα της ατιμίας, κι έπειτα να κάθεται και να τη μοιρολογάει, οπότε ή τη σώζει ή δεν τη σώζει».


Από το Γεροντικό
Το είδαμε εδώ

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ


Αγαπητέ Αλέξη χαίρε!!!

Καταρχήν συγχαρητήρια και καλή φώτιση στο έργο, που πράγματι είναι δύσκολο πρέπει να σημειώσω, που αναλαμβάνεις ως κυβερνήτης της πατρίδας μας.

Έρχομαι κοντά σου με το γράμμα αυτό από μία εσωτερική ανάγκη να βοηθήσω, στο μέτρο του εφικτού φυσικά, κυρίως όμως να σε προστατέψω από ορισμένα πράγματα που αγνοείς (χωρίς να ευθύνεσαι ο ίδιος) τα οποία τυγχάνει να είναι αδιόρατα σχεδόν στο σύνολο του πληθυσμού. Αγνοείς, λόγου χάριν, πως ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός όπως εκφράζεται από την Ιερά Παράδοση, τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τις Οικουμενικές Συνόδους και τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι το ανώτερο πολιτισμικό και πολιτιστικό επίτευγμα της ανθρωπότητας από την εμφάνιση της στον πλανήτη μας έως και σήμερα. Τα επιχειρήματα τα οποία τεκμηριώνουν το γεγονός πως ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι το ανώτερο επίτευγμα του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο είναι στην διάθεση μου αλλά δεν είναι του παρόντος να τα θέσω στην παρούσα επιστολή.

Εχθές είδα στην τηλεόραση τον όρκο που έδωσες να υπηρετήσεις την πατρίδα και τον λαό μας με συνέπεια και ευθυγράμμιση στο σύνταγμα και τους νόμους. Ως εγγυητικό συνδετικό πειστήριο πως όντως θα πράξεις κατά τον τρόπο που ομολόγησες, δηλαδή κατά συνταγματική συνέπεια, έθεσες την τιμή σου. Πόσοι άνθρωποι όμως, εκτός τους οικείους σου, γνωρίζουν την ποιότητα και την βαρύτητα της τιμής και αξιοπρέπειας σου;;;

Προσωπικά εγώ εάν επέλεγα πολιτικό όρκο με δέσμευση την τιμή, αξιοπρέπεια και συνείδηση μου, θα έπρεπε με ταυτόχρονη πράξη να κάνω γνωστή την ποιότητα και βαρύτητα με την οποία κατανοώ και αποδέχομαι οντολογικά αυτά τα χαρακτηριστικά (τιμή, αξιοπρέπεια, συνείδηση). Και στην συγκεκριμένη συγκυρία, εάν δηλαδή οι συνθήκες με καλούσαν ως κυβερνήτη της πατρίδας και του λαού μου, κι εφόσον ως εγγύηση για συνεπή κυβερνητική υπηρεσία θα έθετα την τιμή μου, την αξιοπρέπεια μου και την συνείδησή μου, θα φόρτιζα παράλληλα προς γνώσιν όλων της αξίας των εγγυήσεων μου, με την απόφαση πρώτης πράξης την θέση, αποδοχή της και υλοποίησή της όπως ακολουθεί αμέσως παρακάτω.

«Δηλώνω ως κυβερνήτης της χώρας μου ενώπιον του ελληνικού λαού πως δεν πρόκειται να χορτάσω το στομάχι μου έως ότου εξασφαλιστεί και χορτάσει τροφή και ο τελευταίος πεινασμένος μέσα στον λαό μου, και δεν πρόκειται να κοιμηθώ σε μαλακό στρώμα έως ότου κοιμηθεί σε κρεβάτι ζεστό και με ασφάλεια και ο τελευταίος άστεγος της πατρίδας μου.»

Έτσι, με τον τρόπο αυτό, θα έδειχνα στον λαό μου πως αντιλαμβάνομαι και κατανοώ τις έννοιες, τις οποίες ως εγγύηση χρησιμοποίησα, και την βαρύτητα με την οποία τις αποδέχομαι υπαρξιακά, την τιμή, δηλαδή, την αξιοπρέπεια και την αυτοσυνειδησία.

Τώρα, εφόσον αναφέραμε την έννοια της συνείδησης θα πρέπει να σου επιστήσω την προσοχή σου στο εξής ζήτημα. Διάβασα σε κάποιο ιστολόγιο πως έχεις δηλώσει άθεος. Και ίσως είσαι άθεος, δεν ξέρω. Λέω πως «ίσως» είσαι άθεος διότι μπορεί να είσαι ένθεος εν αγνοία σου, βάσει του ιερογραφικού Λογίου που λέει πως κάποιοι δίχως να έχουν διδαχτεί τον Λόγο του Θεού η ζωή τους είναι ευθυγραμμισμένη με το θέλημα του Θεού. Ας υποθέσουμε όμως πως όντως έχεις ως θέση την αθεΐα και νοιώθεις και τοποθετείσαι υπαρξιακά άθεος. Αν όντως ισχύει αυτό θα πρέπει να αναγνωρίσεις, όπως κάνω κι εγώ, πως η στάση σου αυτή, ή η θέση σου αυτή, είναι ασυνείδητο «προϊόν» και όχι συνειδητό. Με άλλα λόγια, υπάρχει εντός σου ένα κενό το οποίο καλείσαι να διαχειριστής εξουδετερώνοντας το, και τη θέση του (εννοώ του κενού), να διαδεχτεί η αρμόζουσα συνείδηση.

Αλέξη μου, μην απορρίψεις τα λόγια μου σκεπτόμενος πως σου αναφέρω για κάποια πράγματα τα οποία κανένας άλλος δεν τα θεωρεί όπως εγώ. Όλα όσα σου γράφω τώρα, μα ίσως και στο μέλλον αν μου ζητηθεί, έχουν ως αφετηρία μία εσωτερική μου ανάγκη να φανώ σε κάτι χρήσιμος. Κι ας έχω την αίσθηση πως το πιθανότερο είναι η παρούσα επιστολή να μην φτάσει ποτέ στα χέρια σου.

Για εμένα, σύμφωνα με τα αντιληπτικά αισθητήρια μου, η περιγραφή της δημιουργίας από Τον Θεό στο βιβλίο της Γένεσης (πρώτο κεφάλαιο Παλαιάς Διαθήκης), εκτός του αμιγώς ποιητικού χαρακτήρα του ιερού κειμένου, είναι μία σαφή εισαγωγή στην Ορθόδοξη Χριστιανική ανθρωπολογία. Αν θυμάσαι την περιγραφή των ιερών λογίων για την δημιουργία του ανθρώπου γράφει πως κατασκευάστηκε ο άνθρωπος από Τον Δημιουργό Θεό σύμφωνα με την δική Του Εικόνα και Ομοίωση. Επομένως εσύ Αλέξη και εγώ, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι, έχουμε μέσα μας τα χαρακτηριστικά Του Θεού, αφού σύμφωνα με την δική Του Εικόνα και δυνατότητα Ομοίωσης μας δημιούργησε. Είναι σαφέστατο το κείμενο, ομιλεί για κάτι υπαρκτό και συγκεκριμένο και όχι για κάτι αόριστο έως ψευδές.

Μόνο τότε, λοιπόν, που το υποκείμενο γνωρίσει το κατ’ Εικόνα και το καθ’ Ομοίωση μπορεί συνειδητά να αποφασίσει και τοποθετηθεί σχετικά με το άθεο ή ένθεο. Δεν μπορεί όμως αβασάνιστα και τελείως ασυνείδητα να υιοθετεί την όποια θέαση σχετικά με το θείο και την θεία πραγματικότητα, βλάπτοντας σχεδόν πάντοτε την εσωτερική του συνοχή και αυτοσυνειδησία.

Αλέξη φρόντισε να μην συγκρουστείς ή με άλλον τρόπο έρθεις σε αντίθεση με την Εκκλησία. Υπάρχουν δεδομένα τα οποία δεν γνωρίζεις σχετικά με την φύση της Εκκλησίας. Κοίταξε, ποιος άλλος θεσμός ή ανθρώπινο δημιούργημα υπάρχει σταθερά ολόκληρες εκατονταετίες και πάντοτε με την ίδια ένταση και επικαιρότητα διαχρονικά εκτός την Εκκλησία;;; Και ξέρεις που οφείλεται η διαχρονικότητα αυτή της Εκκλησίας;;; Οφείλεται στον θεραπευτικό ρόλο που υπηρετεί και λειτουργεί μέσα στους αιώνες. Η Εκκλησία εργάζεται την ψυχική, πνευματική και νοητική αποθεράπευση του προσώπου, αλλά ταυτόχρονα και την εσωτερική ανάπτυξη και καλλιέργεια. Είναι τυχαίο νομίζεις που οι Ιερές Ακολουθίες της Εκκλησίας εκφράζονται με ποίηση και μουσική (ύμνοι κλπ. και ψαλμωδία);;; Ή μήπως είναι τυχαίο το γεγονός πως ένα μεγάλο ποσοστό, αν όχι η ήμιση, της Πατερικής Γραμματείας περιλαμβάνει και ασχολείτε με την φύση και ουσία των Αρετών, από την ανατομία έως την οικειοποίηση και περαιτέρω εσωτερική προσωπική καλλιέργεια στο σώμα του ανθρώπινου χαρακτήρα και στα ειδοποιά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.

Εάν, Αλέξη, μέσα στα καθήκοντα σου ως κυβερνήτης της πατρίδας και του λαού μας περιλαμβάνεται και μία ανησυχία σου και αγωνία σου για την ψυχοπνευματική υγεία και συνειδησιακή κατάρτιση των συμπολιτών μας, έχεις τον αρμόδιο οργανισμό ψυχικής υγιεινής ο οποίος με επιτυχία αιώνες τώρα φροντίζει για τον άνθρωπο. Έχεις το καταλληλότερο και αρμοδιότερο εργαλείο, την Εκκλησία. Και μόνο για αυτόν τον ρόλο της είναι φρόνιμο και σώφρον, να ομιλούμε για περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας και όχι για τον διαβόητο χωρισμό των δύο θεσμών.

Στο σημείο αυτό νοιώθω την υποχρέωση να υπερβώ τα προσωπικά μου όρια, όρια τα οποία τίθενται εξουσιαστικά από την επικράτηση της Απόλυτης Λογικής και του Ορθού Λόγου, αφού πρόκειται να αναφερθώ σε κάτι για το οποίο κανείς δεν μου έδωσε δικαιοδοσία κριτικής ανάλυσης και συμπερασματικής διαχείρισης. Ελπίζω να μην σε ενοχλήσει το ατόπημα μου αυτό.

Ο λόγος γίνετε για τον κ. Κουράκη και για το πόστο στο οποίο τον ενέταξες να διευθύνει και να διαχειριστή. Φρονώ πως είναι λίαν ακατάλληλος διότι δεν διαθέτει την αρμόδια κατάρτιση και το απαραίτητο γνωσιολογικό υπόβαθρο, και δυστυχώς ο ρόλος του θα είναι (δίχως να έχει ο ίδιος συνείδηση και συναίσθηση του Πράγματος), καταστροφικός, καθώς παρατήρησα επίσης πως ωθείτε από εμπαθείς προκαταλήψεις και αδόκιμες, θα έλεγα επιπόλαιες, οπτικές και παραδοχές. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως ουδέποτε άνοιξε ένα βιβλίο από την Πατερική Γραμματεία ώστε να πληροφορηθεί και έγκυρα να ενημερωθεί για την Φύση και Αποστολή της Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης εν γένει.

Μήπως αυτό δεν κάνουμε ακολουθώντας με λογική οργανική συνέπεια κάθε άλλη μας μαθησιακή αναγκαιότητα;;; Όταν θέλω να ενημερωθώ για γνώση που αφορά το σύμπαν και τους γαλαξίες θα αναζητήσω τον Αστροφυσικό επιστήμονα, όταν θέλω να ενημερωθώ από γνώση που αφορά φυσικά φαινόμενα θα αναζητήσω τον επιστήμονα του κλάδου της Φυσικής επιστήμης, αν πάλι, θελήσω να ικανοποιήσω μία απορία για το σώμα μου θα τρέξω στον Βιολόγο κι αν εμφανίστηκε ασθένεια μέσα μου θα κοιτάξω να έρθω σε επαφή με Ιατρό. Γιατί να μην ισχύει η ίδια μαθησιακή «μεθοδολογία» και για γνώση που αφορά την Εκκλησία και την Θρησκεία;;;

Είμαι σχεδόν βέβαιος πως ο ‘κύριος’ αυτός (Κουράκης), αισθητικό και γνωσιακό κριτήριο θα έχει την ικανοποίηση των καπρίτσιων του. Και τούτο μας το αποδεικνύει με ενάργεια και το αντιληπτικό του όργανο στην συγκεκριμένη τοποθέτησή του σχετικά με τις παρελάσεις των δύο εθνικών μας εορτών τον Μάρτιο και Οκτώβριο. Θα μπορούσε άραγε να μας πει ο κ. Κουράκης πότε άλλοτε του παρουσιάζεται η ευκαιρία να οργανώσει μία εκδήλωση στην οποία θα συγκεντρώσει τον λαό μας σε συνθήκες αυθόρμητης φυσικής απλής ομογένειας και ομοψυχίας, με κατάλυση κάθε φυσικής κοινωνικής αντίθεσης και διαίρεσης οποιασδήποτε μορφής, είτε πολιτικής (κόμματα) είτε οικονομικής (τάξεις, στρώματα) είτε οποιασδήποτε άλλης;;;

Ή μήπως θα έχει την ευκαιρία σε κάποια άλλη περίσταση ο κύριος Κουράκης να δείξει στον λαό μέρος της δικής του περιουσίας, όπως είναι τα στρατιωτικά οχήματα, άρματα και κάθε άλλο εξοπλιστικό στρατιωτικό αντικείμενο που λαμβάνει μέρος στις παρελάσεις;;;


Αυτά προς το παρών Αλέξη.



