Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2015

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Πρίγκηπας


 


Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Βσεβολόντοβιτς) ἐγεννήθηκε τὸ ἔτος 1189 στὴ Ρωσία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ μεγάλου πρίγκηπα Βσέβολοντ. Διαδέχθηκε τὸν ἀδελφό του Κωνσταντίνο καὶ ἔγινε μέγας ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας, λίγο πρὶν τὴν μάχη τοῦ Κάλκα, κατὰ τὴν ὁποία οὁ Μογγόλοι τοῦ Μπατοῦ Χὰν κατέστρεψαν τὸ Ρωσικὸ στρατό.

Ἡ βασιλεία του διέρρευσε μέσα ἀπὸ ἐμφύλιους σπαραγμοὺς καὶ ἀγῶνες, καθὼς καὶ πολέμους κατὰ τῶν Μογγόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσβάλει στὴ Ρωσία καὶ ἐλεηλάτησαν τὴ Μόσχα, τὴ Σουζδαλία καὶ τὸ Βλαδιμίρ. Πράγματι, τὸ ἔτος 1223, τὰ μογγολικὰ στρατεύματα εἰσέβαλαν στὴ χῶρα τῆς Ρωσίας, ἐνίκησαν τοὺς διαιρεμένους Ρώσους ἡγεμόνες καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Ἀσία.

Ὁ Ἄγιος Γεώργιος ἐφονεύθηκε στὴ μάχη τὴν ὁποία συνῆψε μὲ τοὺς Μογγόλους στὸν ποταμὸ Σίτα στὶς 4 Μαρτίου 1238. Ὁ Ἐπίσκοπος Κύριλλος ἐνταφίασε τὸ σκήνωμά του στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ροστὼβ καὶ δύο χρόνια αργότερα τὸ μετέφερε μὲ εὐλάβεια καὶ ἐπισημότητα στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμίρ.

Συναξαριστής της 4ης Φεβρουαρίου

Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης

 


«Ἱερατικῆς καὶ ἀσκητικῆς πολιτείας κανών», «τῆς ἡμετέρας αὐλῆς μοῦσαν».

Εἶναι χαρακτηρισμοὶ ποὺ ἀπέδωσε ὁ Μέγας Φώτιος στὸν ὅσιο Ἰσίδωρο, γιὰ τὴν ἄριστη θεολογική του κατάρτιση, τὸ φιλοσοφικό του νοῦ, τὴν ἀσκητική του ἐγκράτεια, τὴν τόλμη καὶ τὴν ἄμεμπτη ἰδιωτική του ζωή.

Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο, περίπου τὸ 360, καὶ πέθανε τὸ 440. Ἔκανε μεγάλες καὶ καλὲς σπουδές. Ἐργάστηκε στὴν ἀρχὴ σὰν κατηχητὴς καὶ δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας. Μετά, ὅμως, ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὸ Πηλούσιο, γι᾿ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Πηλουσιώτης. Ἀργότερα, τὸν ἀξιώνει ὁ Θεὸς καὶ γίνεται Ἱερέας καί, ἔπειτα, πανηγυρικά, ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του.

Ἡ πολυμάθεια ἔδωσε στὸν Ἰσίδωρο τέτοιο κῦρος καὶ φήμη, ὥστε νὰ θεωρεῖται αὐθεντία στὶς ἑρμηνεῖες δύσκολων ἁγιογραφικῶν χωρίων καὶ στὴ λύση ἀποριῶν. Ἂν ἤθελε, ἔπαιρνε ἄνετα τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Ἀρνεῖται, ὅμως, προτιμῶντας τὸ μοναστήρι, μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι θὰ πρόσφερε περισσότερα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ λόγο καὶ τὰ συγγράμματά του.

Πράγματι, σῴζονται σήμερα 2012 ἐπιστολές του. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ κάνει ἐντύπωση, εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Ἰσιδώρου γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὰ μοναστήρια. Πίστευε ὅτι τὰ μοναστήρια ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁπλισμένα μὲ ὅλα τὰ ἐφόδια τῶν θρησκευτικῶν καὶ θεολογικῶν γνώσεων. Καὶ νὰ εἶναι οἱ μεγάλοι προμαχῶνες τῆς πίστης, ἀπ᾿ ὅπου θὰ βγαίνουν οἱ θερμότεροι καὶ σοφότεροι ἀπολογηταὶ καὶ συνήγοροί της.

Ἀπολυτίκιο.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ κοσμούμενος, παντοδαπεῖ εὐκλεῶς, τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Ἰσίδωρε Ὅσιε· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, σεαυτὸν ἐκκαθάρας, πράξει καὶ θεωρίᾳ, διαλάμπεις ἐν κόσμῳ· δι’ ὧν μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.

Κοντάκιο.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐωσφόρον ἄλλον σε ἡ Ἐκκλησία, εὑραμένη ἔνδοξε, ταῖς τῶν σῶν λόγων ἀστραπαῖς, λαμπρυνομένη κραυγάζει σοι· χαίροις παμμάκαρ θεόφρον Ἰσίδωρε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι σοφίας διαπρεπής, ἀποδεδειγμένος, καταλάμπεις πᾶσαν τὴν γῆν, ἐκ τοῦ Πηλουσίου, τῶν λόγων τὰς ἀκτῖνας, ὥσπερ πυρσὸς ἐκπέμπων, Πάτερ Ἰσίδωρε.

 
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης

 


Γεννήθηκε στὴν Κυδωνιὰ τῆς Κρήτης τὸ ἔτος 792, καὶ ἐκεῖ διδάχτηκε τὰ πρῶτα γράμματα. Κατόπιν οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη κοντὰ στὸ θεῖο του Θεοφάνη, ποὺ ἦταν μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Στουδίου, τῆς ὁποίας καὶ αὐτὸς ἔγινε μοναχός. Ἐκεῖ ὁ Νικόλαος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ μορφωθεῖ στὰ ἑλληνικὰ καὶ θρησκευτικὰ Γράμματα, ἔγινε δὲ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ταχυγράφους τῆς ἐποχῆς του.

Οἱ καιροὶ ὅμως ἦταν πολὺ ταραγμένοι ἀπὸ τὸ σάλο τῆς Εἰκονομαχίας, καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Στουδίου, ποὺ ἦταν προμαχῶνας τοῦ ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν ἁγίων Εἰκόνων, ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ μοναχοί της, ὑπέστησαν διώξεις, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ πολλὲς ἄλλες στερήσεις.

Τὴν ἴδια βέβαια τύχη εἶχε καὶ ὁ Νικόλαος, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπονομάσθηκε Ὁμολογητής. Ὅταν ἔπαψε ἡ θύελλα τῆς Εἰκονομαχίας, στὶς 19 Ἀπριλίου 847, ὁ Νικόλαος ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς Μονῆς του. Τὸ 850 ὅμως παραιτήθηκε. Τὸ 859 ἵδρυσε τὸ μονύδριο τοῦ Κονωροβίου, μὲ σχέδιο νὰ καταρτίσει νέους μοναχοὺς κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Μονῆς Στουδίου.

Ὁ Καῖσαρ Βάρδας, ὅμως, τὸν ἀνάγκασε νὰ αὐτοεξορισθεῖ σὲ διάφορους τόπους (Ἱστορικὲς πῆγες ἀναφέρουν ὅτι εἶχε πρόβλημα πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν ἱερὸ Φώτιο), γιὰ νὰ ἐπανέλθει τὸ 867 σὰν ἡγούμενος, καὶ νὰ τὸν καλέσει ὁ Θεὸς κοντά Του στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 868.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κυδωνίας, καὶ ὑπόδειγμα, ὁσίου βίου, ἀνεδείχθης Στουδῖτα Νικόλαε· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, ὀμολογίας ἀγῶσι διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐκ Κυδωνίας ὡς φωστὴρ λαμπρὸς ἀνέτειλας Καὶ Ἐκκλησίας καταυγάζεις τὰ πληρώματα Τῇ στερρᾷ ὁμολογίᾳ σου Θεοφόρε. Τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὴν προσκύνησιν Τοῖς ἀγῶσί σου καὶ πόνοις κατετράνωσας. Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Νικόλε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Κυδωνίας θεῖος βλαστὸς, καὶ Μονῆς Στουδίου, τύπος ἔμπνους πρὸς ἀρετήν· τῆς ὁμολογίας, τὸ θεῖον χαῖρε στόμα, Νικόλαε παμμάκαρ, Κρητῶν ἀγλάϊσμα.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀρβὴλ της Περσίας

 


Μαρτύρησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν ἐπίσκοπος κάποιας Περσικῆς πόλης ποὺ ὀνομαζόταν Ἀρβήλ, τὰ ἀρχαία Ἄρβηλα, πόλη τῆς Ἀσσυρίας (Μεσοποταμίας· βρισκόταν γύρω στὰ 90 χιλ. νοτιονατολικὰ τῆς Μοσσούλης κοντὰ στὰ Ἴρακινοπερσικα σύνορα. Τώρα ἀνήκει στὸ Ἰρὰκ καὶ ὀνομάζεται Ἐρμπίλ).

Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς στὴν Περσία ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἀβράμιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἀρχιμάγο του βασιλιᾶ Ἀδερφορᾶ. Αὐτὸς προσπάθησε νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσει τὸν ἥλιο. Ὁ Ἀβράμιος ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἀλλὰ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἐργάζεται συνεχῶς γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Τότε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, τὸν ἀποκεφάλισαν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ λεγόταν Θελμᾶ καὶ ἔτσι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπίσκοπος Εἰρηνουπόλεως

Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 318 Θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας.

(Ἡ Εἰρηνούπολη, πόλη Βυζαντινή, ἦταν κοντὰ στὸν Σάρο ποταμὸ τῆς Τραχείας Κιλικίας).

 
Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ὁ Θαυματουργός

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος

Μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

 
Ὁ Ὅσιος Νικήτας «ὁ ἐν τοῖς Πυθίοις»

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεῶν (σελ. 69), σὰν ἀσκητὴς ὅσιος, ποὺ ἀσκήτευσε (ἄγνωστο πότε) «ἐν Πυθίοις» (τὸ σημερινὸ Κουρί).

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Χαλεπλής

Καταγόταν ἀπὸ τὸ Χαλέπιο καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἐπειδὴ ἦταν εὐσεβής, τὸν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν εἶπε θὰ γίνει Τοῦρκος. Μπροστὰ στὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ὁ Ἰωσὴφ παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν πίστη του καὶ μὲ θάῤῥος ἤλεγξε τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ἀκλόνητος καὶ ἀμετάπειστος στὶς ἀπόπειρες τῶν Τούρκων νὰ τὸν ἀλλαξοπιστήσουν, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀποκεφαλισμὸ στὶς 4 Φεβρουαρίου 1686.

Ὁ ὑπ᾿ ἀριθ. 2142 (129) κώδικας τοῦ XΝΙΙΙ αἰ. τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου του Ἁγίου Ὄρους, ἐδάφ. 23, ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου στὶς 17 Φεβρουαρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κορίνθιος

Ὁρισμένες ἁγιολογικὲς πηγὲς ἀναφέρουν τὴν μνήμη του 4 Φεβρουαρίου. Ὅμως, βλέπε κυρίως μνήμη τοῦ ἁγίου αὐτοῦ στὶς 14 Φεβρουαρίου.

 
Οἱ Ὅσιοι Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις ἀσκήτεψαν περὶ τὸ 1485 στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πετσένγκα – Γκραζοβέσκ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν στὴν κωμόπολη Βλαντιμίρσκο τῆς Πετσένγκα, στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας.

 

 
Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος

 


Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος τοῦ Μγκβιμέλι ἔζησαν στὴν Γεωργία τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀρχικὰ ἦταν δούκας τοῦ Ζιχαντίνι καὶ ἀρχηγὸς τοῦ μεγαλύτερου κράτους στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλείου τοῦ Κάρτλι (Δυτικὴ Γεωργία). Στὴν συνέχεια ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους γεωργιανοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Σίου καὶ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ τελευταῖος.

Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἐσκόπευε νὰ γίνει μοναχὸς ὅταν, πηγαίνοντας σὲ ἕνα κυνήγι, ἔγινε θεατὴς ἑνὸς θαύματος: εἶδε ἕνα περιστέρι νὰ φέρνει τροφὴ στὸν ἐρημίτη Ἅγιο Σίο. Αὐτὸς ἀρχικὰ ἦταν ἀντίθετος στὴ ἀπόφαση τοῦ Εὐάγριου, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ βιαστική. Ὁ Εὐάγριος ὅμως, ἐπέμενε καὶ τελικὰ ὁ Ἅγιος Σίος τοῦ παρήγγειλε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι, νὰ τακτοποιήσει ὅλες τὶς ὑποθέσεις του, νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του καὶ ἔπειτα νὰ πάει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι καὶ νὰ βάλει μέσα στὸ νερὸ ἕνα μπαστούνι ποὺ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ ἐδώριζε. Ἐὰν ὁ ποταμὸς ἐστέγνωνε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Εὐάγριου, αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνα θεϊκὸ σημάδι γιὰ νὰ ξεκινήσει τὸν μοναχικὸ βίο, διαφορετικὰ ὁ φιλόδοξος μοναχὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν σκοπό του. Ὁ Εὐάγριος ἔπραξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καί, κατὰ τὴν θεία βούληση, παρέμεινε μὲ τὸν Ἅγιο Σίο.

Ἔκτοτε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀσκητῶν γύρω τους ἄρχισε νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγεννήθηκε τὸ μοναστήρι. Ὁ Εὐάγριος μὲ δικά του ἔξοδα ἀγόρασε γιὰ τὴν ἀδελφότητα τὸ χωριὸ Σαλτέμπα μαζὶ μὲ τὰ προσαρτημένα ἐδάφη.

Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος Σίος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, ἀπομονώθηκε σὲ σπήλαιο καὶ ὅρισε τὸν Ὅσιο Εὐάγριο ἡγούμενο τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.

Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων ἑορτάζεται καὶ στὶς 4 Ἰανουαρίου, ὅπως καὶ στὶς 9 Μαΐου.

 
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Πρίγκηπας
 


Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Βσεβολόντοβιτς) ἐγεννήθηκε τὸ ἔτος 1189 στὴ Ρωσία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ μεγάλου πρίγκηπα Βσέβολοντ. Διαδέχθηκε τὸν ἀδελφό του Κωνσταντίνο καὶ ἔγινε μέγας ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας, λίγο πρὶν τὴν μάχη τοῦ Κάλκα, κατὰ τὴν ὁποία οὁ Μογγόλοι τοῦ Μπατοῦ Χὰν κατέστρεψαν τὸ Ρωσικὸ στρατό.

Ἡ βασιλεία του διέρρευσε μέσα ἀπὸ ἐμφύλιους σπαραγμοὺς καὶ ἀγῶνες, καθὼς καὶ πολέμους κατὰ τῶν Μογγόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσβάλει στὴ Ρωσία καὶ ἐλεηλάτησαν τὴ Μόσχα, τὴ Σουζδαλία καὶ τὸ Βλαδιμίρ. Πράγματι, τὸ ἔτος 1223, τὰ μογγολικὰ στρατεύματα εἰσέβαλαν στὴ χῶρα τῆς Ρωσίας, ἐνίκησαν τοὺς διαιρεμένους Ρώσους ἡγεμόνες καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Ἀσία.

Ὁ Ἄγιος Γεώργιος ἐφονεύθηκε στὴ μάχη τὴν ὁποία συνῆψε μὲ τοὺς Μογγόλους στὸν ποταμὸ Σίτα στὶς 4 Μαρτίου 1238. Ὁ Ἐπίσκοπος Κύριλλος ἐνταφίασε τὸ σκήνωμά του στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ροστὼβ καὶ δύο χρόνια αργότερα τὸ μετέφερε μὲ εὐλάβεια καὶ ἐπισημότητα στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμίρ.

 

Αἰώνιος θάνατος – «εἰς αὔριον τὰ σπουδαία»

Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀμετανοησίας ἀπορρίπτουν τόν Χριστόν δι᾽αὐτό δέν ἔχουν ἀνάπαυσιν καί εἰρήνην. Ἔχουν νομιζομένην ἡσυχίαν. Ἡ στιγμή τῆς πραγματικῆς ἡσυχίας δέν εἶναι ἐκείνη πού κοιμώμεθα, ἀλλά ἐκείνη πού κοιμᾶται ἥσυχη ἡ συνείδησίς μας.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀντί νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν γίνονται ἑαυτομάχοι- "αὐτοκτονοῦν". Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ εἰς τήν σωτηρίαν, ἡ δέ ἀναβολή αὐτῆς εἶναι ἐκ τοῦ διαβόλου καί ἔχει ὀλέθρια ἀποτελέσματα.

