Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: "Ομιλία στην Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου"


Ένας άνθρωπος βάδιζε στο δάσος. Ήθελε να διαλέ­ξει ένα καλό δέντρο, απ' όπου θα έβγαζε δοκάρια για τη σκεπή του σπιτιού του. Εκεί είδε δύο δέ­ντρα, το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα ήταν ίσιο, λείο και ψηλό, άλλα το εσωτερικό του, ό πυρήνας του, ήταν σά­πιο. Το άλλο είχε ανώμαλη επιφάνεια κι ό κορμός του έδειχνε άσχημος.
Το εσωτερικό του όμως ήταν γερό. Ό άνθρωπος αναστέναξε και είπε: «Σε τί μπορεί να μου χρη­σιμέψει το ψηλό και ίσιο αυτό δέντρο, αφού το μέσα του είναι σάπιο κι ακατάλληλο για δοκάρια; Το άλλο μοιά­ζει ανώμαλο, άσχημο, άλλα τουλάχιστο το μέσα του είναι γερό. Έτσι, αν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορώ να το διαμορφώσω και να το χρησιμοποιήσω για δοκάρια στο σπίτι μου». Και χωρίς να το σκεφτεί περισ­σότερο, διάλεξε το δέντρο εκείνο, το γερό.

Το ίδιο θα χάνει κι ό Θεός για να ξεχωρίσει δύο ανθρώπους πού βρίσκονται μέσα στο ναό Του. Δε θα διαλέξει εκείνον πού φαίνεται επιφανειακά δίκαιος, αλλά τον άλλον, εκείνον πού ή καρδιά του είναι γεμάτη με την αληθινή δικαιοσύνη του Θεού.

Οι υπερήφανοι έχουν τα μάτια τους διαρκώς υψω­μένα προς το Θεό. Οι καρδιές τους όμως είναι κολλη­μένες στη γη. Αυτοί δεν ευαρεστούν στο Θεό. Ευάρεστοι στο Θεό είναι οι ταπεινοί άνθρωποι, οι πράοι, πού έχουν τα μάτια τους χαμηλωμένα στη γη, μα οι καρδιές τους είναι γεμάτες ουρανό. Ό Δημιουργός προτιμά τους ανθρώπους πού ομολογούν στο Θεό τις αμαρτίες τους, όχι τα καλά τους έργα.

Ο Θεός είναι γιατρός. Πλησιάζει στο κρεβάτι όπου κείτεται ό καθένας μας και ρωτάει: «Που πονάς;» Ο άνθρωπος που αξιοποιεί την παρουσία του γιατρού κο­ντά του και του φανερώνει όλους τους πόνους και τις αδυναμίες του, είναι σοφός. Εκείνος πού κρύβει τις αμαρτίες του και καυχιέται μπροστά στο γιατρό πώς είναι υγιής, είναι ανόητος. Λες κι ο γιατρός επισκέπτε­ται τον άνθρωπο για να δει πόσο καλά είναι κι όχι από τί πάσχει.

Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος:
«Το ν' αμαρτάνεις είναι κακό, όταν όμως το ομολο­γείς, μπορείς να λάβεις βοήθεια. Όταν όμως αμαρτάνεις και δεν το παραδέχεσαι, δεν υπάρχει ελπίδα να βοη­θηθείς».

Γι' αυτό ας γίνουμε σοφοί, συνετοί. Όταν στεκόμα­στε για να προσευχηθούμε μπροστά στο Θεό, πρέπει να νιώθουμε πως βρισκόμαστε μπροστά στον πιο καλό και πιο ελεήμονα γιατρό. Εκείνος ρωτάει τον καθένα μας με αγάπη και μέριμνα: «Που πονάς;» Εμείς ας μην αμελήσουμε καθόλου να του αποκαλύψουμε την αρρώ­στια μας, να του φανερώσουμε τις πληγές και τις αμαρ­τίες μας.

------------------------------------------------
πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑNΟΙΑΣ, απο την Κυριακή του Τελώνου & του Φαρισαίου ώς την Μεγάλη Παρασκευή, ΟΜΙΛΙΕΣ Β΄ Μετάφραση – Επιμέλεια: ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ

Ὁ Τελώνης καὶ ὁ Φαρισαῖος +Μητροπολίτης Sourozh Aντώνιος


 


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὸ ταξίδι μας πρὸς τὴν Τεσσαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, συναντοῦμε ἕναν ἀριθμὸ παραβολῶν ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προετοιμάσουν στὸ ταξίδι μας. Καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ μᾶς μιλάει γιὰ τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο.

Ὁ Τελώνης εἰσῆλθε στὴν ἐκκλησία γνωρίζοντας ὅτι δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ βρίσκεται ἐκεῖ. Μὲ ποιὰ ἔννοια; Ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα μικρὸ μέρος στὴ γῆ ποὺ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένο στὸν Θεό, ποὺ ἀνήκει στὸν Θεὸ, ἐκεῖ ὅπου ἔχει δικαίωμα νὰ ζεῖ, ἐκεῖ ὅπου ἐρχόμαστε νὰ συναντήσουμε Αὐτὸν καὶ κανέναν ἄλλο. Ὦ, φυσικὰ, ὅλους τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μαζί μ’ Ἐκεῖνον. Καὶ ὁ Τελώνης στάθηκε στὴν πόρτα γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἕνας ξένος καὶ ὅτι ἡ μόνη του ἐλπίδα βρισκόταν στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ. Εἶχε πεῖ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, « Παιδί μου, δῶσε μου τὴν καρδιά σου - ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι δικά μου».

Ἔτσι μποροῦμε νὰ ἔλθουμε καὶ νὰ προσφέρουμε τὴν καρδιά μας στὸν Θεὸ καὶ μόνο τότε μποροῦμε νὰ βαδίσουμε σ’ αὐτὸν τὸν ἱερὸ τόπο.

Ὁ Φαρισαῖος ζοῦσε σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες· σκέφτηκε, ἔνοιωσε ὅτι ἔκανε τὸ κάθε τι ποὺ περίμεναν ἀπὸ αὐτὸν σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, εἶχε δικαιώματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· εἶχε δικαίωμα νὰ βρίσκεται στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἕνας ἀπὸ τὸν δικὸ Του λαό. Καὶ γι’ αὐτὸ, κοιτάζοντας γύρω του, μποροῦσε νὰ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ ἄλλους ποὺ δὲν ἄξιζαν στὰ μάτια του τὸ ἴδιο μ’ ἐκεῖνον.

Ἄς προβληματιστοῦμε σχετικὰ μὲ τοὺς ἑαυτοὺς μας· ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, συνειδητοποιοῦμε ὅτι εἶναι ἕνα βασίλειο ὅπου μποροῦμε νὰ εἰσέλθοῦμε μόνο ἄν ἡ καρδιὰ μας ἔχει δοθεῖ στὸν Θεό, καὶ μόνο ἄν ἡ καρδιὰ μας ἔχει γίνει ὁ τόπος κατοικίας Του; Καὶ ἐπίσης ἄν ἔχουμε προσπαθήσει, ἐντούτοις σκληρά, τίμια νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι «ἀξίζω», μπορῶ νὰ πῶ «ἔχω δικαίωμα νὰ εἶμαι ἐδῶ»; Ὄχι, μόνο ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τὸ δικαίωμα· μοναχὰ ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ εἰσέλθουμε σὲ τοῦτο τὸ ἱερὸ βασίλειο. Καὶ ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ἄς σταματήσουμε γιὰ ἔνα λεπτὸ στὴν πόρτα, καὶ ἄς σκεφτοῦμε, «Τοῦτο τὸ βασίλειο εἶναι ἱερό, εἶναι ὁ ἱερὸς τόπος τοῦ Θεοῦ· ἄς εἰσέλθω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ· «ἄς στραφοῦμε στὸν Θεό καὶ ἄς ποῦμε. «Κύριε, Εἶμαι ἀνάξιος, καὶ ὅμως ἔχω ἀγαπηθεῖ ἀπὸ ἐσένα· εἶμαι μολυσμένος, καὶ ὅμως μπορῶ νὰ ἀγαπῶ ἐσένα, Ὦ Κύριε, καὶ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μου. Μὲ ἀτέλειες, ὅμως εἶναι τὸ μόνο ἔδαφος ὅπου μπορῶ νὰ σταθῶ ἐδῶ».

Ἀμήν. 

Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου Anthony Bloom



 


 
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Δύο εβδομάδες πρὶν ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τὴν ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου καὶ τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα τὴν ἱστορία τοῦ Ζακχαίου.

Ὁ Βαρτίμαιος ἦταν τυφλός, ἴσως ὅλη του τὴ ζωή, ἤ ἴσως κάποια συγκεκριμένη στιγμὴ εἶχε εἰκόνα ὅλης τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ κόσμου, τῶν ἀνθρώπινων προσώπων, τὴν ὀμορφιὰ ἀπὸ κάθε τι ποὺ τὸν συνέδεε κατευθείαν μέσω τῆς κτίσης μὲ τὸν Θεὸ ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα. Ἦταν ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος.

Μιὰν ἡμέρα ἕνα πλῆθος πέρασε δίπλα του, ἕνα παράξενο πλῆθος - ὄχι ἁπλὰ ἕνα θορυβῶδες πλῆθος περαστικῶν, ἀλλὰ ἕνα πλῆθος ποὺ εἶχε ἕναν πυρήνα, καὶ ὁ πυρήνας αὐτὸς ἦταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Βαρτίμαιος ἀντιλήφθηκε τὴν ἰδιαιτερότητα αὐτοῦ τοῦ πλήθους καὶ ρώτησε ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἕνωνε σὲ ἕνα σύνολο· καὶ τότε ἄρχισε νὰ κραυγάζει γιὰ βοήθεια, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν τυφλότητά του.

Πόσες φορὲς δὲν εἴμασταν τυφλοί, ἤ πόσα πολλὰ χρόνια δὲν ζήσαμε ὅλοι σὰν τυφλοί; Τυφλοὶ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ κόσμος· τυφλοὶ στὴν ὀμορφιά, ὄχι στὴν ἐξωτερική της ποιότητα ἀλλὰ στὴν λάμψη τῆς θεϊκῆς λάμψης καὶ ὀμορφιᾶς ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτεται. Πόσο συχνὰ δὲν κοιτάξαμε πρόσωπα δίχως ποτὲ νὰ δοῦμε ὅτι εἶναι είκόνες τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ πρέπει νὰ μᾶς φέρνουν σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν στέκουν ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ τὸν Θεὸ σὰν πειρασμός. Πόσο συχνὰ πέρασε ὁ Χριστὸς δίπλα μας καὶ ποτὲ δὲν προσέξαμε τὴν παρουσία Του;

Ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς ἀναρωτηθοῦμε ὄχι μόνο πόσο συχνὰ εἴμασταν τυφλοὶ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ πόσο εἴμαστε τὴν παροῦσα στιγμὴ. Ό Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα μας. Τὸ ἀντιλαμβανόμαστε; Ἕνας Πατέρας τῆς Ἐρήμου εἶχε πεῖ : «Ὅποιος εἶδε τὸν πλησίον του ἔχει δεῖ τὸν Θεό». Ναὶ μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἀληθινὴ εἰκόνα. Κατεστραμμένη στὴν πραγματικότητα, ὅπως τόσες πολλὲς εἰκόνες εἶναι βεβηλωμένες ἤ κατεστραμμένες· κατεστραμμένες σὲ βαθμό ποὺ, κάποιες φορὲς δὲν ἀναγνωρίζονται, καὶ ὅμως εἶναι μιὰ θεία εἰκόνα.

