Οι αόρατες δυνάμεις (άγγελοι), βρίσκονται σε ισόρροπη κατάσταση όσον αφορά την αρετή και την κακία, αφού η αγιότητα – που ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Τριαδικό Θεό – είναι εκτός της ουσίας τους, η δε τελείωσή τους επιτυγχάνεται, μόνο διά της επικοινωνίας με το Άγιο Πνεύμα και της ελεύθερης επιλογής και επιμονής τους (αυτεξούσιο) να παραμένουν στο καλό. Την αγιαστική αυτή προς τελείωση βοήθεια τού Αγίου Πνεύματος, αποποιήθηκε ο εκλεκτός αρχάγγελος του Θεού Εωσφόρος (= αυτός που φέρνει την αυγή, ο Αυγερινός), γεμίζοντας από υπέρμετρη υπερηφάνεια και φοβερό μίσος κατά του Θεού. Συνεπώς η ουσία τής πτώσης του συνίσταται στον αφανισμό τής αγάπης του προς τον Θεό δια της κακής χρήσης τού αυτεξούσιου, χάρισμα το οποίο είχε δοθεί από τον Θεό – λόγω αγάπης – σε όλα τα λογικά όντα. Ο διάβολος “εμίσησε πρώτον, ετραχηλίασε κατά Θεού παντοκράτορος, κατεφρόνησε Δεσπότου, ηλλοτριώθη του Θεού”. Την πτώση τού Εωσφόρουακολούθησαν και τα πνεύματα που ήταν μαζί του.
Ο Μέγας Βασίλειος ερμηνεύοντας την πτώση τού Εωσφόρου ως συνέπεια τού αφανισμού τής αγάπης του προς τον Θεό, δίνει πλέον δημιουργική λύση και διέξοδο στο εν λόγω θέμα, που είχε προκύψει από τις θεωρίες του Ωριγένη, απορρίπτοντας την άποψη κατά την οποία η πτώση των λογικών όντων εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα του κορεσμού αυτών από τη θέαση του Θεού. Η περί κορεσμού αντίληψη η οποία είναι Πλατωνικής προέλευσης και αφορά τον υπερβατικό “Κόσμο των Ιδεών”, είναι πέρα για πέρα λανθασμένη, διότι αρνείται κάτι πάρα πολύ βασικό, το οποίο είναι η ακαταληψία και απειρία τού Θεού, καθώς επίσης και τις εκπηγάζουσες από αυτήν θεωρίες, περί περιοδικών πτώσεων και αναστάσεων των “λογικών” όντων.
Παρόλα αυτά όμως ο Μέγας Βασίλειος διατήρησε την άποψη που εισήγαγε πρώτος ο Ωριγένης, πως η πτώση του διαβόλου δεν οφείλεται στην φιληδονία αυτού, κάτι που πιστεύονταν μέχρι τότε, αλλά στην υπερηφάνεια του. Αυτό κατέστη δυνατό, όταν ο Ωριγένης, ταύτισε τον Εωσφόρο που αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα και τον άρχοντα της Φοινικικής πόλης της Τύρου που αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ιεζεκιήλ, με τον διάβολο. Έκτοτε η άποψη αυτή επικράτησε στη χριστιανική θεολογία. Αναφέρουμε τα εν λόγω χωρία για να γίνει φανερή η ταύτιση αυτή:
“Πως έπεσες από τον ουρανό, Εωσφόρε, τέκνο της αυγής! [1] Πάνω στη γη συντρίφτηκες εσύ, που υπέταξες λαούς. Έλεγες μέσα σου: «στον ουρανό θ’ ανέβω, το θρόνο μου θα υψώσω πάνω από τ’ άστρα του Θεού. Θα πάρω θέση πάνω στο βουνό, στο μακρινό βορρά που οι θεοί συνάζονται. Θ’ ανέβω πάνω από τα σύννεφα και με τον Ύψιστο θα είμαι ίσος». Μα έπεσες μέσα στον άδη, στης αβύσσου τον βυθό” Ησαΐας 14:12 – 15