Με εκτίμηση
πηγή

Ο θεσμός του Διακόνου στη ζωή της Εκκλησίας

Ο βαθμός του διακόνου έχει μειωθεί σε κάτι λίγο περισσότερο από μια απλή προετοιμασία ή πρόσβαση, το πρώτο βήμα για (την ανώτερη και πιο σημαντική) μετάβαση στο βαθμό του πρεσβυτέρου ή του επισκόπου. πραγματικά, ο βαθμός του διακόνου μοιάζει με ένα είδος κατώτερης ιεροσύνης, η υπο-ιεροσύνης, που σπάνια εκλαμβάνεται ως μακρά αποστολή ή μόνιμο λειτούργημα. Για μένα, αυτό είναι καθαρά η ουσία του προβλήματος αφού εμπεριέχει το δισταγμό και την υποψία ενός επισκόπου — και σε μικρότερο βαθμό ίσως και των λαϊκών πιστών — σε σχέση με τη χειροτονία των διακονισσών, που θεωρούνται ότι μπορεί κάποτε να αναζητήσουν και προαγωγή σε ‘υψηλότερα’ ιερατικά στρώματα.
Deacon stands with a holy book
Σε μερικές εκκλησίες μας, ιδιαίτερα στον Σλαβικό χώρο, ο ρόλος των διακόνων έχει περιορισθεί σε ένα καθαρά αισθητικό καθήκον ή σε μια αποκλειστικά λειτουργική ευθύνη. Ενώ βέβαια δεν είναι ασήμαντεςαυτές οι λειτουργίες, δεν εξέφραζαν ποτέ και δεν εκφράζουν πλήρως τη δυναμική και την ουσία του διακονικού βαθμού. Στην πραγματικότητα πολλά καθαρώς λειτουργικά καθήκοντα αφορούσαν τους υπο-διακόνους, που δεν ήταν χειροτονημένοι με την ίδια έννοια αλλά μόνο δεχόντουσαν μια απλή χειροθεσία. Οι διάκονοι ήταν πάντα επιφορτισμένοι με περισσότερα καθήκοντα από τα λειτουργικά. οι διάκονοι λειτουργούσαν ως ένας σημαντικός παράγοντας της χριστιανικής κοινότητας και των διαφόρων και διαφορετικών εκφράσεων της.
Το πρώτο μου επιχείρημα, λοιπόν, είναι ότι κάτι απουσιάζει σοβαρά από την ιεροσύνη εάν οι διάκονοι υποτιμώνται ή δεν περιλαμβάνονται στη συνολική εικόνα. Ένα πιο περιεκτικό και ολοκληρωμένο όραμα της ιεροσύνης θα πρέπει να αναγνωρίζει το ρόλο του επισκόπου ως του συνδετικού ιστού της ενότητας της κοινότητας και ως του εκπροσώπου η διδασκάλου του δόγματος. θα πρέπει παράλληλα να σέβεται το ρόλο του πρεσβυτέρου στη σύναξη της τοπικής κοινότητας γύρω από το πρόσωπο και την παρουσία του Χριστού. Επιπλέον όμως, θα πρέπει να κατανοεί και περικλείει το ρόλο του διακόνου ως υπηρέτη της ολοκλήρωσης και πραγμάτωσης αυτής της ενότητας και της κοινότητας των προσώπων στην τοπική Εκκλησία. Και κατα την ταπεινή μου γνώμη, ο ρόλος αυτός μπορεί να υλοποιηθεί εξίσου από άνδρες και από γυναίκες.
Η μόνη αυθεντική (αλλά και λειτουργική) εικόνα της Εκκλησίας προς την οποία θα πρέπει να προσβλέπουμε — στο μυαλό και τις καρδιές μας όπως και στα λειτουργήματά μας — είναι αυτή ενός δείπνου και όχι μιας συντεχνιακής κλίμακας. Η Εκκλησία δεν είναι μια πυραμίδα, όπου όλη η προσοχή και η εξουσία στρέφεται και κοιτάζει προς την κορυφή. Θα πρέπει να θεωρούμε την Εκκλησία ως τον τόπο του μυστηρίου, όπου ο βασικός και αρχικός στόχος είναι η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, κατά την οποία «ὁ μείζων [ὑμῶν] ἔσται ὑμῶν διάκονος»  (Ματθ. 23,11), και όπου «[οὕτως ἔσονται] οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι» (Ματθ 20,16) και «ὃς ἐὰν θέλῃ [ἐν ὑμῖν] μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος» (Ματθ. 20,26).
Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν η εικόνα της τράπεζας — το μοντέλο δηλαδή της Εκκλησίας ως Ευχαριστίας — είναι η βασική και δομική εικόνα για την Εκκλησία, τότε μπορούμε επίσης να φανταστούμε ευκολότερα και τους διακόνους σαν να παραμένουν και περιμένουν στις εορταστικές τράπεζες, να υπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες (τον επιούσιο άρτο) της κοινότητας, παρά ως πιόνια στη βάση ενός ισχυρού και πολιτικού οργανισμού. Πάντως σίγουρα όχι ως βοηθούς που περιμένουν κάποια προαγωγή ή προσωπική ολοκλήρωση. Σε αυτήν την προοπτική μπορούμε να αποδεχτούμε την ανεκτίμητη συμβολή των διακόνων, ανδρών και γυναικών.  Εξάλλου υπάρχει σημαντικότερο δώρο για κάποιον από το να διακονεί το Σώμα του Χριστού, είτε εντός είτε εκτός του ιερού θυσιαστήριου; Εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω οτιδήποτε καλύτερο ή πιο ανυπέρβλητο.
Είμαστε όλοι αρκετά εξοικειωμένοι με την παραπάνω παρανόηση και κατανόηση της διακονίας καθώς και του διακονικού θεσμού. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να περιγράψω πως μια σωστή θεώρηση και πρακτική αναζωογόνηση θα μπορούσε να υλοποιηθεί για τους διακόνους στην Εκκλησία μας.
Μια πρακτική αναζωογόνηση
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ο θεσμός του διακόνου ποτέ δεν έπαυσε ούτε και έπεσε σε απόλυτη αχρησία, ακόμη κι αν σήμερα αποτελεί μια απλή σκιά του φωτεινού παρελθόντος του. Παρόλα αυτά, η δυναμική του θεσμού (τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες) σίγουρα δεν έχει απόλυτα εκπληρωθεί. Το ερώτημα λοιπὀν που πρέπει να τεθεί στην Εκκλησία μας είναι τι κάνουμε (ή τι δεν κάνουμε)με τους διακόνους.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, ο βαθμός του διακόνου θα μπορούσε να εκφράζει την διάκριση των χαρισμάτων που υπάρχουν μεταξύ των λαϊκών πιστών, τα οποία χαρίσματα θα έπρεπε να ενσωματώνονται με μυστηριακό ή επίσημο τρόπο (δηλ. με χειροτονία) από την Εκκλησία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αξία, η αξιοσύνη, των διαφόρων διακονημάτων μπορεί να παρέχεται και να αναγνωρίζεται σε συγκεκριμένα λαϊκά μέλη, άνδρες και γυναίκες, των οποίων τα ιδιαίτερα προσόντα θα μπορούσαν να ολοκληρώνονται και να εκφράζονται επίσημα μέσα στην κοινότητα. Αυτά τα πρόσωπα θα πρέπει να ορίζονται και αξιώνονται με χειροτονία, τα χαρίσματα τους να αναγνωρίζονται επίσημα από την κοινότητα, καθώς και να συνδέονται άμεσα και στενά με το ιερό θυσιαστήριο και τη λατρεία. Με αυτόν τον τρόπο, οι διάκονοι θα αντιμετωπίζονται ως μέλη που υποστηρίζουν — χωρίς πάλι να υποκαθιστούν — την ειδική ιεροσύνη των πρεσβυτέρων και των επισκόπων.

Όταν μιλούν για "καταπολέμηση της φοροδιαφυγής", μήπως εννοούν την Κάρτα;

alt
ΤΟ ΝΟΥ ΜΑΣ!
Στην παρέμβασή του για την Ελλάδα ο Ομπάμα τόνισε ιδιαίτερα το θέμα της φοροδιαφυγής, ως αδυναμία του υφιστάμενου συστήματος στην χώρα μας.
Όλα αυτά μας θυμίζουν όσα έχει γράψει ο Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος Αγγελόγλου:
«Επέβαλαν (και θα επιβάλλουν) στη χώρα μας ένα πολύ μεγάλο εξωτερικό δημόσιο χρέος,τόσο μεγάλο που, όχι μόνον να μη μπορούμε να το ξεχρεώσουμε, αλλά ούτε τους τόκους αυτού του δανείου να μην προλαβαίνουμε" με αυτό καταφέρνουν με εύλογη δικαιολογία να επιβάλλουν στο λαό ένα οικονομικό πρόγραμμα εξόντωσης, έως εσχάτων. Θα επιβάλλουν συνεχώς νέα οικονομικά μέτρα, δυσβάστακτα, φόρους ασήκωτους και πάρα πολλά άλλα μέτρα, έτσι ώστε να κάνουν το λαό να αγανακτήσει. Και τι θα πετύχουν με αυτό; Ακούστε" Ο λαός καταπιεζόμενος από τα δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα θα ζητάει κάποια στιγμή να ξανασάνει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται να του τη χαρίσουν ποτέ, παρά μόνον έως ότου σκύψει το κεφάλι του εντελώς στο έδαφος, δηλώνοντας τέλεια υποταγή στο καινούργιο τους σύστημα. Θα λένε: Έχετε δίκιο που διαμαρτύρεσθε, όμως έχετε μεγάλο εξωτερικό χρέος και αυτοί που έχουν πολλά λεφτά φοροδιαφεύγουν για να μη σας επιβάλλουμε άδικα μεγάλους φόρους κτλ. πρέπει να αποδεχθείτε το τέλειο σύστημα ηλεκτρονικού οικονομικού ελέγχου. Έτσι ώστε να βλέπουμε ποιοί είναι οι νομοταγείς πολίτες και ποιοί οι φοροφυγάδες. Ταυτόχρονα θα παρέχουν μέσω του ηλεκτρονικού οικονομικού συστήματος πολλές διευκολύνσεις».
Υπενθυμίζουμε κουραστικά:
"Θα σας δίνουν κάρτες για να σας συνηθίσουν μ' αυτές. Κι όταν κάποτε όλα τα συγκεντρώσουν σε μια κάρτα (ταυτότητα,διαβατήριο,δίπλωμα οδήγησης κλπ) αυτό θα είναι το σφράγισμα,να μην το πάρετε".
Γέροντας Παΐσιος