Τὴν προηγούμενη ἑβδομαδα ἀκούσαμε γιὰ τὸν Ζακχαῖο. Ὁ Ζακχαῖος ξεπέρασε ἕναν ἄλλον πειρασμὸ ποὺ μᾶς εἶναι πολὺ γνωστός, αὐτὸν τῆς ματαιότητας· ἡ ματαιότητα ποὺ σημαίνει τὴν προσκόλλησή μας σὲ πράγματα ἀσήμαντα καὶ ἡ προσπάθειά μας νὰ προκαλέσουμε μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὸν θαυμασμὸ ἄλλων ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ κρίνουν, ἐπειδὴ εἶναι ἐπίσης δέσμιοι στὴν ἴδια μικρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ. Ἡ ματαιότητα, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, εἶναι ὑπερηφάνεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ δειλία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων· μιὰ ἐπιθυμία νὰ μὴν κριθοῦμε, νὰ μὴν καταδικαστοῦμε, ἀλλὰ νὰ μᾶς θαυμάζουν, νὰ μᾶς ἐπαινοῦν, νὰ μᾶς ἐπιδοκιμάζουν ἀκόμα γιὰ πράγματα ποὺ δὲν ἔχουν κάποια ἀξία, ἁπλὰ καὶ μόνο νὰ μᾶς ἐπιδοκιμάζουν.

Πρότεινα τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα ὅτι πρέπει να ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας σὲ αὐτὴν τὴν ἰδιαίτερη γιὰ μᾶς ἁμαρτία καὶ νὰ ἀναρωτηθοῦμε πόσο εἴμαστε ἀνεξάρτητοι ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων, πόσο εἴμαστε ἀδιάφοροι στὴν κρίση τῆς δικῆς μας συνείδησης καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν, στὴν κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ;

Σήμερα ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ τρίτη εἰκόνα· μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Φαρισαίου καὶ τοῦ Τελώνη. Ὁ Τελώνης εἶχε συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς του, ὅτι ἦταν ἀνάξιος νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης ὅτι ἦταν εὐπρόσδεκτος στὴν συντροφιὰ ἀξιοσέβαστων ἀνθρώπων, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ ἀποδεχόταν. Ἦλθε στὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ διασχίσει τὸ κατώφλι γιατὶ γνώριζε ὅτι σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ἀκάθαρτο, τὸν μολυσμένο, τὸν βεβηλωμένο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὸ κακό σὲ ὅλες του τὶς μορφὲς, ὁ Ναὸς ἦταν ἕνας τόπος ἀφιερωμένος μόνο στὸν Θεό. Ὅλος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ φράση τοῦ Σατανᾶ ποὺ πείραξε τον Κύριο, ὅλο τὸν ὑπόλοιπο κόσμο «τὸν παρέδωσε ὁ ἄνθρωπος σ’ ἐμένα». Ἀλλὰ ὁ ναὸς εἶναι ἕνας χῶρος ὅπου ἄνθρωποι τῆς πίστης, ἀδύναμοι ἀλλὰ μὲ πίστη στὸν Θεὀ, εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τοῦτο τὸ βασίλειο τοῦ τρόμου ποὺ εἶναι τὸ δράμα τῆς Θεϊκῆς ὀμορφιᾶς, τῆς κατοικίας τοῦ Ἑνὸς ποὺ δὲν ἔχει τόπο νὰ «κλίνει τὴν κεφαλή», σ’ ἕναν κόσμο ποὺ τὸν ἔκλεψαν ἀπ’ Αὐτὸν καὶ παραδόθηκε στὰ χέρια τοῦ ἀντιπάλου.

Ὁ Τελώνης στάθηκε στὴν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ, γνώριζε ὅτι ἀνῆκε στὸ βασίλειο τοῦ κακοῦ, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅμως, ἔνοιωσε τὴ διαφορά, ὁ τρόμος τὸν συνεῖχε καὶ μιὰ αἴσθηση λατρείας γιὰ τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Χτυποῦσε τὸ στῆθος του ζητώντας ἔλεος γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐλπίζει καὶ νὰ ὑπολογίζει σὲ τίποτα ἄλλο.

Καὶ ὁ Φαρισαῖος στάθηκε στὸ μέσον τῆς Ἐκκλησίας· εἶχε μπεῖ στὸ ναὸ καὶ εἶχε πάρει τὴ θέση του ἐκεῖ σὰν κάποιος ποὺ εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ βρίσκεται ἐκεῖ. Γιατί; Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ ἁγνὴ καρδιά, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν πιστὸς στὸν κάθε τυπικὸ κανόνα ποὺ εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τὴ Συναγωγή, ὄπως ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι πιστὸς στοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους τῆς ζωῆς ποὺ δὲν μᾶς ἀγγίζουν κἄν, ποὺ δὲν φτάνουν στὴν καρδιά μας, ποὺ δὲν δίνουν νέο σχῆμα καὶ νόημα στὶς σκέψεις μας.

Ἔτσι πάλι, βρισκόμαστε ἐνώπιον δύο ἀνδρῶν καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ρωτᾶ: ποιὸς εἶσαι; Εἶσαι κάποιος ποὺ συναισθάνεται τόσο βαθιὰ τῆν ἱερότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ γνωρίζει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν Θεὸ ποὺ θὰ κατέβαινε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει καὶ νὰ μᾶς σώσει, δὲν θὰ ὑπῆρχε τρόπος νὰ Τὸν προσεγγίσουμε. Ἤ εἴμαστε σὰν τὸν Φαρισαῖο ποὺ θὰ ἔλεγε στὸν Θεό, ποὺ θὰ Τοῦ ἔλεγε κατάμουτρα: Ἔκανα ὅ,τι ἦταν γραμμένο νὰ γίνει. Δὲν ἔχεις κάτι νὰ μοῦ ζητήσεις! … Δὲν εἴμαστε τόσο ὑπερήφανοι ὅπως ὁ Φαρισαῖος, οὔτε ἔχουμε τὸ σταθερὸ θάρρος νὰ εἴμαστε τόσο πιστοὶ ὅσο ἦταν ἐκεῖνος στὴν πλήρη τήρηση τοῦ γράμματος τοῦ νόμου.

Ἄς ἀναρωτηθοῦμε λοιπὸν: μιμούμαστε τὸν Φαρισαῖο στὰ ἔργα του, ἐξωτερικὰ πιστοὶ στὰ δόγματα τῆς Χριστιανικῆς μας πίστης; Καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸ, ἐπιτρέπουμε στὴν πίστη μας νὰ μεταστρέψει τὴν καρδιά μας, νὰ κυβερνᾶ τὴν θέληση μας, καὶ νὰ φωτίζει τὸ νοῦ μας;

Αὐτὴν τὴν ἐργασία μᾶς προσφέρει τὸ σημερινό Εὐαγγέλιο. Σκεφτεῖτε το. Θὰ εἶναι ἕνα ἀκόμα βῆμα γιὰ νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση ὥστε νὰ μὴν καταδικαστοῦμε. Ἀμήν.

Ἡ παραβολή Τελώνου καί Φαρισαίου (Λουκ.18, 9-14)




 



Αὐτή ἔχει ὡς ἑξῆς: « Εἶπεν ὁ Κύριος πρός τινας τούς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς, ὅτι εἰσί δίκαιοι καί ἐξουθενοῦντας τούς λοιπούς τήν παραβολήν ταύτην ». Ὑπῆρχον ἄνθρωποι, ἄν ὄχι oἱ Φαρισαῖοι ὁμόφρονες των ὃμως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦντες τήν συνοδείαν τοῦ Ἰησοῦ εἶχον μεγάλην ἰδέαν διά τόν ἑαυτόν των, διά τήν ἀρετήν των, ἐθεώρουν τόν Θεόν ὀφειλέτην των καί περιεφρόνουν τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Πρός αὐτούς ὁ Κύριος εἶπε τήν παραβολήν ταύτην. «Ἄνθρωποι δύο ἄνεβησαν» ἐκ τῆς κάτω πόλεως «εἰς τό ἱερόν» χῶρον τοῦ ναοῦ, ὃπου ἦτο τό θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων « προσεύξασθαι » νά προσευχηθῶσιν. «Ὁ εἷς» ἦτο « Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης». Φαρισαῖοι ἦσαν οἱ θεωρούμενοι ὡς εὐλαβεῖς Ἑβραῖοι, οἱ ζηλωταί τοῦ Ἑβραϊκοῦ Νόμου. Τελῶναι δέ ἦσαν οἱ εἰσπράκτορες τῶν δημοσίων φόρων, οἱ ὁποῖοι ἠδίκουν τούς φορολογουμένους Ἑβραίους. Ἑπομένως ἔχομεν δύο τύπους ἀνθρώπων, τούς δικαίους καί ἁμαρτωλούς.

«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς» ὁ Φαρισαῖος ὄρθιος «πρός ἑαυτόν» ἤτοι ἐνδομύχως, ἰδιωτικῶς οὐχί λειτουργικῶς «ταῦτα προσηύχετο. Ὁ Θεός, εὐχαριοτῶ σοι, ὃτι οὐκ εἰμί ὧσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων» δέν εἶμαι ὃπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἤτοι «ἃρπαγες, ἂδικοι, μοιχοί ἢ καί ὡς οὗτος ὁ Τελώνης∙ νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου». Δίς τοῦ Σαββάτου σημαίνει δίς τῆς ἑβδομάδος. Οἱ Εβραῖοι ἐνήστευον Δευτέραν καί Πέμπτην ὂχι ὑπό τοῦ νόμου ὑποχρεούμενοι ,ἀλλά κάμνοντες ἔργον περισσευούσης ἀξιομισθίας. «Ἀποδεκατῶ πάντα ὃσα κτῶμαι» δίδω τό 1)10 κατά τόν νόμον εἰς τόν Ναόν, καί εἰς τά ἐλάχιστα, ὃπου ὁ νόμος δέν ἐπέβαλλε, συνεχίζει ὁ Φαρισαῖος. Δία τοῦτο ἐθεώρει τόν Θεόν ὀφειλέτην του !

« Ὁ δέ Τελώνης, μακρόθεν ἑστώς » μακράν τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἱστάμενος « οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν Οὐρανόν ἐπᾶραι » δέν ἐτόλμα οὐδέ τά μάτια του νά σηκώσῃ εἰς τόν Οὐρανόν «ἄλλ’ ἒτυπτεν εἰς τό στῆθός του » ἐκτύπα τό στῆθός του «λέγων ὁ Θεός ἱλάσθητί μοί τῶ ἁμαρτωλῶ» λυπήσουμε τόν ἁμαρτωλόν. Ὁ Κύριος προσθέτει: «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ ἢ ἐκεῖνος ; » Κατῆλθεν τοῦ Ναοῦ εἰς τόν οἶκόν του συγχωρημένος, ὠφελημένος ὁ Φαρισαῖος ἢ ὁ Τελώνης » Ἀσφαλῶς ὁ Τελώνης, διότι « πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται ». Ὁ ὑπερήφανος ταπεινώνεται, ὁ ταπεινός ὑψώνεται. Ὁποία ἀντίθεσις αὐτῶν! Ὁ μέν Τελώνης μακράν, σκυμμένος, τύπτων τό στῆθος αὐτοῦ, βραχύλογος καί συναισθανόμενος τό βάρος τοῦ κακοῦ του ζητεῖ χάριν, ὁ δέ Φαρισαῖος ὄρθιος καί καμαρωτός, ἔχων ἐγωϊσμόν καί κατάκρισιν, σκεπάζων διά τῆς εὐχαριστίας πρός τόν Θεόν τήν περιαυτολογίαν ζητεῖ ἀπό τόν Θεόν ὂχι χάριν, ἀλλά ὀφειλήν τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν.


