Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

Σύγχρονοι ὑπερήφανοι. Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου (Λουκ. 18,10-14) (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο. Ἀρχίζει μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Τελώνου «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Τὸ Τριῴδιο λέει σὲ ὅλους μας σήμερα· Ἄνθρωποι ὑπερήφανοι, ταπεινωθῆτε. Μᾶς παρουσιάζει τὴν παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου, ποὺ εἶνε σὲ ὅλους μας γνωστή.


Σήμερα, ἀκόμη ἁπλούστερα, τὸ Τριῴδιο μᾶς δείχνει δύο δρόμους καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ ἐκλέξουμε. Ὁ ἕνας δρόμος ὁδηγεῖ στὸ γκρεμό, ὁ ἄλλος στὸν οὐρανό. Ὁ ἕνας δρόμος εἶνε τοῦ διαβόλου, ὁ ἄλλος εἶνε τοῦ Θεοῦ. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ δρόμοι; Ὁ ἕνας δρόμος εἶνε τῆς ὑπερηφανείας, καὶ ὁ ἄλλος εἶνε τῆς ταπεινώσεως.
Ὑπερηφάνεια – ταπείνωσις, δύο δρόμοι τῆς ζωῆς. Ποιόν ἀκολουθοῦμε; Τὸν πρῶτο δρόμο, τῆς ὑπερηφανείας, ἀκολούθησε ὁ φαρισαῖος· τὸ δεύτερο δρόμο, τῆς ταπεινώσεως, ἀκολούθησε ὁ τελώνης.
Σήμερα ἡ ταπείνωσι εἶνε σπάνιο πρᾶγμα. Εὐκολώτερο εἶνε νὰ βρῇς στὸν κόσμο διαμάν τι, παρὰ νὰ βρῇς ταπεινὸ ἄνθρωπο, ταπεινὴ γυναῖκα, ταπεινὸ ἄντρα καὶ ταπεινὸ ἀκόμη παιδί. Ζοῦμε σὲ αἰῶνα ὑπερηφανείας.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια νὰ πῶ λίγα λόγια. Δὲν θέλω σήμερα νὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ κορυφαία ἁμαρτία, ἐκείνη ποὺ γκρέμισε τὸν πρῶτο ἀρχάγγελο ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Δὲν θέλω ἀ κόμα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ ἁμαρτία ἐκείνη ποὺ
κλείνει τὴν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ διὰ παντὸς κι ὅτι κανένας ὑπερήφανος δὲν θὰ διαβῇ τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου. Θὰ σᾶς μιλήσω κάπως χαμηλότερα, κάπως ὑλικώτερα, μὲ τὴ γλῶσσα τὴν κοινωνική. Θὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια δὲν ἔχει συνέ πειες μόνο στὴν ἄλλη ζωή, στὴν ὁποία πιστεύ ουμε ἀκράδαντα οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ ἔχει συνέπειες καὶ ἐδῶ στὴν ἐπίγειο ζωή· ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε διάλυσι, στοιχεῖο διαλυτικό, κα ταστρεπτικό, ὄλεθρος, καὶ γιὰ τὰ ἄτομα καὶ γιὰ τὶς οἰκογένειες καὶ
γιὰ τὰ ἔθνη.
* * *
Μεγάλο θέμα ἀνοίγουμε, ἀγαπητοί μου, πέλαγος εἶνε. Θὰ σᾶς παρουσιάσω σύντομα μερικοὺς τύπους συγχρόνων ὑπερηφάνων.
Ὑπερηφάνων, ποὺ δὲν καυχῶνται γιὰ ἀρετές, ὅπως ὁ φαρισαῖος, ἀλλὰ καυχῶνται γιὰ πολὺ
κατώτερα πράγματα. Ποιά εἶν᾽ αὐτά;
 -Ἂν θέλετε νὰ δῆτε τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, θὰ τὸν δῆτε πρῶτα - πρῶτα μέσα στὸ σπίτι· εἶνε τὸ παιδί, ὁ μικρὸς φαρισαῖος. Τὸ ἔντυσαν ἡ μάνα κι ὁ πατέρας μὲ τὰ καλύτερα ῥοῦχα, τοῦ ἔδωσαν λεφτὰ στὸ χέρι… Αὐτὰ ὅμως θὰ τὸ καταστρέψουν· καὶ οἱ γονεῖς θὰ πληρώσουν μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο τὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ τὸ φορτώνουν.
-   Κάποιος ἄλλος, ποὺ ἔμαθε λίγα γράμματα καὶ πῆρε ἕνα χαρτί, τὸν βλέπεις, ὅταν πηγαίνῃ στὸ χωριό του, δὲν καταδέχεται νὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα του. Νομίζει πὼς θὰ πέσῃ ἡ ἀξιοπρέπειά του. Μένει ὀκνηρός. Ἐνῷ σὲ ἄλλες χῶρες τὰ παιδιὰ βοηθοῦν τοὺς γονεῖς, ἐδῶ ὁ ὑπερήφανος νέος δὲν θέλει νὰ ἐργασθῇ.
-  Βλέπεις τὸν ἄλλο, τὸν ὥριμο, νὰ μεταχειρίζεται ὅλα τὰ ἄτιμα μέσα, γιὰ ν᾿ ἀνεβῇ στὴν ἐξουσία. Χωρὶς πραγματικὴ ἀξία καταλαμβάνει τὰ πιὸ μεγάλα ἀξιώματα. Κι ὅταν γίνῃ μεγάλος, δὲν σκέπτεται πῶς νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ λαό, ἀλλὰ μέρα - νύχτα προσπαθεῖ νὰ προβάλλῃ τὸν ἑαυτό του, τὸ ἐγώ του, τὸ ὑπερήφανο τὸ ἑωσφορικὸ τὸ φαρισαϊκὸ ἐγώ του.
-  Νά κ᾿ ἕνα κορίτσι, ποὺ τῆς πέρασε ἀπ᾽ τὸ μυαλὸ ἡ ἰδέα πὼς εἶνε κάποια καλλονή, κάποιο ἐξαιρετικὸ ταλέντο. Τὴ βλέπεις νὰ πηγαίνῃ στὸ σχολεῖο καὶ νὰ μαθαίνῃ μερικὰ γράμματα, νὰ πηγαίνῃ στὸ ᾠδεῖο καὶ νὰ μαθαίνῃ νὰ παίζῃ βιολὶ ἢ νὰ τραγουδάῃ, κι ἀμέσως αὐτὴ ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες, καὶ νομίζει πὼς εἶνε σπουδαία.
Τὴ ζητοῦν σὲ γάμο νέοι ἄξιοι γιὰ οἰκογένεια, ἐργατικοὶ καὶ ὑγιεῖς καὶ ῥωμαλέοι, κι αὐτὴ τοὺς κλείνει τὴν πόρτα καὶ περιμένει νά ᾿ρθῃ τὸ πριγκιπόπουλο ἀπ᾽ τὸν οὐρανό. Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ πριγκιπόπουλο δὲν ἔρχεται, τὴ βλέπεις καὶ μαραίνεται, καὶ καταστρέφεται· καταντᾷ γεροντοκόρη. Καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτὴν ὑποφέρουν ἡ μάνα, ὁ πατέρας, ὅλη ἡ οἰκογένεια.
Ἐνῷ ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς γειτονιᾶς, ποὺ δὲν ἔχει τέτοιες ὑπερήφανες ἰδέες, παίρνει ἕνα φτωχαδάκι εὐλογημένο, ἕνα ἐργατικὸ παιδί, καὶ ζοῦν μιὰ ζωὴ εὐτυχισμένη, καὶ θεμελιώνουν σπίτι μὲ βάσι τὴν ταπείνωσι, κι ἀπὸ τὸ σπίτι αὐτὸ βγαίνουν παιδιὰ ποὺ θὰ τιμήσουν καὶ θὰ εὐφράνουν τοὺς γονεῖς.
Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, δὲν εἶνε μόνο αὐτὴ ποὺ κλείνει τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου· εἶνε κι αὐτὴ ποὺ σκορπᾷ τὴ δυστυχία ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀλλοίμονο στὰ σπίτια ποὺ ἔχουν ὑ περήφανους γονεῖς, παιδιά, κόρες.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ἡ ὑπερηφάνεια δὲν εἶνε μόνο μέσα στὸ σπίτι· εἶνε παντοῦ. Ὑπερηφανεύονται οἱ ἐργάτες, ὑπερηφανεύονται οἱ ἐργοστασιάρχες, ὑπερηφανεύονται οἱ κεφαλαιοῦχοι, ὑπερηφανεύονται οἱ ἀξιωματοῦχοι, ὑπερηφανεύονται οἱ ἡγεμόνες καὶ οἱ βασιλεῖς, ὑπερηφανεύονται περισσότερο ἀπ᾿ ὅ -
λους σήμερα οἱ ἐπιστήμονες· αὐτοὶ καυχῶνται, ὅτι ἡ ἐπιστήμη θὰ κατορθώσῃ τὰ πάντα.

Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι μοιάζουν μ᾿ ἐκείνους ποὺ μετὰ τὸν κατακλυσμὸ προσπάθησαν νὰ χτίσουν κάποιο πύργο ὑψηλό, καὶ ξαφνικὰ τὸ ἔργο διεκόπη. Ὁ πύργος ἐκεῖνος ἔμεινε ἔτσι, γιατὶ ἔγινε σύγχυσι γλωσσῶν, κι αὐτοὶ σκορπίστηκαν. Ἡ γενεά μας ἔχει τόσο ὑπερηφανευθῆ καὶ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Θεό, ἔγινε ἀποστάτις· γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει φόβος ὁ πύργος της, αὐτὸς ὁ πολιτισμός, νὰ κατακρημνισθῇ, καὶ νὰ ἐφαρμοσθῇ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ\τὸ «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14).
Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας εἶνε αἰώνια.
Γιά στάσου, ὑπερήφανε ἄνθρωπε. Δὲ μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, εἶσαι πλούσιος σὰν τὸν Ἀβραάμ; εἶσαι ἔνδοξος σὰν τὸ Δαυΐδ; εἶσαι σοφὸς σὰν τὸ Σολομῶντα; Ἔ, ἄκουσε λοιπὸν αὐτούς, ποὺ ἔφθασαν πολὺ ψηλά, πῶς ἐκφράζονται γιὰ τὴ σμικρότητα καὶ ἐλεεινότητα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Ὁ μὲν Ἀβραὰμ λέει· «Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός»· ἐγώ, λέει, Κύριε, εἶμαι μιὰ φούχτα στάχτη (Γέν. 18,27).
Ὁ Δαυῒδ λέει αὐτὸ ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι «ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος»· κάθε ἄνθρωπος μαραίνεται σὰν τὸ λουλούδι καὶ σβήνει σὰν τὸ ὄνειρο (πρβλ. Ψαλμ. 89,5-6). Καὶ ὁ Σολομῶν, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγραψε κάτι ποὺ εἶνε τὸ συμπέρασμα τῆς πείρας τοῦ ἀνθρώπου· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα
ματαιότης», ὅλα εἶνε μάταια (Ἐκκλ. 1,2).
Νά λοιπὸν τί εἶσαι, ἄνθρωπε· ἕνα σκουλήκι ποὺ σέρνεται κάτω στὴ γῆ. Μὰ ἐγώ, θὰ πῇς, δὲν καυ χῶμαι γιὰ πλούτη· ἐγὼ καυχῶμαι γιὰ τὶς ἀρετές μου, τὶς προσευχές, τὶς ἐλεημοσύνες, τὴν εὐλάβεια, τὴν ἁγιότητά μου.
Γιά ἔλα νὰ σὲ δῶ ποιός εἶσαι. Ὅσο ψηλὰ κι ἂν ἔφτασες, ποτέ δὲν μπορεῖς νὰ φτάσῃς τὴν Παναγία μας, ποὺ εἶνε ἡ «ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν». Καὶ ὅμως ἡ Παναγία εἶχε φρόνημα ταπεινὸ καὶ ἔλεγε· «Ἐπέβλεψεν (ὁ Κύριος)\ἐπὶ τὴν ταπεί νωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. 1,48). Ὅσο ἅγιος καὶ θαυματουργὸς κι ἂν εἶσαι, δὲν μπορεῖς ποτὲ νὰ φτάσῃς τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ ἔφτασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ.
Καὶ ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ζοῦσε τὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγε «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20), ἔλεγε καὶ ὅτι «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
* * *
Ἀδελφοί μου, τὸ συμπέρασμα· Ὄχι τὸ δρόμο τῆς ὑπερηφανείας, ποὺ βάδισε ὁ ἑωσφόρος, ποὺ βάδισε ὁ φαρισαῖος, καὶ καταστράφηκαν· ὅλοι νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Τελώνης μὲ τὸ «Ἱ λά σθητί μοι…» (Λουκ. 18,13), τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς Ἰησοῦς.
Αὐτὸ τὸ δρόμο νὰ βαδίσουμε.
Ἂς φωνάξουμε λοιπὸν ὅλοι σήμερα τὸ «Ἱλάσθητίμοι» (ἔ.ἀ.). Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, μαζὶ μὲ τὸν Ἄσωτο, νὰ φωνάξουμε τὸ «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,21). Καὶ προχωρώντας νὰ περάσουμε τὰ σκαλιὰ ὅλα τοῦ Τριῳδίου καὶ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νὰ φτάσουμε στὴ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42).
Καὶ τέλος νὰ φτάσουμε στὴν ἔνδοξο ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ποῦμε· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ Σὲ δοξάζειν» (παννυχ. Ἀναστ.).

(†)ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸνἹ. Ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Θησείου - Ἀθηνῶν τὴν 29-1-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 4-2-2001, ἐπανέκδοσις μὲ νέο τίτλο 14-1-2013.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ’ ΛΟΥΚΑ, ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 18: 10-14 (21-2-2016)

Από σήμερα μπαίνει η Εκκλησία μας στην περίοδο του Τριωδίου. Οι Πατέρες της Εκκλησίας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία διηγήθηκε ο Κύριος προκειμένου να διδάξει την θεοφιλή αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την εωσφορική έπαρση. Αυτό γίνεται για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, στην οποία έχει οδηγηθεί ο άνθρωπος με την εγωπάθειά του. Είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μία λίαν νοσηρή κατάσταση εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια. Θέλει να μας δείξει πως η αληθινή μετάνοια του ανθρώπου αρχίζει με την αρετή της ταπεινοφροσύνης, που τελικά οδηγεί τον άνθρωπο κοντά στο Θεό. Αντίθετα η υπερηφάνεια απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό και τον οδηγεί στην αιώνια καταστροφή. Η περίοδος του Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν περίοδος αγώνα κατά της εγωπάθειας και άσκηση της αρετής της ταπείνωσης, που είναι μονόδρομος για τη σωτηρία μας.
Διήγηση της περικοπής
Το σημερινό ευαγγέλιο μας αναφέρει δύο τάξεις ανθρώπων, δύο διαφορτικούς κόσμους. Η μία είναι η τάξη των Φαρισαίων, οι οποίοι ήταν  τυπολάτρες και  η οποία τάξη αυτών εκπροσωπεί την υποκρισία και την εγωϊστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντιθέτως, οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας. Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα και το θεωρούσε δεδομένο ότι ο Θεός έπρεπε να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει όμως το Θεό έκανε ανάρμοστη σύγκρισή του ευατού του με τους άλλους ανθρώπους και συγκεκριμένα με το συμπροσευχόμενό του τελώνη. Αντίθετα, ο αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, του οποίου όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή, αλλά αντιθέτως κατακρίθηκε για την εγωπάθειά του.
Ταπείνωση
Όπως διαπιστώνουμε, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Χριστός καυτηριάζει την υπερηφάνεια, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην καταστροφή της ψυχής του και εξυμνεί την ταπείνωση, γιατί «η ταπείνωσις προς ύψος ανάγει δικαιοσύνης, η δε οίησις προς βυθόν κατάγει της αμαρτίας». Η ταπείνωση είναι η πρώτη αρετή του χριστιανού, γιατί μέσω αυτής αναγνωρίζουμε τα σφάλματα μας και τις παραλείψεις μας και  ζητούμε απεγνωσμένα το έλεος και τη συγχώρεση του Θεού.  Η ταπείνωση επειδή εκ φύσεως ανυψώνει τον άνθρωπο και έχει την αγάπη του Θεού και αφανίζει σχεδόν όλα τα κακά που υπάρχουν μέσα μας, είναι δυσκολοκατόρθωτη.