και
Μου είπε πάλι ο Κύριος: “«Εσύ άνθρωπε, τόνισε για το βασιλιά τής Τύρου θρηνητικό τραγούδι και πες του: «Άκου τι έχει να σου πει ο Κύριος ο Θεός: Εσύ ήσουν υπόδειγμα τελειότητας, με τη μεγάλη σου σοφία και την ασύγκριτη ομορφιά σου. Ζούσες στην Εδέμ, στον κήπο τού Θεού κι ήσουν ντυμένος πλήθος λίθους πολύτιμους: ρουμπίνια, τοπάζια, διαμάντια, όνυχα, βήρυλλο και ίασπι, ζαφείρια, γρανάτες και σμαράγδια˙ και το χρυσάφι ήταν κεντημένο πάνω στο στήθος σου. Τη μέρα που δημιουργήθηκες όλα αυτά είχαν κιόλας ετοιμαστεί. Σε είχα βάλει φύλακα χερούβ στο άγιο μου όρος και περπατούσες ανάμεσα σε λαμπερά πετράδια. Ήσουν τέλειος στη συμπεριφορά σου από την ημέρα που πλάστηκες, ωσότου αμάρτησες. Με το δραστήριο εμπόριό σου οδηγήθηκες στη βία και στην αδικία. Γι’ αυτό κι εγώ σε πέταξα σαν μολυσμένο πράγμα από το όρος μου, φύλακα χερούβ, σε έσπρωξα μέσα από τα πολύτιμα πετράδια σου στην καταστροφή. Επειδή ήσουν όμορφος περηφανεύτηκες˙ επειδή ήσουν δοξασμένος η σοφία σου διαφθάρηκε. Γι’ αυτό σε πέταξα στη γη και σε παρέδωσα στην κοινή θέα τών άλλων βασιλιάδων. Με πολλές παρανομίες που έκανες στο εμπόριό σου, μόλυνες τους τόπους της λατρείας σου. Γι’ αυτό έβαλα φωτιά στην πόλη σου για να καταστραφείς και να γίνεις στάχτη πάνω στη γη, μπροστά στην κοινή θέα. Όλοι όσοι σε γνώριζαν ανάμεσα στα έθνη τρόμαξαν με το κατάντημά σου˙ έφτασες σε τέλος φοβερό κι εκεί θα μείνεις για πάντα»”Ιεζεκιήλ 28:11 – 19
Εφόσον λοιπόν η πτώση τού μη φύσει κακού διαβόλου εκλαμβάνεται ως ελεύθερη διακοπή τής κοινωνίας τής αγάπης μετά του Θεού, τονίζεται από τονΜέγα Βασίλειο, ότι τουλάχιστον στην αρχή υπήρχε η κάποια δυνατότητα μετάνοιας για τον εκπεσόντα άγγελο, καθώς επίσης και για τους αγγέλους που τον είχαν ακολουθήσει στην πτώση. Θα μπορούσε ενδεχομένως ο Εωσφόρος διά του εξιλασμού και της μετάνοιας να θεραπεύσει τον εαυτό του και έτσι να αποκατασταθεί “εις το εξ αρχής” δηλαδή στην αρχική του κατάσταση πριν να εκπέσει. Μετά όμως την δημιουργία τού ορατού κόσμου και την πλάση τού ανθρώπου, η αποξένωση και η απομάκρυνση του από το Θεό κατέστη οριστική, γιατί ο διάβολος κινούμενος από φθόνο ο οποίος τον κυρίευσε “εφόνευσε” διά της αμαρτίας τον “τετιμημένον” άνθρωπο και επέφερε τον θάνατο. Η πράξη αυτή τού διαβόλου ήταν ουσιαστικά πράξη αυτοκαταστροφής και ανοησίας, γιατί “καθ’ εαυτού τεχνάσας έλαβεν ο κατά του ανθρώπου μεμηχανάται, ουδέν τοσούτον εκείνον ζημιώσας, ον ήλπισεν απαλλοτριώσειν Θεού και ζωής αιωνίου, όσον εαυτόν προδούς, αποστάτης του Θεού γεγονώς, και θανάτω καταδικασθείς αιωνίω”.