θέμα : Ὑπερηφάνεια –Ταπείνωσις

Πᾶσα κακία εἶναι νόσος καί πᾶσα ἀρετή ὑγεία. Ἡ μεγαλύτερα ὃμως νόσος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ καλλιτέρα ὑγεία εἶναι ἡ ταπείνωσις. Πρότυπα καί τῶν δύο τούτων, νοσηρᾶς καί ὑγιοῦς τοῦ ἀνθρώπου καταστάσεως, εἶναι οἱ δύο της παραβολῆς, Τελώνης καί Φαρισαῖος.

Τελῶναι ἔλεγοντο οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐλάμβανον ἐκ τοῦ Δημοσίου τήν ἄδειαν νά εἰσπράττουν τούς φόρους τῶν διοδίων ἀντί ὡρισμένης χρηματικῆς πρός τό Δημόσιον καταβολῆς. Δία νά δυνηθοῦν ὃμως νά ἐπαρκέσουν εἰς τήν καταβολήν τοῦ ποσοῦ καί πλουτίσουν αὐτοί οἱ ἲδιοι προέβαινον εἰς αὐθαιρεσίας, κλοπάς, βαρεῖς φόρους. Ἐντεῦθεν αἱ ἀδικίαι καί ἡ συνταύτισις τοῦ Τελώνου μέ τόν Ἁμαρτωλόν. Ἰδού ὁ πρῶτος τύπος τῆς παραβολῆς. Φαρισαῖοι ἦσαν ἰδιαιτέρα μερίς λαϊκῶν καί κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς ἔργον των εἶχον τήν πιστήν τήρησιν τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου, ἦσαν οἱ ἰδιαιτέρως ζηλωταί. Καί ἡ λέξις Φαρισαῖος ἐκ τοῦ «Φαρέσ»=ἀποκεκομμένος ἐσήμαινε τόν ἀποκεκομμένον, ξεχωρισμένον τοῦ κόσμου τόν ἅγιον. Ἐκ τῶν δύο τούτων ὁ μέν Φαρισαῖος ὑπερηφανεύεται διά τάς ἀρετάς του, διά τήν τάξιν εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει καί ἑπομένως ἀποτελεῖ τήν νοσηράν κατάστασιν, ὁ δέ Τελώνης ἔχει συναίσθησιν τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἀποτελεῖ τήν ὑγιᾶ κατάστασιν. Ἄς μελετήσωμεν τάς δύο ταύτας νόσον καί ὑγείαν ἐκτενέστερον.

Α.' Ἡ Νόσος -Ὑπερηφάνεια. Ὁ Φαρισαῖος βλέπει τάς ἰδικάς του ἀρετάς καί τάς κακίας τῶν ἄλλων. Καί διά τάς ἀρετάς του λέγει: « Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὃσα κτῶμαι ». Ἦτο ὁλόκληρος ἀπερροφημένος ἀπό τόν ἑαυτόν του. Τίποτ' ἄλλο δέν ἔβλεπε παρά μόνον τό εἲδωλον τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐάν ἔρριπτε βλέμμα εἰς τούς ἄλλους, ἒπραττε τοῦτο διά νά καταστήσῃ τό βάθρον τοῦ εἰδώλου του ὑψηλότερον ἐξευτελίζων τούς ἄλλους. Φαινομενικῶς εὐχαριστεῖ τόν Θεόν, κατά βάθος συγχαίρει ἑαυτόν, διότι εἶναι ὁ μόνος καλός. Οἰκτίρει τόν Θεόν, διότι δέν ἔχει πιστούς δούλους, ἀφοῦ ὃλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι οἳους περιγράφει. Δέν ζητεῖ τίποτε ἀπό τόν Θεόν, εἶναι αὐτάρκης. Νηστεύει δίς τῆς ἑβδομάδος καί ἀποδεκατεῖ καί τά ἐλάχιστα. Κάμνει ἔργα περισσευούσης ἀξιομισθίας. Ἔχει τόν Θεόν ὀφειλέτην του ! Ἔπρεπε να προσευχηθῆ ὑπέρ τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί τοῦ Τελώνου, ἳνα μετανοή-σωσι. Τοὐναντίον! Περιφρονεῖ! Δία δέ τάς κακίας τῶν ἄλλων: λέγει οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων ἃρπαξ, κλέπτης κ.λ.π καί ὡς οὗτος ὁ Τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος δέν βλέπει τά καλά τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς του ἐλλείψεις. Ὁμιλεῖ περί ἁμαρτωλοῦ Τελώνου καί τόν καταδικάζει, καθ’ ἣν στιγμήν ἀθωώνεται ὑπό του Θεοῦ λόγῳ μετανοίας. Ὑπερυψώνει τόν ἑαυτόν τοῦ τήν στιγμήν, καθ’ ἣν κατακρίνεται ὑπό τοῦ Θεοῦ.

Καί ἡμεῖς ὑπερηφανευόμεθα, διότι βλέπομεν τάς κακίας τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς μας ἀρετάς, δέν βλέπομεν δέ τά καλά τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς μας ἐλλείψεις. Μάλιστα ! Ο Α κύριος, ἡ Α κυρία ἔχουν πλοῦτον ὑλικόν, πλοῦτον πνευματικόν, ὂνομα σημαῖνον, εἶναι ἐμφανίσιμοι κατά τήν μορφήν καί τό σῶμα, ἔχουν φυσικά ταλέντα φωνῆς, ὁμιλίας, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι πτωχοί, ἀμόρφωτοι, ἄσημοι, μή ἐμφανίσιμοι, ἄνευ ταλέντων. Συγκρίνοντες τώρα οἱ πρῶτοι τά χαρίσματα των πρός τάς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων καυχῶνται λέγοντες ἐνδομύχως καί ἐκφώνως : « Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων » πτωχός, ἄσημος, μή ἐμφανίσιμος, κακόφωνος, κακόμιλος;
Αὐτό εἶναι νόσος, διότι τά φυσικά αὐτά ταλέντα εἶναι δῶρα ξένα, τοῦ Θεοῦ, διά τά ὁποῖα οὐδόλως ἐκοπίασες. Ἑπομένως διατί καυχᾶσαι; Ὁ Ἀποστ. Παῦλος λέγει: « τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες ; εἰ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβῶν; » ὃ,τι ἒχεις εἶναι τοῦ Θεοῦ. Διατί καυχᾶσαι, ὡς ἐάν ὃ,τι ἔχεις δέν τό ἔλαβες ἀπό τόν Θεόν ; Ἡ τοιαύτη καύχησις εἶναι ἰδιοποίησις ξένων ἀξιῶν, εἶναι κλοπή. Πλήν αὐτοῦ τά φυσικά αὐτά ταλέντα εἰς πόσους δέν ἔγιναν τάφος ; Ἡ ὡραία φωνή καί μορφή, τό πολύ χρῆμα πόσους δέν ὡδήγησαν λόγω κακῆς χρήσεως εἰς τήν καταστροφήν; Καυχᾶσαι λοιπόν διά πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι δυνατόν νά σοῦ γίνουν τάφος;

Ἄλλοι ὃμως καυχῶνται δι’ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπέκτησαν διά τῆς ἐπιμελείας των. Ἦσο πτωχό παιδί καί διά τῆς ἐπιμελείας σου ἀνεπτύχθης, κατέλαβες κοινωνικήν θέσιν. Ἦσο κόρη ἀσημάντου οἰκογενείας καί διά τῆς ἀρετῆς σου, καλωσύνης σου, ἔγινες σύζυγος, σύντροφος ἑνός κατέχοντος καλήν κοινωνικήν θέσιν. Ὑπερηφανεύεσαι διά τοῦτο ; Ἀγνοεῖς ὃμως, ὃτι εἰς τήν ἀνάδειξίν σου συνετέλεσαν πλήν τῆς θελήσεώς σου καί ἄλλοι παράγοντες ἤτοι οἱ γονεῖς, οἱ διδάσκαλοι, οἱ φίλοι, οἱ Πνευματικοί, κατ’ ἐξοχήν δέ ὁ Θεός ; Σέ ἐβοήθησαν δέ οἱ γονεῖς μέ τήν τροφήν, οἱ διδάσκαλοι μέ τήν διδασκαλίαν, οἱ φίλοι μέ τήν νουθεσίαν, οἱ πνευματικοί μέ τήν στοργήν. Ἄλλα, ἐάν τόσοι ἂλλοι παράγοντες συνετέλεσαν, ὥστε νά διορθώνῃς τάς ἐλλείψεις σου, εἶναι δίκαιον μή βλέπων τάς καλωσύνας τῶν ἄλλων καί τάς ἐλλείψεις σου, τάς ὁποίας ἐκεῖνοι σου διώρθωσαν, νά καυχᾶσαι διά τήν ἀνάδειξίν σου ὡς ἐπιτελέσας ἔργον ἀποκλειστικῶς ἰδικόν σου ;

Ἄλλοι καυχῶνται δι’ ἀρετάς τάς ὁποίας δέν ἔχουν. Αὐτοί ὁμοιάζουν σάν τόν ἀρχαῖον παράφρονα Θράσυλλον, ὁ ὁποῖος περιπατῶν εἰς τήν παραλίαν τοῦ Πειραιῶς ἔλεγεν, ὃτι ὃλα τά πλοῖα εἶναι ἰδικά του.Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διά ἀρετάς γονέων καί προγόνων. Ποσάκις δέ αὐτοί οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διά χαρίσματα ξένα, ὁμοιάζουν μέ τά μικρά παιδιά, τά ὁποῖα βάζουν τά παπούτσια, ἐνδύματα, καπέλλα τῶν πατέρων των, διά νά φανοῦν μεγάλοι, ἀλλά γίνονται γελοῖοι !

Ἄν εἶναι κακόν νά ὑπερηφανεύεται τις διά τά φυσικά καί ἐπίκτητα ἀγαθά καί διά ξένας ἀρετάς, φαντασθῆτε πόσον ἀποτρόπαιον καί βρωμερόν εἶναι νά καυχᾶται τίς διά τάς κακίας του ! Κατώρθωσε ὁ Α νά ἀπατήσῃ, ἡ Α νά ἀπατηθῆ. Ἀντί νά ἐντραποῦν, καυχῶνται ! Ἐπέτυχε τίς νά κερδοσκοπήση, νά πίῃ τόν ἱδρῶτα τοῦ πτωχοῦ. Καυχᾶται, διότι ἐθεωρήθη ἔξυπνος, καταφερτζῆς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι κουτοί, ἀνόητοι. Καυχᾶται ὁ πατέρας, διότι τό παιδί του γνωρίζει νά συνδυάζῃ τό ψέμμα κατ' αὐτόν τόν τρόπον, ὥστε νά τό παρουσιάζῃ ὡς ἀλήθειαν. Καυχώμενοι καί χαίροντες πατήρ καί υἱός ὁμοιάζουν σάν τά σαλιγκάρια, τά ὁποῖα, ἐν ὧ ψήνονται, τραγουδοῦν. Ψήσιμο ἡ καύχησις, τραγούδι ἡ χαρά διά τήν καταστρεπτικήν καύχησιν. Γενικῶς εἰπεῖν ὁ ἐγωϊσμός δηλητηριάζει τάς σχέσεις μας, ὥστε νά εἴμεθα πρός τούς ἀνωτέρους κόλακες, εἰς τούς ἴσους ζηλότυποι, εἰς τούς ὑποδεεστέρους τύραννοι καί ὃπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος « κύνες τοῖς κρατοῦσι, λέοντες τοῖς ἀδυνάτοις ». Ἰδού ἡ νόσος !

