Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.
Εν Πειραιεί τη 2α Ιουνίου 2015
«Οι Χριστολογικές πλάνες των μαρτύρων του Ιεχωβά- Εθνικές και κοινωνικές αντιλήψεις».
Όπως είναι γνωστό, η φυλλαδική εταιρεία «Σκοπιά», με πρωτοφανή σατανοκίνητη μανία πολεμεί την Ορθόδοξη Εκκλησία, την οποία προσπαθεί να ανατρέψει εκ θεμελίων. Ιδιαιτέρως έστρεψε την προσοχή της προς το πρόσωπο του ιδρυτού της, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το οποίο προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποδομήσει.
Γι’ αυτό και η βασικότερη δογματική της διδασκαλία, που ανέπτυξε μέσα στους κόλπους της, ήδη από τις πρώτες ημέρες της εμφανίσεώς της, είναι η άρνηση της Θεότητος του Χριστού. Κατά τους Χιλιαστές, όπως παλαιότερα και κατά τους Αρειανούς, ο Υιός δεν γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων, αλλά εκτίσθηκε, δημιουργήθηκε από τον Πατέρα εν χρόνω και είναι το πρώτο κτίσμα του Θεού. Επομένως κατ’ αυτούς ο Υιός δεν έχει την ίδια ουσία και αξία με τον Πατέρα, αλλά είναι κατωτέρας ουσίας και αξίας. Δεν είναι ο Γιαχβέ, «Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού». Είναι άγγελος και πιο συγκεκριμένα είναι ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Ωστόσο η Αγία Γραφή αποδεικνύει την Θεότητα του Υιού από πολλές απόψεις και με μεγάλο πλήθος αγιογραφικών χωρίων. Από αυτά θα αναφέρουμε τα κυριότερα.
Δεν είναι κτίσμα.
Αναφέρουμε πρώτα και ερμηνεύομε τα χωρία, στα οποία οι χιλιαστές προσπαθούν να στηρίξουν την διδασκαλία τους, ότι δήθεν ο Υιός είναι κτίσμα. Ένα πρώτο χωρίο που επικαλούνται είναι από την προς Κολασσαείς επιστολή του απ. Παύλου (1,15): «Ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Δηλαδή ο Χριστός είναι η ορατή μορφή του αοράτου Θεού, ο οποίος γεννήθηκε και δεν εκτίσθηκε από την ουσία του Πατρός, ως πρωτότοκος Υιός του, προτού να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα. Από την φράση «πρωτότοκος πάσης κτίσεως» οι χιλιαστές συμπεραίνουν ότι ο Υιός είναι το πρώτο κτίσμα του Θεού. Ωστόσο εδώ ο Παύλος δεν λέγει «πρωτόκτιστος», αλλά «πρωτότοκος». Αυτό σημαίνει, ότι ο Υιός δεν εκτίσθη, αλλ’ ετέχθη, εγεννήθη προτού να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα. Το γέννημα είναι της αυτής φύσεως με τον γεννήτορα, ενώ το κτίσμα είναι άλλης φύσεως. Ο Θεός γεννά Θεόν, κτίζει δε, (δημιουργεί), αγγέλους, ανθρώπους και γενικά όλη την υλική δημιουργία. Το ότι ο Υιός προϋπήρχε όλων των κτισμάτων αποδεικνύεται και από την αμέσως επόμενη φράση του στίχου 16: «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα». Με το αιτιολογικό «ότι» ο απόστολος διασαφίζει ακόμη πιο ξεκάθαρα την προηγούμενη φράση ως εξής:
Ο υιός εγεννήθη προ πάσης της κτίσεως, διότι Αυτός έκτισε τα πάντα και δεν ήτο δυνατόν να κτίσει τα πάντα, αν δεν προϋπήρχε των πάντων. Και βέβαια μέσα στη λέξη «τα πάντα» δεν θα πρέπει να εννοήσουμε μόνον τα όντα αλλά και τον χρόνον. Ο Υιός ως δημιουργός και του χρόνου είναι έξω από τον χρόνο και άρα προαιώνιος και αΐδιος. Αυτή η αλήθεια φαίνεται και από την ίδια την διακήρυξή του περί του εαυτού του: «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί» (Ιω.8,58). Προτού να δημιουργηθεί ο Αβραάμ εγώ υπάρχω. Είναι άξιον προσοχής, ότι ενώ για τον Αβραάμ χρησιμοποιεί το ρήμα γίγνεσθαι, για τον εαυτό του χρησιμοποιεί το ρήμα ειμί και μάλιστα σε ενεστώτα. Και τούτο, διότι ο Αβραάμ είναι κτίσμα, που δημιουργήθηκε εν χρόνω, ενώ αυτός είναι ο κτίστης του Αβραάμ και όλων των κτισμάτων. Παρά κάτω στο ίδιο στίχο 16 τονίζει ότι «τα πάντα δι' αυτού και εις αυτὸν έκτισται».Τα πάντα δηλαδή έχουν κτισθή όχι μόνον δι’ αυτού, αλλά και δι’ αυτόν, διά την δόξαν αυτού. Ο Υιός δηλαδή είναι όχι μόνον ο δημιουργός, η αρχή και το τέλος της κτίσεως, αλλά και ο τελικός σκοπός της κτίσεως. Παρά κάτω στην ίδια επιστολή στο 2,9 παρουσιάζει ακόμη πιο ξεκάθαρα την Θεότητα του Υιού: «ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς».