Αυτή την τελεία ταπείνωση είχε και ο τελώνης όταν ανέβηκε στο ναό συντετριμμένος, γνωρίζοντας τον ψαλμό «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει», γιατί, όπως συμπληρώνει ο ψαλμωδός, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος». Δηλαδή για να επιζητήσει κάποιος το έλεος του Θεού και να λάβει τη Θεία χάρη πρέπει να ταπεινωθεί, με απώτερο σκοπό της σωτηρία του.
Η ταπείνωση δεν είναι ηθικολογία για το Χριστιανό. Η ταπείνωση είναι το αντίδοτο της έπαρσης, του εγωισμού, που οδήγησαν τον άνθρωπο στην πτώση. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αναφέρει για την ταπείνωση ότι, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», γι’ αυτό κάθε άνθρωπος δεν πρέπει να υπερηφανεύεται, όπως ο Φαρισαίος, νομιζόμενος ότι έτσι θα λάβει τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό και η αληθινή ταπείνωση δεν μιλάει, δεν λέει ταπεινολογίες, όπως για παράδειγμα «είμαι αμαρτωλός, ανάξιος, ελάχιστος πάντων». Ο ταπεινός άνθρωπος φοβάται μήπως με τις ταπεινολογίες πέσει στην κενοδοξία. Η χάρις του Θεού δεν πλησιάζει εδώ. Αντίθετα η χάρις του Θεού βρίσκεται εκεί όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, η θεία ταπείνωση, η τελεία εμπιστοσύνη ενώπιον του Θεού, όπως ο Τελώνης. Να εξαρτάσαι δηλαδή από το Θεό, να αφήνεις τον εαυτό σου στο Θεό: «η τέλεια ταπείνωση είναι το να αποδίδεις κάθε επιτυχία σου και κάθε κατόρθωμά σου στη Χάρη του Θεού. Αυτή ήταν η τέλεια ταπείνωση που είχαν οι άγιοι», κατά τον Αββά Δωρόθεο. Με άλλα λόγια, η ταπείνωση πρέπει να είναι μίμηση Χριστού. Όπως εκείνος «εκένωσεν εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών», δηλαδή, όντας ο ίδιος Θεός, ταπείνωσε τον εαυτό του και έγινε άνθρωπος, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να δείξουμε και εμείς κενωτική πορεία στη ζωή μας.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την ταπείνωση: «θεμέλιο της πνευματικής μας ζωής είναι η ταπείνωση. Όσα κι αν κτίσεις και ελεημοσύνη και προσευχές και νηστείες και οποιαδήποτε άλλη αρετή, αν δε βάλεις πρώτα ως θεμέλιο αυτή, ματαιοπονείς και όλα όσα χτίζεις θα γκρεμιστούν εύκολα, όπως έπεσε το σπίτι εκείνο, που είχε οικοδομηθεί στην άμμο. Δεν υπάρχει κανένα, μα κανένα από τα κατορθώματά μας, που δεν έχει ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη, για να μπορέσει να σταθεί. Ποιο θέλεις να αναφέρουμε; Τη σωφροσύνη; την περιφρόνηση των χρημάτων; το καθετί; όλα αποδεικνύονται ακάθαρτα και θεομίσητα και αηδή χωρίς ταπείνωση. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να την έχουμε πάντοτε μαζί μας και στα λόγια μας και στα έργα μας και στις σκέψεις μας και πάνω στην ταπείνωση να χτίζουμε όλη μας τη ζωή». Ακόμη, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «η ταπεινοφροσύνη έβαλε τον τελώνη πάνω από το Φαρισαίο. Η υπερηφάνεια νίκησε και τις ασώματες δυνάμεις και τις έκανε διαβολικές. Η ταπεινοφροσύνη και η αναγνώριση των αμαρτημάτων έβαλε στον παράδεισο τον ληστή πιο μπροστά από τους Αποστόλους. Αν λοιπόν, αυτοί που ομολογούν τα αμαρτήματά τους αποκτούν τόση παρρησία, οι άλλοι που βλέπουν στον εαυτό τους τόσα αγαθά και παρ’ όλα αυτά διατηρούν ταπεινή την ψυχή τους, πόσα στεφάνια θα πετύχουν;». Η αρετή της ταπεινοφροσύνης είναι πάντοτε συνδεδεμένη με τη μετάνοια, γιατί για να μετανοήσει κάποιος πρέπει να ταπεινωθεί, να αναγνωρίσει δηλαδή τις αμαρτίες που έπραξε για να οδηγηθεί προς την ειλικρινή μετάνοια.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αναφέρει για την ταπείνωση: «όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα, έτσι και την ταπεινοφροσύνη την ακολουθεί το έλεος του Θεού. Η ταπεινοφροσύνη είναι η στολή της θεότητας. Επειδή ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατέρα, που έγινε άνθρωπος επάνω στη γη, αυτήν ντύθηκε και έζησε μαζί μας». Ακόμη και ο ίδιος ο Χριστός ταπεινώθηκε με τον ερχομό του πάνω στη γη και αυτό φαίνεται στους παρακάτω στίχους:  «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. 11:29), ή: «ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον  αντί πολλών» (Μάρκ. 10:43-45).
Τέλος για να κατανοήσουμε τη σημασία που έχει η ταπείνωση στον άνθρωπο πρέπει να εντρυφήσουμε στα σοφά λόγια του Μεγάλου Βασιλείου: «για να καταλάβεις πόσο σπουδαίο αγαθό είναι η ταπείνωση, φτιάξε με την φαντασία σου δύο αμάξια και ζεύξε στο ένα την αρετή με την υπερηφάνεια και στο άλλο την αμαρτωλότητα με την ταπεινοφροσύνη. Και θα δεις ότι το ζεύγος της αμαρτωλότητας θα ξεπεράσει την αρετή. Και αυτό, όχι φυσικά από την δική του ικανότητα, αλλά από την δύναμη της ταπεινοφροσύνης, που πάει μαζί της. Το άλλο ζευγάρι πάλι θα καθυστερήσει όχι από την αδυναμία της αρετής, αλλά από το υπέρογκο βάρος της υπερηφάνειας. Διότι όπως η ταπεινοφροσύνη, με το μεγάλο πνευματικό ύψος νικά την βαρύτητα της αμαρτίας και κατορθώνει να ανέβει στον ουρανό, έτσι και η υπερηφάνεια, με το υπέρογκο βάρος της, κατορθώνει να υπερνικήσει την ανάλαφρη αρετή και να την τραβήξει προς τα κάτω με ευκολία».
Η Εκκλησία, έχοντας υπόψη τη σημασία της ταπείνωσης, θέσπισε την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, η οποία σημαίνει γι' Αυτήν τη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρωπίνου γένους, αρχίζοντας από τη στηλίτευση του εγωισμού, ως την πρωταρχική αιτία της πτώσεως, η οποία είναι η έπαρση - ο εγωισμός. Για το λόγο αυτό, θέλοντας δηλαδή να προστατεύσει τους πιστούς από την έπαρση τους παροτρύνει να αποφύγουν την υψηγορίαν του Φαρισαίου, διδάσκοντάς τους με την υπέροχη υμνωδία της ημέρας αυτής: «Υψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν του Τελώνου αρίστην, ίν' υψωθώμεν βοώντες τω Θεώ συν εκείνω΄ Ιλάσθητι τοις δούλοις Σου, ο τεχθείς εκ Παρθένου, Χριστέ Σωτήρ, εκουσίως», και «Μη προσευξόμεθα φαρισαϊκώς, αδελφοί΄ ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς δια νηστείας κράζοντες΄ Ιλάσθητι ημίν, ο Θεός τοις αμαρτωλοίς».

Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (ΛΟΥΚ. ΙΗ΄, 10-14)      


kuriakh telonou kai farisaiou 2013
Σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνοίγει τὸ Τριώδιο. Τί σημαίνει Τριώδιο; Τριώδιο, θὰ πῆ κάποιος ποὺ δὲν συχνάζει στὴν ἐκκλησία, εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ὁ ἄνθρωπος ξεσκάει. Χοροὶ, τραγούδια, ξεφαντώματα, καρναβάλια· αὐτὸ σημαίνει Τριώδιο. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι τὸ Τριώδιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του· αὐτὸ εἶναι τὸ τριώδιο τοῦ διαβόλου, τὸ ἀντι-Τριώδιο.
Τί εἶναι λοιπὸν Τριώδιο; Τριώδιο εἶναι μία ἁγία περίοδος 70 ἡμερῶν. Μία περίοδος ποὺ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, τὸ μεγάλο αὐτὸ σχολεῖο τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ νὰ προετοιμάση τοὺς μαθητάς της γιὰ νὰ ἑορτάσουν κατάλληλα τὰ ἄχραντα Πάθη καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὅπως στὸ δημόσιο σχολεῖο οἱ μαθηταὶ στὶς πρῶτες τάξεις δὲν μαθαίνουν ἀνώτερα μαθηματικὰ καὶ δὲν διαβάζουν Ὅμηρο ἢ Πλάτωνα καὶ ἄλλους ἀττικοὺς συγγραφεῖς, ἀλλὰ μαθαίνουν πρῶτα τὰ εὔκολα, τὸ ἀλφαβητάριο, καὶ σιγὰ – σιγὰ προχωροῦν στὰ δύσκολα, ἔτσι καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ· οἱ Χριστιανοὶ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου σιγὰ – σιγὰ μυοῦνται στὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἴπαμε, ὅτι Τριώδιο εἶναι μία ἁγία περίοδος 70 ἡμερῶν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἕνα μεγάλο σχολεῖο, καὶ ὅτι ὅλοι μας εἴμαστε μαθηταί. Σὰν σχολεῖο ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει 30 περίπου βιβλία. Τὸ ὡραιότερο βιβλίο, τὸ πνευματικώτερο βιβλίο, εἶναι τὸ Τριώδιο. Βιβλίο λοιπὸν τὸ Τριώδιο. Καὶ τί περιέχει τὸ βιβλίο αὐτό; Περιέχει ἐρωτικὰ τραγούδια, τραγούδια ὅμως ποὺ δὲν ὑμνοῦν τοὺς κοσμικοὺς ἔρωτες ἀλλὰ τὸν θεῖο ἔρωτα. Ὁ Χριστός, ὁ θεῖος ἔρωτας, στὶς τελευταῖες σελίδες τοῦ Τριωδίου βλέπουμε νὰ πάσχη ὡς ὁ χειρότερος κακοῦργος, ὑψωμένος ἐπάνω στὸ Σταυρό. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…», θὰ ἀκούσωμε τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ. Τότε τὰ μάτια μας θὰ ὑγρανθοῦν βλέποντας τὸν «οὐρανοῦ καὶ γῆς ποιητὴν ἐπὶ Σταυροῦ κρεμάμενον».
 Τὸ Τριώδιο λοιπὸν εἶναι καὶ βιβλίο. Καὶ σὰν βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία μέρη. Τὸ πρῶτο μέρος, ποὺ λέγεται καὶ εἴσοδος στὸ Τριώδιο, ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες καὶ ἔχει τέσσερις Κυριακές· εἶναι τρόπον τινὰ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Βιβλίου. Τὸ δεύτερο μέρος ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕξι ἑβδομάδες καὶ ἔχει πέντε Κυριακὲς καὶ λέγεται Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Καὶ τὸ τρίτο μέρος εἶναι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο. Δεῦτε προσκυνήσωμεν, προσκλαύσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ ὑπὲρ ἡμῶν παθόντι καὶ ταφέντι Χριστῷ τῷ Θεῷ.
Ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἔχει ὡς θέμα τὴν προσευχή. Ἡ σύγκρισις τῆς προσευχῆς τοῦ Φαρισαίου μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Τελώνου μᾶς δείχνει ποιά ἀπὸ τὶς δύο φτάνει στὰ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δεύτερη Κυριακή, ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα, δηλαδὴ τὴν μετάνοια.
Ἡ τρίτη Κυριακή, ἡ Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν μέλλουσα κρίσι, τὸ παγκόσμιο δικαστήριο ποὺ θὰ στήση Χριστός, ὁ δίκαιος Κριτής, γιὰ νὰ ἀποδώση ἀμερόληπτα στὸν καθένα μας ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, τὸν παράδεισο ἢ τὴν κόλασι.
Ἡ τετάρτη Κυριακή, ἡ Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἔξωσι τῶν πρωτοπλάστων (τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας) ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ γεννᾶ στὶς ψυχές μας τὸν πόνο γιὰ τὴν ἐξορία, τὴν κατάνυξι, τὸν πόθο τῆς ἀπολαύσεως τοῦ Παραδείσου.
Αὐτὰ εἶναι τὰ μηνύματα τῶν τεσσάρων εἰσαγωγικῶν Κυριακῶν τοῦ Τριωδίου· ἡ προσευχή, ἡ μετάνοια, ἡ μέλλουσα κρίσι, καὶ ὁ ἀπωλεσθεὶς παράδεισος.
Σήμερα διαβάστηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε μόνος καὶ ἔκανε αὐτὴ τὴν προσευχή· “Θεέ, σ᾽ εὐχαριστῶ, διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι κλέφτες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὅπως τοῦτος ὁ τελώνης. Νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ ἕνα δέκατο ἀπ᾽ ὅλα ὅσα κατέχω”. Καὶ ὁ τελώνης στάθηκε μακριὰ (πολὺ πίσω) καὶ δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε τὸ στῆθος του λέγοντας· “Θεέ μου, σπλαχνίσου με καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω· κατέβηκε αὐτὸς δικαιωμένος στὸ σπίτι του καὶ ὄχι ἐκεῖνος. Διότι καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθῇ, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ» (Λουκ. ιη΄ 10-14).
Γιὰ τὴν προσευχὴ μᾶς μιλάει τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ προσευχὴ εἶναι κάτι πολὺ ἀναγκαῖο στὴ ζωή μας. Εἶναι ἡ ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς μας. Ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς ἀναπνοὴ πεθαίνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ χωρὶς προσευχὴ πεθαίνει.
Προσεύχονται οἱ ἄνθρωποι, προσεύχονται οἱ ἄγγελοι, προσεύχονται τὰ πουλιά, προσεύχονται ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη, ὅλη ἡ κτίσις προσεύχεται. Ἂς ἑνώσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν προσευχή μας μὲ ὅλη τὴν κτίσι.
Ἐγὼ προσεύχομαι, θὰ πῆ κάποιος, ἀλλὰ ὁ Θεὸς περιφρονεῖ τὴν προσευχή μου, δὲν τὴν ἀκούει. Ὄχι, αὐτὸ μὴν τὸ ξαναπῆς. Ὁ Θεὸς ἀκούει τὶς προσευχὲς ὅλων μας καὶ ἀπαντᾶ στὶς προσευχὲς ἐκείνων ποὺ προσεύχονται σωστά. Ποιά ὅμως εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς σωστῆς προσευχῆς;
Πρῶτον· προσεύχομαι μὲ πίστι. Μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστι ὅτι τὴν ὥρα ἐκείνη μιλῶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἀκούει. Ἂν ἔχω ἔστω καὶ μιὰ μικρὴ ἀμφιβολία, ἡ προσευχή μου ἀχρηστεύεται. Πιστεύω λοιπόν, ὄχι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἀλλὰ ἑκατὸν ἕνα τοῖς ἑκατό, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μοῦ δώση αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητῶ, ἐὰν βέβαιο εἶναι γιὰ τὸ καλό μου, γιὰ τὸ πνευματικὸ συμφέρο μου. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ κάνει θαύματα, θεραπεύει ἀκόμη καὶ καρκίνους.
Δεύτερον· προσεύχομαι μὲ ἀγάπη. Τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἡ καρδιὰ γίνεται πέλαγος – ὠκεανὸς ἀγάπης. Ἐὰν τὴν ὥρα ἐκείνη ὑπάρχη στὴν καρδιὰ ἔστω καὶ ἐλάχιστο μῖσος, αὐτὸ ἐμποδίζει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ ἔλθη κοντά μας. Μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Τρίτον· προσεύχομαι μὲ ταπείνωσι. Αὐτὸ βλέπουμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Εἴδατε πῶς μπῆκε ὁ Φαρισαῖος καὶ πῶς στάθηκε στὸ ναό; Σὰν νὰ ἤτανε ποιός ξέρει ποιός. Καὶ τί εἶπε· Μὲ βλέπετε; ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος.., ὄχι κανένας παλιάνθρωπος, ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ Τελώνης.
Κοιτάξτε τώρα καὶ τὸν ἄλλο, τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη. Καθὼς μπαίνει στὸ ναό, πάει καὶ κρύβεται σὲ μιὰ γωνιά, ἀθέατος. Τὰ μάτια του κατω. Νομίζει πὼς ἡ γῆ θ᾽ ἀνοίξη νὰ τὸν καταπιῆ. Δὲν κατακρίνει κανένα. Αἰσθάνεται τὴ δική του ἁμαρτωλότητα, νιώθει τὴ δική του ἐνοχή. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν δικαιώνει καὶ τὸν ἐλεεῖ.
Μὲ τέτοια λοιπὸν ταπείνωσι νὰ προσευχώμαστε καὶ ἐμεῖς. Νὰ μὴ νομίζουμε πὼς εἴμαστε σπουδαῖοι. Δὲν εἴμαστε τίποτε, εἴμαστε ἕνα μηδέν. Καὶ ὅπως ὁ τελώνης ἂς γονατίσουμε καὶ ἂς ποῦμε· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη΄13).
Καλὸ καὶ εὐλογημένο τὸ ἅγιο Τριώδιο, ἀδελφοί· ἀμήν.
Πηγή: http://www.i-m-paronaxias.gr

«Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα…»

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου,
Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς.
Από την προτελευταία Κυριακή του Φεβρουαρίου, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, η Εκκλησία, μάς εισάγει σε μια νέα περίοδο του εορτολογίου της, την περίοδο του κατανυκτικού Τριωδίου. Μας δίδει έτσι την αφορμή να στρέψουμε και πάλι την προσοχή μας προς το νόημα και το περιεχόμενό της, προκειμένου να εμβαθύνουμε και βιώσουμε κάπως το μυστήριο της μετανοίας, που αποτελεί το κεντρικότερο και κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου αυτής. Στην παρούσα αναφορά μας θα στρέψουμε την προσοχή μας στην πλούσια και θεοφώτιστη υμνογραφία της, και πιο συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε, συν Θεώ να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά κάποια ιδιόμελα κατανυκτικά τροπάρια, τρία τον αριθμό, που ψάλλονται σ’ όλες τις Κυριακές του Τριωδίου μέχρι και την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, μετά το εωθινό ευαγγέλιο και τον 50ο Ψαλμό.        

Το πρώτο αρχίζει με την φράση: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα…». Παρακαλεί ο υμνογράφος, και διά μέσου αυτού όλη η Εκκλησία, να μας ανοίξει ο ζωοδότης Χριστός τις πύλες της μετανοίας. Παρουσιάζει την μετάνοια, να έχει κάποιες πύλες, μέσα από τις οποίες πρέπει να περάσουμε, προκειμένου να βαδίσουμε κατόπιν στον δρόμο, που ανοίγεται μετά τις πύλες, που είναι ο δρόμος της μετανοίας, ο δρόμος της επιστροφής προς τον Θεόν. Παρακαλούμε τον Θεόν να μας ανοίξει αυτές τις πύλες, διότι μόνοι μας δεν έχουμε την δύναμη να περάσουμε μέσα απ’ αυτές. Η μετάνοια είναι χάρισμα, είναι δωρεά, που την δίδει ο Θεός. Δεν είναι κατόρθωμα, που εξαρτάται από τις δυνάμεις του ανθρώπου. Ωστόσο η δωρεά αυτή χαρίζεται μόνον σε εκείνους, που εκτιμούν την αξία της και ζητούν με ταπείνωση να την λάβουν. Εν όσω λοιπόν ζούμε σ’ αυτήν την ζωή, ας παρακαλούμε τον Χριστόν, να μας χαρίσει το πολύτιμο αυτό δώρο και να μας ανοίξει τις πύλες της μετανοίας, πριν μας τις κλείσει ο θάνατος, διότι τότε θα είναι πλέον αργά, αφού δεν είναι δυνατόν να ανοίξουν μετά θάνατον. «Έως μεν γαρ άνώμεν εν τη παρούση ζωή», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «δυνατόν μεταγνόντας του εντεύθεν απόνασθαι κέρδους», δηλαδή εν όσω ακόμη βρισκόμαστε στην παρούσα ζωή, είναι δυνατόν, αφού μετανοήσωμε, να επωφεληθούμε το κέρδος, που προέρχεται από την μετάνοια. Εάν όμως φύγουμε από την ζωή αυτή αμετανόητοι, τότε «ουδείς έσται εκεί λοιπόν ο εξαιρούμενος τον υπό της οικείας ραθυμίας προδεδομένον», δηλαδή κανένας δεν θα μπορέσει να σώσει εκείνον, που έχει προδοθή από την αδιαφορίαν του. 

