Χατζηαποστόλου Χρυσοστόμου ἀρχιτέκτονος-μηχανικοῦ
«Θεοτόκε, σὺ ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινὴ ἡ βλαστήσασα τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς. Σὲ ἰκετεύομεν, πρέσβευε, Δ έσποινα, μετὰ τῶν Ὁσίων καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».(Τριώδιον, Σάββατο πρωΐ Τυρινῆς, Ἦχος πλ. β’).
«Ἡ ψυχή μου ἔχει μία περίεργη ἰδιοτροπία ποὺ θέλει νὰ μοιράζεται μὲ ἄλλους τὶς συγκινήσεις της» γράφει ὁ Φώτης Κόντογλου.
Ἔτσι κι ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ μεταφέρω καὶ νὰ μοιραστῶ μαζί σας τὶς συμβουλὲς ἑνὸς σοφοῦ Γέροντα ποὺ συνάντησα σ’ ἕνα ταξίδι μου στὴ Μακεδονία γύρω ἀπὸ τὴν ἄμπελο καὶ τὴν τεχνικὴ τῆς παρασκευῆς τοῦ οἴνου, παραλληλίζοντάς τες μὲ πνευματικὲς σκέψεις. «Ὡς ἐφηπλώθη ἐπὶ ξύλου ἄμπελος, ἡ ἀγεώργητος οἶνον ἡμῖν θείας, χάριτος ἀπέσταξε, καρδίας τὸν εὐφραίνοντα καὶ τῆς πλάνης τὴν μέθην ὁλοσχερῶς ἀναστέλλοντα καὶ τὴν ἁμαρτίαν καθαίροντα». (Ὠδὴ α’, Παρακλητική, Ἦχος πλ. δ’). Πίνοντας ἀπὸ τὸ ποτήρι τῆς ἀγάπης του τὶς πρῶτες γουλιὲς ἑνὸς εὔγευστου καὶ ἀρωματικοῦ κόκκινου κρασιοῦ τὸν ρώτησα:
«Γέροντα, τί θὰ μοῦ λέγατε γι΄ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο φυτὸ ποὺ διάλεξε ὁ Θεός μας γιὰ νὰ τὸ μετουσιώνει σὲ κάθε Θ. Λειτουργία σὲ αἷμα Χριστοῦ;». -Ἄκουσε παιδί μου. Ἡ ἱστορία τῆς ἀμπέλου καὶ τοῦ οἴνου κρατάει ἀπὸ πολὺ παλιά, ἔχει τὴν ἀφετηρία της στὸν Νῶε. Δηλαδή, ἡ πρώτη ἐνέργεια ποὺ ἔκανε αὐτὸς ἀμέσως μετὰ τὸν κατακλυσμὸ ἦταν «καὶ ἤρξατο Νῶε ἄνθρωπος γεωργὸς γῆς καὶ ἐφύτευσε ἀμπελῶνα» (Γέν. θ’ 20) γράφει ὁ βιβλικὸς συγγραφέας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀναφορὰ στὴν ἄμπελο ποὺ ὑπάρχει στὴν Ἁγία Γραφή. Δηλαδή, ὁ Νῶε τὸ πρῶτο ποὺ ἔκανε ἦταν νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν γεωργία καὶ μὲ τί, μὲ τὸ νὰ φυτέψει ἕνα ἀμπέλι. Ἡ «Γένεσις» ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι ἡ Κιβωτὸς ἄραξε σὲ μία ἀπὸ τὶς κορυφὲς τοῦ ὄρους Ἀραρὰτ ποὺ ἀνήκει στὴν Ν. Ἀρμενία κοντὰ στὴν Γεωργία. Στὴν συνέχεια ἡ ἀμπελοκαλλιέργεια ἐξαπλώθηκε ἀπὸ τοὺς μεταναστευτικοὺς λαοὺς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Καυκάσου πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ καὶ τὴν Μ. Ἀσία, τὴν Περσία καὶ τὴν Ἀρμενία. Στὸ τέλος τῆς 5ης π.