Ο ζωτικός ρόλος της Διακονίας στη Χριστιανική Εκκλησία



Επιπλέον, θέματα που συνδέονται με την ποιμαντική φροντίδα και τη διοίκηση, όπως επίσης και οικονομικής φύσεως θέματα, καθώς και θέματα θεολογικής εκπαίδευσης, θα μπορούσαν εύκολα να ανατεθούν στους διακόνους. Το όραμά μου είναι απλά και συγκεκριμένα το εξής: κάποιος, παραδείγματος χάρη, που έχει το χάρισμα της διοίκησης και είναι καλοδεχούμενος για την ενορία, μπορεί να ‘χειροτονηθεί’ διάκονος για να υλοποιεί αυτό το καθήκον στην κοινότητα. Αυτός (ή αυτή) μπορεί να είναι ένας διάκονος που υπηρετεί και έχει αφοσιωθεί (είτε εξ’ ολοκλήρου είτε περιστασιακά) σε αυτόν τον τομέα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε περιπτώσεις που κάποιος (ή κάποια) έχει μοναδικά χαρίσματα σε συγκεκριμένους τομείς: για παράδειγμα, ως υπεύθυνος για τη νεολαία ή ως οικονόμος, ως κατηχητής ή ως επισκέπτης στα νοσοκομεία, ως βοηθός κάποιας ποιμαντικής μέριμνας ή κοινωνικός λειτουργός κλπ. Ο διάκονος θα μπορεί, επίσης, να καλείται, να ορίζεται και να χειροτονείται για να κηρύττει ή να συμβουλεύει σαν ψυχολόγος, για να πραγματοποιεί δημόσιες δράσεις η πρωτοβουλίες της ενορίας, για να βοηθά στα λειτουργικά και άλλα καθήκοντα της κοινότητας, όπως λόγου χάρη να μεταφέρει τη Θεία Ευχαριστία στους ασθενείς η φυλακισμένους, κ.ο.κ. Θα έπρεπε ή καλύτερα θα μπορούσαμε να έχουμε περισσότερους διακόνους από πρεσβύτερους. Ας θυμηθούμε την Έκτη Νεαρά του Ιουστινιανού που ορίζει για την Αγία Σοφία του έκτου αιώνα 60 ιερείς και 140 διακόνους (άνδρες και γυναίκες).
zwtikosrolosdeac2
Θα τολμήσω να πάω κι ένα βήμα παραπέρα – μιά και βρισκόμαστε σε πανεπιστημιακό χώρο – για να υποστηρίξω ότι δεν είναι απαραίτητο οι εκπαιδευτικοί στα διάφορα γυμνάσια η καθηγητές στις θεολογικές η εκκλησιαστικές σχολές να χειροτονούνται πρεσβύτεροι, ή πάλι επίσκοποι, εκτός και αν το βασικό τους λειτούργημα συνδέεται άμεσα με την ενορία ή μητρόπολη. Υπάρχει μια μεγάλη παράδοση για ένα τέτοιο φαινόμενο στην ιστορία της Εκκλησίας. Διαφορετικά, είμαστε για μια ακόμη φορά παγιδευμένοι στον δηλητηριώδη πειρασμό του κληρικαλισμού στην Εκκλησία μας!  Εδώ ανακύπτει ένα βασικό και σημαντικό ερώτημα κατά την άποψή μου: Χρειάζεται κάποιος να γίνει ιερέας για να κάνει ό,τι κάνει; ‘Γενική ιεροσύνη’ είναι ένα πράγμα. Ειδική ιεροσύνη’ είναι όμως ένα εντελώς άλλο!
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να αποβάλουμε η αποδυθούμε μέρος από την θεσμοποίηση (institutionalism) μας! Η εξισορρόπηση της ιεραρχίας — ο επανακαθορισμός των χειροτονημένων λειτουργημάτων μας και για τους τρεις βαθμούς — μέσα από την αναβίωση και ανανέωση του διακονικού θεσμού (για άνδρες και γυναίκες) θα μπορούσε να έχει χωρίς καμία αμφιβολία βαθιά θεολογική σημασία και πνευματική επίδραση στην εκκλησία γενικότερα καθώς και με κάθε βεβαιότητα συγκεκριμένες και σημαντικές ποιμαντικές συνέπειες.
Μαθήματα από Εμπειρίας: Δύο προσωπικές παρατηρήσεις
Έμαθα, μέσα από τα πολλά χρόνια που διακονώ στην διοίκηση, την ενοριακή ζωή και τη θεολογική εκπαίδευση ότι η ιεροσύνη είναι αιτία πολλών παρεξηγήσεων, οι οποίες προκύπτουν από την παρανόηση και κατάχρηση της εξουσίας στην Εκκλησία τόσο από τους κληρικούς όσο και από τους λαϊκούς πιστούς. Αυτή η κατάσταση έχει αποδειθεί ιδιαίτερα επώδυνη και για τους κληρικούς καθώς και για όσους αποβλέπουν στην ιεροσύνη. Εάν κατανοήσουμε με τους σωστούς όρους το θεσμό του διακόνου, τότε θα καταλάβουμε καλύτερα και τους άλλους βαθμούς της ιεροσύνης. Θα καταλάβουμε, επίσης, γιατί οι γυναίκες μπορούν να συμμετέχουν στη ζωή της Eκκλησίας ως διακόνισσες. Ο ειλικρινής και αντικειμενικός διάλογος για την ιεροσύνη γενικά μπορεί να εμπλουτίσει την αντίληψή μας για την ειδικήκαιτη γενική ιεροσύνη.
Κατέληξα, επίσης, να θεωρώ ότι μέρος της πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε στο θέμα της χειροτονίας προέρχεται από τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες που έχουμε για την ιεροσύνη, θεωρώντας τον ιερέα ως μια τέλεια εικόνα του Χριστού ή ως ένα αλάνθαστο μοντέλο. Μια ματιά μονάχα στην σημερινή κατάσταση της Εκκλησίας μας μπορεί να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε πως η πραγματικότητα είναι κάθε άλλο παρά αυτή. Μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι και ιεράρχες παραπέμπουν σε πατερικές πηγές για την ιεροσύνη και τον κλήρο, όπου είτε δηλώνεται ως η ιεροσύνη του Χριστού είτε συνειδητοποιείται σαν να περικλείει την γενική ιεροσύνη όλων των πιστών. Αυτή η αντίληψη αντιμετωπίζεται με διάφορους τρόπους ανάμεσα και στους συντηρητικούς και τους πιο πεφωτισμένους  θεολόγους.
Είναι ρομαντικά ιδεαλιστικό, αν όχι επικίνδυνο πνευματικά, να υποστηρίζουμε ότι ο ιερέας εκπροσωπεί κάπως τον Χριστό ή όλους τους ανθρώπους. είναι πολύ πιο ταπεινό να πιστεύουμε ότι η ιεροσύνη παρουσιάζει μάλλον το Θεό στους ανθρώπους (όπως στην Παλαιά Διαθήκη) και την κοινότητα στο Χριστό (όπως στην Καινή Διαθήκη). Και υπάρχουν αμέτρητοι ‘ειδικοί’ τρόποι (δηλαδή τρόποι μέσω του αξιώματος της χειροτονίας) για να πραγματοποιηθεί αυτό! Ένας από αυτούς τους τρόπους είναι και ο βαθμός του διακόνου. Είναι τουλάχιστο υπεροπτικό να υποστηρίζεται από μερικούς θεολόγους ότι η ιεροσύνη ‘δεν είναι απλά ένα από τα λειτουργήματα και τις αποστολές’ και ότι ο ιερέας κατά κάποιον τρόπο αγκαλιάζει ‘όλα τα λειτουργήματα’. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τέτοιες απόψεις είναι αλαζονικές και οδηγούν στην κακοποίηση της έννοιας της διακονίας και των λειτουργημάτων.
Συμπέρασμα: Εκπληρώνοντας ένα ζωτικό ρόλο
Κατακλείοντας λοιπόν, θα έλεγα ότι μια δημιουργική ανανέωση και αναγέννηση του θεσμού του διακόνου στην εποχή μας θα μπορούσε να αποτελέσει την πηγή της ανασύστασης της ειδικής ιεροσύνης γενικά, παίζοντας ένα σημαντικό ρόλο στην ποιμαντική αποστολή της Εκκλησίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποκατάσταση του θεσμού του διακόνου μπορεί να αποδειχτεί συγχρόνως ζωτική και κατάλληλα αποδοτική για την Εκκλησία.
πηγή

Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴν τοῦ Ἀσώτου - Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς


Ἰδού εὐαγγέλιο πού ἀφορᾶ στό νοῦ καί τό σῶμα τοῦ καθενός μας. Εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαχνίας. Εἶναι ἡ θαυμαστή παραβολή τοῦ Σωτῆρος, στήν ὁποία ἀπεικονίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἡ δική μου, ἡ δική σου, τοῦ καθενός ἀνθρωπίνου ὄντος ἐπάνω στήν γῆ. Ὅλους τούς ἀφορᾶ τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ὅλους.

Ὁ ἄνθρωπος! Αὐτός ὁ θεϊκός πλοῦτος ἐπάνω στήν γῆ! Κύτταξε τό σῶμα του, τό μάτι, τό αὐτί, τήν γλώσσα. Τί θαυμαστός πλοῦτος. Τό μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιό τέλειο πού νά ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπινοήσῃ σ’ αὐτόν τόν κόσμο; Κι ὅμως, τό μάτι αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Κύριος, ὅπως καί τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ἡ ψυχή μάλιστα εἶναι ὁλόκληρη ἐξ οὐρανοῦ. Ὁποῖος πλοῦτος! Τό σῶμα! Θαυμαστός θεῖος πλοῦτος πού σοῦ δόθηκε γιά τήν αἰωνιότητα καί ὄχι μόνο γιά τήν πρόσκαιρη αὐτή γήινη ζωή. Καί ψυχή δοσμένη γιά τήν αἰωνιότητα.

Ἀκούσατε τί εὐαγγελίζεται ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος σήμερα. «Τό δέ σῶμα τῷ Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ὁ Κύριος ἔπλασε τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τήν ἀθανασία, γιά τήν καθαρότητα. Τό ἔπλασε γιά τήν αἰώνια ἀλήθεια, γιά τήν αἰώνια δικαιοσύνη καί γιά τήν αἰώνια ἀγάπη: ὅπως τό σῶμα, ἔτσι καί τήν ψυχή. Ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀνεκδιήγητα καί μεγάλα καί πλούσια, καί –τό πιό σπουδαῖο– ἀθάνατα καί αἰώνια δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τί κάνομε μ’ ὅλα αὐτά τά δῶρα; Τί οἰκοδομοῦμε μέ αὐτά; Παραδίδουμε τό σῶμα στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί τήν ψυχή στούς ἀκαθάρτους λογισμούς, τίς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, τίς ἀκάθαρτες ἡδονές. Διά τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, φεύγουν ἀπό τό Θεό, φεύγουν «εἰς χώραν μακράν». Τίνος εἶναι αὐτή ἡ «μακρυνή χώρα;»

Ἀκούσατε ποῦ ὁ ἄσωτος υἱός βόσκει χοίρους. Στήν χώρα τοῦ διαβόλου. Στήν χώρα, ὅπου ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία πάνω στόν ἄνθρωπο διά τῶν παθῶν, διά τῶν ἁμαρτιῶν, καί τόν κρατάει σέ φρικτή τρέλλα, στόν παραλογισμό καί τήν παραφροσύνη.

Λοιπόν, ἡ ἁμαρτία; Κάθε ἁμαρτία εἶναι τρέλλα. Καί ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι πάντα μέσα σ’ αὐτή τήν τρέλλα, μέχρις ὅτου συναντηθῆ μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί θά συναντηθῇ μέ τήν μετάνοια.

Ἀκούσατε πῶς ὁ ἄσωτος υἱός, αἰσθανόμενος τί σημαίνει ζωή μέσα στήν ἁμαρτία, ζωή μέσα στίς ἡδονές καί τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ δέ λιμῷ ἀπόλλυμαι» σέ ξένη καί μακρυνή χώρα. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Σηκώθηκε καί πῆγε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ οὐράνιος Πατήρ, ὁ Θεός καί Ἐλεήμων Κύριος, «ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν καὶ ἐσπλαγχνίσθη καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν», ἐνῶ συγχρόνως ὁ υἱός μέ λυγμούς ἔλεγε: «πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί σ’ ὅλα τά ἀστέρια. Ὅλα τά ἐμόλυνα μέ τό πύον τῶν παθῶν μου, καί μέ τό σκοτάδι τῶν παθῶν μου τά ἠμαύρωσα ὅλα. «Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου»! Φεύγοντας ἀπό σένα, σέ ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σέ ποιόν ἤμουν; Τίνος χοίρους ἐγώ ἔβοσκα; Τοῦ διαβόλου! Ἐγώ διαβολοποίησα τήν ψυχή μου, τήν ὁποία ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά γίνῃ ἁγία καί ἀθάνατη. Ἐγώ ἐβρώμισα τό σῶμα, ἐθανάτωσα τό σῶμα, ἐξαθλίωσα τό σῶμα!

Ὅταν ὁ ἄσωτος υἱός «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν» –ἀφοῦ ἦταν ἐκτός ἐαυτοῦ, στήν τρέλλα, στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου– διά τῆς μετανοίας ἔτρεξε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ πατέρας τόν ἀγκαλιάζει καί τόν φιλεῖ. Δέν εἶχε τελειώσει ἀκόμη ὁ υἱός τήν ἐξομολόγησί του, δέν εἶχε ἐκφράσει ἀκόμη τήν ἐπιθυμία του νά τόν δεχθῇ ὁ πατέρας του σάν δοῦλο, καί ὁ πατέρας λέγει στούς ὑπηρέτες του: «Φέρετε τήν στολή τήν πρώτη καί ἐνδύσατέ τον καί δῶστε δακτυλίδι στό χέρι του καί ὑποδήματα στά πόδια του καί ἀφοῦ φέρετε τόν μόσχο τόν σιτευτό, σφάξτε τον γιά νά φάγωμεν καί εὐφρανθῶμεν».

Γιά πιό λόγο εὐφραίνεται ὁ οὐρανός; Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός εὐφραίνεται στόν οὐρανό; Γιά ποιό λόγο εὐφραίνονται οἱ ἄγγελοι; Σέ ποιόν ὁ Κύριος λέγει νά εὐφρανθῶμεν; Στούς ἀγγέλους!

Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος χάθηκε μέσα στίς ἁμαρτίες, θυμήθηκε ὅτι ἦταν ἀδελφός τῶν ἀγγέλων καί ἔσπευσε πρός τόν οὐρανό. «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ἁμάρτησα στούς ἀγγέλους, στούς ἀρχαγγέλους. Ἐγώ ἐδιαβολοποίησα τόν ἑαυτό μου. Ἔρριξα τόν ἑαυτό μου στήν ἀγέλη τῶν χοίρων, στήν ἀγέλη τῶν παθῶν. Καί νά, τώρα εἶμαι ὅλος ξεσχισμένος, ὅλος κουρελιασμένος. Καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα κουρελιασμένα. Ὅλα ἐξαθλιωμένα.

Λοιπόν, τί εἶναι μετάνοια; Ὁ Κύριος τρέχει νά συναντήσῃ τόν μετανοήσαντα υἱό. Τόν ἀγκαλιάζει καί τόν ἀσπάζεται καί ὅλος ὁ οὐρανός συγκινεῖται. Ὅλοι οἱ ἄγγελοι εὐφραίνονται. «Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι» ἀναφέρεται στήν θαυμαστή περικοπή τοῦ Σωτῆρος. Γιά ποιό λόγο χαίρεσθε ἐσεῖς ἅγιοι ἄγγελοι, ἅγιοι ἀρχάγγελοι; Ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι παντοτινά πενθῆτε γιά τόν γήινο αὐτό κόσμο βλέποντας τά δικά σας πεσμένα ἀδέλφια, τούς ἀνθρώπους, πῶς πνίγονται μέσα στίς ἁμαρτίες καί τίς ἡδονές καί τά πάθη καί τούς διαφόρους θανάτους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί εὐφραίνεσθε; «Εὐφραινόμαστε γιά τήν ἀνάστασι, τήν ζωοποίησι τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ μας ἀνθρώπου, ὅτι νεκρός ἦν καί ἀνέζησε». Νεκρός ἦταν ὁ ἄσωτος υἱός, ὅταν ἦταν μακράν τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τῆς Ζωῆς, μακρυά ἀπό τόν οὐρανό. Ἰδού, ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν φαίνεται [ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου] στά μάτια ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις γι’ αὐτό χαίρονται, «ὅτι ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη». Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέσα στίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, χάνει τόν ἑαυτό του, δηλαδή δέν ἔχει αὐτογνωσία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ.

«Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών», λέγει ὁ Σωτήρ. Ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται, ὅταν σκεφθῇ τίνος εἶναι, δηλ. τοῦ Θεοῦ. Τό σῶμα σου τίνος εἶναι; Τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή καί αὐτή τοῦ Θεοῦ. Ὅλα δῶρα, δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ποιός εἶμαι σάν ἄνθρωπος; Τοῦ Θεοῦ, ὅλος τοῦ Θεοῦ! Τό σῶμα μου εἶναι δοξασμένο ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Θεός, λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Καί τό σῶμα γιά τόν Κύριο, καί ἡ ψυχή γιά τόν Κύριο. Δοξάζομε τόν Κύριο καί μέ τό σῶμα καί μέ τήν ψυχή. Τοῦ Θεοῦ εἶναι καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Μή νομίζεις ὅτι εἶναι τίποτε δικό σου, ὄχι. Ὅλα εἶναι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Καί σύ εἶσαι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τότε μόνο, ὅταν ἐσύ τό συνειδητοποιῇς.

Λοιπόν ἡ ἁμαρτία; Δέν ἐπιτρέπει ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο νά συναισθανθῇ ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος ἐξουσιάζει μέ τήν καρδιά καί δέν ἀφήνει στόν ἄνθρωπο νά σκεφθῆ τόν Θεό, νά θυμηθῆ, ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶναι πλούσιος, ἀνεκδιήγητα πλούσιος. Ὅτι αὐτός εἶναι ἀδελφός τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Ὁ διάβολος ὅλα τά σκοτίζει, ὅλα τά ἀπομακρύνει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τά διαστρεβλώνει, καί τοῦ δίνει ψεύτικες ἡδονές μέσω τῶν ἁμαρτιῶν. Πράγματι ἔχει δίκαιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει στόν Ἅγιο Ἐπίσκοπο καί μαθητή του, Ἀπόστολο Τίτο: «ἦμεν γάρ ποτέ καί ἠμεῖς ἀνόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τί λέει ὁ Ἀπόστολος. Πότε Ἅγιε Ἀπόστολε; Ὑποδουλωμένοι στίς διάφορες ἐπιθυμίες καί στά διάφορα πάθη, τότε εἴμασταν τρελλοί καί ἀνόητοι.

Δέν θέλει ὁ Κύριος διά τῆς βίας νά σέ ἀναστήση ἐκ τῶν θανάτων σου, νά σέ ἁρπάξη ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐσύ πρέπει πρῶτος νά τό πῆς στόν ἴδιο: «Κύριε, αὐτή ἡ ἁμαρτία μέ βασανίζει. Δέν τήν θέλω, ἔχει ὅμως ἐξουσία ἐπάνω μου. Ἐλευθέρωσέ με!» Τότε γίνεται θαῦμα. Πάντα. Ποτέ ὁ Κύριος δέν ἀφήνει χωρίς ἀπάντησι τήν προσευχή, ἔστω καί τοῦ μεγαλυτέρου ἁμαρτωλοῦ. Δέν ὑπάρχει φρικτή ἁμαρτία γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγρυπνεῖ ἐπάνω στή δική του συνείδηση, ἐπάνω στή ζωή του. Ξέρει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μετά τήν προσέλευση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ὅτι δέν ὑπάρχη ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία ὁ Κύριος δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώση. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νικήση, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά διώξη. Ὁ Κύριος δίνει τήν δύναμη. Μόνο κάνε τήν ἀρχή. Μόνο ἀναβόησε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ὅταν ἁμαρτάνης, ἁμαρτάνης ὄχι μόνο στόν Θεό, ἀλλά σ’ ὅλα τά οὐράνια κτίσματα, σ’ ὅλα τά ἐπίγεια κτίσματα. Ἁμαρτάνεις στά πουλιά, ἁμαρτάνης στά λουλούδια, τά δένδρα. Ἁμαρτάνεις σ’ ὅλα τά ζωντανά ὄντα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι πραγματικά φοβερή, ἄνευ τῆς μετανοίας. Τόσο φοβερή, ὥστε νά σκοτώνη καί νά ρίχνη σ’ ἑκατό θανάτους. Νά ρίχνη στήν ἀγκαλιά τοῦ διαβόλου καί στήν αἰώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς ἀμφιβολία. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἦλθε σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Νά ἐξολοθρεύση τόν φοβερό δράκοντα, ὁ ὁποῖος λέγεται ἁμαρτία. Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς ἔδωσε ὅλα τά μέσα νά ἐξολοθρεύσομε τήν ἁμαρτία, τήν κάθε ἁμαρτία. Ἐδημιούργησε τήν Ἐκκλησία Του ἐπάνω στή γῆ καί τῆς ἔδωσε ὅλες τίς οὐράνιες δυνάμεις, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλους τους θανάτους μέσα μας καί γύρω μας.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τά θαυμαστά Ἅγια Μυστήρια. Τό ἅγιο Βάπτισμα, τή Θεία Κοινωνία, τά ὁποῖα ἐξολοθρεύουν τήν ἁμαρτία. Μᾶς ἔδωσε καί τίς θαυμάσιες ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία, πραότητα καί ὅλες τίς ὑπόλοιπες εὐαγγελικές ἀρετές. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει ἀπόγνωση στόν Χριστιανό ἄνθρωπο σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Ἅς ξυπνήση ὁ Ἀγαθός Θεός ὅλους τους ἀθέους, ὅλους τους ἀπίστους. Ἅς κτυπήση τόν καθένα μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους. Μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους μέσα στή συνείδηση, μέσα στή ψυχή. Ἅς ξυπνήση ὁ καθένας καί πορευθῆ στήν οὐράνια πατρίδα του, στήν οὐράνια τράπεζα ἀνάμεσα στούς ἁγίους ἀδελφούς του, τούς ἀγγέλους. Ἅς ζήση ἐκεῖ μαζί τους διά τῆς αἰωνίας Θείας Ἀληθείας, αἰωνίας Θείας Διακαιοσύνης καί ὅλων τῶν αἰωνίων οὐρανίων χαρῶν.

Κύριε, Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο αὐτό. Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγαθή εἴδηση αὐτή. Γιατί δημιούργησες τόν ἄνθρωπο, νά μπορῆ νά νικήση κάθε ἁμαρτία καί κάθε διάβολο. Σέ Σένα δόξα καί εὐχαριστία, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου





Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.

Μέσα σ' αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.

Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παραβολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ 'Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».

Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:

Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.

Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.

Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.

'Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.

Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παραβολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρίπτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικότητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.

Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.

Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξαντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ' αὐτό τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς. 'Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.

Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.

«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα... οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ...». Μέχρι ἐδῶ διαγράφεται σ' αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύνης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοινώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖται φαινομενικά ἑκουσίως· ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα. Ἐδῶ διαφαίνεται μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἀσωτείας.

Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.

Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.

Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι...» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του. Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα 'Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.

Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου Anthony Bloom

 



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ξανὰ καὶ ξανὰ ἔχω τὴν εὐκαιρία νὰ μιλῶ γιὰ τὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τὴν ἱστορία τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, καὶ κάθε φορὰ παρατηρῶ πόσο εὔκολο εἶναι αὐτὸ γιὰ μένα –ὄχι πραγματικά, ἀλλὰ φανταστικὰ - νὰ ταυτιστῶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ βρῆκε τὸν δρόμο του γιὰ τὸν Θεό, τὸν τελώνη ποὺ στάθηκε συντετριμμένος στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, ἀνίκανος ἀκόμα καὶ νὰ βαδίσει πρὸς τὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ, ἢ μὲ τὸν Ἄσωτο Υἱό, ποὺ παρὰ τὴν βαριὰ ἁμαρτία του, τὴν ἀπίστευτη ἀναισθησία, τὴν σκληρότητά του, βρῆκε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ ἑστία.

Ἀλλὰ πόσο σπάνια μὲ συγκίνησε, ἔστω βιαστικά, ἡ μοίρα τοῦ Φαρισαίου, ἀπὸ τὴν μοίρα τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ – ὅμως ὁ Θεὸς δὲν καταδίκασε κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο. Εἶπε γιὰ τὸν τελώνη: Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πῆγε στὸ σπίτι του περισσότερο συγχωρεμένος, περισσότερο ἐλεημένος ἀπὸ τὸν ἄλλο. Δὲν εἶπε ὅτι ὁ Φαρισαῖος πῆγε χωρὶς νὰ τὸν συνοδεύει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς ξέχασε τὴν πίστη του, τὴν αἴσθηση τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸ καθῆκον.

Καὶ πάλι σήμερα βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό. Ὅλη τὴ ζωὴ του εἶχε ζήσει στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα, ὅλη τὴ ζωὴ του μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του –εἶχε δουλέψει σκληρά, μὲ πίστη, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ δίνει σημασία στὴν κούραση, χωρὶς νὰ ζητᾶ καμιὰ ἀνταμοιβή, γιατί αἰσθανόταν ὅτι ἔκανε τὸ σωστό. Στὴν πραγματικότητα ὑστεροῦσε σὲ κάτι: τοῦ ἔλειπε ἡ ζεστασιά, ἡ τρυφερότητα, ἡ χαρὰ γιὰ τὸν πατέρα. Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ ἐντυπωσιάζει τόσο σ΄ αὐτὸν - ἡ πίστη του· παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ καρδιά του δὲν ἦταν φλογερή, παρέμεινε πιστός. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔλαβε καμιὰ φανερὴ ἀνταμοιβὴ ἢ ἀναγνώριση παρέμεινε πιστὸς κι ἐργαζόταν σκληρά.

Πόσο σκληροὶ εἴμαστε ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι τοῦ ἀξίζει λίγη ἀπ’ τὴν συμπάθειά μας· ἀλλὰ πόσο λίγοι ἀπὸ ἐμᾶς μποροῦν νὰ εἶναι τόσο πιστοί, τόσο τέλεια καὶ σταθερὰ ὑπάκουοι στὸ κάλεσμα τοῦ καθήκοντος ὅπως αὐτὸς ὅταν δὲν βρίσκουμε ἀνταπόδοση, ὅταν δὲν ἀκοῦμε ἕναν ἐνθαρρυντικὸ λόγο, ὅταν δὲν παίρνουμε τὴν παραμικρὴ ἀμοιβὴ ὅπως ἔκανε ὁ πατέρας ὅσον ἀφορᾶ τὸν μεγαλύτερο υἱό, ἐπειδὴ οἱ γύρω μας, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐξυπηρετοῦμε, ποὺ δουλεύουμε σκληρά, ποὺ τὸ συμφέρον τους βρίσκεται ἀκριβῶς στὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, τὸ θεωροῦν δεδομένο. Δὲν εἶναι φυσικό; Δὲν εἶναι γιός μου; Δὲν εἶναι πατέρας μου; Δὲν εἶναι ἀδελφός μου; Σύζυγός μου; Φίλος μου; Δὲν σημαίνουν ὅλα αὐτὰ μία συνολικὴ δίχως ὅρια ἀφοσίωση ποὺ εἶναι ἡ δική του ἀνταμοιβή;

Πόσο σκληροὶ γινόμαστε συχνὰ στοὺς γύρω μας ποὺ τοὺς βάζουμε στὴν θέση τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ- ποὺ ποτὲ δὲν ἀναγνωρίζουμε καὶ ποὺ πάντοτε περιμένουμε νὰ κάνουν τὸ σωστό, ἀδιαμαρτύρητα καὶ τέλεια.

Στὴν πραγματικότητα ὁ ἄσωτος υἱὸς εἶχε ζεστὴ καρδιά, εἶχε ἐπιστρέψει μὲ ραγισμένη καρδιά, ἕτοιμος νὰ ἀλλάξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος μποροῦσε μοναχὰ νὰ συνεχίσει, νὰ περπατήσει τὴν πικρὴ πορεία του μὲ τὴν ἀμφιταλαντευόμενη πίστη του· ἐκτὸς ἂν ἀντιμετωπίζοντας τὴν συμπόνια τοῦ πατέρα, ἐκτὸς ἂν καταλάβαινε τί σήμαινε ὅτι ὁ μικρότερος ἀδελφός του ἦταν στὴν πραγματικότητα νεκρὸς καὶ ξανάζησε, ὅτι εἶχε ἀληθινὰ χαθεῖ καὶ βρέθηκε.

Ἂς σκεφθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔχουμε ὅλοι κάποιον γύρω μας ποὺ τοῦ φερόμαστε μὲ τὴν ἴδια ψυχρότητα, ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶχε ὁ μεγαλύτερος υἱός, ἀλλὰ ὅλοι μας ἔχουμε κάποιον πρὸς τὸν ὁποῖο φερόμαστε ἐξίσου περιφρονητικὰ καὶ σκληρὰ ὅπως φερόταν ὁ μεγαλύτερος υἱὸς στὸν μικρότερο ἀδελφὸ ποὺ εἶχε ξεγράψει, ποὺ δὲν ἦταν ἀδελφὸς γιὰ κεῖνον· ποὺ εἶχε φανεῖ ἀγνώμων πρὸς τὸν πατέρα, ποὺ ἦταν ἀσυγχώρητος. Κι ὅμως, ἐκεῖ βρισκόταν ὁ πατέρας, τὸ θύμα τῆς ἀπόρριψης τοῦ υἱοῦ του, τὸ θύμα τῆς ἐλαφρόμυαλης συμπεριφορᾶς του, τῆς σκληρότητάς του, ποὺ τὸν συγχώρησε τρυφερὰ καὶ ὁλόψυχα.