Εν τω Χριστώ κατοικεί ολόκληρος η Θεότης, όχι ασωμάτως, όπως προ της ενανθρωπήσεως, αλλά μέσα σε ανθρώπινη φύση, την οποία προσέλαβε διά της σαρκώσεως. Δηλαδή ολόκληρη η η θεία ουσία, όλος ο πλούτος της Θεότητος ουσιωδώς, κατοίκησε μέσα στην ανθρωπίνη φύση του Χριστού, έτσι ώστε αυτός είναι πλέον «εικών του Θεού του αοράτου», ορατή μορφή του αοράτου Θεού. Κατά παρόμοιο τρόπο διακηρύσσεται η Θεότης και στην προς Ρωμαίους επιστολή: «ων οι πατέρες, και εξ ων ο Χριστὸς το κατὰ σάρκα, ο ων επὶ πάντων Θεὸς ευλογητὸς εις τοὺς αιώνας» (Ρωμ.9,5). Δηλαδή αυτών, (των Ισραηλιτών), πνευματική κληρονομιά είναι οι Πατέρες, (οι πατριάρχες και οι προφήτες), και από αυτούς κατάγεται κατά την ανθρωπίνη φύση ο Χριστὸς. Αυτός δε ο Χριστός είναι ο Θεός, που εξουσιάζει τα πάντα. Την ίδια αλήθεια διετύπωσε ο Κύριος κατά την ώρα του μυστικού δείπνου, ολίγον προ του πάθους του «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω.14,9). Μέσα στην ανθρώπινη φύση του Υιού φανερώνεται η αλήθεια, η δόξα και η αγιότης του Πατρός, έτσι ώστε εκείνος που βλέπει τον Υιόν να βλέπει ταυτόχρονα και τον Πατέρα. Ο Υιός μ’ άλλα λόγια είναι αυτό ακριβώς που είναι και ο Πατήρ κατά την ουσία και τις θείες ενέργειες, χωρίς όμως να ταυτίζονται οι δύο υποστάσεις. Εδώ δηλαδή ο Κύριος, ενώ από τη μιά μεριά ταυτίζει τον εαυτό του με τον Πατέρα, από την άλλη τον διακρίνει κατά τις υποστάσεις, για να φανεί ότι η ιδική του υπόσταση δεν ταυτίζεται με την υπόσταση του Πατέρα.
Ένα άλλο χωρίο που επικαλούνται οι χιλιαστές είναι: «Τάδε λέγει ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού» (Αποκ. 3,14). Από την φράση «η αρχή της κτίσεως του Θεού», συμπεραίνουν οι χιλιαστές ότι ο Υιός είναι το πρώτο κτίσμα του Θεού. Η φράση «αρχή της κτίσεως» δεν σημαίνει την αρχή, την έναρξη της δημιουργίας, αλλά την δημιουργική αιτία της κτίσεως κατά το «πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιω.1,3), όπως διατυπώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, Και πιο πάνω στον στίχο 1 διακηρύσσει την Θεότητα εκείνου δια του οποίου εδημιουργήθησαν τα πάντα, δηλαδή του Θεού Λόγου: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Ο ενυπόστατος Λόγος, ο Υιός του Θεού, ο οποίος εν χρόνω «σὰρξεγένετο», είναι Θεός και έχει την ίδια ουσία και φύση με τον Θεόν Πατέρα. Άλλωστε αυτόν προσκυνούν οι άγγελοι σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «Καὶ προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» (Εβρ.1,6). Αν ήταν κτίσμα δεν θα τον προσκυνούσαν, αφού ο Θεός απαγορεύει την προσκύνηση των κτισμάτων. Επίσης και ο Δαυΐδ επιβεβαιώνει: «εκ γαστρὸς πρὸ εωσφόρου εγέννησά σε» (Ψαλμ.109, 3). Από τους κόλπους μου και από την ουσία μου, είπε ο Θεός προς τον Μεσσία, σε εγέννησα (και όχι σε έκτισα), προ εωσφόρου, πριν από τα άστρα και τον αυγερινό, πρωτότοκον πάσης της κτίσεως.