χ. χιλιετίας μεταδόθηκε καὶ στὴ Μεσοποταμία καὶ στὰ παράλια της Ἀνατολικῆς Μεσογείου (Αἰγαῖο, Αἴγυπτο, Συρία). Ἐν τῷ μεταξύ, 2.000 χρόνια π.χ. οἱ Ἀχαιοὶ ποὺ ἦταν ἡ ἀνατολικὴ πρωτοπορία τῶν Ἀρίων λάτρευαν τὸν θεὸ Σόμα. Ὁ θεὸς Σόμα ποὺ ἀγαποῦσε τὸν ἄνθρωπο τὸν ὀνόμαζαν καὶ Βίνο, δηλαδὴ ἀγαπητός. Τὸ ἐπίθετο αὐτὸ τὸ ἔδωσαν οἱ Ἅριοι στὸ χυμὸ τοῦ σταφυλιοῦ, ποὺ συνάντησαν γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Καύκασο. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἑλλάδα ἐδῶ καὶ 4.000 χρόνια ἡ λέξη οἶνος, ποὺ σημαίνει ἀγαπητός. «Τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ἡ νοητὴ καὶ ἀληθὴς ἄμπελος, ἐπὶ σταυροῦ κρέμα- ται, πᾶσιν ἀμβροσίαν πηγάζουσα». (Παρακλητική, Κυριακή, Ὠδὴ γ΄, Ἦχος δ΄).
-Γέροντα, σᾶς ἀρέσει τὸ κρασί; -Πῶς δὲ μ΄ ἀρέσει, βρὲ παιδί μου, ἀλλὰ ὅμως μὲ μέτρο. Τὸ λένε καὶ οἱ γιατροὶ ὅτι κάνει καλὸ στὴν καρδιά, γιατί ἔχει ἀντιοξειδωτικὲς οὐσίες οἱ ὁποῖες δὲν ἐπιτρέπουν νὰ βουλώσουν οἱ ἀρτηρίες τῆς καρδιᾶς. «Ὡς βότρυες ἀμπέλου ζωῆς, τοῦ μαρτυρίου οἶνον ἔβλησαν, πιστὸν καρδίας ἐφραίνοντες τοῦ Θεοῦ ἡμῶν οἱ μάρτυρες». (Παρακλητική, Παρασκευὴ πρωΐ, Ὠδὴ γ΄, Ἦχος πλ. α΄).
-Μὴ μοῦ πεῖτε ὅτι κάνετε καὶ κρασί; -Φυσικά, καὶ κάνω μόνος μου. Εἶναι εὔκολο. Καὶ ξέρεις, τὸ ἄρχισα ἀπὸ τὴν προτροπὴ τοῦ Πνευματικοῦ μου, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε, οἱ ἄνδρες νὰ κάνετε κρασὶ καὶ οἱ γυναῖκες πρόσφορο, νὰ τὰ φέρνετε στὴν Ἐκκλησία νὰ ἁγιάζονται καὶ νὰ ἐπιστρέφουν σὲ σᾶς σὰν δῶρα ὡς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Ἄκου πῶς γίνεται τὸ κρασί… «Ἀνυμνοῦμεν σὲ βοῶντες, χαῖρε ὄχημα ἡλίου τοῦ νοητοῦ, ἄμπελος ἀληθινή, τὸν βότρυν τὸν πέπειρον ἡ γεωργήσασα, οἶνον στάζοντα, τὸν τὰς ψυχᾶς ἐφραίνοντα τῶν πιστῶς σὲ δοξαζόντων». (Τριώ- διον, Παρασκευή, Ὠδὴ ζ΄).