«Της σωτηρίας εύθυνόν μοι τρίβους Θεοτόκε…». Κατόπιν ο υμνογράφος στρέφεται προς την Θεοτόκον, διότι αυτή έχει παρρησία περισσότερη από όλους τους αγίους και ζητά από αυτήν να τον οδηγήσει στους δρόμους της σωτηρίας. Ο δρόμος της σωτηρίας δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας. Ζητά δε να τον καθοδηγήσει στον δρόμο αυτόν, ώστε να βαδίσει με ασφάλεια και σταθερότητα και να μην ξεφύγει και πλανηθή σε άλλους δρόμους, στους δρόμους της αμαρτίας και της ασωτείας, που οδηγούν στην απώλεια. Πράγματι, όταν ένας οδοιπόρος βαδίζει έναν δρόμο, που δεν τον ξέρει, για πρώτη φορά, έχει ανάγκη από έναν οδηγό, διότι αλλοιώς θα πλανηθή και δεν θα φθάσει ποτέ στον προορισμό του. Έτσι και εμείς. Δεν είναι αρκετό να μπούμε στο δρόμο της μετανοίας, αλλά να φθάσουμε και στο τέρμα αυτού του δρόμου, που είναι η κάθαρσις της ψυχής και η σωτηρία. Επειδή λοιπόν και εμείς υπάρχει κίνδυνος κατά την διάρκεια της πορείας μας στο δρόμο αυτόν να ξεφύγουμε σε άλλους δρόμους και να χαθούμε, γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από την βοήθεια της Θεοτόκου. Τον κίνδυνο αυτόν της αποπλανήσεως επισημαίνει και ο ψαλμωδός: «Τα διαβηματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν σου και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία» (ψαλμ.118,133). Δηλαδή κατεύθυνε την πορεία της ζωής μου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην με κυριεύσει και αιχμαλωτίσει οποιαδήποτε αμαρτία. Επίσης ο θεόπνευστος λόγος από το βιβλίο των Παροιμιών επισημαίνει: «Ορθάς τροχιάς ποίεισοιςποσί και τας οδούς σου κατεύθυνε. Μη εκκλίνης εις τα δεξιά μηδέ εις τα αριστερά, απόστρεψον δε σον πόδα από οδού κακής» (4,26-27). Δηλαδή οι πόδες σου ας βαδίζουν ευθείς δρόμους. Μη παρεκκλίνης ούτε στα δεξιά, ούτε στα αριστερά, αλλά βάδιζε την ευθείαν μέσηνοδόν. Αυτή δε η ευθεία μέση οδός είναι η οδός των εντολών του Χριστού, η οδός της μετανοίας. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς, ότι πολλοί ήταν εκείνοι, που ξεκίνησαν και προχώρησαν για ένα διάστημα ορθά στον δρόμο της χριστιανικής ζωής, στη συνέχεια όμως παρασύρθηκαν σε μιά κοσμική ζωή,επιδιώκοντες τις ηδονές, την δόξα και το χρήμα, ή έπεσαν θύματα αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων.         

«Αισχραίς γαρ κατερρύπωσα την ψυχήν αμαρτίαις…». Ο υμνογράφος ζητά την καθοδήγηση της Θεοτόκου στον δρόμο της μετανοίας και της καθάρσεως, διότι αισθάνεται την ψυχή του μολυσμένη και ακάθαρτη από κάθε είδος αισχράςαμαρ-τίας. Αισθάνεται υποδουλωμένος στα σαρκικά πάθη. Η ζωή του υπήρξε άσωτη και ακόλαστη. Εδώ μας υπενθυμίζει τον άσωτο υιό της παραβολής, ο οποίος, αφού προηγουμένως παραδόθηκε στην ικανοποίηση των σαρκικών του επιθυμιών, κατάντησε τελικά ένας ακάθαρτος χοιροβοσκός. Αισθάνεται όλο αυτό το ελεεινό κατάντημά του και πονάει βαθειά η ψυχή του. Βλέπει την ακαθαρσία των παθών του και υποφέρει. Στενάζει και κλαίει και ζητάει το έλεος του Θεού και την βοή- θεια της Θεοτόκου. Μοιάζει με εκείνον, που από απροσεξία κατάπιε δηλητήριο και αισθάνεται φρικτούς πόνους στο στομάχι. Μόνον ψυχές, που αισθάνονται την πνευματική ερήμωσή τους, μόνον αυτές ήδη άρχισαν να βαδίζουν πραγματικά τον δρόμο της μετανοίας. Η συναίσθησις των αμαρτιών μας και της πνευματικής μας καταστάσεως είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο της μετανοίας. Μόνο ένας άρρω- στος, που συναισθάνεται και υποφέρει από την αρρώστια του, θα καταφύγει στο γιατρό. Ένας όμως που δεν γνωρίζει, ότι είναι άρρωστος, πώς είναι δυνατόν να καταφύγει στο γιατρό και να ζητήσει θεραπεία; Έτσι λοιπόν δεν είναι δυνατόν να βιώσει κανείς την μετάνοια, όταν δεν συναισθάνεται την πνευματική του ερήμωση και αθλιότητα. Όταν ο Θεός αρχίζει να κατεργάζεται σε μιά ψυχή την μετάνοια και την κάθαρσή της, τότε την φωτίζει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έλθη σε επίγνωση του εαυτού της, να αποκτήσει αυτογνωσία. Την βοηθά να συναισθανθή την αμαρτωλότητά της, την αδυναμία της, τα δεσμά των παθών, στα οποία είναι δεμένη. Ο άσωτος υιός της παραβολής τότε μόνον πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς τον πατέρα, δηλαδή τον δρόμο της μετανοίας, όταν ήρθε σε μια συναίσθηση της καταστάσεώς του: «Εις εαυτόν δε ελθών είπε. Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» (Λουκ.15,17). Το ίδιο βλέπουμε και στην άλλη παραβολή, του Τελώνου και Φαρισαίου. Ο Τελώνης τότε μόνον άρχισε, να βιώνει την μετάνοια, χτυπώντας το στήθος κατά την ώρα της προσευχής και λέγοντας «ο Θεός ιλάσθητίμοι τω αμαρτωλώ», Θεέ μου εσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό, όταν προηγουμένως ήρθε σε συναίσθηση της αμαρτωλότητός του.

«Ως ραθύμως τον βίον μου όλον εκδαπανήσας…». Όλο αυτό το ελεεινό κατάντημα, στο οποίο έφθασα, λέγει ο υμνογράφος, δεν οφείλεται σε κανέναν άλλον, παρά μόνον στον εαυτόν μου, στην ιδική μου αμέλεια και ραθυμία. Στο γεγονός δηλαδή, ότι εξόδευσα όλες τις ημέρες της ζωής μου, ζώντας μέσα στην ασωτεία. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του αμαρτωλού, που αληθινά μετα- νοεί, είναι, ότι δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του, να επιρρίψει το βάρος της ευθύνης των αμαρτημάτων του σε άλλους, ή στον Θεόν. Μέμφεται και κατηγορεί τον εαυτόν του ως τον μόνον αίτιο και υπεύθυνο της αθλιότητός του. Αυτή η αναγνώρισις της ενοχής μας, που στη γλώσσα της Εκκλησίας ονομάζεται αυτομεμψία, είναι ένα ακόμη δεύτερο, μετά την αυτογνωσία και συναίσθηση της καταστάσεώς μας, βήμα στο δρόμο της αληθινής μετανοίας. «Οι κατακρίνοντες εαυτούς εφ’ οίς αμαρτάνουσι, προλαμβάνοντες αποκρούονται την παρά του Θεού ψήφον», παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος. Δηλαδή εκείνοι, οι οποίοι καταδικάζουν τους εαυτούς των για τα αμαρτήματά τους, προλαμβάνουν και αποτρέπουν την καταδικαστική απόφαση του Θεού.             

Η ραθυμία και αμέλεια είναι πάθος βαρύ και θανάσιμο, που παραλύει όλες τις δυνάμεις της ψυχής και την παραδίδει τελικά στον πνευματικό θάνατο. Οι ημέρες και τα χρόνια της ζωής φεύγουν χωρίς πνευματική πρόοδο. Τα πάθη ριζώνουν βαθειά μέσα στην ψυχή και γίνονται δευτέρα φύσις. Ένας τέτοιος θανάσιμος ύπνος της ψυχής έρχεται σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, όταν μας απορροφήσουν τελείως οι βιοτικές μέριμνες και φροντίδες. Τότε αρχίζουμε και παραμελούμε, προβάλλοντες διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες, τα πνευματικά μας καθήκοντα και το έργο του πνευματικού αγώνος για τον αγιασμό της ψυχής μας γίνεται πάρεργο. Από αυτόν τον θανάσιμο κίνδυνο θέλοντας να μας προφυλάξει ο Κύριος, λέγει: «Προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρηνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιοτικαίς και αιφνίδιος εφ’ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη» (Λουκ.21,34). Δηλαδή προσέχετε στους εαυτούς σας μήπως οι ψυχές σας γίνουν βαρειές και ανίκανες να προσέχουν και να αγρυπνούν. Τούτο δε μπορεί να συμβή από την ασωτεία και την μέθη και τις αγωνιώδεις και βασανιστικές φροντίδες και μέριμνες της παρούσης ζωής. «Έδωκέ σοι βίου προθεσμίαν ο Θεός εις το θεραπεύειν αυτόν, συ δε μάτην αναλίσκεις σαυτόν. Ερεί και ο Θεός: Χρόνονυμίνδέδωκα προς το μαθείν την τέχνην της ευλαβείας, τίνος ένεκεν μάτην ανηλώσατε τούτον;», επισημαίνει ο άγιος Χρυσόστομος. Δηλαδή ο Θεός σού έδωκε προθεσμίαν χρόνου την παρούσα ζωή, για να θεραπεύσης τον εαυτόν σου από τα πάθη. Εσύ δε σπαταλάς τον χρόνον σου στην ματαιότητα. Τότε λοιπόν θα πεί και ο Θεός: Σας έδωσα τον πολύτιμο χρόνο της ζωής, για να μάθετε την  τέχνη του πνευματικού αγώνος, γιατί λοιπόν τον σπαταλήσατε άσκοπα;            

«Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών εννοών ο τάλας…». Όταν συνει- δητοποιήσω βαθειά, όταν έλθω σε αίσθηση του πλήθους των αμαρτιών μου, αλλά και το φοβερό δικαστήριο, που με περιμένει την ημέρα της κρίσεως, με κατά- λαμβάνει φόβος και τρόμος. Ο υμνογράφος ζεί αυτή την ώρα σ’ όλη του την έκταση και δραματικότητα δύο φοβερές πραγματικότητες. Η μία πραγματικότης: Τα πλήθη των αμαρτιών, το καταθλιπτικό βάρος των οποίων πιέζει την συνείδησή του. Η άλλη: Η φοβερά ημέρα της κρίσεως, κατά την οποία θα στηθή το παγκόσμιο δικαστήριο, όπου θα γίνει λεπτομερής εξέτασις και απολογία για όλες τις πράξεις του. Τα μέν έργα του, τα πλήθη των αμαρτιών του, θα γίνουν φανερά, ώστε να μην μπορεί να κρύψει τίποτε. Ο δε δικαστής δίκαιος και απροσωπόληπτος, ώστε να είναι αδύνατον να τον εξαπατήσει κανείς. Αυτό λοιπόν το μελλοντικό δικαστήριο το έχει στήσει από τώρα και έχει γίνει ο ίδιος δικαστής του εαυτού του. Έχει βγάλει μόνος του την απόφαση, η οποία είναι καταδικαστική. Δεν έχει να προβάλει καμμιά δικαιολογία, είναι τελείως αναπολόγητος. Του αξίζει η αιώνιος κόλασις. Ψυχή, που έχει πάντα μπροστά της τα αμαρτήματά της, ποτέ δεν θα υπερηφανευθή, ούτε ποτέ θα κρίνει τα αμαρτήματα των άλλων. Ψυχή η οποία έχει πάντα μέσα της την μνήμη της ημέρας της κρίσεως, ποτέ δεν θα επιθυμήσει γλέντια και διασκεδάσεις και την δόξα του κόσμου.    

«Αλλά θαρρών εις το έλεος της ευσπλαγχνίας σου…». Η βαθειά επίγνωσις του πλήθους των αμαρτημάτων του  και του φοβερού δικαστηρίου συγκλονίζουν βέβαια τον υμνογράφο, ωστόσο όμως δεν παραλύουν την ψυχή του και δεν τον ρίχνουν σε απόγνωση. Μπορεί βέβαια οι αμαρτίες του να είναι πολλές και μεγάλες, αλλά το έλεος του Θεού είναι πέλαγος ασύγκριτα μεγαλύτερο, μέσα στο οποίο σβήνουν όλες οι αμαρτίες του, όσο πολλές και μεγάλες και αν είναι. Η ευσπλαγχνία του Θεού τον αναπτερώνει, του δίδει θάρρος, τον ωθεί προς τον Θεόν. Όπως ένας ναυαγός, που κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στο πέλαγος, βρίσκει ξαφνικά μιά σανίδα σωτηρίας και αρπάζεται από αυτήν και σώζεται, έτσι και αυτός. Μοναδική σανίδα σωτηρίας γι’ αυτόν είναι το έλεος του Θεού. Ότι δηλαδή ο Θεός δεν θα τον αποστραφεί, εφ’ όσον μετανοήσει ριζικά και οριστικά. Είναι βέβαιος, ότι θα τύχει του θείου ελέους, διότι έχει υπ’ όψιν του πλείστα όσα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι, αν και έπεσαν σε πολλές και μεγάλες αμαρτίες, εν τούτοις όμως τους εδέχθη ο Θεός, όταν μετανόησαν: Ο ληστής επί του σταυρού, η πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, ο Πέτρος που τον αρνήθηκε τρείς φορές, ο Ζακχαίος που τον υποδέχθηκε στο σπίτι του, ο Παύλος που καταδίωκε την Εκκλησία του Χριστού κ.α.          

«Ως ο Δαυΐδ βοώ σοι, ελέησόν με ο Θεός…». Έχοντας πλήρη την επίγνωση του πλήθους των αμαρτιών του, ο υμνογράφος, και της αθλιότητος, στην οποία κατήν- τησε, δεν χάνει την ελπίδα της σωτηρίας του. Ενθυμείται αυτή την ώρα τον Δαυΐδ, στον οποίον ο πλούτος της ευσπλαγχνίας του Θεού αποδείχθηκε μιά χειροπιαστή πραγματικότης και όχι ένας απλός κενός λόγος. Ο Δαυΐδ, αν και αμάρτησε με θανάσιμες αμαρτίες, ωστόσο όμως κατόπιν εβίωσε όλο το μυστήριο της μετανοίας μέχρι τέλους της ζωής του. Όπως λοιπόν τότε εδέχθηκε την μετάνοια του Δαυΐδ, έτσι τώρα ζητά να δεχθή και αυτόν. Παίρνει στο στόμα του τα ίδια τα λόγια του Δαυΐδ και μ’ αυτά ικετεύει την ευσπλαγχνία του. Ζητεί δε να φανή και σ’ αυτόν το έλεος του Θεού τόσο μεγάλο, όσο φάνηκε και στον Δαυΐδ. Να είναι το έλεός του αντάξιο της ευσπλαγχνίας του. Και τούτο θα γίνει όταν, όχι μόνον καθαρίσει την ψυχήν του από τον ρύπο της αμαρτίας, αλλά τον καταστήσει επί πλέον υιόν και κληρονόμον της Βασιλείας του.            

Αυτή την βαθειά μετάνοια του Δαυΐδ μακάρι να δώσει ο Θεός σε όλους μας, αγαπητέ φίλε αναγνώστα, αρχής γενομένης από την φετινή περίοδο της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αμήν.  

Η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου Σαν Τελώνης ή σαν Φαρισαίος;

Ποια ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας; Και πώς την έχουμε σχηματίσει; Τον συγκρίνουμε με γνωστούς μας, φίλους μας, συμφοιτητές μας, …και νομίζουμε ότι υπερέχουμε από όλους αυτούς και τους ξεπερνάμε σε γνώση, σε ικανότητες, σε αρετή;…
Είναι άραγε σωστό να σκεφτόμαστε έτσι επιπόλαια και να καταλήγουμε σε αυθορμητισμό;
Σε κάποιους που είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που πίστευαν ότι αυτοί μόνο είναι καλοί και ενάρετοι και περιφρονούσαν όλους τους άλλους, είπε ο Κύριος την παραβολή του «Τελώνου και του Φαρισαίου». Θα πρέπει να σου είναι γνωστή.
Οι δυο αυτοί άνθρωποι που προσδιορίστηκαν από το έργο τους και όχι από το όνομα τους, ανέβηκαν στο «ἱερό» (δηλαδή στο ναό του Σολομώντος) να προσευχηθούν.
Οι τελώνες χαρακτηρίζονταν γενικά άνθρωποι άδικοι, ενώ οι Φαρισαίοι, ως διδάσκαλοι του Μωσαϊκού Νόμου, είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και εκτίμηση από τους ανθρώπους.
Ο Φαρισαίος προχώρησε μπροστά, προς το θυσιαστήριο. Στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, κι άρχισε να προσεύχεται υπερβολικά ευχαριστημένος:
— Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, γιατί δεν είμαι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι γεμάτοι κακία: κλέφτες, άδικοι, ανήθικοι…., ούτε σαν αυτόν τον τελώνη· και γύρισε με περιφρόνηση να τον δείξει. Όλοι είναι ένοχοι, άξιοι να καταδικαστούν. Εγώ ξεχωρίζω από όλους, είμαι γεμάτος από αρετές. Νηστεύω… κάνω προσφορές στο ναό παραπάνω από εκείνο που ορίζει ο Νόμος…
Τελώνης
Και ο Τελώνης;
Ω! Αυτός δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο να προχωρήσει. Έμεινε μακριά από το θυσιαστήριο. Με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν τολμούσε ούτε τα χέρια του, αλλά ούτε και το βλέμμα του να υψώσει προς τον ουρανό. Μόνο χτυπούσε το στήθος του, γιατί αισθανόταν πόσο αμαρτωλή ήταν η καρδιά του απέναντι στο Θεό.
Μόνο τα χείλη του ψιθύριζαν συνέχεια τούτα τα λόγια: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ω Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό!
Τούτο τον ταπεινωμένο τελώνη, που πίστευε πως ήταν άξιος να τιμωρηθεί, ο Θεός τον συγχώρησε. Το βεβαίωσε ο Κύριος:
Ο περιφρονημένος Τελώνης γύρισε στο σπίτι του αθωωμένος και δίκαιος ενώπιον του Θεού! Και όχι ο Φαρισαίος.
Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Ενώ εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί και θα τιμηθεί από το Θεό.
«Πᾶς ὁ υψῶν ἐαυτόν ταπεινωθήσεται…»
Μεγάλη ιδέα είχε στηθεί μέσα στο Φαρισαίο από τη σύγκριση του εαυτού του με τους «λοιπούς», με όλους τους άλλους ανθρώπους.
«Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων…»
Έτσι «χονδρικά» που βλέπει όλους τους άλλους — «μαζικά» λένε σήμερα — θέλει να πιστεύει πως όλοι, χωρίς εξαίρεση, έχουν όλες τις κακίες του κόσμου. Ενώ αυτός δεν έχει καμία!
Τον δυστυχισμένο! Και τα λέει αυτά την ιερή ώρα της προσευχής! Αυτολιβανίζεται και καυχιέται για τις πολλές και φανταστικές… αρετές του, ενώ προβάλλει τρανό δείγμα της κακίας του την περιφρόνηση που αισθάνεται η ψυχή του προς τον «πλησίον» του Τελώνη, την ώρα που εκείνος ομολογεί την ενοχή του και ζητάει συγχώρεση από το Θεό.
Τελώνης και Φαρισαίος
Ο αυτοθαυμασμός που αισθανόταν ο Φαρισαίος, συγκρίνοντας τον εαυτό του με κάποιους που φανερά παρέβαιναν μερικές εντολές του Θεού, τον καταδίκασε… Ήξερε βαθύτερα το Νόμο του Θεού και μπορούσε να κρίνει σωστά. Έπρεπε να δείξει ευσπλαχνία προς τον Τελώνη, αφού κι αυτός αμαρτωλός ήταν. Αλλά είχε την ψεύτικη ιδέα πως ξεχώριζε απ’ όλους.
Ταλάνισε ο Κύριος με τα «ουαί» Του και σε άλλη περίσταση τους Φαρισαίους. Γιατί;
Αλίμονο στην κοινωνία, όταν τα μέλη της, ευχαριστημένα για το οποιοδήποτε σημείο βρίσκεται η πνευματική και η ψυχική τους ανάπτυξη, σταματήσουν τον αγώνα για πρόοδο. Σταματήσουν την προσπάθεια να ανεβαίνουν σε πιο ψηλό και πνευματικό επίπεδο. Τα ιδανικά θα νεκρωθούν και οι άνθρωποι θα έρπουν, θα σέρνονται χαμηλά, πολύ χαμηλά!
Ας φανταστούμε στ’ αλήθεια, σε ποιο κατάντημα θα φτάσει η κοινωνία, αν όλοι οι νέοι συγκρίνουν σήμερα τον εαυτό τους με τα αντικοινωνικά άτομα (με τους αναρχικούς, τους διαρρήκτες, τους ναρκομανείς, τους χούλιγκαν, τους καταστροφείς της ξένης περιουσίας…) και μένουν ευχαριστημένοι, γιατί δεν είναι τέτοιοι! Αδιάφορο, αν λερώνουν την ψυχή τους με χίλια δυο άλλα…
Αλλά κι αν κάνουμε κάτι καλό και το διαφημίζουμε, πάλι δεν έχει αξία. Δεν ευαρεστείτε ο Θεός, όταν το κίνητρο είναι η δημοσιοποίηση των έργων μας.
Ο Χριστός θέλει να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τον άγιο νόμο Του, τη θεία Διδασκαλία Του. Να αισθανόμαστε τι δεν κάναμε σωστό, τί λάθος. Τι πρέπει να κάνουμε και δεν το κάναμε. Κι όμοια με τον Τελώνη, με ταπεινωμένο το κεφάλι, να ζητάμε το έλεος του Θεού. Τότε θα αγωνιζόμαστε να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι. Ν’ ανεβαίνουμε όλο και πιο ψηλά στα ύψη της αρετής.
Έφηβος είσαι; Νέος είσαι; Σ’ οποιαδήποτε ηλικία είσαι, κατέβασε πιο κάτω την ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου, την καύχησή σου…
Κι ικανότητες αν έχεις, και χαρίσματα πολλά — κι ασφαλώς θα έχεις — δούλεψέ τα ταπεινά. Αύξησέ τα. Πολλαπλασίασέ τα όχι για να υπερηφανεύεσαι και να τα διατυμπανίζεις, αλλά για να ‘σαι χρήσιμος κι ωφέλιμος στους ανθρώπους γύρω σου.
Ταπεινά παραδέξου τα σφάλματά σου…
Με ταπείνωση και λύπη ζήτα καθημερινά συγχώρεση από το Θεό στην προσευχή σου.
Και να ‘σαι βέβαιος πως θα γίνεσαι όλο και πιο καλός και πιο ευχαριστημένος.
Το βεβαίωσε το αληθινό στόμα του Κυρίου. Στους ταπεινούς δίνει πλούσια τη χάρη Του. Και τους υψώνει και τους τιμά:
«Ὁ ταπεινῶν ἐαυτόν ὑψωθήσεται»!