Ένα ακόμη χωρίο που διαστρεβλώνουν οι χιλιαστές είναι από το βιβλίο των Παροιμιών: «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού, εις έργα αυτού…Προ του όρη εδρασθήναι, προ δε πάντων βουνών γεννά με» (22,25). Η φράση «έκτισέ με», που αποδίδεται στα εβραϊκά «Γιαχβέκανανεί», έχει δύο σημασίες: κτίζω (δημιουργώ) και κτώμαι (αποκτώ). Εδώ έχει την δεύτερη σημασία, διότι παρά κάτω στον στίχο 25 το ίδιο πρόσωπο που ομιλεί, (η ενυπόστατη σοφία του Θεού, δηλαδή ο Υιός), χρησιμοποιεί σαφέστατα το ρήμα «γεννά με». Επομένως θα ερμηνεύσωμε: Ο Κύριος με απέκτισε διά της προαιωνίου γεννήσεώς μου για να αποτελέσω την δημιουργική αρχή που διέπει όλη την τάξη και τους νόμους της δημιουργίας.
Δεν είναι μικρότερος του Πατρός.
Στη συνέχεια αναφέρομε και ερμηνεύομε χωρία, στα οποία οι χιλιαστές προσπαθούν να στηρίξουν την διδασκαλία, ότι ο Υιός είναι δήθεν κατώτερος του Πατρός: «Θέλω δε υμάς ειδέναι ότι παντὸς ανδρὸς η κεφαλὴ ο Χριστός εστί, κεφαλὴ δε γυναικὸς ο ανήρ, κεφαλὴ δε Χριστού ο Θεός» (Α΄Κορ.11,3). Από την φράση «κεφαλὴ δε Χριστού ο Θεός» συμπεραίνουν οι χιλιαστές, ότι ο Υιός είναι κατωτέρας φύσεως σε σχέση με τον Πατέρα. Εάν δεχθούμε όμως αυτό, τότε κατά παρόμοιο τρόπο από την φράση «κεφαλὴ δε γυναικὸς ο ανήρ», θα πρέπει να συμπεράνουμε, ότι η γυνή είναι κατωτέρας φύσεως σε σχέση προς τον άνδρα, δεν είναι δηλαδή άνθρωπος, πράγμα άτοπον. Είναι αξιοπρόσεκτο, ότι εδώ ο απόστολος δεν λέγει «κεφαλή του Υιού ο Πατήρ», αλλά λέγει «κεφαλή του Χριστού ο Θεός».
Ο Πατήρ είναι κεφαλή του Χριστού ως ανθρώπου.
Επίσης επικαλούνται τα χωρία: «Είτα το τέλος, όταν παραδώ την βασιλείαν τω Θεώ και πατρί». «Όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτὸς ο υιὸς υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα η ο Θεὸς τα πάντα εν πάσιν». (Α΄Κορ.15,24,28). Σύμφωνα με τα χωρία αυτά ο Υιός κατά το τέλος του κόσμου θα παραδώσει την βασιλεία και θα υποταγή στον Θεόν Πατέρα. Και εδώ πάλι συμπεραίνουν οι χιλιαστές, ότι ο Υιός είναι κατωτέρος του Πατρός. Ωστόσο και τα χωρία αυτά όπως και το προηγούμενο, αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση του Υιού. Ως Μεσσίας και μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων ο Υιός έλαβε το βασιλικό, και προφητικό και αρχιερατικό αξίωμα, για να φέρει εις πέρας την μεσσιανική αποστολή του. Μετά δε το πέρας της αποστολής αυτής, κατά το τέλος του κόσμου, θα παραδώσει την βασιλεία στον Πατέρα, θα καταθέσει δηλαδή την εντολή, την οποία έλαβε ως άνθρωπος. Ως άνθρωπος ο Υιός θα υποταγεί στον υποτάσσοντα τα πάντα Θεόν, ως Θεός όμως ο Υίος δύναται να υποτάσσει τα πάντα εις εαυτόν, σύμφωνα με άλλο χωρίο «ός μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτὸ σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού κατὰ την ενέργειαν του δύνασθαι αυτὸν και υποτάξαι αυτώ τα πάντα» (Φιλιπ. 3,21). Δηλαδή ο Χριστός θα μεταμορφώσει το φθαρτό σώμα μας, ώστε να γίνει όμοιο με το δοξασμένο σώμα του και αυτή την μεταμόρφωση θα την πραγματοποιήσει με την πανίσχυρη δύναμή του, με την οποία δύναται να υποτάξει στον εαυτό του τα πάντα.