ΤΡΥΓΟΣ
Ἀπὸ τὰ μέσα Αὐγούστου ἕως τὸ τέλος Σεπτέμβρη κρατάει ὁ τρύγος, δηλαδὴ τὸ μάζεμα τῶν σταφυλιῶν. Παίρνουμε καθαρὰ τελάρα, ἡ καθαριότητα στὴν κα- τασκευὴ τοῦ κρασιοῦ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ὅλης διαδικασίας γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Κάτι ἀντίστοιχο εἶναι καὶ στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει καὶ ἱκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι εἶναι «καθαροὶ» τὸ κατὰ δύναμιν. Καθαροὶ σημαίνει καὶ προσε- κτικοί, δηλ. αὐτοὶ ποὺ προσέχουν νὰ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολές Του. Σὲ μία βρόμικη κατσαρόλα μπορεῖς νὰ κάνεις φαγητό; Ἀφοῦ παίρνουμε λοιπὸν τὰ καθαρὰ τελά- ρα ἀρχίζουμε νὰ μαζεύουμε τὰ καθαρὰ σταφύλια γιατί ἔχει καὶ ζούφια, αὐτὰ ποὺ προσβλήθηκαν ἀπὸ ἀρρώστια. « Χ ρ ι σ τ ὸ ς ἡ ἄμπελος, ὡραίους βότρυας, ὑμᾶς ἠνέγκατο, γλεῦκος σωτήριον, ἐναποστάζοντας τῇ γῇ, Ἀπόστολοι θεοφόροι· ὅθεν με λυτρώσατε, ἡδονῶν μέθης δέομαι, ῥεῖθρα κ α τ α ν ύ ξ ε ω ς , τῇ ψυχῇ μου δ ω ρ ο ύ μ ε ν ο ι , τῇ θείᾳ τῆς Νη- στείας ἡμέρᾳ, ὅπως σωθείς, ζωῆς ἐπιτύχω». (Τριώδιον, Πέ- μπτη, Κάθισμα, Ἦχος γ΄). Μετὰ ἀκολουθεῖ τὸ πάτημα. Δηλαδὴ τὸ σπάσιμο τῆς ρόγας. Μέσα σὲ μεγάλες πλαστικὲς δεξαμενὲς ρίχνουμε τὰ σταφύλια τὰ ὁποῖα ἔχουμε περάσει ἀπὸ ἕνα μηχάνημα τὸ ὁποῖο σπάζει τὶς ρόγες. Ἔτσι δημιουργεῖται ἕνας πολτὸς ἀπὸ ρόγες καὶ ὑγρό. Μετρᾶμε μὲ ἕνα ὄργανο, τὸ μπομόμετρο, τὰ μπομὲ τοῦ ὑγροῦ, δηλαδὴ τί ζάκχαρα ἔχει. Γιὰ ἕνα καλὸ κρασί, θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἔχουμε τὴν ἔνδειξη 12 μπομὲ καὶ ἄνω. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνεται ἡ ἕνωση τῆς φλούδας πάνω στὴν ὁποία ἀφενὸς μὲν ὑπάρχει ὁ ζυμομύκητας ὁ ὁποῖος θὰ δημιουργήσει τὸν βρασμὸ καὶ θὰ μετατρέψει τὰ ζάκχαρα τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν στὴ σάρκα τῆς ρόγας σὲ οἰνόπνευμα, καὶ ἀφετέρου ἔχει τὶς χρωστικὲς οὐσίες οἱ ὁποῖες δίνουν τὸ χρῶμα στὸ ὑγρό, γιατί ἡ σάρκα τῆς ρόγας εἶναι ἄχρωμη. «Μέθην ἡδονῶν, ψυχο- φθόρων σβέσαντες, τὸ τῆς κα- τανύξεως, διὰ νηστείας ἐμφορ η θ ῶ μ ε ν » . (Τριώδιον, Πέ- μπτη, Ὠδὴ α΄, Ἦχος γ΄). Μετὰ τὸ πάτημα σὲ μία ἢ δύο μέρες ἀρχίζει ὁ βρασμός, δηλαδὴ ἕνα τσιτσίρι- σμα στὸ ὑγρό, τὸ ὁποῖο