Στέργιος Ν. Σάκκος: "Φαρισαίοι και Τελώνες"

Οι Φαρισαίοι
Στη παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου υπάρχουν δύο τύποι, ο υπερήφανος και ο ταπεινόφρων. Είναι γνωστό ότι οι φαρισαίοι ήταν τάξη θρησκευτική. Οι τελώνες ήταν μια άλλη τάξη, η οποία μάλιστα ήταν ιδιαίτερος στόχος των φαρισαϊκών επιθέσεων. Η τάξη των φαρισαίων δημιουργήθηκε σιγά σιγά από το 2ο π.Χ. αιώνα, όταν γίνονταν οι αγώνες των ζηλωτών Ισραηλιτών εναντίον των Ελληνιστών.
Κατ αρχάς η τάξη αυτή περιελάμβανε τα πιό αγνά θρησκευτικά στοιχεία. Με την πάροδο όμως του χρόνου έχασε την ουσία της πνευματικής ζωής, κατάντησε μερίδα υπέρζηλωτων, που εμφανίζεται σε πολλές περιόδους της ιστορίας και θεωρείται ότι κατέχει την άκρα δεξιά πτέρυγα της θρησκευόμενης κοινωνίας. Στις ημέρες του Χριστού διέκρινε αυτή την τάξη ο άκαιρος ζήλος, η τυπολατρία, η εμπάθεια, η πίστη σε ανθρώπινες ψευδοσυντηρητικές παραδόσεις, οι οποίες στη συνείδηση τους είχαν υποκαταστήσει το νόμο της Γραφής, και κυρίως η οίηση και η υποκρισία. Στο λαό επιβλήθηκαν ως πρόσωπα απλησίαστης και φοβερής αγιότητας· ως ταμπού. Ο απλός λαός όμως στο βάθος της συνειδήσεώς του θεωρούσε τους αγίους του φαρισαϊκού τύπου ως ανάξιους κάθε εμπιστοσύνης. Οι φαρισαίοι, όπως φαίνεται από τα Ευαγγέλια και από τη ραβινική φιλολογία, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «δίκαιους» και «τέλειους».

Οι Τελώνες
Οι τελώνες της αρχαιότητας δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως σήμερα, αλλά ιδιώτες, οι οποίοι αγόραζαν τους φόρους από το δημόσιο διά μέσου πλειοδοτικής δημοπρασίας. Επειδή δε οι τελώνες ανταγωνίζονταν κατά τις δημοπρασίες και οι προσφορές των ανέρχονταν σε υπέρογκα ποσά, η πίεση επί των φορολογουμένων γινόταν πολύ μεγαλύτερη. Η απανθρωπιά των τελωνών κατά τις εισπράξεις υπήρξε παροιμιώδης. Ο σύγχρονος των Αποστόλων Φίλων διηγείται ότι στις ημέρες του μερικοί τελώνες κατά την είσπραξη του κεφαλικού φόρου βρήκαν ορισμένους από τους φορολογουμένους ήδη νεκρούς. Άνοιξαν τους τάφους τους, έβγαλαν τα νεκρά σώματα και τα μαστίγωναν δημόσια. Όταν οι πολίτες τους ρώτησαν αγανακτισμένοι, γιατί εξυβρίζουν κατά τέτοιο τρόπο τους νεκρούς, αφού δεν είναι δυνατόν να εισπράξουν απ’ αυτούς τίποτε, απάντησαν ότι αυτό το ξέρουν, άλλα τους κακοποιούν, για να εξαναγκάσουν τους συγγενείς τους να πληρώσουν εκείνοι τον φόρο που όφειλαν. Ο πάπυρος της Οξυρύγχου 285 (γράφτηκε το 50 μ.Χ.) είναι μία αναφορά ενός φτωχού υφαντού προς το στρατιωτικό διοικητή της πόλεώς του. Σ’ αυτήν αναφέρει παραπονούμενος ότι ο τελώνης του απόσπασε μετά από ξυλοδαρμό όλες τις οικονομίες του και το χιτώνα που φορούσε. Καταγράφομε μόνο ένα από τα πολλά ανέκδοτα, που αναφέρονται στους τελώνες. Ο Χίος φιλόσοφος Θεόκριτος όταν ρωτήθηκε «Ποία είναι τα αγριότερα θηρία» απάντησε «από όσα ζουν στα βουνά οι αρκούδες και τα λιοντάρια, από όσα ζουν στις πόλεις οι τελώνες και οι συκοφάντες».

Η υπόληψη που είχαν στο λαό οι τελώνες ήταν η χείριστη. Ολόκληρη η αρχαιότητα κατέτασσε τους τελώνες στο μαύρο πίνακα των ανθρώπων που ασκούν άτιμα και άξια ντροπής επαγγέλματα. Απ’ όλα τα αισχρά επαγγέλματα τρία θεωρούνταν ως τα αισχρότερα· ο κάπηλος, ο πορνοβοσκός και ο τελώνης. Οι Ρωμαίοι επίσης Κικέρων, Λίβιος και Τάκιτος κατατάσσουν τον τελώνη μεταξύ των χυδαίων επαγγελμάτων. Και εις το Ταλμούδ, αν και δεν υπάρχει ειδικός κατάλογος, όμως βρίσκουμε περί τα 30 επαγγέλματα ή απασχολήσεις, που χαρακτηρίζονται αμαρτωλά. Ως τα δύο αμαρτωλότερα θεωρούνται ο ληστής και ο τελώνης. Κατά τη ραβινική διδασκαλία ο φαρισαίος απαγορευόταν να ασκήσει το επάγγελμα του τελώνη, οι δε τελώνες δεν είχαν το δικαίωμα να παραστούν στα δικαστήρια ως μάρτυρες. Ο ραβίνος Χιλλέλ δίδασκε ότι, προκειμένου να εξαπατήσει κάποιος ένα τελώνη, επιτρέπεται όχι μόνον να πει ψέματα άλλα και να ψευδορκήσει.