Ἂς βροῦμε τὴ θέση μας σὲ αὐτὴν τὴν τραγικὴ καὶ ὄμορφη παραβολὴ γιατί τότε ἴσως βροῦμε τὸν δρόμο μας, εἴτε παρότι ὁ καθένας πέρα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος γιός, μολονότι λιγότερο τοῦ καθήκοντος, πολὺ λιγότερο τίμιος, πολὺ λιγότερο ἀφοσιωμένος στὶς μέριμνες τοῦ πατέρα, στοὺς φίλους, στοὺς συγγενεῖς· ἢ ἴσως μποροῦμε ν΄ ἀνακαλύψουμε στὴν καρδιὰ μας μιὰ δημιουργικὴ συμπάθεια γιὰ τὸν μικρότερο γιὸ καὶ νὰ μάθουμε πρῶτα ἀπ’ αὐτὸν ὅτι δὲν ὑπάρχει κατάσταση ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει μιὰ εἰλικρινῆ μετάνοια, μιὰ μεταστροφὴ καὶ ὅτι ὑπάρχει ἕνας τουλάχιστον - ὁ Θεὸς- καὶ προφανῶς ἕνα πρόσωπο ἢ πολλά, ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ μᾶς δεχθοῦν, νὰ μᾶς ἀπολυτρώσουν, νὰ μᾶς ἐπαναφέρουν καὶ νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ ξεκινήσουμε μαζὶ μιὰ νέα ζωὴ – μὲ τὸν πατέρα, τὸν νεότερο καὶ τὸν μεγαλύτερο υἱό. Ἀμήν.

Θεολογικὴ προσέγγιση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων


Ὁ ὅρος διαπροσωπικὲς σχέσεις χρησιμοποιήθηκε ἀρχικὰ στὸν χῶρο τῆς Ψυχιατρικῆς καὶ τῆς Κοινωνικῆς ψυχολογίας, ἀλλὰ σύντομα καθιερώθηκε στὸν εὐρύτερο ἀκαδημαϊκὸ χῶρο καὶ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη. Εἰδικότερα μάλιστα ἡ χρήση τοῦ ὅρου αὐτοῦ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη διευκόλυνε τὸν διάλογό της μὲ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, ἐνῶ ταυτόχρονα προσέδωσε σὲ αὐτὸν εὐρύτερο καὶ βαθύτερο περιεχόμενο.

Ὡς διαπροσωπικὲς χαρακτηρίζονται οἱ σχέσεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μεταξὺ δύο ἢ περισσοτέρων προσώπων. Ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενό της τὴν ἔρευνα τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι πρωτίστως ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία. Μὲ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀσχολεῖται βέβαια καὶ ἡ Κοινωνιολογία. Ἐνῶ ὅμως ἡ Κοινωνιολογία ὡς μὴ ἀξιολογικὴ ἐπιστήμη βλέπει στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις μόνο τοὺς κοινωνικοὺς ρόλους, χωρὶς νὰ ὑπεισέρχεται στὴν ψυχολογικὴ διάστασή τους, ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία προχωρεῖ στὴν διερεύνηση τῆς διαστάσεως αὐτῆς, ποὺ προσελκύει καὶ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον της. Ἔτσι, ἂν σὲ κάποια κοινωνικὴ ὁμάδα ὅλα λειτουργοῦν ἁρμονικά, ἡ Κοινωνιολογία θὰ διαπιστώσει σωστὴ λειτουργία τῶν ρόλων της. Ἂν ὅμως ἡ ἁρμονία αὐτὴ ὀφείλεται σὲ ἀμοιβαῖο σεβασμὸ τῶν μελῶν της ἢ σὲ κάποια ἄλλη αἰτία, θὰ τὸ διερευνήσει ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία.

Ἡ ἀνάπτυξη διαπροσωπικῶν σχέσεων δὲν ἀποτελεῖ συμβατικὸ ἢ δευτερογενὲς στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του κοινωνικὸ ὄν, ἀναπτύσσει αὐθόρμητα διαπροσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς σχέσεις. Συνδέεται μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ ἔρχεται σὲ κοινωνία μαζί τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴν ἀτομικότητα ἢ τὴν ὑποκειμενικότητα, ποὺ ἦταν συνήθης στὴν νεωτερικότητα, ἀδικοῦσε καὶ παρερμήνευε ὄχι μόνο τὴν κοινωνικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ὁριζόντια κοινωνικότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς θρησκευτικότητα. Ὄχι μόνο οἱ συνειδητὰ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι παρουσιάζονται ὡς θρησκευτικῶς ψυχροὶ ἢ ἀδιάφοροι ἔχουν πάντοτε κάποιο εἶδος θρησκευτικότητας, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς προσήλωση σὲ κάποια ἰδεολογία ἢ σὲ κάποια «προσωπικὴ» φιλοσοφία, ἢ ἀκόμα ὡς πίστη σὲ διάφορες προλήψεις καὶ προκαταλήψεις. Τὰ θρησκευτικὰ ὅμως αὐτὰ ὑποκατάστατα δημιουργοῦν συνήθως προβληματικὲς καταστάσεις καὶ φαλκιδεύουν τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ διευρύνει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία.

Ὁ ἄνθρωπος συγκροτεῖται καὶ ἀναπτύσσεται ὡς πρόσωπο στὸ πλαίσιο τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεών του, ποὺ καλλιεργοῦνται μέσα στὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία καὶ τὴν εὐρύτερη ἀνθρωπότητα. Ποτὲ κανεὶς δὲν ζεῖ μόνος του• πουθενὰ δὲν εἶναι ἄσχετος μὲ κάποιο περιβάλλον. Ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ μοναχικὸς ἄνθρωπος, ὁ πιὸ ἀπόκοσμος ἐρημίτης δὲν ζεῖ τὴν ζωή του ὡς μοναδικὸς κάτοικος τῆς γῆς. Καὶ μόνη ἡ εὐτυχία ἢ ἡ πικρία ποὺ αἰσθάνεται γιὰ τὴν μοναξιὰ του ἀποτελεῖ ἕναν τρόπο ἀνταποκρίσεως, μία θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὸν κόσμο. Μὲ ἄλλα λόγια ὁποιαδήποτε ἀποστασιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ περιβάλλον του εἶναι καὶ παραμένει πάντοτε σχετική. Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε περίπτωση ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐξετάζεται μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ περιβάλλοντός του, τῶν γονιῶν του, τῶν συγγενῶν του, τοῦ κόσμου του καὶ τοῦ συνόλου τῶν σχέσεων καὶ ἀλληλεξαρτήσεών του.

Στὴν καθημερινὴ ζωὴ οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἄλλωστε καὶ εὐρύτερα οἱ κοινωνικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ θρησκευτικὲς ἀκόμα σχέσεις τους, κινοῦνται σὲ φυσικὸ καὶ συναισθηματικὸ ἐπίπεδο μὲ διάφορες παραλλαγὲς καὶ ἀποχρώσεις. Ἔτσι ἔχουμε τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν γονιῶν μὲ τὰ παιδιά τους, τῶν παιδιῶν μεταξύ τους, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων, τῶν συμμαθητῶν, τῶν συνεργατῶν, τῶν συμπατριωτῶν κ.τ.λ.

Ἀφετηρία γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν ἔμφυτη κοινωνικότητά της. Εἰδικότερα εἶναι ἡ ἔμφυτη ἀγάπη, ποὺ ὑπάρχει στὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς «σπερματικὸς λόγος»[1]. Βέβαια ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι σὲ ὅλους ἡ ἴδια• δὲν ἀναπτύσσεται μὲ τὸν ἴδιο ρυθμὸ οὔτε φθάνει πάντοτε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο. Ὅσο περισσότερο καλλιεργεῖται καὶ ἐνισχύεται ἡ ἀγάπη, τόσο περισσότερο εὐρύνεται ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνονται λεπτότερες οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παθολογικὲς ἐκεῖνες καταστάσεις ποὺ ἐγκλωβίζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν ἑαυτό του, ὑπάρχει καὶ ἕνα ὁλόκληρο φάσμα φυσιολογικῶν καταστάσεων, στὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος εἶναι λιγότερο ἢ περισσότερο περιορισμένος στὸν ἑαυτό του καὶ ἀνοικτὸς στοὺς ἄλλους.

Ἡ φύση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τοὺς κοινωνικοὺς τύπους. Στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σχηματίζονται οἱ σκέψεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μὲ ἐνέργειες καὶ πράξεις[2]. Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ὅλα γίνονται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ τοὺς κοινωνικοὺς τύπους ἢ ὅτι αὐτὰ δὲν χρειάζονται ἢ δὲν πρέπει νὰ λαμβάνονται ὑπόψη. Ὅλα ὅμως αὐτὰ στεροῦνται πραγματικοῦ νοήματος, ὅταν δὲν συνδέονται μὲ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν καρδιά του. Γι’αὐτὸ ἡ καλλιέργεια, ὅπως καὶ ἡ ἐξύψωση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, πρέπει νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ δεοντολογία, μὲ τὴν ὁποία μποροῦν νὰ οἰκοδομηθοῦν οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων; Ἡ δεοντολογία αὐτὴ στὴν Ἁγία Γραφὴ διατυπώνεται καὶ προβάλλεται μὲ τὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλη τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστι πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὕτη• ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»[3].

Ὅπως γίνεται φανερό, ἡ δεοντολογία αὐτὴ δὲν ἔχει θεωρητικὴ ἀλλὰ ὀντολογικὴ βάση. Δὲν στηρίζεται δηλαδὴ σὲ θεωρητικὲς ἀρχὲς οὔτε ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἀπρόσωπους κανόνες, ἀλλὰ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ εἶναι, τὸν Θεό, καὶ ἀποκαλύπτεται μὲ προσωπικὲς σχέσεις. Ἡ βάση τῆς δεοντολογίας αὐτῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ βάση τῆς δεοντολογίας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στὴν ὀντολογία τῆς δημιουργίας του καὶ τῆς ὑπάρξεώς του[4]. Ὁ ἄνθρωπος ἐντέλλεται νὰ ἀγαπήσει τὸν ἄπειρο Θεό, γιατί ἀπὸ αὐτὸν δημιουργήθηκε καὶ αὐτὸν εἰκονίζει. Καλεῖται δηλαδὴ νὰ στρέψει τὸν ἑαυτό του στὴν αἰτία καὶ τὸ πρότυπο τῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καλεῖται σὲ μία διαρκῆ πρὸς τὰ ἄνω ἐπέκταση. Καὶ ἡ κατακόρυφη αὐτὴ ἐπέκταση πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ὁριζόντια πλάτυνσή του• μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον παραμένει ἀόριστη καὶ ἀπροσδιόριστη. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ παραμένει μετέωρη καὶ ψεύτικη.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ φύση τῆς ἀγάπης αὐτῆς ποῦ καλεῖται νὰ καλλιεργήσει ὁ ἄνθρωπος; Ἡ χριστιανικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι σαφής. Ἀγάπη εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»[5]. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη ὡς ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα προσώπων. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ὁ ἕνας Θεός. Καὶ ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι τρία πρόσωπα: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸ καὶ προσφέρει σὲ αὐτὸν τὰ πάντα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα καὶ ἀνταποδίδει σὲ αὐτὸν τὰ πάντα. Τέλος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, εἶναι κοινὸ στὸν Υἱὸ καὶ τὸν Πατέρα. Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἐντελῶς ἀνοικτὰ μεταξύ τους• στὸ κάθε πρόσωπο ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο ἄλλα, ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἡ ἀσύλληπτη αὐτὴ ἑνότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὁμοούσια φύση καὶ τὴν πλήρη περιχώρηση τῶν προσώπων ἐκφράζει τὸν χαρακτήρα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ποὺ προβάλλει ὡς ὕψιστο ἰδεῶδες γιὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων.

Γιὰ νὰ μάθει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικὴ ἀγάπη καὶ νὰ προχωρήσει πρὸς τὶς αὐθεντικὲς καὶ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, πρέπει νὰ γνωρίσει τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ ἐπειδὴ ἡ γνώση κάποιου πράγματος γίνεται μὲ τὴν συμπερίληψή του στὴν προσωπικὴ ζωὴ αὐτοῦ ποὺ τὸ γνωρίζει, ἕπεται ὅτι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τὴν συμπερίληψή του στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς ὅμως μπορεῖ γίνει αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερβατικὸς καὶ ἀπρόσιτος;

Ὁ ὑπερβατικὸς καὶ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία του Θεὸς γνωρίζεται μέσα στὸν κόσμο μὲ τὶς ἐνέργειές του. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτουν τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Καὶ οἱ ἐνέργειες, μὲ τὶς ὁποῖες γίνεται γνωστὸς ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, εἶναι οἱ θεοφάνειες καὶ οἱ ἐντολές του. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐκφράζουν τὸ εἶναι του, τὸ ἦθος του, τὴν ἀγάπη του. Ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει τὸν Θεό: «Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν. Ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστι, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν»[6].

Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφθηκαν στὸν ἄνθρωπο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως»[7] φανερώθηκαν μὲ τὸν πληρέστερο τρόπο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιπλέον ὁ Χριστός, ὡς «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[8], εἶναι τὸ πρότυπο τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ βρίσκει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο συμπυκνώνεται στὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ διατυπώνεται στὸ Τριαδικὸ δόγμα.

Πολλοὶ νομίζουν ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα ἀφορᾶ μόνο τοὺς θεολόγους καὶ θεωροῦν ἀνώφελη τὴν γνώση του, καὶ πολὺ περισσότερο τὴν ἐγγύτερη ἐξέτασή του. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ πολλοὶ θεολόγοι σήμερα δὲν ἀποδίδουν στὸ δόγμα αὐτὸ τὴν βαρύτητα ποὺ ἔχει καὶ δὲν ἐνδιαφέρονται πραγματικὰ γιὰ τὸ βαθύτατο νόημά του. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται τεράστιο κενὸ στὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως μὲ καταλυτικὲς ἐπιπτώσεις στὴν χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία καὶ ἠθική. Εἰδικότερα μάλιστα γιὰ τὸ θέμα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων καὶ τὴν ἐν κοινωνίᾳ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἡ σπουδαιότητα τοῦ δόγματος αὐτοῦ εἶναι πρωταρχική. Θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ ὅτι τὸ Τριαδικὸ δόγμα προβάλλει τὸ χριστιανικὸ ἰδεῶδες γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ καὶ τὴν σωστὴ ἀνάπτυξη τοῦ προσώπου καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου.