ἀρχίζει νὰ ἀφρίζει καὶ νὰ παράγεται διοξείδιο τοῦ ἄνθρακα. Γιὰ νὰ κάνουμε κόκκινο κρασὶ ἀφήνουμε τὸ μεῖγμα μέσα στὴ δεξαμενὴ 6-7 ἡμέρες καὶ μετὰ ἀπομακρύνουμε τὸ ὑγρὸ τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ λεγόμενος μοῦστος. Ἐὰν θέλουμε νὰ κάνουμε ροζὲ κρασί, τότε ἀφαιροῦμε τὸν μοῦστο σὲ μία ἡμέρα γιὰ νὰ μὴν πάρει πολλὲς χρωστικές. Ἂν θέλουμε νὰ κάνουμε λευκὸ κρασί, ἀφαιροῦμε τὸ ὑγρὸ ἀμέσως μετὰ τὸ πάτημα. Ἀφοῦ τραβήξουμε τὸν μοῦστο τὸν βάζουμε σὲ ἀνοιχτὸ βαρέλι, γιατί χρειάζεται ὀξυγόνο γιὰ τὸν βρασμό του, τὸ σκεπάζουμε μὲ ἕνα τούλι καὶ ἔπειτα τὸ τοποθετοῦμε σὲ ἀνοιχτὸ χῶρο, διότι ἐκπέμπεται διοξείδιο 7 τοῦ ἄνθρακα. Ὁ βρασμὸς διαρκεῖ περίπου 20-30 μέρες καὶ μόλις ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ὑγροῦ γίνει λεία καὶ δὲν ἀκούγεται τσιτσίρισμα σημαίνει ὅτι τελείωσε ὁ βρα- σμός. Μετὰ ἀπὸ μία ἡμέρα μεταφέρουμε τὸ ὑγρὸ σὲ ἕνα καθαρὸ βαρέλι. Μὲ τὸν βρασμὸ μετατράπηκαν τὰ ζάκχαρα σὲ οἰνόπνευμα, τὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα συστατικὰ συνθέτουν τὸν οἶνο. Τὸ κρασί μας εἶναι σχεδὸν ἕτοιμο. Σφραγίζουμε αὐτὸ τὸ βαρέλι καὶ ἐπιδιώκουμε νὰ μὴν ὑπάρξει ἐπαφὴ μὲ τὸ ὀξυγόνο, διότι τὸ ὀξυγόνο σ΄ αὐτὴ τὴ φάση εἶναι ἐχθρός του κρασιοῦ, μπορεῖ νὰ τὸ ὀξειδώσει καὶ νὰ τὸ μετατρέψει σὲ ξύδι. Σὲ διάστημα περίπου δύο μηνῶν τὸ κρασὶ θὰ ἔχει κα- θαρίσει πλήρως καὶ θὰ εἶναι ἔτσι γιὰ νὰ τὸ πιοῦμε. Γιὰ ὅλη αὐτὴν τὴ διαδικασία, θὰ εἶναι καλὸ νὰ συμβουλευτεῖς καὶ ἕνα σχετικὸ βιβλίο μὲ περισσότερες λεπτομέ- ρειες πάνω στὸ χωρικὸ κρασί. «Ὁ τὸν ἀμπελῶνα φυτεύσας καὶ τοὺς ἐργάτας καλέσας, ἐγγὺς ὑπάρχει Σωτήρ, δεῦτε οἱ τῆς νηστείας ἀγωνισταί, μισθὸν ἀπολαύσωμεν, ὅτι πλούσιος ὑπάρχει, ὁ δοτὴρ καὶ ἐλεήμων, μικρὸν ἐργασάμενοι, κομισώμεθα τὸ τῆς ψυχῆς ἔλεος». (Τριώδιον, Κυριακή, Ἀπόστιχα, Ἦχος βαρύς). Ἤθελα νὰ σοῦ πῶ ὅμως ὅτι ὅλη ἡ διαδικασία τῆς καλλιέργειας τῆς ἀμπέλου ἔχει τὴν ἴδια πορεία μὲ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ φθάσει στὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα τῆς σωτηρίας του, δηλαδή:
ΣΚΑΛΙΣΜΑ–ΛΙΠΑΝΣΗ–ΡΑΝΤΙΣΜΑ