Επίσης και στην προς Εβραίους επιστολή παρουσιάζεται ο Υιός ως Θεός, ο οποίος εξουσιάζει τα πάντα χωρίς να υποτάσσεται και να εξουσιάζεται από κανένα και να βασιλεύει αιωνίως: «προς δε τον υιόν· ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος· ῥάβδος ευθύτητος η ῥάβδος της βασιλείας σου» (1,8), (Βλ και Ψαλμ. 44,7). Εξ’ άλλου αναφέρονται στα ευαγγελικά κείμενα περιπτώσεις, όπου βλέπουμε τον ίδιο τον Κύριο να εξισώνει τον εαυτό του με τον Πατέρα του, πράγμα το οποίο εξώργιζε τους Ιουδαίους: «διὰ τούτο ούν μάλλον εζήτουν αυτὸν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ου μόνον έλυε τὸ σάββατον, αλλὰ και πατέρα ίδιον έλεγε τὸν Θεόν, ίσον εαυτὸν ποιών τω Θεώ» (Ιω.5,18). «Εβάστασαν ουν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι ίνα λιθάσωσιν αυτόν. Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· πολλὰ καλὰ έργα έδειξα υμίν εκ του πατρός μου· διὰ ποίον αυτών έργον λιθάζετέ με; Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι λέγοντες· περὶ καλού έργου ου λιθάζομέν σε, αλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ότι συ άνθρωπος ων ποιείς σε αυτὸν Θεόν» (Ιω.10,31-33).
Άλλο χωρίο: «Καὶ επηρώτησέ τις αυτὸν άρχων λέγων· διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αιώνιον κληρονομήσω; είπε δὲ αυτώ ο Ιησούς· τί με λέγεις αγαθόν; ουδεὶς αγαθὸς ει μὴείς ο Θεός» (Λουκ.18,19). Ο Ιησούς, λέγουν οι χιλιαστές, δεν δέχθηκε να λέγεται αγαθός, διότι αγαθός είναι μόνον ο Θεός. Άρα ο Ιησούς δεν είναι Θεός. Ωστόσο η έννοια είναι άλλη. Ο άρχοντας μίλησε στον Χριστό με την ιδέα, ότι ο Χριστός είναι απλός άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν ονόμασε αυτόν Υιόν του Θεού, όπως ο Πέτρος, ή Κύριο και Θεόν, όπως ο Θωμάς, αλλ’ απλώς διδάσκαλο. Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν δέχθηκε να τον λέγει αγαθόν. Ότι δε ο Χριστός ως Θεός είναι ο αγαθός Θεός, φαίνεται από την Α΄ Πέτρου 2,3: «είπερεγεύσασθε, ότι χρηστός(δηλαδή αγαθός, γλυκύς) ο Κύριος», όπως επίσης και από την προσωνυμία «ο άγιος» (Αποκ.3,7), που αποδίδεται στον Χριστό.