Κριτική στις θέσεις για την πτώση των αγγέλων και του Εωσφόρου τούΜεγάλου Βασιλείου και των άλλωνΚαππαδοκών Πατέρων (Γρηγορίου Θεολόγου και Γρηγορίου Νύσσης), ασκεί τους νεότερους χρόνους ο Otis. Ξεκινώντας από τις προσωπικές του φιλοσοφικές προϋποθέσεις και από την μη πλήρη κατανόηση τών Πατερικών κειμένων καταλήγει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Συγκεκριμένα αναλύοντας τα χωρία τού Μεγάλου Βασιλείου που αναφέρονται στην πτώση τών αγγέλων, συμπεραίνει πως οιΚαππαδόκες ταυτίζοντας την αμαρτία με την άγνοια κατά το πλατωνικό πρότυπο, αδυνατούν να ερμηνεύσουν την υπό του Εωσφόρου διαπραχθείσα αμαρτία, εφόσον η αμαρτία γενικά συνδέεται με την σαρκική συσκότιση τής διάνοιας τών πνευμάτων, ο δε Εωσφόρος ως πνεύμα δεν δεσμεύεται ούτε υπόκειται στην υλική φύση. Συνεπώς – σύμφωνα με τον Otis – επειδή οιΚαππαδόκες δεν δέχονται ότι είναι δυνατόν μια πνευματική άϋλη ύπαρξη να διαπράξει με πλήρη επίγνωση τής πράξης κάποια αμαρτία, και επιπλέον επειδή απέρριψαν την περί κορεσμού διδασκαλία τού Ωριγένη, αδυνατούν να δώσουν ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα τής πτώσης τού διαβόλου.
Οι απόψεις όμως του Otis πάσχουν σε πολλά σημεία. Πρώτον και κύριον παραγνωρίζει εντελώς την σημασία τού αυτεξούσιου τών αοράτων δυνάμεων, αλλά και του σχετικού τής τελειότητας αυτών, όπως έχουμε προαναφέρει. Επιπλέον συγχέει και δεν διαχωρίζει την κατάσταση τών άϋλων όντων, πριν και μετά την πτώση τού Εωσφόρου και έτσι δεν λαμβάνει υπόψη του την περαιτέρω πρόοδο αυτών προς το καλό ή το κακό. Γι’ αυτό και παρουσιάζει τον Μεγάλο Βασίλειο ως ευρισκόμενο σε πλήρη λογική ανακολουθία και σύγχυση και ως υποπίπτοντα σε συνεχείς αντιφάσεις φρονώντας πως οι άγγελοι
1. δεν επιδέχονται αλλοίωση και χαρακτηρίζονται για το “μόνιμο εις αρετήν”
2. δημιουργήθηκαν τέλειοι από την αρχή
3. η αγιότητα έγινε συστατικό τής ουσίας τους
Ενώ λοιπόν – πάντα κατά τον Otis – ο Μεγάλος Βασίλειος υποστηρίζει τα ανωτέρω εκτεθέντα, ταυτόχρονα ερχόμενος σε αντίφαση υποστηρίζει ότι
α. είναι δυνατόν η τροπή των αγγέλων από την ισόρροπη θέση μεταξύ τού καλού και του κακού
β. αναφέρεται στο μίσος τού Εωσφόρου κατά του Θεού
γ. τονίζει το αυτεξούσιο τών λογικών όντων
Ο Otis φτάνει στα παραπάνω συμπεράσματα για τις “αντινομίες” τού Μεγάλου Βασιλείου, παρανοήσας βασικά χωρία της διδασκαλίας του, όπως λόγου χάρη το αναφερόμενο “Εις 44 Ψαλμόν 1” (PG 29, 388C), στο οποίο αναφέρεται πως οι άγγελοι δεν υφίστανται αλλοίωση. Ο Otis παρανοώντάς το, το ερμηνεύει το χωρίο αυτό, ως αφορών την ηθική κατάσταση των αγγέλων, ενώ η πραγματική του ερμηνεία έχει να κάνει με την φυσική κατάσταση τών αγγέλων, η οποία δεν υπόκειται στη φθοροποιό ροή του χρόνου. Πρέπει επίσης στο σημείο αυτό να σημειωθεί και η Ορθόδοξος Παράδοση η οποία δέχεται πως όλα τα όνταελεύθερα κινούνται προς τον Θεό ή απομακρύνονται από αυτόν. Έτσι και οι άγγελοι σαν σχετικά τέλεια όντα επιθυμούν την τελείωση, η οποία προοδευτικά πραγματοποιούμενη έφθασε, ιδίως δε, μετά την πτώση τού Εωσφόρου, σε τέτοιο σημείο, ώστε να θεωρείται αδύνατο το ενδεχόμενο τής μελλοντικής πτώσης τους.
Η ηθική πρόοδος αυτών αποδεικνύεται κατά πρώτον όταν “εστερεώθησαν” κατά την δημιουργία τους, με αποτέλεσμα να είναι δυσκίνητοι από το αγαθό, στη συνέχεια δε, κατά την δοκιμασία τους, όταν εξέπεσε ο Εωσφόρος και τα συν αυτώ πνεύματα, δεδομένου πως όλοι οι άγγελοι είχαν την δυνατότητα και την ευκαιρία να αποστατήσουν, αλλά “διεσώσατο αυτούς της αγάπης του Θεού το ακόρεστον”, ενώ “απόβλητον έδειξεν (τον διάβολον) η εκ Θεού αναχώρησις”. Γι’ αυτό κατά τον Μέγα Βασίλειο η σταδιακή βύθιση τού Εωσφόρου στο κακό είναι κατά κάποιο τρόπο ανάλογη με την προοδευτική επιτυγχανόμενη τελειότητα των αγγέλων.
Θεμελιώδης γνώρισμα τής Ορθόδοξης διδασκαλίας για τις σχέσεις τών λογικών όντων με το Θεό είναι η δυναμική φορά που αναπτύσσεται μεταξύ αυτών. Έτσι και η ηθική κατάσταση τών αγγέλων ουδέποτε θεωρήθηκε ως κάτι το στατικό και αμετάβλητο, αλλά αποτέλεσε κοινή πεποίθηση, ότι επειδή αυτοί “παρέμειναν πιστοί στον Θεό διατήρησαν την φυσική τους αγιότητα και με την βοήθεια της θείας χάρης τελειώθησαν, φθάνοντας στη μέγιστη ηθική τελειότητα, γινόμενοι όλοι ακίνητοι προς την αμαρτία”.
Κάθε φορά λοιπόν που οι Πατέρες έχουν υπόψη την κατάσταση των αγγέλων πριν την πτώση του διαβόλου, αποκαλούν αυτούς “δυσμεταπτώτους” ή “δυσκινήτους” από το αγαθό. Κάθε φορά όμως που αναφέρονται στην κατάστασή τους μετά την δοκιμασία που πέρασαν και την αποστασία τούδιαβόλου, όταν λόγω της αυτεξούσιας επιμονής τους στο αγαθό στερεώθηκαν ακόμη περισσότερο από το Άγιο Πνεύμα, τους χαρακτηρίζουν “ακίνητους” ή “αμετακίνητους” στο αγαθό. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και η κατά τον Otis“ασυνέπεια” της σκέψης των Καππαδοκών όσον αφορά την όλη διδασκαλία αυτών για τους αγγέλους. Ενισχυτικό τούτου είναι και η άριστα διατυπωμένη Ορθόδοξη θέση για τους αγγέλους από τον Ιωάννη Δαμασκηνό “δυσκίνητοι προς το κακόν, αλλ’ ουκ ακίνητοι … νυν δε ακίνητοι”.
Σημειώσεις
1. Ο Εωσφόρος και η Αυγή θεωρούνταν στην φοινικική θρησκεία θεϊκά όντα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δημητρίου Γ. Τσάμη: Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976
2. Αγία Γραφή της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας
πηγή