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ χειμῶνα καὶ ἀρχὴ τῆς ἄνοιξης κάνουμε διάφορες προεργασίες, ὅπως τὸ σκάλισμα στὴ ρίζα τῆς ἀμπέλου, ρίχνουμε κοπριὰ ἢ λίπασμα καὶ κάνουμε καὶ ραντίσματα (τώρα πλέον οἰκολογικά). Δυστυχῶς, ἂν δὲν ραντίσουμε, δὲν παίρνουμε καρπὸ μὲ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργήσαμε. Ἔχει ὁρισμένες ράτσες σταφυλιῶν ὅμως ποὺ δὲν θέλουν ράντισμα ἀκόμη μέχρι σήμερα. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ παίρνει πνευματικὴ τροφή, διαβάζοντας τὴν Ἁγία Γραφή, βίους Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἄνθρωποι κι αὐτοὶ σὰν ἐμᾶς, ἀλλὰ συγχρόνως μὲ τὶς δουλειές τους ἔβλεπαν καὶ πρὸς τὰ ἐπάνω, ἔβλεπαν στὸν συ- νάνθρωπό τους τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔριχναν τὸ ἐγώ τους. «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς πρέπει νὰ σκαλίζουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ κάνουμε αὐτοκριτική, νὰ βρίσκουμε τὶς καλές μας προθέσεις ποὺ ἔχουμε καὶ νὰ τὶς βγάζουμε πρὸς τὰ ἔξω, νὰ μὴν τὶς ἀφήνουμε νὰ κοιμοῦνται καὶ νὰ εἶναι ἀνενεργές, ἀλλὰ νὰ τὶς ραντίζουμε μὲ τὶς ἀγαθὲς σκέψεις τῶν Ἁγίων μας, διαβάζοντας τοὺς Βίους τους, οἱ ὁποῖοι σὲ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἡ φωνὴ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Δεῦτε ἐργασώμεθα, ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι, καρποὺς μετανοίας ἐν τούτῳ ποιούμενοι, οὐκ ἐν βρώμασι καὶ πόμασι κοπιῶντες, ἀλλ΄ ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείαις, τὰς ἀρετὰς κατορθοῦντες, τούτοις ἀρεσκόμενος ὁ Κύριος τοῦ ἔργου, δηνάριον παρέχει, δι΄ οὗ ψυχὰς λυτροῦται, χρέους ἁμαρτίας, ὁ μόνος πολυέλεος». (Τριώδιον, Κυριακή, Αἴνους, Ἦχος α’).
ΚΛΑΔΕΜΑ
Κατὰ τὸ κλάδεμα κόβουμε τὰ ἄχρηστα κλωνάρια τῆς ἀμπέλου, τὶς κληματσίδες, καὶ ἀφήνουμε αὐτὰ τὰ ὁποία θὰ δώσουν καρπό. Ἔτσι καὶ στὰ πνευματικά, θὰ πρέπει νὰ κόβουμε τὸ δικό μας θέλημα, ποὺ εἶναι τὰ διάφορα κλωνάρια ποὺ μᾶς πᾶνε σὲ δρόμους ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ ὅπως π.χ. κακοτοπιές, χαρτοπαιξία, ναρκωτικά, κακὲς συνήθειες κ.τ.λ. καὶ νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ φέρουμε πνευ- ματικοὺς καρπούς. «Ἀμπελὼν ἐγενήθητε, Χριστῷ τῷ ὄντως ἀγαπημένῳ, τὸν γὰρ οἶνον τὸν τοῦ Πνεύματος, ἐξεβλύσατε τῷ κόσμῳ Ἀπόστολοι». (Τριώδιον, Πέμπτη, Ὠδὴ δ’, Ἦχος πλ. δ’).