Είναι γεγονός ότι ο τελώνης ήταν κατά την αρχαιότητα ο αντιπροσωπευτικός τύπος του διεφθαρμένου άνθρωπου. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια του Κυρίου· «Έστω σοι ως ο εθνικός και ο τελώνης» (Ματθ. 18, 17) ή «Τελώναι και πόρναι προάγουσιν ύμας εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 21, 31). Παρά ταύτα ο Κύριος έδειξε προς τους τελώνες και σε όλες τις περιφρονημένες τάξεις ιδιαίτερη στοργή. Αυτό δημιούργησε σκάνδαλο μεταξύ των φαρισαϊκών κύκλων. Βλέπομε τους φαρισαίους και γραμματείς να διαμαρτύρονται έντονα για αυτή τη συμπεριφορά του Κυρίου τόσον κατά τη συνεστίαση του στο σπίτι του τελώνη και έπειτα μαθητού Ματθαίου, όσο και αργότερα, όπως αφηγείται ο Λουκάς στο 15ο κεφάλαιο. Κατά τους ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκα οι φαρισαίοι απέδωκαν στο Χριστό και το παρατσούκλι «φίλος τελωνών και αμαρτωλών», που όμως ο Χριστός δεχόταν ευχαρίστως. Τη φράση «τελώναι και αμαρτωλοί» τη συναντούμε πολύ συχνά στους τρεις συνοπτικούς ευαγγελιστές (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά) και παραδίδεται ως φράση των φαρισαίων, με την οποίαν χαρακτήριζαν τόσον τους τελώνες όσον και όλον το λαό.

Σύμφωνα με την αντίληψη των φαρισαίων η ισραηλιτική κοινωνία διακρινόταν σε δύο τάξεις. Μία τάξη ήταν οι «δίκαιοι», δηλαδή οι φαρισαίοι, και η άλλη οι «αμαρτωλοί», δηλαδή όλοι οι άλλοι. Τους δύο όρους της φαρισαϊκής φρασεολογίας, «δίκαιοι» και «αμαρτωλοί» χρησιμοποίησε και ο Χριστός με κάποια λεπτή ειρωνεία, που φαίνεται στη φράση του «Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. 9, 13· Μάρκ. 2, 17· Λουκ. 5, 32). Σαν να έλεγε· «Δίκαιοι δεν λέτε ότι είστε; Λοιπόν και εγώ δεν ήλθα για σας. Αμαρτωλοί δεν είναι οι τελώνες κατά τη γνώμη σας; Γι’ αυτό και εγώ ήλθα γι’ αυτούς». Το βαθύτερο νόημα αυτού του λόγου είναι ότι πολλές φορές οι θρησκευτικοί άνθρωποι, όταν χάσουν την ουσία της πνευματικής ζωής, καταλαμβάνονται από ένα αίσθημα αυτάρκειας και στο βάθος δεν αισθάνονται την ανάγκη του Θεού. Αντιθέτως υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες άνθρωποι πολύ αμαρτωλοί συναισθανόμενοι την ενοχή τους, αισθάνονται πολύ μεγάλη την ανάγκη του θείου ελέους για τη σωτηρία τους.

Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου

     πρώτη Κυριακή του Τριωδίου εἶναι ἀφιερωμένη στὴν πολὺ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, τὴν ὁποία ὁ Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου νὰ διδάξει τὴν θεοφιλῆ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ νὰ στηλιτεύσει τὴν ἑωσφορικὴ ἔπαρση. Δίδαξε τὴν παραβολὴ αὐτὴ «πρὸς τίνας τοὺς πεποιθότας ἀφ' ἐαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενούντας τοὺς λοιποὺς» (Λούκ.18,9). 
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, μὲ τρόπο λιτό, ἀλλὰ σαφέστατο, διέσωσε τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὡς ἑξῆς: «ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι , ὁ εἰς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεῖς πρὸς εαὐτὸν ταῦτα προσηύχετο ΄ ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης΄ νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου , ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστῶς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι , ἀλλ' ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων΄ ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῶ . Λέγω ὑμὶν , κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος΄ ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται , ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται » (Λούκ.18,10-14). 
    Ἡ τάξη τῶν Φαρισαίων ἐκπροσωποῦσε τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια καὶ ἔπαρση. Τὰ μέλη τῆς ἀπόλυτα ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἰουδαϊκὴ κοινωνία, ἀποτελοῦσαν, λαθεμένα, τὸ μέτρο σύγκρισης τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἠθικῆς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀντίθετα οἱ τελῶνες ἦταν ἡ προσωποποίηση τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας . Ὡς φοροεισπράκτορες τῶν κατακτητῶν Ρωμαίων διέπρατταν ἀδικίες, κλοπές, ἐκβιασμούς, τοκογλυφίες καὶ ἄλλες εἰδεχθεῖς ἀνομίες καὶ γι' αὐτὸ τοὺς μισοῦσε δικαιολογημένα ὁ λαός. Δύο ἀντίθετοι τύποι τῆς κοινωνίας, οἱ ὁποῖοι ἐκπροσωποῦσαν τὶς δύο αὐτὲς τάξεις, ἀνέβηκαν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ πρῶτος ὁ νομιζόμενος εὐσεβής, ἔχοντας τὴν αὐτάρκεια τῆς δῆθεν εὐσέβειάς του ὡς δεδομένη, στάθηκε μὲ ἔπαρση μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του, οἱ ὁποῖες ἦταν πραγματικές. Τὶς ἐξέθετε προκλητικότατα εἰς τρόπον ὥστε ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἐπιβραβεύσει γι' αὐτές. Γιὰ νὰ ἐξαναγκάσει τὸ Θεὸ ἔκανε καὶ ἀήθη σύγκρισή του μὲ ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν συμπροσευχόμενό του τελώνη. 
     Ἀντίθετα ὁ ὄντως ἁμαρτωλὸς τελώνης συναισθάνεται τὴ δεινή του κατάσταση καὶ μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωση ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ μετάνοιά του τὸν δικαιώνει μπροστὰ στὸ Θεό. Γίνεται δεκτὴ ἡ προσευχή του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὑποκριτὴ Φαρισαῖο, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή του, ἀλλὰ σώρευσε στὸν ἑαυτὸ τοῦ περισσότερο κρίμα, ἐξαιτίας τῆς ἐγωπάθειάς του. 
    Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅρισαν νὰ εἶναι ἀφιερωμένη ἡ πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου στὴ διδακτικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ πιστοὶ πὼς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀγιάτρευτη ρίζα τοῦ κακοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τὸν κρατᾶ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς ἡ ταπείνωση εἶναι τὸ σωτήριο ἀντίδοτο τῆς καταστροφικῆς πορείας, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ ἐγωπάθεια. Εἶναι τὸ χειρότερο ἐμπόδιο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια, ὡς μία λίαν νοσηρὴ κατάσταση ἐμποδίζει τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τὴ διάθεση γιὰ μετάνοια. Ἐγωισμὸς καὶ μετάνοια εἶναι δύο ἔννοιες ἐντελῶς ἀντίθετες καὶ ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους. Ἡ μία ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη. Οἱ πύλες τῆς ψυχῆς τοῦ ἐγωπαθοῦς ἀνθρώπου εἶναι ἑρμητικὰ κλειστὲς γιὰ τὴ θεία χάρη καὶ κατὰ συνέπεια εἶναι ἀδύνατη ἡ σωτηρία του, ὅσο ἐμμένει στὴν ἐγωιστική του περιχάραξη. 
Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς εἶναι καταστάσεις ἑωσφορικές. Πρῶτος διδάξας ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος δὲ μποροῦσε νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ κατώτερο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δημιουργό του καὶ γι' αὐτὸ διανοήθηκε νὰ στήσει τὸ θρόνο τοῦ πάνω ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο νὰ μὴν πραγματοποιήσει τὸ σκοπό του, ἀλλὰ νὰ χάσει τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ εἶχε χαριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ καταπέσει στὴν ἔσχατη ἀπαξία. Ἀπὸ ἀνείπωτο μίσος καὶ φθόνο θέλησε νὰ μεταδώσει καὶ στὸν ἄνθρωπο, τὸ κορυφαῖο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὴ φθοροποιὰ καὶ καταστροφικὴ ἕξη τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἔπεισε τοὺς πρωτοπλάστους ὅτι δῆθεν ἦταν ἱκανοὶ ἀπὸ μόνοι τους νὰ γίνουν θεοὶ (Γέν. 3 ὁ κέφ.), συμπαρασύρωντάς τους στὴ δική του δίνη καὶ καταστροφή. 
     Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν κατάσταση ἔχει ὑπόψη τῆς ἡ Ἐκκλησία μας καὶ θέσπισε τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία σημαίνει γι' Αὐτὴν τὴν μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ στηλίτευση τοῦ ἐγωισμοῦ, ὡς τὴν πρωταρχικὴ αἰτία τῆς πτώσεως.
     Στὴν ὑπέροχη καὶ διδακτικὴ ὑμνωδία τῆς ἡμέρας αὐτῆς ψάλλουμε: «Ὑψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δὲ μάθωμεν τοῦ Τελώνου ἀρίστην, ἲν' ὑψωθῶμεν βοῶντες τῷ Θεῶ σὺν ἐκείνω΄ Ἰλάσθητι τοῖς δούλοις Σου, ὁ τεχθεῖς ἐκ Παρθένου, Χριστὲ Σωτήρ, ἑκουσίως» καὶ «Μὴ προσευξόμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοὶ΄ ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθῶμεν ἐναντλιον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες΄ Ἰλάσθητι ἠμίν, ὁ Θεὸς τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου εἶναι κατ' ἐξοχὴν περίοδος ἀγώνα κατὰ τῆς ἐγωπάθειας καὶ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς τῆς ταπείνωσης, ὡς μονόδρομο γιὰ τὴ σωτηρία μας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...