Β.' θεραπεία Ἡ ταπείνωσις. Αὐτή συνίσταται εἰς τό νά βλέπωμεν τάς ἰδικάς μας ἐλλείψεις καί τάς ἀρετάς τῶν ἄλλων. Νά μή βλέπωμεν δέ τάς ἀρετάς μας καί τάς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων. Καί ἰδού. Ὁ Τελώνης ἔχει βαθεῖαν συναίσθησιν τῶν ἁμαρτιῶν του. Δείγματα τῆς βαθείας συναισθήσεως εἶναι ἡ στάσις του, ἡ θέσις του, ἡ ὁμιλία του. Ἡ θέσις του « μακρόθεν ἑστώς ». Ἡ στάσις του « οὐκ ἤθελε τούς ὀφθαλμούς ἆραι » ἔτυπτε τό στῆθος του. Ἡ ὁμιλία του « ἱλάσθητί μοί τῷ ἁμαρτωλῶ ». Ψυχολογικῶς ὁ Τελώνης δέν ἔβλεπε τήν ὥραν αὐτήν καμμίαν ἀρετήν του, οὔτε κακίας τῶν ἄλλων. Ἦτο βυθισμένος εἰς τό ἁμαρτωλόν βάθος του. Δέν ἀγανακτεῖ, διότι ἀκούει τόν Φαρισαῖον νά περιφρονῆ αὐτόν. Ταπεινώνεται περισσότερον. Οὗτος εἶχε βίον ἁμαρτωλόν καί λόγια προσευχῆς ταπεινόφρονα. Τά λόγια του, ἐξήλειψαν τά πονηρά ἔργα του. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε βίον δίκαιον. Λόγια ὃμως προσευχῆς ὑπερήφανα. Τά λόγια του κατέστρεψαν τά δίκαια ἔργα του !

Πρέπει καί ἡμεῖς νά βλέπωμεν τάς ἐλλείψεις μας. Ὁσονδήποτε προνομιοῦχοι κι’ ἄν εἴμεθα, δέν εἴμεθα ἀκηλίδωτοι, ἂνφελοι, ἀναμάρτητοι. Ἄν δέν εἴμεθα φονεῖς, θά εἲμεθα θυμώδεις, ὥστε νά εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἄν ὂχι εἰς τόν καρπόν, εἰς τήν ῥίζαν ὃμως τοῦ κακοῦ. Ἄν δέν εἴμεθα ἀσελγεῖς, θά ἒχωμεν ἐπιθυμίας ἀκαθάρτους, αἱ ὁποῖαι, ἄν δέν μολύνουν τά σώματα, μολύνουν τάς ψυχάς. Ἄν δέν κατεστρέψαμεν ἄλλους ἰδίαις χερσί, χαιρόμεθα ὃμως διά τό κακόν τοῦ ἄλλου. Δέν εἴμεθα δηλαδή κακοποιοί, εἴμεθα ὃμως ἐνίοτε χαιρέκακοι. Ὁσασδήποτε ἐπιτυχίας καί ἄν ἒχωμεν εἰς τήν ζωήν, εἰς πόσας ὃμως ἀποτυχίας δέν ὑπεπέσαμεν! Ὁ στρατηγός Τυρρένας εἶχε πολλᾶς νίκας καταγάγῃ. Ἅπαξ ὃμως ἡττήθη ἐν Μαριανδάλλῃ; . Διά τοῦτο, ὁσάκις ἐπῃνεῖτο διά τάς πολλάς του νίκας, ἀπήντα : Λησμονεῖτε, ὃτι κἂποτε ἡττήθην ἐν Μαριανδάλλη; Ὁ βλέπων τάς ἐλλείψεις του ἔχει ἐλπίδας προόδου. Ὁ δέ μή βλέπων ταύτας μένει στάσιμος.

Ὡς πρός τάς ἀρετάς μας πρέπει νά σκεπτώμεθα τά ἑξῆς : Πόσον ὀλίγαι εἶναι συγκρινόμενοι μέ ἀρετάς ἄλλων ἀνωτέρων μας ! Πόσαι ἐξ αὐτῶν εἶναι δωρεαί θεῖαι ! Δία πόσας ἐξ αὐτῶν δέν ἐκοπίασαν ἄλλοι ! Ἡ προσκόλλησις εἰς τήν μαγικήν θεωρίαν των δέν ἀφαιρεῖ τήν ἐλπίδα τῆς προόδου; Ὥστε κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον « τοῖς μέν ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι τοῖς δέ ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενοι ». Δέν πρέπει δηλαδή νά βλέπωμεν ποίας ἀρετάς κατωρθώσαμεν, ἀλλά ποίας ὑπολείπεται νά πράξωμεν. Καί ἄν ἒχωμεν τί καλόν, ἄς λέγωμεν τό τοῦ Παύλου « Χάριτι θεοῦ εἰμι, ὃ εἰμι». Ἔγώ « δέ ἔκτρωμα καί οὐκ ἄνθρωπος ». Ἀφοῦ αὐτά τά λέγει ἕνα σκεῦος ἐκλογῆς, ἠμεῖς τί εἴμεθα, τί δυνάμεθα νά εἲπωμεν ; Οὒτε αἵ ἐλλείψεις τῶν ἂλλων πρέπει νά μᾶς δίδωσι τροφήν ἐγωϊσμοῦ διά τόν ἑξῆς λόγον∙ Ἄν εὑρισκώμεθα καί ἡμεῖς ὑπό τάς περιστάσεις, ὑπό τάς ὁποίας εὑρέθη ὁ ἁμαρτήσας, γνωρίζομεν, ὃτι δέν θά εἲχομεν ὑποπέσει εἰς μεγαλύτερον βαθμόν πτώσεως ; Συμπαθητικούς, περιφόβους αἵ πτώσεις τῶν ἄλλων πρέπει νά μᾶς κάμνουν καί ὂχι ὑπερηφάνους !
Ὡς ὑλικόν ταπεινώσεως εἶναι καί ἡ ματαιότης τοῦ κόσμου. Παράδειγμα τούτου εἶναι ὁ σοφός Διογένης. Ἡμέραν τινά, ὁ Διογένης εὑρίσκετο εἰς τήν ὀστεοθήκην τοῦ νεκροταφείου καί ἔψαχνε νά εὓρῃ μερικά κόκκαλα. Κατά τήν στιγμήν αὐτήν διήρχετο ἐκεῖθεν ὁ Μ. Ἀλέξανδρος. Τί κάνεις αὐτοῦ ; ἠρώτησε τόν Διογένη. Ὁ Διογένης ἀπαντᾶ : Ψάχνω νά εὓρω τήν κεφαλήν τοῦ πατρός σου καί τοῦ πατρός μου, ἀλλά δέν δύναμαι. Ἑπομένως οὐδεμία διαφορά ὑπάρχει μεταξύ τοῦ πατρός τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, τοῦ Φιλίππου, καί τοῦ ἀσήμου πατρός τοῦ Διογένους. Ἰδού ἡ νόσος τῆς ὑπερηφάνειας, ἰδού καί ἡ ὑγεία τῆς ταπεινώσεως.
 

Ταπείνωση (Κυριακή Τελώνη καὶ Φαρισαίου)


 



Ἡ ἑπόμενη Κυριακὴ ὀνομάζεται «Κυριακή τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου». Τὴν παραμονὴ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, δηλαδὴ στὸν Ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ λειτουργικὸ βιβλίο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ποὺ λέγεται Τριώδιο. Ἀπ’ αὐτὰ διαβάζονται διάφορα κείμενα ποὺ τὰ προσθέτουμε στοὺς συνηθισμένους ὕμνους καὶ τὶς εὐχὲς τῆς ἑβδομαδιαίας ἀναστάσιμης ἀκολουθίας. Ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα παρουσιάζουν τὴν ἑπόμενη μεγάλη πλευρὰ τῆς μετάνοιας: τὴν ταπείνωση.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (Λουκ. 18, 10-14) περιγράφει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι πάντα εὐχαριστημένος μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ποὺ νομίζει ὅτι συμμορφώνεται μὲ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τῆς θρησκείας. Εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ πολὺ περήφανος γι’ αὐτόν. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἔχει παραποιήσει τὸ νόημα τῆς θρησκείας. Τὴν ἔχει περιορίσει σὲ ἐξωτερικοὺς τύπους καὶ μετράει τὴν εὐσέβειά του μὲ τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων ποὺ συνεισφέρει στὸ ναό. Ὅσο γιὰ τὸν Τελώνη, αὐτὸς ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του καὶ αὐτὴ ἡ ταπείνωση τὸν δικαιώνει μπροστὰ στὸ Θεό.

Ἂν ὑπάρχει μία ἠθικὴ ἀξία ποὺ σχεδὸν ἀπόλυτα παραθεωρεῖται ἢ ἀγνοεῖται σήμερα εἶναι πραγματικὰ ἡ ταπείνωση. Ὁ πολιτισμὸς στὸν ὁποῖο ζοῦμε διαρκῶς ἐνσταλάζει μέσα μας τὴν ἔννοια τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς αὐτοεξύμνησης καὶ τῆς αὐτοδικαίωσης. Εἶναι οἰκοδομημένος πάνω στὴν ἀλαζονικὴ ὑπόθεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πετύχει ὁτιδήποτε μόνος του, καὶ φτάνει στὸ νὰ περιγράφει τὸν Θεὸ σὰν τὸν Ἕνα ποὺ πάντοτε ἀμείβει τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὰ καλὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ταπείνωση — εἴτε ἀτομική, εἴτε ὁμαδική, εἴτε ἐθνικὴ εἶναι — θεωρεῖται δεῖγμα ἀδυναμίας, κάτι ἀνάρμοστο γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἄνθρωπο. Ἀλλὰ μήπως καὶ οἱ χριστιανοὶ σήμερα δὲν εἶναι ποτισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ φαρισαίου; Μήπως καὶ μεῖς δὲ θέλουμε κάθε προσφορά μας, κάθε «καλὴ πράξη» μας, καθετὶ ποὺ κάνουμε «γιὰ τὴν Ἐκκλησία» νὰ ἀναγνωρίζεται, νὰ ἐπαινεῖται, νὰ δημοσιεύεται;

Ἀλλὰ τί εἶναι ταπείνωση; Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μπορεῖ νὰ φανεῖ παράδοξη γιατί εἶναι ριζωμένη σὲ μία περίεργη διαβεβαίωση: Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινός! Γιὰ κεῖνον ποὺ γνωρίζει τὸ Θεό, ποὺ Τὸν ἀτενίζει μέσα στὴ δημιουργία Του καὶ στὶς σωτήριες ἐνέργειές Του, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι πραγματικὰ μία Θεία ποιότητα, εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ ἡ λάμψη τῆς δόξας ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ψέλνουμε στὴ Θεία Λειτουργία, εἶναι «πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ». Μέσα στὴν ἀνθρώπινη διανοητικότητά μας ἔχουμε τὴν τάση νὰ μὴ μποροῦμε νὰ συμβιβάσουμε τὴ «δόξα» μὲ τὴν «ταπείνωση» — ἀφοῦ μάλιστα ἡ ταπείνωση θεωρεῖται ψεγάδι ἢ ἐλάττωμα. Ἀκριβῶς ὅμως ἡ ἄγνοιά μας καὶ ἡ ἀδεξιότητά μας εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κάνουν ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς κάνουν νὰ νιώθουμε ταπεινοί.

Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μεταφέρεις στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ τρέφεται μὲ τὴ δημοσιότητα, τὴν αὐτοπροβολὴ καὶ τὴν ἀτελείωτη αὐτοεξύμνηση, τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶναι αὐθεντικὰ τέλειο, ὄμορφο καὶ καλὸ εἶναι τὴν ἴδια στιγμὴ γνήσια ταπεινό. Ἀκριβῶς γιατί ἡ τελειότητα δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ «δημοσιότητα», τὴν ἐξωτερικὴ δόξα ἢ ἀπὸ τὴν κάθε εἴδους ἐπίδειξη. Ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινὸς γιατί εἶναι τέλειος. Ἡ ταπείνωσή Του εἶναι ἡ δόξα Του καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἀληθινῆς ὀμορφιᾶς, τελειότητας καὶ καλοσύνης: Καθένας ποὺ προσεγγίζει τὸ Θεὸ καὶ Τὸν γνωρίζει αὐτόματα μοιράζεται τὴ Θεία ταπείνωση καὶ ὡραΐζεται μέσα σ’ αὐτή. Αὐτὸ συνέβηκε μὲ τὴν Παναγία, τὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἡ ταπείνωση τὴν ἔκανε χαρὰ ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ τρανὴ ἀποκάλυψη τῆς ὡραιότητας πάνω στὴ γῆ· αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους· τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὶς σπάνιες στιγμὲς τῆς ἐπαφῆς της μὲ τὰ Θεό.

Πῶς κανεὶς γίνεται ταπεινός; Ἡ ἀπάντηση γιὰ ἕνα χριστιανὸ εἶναι ἁπλή: μὲ τὴν ἐνατένιση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ σαρκωμένη Θεία ταπείνωση, ὁ Ἕνας, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε, μιὰ γιὰ πάντα, τὴ δόξα Του σὰν ταπείνωση καὶ τὴν ταπείνωσή Του σὰν δόξα. «Νῦν» εἶπε ὁ Χριστὸς τὴ νύχτα τῆς ἄκρας ταπείνωσής Του, «ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ». Ἡ ταπείνωση μαθαίνεται ἐνατενίζοντας τὸ Χριστὸ ὁ ὁποῖος εἶπε: «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ». Τελικὰ γινόμαστε ταπεινοὶ μὲ τὸ νὰ μετρᾶμε τὸ καθετὶ μὲ μέτρο τὰ Χριστὸ καὶ νὰ ἀναφερόμαστε γιὰ ὅλα σ’ Αὐτόν. Χωρὶς τὸ Χριστὸ ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση εἶναι ἀδύνατη, ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ φαρισαίου, ἀκόμα καὶ ἡ θρησκεία, γίνεται ὑπερηφάνεια γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του· ἔχουμε δηλαδὴ ἕνα ἄλλο εἶδος φαρισαϊκῆς αὐτοδοξολογίας.

Ἡ περίοδος λοιπὸν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀρχίζει μὲ μία ἀναζήτηση, μία προσευχὴ γιὰ ταπείνωση ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Γιατί μετάνοια, πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο, εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴ γνήσια τάξη τῶν πραγμάτων, ἡ «ἀναμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κάλλους». Ἡ μετάνοια ἑπομένως εἶναι θεμελιωμένη στὴν ταπείνωση καὶ ἡ ταπείνωση — ἡ Θεία καὶ θαυμαστὴ ταπείνωση — εἶναι καρπός της καὶ τέρμα της. «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν», λέει τὸ Κοντάκιον τῆς ἡμέρας, «καὶ Τελώνου μάθωμεν τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς». Βρισκόμαστε μπροστὰ στὶς «πύλες τῆς μετανοίας» καὶ στὴν πιὸ ἐπιβλητικὴ στιγμὴ τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς· ἀφοῦ διαβαστεῖ τὸ Ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο καὶ ἀναγγελθεῖ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», ψάλλουμε γιὰ πρώτη φορὰ τὰ τροπάρια ποὺ θὰ μᾶς συνοδεύουν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς:

Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα· ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμά μου, πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ναὸν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον· ἀλλ' ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάγχνῳ σου ἐλέει.

Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε· αἰσχραῖς γὰρ κατερρύπωσα, τὴν ψυχὴν ἁμαρτίαις, ὡς ῥαθύμως τὸν βίον μου, ὅλον ἐκδαπανήσας, ταῖς σαῖς πρεσβείαις ῥῦσαί με, πάσης ἀκαθαρσίας.

Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν, ἐννόων ὁ τάλας, τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως· ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας σου, ὡς ὁ Δαυὶδ βοῶ σοι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

Τελώνης ή Φαρισαίος?