ΒΡΑΣΜΟΣ
Μὲ τὸν βρασμὸ γίνεται καὶ ὁ καθαρισμὸς τοῦ ὑγροῦ ἀπὸ τὶς διάφορες βρωμιὲς ποὺ ὑπάρχουν πάνω στὰ τσαμπιά, στὶς ρόγες, ἐνδεχομένως χρώματα, χορταράκια κ.τ.λ. ἂν παρατηρήσουμε γίνεται ἕνα ἀνακάτεμα καὶ ἐκπέμπεται διοξείδιο τοῦ ἄνθρακα. Στὸ τέλος τοῦ βρασμοῦ ὅλα αὐτὰ τὰ ἄχρηστα κάθονται κάτω σὰν λάσπη καὶ ἀπομένει τὸ κρασὶ τὸ ὁποῖο εἶναι θολὸ καὶ θὰ ἀκολουθή- σει τὸ λαμπικάρισμα ὅπου καὶ θὰ ἔλθει στὴν τελική του μορφή. Ἔτσι λοιπὸν στὰ πνευματικὰ ὁ βρασμὸς εἶναι ἡ ἐξομολόγηση, ἡ πάλη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἐγωϊσμό του, τὶς ἁμαρτίες τους (τὶς βρωμιὲς) τὶς ὁποῖες ἐναποθέτει στὰ πόδια τοῦ πνευματικοῦ σὰν λάσπη καὶ βγαίνει πλέον ἀνακουφισμένος καὶ καθαρὸς (λαμπικαρισμένος) στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ὅπου πλέον ἐπεμβαίνει Ἐκεῖνος καὶ ἱκανοποιεῖ τὰ αἰτήματά του. Ὅπως ἐμεῖς γινόμαστε τὸ ὡραῖο κρασὶ μὲ τὸ ὡραῖο χρῶμα του καὶ τὴν ὡραία γεύση του καὶ μᾶς κάνει καλὸ μὲ τὶς οὐσίες του, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρω- πος γεύεται τὶς δωρεὲς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ζεῖ τὸν Παράδεισο ἀκόμη ἀπὸ τὴν ὕπαρξή του πάνω στὴν Γῆ, τρανὸ παράδειγμα εἶναι οἱ Ἅγιοί μας. «Ὡς βότρυες θεῖοι γεγονότες, ἀμπέ- λου τῆς θείας ἀληθῶς, ἀθλήσαντες προ- χέουσιν, οἶνον ἡμῖν οἱ μάρτυρες, πνευ- ματικῶς ἐφραίνοντα τὰς διανοίας ἐν χά- ριτι». (Παρακλητική, Ὠδὴ γ’, ἦχος δ’). Ὅπως βλέπεις ὑπάρχει μία συνεργασία μεταξύ τῆς ἀμπέλου σὰν φυτὸ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Παθαίνει κάτι ἡ ἄμπελος καὶ ἀπὸ πίσω ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ καὶ τῆς συμπαραστέκεται, ὅπως π.χ. γιὰ νὰ τοῦ πεῖ τοῦ ἀνθρώπου ὅτι δὲν ἔχω φαγητὸ καὶ νερὸ δὲν μεγαλώνει καὶ ξεραίνεται, αὐτὴ εἶναι ἡ γλῶσσα ποὺ μιλᾶνε τὰ φυτά. Ἀμέσως βλέποντας τὸ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τῆς συμπαραστέκεται καὶ τὴν βοηθάει, τῆς βάζει κοπριά, λίπασμα καὶ νερό, δηλα- δή, ὑπάρχει διάλογος. Ἔτσι λοιπόν, καὶ στὰ πνευματικὰ ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο. Γιατί, μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου μπῆκε ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀπομάκρυνε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Δημιουργό του καὶ συγχρόνως καὶ τὸ σύμπαν πῆρε ἄλλη τροπή. Ἔτσι ἄρχισε μία πορεία σὲ δύσκο- λα μονοπάτια. Ὁ καλὸς Θεὸς ὅμως τοῦ ἔδειξε τὴν παρουσία Του μὲ διάφορους τρόπους σεβόμενος σὲ μεγάλο βαθμὸ μέ- χρι καὶ σήμερα τὴν ἐλευθερία ποὺ τοῦ Πρέπει νὰ σκαλίζουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ κάνουμε αὐτοκριτική, νὰ βρίσκουμε τὶς καλές μας προθέσεις ποὺ ἔχουμε καὶ νὰ τὶς βγάζουμε πρὸς τὰ ἔξω, νὰ μὴν τὶς ἀφήνουμε νὰ κοιμοῦνται καὶ νὰ εἶναι ἀνενεργές, ἀλλὰ νὰ τὶς ραντίζουμε μὲ τὶς ἀγαθὲς σκέψεις τῶν Ἁγίων μας, διαβάζοντας τοὺς Βίους τους, οἱ ὁποῖοι σὲ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἡ φωνὴ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Δεῦτε ἐργασώμεθα, ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι, καρποὺς μετανοίας ἐν τούτῳ ποιούμενοι, οὐκ ἐν βρώμασι καὶ πόμασι κοπιῶντες, ἀλλ΄ ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείαις, τὰς ἀρετὰς κατορθοῦντες…» χάρισε ἀπ΄ ἀρχῆς. Βλέποντας τὴν κατάντια του τοῦ ἔστειλε τὸν Υἱόν Του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: Ἐγὼ ἦρθα, εἶμαι ἐδῶ γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω στὰ προβλήματά σου, ἐὰν θέλεις. Ἔλα κοντά μου καὶ θὰ σωθεῖς. (Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…) ὄχι μὲ τὸ ζόρι. Ἀλλὰ ὅμως, ἂν ἔλθεις κοντά μου, θὰ πρέπει νὰ ἀκολουθήσεις ὁρισμένες συνταγὲς ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ θὰ σωθεῖς (Μετάνοια, Ἐξομολόγηση, Θεία Κοινωνία). Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ Γῆ, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλέον νὰ ἐπιλέξει ποιὸν δρόμο νὰ ἀκολουθήσει ἀπὸ μόνος του, χωρὶς νὰ τὸν ἀναγκάσει κανείς. Μόνος του ἢ σὺν Θεῷ. Θεὸς μὲ ἄνθρωπο, εἶναι ὅπως πατέρας μὲ παιδί. Ἄμπελος μὲ γεωργό. Εἶναι δυνατὸν τὸ παιδί σου νὰ μὴν τὸ βοηθήσεις ἃν σοῦ ζητήσει κάτι; Ὑπάρχει διάλογος μεταξύ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τοῦ δημιουργήματος, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μὲ λέξεις, ἐνῷ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Θεοῦ ἡ ἀπάντηση ἔρχεται μὲ γεγονότα ἢ μὲ φωνὴ διὰ μέσῳ τοῦ στόματος τῶν συνανθρώπων μας, π.χ. ἔχασες κάτι; Καὶ ἐκεῖ ποὺ ψάχνεις καὶ δὲν τὸ βρίσκεις ἔρχεται ἡ μητέρα σου ἢ ὁ φίλος σου καὶ σοῦ λέει: «Δὲν ψάχνεις κι ἐκεῖ;» Καὶ πᾶς καὶ τὸ βρίσκεις. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεός μας ὡς Θεός, βρίσκει τρόπους ἀρκεῖ νὰ Τοῦ τὸ ζητήσουμε. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ ἀπ΄ ὅλα, ἤθελα νὰ σοῦ πῶ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς πάνω στὴ Γῆ ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι εἶμαι Θεὸς καὶ τὸ ἀπέδειξε μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, γιατί ἐὰν δὲν ὑπῆρχε Ἀνάσταση «ματαία ἡ πίστις ἡμῶν» ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Ἡ κατάκαρπος ὡς κλῆμα, ἐκβλαστάνει σε ἄμπελος, Ἰησοῦς Παμμάκαρ, φέρων ἐπιγνώσεως βότρυας, ἐν τοῖς ληνοῖς μαρτυρίου οἶνον βλύζοντας, τὰς καρδίας πάντων, πιστῶν τὸν εὐφραίνοντα» (24 Νοεμβρίου, Ὠδὴ δ’).