Στὴν Ἁγία Τριάδα μόνο τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα τῶν τριῶν ὑποστάσεων, παραμένουν ἀκοινώνητα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς γεννητὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορευτό. Ὅλα τὰ ἄλλα στὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι κοινά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ κανένα τρόπο νὰ ἐπινοήσει τομὴ ἢ διαίρεση καὶ νὰ ἐννοήσει τὸν Υἱὸ χωρὶς τὸν Πατέρα ἢ νὰ χωρίσει τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό. Ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἄρρητη καὶ ἀκατανόητη, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ διάκρισή τους[9]. Κανένα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα δὲν εἶναι ἀναγώγιμο στὴν θεία οὐσία ἢ τὴν θεία ἐνέργεια[10]. Ἀλλὰ καὶ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἔχει ὅλη τὴν θεία οὐσία καὶ τὴν θεία ἐνέργεια.

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἔχει κεφαλαιώδη θεολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ σπουδαιότητα. Κάθε παραλλαγὴ τῆς ἀλήθειας αὐτῆς προσβάλλει ὄχι μόνο τὴν ἀκρίβεια τῆς χριστιανικῆς θεολογίας ἀλλὰ καὶ τὴν φύση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καὶ ἠθικῆς.Ἔτσι ἡ προσθήκη τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, ποὺ μαρτυρεῖ διάθεση ὑπαγωγῆς τοῦ προσώπου στὴν οὐσία, τοῦ προσωπικοῦ στὸ γενικό, δὲν ἐπηρέασε μόνο τὴν θεολογία, ἀλλὰ ἀποτυπώθηκε καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρωπολογίας καὶ τῆς ἠθικῆς τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως.

Βέβαια ἡ ἁπλὴ διαπίστωση τῆς σπουδαιότητας τοῦ δόγματος γιὰ τὴν προσωπικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν στερεῖται νοήματος. Χωρὶς νόημα παραμένει καὶ ἡ τυπικὴ διατήρηση τοῦ δόγματος, ὅταν αὐτὸ δὲν συνδέεται μὲ τὴν καθημερινὴ πράξη καὶ ζωή. Τέλος, ὄχι μόνο χωρὶς νόημα, ἀλλὰ καὶ μεμπτὴ ὡς ὑποκριτική, καθίσταται ἡ τάση ποὺ καυτηριάζει τὶς ἀποκλίσεις τῶν δυτικῶν ἀπὸ τὴν καθιερωμένη ὀρθόδοξη πράξη καὶ ζωή, οἱ ὁποῖες ὅμως εἰσχώρησαν στὸ μεταξὺ καὶ διαδόθηκαν στὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Αὐτὸ ἰσχύει ἄλλωστε στὴν πράξη καὶ γιὰ τὴν ὑπαγωγὴ τοῦ προσωπικοῦ στὸ γενικό. Ὅταν τὸ δόγμα ἀγνοεῖται ἢ ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν ζωή, καὶ ὅταν στὴν θέση τοῦ αὐτοελέγχου καὶ τῆς αὐτοκριτικῆς παρουσιάζεται ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ κατάκριση τῶν ἄλλων, τότε φαλκιδεύονται ὄχι μόνο οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ πλευρὲς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὁ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ πλασμένος ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ βαδίσει πρὸς τὴν τελειότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὴν τὴν τελειότητα μυσταγωγεῖ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀγάπη καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ τὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Αὐτὴν τὴν τελειότητα ζητεῖ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν προσευχή του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα: «Ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν σοί»[11].

Μὲ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης ἀναδεικνύεται σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὀντολογικὴ ὅμως ἀποκατάσταση τῆς ὁμοουσιότητας αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἀνάδειξή της στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο, δὲν εἶναι δυνατή, ὅσο παραμένει διασπασμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἐδῶ προβάλλει καὶ τὸ αἴτημα γιὰ τὴν σωτηρία, δηλαδὴ γιὰ τὴν διάσωση τῆς ἀκεραιότητας καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.

Ἡ ἀνακαίνιση αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» καὶ δημιούργησε ἔτσι τὸν καινὸ ἄνθρωπο. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπεκτείνεται μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴν Ἐκκλησία του, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς καινῆς κτίσεως καὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ὁμοουσιότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτὸ προσφέρεται ὡς δῶρο σὲ ὅλους τοὺς πιστούς, αὐτὸ κοινωνοῦν καὶ μέσα σὲ αὐτὸ ξανακερδίζουν τὴν ὁμοουσιότητά τους. Ἔτσι μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τὴν δημιουργία τῆς καινῆς κτίσεως: «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις»[12]. Ἡ καινὴ αὐτὴ κτίση δὲν ἀποκαλύπτεται κατὰ τὴν παροῦσα ζωὴ ὡς ἀνακαίνιση τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὡς ἐσωτερικὴ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀλλαγὴ τῆς σχέσεώς του μὲ αὐτόν. Καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ ἀνακαίνιση, διακρίνει καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀνακαίνιση, τὴν ἀνακαίνιση σὲ ὅλη τὴν κτίση.

Ὁ Χριστὸς μεταδίδει τὴν σωτήρια καὶ ἀνακαινιστικὴ χάρη του ὄχι μόνο στὴν φύση ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόσταση τοῦ κάθε ἀνθρώπου[13]. Μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διαγράφεται τὸ «πρόγραμμα», ποὺ καλεῖται νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἐνεργοποιήσει τὴν πανανθρώπινη ὁμοουσιότητα. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτὴ προβάλλει στὸν πιστὸ ὡς ἔργο ζωῆς. Μὲ κάθε σκέψη καὶ κάθε πράξη, μὲ τὸ ὅλο φρόνημα καὶ τὴν ὅλη ζωὴ του ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια τῆς ἐντάξεώς του στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ• καλεῖται νὰ φανερώσει τὴν οἰκείωση καὶ τὴν ἀφομοίωση τῆς θείας ἀγάπης στὸ ὀστράκινο σκεῦος του.

Βέβαια ποτὲ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποτὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ προσώπου του πρὸς τοὺς ἄλλους δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὸν βαθμὸ τοῦ ἀνοίγματος τῶν προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῶν Χριστιανῶν δὲν πρέπει νὰ καλλιεργοῦνται μὲ πρότυπο τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.Τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο, γιατί ἀπαιτεῖ τὴν πλήρη αὐταπάρνηση καὶ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Εἶναι ἔργο πίστεως ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν ὅδευση τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὄντως ζωή.

Ἡ ἀνακαίνιση λοιπὸν ποὺ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο συντελεῖται: α) μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἀποκατάσταση τῆς ὁμοουσιότητας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, καὶ β) μὲ τὴν οἰκείωση τῆς ὁμοουσιότητας αὐτῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν πίστη, τὴν κοινωνία τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· πρωτίστως βέβαια τῆς ἐντολῆς τῆς διπλῆς ἀγάπης στὴν καθημερινὴ ζωή.

Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀντολογική του ὁμοουσιότητα μὲ τοὺς συνανθρώπους του, ποὺ ἔρχεται μετὰ τὴν προπατορικὴ πτώση ὡς δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ πιστοὶ μὲ τὴν χάρη αὐτὴ ἀποκτοῦν τὴν δυνατότητα νὰ ἐνεργοποιήσουν τὴν μυστηριακὴ ὁμοουσιότητα στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο μεταφράζοντας τὶς ἐντολὲς σὲ τρόπους ζωῆς. Καὶ στὸ στάδιο ὅμως αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ὁ ἐκκλησιολογικὸς καὶ χαρισματικὸς χαρακτήρας τῆς ἀνακαινίσεως. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑποδηλώνεται ἐξαρχῆς μὲ τὰ μυστήρια ποὺ εἰσάγουν τὸν ἄνθρωπο στὴν Ἐκκλησία, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, τὰ ὁποία ἐμπεριέχουν συμβολικὰ καὶ τὸ «πρόγραμμα» τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδίωξαν τὴν ἑνότητά τους μὲ τὴν ἀποταγὴ ὅλων τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ τὴν ἐλεύθερη προσφορά τους γιὰ κοινὴ χρήση: «Οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῶ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινὰ»[14]. Ἡ κοινοκτημοσύνη ὅμως αὐτή, ποὺ ἀφοροῦσε μόνο τὴν κατανάλωση ἀγαθῶν, ἐκδηλώθηκε ὡς χαρισματικὸ φαινόμενο, ποὺ δὲν προσέλαβε θεσμικὴ μορφή. Γι’αὐτὸ ἄλλωστε δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διατηρηθεῖ διαχρονικὰ καὶ καταργήθηκε. Τὴν διαχρονικὴ διατήρηση τῆς κοινοκτημοσύνης κατέστησε δυνατὴ ἀκολούθως ὁ θεσμὸς τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ προβλέπει ὄχι μόνο κατανάλωση ἀλλὰ καὶ παραγωγὴ ἀγαθῶν. Στὸν μοναχισμὸ καθιερώνεται μαζὶ μὲ τὴν ἀποταγὴ τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας καὶ ἡ ἀποταγὴ τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος. Ἔτσι αἴρεται εὐρύτερα ἡ αἰτία τῆς διασπάσεως καὶ γίνεται δυνατὴ ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς κοινότητας.

Βέβαια καὶ ὁ μοναχικὸς θεσμὸς ἔχει τὴν κοσμική του διάσταση μὲ τὴν κοινὴ περιουσία, τὴν κατοικία, τὰ διακονήματα κ.τ.λ., ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῶν μοναχῶν. Ἐδῶ ὅμως ὅλα αὐτὰ ρυθμίζονται μὲ ἄξονα τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, δηλαδὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ πρῶτος ἄλλωστε σκοπὸς τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἡ τήρηση τῆς πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς, τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ἀλλοτριώνει τὴν φύση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὶς τοποθετεῖ στὴν ὀντολογική τους βάση καὶ προοπτική.Ἔτσι ἡ ὁριζόντια κοινωνικότητα προβάλλεται σὲ ὑψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ εὐρύνεται ἀπεριόριστα: «Μοναχὸς ἐστιν ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος»[15].

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸν Χριστιανισμὸ ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις προβάλλεται ὡς μαρτυρία τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετοχῆς στὴν ἀληθινὴ ζωὴ[16]. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς συνδέει τὴν ταυτότητά του μὲ τὴν βίωση τῆς ἀγάπης στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου»[17]. Ἤ, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός, «ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας…ἡ χάρη ἔρχεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ διατηρεῖται»[18]. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ μοναχισμοῦ ἢ ἡ θεολογικὴ ἀλλοτρίωσή του ἀποστερεῖ καὶ τὴν κοσμικὴ κοινωνία ἀπὸ τὴν παρουσία κέντρων ἀναφορᾶς, ὅπου ἐπιχειρεῖται ἡ ἰδεώδης μορφὴ ἀναπτύξεως τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων.

Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ προσφέρει ἄφθονα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἡ παραίτηση ἀπὸ τὸ ἀτομικὸ θέλημα καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ παραμερισμὸς τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ πλησίον, ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ φιλαλήθεια στὶς καθημερινὲς σχέσεις, ἡ ἀποφυγὴ τῆς κατακρίσεως ἢ καὶ αὐτῆς ἀκόμα τῆς κρίσεως τῶν ἄλλων, ἡ θεώρηση τοῦ πλησίον ὡς ἀδελφοῦ, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ συνιστοῦν βασικὲς θέσεις τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ἐξευγενίζουν καὶ ἐξυψώνουν οὐσιαστικὰ τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων.

Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέλη ἀλλήλων, εἶναι συνεργάτες καὶ συνυπεύθυνοι γιὰ ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Ἄλλωστε αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὑπαγορεύει καὶ ἡ ὁμοουσιότητα τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, ἡ στήριξή του, ἡ συμμετοχὴ στὸν πόνο καὶ τὴν χαρά του, ἡ ἀποφυγὴ τῆς προσβολῆς ἢ τοῦ σκανδαλισμοῦ του ἀποτελοῦν βασικὲς ὑποχρεώσεις γιὰ τὸν πιστό. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀτομικὸ ἀλλὰ συλλογικὸ ἔργο, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις δὲν ἀνήκουν στὸ περιθώριο ἀλλὰ στὸ ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἐκφραστικὸ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτημα ποὺ ἀπευθύνεται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»[19]. Ὁ Χριστιανὸς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τὴν προσωπικὴ προσαγωγή του στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν στήριξη τοῦ πλησίον νὰ πλησιάσει τὸν κοινὸ Πατέρα. Καὶ ἡ φροντίδα αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ δευτερεῦον ἀλλὰ κύριο ἔργο ποὺ ἐκφράζει τὴν ταυτότητά του ὡς μέλους τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει καὶ ἡ προτροπὴ ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς πιστούς: «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»[20].