ου κ. Μιχαήλ Τσακιράκη
Θεολόγου - Εκπαιδευτικού

Έχουμε οπωσδήποτε να αντιμετωπίσουμε τον πολυμήχανο εχθρό μας που είναι ικανός να αφαιρέσει εξαρχής τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή μας με την απιστία και την ελπίδα, όπως και με την αδιαφορία και τη ραθυμία στο υπόλοιπο πνευματικό οικοδόμημα της αρετής όπως αυτό εξελίσσεται, αλλά μπορεί ακόμα και να το γκρεμίσει ολόκληρο όταν υποβάλει τους λογισμούς υπερηφανείας και παραφροσύνης. Έχουμε επιμέλεια στο καλό και ισχυρότερο του κακού που διαθέτει άνωθεν δύναμη και συμμαχία από τον παντοδύναμο και χορηγό ενίσχυσης σε όποιον αγαπά την αρετή.
Μόνο έτσι η αρετή μένει αδιάσειστη από κάθε επιβουλή ώστε να μπορεί και να επαναφέρει και όποιον έπεσε κι εύκολα να τον φέρει στο Θεό με τη μετάνοια και ταπείνωση. Απόδειξη διαρκής ο τελώνης σήμερα που ενώ ζει στο βυθό της αμαρτίας εύκολα ελαφρώνεται μονάχα με ένα λόγο -κι αυτόν σύντομο- ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και δικαιωμένος όντως από τον ίδιο τον αδέκαστο κριτή και συγκαταλέγεται πια στο χορό των δικαίων. Ενώ ο Φαρισαίος καταδικάζεται πάλι για το λόγο του γιατί μόνος του αυτοδικαιώνεται κι όχι γιατί είναι πράγματι δίκαιος, καταδικάζεται για τα αυθάδη του λόγια που παροργίζουν περισσότερο από κάθε άλλο το Θεό, όπως μας λέει κι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Κι αυτό συμβαίνει γιατί η ταπείνωση ανεβάζει έως τη δικαιοσύνη ενώ η υπεροψία κατεβάζει έως το βυθό της αμαρτίας. Πού οφείλεται αυτό; Όποιος νομίζει ότι είναι σπουδαίος και μάλιστα ενώπιον Θεού δικαίως εγκαταλείπεται από το Θεό επειδή νομίζει ότι δεν έχει ανάγκη το Θεό. Ενώ όποιος θεωρεί μηδαμινό τον εαυτό του κι αποβλέπει στη θεία ευσπλαχνία δικαίως πετυχαίνει τη θεϊκή συμπάθεια και αρωγή και χάρη αφού ο Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν. Η σημερινή παραβολή το αποδεικνύει θεϊκά θέλοντας εναργώς να παραστήσει το κέρδος από την ταπείνωση και τη ζημιά από την υπερηφάνεια χώρισε στα δυο όποιους προσέρχονται –ή μάλλον ανέρχονται- στο ναό για προσευχή, επειδή αυτή είναι κι η φύση της προσευχής να μας ανεβάζει από τη γη στον ουρανό και ακόμα παραπέρα μπροστά στον ίδιο το Θεό του σύμπαντος, όπως κι ο παλιός εκείνος ναός που προξένησε σταματημό της φθοράς με την κατάλληλη θυσία ως προτύπωση της σωτηριώδους προσευχής και της ίδιας μας της Εκκλησίας μας, ως χώρος αγγελικός και ανώτερος και πρόξενο άφθονης αθανασίας, αναίμακτη μεγάλη και πραγματικά ευσπρόσδεκτη θυσία.
Δυο άνθρωποι λοιπόν ανέβηκαν για προσευχή στο ναό και δεν προσήλθαν, αν και υπάρχουν και μερικοί που εισερχόμενοι στην Εκκλησία δεν ανεβαίνουν εκεί όπου εικονίζεται ο ουρανός αλλά κατεβαίνουν. Ποιοι είναι αυτοί; Όσοι προσέρχονται για συναναστροφή και συνομιλία άσκοπη αναμεταξύ τους όπως όσοι πάνε για ψώνια, όπου ανταλλάσσονται ψώνια ή λόγια και όπως ο Κύριος άλλοτε τέτοιους ανθρώπους τους εξέβαλε από εκείνο το ναό έτσι κι αυτούς για τα λόγια τους αυτά θα πει ότι δεν ανεβαίνουν κι ας έρχονται καθημερινά στο ναό αφού τον οίκο της προσευχής κατέστησαν οίκο εμπορίου και σπήλαιο ληστών! Σήμερα πάντως κι  οι δυο ανέβηκαν για προσευχή, τελώνης και φαρισαίος όντως κι ας έριξε ο ένας ο φαρισαίος μετά την άνοδό του ανατρεπόμενος μόνος του από τον τρόπο. Σκοπός είναι ο ίδιος και για τους δυο, κι οι δυο θέλουν να ανέβουν και οι δυο θέλουν να προσευχηθούν αλλά ο τρόπος είναι διαφορετικός και μάλιστα αντίθετος: ο ένας ανέβηκε συντετριμμένος και ταπεινωμένος όπως διδάχτηκε ότι καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει και εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος ο οποίος ο ίδιος για χάρη μας ταπεινώθηκε γενόμενος σαν κι εμάς ενώ ο άλλος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζόνας νομίζοντας ότι θα αυτοδικαιωθεί και μάλιστα ενώπιον Θεού, όπου πάσα η δικαιοσύνη ημών ως ράκος αποκαθημένης… και ακάθαρτος πας υψηλοκάρδιος ενώπιον Κυρίου.. ουαί οι δικαιούντες εαυτούς...
Αλλά μαζί με το διαφορετικό τρόπο και ήθος προσευχής έρχεται και το διαφορετικό περιεχόμενο και είδος: δέηση και ευχαριστία είναι η προσευχή. Κι ο ένας ανεβαίνει και δοξάζει και ευχαριστεί το Θεό για όσα έλαβε από Αυτόν ενώ ο άλλος ζητά και όσα δεν έλαβε, όπως κι άφεση αμαρτιών, αφού κάθε ώρα και στιγμή. Διπλή και η αχρείωση για τους απρόσεκτους! Αποτελεσματική η μια προσευχή και δέηση και πίστη υπέρ αφέσεως αμαρτιών και κατάνυξη με αποχή κακού ενώ την άλλη καθιστά ανενεργό η απόγνωση και πώρωση. Ευπρόσδεκτη ευχαριστία για τις ευεργεσίες του Θεού και αποφυγή επάρσεως σε όσους στερούνται ενώ απαράδεκτη έπαρση για όσα αποκτήθηκαν, λες και αποκτήθηκαν με δική μας μόνο προσπάθεια και γνώση καθώς και κατάκριση για όσους στερούνται. Άρρωστος ο Φαρισαίος και στα δυο γιατί ελέγχεται κι από τα λόγια του και από τον εαυτό του, ενώ ανεβαίνει να ευχαριστήσει όχι να δεηθεί με την ευχαριστία στο Θεό ανακατεύει και άφρονα άθλια έπαρση και κατάκριση, λέγοντας σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που δεν είμαι σαν τους άλλους, άρπαγας και άδικος και μοιχός!
Αδιάντροπη υπεροψία αντίθετη με τον τελώνη που ούτε το βλέμμα του δε σηκώνει. Καθεαυτόν προσευχόμενος ο φαρισαίος έλεγε ευχαριστώ όχι επειδή με την ευσπλαχνία Σου ως ασθενή δωρεάν με απάλλαξες από τις παγίδες του εχθρού. Γενναίο όμως είναι όταν πιαστούμε να ξεφύγουμε με τη μετάνοια, όπως είναι η θεία πρόνοια να ξεφεύγουμε ή να μην πιανόμαστε στις παγίδες του εχθρού με τη θεία χάρη ως ασθενείς δωρεάν ταπεινούμενοι και χωρίς κομπασμούς. Δεν ευχαριστεί ο φαρισαίος για τη θεία χάρη αλλά για την υποτιθέμενη διαφορετικότητά του, χωρίς να προσέχει τον εαυτό του αλλά τους άλλους τους οποίους μάλιστα εξουδενώνει όλους παράφρονα θεωρώντας μόνο τον εαυτό του δίκαιο και σώφρονα. Αν όλοι είναι έτσι τότε ποιος υφίσταται την κακία τους άραγε; Παράλογα πράγματα! Κι αυτός ο τελώνης; Δεν ανήκει στους άλλους; Κοινή καταδίκη ή διπλή;
Τελώνης ήταν μοιχός όμως πού το γνώριζε ο φαρισαίος; Έπρεπε να τον προπηλακίζει; Όχι ασφαλώς. Και βλέπουμε τον τελώνη να υφίσταται ταπεινά την κατάκρισή του φαρισαίου και να προσφέρει στο Θεό ικετήρια αυτομεμψία κερδίζοντας άφεση αμαρτιών δικαίως ενώ ο άλλος καταδικάζεται δικαίως επειδή κατηγορεί υπεροπτικά τον άλλο και όλους τους ανθρώπους αυτοδικαιώνοντας μόνο τον εαυτό του. Τι ψευδολόγος συνείδηση! Μόνον αυτόν αξίωσε ο Θεός να είναι ενάρετος; Και πού βρήκε την περιουσία του ο φαρισαίος; Δεν του την άρπαξαν οι άρπαγες; Κακία και ψεύδος.
Μήπως είναι ελεήμων κι όχι άρπαγας επειδή δίνει το ένα δέκατο ή αγνός και σώφρονας νηστευτής επειδή νηστεύει; Αλλά κι έτσι να είναι γιατί άραγε πάει για προσευχή ευχαριστίας αφού τάχα μόνον του τα κατάφερε; Κι αν πάλι τα κατάφερε με τη βοήθεια του Θεού γιατί κομπάζει και δε βοηθά τους άλλους ώστε να δοξάζεται ο Θεός που του τα έδωσε; Πού η ταπείνωση; Ορατή η δαιμονική κατάσταση της υπερηφάνειας αλλά και η απουσία ανθρώπινης αρετής, ακόμα και της νηστείας που και γνήσια να ήταν θα αχρηστευόταν από τον εγωισμό πόσο μάλλον τώρα που είναι κίβδηλη.
Κι ο τελώνης; Στάθηκε απόμακρα και κοιτώντας στο έδαφος έλεγε χτυπώντας τον εαυτό του, Κύριε ελέησόν με τον αμαρτωλό με εξυψωτική ταπείνωση, ακατάκριτη αυτομεψία και ακαταίσχυντη πίστη ως εφόδια μεσιτευτικά στο Θεό για να του συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Προσευχή και προσευχή άριστη και επίμονη, εστώς κι όχι σταθείς με την μονολόγιστη δέηση που είναι κι  η αποτελεσματικότερη μορφή προσευχής. Απαλλαγμένος από αμαρτίες βρίσκεται ενώπιον Θεού αφού ακόμα δεν ενεργοποιήθηκε στο καλό ο τελώνης για να έχει και παρρησία αλλά ελπίζει να εγγίσει το Θεό με την αποχή του κακού και την αγαθή πρόθεση ως ανάξιος ουρανού και γης όπως φάνηκε κι από την όλη του στάση. Πίστεψε στο επιστράφητε προς Με και επιστραφήσομαι προς υμάς και εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και Συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου… Κατέβηκε δικαιωμένος γιατί η ταπείνωση ανεβάζει στο Θεό που συστήνεται με τη μετάνοια και φέρνει τα δάκρυα για να εξάγει τους αξίους από τα ανάξια και να τους ανεβάσει στο Θεό δικαιωμένους δωρεάν για την ευγνώμονα προαίρεση.
Ο τελώνης σφετεριζόμενος τα αλλότρια αλλά εγκαταλείποντας τη διαστροφή και αυτομεμφόμενος δικαιώθηκε. Ο φαρισαίος όμως αντίστροφα μη σφετεριζόμενος τα αλλότρια αλλά αυτοδικαιούμενος καταδικάστηκε. Εμείς οι πολλοί που ούτε τα αλλότρια αφήνουμε ανέγγιχτα ούτε αυτομεμφόμαστε τι να πούμε και τι θα πάθουμε; Το έχουμε σκεφτεί άραγε; Ακόμα και μετά την προσευχή ο τελώνης συνέχισε τον ίσιο δρόμο όπως κι εμείς πρέπει και να αφήσουμε την κακία και να αφήσουμε όσους την κατηγορούν και να καταδικάζουμε τον εαυτό μας καταφεύγοντας με κατάνυξη ικετευτικά στη θεία ευσπλαχνία για να γίνουμε λυτρωμένοι τελώνες! Πόρνες και τελώνες προάγουσι εις την βασιλείαν των ουρανών! Υπάρχει βεβαίως και η ταπείνωση αλλά κι η ταπεινολογία, ενώ η καταφρόνηση δοκιμάζει την καρδιά: απαιτείται λοιπόν και η μονολόγιστη ευχή και αποχή κακού και ψυχική διάθεση και κατάνυξη και υπομονή. Πόσα υποφέρουν οι άνθρωποι του Θεού, πόσους ονειδισμούς και ύβρεις και προπηλακισμούς και εκμεταλλεύσεις και δεν αντιδρούν για την αγάπη του Θεού; Αφήστε να δει ο Θεός την ταπείνωσή μας λένε και θα μας ανταποδώσει αγαθά κι ας μας καταριόνται!
Αν θέλουμε να γλιτώσουμε την αιώνια καταδίκη ας υπομείνουμε σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή τις αναποδιές του βίου και τους πειρασμούς κερδίζοντας αιωνιότητα με την παροδική ή περιοδική έστω και πάντως όχι συνεχή και αδιάλειπτη κακοπάθεια και δυσπραγία υπομένοντας γενναία και μάλιστα ως ένοχοι και αμαρτωλοί και υπεύθυνοι κολάσεως αιωνίου. Αυτή η υπομονή μπορεί να μας χαρίσει κι από εδώ και τώρα λύτρωση από τα δεινά που μας βασανίζουν από τη θεία Του χρηστότητα αρχίζοντας από τώρα την απόλαυση των αιωνίων αγαθών για την υπομονή μας! Θα υποφέρουμε τη θεία παιδαγωγία ότι ήμαρτον και ημάρτομεν Αυτώ. Αυτήν την παιδαγωγία με ευσπλαχνία κι όχι οργή Θεού και θυμό Κυρίου αποδεχόμενοι ας μη καταβληθούμε αλλά να ανορθωθούμε θεία χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ώ πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω ζωοποιώ Πνεύματι νυν και αεί και ει τους αιώνας των αιώνων.

Ομιλία εις την κατά τον Τελώνην και τον Φαρισαίον του Κυρίου παραβολήν. Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς

Ομιλία εις την κατά τον Τελώνην και τον Φαρισαίον του Κυρίου παραβολήν

Το σύνολο του ανθρωπίνου γένους διαχωρίζεται σε δύο τάξεις, διά της παρουσιάσεως του Τελώνου και του Φαρισαίου, την των ταπεινών και την των υπεροπτών. Το παράδειγμα του πρώτου δεικνύει ότι οφείλει ο άνθρωπος όχι μόνον ν’ απαρνηθεί την κακίαν, αλλά και να φθάσει στο σημείον ταπεινώσεως ώστε ν’ αυτοκατακριθεί.


1. Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν' αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, δια της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλ' επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί δια της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίση δια της υπερηφανείας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένον ήδη.
Αλλά κρατηθήτε, μη πτοηθήτε· διότι ο επιμελής είναι ευμηχανώτερος στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι' αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο τον δυνάμενο τα πάντα και ενδυναμώνοντα από αγαθότητα όλους τους εραστάς της αρετής.
 Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστος από ποικίλα πονηρά μηχανήματα που παρασκευάζει ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρη όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγη εύκολα στον Θεό με την μετάνοια και την ταπείνωση.  
2. Δείγμα δε και διαρκής απόδειξις είναι τούτο. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να ειπούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρώνεται απλώς, αφού εκοινώνησε προς τους εναρέτως ζώντας με μόνο τον λόγο, κι αυτόν σύντομο, ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον αδέκαστο κριτή τον ίδιο, συγκαταλέγεται στο χορό των δικαίων.
Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ' εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν ειναι λιγώτερα από αυτά τα λόγια.

3. Γιατί δε η μεν ταπείνωσις ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι' αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαγχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει, "ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη".

4. Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει· "δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό· ο ένας φαρισαίος και ο άλλος τελώνης". Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το από την ταπείνωση κέρδος και την από την υπερηφάνεια ζημία, διήρεσε σε δύο όλους τους προσερχομένους στο ναό, μάλλον δε τους ανερχομένους σ' αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύσις της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από την γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός.
Αλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως.
Επάνω σ' αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί την ρομφαία κατά της πόλεως, ανέβηκε εκεί και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε  στον Θεό θυσία και εσταμάτησε η φθορά.
Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του δι' αυτής ιλασμού (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για την σωτηρία μας), εάν δε θέλης, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμόν όλου του κόσμου, καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία. 

5. Γι' αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι "προσήλθαν" στον ναό, αλλά "ανέβηκαν"  στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη συναναστροφής και συνομιλίας μεταξύ των, καθώς και όσοι προσφέρουν και αγοράζουν ψώνια· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν ψώνια, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα.
Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον, λέγοντάς τους, "ο οίκος μου καλείται οίκος προσευχής, σεις όμως τον κατεστήσατε σπήλαιο ληστών", έτσι τους εξέβαλε και από τα λόγια τους αυτά, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς. 