-Τί θὰ μοῦ λέγατε ἄλλο, Γέροντα, γι΄ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο φυτὸ ποὺ τόσο ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑμνογράφοι της τὸ ἀναφέρουν στὰ τροπάρια τους;
-Ὄντως εἶναι εὐλογημένο, ὅπως εἶπες. Ὅταν τὸν χειμῶνα κλαδεύουμε τὶς κληματσίδες του, τὶς κρατᾶμε καὶ τὶς ἔχουμε γιὰ προσάναμμα τὸ Πάσχα γιὰ νὰ ἀνάβουμε φωτιὰ γιὰ τὸ ἀρνὶ ποὺ ψήνουμε, κάνουν πολὺ καλὴ καρβουνιά, ἐπίσης κρατᾶμε κλωνάρια καὶ τὰ κάνουμε στεφάνια τὴν πρωτομαγιὰ καὶ πλέκουμε τὰ λουλούδια τοῦ στεφανιοῦ. Τὰ φύλλα του μᾶς παρέχουν πλούσιο ἴσκιο καὶ δροσιὰ τὸ καλοκαίρι στὶς ὄμορφες κληματαριὲς τῶν σπιτιῶν. Ἀκόμη μποροῦμε νὰ τὰ κάνουμε σαρμαδάκια. Τὶς φρέσκες κληματσίδες τὶς κάνουμε σαλάτα μὲ ξυδάκι. Τὸν καρπό του φυσικὰ τὸν τρῶμε, πρέπει νὰ ξέρεις πὼς ὁ καρπὸς καὶ ὁ χυμὸς τοῦ σταφυλιοῦ περιέχουν τὶς περισσότερες βιταμίνες ἀπ΄ ὅλα τὰ φροῦτα, ἔχουν ἀντιοξειδωτικὲς ἱκανότητες καὶ ὅπως εἴπαμε καὶ τὸ κρασὶ ποὺ πίνουμε ὡς συνοδευτικὸ τῶν φαγητῶν μᾶς κάνει καλό. Πάντα μὲ μέτρο ὅμως, ὅπως καὶ τὸ φαγητό. Ἀπὸ τὸν μοῦστο κάνουμε μουσταλευριὰ γιὰ τὰ μουστοκούλουρα καὶ ἀπὸ τὰ ἀπομεινάρια τοῦ βρασμοῦ τὰ «τσίπουρα» ποὺ λένε, τὰ βράζουμε σὲ καζάνι ἀπόσταξης καὶ παίρνουμε τὸ τσίπουρο, πολὺ ὡραῖο ἀπεριτὶφ καὶ τὸ προσφέρουν στὰ διάφορα προσκυνήματα μὲ λουκουμάκι στοὺς κουρασμένους προσκυνητές. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μᾶς ξυνίσει τὸ κρασί, πάλι δὲν τὸ πετᾶμε, ἀλλὰ τὸ κάνουμε πολὺ καλῆς ποιότητας ξύδι, ποὺ εἶναι χρήσιμο στὴν μαγειρική. Εἶδες λοιπὸν ἀπ΄ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο φυτό, ὅπως εἶπες, δὲν πετᾶμε τίποτα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος. «Ὥριμόν σε βότρυν τῆς ζωῆς προσήγαγε, γεωργίᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος, Πέτρος ὡς κλῆμα τῆς ἀμπέλου, ὑπάρχων Ἰησοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ οἶνον εὐσεβείας ἀπέσταξας, τῆς ἀθεΐας μέθην παύοντα» (24 Νοεμβρίου, Ἁγίου Κλήμεντος, Ὠδὴ θ’).
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 15