Νά μήν ἀπελπιζώμεθα, ἀλλά οὔτε νά ἀναπαυώμεθα καί νά ἀναβάλλωμε τήν μετάνοιάν μας. Εἶπε Γέρων: «Ἄν σοῦ πῇ ὁ λογισμός "ἔχεις χρόνο νά μετανοήσῃς, μπορεῖς ἀκόμη καί αὔριο", ἐσύ νά τοῦ πῇς" μετανοῶ, ἀμέσως τώρα, γιατί στή μετάνοια δέν ὑπάρχει αὔριο, ἀλλά χθές"».
Τό βιβλίον τοῦ Προφήτου Δανιήλ περιγράφει τό τέλος ἐκείνων πού ζοῦν εἰς τήν ἁμαρτίαν ἀλλά καί ἀναβάλλουν τήν μετάνοιάν των: Ἐπάνω εἰς τό γεῦμα καί τό γλέντι, κατά τρόπον θαυμαστόν καί ἐνώπιον ὅλων τῶν συνδαιτυμόνων, ἐνεφανίσθησαν δάκτυλα ἀνθρωπίνης χειρός πού ἔγραψαν στόν τοῖχο τῆς αἰθούσης ἀνεξήγητες λέξεις: «Μανή, Θεκέλ, Φάρες». Δηλαδή "ἐμετρήθης, ἐζυγίσθης καί εὑρέθης ἐλλειπής". Τήν ἑρμηνείαν τήν ἔδωσε ὁ Προφήτης...

Δανιήλ, ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν Βαλτάσαρ (Βασιλεύς τῆς Βαβυλῶνος)  εἰς μετάνοιαν.
Τό τραγικόν ὅμως εἶναι, ὅτι ὁ Βαλτάσαρ παρ᾽ ὅ,τι  ἐπίστευσε τόν Προφήτην, δέν μετενόησε. Ἐμπρός εἰς τό γλέντι ἀνέβαλε τίς ἀποφάσεις του διά τήν ἑπομένην. «Ἐς αὔριον τά σπουδαῖα» εἶπε εἰς παρομοίαν περίπτωσιν κάποιος ἄλλος. Ἀλλά τό αὔριον δέν ἦλθε ποτέ. Τήν ἰδίαν νύκτα ὁ Βαλτάσαρ ἐφονεύθη ὑπό τῶν Μήδων, οἱ ὁποῖοι κατέλαβον τήν Βαβυλῶνα.
Καί ἄν ἔχωμε χαθῆ λοιπόν εἰς τόν θανάσιμον λαβύρινθον τῆς ἁμαρτίας, ἐπιβάλλεται δίχως ἀπελπισίαν ἀλλά καί δίχως ἀναβολήν νά ψάξωμε νά βροῦμε τήν ἔξοδον, πού ὁδηγεῖ εἰς τήν Ἀλήθειαν πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὄχι ἐπειδή ἡ Ἀλήθεια χάθηκε - οὐδέποτε ἡ Ἀλήθεια χάνεται -, ἀλλά διότι ἐμεῖς εἴμεθα χαμένοι.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! - Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε!

Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.

Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μὲ ἔχουν προσδέσει στὴν γῆ, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο.

Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἀποξένωσαν ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ ἔκαναν ἕναν ξένο καὶ ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου.

Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῷο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπὸ ἕνα μὴ κυνηγημένο, ἔτσι καὶ ἐγὼ καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω εὕρει τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο προφυλασσόμενος ὑπὸ τὸ σκήνωμά Σου, ὅπου οὔτε φίλοι, οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν ν᾿ ἀπωλέσουν τὴν ψυχή μου.


Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.

Αὐτοὶ μᾶλλον παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου.

Αὐτοὶ μὲ ἔχουν μαστιγώσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα διστάσει νὰ μαστιγωθῶ.

Μὲ ἔχουν βασανίσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα προσπαθήσει ν᾿ ἀποφύγω τὰ βάσανα.

Αὐτοὶ μὲ ἔχουν ἐπιπλήξει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα κολακεύσει τὸν ἑαυτό μου.

Αὐτοὶ μὲ ἔχουν κτυπήσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει μὲ ἀλαζονεία.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.

Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν ἀνόητο.

Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν σὰν νὰ ἤμουν νᾶνος.

Κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ περιθώριο.

Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θὰ κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοὶ μὲ ξύπνησαν ἀπὸ τὸν ὕπνο.

Κάθε φορὰ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω σπίτι γιὰ μία μακρὰ καὶ ἤρεμη ζωή, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω.

Στ᾿ ἀλήθεια οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε!

Πλήθυνέ τους καὶ κάνε τους ἀκόμη πιὸ σκληροὺς ἐναντίον μου.

Ὥστε ἡ καταφυγή μου σὲ σένα νὰ μὴ ἔχει ἐπιστροφή, ὥστε καὶ κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους νὰ διαλυθεῖ ὡς ἱστὸς ἀράχνης, ὥστε ἀπόλυτη εἰρήνη ν᾿ ἀρχίσει νὰ βασιλεύει στὴν ψυχή μου, ὥστε ἡ καρδιά μου νὰ γίνει ὁ τάφος τῶν δυὸ κακῶν διδύμων μου ἀδελφῶν τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ θυμοῦ.

Ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τοὺς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοῖς, ὥστε νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίχτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι.

Οἱ ἐχθροὶ μὲ δίδαξαν νὰ μάθω - αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανεὶς - ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μισεῖ κάποιος τοὺς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνει ν᾿ ἀναγνωρίσει ὅτι δὲν εἶναι ἐχθροὶ ἀλλὰ σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι φίλοι.

Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο καλὸ καὶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο κακὸ στὸν κόσμο- οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι;

Γι᾿ αὐτὸ εὐλόγησε, ὦ Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς μου...

Εορτή του Οσίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου

  Εορτή του Οσίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου

4 Φεβρουαρίου σήμερα και η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Οσίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου.

O Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης γεννήθηκε στην Αίγυπτο περί το 360 μ.Χ. από γονείς θεοφιλείς, και ήταν συγγενής των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 - 412 μ.Χ.) και Κυρίλλου Α' (412 - 444 μ.Χ.).
Σε νεαρή ηλικία έλαβε μεγάλη και θαυμαστή θεολογική και φιλοσοφική γνώση. Στην αρχή εργάσθηκε ως διδάσκαλος και κατηχητής της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας.

Επιζητώντας όμως την ησυχία για να δύναται να ασχοληθεί με το έργο της ζωής του, τη μελέτη των Αγίων Γραφών, αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι στο όρος Πηλούσιο, γι' αυτό έλαβε και το όνομα Πηλουσιώτης. Αργότερα δέχεται την πρόταση να γίνει ιερέας και στη συνέχεια εκλέγεται πανηγυρικά ηγούμενος στο μοναστήρι του.

Λόγω της τεράστιας θεολογικής του κατάρτισης, απέκτησε μεγάλο κύρος και φήμη, ώστε να θεωρείται μοναδικός στις ερμηνείες περίπλοκων γραφικών χωρίων. Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Έφεσο το έτος 431 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408 - 450 μ.Χ.), ο Άγιος αναφαίνεται με μεγάλη υπόληψη και σπουδαίο κύρος στην Εκκλησία.

Έλεγχε με παρρησία τους αμαρτάνοντες, φώτιζε τους πάντες με τον θείο του λόγο, νουθετούσε τους άρχοντες, υπεστήριζε τους κλονιζόμενους και ήταν η «μούσα της ημετέρας αυλής», όπως αποκαλούσε αυτόν ο ιερός Φώτιος (Επιστολή 2, 44).

Συνέγραψε αρκετές πραγματείες, ως και πλήθος επιστολών, από τις οποίες σώζονται 2.012, με τις οποίες νουθετούσε, συμβούλευε και συγχρόνως εξηγούσε τις θείες και σωτήριες Γραφές. Εκοιμήθη ειρηνικά το 440 μ.Χ.

Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Σοφία κοσμούμενος, παντοδαπεί ευκλεώς, τοις Αόγοις εκόσμησας, την Εκκλησίαν Χρίστου, Ισίδωρε Όσιε, συ γαρ δι' εγκράτειας, σεαυτόν εκκαθάρας, πράξει και θεωρία, διαλάμπεις εν κοσμώ, δι' ων μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τα κρείττονα.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2015

Ο Χριστός,το παν!(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς)

Σταθήτε όλα τα σύμπαντα, όλοι οι υπάρχοντες κόσμοι, και όλα τα όντα! Κάτω όλαι αι καρδίαι, όλοι οι νόες, όλαι αι ζωαί, όλα αι αθανασίαι, όλαι αι αιωνιότητες! Διότι, όλα αυτά άνευ του Χριστού είναι δι’ έμε κόλασις. η μία κόλασις δίπλα εις την άλλην κόλασιν. Όλα είναι αναρίθμητοι και ατελεύτητοι κολάσεις και εις ύψος και εις το βάθος και εις το πλάτος.
Η ζωή άνευ του Χριστού, ο θάνατος άνευ του Χριστού, η αλήθεια άνευ του Χριστού, ο ήλιος άνευ του Χριστού και τα σύμπαντα χωρίς Αυτόν, όλα είναι τρομερά ανοησία, ανυπόφορον μαρτυρίον, σισύφειον βάσανον, κόλασις!
Δεν θέλω ούτε τη ζωήν, ούτε τον θάνατο άνευ Σου, Γλυκύτατε Κύριε! Δεν θέλω ούτε την αλήθειαν, ούτε την δικαιοσύνην, ούτε τον παράδεισον, ούτε την αιωνιότητα. Όχι, όχι! Εσένα μόνον θέλω, Εσύ μόνο να είσαι εις όλα, εν πάσι και υπεράνω όλων!… Η αλήθεια, εάν δεν είναι ο Χριστός, δεν μου χρειάζεται, είναι μόνο μια κόλασις.
Το ίδιον είναι κόλασις και η δικαιοσύνη, και η αγάπη, και το αγαθόν, και η ευτυχία και αυτός ο Θεός, εάν δεν είναι ο Χριστός, είναι κόλασις. Δεν θέλω ούτε την αλήθεια άνευ του Χριστού, ούτε την δικαιοσύνην άνευ του Χριστού, ούτε την αγάπην άνευ του Χριστού, ούτε τον Θεό άνευ του Χριστού. 