6.  Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο. Διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς των ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλ' ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος.
Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι εδιδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του, "εταπεινώθηκα, και μ' έσωσε ο Κύριος". Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, "γι' αυτό ο Θεός τον υπερύψωσε".
Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν ράκος εμμηνορροούσης· διότι δεν άκουσε τον λέγοντα, "κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου", και "ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους", και "αλλοίμονο σ' αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες".  

7. Δεν τους διεχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ' αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στο ναό του Θεού για να δοξάσει κι ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεσις των αμαρτημάτων, και μάλιστα για τους αμαρτάνοντας κάθε ώρα στις ημέρες μας.
Από το άλλο μέρος η υπόσχεσις  των από εμάς ευσεβώς προσφερομένων στον Θεό δεν ονομάζεται  προσευχή αλλά ευχή· και τούτο το εδήλωσε εκείνος που είπε, "κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας", και αυτός που λέγει "καλύτερο είναι να μη κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις".

8. Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απροσέκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και δέηση η πίστις και η κατάνυξις μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό δε η απόγνωσις και η πώρωσις.
Την άλλη την κάμουν ευπρόσδκετη ευχαριστία για όσα έχομε ευεργετηθεί από τον Θεό η ταπείνωσις και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερουμένους, απαράδεκτη δε η έπαρσις γι' αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με ιδική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκρισις εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι δε είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του. Διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση. Διότι, λέγει, αφού εστάθηκε καθ' εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· "Θεέ, σ' ευχαριστώ, που δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί".

9. Η στάσις του Φαρισαίου δεν δηλώνει την δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ' εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς  τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων.
Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε "σ' ευχαριστώ", δεν προσέθεσε, διότι από ευσπλαγχνία, σαν σε ασθενή ν' αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού. Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού επιάσθηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με την μετάνοια.
Γι' αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανωτέρα πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με την βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε την δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζωμε.

10. Ο Φαρισαίος όμως λέγει, "σ' ευχαριστώ, Θεέ", όχι διότι έλαβα καμμιά βοήθεια από σένα, αλλά "διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι"· σαν να διέθετε αφ' εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαξ, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας.
Δεν επρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, κι εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο εθεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· "δεν είμαι" λέγει, "όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης".
Πόση μωρία, θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες , τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ' εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση;
Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και θα ελέγαμε οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και εστεκόταν μακριά σου;
 Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το εγνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το εγνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι  να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι·  αλλ' αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ' απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως δι' όσα αδίκησε, εσύ δε θα καταδικασθείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικώς εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. "Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί".

11. Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους  ανθρώπους, αλλ' επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφ' ενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στην ιδική του.
Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή.
Αλλ' αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκωνται εμπρός των προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου. Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός, "νηστεύω δυο φορές το Σάββατο, δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ".
Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμποδίστως όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι  πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!

12. Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν' αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαξ των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας.
Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, αν δε θέλεις και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία; Αν δε το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε.
Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωσι και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ' αυτόν που το έδωσε και σ' αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για τους βλέποντας. Σάββατο δε ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι' αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.

13. Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Ο δε Τελώνης, στεκόμενος απόμακρα, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλ' εκτυπούσε το στήθος του λέγοντας· Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωσις και η πίστις και η αυτομεμψία;
Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και την συντριβή της καρδίας αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστι, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωσι. Συνεδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα. Διότι, λέγει, «ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα».
Δεν είπε 'σταθείς', όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «εστώς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, επρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνην την μονολόγιστη δέησι, που είναι το αποτελεσματικώτερο είδος προσευχής.

14. «Στεκόμενος λοιπόν ο Τελώνης απόμακρα, λέγει, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό». Αυτή η στάσις ήταν συγχρόνως και στάσις και υπόκυψις, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλ' ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της.
Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκρισι και αυτομεμψία του· διότι εθεωρούσε τον εαυτό του ανάξιον και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι' αυτό του μεν ναού εστεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό δε δεν ετολμούσε ούτε ν' ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την σφοδρά κατάνυξι και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιον τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό κι εζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό».
Διότι επίστευσε στον λέγοντα, «επιστρέψετε προς εμένα και εγώ θα επιστρέψω προς σας», και στον προφήτη που διεβεβαίωσε, «είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και συ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου».

15. Τί συνέβηκε λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβηκε αυτός δικαιωμένος», λέγει ο Κύριος, «και όχι εκείνος· διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι' αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωσις ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη.
Διότι η ταπείνωσις είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν' ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προεφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας, «θ' αρπαγούμε στα σύννεφα για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο».
Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωσις, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονος προαιρέσεως.

16. Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ' έπειτα, εγκαταλείποντας την διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, εδικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, μη οικειοποιούμενος τα ανήκοντα σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς των, τι θα πάθουν;

17. Αλλ' ας αφήσωμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχώμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσωμε την δικαίωσι του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχωμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.

18. Όταν λοιπόν και συ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ' αυτούς που σε  καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και συ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξι δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης.
Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς των αμαρτωλούς, και το λέγομε και το νομίζομε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνησις είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «ευχαριστώ τον Θεό μου που λαλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας» (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι περικάθαρμα όλων των ανθρώπων, για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα τελωνικά λόγια να συνυπάρχει και η μετάθεσις από τα κακά και η ψυχική διάθεσις, η κατάνυξις και η υπομονή εκείνου.
Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δικαία και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους. Διότι μετά την αμαρτία του, όταν ήκουε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ' αυτούς που ήθελαν ν' αντιδράσουν «αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ», λέγοντας ότι η συγχώρησις από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα εκείνου, αν και ο Δαβίδ επάλαιε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.

19. Τότε μάλιστα, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έρριπτε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως.
Και δεν τον άφησε αφού καταράσθηκε μια και δυο φορές, και έρριπτε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικώτερα από τους λίθους· αλλά, λέγει, προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί εβάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίπτοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα. Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς.
Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συνεκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς· «αφήστε τον, για να ιδεί ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού».

20. Αυτό το πράγμα και τότε μεν ετελέσθηκε και επραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι' αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη. Διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πως δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς;
Αυτός δε που δεικνύει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαρειά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δε λυτρώνεται και από τα τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς η θεία χρηστότης λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρεωστείται λόγω της υπομονής. Γι' αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε· «θα υπομείνω την παίδευση από τον Κύριο, διότι ημάρτησα σ' αυτόν»".

21. Είθε κι' εμείς, παιδευόμενοι μ' ευσπλαγχνία, αλλ' όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μη καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος ν' ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και  προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Ομιλία Β', Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ")

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΤΗΣ ΑΡΙΖΟΝΑΣ: “ΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙΤΕ, ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΑ…”

Ο γνωστός γέροντας Εφραίμ της Αριζόνα και αγιορείτης μοναχός προτρέπει πλέον: “ετοιμασία επειδή ΣΥΝΤΟΜΑ θα αρχίσουν τα πολύ δύσκολα”. Η προτροπή αυτή έγινε σε ηγούμενο μονής του Αγίου Όρους, ο οποίος τον επισκέφθηκε πρόσφατα και τον ρώτησε σχετικά με τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Ο γέροντας ήταν απολύτως σαφής: ” Έρχονται πολύ δύσκολες ημέρες”… Και η μονή έχει φτιάξει ήδη την “ομάδα κρίσης”, υπεύθυνη για να προετοιμάσει το μοναστήρι για πολύ δύσκολες ημέρες για άγνωστο χρονικό διάστημα.
 
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι ένα κακόγουστο αστείο. Αλλά δεν είναι… Δυστυχώς, τα επερχόμενα είναι πλέον ορατά και δια γυμνού οφθαλμού, αφού όλοι μας μπορούμε πλέον να δούμε αυτό που έρχεται, δηλαδή την δυστυχία και την πείνα…
“Δεν μπορώ να καταλάβω τον κόσμο. Όλοι ρωτάνε: “εμένα με πιάνουν τα νέα μέτρα;”!!! Ειλικρινά, δεν μπορώ να κατανοήσω πόσο πολύ έχει διαβρωθεί η σύγχρονη κοινωνία και οι άνθρωποι που ζούνε σε αυτή τη χώρα. Κανείς δε νοιάζεται για τον διπλανό του. Κανείς δε νοιάζεται για το πρόβλημα που έχει χτυπήσει την πόρτα του συμπολίτη του, του γείτονά του. Όλοι σκέφτονται αν “τα μέτρα” προσβάλουν τα δικά τους μικροσυμφέροντα…!
 
Ειλικρινά, πιστεύω πως ο Θεός θα δώσει την ευκαιρία για να συνέλθουμε. Η Ελληνική Ορθοδοξία ανέδειξε μεγάλες σύγχρονες μορφές, που πρόσφεραν στο έργο του Θεού, που αγωνίστηκαν για να σώσουν ανθρώπινες ψυχές. Ο Πορφύριος, ο Παΐσιος, ο Ιωσήφ… γέροντες που μάτωσαν στον αγώνα υπέρ των συνανθρώπων τους, στον αγώνα να διώξουν την δυστυχία και το κακό από τις καρδιές ανθρώπων που υπέφεραν… Ποιά ηθική υπάρχει πλέον; Το κακό έχει χτυπήσει την οικογένεια, την Παιδεία. 

Έχει χτυπήσει σε κάθε υγιές κύτταρο της κοινωνίας και σήμερα ζούμε τα αποτελέσματα αυτού του πολέμου. Τρέχουν οι άνθρωποι χωρίς να νοιάζονται για τον διπλανό τους. Η κοινωνία που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Σήμερα κυριαρχεί ο ατομικισμός… Γιατί; Επειδή κάποιοι έπαιξαν με τον χαρακτήρα του Έλληνα και διάβρωσαν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Είναι αδιανόητο! Ο ατομικισμός ζει και βασιλεύει, ενώ η απάτη έγινε “χάρισμα”. Μεγάλωσαν γενιές που διδάχτηκαν πως να αρπάξουν. Και αυτό σε ένα καθεστώς πλήρους ατιμωρησίας… Μάλιστα, όσα πιό πολλά “αρπάζεις” τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι από την τιμωρία. Αυτό το βλέπει ο Θεός. Σήμερα επιτρέπει να δεχτούμε μερικές σφαλιάρες, ελπίζοντας πως θα συνέλθουμε, όπως συμβαίνει και στους μεθυσμένους…”
Αυτά τα συγκλονιστικά μου κατέθεσε σήμερα σε συζήτηση, αγιορίτης μοναχός. Και η φωνή του έτρεμε από συγκίνηση και αγωνία για όσα πρόκειται να συμβούν.
 
“Να προσέχεις”, μου είπε. “Να πεις και σε άλλους να προσέχουν. Μην αφήνετε την λογική σας να παραδίνεται σε όσα σας λένε. Πού είναι μωρέ η λεβεντιά εκείνων που δεν επέπτρεπαν σε κανέναν να τους μειώσει; Πού είναι εκείνα τα λεβεντόπαιδα που έδωσαν το αίμα τους για όλους εμάς; Αυτή η γη ποτίστηκε με αίμα. Είναι μεγάλο κρίμα να την κυβερνάνε ξένοι και ανάξιοι… Να προσέχετε”…
 
Τι να πω; Θυμήθηκα τα λόγια του γέροντα Εφραίμ της Αριζόνα: “Έρχονται πολύ δύσκολες ημέρες. Προσέξτε την ψυχή σας. Μαζευτείτε και δώστε τον αγώνα σας…” Αυτά έλεγε πριν μερικούς μήνες. Και σήμερα γίνεται πιό σαφής: “το Σεπτέμβριο θα αρχίσουν τα πολύ δύσκολα…”.
 