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ὑπάρχει καὶ ὁ λεγόμενος χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς: «Πάντα ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς»[21]. Ἐδῶ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μεταφέρει τὸν ἑαυτό του στὴν θέση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ ἐνεργήσει ἀπέναντί του ἔτσι, ὅπως θὰ ἤθελε νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἄλλοι ἀπέναντι σὲ αὐτόν. Ὁ κανόνας αὐτὸς προσφέρει στὸν καθένα τὸ ἀσφαλέστερο πρακτικὸ μέτρο σωστῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ δὲν κάνει λόγο γιὰ τὰ ὅριά της. Αὐτὰ ὑποδηλώνονται μὲ τὴν δεύτερη μεγάλη ἐντολή, ποὺ καλεῖ τὸν Χριστιανὸ νὰ ἀγαπήσει τὸν πλησίον του ὡς ἑαυτό του. Τὸν καλεῖ νὰ ἀνοιχθεῖ ἀπεριόριστα πρὸς ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Νὰ μὴ ξεχωρίζει τὸν πλησίον ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ νὰ τὸν βλέπει καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾶ ὡς ἑαυτό του. Νὰ ζεῖ τὴν ζωὴ τοῦ πλησίον ὡς δική του ζωὴ καὶ νὰ γίνεται ἕνα μαζί του[22].

Ἡ θεώρηση αὐτὴ τοῦ πλησίον δὲν κατασκευάζεται σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προκύπτει ὡς ὀντολογικὴ συνέπεια μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀληθινὸς ἑαυτὸς του εἶναι ὁ πλησίον. Χωρὶς αὐτὸν δὲν βρίσκεται οὐσιαστικὰ μέσα στὸ κοινὸ σῶμα. Δὲν ἐπαληθεύει τὴν ταυτότητα τοῦ Χριστιανοῦ. Αὐτὸ βέβαια δὲν γίνεται αἰσθητὸ μέσα στὴν ἐκκοσμικευμένη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Γι’αὐτὸ καὶ ἐξαρχῆς ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁδήγησε πολλοὺς πιστοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν κοσμικὴ κοινωνία καὶ συνέβαλε στὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἐπιδιώκει τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώκει κάθε Χριστιανός. Τὸ μοναστήρι εἶναι μία ἐκκλησία ποὺ λειτουργεῖ μέσα στὸ σῶμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ ὅπως καὶ αὐτή. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔβλεπαν στὸ μοναχικὸ κοινόβιο τὴν ἰδεώδη χριστιανικὴ κοινωνία. Σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὸ θέμα μας μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὸ τελειότερο πλαίσιο γιὰ τὴν καλλιέργεια σωστῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων. Οὐσιαστικὰ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ στὴν ἰδανική της μορφὴ ἀποσκοπεῖ στὴν πληρέστερη δυνατὴ προσέγγιση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας, ποὺ ἔχει ὡς ἔσχατο στόχο τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα προσευχήθηκε ὁ Χριστός: «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»[23]. Στὸ πλαίσιο μιᾶς τέτοιας ἑνότητας ὁ καθένας ὡς πρόσωπο ἀποτελεῖ κατὰ κάποιον τρόπο τὸ κέντρο τοῦ συνόλου• κάθε ἄνθρωπος καὶ κάθε πράγμα εἶναι γι’αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα αὐτὸς ὁ ἴδιος μὲ καθετὶ ποὺ τοῦ ἀνήκει προσφέρεται σὲ ὅλους καὶ στὸν καθένα[24]. Ἡ Τριαδολογία εἰκονίζεται στὴν ἀνθρωπολογία. Κάθε πτυχὴ τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἔχει καὶ τὸ ἀνθρωπολογικό της νόημα. Κάθε θεολογικὴ ἀλήθεια προβάλλεται στὸν ἄνθρωπο ὡς ἀλήθεια ζωῆς.

Ἡ σωστὴ ἀνθρώπινη κοινωνία ἀπαιτεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Καὶ οἱ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις προϋποθέτουν σωστὰ πρόσωπα. Σωστά, τέλος, πρόσωπα ἢ ὁλοκληρωμένες ἀνθρώπινες ὑποστάσεις εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ἀγκαλιάζουν μὲ τὴν ἀγάπη τους ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ κένωση τοῦ ἀτομικοῦ ἐγωισμοῦ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ πλησίον ὡριμάζει καὶ ὁλοκληρώνει τὸ πρόσωπο. Ὅσο βαθύτερα «συγχωρεῖ» κάποιος μέσα του τοὺς ἄλλους, ὅσο περισσότερο τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη του, τόσο πιὸ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις καλλιεργεῖ, τόσο περισσότερο ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ ἀνυψώνεται πρὸς τὸ ἰδανικὸ πρότυπό του, τὸν Τριαδικὸ Θεό. Καὶ αὐτὸ γίνεται δυνατὸ μὲ τὴν ταπείνωση, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἄλλη ὄψη τῆς ἀγάπης.

Ἀπὸ ὅσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερὸ ὅτι τέτοια πρόσωπα δὲν μποροῦν νὰ προετοιμαστοῦν χωρὶς τὴν θεανθρώπινη κοινωνία, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία• δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ διαμορφωθοῦν χωρὶς τὶς ἀνθρωπολογικὲς καὶ πνευματικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχει καὶ προσφέρει αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος προσανατολίζεται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴν ὁλοκληρώνεται ὡς πρόσωπο καὶ καλλιεργεῖ σωστὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ γίνεται ἐκφραστής της στὴν καθημερινὴ ζωή. Αὐτὸ φαίνεται δύσκολο, καὶ εἶναι πράγματι δύσκολο ἰδιαίτερα μέσα στὴν σύγχρονη ἐγωκεντρικὴ κοινωνία, γι’ αὐτὸ θεωρεῖται συνήθως ὡς ἔργο τῶν μοναχῶν. Ἡ ἐντολὴ ὅμως τῆς ἀγάπης δὲν ἀπευθύνεται μόνο στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστούς.

Ἡ θεσμοποίηση ἑνὸς τέτοιου τρόπου ζωῆς γίνεται δυνατὴ μὲ τὴν αὐτεξούσια συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι μὲ ὁποιονδήποτε ἐξωτερικὸ καταναγκασμό. Ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς μπορεῖ νὰ ἔχει ὁρισμένα πρόσκαιρα ἀποτελέσματα, ἀλλὰ προκαλεῖ ἀναπόφευκτα ἔντονες ἀντιδράσεις καὶ δημιουργεῖ ἐκρηκτικὲς καταστάσεις. Οἱ νόμοι καὶ οἱ θεσμοὶ μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἀκαταστασία ἢ τὴν παρενόχληση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ κατευθύνουν τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων ἢ νὰ ἐμπνεύσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καταλλαγὴ στὶς καρδιές τους. Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀλήθεια τῶν δογμάτων της προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους τὴν δυνατότητα νὰ συλλάβουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦν ὡς πρόσωπα.


1. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος 2,1,PG 31,908C.

[2]. Βλ. Ματθ. 15,19. Μάρκ. 7,21.

[3]. Ματθ.22,37-39.

[4]. Τὴν ἄμεση σχέση ὀντολογίας καὶ δεοντολογίας ὑπογραμμίζει ἰδιαίτερα ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὰ ἔργα του.

[5]. Α Ἰω.4,7.

[6]. Α΄ Ἰω. 2,3-4.

[7]. Ἑβρ. 1,1.

[8]. Κολ. 1,15.

[9]. Μ. Βασιλείου(;), Ἐπιστολὴ 38,4, PG 32,332D-333A.

[10]. Γιὰ περισσότερα βλ. Ἀρχιμ.Σωφρονίου, Ἄσκησις καὶ θεωρία, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996, σ. 129 κ.ἑ.

[11]..Ἰω. 17,20.

[12]. Β΄ Κορ. 5,17.

[13]. Βλ.π.χ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 5, PG 151,64C.

[14]. Πράξ. 4,33.

[15]. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περὶ προσευχῆς 121, PG 79,1193B.

[16]. Βλ. Α’ Ἰω.3,14.

[17]. Βλ. Ἀποφθέγματα ἁγίων Γερόντων (περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀπολλῶ), PG 65,136B.

[18]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 102003, σ. 448-450.

[19]. Πληρωτικὰ Θ. Λειτουργίας.

[20]. Α΄ Κορ. 10,24.

[21]. Ματθ. 7,12.

[22]. Βλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 56.

[23]. .Ἰω. 17, 21.

[24]. Βλ. Archimandrite Sophrony, Parole a la Communaute 72 (2008), σ. 7-8.
πηγή

Τὶ νὰ ξέρουμε γιὰ τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν λογισμῶν




«Νὰ βάζουμε ἐρωτηματικὰ στοὺς λογισμοὺς ὑπόνοιας»

- Γέροντα, τί βοηθάει νὰ διώχνω τοὺς λογισμοὺς ὑπόνοιας;

- Ὅλα εἶναι πάντα ἔτσι, ὅπως τὰ βλέπεις; Νὰ βάζης πάντα ἕνα ἐρωτηματικὸ σὲ κάθε λογισμό σου, μιὰ ποὺ ὅλα τὰ βλέπεις συνήθως ἀριστερά, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ κανέναν καλὸ λογισμὸ γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνης μὲ τὶς κρίσεις σου.

Ἂν βάζης δύο ἐρωτηματικά, εἶναι πιὸ καλά. Ἂν βάζης τρία, εἶναι ἀκόμη καλύτερα. Ἔτσι κι ἐσὺ εἰρηνεύεις καὶ ὠφελεῖσαι, ἄλλα καὶ τὸν ἄλλον ὠφελεῖς. Ἀλλιῶς, μὲ τὸν ἀριστερὸ λογισμὸ νευριάζεις, ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι, ὁπότε βλάπτεσαι πνευματικά.

Ὅταν ἀντιμετωπίζης ὅ,τι βλέπεις μὲ καλοὺς λογισμούς, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ θὰ δῆς ὅτι ὅλα ἦταν πράγματι ἔτσι, ὅπως τὰ εἶδες μὲ καλοὺς λογισμούς. Θὰ σοῦ πῶ ἕνα περιστατικό, γιὰ νὰ δῆς τί κάνει ὁ ἀριστερὸς λογισμός. Μιὰ μέρα ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνας μοναχὸς καὶ μοῦ λέει: «Ὁ Γέρο- Χαράλαμπος εἶναι μάγος· ἔκανε μαγικά». «Τί λές, μωρὲ χαμένε; Δὲν ντρέπεσαι;», τοῦ λέω. «Ναί, μοῦ λέει, τὸν εἶδα μιὰ νύχτα μὲ φεγγάρι ποὺ ἔκανε "μ, μ, μμμ..." καὶ ἔχυνε μὲ μία νταμιτζάνα κάτι μέσα στὰ κλαδιά».

Πάω μία μέρα καὶ βρίσκω τὸν Γέρο-Χαράλαμπο. «Τί γίνεται, Γέρο-Χαράλαμπε; τοῦ λέω. Πῶς τὰ περνᾶς; Τί κάνεις; Κάποιος σὲ εἶδε ποὺ ἔρριχνες ἐκεῖ μέσα στὰ βάτα κάτι μὲ μία νταμιτζάνα καὶ ἔκανες "μ, μ, μμμ..."».

«Ἦταν κάτι κρίνα μέσα στὰ ρουμάνια, μοῦ λέει, καὶ πῆγα νὰ τὰ ποτίσω. Ἔλεγα "Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε!" -καὶ ἔρριχνα λίγο νερὸ στὸ ἕνα κρίνο• "Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε!" καὶ ἔρριχνα λίγο νερὸ στὸ ἄλλο... Γέμιζα πάλι τὴν νταμιτζάνα, ξαναέρριχνα».

Βλέπεις; Καὶ ὀ ἄλλος τὸν πέρασε γιὰ μάγο! Βλέπω, μερικοὶ κοσμικοὶ τί καλοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔχουν! Ἐνῶ ἄλλοι, οἱ καημένοι, πόσο βασανίζονται μὲ πράγματα ποὺ οὔτε κἄν ὑπάρχουν, ἄλλα οὔτε καὶ ὁ πειρασμὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ σκεφθῆ! Μιὰ φορά, ὅταν ἔβρεξε μετὰ ἀπὸ μεγάλη ἀνομβρία, ἔνιωσα τέτοια εὐγνωμοσύνη στὸν Θεό, ποὺ καθόμουν μέσα στὸ Καλύβι καὶ ἔλεγα συνέχεια: «Σ' εὐχαριστῶ ἑκατομμύρια-δισεκατομμύρια φορές, Θεέ μου».

Ἔξω, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω, ἦταν ἕνας κοσμικὸς καὶ μὲ ἄκουσε. Ὅταν μὲ εἶδε μετά, μοῦ εἶπε: «Πάτερ, σκανδαλίσθηκα. Ἄκουσα νὰ λὲς "ἑκατομμύρια-δισεκατομμύρια" καὶ εἶπα "τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει ὁ πατὴρ Παΐσιος;"». Τί νὰ τοῦ ἔλεγα; Ἐγὼ ἐννοοῦσα εὐχαριστίες στὸν Θεὸ γιὰ τὴν βροχή, καὶ αὐτὸς νόμιζε ὅτι μετροῦσα χρήματα. Καὶ ἂν ἦταν κανένας ἄλλος, θὰ μποροῦσε νὰ ἔρθη νὰ μὲ ληστέψη τὸ βράδυ, νὰ μοῦ δώση καὶ ἕνα γερὸ ξύλο, καὶ τελικὰ δὲν θὰ ἔβρισκε τίποτε.

Μιὰ ἄλλη φορὰ εἶχε ἔρθει κάποιος ποὺ εἶχε ἄρρωστο παιδί. Τὸν πῆρα νὰ τὸν δῶ μέσα στὸ ἐκκλησάκι. Ὅταν ἄκουσα τὸ πρόβλημά του, τοῦ εἶπα, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω: «Κάτι πρέπει νὰ κάνης κι ἐσύ, γιὰ νὰ βοηθηθῆ τὸ παιδί σου. Μετάνοιες δὲν κάνεις, νηστεία δὲν κάνεις, χρήματα δὲν ἔχεις, γιὰ νὰ κάνης ἐλεημοσύνες, πὲς στὸν Θεό: "Θεέ μου, δὲν ἔχω κανένα καλὸ νὰ θυσιάσω γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ μου, θὰ προσπαθήσω τουλάχιστον νὰ κόψω τὸ τσιγάρο"».