Δεν τα θέλω όλα αυτά κατ’ ουδένα τρόπον! Θα δεχθώ κάθε είδους θάνατον. Ας με θανατώσετε με όποιον τρόπον θέλετε, αλλά χωρίς τον Χριστόν δεν θέλω τίποτε. Ούτε τον εαυτόν μου, ούτε και αυτόν τον ίδιον τον Θεόν, ούτε κάτι άλλο μεταξύ των δύο τούτων δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω!
To είδαμε εδώ

Λίγο πριν κοιμηθείς, σκέψου…(Αφιέρωσε 2 λεπτά και διάβασε το θα σε ωφελήσει πολύ!)


Λίγο πριν κοιμηθείς, σκέψου…
(Αφιέρωσε 2 λεπτά και διάβασε το θα σε ωφελήσει πολύ!) 

 Λίγο πριν κοιμηθείς, σκέψου… 

Σκέψου ποιος είσαι, τι κάνεις πως πορεύεσαι στη ζωή σου. 

Σκέψου το πώς κύλησε η μέρα και πώς εσύ αντέδρασες σε κάθε γεγονός.

 Σκέψου πως ο Κύριος σε άφησε να ζήσεις και αυτή τη μέρα…
 Σου έδωσε άλλη μια ευκαιρία να Τον πλησιάσεις… 
Μετά βγες απ’ τον εαυτό σου και σκέψου λίγο τους άλλους. 
Εσύ έχεις το σπίτι σου, το κρεβάτι σου… 
Όμως, κάποια παιδιά δεν έχουν να φάνε. 

Σκέψου πόσοι άνθρωποι περιφέρονται απελπισμένοι στους δρόμους. 
Αυτή την στιγμή. Άστεγοι, φτωχοί, πεινασμένοι, παιδιά μπλεγμένα στα ναρκωτικά, στο περιθώριο… Τόσος κόσμος υποφέρει. Σκέψου πόσοι -αυτή τη στιγμή- πονάνε σ’ ένα νοσοκομείο, πόσοι θλίβονται επειδή έχασαν κάποιο πρόσωπο αγαπημένο, πόσοι είναι απελπισμένοι λόγω χρεών και δανείων, πόσοι άνθρωποι διψούν για λίγες στιγμές χαράς και δεν ξεδιψούν ποτέ… 
Πόνος, θλίψη, δυστυχία σε κάθε γωνιά του πλανήτη… 

 Σκέψου τα όλα αυτά όχι για να απελπιστείς! 

Αλλά για να πεις ένα Κύριε ελέησον. 

Για να μπορέσεις να μαλακώσεις λίγο την καρδιά σου. 
Να την συντονίσεις στον παλμό της προσευχής. 
Ωραίο πράμα αυτό. 
Τώρα που θα πέσεις για ύπνο, να εύχεσαι για όλους! 

 Αυτό σε ενώνει, σε κάνει μέτοχο χωρίς να σε γκρεμίζει ψυχολογικά. 
Και όταν Τον παρακαλέσεις, η καρδιά σου θα μαλακώσει. Θα γλυκαθεί. 
Θα έρθει ο ύπνος, θα σφαλίσει τα μάτια σου, κι εσύ θα κοιμηθείς μέσα στην προσευχή… 
Να τα θυμάσαι αυτά, λίγο πριν κοιμηθείς.
πηγή
Το είδαμε εδώ

Ένα απραγματοποίητο σενάριο...

Τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ.Αναστάσιο, τον γνωρίζουν οι περισσότεροι στην Ελλάδα και όχι μόνον. Πρόκειται για μια παγκοσμίου βεληνεκούς προσωπικότητα που κατάφερε να αναστήσει πραγματικά την Εκκλησία της Αλβανίας, μετά από πολλές δεκαετίες αθεϊστικού καθεστώτος ... Τις ημέρες αυτές, ακούστηκε ένα απίστευτο σενάριο, της πρότασης δηλαδή εκ μέρους του κ. Πρωθυπουργού, ώστε να αναλάβει την Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Ακαδημαϊκός , Αρχιεπίσκοπος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας. Ασφαλώς, το σενάριο διαψεύσθηκε από τον ίδιο (βλ. εδώ)  . Ωστόσο, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις, σχετικά με αυτό.


Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, όπως ήδη προείπαμε τυγχάνει μία μεγάλη Εκκλησιαστική προσωπικότητα. Διαβάζοντας τα σενάρια αυτά, ταυτόχρονα διάβαζα και τα σχόλια που ακολουθούσαν. Διαπίστωσα λοιπόν πως στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, τα σχόλια ήταν θετικά! Όχι μόνον αυτό. Πολλοί εκ των αναγνωστών που τόνιζαν πως δεν έχουν καλή σχέση με την Εκκλησία ή με τον κλήρο, δήλωναν πως κάτι τέτοιο θα ήταν υπέροχο για την Ελλάδα μιας και ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είναι ένας άνθρωπος που καταφέρνει να σαγηνεύσει με τον λόγο αλλά ακόμα περισσότερο με το τεράστιο έργο Του.

Εκ των πραγμάτων λοιπόν και μετά την σχετική διάψευση από τον ίδιο, αναφερόμαστε υποθετικά στην περίπτωση που το σενάριο αυτό ήταν αληθινό. Πολύ καλό, για να είναι αληθινό, όπως μου έγραψε σήμερα αγαπητός αδελφός σε σχόλιο του... Πως θα ήταν λοιπόν, εάν μια αριστερών καταβολών κυβέρνηση, η οποία υποστήριξε προς κάθε κατεύθυνση προεκλογικά, πως τάσσεται υπέρ του διαχωρισμού Κράτους- Εκκλησίας, να υποδείξει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ως κατάλληλο πρόσωπο για την Προεδρία της Δημοκρατίας, έναν κληρικό; 

Πως θα ήταν εάν τελικά, με την προϋπόθεση πάντοτε πως θα συμφωνούσε πρωτίστως ο ίδιος, θα λάμβανε το ποσοστό ώστε για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδος, ένας Κληρικός να ηγηθεί ενός κράτους; Κάποιοι, θα προέτρεχαν σίγουρα να ταυτίσουν το κράτος αυτό με το Ιράν και το θεοκρατικό σύστημα από το οποίον εξαρτάται εδώ και δεκαετίες.  Μπορεί όμως να σταθεί αυτή η πρόχειρη εκτίμηση, στο πρόσωπο του Αναστασίου; 

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, υπήρξε ένας μεγάλος ειρηνιστής- επαναστάτης! Αληθινός επαναστάτης, όχι υποστηρικτής μιας κάποιας επαναστατικής ιδεολογίας αλλά της βιωμένης επανάστασης του Ευαγγελίου που επί είκοσι και πλέον αιώνες διακυρρύσει την ελευθερία , την ισότητα, την απόλυτη αξία του προσώπου! Ο Ακαδημαϊκός- Αρχιεπίσκοπος, βίωσε στην καθημερινότητα του τους καρπούς της ευαγγελικής σποράς, όπου και αν τον κάλεσε η Εκκλησία να Την διακονήσει. Τελευταίος σταθμός της πολυκύμαντης εκκλησιαστικής του διακονίας,  υπήρξε η Αλβανία. 

Απετέλεσε επιλογή του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ο οποίος με την σειρά του, με την επιλογή αυτή, απέδειξε πως ισχύει το ψαλμικό :''λίθον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας..'' (Ψαλμ. 117-22) , Παρέλαβε μια κατεστραμμένη εκκλησία και κατάφερε να την κάνει πρότυπο στην παγκόσμια Ορθοδοξία. Ταυτόχρονα, μερίμνησε για την διαδοχή του ώστε ο επόμενος Αρχιεπίσκοπος να είναι εκλεγμένος μέσα από την τοπική σύνοδο και γεννημένος στα μαρτυρικά χώματα της μαρτυρικής αυτής εκκλησίας. 