Οι προσευχές του γέροντα είναι πάντα μαζί μας. Όμως, αναρωτιέμαι: Εμείς τι κάνουμε για να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας; Απλά ανησυχούμε για το αν τα μέτρα μας αγγίζουν;
“Κάποιος πρέπει να σας πει πως δεν ζείτε σε όνειρο, ούτε σε εφιάλτη. Ζείτε μία πολύ άσχημη πραγματικότητα, που θα χειροτερέψει…”
 
Κι εμείς αναρωτιόμαστε: 
Εμένα με πιάνουν τα νέα μέτρα; αγνοώντας (ηθελημένα) πως όταν θα μας “πιάσουν”, θα είναι πολύ αργά…

Η αποτέφρωση της παράδοσης


Του π. Γεωργίου Οικονόμου, Δρ. Θεολογίας | Romfea.gr

osteofulakiaΉδη από το 2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε αποφανθεί περί της αποτέφρωσης των κεκοιμημένων ότι η Εκκλησία δέν δέχεται τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων γιά τά μέλη της.
Δέν ἔχει ὅμως ἁρμοδιότητα γιά ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλουν τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τους γιά λόγους προσωπικῆς συνειδήσεως[1].
Σήμερα, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, επίκειται να ψηφιστεί νόμος[2], που θα διευκολύνει την λειτουργία και δημιουργία Κέντρων Αποτέφρωσης (άρθρο 20) αλλά και προσπαθεί να επιβάλλει στην Ορθόδοξη Εκκλησία την τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας προ της αποτέφρωσης (άρθρο 21). Το γεγονός αυτό προκάλεσε και την έντονη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου[3].
Αυτές οι εξελίξεις καλλιεργούν ευρύτερους θεολογικούς προβληματισμούς σχετικά με την εκκλησιαστική θεώρηση του μυστηρίου του θανάτου.
Ο Φώτης Κόντογλου με προφητική διαίσθηση πριν πενήντα και πλέον χρόνια διαμαρτύρεται έντονα για την εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση του ιερού αυτού μυστηρίου και γράφει˙ μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, είχε δύο - τρία μνημόσυνα στην εκκλησία που πήγα.
Κι επειδή βιαζόντανε, παπάδες και ψάλτες, να τελειώνουνε γρήγορα με τον Θεό για να δούνε την πελατεία, τόλμησα να πω δυο λόγια για τα θεατρικά αυτά μνημόσυνα, με τα φρικτά μωβ κρέπια, με τις γλάστρες, με τις κορδέλλες με τα χρυσά γράμματα, και με τους διάφορους χαροεργολάβους.
Τί ήθελα να μιλήσω; Με περιλάβανε όλοι οι ενδιαφερόμενοι της επιχειρήσεως, και πιο λυσσασμένα οι εργολάβοι... «Ποιος θα δούλευε μου λέγανε αν δεν γινόντανε έτσι επίσημα τα μνημόσυνα κι οι κηδείες; Που βρισκόμαστε; Στα βλαχοχώρια;» [4].
Από τότε έως σήμερα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σοβαρά. Η ευλογημένη χριστιανική παράδοση, που εξέφραζε μια βαθειά ποιμαντική αγωνία προ του θανάτου με φροντίδα των οικείων για Εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, τέλεση Ιερού Ευχελαίου, τις ευχές εις ψυχορραγούντα, αλλά και τέλεση Τρισαγίου αμέσως μετά την Κοίμηση, ξενύχτι στην οικία με ανάγνωση του Ψαλτηρίου και την ακολουθία στην ενορία έως την ταφή, εκλείπει.
Και δίνει την θέση της σε νέα ήθη, άγνωστα στον τόπο και την πίστη μας. Ορισμένα από αυτά˙ απαγόρευση εισόδου του σκηνώματος στο σπίτι (ισχύει ήδη στην Πρωτεύουσα), τοποθέτηση σε ψυγεία, έκθεση στα νεκροστάσια του Κοιμητηρίου λίγη ώρα μόνο πριν την ακολουθία, τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας ενίοτε αδικαιολόγητα συντετμημένης αλλά και ταφή με καινούρια αφιλάνθρωπα στοιχεία, που επιδεινώνουν τον ανθρώπινο πόνο.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την αντί της καθόδου του σκηνώματος στον τάφο, το ράντισμα με λάδι και την ρίψη χώματος εκεί, αυτά να γίνονται σε πρόχειρα και κακόγουστα υπερυψωμένα στηρίγματα προ της ταφής.
Επίσης, παρατηρείται ότι συχνά προτιμάται η τέλεση της ακολουθίας στον Κοιμητηριακό Ναό και όχι στην ενορία.
Με την επιλογή αυτή η ενορία δεν έχει την ποιμαντική ευκαιρία να σταθεί παρακλητικά κοντά στους οικείους ούτε να ευχηθεί υπέρ του μέλους της, που μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν[5].
Οι νεοτερικές αυτές συνήθειες και οι επόμενες, που θα έλθουν, με την επιλογή της αποτέφρωσης, με την παράταση των ημερών προ της ταφής στα πρότυπα του εξωτερικού, με τέλεση πολιτικών κηδειών, αναμφίβολα υπηρετούν οικονομικά την σχετική βιομηχανία.
Την ίδια στιγμή επιχειρούν να αποδομήσουν συθέμελα τις ευλογημένες παραδόσεις μας. Παραδόσεις ανθρωπιάς, ευλάβειας, προσευχής, τιμής προς τον κεκοιμημένο, παραδόσεις φιλάνθρωπες και διδακτικές, που καλλιεργούν την φιλοσοφία του μυστηρίου και την ακλόνητη ελπίδα στην αιώνια ζωή.
Ιδιαίτερα η αποτέφρωση των νεκρών εκφράζει και συμβολίζει τον ευρύτερο μηδενισμό της εποχής μας. Απιστία στην αιώνια ζωή και την ανάσταση και έκπτωση του ανθρώπου από κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν δημιούργημα του Θεού, στο οποίο ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆςο Κύριος, έκπτωση σε μια κοινή βιολογική ύπαρξη σαν ζώο ή φυτό. Χωρίς ελπίδα Παραδείσου.
Χωρίς Ανάσταση. Χωρίς Φως. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του μηδενισμού μπορούμε να αναφέρουμε σπουδαίο κατά τα άλλα Έλληνα λαογράφο (δεν αναφέρουμε το όνομά του προς αποφυγήν κρίσεως – δύναται όμως ο καθένας πολύ εύκολα να αναζητήσει τα στοιχεία), ο οποίος εκοιμήθη το 2003 και, σύμφωνα με την διαθήκη του, όχι μόνο αποτεφρώθηκε αλλά και η στάχτη του διασκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού. Ατυχείς και δυστυχείς και αξιολύπητοι οι αδελφοί μας αυτοί, που επιθυμούν την αποτέφρωση.
Και φανερώνεται έστω και τώρα, την ύστατη ώρα, πεδίον λαμπρόν ποιμαντικής και κατηχήσεως, διακονία επανευαγγελισμού του έθνους μας, που έχασε την πίστη στην Ανάσταση αλλά και την πίστη στον Θεό, γενικότερα, ώστε να την επανεύρει.
Για να το επιτύχουμε αυτό οφείλουμε να γίνουμε παιδαγωγοί εἰς Χριστὸν, πρώτα με την ζωή μας και, ύστερα, με τους λόγους μας.
Για να μπορέσει ο πολυτρόπως προδομένος και απελπισμένος λαός μας να αναφωνήσει μαζί με τον Προφητάνακτα· ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ὁ Θεός μου[6].
Να προσδοκά αταλάντευτα ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Και να γνωρίζει, όπως δίδαξε ο Ίδιος ο Κύριος και όπως ακούμε παρακλητικά στο ευαγγέλιο της νεκρώσιμης ακολουθίας ότι όποιος ακούει τον λόγο Του και πιστεύει σε Αυτόν που Τον έστειλε στη γη, δηλαδή τον Πατέρα, δεν κρίνεται αλλά έχει αιώνια ζωή και ο θάνατος είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταβαίνει σε αυτήν.
Γιατί έρχεται ώρα, που οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή του Υιού του Θεού και όσοι την ακούσουν θα ζήσουν αιώνια. Όπως ο Πατέρας έχει ζωήν ἐν ἑαυτῷ την ίδια ζωή έδωσε και στον Υιό, όπως και την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους, διότι ενηνθρώπησε.
Έρχεται ώρα, κατά την οποία όλοι οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή Του και οι αγαθοί θα κληρονομήσουν την αιώνια ζωή ενώ οι πονηροί θα κριθούν ανάξιοι αυτής.
Η κρίση αυτή είναι δίκαια και σύμφωνη με το θέλημα του Πατέρα, στο οποίο ο Υιός κάνει υπακοή, καθώς ποτέ δεν πράττει κάτι από μόνος Του[7].
Ο άνθρωπος, που δέχεται αυτή την θεολογική θεώρηση δεν μπορεί να αποδέχεται ή να ζητά την καύση, αλλά σέβεται την ευλογημένη παράδοση της ταφής.
Η δε έντονη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει φονταμενταλισμό ή έμμονη προσκόλληση σε παραδόσεις, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, αλλά φανερώνει μόνο την βαθειά αγάπη και την φιλανθρωπία της. Και αναπαύει το αλάθητο δογματικό αισθητήριο του λαού του Θεού, που θλίβεται με την κρατική αυτή ανομία.
Έχουν ήδη θεσμοθετηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες οι πολιτικοί γάμοι, τα σύμφωνα συμβίωσης – εσχάτως και των ομοφύλων – τα αυτόματα διαζύγια, οι εκατοντάδες χιλιάδες ετησίως αμβλώσεις αθώων παιδιών, των οποίων το αίμα βοά προς τον Κύριο.
Ας μην προσθέσουμε διά της αποτέφρωσης νέα εθνικά ανομήματα, που επιφέρουν την ενέργεια πνευματικών νόμων, σύμφωνα με τον μακαριστό Όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, ο οποίος έλεγε με πόνο ότι οι Έλληνες έχουν πάρει τον «γλυκύ κατήφορο» της αμαρτίας, και γι'αυτό δεν δικαιούνται την θεία βοήθεια[8].
Αυτός ο γλυκύς κατήφορος ως αποτέφρωση της παράδοσης μας οδήγησε και στην επίκαιρη συζήτηση περί αποτεφρωτηρίων σε έναν κόσμο, που έχασε δυστυχώς την πίστη, την ελπίδα, την εμπιστοσύνη στην θεία πρόνοια και αγάπη και την προσδοκία της αιώνιας ζωής.

[1] http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/egyklioi.asp?id=329&what_sub=egyklioi
[2] http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/c8827c35-4399-4fbb-8ea6-aebdc768f4f7/9421703.pdf
[3] http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/holysynod.asp?id=2079&what_sub=d_typou
[4] Φώτη Κόντογλου, Ξενομανίας το ανάγνωσμα, στα Μυστικά Άνθη, Αθήνα, εκδ. Αστήρ, 1981, σελ. 134
[5] Ιω. 5, 24
[6] Ψαλμ. 30, 15
[7] Πρβλ. Ιω. 5, 24 - 30
[8] Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, εκδ. Ι.Η. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σ. 421

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...