Άλλο χωρίο: «Αύτη δέ εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον αληθινὸν Θεὸν καὶ ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω.17,3). Ο Ιησούς Χριστός, λέγουν οι χιλιαστές, διακρίνεται και δεν συμπεριλαμβάνεται στην έννοια του μόνου αληθινού Θεού. Είναι άρα κατώτερος από τον Πατέρα. Ωστόσο εδώ ο Ιησούς μνημονεύεται ιδιαιτέρως με την φράση «ον απέστειλαςΙησούνΧριστόν», διότι υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που είναι η σάρκωσις. Επομένως η έννοια του χωρίου είναι: Πάτερ εις τούτο έγκειται η αιώνιος ζωή, εις το να γνωρίσουν οι άνθρωποι, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός, να γνωρίσουν δε επίσης και τον σεσαρκωμένονυιόν σου, τον ΙησούνΧριστόν, τον οποίο απέστειλες στον κόσμον. Ως Θεός ο Υιός είναι εξ’ ίσου με τον Πατέρα ο μόνος αληθινός Θεός, όπως φαίνεται στο Α΄ Ιω. 5,20: «Ούτος εστίν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος».
Άλλο χωρίο: «Περὶ δὲ της ημέρας εκείνης η της ώρας ουδεὶς οίδεν, ουδὲ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδὲ ο υιός, ει μὴ ο πατήρ» (Μαρκ. 13,32). Αφού ο Υιός ομολογεί, λέγουν οι χιλιαστές, ότι ούτε αυτός γνωρίζει τον χρόνον της Β΄ Παρουσίας, αλλά μόνον ο Πατήρ, άρα είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Ωστόσο ο Υιός ως άνθρωπος αγνοεί τον χρόνον της Β΄ Παρουσίας. Ως άνθρωπος ο Ιησούς είχε προοδευτική και όχι άπειρη σοφία, διότι σύμφωνα προς το Λουκ. 2,52: «Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία». Ως Θεός όμως εγνώριζε τους πάντες και τα πάντα: «αυτὸς δὲ ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτὸν αυτοίς διὰ τὸ αυτὸν γινώσκειν πάντας» (Ιω.2,24). «Νυν οίδαμεν ότι οίδας πάντα καὶ ου χρείαν έχεις ίνα τίς σε ερωτά. Εν τούτῳ πιστεύομεν ότι απὸ Θεού εξήλθες» (Ιω.16,30). «Εγώ είμι ο ερευνών νεφρούς και καρδίας» (Αποκ.2,23). Επίσης στα ευαγγέλια προλέγει τα σημεία της δευτέρας του παρουσίας, στην δε αποκάλυψη επανειλημμένως μας βεβαιώνει: «έρχομαι ταχύ» (Αποκ.3,11). Ο Κύριος ο οποίος θα έλθει κατά την ημέρα της Β΄ Παρουσίας του να κρίνει την ανθρωπότητα, αυτός και μόνος γνωρίζει και την ημέρα της ελεύσεώς του.
Άλλο χωρίο: «Ει ηγαπάτέ με, εχάρητε αν ότι είπον, πορεύομαι πρὸςτὸν πατέρα· ότι ο πατήρ μου μείζων μού εστί» (Ιω.14,28). Ιδού αυτός ο Υιός, λέγουν οι χιλιαστές, ομολογεί ότι είναι μικρότερος του Πατρός. Αλλά και εδώ ο Χριστός ομιλεί ως άνθρωπος. Ως άνθρωπος είναι μικρότερος όχι μόνον του Πατρός, αλλά και των αγγέλων: «ηλάττωσας αυτὸν βραχύ τι παρ᾿ αγγέλους, δόξῃ καὶ τιμή εστεφάνωσας αυτόν» (Εβρ.2,7). Ως άνθρωπος επίσης πεινά, διψά, κοπιά, προσεύχεται σταυρούταικ.λ.π. Επομένως η έννοια του χωρίου είναι η εξής: «Εάν με αγαπούσατε θα χαιρόσασταν, διότι σας είπα, πορεύομαι προς τον Πατέρα, διότι ο Πατήρ μου ευρίσκεται σε κατάσταση μεγαλείου, ενώ εγώ βρίσκομαι σε κατάσταση ταπεινώσεως και βασάνων». Ως Θεός ο Χριστός και της αυτής φύσεως προς τον Πατέρα είναι ίσος προς αυτόν, σύμφωνα με την προς Φιλιππησίους: «ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμὸν ηγήσατο τὸ είναι ίσα Θεώ, άλλ᾿εαυτὸν εκένωσε μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλιπ.2,6,7). Δηλαδή ο Χριστός αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεόν Πατέρα, δεν εθεώρησε ότι είχε από αρπαγή την ισότητά του προς τον Θεόν, ώστε να μην τολμάει να αποθέσει αυτό που άρπαξε, από φόβο μήπως το χάσει.
(Συνεχίζεται).