Ακόμα και σήμερα, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, συνεχίζει να σπέρνει τον ευαγγελικό λόγο στις διψασμένες ψυχές του ποιμνίου του, να απολαμβάνει τον σεβασμό και την τιμή της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας της γείτονος χώρας, να προσπαθεί να κάνει πράξη στην καθημερινότητα του αυτό που ο ίδιος ευφυώς διακηρύσσει: '' ο Θεός, δεν θέλει το τίποτα, θέλει το κάτι...'' 

Πράγματι, το σενάριο είναι εκτός πραγματικότητος... Για πολλούς και διάφορους λόγους. Ωστόσο, ακόμα και το γεγονός πως διέρρευσε στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο μια τέτοια φήμη, αποδεικνύει περίτρανα πως, ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, είναι ένας άνθρωπος που κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό φίλων και ''εχθρών'' κατά την μιμητική πορεία Εκείνου, στο Όνομα Του Οποίου ανέστησε μια νεκρή εκκλησία και μαζί της έναν ολόκληρο λαό... 

                                                                                                              π. Θωμάς Ανδρέου 

Συνάντηση με έναν ταξιτζή…που ήταν ο Άγιος Νεκτάριος!!!




Toυ π. Ιεροθέου Ανδρουτσόπουλου

Κάποιος μου είπε λίγες ημέρες πριν πως πάτερ, έχεις καιρό να γράψεις κάτι.

Και του απάντησα πως συνηθίζω να λερώνω με μελάνι τις λευκές γραμμές του χαρτιού, μόνο όταν κάτι συμβαίνει και μου προξενεί το ενδιαφέρον ή μου προκαλεί την ευαισθησία. Και είναι αλήθεια, πάει καιρός από τότε.

Πάντα όμως εκεί που δεν το περιμένεις, κάτι έρχεται να σου αναταράξει για λίγο την ησυχία και ίσως και την εφησυχάζουσα συνείδησή σου.

Σκέψεις, λογισμοί, απορίες, αγωνίες όλο αυτό τον καιρό για την νέα αυτή χρονιά, προβληματισμοί του παρόντος, αμφιβολίες για την πορεία του μέλλοντος, την προσωπική ευτυχία και την γενικότερη κατάσταση στον κόσμο, βασανίζουν την καρδιά σου, την σκέψη μου, την ψυχή μας. Γενικότερη η ανησυχία. Μεγάλη η ανεργία. Πλήθυνε λένε η ανομία. Εγκαθίσταται η αναρχία. Στερείται η ελευθερία μας. Χάνεται η γεωγραφική μας κυριαρχία. Τα πάντα αλλάζουν. Και ξαφνικά αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει πια ελπίδα, δεν πρόκειται να σωθείς, σου λένε επίμονα ότι ο Θεός πέθανε, ότι δεν υπάρχει ζωή.

« Θεέ μου τι κόσμος! Βοήθησε με να σωθώ. Να μην σέρνομαι στο χώμα. Αναζωπύρωσε μέσα μου την φλόγα της ελπίδος. Μπορείς άλλωστε. Τι είναι για Σένα ένα θαύμα! Συγχώρεσε την παρρησία μου. Σε αισθάνομαι Πατέρα. Θέλω να νιώθω άνετα μαζί σου».

Αυτές ήταν οι σκέψεις μου. Τις μοιράστηκα μαζί σας. Με βασάνιζαν, δεν σας το κρύβω. Μέχρι που ένας ταξιτζής, άνθρωπος του μεροκάματου, μου έλυσε την απορία. Σου κάνει εντύπωση; Και όμως.

« Πάτερ, μου είπε, άκου αυτό που θα σου πω και πες μου. Σε ένα φίλο, αδελφικό, του διέγνωσαν καρκίνο. Φοβήθηκε. Ταράχτηκε όλη η οικογένειά του. Τον έπιασε τρόμος. Εξετάσεις, αποτελέσματα, επισκέψεις σε γιατρούς, μαγνητικές, αξονικές στο κεφάλι. Τελευταία ελπίδα ,του είπαν, στο εξωτερικό , ένα διαγνωστικό κέντρο στην Γαλλία, για ειδικές εξετάσεις .

Γαλλία, ημέρα Σάββατο , ένα όμορφο πρωινό, στην αναμονή ή στην προσμονή των αποτελεσμάτων , εκεί σε μια στάση, στριμωγμένος με πολύ κόσμο. Ψάχνοντας ταξί. Έπειτα από αρκετή ώρα αναμονής ένα ταξί σταματά εμπρός του και του ανοίγει την πόρτα. «Πηγαίνετε με στο τάδε ξενοδοχείο» , είπε στα γαλλικά, μα κατάλαβε ότι ο ταξιτζής ήταν Έλληνας. «Τι κάνεις στην Γαλλία», τον ρώτησε. «Ήρθα για κάτι εξετάσεις». «Καλά δεν υπάρχουν νοσοκομεία στην Ελλάδα»;.

Ε, για καλύτερα, απάντησε. « Ξέρω ένα καλό νοσοκομείο εκεί στην Αίγινα, πήγαινε εκεί.» Η κούρσα τελείωσε , η απροσδόκητη επαφή με τον ταξιτζή, χάθηκε.

Στην Ελλάδα, λίγες ημέρες μετά, μου συνέχισε την διήγηση ο ταξιτζής που με έφερνε στο μοναστήρι, ο φίλος ρώτησε ποιο νοσοκομείο υπάρχει στην Αίγινα για να πάει. Του απάντησα πως η Αίγινα φημίζεται μόνο για τον Άγιο Νεκτάριο. Δεν έχει νοσοκομείο για ασθενείς με καρκίνο. Πήγε, τελικά, στο Μοναστήρι του Αγίου, και μπαίνοντας μέσα είδε την αγιογραφία με τον Άγιο Νεκτάριο. Λιποθύμησε. Τον ήξερε αυτό τον Άγιο.Ήταν ο ταξιτζής της Γαλλίας!!!»

Και τότε πήρα την απάντηση στα ερωτηματικά που περιέγραψα παραπάνω. Ένας ταξιτζής σε μένα έλυσε την απορία της αγωνίας, κατάλαβα ότι υπάρχει Ζωή και αυτή την ζωή θέλω να ζήσω, και ένας άλλος ταξιτζής (Άγιος Νεκτάριος) στον ασθενή αδελφό έδωσε την υγεία και την λύση στο αδιέξοδο της αρρώστιας.

πηγή
Το είδαμε εδώ

Οι μικροί "άγιοι" της Παλιάς Πάτρας- Ο ωραίοι τρελοί, οι ασυναγώνιστοι μπεκρήδες, οι γραφικοί χαρακτήρες- Η μυθολογία του δρόμου πριν μας αλλάξει ο καιρός

 Οι μικροί "άγιοι" της Παλιάς Πάτρας- Ο ωραίοι τρελοί, οι ασυναγώνιστοι μπεκρήδες, οι γραφικοί χαρακτήρες- Η μυθολογία του δρόμου πριν μας αλλάξει ο καιρός Είναι οι ωραίοι τύποι της παλιάς Πάτρας, που σήκωσαν βαρύ το φορτίο της διαφορετικότητας

Είναι οι ωραίοι τύποι της παλιάς Πάτρας, που σήκωσαν βαρύ το φορτίο της διαφορετικότητας