Ὁ καημένος συγκινήθηκε καὶ μοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ τὸ κάνη. Πῆγα νὰ τοῦ ἀνοίξω τὴν πόρτα, γιὰ νὰ φύγη, καὶ ἐκεῖνος ἄφησε τὸ τσακμάκι καὶ τὰ τσιγάρα μέσα στὸ ἐκκλησάκι, κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ δὲν τὸ πρόσεξα. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν μπῆκε ἕνας νεαρὸς στὸ ἐκκλησάκι, κάτι ἤθελε νὰ μοῦ πῆ, καὶ ὕστερα βγῆκε ἔξω καὶ κάπνιζε.

Τοῦ λέω: «Παλληκάρι, δὲν κάνει νὰ καπνίζης ἐδῶ. Πήγαινε λίγο πιὸ πέρα». «Μέσα στὴν ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νὰ καπνίζης;», μοῦ λέει. Αὐτὸς εἶχε δεῖ τὸ πακέτο μὲ τὸ τσακμάκι ποὺ εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ καὶ ἔβαλε λογισμὸ ὅτι καπνίζω. Τὸν ἄφησα νὰ φύγη μὲ τὸν λογισμό του. Καλά, καὶ ἂν κάπνιζα, καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία θὰ κάπνιζα; Βλέπετε τί εἶναι ὁ λογισμός;

- Γέροντα, ἡ ὑπόνοια, ἡ καχυποψία, πόση ζημιὰ μπορεῖ νὰ κάνη στὴν ψυχή;

- Ἀνάλογα μὲ τὴν ὑπόνοια εἶναι καὶ ἡ ζημιά. Ἡ καχυποψία φέρνει καχεξία.

- Πῶς θεραπεύεται;

- Μὲ καλοὺς λογισμούς.

- Γέροντα, ἂν δῆ ὁ ἄνθρωπος ὅτι πέφτει ἔξω μιὰ φορά, αὐτὸ δὲν τὸν βοηθάει;

- Ἂν πέση μιὰ φορὰ ἔξω, τέλος πάντων· ἂν πέση ὅμως δυὸ φορές, θὰ σακατευθῆ. Θέλει προσοχή, γιατί καὶ ἕνα τοῖς χιλίοις νὰ μὴν εἶναι τὰ πράγματα ἔτσι ὅπως τὰ σκεφθήκαμε, κολαζόμαστε. Ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο, μιὰ φορὰ τὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ ἕνα γεροντάκι, ὁ Γέρο-Δωρόθεος, τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τὸν εἶδε ἕνας ἀδελφὸς τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἔβαζε στὸ τηγάνι καὶ ἔρχεται καὶ μοῦ λέει: «Νὰ δῆς, ὁ Γέρο-Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο μεγάλα!». «Μά, τοῦ λέω, ὁ Γέρο-Δωρόθεος, Μεγάλη Σαρακοστή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τηγανίζη μπαρμπούνια». «Ναί, μοῦ λέει, τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, κάτι μπαρμπούνια τόσα!».

Ὁ Γέρο- Δωρόθεος εἶχε ἔρθει δεκαπέντε χρόνων στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦταν σὰν μάνα. Ἂν ἔβλεπε κανένα καλογέρι λίγο φιλάσθενο, «ἔλα ἐδῶ, τοῦ ἔλεγε, ἔχω ἕνα μυστικὸ νὰ σοῦ πῶ», καὶ τοῦ ἔδινε λίγο ταχίνι μὲ κοπανισμένα καρύδια ἢ κάτι ἄλλο. Καὶ τὰ γεροντάκια τὰ οἰκονομοῦσε ἀνάλογα. Πάω μετὰ στὸν Γέρο-Δωρόθεο καὶ τί νὰ δῶ; Κολοκυθάκια τηγάνιζε γιὰ τὸ νοσοκομεῖο!

- Καὶ ἄν, Γέροντα, ἕνας λογισμὸς ὑπόνοιας γιὰ κάποιον βγῆ ἀληθινός;

- Καὶ ἂν μιὰ φορὰ βγῆ ἀληθινὸς ἕνας τέτοιος λογισμός, σημαίνει ὅτι κάθε φορὰ θὰ εἶναι ἀληθινοὶ τέτοιοι λογισμοί; Ὕστερα ποῦ ξέρεις ἂν ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ βγῆ ἀληθινὸς ἐκεῖνος ὁ λογισμός, γιὰ νὰ δώση πνευματικὲς ἐξετάσεις ὁ ἄλλος στὴν ταπείνωση; Βέβαια χρειάζεται νὰ προσέχη κανεὶς νὰ μὴ δίνη καὶ ὁ ἴδιος ἀφορμές, ὥστε ὁ ἄλλος νὰ βγάζη λανθασμένα συμπεράσματα. Γιὰ νὰ βάλη λ.χ. κάποιος ἕναν ἀριστερὸ λογισμὸ γιὰ σένα, μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ ἔχη ἐμπάθεια, ἄλλα κι ἐσὺ μπορεῖ νὰ ἔδωσες ἀφορμή. Ἄν, παρόλο ποὺ ἐσὺ πρόσεξες, ὁ ἄλλος σκεφθῆ κάτι εἰς βάρος σου, τότε νὰ δοξάσης τὸν Θεὸ καὶ νὰ εὐχηθῆς γιὰ ἐκεῖνον.



«Συζήτηση μὲ τοὺς λογισμοὺς»

- Γέροντα, ὅταν ἔρχεται ἕνας λογισμὸς ὑπερήφανος, ὑποφέρω.

- Τὸν κρατᾶς μέσα σου;

-Ναί.

- Γιατί τὸν κρατᾶς; Νὰ τοῦ κλεινῆς τὴν πόρτα. Ἅμα τὸν κρατᾶς μέσα σου, ζημιὰ ἔχεις. Ἔρχεται ὁ λογισμὸς σὰν τὸν κλέφτη, τοῦ ἀνοίγεις τὴν πόρτα, τὸν βάζεις μέσα, πιάνεις κουβέντα μαζί του, καὶ μετὰ ἐκεῖνος σὲ κλέβει. Μὲ τὸν κλέφτη πιάνει κανεὶς κουβέντα; Ὄχι μόνον κουβέντα δὲν πιάνει, ἀλλὰ κλειδώνει τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μὴν μπῆ μέσα.

Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ μὴ συζήτησης μαζί του, ἀλλὰ γιατί νὰ τὸν ἀφήσης νὰ περάση; Ἂς ποῦμε ἕνα παράδειγμα· δὲν λέω ὅτι ἔχεις τέτοιους λογισμούς, ἀλλὰ ἂς ὑποθέσουμε ὅτι σοῦ ἔρχεται ἕνας λογισμὸς ὅτι μποροῦσες νὰ εἶσαι ἐσὺ Γερόντισσα. Ἐντάξει, ἦρθε ὁ λογισμός.

Μόλις ἔρθη, πὲς στὸν ἑαυτό σου: «πολὺ καλά· θέλεις νὰ εἶσαι Γερόντισσα; γίνε πρῶτα στὸν ἑαυτό σου Γερόντισσα», ὁπότε ἀμέσως κόβεις τὴν συζήτηση. Τί, μὲ τὸν διάβολο θὰ συζητᾶμε; Βλέπεις, ὅταν ὁ διάβολος πῆγε νὰ πειράξη τὸν Χριστό, Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «­Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ»[1]. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν διάβολο: «ἄντε πήγαινε...», ἐμεῖς τί νὰ συζητᾶμε;

- Γέροντα, εἶναι κακὸ νὰ συζητάω ἕναν ἀριστερὸ λογισμό, γιὰ νὰ δῶ ἀπὸ ποῦ προέρχεται;

- Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι δὲν συζητᾶς μὲ τὸν λογισμό, ὅπως νομίζεις, ἄλλα μὲ τὸ ταγκαλάκι. Περνᾶς εὐχάριστα ἐκείνη τὴν ὥρα, μετὰ ὅμως παιδεύεσαι. Νὰ μὴ συζητᾶς καθόλου τέτοιους λογισμούς. Νὰ πιάνης τὴν χειροβομβίδα καὶ νὰ τὴν πετᾶς στὸν ἐχθρό, γιὰ νὰ τὸν σκοτώσης. Ἡ χειροβομβίδα ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ μὴ σκάη ἀμέσως, ἀλλὰ μετὰ δύο-τρία λεπτά. Ἔτσι καὶ ὁ ἀριστερὸς λογισμός, ἂν τὸν δίωξης ἀμέσως, δὲν μπορεῖ νὰ σὲ βλάψη.

Ἄλλα ἐσὺ μερικὲς φορὲς δὲν ἔχεις ἐγρήγορση, δὲν λὲς τὴν εὐχή, καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀμυνθῆς. Ἔρχεται τὸ τηλεγράφημα τοῦ διαβόλου ἀπ' ἔξω, τὸ παίρνεις, τὸ διαβάζεις, τὸ ξαναδιαβάζεις, τὸ πιστεύεις καὶ τὸ περνᾶς στὸ ἀρχεῖο. Αὐτοὺς τοὺς φακέλους θὰ τοὺς παρουσίαση τὸ ταγκαλάκι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, γιὰ νὰ σὲ κατηγορήση.

- Γέροντα, πότε ἡ προσβολὴ ἑνὸς ἀριστεροῦ λογισμοῦ εἶναι πτώση;

- Ἔρχεται ὁ λογισμὸς καὶ τὸν διώχνεις ἀμέσως. Αὐτὸ δὲν εἶναι πτώση. Ἔρχεται καὶ τὸν συζητᾶς. Αὐτὸ εἶναι πτώση. Ἔρχεται, τὸν δέχεσαι λίγο καὶ μετὰ τὸν διώχνεις. Αὐτὸ εἶναι μισὴ πτώση, γιατί καὶ τότε ἔχεις πάθει ζημιά, ἐπειδὴ μόλυνε ὁ διάβολος τὸν νοῦ σου. Δηλαδὴ εἶναι σὰν νὰ ἦρθε ὁ διάβολος καὶ τοῦ εἶπες: «Καλημέρα, τί γίνεται; Καλά; Κάθησε νὰ σὲ κεράσω. Ἄ, ὁ διάβολος εἶσαι; Φύγε τώρα». Ἀφοῦ εἶδες ὅτι εἶναι ὁ διάβολος, γιατί τὸν ἔβαλες μέσα; Τὸν κέρασες καὶ θὰ ξανάρθη.



«Συγκατάθεση στὸν λογισμὸ»

- Γιατί, Γέροντα, μοῦ περνοῦν στὸ μοναστήρι διάφοροι κακοὶ λογισμοί, ἐνῶ στὸν κόσμο δὲν γινόταν αὐτό; Ἐγώ τοὺς ἐπιτρέπω;

- Ὄχι, εὐλογημένη! Ἄσ' τους νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ φεύγουν. Μήπως τὰ ἀεροπλάνα ποὺ περνοῦν πάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ σοῦ χαλοῦν τὴν ἡσυχία σὲ ρωτοῦν; Ἔτσι καὶ αὐτοὶ οἱ λογισμοί. Μὴν ἀπελπίζεσαι. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ εἶναι κανοναρχίσματα τοῦ διαβόλου. Εἶναι σὰν τὰ διαβατάρικα πουλιὰ πού, ὅταν πετοῦν στὸν οὐρανό, εἶναι πολὺ ὄμορφα νὰ τὰ χαζεύης. Ἂν ὅμως κατεβοῦν καὶ κάνουν φωλιὰ στὸ σπίτι σου, μετὰ κάνουν πουλάκια, καὶ τὰ πουλάκια λερώνουν.

- Γιατί ὅμως, Γέροντα, νὰ μοῦ ἐρχωνται τέτοιοι λογισμοί;

- Αὐτὴν τὴν δουλειὰ τὴν κάνει ὁ πειρασμός. Ἀλλὰ ὑπάρχει μέσα σου καὶ κατακάθι· δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ κάθαρση. Ἐφόσον ὅμως ἐσὺ δὲν τοὺς δέχεσαι, δὲν ἔχεις εὐθύνη. Ἄφησε τὰ σκυλιὰ νὰ γαυγίζουν. Μὴν τοὺς ρίχνης πολλὲς πέτρες. Γιατί, ὅσο τοὺς ρίχνεις πέτρες, συνεχίζουν νὰ γαυγίζουν καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς πέτρες θὰ χτίσουν μοναστήρι ἢ σπίτι, ἀνάλογα..., καὶ ὕστερα δύσκολα νὰ τὸ γκρεμίσης.

- Δηλαδή, Γέροντα, πότε γίνεται συγκατάθεση στοὺς λογισμούς;

- Ὅταν τοὺς πιπιλίζης σὰν καραμέλα. Νὰ προσπαθήσης νὰ μὴν πιπιλίζης τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀπ' ἔξω ζαχαρωμένοι καὶ μέσα φαρμάκι, καὶ ὕστερα ἀπελπίζεσαι. Τὸ νὰ περνοῦν λογισμοὶ κακοὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἀνησυχητικό, γιατί μόνο στοὺς Ἀγγέλους καὶ στοὺς τελείους δὲν περνοῦν λογισμοὶ κακοί. Ἀνησυχητικὸ εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἰσοπέδωση ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του καὶ δέχεται τὰ λυκόφτερα - τὰ ταγκαλάκια. Ἐὰν καμμιὰ φορὰ συμβῆ καὶ αὐτό, ἀμέσως ἐξομολόγηση, καλλιέργεια τοῦ ἀεροδρομίου καὶ φύτεμα καρποφόρων δένδρων, γιὰ νὰ γίνη ἡ καρδιὰ πάλι Παράδεισος.

1. Λουκ. 4, 8.



 πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...