Κάποτε σε αυτή την πόλη που τελευταία απολαμβάνει το παρελθόν της στο άσπρο μαύρο, νοσταλγώνας τα χρόνια της αθωώτητας, έζησαν κάποιοι τύποι που δεν έγραψαν την ίδια ιστορία με τους άλλους, που τράβηξαν τον δικό τους δρόμο και κάπου εκεί, ανάμεσα σε πειράγματα, σε θηριώδεις-συχνά απάνθρωπους- ντόρους, σε πανηγύρια και χορούς, σε δρόμους που τους πάτησαν ξυπόλητοι, νικημένοι είτε απο τα φαντάσματά τους είτε από τα πάθη τους, κυνηγώντας τις δικές του χίμαιρες, έμειναν αξέχαστοι με τον τρόπο που δεν λησμονιέται κάποιος μοναδικός, ανάμεσα σε τόσους ίδιους, που πρώτα τον χλευάζουν και μετά τον νοσταλγούν.
Είναι οι ωραίοι τύποι της παλιάς Πάτρας, που σήκωσαν βαρύ το φορτίο της διαφορετικότητας σε εποχές που αυτή δεν σήμαινε αποκλεισμό, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά μια ζωή μέσα στην πόλη και τους ανθρώπους της, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό: από μια ζεστή αγκαλιά, μέχρι έναν άθλιο εμπαιγμό, από μια παρέα για να περάσεις τις ώρες σου, ένα πιάτο φαγητό, μέχρι τον πετροβολισμό και την διαπόμπευση.
Και βεβαίως τον ατελείωτο ντόρο γύρω από το όνομά σου, αυτόν τον ίδιο, που παρέδωαε πολλούς από τους ωραίους τρελούς της παλιάς Πάτρας, τους ασυναγώνιστους μπεκρήδες, τους γραφικούς χαρακτήρες των δρόμων, στην ιστορία και στο λεξιλόγιο μιας καθημερινότητας που ακόμη και σήμερα τους φέρνει στο στόμα μας με φράσεις όπως "πίνεις σαν τον Κομίνη", "κολλάς σαν τον Μούση" ή " Όλοι εδώ, ακόμη και η Κούλα η Πλανιδού.
Ένα άλμπουμ μικρών Αγίων που ξεφυλλίζουμε μέσα από το βιβλίο ενός αθρώπου που τους έκανε αθάνατους και στο χαρτί, του αξέχαστου δημοσιογράφου Νικου Ε. Πολίτη, που μας συστήνει αυτούς τους μοναδικούς τύπους που πέρασαν από τους δρόμους της Πάτρας, δεν έδωσαν σε κανέναν το όνομά τους, δεν άφησαν πίσω τους απογόνους, αλλά καταφέρνουν ακόμη και σήμερα να τραβούν το ενδιαφέρον μας με εκείνη τη μαγεία που ασκεί πάνω μας το παρελθόν όταν έχει μάτια και χέρια και στόμα. Όταν αφορά τους ανθρώπους.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Πολίτη διαπίστωσα ότι ήταν πάρα πολλοί οι "Ωραίοι Τρελοί της Παλιάς Πάτρας" για αυτό και εστίασα στους πιο γνωστούς. Αυτούς που ακούγονταν συχνά μέχρι και τη δική μου τη γενιά και ίσως κάτι να έχει πάρει για αυτούς και το αυτί των νεώτερων.
Πάμε λοιπόν να δούμε ποιοί ήσαν αυτοί οι άνθρωποι της μυθολογίας των δρόμων της Πάτρας. Μιας Πάτρας πριν την αλλάξει ο καιρός.
O ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΣ
Το επώνυμό του ήταν Γιάννης Ιωαννίδης. Γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1873. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του νοικοκυρά. Έκαναν δύο παιδιά, τον Γιάννη και τον Αντώνη.
Άγνωστο πότε μετακόμισαν στην Πάτρα και έπιασαν ένα σπίτι στην οδό Μαιζώνος, στον αριθμό 8. Στο ισόγειο ήταν το τσαγκάρικο και στο πάνω πάτωμα το σπίτι.
Ο πατέρας έμαθε την τέχνη του στον Αντώνη και ήθελε να σπουδάσει τον Γιάννη, ο οποίος έτσι έφτασε μέχρι τη Γ΄ τάξη του Ά Γυμνασίου. Ήταν ένας πολύ καλός και ευφυής μαθητής.
Ο νους του σάλεψε στα 15-16 χρόνια του και οι πιθανότητες της εκδήλωσης της τρέλας του συγκλίνουν στην κληρονομική νόσο.
Όλα ξεκίνησαν στο κοτέτσι του σπιτιού του. Η μάνα του η κ. Ελισάβετ άκουσε κακαρίσματα και όταν βγήκε να δει τι γίνεται είδε τον Γιάννη να έχει διώξει τις κότες και να κάθεται πάνω στα αυγά. «Βγάνω τα πουλιά μάνα» της είπε.
Εκείνη έκανε το λάθος να μην κρατήσει μυστική αυτή την κατάσταση. Το ανέφερε σε μια φίλη της και εκείνη το διέδωσε σε όλη τη γειτονιά. Τότε άρχισαν οι μεγάλοι περίπατοι του Γιάννη διαβάζοντας ιπποτικά μυθιστορήματα και ξένες γλώσσες άνευ διδασκάλου. Πότε περπατούσε και διάβαζε σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, και πότε έτρεχε σαν κυνηγημένος.
Στη συνέχεια ήρθε η μεγαλομανία και το κόλλημά του με τους Γάλλους. Έλεγε ότι είχε γαλλικό αίμα στις φλέβες του και φωτογραφιζόταν φορώντας τρικαντό στη γνωστή στάση του μεγάλου Ναπολέοντα. Η μητέρα του τον πήγε στην Κεφαλονιά στον Άγιο Γεράσιμο για να φύγουν τα δαιμόνια αλλά τίποτε δεν έγινε και έτσι ο Γιάννης κατέληξε στο Δρομοκαϊτειο.
Όταν γύρισε στην Πάτρα είχε μπει στο μυαλό του η ιδέα ότι είναι ανώτερο ον, ένας δεύτερος θεός που είχε στόχο να φέρει τους ανθρώπους στον ίσιο δρόμο.
Μιλούσε με ευχέρεια , ήταν ήρεμος και συχνά έδινε πολύ ευφυείς απαντήσεις. Η συμπαθητική μορφή του και η ευγενής παρουσία του τον έκαναν να έρθει σε επαφή με διακεκριμένα πρόσωπα που διασκέδαζαν την παρέα του. Μέσα στις παλαβομάρες που έλεγε κρυβόταν συχνά μια πικρή αλήθεια.
Οι Πατρινοί άκουγαν χωρίς να τον πειράζουν, σε αντίθεση με άλλους γραφικούς τύπους που τους αποτρέλαναν με τη στάση τους. Το παρατσούκλι Θεός του το έδωσαν τα πρώτα χρόνια της τρέλας του όταν διακήρυττε ότι ήταν ο επί της γης θεός.
Οι Πατρινοί τον περιέβαλαν με αγάπη με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του να επικαλείται τη δήθεν θεϊκή του υπόσταση μόνο χάριν αστεϊσμού. Δεν έπαψε να είναι ανισόρροπος, αλλά δεν ενοχλούσε κανέναν.
Στην συνέχεια της ζωής του άσκησε το επάγγελμα του πλανόδιου καπνοπώλη από το οποίο ζούσε στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι όταν τον είδαν για πρώτη φορά νόμισαν ότι πρόκειται για μέλος κάποιας αριστοκρατικής οικογένειας που χρεοκόπησε.
Στις 28 Αυγούστου του 1930 επέστρεψε στην Πάτρα.
Ο Γιάννης ο Θεός είχε και πολλές αθλητικές ικανότητες. Ήταν ένας από τους πρώτους και πιο επιδέξιους ποδηλάτες της Πάτρας, είχε λάβει μέρος στα 34 του στους αγώνες του Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου στα 10.000 μέτρα εις δημοσίας οδούς και έπαιξε και καλό οδόσφαιρο.
Η εμφάνιση και οι παραδοξολογίες του ενέπνευσαν πολλούς συγγραφείς της εποχής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Πάτρα πουλώντας καπνό με το βαλιτσάκι του ντυμένος όπως πάντα σαν λόρδος. Οι Πατρινοί είχαν συνηθίσει την παρουσία του και δεν τον ενοχλούσαν. Ο βομβαρδισμός τον βρήκε κοντά στο σπίτι του. Τραυματίστηκε στο χέρι και το πόδι. Πέρασε σχεδόν μια ώρα μέχρι να τον μεταφέρουν στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Η σειρά του να χειρουργηθεί ήρθε όταν ήταν πια αργά. Τις τελευταίες στιγμές του τις πέρασε στον περίβολο του νοσοκομείου εκλιπαρώντας: «Πάρτε με και μένα, άνθρωπος είμαι, δεν είμαι θεός. Έτσι το΄ λεγα».
Τρελός ήταν και ο αδελφός του Γιάννη, ο Αντώνης, ο οποίος γινόταν στόχος άγριου ντόρου. Τον κατάβρεχαν και τον πετροβολούσαν. Το καλοκαίρι του 1903 εξαφανίστηκε από το σπίτι του στη οδό Μαιζώνος. Οι εφημερίδες έγραψαν ότι είχε καταστεί μανιακός.
Η κατάληξή του ήταν ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Ο ΘΟΔΩΡΟΣ Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ
Γνωστός ως ο ψευδοπροφήτης που αναστάτωσε την Πάτρα με την πρόβλεψη μεγάλου σεισμού. Γεννημένος στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων ήταν δικηγόρος και μέλος του Συλλόγου των Εν Πάτραις Καλαβρυτινών. Επηρεάστηκε στον υπέρτατο βαθμό από τα άρθρα του αιρετικού Θεολόγου Απόστολου Μακράκη και υποστήριξε σε βαθμό παραληρηματικό τις θεωρίες του με αποτέλεσμα στο τέλος να καταλήξει να πιστεύει ότι έχει προφητικές ικανότητες.
Η πρώτη εντυπωσιακή του προφητεία έγινε στις 30 Οκτωβρίου 1883, όταν μέσα από ένα παράρτημα της μικρής εφημερίδας του με τίτλο «Αξίνη» προέβλεψε την καταστροφή της Πάτρας από σεισμό, λόγω των πολλών αμαρτημάτων του λαού. Το τρελό της υπόθεσης είναι ότι ακολούθησε σεισμός, στις 2.45 το πρωί της 2 Νοεμβρίου που συγκλόνισε την πόλη και προκάλεσε ζημιές σε πολλά σπίτια.
Η αναστάτωση που προκλήθηκε ιδίως στα λαϊκά στρώματα ήταν μεγάλη και διαδίδονταν φήμες ότι ένας καλόγερος, προέβλεπε νέα δόνηση στις 2 Μαϊου. Πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Ένα ακριβώς τρίμηνο μετά τον σεισμό, στις 2 Φεβρουαρίου, ο Καπετάνιος με την εφημερίδα του αναγγέλλει νέο σεισμό στις 9 Φεβρουαρίου που θα φέρει την μεγάλη καταστροφή. Ήταν αρκετοί αυτοί που θορυβήθηκαν και έφυγαν από την πόλη ή κοιμήθηκαν έξω στην ύπαιθρο.
Τα δημοσιεύματα που έγιναν στον αθηναϊκό τύπο και τα οποία ήταν προσβλητικά για την νοημοσύνη των Πατρινών, έκαναν πολλούς να απαιτήσουν τον εγκλεισμό του Καπετάνιου σε φρενοκομείο. Αυτός όμως είχε φροντίσει να εξαφανιστεί.
Η τελευταία φορά που ο Καπετάνιος απασχόλησε την κοινωνία των Πατρών ήταν στις 15 Οκτωβρίου 1884 όταν το απόγευμα εμφανίστηκε στον εξώστη οικίας στην πλατεία Γεωργίου και μίλησε για τις μελλοντικές τιμές του ψωμιού και του κρασιού! Οι ακροατές τον γιουχάισαν με τρόπο ανελέητο και αποχώρησε με την συνοδεία της αστυνομίας. Η επόμενη εμφάνισή του έγινε στην Αθήνα το 1886 όπου επίσης εθεάθη να προφητεύει.
Το τέλος της ζωής του τον βρήκε στην πατρίδα του, το Λειβάρτζι, όπου αποσύρθηκε ζώντας με τα φαντάσματά του μέχρι που έσβησε.

O ΓΙΩΡΓΗΣ Ο ΜΟΥΣΗΣ (δεν σώζεται φωτογραφία του)
Λαϊκός τύπος πολλαπλής τρέλας, γράφει ο Νίκος Πολίτης.
Στον λαβύρινθο του σαλεμένου μυαλού του είχε ασίγαστες επιθυμίες. Δόξα, πλούτη και γυναίκες. Και με την ...βοήθεια του ντόρου κατάφερνε τα πάντα. Κόρες πλουσιότατων οικογενειών επρόκειτο να τον παντρευτούν ενώ ήαταν έτοιμος να εκλεγεί δήμαρχος και βουλευτής.
Όλα τα καταστήματα του Μαρκάτου και της Αγίου Ανδρέου ήταν ....δικά του. Και μπορεί να εξοργιζόταν με το κάζο που του έκαναν, αλλά το επιζητούσε, εξ ου και η φράση που φτάνει μέχρι σήμερα, «πας γυρεύοντας σαν τον Μούση».
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Κωνσταντινόπουλος και μαζί με τον αδελφό του Σπύρο ήρθαν μαζί από χωριό των Καλαβρύτων στην Πάτρα στα 1870.
Εγκαταστάθηκαν σε σβίγα στον Μεγάλο γύρο και δούλευαν σαν σβιγολόγοι, μένοντας σε ένα υπόγειο κοντά στον τόπο κατοικίας τους. Η σβίγα ήταν ανέμη με μεγάλο χειροκίνητο μοχλό. Σε αυτήν τύλιγαν το νήμα σε μασούρια. Τα δύο αδέλφια δούλευαν για λογαριασμό νηματουρών που τους πλήρωναν κάθε Σάββατο.
Τα πρώτα συμττώματα παραφροσύνης του Μούση εκδηλώθηκαν τα πρώτα χρόνια της διαμονής του στην Πάτρα, ενώ πασίγνωστος για τον λαϊκό ντόρο που στηνόταν γύρω του έγινε στα 1878.
Η αρχή έγινε με σπουδαίους γάμους που θα σύναπτε, όπως αυτού με την κόρη του Γλάδστωνος. Όταν ναυάγησε αυτος ο αρραβώνας του οργάνωσαν άλλους εικονικούς αρραβώνες όπου έγινε χαμός. Οι εικονικοί γάμοι που έστηναν για πλάκα οι Πατρινοί και με γαμπρό τον Μούση άφησαν εποχή ιδίως την περίοδο του καρναβαλιού όπου γινόταν και πομπή όπως με τη Γιαννούλα την Κουλουρού.
Η διανοητική του κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε ώσπου στα 1885 έγινε διαμαρτυρία στον δήμαρχο και τον νομάρχη επειδή ο Μούσης έβαφε νήματα πρωί και βράδυ δίπλα στην δημοτική κρήνη στην γωνία Ερμού και Κορίνθου. Νέα έξαρση της παραφροσύνης του παρατηρήθηκε στα 1893 οπότε και η εμφάνισή του ήταν άθλια.
Φορούσε παλιά ντρίλινα ρούχα και τσαλακωμένο καπέλο. Στα χέρια του κρατούσε ένα χοντρό ραβδί και στον ώμο του κουβαλούσε ένα τσουβαλάκι κάπαρη που την μάζευε από την περιοχή του Γηροκομειού και την πουλούσε στα μαστοχοπωλεία της Πάτρας.
Στη συνέχεια στο τσουβαλάκι βρίσκονταν παλιόχορτα που τα μάζευε επειδή τα νόμιζε νομίσματα.
Μια μέρα παρακάλεσε έναν κουρέα να τον ξυρίσει δωρεάν. Αυτός το έκανε αλλά του άφησε μια στραβοψαλιδιά στο μούσι που του προσέδισε μια γελοία όψη. Τότε άρχισαν να φωνάζουν τραγουδιστά όταν τον έβλεπαν «μούσι, μούσι» και στην συνέχεια έγινε ο «Μούσης» όνομα που του έμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Ακολούθησε η ψύχωση με τα χαρτιά, ή ψύχωση με το δημαρχιλίκι και το βουλευτιλίκι και απίστευτος ντόρος σε κάθε φάση του.
Έφτασε μέχρι το σημείο ο βουλευτής Μούσης, παρακινούμενος από Πατρινούς που έπσαγαν πλάκα μαζί του, να επιβιβαστεί στο τρένο ως πρώτος βουλευτής των Πατρών και να παρουσιαστεί στη Βουλή όπου τον συνέλαβαν οι κλητήρες, τον παρέδωσαν στην αστυνομία και τον ξαναέβαλαν στο τρένο για Πάτρα.
Ακολούθησαν εμμονές ότι είναι μεγαλοιδιοκτήτης ακινήτων και επιχειρηματίας.
Με την πάροδο του χρόνου ο Μούσης άρχισε να εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά. Στα 1909 ο τοπικός Τύπος υποστήριζε ότι πρέπει να εγκλειστεί σε άσυλο. Τότε αραίωσε τις εμφανίσεις του και περιορίστηκε στην περιοχή του Γηροκομειού.
To 1913 τον πήραν οι μοναχοί στο μοναστήρι. Πέθανε στις 20 Οκτωβρίου του 1917 και θάφτηκε εκεί.
Όπως έγραψε μετά ο Πατραϊκος Τύπος κατακρίνοντας τη στάση πολλών και επωνύμων Πατρινών να εμπαίζουν τον Μούση, ο αποθανών ήταν ένας πρωτοπόρος της ανδρικής μόδας, καθώς λίγο μετά τα 1900 οι Πατρινοί που πριν άφηναν να γίνεται θάμνος το μούσι και το μουστάκι τους, άρχισαν να το ψαλιδίζουν, όπως ο Μούσης.
Περισσότερο τρελός απο τον Μούση ήταν ο αδελφός του ο Σπύρος που με το θολωμένο του μυαλό νόμιζε ότι ήταν αστυνομικός και τελωνειακός που αβακάλυπτε το έγκλημα.
Είχε υποστεί βασανισμούς απο αλήτες που τον γύμωναν τον μουτζούρωναν, τον χτυπούσαν και τον μασκάρευαν.


Ο ΜΕΡΣΕΣΑΛΕ
Το όνομά του βγήκε από το αρτικόλεξο της φράσης «Μέγας Ελλήνων Ρήτωρ Σοφός Ενεφανίσθη Σώσαι Ασφαλώς Λαόν Ελληνικόν».
Εμφανίστηκε στη διάρκεια της προεκλογιπής περιόδου ενόψει των εκλογών της 16ης Νοεμβρίου 1952 ως ανεξάρτητος υποψήφιος. Η εμφάνισή του ήταν συνηθισμένη και κανονική. Περιποιημένο ντύσιμο, με γραβάτα και ρεπούμπλικα. Πίστευε ότι ήταν ταγμένος να υπηρετήσει τη χώρα. Γινόταν στόχος άγριου ντόρου. Του κρεμούσαν στο στήθος παράσημα από τενεκέ τα οποία δεχόταν με ευχαρίστηση και του οργάνωναν ομιλίες στο κέντρο και τις γειτονιές όπου γινόταν μεγάλη πλάκα.
Ο ΑΝΤΖΟΥΛΟΣ (Δεν σώζεται φωτογραφία)
Σύχναζε στο Λεσχίδιον και συναναστρεφόταν σταφιδεμπόρους. Ήταν ψηλός και ισχνός και είχε έρθει από τη Ζάκυνθο. Οι εφημρίδες τον ανέφεραν ως πλανίδιο πωλητή ορνίθων. Η μέρα του ξεκινούσε από το Λεσχίδιον όπου περνούσε αρκετές ώρες συχνά ξεπουλώντας την πραμάτεια του. Ήταν πλούσιος σε αισθήματα και συνεισέφερε σε όλους τους εράνους.
Στις αρχές του 1918 πουλούσε ψηλά καπέλα καθώς οι οικονομικές δυσκολίες τον έκαναν να αλλάξει το αντικείμενο εργασίας του. Ο ιδιος τα ονόμαζε καμινάδες.
Πέθανε την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου 1920 και το Λεσχίδιον βυθίστηκε σε ειλικρινές πένθος.
Ο ΚΟΥΤΑΛΑΣ
Λεγόταν Δημήτριος Βγενής και καταγόταν απο χωριό της Γορτυνίας. Σε ηλικία μεταξύ 25 και 30 ήρθε στην Πάτρα κα έγινε πλανόδιος μικροπωλητής ψιλικών. Γύριζε στις γειτονιές κρατώντας δύο μεγάλα καλάθια ένα σε κάθε χέρι, με μανταλάκια, κλωστές, δαχτυλήθρες, βελόνια κ.α. Περπατούσε 5 με 10 χιλιόμετρα την ημέρα. Ηταν πανύψηλος με βιβλική γενειάδα και εντελώς ανεξίκακος. Τα ρούχα του ήταν χιλιομπαλωμένα αλλά καθαρά.
Ασκούσε το επέγγελμά του έως το 1958, όταν ήταν 100 χρονών.
Τότε αρρώστησε και μετά από ενέργειες των γειτόνων μπήκε στο Πτωχοκομείο με κυκλοφορικό πρόβλημα και μυοκαρδίτιδα. Έσβησε ήσυχα στο κρεβάτι του στα 102 χρόνια του από γεροντική εξάντληση.
Η ΚΟΥΛΑ Η ΠΛΑΝΙΔΟΥ
Η Κούλα η Πλανιδού έζησε στην Πάτρα. Ήταν στρουμπουλή με κατσαρά μαλλιά και κόκκινα μάγουλα. Μετά από μια ερωτική απογοήτευση τρελάθηκε και γυρνούσε στους δρόμους μαζεύοντας πλανίδια (καυσόξυλα), τα οποία στη συνέχεια πουλούσε στα προσφυγικά σπίτια για να ζήσει. Φορούσε στα μαλλιά της κουρελάκια και σήκωνε τα φουστάνια της χορεύοντας και τραγουδώντας. Έτσι προέκυψε ο χαρακτηρισμός «πλανιδού» και η μνήμη της μέσω της λαϊκής παράδοσης διατηρείται μέχρι σήμερα στην Πάτρα όπου έχει επικρατήσει η παροιμιώδης φράση «Θα είναι και η Κούλα η Πλανιδού» με την έννοια ότι θα είναι παρόντες όλοι…
O ΘΑΝΑΣΗΣ Ο ΔΕΚΑΡΙΤΣΑΣ
Κατάντησε αλήτης και ζητιάνος σε νεαρή ηλικία όταν έχασε τον πατέρα του. Έμεναν μαζί σε μια χαμοκέλα και ζούσαν φτωχικά με όσα κέρδιζαν ως πλανόδιοι μικροπωλητές βακερίνας. Ο Θανάσης δε μπόρεσε να συνεχίσει μόνος του και όταν πέρασαν τα χρόνια έζησε την οικονομική εξαθλίωση και τον κοινωνικό εξευτελισμό.
Ζητιάνευε εκλιπαρώντας τους διαβάτες να του δώσουν μια δεκαρίτσα καθώς τον γοήτευε ο θόρυβος του νομίσματος όταν έπεφτε στην άσφαλτο.
Οι άθλιοι που διασκέδαζαν με τη δυστυχία του του πέταγαν τις δεκάρες σε μέρη που δεν μπρούσε να τις πιάσει όπως κάτω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και διασκέδαζαν με την προσπάθειά του να τα πιάσει πέφτοντας στο έδαφος.
Τις περισσότερες δεκάρες τις μάζευε και όταν πέθανε διαδόθηκε ότι βρέθηκαν στο σπίτι του δύο τενεκέδες γεμάτοι δεκάρες.
Πέθανε στη Μονή Γηροκομείου όπου τον είχαν περιμαζέψει οι καλόγηροι σε αξιοθρήνητη κατάσταση.

Ο ΚΟΥΝΑΩ ΚΟΥΝΑΩ
Τον έλεγαν έτσι επειδή είχε ένα τικ που τον έκανε να κουνάει το κεφάλι του.
Κανείς δεν γνώριζε το όνομά του και κανείς δεν τον είχε δει να φοράει παπούτσια.Στέκι του ήταν το εργοστάσιο του Λαδόπουλου και όσα κέρδιζε ζητιανεύοντας τα χάλαγε στην ταβέρνα.
Ο ΜΠΙΛΙΡΗΣ
Έπαιζε φυσαρμόνικα και τραγουδούσε, κυρίως ελαφρά τραγούδια και σουξέ, στην επάνω χώρα. 'Ηταν κοντός και πολύ συμπαθητικός, μονίμως χαμογελαστός ιδίως όταν κοΊταζε τα κορίτσια, στα οποία τραγουδούσε όταν περνούσε έξω από χώρους όπου αυτά εργάζονταν ή συναθροίζονταν.Ο Τάκης ο Μπιλίρης έφυγε μια μέρα ξαφνικά από την Πάτρα κα χάθηκε.
Ο ΣΥΜΕΩΝ
‘Εκανε εμφάνιση στην Πάτρα την εποχή της Κατοχής στα 1942. Κοντός και παχύς με μεγάλο κεφάλι γύριζε όλη την ημέρα μαζεύοντας σύρματα, μπουκάλια και χαρτόνια.
Ξυπόλητος τον περισσότερο καιρό και κουρελής δεχόταν ελεημοσύνη αλλά δεν τη ζητούσε. Κοιμόταν μέσα σε βάρκες.
Δεν ήταν αναλφάβητος και μπορούσε να διαβάσει εφημερίδες και να ακούσει ραδιοφωνο. Ήταν λογικός και ειχε θαυμαστή μνήμη.
Θυμόταν σχεδόν ολόκληρο το λόγο του Γεωργίου Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1944 κατά την απελευθέρωση των Αθηνών και άλλους λόγους που άκουγε στο ραδιόφωνο.
Πέθανε 65 ετών στο Πτωχοκομείο, όπου είχε εισαχθεί με ευθυνη του Δήμου Πατρέων.

Ο ΚΟΜΙΝΗΣ
Ήταν ο μεγαλύτερος πότης της Πάτρας στα χρόνια μετά το 1945 και ακόμη και σήμερα όταν θέλει κάποιος να μιλήσει για ένα μεγάλο πότη είθισται με λέει «ίδιος ο Κομίνης».
Κοιλιά διογκωμένη και μύτη κόκκινη ήταν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του, παρά ταύτα ήταν από τους πρώτους αιμοδοτες της Πάτρας.
Ήταν καλοκάγαθος και γλεντζές και ζουσε εργαζόμενος ως πλανόδιος μανάβης. Ό,τι έβγαζε την ημέρα το χαλούσε το βραδυ στις ταβέρνες και το επόμενο πρωί έψαχνε να βρει δανεικά για να πάρει εμπόρευμα.
Σε κάποια καρναβάλια εμφανίστηκε σε άρματα που παρίσταναν ταβέρνες της παλιάς Πάτρας ως πελάτης. Για να δεχθεί είχε θέσει ως όρο να έχει καλό κρασί και δωρεάν για να πίνει σε όλη τη διάρκεια της παρέλασης.
Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...